© Κώστας Βουλαζέρης

http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

 

• Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο.

• Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.

• Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.

 


 

Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

 

 

Οι Επιδιώξεις του
Αρχισυγκλητικού

 

 

Απομεινάρηδες και Ζωντανοί Νεκροί
Βιβλίο Τρίτο

 

 

 

 

Μια Ιστορία από το Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ένας Γρίφος για τη Μάγισσα·
το Κυνήγι του Δημοσιογράφου

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

δεν ξέρω τι έχει πάθει ο Φέκταρελ αλλά μου φαίνεται ότι δεν είναι ΚΑΘΟΛΟΥ καλά. μου φαίνεται, μάλιστα, ότι είναι «άρρωστος» κατά κάποιο τρόπο, όμως δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς έχει, αν πρόκειται όντως για αρρώστια – που δεν νομίζω νάναι πραγματική αρρώστια βέβαια. μ’έχει στεναχωρήσει πολύ, & μ’έχει προβληματίσει· είναι ίσως πιο περίπλ μπερδεμένο θέμα από τον αντίστροφο κόσμο!

τώρα πια έχω την εντύπωση πως ο Φέκταρελ δεν θέλει καθόλου να με βλέπει! πριν από δεκαπέντε μέρες (αν δεν κάνω λάθος στον αριθμό) μου είπε ότι δεν ήθελε πια να κοιμόμαστε μαζί στην ίδια σκηνή! γιατί; τον ρώτησα απορημένη. δεν είναι σωστό, Φαίδρα, μου είπε· δεν είναι τα πράγματα όπως παλιά. αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει αλλάξει! εκτός από τη συμπεριφορά του βέβαια. μέσα στον τελευταίο χρόνο ολοένα & λιγότερο συναντιόμαστε. δεν είναι η πρώτη φορά που μου είπε ότι θέλει να κοιμηθεί μόνος του σε άλλη σκηνή, αλλά πάντα ξαναγύριζε σε μένα· τώρα όμως μου φαίνεται ότι θα είναι μόνιμο! γι’αυτό κιόλας έχω ξαναπιάσει το ημερολόγιο. το είχα σταματήσει εδώ & πολύ καιρό. είχα βαρεθεί να το γράφω. δεν είχα, βασικά, & τι γράψω. δεν έχω κάνει καμια άλλη σπουδαία ανακάλυψη σχετικά με τη Γλώσσα, & έχω αρχίσει να συνηθίζω τον αντίστροφο κόσμο τόσο πολύ που θα μπορούσε να με ανησυχεί αν ήμουν άλλη. δεν μου μοιάζει πια & πολύ εντυπωσιακός, & ολοένα & περισσότερο νομίζω ότι τον παραβλέπω. είναι σαν όλη η ιστορία να ήταν για να φτιάξουμε τα νοομορφικά ενδύματα – σαν κάποια αόρατη δύναμη να με καθοδήγησε για να

αλλά ο Φέκταρελ είναι που με απασχολεί τώρα αλλιώς δεν θα είχα ξαναπιάσει το ημερολόγιο· θέλω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη. να καταλάβω από πότε άρχισε αυτή του η αλλαγή προς εμένα – γιατί κυρίως προς εμένα είναι, όχι προς τους άλλους. στους άλλους νομίζω πως το ίδιο φέρεται! του έχω κάνει κάτι; είναι θυμωμένος μαζί μου & δε μου το λέει; αλλά ΓΙΑΤΙ; δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν λόγο απολύτως!

όταν έτυχε να μιλήσω με την Ανρίθα, μου είπε ότι ίσως ο Φέκταρελ να έχει βρει κάποια άλλη γυναίκα & γι’αυτό να με αποφεύγει. μου φάνηκε εξωφρενικό. τι να την κάνει την άλλη γυναίκα όταν έχει εμένα; δεν μπορεί! σκέφτηκα, αποκλείεται! όμως μου είχαν μπει ψύλλοι στ’αφτιά, έτσι τον παρακολούθησα. (δεν ήθελα να ζητήσω από την Έρικα να τον παρακολουθήσει· δεν την εμπιστεύομαι & τόσο – ειδικά για ένα τέτοιο προσωπικό θέμα) αλλά δεν διαπίστωσα ότι υπήρχε καμια άλλη γυναίκα. όλες τις φορές που απομακρυνόταν από εμένα, που πήγαινε εκεί όπου πίστευε ότι δεν θα μπορούσα να τον δω, ήταν με άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς. μια φορά μόνο όταν ήμασταν στη Σερκάλβη τον είδα να μπαίνει σ’ένα πορνείο. αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο σαν να έχει άλλη γυναίκα. όμως ο Φέκταρελ παλιά δεν θα έκανε κάτι τέτοιο· θα ερχόταν σ’εμένα. δε μπορούσα να καταλάβω γιατί απομακρυνόταν από εμένα, αλλά δεν πίστευα & ότι θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε τώρα – ότι θα μου έλεγε πως ήθελε πια να μένει μόνος του τελείως. δεν μπορώ να τον καταλάβω! δεν έχω γεράσει τόσο, μα τις Λάμιες! στα 38 σου δεν είσαι γριά! & αποκλείεται να είναι αυτό που απασχολεί τον Φέκταρελ, είμαι σίγουρη.

αλλά θέλω να βάλω τις σκέψεις μου – τις αναμνήσεις μου – σε μια τάξη. ίσως έτσι να βγει καμια άκρη… ελπίζω…

αφού καθαρίσαμε τις περιοχές γύρω από τη Μάλκαριλ από ληστές, πού πήγαμε λοιπόν; εξαπλωθήκαμε πολύ, σ’όλες τις Ενδότερες Πολιτείες & ακόμα παραπέρα (γι’αυτό, άλλωστε, τώρα είμαστε στις ακτές του Ωκεανού). συνοδέψαμε διάφορα καραβάνια εμπόρων προς τη μια μεριά & προς την άλλη – αλλά δε νομίζω ότι σ’αυτές τις δουλειές συνέβη τίποτα το σημαντικό. έγιναν κάποιες αψιμαχίες, δλδ, & κάποιες συμπλοκές, αλλά τίποτα που να αφορά τον Φέκταρελ άμεσα, ή που να τον κάνει να με παρεξηγήσει. μα τις Λάμιες, τώρα πια δεν κάνω ούτε εκείνες τις περίεργες επικίνδυνες εξορμήσεις που έκανα παλιά & που τον τρόμαζαν γιατί φοβόταν για εμένα!

προστατέψαμε διάφορα καραβάνια από ληστές. πολεμήσαμε κάτι μικρές ληστρικές συμμορίες. προστατέψαμε εμπόρους & ταξιδευτές που πήγαιναν προς & από Σάρντλι μέσω της διαστασιακής διόδου που υπάρχει στα ανατολικά μέρη των Πυκνών Τόπων – πολύ επικίνδυνη περιοχή, όχι εξαιτίας ληστών αλλά εξαιτίας των άγριων θεών που κυκλοφορούν εκεί. ευτυχώς βέβαια δεν είναι σαν κάτι άλλα μέρη των Πυκνών Τόπων – μπορείς να περάσεις, αν & πρέπει να προσέχεις. τέλος πάντων, δεν έχει σημασία ούτε αυτό, πιστεύω· δε νομίζω ότι σ’αυτά τα ταξίδια μέσα στους Πυκνούς Τόπους έγινε τίποτα με τον Φέκταρελ, ακόμα & όταν έπρεπε να βάλω την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να αντιμετωπίσει άλλους δαίμονες.

μετά βρεθήκαμε στη Λάεντριλ, όπου, μαζί με τις Μελανοκυράδες του Πολέμου, αντιμετωπίσαμε μια σοβαρή ληστρική απειλή: μια συμμορία που κρυβόταν στα βουνά ανατολικά της πόλης & προκαλούσε ένα σωρό προβλήματα μέσα & έξω από τις Ενδότερες Πολιτείες. ο αρχηγός των ληστών ήταν ένας γιγαντόσωμος άντρας που λεγόταν Βέρκαμωντ & είχε έρθει σε επαφή μ’ένα παράξενο θεό του σκοταδιού μέσα στις σήραγγες που βρίσκονται κάτω από τα Όρη Κράκμακωθ, στις οποίες είναι γνωστό πως κατοικούν οι ρους’κρούουμ, οι ποντικάνθρωποι. κάτι είχε κάνει αυτός ο θεός στον Βέρκαμωντ, κάπως τον είχε αλλάξει: είχε αποκτήσει παράξενες δυνάμεις & η μορφή του ήταν αποκρουστική. ευτυχώς εμείς δεν χρειάστηκε να συναντήσουμε αυτό τον θεό· έμαθα μόνο πως τον ονομάζουν Ταρνατάρ’σακ, & τον λατρεύουν οι ρους’κρούουμ, οι άνθρωποι δεν έρχονται σε επαφή μαζί του, γιατί ακόμα & η παραμικρή επαφή μ’αυτόν προκαλεί θάνατο στους ανθρώπους – εκτός από τον Βέρκαμωντ, προφανώς, ο οποίος έπαθε άλλα πράγματα. τον σκοτώσαμε, τελικά, & διαλύσαμε τους ληστές του. δεν ήταν εύκολο αλλά έχουμε αντιμετωπίσει & χειρότερα. ο Φέκταρελ τραυματίστηκε εκεί, στην τελευταία μας συμπλοκή με τον Βέρκαμωντ, αλλά σύντομα έγινε καλά & δεν μπορεί αυτός νάναι ο λόγος που με αποφεύγει. δεν έφταιγα εγώ που τραυματίστηκε εξάλλου! δεν είναι δυνατόν να μου κρατά κακία γι’αυτό· & έχουν περάσει σχεδόν 2 χρόνια από τότε!

ύστερα δουλέψαμε για τη Γεωκράτισσα της Νέρκενλεθ, στις νότιες Ενδότερες Πολιτείες τώρα – είχαμε ήδη αρχίσει να εξαπλωνόμαστε πολύ (& είμαι βέβαιη πως η Έρικα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό γι’αυτό – μας έχει βοηθήσει πολύ. εκείνη άλλωστε μας σύστησε στη Γεωκράτισσα Δαρνίβη). πολεμήσαμε για τη Γεωκράτισσα ώστε εκείνη να πάρει υπό τον έλεγχό της μια περιοχή ανάμεσα στην πόλη της & στη Φιλράκη στα ανατολικά. η περιοχή ονομάζεται Θαλερό Πεδίο & κάτω από το έδαφος κατοικούν πνεύματα που κάνουν το έδαφος πολύ γόνιμο. το Θαλερό Πεδίο αρχικά ανήκε στη Φιλράκη αλλά η Γεωκράτισσα έλεγε πως αυτό, ουσιαστικά, ήταν λάθος παράνομο: η περιοχή δεν έπρεπε να ανήκει στη Φιλράκη, αυτά τα εδάφη ανήκαν ιστορικά στη Νέρκενλεθ. οπότε έτσι η Γεωκράτισσα είχε ξεσηκώσει τους ανθρώπους της περιοχής της εναντίον των ανθρώπων της Φιλράκη, & η ένταση ήταν πολύ μεγάλη, γιατί οι κάτοικοι της Νέρκενλεθ πίστευαν ότι οι Φιλράκιοι τούς είχαν κλέψει. η Γεωκράτισσα μάς πλήρωσε & πολεμήσαμε γι’αυτήν & στο τέλος καταφέραμε να κατακτήσουμε το Θαλερό Πεδίο για λογαριασμό της. αργότερα, η Έρικα έμαθε όμως πως η Γεωκράτισσα Δαρνίβη είχε πει ψέματα & σ’εμάς & στο λαό της: κανονικά, σύμφωνα με την ιστορία, το Θαλερό Πεδίο ανήκει στη Φιλράκη. η Γεωκράτισσα ήταν απλώς άπληστη. ήθελε τους γόνιμους τόπους για τον εαυτό της επειδή τώρα, μετά την πτώση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, όλοι έχουν οικονομικά προβλήματα & κανένας δεν νομίζω πως τα έχει ακόμα ξεπεράσει τελείως. περιττό να πω πως εμείς, οι Ζωντανοί-Νεκροί, ακόμα δεν είμαστε ευπρόσδεκτη στη Φιλράκη. μάλιστα, ο Άρχοντας της Φιλράκη έχω ακούσει πως έχει ζητήσει το κεφάλι του αρχηγού μας, του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου, & πληρώνει λένε Э 2.000. καθόλου μικρό ποσό!!

αλλά όλα αυτά & πάλι καμία σχέση δεν έχουν με την αλλαγή του Φέκταρελ, οπότε έχω άσκοπα παρασυρθεί. ή, αν έχουν σχέση με την αλλαγή του, δεν μπορώ να φανταστώ ποια σχέση θα μπορούσε να ήταν αυτή, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!

τελικά φτάσαμε στη Μέρελκεβ, πριν από κανένα χρόνο περίπου, στις βόρειες ακτές του Ωκεανού. & την Έρικα την ενδιέφερε πολύ αυτή η πόλη & ακόμα την ενδιαφέρει, γιατί είναι κοντά στη διαστασιακή δίοδο από Βίηλ & οι περισσότεροι που έρχονται από Βίηλ στη Μέρελκεβ πάνε. υπάρχει & ένα μέρος εκεί που λέγεται «Οίκος της Βίηλ» & είναι για να βοηθά αυτούς που είναι από τη Βίηλ αν χρειάζονται βοήθεια. κάτι σαν πρεσβεία δλδ, αλλά δεν τη χρηματοδοτεί κανένα κράτος της Βίηλ απ’ό,τι ξέρω· τη συντηρούν εθελοντές. πήγαμε λοιπόν στη Μέρελκεβ επειδή πάλι η Έρικα μάς είχε βρει μια υποψιασμένη δουλειά εκεί η οποία θα μας έδινε κάμποσα χρήματα (& πληρωθήκαμε σε ευγενή, αυτή τη φορά, ούτε σε ενδότερα ούτε σε θηρεύσιμα, γιατί ήμασταν μακριά από τη δυτική Φεηνάρκια & πέρα από τις Ενδότερες Πολιτείες). μια οικογένεια ευπατρίδων της Μέρελκεβ είχε προβλήματα με τους ρους’κρούουμ, τους ποντικανθρώπους. τα Όρη Κράκμακωθ φτάνουν ώς εκεί, ώς τη Μέρελκεβ, & το ίδιο & οι υπόγειες σήραγγές τους όπου κατοικούν & περιπλανιούνται οι ρους’κρούουμ. οι ευπατρίδες φοβόνταν ότι οι ποντικάνθρωποι θα εισέβαλαν σε ένα οχυρό τους που βρίσκεται στους πρόποδες των βουνών. ένας μάντης λέγανε πως τους είχε προειδοποιήσει γιατί το οχυρό τους ήταν οικοδομημένο πάνω στα ερείπια ενός άλλου αρχαίου οχυρού που στα υπόγειά του υπήρχε άνοιγμα που οδηγούσε στις σήραγγες των ρους’κρούουμ. οι ποντικάνθρωποι το είχαν ξεχάσει, εδώ & χρόνια πολλά, αλλά τώρα πάλι θα το ξαναθυμόνταν επειδή τα φεγγάρια – & κυρίως ο Κρουάμε, το Τρίτο Φεγγάρι της Φεηνάρκια, με το οποίο λένε πως σχετίζονται άμεσα οι ρους’κρούουμ – θα βρίσκονταν στις σωστές θέσεις. η θύμηση της παλιάς διαδρομής θα ερχόταν στα βάρβαρα μυαλά των ρους’κρούουμ & θα έβγαιναν από τις σήραγγές τους για να κατακτήσουν το οχυρό των ευπατρίδων. το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν υπήρχε πια άνοιγμα απ’το οποίο να βγουν, & ο Σκοτωμένος αμφέβαλλε ότι θα γινόταν τίποτα τελικά. κοιτάζοντας τον αντίστροφο κόσμο, ούτε εγώ μπορούσα να «διαβάσω» τίποτα. αλλά όντως έγινε! οι ρους’κρούουμ άνοιξαν τρύπες στο έδαφος – με τη βοήθεια τριών υπόγειων δαιμόνων που ήταν αδέλφια – & εισέβαλαν στο οχυρό, όπου μακελειό ακολούθησε. πρώτη φορά είδα τους ποντικανθρώπους από τόσο κοντά, & είναι πράγματι σιχαμεροί όπως όλοι λένε. τσυρίζουν & πηδάνε σαν τρελοί. έχουν το μισό ύψος από εμένα, αλλά κάνουν τέτοια άλματα που μπορούν να γρατσουνίσουν ακόμα & τη μούρη του Νικηφόρου του Κολπατζή με τα γαμψά νύχια των ποδιών τους! & αυτή είναι όντως μια μέθοδος που χρησιμοποιούν πολύ συχνά για να επιτίθενται. δεν κουβαλάνε πυροβόλα όπλα, & ακόμα & τα αγχέμαχα όπλα που έχουν – δόρατα, σπαθιά κτλ – είναι πρωτόγονα τελείως· αλλά τα όπλα με τα οποία τους έχει προικίσει το σκοτάδι είναι τρομερά! νύχια & δόντια & δύναμη πολύ μεγαλύτερη απ’ό,τι θα περίμενες να έχουν βλέποντάς τους. & οι σαμάνοι τους χειρίζονται τη μαγεία μ’έναν τρόπο που δεν μπορώ ούτε καν να διανοηθώ – σαν να είναι από άλλο σύμπαν! φυσικά δεν χρησιμοποιούν τα ξόρκια & τις μαγγανείες που χρησιμοποιούμε εμείς. ορισμένες φορές μού φάνηκε σαν να χρησιμοποιούσαν τον ίδιο τον αντίστροφο κόσμο για να κάνουν τη δουλειά τους! η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων πολύ χάρηκε εκείνη τη συμπλοκή, πάντως. ευχαριστιόταν να σκοτώνει & να σκοτώνει ποντικανθρώπους, & στο τέλος μπλέχτηκε σε άγρια μάχη με τους τρεις υπόγειους δαίμονές τους, που όλοι τους ήταν εξάποδοι, είχαν μεγάλες δαγκάνες & κέρατα, & σκληρό κέλυφος. αλλά δεν ήταν πλάσματα του υλικού κόσμου κυρίως – ήταν θεοί του σκοταδιού· ήταν όπως η Σκιά της Γέφυρας – αλλά όχι & τόσο δυνα ούτε κατά διάνοια τόσο ισχυροί!

τα πάντα πήγαν καλά για εμάς. & ο Φέκταρελ… το μόνο περίεργο που θυμάμαι να του συνέβη είναι ότι ένας σαμάνος των ρους’κρούουμ τού επιτέθηκε με την παράδοξη μαγεία του, αλλά πρόλαβα & σκότωσα τον σαμάνο στέλνοντας την Καρδιά της Συναγωγής εναντίον του, & ο Φέκταρελ ήταν καλά. αδύνατον & πάλι, νομίζω, να μου κράτησε κακία γι’αυτό. αλλά από τότε ήταν, από εκείνη την υπόθεση με τους ρους’κρούουμ, που άρχισε να γίνεται ακόμα πιο απόμακρος προς εμένα & να με αποφεύγει τακτικά, σπάνια να έρχεται στο κρεβάτι μου. τι τον έχει πιάσει;!

αναρωτήθηκα μήπως εκείνη η επίθεση του σαμάνου είχε κάποια αρνητική επίδραση επάνω του, τον έλεγξα & με Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως (μήπως κάποια πνευματική οντότητα είχε προσκολληθεί επάνω του) καθώς & με Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, όταν κοιμόταν, αλλά δεν βρήκα τίποτα το ύποπτο. τι σκατά τον έχει πιάσει;!

μετά ήταν που αποφάσισα να τον παρακολουθήσω μήπως έχει βρει καμια άλλη γυναίκα, όμως δεν έχει άλλη γυναίκα, είμαι σίγουρη. δεν είναι αυτό.

& δεν βλέπω να βγάζω άκρη ούτε & τώρα! βάζοντας τα γεγονότα στη σειρά, γράφοντάς τα, δεν φαίνεται να θυμάμαι τίποτα που είχα ξεχάσει....... τι μπορεί να είναι;

η μάχη με την ορδή από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών, πάντως, δεν τον έκανε ν’αλλάξει τη στάση του προς εμένα παρότι πολέμησε κοντά μου όπως συνήθως & πυροβολούσε αμέσως με την καραμπίνα του όποιον από τους βαρβάρους έκανε να με πλησιάσει. ακόμα με αγαπά, το ξέρω πως με αγαπά! κάτι τελείως παράξενο συμβαίνει, & δεν μπορώ να καταλάβω τι!

είσαι καλά; τον έχω ρωτήσει επανειλημμένως. είσαι σίγουρα καλά; αλλά εκείνος μού απαντά να μην του λέω ανοησίες – καλά είναι. το ξέρω, όμως, πως ΔΕΝ είναι καλά.

Από την Εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα
Στήλη Πολεομετρήσεις, του Αβέρναλ της Κάρνατεβ

Παρά την πεποίθηση πολλών (παραπλανημένων ίσως) κατοίκων της Κάρνατεβ, το ιπταέριο δεν έχει βελτιώσει την κατάσταση στην πόλη μας. Και δεν θα αναφερθώ τώρα στο γεγονός ότι ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ μάς οδηγεί σε αναπόφευκτη – και αχρείαστη, επικίνδυνη – σύγκρουση με άλλες πόλεις του Ωκεανού, ακολουθώντας πιθανώς υποδείξεις του Πολέμαρχου. Θα αναφερθώ στο γεγονός της εργασίας.

Οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν από την εξόρυξη και την εκμετάλλευση του ιπταερίου δεν έκαναν καλό στην Κάρνατεβ· τουναντίον, την έχουν βλάψει! Έχω ερευνήσει το θέμα, και μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι δεν γράφω ετούτο το άρθρο τυχαία. Έχω, μάλιστα, συγκεντρώσει πολλά αποδεικτικά στοιχεία, και πιστεύω πως σύντομα ο Αρχισυγκλητικός οφείλει να λογοδοτήσει για την υποκρισία του προς τον λαό της Κάρνατεβ.

Το ιπταέριο, σύμφωνα με την έρευνά μου, προκαλεί προβλήματα στην υγεία των εργαζομένων που το εξορύσσουν από τον βυθό της θάλασσας, και πολύ πιθανόν να είναι επικίνδυνο για όλους όσους έρχονται σε επαφή μαζί του. Δηλαδή, και για τους τεχνουργούς, και για τους οδηγούς των αεροχημάτων, και φοβάμαι πως και για όλους τους πολίτες της Κάρνατεβ.

Εξαρχής είχα πληροφορηθεί ότι το ιπταέριο ίσως να είναι επικίνδυνο, όμως δεν ήμουν βέβαιος, και δεν είχα ακόμα συγκεντρώσει στοιχεία· γι’αυτό κιόλας είχα αποφασίσει να παραμείνω σιωπηλός και να αναφερθώ μόνο στα πολιτικά λάθη του Αρχισυγκλητικού. Τα στοιχεία, όμως, που έχω τώρα συγκεντρώσει μου δείχνουν πως οι ενέργειες του Εντιμότατου Βέργκεδελ δεν είναι μονάχα λανθασμένες αλλά και εγκληματικές.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εξόρυξης, τρεις εργάτες εξαφανίστηκαν υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Οι δύο (ευτυχώς για τον Αρχισυγκλητικό) ήταν δούλοι, καταγόμενοι μάλιστα από τις νότιες ακτές του Ωκεανού· κανείς δεν τους αναζήτησε. Ο τρίτος εργαζόμενος – μια κυρία ονόματι Φιστάμα της Κάρνατεβ, κόρη του Έλρακαμ – έπαψε να δουλεύει στα υποθαλάσσια ορυχεία, και έκτοτε, απ’όσο ξέρω, όχι μόνο δεν εργάστηκε πουθενά αλλού αλλά διέκοψε και τις περισσότερες κοινωνικές επαφές της. Υποτίθεται ότι αρρώστησε. Για τους δούλους, εννοείται, καμία εξήγηση από τη Διεύθυνση των Ορυχείων Ιπταερίου!

Κι αυτό το περιστατικό από τις αρχές της λειτουργίας των υποθαλάσσιων ορυχείων κιόλας. Τώρα πλέον οι περιπτώσεις έχουν πολλαπλασιαστεί. Εργαζόμενοι στα ορυχεία – δούλοι αλλά και υπάλληλοι – αρρωσταίνουν ο ένας κατόπιν του άλλου και… μυστηριωδώς εξαφανίζονται! Σε ελάχιστες από αυτές τις περιπτώσεις η Διεύθυνση των Ορυχείων Ιπταερίου έχει παραδεχτεί ότι πρόκειται για κάποια ασθένεια που προκλήθηκε από την εργασία – και φυσικά, συγκεκριμένες πληροφορίες ποτέ δεν δίδονται. (Και παρά τον έκδηλο κίνδυνο, οι μισθοί των εργατών παραμένουν χαμηλοί.)

Τι είναι, όμως, αυτό που συμβαίνει, αναρωτιέται κανείς. Είναι κάτι περισσότερο από ό,τι συμβαίνει σε πολλά άλλα ορυχεία; Σίγουρα είναι, απαντώ. Σίγουρα είναι! Κατ’αρχάς, οι περιπτώσεις είναι πάρα πολλές, και το γεγονός ότι ο Αρχισυγκλητικός και οι λακέδες του προσπαθούν να αποκρύψουν τι πραγματικά συμβαίνει, εμένα τουλάχιστον με έβαλε σε υποψίες. Το ερεύνησα, συνεπώς. Έψαξα να μάθω τι γίνεται με τους «μυστηριωδώς εξαφανισμένους», αυτούς που σκοτώθηκαν από «ατυχήματα», και τους πρώην εργαζόμενους στα ορυχεία οι οποίοι τώρα κρατούν μια αφύσικη σιωπή ενώ κρύβονται από τους συμπολίτες τους.

Ανακάλυψα, λοιπόν, τα ακόλουθα (και έχω στοιχεία που τα αποδεικνύουν):

Περίπτωση Α’

Δούλος της πολιτείας της Κάρνατεβ, εργαζόμενος στα Ορυχεία Ιπταερίου ως κουβαλητής, άρχισε κατά το μεσημέρι να βήχει σπασμωδικά, ενώ βρισκόταν σε διάλειμμα με άλλους δούλους. Οι υπόλοιποι δούλοι είδαν τα μάτια του να κοκκινίζουν ασυνήθιστα καθώς προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν. Οι προσπάθειές τους δεν είχαν κανένα θετικό αποτέλεσμα επάνω του· ο άτυχος άντρας σύντομα έφτυνε μεγάλες ποσότητες αίματος. Κάποιες από τις σταγόνες πιτσίλισαν μερικούς άλλους, κι εκείνοι τις ένιωσαν να καίνε το δέρμα τους σαν οξύ· επίσης, σταγόνες που έπεσαν στο πάτωμα της αίθουσας άφησαν εκεί μεγάλα αποτυπώματα. Και όσοι άγγιξαν το δέρμα του δούλου το αισθάνθηκαν ξερό και σκληρό κάτω από τα χέρια τους· τους θύμιζε «ραγισμένη γη». Οι φρουροί του ορυχείου σύντομα ήρθαν, πήραν τον άτυχο δούλο, τραβώντας τον με τη βία παρότι εκείνος αντιστεκόταν γρυλίζοντας, και τον εξαφάνισαν. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Επίσης, οι φρουροί πήραν και τους δύο που είχαν πιτσιλιστεί από το αίμα, τους πήγαν σ’έναν θάλαμο, κι εκεί υποβλήθηκαν σε ενέσεις άγνωστου είδους.

Περίπτωση Β’

Εργαζόμενος στα ορυχεία, υπάλληλος, επέστρεψε σπίτι του αργά το βράδυ, ύστερα από πολλές ώρες εργασίας. Το πρωί, όλη του η οικογένεια – γυναίκα και δύο παιδιά – βρέθηκε βάναυσα δολοφονημένη, και μια γειτόνισσα ανέφερε πως είδε έναν «ανθρωπόμορφο δαίμονα» να βγαίνει από το διαμέρισμα βουτηγμένος στο αίμα. Κέρατα προεξείχαν από τους ώμους του και τα μάτια του είχαν μια κοκκινωπή γυαλάδα· τίποτε άλλο δεν μπόρεσε η γειτόνισσα να διακρίνει μες στο σκοτάδι – και, φυσικά, δεν τόλμησε να ανάψει φως. Μέσα στο διαμέρισμα της δολοφονημένης οικογένειας βρέθηκαν, αργότερα, ίχνη από κάποια καυστική ουσία στο πάτωμα καθώς κι επάνω στα θύματα. Οι πληροφορίες αποκρύφτηκαν από τους πολίτες της Κάρνατεβ κατόπιν διαταγής του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ.

Περίπτωση Γ’

Ένας δούλος και μία υπάλληλος των Ορυχείων Ιπταερίου άρχισαν, σχεδόν συγχρόνως, να παρουσιάζουν συμπτώματα κάποιας ασθένειας ενώ βρίσκονταν στα υποθαλάσσια ορυχεία. Είχαν έντονους πόνους στο στήθος και στην κοιλιά, και δήλωσαν πως αισθάνονταν σαν κάτι να τους έκαιγε από μέσα. Αμέσως μεταφέρθηκαν αλλού – πού ακριβώς, ουδείς γνωρίζει! Πάντως, σε κανένα από τα δύο νοσοκομεία της Κάρνατεβ δεν τους πήγαν· ρώτησα γι’αυτούς. Ο δούλος εξαφανίστηκε – και μάλλον είναι νεκρός. Η υπάλληλος επιστράφηκε στην οικογένειά της σε μια κατάσταση φανερά υπό την επήρεια βαρέων ουσιών. Ήταν σχεδόν σαν να είναι σε κώμα: με το ζόρι επικοινωνούσε με τους δικούς της. Η γιατρός Ζαρμάντλι (άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού, φυσικά, η οποία επιβλέπει την υγεία των εργαζομένων στα ορυχεία) είπε στην οικογένεια της υπαλλήλου να συνεχίσουν να της δίνουν ένα συγκεκριμένο βοτάνι τρεις φορές την ημέρα, οπωσδήποτε. Το βοτάνι ήταν απόσταγμα δίστομης φρανέλιας, αλλά το βαζάκι που έδωσε η γιατρός στην οικογένεια δεν το έγραφε επάνω αυτό, ασφαλώς. Και υπάρχει καλός λόγος που δεν το έγραφε. Για όσους δεν ξέρουν, το απόσταγμα δίστομης φρανέλιας είναι θανατηφόρο δηλητήριο βραδείας δράσεως. Στην αρχή προκαλεί μια κωματώδη κατάσταση στο θύμα, καταστέλλοντας το 60% των λειτουργιών του σώματός του· μετά, σκοτώνει το θύμα. Με την ποσότητα που είχε η γιατρός συμβουλέψει την οικογένεια να δίνει στην υπάλληλο, η υπάλληλος μέσα σε ένα μήνα θα ήταν νεκρή. Ένα μέλος της οικογένειας υποψιάζομαι πως κάτι πρέπει να κατάλαβε, και σταμάτησαν να δίνουν το θανατηφόρο βοτάνι στην άτυχη γυναίκα. Οπότε, το δέρμα της γρήγορα, εντός μίας ημέρας, άρχισε να σκληραίνει και να μοιάζει με «ραγισμένη γη». Επίσης, ένας σπασμωδικός βήχας την είχε πιάσει. Περιττό να πω πως τα συμπτώματα ήταν ίδια όπως και του δούλου της Περίπτωσης Α’. Αλλά, επειδή οι αρχές τώρα δεν ειδοποιήθηκαν αμέσως, ξέρουμε και τη συνέχεια. Η γυναίκα άρχισε να χτυπιέται και το σώμα της να μεταλλάσσεται. Κέρατα ξεπρόβαλαν από τους ώμους της και η όψη της έγινε απεχθής. Καθόλου τυχαία εκείνη τη στιγμή τα πληρωμένα τσιράκια του Αρχισυγκλητικού, η μισθοφορική ομάδα που είναι γνωστή ως «Επιφανείς Κρανοφόροι», έσπασαν την πόρτα της οικείας και εισέβαλαν, μαζί με μάγο του τάγματος των Βιοσκόπων και του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές. Πρέπει να παρακολουθούσαν το σπίτι συνεχώς, από την πρώτη ημέρα κιόλας που η άτυχη υπάλληλος μεταφέρθηκε εκεί. Κατόπιν, ο Πολέμαρχος Φερλίμον δήλωσε δημοσίως πως η εισβολή έγινε επειδή ουρλιαχτά και ήχοι θραύσης ακούστηκαν από το εσωτερικό του σπιτιού και οι γείτονες, θορυβημένοι, ειδοποίησαν τη Φρουρά. Παραδόξως, δεν ήταν η Φρουρά που εισέβαλε στο σπίτι, κύριε Φερλίμον – ήταν οι πληρωμένοι, ξένοι, μισθοφόροι σας!

Η οικογένεια «περιορίστηκε», σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, λόγω «ψυχικών προβλημάτων» που πιθανώς να οφείλονται σε επιθέσεις κάποιου δαιμονικού θεού. Η άρρωστη υπάλληλος πάρθηκε από το σπίτι προκειμένου ο Αρχισυγκλητικός να φροντίσει ο ίδιος, με δικά του έξοδα, για την υγεία της.

Η αλήθεια είναι η εξής: Η υπάλληλος μεταμορφώθηκε σε κάποιου είδους τέρας, σκότωσε δύο μισθοφόρους, τραυμάτισε έναν, και διέφυγε μέσα στην πόλη. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι συνέλαβαν όλη την οικογένεια προκειμένου να μη μιλήσει γι’αυτό που πραγματικά είχε συμβεί. Επιπλέον, πιθανώς ο Αρχισυγκλητικός και τα τσιράκια του να φοβόνταν ότι τα μέλη της είχαν μολυνθεί και θα μεταλλάσσονταν όπως η υπάλληλος.

Τις πληροφορίες αυτές τις έχω συγκεντρώσει από προσωπική παρακολούθηση που έκανα στο σπίτι, και μπορώ να τις παρουσιάσω σε όποιον ενδιαφέρεται. Επίσης, προς το παρόν, έχω αποφασίσει να κρατήσω εμπιστευτικά τα ονόματα των ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τη μόλυνση που προκαλεί το ιπταέριο, αλλά κι αυτά τα έχω στη διάθεσή μου και μπορώ, όποτε χρειαστεί, να τα δημοσιοποιήσω.

Το ιπταέριο αποτελεί μέγιστο κίνδυνο για την Κάρνατεβ – και, πολύ πιθανόν, για όλες τις πόλεις του Ωκεανού. Η εξόρυξή του πρέπει να παύσει το συντομότερο δυνατό, ασχέτως αν από αυτό θα πληγούν τα συμφέροντα του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ και του διεφθαρμένου περίγυρού του. Αν δεν μπορεί να έρθει βοήθεια προς τους πολίτες της Κάρνατεβ από την ίδια την πόλη, τότε κάνω έκκληση προς όλες τις πόλεις του Ωκεανού!

*

Μετά από τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, ο Βέργκεδελ, Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ, κατηγόρησε τον δημοσιογράφο Αβέρναλ για εσκεμμένη συκοφαντία εναντίον του και για πρόθεση βάναυσης ανατροπής του καθεστώτος, υποκινούμενη είτε από πολιτικούς του αντιπάλους μέσα στη Σύγκλητο είτε από δυνάμεις εχθρικές προς την πόλη. Η Κάρνατεβ είχε αρχίσει να αποκτά πολιτική και στρατιωτική ισχύ στην περιοχή – δήλωσε ο Αρχισυγκλητικός μέσω ραδιοφώνου – την οποία πολλοί ήθελαν να της στερήσουν. Καμία από τις περιπτώσεις που ανέφερε ο Αβέρναλ δεν ήταν αληθινή· ήταν όλες ψευδή κατασκευάσματα, ώστε η πόλη να οδηγηθεί στην αναρχία! «Ο κύριος Αβέρναλ γνωρίζει πόσο εύκολα ο κόσμος πανικοβάλλεται στις ημέρες μας,» είπε ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ, χωρίς να ακούγεται μέσα από τους ραδιοφωνικούς δέκτες να έχει χάσει στο ελάχιστο την ψυχραιμία του, «και είχε σκοπό να το εκμεταλλευτεί αυτό προς όφελος των σκοτεινών δυνάμεων που υπηρετεί.»

Επίσης, ο Αρχισυγκλητικός επέβαλε βαρύ πρόστιμο στη διοίκηση της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα, με την αιτιολογία ότι δεν έπρεπε ποτέ να είχε επιτρέψει στον Αβέρναλ να δημοσιεύσει τέτοιες συκοφαντίες που, εκτός των άλλων, ήταν βλαβερές για την ίδια την πόλη. Η διευθύντρια της εφημερίδας, όμως, αποτάθηκε στη Σύγκλητο, λέγοντας πως ένας Αρχισυγκλητικός δεν είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει την ανοιχτή μεταβίβαση της πληροφορίας, ούτε μέσα στην Κάρνατεβ ούτε σ’όλο τον Ωκεανό. Έγινε, έτσι, ψηφοφορία ανάμεσα στα μέλη της Συγκλήτου και, τελικά, το πρόστιμο καταψηφίστηκε με μικρή διαφορά ψήφων. Για ό,τι είχε γράψει ο Αβέρναλ ευθυνόταν ο Αβέρναλ και μόνο, όχι η εφημερίδα.

Όσο για τον ίδιο τον δημοσιογράφο, εξαφανίστηκε όπως έγραφε στα Ωκεανού Επίκαιρα ότι εξαφανίζονταν οι δούλοι και οι υπάλληλοι των Ορυχείων Ιπταερίου. Όταν η φρουρά της Κάρνατεβ πήγε να τον συλλάβει δεν τον βρήκε στο σπίτι του, και σύντομα οι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού έμαθαν ότι ο Αβέρναλ είχε ταξιδέψει στον Ωκεανό μέσα σε πλοίο και είχε ζητήσει άσυλο από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Ο Βασιληάς Ράνελμον τον δέχτηκε στην Αυλή του, και αρνήθηκε να τον παραδώσει στον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ παρά τις έντονες απαιτήσεις του.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Το Παιδί ενός Σκοτεινού Θεού

 

 

 

 

Κεφάλαιο Πρώτο
Η Αρένα και οι Κατάσκοποι

Η Έρικα στεκόταν στην πλώρη του πλοίου και ατένιζε τη μεγάλη πόλη στις βόρειες ακτές του Ωκεανού. Κάρνατεβ… Μια από τις σημαντικότερες πολιτείες, όχι μονάχα ετούτης της περιοχής, αλλά ολόκληρης της Φεηνάρκια. Και η Έρικα – δυστυχώς – είχε ακόμα ελάχιστους πράκτορές της τοποθετημένους εδώ.

Μια στήλη πρασινογάλαζης ενέργειας κατερχόταν από τον συννεφιασμένο ουρανό και χανόταν πίσω από τα ψηλά πέτρινα τείχη της Κάρνατεβ, μοιάζοντας να καταλήγει κάπου στο κέντρο της. Ο Κίονας του Φωτός, όπως οι ντόπιοι ονόμαζαν το φαινόμενο. Ή μάλλον, τον θεό τους. Αυτός ήταν ο θεός της Κάρνατεβ. Δεν έμοιαζε με άλλους θεούς της Φεηνάρκια· θύμιζε περισσότερο μια στοιχειακή δύναμη και λιγότερο μια υλική ή πνευματική οντότητα. Από εδώ όπου βρισκόταν η Έρικα δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά για τον Κίονα του Φωτός, πέρα από το πρασινογάλαζο χρώμα του, αλλά τον είχε δει, φυσικά, και από πιο κοντά, και ήξερε ότι μέσα του φαινόταν να ρέουν αλλόκοτα πρόσωπα, ανθρώπινα και ζωώδη, καθώς και μορφές παράξενες και ακατονόμαστες. Σαν η ενεργειακή στήλη να ήταν ένα δοχείο γεμάτο με κάποιου είδους υγρό και μέσα στο υγρό ανείπωτες οντότητες να ανασάλευαν, όπως τα ψάρια στο ενυδρείο.

Ο Κίονας του Φωτός ήταν, ομολογουμένως, εντυπωσιακός, ειδικά όταν τον έβλεπες για πρώτη φορά. Προκαλούσε δέος. Ακόμα και στην Έρικα είχε προκαλέσει δέος, όταν πρωτοείχε έρθει εδώ, στην Κάρνατεβ, πριν από κάμποσους μήνες, για να εγκαθιδρύσει το δίκτυό της στην πόλη. Αναρωτιέμαι ποια θα είναι η γνώμη της Φαίδρας για τον Κίονα, σκέφτηκε. Η μάγισσα, σίγουρα, θα μπορεί να διακρίνει παράξενα πράγματα στις μορφές που κινούνται εντός του. Εδώ διακρίνει παράξενα πράγματα στα απλά αντικείμενα…

Κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια της Έρικας, οι μηχανές του καραβιού μούγκριζαν έντονα, και η Έρικα μπορούσε να αισθανθεί τις δονήσεις που προκαλούσαν σ’όλο το σκαρί του σκάφους να σκαρφαλώνουν επάνω της, από τα πέλματα στις κνήμες, στα γόνατα, στους μηρούς, στην κοιλιά. Το πλοίο ήταν μηχανοκίνητο, και το εισιτήριο πολύ πιο ακριβό από των ιστιοφόρων και των κωπήλατων σκαφών· γιατί, για να λειτουργήσουν οι μηχανές ενός τόσο μεγάλου σκάφους, χρειαζόταν κάποιος μάγος να υφαίνει Μαγγανεία Κινήσεως ώστε να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειες μέσα στις τεχνητές φλέβες του καραβιού· και οι μάγοι πληρώνονταν αδρά για τις υπηρεσίες τους, αφού έκαναν κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο καθένας. Επιπλέον, στη Φεηνάρκια οι μάγοι που γνώριζαν τη Μαγγανεία Κινήσεως ήταν λιγότεροι, συγκριτικά, απ’ό,τι σε άλλες διαστάσεις. Η Έρικα, ωστόσο, είχε προτιμήσει να πληρώσει περισσότερο για το εισιτήριό της παρά να ταξιδέψει επάνω σε ιστιοφόρο. Δεν της άρεσε η θάλασσα. Ζαλιζόταν.

Θα ερχόταν στην Κάρνατεβ με όχημα ξηράς, αν υπήρχε δρόμος από τη Σερκάλβη. Αλλά δεν υπήρχε. Η Έρικα έπρεπε να πάρει πλοίο, και φυσικά είχε επιλέξει ένα μηχανοκίνητο: αυτό που θα έκανε τις λιγότερες στάσεις διασχίζοντας τον Ωκεανό. Το καράβι είχε σταματήσει σε μερικά νησιά, καθώς και στη Μέρελκεβ – μια πόλη στις βόρειες ακτές του Ωκεανού, πάνω από διακόσια χιλιόμετρα δυτικά της Κάρνατεβ – και τώρα έφτανε επιτέλους στον προορισμό του. Πλησίαζε μεσημέρι, και ο καιρός είχε αρχίσει να χαλά από το πρωί. Είχε συννεφιάσει, παρότι καλοκαίρι. Ευτυχώς, πάντως, η θάλασσα ήταν καλή· η Έρικα δεν αισθανόταν να ζαλίζεται.

Το μεγάλο πλοίο προσέγγισε το λιμάνι της Κάρνατεβ και αγκυροβόλησε σε μια από τις πέτρινες αποβάθρες. Οι ναύτες φώναζαν οι επιβάτες να αποβιβαστούν, καθώς οι θύρες του σκάφους άνοιγαν. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει. Ορισμένοι έβγαζαν και οχήματα από το εσωτερικό του καραβιού: δίκυκλα, τετράκυκλα, εξάκυκλα, μεγαλύτερα και μικρότερα, φορτηγά και μη. Άλλοι έβγαζαν ζώα μαζί τους: άλογα, λυκόχοιρους, ελέφαντες· ακόμα και μερικούς τετραπλόκαμους είδε η Έρικα. Οι τελευταίοι ήταν ένα είδος ελέφαντα που συναντούσες κυρίως στις νότιες και ανατολικές ακτές του Ωκεανού. Είχαν τέσσερις προβοσκίδες σε αντίθετες μεριές η μία από την άλλη, έτσι ώστε το στόμα να βρίσκεται ανάμεσά τους. Όταν σάλπιζαν, οι τετραπλόκαμοι ένωναν τις προβοσκίδες τους υψώνοντάς τες περήφανα στον αέρα. Σε αντίθεση με άλλους ελέφαντες της Φεηνάρκια, οι περισσότεροι απ’αυτούς δεν είχαν καθόλου τρίχωμα, ενώ κάποιοι είχαν λίγες και κοντές τρίχες. Επίσης, ποτέ δεν διέθεταν χαυλιόδοντες. Οι δύο που η Έρικα έβλεπε τώρα να βγαίνουν από το μεγάλο πλοίο, υπό την καθοδήγηση των αφεντάδων τους, ήταν τελείως καραφλοί.

«Ελάτε, κυρία!» της είπε ένας ναύτης. «Να κατεβαίνουμε, παρακ’λώ! Να κατεβαίνουμε, παρακ’λω!»

Η Έρικα έφυγε από την πλώρη του σκάφους, κατεβαίνοντας τις εσωτερικές σκάλες ανάμεσα στον κόσμο. Ανθρώπινος ιδρώτας και οσμές από επεξεργασμένα δέρματα έρχονταν στα ρουθούνια της. Ο ένας σπρωχνόταν πάνω στον άλλο. Η Έρικα είχε την κουκούλα του μαγικού της μανδύα σηκωμένη, προτιμώντας κανένας να μη βλέπει εύκολα πως το δέρμα της ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ – ένας χρωματισμός που φανέρωνε πως κάποιος, μάλλον, ήταν εξωδιαστασιακός. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Φεηνάρκια ήταν κοκκινόδερμοι, έχοντας και πολλούς μαυρόδερμους ανάμεσά τους. Το λευκό δέρμα θεωρείτο σπάνιο· πιο σπάνιο, ίσως, κι από το πράσινο. Επίσης, αρκετοί Φεηνάρκιοι το είχαν – λανθασμένα, ασφαλώς! – ταυτίσει με τη Συμπαντική Παντοκρατορία· επομένως, δεν υπήρχε κανένας λόγος η Έρικα να τραβά ανεπιθύμητη προσοχή επάνω της – ακόμα και σε μια πόλη τόσο κοσμοπολίτικη όσο η Κάρνατεβ, όπου, αναμφίβολα, δεν ήταν η μόνη γυναίκα με λευκό δέρμα. Πρέπει να υπήρχαν, τουλάχιστον, εκατοντάδες γυναίκες εδώ με παρόμοιο δερματικό χρωματισμό.

Βγήκε στη μεγάλη αποβάθρα και, από εκεί, πέρασε στο λιμάνι της Κάρνατεβ, το οποίο ήταν κοσμοπλημμυρισμένο. Άνθρωποι, οχήματα, ζώα, άμαξες πήγαιναν κι έρχονταν. Θόρυβος και βαβούρα, και πολλές άσχημες οσμές. Η Έρικα πλησίασε ένα περίπτερο και αγόρασε τρεις εφημερίδες – τα Ωκεανού Επίκαιρα, τα Νέα της Κάρνατεβ, και τον Οφθαλμό της Πόλης – και ένα περιοδικό – την Ωκεάνια Οικονομία. Πλήρωσε για όλα αυτά ένα ευγενές και τρία-τέταρτα. Η Κάρνατεβ, παρότι βρισκόταν στις ακτές του Ωκεανού, χρησιμοποιούσε ως βασικό της νόμισμα το ευγενές, όχι το κύμα, όπως όλες οι νησιώτικες πόλεις, οι πόλεις του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, και οι πόλεις στις νότιες ακτές του Ωκεανού.

Η Έρικα έριξε μια ματιά στα Ωκεανού Επίκαιρα καθώς βάδιζε μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ, απομακρυνόμενη από τις αποβάθρες. Πολυκατοικίες ορθώνονταν γύρω της και, παρότι η κίνηση ήταν ελαττωμένη εδώ, δεν ήταν εξαφανισμένη τελείως. Στην εφημερίδα, εκτός των άλλων, η Έρικα διάβασε και ότι το κυνήγι του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ για τον δημοσιογράφο Αβέρναλ ακόμα συνεχιζόταν. Ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων αρνείτο να τον παραδώσει. Ο Αρχισυγκλητικός άφησε αιχμές στην τελευταία τους συνάντηση, έγραφε η εφημερίδα, ότι πιθανώς το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων να δεχτεί εισβολή για την εμμονή του να προστατεύει συκοφάντες που έχουν ξεφύγει από τα χέρια του Νόμου της Κάρνατεβ.

Μάλιστα… σκέφτηκε η Έρικα, διπλώνοντας την εφημερίδα. Ο Αρχισυγκλητικός, αναμφίβολα, υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις του. Ή ίσως και όχι. Πάντως, οι πολιτικές του ενέργειες μέσα στον Ωκεανό, τον τελευταίο χρόνο, φανέρωναν υπεροψία. Υπήρχε λόγος, βέβαια, γι’αυτή την υπεροψία. Το ιπταέριο και τα αεροχήματα. Απ’ό,τι γνώριζε η Έρικα (και δεν ήταν πολλά αυτά που γνώριζε, δυστυχώς), πρόσφατα κάποιος ερευνητής των βυθών είχε ανακαλύψει στον πυθμένα του Ωκεανού, σχετικά κοντά στην Κάρνατεβ, μια πηγή κάποιου είδους αερίου. Ήταν καινούργιο, κατά τα φαινόμενα· πρωτύτερα κανείς δεν είχε ξανακούσει γι’αυτό. Κι όταν ο ερευνητής το ανέλυσε, διαπίστωσε πως ήταν πολύ ελαφρύτερο του αέρα, πολύ δυνατό, και δεν υπήρχε κίνδυνος έκρηξης από την έκθεσή του σε θερμότητα. Με μια σχετικά μικρή ποσότητα τέτοιου αερίου μπορούσε κανείς να γεμίσει ένα μπαλόνι ώστε να σηκώσει ένα ολόκληρο τετράκυκλο όχημα στον αέρα – και τα τετράκυκλα οχήματα της Φεηνάρκια ήταν, κατά κανόνα, πιο βαριά από άλλων διαστάσεων, προκειμένου να μπορούν να αντεπεξέρχονται στις άγριες συνθήκες της διάστασης. Ο ερευνητής ανακοίνωσε την ανακάλυψή του στον Αρχισυγκλητικό, και ο Αρχισυγκλητικός κι ο Πολέμαρχος της Κάρνατεβ ξεκίνησαν ολόκληρη επιχείρηση εξόρυξης του εν λόγω αερίου, το οποίο ο ερευνητής είχε ήδη ονομάσει ιπταέριο. Από τότε, το χρησιμοποιούσαν κυρίως για στρατιωτικούς λόγους, έχοντας φτιάξει τα αεροχήματα – ακόμα μια καινούργια ονομασία.

Αλλά όχι και καμια σπουδαία ευρεσιτεχνία. Ήταν κάτι που εύκολα μπορούσαν πολλοί να σκεφτούν αλλά όχι και να πραγματοποιήσουν – επειδή δεν είχαν στη διάθεσή τους τίποτα σαν το ιπταέριο. Τα αεροχήματα ήταν κανονικά οχήματα ή άρματα μάχης με ένα μπαλόνι γεμάτο ιπταέριο προσαρτημένο από πάνω τους και έναν προωθητήρα και πτερύγιο από πίσω τους. Το ιπταέριο σήκωνε άνετα το όχημα από τη γη, ενώ ο προωθητήρας και το πτερύγιο το έκαναν να κινείται προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Όταν το αερόχημα έφτανε στον προορισμό του, οι επιβάτες του άνοιγαν μια από τις βαλβίδες του μπαλονιού, το ιπταέριο έφευγε, και το όχημα κατέβαινε προς τη γη. Όταν βρισκόταν αρκετά κοντά στο έδαφος ώστε να μη μπορεί να πάθει ζημιά από την πτώση, οι επιβάτες αποσυνέδεαν το μπαλόνι και το αερόχημα έπεφτε, μπορώντας πλέον να λειτουργήσει όπως κάθε άλλο όχημα. Το ιπταέριο έκανε την ανύψωση πολύ απλή και το ταξίδι πολύ ασφαλές. Ο Αρχισυγκλητικός και ο Πολέμαρχος της Κάρνατεβ είχαν έναν ολόκληρο στόλο από αεροχήματα, τα οποία είχαν ήδη χρησιμοποιήσει εναντίον κάποιων μικρών νησιών του Ωκεανού και πόλεων, για να ασκήσουν επικυριαρχία επάνω τους.

Και τώρα, απ’ό,τι φαινόταν, ο Αρχισυγκλητικός απειλούσε να κάνει το ίδιο και στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Εκεί όμως θα βρει τα πράγματα λιγάκι πιο δύσκολα, είμαι βέβαιη, σκεφτόταν η Έρικα καθώς βάδιζε μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ. Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων δεν είναι κανένα χωριό. Αλλά μάλλον ο Αρχισυγκλητικός προσπαθούσε να εκφοβίσει τον Βασιληά Ράνελμον, καθώς τα αεροχήματα της Κάρνατεβ είχαν αρχίσει να παίρνουν μυθικές διαστάσεις απ’άκρη σ’άκρη στον Ωκεανό. Δεν συγκρίνονταν, φυσικά, με αεροπλάνα ή ελικόπτερα στον αέρα· όμως, στη Φεηνάρκια, τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα δεν ήταν τόσα πολλά, ενώ τα αεροχήματα μπορούσαν να είναι: για να φτιάξεις ένα, το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα οποιοδήποτε όχημα, ένα μπαλόνι, μια μηχανή με προωθητήρα, και ιπταέριο. Είχαν τη δυνατότητα να πετάνε πάνω από γη και θάλασσα και να προσγειώνονται όπου ήθελαν, ώστε εκεί να χρησιμοποιούνται ως άρματα μάχης για να χτυπούν θέσεις δυσπρόσιτες. Κι αυτό ήταν κάτι που ούτε αεροπλάνο ούτε ελικόπτερο δεν μπορούσε να κάνει, παρά μονάχα ένα μεταβαλλόμενο σκάφος – ένα αεροσκάφος με ιδιότητες μεταμόρφωσης σε όχημα. Όμως στη Φεηνάρκια τα μεταβαλλόμενα σκάφη ήταν ακόμα πιο λίγα από τα συνηθισμένα αεροσκάφη. Τα αεροχήματα ήταν σχεδόν σαν μεταβαλλόμενα αεροσκάφη, αλλά χωρίς να είναι, ούτε κατά διάνοια, τόσο δαπανηρά στην κατασκευή τους, και χωρίς να χρειάζονται μάγο για να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειάς τους ή να τα μεταλλάσσει. Το στρατιωτικό πλεονέκτημα που έδιναν στην Κάρνατεβ ήταν καταφανές για όλες τις πόλεις του Ωκεανού.

Η Έρικα αναρωτιόταν αν πράγματι αυτός ο Αβέρναλ, ο δημοσιογράφος, ήταν πράκτορας κάποιων δυνάμεων που προσπαθούσαν να διαλύσουν την νεοαπόκτητη ισχύ της Κάρνατεβ. Δεν αποκλειόταν. Δεν αποκλειόταν καθόλου. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να τον είχε βάλει; Ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων; Η Επίγονος της Μέρελκεβ; Κάποιος άλλος;

Μπορεί, βέβαια, αυτά που είχε δημοσιεύσει ο Αβέρναλ να ήταν κι αληθινά, όχι συκοφαντίες. Μπορεί, όντως, να είχαν συμβεί. Η Έρικα δεν ήξερε ποια ήταν η αλήθεια· δεν είχε παρά τελευταία βάλει μερικούς πράκτορές της μέσα στην Κάρνατεβ. Και, δυστυχώς, δεν είχε καμια άμεση επαφή με τη Σύγκλητο. Είναι νωρίς ακόμα…

*

Ανεβαίνοντας σε μια άμαξα, είπε στον αμαξά να την πάει στην Αρένα. Και καθώς διέσχιζαν τους δρόμους, αφουγκραζόταν την Κάρνατεβ ολόγυρά της. Ήταν, αναμφίβολα, μια πόλη ολοζώντανη. Πολλά μαγαζιά έκλειναν για το μεσημέρι, αλλά κόσμος εξακολουθούσε να κυκλοφορεί. Ελπίζω να τον βρω εκεί, να μην έχει φύγει ακόμα, σκέφτηκε η Έρικα φτάνοντας έξω από το τείχος της Αρένας και κοιτάζοντας μια από τις πύλες της, μπροστά από την οποία υπήρχε ένα περίπτερο και γύρω του άνθρωποι συγκεντρωμένοι. Η Αρένα είχε πολλή κίνηση, όπως είχε ανακαλύψει η Έρικα από την πρώτη της κιόλας επαφή με την κοινωνία της Κάρνατεβ. Συνεχώς κόσμος ερχόταν εδώ για να κοιτάζει τα προγράμματα, για να κλείνει εισιτήρια, για να ζητά δουλειά, για να πουλά δούλους ή θηρία, και για άλλους λόγους. Σχεδόν σαν την Κεντρική Αγορά ήταν η Αρένα της Κάρνατεβ όταν δεν γίνονταν αγώνες. Κι όταν γίνονταν αγώνες, εκτός των άλλων, πολλοί έβαζαν στοιχήματα και μεγάλη φασαρία επικρατούσε. Στους πολίτες άρεσε πολύ η Αρένα, και η Σύγκλητος αδιάλειπτα τη χρηματοδοτούσε.

Επομένως, αυτό ήταν ένα μέρος όπου η Έρικα έπρεπε σίγουρα να έχει τουλάχιστον έναν πράκτορά της. Και είχε.

Είναι εδώ, τώρα; Τον αναζήτησε με το βλέμμα της, καθώς πλήρωνε τον αμαξά και έβγαινε από την άμαξα. Τον εντόπισε. Ήταν στη συνηθισμένη του θέση· δεν είχε φύγει ακόμα για μεσημέρι. Και πολλά μεσημέρια δεν έφευγε, ούτως ή άλλως, απ’ό,τι ήξερε η Έρικα. Πουλούσε «κομμάτια και συντρίμμια», όπως τα έλεγαν στην Κάρνατεβ: απομεινάρια, δηλαδή, από τους αγώνες της Αρένας: σπασμένα ή μισοσπασμένα όπλα, κέρατα θηρίων, κόκαλα θηρίων, κομμάτια από πανοπλίες, και άλλα. Δεν είχε ο καθένας το δικαίωμα να μπει στην Αρένα και ν’αρχίσει να μαζεύει ό,τι του κατέβαινε ύστερα από τους αγώνες· αλλά η πολιτεία δεν ήθελε ν’αφήνει όλα αυτά τα κομμάτια και τα συντρίμμια να πηγαίνουν χαμένα. Ειδικά αφού υπήρχαν συλλέκτες και φετιχιστές πρόθυμοι να πληρώσουν γι’αυτά. Επομένως, η Διεύθυνση της Αρένας έδινε το δικαίωμα σε ορισμένους να συλλέγουν κομμάτια και συντρίμμια και να τα πουλάνε. Το δικαίωμα αυτό, ασφαλώς, δεν δινόταν δωρεάν, και οι θέσεις ήταν περιορισμένες.

Ο πράκτορας της Έρικας ονομαζόταν Χάραλκιρ και ήταν ο ένας από τους τρεις συλλέκτες κομματιών και συντριμμιών που υπήρχαν επί του παρόντος στην Αρένα. Ένας πορφυρόδερμος άντρας μετρίου αναστήματος, με αραιά πράσινα μαλλιά, μυτερό γένι, και πονηρό βλέμμα. Έδινε τώρα σ’έναν πελάτη έναν χαυλιόδοντα κι ο πελάτης τού έδινε – αν δεν έκανε λάθος η Έρικα – τριάντα-κάτι ευγενή (!). Τρελοί είναι αυτοί οι Καρνατέβιοι;

Η Έρικα παραμέρισε, δήθεν από τη ζέστη, τον μαγικό της μανδύα ώστε να φανεί καθαρά το χιτώνιο που φορούσε από κάτω: ένα ένδυμα που έπεφτε ώς τα γόνατά της και είχε κοντά, φαρδιά μανίκια μέχρι τους αγκώνες. Το σημαντικό, όμως, ήταν πως επρόκειτο για ένα από τα νοομορφικά ενδύματα που είχε επινοήσει η Φαίδρα’λι. Τα νερά επάνω του άλλαζαν έτσι ώστε να μεταδίδουν μηνύματα σε όσους ήξεραν για τι να ψάξουν. Άλλαζαν σύμφωνα με τη σκέψη.

Η Έρικα ενεργοποίησε το ένδυμα με μια σκέψη-κλειδί· το έκανε να ρωτήσει: Νέα;

Καθώς ο πελάτης απομακρυνόταν από τον πάγκο του Χάραλκιρ, εκείνος έστρεψε τα μάτια του στην Έρικα. Και το δικό του νοομορφικό ένδυμα – ένας χιτώνας γεμάτος ρόμβους – είπε: Σημαντικά νέα.

Επομένως, η Έρικα τον περίμενε να μαζέψει την πραμάτεια του και να κλείσει το κατάστημα ώστε να μιλήσουν. Εν τω μεταξύ πλησίασε μια καντίνα κι αγόρασε ένα αναψυκτικό παρασκευής της Κάρνατεβ. Άνοιξε το μεταλλικό κουτάκι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά, ενώ ο μαγικός της μανδύας τυλιγόταν από μόνος του – αλλά με ανεπαίσθητες κινήσεις – γύρω από το σώμα της, καλύπτοντας ξανά το χιτώνιό της, σα να μην ήθελε άγνωστοι να κρυφοκοιτάζουν το σώμα της. Ζηλιάρικος ο θεός του μανδύα· πολύ ζηλιάρικος, ίσως.

Το ένα ρούχο που φοράω είναι ζωντανό, και το άλλο αλλάζει σύμφωνα με τις σκέψεις μου, συλλογίστηκε η Έρικα, βρίσκοντας προς στιγμή την κατάστασή της πολύ περίεργη.

Ο Χάραλκιρ, σύντομα, τη συνάντησε σε μια παράμερη σκιά κάτω από το τείχος της Αρένας.

«Τι γίνεται, Έρικα; Όλα καλά;»

«Μέχρι στιγμής.»

«Ο Σκοτωμένος κι οι Ζωντανοί-Νεκροί;»

«Στη Βελτέρντιθ.»

«Εκεί κάτω;»

«Ναι. Μια ορδή ήρθε από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών, και την αντιμετώπισαν μαζί με άλλες μισθοφορικές ομάδες καθώς και τους πολεμιστές της πόλης.»

Ο Χάραλκιρ συνοφρυώθηκε. «Από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών;…» Ήταν ένα από τα μέρη όπου κανείς δεν πλησίαζε εύκολα, ένα από τα μέρη όπου υποτίθεται πως η διάσταση της Φεηνάρκια τελείωνε. «Τι ορδή; Από ανθρώπους;»

«Ναι.»

«Υπάρχουν άνθρωποι εκεί πέρα;»

«Υπάρχει ένας λαός που κατοικεί από αρχαιοτάτων χρόνων στις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα. «Ούτε εγώ το ήξερα, αλλά αληθεύει. Συνήθως είναι φιλήσυχοι, όμως τελευταία αυτό είχε αλλάξει. Μια ορδή συγκεντρωνόταν, η οποία δεν άργησε ν’αρχίσει να κινείται, με εχθρικές διαθέσεις, προς τη Βελτέρντιθ. Το έμαθα εγκαίρως και ειδοποίησα τον Ζαώρδιλ.»

«Πληρώθηκαν καλά, τουλάχιστον;»

«Δε θα πήγαιναν αλλιώς. Ήταν επικίνδυνη ιστορία, όπως αποδείχτηκε τελικά. Τι νέα έχεις για εμένα;»

«Ο Αρχισυγκλητικός προσπάθησε να δολοφονήσει τον Αβέρναλ. Έστειλε κάτι πληρωμένους φονιάδες στην Αυλή του Βασιληά Ράνελμον.»

«Δεν το είχα ακούσει.»

«Δεν τα κατάφεραν, φυσικά, να σκοτώσουν τον δημοσιογράφο. Δεν ήταν καν άνθρωποι του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων· δεν ήξεραν τα κατατόπια.»

«Είναι βέβαιο ότι ο Αρχισυγκλητικός τούς έστειλε;»

«Δεν το ανακοίνωσε δημοσίως, όπως καταλαβαίνεις· αλλά ποιος άλλος θα τους έστελνε;»

«Αυτά είναι τα σημαντικά νέα σου;»

«Φυσικά και όχι.»

Το ενδιαφέρον της Έρικας αναζωπυρώθηκε. «Μη με κρατάς σε αγωνία,» είπε μειδιώντας λιγάκι στραβά και πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το αναψυκτικό της.

Ο Χάραλκιρ τής επέστρεψε το μειδίαμα (αν και καθόλου στραβά). «Δεν το κάνω επίτηδες,» αποκρίθηκε. «Δεν είμαι των παραστάσεων εγώ· άνθρωπος της δουλειάς μονάχα, όπως ξέρεις.

»Τα σημαντικά νέα είναι ότι ο Αρχισυγκλητικός σχεδιάζει κι άλλη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Αβέρναλ. Κι αυτή τη φορά δεν θα είναι αστείο. Θα στείλει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε η Έρικα, αν και νόμιζε πως κάπου τους είχε ξανακούσει.

«Μια οργάνωση δολοφόνων. Δεν τους ξέρεις;»

«Τόσο γνωστοί είναι;»

«Σχετικά. Στα μέρη γύρω από τον Ωκεανό, τουλάχιστον· και σε υποψιασμένους ανθρώπους. Όσοι τούς γνωρίζουν τους φοβούνται. Κατοικούν στις ανατολικές ακτές, σ’εκείνους τους τόπους που είναι άγριοι και όπου ελάχιστοι άνθρωποι κατοικούν και καμια μεγάλη πόλη δεν είναι χτισμένη. Σκοτώνουν επί πληρωμή· και πληρώνονται όχι μόνο σε χρήματα αλλά και σε είδος.»

«Τι είδος;»

«Δούλους. Τους οποίους, σύμφωνα με τις φήμες, θέλουν για ανθρωποθυσίες.»

«Προς τιμή κάποιου θεού;»

«Πιθανώς. Δεν ξέρω περισσότερα.»

«Και είναι τόσο καλοί στη δουλειά τους;» ρώτησε η Έρικα.

«Σου είπα: όλοι όσοι έχουν ακούσει γι’αυτούς τούς τρέμουν. Λένε, μάλιστα, πως παίρνουν τις μορφές θηρίων.»

«Εννοείς ότι μεταμορφώνονται σε ζώα;»

«Υπάρχει μια τέτοια φήμη.»

«Τη θεωρείς αληθινή;»

«Δεν ξέρω, Έρικα· δεν είχα ποτέ συναναστροφές μαζί τους. Ευτυχώς. Μια φορά μόνο, όταν ήμουν στη Μέρελκεβ, παλιά, επί Παντοκρατορίας, έλεγαν πως οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ήταν με την Επανάσταση: πως οι αποστάτες είχαν συμφωνήσει μαζί τους να έρθουν και να σκοτώσουν τον Επόπτη. Είχε χεστεί επάνω του,» μειδίασε πλατιά ο Χάραλκιρ, που κάποτε ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. «Είχε βάλει να τον φρουρούν, μέρα-νύχτα, μάγοι-Δεσμοφύλακες και πολεμιστές της Παντοκρατορίας. Αλλά, τελικά, τίποτα δεν συνέβη. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ποτέ δεν φάνηκαν.» Ανασήκωσε τους ώμους μορφάζοντας. «Ίσως οι αποστάτες νάχαν εξαπλώσει τη φήμη για να μας τρομάξουν γιατί πρόσφατα εκείνο τον καιρό είχαμε πιάσει κάποιους από αυτούς.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Έρικα. «Εσύ από πού έμαθες τώρα ότι ο Αρχισυγκλητικός θα στείλει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς στην Αυλή του Βασιληά Ράνελμον;»

«Η θηριοδαμάστρια μού το είπε.»

«Κι εκείνη πού το έμαθε;»

«Κρυφάκουσε τον Αρχισυγκλητικό να συζητά.»

«Με ποιον;»

«Μ’έναν τύπο που λέγεται Εύβουλος, και είναι αρχηγός–»

«–των Επιφανών Κρανοφόρων.»

«Τον ξέρεις;»

«Δυστυχώς. Αλλά όχι από κοντά.»

*

Ο Χάραλκιρ οδήγησε την Έρικα στο εσωτερικό της Αρένας, για να μην έχει προβλήματα με τους φρουρούς, και μετά την άφησε να συνεχίσει μόνη της μέσα στους πέτρινους διαδρόμους. Ήταν η πτέρυγα όπου κατοικούσαν οι δούλοι της Αρένας, και τα περάσματα δεν ήταν ούτε ευρύχωρα, ούτε ευάερα, ούτε ευήλια. Ελάχιστες τρύπες υπήρχαν στους τοίχους για να μπαίνει αέρας και φως, και μετά δυσκολίας μπορούσαν δύο άνθρωποι να βαδίσουν ο ένας πλάι στον άλλο. Ορισμένες θύρες ήταν κλειστές με κιγκλιδώματα: εκεί βρίσκονταν οι δούλοι που θεωρούνταν βάρβαροι, άγριοι, ή επικίνδυνοι. Κατά κανόνα, τους έβγαζαν μόνο για να τους ρίξουν στην Αρένα, ώστε να πολεμήσουν θηρία ή ο ένας τον άλλο, ή μαχητές της Αρένας που ήταν πληρωμένοι μονομάχοι και πάντοτε καλύτερα εξοπλισμένοι – συνήθως, δε, και αρτιότερα εκπαιδευμένοι. Δεν ήταν, όμως, όλες οι θύρες κλεισμένες σαν να επρόκειτο για φυλακές· υπήρχαν και ανοίγματα που έκλειναν με κουρτίνες από σκληρά, ειδικά επεξεργασμένα δέρματα: δερματόπορτες, όπως τις αποκαλούσαν στη Φεηνάρκια, οι οποίες δεν υπήρχαν σε καμια άλλη διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος που ήξερε η Έρικα.

Επί του παρόντος, πλησίασε μία από τις δερματόπορτες και χτύπησε δυο φορές με τις φάλαγγες της δεξιάς γροθιάς της. Έπρεπε να χτυπάς πάντοτε δυνατότερα απ’ό,τι στις ξύλινες πόρτες, γιατί το δέρμα κατάπινε ευκολότερα τον ήχο.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από μέσα.

«Μια καινούργια φίλη,» απάντησε η Έρικα.

Η δερματόπορτα άνοιξε, και μια γυναίκα παρουσιάστηκε, ψηλή και πορφυρόδερμη. Γεροδεμένη. Ντυμένη με μαύρο πετσί. Ένα μελανόχρωμο βέλο έκρυβε το πρόσωπό της· μονάχα τα μάτια της φαίνονταν, μαύρα και σκληρά. Τα μακριά κορακίσια μαλλιά της ήταν λυτά, πέφτοντας στους ώμους της. Μόνο όταν ξεκουραζόταν είχε τα μαλλιά της λυτά, απ’ό,τι είχε καταλάβει η Έρικα· ποτέ άλλοτε.

«Έρικα…» είπε σιγανά η Νερκάδλη, θηριοδαμάστρια και δούλα της Διεύθυνσης της Αρένας.

«Έρχομαι ακατάλληλη ώρα;»

«Καθόλου.» Η Νερκάδλη παραμέρισε από το κατώφλι και η Έρικα μπήκε σ’ένα δωμάτιο μετρίου μεγέθους, σαφώς μεγαλύτερο από πολλών άλλων δούλων της Αρένας. Είχε, μάλιστα, και παράθυρο, αν και καγκελωτό. Ένα κρεβάτι ήταν στη γωνία, και τριγύρω διάφορα έπιπλα, αντικείμενα, και ρούχα. Το μακρύ μαστίγιο της Νερκάδλης κρεμόταν στον τοίχο, κουλουριασμένο σαν πελώριο φίδι. Το Τρομερό Φίδι, το ονόμαζε η θηριοδαμάστρια.

Δύο στενά, κόκκινα μάτια φάνηκαν κάτω απ’το κρεβάτι, κι ένα αιλουροειδές ξεπρόβαλε αεράτα από εκεί. Είχε σκούρο καφέ τρίχωμα κι έμοιαζε με γάτα. Αλλά δεν ήταν γάτα, όπως πολύ καλά ήξερε η Έρικα. Ήταν γατίδα, και μπορούσε να σε σκοτώσει προτού προλάβεις να τραβήξεις το όπλο σου. Τις γατίδες τις φοβόνταν ακόμα και τα μεγάλα θηρία της Φεηνάρκια. Και τώρα η συγκεκριμένη κοίταζε την Έρικα εχθρικά με τα πορφυρά της μάτια.

Η Νερκάδλη έκλεισε τη δερματόπορτα. «Υπναρά!» φώναξε. «Κάτω!» δείχνοντας την από κάτω μεριά του κρεβατιού.

Η γατίδα σύριξε προς το μέρος της θηριοδαμάστριας επιδεικνύοντας τα κοφτερά δόντια της και υψώνοντας την ουρά της.

«Κάτω, Υπναρά!» πρόσταξε η Νερκάδλη, κι έκανε να πιάσει το Τρομερό Φίδι από τον τοίχο–

Ο Υπναράς είχε ήδη χωθεί κάτω απ’το κρεβάτι.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Δεν ήταν ανάγκη να τον διώξεις. Τον βρίσκω συμπαθητικό.»

Η Νερκάδλη, μην έχοντας πιάσει το μαστίγιο, ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι μακριά. Κάθισε, Έρικα.» Πλησίασε μια καρέκλα για να βγάλει μερικά ρούχα από πάνω. Σ’ένα μικρό τραπεζάκι υπήρχε φαγητό και, δείχνοντάς το, η Νερκάδλη είπε: «Θέλεις κάτι; Δεν έχω και πολλά, βέβαια…»

«Δε χρειάζομαι τίποτα,» αποκρίθηκε η Έρικα καθίζοντας στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο.

Η Νερκάδλη κάθισε πίσω από το τραπεζάκι, αντίκρυ της. Δεν έβγαλε το βέλο από το πρόσωπό της. Ποτέ δεν το έβγαζε, παρά μόνο όταν ήταν μόνη. Ήταν άσχημα σημαδεμένη από τη δεξιά μεριά: ένας Ακάθιστος την είχε κάποτε χτυπήσει.

«Τι θα μπορούσα να κάνω για σένα, Έρικα;» Η Νερκάδλη ήταν η δεύτερη, και τελευταία, πράκτοράς της μέσα στην Αρένα της Κάρνατεβ. Όχι πως δύο πράκτορες εδώ πέρα ήταν λίγοι. Η Έρικα ήταν ικανοποιημένη. Όμως στην πόλη, γενικά, σίγουρα χρειαζόταν περισσότερους.

«Ο Χάραλκιρ μού είπε–» Η Έρικα σταμάτησε ξαφνικά να μιλά· έκανε νόημα, με το χέρι, στη Νερκάδλη να περιμένει μια στιγμή. Έβγαλε από το χιτώνιό της μια μικρή συσκευή που έπιανε τηλεπικοινωνιακά σήματα και την ενεργοποίησε. Κοίταξε τις ενδείξεις. Καθαρός από κοριούς τής φαινόταν ο χώρος. Απενεργοποίησε τη συσκευή. «Έχεις επικοινωνιακό δίαυλο εδώ μέσα; Που λειτουργεί με καλώδιο;»

«Όχι.» Η Νερκάδλη την κοίταζε συνοφρυωμένη.

«Εντάξει,» είπε η Έρικα κρύβοντας πάλι τη μικρή συσκευή μέσα στο χιτώνιό της· «κανένας δεν παρακολουθεί το δωμάτιό, πιστεύω.»

«Νόμιζες ότι κάποιος το παρακολουθούσε;»

«Μπορείς να το ρισκάρεις;»

Η Νερκάδλη γέλασε. «Παραείσαι προσεχτική, Έρικα!»

«Αυτή είναι η δουλειά μου.

»Ο Χάραλκιρ μού είπε ότι του είπες πως κρυφάκουσες τον Αρχισυγκλητικό να λέει κάτι…»

Η θηριοδαμάστρια ένευσε. «Ναι. Μιλούσε με τον Εύβουλο, τον αρχηγό των Επιφανών Κρανοφόρων. Βρίσκονταν στην Αρένα, για έναν αγώνα. Και ο Εύβουλος έλεγε στον Αρχισυγκλητικό ότι δεν θα κατάφερνε να σκοτώσει τον Αβέρναλ με ‘ερασιτέχνες φονιάδες’ – ακριβώς έτσι το είπε, το θυμάμαι. Καλύτερα, είπε, να προσλάμβανε ο Αρχισυγκλητικός κάποιους επαγγελματίες. Και ο Αρχισυγκλητικός τον ρώτησε αν ο Εύβουλος πρότεινε τους μισθοφόρους του, οπότε ο Εύβουλος γέλασε και απάντησε ότι εκείνος δεν είχε δολοφόνους στην ομάδα του. ‘Υπάρχουν, όμως, οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, Εντιμότατε,’ είπε. Ξέρεις ποιοι είναι οι Θηριόπνευστοι, Έρικα;»

«Μου είπε ο Χάραλκιρ, αν και κάπου τους είχε πάρει τ’αφτί μου και παλιότερα… Ο Εύβουλος, λοιπόν, ήταν που τους πρότεινε στον Αρχισυγκλητικό;»

«Ναι· κι ο Αρχισυγκλητικός συμφώνησε. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον.»

«Είπαν πότε θα γίνει η απόπειρα δολοφονίας;»

«Όχι.»

«Πώς μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, ξέρεις, Νερκάδλη; Πρέπει να πάει στις ανατολικές ακτές του Ωκεανού;»

Η Νερκάδλη κούνησε το κεφάλι. «Δε νομίζω. Εκεί είναι το άντρο τους, και μάλλον δεν θέλουν κανένας να γνωρίζει πού βρίσκεται.»

«Κανένας; Κανένας απολύτως;»

Η Νερκάδλη ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό ξέρω.»

«Επομένως, πώς μπορείς να έρθεις σε επαφή μαζί τους;»

«Μέσα από την πόλη, υποθέτω. Πρέπει να υπάρχει κάποιος σύνδεσμος…»

«Αλλά δεν γνωρίζεις ποιος…»

«Όχι.»

Η Έρικα έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των τριάντα ευγενών από το βαλάντιό της και το έδωσε στη Νερκάδλη. «Σ’ευχαριστώ.» Κανονικά, οι δούλοι απαγορευόταν να κρατάνε χρήματα, αλλά υπήρχαν αρκετοί – όπως η Νερκάδλη – που τα έκρυβαν και συναλλάσσονταν με έμπιστους ανθρώπους που ήξεραν ότι δεν θα τους πρόδιδαν.

«Αυτό είναι επιπλέον;» ρώτησε η θηριοδαμάστρια, συνοφρυωμένη, καθώς έπαιρνε το χαρτονόμισμα. «Επιπρόσθετο σε σχέση με…;»

«Ναι,» είπε η Έρικα. «Μου έδωσες μια πολύ σημαντική πληροφορία.»

«Σοβαρά; Σ’ενδιαφέρει τόσο αν θα σκοτώσουν τον Αβέρναλ;»

«Όχι όμως επειδή με νοιάζει για το άτομό του, ή για τις δυνάμεις που πιθανώς να υπηρετεί.»

«Πιστεύεις ότι υπηρετεί δυνάμεις ενάντιες στην πόλη;»

«Δεν είμαι σίγουρη, Νερκάδλη. Δεν αποκλείεται, όμως. Εσύ τι λες;»

«Πού να ξέρω εγώ; Οι μισοί ακούω να τον βρίζουν, οι άλλοι μισοί να τον έχουν κάνει μάρτυρα.»

«Μάλιστα… Οι δουλειές εδώ πώς πηγαίνουν, κατά τα άλλα;» τη ρώτησε η Έρικα αλλάζοντας θέμα. «Όλα εντάξει;»

«Ναι. Πρόσφατα ο Χάραλκιρ μού ζήτησε να μάθω κάποια πράγματα για έναν μονομάχο· τα έμαθα και του τα είπα.»

«Σε πλήρωσε;»

«Φυσικά.»

«Με τον Βακράντελ, επίσης όλα εντάξει;»

Η Νερκάδλη κατένευσε, σχεδόν ντροπαλά.

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Ωραία,» είπε. Ο Βακράντελ ήταν ένας μονομάχος της Αρένας τον οποίο η Νερκάδλη επιθυμούσε ερωτικά αλλά δεν ήξερε πώς να τον πλησιάσει εξαιτίας της δυσμορφίας της. Ο Χάραλκιρ, όταν είχε τύχει να το μάθει, της είχε πει ότι ήξερε κάποια που ίσως – ίσως – να μπορούσε να τη βοηθήσει. Η Νερκάδλη είχε δείξει ενδιαφέρον, κι έτσι είχε καταλήξει να γίνει πράκτορας της Έρικας Σάλκερκοφ στην Αρένα.

Η Έρικα σηκώθηκε απ’την καρέκλα της. «Ελπίζω να μου λες την αλήθεια.»

«Γιατί να σου πω ψέματα;» αποκρίθηκε η Νερκάδλη καθώς κι εκείνη σηκωνόταν.

«Αν θέλεις κι άλλο από εκείνο το σκεύασμα, μπορώ να σε προμηθεύσω.» Η Έρικα τής είχε, φυσικά, δώσει Άρωμα Ανοιξιάτικης Νύκτας, αγορασμένο από τη Βολδέριλ και προερχόμενο από φυτά του Κρυφού Κήπου της εν λόγω πόλης. Παρόξυνε τις ερωτικές αισθήσεις των αντρών. Η ίδια η Έρικα το είχε ανακαλύψει κάποτε κατά τύχη μαζί με τον Ζαώρδιλ. Ο έμπορος από τον οποίο το είχε τότε αγοράσει είχε παραλείψει να της διευκρινίσει ότι παρόξυνε τις ερωτικές αισθήσεις μόνο των αντρών, και η Έρικα είχε, στην αρχή, παραξενευτεί.

«Δε νομίζω ότι χρειάζεται,» είπε η Νερκάδλη. «Κατά πρώτον, μου έχει μείνει λίγο ακόμα. Κατά δεύτερον… παραείναι αποτελεσματικό, Έρικα, δεν είναι;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι λοξά. Κι εκείνη το ίδιο είχε συμπεράνει με τον Ζαώρδιλ. «Πράγματι,» αποκρίθηκε.

Η Νερκάδλη γέλασε πίσω από το βέλο της.

«Πηγαίνω,» είπε η Έρικα, δίνοντάς της το χέρι. «Θα τα ξαναπούμε, αργά ή γρήγορα.»

Η Νερκάδλη αντάλλαξε μια δυνατή χειραψία μαζί της, ο Υπναράς σύριξε κάτω απ’το κρεβάτι με τα κόκκινα μάτια του να γυαλίζουν μέσα απ’το σκοτάδι, και η Έρικα έφυγε απ’το δωμάτιο της θηριοδαμάστριας.

Ακολούθησε αντίστροφα τους διαδρόμους της πτέρυγας των δούλων και βγήκε από την Αρένα.

Ο Χάραλκιρ την περίμενε έξω και, βλέποντάς την, την πλησίασε. «Έχεις πάρει μεσημεριανό;»

«Κερνάς;»

«Ναι.»

Πήγαν προς έναν στάβλο που βρισκόταν κοντά στην Αρένα και πήραν από εκεί το άλογο του Χάραλκιρ. Ο Χάραλκιρ το καβάλησε κι έδωσε το χέρι του στην Έρικα για ν’ανεβεί πίσω του στη σέλα.

«Θα μείνεις σήμερα στην πόλη;» τη ρώτησε καθώς έβαζε το ζώο να τροχάσει.

«Θα δω. Πρέπει να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.»

«Γιατί;»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον με περιμένει.»

«Δεν το ήξερα ότι είχες συναναστροφές με τον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων.»

«Δεν έχω,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Ακόμα.»

Ο Χάραλκιρ γέλασε καθώς οδηγούσε το άλογό του προς την Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ. «Πάμε κάπου να φας καλά, τουλάχιστον. Δεν κάνει να συναντάς βασιληάδες νηστική.»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά κάτω από τη σκιά της κουκούλας του μαγικού μανδύα της.

Κεφάλαιο Δεύτερο
Στην Αυλή των Γεφυρωμένων Νήσων

Η πινακίδα πλάι στο εκδοτήριο εισιτηρίων του μεγάλου πλοίου έγραφε:

 

 

Η Έρικα πλήρωσε τρία ευγενή και εννιά δέκατα, πήρε το εισιτήριό της, και, αφού περίμενε περίπου μια ώρα στο λιμάνι της Κάρνατεβ, βλέποντας όχι και τόσο ευχάριστα θεάματα μέσα στη νύχτα (είχε δει, βέβαια, και πολύ χειρότερα στη ζωή της), επιβιβάστηκε στο μεγάλο μηχανοκίνητο πλοίο μαζί με άλλους επιβάτες. Ο καιρός ήταν χειρότερος από το μεσημέρι· φυσούσε δυνατότερα, αλλά ευτυχώς δεν είχε βρέξει (ακόμα). Η Έρικα υποπτευόταν ότι ίσως να μην έκανε καλό ταξίδι. Είμαι σε μηχανοκίνητο σκάφος, όμως· δε θ’αργήσω να φτάσω στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Γι’αυτό κιόλας δεν είχε πάρει κάποιο βοτάνι για τη ζαλάδα, αν και είχε μαζί της.

Ο μαγικός της μανδύας ήταν τυλιγμένος προστατευτικά επάνω της καθώς η Έρικα ανέβαινε στο κατάστρωμα του μεγάλου πλοίου. Διατηρούσε τη θερμοκρασία του σώματός της σταθερή, κι έτσι εκείνη δεν αισθανόταν να κρυώνει καθόλου από τον ψυχρό νυχτερινό αγέρα του Ωκεανού που πιτσίλιζε, κάπου-κάπου, το πρόσωπό της με αλμυρό νερό παρότι ήταν κρυμμένο μέσα στην κουκούλα της.

Οι μηχανές του πλοίου μπήκαν σε λειτουργία όταν και ο τελευταίος επιβάτης είχε ανεβεί. Στο κέντρο ισχύος του σκάφους κάποιος μάγος ή μάγισσα ρύθμιζε την ενεργειακή ροή μέσω Μαγγανείας Κινήσεως. Και ο πιλότος του τώρα το ξεκίνησε· έβαλε τις γιγάντιες προπέλες να το απομακρύνουν από το λιμάνι της Κάρνατεβ.

Ο Κίονας του Φωτός φάνταζε μαγευτικός μέσα στη νύχτα, καθώς κατερχόταν από τους σκοτεινούς ουρανούς για να κρυφτεί ανάμεσα στα οικοδομήματα της πόλης. Η Έρικα τον κοίταζε για κάμποση ώρα, ενώ το πλοίο ξεμάκραινε από την Κάρνατεβ και τις βόρειες ακτές του Ωκεανού. Μετά, τον έχασε από τα μάτια της. Παντού γύρω της ήταν θάλασσα που ασήμιζε από το φως των τριών φεγγαριών της Φεηνάρκια.

Και το καράβι έκανε πέρα-δώθε κάτω από τα πόδια της… πέρα-δώθε… πέρα-δώθε… Η Έρικα πήρε μια βαθιά ανάσα, κι αποφάσισε να παραμείνει στο κατάστρωμα. Αρκετοί άλλοι επιβάτες ήταν εδώ, παρατήρησε, κουκουλωμένοι στις κάπες τους. Μπορεί να ήταν καλοκαίρι αλλά το κρύο ήταν δυνατό, λόγω της νύχτας και του αέρα.

Τα ξύλα και τα μέταλλα του πλοίου έτριζαν καθώς το μεγάλο σκαρί έπλεε νότια· και όσο περισσότερο ταξίδευε τόσο περισσότερο ο καιρός φαινόταν να χαλά. Το πέρα-δώθε είχε αρχίσει να γίνεται εντονότερο, και η Έρικα σκεφτόταν τώρα να πάρει εκείνο το βοτάνι καλύτερα, όταν, απρόσμενα, αισθάνθηκε τα σωθικά της να αναποδογυρίζουν. Γαμήσου! Έγειρε στο πλάι, πιασμένη από την άκρη της κουπαστής, και ξέρασε προς τη θάλασσα. Ευτυχώς, δεν είχε φάει και τίποτα το σπουδαίο ύστερα από εκείνο το μεσημεριανό γεύμα με τον Χάραλκιρ…

Καθίζοντας στο κατάστρωμα, με την πλάτη στην κουπαστή, έβγαλε από τον σάκο της το φιαλίδιο με το βοτάνι, άνοιξε την τάπα, και ήπιε το περιεχόμενο. Και ξέρασε τα πάντα – ξανά. Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! έπρεπε να το είχε πιει προτού ανεβεί στο σκάφος. Γιατί είχε κάνει τέτοια ανοησία; Της φαινόταν ότι ο καιρός θα καλυτέρευε, έτσι όπως πήγαινε; Η Έρικα καταριόταν την έλλειψη προνοητικότητάς της όσο οι ώρες περνούσαν και το πλοίο ταλαντευόταν επάνω στα μεγάλα κύματα του Ωκεανού. Στην ανοιχτή θάλασσα, ο καιρός ήταν πολύ άσχημος απόψε, όπως αποδεικνυόταν. Η Έρικα είχε κουλουριαστεί πλάι στην κουπαστή, και ο μαγικός της μανδύας ήταν τυλιγμένος επάνω της σαν να προσπαθούσε, μάταια, να την παρηγορήσει.

Σε κάποια στιγμή (η Έρικα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, και δεν τολμούσε να κοιτάξει ούτε το ενεργειακό ρολόι στον καρπό της) ένας ναύτης την πλησίασε ρωτώντας αν η κυρία θα ήθελε κάποια βοήθεια. «Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Εντάξει είμαι… Εντάξει.»

Αργότερα, όταν ο άνεμος είχε πέσει λίγο αλλά η Έρικα εξακολουθούσε να είναι κουρέλι, άκουσε κάποιους παραδίπλα να συζητάνε για πειρατές.

«…Ο Ωκεανός έχει γεμίσει από δαύτους σα νάναι κατάρα των θεών! Με τους Παντοκρατορικούς, τουλάχιστον, φοβόνταν λιγάκι. Όχι πως οι Παντοκρατορικοί ήταν καλοί, δηλαδή· αλλά η πειρατεία ήταν περιορισμένη.»

«Κείνο τον καιρό, Φράλδελ, όλοι βλέπανε τους πειρατές σαν ήρωες που πολεμούσαν τους Παντοκρατορικούς.»

«Όχι όλοι. Όχι αυτοί που πέφτανε θύματά τους–»

«Ακόμα κι αυτοί που πέφτανε θύματά τους, ορισμένες φωνές,» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή (οι άλλες δύο, ώς τώρα, ήταν αντρικές).

«Μιλάς εκ πείρας;»

«Πράγματι, κύριος. Είχα πέσει ‘θύμα’ των πειρατών μια φορά, παλιότερα, επί Παντοκρατορίας. Δε με πείραξαν καθόλου, σας διαβεβαιώνω.»

«Θα ήσασταν από τις εξαιρέσεις, τότε!»

«Δεν το νομίζω.»

«Ποιος ήταν ο καπετάνιος τους;»

«Χίρμωντ λεγόταν. Ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης, μου είπε. Πολύ συμπαθητικός τύπος, μάλιστα.»

«Συνήθως οι πειρατές δεν είναι έτσι, κυρία μου. Όχι σήμερα, τουλάχιστον!»

«Και πού βρίσκεται τώρα αυτός ο Χίρμωντ; Νομίζω πως τον έχω ξανακούσει, αλλά μόνο ως επαναστάτη, όχι ως πειρατή. Τώρα τι κάνει;»

«Δεν ξέρω, κύριος. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα.»

Η Έρικα είχε κουραστεί να τους ακούει, αλλά ο μαγικός της μανδύας δεν μπορούσε να αποτρέψει και τον ήχο απ’το να έρχεται στ’αφτιά της· μόνο τη θερμοκρασία του σώματός της μπορούσε να ρυθμίζει.

Κάποτε, κοιμήθηκε–

γιατί άργησες; τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ: έχασες όλο το γλέντι!

μια γυναίκα ήταν καθισμένη στην αγκαλιά του, καστανομάλλα και λευκόδερμη, πολύ όμορφη: η Ανρίθα-Νοθ. γελούσε και κάπνιζε. το ένα χέρι του Ζαώρδιλ ήταν κάτω από το γόνατό της.

τι κάνεις εσύ εκεί; τη ρώτησε η Έρικα, θυμωμένη.

βαρεθήκαμε να σε περιμένουμε, Έρικα! είπε η Ανρίθα-Νοθ.

γιατί άργησες τόσο; τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ στρίβοντας ένα τσιγάρο: έχασες όλο το γλέντι. θέλεις να καπνίσεις;

–και ξύπνησε απότομα, σχεδόν τρομαγμένη, από τα τραντάγματα του πλοίου. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές, για να μην ξεράσει ξανά.

Η Ανρίθα μαζί με τον Ζαώρδιλ; Τι ανόητο όνειρο!

Λες να μην έκανα καλά που την άφησα στη Βελτέρντιθ; Παραέχει γίνει γκρινιάρα και τολμηρή, τελευταία.

Μη σκέφτεσαι σαχλαμάρες, Έρικα. Δεν είναι τώρα ώρα για να σκέφτεσαι σαχλαμάρες!

Κοίταξε το ρολόι της. Δεν πρέπει ν’αργούμε να φτάσουμε… Πέντε ώρες είχαν ήδη περάσει. Είχαν σταματήσει σε κανένα λιμάνι, άραγε, όσο εκείνη κοιμόταν; Σε κάποιο από τα μικρότερα νησιά πριν από αυτά του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων; Ήταν τόσο ζαλισμένη…

Έμεινε ακίνητη, ακούγοντας το βουητό των μηχανών, τη θάλασσα, και το σφύριγμα του ανέμου. Τώρα κανένας δεν συζητούσε κοντά της. Και, με μια ματιά στο κατάστρωμα, είδε πως δεν βρίσκονταν πια παρά ελάχιστοι εδώ· οι περισσότεροι είχαν πάει κάτω, στο εσωτερικό του πλοίου. Κι εκείνη θα είχε πάει στο εσωτερικό του πλοίου δίχως αμφιβολία αν δεν είχε τον μαγικό της μανδύα. Τώρα, όμως, που τον είχε προτιμούσε να είναι εδώ και να φυσά ο αέρας στο πρόσωπό της· την έκανε να ζαλίζεται λιγότερο.

*

Το μεγάλο πλοίο έφτασε στη Νουσράκλη, την πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, λίγο προτού ξημερώσει. Ο καπετάνιος ζήτησε, μέσω μεγαφώνου, από τους επιβάτες να αποβιβαστούν. Ένας ναύτης ρώτησε την Έρικα αν χρειαζόταν καμια βοήθεια, ενώ εκείνη σηκωνόταν όρθια. Του αποκρίθηκε πως, όχι, δεν χρειαζόταν βοήθεια· και, παίρνοντας τον σάκο της από κάτω, κατευθύνθηκε προς τις σκάλες του σκάφους.

Σχεδόν παραπατώντας βγήκε στο λιμάνι της Νουσράκλης που φωτιζόταν από ενεργειακές λάμπες βρισκόμενες στην κορυφή ψηλών πέτρινων κολονών. Επιβατικές άμαξες περίμεναν να πάρουν πελάτες που αποβιβάζονταν από το πλοίο. Η Έρικα πλησίασε μία μικρή που την τραβούσε ένα μόνο άλογο, και ανεβαίνοντας είπε στην αμαξά: «Στο κοντινότερο ξενοδοχείο. Που να είναι, όμως, λιγάκι καλό.»

«Να σας πάω στον Ψηλό Βράχο

«Είναι κοντινό και αρκετά καλό;»

«Ναι.»

«Πάμε τότε. Πόσο κοστίζει η διαδρομή;»

«Ένα τέταρτο. Αλλά περιμένετε λίγο μήπως πάρουμε και κανέναν άλλο πελάτη.»

«Σε πληρώνω ένα κάπα για να ξεκινήσεις τώρα.»

«Ό,τι πείτε εσείς, κυρία.» Η αμαξάς χτύπησε το άλογό της με τα γκέμια φωνάζοντας «Πάμε, Μαύρε μου!» και η άμαξα άρχισε να κυλά γρήγορα πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους της Νουσράκλης.

Πέρασαν κάτω από μια μεγάλη καμάρα, μέσα στην οποία υπήρχε μια πόρτα που, αν η Έρικα κατάλαβε καλά – και δε νόμιζε ότι έκανε λάθος – οδηγούσε σε πορνείο, και μετά έφτασαν μπροστά στον Ψηλό Βράχο: ένα γιγάντιο οικοδόμημα, σε σύγκριση μ’αυτά γύρω του. Η Έρικα πλήρωσε την αμαξά ένα κύμα, όπως της είχε υποσχεθεί, και βγήκε απ’την άμαξά της.

«Γεια σας, κυρία,» είπε εκείνη, και μαστίγωσε πάλι το ζώο της, φεύγοντας.

Η Έρικα μπήκε στο ξενοδοχείο, έκλεισε ένα δωμάτιο στον τέταρτο όροφο, ανέβηκε, και ξάπλωσε για να κοιμηθεί επάνω στο μαλακό κρεβάτι. Μονάχα τις μπότες της έβγαλε.

Ξύπνησε νιώθοντας κάποιος να τη χαϊδεύει σχεδόν σαν εραστής. Τα μάτια της άνοιξαν αυτομάτως κι ανασηκώθηκε απότομα πάνω στο στρώμα, πιάνοντας το ξιφίδιο στη ζώνη της. Όμως δεν ήταν παρά ο ζωντανός της μανδύας, ο θεός μέσα του. Γι’αυτό η Έρικα δεν ήθελε να κοιμάται ποτέ φορώντας τον. Τη φρίκαρε!

Αναστενάζοντας σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και, παραμερίζοντας τις κουρτίνες του παραθύρου, είδε πως ήταν πρωί. Κοίταξε το ρολόι της. Δέκα παρά δέκα. Πρέπει να ετοιμαστώ. Έβγαλε τον μανδύα της (έχοντας την εντύπωση πως της έφερε κάποια μικρή αντίσταση, μη θέλοντας να ξεκολλήσει από πάνω της) και τον κρέμασε στην κρεμάστρα. Έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ένα γρήγορο ντους. Δε μπορούσε να πάει να συναντήσει τον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων με τον ιδρώτα και την αλμύρα του καραβιού ακόμα επάνω της.

*

Οι δύο φρουροί στην πύλη του κήπου του παλατιού την ατένιζαν με καχυποψία. Ίσως εξαιτίας του λευκού της δέρματος που την αναγνώριζε ως, κατά πάσα πιθανότητα, εξωδιαστασιακή και, ενδεχομένως, πρώην Παντοκρατορική.

«Είναι πολύ σημαντικό να του μιλήσω τώρα,» εξήγησε η Έρικα. «Παρακωλύετε μια σοβαρή πληροφορία απ’το να φτάσει στ’αφτιά του Μεγαλειότατου.»

«Ο Μεγαλειότατος είναι πολυάσχολος άνθρωπος,» είπε ο ένας φρουρός· «δεν δέχεται τον καθένα ό,τι ώρα νάναι. Σας είπαμε: θα τον ειδοποιήσουμε για εσάς, αν μας–»

«Τονίζω και πάλι: πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό το οποίο δεν μπορεί να περιμένει.»

Ο άλλος φρουρός είπε: «Θέλετε να μας εξηγήσετε τι είναι αυτό το σημαντικό;»

Η Έρικα αναστέναξε. «Θα προτιμούσα να το εξηγήσω στον Βασιληά σας.»

«Τότε δεν είναι δυνατόν να τον ειδοποιήσουμε αμέσως–»

«Πρόκειται για τον Αβέρναλ, τον δημοσιογράφο.»

Οι δύο φρουροί έμειναν σιωπηλοί στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Ωραία, σκέφτηκε η Έρικα, απηυδισμένη. Με πήραν στα σοβαρά, επιτέλους!

«Είναι σημαντικό να του μιλήσω τώρα,» τόνισε ξανά. «Με κάθε ώρα που περνά κάποιος κίνδυνος πλησιάζει. Δεν μπορώ να πω περισσότερα σε εσάς.» Ποιος μου εγγυάται ότι δεν είστε κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού; Αν και δεν το πίστευε αυτό. Αν ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ είχε ανθρώπους του μέσα στο παλάτι της Νουσράκλης, θα έστελνε, την πρώτη φορά, φονιάδες που δεν ήταν καν από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων για να σκοτώσουν τον Αβέρναλ;

Οι φρουροί αλληλοκοιτάχτηκαν και, τελικά, ο ένας είπε: «Περιμένετε.» Μπήκε στον κήπο και η Έρικα τον είδε να μιλά σ’έναν τηλεπικοινωνιακό δίαυλο. Μετά επέστρεψε κοντά της και είπε: «Περάστε. Θα σας συνοδέψω σε μια αίθουσα αναμονής.»

Η Έρικα τον ακολούθησε μέσα στον κήπο, ο οποίος ήταν γεμάτος φυτά κι αγάλματα, και έφτασαν στο εσωτερικό του παλατιού. Διέσχισαν έναν διάδρομο και ο φρουρός άνοιξε μια πόρτα. «Εδώ θα περιμένετε,» είπε, και η Έρικα μπήκε σε μια αίθουσα επιπλωμένη ως καθιστικό.

«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε· αλλά ο φρουρός ήδη έφευγε και μια υπηρέτρια έμπαινε ρωτώντας αν η κυρία θα ήθελε να της φέρουν κάτι.

«Έχετε τσάι;»

«Μάλιστα, κυρία.» Η υπηρέτρια έφυγε ξανά.

Όταν επέστρεψε, η Έρικα καθόταν στον καναπέ, κι εκείνη τής πρόσφερε μια κούπα γεμάτη αρωματικό τσάι. «Ο Μεγαλειότατος θα σας δεχτεί συντόμως, κυρία.»

«Ευχαριστώ.»

Η υπηρέτρια άρχισε να ξεσκονίζει το δωμάτιο: γωνίες και αντικείμενα που δεν φαινόταν να έχουν και τόση ανάγκη από ξεσκόνισμα. Της είπαν να είναι κοντά μου για να με παρακολουθεί, συμπέρανε η Έρικα πίνοντας μια μικρή γουλιά από το τσάι της. Δε διψούσε αλλά δεν ήθελε να φανεί αγενής.

Έξω απ’το παράθυρο φαινόταν ο κήπος του παλατιού, ή, μάλλον, μερικά από τα δέντρα και τα φυτά του. Ένα μεγάλο, γαλανόφτερο πουλί, πιασμένο σ’ένα κλαδί, παρατηρούσε την Έρικα με γυαλιστερά μάτια. Στους τοίχους της αίθουσας πίνακες κρέμονταν, απεικονίζοντας ανθρώπους που η Έρικα δεν είχε ιδέα ποιοι μπορεί να ήταν, αλλά και τοπία τα οποία ήταν όμορφα ακόμα κι αν δεν τα ήξερε. Όλα τους κοντά σε θάλασσα. Όλα τους, αναμφίβολα, από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.

Ένας φρουρός δεν άργησε να έρθει στην αίθουσα – όχι κάποιος από τους δύο που ήταν στην πύλη του κήπου. «Ο Μεγαλειότατος θα σας μιλήσει τώρα, κυρία. Ακολουθήστε με.»

Η Έρικα σηκώθηκε και τον ακολούθησε, περνώντας από διαδρόμους και βγαίνοντας πάλι στον κήπο. Επάνω σ’ένα λιθόστρωτο μονοπάτι βάδισαν οι δυο τους και έφτασαν, τελικά, σ’ένα υπόστεγο, όπου γύρω από ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι κάθονταν ένας άντρας και δύο γυναίκες. Παραδίπλα στέκονταν δύο πάνοπλοι σωματοφύλακες, με μεγάλα πιστόλια στις ζώνες και σπαθιά στην πλάτη.

Ο άντρας ήταν πορφυρόδερμος, γκριζομάλλης, και τουλάχιστον πενήντα χρονών. Φορούσε μαύρη τουνίκα με αργυρό σιρίτι και γκρίζο παντελόνι. Η μία από τις δύο γυναίκες είχε δέρμα κατάμαυρο και σίγουρα είχε περάσει τα σαράντα· πρέπει να ήταν καμια πενταετία μεγαλύτερη από την Έρικα. Τα μαλλιά της ήταν γαλανά και μακριά, και φορούσε πράσινο, έξωμο φόρεμα και ψηλά πράσινα γάντια που έφταναν ώς τον αγκώνα. Η άλλη γυναίκα ήταν στα είκοσί της, και είχε κι αυτή κατάμαυρο δέρμα και γαλανά μαλλιά. Η όψη της έμοιαζε με της μεγαλύτερης γυναίκας. Η σύζυγος και η θυγατέρα του Βασιληά;

Και οι τρεις σηκώθηκαν από το τραπέζι, και ο άντρας – ο Βασιληάς Ράνελμον· η Έρικα είχε δει φωτογραφίες του – είπε: «Καλημέρα σας… κυρία…;»

«Έρικα, Μεγαλειότατε. Έρικα Σάλκερκοφ,» κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.

«Έρικα Σάλκερκοφ,» είπε ο Βασιληάς Ράνελμον, παρατηρώντας την. «Δεν είστε από τα μέρη μας, υποθέτω…»

«Αντιθέτως, βρίσκομαι πολλά χρόνια στη Φεηνάρκια, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι λοξά. «Την αισθάνομαι σαν πατρίδα μου πλέον.»

«Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σας, κυρία Έρικα Σάλκερκοφ; Μου είπαν κάτι για τον Αβέρναλ…»

«Γι’αυτόν έρχομαι, Μεγαλειότατε. Αλλά πρώτα θα ήθελα να σας εξηγήσω ποια είμαι και γιατί βρίσκομαι εδώ, αν έχετε τον χρόνο.»

«Ασφαλώς,» είπε ο Ράνελμον. «Καθίστε.» Έτεινε το χέρι του προς μια καρέκλα του τραπεζιού, και η Έρικα κάθισε εκεί. Οι υπόλοιποι κάθισαν στις καρέκλες όπου κάθονταν προτού σηκωθούν. Ο Βασιληάς έδειξε, με μια ευγενική χειρονομία, τη μεγαλύτερη μαυρόδερμη γυναίκα. «Από εδώ η σύζυγός μου, η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα. Κι από εδώ,» έδειξε τη νεότερη γυναίκα, «η κόρη μου, η Πριγκίπισσα Ρασλέδη.»

«Χαίρω πολύ,» αποκρίθηκε η Έρικα. Οι γυναίκες δεν της μίλησαν· η Βασίλισσα μόνο άναψε ένα μακρύ τσιγάρο. Κι οι δυο τους την ατένιζαν με καχυποψία, σχεδόν σαν τους φρουρούς στην πύλη του κήπου.

Ο Βασιληάς χτύπησε τα δάχτυλά του κι ένας υπηρέτης ήρθε αμέσως, προσφέροντας στην Έρικα γλυκίσματα από το κέντρο του τραπεζιού καθώς και μια κούπα κρασί.

«Λοιπόν;» είπε ο Ράνελμον. «Σας ακούω, κυρία Σάλκερκοφ.»

«Διευθύνω ένα δίκτυο πληροφοριών, Μεγαλειότατε. Και είναι αρκετά εκτεταμένο: από τη δυτική Φεηνάρκια ώς εδώ. Κάνουμε κάθε είδους δουλειές εκτός από δολοφονίες. Ανακαλύπτουμε μυστικά που είναι καλά κρυμμένα, παρακολουθούμε υπόπτους, διασταυρώνουμε πληροφορίες, βρίσκουμε χαμένα άτομα· καταλαβαίνετε, πιστεύω.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον έχοντας κι εκείνος τώρα ανάψει ένα τσιγάρο. Υψώνοντας το χέρι του έγνεψε στον υπηρέτη ξανά, κι εκείνος πάτησε ένα κουμπί επάνω σ’ένα ηχοσύστημα που βρισκόταν κάτω από το υπόστεγο. Ελαφριά μουσική άρχισε να παίζει. Η Έρικα αναρωτήθηκε αν ο Βασιληάς το είχε κάνει αυτό για να μην τους κρυφακούσει κανένας, αλλά δεν ρώτησε.

Συνέχισε: «Μας εμπιστεύονται οι άρχοντες πολλών πόλεων, Βασιληά μου, αν και είμαι βέβαιη ότι δεν θα γνωρίζετε κάποιους με τους οποίους έχουμε συνεργαστεί πιο στενά.»

«Θα ήθελα να μάθω ποιοι είναι, ωστόσο.»

«Βρίσκονται στη δυτική Φεηνάρκια, πολύ μακριά από εδώ,» είπε η Έρικα, «και ίσως να μην επιθυμούσαν να αναφέρω τα ονόματά τους.»

«Ήρθατε, λοιπόν, για να μου προσφέρετε τις υπηρεσίες σας;»

«Και αυτό, αλλά όχι μόνο. Κατ’αρχήν, η πρώτη πληροφορία που θα σας δώσω είναι δωρεάν: και είναι πολύ σημαντική, νομίζω. Αφορά τον άνθρωπο στον οποίο έχετε προσφέρει άσυλο: τον Αβέρναλ, τον δημοσιογράφο.»

«Τι συμβαίνει με τον Αβέρναλ;»

«Ελπίζω όλα όσα λέμε να μη διαρρεύσουν, Μεγαλειότατε. Δουλεύω πάντοτε εμπιστευτικά.»

«Οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μας είναι όλοι έμπιστοι, κυρία Σάλκερκοφ· αλλιώς δεν θα βρίσκονταν γύρω μας. Πείτε ελεύθερα ό,τι έχετε να πείτε.»

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ σχεδιάζει να δολοφονήσει τον Αβέρναλ μέσα στο ίδιο σας το παλάτι.»

«Το επιχείρησε ήδη μία φορά,» είπε ο Ράνελμον δίχως να μοιάζει εντυπωσιασμένος, «και απέτυχε.»

«Το γνωρίζω. Θα προσπαθήσει ξανά, όμως. Με ικανότερους δολοφόνους.»

Ο Βασιληάς την ατένισε ερωτηματικά, καπνίζοντας. Το τσιγάρο του τελείωνε.

«Θα έχετε ακούσει για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, υποθέτω, Μεγαλειότατε…»

«Θα στείλει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς εναντίον μου;»

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, ναι, ακριβώς αυτό σχεδιάζει να κάνει.»

Ο Ράνελμον έσβησε το τσιγάρο του μέσα σ’ένα τασάκι καμωμένο από κάποιου είδους όστρακο. «Αυτό που ισχυρίζεστε είναι πολύ σοβαρό. Ζητάτε αμοιβή για την πληροφορία σας, ή δεν είστε και τόσο σίγουρη γι’αυτήν;»

«Σίγουρη είμαι, Μεγαλειότατε, αλλά, όπως σας είπα, η συγκεκριμένη πληροφορία δίνεται δωρεάν.»

«Για ποιο λόγο; Είστε εχθρός της Κάρνατεβ;»

«Καθόλου.»

«Του Αρχισυγκλητικού, τότε;»

«Ούτε,» είπε η Έρικα. «Απλώς θα επιθυμούσα να έχω μια καλή συνεργασία μαζί σας. Να ξέρετε πως, αν με χρειάζεστε, μπορείτε να με καλέσετε. Και, αν έχετε την καλοσύνη, θα μπορούσατε επίσης να με βοηθήσετε να φέρω το δίκτυό μου στη Νουσράκλη.»

«Δεν είστε εξαπλωμένη ώς εδώ;»

«Φοβάμαι πως όχι. Ακόμα και στην Κάρνατεβ έχω ελάχιστους ανθρώπους.»

«Αυτοί, όμως, οι ελάχιστοι άνθρωποι έμαθαν για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς…» είπε η Βασίλισσα Σεϊλίκρα, μιλώντας για πρώτη φορά.

«Πράγματι. Και για να είμαι ειλικρινής, ήταν τυχεροί.»

«Βρίσκονται κοντά στον Αρχισυγκλητικό;» ρώτησε ο Ράνελμον.

«Όχι. Όπως είπα, ήταν τυχεροί,» αποκρίθηκε η Έρικα, θέλοντας να το κάνει έκδηλο ότι δεν επρόκειτο να δώσει καμία πληροφορία για τους πράκτορές της.

«Μάλιστα,» είπε ο Ράνελμον ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά του. «Και,» καθάρισε τον λαιμό του, «αν όντως οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί σχεδιάζεται να εισβάλουν στο παλάτι μου, έχετε να προτείνετε κανέναν τρόπο αντιμετώπισής τους; Διότι, απ’όσο γνωρίζω, είναι οι χειρότεροι δολοφόνοι στον Ωκεανό· ή οι καλύτεροι, αναλόγως πώς το βλέπει κανείς.»

«Για την ακρίβεια, Μεγαλειότατε, έχω πράγματι κάτι να σας προτείνω,» είπε η Έρικα. «Αυτό, όμως, δεν είναι δωρεάν. Ούτε η πληροφορία, ούτε η άλλη υπηρεσία που θα ακολουθήσει την πληροφορία.»

«Είμαι πρόθυμος να πληρώσω,» δήλωσε ο Βασιληάς Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων.

*

Ο άντρας που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κάπνιζε ήταν ψηλός, πορφυρόδερμος, και είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, δεμένα χαλαρά αλογοουρά πίσω απ’το κεφάλι του. Σ’ένα γραφείο παραδίπλα βρισκόταν μια ενεργειακή γραφομηχανή.

Η πόρτα του δωματίου ήταν ξύλινη και μισάνοιχτη. Η Έρικα τη χτύπησε με τα δυο δάχτυλα, καθώς στεκόταν στο κατώφλι. Ο άντρας αντίκρυ της στράφηκε από το παράθυρο, λιγάκι ξαφνιασμένος· το χέρι του πήγε προς το μικρό πιστόλι στη ζώνη του.

«Ο κύριος Αβέρναλ, σωστά;» είπε η Έρικα.

Ο δημοσιογράφος την κοίταξε από πάνω ώς κάτω, καχύποπτα – κι εκείνη δεν φορούσε ούτε καν την κουκούλα της για να δικαιολογηθεί μια τέτοια καχυποψία. Εκτός αν έφταιγε ο δερματικός χρωματισμός της· ή το γεγονός ότι ήδη είχαν επιχειρήσει να δολοφονήσουν τον Αβέρναλ μία φορά. «Κι εσείς;» τη ρώτησε.

«Ονομάζομαι Έρικα Σάλκερκοφ, και ο Βασιληάς μού είπε πού βρίσκεται το δωμάτιό σας όταν του ζήτησα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως. Αν θέλετε μπορείτε να τον καλέσετε με τον δίαυλο» – έδειξε τον επικοινωνιακό δίαυλο πάνω στο γραφείο – «για να διαπιστώσετε πως όντως έτσι είναι.»

«Δε χρειάζεται,» αποκρίθηκε ο Αβέρναλ, πλησιάζοντας το γραφείο μόνο για να τινάξει λίγη από τη στάχτη του τσιγάρου του στο τασάκι. «Περάστε· μη στέκεστε έξω.»

Η Έρικα μπήκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Ήρθα για να σας προειδοποιήσω κυρίως–»

Ο Αβέρναλ συνοφρυώθηκε.

«Μην το παίρνετε ως απειλή,» είπε η Έρικα. «Μπορούμε να μιλάμε στον ενικό;»

Ο Αβέρναλ ύψωσε τους ώμους αδιάφορα. «Στον ενικό,» συμφώνησε, και κάθισε πίσω από το γραφείο του, μπροστά από την ενεργειακή γραφομηχανή.

Η Έρικα κάθισε αντίκρυ του, σε μια καρέκλα. «Κατ’αρχήν, πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα για εμένα, για να μη σε ξαφνιάσει αυτό που θα σου πω,» είπε καθώς ο Αβέρναλ την παρατηρούσε ερευνητικά – ένα βλέμμα που, έκδηλα, αναρωτιόταν Τι σκατά θέλει αυτή η εξωδιαστασιακή από εμένα; «Διευθύνω ένα δίκτυο πληροφοριών, το οποίο είναι αρκετά εξαπλωμένο. Σ’όλη τη δυτική Φεηνάρκια, στις Ενδότερες Πολιτείες. Τελευταία, έχω και κάποιους πράκτορές μου γύρω απ’τον Ωκεανό. Φυσικά γνωρίζω για εσένα–»

«Δε χρειάζεται κάποιος να έχει δίκτυο πληροφοριών γι’αυτό,» είπε ο Αβέρναλ φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Πράγματι,» συμφώνησε. «Όμως πρέπει, νομίζω, να έχει δίκτυο πληροφοριών για να ανακαλύψει ότι ο Αρχισυγκλητικός σχεδιάζει να σε σκοτώσει. Ξανά.»

«Δεν με εκπλήσσει, οφείλω να ομολογήσω. Γνωρίζεις λεπτομέρειες; Κι αν ναι, τι αντάλλαγμα θέλεις;»

«Οι πληροφορίες μου είναι δωρεάν–»

«Πολύ… γενναιόδωρο εκ μέρους σου.» Ο Αβέρναλ έσβησε το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι.

«Τις έχω, ούτως ή άλλως, δώσει στον Βασιληά.»

«Σ’έχει πληρώσει αυτός, λοιπόν;»

«Και γι’αυτόν δωρεάν ήταν.»

Ο Αβέρναλ γέλασε ξερά. «Παράξενο δίκτυο πληροφοριών έχεις, Έρικα… Τα κάνεις όλα δωρεάν;»

«Δεν είμαι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού, αν αυτό υποπτεύεσαι.»

«Ούτε να διάβαζες το μυαλό μου.» Της πρόσφερε τσιγάρο από την ταμπακιέρα του, καθώς τεντωνόταν πάνω από το γραφείο και τη γραφομηχανή.

Η Έρικα πήρε το τσιγάρο και το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα της. «Δεν είμαι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού· σε διαβεβαιώνω.»

Ο Αβέρναλ ακούμπησε την πλάτη στην καρέκλα του, ενώ στην έκφραση του προσώπου του ήταν γραμμένες τρεις λέξεις: Δεν σε πιστεύω.

«Δεν έχει σημασία αν με πιστεύεις ή όχι,» είπε η Έρικα· «δεν δουλεύω για τον Αρχισυγκλητικό.»

«Αλλά δουλεύεις δωρεάν για τον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι λοξά. «Μη νομίζεις ότι δεν έχω απολύτως τίποτα να κερδίσω.» Πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο της.

Ο Αβέρναλ την περίμενε, σιωπηλά, να συνεχίσει.

Η Έρικα συνέχισε: «Αμοιβή μου είναι η μελλοντική συνεργασία μου με τον Βασιληά Ράνελμον. Και η μελλοντική συνεργασία μου, βέβαια, δεν θα είναι δωρεάν.»

«Ήθελες να τον κάνεις να σε εμπιστευτεί…»

«Να δει, από μόνος του, ότι είμαι έμπιστη.»

«Μάλιστα. Και πότε θα επιχειρήσει ο Αρχισυγκλητικός να με σκοτώσει, Έρικα;» Ακόμα δεν έμοιαζε να την πολυπιστεύει, αν και η (δικαιολογημένη, ομολογουμένως) καχυποψία δεν ήταν πλέον τόσο έκδηλη στην όψη του.

«Δεν το γνωρίζω αυτό, αλλά δεν νομίζω ν’αργήσει. Το θέμα είναι ποιους θα στείλει να σε σκοτώσουν.»

«Ποιους;»

«Τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

«Αυτό μού φαίνεται… δύσκολο.»

«Κι όμως,» είπε η Έρικα. «Αυτό είναι το σχέδιό του. Τόσο σπουδαίο είναι κανείς να έρθει σε επαφή μαζί τους;»

«Εσύ ρωτάς εμένα;»

«Εσύ είσαι από τούτα τα μέρη, εγώ όχι. Μόλις ήρθα.»

«Ανακαλύπτεις, όμως, πράγματα που ανακαλύπτονται δύσκολα.»

«Επειδή έχω ικανούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις, Αβέρναλ.»

«Από πού είσαι, Έρικα; Από διάσταση;»

«Έχω ζήσει πολλά χρόνια στη Φεηνάρκια· στα δυτικά, όμως· γνωρίζω ελάχιστα για τον Ωκεανό. Τα περισσότερα, βασικά, τώρα τα έχω μάθει, που προσπαθώ να μεταφέρω το δίκτυό μου στις περιοχές σας. Και έχω, αναμφίβολα, ακόμα πολλά να μάθω.»

«Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, λοιπόν, θα έρθουν να με σκοτώσουν…» είπε ο Αβέρναλ. «Ωραία…» Άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Λένε πως ποτέ δεν παραιτούνται μέχρι ο στόχος τους να είναι νεκρός.»

«Και πως μεταμορφώνονται σε ζώα, μου είπαν. Πράγμα που δε νομίζω πως αληθεύει.»

«Τίποτα μην αποκλείεις.»

«Θεωρείς ότι είναι αλήθεια;» ρώτησε η Έρικα.

«Θα μπορούσε και να είναι,» είπε ο Αβέρναλ. «Αν και δεν έχω αποδείξεις, είτε για το ένα είτε για το άλλο. Έχω ακούσει, όμως, για τους φόνους που έχουν κάνει.»

«Πληρώνονται και με δούλος, εκτός των άλλων…»

Ο Αβέρναλ ένευσε. «Τους θέλουν για ανθρωποθυσίες, υποτίθεται. Κατοικούν στις ανατολικές ακτές, που είναι βραχώδεις, άγριες, και κατά κύριο λόγο ακατοίκητες εκτός από βαρβάρους και αγριάνθρωπους. Αν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί με έχουν βάλει στόχο, Έρικα, είμαι νεκρός. Όπως σου είπα, δεν παραιτούνται μέχρι ο στόχος τους να πεθάνει.»

«Θα σε βοηθήσω,» του είπε η Έρικα· «το υποσχέθηκα στον Βασιληά.»

«Με τι τρόπο;»

«Θα φέρω εδώ κάποιους ανθρώπους για να αναλάβουν την προστασία σου.»

Ο Αβέρναλ γέλασε. «Έχω τους φρουρούς ενός ολόκληρου παλατιού για να με προστατεύουν.»

«Δεν είναι όμως αρκετοί για να εμποδίσουν τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

«Και οι δικοί σου άνθρωποι θα είναι;»

«Ελπίζω πως ναι.»

«Θα έρθουν δωρεάν κι αυτοί;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Όχι,» είπε, «αυτοί σίγουρα δεν θα έρθουν δωρεάν. Θα συζητήσουν την τιμή με τον Βασιληά· δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς τι θα τον χρεώσουν.»

«Αμφιβάλλω ότι θα καταφέρουν τίποτα,» είπε ο Αβέρναλ τινάζοντας στάχτη στο τασάκι. «Όπως σου είπα, οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν τα παρατάνε μέχρι ο στόχος τους να είναι νεκρός.»

«Ούτε οι δικοί μου άνθρωποι τα παρατάνε μέχρι ο εχθρός να έχει εξοντωθεί.»

«Ποιοι είναι; Υπάρχει περίπτωση να τους έχω ακούσει;»

«Μπορεί, αν και δεν το νομίζω. Ζωντανοί-Νεκροί ονομάζονται.»

«Ζωντανοί-Νεκροί;»

«Ναι. Μισθοφόροι. Πρόσφατα, βοήθησαν τους πολεμιστές της Βελτέρντιθ να αντιμετωπίσουν μια ορδή ερχόμενη από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών. Και πριν από κάποιο καιρό, προστάτεψαν μερικούς ευπατρίδες της Μέρελκεβ από μια υπόγεια επίθεση των ρους’κρούουμ

«Μάλιστα,» είπε ο Αβέρναλ. «Δεν τους έχω ξανακούσει όμως. Δυστυχώς. Θα είναι καλοί, πάντως, υποθέτω…»

«Αν δεν ήταν δεν θα συνεργαζόμουν μαζί τους.»

«Είναι μέρος του δικτύου σου;»

«Φίλοι απλώς.» Η Έρικα τεντώθηκε για να σβήσει το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι του γραφείου. «Θα μπορούσα να σε ρωτήσω κάτι σχετικά με την έρευνά σου, Αβέρναλ;» άλλαξε θέμα.

«Ρώτησέ με.» Τώρα το βλέμμα του έγινε πιο καχύποπτο από πριν. Μάλλον θεωρούσε πως αυτή ήταν η στιγμή που μια πράκτορας του Αρχισυγκλητικού θα επιχειρούσε να του αποσπάσει πληροφορίες.

Το ίδιο καχύποπτη δεν θα ήμουν κι εγώ, στη θέση του; «Είναι αλήθεια;»

«Τι εννοείς;»

«Όλα αυτά που ισχυρίζεσαι, σχετικά με τις μεταλλάξεις και τα λοιπά.»

«Φυσικά και είναι αλήθεια! Ο Αρχισυγκλητικός προσπαθεί να τα διαψεύσει προκειμένου να συνεχίσει την εξόρυξη του ιπταερίου ανενόχλητος.»

«Κι εσύ για ποιο λόγο τα δημοσίευσες; Δεν ήξερες ότι αυτό θα προκαλούσε την οργή του;»

«Σοβαρολογείς, ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις;» Ο Αβέρναλ έσβησε το τσιγάρο του απότομα μες στο τασάκι. «Ποιο είναι το καθήκον του δημοσιογράφου στην πόλη του; Δεν είναι να ενημερώνει τον κόσμο για τέτοια πράγματα; Αυτό που συμβαίνει είναι έγκλημα!»

«Επομένως, έδρασες μόνος σου. Χωρίς καμία βοήθεια ή εξωτερική ενίσχυση…»

«Πού θέλεις να καταλήξεις; Θέλεις να μάθεις αν υπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου εχθρού του Αρχισυγκλητικού;»

«Ουσιαστικά ναι,» παραδέχτηκε η Έρικα, «αλλά όχι επειδή είμαι πράκτοράς του.»

Ο Αβέρναλ, βέβαια, εξακολουθούσε να μην είναι και τόσο σίγουρος γι’αυτό το τελευταίο, πράγμα φανερό από το πρόσωπό του. «Υπηρετώ τα συμφέροντα όλων των εχθρών του, Έρικα,» απάντησε. «Αλλά όχι εκ προθέσεως. Κατά τύχη. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να σταματήσει το έγκλημα που συμβαίνει στην Κάρνατεβ.»

«Τώρα εγώ θα έπρεπε να δυσκολεύομαι να σε πιστέψω,» είπε η Έρικα.

Την αγριοκοίταξε. «Με συγχωρείς;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι λοξά. «Ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου δωρεάν.»

«Δεν το έκανα δωρεάν! Πληρωνόμουν από την εφημερίδα και– Αλλά τι να λέμε; Είναι προφανές ότι δεν καταλαβαίνεις τι κάνει ένας δημοσιογράφος…»

«Καταλαβαίνω,» είπε η Έρικα. «Ξέρω από δημοσιογράφους. Οι περισσότεροι ‘ενημερώνουν’ τον κόσμο για όσα είναι ήδη γνωστά ούτως ή άλλως. Κάποιοι είναι σαν εσένα – ιδεαλιστές – και μπλέκουν σε παλιοϊστορίες, συνήθως. Και κάποιοι άλλοι – αρκετοί – υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα προσπαθώντας να επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς διάφορες κατευθύνσεις.»

«Δεν έχεις άδικο σ’αυτό,» παραδέχτηκε ο Αβέρναλ. «Κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Για τους ανθρώπους, όμως, του δικού σου επαγγέλματος, Έρικα, ισχύει μόνο η τρίτη περίπτωση, έτσι δεν είναι; Πάντα εργάζονται για συγκεκριμένα συμφέροντα.»

«Συνήθως. Ξέρεις κανέναν ιδιωτικό ερευνητή που να εργάζεται για ιδεολογικούς λόγους;»

«Μόνο αυτό κάνετε; Ερευνάτε υποθέσεις;»

«Δεν κάνουμε δολοφονίες, πάντως, αν αυτό αναρωτιέσαι.»

«Διαβάζεις ξανά το μυαλό μου.»

«Ίσως να μοιάζουμε περισσότερο απ’ό,τι νομίζεις,» του είπε η Έρικα καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της. «Ή ίσως να είμαστε το ίδιο παρανοϊκοί.»

Ο Αβέρναλ σηκώθηκε επίσης, πίσω από το γραφείο του. «Φεύγεις;»

«Πρέπει,» είπε η Έρικα. «Έχω να ταξιδέψω.»

«Να πας να βρεις τους φίλους σου, τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

Η Έρικα έγνεψε καταφατικά, και του έδωσε το χέρι της. «Θα τα ξαναπούμε, Αβέρναλ. Χάρηκα για τη γνωριμία· και πιστεύω πως κι εσύ θα χαρείς, αργότερα, όταν συμπεράνεις από μόνος σου ότι δεν είμαι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού.»

Ο Αβέρναλ μειδίασε καθώς της έσφιγγε το χέρι. «Υποθέτω πως μια πράκτορας του Αρχισυγκλητικού δεν θα μιλούσε για την ιδιότητά της έτσι ανοιχτά.»

Μην είσαι και τόσο σίγουρος, σκέφτηκε η Έρικα, που ήξερε πως ένας απ’τους καλύτερους τρόπους για να κρύψεις κάτι είναι να συζητάς γι’αυτό ανοιχτά σαν να μην έχει καμια ιδιαίτερη βαρύτητα.

Κεφάλαιο Τρίτο
Ο Μουντζουρωμένος

Για να φύγει, έκλεισε, φυσικά, εισιτήριο σε μηχανοκίνητο πλοίο ξανά. Εκτός των άλλων τώρα βιαζόταν να φτάσει στον Ζαώρδιλ· δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Το σκάφος της απέπλευσε με την αυγή, και η Έρικα ήταν από τους πρώτους επιβάτες επάνω, τυλιγμένη στον μαγικό μανδύα της για ν’απομακρύνει την ψύχρα του πρωινού και να διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματός της σταθερή. Το καράβι δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και πολύ μικρό· μετέφερε αρκετό κόσμο και εμπορεύματα, και είχε και κάποιους μισθοφόρους στο κατάστρωμά του για να το φρουρούν από τυχόν πειρατικές επιθέσεις. Η Έρικα κοίταξε το έμβλημά τους και τους αναγνώρισε. Οι Γέρακες του Ωκεανού· γνωστή και πολυπληθής μισθοφορική συντεχνία σε τούτα τα μέρη. Πολύ περισσότεροι από τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αλλά και κατώτεροι σε ικανότητα, απ’ό,τι είχε καταλάβει η Έρικα. Οι Γέρακες του Ωκεανού έπαιρναν όποιον ήθελε να τους υπηρετήσει, σχεδόν αδιάκριτα, ακόμα και άσχετους με τα όπλα. Τους έδιναν ένα κράνος, μια βασική πανοπλία, ένα αγχέμαχο κι ένα πυροβόλο όπλο, και τους θεωρούσαν έτοιμους για μάχη. Βέβαια, υπήρχε και ένας σταθερός, πεπειραμένος πυρήνας που κρατούσε τους Γέρακες συγκροτημένους, σύμφωνα μ’όσα είχε ακούσει η Έρικα.

Το πλοίο ξεκίνησε στην ώρα του, και έπλευσε νότια και δυτικά, φεύγοντας από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων και περνώντας κοντά από πολλά μικρά νησιά. Ο καιρός ήταν καλός, και το κατάστρωμα δεν έκανε, αυτή τη φορά, πέρα-δώθε κάτω από τα πόδια της Έρικας· οπότε εκείνη στεκόταν και κοίταζε τη θάλασσα και τα νησιά, προσπαθώντας να συσχετίσει το περιβάλλον που έβλεπαν τα μάτια της με τον χάρτη της περιοχής που είχε στο μυαλό της.

Το πλοίο έκανε κάποιες σύντομες στάσεις σε μερικά από τα μικρά νησιά, για ν’αφήσει έναν, δυο επιβάτες ή για να κατεβάσει καμια άμαξα ή κανένα μηχανοκίνητο φορτηγό. Δεν έμενε καθόλου στο λιμάνι· συνέχιζε αμέσως.

Είχαν περάσει περίπου τέσσερις ώρες και πλησίαζε στην Ταρνάμεθ – μια από τις μεγάλες πόλεις του Ωκεανού – όταν ένα μικρότερο, ταχύτερο σκάφος φάνηκε να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος του. Επάνω στο κατάστρωμα του στέκονταν άνθρωποι με όπλα στα χέρια, πυροβολώντας – στον αέρα και προς το καράβι της Έρικας. Συγχρόνως, τέσσερις μηχανοκίνητες βάρκες έρχονταν ολοταχώς από την άλλη μεριά του μεγάλου πλοίου, έχοντας ξεπροβάλλει πίσω από μια νησίδα· επάνω τους βρίσκονταν επίσης οπλισμένοι άνθρωποι που πυροβολούσαν. Γύρω από την Έρικα, οι επιβάτες πανικοβλήθηκαν αμέσως, τρέχοντας να κρυφτούν στο εσωτερικό του πλοίου. Πειρατές! φώναζαν. Πειρατές! – λες και χρειαζόταν κανένας να τους αναγνωρίσει, λες και δεν ήταν ολοφάνερο τι ήταν. Η Έρικα καλύφτηκε πίσω από ένα μεταλλικό βαρέλι, καθώς οι Γέρακες του Ωκεανού πυροβολούσαν τους κουρσάρους που πλησίαζαν με μεγάλη ταχύτητα. Οι ριπές τους δεν είχαν και κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα: οι περισσότερες έπεφταν στη θάλασσα· αλλά κι αυτές που έπεφταν στο εχθρικό πλοίο ή στις βάρκες άντε να τραυμάτισαν το πολύ τρεις, τέσσερις πειρατές ή και να σκότωσαν έναν, δύο. Ένα κανόνι, προσαρτημένο στο κατάστρωμα του καραβιού της Έρικας, στράφηκε και πρόλαβε να εξαπολύσει μία και μοναδική ριπή – η οποία δημιούργησε έναν και μοναδικό ψηλό πίδακα θαλασσινού νερού πέντε μέτρα απόσταση από το κουρσάρικο.

Μετά, το ταχύ σκάφος των πειρατών είχε πλευρίσει το μεγαλύτερο πλοίο, το ίδιο και οι μηχανοκίνητες βάρκες, και οι πειρατές, πετώντας γάντζους, πιάνονταν από την κουπαστή και ανέβαιναν σαν κατσαρίδες. Οπλισμένες, γρήγορες, και πολύ ικανές στη μάχη κατσαρίδες. Πυροβολούσαν καθώς σκαρφάλωσαν, και εκτόξευαν μαχαίρια και ξιφίδια. Η Έρικα είδε τους Γέρακας που προσπαθούσαν να τους σταματήσουν να θερίζονται, να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο. Ένας απ’αυτούς, αφού είχε παραπατήσει μερικά μέτρα, σωριάστηκε πλάι στο βαρέλι της Έρικας, μ’ένα ξιφίδιο καρφωμένο στο δεξί μάτι.

Η Έρικα τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη της, συμπεραίνοντας ότι ίσως να είχε κάνει σφάλμα που δεν είχε κι εκείνη τρέξει στα ενδότερα του πλοίου όπως οι υπόλοιποι πανικόβλητοι επιβάτες. Οι πειρατές είχαν τώρα ανεβεί στο κατάστρωμα και μάχονταν με τους Γέρακες του Ωκεανού από κοντά – μοιάζοντας ότι θα νικούσαν. Πυροβολούσαν με πιστόλια και τουφέκια, σπάθιζαν με ξίφη και ξιφίδια, ακόμα και καμάκια χρησιμοποιούσαν ορισμένοι. Οι Γέρακες δεν είχαν ελπίδες· είχαν βρεθεί μπροστά σ’έναν αντίπαλο ικανότερο από αυτούς: έναν αντίπαλο που δεν τρόμαζε από την παρουσία ένοπλων φρουρών αλλά ήταν πρόθυμος, παραπάνω από πρόθυμος, να δοκιμάσει την αξία τους – και τους έβρισκε να υστερούν.

Ένας κουρσάρος πετάχτηκε πλάι στην Έρικα, σπαθίζοντας για να πετάξει το πιστόλι απ’το χέρι της. Εκείνη απέφυγε τη λεπίδα του και τον πυροβόλησε στο πόδι, λίγο πιο πάνω απ’το γόνατο. Για κάποιο λόγο το ένστικτό της της είπε ότι καλύτερα να μη σκότωνε κανέναν τους. Ο άντρας σωριάστηκε κραυγάζοντας· και δυο γυναίκες αμέσως τον αντικατέστησαν, χιμώντας στην Έρικα σαν λυσσασμένες Λάμιες, η μία από πίσω, η άλλη από μπροστά.

«Ρίξ’ το!» της φώναξε η μπροστινή, σημαδεύοντάς την μ’ένα πιστόλι. Η Έρικα την πυροβόλησε, στο πόδι κι αυτήν αλλά πολύ πιο χαμηλά, λίγο πιο πάνω απ’τον αστράγαλο· και ενώ η πειρατίνα έπεφτε ουρλιάζοντας, η ριπή της έφυγε προς τον ουρανό. Η άλλη, όμως, είχε ήδη ορμήσει στην Έρικα από τα νώτα, και τύλιξε το αριστερό της χέρι γύρω από τη μέση της Έρικας, ενώ με το δεξί τής έπιασε τον αγκώνα του χεριού που κρατούσε το πιστόλι. Η Έρικα συνειδητοποίησε πως, μάλλον, ο μόνος λόγος που δεν επιχειρούσαν αμέσως να τη σκοτώσουν ήταν επειδή φαινόταν για επιβάτισσα, όχι για μισθοφόρος φρουρός, κι επειδή η ίδια ακόμα δεν είχε σκοτώσει κανέναν απ’αυτούς. Επομένως, το ένστικτό της καλά την είχε προειδοποιήσει – ειδικά καθώς τώρα ζύγωναν κι άλλοι πειρατές από γύρω.

Η Έρικα κλότσησε προς τα πίσω, με το τακούνι της μπότας της, χτυπώντας την πειρατίνα στο γόνατο και κάνοντας την να τιναχτεί μ’ένα τσύριγμα που δεν θα ταίριαζε σε πειρατίνα. Το χέρι με το όπλο της Έρικας ελευθερώθηκε.

Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Δύο κάννες μεγάλων πιστολιών και η κάννη ενός τουφεκιού τη σημάδευαν, από κοντά.

«Πολεμάς σα γατίδα, κοπελιά,» της είπε ο ένας από τους τρεις κουρσάρους, που το λευκόδερμο πρόσωπό του ήταν σχεδόν χαμένο μέσα σε μαύρα μούσια και μαλλιά, «αλλά ρίξε κάτω το σιδερικό γιατί θα σε γεμίσουμε τόσο πολύ με σφαίρες που ούτ’ η μάνα σου δε θα σε γνωρίζει.»

«Δεν είμαι ‘κοπελιά’,» αποκρίθηκε η Έρικα. Και, ασφαλίζοντας το πιστόλι της, το έριξε στο κατάστρωμα.

*

Οι πειρατές, όπως ήταν αναμενόμενο, κατέλαβαν το μεγαλύτερο πλοίο. Σκότωσαν όσους από τους Γέρακες του Ωκεανού και τους ναύτες τούς έφεραν αντίσταση, και αιχμαλώτισαν το υπόλοιπο πλήρωμα και τους επιβάτες. Την Έρικα την είχαν ήδη ακινητοποιήσει, όταν η κατάκτησή τους ολοκληρώθηκε· της είχαν δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη, με χοντρό ναυτικό σκοινί, και την είχαν ρίξει στα γόνατα επάνω στο κατάστρωμα. Εκείνος ο λευκόδερμος τύπος με τα μαύρα μούσια και τα μαλλιά (που μπορεί και να ήταν εξωδιαστασιακός, ή ακόμα και πρώην Παντοκρατορικός, κρίνοντας από την εμφάνισή του) είχε πάει και είχε μιλήσει σ’έναν ψηλό, γαλανόδερμο άντρα ντυμένο με δέρματα ο οποίος βαστούσε ένα όπλο που θα μπορούσες να το πεις είτε μέτριο τουφέκι με πελώρια ξιφολόγχη είτε σπαθί με τουφέκι προσαρτημένο επάνω. Η κάννη κάπνιζε και η λεπίδα ήταν αιματοβαμμένη. Ο άντρας είχε καστανά μαλλιά και αξύριστο πρόσωπο, και τα μάτια του γυάλιζαν από τη μανία της μάχης κι από την έκσταση της κατάκτησης του μεγαλύτερου σκάφους. Πρέπει να ήταν ο καπετάνιος των πειρατών, υπέθεσε η Έρικα.

Ο Μούσιας τού μίλησε χαμηλόφωνα, και ο Καπετάνιος έριξε μια επισταμένη, ερευνητική ματιά στην Έρικα, περισσότερο με τις άκριες των οφθαλμών του παρά ευθέως. Ένα άγριο μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του, κι ένευσε προς τη μεριά του Μούσια. Ύστερα, απομακρύνθηκε.

Και η κατάκτηση του σκάφους δεν άργησε να ολοκληρωθεί.

Εν τω μεταξύ η Έρικα, που παρά τη δυσμενή κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί δεν είχε χάσει ούτε την ψυχραιμία της ούτε την κατασκοπευτική παρατηρητικότητα που της ήταν δεύτερη φύση, πρόσεξε ότι ανάμεσα στους πειρατές βρισκόταν και μια γυναίκα που πρέπει να ήταν μάγισσα: μάλλον, του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. Ήταν κοντή, σίγουρα κοντύτερη από την Έρικα, μαυρόδερμη, και είχε μακριά πράσινα μαλλιά που έπεφταν ώς τη μέση της, λυτά και μπλεγμένα. Μέσα τους ήταν πιασμένα διάφορα μπιχλιμπίδια. Στο λαιμό της φορούσε ένα ξύλινο κολάρο, όπου ήταν προσαρτημένο ένα πετράδι που – η Έρικα το αναγνώριζε – ονομαζόταν ωκεάνιος λίθος. Όμως αυτό το πετράδι δεν έκανε τις αντανακλάσεις που θα έπρεπε λογικά να κάνει· έτσι όπως φαινόταν, ήταν σαν μέσα του να υπήρχε νερό. Και η Έρικα συμπέρανε ότι εκεί βρισκόταν παγιδευμένος ο δαιμονικός θεός της μάγισσας.

Όταν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα, και οι επιβάτες συγκεντρώθηκαν όλοι στο κατάστρωμα, ο Καπετάνιος των πειρατών πήδησε πάνω στο μεταλλικό βαρέλι όπου είχε, στην αρχή, καλυφτεί η Έρικα και φώναξε πομπωδώς: «Τώρα είστε δικοί μας! Η ζωή σας έχει τελειώσει! Θα σας σκοτώσουμε έναν-έναν όποτε έχουμε όρεξη· αλλά κατά πάσα πιθανότητα μέσα στην ώρα που θ’ακολουθήσει–»

Πολλοί από τους κουρσάρους ακούστηκαν να γελάνε και να κάνουν σχόλια.

«Ησυχία!» φώναξε ο Καπετάνιος υψώνοντας θεατρικά το χέρι του. «Μιλάω για σημαντικά πράματα, ρεμάλια της θάλασσας! Λέω στους φιλοξενούμενούς μας τι θα συμβεί μαζί τους. Και τους ρωτάω, κι ελπίζω στους θεούς να μου απαντήσουν – για το δικό τους καλό – έχοντας την αλήθεια ως οδηγό: Ποιος από εσάς, μελλοθάνατοι φίλοι μου, πιστεύετε ότι μπορεί να αξίζει κάτι; Για ποιον πιστεύετε ότι μπορώ να πάρω αξιόλογα λύτρα, κοινώς;»

Τότε, δύο πετάχτηκαν αμέσως, ένας άντρας και μια γυναίκα, μιλώντας συγχρόνως.

«Ησυχία!» φώναξε ο Καπετάνιος. «Πρώτα εσύ,» είπε δείχνοντας τη γυναίκα. «Πες μας, κυρία: γιατί να σε κρατήσουμε για λύτρα;»

«Ο… ο άντρας μου με αγαπάει πολύ… Θα σας πληρώσει–»

«Τι είναι ο άντρας σου;»

«Καταστηματάρχης στη Νουσράκλη. Πουλάει σαμάρια και εξοπλισμούς για ζώα, διαφόρων ειδ–»

«Σπάστε τη μύτη αυτής της γυναίκας!» πρόσταξε ο Καπετάνιος. «Δεν τη χρειαζόμαστε!»

«Όχι!» ούρλιαξε εκείνη καθώς δύο πειρατές την άρπαζαν προσπαθώντας να την ακινητοποιήσουν. «Όχι! Σας λέω αλήθεια!» Ένας τρίτος ζύγωσε γρήγορα, κοπανώντας την καταπρόσωπο με την πίσω μεριά του τουφεκιού του. Ένα σιχαμερό κρακ! ακούστηκε και αίμα τινάχτηκε πάνω στο πρόσωπό της. Οπότε οι πειρατές την άφησαν να καταρρεύσει στο κατάστρωμα, διπλωμένη, κλαψουρίζοντας.

Ο Καπετάνιος στράφηκε στον άλλο που είχε μιλήσει. «Ελπίζω η δική σου γυναίκα να μην πουλά σαμάρια, επίσης, φίλε μου!»

Κάμποσοι πειρατές γέλασαν.

Ο άντρας έγλειψε νευρικά τα χείλη του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Είμαι εξάδελφος της Μεγαλοκυράς της Ζιλνιράθης, Καπετάνιε. Ονομάζομαι Κελμέκρης. Αν ρωτήσεις στα σωστά μέρη, θα μάθεις για εμένα. Δεν σου λέω ψέματα.»

«Υπέροχα!» είπε, θεατρινίστικα, ο Καπετάνιος. Και προς τους πειρατές του: «Φιλοξενήστε αυτό τον άνθρωπο στο σκάφος μας, και δώστε του κρασί κι ό,τι άλλο θέλει – εκτός από την ελευθερία του, φυσικά.»

Καθώς οι πειρατές απομάκρυναν τον Κελμέκρη από τους υπόλοιπους κρατούμενους, εκείνος είπε: «Έχω μαζί μου και τέσσερις βοηθούς, Καπετάνιε· θα μπορούσες να τους–;»

«Είναι κι αυτοί από καλή γενιά, όπως εσύ;»

«Όχι, Καπετάνιε, αλλά–»

«Τότε δε μ’ενδιαφέρουν,» τον διέκοψε ο Καπετάνιος, κι έκανε νόημα να πάρουν τον Κελμέκρη· οπότε οι πειρατές τον κατέβασαν στο πλοίο τους, βάζοντάς τον να πιαστεί σ’ένα σχοινί στην άκρη της κουπαστής του μεγαλύτερου σκάφους.

«Κανένας άλλος για λύτρα;» φώναξε ο Καπετάνιος.

Κανένας δεν μίλησε αρχικά, αλλά μετά ο αιχμάλωτος πλοίαρχος είπε: «Θα ήταν λάθος να μας σκοτώσεις–»

Ο Καπετάνιος τράβηξε πιστόλι από τον γοφό του και τον πυροβόλησε στο πόδι, κάνοντάς τον να σωριαστεί μουγκρίζοντας.

«Έχει κανένας άλλος τίποτα να προσθέσει;» ρώτησε.

Νεκρική σιγή.

«Πολύ ωραία!» είπε ο Καπετάνιος γελώντας και θηκαρώνοντας πάλι το πιστόλι του. «Και τώρα… θα πάρουμε ό,τι εμπορεύματα, εξοπλισμούς, καύσιμα, και προμήθειες θέλουμε από το σκάφος σας, και θα σας αφήσουμε και θα φύγουμε. Κανένας δεν χρειάζεται να πεθάνει σήμερα, ούτε να γίνει δούλος! Έτσι δεν είναι; Χαίρομαι που όλοι συμφωνείτε!» Πήδησε ευέλικτα από το βαρέλι και προσγειώθηκε στο κατάστρωμα. «Και να θυμάστε! Τούτο το σκαρί το κατέκτησε κάποτε ο Καπετάν Όρκιβελ ο Μουτζουρωμένος!»

Όρκιβελ; απόρησε η Έρικα. Θα στοιχημάτιζα πως ήσουν εξωδιαστασιακός, Καπετάνιε…

Και περίμενε να την αφήσουν κι αυτήν στο σκάφος, μαζί με τους υπόλοιπους. Όμως δεν την άφησαν. Ένας σωματώδης πειρατής τη σήκωσε στον ώμο, με το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια επάνω, και την κατέβασε στο κουρσάρικο παρά τις ερωτήσεις και τις διαμαρτυρίες της: «Τι σκατά συμβαίνει; Τι θέλετε από μένα; Δεν έχω λύτρα να σας δώσω! Γιατί δε μ’αφήνετε με τους άλλους; Δε σκότωσα κανέναν από εσάς! Αμύνθηκα, τι να έκανα; Εσείς μου επιτεθήκατε πρώτοι!»

*

«Χα-χα-χα-χα-χα-χα!»

Ο Καπετάνιος γελούσε καθώς την έριχναν ανάσκελα στο κατάστρωμα, με την πλάτη επάνω σ’ένα κουλουριασμένο σχοινί και τα χέρια ακόμα δεμένα πίσω της.

«Περιμένεις ιδιαίτερη μεταχείριση;» τη ρώτησε.

Το κουρσάρικο απομακρυνόταν από το μεγαλύτερο σκάφος, με αξιοσημείωτη ταχύτητα· οι μηχανές του βούιζαν δυνατά. Οι πειρατές είχαν αρπάξει απ’το άλλο πλοίο ό,τι ήθελαν και τώρα ήταν η ώρα να φύγουν.

«Φαίνεται πως την έχω, είτε την περιμένω είτε όχι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Και ετοιμόλογη, λοιπόν; Δε σ’έχουμε τρομάξει ακόμα;»

Πολλοί από τους πειρατές στέκονταν γύρω από εκείνη και τον Καπετάνιο, παρακολουθώντας την παράσταση.

«Γιατί δε μ’αφήσατε μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους; Δεν έχω λύτρα να σας δώσω· σας το είπα!»

Ο Καπετάνιος γέλασε ξανά. «Έναν καθρέφτη, καλές μου κοπελιές!» ζήτησε, απλώνοντας το χέρι του προς το πλήρωμά του. Μια πειρατίνα σύντομα του έδωσε έναν καθρέφτη μετρίου μεγέθους με μακριά λαβή. Ο Καπετάνιος τον κράτησε μπροστά στην Έρικα. «Δες το πρόσωπό σου!» την παρότρυνε. «Το βλέπεις; Τι βλέπεις;»

Η Έρικα δεν έβλεπε να έχει κανένα σημάδι στο κούτελο. «Τι σκατά εννοείς;» μούγκρισε.

«Είσαι καταφανώς εξωδιαστασιακή!» Ο Καπετάνιος – ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος – απομάκρυνε τον καθρέφτη από μπροστά της, επιστρέφοντάς τον στην πειρατίνα που του τον είχε δώσει. «Και,» πρόσθεσε, «πρώην Παντοκρατορική, ίσως;»

«Τι σημασία έχει για σένα;»

Ο Όρκιβελ τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη του. «Είμαι περίεργος άνθρωπος.» Στάθηκε από πάνω της, με την αιχμή του όπλου μερικά εκατοστά από το στήθος της. Ο μαγικός της μανδύας προσπάθησε – με ανεπαίσθητες, σχεδόν αδιόρατες κινήσεις, όπως συνήθως – να τυλιχτεί περισσότερο γύρω της, αλλά δεν κατάφερε και πολλά καθότι παγιδευμένος από κάτω της.

«Εσύ είσαι πρώην Παντοκρατορικός;» ρώτησε η Έρικα.

«Θα σου πω την αλήθεια,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ. «Η μάνα μου ήταν.»

«Η μάνα σου;» Τον κοίταξε κριτικά. Δεν αποκλείεται. Δεν έμοιαζε για μεγαλύτερος από είκοσι-πέντε χρονών. Μπορεί, όντως, να ήταν παιδί κάποιας Παντοκρατορικής.

«Ναι,» είπε ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος. «Ήταν με τις δυνάμεις κατοχής του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων. Οι επαναστάτες τη σκότωσαν, παρότι το μόνο κακό που ήξερα ποτέ να έχει κάνει ήταν να βοηθά στη διάγνωση και στη θεραπεία ασθενών και τραυματισμένων.»

Η Έρικα δεν νόμιζε ότι της έλεγε ψέματα. Άλλωστε, τι λόγο μπορεί να είχε; «Λυπάμαι για τη μητέρα σου,» είπε. «Υποθέτω, αν ζούσε, πρέπει να ήταν περίπου στην ίδια ηλικία μ’εμένα τώρα.»

Ο Όρκιβελ γέλασε. «Προσπαθείς να με κάνεις να σε συμπαθήσω;»

Ναι. «Απλώς το ανέφερα.»

Ο Όρκιβελ μειδίασε πλατιά. «Είσαι, λοιπόν, πρώην Παντοκρατορική ή όχι;» Πέρασε την αιχμή του ξίφους του κάτω από τα μπροστινά κουμπιά του χιτωνίου της, τραβώντας το νοομορφικό ένδυμα προς τα πάνω· λίγο τράβηγμα ακόμα και κάποια τουλάχιστον από τα κουμπιά θα έσπαγαν.

«Είμαι,» είπε η Έρικα ψύχραιμα. «Δε χρειάζεται να προσπαθείς να με εκφοβίσεις.»

«Δε φαίνεται να τα καταφέρνω και πολύ καλά. Τι έκανες για τους Παντοκρατορικούς, και πώς σε λένε;»

«Το όνομά μου είναι Έρικα Σάλκερκοφ, και κάποτε ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

Ο Όρκιβελ σφύριξε. «Εξαιρετικά σημαντική θέση, Έρικα! Έχω εδώ πέρα κάμποσους ανθρώπους που θα ήθελαν πολύ να σε τεμαχίσουν…» Τράβηξε το χιτώνιο λιγάκι πιο πάνω· τα κουμπιά ήταν έτοιμα να σπάσουν.

Το βλέμμα της Έρικας αγρίεψε. «Αν θες να με σκοτώσεις, σκότωσέ με! Αλλά να ξέρεις ότι αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος.»

«Σοβαρά, ε; Μάλλον… μάλλον έχεις δίκιο, Έρικα. Εξάλλου, δεν έχω ποτέ ξανά γνωρίσει γυναίκα με λευκό δέρμα. Είναι λιγάκι σπάνιο εδώ, στη Φεηνάρκια.» Το ξίφος του έσπασε, μ’ένα απότομο τράβηγμα, τα περισσότερα κουμπιά του νοομορφικού χιτωνίου της.

Η Έρικα αισθάνθηκε κάτι μέσα της να θέλει να πανικοβληθεί, άγρια· αλλά του αντιστάθηκε. «Υπάρχουν καλύτερες γυναίκες από εμένα για να πηδήξεις,» είπε στον Καπετάνιο.

Ο Όρκιβελ γέλασε. «Σπάνια είναι η γυναίκα που λέει ότι άλλες γυναίκες είναι καλύτερες από εκείνη!» Διάφοροι ακούστηκαν να γελάνε από γύρω.

Η Έρικα κατέπνιξε μια παρόρμηση να τους βρίσει και να πανικοβληθεί αρχίζοντας να ουρλιάζει. Είπε: «Θα μπορούσα να ήμουν μάνα σου!»

Η λεπίδα του Όρκιβελ βρέθηκε στον λαιμό της. «Μην αναφέρεσαι τόσο ασύνετα στη μάνα μου, Έρικα,» είπε, πολύ σοβαρά.

«Δεν το είπα για να σε προσβάλω: μόνο για να σου δείξω ότι θα ήταν λάθος να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι. Επίσης, δεν είναι ψέματα ότι υπάρχουν καλύτερες γυναίκες από εμένα – και μπορώ να σου τις βρω.»

«Χα-χα-χα-χα!… Μπορείς να μου τις βρεις…»

«Δεν είμαι πια πράκτορας της Παντοκράτειρας, αλλά ούτε και κάποια τυχαία είμαι–»

«Είναι κι ο δικός σου άντρας σαμαράς;»

Πειρατές ακούστηκαν να γελάνε.

Η Έρικα είπε, ατάραχη: «Διευθύνω ένα δίκτυο πληροφοριών. Είναι εξαπλωμένο σ’όλη τη δυτική Φεηνάρκια και στις Ενδότερες Πολιτείες, κι έχω και κάμποσους ανθρώπους εδώ, στον Ωκεανό. Μπορούμε να κάνουμε κάποια συμφωνία. Θα ήταν χαρά μου, μάλιστα.»

«Συνεργάζεσαι με πειρατές;»

«Συνεργάζομαι με τον οποιονδήποτε· δεν έχω ενδοιασμούς. Και πραγματικά μπορώ να σου βρω πολλές γυναίκες καλύτερες από εμένα, αν τις θέλεις.»

«Τι ακριβώς κάνει το δίκτυό σου, εκτός απ’το να βρίσκει γυναίκες καλύτερες από εσένα, Έρικα;»

«Ό,τι μπορείς να φανταστείς, εκτός από δολοφονίες. Δεν είμαστε δολοφόνοι· δεν σκοτώνουμε ανθρώπους επί πληρωμή.»

«Ενδιαφέρον,» είπε ο Όρκιβελ. «Γενικά. Συνεργάζεσαι και μ’άλλους πειρατές;»

«Μέχρι στιγμής, όχι· δεν έτυχε. Όμως συνεργάζομαι με μια μισθοφορική ομάδα που ίσως νάχεις ακούσει. Ζωντανούς-Νεκρούς τούς λένε.»

«Γνωρίζεις τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

«Σου είπα, δεν σου είπα;»

«Αυτούς που πολέμησαν με τους μαχητές της Βελτέρντιθ εναντίον μιας ορδής από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών;»

«Τους έχεις ακούσει, βλέπω,» είπε η Έρικα.

«Αν τα έχω καλά μ’εσένα, σημαίνει ότι θα τα έχω καλά και μ’αυτούς;»

«Μάλλον. Αν δεν τους επιτεθείς.»

Ο Όρκιβελ έκανε ένα βήμα πίσω, παίρνοντας το σπαθί του από μπροστά της. «Γύρνα μπρούμυτα.»

Η Έρικα, υποθέτοντας ότι αυτή η απαίτηση δεν ήταν για να δει τα πισινά της, γύρισε χωρίς μεγάλη δυσκολία, κι αισθάνθηκε την κόψη του ξίφους του να ροκανίζει τα δεσμά στους καρπούς της, κόβοντάς τα κι ελευθερώνοντάς την. Σηκώθηκε όρθια, στρεφόμενη να τον αντικρίσει καθώς δίπλωνε το χιτώνιο μπροστά της και ο μαγικός μανδύας της τυλιγόταν από μόνος του γύρω της (αν και στους περισσότερους, φυσικά, φάνηκε ότι ο θαλασσινός αέρας τον μετακίνησε επάνω της).

«Είσαι πρόθυμη να συζητήσουμε περισσότερο;» τη ρώτησε ο Όρκιβελ.

«Φυσικά. Αν και θα προτιμούσα να είχα όλα τα κουμπιά μου επάνω μου.»

«Μαζέψτε τα κουμπιά της απ’το κατάστρωμα, ρεμάλια!» πρόσταξε ο Όρκιβελ το πλήρωμά του. Ένας πειρατής έτρεξε, τα μάζεψε, και τα έδωσε στον Καπετάνιο. Ο οποίος τα έδωσε στην Έρικα. «Ορίστε και τα κουμπιά σου. Τι άλλο θέλεις;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Θα μπορούσες να με μεταφέρεις και μέχρι τη Βελτέρντιθ;»

«Πηγαίνεις να συναντήσεις τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

«Ναι.»

«Ας συζητήσουμε πρώτα,» είπε ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, κάνοντάς της νόημα να τον ακολουθήσει προς την πρύμνη του σκάφους.

Η Έρικα τον ακολούθησε.

Κεφάλαιο Τέταρτο
Στο Παλάτι της Τυράννου της Βελτέρντιθ

Τις τελευταίες τέσσερις ημέρες, η Βελτέρντιθ γιόρταζε. Την πρώτη ημέρα μετά τη μεγάλη μάχη, βέβαια, η γιορτή ήταν στην κορύφωσή της, αλλά ακόμα οι κάτοικοι της Βελτέρντιθ εξακολουθούσαν να πανηγυρίζουν στους δρόμους και στις πλατείες. Καταλάβαιναν ότι είχαν γλιτώσει από έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο. Έναν κίνδυνο που, σύμφωνα με την Ιστορία της πόλης τους, παρόμοιός του είχε να παρουσιαστεί εδώ και τετρακόσια-σαράντα-τρία χρόνια. Οι κάτοικοι της Βελτέρντιθ ήταν τόσο ευχαριστημένοι που η Τύραννος (όπως αποκαλούσαν την τωρινή Μονάρχη) τους έμοιαζε καλή και δίκαιη αρχόντισσα. Θα τους περνούσε σύντομα αυτή η «παραφροσύνη», αλλά, για την ώρα, η Μονάρχης Σιριλκάνα ήταν σώτειρα της πόλης και προστάτιδα του λαού.

Δεν τα είχε καταφέρει όλα μόνη της, ασφαλώς. Για την ακρίβεια, τίποτα δεν είχε καταφέρει μόνη της. Ο Στρατάρχης Κάλβριλ, διοικώντας τους πολεμιστές της Βελτέρντιθ, ήταν που είχε αντιμετωπίσει την ορδή από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών. Αλλά ούτε κι αυτός θα είχε μόνος του βγει νικητής. Τον είχαν βοηθήσει τέσσερις μισθοφορικές ομάδες, κι εκείνη που είχε προσφέρει τα περισσότερα ήταν οι Ζωντανοί-Νεκροί. Έμοιαζαν παλαίμαχοι, πεπειραμένοι και ικανοί. Ο αρχηγός τους, ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, φαινόταν για άνθρωπος που έχει βρεθεί σε δεκάδες μάχες. Είχε εκπονήσει σχέδιο μαζί με τον Στρατάρχη Κάλβριλ λίγο προτού η ορδή ζυγώσει τα τείχη της πόλης, και το σχέδιό τους είχε αποδειχτεί άρτιο. Νότια της Βελτέρντιθ, στα άκρα των Εκτάσεων των Κατοπτρισμών, οι μαχητές του Στρατάρχη και οι μισθοφόροι είχαν τελικά συγκρουστεί με τους βαρβάρους. Η μάχη είχε διαρκέσει ώρες, και οι κάτοικοι της πόλης, ανεβασμένοι στα τείχη, παρακολουθούσαν από απόσταση, βλέποντας λάμψεις από κάννες, πυκνά σύννεφα σκόνης, και σκοτεινές μορφές, μεγαλύτερες και μικρότερες, από μαχητές, θηρία, και άρματα. Πυροβολισμοί αντηχούσαν ώς τη Βελτέρντιθ μαζί με κραυγές ανθρώπων και ζώων, βουητά, και καλπασμό.

Η Κατοπτρική Ορδή (όπως την αποκαλούσαν, μετά, όλοι) δεν είχε πυροβόλα όπλα σαν τους υπερασπιστές της πόλης, μα έμοιαζε ατελείωτη, σαν κάθε βάρβαρος που κατοικούσε στις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών να είχε ξαφνικά παραφρονήσει και στραφεί εναντίον της Βελτέρντιθ. Χιμούσαν λες κι ήταν κτήνη, ενώ πολλοί απ’αυτούς καβαλούσαν ένα είδος πλάσματος που οι άνθρωποι της Βελτέρντιθ ονόμαζαν κατοπτρόφθαλμο άτι. Δεν έμοιαζε και τόσο με άλογο, ωστόσο, παρά μόνο στο ότι είχε τέσσερα πόδια. Ήταν ψηλότερο από άλογο και είχε δέρμα λείο και γυαλιστερό σαν καλογυαλισμένο μέταλλο, με πυκνές τρίχες μόνο σε ορισμένα σημεία, όπως στις κάτω άκριες των ποδιών (που δεν είχαν οπλές αλλά έξι γαμψά νύχια), κάτω από την κοιλιά, και στην ουρά. Το κεφάλι του δεν είχε αφτιά, αλλά είχε μακρύ ρύγχος, σαγόνια με κοφτερά δόντια, και μούσι κάτω απ’το σαγόνι. Τα μάτια του ήταν χωρίς κόρη, και θύμιζαν καθρέφτες· όταν τα κοίταζες ζαλιζόσουν.

Τα κατοπτρόφθαλμα άτια ήταν επικίνδυνα στη μάχη. Έκαναν ψηλά άλματα που κανονικά άλογα δεν θα μπορούσαν ποτέ να κάνουν· πηδούσαν πάνω από άρματα μάχης κι από γραμμές πολεμιστών και βρίσκονταν ξαφνικά πίσω τους, γρυλίζοντας και κλοτσώντας.

Οι μαχητές της ορδής κράδαιναν όπλα πρωτόγονα: σπαθιά, ρόπαλα, τσεκούρια, δόρατα, τόξα. Αλλά ορισμένα απ’αυτά τα όπλα ήταν καμωμένα από κατοπτρικούς κρυστάλλους και, καθώς έρχονταν καταπάνω στους στόχους τους, έμοιαζαν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, προκαλώντας σύγχυση και τρόμο. Επίσης, ήταν εξαιρετικά κοφτερά: τρυπούσαν κάθε είδους πανοπλία με τρομαχτική ευκολία. Κι εκτός αυτών, η ορδή έφερε και παρόμοιες ασπίδες. Κατοπτρικές. Τις κρατούσαν εμπρός τους καθώς εφορμούσαν, και ο εχθρός έβλεπε μια παράξενη διαστρεβλωτική εικόνα του εαυτού του να του ορμά· το ίδιο το φυσικό τοπίο έμοιαζε να αλλοιώνεται από αυτές τις ασπίδες με σχεδόν υπερφυσικό τρόπο. Και είχαν αξιοσημείωτη αντοχή στις κανονικές σφαίρες, όπως διαπίστωσαν οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι άλλοι υπερασπιστές της Βελτέρντιθ.

Ακόμα ένα πρόβλημα ήταν οι δύο θεοί που είχε η Κατοπτρική Ορδή στο πλευρό της. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, ένας θεός και μία θεά, όπως είχε πει μετά τη σύγκρουση η Φαίδρα’λι στον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο. Ήταν σύζυγοι, και μάχονταν παίρνοντας διάφορες ψευδείς μορφές: μπορούσαν να είναι ένας μοναχικός πολεμιστής, ή τριάντα-τρεις πολεμιστές μαζί, ή δύο άλογα, ή ένα πελώριο κατοπτρικό άτι, πέντε ελέφαντες, δύο άρματα μάχης… Δεν περιορίζονταν μονάχα σε μορφές σχετικές με την ορδή· έπαιρναν και τις μορφές πολεμιστών και μισθοφόρων της Βελτέρντιθ, προκαλώντας τρομερή σύγχυση και χάος. Αυτά τα δύο, μάλιστα, ήταν τα βασικά όπλα τους. Σύγχυση και χάος. Έβαζαν, ουσιαστικά, τον εχθρό να σκοτωθεί από μόνος του. Αλλά δεν είχαν και καμια αποστροφή προς την αιματοχυσία: τα «ψευδή» όπλα τους σκότωναν σχεδόν όπως και τα κανονικά, αν και πάντα έδιναν την αίσθηση ότι στην πραγματικότητα ήταν κάτι άλλο – το σπαθί δεν ήταν πραγματικά σπαθί, το τουφέκι δεν ήταν πραγματικά τουφέκι· όταν τρεις ελέφαντες ποδοπατούσαν δέκα μισθοφόρους, δεν ήταν πραγματικά ελέφαντες που τους είχαν ποδοπατήσει αλλά κάποια ακατονόμαστη δύναμη που είχε περάσει, γελώντας τρελά, σαν στρόβιλος θανάτου και φωτιάς από πάνω τους.

Ο θεός της Φαίδρας’λι, η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων, και ο θεός του Σάμελκον’λι, ο Τελευταίος Στραγγαλιστής του Αλαργινού Δάσους, είχαν συγκρουστεί με το θεϊκό ζεύγος, καθώς επίσης κι άλλοι δαιμονικοί θεοί των υπερασπιστών της Βελτέρντιθ. Αλλά ο δαίμονας και η δαιμόνισσα από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών είχαν αποδειχτεί αντάξιοι αντίπαλοι όλων τους· οι δυνάμεις τους δεν προκαλούσαν σύγχυση μόνο σε ανθρώπους μα και σε θεούς. Το χάος που είχε επικρατήσει ήταν ανείπωτο. Ακόμα και η Φαίδρα είχε σαστίσει μ’αυτούς τους κατοπτρικούς δαίμονες, γιατί τους έβλεπε να αγνοούν και, συγχρόνως, να αντικατοπτρίζουν τον αντίστροφο κόσμο. Η μάγισσα των Ζωντανών-Νεκρών ένιωθε να ζαλίζεται από την παρουσία τους, και οι διαβολικοί θεοί όλο έπαιζαν παιχνίδια με το μυαλό της. Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων είχε εξοργιστεί που η αφέντρα της έπεφτε συνεχώς στις παγίδες τους.

Στο τέλος, όμως, ούτε τα παράξενα θηρία ούτε τα παράξενα όπλα ούτε οι παράξενοι δαίμονες της Κατοπτρικής Ορδής είχαν νικήσει τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τους υπόλοιπους υπερασπιστές της Βελτέρντιθ. Μετά από ώρες αιματηρής σύγκρουσης, τα απομεινάρια της ορδής – ανάμεσα στα οποία ήταν και το θεϊκό ζεύγος, αναμφίβολα τραυματισμένο – τράπηκαν σε φυγή προς τα νότια, χάθηκαν μέσα στις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών, όπου ο ουρανός και η γη έμοιαζαν να γίνονται ένα. Η Φαίδρα, αν δεν είχε άλλα πράγματα στο μυαλό της, αν δεν απορούσε για τη συμπεριφορά του Φέκταρελ, ακόμα θα αναρωτιόταν πώς αυτοί οι άνθρωποι κατοικούσαν σ’ένα τέτοιο μέρος διαρκούς αποπροσανατολισμού. Όπως είχε μάθει από τους κατοίκους της Βελτέρντιθ, το ίδιο το χώμα των Εκτάσεων ήταν που προκαλούσε τους κατοπτρισμούς. Το ονόμαζαν κατοπτρόχωμα. Κατά τα άλλα είχε περίπου ίδιες ιδιότητες με το κανονικό χώμα. Υπήρχαν άνθρωποι στη Βελτέρντιθ που είχαν γλάστρες γεμάτες μ’αυτό, και τα φυτά έμοιαζαν να φυτρώνουν μέσα από καθρέφτες.

*

Μετά τη μεγάλη νίκη, το γλέντι κόντεψε να γκρεμίσει τα τείχη της Βελτέρντιθ. Οι Ζωντανοί-Νεκροί γιόρτασαν μαζί με τους άλλους μισθοφόρους και τους μαχητές και τους αριστοκράτες της πόλης. Η Έρικα βρισκόταν, τότε, εδώ – δεν είχε ακόμα φύγει για να «ρίξει μια ματιά στη γύρω περιοχή και να επιστρέψει σύντομα», όπως αργότερα είπε – και ή κοντά στον Ζαώρδιλ την έβλεπες ή κοντά στη Μονάρχη της Βελτέρντιθ – την επίσης αποκαλούμενη και Τύραννο της Βελτέρντιθ. Η Έρικα ήταν, ασφαλώς, που είχε έρθει αρχικά σε επαφή μαζί της ώστε να της συστήσει τους Ζωντανούς-Νεκρούς, και τώρα όσοι ήξεραν την Έρικα υπέθεταν ότι μάλλον η πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας προσπαθούσε να συνάψει ακόμα στενότερες σχέσεις μ’αυτήν, ίσως για να φέρει το δίκτυό της στην πόλη, ή για να το ενισχύσει αν ήταν ήδη αρκετά εξαπλωμένο εδώ. Ποιος ήξερε ποτέ τα ακριβή σχέδια της Έρικας; Ούτε ο αρχηγός μας, υποπτευόταν η Φαίδρα’λι. Και η Νιρκέκα πάντοτε, από την αρχή που είχαν γνωρίσει την Έρικα ώς τώρα, ήταν καχύποπτη προς αυτήν· ίσως ακόμα να πίστευε ότι μπορεί κάποια μέρα να τους πρόδιδε. Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής έδειχνε, ωστόσο, να την έχει πλέον συμπαθήσει, και η Έρικα έδειχνε επίσης να συμπαθεί τον Νικηφόρο, αν και όχι όπως άλλες που πλάγιαζαν μαζί του. Η Φαίδρα ανέκαθεν τον έβρισκε συμπαθητικό αλλά, κι εκείνη, όχι με ερωτικό τρόπο.

Καθώς όμως το γλέντι στη Βελτέρντιθ βρισκόταν στην κορύφωσή του, η μάγισσα αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η αντίδραση του Φέκταρελ αν πλησίαζε τον Νικηφόρο ερωτικά. Ο Φέκταρελ εξακολουθούσε να μη θέλει να είναι κοντά της, όπως όλο τον τελευταίο χρόνο. Πλέον, ούτε που κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο μ’εκείνη. Ακόμα και τώρα, μέσα στο γλέντι, την απέφευγε! Η Φαίδρα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είχε προσπαθήσει να τον προσελκύσει αλλά απέτυχε παταγωδώς. (Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων στριφογύριζε νευρικά μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, δείχνοντας ενοχλημένη από τα καμώματα της αφέντρας της.) Και μετά τον είδε, σε κάμποση απόσταση από εκείνη, στον κήπο του Μεγάλου Παλατιού της Μονάρχη, να συναναστρέφεται κάτι άλλες γυναίκες της αυλής! Τσούλες που είχαν έρθει για να διασκεδάσουν τους πληρωμένους μισθοφόρους της Μονάρχη. Εξοργισμένη με τον Φέκταρελ, η Φαίδρα αναζήτησε τον Νικηφόρο και δεν άργησε να τον βρει. Ούτε άργησε και τόσο να τον φέρει στην αγκαλιά της· ήταν πρόθυμος άνθρωπος: πήγαινε με τους πάντες – και με τα πάντα, ορισμένοι ισχυρίζονταν. Κυκλοφορούσε, δε, η φήμη πως κάποτε είχε συνευρεθεί μ’έναν δαίμονα, παλιά, όταν οι Ζωντανοί-Νεκροί βρίσκονταν ακόμα στη Χόλκεραλ, στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας.

Η Φαίδρα φρόντισε ο Φέκταρελ να μην είναι και πολύ μακριά, όταν αγκαλιαζόταν με τον Νικηφόρο, για να τον κάνει να ζηλέψει – να δει ότι δεν μπορούσε να την κοροϊδεύει έτσι, ο καταραμένος! Σε μια γωνία της τεράστιας αίθουσας του Μεγάλου Παλατιού την οποία η Μονάρχης είχε ορίσει ως κεντρικό δωμάτιο της γιορτής, η Φαίδρα καβάλησε ημίγυμνη τον Νικηφόρο τον Κολπατζή λογχίζοντας βαθιά τον εαυτό της επάνω στο ορθωμένο του όργανο, ξανά και ξανά. «Δεν ήξερα πως είχες τέτοια επιθυμία για μένα, μάγισσα,» της είπε εκείνος μπλέκοντας τα χέρια του μέσα στα πράσινα μαλλιά της σαν για να την κρατήσει πιο ήρεμη. «Είμαι μεθυσμένη,» αποκρίθηκε η Φαίδρα. «Σοβαρά; Δε σου φαίνεται,» είπε ο Νικηφόρος. Όταν η Φαίδρα, τελικά, σηκώθηκε από πάνω του και του έφερε μια κούπα γεμάτη κρασί από έναν μπουφέ που ήταν παραδίπλα, δεν μπορούσε πια να δει τον Φέκταρελ πουθενά μέσα στην αίθουσα. Πού είχε πάει; Τον είχε, πραγματικά, ενοχλήσει που την είχε δει με τον Νικηφόρο; Αν ναι, τότε τι συμβαίνει μαζί του;

*

Μετά από τέσσερις ημέρες, εξακολουθούσε να μην έχει λύσει το μυστήριο του Φέκταρελ· και όλο έγραφε στο ημερολόγιό της.

*

Την επομένη ύστερα από το μεγάλο γλέντι, η Έρικα είχε πει στον Ζαώρδιλ ότι θα έφευγε και θα επέστρεφε σύντομα. «Μην αποχωρήσετε από την πόλη χωρίς εμένα.»

«Πού θα πας;»

«Να πάρω κάποιες πληροφορίες, να δω τι γίνεται. Ποιος ξέρει τι μπορεί να μάθω.»

«Θα στείλω μαζί σου μερικούς πολεμιστές.»

«Δε χρειάζεται· δε θα πάω από επικίνδυνα μέρη. Περισσότερο θα με παρακωλύσουν παρά θα με βοηθήσουν.»

«Ό,τι πεις εσύ…»

Και καθώς οι ημέρες περνούσαν η Έρικα δεν επέστρεφε. Ο Ζαώρδιλ αναρωτιόταν πού ακριβώς θα πήγαινε για να «πάρει κάποιες πληροφορίες» και να «δει τι γινόταν». Στα νησιά βόρεια της Βελτέρντιθ; Στη Σερκάλβη; Ακόμα πιο μακριά; Μάλλον το τελευταίο, συμπέραινε ο Ζαώρδιλ καθώς η μία ημέρα διαδεχόταν την άλλη. Ήλπιζε μόνο να μην της είχε συμβεί τίποτα. Όμως ήξερε ότι αυτό δεν υπήρχε λόγος να τον ανησυχεί, γιατί η Έρικα ούτως ή άλλως πάντοτε επιχειρούσε επικίνδυνα πράγματα, και πάντοτε πρόσεχε. Αν ήταν κάποτε κάτι να της συμβεί, θα της συνέβαινε, και ο Ζαώρδιλ μάλλον δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά – ή, ίσως, τίποτα – για να τη βοηθήσει. Θα είχε χωθεί σε κάποια τόσο περίεργη, σκοτεινή υπόθεση που για εκείνον θα ήταν αδιανόητη.

Ευτυχώς, η Μονάρχης Σιριλκάνα δεν τους είχε διώξει ακόμα από την πόλη της. Ήταν νωρίς, βέβαια, και ήθελε αναμφίβολα να τους ευχαριστήσει για τη βοήθεια που της είχαν προσφέρει εναντίον της Κατοπτρικής Ορδής. Αλλά πέραν τούτου ο Ζαώρδιλ νόμιζε, επίσης, πως η Σιριλκάνα ίσως να είχε κατά νου να τους βάλει να κάνουν κι άλλες δουλειές γι’αυτήν· όμως δεν του είχε, μέχρι στιγμής, αναφέρει τίποτα. Πιθανώς τα οικονομικά να ήταν που την προβλημάτιζαν. Ο Ζαώρδιλ, πάντως, δεν ήθελε να μείνει για πολύ ακόμα στη Βελτέρντιθ. Είχε την αίσθηση ότι κάποια αναστάτωση υπέβοσκε στην πόλη. Πολλοί ονόμαζαν τη Σιριλκάνα Τύραννο· το είχε ακούσει με τα ίδια του τα αφτιά· και δεν πρέπει να ήταν μόνο άνθρωποι κατωτέρων τάξεων που δεν τη συμπαθούσαν αλλά και αριστοκράτες της πόλης. Δεδομένου ότι η αριστοκρατία είχε πολύ δύναμη στη Βελτέρντιθ, αυτό σήμαινε ότι σύντομα μπορεί να γίνονταν αναταραχές. Εμφύλιος, ίσως, μέσα στα ίδια τα τείχη της πόλης. Και ο Ζαώρδιλ δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι ήθελε να μπλέξει τους μισθοφόρους του σε κάτι τέτοιο. Αυτές οι καταστάσεις ήταν, συνήθως, ιδιαιτέρως αιματηρές.

Η Σιριλκάνα τον είχε πλησιάσει ερωτικά παραπάνω από μια φορά, όσο εκείνος και αρκετοί από τους Ζωντανούς-Νεκρούς φιλοξενούνταν στο Μεγάλο Παλάτι, αλλά ο Ζαώρδιλ δεν είχε ανταποκριθεί στις ευκαιρίες που του είχε δώσει, παρότι ορισμένες ήταν υπερβολικά έκδηλες (το ένα της γόνατο να μπλέκεται ανάμεσα στα δικά του, καθώς του μιλούσε μέσα σε μια αίθουσα του παλατιού, και το αριστερό της στήθος ν’ακουμπά στο γυμνό μπράτσο του· να βρίσκεται ξέστηθη, με το χρυσόδερμο σώμα της εκτεθειμένο, μέσα στην πισίνα μιας βεράντας του Μεγάλου Παλατιού, ενώ τον είχε καλέσει μέσω επικοινωνιακού διαύλου για να του μιλήσει). Η άρνησή του δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι είχε την Έρικα στο μυαλό του· η Τύραννος της Βελτέρντιθ είχε έναν τρόπο στη συμπεριφορά της που τον απωθούσε, φέρνοντας στο νου του γιγάντια ερπετά με θελκτικά μάτια και γυαλιστερές φολίδες. Καλύτερα να μην είχε τίποτα περισσότερο από επαγγελματική σχέση μαζί της – και πάλι με επιφύλαξη. Επιπλέον, ήταν κι ο σύζυγός της: ένας πορφυρόδερμος αριστοκράτης της Βελτέρντιθ, τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, αγριοπρόσωπος και βλοσυρός, ο οποίος δεν είχε στο βλέμμα του την παραμικρή συμπάθεια όταν ατένιζε τον Ζαώρδιλ. Είχε, άραγε, καταλάβει ότι η γυναίκα του, εκτός από για μισθοφόρο, τον ήθελε και στο κρεβάτι της; Πολύ πιθανόν. Επομένως, αυτός ήταν ακόμα ένας λόγος ο Σκοτωμένος να μην έχει καμια ερωτική σχέση μαζί της. Δεν είχε έρθει στη Βελτέρντιθ για να κάνει εχθρούς. Είχε αρκετούς, ήδη.

Τον Στρατάρχη της πόλης, τον Κάλβριλ, τον συμπαθούσε περισσότερο από τη Μονάρχη (αλλά όχι ερωτικά, ασφαλώς· αυτό ίσως να ήταν κάτι που θα έκανε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής: ίσως). Είχαν συζητήσει αρκετές φορές οι δυο τους, πίνοντας διάφορα ποτά στον κήπο και στις αίθουσες του Μεγάλου Παλατιού.

«Γιατί ορισμένοι αποκαλούν τη Μεγαλειοτάτη ‘Τύραννο’, Κάλβριλ;» ρώτησε τον Στρατάρχη, ένα απόγευμα.

«Αυτό να έχεις υπόψη πως δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να πεις μπροστά της…»

«Το καταλαβαίνω. Αλλά γιατί την αντιπαθούν;» Οι δυο τους κάθονταν σε ξύλινες πολυθρόνες, αντικριστά, κάτω από δέντρα πλούσια σε καλοκαιρινούς ανθούς. Μια ελαφρά ντυμένη λευκόδερμη δούλα τούς είχε μόλις φέρει έναν δίσκο με δύο μπρούντζινες κούπες και μια καράφα με κάποιο φυτικό χυμό αναμιγμένο με οινοπνευματώδη.

«Εκτός των άλλων είναι και το δέρμα της,» είπε ο Κάλβριλ. «Αλλά μη νομίζεις ότι είναι εξωδιαστασιακή. Από τη Φεηνάρκια είναι, παρότι χρυσόδερμη. Δεν έχει έρθει από αλλού.»

«Αυτός δεν μπορεί να είναι ο μόνος λόγος για την αντιπάθειά τους,» τον πίεσε ο Ζαώρδιλ και ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό του.

Ο Κάλβριλ κούνησε το χέρι του. «Έχουν γίνει διάφορες συγκρούσεις… Υπάρχουν αντιπαλότητες μ’άλλους αριστοκράτες… Και ήταν, ομολογουμένως, και ξαφνικός ο τρόπος που η Μονάρχης μας πήρε την εξουσία.»

«Τι εννοείς;»

«Κάτι ιστορίες με την αριστοκρατία. Μπερδεμένα πράγματα.»

«Κι εσύ αριστοκράτης δεν είσαι, Κάλβριλ;»

«Ναι αλλά μη νομίζεις ότι μπλέκομαι και πολύ με τέτοια εγώ. Είμαι απλός άνθρωπος.»

Και πολύ πιστός στη Μονάρχη, είχε συμπεράνει ο Ζαώρδιλ. Ήταν αδύνατο να τον κάνεις να αποκαλύψει κάτι το αρνητικό γι’αυτήν· κάτι που θα μπορούσε, δυνητικά, να χρησιμοποιηθεί εναντίον της. Ήταν, άραγε, η πίστη του πραγματική, ή μήπως φοβόταν τη Σιριλκάνα;

Οι μέρες περνούσαν.

Πού σκατά είναι η Έρικα; Έχω αρχίσει να βαριέμαι· και όσο περισσότερο καιρό μένουμε εδώ τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να εμπλακούμε σε κάτι πολύ, πολύ άσχημο. Το μυριζόταν παντού γύρω του, στον αέρα. Πλησίαζε καιρός για πόλεμο. Αγριότερος, ίσως, από τη σύγκρουση με την Κατοπτρική Ορδή.

*

Είχε, επίσης, προσέξει ότι η μάγισσα ήταν αναστατωμένη για κάποιο λόγο. Ποτέ, βέβαια, δεν την καταλάβαινε – παραήταν περίεργη για εκείνον – αλλά αυτή τη φορά νόμιζε ότι το πρόβλημά της δεν ήταν από τα αλλόκοτα με τα οποία συνήθως καταπιανόταν το μυστηριώδες μυαλό της. Έδειχνε νευρική και στεναχωρημένη, όχι χαμένη σε φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Την είχε πετύχει, συχνά, να βαδίζει στους διαδρόμους με τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της και οξύθυμη όψη στο πρόσωπό της.

Κάποτε, στον κήπο του παλατιού, τη ρώτησε: «Τι συμβαίνει, Φαίδρα; Είσαι καλά;»

«Ναι,» είπε εκείνη· κι αμέσως μετά: «Περίπου– Δεν ανησυχώ για μένα– Καλά είμαι, δηλαδή, εντάξει…»

«Τι συμβαίνει;» επέμεινε ο Ζαώρδιλ προτού η μάγισσα απομακρυνθεί από το σημείο του κήπου όπου την είχε συναντήσει.

Η Φαίδρα, ξαφνικά, σταμάτησε και στράφηκε να τον αντικρίσει ευθέως. «Ο Φέκταρελ,» είπε. «Σου φαίνεται καλά, αρχηγέ;»

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε. «Δεν έχει τίποτα… έχει;»

«Δεν είναι αυτό… Εννοώ, η συμπεριφορά του.»

«Χμμ.» Και ο Ζαώρδιλ είχε παρατηρήσει κάτι σχετικά με τη συμπεριφορά του Αρχιανιχνευτή των Ζωντανών-Νεκρών: κάτι το απροσδιόριστο. Ίσως να ήταν λιγάκι απόμακρος, τελευταία… «Ναι…» είπε, σκεπτικά.

«Τι εννοείς ‘ναι’, αρχηγέ;»

«Σαν κάτι, όντως, να συμβαίνει. Αλλά… εσύ δεν θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από εμένα, μάγισσα;» Ήταν εραστές οι δυο τους, άλλωστε.

Η Φαίδρα αναστέναξε και, για λίγο, κοίταξε το χορτάρι του κήπου. Είναι αλήθεια, λοιπόν; σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ βλέποντας την αντίδρασή της. Έχει απομακρυνθεί από τον Φέκταρελ; Είχε ακούσει τους μισθοφόρους του να το λένε, αλλά δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να το πιστέψει.

«Τον έδιωξες; Σου έκανε τίποτα… περίεργο;»

Η Φαίδρα τον αγριοκοίταξε. «Τον έδιωξα; Εκείνος έφυγε! Δεν ξέρω τι έχει πάθει. Μ’έχει παραξενέψει. Ακόμα και για πνευματικές οντότητες τον έχω ερευνήσει.»

«Και;»

«Δεν ανακάλυψα τίποτα, φυσικά. Δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτα για ν’ανακαλύψω. Εσύ τι πιστεύεις; Είπες ότι έχεις παρατηρήσει κάτι, σωστά;»

«Μόνο ότι είναι λιγάκι απόμακρος. Αυτή την αίσθηση έχω… Κατά τα άλλα… δεν ξέρω. Ίδιος μού φαίνεται.»

Η Φαίδρα αναστέναξε, αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Μη στεναχωριέσαι, μάγισσα,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Μπορεί απλά να μη γουστάρει πλέον. Άσ’ τον. Δεν έχουμε αρκετούς άλλους άντρες εδώ;»

«Δεν είναι αυτό, αρχηγέ!» έκανε απότομα η Φαίδρα. «Ανησυχώ γι’αυτόν!»

«Μα δεν φαίνεται να έχει τίποτα.»

«Ναι, τίποτα δεν φαίνεται…» είπε η Φαίδρα, κι έφυγε από κοντά του, βαδίζοντας μέσα στον κήπο. Πίσω της ο Ζαώρδιλ νόμιζε πως άκουσε θηρία να γρυλίζουν και ν’αλυχτούν. Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων; Ελπίζω να μη χάσει, καμια ώρα, τον έλεγχο του δαίμονά της εδώ μέσα, γιατί θα βρεθούμε όλοι ξεσκισμένοι και ξεκοιλιασμένοι προτού το καταλάβουμε…

*

Το απόγευμα της τέταρτης ημέρας μετά την ήττα της Κατοπτρικής Ορδής, ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος έψαχνε μέσα στο Μεγάλο Παλάτι τον Νικηφόρο τον Κολπατζή για να του πει να ετοιμάσει τους υπόλοιπους μισθοφόρους (που ήταν απλωμένοι στη Βελτέρντιθ) για πιθανή αναχώρηση. Το είχε ήδη πει στη Νιρκέκα, κι εκείνη είχε υποσχεθεί πως θα το φρόντιζε, αλλά και ο Νικηφόρος έπρεπε να ενημερωθεί. Ήταν οι δύο βασικοί υπαρχηγοί του Ζαώρδιλ. Και ο Φέκταρελ θεωρείτο υπαρχηγός, ασφαλώς, αλλά περισσότερο σε ό,τι αφορούσε τους ανιχνευτές και σε ελάχιστα άλλα πράγματα.

Ο Σκοτωμένος δεν μπορούσε να εντοπίσει τον Κολπατζή, λες κι ο καταραμένος να είχε εξαφανιστεί. Συνάντησε, σε μια αίθουσα, τη Ραβάσλι, τον Σάμελκον’λι, τον Ραμπνάιλ, και τον Χαρσάντιλ – όλοι τους πρώην επαναστάτες – να βρίσκονται γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι μαζί με τον Κερκ, τον Θελβάμη, και τη Φρίντα – όλοι τους πρώην Παντοκρατορικοί πολεμιστές – και να παίζουν Κακοδαιμονία, ένα παιχνίδι του Ωκεανού. Παιζόταν επάνω σ’έναν μεγάλο ξύλινο πίνακα με ρόμβους τριών χρωμάτων – γαλάζιους, πράσινους, και μαύρους – όπου τοποθετούνταν τριγωνικά πιόνια (καράβια), ορθογώνια πιόνια (οχυρά), και στρογγυλά πιόνια (θεοί). Χρησιμοποιούνταν, επίσης, δύο οκτάπλευρα ζάρια – τα οποία, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν καμωμένα από κόκαλο κάποιου θηρίου. Η Ανρίθα-Νοθ καθόταν παράμερα και παρακολουθούσε το παιχνίδι, με μια κούπα κρασί στο χέρι.

Ο Ζαώρδιλ τούς ρώτησε αν είχαν δει τον Νικηφόρο. Αυτοί που κάθονταν ή στέκονταν γύρω απ’το τραπέζι αποκρίθηκαν πως δεν τον είχαν δει ή έγνεψαν αρνητικά. «Μαζί με κανένα άλογο θάναι, αφεντικό,» είπε ο Χαρσάντιλ. Και ο Κερκ γέλασε και του έκανε μια υβριστική χειρονομία, λέγοντας «Άντε γαμήσου, έκφυλε αποστάτη!» ενώ ο Θελβάμης μετακινούσε ένα στρογγυλό πιόνι επάνω στον πίνακα βάζοντάς το να πλησιάσει δύο τριγωνικά πιόνια που βρίσκονταν επάνω σε γαλανούς ρόμβους.

Η Ανρίθα-Νοθ είπε στον Ζαώρδιλ: «Από κει νομίζω πως τον είδα να πηγαίνει, αρχηγέ,» δείχνοντας με το βλέμμα της προς μια τοξωτή έξοδο της αίθουσας που οδηγούσε στον κήπο. «Αλλά να βαδίζεις προσεχτικά…» Μειδίασε αινιγματικά καθώς έπινε μια γουλιά απ’το ποτό της.

Κανένας από τους άλλους δεν φαινόταν ν’ακούει, καθώς ο Ζαώρδιλ τη ζύγωσε για να ρωτήσει: «Τι εννοείς, να βαδίζω προσεχτικά, Ανρίθα;»

«Απλώς λέω…» μόρφασε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους. Αλλά του έδινε την εντύπωση πως κάτι ήξερε.

Ωστόσο, δεν τη ρώτησε τίποτ’ άλλο· έφυγε από την αίθουσα βγαίνοντας στον κήπο από την έξοδο που του είχε δείξει. Δεν άργησε να φτάσει κοντά σε μια μικρή πισίνα, μισοκρυμμένη από την καλοκαιρινή βλάστηση, και πλάι της είδε τη Μονάρχη Σιριλκάνα ξαπλωμένη σ’ένα ανάκλιντρο, τσιτσίδι, με τα πόδια της στους ώμους του Νικηφόρου του Κολπατζή και το κεφάλι του ανάμεσα στους μηρούς της. Κοντά του, γονατισμένες, ήταν δύο δούλες, που η μία έγλειφε την πλάτη του και η άλλη είχε στο στόμα της το όργανό του. Ή ίσως και να μην ήταν δούλες· ο Ζαώρδιλ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. Είχαν, άλλωστε, κι οι δυο τους κόκκινο δέρμα· θα μπορούσαν να ήταν ντόπιες αριστοκράτισσες, ή υπηρέτριες.

Ο Σκοτωμένος έφυγε προτού κανένας τον προσέξει. Τώρα είναι που θα μπλέξουμε… σκέφτηκε. Αυτός ο μαλάκας ο Κολπατζής, ώρες-ώρες, δεν είχε καθόλου μυαλό στο κεφάλι του!

*

Ευτυχώς, την επομένη το πρωί η Έρικα επέστρεψε.

Κεφάλαιο Πέμπτο
Ο Σκοτωμένος και ο Πειρατής

Ο Ζαώρδιλ, από την ώρα που ξύπνησε, σκεφτόταν ότι έπρεπε σύντομα να φύγουν από τη Βελτέρντιθ, ακόμα κι αν η Έρικα δεν ερχόταν. Δε μπορούσαν να μείνουν άλλο εδώ. Κάτι θα γινόταν στην πόλη – το ήξερε. Και το γεγονός ότι ο Νικηφόρος είχε πάει και είχε κάνει με τη Μονάρχη ό,τι είχε κάνει δεν έμπλεκε λιγότερο τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αλλά περισσότερο. Έδινε, αν μη τι άλλο, δικαιώματα σε διάφορους. Και πρώτος ανάμεσά τους ερχόταν στο μυαλό του Ζαώρδιλ ο σύζυγος της Μονάρχη…

Προτού όμως ο Σκοτωμένος δώσει καμία διαταγή σχετικά με την αναχώρηση των μισθοφόρων του από την πόλη, πήγε να πάρει πρωινό στην αίθουσα του Μεγάλου Παλατιού όπου συγκεντρώνονταν κατά κανόνα οι Ζωντανοί-Νεκροί που φιλοξενούνταν εδώ. Ο Νικηφόρος ήταν ήδη στο μεγάλο δωμάτιο, καθώς επίσης και η Νιρκέκα, ο Φέκταρελ, ο Ράκαλωντ ο νάνος πιλότος, ο Ελεφαντάνθρωπος, ο Κερκ, η Φρίντα η τροβαδούρος, ο Ραμπνάιλ, και η Ραβάσλι.

«Καλημέρα, Σκοτωμένε,» τον χαιρέτησε η τελευταία.

«’Μέρα,» του είπε ο Ράκαλωντ.

Ο Φέκταρελ τού έγνεψε σε χαιρετισμό, μοιάζοντας προβληματισμένος με κάτι άλλο, καθώς είχε μια κούπα τσάι μπροστά του. (Ο προβληματισμός του, άραγε, οφειλόταν σ’αυτό που η Φαίδρα φοβόταν ότι συνέβαινε μαζί του; δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί φευγαλέα ο Ζαώρδιλ.)

«Καλώς τον,» είπε η Νιρκέκα.

Ο Νικηφόρος τού έκλεισε το μάτι μισοϋψώνοντας μια κούπα προς το μέρος του.

«Μ’εσένα θα παίξω ξύλο σήμερα,» του είπε ο Ζαώρδιλ, αγριοκοιτάζοντάς τον· και κατευθύνθηκε προς τον μπουφέ.

«Τι έκανα πάλι;» άκουσε πίσω του τον Νικηφόρο να διαμαρτύρεται.

«Και τι δεν έκανες, θάπρεπε να ρωτάς,» είπε η Φρίντα.

«Σοβαρά; Τι δεν έκανα, λοιπόν;»

Ο Ζαώρδιλ έπιασε την τσαγιέρα και γέμισε μια κούπα για τον εαυτό του. Την έβαλε πάνω σ’έναν δίσκο.

«Τ’άλογό μου στο στάβλο διαμαρτυρόταν, χτες βράδυ, ότι το παραμελείς,» άκουσε τον Ράκαλωντ να λέει, και τον Ραμπνάιλ και κάποιους άλλους να γελάνε.

«Δεν έχεις άλογο, κακιωμένε νάνε!» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

Ο Ζαώρδιλ έβαλε δύο κουλουράκια στον δίσκο.

Ξαφνικά, πίσω του σιγή πλάκωσε, και το σφύριγμα του Κολπατζή ακούστηκε δυνατό. Καθώς και τα λόγια του: «Για δες ποια είν’ εδώ…»

«Καλημέρα σας,» είπε μια γνώριμη γυναικεία φωνή.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε για να δει την Έρικα να έχει μόλις μπει στην αίθουσα, ντυμένη με το νοομορφικό της χιτώνιο και τον μαγικό της μανδύα. Δεν φορούσε την κουκούλα της, και τα μακριά, ξανθά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της, δεμένα σε πολλές μικρές πλεξίδες όπως συνήθως.

«Επιτέλους,» είπε ο Σκοτωμένος. «Μπορούμε τώρα να φύγουμε απ’αυτή την πόλη προτού εκραγεί.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Προτού εκραγεί; Τι συνέβη όσο έλειπα;» Βάδισε κι εκείνη προς τον μπουφέ.

«Τίποτα, ουσιαστικά, αλλά μπορώ να το μυριστώ – κάτι θα συμβεί. Αναστάτωση υποβόσκει στη Βελτέρντιθ, ανάμεσα στους αριστοκράτες και στον λαό. Αποκαλούν τη Μονάρχη ‘Τύραννο’.»

«Πρέπει αμέσως να γινόμαστε παρανοϊκοί, με το παραμικρό…» είπε ο Νικηφόρος.

«Μαλακίες πάλι λες, Κολπατζή!» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ. «Είναι καταφανές ότι κάτι συμβαίνει. Και γι’αυτό δεν–»

«Από καιρό,» τον διέκοψε η Έρικα καθώς γέμιζε μια κούπα με νερωμένο κρασί για τον εαυτό της, «αποκαλούν τη Μονάρχη ‘Τύραννο’. Υπάρχουν κάποιες εντάσεις στην πόλη, είναι αλήθεια.»

«Δε θέλω, πάντως, να βρισκόμαστε εδώ όταν ξεσπάσουν. Και μπορεί να ξεσπάσουν σύντομα. Ή κάνω λάθος;»

«Δεν ξέρω,» είπε η Έρικα. «Ίσως και νάχεις δίκιο. Δεν είχα χρόνο να το ερευνήσω.» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε τώρα ξανά στον Κολπατζή. «Κι αυτά που έκανες εσύ με την εργοδότριά μας, χτες το απόγευμα, δεν βελτιώνουν τη θέση μας! Τι δουλειά είχες να–;»

«Τι εννοείς;»

«Με κοροϊδεύεις; Σε είδα!»

«Δεν αρνούμαι ότι προσπάθησα να σπάσω λιγάκι την ανία της κακόμοιρης γυναίκ–»

«Είσαι, λοιπόν, και γαμημένος αλτρουιστής τώρα!…» ρουθούνισε ο Ζαώρδιλ.

«Γαμημένος, ίσως· αλτρουιστής, όχι.»

Ο Ζαώρδιλ κοπάνησε τη γροθιά του πάνω στον μπουφέ. «Γαμώ τις Λάμιες! Δεν αστειεύομαι. Αυτό που έκανες ήταν επικίνδυνο.»

«Γιατί;»

«Γιατί, κατά πρώτον, δε νομίζω πως ο σύζυγός της άμα το μάθει θα χαρεί. Κατά δεύτερον, θες ν’αρχίσει να λέγεται ότι είμαστε με το μέρος της Τυράννου;»

«Μας έχει πληρώσει, μα τους θεούς!»

«Για να πολεμήσουμε την Κατοπτρική Ορδή – κι αυτή η σύγκρουση τελείωσε. Δεν είμαστε – και δεν θέλω να γίνουμε – αναμιγμένοι στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Βελτέρντιθ!»

«Το πας μακριά, Σκοτωμένε…»

«Γνωρίζεις πολύ καλά ότι έχουν συμβεί χειρότερα επεισόδια και με μικρότερες αφορμές,» του είπε ο Ζαώρδιλ.

Ο Νικηφόρος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Ίσως και νάχεις δίκιο. Θα το σκεφτώ αν θα το επαναλάβω.»

«Δεν πρόκειται να προλάβεις, ούτως ή άλλως. Σήμερα αναχωρούμε από τη Βελτέρντιθ.» Και στράφηκε στην Έρικα. «Εκτός αν έχεις κανέναν πολύ καλό λόγο για να μείνουμε έστω και μια μέρα ακόμα εδώ…»

«Θα ήθελα μόνο να σου γνωρίσω κάποιον, μέχρι οι μισθοφόροι σου να είναι έτοιμοι να φύγουν.»

«Είναι ήδη σχεδόν έτοιμοι.»

«Δηλαδή, θα φύγετε πριν από το μεσημέρι;»

«Κατά το μεσημέρι το υπολογίζω,» είπε ο Ζαώρδιλ. Και κοίταξε τη Νιρκέκα, ρωτώντας: «Μπορούμε να φύγουμε ώς το μεσημέρι, σωστά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη.

«Προλαβαίνω, τουλάχιστον, να κάνω ένα μπάνιο πρώτα;» τον ρώτησε η Έρικα.

«Αν είσαι γρήγορη.»

*

«Πού πηγαίνουμε; Ποιος είν’ αυτός ο γνωστός σου;»

Η Έρικα, πράγματι, δεν είχε αργήσει να κάνει ένα ντους μέσα στο δωμάτιό του Ζαώρδιλ στο Μεγάλο Παλάτι, και μετά, αφού είχε φορέσει καινούργια ρούχα και ρίξει πάλι τον μαγικό μανδύα της στους ώμους (πίστευε ότι ίσως υπήρχε περίπτωση να της χρειαζόταν), του είχε πει να κατεβούν στον στάβλο για να πάρουν άλογα. Ο Σκοτωμένος δεν είχε φέρει αντίρρηση· την είχε ακολουθήσει, θεωρώντας πως ο γνωστός της πρέπει να βρισκόταν κάπου μες στην πόλη. Τώρα, όμως, η Έρικα τον είχε μόλις οδηγήσει έξω από την ανατολική πύλη της Βελτέρντιθ.

«Δεν είναι μακριά· σε λίγο θα τον συναντήσεις.»

«Δεν το αμφιβάλλω. Αλλά γιατί να μην πάρουμε δίκυκλα αφού ήταν να βγούμε από την πόλη;» Αν η Νιρκέκα βρισκόταν εδώ, θα ήταν σίγουρη ότι θέλεις να με οδηγήσεις σε παγίδα – για να με απαγάγεις ή να με δολοφονήσεις, πιθανώς. Ο Ζαώρδιλ, βέβαια, δεν πίστευε κάτι τέτοιο. Θα ήταν τελείως τρελό, ύστερα από όσα είχαν περάσει μαζί, εκείνος και η Έρικα.

«Τα δίκυκλα δε νομίζω να μπορούν να περάσουν εύκολα από εκεί που θα πάμε. Τα άλογα θα περάσουν ευκολότερα.»

«Πού θα πάμε; Σε κάνα βουνό;»

«Αντιθέτως: σε θάλασσα. Αλλά η ακτή είναι πολύ βραχώδης.»

Η περιοχή όπου ίππευαν επί του παρόντος ήταν επίσης βραχώδης, και είχε κάμποση αραιή βλάστηση, χαμηλή κυρίως (θάμνους και καλοκαιρινό χορτάρι), αλλά όχι μόνο: υπήρχαν και κάποια ψηλότερα δέντρα από δω κι από κει. Προς τα νότια, απόμακρα, διακρινόταν η παράξενη γυαλάδα από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών, μετά από τις οποίες, όπως όλοι έλεγαν, η Φεηνάρκια τελείωνε. Βόρεια, σε πολύ μικρότερη απόσταση, φαινόταν ο Ωκεανός: τα αδύναμα σημερινά κύματά του έσκαγαν ήπια στις ακτές, που εδώ δεν ήταν ούτε τόσο πετρώδεις ούτε τόσο επικίνδυνες. Υπήρχαν σπίτια οικοδομημένα κοντά τους – κατοικίες ψαράδων, κυρίως – και βάρκες αραγμένες στα ρηχά. Ένας έμπορος ήταν σταματημένος πλάι σ’έναν οικισμό, κάνοντας συναλλαγές με τους ντόπιους. Πίσω του ορθωνόταν ένας γιγάντιος τετραπλόκαμος που έμοιαζε να ζεσταίνεται και να βαριέται· πέρα-δώθε κουνιόνταν οι προβοσκίδες του.

«Και τι κάνει ο γνωστός σου, Έρικα, σ’ένα τέτοιο μέρος; Κρύβεται, μήπως, από κανέναν;»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι λοξά. «Σώπα…»

«Παράνομος είναι; Τον κυνηγάνε στη Βελτέρντιθ;»

«Δεν τον συμπαθούν, πάντως. Είναι κουρσάρος.»

Ο Ζαώρδιλ αναστέναξε. «Δε ρωτάω καν πού τον γνώρισες…»

«Στη θάλασσα, όταν λήστεψε το καράβι όπου ήμουν επιβάτισσα και με απήγαγε.»

«Υπέροχα… Πού είχες πάει και έλειπες τόσες μέρες; Στις βόρειες ακτές του Ωκεανού;»

«Το βρήκες και πάλι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι. Ήθελα να δω τι γίνεται στην Κάρνατεβ. Και σας βρήκα και μια δουλειά. Πολύ ενδιαφέρουσα, μάλιστα. Καλά λεφτά, και καλές γνωριμίες.»

Ο Ζαώρδιλ ήταν έτοιμος να ζητήσει να μάθει περισσότερα, αλλά η Έρικα τον πρόλαβε: «Μη ρωτάς, όμως, τίποτα τώρα· θα σου πω μετά. –Η Ανρίθα καλά είναι, παρεμπιπτόντως;»

«Υγιέστατη.»

«Ωραία.»

Η Έρικα τον οδήγησε ακόμα πιο ανατολικά, σ’ένα μέρος των νότιων ακτών του Ωκεανού όπου οι περιοχές άρχιζαν να αγριεύουν και ελάχιστα σπίτια υπήρχαν. Σύντομα, κανένα σπίτι δεν ήταν κοντά· η ερημιά έγινε απόλυτη· και η Έρικα κι ο Ζαώρδιλ έστριψαν σ’ένα μονοπάτι (αν μπορούσε να ονομαστεί μονοπάτι) το οποίο απομακρυνόταν από τη θάλασσα.

«Φεύγουμε από την ακτή;» ρώτησε ο Σκοτωμένος.

Τσου, έκανε αρνητικά η Έρικα μέσα απ’την κουκούλα του μανδύα της, ενώ κοίταζε ολόγυρα, ψάχνοντας για το σημείο όπου έπρεπε να στρίψει. Η περιοχή ήταν έτσι που όφειλε να είναι προσεχτική για να μη χαθούν. Ο Όρκιβελ, αναμφίβολα, ξέρει πού αράζει. Εδώ πέρα δεν μπορείς να τον βρεις εύκολα ακόμα κι αν γνωρίζεις ότι είναι κρυμμένος κάπου στην περιοχή… Ο πειρατής την είχε εντυπωσιάσει. Παρά τα χρόνια του επιδείκνυε εμπειρία μεγαλύτερου ανθρώπου.

Η Έρικα είδε το μονοπάτι. «Από δω,» είπε στον Ζαώρδιλ, και οδήγησε πρώτη το άλογό της προς τ’αριστερά περνώντας ανάμεσα από ψηλούς βράχους και βάζοντας τις οπλές του ζώου να βαδίσουν επάνω σε άτσαλο έδαφος.

Ο Σκοτωμένος την ακολούθησε, ενώ το χέρι του πήγαινε, σχεδόν ακούσια, στη λαβή του πιστολιού στη ζώνη του. Για καλό και για κακό. Αφού η Έρικα είχε πει ότι θα συναντούσαν έναν παράνομο – έναν πειρατή που δεν τα είχε καλά με τους άρχοντες της Βελτέρντιθ – ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συνέβαινε…

Τίποτα, όμως, τελικά δεν συνέβη.

Έφτασαν σε μια βραχώδη, επικίνδυνη ακτή όπου ήταν αραγμένο ένα μηχανοκίνητο πλοίο μετρίου μεγέθους, και έξω απ’αυτό, ανάμεσα κι επάνω στα βράχια, βρίσκονταν καμια ντουζίνα άνθρωποι που η όλη τους εμφάνιση διαλαλούσε κουρσάροι. Τα χέρια τους έπιασαν τα όπλα τους μόλις οι δυο καβαλάρηδες ξεπρόβαλαν από το μονοπάτι.

«Εμείς είμαστε,» είπε η Έρικα κατεβάζοντας την κουκούλα της και πηδώντας από τη σέλα του αλόγου.

Ο Ζαώρδιλ τη μιμήθηκε, κοιτάζοντας τους πειρατές με επιφύλαξη.

Ένας από αυτούς, που όλοι πλέον είχαν σηκωθεί όρθιοι, βάδισε μπροστά από τους υπόλοιπους: ψηλός, γαλανόδερμος, καστανομάλλης.

«Να σου γνωρίσω,» είπε η Έρικα στον Ζαώρδιλ, «τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο.»

Ο Ζαώρδιλ τον ατένισε κριτικά. Τι τσουτσέκι είν’ αυτό; Είναι δυνατόν νάναι ο αρχηγός τους;

«Εσύ είσαι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος;» είπε ο Όρκιβελ, πλησιάζοντας.

«Δεν υπάρχει άλλος.»

«Δε φαίνεσαι για σκοτωμένος, καθόλου – χα-χα!» Του έδωσε το χέρι του.

Ο Ζαώρδιλ δεν το έσφιξε. «Ούτε εσύ για μουντζουρωμένος.»

«Μου το κόλλησαν όταν ήμουν μικρός.» Το χέρι συνέχιζε να είναι προτεταμένο. «Εσένα όταν ήσουν με τους Κρυφούς Θεούς;»

«Δεν τους έχω δει ακόμα. Αλλά έχω πλησιάσει.» Ο Ζαώρδιλ αποφάσισε να μην τον προσβάλει και να σφίξει τελικά το χέρι του. «Μου το κόλλησε ένας τύπος που τον λένε Νικηφόρος ο Κολπατζής.»

«Κολπατζής;» μειδίασε ο Όρκιβελ. «Μπορεί να μ’αρέσει αυτός ο τύπος, άμα τον γνωρίσω.»

«Είναι, ομολογουμένως, αξιαγάπητος από πολλούς,» μόρφασε ο Ζαώρδιλ μεταξύ αστείου και σοβαρού. Και κοίταξε την Έρικα. «Λοιπόν;»

«Τι ‘λοιπόν’;» είπε εκείνη.

«Γιατί ήθελες να γνωριστούμε με το παλικάρι από δω; Είναι ο αρχηγός αυτού του τσούρμου;»

«Φυσικά και είν’ ο αρχηγός τους!» είπε ο ίδιος ο Όρκιβελ. «Νομίζεις ότι θα μπορούσε νάταν κανένας άλλος;»

«Θα σε γελάσω…»

«Εγώ ήθελα, βασικά, να σε γνωρίσω,» εξήγησε ο Όρκιβελ. «Το ζήτησα από την Έρικα. Έχω ακούσει» – έδειξε το αφτί του σαν να υπήρχε αμφιβολία ότι με τ’αφτιά άκουγε – «για τους μισθοφόρους σου, τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Έτυχε εγώ κι οι δικοί μου να βρισκόμαστε κοντά στη Βελτέρντιθ όταν νικήσατε την ορδή από τις Εκτάσεις των Κατοπτρισμών. Σας έχουν όλοι περί πολλού, φίλε μου. Κι αφού τώρα είμαι συνεργάτης με την Έρικα κι εσύ είσαι συνεργάτης με την Έρικα, θα μπορούσαμε να αλληλοβοηθηθούμε αν ποτέ υπάρξει ανάγκη. Η Έρικα μού είπε ότι έχετε πλοία.»

«Δε συνεργαζόμαστε, όμως, με πειρατές,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

Ο Όρκιβελ κοίταξε την Έρικα.

«Εννοεί γενικά,» εξήγησε εκείνη. «Γενικά δεν συνεργάζονται με πειρατές.»

Πάλι τα ίδια αρχίσαμε; σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. Πάλι προσπαθεί να κάνει κουμάντο στους μισθοφόρους μου; «Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος πολύ καλός λόγος, όμως,» τόνισε.

Η Έρικα, θυμωμένη μαζί του, σκέφτηκε: Είναι ανάγκη να είναι τόσο αντιδιπλωματικός, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;

«Εγώ απλώς δείχνω την καλή μου θέληση,» είπε ο Όρκιβελ στον Ζαώρδιλ. «Και η καλή θέληση του Καπετάν Όρκιβελ του Μουντζουρωμένου δεν είναι μικρό πράγμα, Ζαώρδιλ Σκοτωμένε. Άμα ταξιδεύετε στον Ωκεανό μπορούμε να φροντίσουμε άλλοι πειρατές να μη σας ζυγώσουν.»

Και να μας ζυγώσουν τι θα μας κάνουν, νομίζεις; σκέφτηκε αυθόρμητα ο Ζαώρδιλ. «Και τι ζητάς ως αντάλλαγμα;»

«Τίποτα από σένα. Αυτό με την Έρικα θα το κανονίσω, με την οποία έχουμε συνεννοηθεί πολύ όμορφα.»

«Μάλιστα…» είπε ο Ζαώρδιλ. Θα τη δείρω. «Και πόσα πλοία έχεις;»

«Αυτό που βλέπεις. Αλλά μη σου φαίνεται μικρό και άσχημο. Είναι μηχανοκίνητο σκάφος–»

«Έχεις, δηλαδή, και μάγο για να το κινεί;» Αποκλείεται ένα τόσο μεγάλο καράβι να μπορούσε να κινηθεί από μόνο του.

«Φυσικά. Η μάγισσά μας, η Μιρκάλη’λι, τ’αναλαμβάνει αυτό. Κι όπως θα ξέρεις, όταν έχεις μηχανοκίνητο σκάφος αξιοπρεπούς μεγέθους, όσοι πάνε με τα πανιά και τα κουπιά δύσκολα μπορούν να παραβγούν μαζί σου, όπως επίσης κι όσοι κουρσεύουν με μικρές μηχανοκίνητες βάρκες. Γι’αυτό σού λέω: όταν είστε σύμμαχοί μας, άλλοι κουρσάροι δεν θα σας ζυγώνουν. Μας ξέρουν, άλλωστε. Ξέρουν ποιους πρέπει να φοβούνται και ποιους όχι!»

«Και τα δικά μας πλοία μηχανοκίνητα είναι,» τον πληροφόρησε ο Ζαώρδιλ. Τα είχαν αγοράσει πρόσφατα, όταν είχαν φτάσει στις ακτές του Ωκεανού. Δύο μεγάλα σκάφη που χωρούσαν όλους τους Ζωντανούς-Νεκρούς με άνεση, παρότι η ομάδα είχε πλέον μεγαλώσει πολύ.

«Όπως και νάχει,» είπε ο Όρκιβελ, «εγώ προσφέρω συνεργασία.»

«Να ξέρεις, πάντως, ότι δεν πρόκειται να σε βοηθήσουμε να κάνεις ληστείες,» του ξεκαθάρισε ο Ζαώρδιλ. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συμβεί αυτό.»

«Μου το είπε η Έρικα ότι θα έλεγες κάτι τέτοιο. Δε με πειράζει, αρκεί να μη βάλεις τους ανθρώπους σου να μας επιτεθούν.» Και ρώτησε: «Από τη Βελτέρντιθ πότε φεύγετε;»

«Σήμερα, κατά το μεσημέρι.»

«Οπότε ήρθαμε πάνω στην ώρα,» είπε ο Όρκιβελ. «Θα σας συνοδέψουμε και θα σας οδηγήσουμε από ασφαλή μέρη του Ωκεανού. Πηγαίνετε στη Νουσράκλη, έτσι δεν είναι; Οι περιοχές αυτές μού είναι πολύ γνωστές.»

«Στη Νουσράκλη;» Ο Ζαώρδιλ στράφηκε ξανά να κοιτάξει την Έρικα.

Αντιδιπλωματικός ώς το τέλος! παρατήρησε εκείνη. Ποτέ δεν μαθαίνει; Ακόμα κι αν δεν ξέρεις κάτι δεν είναι ανάγκη να το ανακοινώνεις! «Σου είπα ότι έχω μια δουλειά για εσάς, δεν σ’το είπα;» του χαμογέλασε λιγάκι στραβά, μη θέλοντας να φανεί θυμωμένη μαζί του.

Ο Ζαώρδιλ την αγριοκοίταξε. Θα τη δείρω. Σίγουρα. Έχουμε αρχίσει τα παλιά… «Υποθέτω πως – σύντομα – θα μου πεις περισσότερα.»

Κεφάλαιο Έκτο
Θαλάσσιο Ταξίδι: Γνωριμίες

Η Σιριλκάνα, η Μονάρχης της Βελτέρντιθ, έμαθε ότι οι Ζωντανοί-Νεκροί ετοιμάζονταν για αναχώρηση, και πήγε αμέσως, βιαστικά, προτού προλάβουν να φύγουν από την πόλη της, να βρει τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο, διασχίζοντας τους διαδρόμους και τις αίθουσες του Μεγάλου Παλατιού μαζί με τους υπηρέτες της. Τον συνάντησε σ’ένα από τα δωμάτια που είχε παραχωρήσει στους Ζωντανούς-Νεκρούς. Κοντά του ήταν ο Φέκταρελ και η Έρικα.

Κι οι τρεις τους στράφηκαν και χαιρέτησαν τη Μονάρχη. «Μεγαλειοτάτη…» είπε ο Ζαώρδιλ, παρατηρώντας στην όψη της ότι προφανώς ερχόταν επειδή είχε πληροφορηθεί για την αναχώρησή τους – και μάλλον δεν της αρέσει… Το φοβόμουν αυτό.

«Τι συμβαίνει, Ζαώρδιλ;» ρώτησε η Σιριλκάνα. «Γιατί φεύγετε; Υπήρξε κάποιο πρόβλημα;»

«Κανένα πρόβλημα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όμως ήρθε πλέον η ώρα· αυτό είναι όλο. Μέχρι στιγμής περιμέναμε την Έρικα, η οποία είχε δουλειές αλλού.»

Η Μονάρχης έστρεψε το βλέμμα της στην Έρικα. «Μου το είπαν οι φρουροί μου ότι επέστρεψες. Δεν ήρθες να με δεις…»

«Δεν πρόλαβα ακόμα, Αρχόντισσά μου. Είχα διάφορα να πω με τον Ζαώρδιλ. Θα ερχόμουν, όμως, προτού αναχωρήσουμε.» Αλλά ούτε η ίδια δεν ήξερε αν αυτό που έλεγε αλήθευε ή όχι. Μέσα σ’όλα όσα είχαν συμβεί – την επιστροφή της, τη συνάντηση της με τον Ζαώρδιλ, τη συνάντηση του Ζαώρδιλ με τον Όρκιβελ, την παρούσα συζήτησή της με τον Ζαώρδιλ την οποία είχε μόλις διακόψει η Μονάρχης – δεν είχε σκεφτεί καθόλου αν θα την αναζητούσε για να της μιλήσει προτού φύγουν από τη Βελτέρντιθ. Αν και ήξερε πως, φυσικά, το πιο διπλωματικό θα ήταν να της μιλήσει. Η Έρικα ήθελε το δίκτυό της να έχει επιρροή εδώ. Η Βελτέρντιθ ήταν η σημαντικότερη πόλη των νότιων ακτών του Ωκεανού.

«Γιατί αναχωρείτε;» ρώτησε η Μονάρχης Σιριλκάνα, κοιτάζοντας μια τον Ζαώρδιλ μια την Έρικα. «Πιθανώς να έχω κι άλλη δουλειά για εσάς. Και θα πληρώσω εξίσου καλά με πριν.»

«Δυστυχώς, Μεγαλειοτάτη, πρέπει να φύγουμε,» είπε ο Σκοτωμένος, αν και δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι η καινούργια δουλειά που τους είχε βρει η Έρικα θα ήταν καλύτερη από το να μείνουν εδώ και να υπηρετήσουν τη Μονάρχη της Βελτέρντιθ. Δεν είχε ακόμα καταλάβει πολλά γι’αυτή τη δουλειά· η Σιριλκάνα, με τον ξαφνικό ερχομό της, είχε διακόψει την κουβέντα του με την Έρικα σχετικά με την επίσκεψή τους στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.

Τα μάτια της Μονάρχη στένεψαν. «Χωρίς κανένα λόγο; Σας είπαν κάτι για εμένα; Αν είναι έτσι–»

«Δεν είναι έτσι, Αρχόντισσά μου,» την πρόλαβε η Έρικα. «Κανένας δεν μας είπε τίποτα· και, σίγουρα, δεν θ’ακούγαμε κάποιον τυχαίο χωρίς πρώτα να μιλήσουμε μαζί σας. Όμως έχουμε άλλες δουλειές, σ’άλλα μέρη του Ωκεανού.»

Η Σιριλκάνα τούς ατένισε δυσαρεστημένα. «Κρίμα…» είπε. «Θα μπορούσατε να με εξυπηρετήσετε πολύ εδώ. Η Βελτέρντιθ δεν κινδυνεύει μόνο από εξωτερικές απειλές αλλά και από εσωτερικές…»

Όπως το φοβόμουν, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. Εμφύλιος ελλοχεύει. Και, σ’αυτή την περίπτωση, εκείνος κι οι Ζωντανοί-Νεκροί καλύτερα να μη βρίσκονταν εδώ. Δεν του άρεσαν καθόλου οι εμφύλιοι.

«Θα είμαστε σε επαφή, Αρχόντισσά μου,» είπε η Έρικα, «αν χρειαστείτε κάτι.»

«Αυτό που χρειάζομαι είναι οι Ζωντανοί-Νεκροί να μείνουν στην πόλη μου, Έρικα.» Της μιλούσε σαν εκείνη να ήταν καμια εικοσαριά χρόνια μικρότερή της – και την κοίταζε, μάλιστα, και με παρόμοιο τρόπο – παρότι, στην πραγματικότητα, η Έρικα ήταν μεγαλύτερη και η Σιριλκάνα μικρότερη. Για καμια πενταετία, βέβαια, όχι περισσότερο, υπέθετε η Έρικα· αλλά δεν ήταν και ασήμαντη η διαφορά. «Και μου το στερείς. Δεν θα το ξεχάσω.»

«Δεν ήταν τέτοια η πρόθεσή μου, Μεγαλειοτάτη–»

«Ποια ήταν η πρόθεσή σου, τότε;»

«Υπάρχει καλός λόγος που πρέπει να φύγουν οι Ζωντανοί-Νεκροί. Τους ζητάνε αλλού. Ωστόσο, εγώ θα μπορούσα να σας βοηθήσω μέσω του δικτύου μου–»

«Τι να το κάνω το δίκτυό σου; Μισθοφόρους χρειάζομαι! Πολεμιστές που να είναι ικανοί, και που να μπορώ να τους εμπιστευτώ ότι δεν θα πάνε με τους εχθρούς μου.»

«Το δίκτυό μου θα μπορούσε να ανακαλύψει πολύτιμες πληροφορίες για εσάς, Αρχόντισσά μου,» επέμεινε η Έρικα, αν και η αλήθεια ήταν πως στη Βελτέρντιθ είχε μονάχα δύο ανθρώπους – πράγμα, φυσικά, που δεν είχε ποτέ αναφέρει στη Μονάρχη· την είχε αφήσει να νομίζει πως είχε περισσότερους, πολύ περισσότερους. Και, σίγουρα, περισσότεροι μπορούσαν να σταλούν εδώ αν υπήρχε λόγος· απλώς μέχρι στιγμής τέτοιος λόγος δεν είχε παρουσιαστεί.

«Θα το έχω υπόψη μου,» αποκρίθηκε η Σιριλκάνα, θυμίζοντας πολεμοχαρές κορίτσι δυσαρεστημένο που του είχαν πάρει τους αγαπημένους του ξύλινους στρατιώτες. «Ξανασκεφτείτε το προτού φύγετε, πάντως,» τους προέτρεψε, και στρεφόμενη βγήκε απ’το δωμάτιο, με τον μακρύ αργυρόχρωμο μανδύα της ν’ανεμίζει πίσω της. Οι υπηρέτες της την ακολούθησαν αμίλητα, σχεδόν αυτόματα.

Η Έρικα μόρφασε. «Δε μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους…»

«Μπορείς, όμως, τουλάχιστον να έχεις ευχαριστημένους τους φίλους σου,» είπε ο Ζαώρδιλ ατενίζοντας την επιδεικτικά.

«Σταμάτα επιτέλους!» διαμαρτυρήθηκε η Έρικα καθώς ο μορφασμός της άλλαζε, φανερώνοντας ενόχληση. «Σου είπα για τι πρόκειται, δεν σου είπα; Απλά ήθελα πρώτα να γνωρίσεις τον Όρκιβελ· τόσο σπουδαίο ήταν;»

«Δε μ’αρέσει που αυτός ο πειρατής ήξερε πριν από εμένα για τη δουλειά που θ’αναλάβουν οι μισθοφόροι μου!» είπε ο Ζαώρδιλ δείχνοντάς την με το δάχτυλό του.

«Γαμώ τις Λάμιες, γαμώ!» μούγκρισε η Έρικα χτυπώντας τα χέρια της στους γοφούς της. «Του ανέφερα μόνο ότι μετά θα πάτε στις Γεφυρωμένες Νήσους, ώστε να σας συνοδέψει αν μπορεί. Τι άλλο νομίζεις ότι ξέρει; Τίποτα μυστικά; Νομίζεις ότι τον εμπιστεύομαι; Υποχρεωτικά έπρεπε να του πω αρκετά πράγματα γιατί ήμουν αιχμάλωτή του. Θα προτιμούσες να με είχε φέρει εδώ ζητώντας σου λύτρα;»

Ο Φέκταρελ κοίταζε μια τον Ζαώρδιλ μια την Έρικα καθώς διαπληκτίζονταν, αλλά ο ίδιος παρέμενε σιωπηλός. Τώρα ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδούνισε, και τον άνοιξε για να μιλήσει, απομακρυνόμενος από τους δυο τους, πηγαίνοντας προς μια γωνία του δωματίου.

«Δεν είναι ανάγκη, λοιπόν, από δω και πέρα να τον συναναστρεφόμαστε,» είπε ο Σκοτωμένος. «Τι δύναμη έχει επάνω μας; Μπορεί να σε απαγάγει ξανά; Μπορεί να μας βλάψει κάπως;»

«Μην είσαι ανόητος! Όσους περισσότερους συμμάχους έχουμε τόσο το καλύτερο. Είδες ότι μπορεί να μας οδηγήσει στη Νουσράκλη από δρόμο ασφαλή από πειρατές–»

Ο Ζαώρδιλ ρουθούνισε. «Δε φοβάμαι τους πειρατές. Ακόμα κι ενεργειακό κανόνι έχουμε, τώρα.» Ήταν αλήθεια. Το είχαν βρει μισοδιαλυμένο σ’ένα εγκαταλειμμένο Παντοκρατορικό οχυρό, πριν από ενάμιση χρόνο, και το είχαν πάρει. Η Ανταρλίδα’μορ το είχε επισκευάσει, και δούλευε άψογα.

«Παραέχεις γίνει ξιπασμένος–»

«‘Ξιπασμένος’ έγινα, ε;»

«Επιπλέον,» είπε η Έρικα, «οι πειρατές μαθαίνουν πολλά και διάφορα απ’όλο τον Ωκεανό, και κάθε πληροφορία που μπορώ να έχω θέλω να την έχω.»

«Η συνεργασία μαζί τους, λοιπόν, συμφέρει εσένα, όχι τους μισθοφόρους μου!»

«Και ποια είναι που έχει βρει τις μισές δουλειές για τους μισθοφόρους σου;»

«Συγνώμη,» τους διέκοψε ο Φέκταρελ. «Ο Ραμπνάιλ με κάλεσε και μου είπε ότι είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση. Οι πάντες είναι στα πλοία. Θα ξεκινήσουμε;»

Ο Ζαώρδιλ δίστασε να μιλήσει προς στιγμή. Ύστερα ένευσε. «Ναι. Πάμε. Κι εσύ,» είπε στην Έρικα, «περιμένω να μου πεις κι άλλα γι’αυτή την υπόθεση στις Γεφυρωμένες Νήσους. Δεν ξέρω αν με συμφέρει να την αναλάβω.»

«Τι άλλο θες να μάθεις;» είπε η Έρικα καθώς πήγαιναν να μαζέψουν τα τελευταία τους πράγματα από τα προσωπικά τους δωμάτια.

*

Τα δύο καράβια των Ζωντανών-Νεκρών ήταν μεγάλα: χωρούσαν όλους τους μισθοφόρους, όλα τα θηρία τους, όλα τα οχήματα και τα άρματά τους, όλα τα ορνιθόπτερα (είχαν τέσσερα τώρα), καθώς και το ελικόπτερο που είχαν αγοράσει τελευταία (μαζί με τα πλοία). Το ένα σκάφος το είχαν ονομάσει Οδηγό και το άλλο Ακόλουθο, αν και τα δύο ήταν του ίδιου μεγέθους. Αρκετά μεγάλα για να μη μπορούν να κινηθούν από μόνα τους· χρειάζονταν οπωσδήποτε μάγο στο κέντρο ισχύος ώστε να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειας με Μαγγανεία Κινήσεως. Στον Οδηγό είχε, επί του παρόντος, αναλάβει αυτή τη δουλειά η Ανταρλίδα’μορ· στον Ακόλουθο, ο Ρουάμης’νιρ, ένας μάγος του τάγματος των Βιοσκόπων ο οποίος πρόσφατα είχε μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς (αλλά προτού αγοράσουν τα πλοία). Η Φαίδρα’λι προτιμούσε να μην ασχολείται με Μαγγανείες Κινήσεως, αν μπορούσε να το αποφύγει· και ο Σάμελκον’λι κουραζόταν εύκολα ύστερα από κάποια ώρα στο ενεργειακό κέντρο: οπότε κι εκείνος το απέφευγε.

Ο Οδηγός και ο Ακόλουθος ήταν έτοιμοι για αναχώρηση, καθώς η Έρικα, ο Ζαώρδιλ, και ο Φέκταρελ έφταναν στο λιμάνι της Βελτέρντιθ καβάλα στα άλογά τους. Η ράμπα του Ακόλουθου ήταν σηκωμένη, οι θύρες του κλειστές· ο Οδηγός περίμενε τους τρεις καβαλάρηδες να επιβιβαστούν, κι εκείνοι ανέβηκαν στη ράμπα του και μπήκα στο εσωτερικό του σκάφους. Αφίππευσαν κι έδωσαν τ’άλογά τους σε δύο Ζωντανούς-Νεκρούς για να τα οδηγήσουν στον στάβλο. Οι μηχανές του μεγάλου πλοίου ακούγονταν να βουίζουν, κάνοντας τα τοιχώματά του να τρίζουν.

Ο Ζαώρδιλ πήγε στη γέφυρα, και η Έρικα τον ακολούθησε, ενώ ο Φέκταρελ έμεινε πίσω.

Στο πηδάλιο στεκόταν ένας ψηλόλιγνος άντρας που όλοι αποκαλούσαν ‘ο Πιλότος’, και παραδίπλα ήταν ο Νικηφόρος ο Κολπατζής (που φημολογείτο ότι είχε ερωτική σχέση μαζί του – αλλά αυτό, βέβαια, δεν ήταν τίποτα παράξενο για τον Νικηφόρο τον Κολπατζή).

«Είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση,» είπε ο Σκοτωμένος στον Πιλότο. «Οι πόρτες έχουν κλείσει.» Εκείνος ένευσε, και ξεκίνησε το σκάφος, οδηγώντας το έξω απ’το λιμάνι της Βελτέρντιθ και πλέοντας προς τα βόρεια. Ο Ακόλουθος το ακολουθούσε. Ο καιρός ήταν καλός και δεν κουνιόνταν. Ο μεσημεριανός ήλιος έλαμπε στον ουρανό.

Ο Ζαώρδιλ είπε στην Έρικα: «Έλα μαζί μου,» κι έκανε να βγει από τη γέφυρα. Αλλά ο Πιλότος τον πρόλαβε, ρωτώντας: «Για πού πλέουμε, Σκοτωμένε; Υπάρχει προορισμός;»

«Για Νουσράκλη.»

«Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων;»

«Ναι. Ξέρεις πώς να μας πας, έτσι;»

«Εννοείται. Υπάρχει και χάρτης, εξάλλου.» Έδειξε μια οθόνη πλάι του, όπου φαινόταν ο χάρτης του Ωκεανού, καθώς και η θέση τους ως μια κουκίδα που αναβόσβηνε επάνω του. «Δε χανόμαστε.»

«Νάχεις υπόψη σου, επίσης, ότι θα μας πλησιάσει ένα σκάφος όπου νάναι. Μικρότερο απ’τα δικά μας, μηχανοκίνητο. Κουρσάροι είναι, αλλά δε θάρθουν για να μας επιτεθούν. Θα σου στείλουν σήμα ότι είναι άνθρωποι του Όρκιβελ του Μουντζουρωμένου. Ειδοποίησε και την Πεταλούδα για να το περιμένει κι εκείνη· μη γίνει καμια στραβή.» Πεταλούδα της Θάλασσας ονόμαζαν την πιλότο του Ακόλουθου: μια γαλανόδερμη πρώην Παντοκρατορική, που το πραγματικό της όνομα ήταν Χριστίνα, και το επώνυμό της της είχε παραπέσει κάπου στη Φεηνάρκια και ούτε η ίδια πλέον δεν το θυμόταν.

«Καλώς, έγινε,» αποκρίθηκε ο Πιλότος – που, σ’αντίθεση με την Πεταλούδα, δεν είχε υπάρξει ποτέ Παντοκρατορικός και ήταν γηγενής της Φεηνάρκια, με πορφυρό δέρμα, άγρια γκρίζα μούσια, και μαλλιά που δεν πρέπει ποτέ να είχε κουρέψει και έδενε σε μια τεράστια αλογοουρά που έφτανε σχεδόν ώς τη μέση του. Στην κορυφή του κεφαλιού του μια καράφλα είχε αρχίσει να σχηματίζεται.

Ο Νικηφόρος είπε: «Δεν πιστεύω αυτοί οι πούστηδες να μας την πέσουν μόλις τους αφήσουμε να ζυγώσουν…»

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα.

«Καλά· θα θυμάμαι ότι το είπες αυτό.»

Ο Ζαώρδιλ έγνεψε στην Έρικα να έρθει μαζί του, κι εκείνη τον ακολούθησε. Έφυγαν από τη γέφυρα πηγαίνοντας στην καμπίνα του, που ήταν η καμπίνα του πλοίαρχου μέσα στο σκάφος.

Ενώ ο Σκοτωμένος έκλεινε την ξύλινη πόρτα πίσω τους, η Έρικα αναστέναξε. «Κάτι μού λέει πως θ’αρχίσεις πάλι να μου γκρινιάζ– Μμμφφ…» έκανε καθώς εκείνος, απρόσμενα, την τράβηξε κοντά του κλείνοντάς της το στόμα μ’ένα δυνατό φιλί. Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά μόλις τα χείλη τους χώρισαν. «Άλλαξες γνώμη λοιπόν;»

«Όχι τελείως. Ακόμα θέλω να μάθω περισσότερα για την υπόθεση.»

«Ρώτα με και θα σου απαντάω,» τον προέτρεψε η Έρικα.

«Εξήγησέ μου πάλι γιατί ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ θέλει νεκρό τον Αβέρναλ.»

Η Έρικα απομακρύνθηκε από τον Ζαώρδιλ. Κάθισε στην άκρη του γραφείου της καμπίνας το οποίο ήταν καρφωμένο στο πάτωμα, όπως κι όλα τα έπιπλα εδώ (εκτός από τα καθίσματα) για περίπτωση τρικυμίας. «Ο Αβέρναλ είναι δημοσιογράφος, κι έχει αποκαλύψει, μέσω της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα, κάποια πολύ άσχημα πράγματα για την εξόρυξη ιπταερίου που κάνει ο Αρχισυγκλητικός. Το ιπταέριο θυμάσαι τι είναι–»

«Το αέριο που σηκώνει τα περιβόητα αεροχήματα στον ουρανό.» Ήταν ξακουστά στον Ωκεανό, καθώς και οι τελευταίες κατακτήσεις της Κάρνατεβ με τη χρήση τους.

«Ο Αβέρναλ πιστεύει – και έχει αποδείξεις – ότι το ιπταέριο είναι επικίνδυνο για τους εργαζόμενους στα ορυχεία, και ίσως για όλους τους κατοίκους της Κάρνατεβ. Προκαλεί μεταλλάξεις. Μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε τέρατα.»

Ο Ζαώρδιλ την κοίταξε με δυσπιστία. «Προπαγάνδα;»

«Του μίλησα η ίδια, και το αρνήθηκε. Είπε ότι αυτή είναι η αλήθεια. Κι έχουν όντως γίνει κάποιες πολύ περίεργες εξαφανίσεις και περιστατικά στην Κάρνατεβ, Ζαώρδιλ. Δούλοι έχουν χαθεί χωρίς καμία εξήγηση, αλλά και σε υπαλλήλους έχουν συμβεί… φριχτά πράγματα.»

«Υπαλλήλους των ορυχείων;»

«Προφανώς. Κι όπως φαίνεται έχουν μεταμορφωθεί.» Η Έρικα άνοιξε τον σάκο της κι έβγαλε από μέσα ένα φύλλο της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα. Γύρισε τις σελίδες ψάχνοντας για το άρθρο του Αβέρναλ· όταν το βρήκε, δίπλωσε την εφημερίδα και την έδωσε στον Ζαώρδιλ. «Διάβασε και μόνος σου άμα θες.»

Ο Ζαώρδιλ ούτε που κοίταξε τις μαύρες λέξεις επάνω στο γκρίζο χαρτί. «Οι κατάσκοποί σου τι σου λένε; Δεν έχουν μάθει τίποτα για το θέμα;»

«Δεν έχω τόσο εκτεταμένο δίκτυο στην Κάρνατεβ. Ωστόσο, ναι, έχουν ακούσει για μυστηριώδεις εξαφανίσεις… Πολλοί έχουν ακούσει για μυστηριώδεις εξαφανίσεις, γενικά, στην πόλη. Και η πράκτοράς μου που βρίσκεται μέσα στην Αρένα – η Νερκάδλη, η θηριοδαμάστρια – μου είπε ότι άκουσε τον Αρχισυγκλητικό να συζητά με τον Εύβουλο και να λέει πως θα στείλει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς να κυνηγήσουν τον Αβέρναλ. Για να παίρνει τέτοια μέτρα, λοιπόν, ο Αρχισυγκλ–»

«Τον Εύβουλο; Ποιον Εύβουλο;»

«Α, ναι, δε σ’το είπα… Αλλά δεν το έχεις ακούσει;»

«Να έχω ακούσει τι;»

«Ότι οι Επιφανείς Κρανοφόροι δουλεύουν για τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ.»

«Προς στιγμή ήλπιζε ότι δεν ήταν ο ίδιος Εύβουλος.» Αν και το όνομα Εύβουλος ήταν, ομολογουμένως, εξαιρετικά σπάνιο στη Φεηνάρκια. Ο Ζαώρδιλ αμφέβαλλε αν υπήρχε άλλος εξωδιαστασιακός εδώ πέρα που να τον λένε Εύβουλο. Μόνο αυτό το καθίκι πρέπει να ήταν.

«Ο ίδιος είναι,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα. «Κι εκείνος, για την ακρίβεια, ήταν που πρότεινε στον Αρχισυγκλητικό τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Τουλάχιστον, έτσι μου είπε η Νερκάδλη.»

«Τι ακριβώς είναι αυτοί οι δολοφόνοι;» Η Έρικα τούς είχε αναφέρει και πριν, αλλά επί τροχάδην.

Τώρα, του είπε περισσότερα· όμως ούτε κι εκείνη δεν γνώριζε τα πάντα. Φήμες, κυρίως.

«Δηλαδή, θα έχουμε να κάνουμε με κάτι παλαβούς που υποτίθεται ότι μεταμορφώνονται σε ζώα και δεν εγκαταλείπουν ποτέ το κυνήγι για τον στόχο τ–» Το κουδούνισμα του επικοινωνιακού διαύλου διέκοψε τον Ζαώρδιλ. Η συσκευή βρισκόταν μερικά εκατοστά πλάι στον μηρό της Έρικας καθώς εκείνη ήταν καθισμένη επάνω στο γραφείο. Ο Σκοτωμένος πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε το μεγάφωνο και το μικρόφωνο, και ρώτησε: «Τι είναι;»

Η φωνή του Νικηφόρου ακούστηκε: «Ο φίλος σου ο Όρκιβελ πλησιάζει, και λέει να τον ακολουθήσουμε.»

«Ακολουθήστε τον.»

«Καλώς. Τον άκουσες, Πιλότε;»

«Δεν είμαι κουφός, ρε,» ήχησε η φωνή του Πιλότου, απόμακρα, μέσα απ’το μεγάφωνο, λίγο προτού ο Ζαώρδιλ κλείσει τον δίαυλο.

«Λοιπόν,» είπε ο Σκοτωμένος στρεφόμενος πάλι στην Έρικα. «Νομίζεις ότι δουλειά των μισθοφόρων μου είναι να κάθονται να προστατεύουν έναν δημοσιογράφο;» Δεν μιλούσε απότομα, όμως.

«Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε δημοσιογράφος. Ούτε οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί είναι οποιοιδήποτε δολοφόνοι. Και ο Βασιληάς Ράνελμον θα σε πληρώσει καλά. Τους φοβάται τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

Ο Ζαώρδιλ άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. «Ας πούμε ότι η φήμη αληθεύει κι αυτά τα καθίκια δεν παραιτούνται μέχρι που να έχουν καθαρίσει τον στόχο τους. Τι θα κάνουμε; θα μείνουμε για πάντα στη Νουσράκλη, φρουρώντας τον Αβέρναλ;»

«Εσύ ξέρεις…» μόρφασε η Έρικα ανασηκώνοντας τον έναν ώμο.

«Ορισμένες φορές νομίζω πως με δουλεύεις.» Ο Ζαώρδιλ τελείωσε το στρίψιμο του τσιγάρου και το άναψε. Πήρε μια τζούρα και της το έδωσε. Η Έρικα τράβηξε καπνό μέσα της και τον φύσηξε απ’την άκρια του στόματός της. Ο Ζαώρδιλ είπε: «Υποθέτω πως αν αποτύχουν να τον σκοτώσουν δυο, τρεις φορές, μετά δεν θα ξαναπροσπαθήσουν. Το θέμα είναι πόσο θα απέχουν αυτές οι φορές αναμεταξύ τους. Αν επιτεθούν τη δεύτερη φορά μετά από δυο μήνες, και την τρίτη φορά μετά από άλλους δυο μήνες, εννοείται πως δεν μας συμφέρει να καθόμαστε στη Νουσράκλη.»

«Κάτι μού λέει πως ο Αρχισυγκλητικός δεν θα περιμένει τόσο,» είπε η Έρικα, δίνοντάς του πάλι το τσιγάρο. «Προσπάθησε ήδη να σκοτώσει τον Αβέρναλ, πρόσφατα.»

«Αλλά όχι με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, έτσι;»

«Προφανώς και όχι. Οι φονιάδες του δεν κατάφεραν και πολλά εναντίον της φρούρησης του παλατιού του Ράνελμον, γι’αυτό κιόλας τώρα σκέφτεται να επιστρατεύσει τους Αδελφούς.»

«Πρέπει να το δούμε στην πράξη το ζήτημα,» είπε ο Ζαώρδιλ σκεπτικά, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια. «Δε μ’αρέσει, πάντως… Είναι περίεργη δουλειά, Έρικα. Έχε υπόψη σου ότι, τελικά, μπορεί να μην την αναλάβω. Θέλω πρώτα να μιλήσω με τον Βασιληά Ράνελμον και με τον Αβέρναλ, και μετά θα αποφασίσω τι θα γίνει.»

«Ό,τι νομίζεις εσύ,» αποκρίθηκε η Έρικα, μοιάζοντας δυσαρεστημένη: κάτι που ο Ζαώρδιλ δεν νόμιζε ότι θα πρόσεχε αν δεν την ήξερε τόσο καλά.

Ακούμπησε το χέρι του στο γόνατό της καθώς στεκόταν μπροστά της. «Άσε με να μαντέψω: Σου χαλάω τα σχέδια αν δε συμφωνήσω…»

«Θα προτιμούσα να συμφωνήσεις,» παραδέχτηκε η Έρικα. «Ο Βασιληάς Ράνελμον θα το εκτιμήσει.»

Ο Ζαώρδιλ δεν μίλησε, καπνίζοντας.

Η Έρικα σκέφτηκε ότι αρκετά είχαν μιλήσει για δουλειές σήμερα. Έλυσε τον μαγικό της μανδύα, σπρώχνοντάς τον πίσω ώστε να πέσει (διστακτικά, νόμιζε) επάνω στο γραφείο. Έπιασε τη λευκή πουκάμισά της από τις άκριες και την τράβηξε πάνω απ’το κεφάλι της, ρίχνοντάς την παραδίπλα, στο πάτωμα, μένοντας μόνο με τον μαύρο στηθόδεσμό της.

Ο Ζαώρδιλ έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι. «Τόση ζέστη έπιασε;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

Ο Ζαώρδιλ είπε: «Δεν τα έχεις ακόμα βγάλει όλα;» γλιστρώντας δύο δάχτυλά του μέσα στη χαλαρά δεμένη ζώνη του στενού δερμάτινου παντελονιού της.

«Πρέπει όλα εγώ να τα κάνω;» Τα πρόσωπά τους είχαν ξαφνικά βρεθεί το ένα πολύ κοντά στο άλλο. Οι ανάσες και των δυο τους μύριζαν καπνό.

Φιλήθηκαν, και ξάπλωσαν επάνω στο γραφείο, ανατρέποντας μερικά αντικείμενα, από τα λίγα που βρίσκονταν εκεί. Η Έρικα, δηλαδή, ξάπλωσε· ο Ζαώρδιλ ακόμα στεκόταν καθώς ήταν λυγισμένος από πάνω της. Το ένα μποτοφορεμένο πόδι της είχε πιαστεί σαν άγκιστρο πίσω απ’την πλάτη του. Ο Ζαώρδιλ δάγκωσε τον στηθόδεσμό της, τραβώντας τον προς τα πάνω– Ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε.

«Τι σκατά είναι, πάλι;» μούγκρισε ο Σκοτωμένος, κι απλώνοντας το χέρι του τον άνοιξε. «Τι;» ρώτησε.

«Ο Όρκιβελ λέει πως θέλει ν’ανεβεί στο πλοίο μας,» ακούστηκε η φωνή του Νικηφόρου, «για να μας γνωρίσει. Να τον βυθίσουμε ή να τον δεχτούμε;»

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε την Έρικα. Η έκφρασή της έλεγε να τον δεχτούν. Ο Σκοτωμένος είπε στον Κολπατζή: «Αφήστε τον νάρθει.»

«Έγινε.» Η επικοινωνία τερματίστηκε.

«Πάμε,» είπε ο Ζαώρδιλ καθώς σηκωνόταν πάνω από την Έρικα.

Εκείνη κατέβηκε απ’το γραφείο κι έπιασε την πουκαμίσα της από κάτω. Έφτιαξε τον στηθόδεσμό της. «Είναι κι αυτός δικός μας άνθρωπος, ξέρεις.»

«Ποιος;»

«Ο Όρκιβελ.»

«Τι εννοείς;»

«Πρώην Παντοκρατορικός.» Πέρασε την πουκαμίσα πάνω απ’το κεφάλι της, φορώντας την ξανά.

«Αυτός θα ήταν νιάνιαρο όταν βρισκόταν εδώ η Παντοκρατορία.»

«Η μητέρα του ήταν Παντοκρατορική. Με τις δυνάμεις κατοχής των Γεφυρωμένων Νήσων. Μάγισσα Βιοσκόπος. Τη σκότωσαν οι επαναστάτες, όταν έγινε ο μεγάλος ξεσηκωμός της Φεηνάρκια.»

«Αναρωτιέμαι αν ο Όρκιβελ αποζητά εκδίκηση απ’το Βασίλειο…»

«Δε νομίζω ότι αυτό έχει τώρα στο μυαλό του,» είπε η Έρικα, αν και δεν μπορούσε, φυσικά, να είναι σίγουρη. Πρόσφατα τον είχε γνωρίσει και, δίχως αμφιβολία, πολλά δεν ήξερε για τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο. Μπορεί να ήταν μικρός αλλά της έδινε την εντύπωση πεπειραμένου κουρσάρου – πράγμα αξιοσημείωτο από μόνο του.

*

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος ανέβηκε στον Οδηγό μαζί με μερικούς από τους ανθρώπους του πληρώματός του, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αλέξανδρος ο Δασύς – ο λευκόδερμος άντρας που το πρόσωπό του ήταν χαμένο μέσα σε μαύρα μαλλιά και μούσια, και που είχε αιχμαλωτίσει την Έρικα όταν οι πειρατές είχαν επιτεθεί στο πλοίο της. Πρώην Παντοκρατορικός, φυσικά. Μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Όρκιβελ, αλλά κατώτερός του μέσα στο σκάφος: υποπλοίαρχος.

Ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, ο Νικηφόρος, και η Φαίδρα’λι υποδέχτηκαν τους πειρατές και κουβέντιασαν για κάποια ώρα μαζί τους, καθισμένοι και όρθιοι στην πλώρη του Οδηγού. Ο Σκοτωμένος ξεκαθάρισε, γι’ακόμα μια φορά, στον Όρκιβελ ότι δεν πρόκειται οι μισθοφόροι του να βοηθούσαν σε ληστείες, θαλάσσιες ή μη· κι εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν πρόκειται να ζητούσε ποτέ τίποτα τέτοιο. «Το μόνο που ίσως να ζητήσω είναι όπλα ή εφόδια. Αλλά θα πληρώσω γι’αυτά. Ελπίζω, όμως, να μας κάνετε καλύτερη τιμή, γιατί κι εμείς θα σας βοηθάμε όποτε θέτε. Θα δεις, Σκοτωμένε, ότι ξέρουμε πολλά για τον Ωκεανό. Όσο σκοπεύεις να πλέεις εδώ, θα σου είμαστε χρήσιμοι. Και ήσουν και κάποτε Παντοκρατορικός, δεν ήσουν;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, «ήμουν. Όχι μόνο εγώ αλλά κι αρκετοί από τους μισθοφόρους μου. Όλοι οι αρχικοί πολεμιστές που ξεκινήσαμε την ομάδα των Ζωντανών-Νεκρών.» Δεν του άρεσε, όμως, που η Έρικα το είχε αποκαλύψει αυτό στον πειρατή χωρίς την έγκρισή του, παρότι κι ο Όρκιβελ ήταν–

«Κι εγώ κάποτε Παντοκρατορικός ήμουν, Σκοτωμένε· ή, τουλάχιστον, η μάνα μου ήταν. Τα καθίκια που ξεσηκώθηκαν εναντίον μας τη δολοφόνησαν – και δεν τους είχε πειράξει ποτέ. Ήμουν μικρός τότε εγώ· δε μπορούσα να κάνω κάτι για να τη βοηθήσω.»

«Μου το είπε η Έρικα. Και καταλαβαίνω τον θυμό σου. Αλλά όχι τέτοια λόγια όσο είσαι κοντά στους μισθοφόρους μου.»

«Τι εννοείς;»

«Ορισμένοι απ’αυτούς είναι πρώην επαναστάτες, και κάποιοι άλλοι δεν ήταν ποτέ επαναστάτες αλλά προσκείμενοι στην Επανάσταση. Μη νομίζεις ότι όλοι είχαν στο νου τους να δολοφονούν Βιοσκόπους, και πολλοί είχαν δίκιο νάναι αγανακτισμένοι εναντίον των Παντοκρατορικών. Είχαν συμβεί αποτρόπαια πράγματα, παρότι εσύ ήσουν μικρός τότε και πιθανώς να μην τόχες καταλάβει.»

«Μου το έχουν πει,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ, «το ξέρω. Και στο δικό μου πλήρωμα είναι κάμποσοι που ήταν με την Επανάσταση όταν έγινε ο μεγάλος ξεσηκωμός. Αλλά τώρα αυτά τελείωσαν. Τώρα είμαστε το ίδιο. Όλοι το λένε.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Ακριβώς.» Κι έβαλε στο στόμα του το τσιγάρο που είχε μόλις στρίψει, ανάβοντάς το με τον ενεργειακό του αναπτήρα.

«Ο Αλέξανδρος ο Δασύς ήταν κάποτε λοχίας στο Στρατό της Παντοκράτειρας,» είπε ο Όρκιβελ δείχνοντας, με το σαγόνι, προς τη μεριά του μουσάτου άντρα.

«Αλέξανδρος;» είπε ο Ζαώρδιλ κοιτάζοντάς τον. «Από πού είσαι; Ρελκάμνια; Σεργήλη;»

«Ρελκάμνια,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Σκέφτεσαι να επιστρέψεις;»

«Τώρα όχι. Τι να κάνω εκεί;» Ο πειρατής μόρφασε πίσω από τα μούσια του. «Άσε που δεν ξέρω τι ακριβώς έχει γίνει με την αλλαγή του καθεστώτος. Μπορεί να με κυνηγήσουν για να μ’εκτελέσουν. Εδώ καλά είναι.»

«Κανένας, μάλλον, δεν θα σου δώσει σημασία.» Δεν ήταν ο Ζαώρδιλ που είχε μιλήσει, ούτε κανένας άλλος από αυτούς που βρίσκονταν κοντά του και κοντά στον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο. Η φωνή που είχε ακουστεί ήταν γυναικεία, και η προφορά της δεν ήταν Φεηνάρκια καθώς είχε μιλήσει στη Συμπαντική Γλώσσα.

Ο Όρκιβελ είπε: «Κι ήθελα να σε ρωτήσω, Σκοτωμένε, ποια είν’ αυτή η όμορφη που μας παίρνει μάτι…»

Ήταν η Ανρίθα-Νοθ, φυσικά, η οποία είχε πλησιάσει χωρίς οι περισσότεροι να την προσέξουν. Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, φορούσε ένα ελαφρύ φόρεμα με μεγάλο ντεκολτέ, κοντή φούστα, και κοντά μανίκια· το λευκό-ροζ δέρμα της έμοιαζε να γυαλίζει κάτω από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο. Τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν γύρω απ’το κεφάλι της.

«Να σου συστήσω, Καπετάνιε,» είπε ο Ζαώρδιλ, «την–»

«Ανρίθα-Νοθ,» τον διέκοψε η Ανρίθα πλησιάζοντας περισσότερο.

«Δε μπορεί νάσαι μισθοφόρος εσύ…» Ο Όρκιβελ την ατένισε κολακευτικά από πάνω ώς κάτω.

«Δεν είμαι. Αλλά έχει τύχει να βρίσκομαι με μισθοφόρους, μέχρι να μπορέσω να φύγω από δω…» Κι έριξε ένα φευγαλέα βλέμμα στην Έρικα, που ακόμα δεν είχε αποφασίσει να τη στείλει στην πατρίδα της.

«Από Ρελκάμνια είσαι, έτσι;» είπε ο Αλέξανδρος ο Δασύς.

Η Ανρίθα-Νοθ κατένευσε.

«Και τ’όνομά σου… Είσαι…» Ο Δασύς συνοφρυώθηκε. «Είσαι αριστοκράτισσα;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Έχεις ακούσει για τη Σαρντίκα-Νοθ;»

Ο Αλέξανδρος κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Αδελφή της είμαι.»

Ο Αλέξανδρος σήκωσε τους ώμους. «Δεν την ξέρω. Ποια είναι;»

«Ποια ήταν, θες να πεις,» τον διόρθωσε ο Ζαώρδιλ. «Μάλλον είναι νεκρή πλέον.»

(«Μάλλον…» μουρμούρισε η Έρικα, που είχε ακούσει ότι κανένας ποτέ δεν είχε βρει το πτώμα της.)

«Ταγματάρχης στον Στρατό της Παντοκράτειρας ήταν,» είπε η Ανρίθα στον Αλέξανδρο. «Και μετά, λήσταρχος στη δυτική Φεηνάρκια. Ξακουστή εκεί. Είχα έρθει από τη Ρελκάμνια για να τη βρω και να της μιλήσω, αλλά με φυλάκισε. Είχε τρελαθεί.»

«Και οι Ζωντανοί-Νεκροί σε πήραν απ’αυτήν;» ρώτησε ο Όρκιβελ.

«Όχι ακριβώς,» είπε η Ανρίθα-Νοθ. Θυμός άστραψε στα μάτια της. «Η Σαρντίκα με πούλησε για δούλα σ’έναν ευγενή της Νασόλκαθ. Ξέρεις πού είναι η Νασόλκαθ;»

«Όχι.»

«Δεν έχει σημασία. Η Σαρντίκα με πούλησε σ’αυτόν, και η Έρικα, έχοντας εισβάλει στην οικία του, με πήρε από εκεί.»

Ο Όρκιβελ κοίταξε την Έρικα. «Έχεις κάνει πολλά, τελικά…»

«Περισσότερα απ’όσα νομίζεις,» επιβεβαίωσε εκείνη χαμογελώντας λιγάκι στραβά μέσα απ’την κουκούλα του μαγικού μανδύα της.

Μετά, η κουβέντα τους στράφηκε αλλού. Στο πώς είχαν έρθει οι Ζωντανοί-Νεκροί από τη δύση προς την ανατολή· και στο τέλος ο Ζαώρδιλ ρώτησε τον Όρκιβελ τι γνώριζε για μια οργάνωση δολοφόνων με την ονομασία Θηριόπνευστοι Αδελφοί. (Η Έρικα δεν είχε πει στον πειρατή τίποτα γι’αυτούς: ούτε ότι θα επιχειρούσαν, σύντομα, να σκοτώσουν τον Αβέρναλ, ούτε ότι οι Ζωντανοί-Νεκροί πήγαιναν στη Νουσράκλη για να τον προστατέψουν.) «Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί;» έκανε ο Μουντζουρωμένος. «Τρομεροί φονιάδες. Δε θες να σε βάλουν στο μάτι, πίστεψέ με. Γιατί ρωτάς, όμως; Τους έχετε συναντήσει, εσύ κι οι δικοί σου;»

«Πιθανώς να τους συναντήσουμε στο άμεσο μέλλον,» εξήγησε ο Ζαώρδιλ, με πρόθεση να του πει περισσότερα για τον Αβέρναλ και τους φονιάδες, αν χρειαζόταν. Ο Όρκιβελ τού φαινόταν εντάξει, τελικά, παρότι τσουτσέκι και πειρατής.

«Μη μου λες τέτοια,» μούγκρισε ο Όρκιβελ. «Δε θέλω να σας χάσω πάνω που σας γνώρισα.»

«Δε σκοπεύουμε να χαθούμε από τώρα. Το πολύ-πολύ να πεθάνουμε ακόμα μια φορά· αλλά δεν θα μείνουμε νεκροί. Όπως συνήθως.»

Ο Όρκιβελ γέλασε, και μετά είπε: «Μην τους παίρνεις, πάντως, τόσο αψήφιστα τους Θηριόπνευστους άμα σκοπεύεις να τα βάλεις μαζί τους.»

«Τι ξέρεις γι’αυτούς;»

Ο πειρατής τού είπε ό,τι του είχε πει κι η Έρικα, ουσιαστικά. «Και είν’ αλήθεια;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Μεταμορφώνονται όντως σε ζώα;»

«Τι να σου πω; Δεν τους έχω δει ποτέ, αλλ’ αυτή η φήμη κυκλοφορεί.»

«Φοράνε τα δέρματα θηρίων και γίνονται θηρία,» είπε ο Αλέξανδρος ο Δασύς.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι εννοείς;»

«Φτιάχνουν φορεσιές από δέρματα διάφορων ζώων, αυτό έχω ακούσει, κι ανάλογα με τη φορεσιά μεταμορφώνονται κιόλας. Κείνος που φορά τον λύκο πάνω του γίνεται λύκος· κείνος που φορά τον λυκόχοιρο γίνεται λυκόχοιρος· κείνος που φορά το λιοντάρι–»

«Ναι, ’ντάξει,» τον διέκοψε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, «το καταλάβαμε. Αλλά μη μου πεις πως αυτός που φορά τον ελέφαντα γίνεται ελέφαντας.»

Γελούσαν για λίγο, και μετά ο Όρκιβελ είπε στον Αλέξανδρο: «Πού τ’άκουσες, ρε, αυτά για τις φορεσιές από δέρματα ζώων;»

«Το λένε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Σε κάποιο καπηλειό πρέπει να το πήρε τ’αφτί μου. Εδώ και καιρό.»

«Θέλω πραγματικά να δω τι γίνεται μ’αυτόν που φορά στολή ελέφαντα,» επέμεινε ο Νικηφόρος.

«Προσευχήσου να μη χρειαστεί να το ανακαλύψεις,» του είπε ο Όρκιβελ μειδιώντας.

«Η μάγισσα ίσως να ξέρει περισσότερα…» είπε ο Αλέξανδρος στον Όρκιβελ.

«Μπορεί.»

«Ποια μάγισσα;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Η μάγισσά μας, η Μιρκάλη’λι. Αλλά είναι τώρα στο σκάφος.» Κι ο Μουντζουρωμένος έστρεψε το βλέμμα του στη Φαίδρα. «Όμως κι εσύ μάγισσα, δεν είσαι; ‘Φαίδρα’λι’ δεν σε σύστησε ο Σκοτωμένος;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά δεν ξέρω τίποτα για παράξενες φορεσιές από δέρματα θηρίων.»

«Και ούτε μπορείς ν’ανακαλύψεις;» τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ, έχοντας υπόψη του τα νοομορφικά ενδύματα.

«Πού να ξέρω, αρχηγέ; Ίσως. Δεν το έχω σκεφτεί.»

«Σκέψου το. Δε θα μπορούσαν να είναι κάτι σαν τα νοομορφικά ρούχα σου;»

«Δε νομίζω ότι είναι καθόλου το ίδιο πράγμα, αν κάνουν αυτό που λένε οι φήμες.»

*

Μετά από τέσσερις ώρες δουλειά στα ενεργειακά κέντρα των πλοίων οι μάγοι έπρεπε να ξεκουραστούν, κι επομένως οι μηχανές των σκαφών να πέσουν σε αδράνεια. Εν ανάγκη, η Φαίδρα’λι και ο Σάμελκον’λι μπορούσαν να συνεχίσουν να ελέγχουν τη ροή της ενέργειας, αντικαθιστώντας την Ανταρλίδα’μορ και τον Ρουάμη’νιρ· αλλά τώρα δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη. Τα καράβια, εξάλλου, είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να πλέουν με τα πανιά μέχρι οι μάγοι να ξανακάνουν τις Μαγγανείες Κινήσεως. Όμως ούτε και γι’αυτό υπήρχε ανάγκη, όπως αποδείχτηκε. Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος (που είχε, προ πολλού, επιστρέψει στο σκάφος του) τούς είχε οδηγήσει κοντά στην Ταρνάμεθ καθώς απογευματινό φως χρωμάτιζε τα ήρεμα νερά του Ωκεανού, οπότε μπορούσαν να σταματήσουν για λίγο εκεί, ώστε να κατεβούν από τα πλοία και να ξεκουραστούν στις τοπικές ταβέρνες και στο λιμάνι. Ο ίδιος ο πειρατής και το πλήρωμά του, όμως, δεν θα έρχονταν μαζί τους, πληροφόρησε ο Όρκιβελ τον Ζαώρδιλ μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού. «Άμα με δουν να ζυγώνω το λιμάνι της Ταρνάμεθ θα πέσουν κανονιές. Το ξέρουν το σκάφος μου από μακριά, Σκοτωμένε. Θα πάω ν’αράξω στην Αντίνησο και θάρθουμε, εγώ και μερικοί δικοί μου, με καμια βάρκα απέναντι, θα μπούμε στην πόλη, και θα σας βρούμε.» Αντίνησος ονομαζόταν το μικρότερο νησί βορειοδυτικά της νήσου Ταρνάμεθ. Το έβλεπες, άνετα, απ’το λιμάνι της πόλης της Ταρνάμεθ εκτός αν είχε σηκώσει πολύ πυκνή ομίχλη· αλλά ακόμα και τότε φαίνονταν τα φώτα από τα σπίτια των λιγοστών κατοίκων της Αδελφής (όπως έλεγαν οι κάτοικοι της Ταρνάμεθ την πόλη που βρισκόταν αντίκρυ τους, και εννοούσαν ότι ήταν αδελφή της Ταρνάμεθ). Όλα αυτά, βέβαια, οι Ζωντανοί-Νεκροί δεν τα ήξεραν, όμως τα έμαθαν πολύ σύντομα, όταν, αφού ζήτησαν άδεια από τις λιμενικές αρχές του νησιού, άραξαν τα μεγάλα πλοία τους στο λιμάνι της Ταρνάμεθ και κατέβηκαν για να γεμίσουν τις ταβέρνες κοντά στις αποβάθρες με την παρουσία τους. «Πωω, ρε, κύμα που έχει πέσει! Κύμα που έχει πέσει!» έλεγε ένας ταβερνιάρης γελώντας καθώς έφερνε παραγγελίες (ψητά ψάρια, μαλάκια, και οστρακοειδή, συνοδευόμενα από μπίρες και κρασιά)· κι εννοούσε, ασφαλώς, τα νομίσματα του Ωκεανού, τα οποία ονομάζονταν κύματα. Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής κρατούσε απασχολημένες και τις δύο σερβιτόρες της ταβέρνας, θρονιασμένος σε μια γωνία κι έχοντας τη μια κοπέλα στα γόνατά του και την άλλη καθισμένη επάνω στο τραπέζι πλάι του, λέγοντάς τους διάφορα ηρωικά κατορθώματα και περιπέτειες των Ζωντανών-Νεκρών (τα περισσότερα βγαλμένα από τη φαντασία του). Ο ταβερνιάρης, όσο κύματα τον χαστούκιζαν καταπρόσωπο, δεν είχε καμια αντίρρηση σχετικά μ’αυτό.

Ο θεός της Ταρνάμεθ – μια ψηλή, ξερακιανή σκιά που στεκόταν όρθια και έριχνε τρεις σκιές στο έδαφος οι οποίες έμοιαζαν να έχουν η καθεμία και δική της ζωή – τριγύριζε στο λιμάνι, μουρμουρίζοντας ακατανόητα και αποφεύγοντας την πολυκοσμία. (Οι κάτοικοι είπαν στους Ζωντανούς-Νεκρούς που ανησύχησαν να μην ανησυχούν· ο θεός δεν πείραζε κανέναν: ήταν απλώς γκρινιάρης και περίεργος· όταν βαριόταν τον περίπατο θα επέστρεφε στον ναό του.) Τελικά, στάθηκε στην άκρη μιας αποβάθρας και φάνηκε να πιάνει κάποιου είδους επικοινωνία με μια μορφή που είχε ξεπροβάλει μέσα από τη θάλασσα. Μια μορφή που ήταν από νερό και θύμιζε γυναίκα, πολύ γενικά. Τα χέρια της άρχιζαν από τη θάλασσα και τελείωναν στη θάλασσα, και θα μπορούσαν να ονομαστούν και πλοκάμια. Το ίδιο ίσχυε και για τα μαλλιά της. Στο κέντρο του προσώπου της υπήρχε ένα στρογγυλό, γυαλιστερό σημείο που άλλοτε φώτιζε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε μεγάλωνε ελαφρώς, άλλοτε μίκραινε ελαφρώς – ένα παράξενο μάτι.

Σε κάποια απόσταση από την αποβάθρα στεκόταν μια κουκουλωμένη μορφή, αρκετά κοντή· και η Φαίδρα’λι, βλέποντάς την, κατάλαβε ότι ήταν η μάγισσα που κρατούσε την υδάτινη θεά φυλακισμένη. Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων γρύλισε άγρια μέσα στο βραχιόλι της Φαίδρας, κι εκείνη την πρόσταξε να καθίσει ήσυχα, αλλιώς θα τσαντιζόταν. Πλησίασε την άλλη μάγισσα και τη χαιρέτησε. Συστήθηκε κιόλας: «Με λένε Φαίδρα’λι»· κι άφησε τον θεό της να έρθει λιγάκι προς την επιφάνεια της φυλακής του, ώστε αν ήθελε η συνάδελφός της να μπορέσει να τον διαισθανθεί μέσω της δικής της θεάς ή με κάποιο ξόρκι. Εκείνη την ατένισε μέσα απ’την κουκούλα της. Το πρόσωπό της ήταν μαυρόδερμο και τα μαλλιά της πράσινα. «Ονομάζομαι Μιρκάλη’λι,» είπε· και: «Πρέπει νάσαι η μάγισσα των Ζωντανών-Νεκρών, σωστά;»

«Σωστά.»

«Δε μπορεί κανείς να σε μπερδέψει για άλλη, με το λευκό δέρμα και τα πράσινα μαλλιά σου. Είμαι η μάγισσα του Όρκιβελ.»

«Το κατάλαβα,» είπε η Φαίδρα. «Έχει έρθει εδώ ο Όρκιβελ;»

«Ναι. Μόλις φτάσαμε.»

Η Φαίδρα έδειξε, με το βλέμμα της, προς τα εκεί όπου η υδάτινη θεά επικοινωνούσε με τον θεό της Ταρνάμεθ. «Δεν είν’ επικίνδυνο αυτό;»

«Καθόλου,» τη διαβεβαίωσε η Μιρκάλη· «είναι φιλήσυχος ο Βασ’μάρτ’νεχκ. Πολύ γέρος. Πανάρχαιος θεός. Ήταν εδώ από τότε που ο Ωκεανός γεννήθηκε. Ορισμένοι λένε πως ήταν εδώ από προτού η Φεηνάρκια δημιουργηθεί, από την εποχή του Ενιαίου Κόσμου, που όλες οι διαστάσεις ήταν μία.»

Η Φαίδρα ατένισε αμίλητα την ψηλή, ξερακιανή σκιά που έριχνε τρεις σκιές επάνω στην αποβάθρα όπου βρισκόταν – τρεις ζωντανές σκιές. Μετά ρώτησε τη Μιρκάλη: «Πώς λέγεται η δαιμόνισσά σου;»

«Καλοντυμένη Κυρά των Ανήσυχων Κυμάτων.»

«Καλοντυμένη;» Πρώτη φορά είχε ακούσει τέτοιου είδους λέξη να χαρακτηρίζει θεότητα της Φεηνάρκια.

«Κοίταξέ την προσεχτικά, Φαίδρα,» είπε η Μιρκάλη. «Πλησίασε κιόλας, αν θέλεις· ο Βασ’μάρτ’νεχκ δεν θα σε πειράξει.»

Η Φαίδρα, όμως, δεν έκανε περισσότερο από μερικά βήματα προς το μέρος του, και παρατήρησε την Καλοντυμένη Κυρά των Ανήσυχων Κυμάτων. Μέσα στην υδάτινη μορφή της διέκρινε όστρακα που σχημάτιζαν αλυσίδες, μοιάζοντας με ζώνες, περιδέραια, και βραχιόλια.

Η Φαίδρα μειδίασε. «Καταλαβαίνω,» είπε.

Η Μιρκάλη τής επέστρεψε το μειδίαμα. Και τη ρώτησε: «Γιατί δεν είσαι με τους άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς σε κάποια ταβέρνα; Ο θεός της Ταρνάμεθ σε τράβηξε εδώ;»

«Ήθελα να πάρω αέρα, απλώς,» είπε ψέματα η Φαίδρα, που εξακολουθούσε να προσπαθεί να λύσει τον γρίφο του Φέκταρελ.

«Θέλεις να πάμε κάπου να καθίσουμε τώρα;» πρότεινε η Μιρκάλη.

Η Φαίδρα έγνεψε καταφατικά.

Η Μιρκάλη στράφηκε να κοιτάξει τη θεά της και πρέπει να της έδωσε κάποια νοητική προσταγή, γιατί η Καλοντυμένη Κυρά των Ανήσυχων Κυμάτων απομακρύνθηκε από την αποβάθρα όπου επικοινωνούσε με τον θεό της Ταρνάμεθ και κινήθηκε προς τη μεριά της αφέντρας της, ρέοντας επάνω στα κύματα. Η Μιρκάλη στάθηκε στην άκρη του λιμανιού· γονάτισε· και η Καλοντυμένη Κυρά φάνηκε να πηδά από τη θάλασσα, να μικραίνει παράδοξα, και να μπαίνει μέσα στο λαιμό της μάγισσας – ή, μάλλον, στον λίθο που βρισκόταν επάνω στο ξύλινο κολάρο της.

Η Φαίδρα ρώτησε τη Μιρκάλη, καθώς εκείνη ερχόταν πάλι κοντά της: «Μόνο στο νερό μπορείς να την ξαμολήσεις;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Μιρκάλη. «Είναι εν μέρει από ύλη, όπως είδες.»

Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που κάποιος Δεσμοφύλακας παγίδευε έναν θεό που ήταν εν μέρει από ύλη. Οι άυλοι παγιδεύονταν ευκολότερα· ή αυτοί που είχαν ύλη αναγκάζονταν να την αφήσουν πίσω προτού κλειστούν στη μαγική φυλακή. Η ρευστή φύση της Καλοντυμένης Κυράς πρέπει να ήταν που είχε κάνει τη διαφορά, υπέθετε η Φαίδρα’λι. Αλλά δεν το θεώρησε ευγενικό να ρωτήσει τη Μιρκάλη. Δεν τη γνώριζε, άλλωστε, και τόσο καλά ακόμα.

Επιπλέον, ο Φέκταρελ ήταν που τώρα την απασχολούσε κυρίως. Όλα τα υπόλοιπα τής έμοιαζαν ανούσιοι περισπασμοί.

Και πού βρισκόταν τώρα; Έψαξε γι’αυτόν, με τη ματιά της, καθώς πήγαινε στις ταβέρνες μαζί με τη Μιρκάλη, και τον βρήκε εκεί όπου κάθονταν ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, ο Νικηφόρος, η Νιρκέκα, και άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί με τον Όρκιβελ κοντά τους (ο οποίος φορούσε κουκούλα για να μην τον αναγνωρίσει κανένας που δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσει). Ο Φέκταρελ έπινε μια μπίρα και συζητούσε με τον Ράκαλωντ, τη Φρίντα, και τον Κερκ. Δεν έμοιαζε να έχει τίποτα. Τίποτα εκτός απ’το ότι συνεχώς με αποφεύγει! σκέφτηκε τσαντισμένη η Φαίδρα, κι ύστερα κάθισε σ’ένα τραπέζι μαζί με τη Μιρκάλη’λι. Σύντομα, ήρθαν να τους κάνουν παρέα η Ανταρλίδα’μορ και η Ανρίθα-Νοθ, και ο ταβερνιάρης τούς έφερε ποτά και μεζέδες. Η Ανταρλίδα τον πλήρωσε μ’ένα χαρτονόμισμα τριών κυμάτων, κι εκείνος φάνηκε πολύ ευχαριστημένος.

Μετά από λίγο, ο Αλέξανδρος ο Δασύς πέρασε κοντά απ’το τραπέζι τους κι έκλεισε το μάτι στην Ανρίθα-Νοθ.

«Αυτός ο μαλλιαρός τύπος νομίζω πως μου την πέφτει,» είπε εκείνη στις άλλες. «Και με τρομάζει.»

«Δε μου φαίνεσαι και τόσο τρομαγμένη,» της είπε η Μιρκάλη καθώς δάγκωνε την άκρη ενός ψητού πλοκαμιού.

«Είναι το ύφος μου να δείχνω γενικά ήρεμη,» αποκρίθηκε η Ανρίθα-Νοθ. Όμως η Φαίδρα νόμιζε ότι όχι μόνο η Ανρίθα δεν τον φοβόταν αλλά τον προκαλούσε κιόλας. Όταν ο Αλέξανδρος τής είχε κλείσει το μάτι, εκείνη, παριστάνοντας πως δεν τον είχε προσέξει, είχε σηκώσει το χέρι της και τρίψει το αριστερό της στήθος, που κατά το ήμισυ φαινόταν προκλητικά μέσα από το μεγάλο της ντεκολτέ. Τι παιχνίδι έπαιζε; αναρωτήθηκε η Φαίδρα, που νόμιζε ότι ποτέ δεν θα την καταλάβαινε. Ή τον θέλεις κάποιον ή δεν τον θέλεις· αυτά είναι χαζομάρες.

«Δε μας πείθεις, Ανρίθα,» είπε η Ανταρλίδα, που κάπνιζε ένα τσιγάρο το οποίο – αν η Φαίδρα δεν έκανε λάθος απ’την εμφάνισή του – πρέπει να της είχε στρίψει ο Ζαώρδιλ. «Δε νομίζω ότι σε τρομάζει ο μαλλιαρός τύπος.»

«Δε σου φαίνεται εσένα τρομαχτικός; Είναι σα να μην έχει καθόλου πρόσωπο πίσω απ’όλη αυτή την τρίχα! Λες, μάλιστα, νάναι σημαδεμένος;» Η Ανρίθα παρίστανε πως αναριγούσε.

Η Ανταρλίδα χαμογελούσε, και ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα της.

*

Όταν νύχτωσε για τα καλά, απέπλευσαν από την Ταρνάμεθ. Ο Ζαώρδιλ είχε πει στους μάγους να μη μεθύσουν για να μπορούν να κάνουν τις Μαγγανείες Κινήσεως, και πράγματι ο Ρουάμης’νιρ και η Ανταρλίδα’μορ δεν ήταν μεθυσμένοι· δεν είχαν πιει παρά ελάχιστα. Αλλά ούτε κι οι υπόλοιποι μισθοφόροι του Σκοτωμένου παραπατούσαν, εκτός από καμια δεκαριά, και ο Ζαώρδιλ πρόσταξε να τους δέσουν και να τους ρίξουν στη θάλασσα για λίγο, μέχρι να συνέλθουν. Δεν άργησαν να έρθουν στα συγκαλά τους.

Ο Οδηγός και ο Ακόλουθος είχαν απομακρυνθεί από το λιμάνι της Ταρνάμεθ όταν το σκάφος του Όρκιβελ – το οποίο ονομαζόταν Σπαθί του Ωκεανού – τους ζύγωσε και ο Μουντζουρωμένος ζήτησε, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, να τον ακολουθήσουν. Θα τους οδηγούσε με ασφάλεια στη Νουσράκλη, είπε γι’ακόμα μια φορά. Ο Ζαώρδιλ πρόσταξε να πλεύσουν στο κατόπι του κουρσάρικου, και, μέσα στη νύχτα, πέρασαν κοντά κι ανάμεσα από πολλά νησιά που ο Σκοτωμένος όχι μόνο δεν ήξερε αλλά ούτε καν είχε ξανακούσει. Μερικά, δε, νόμιζε πως δεν τα έδειχνε ούτε ο χάρτης του Ωκεανού στην οθόνη της κονσόλας του πηδάλιου.

Η Έρικα τού ψιθύρισε: «Πάω να ξεκουραστώ. Έρχεσαι;»

Ο Ζαώρδιλ μπήκε στον πειρασμό, αλλά αισθάνθηκε διχασμένος, γιατί δεν ήξερε αν θα ήταν συνετό ν’αφήσει τη γέφυρα. Ίσως κάτι να προέκυπτε. Απ’την άλλη, βέβαια, αυτό ήταν γενικός κανόνας – πάντοτε ίσως κάτι να προέκυπτε – κι επιπλέον, τον Πιλότο τον εμπιστευόταν· ήταν έμπειρος στη δουλειά του. Και ο Νικηφόρος ήταν εδώ, καθώς κι ο Φέκταρελ. Στη χειρότερη περίπτωση, αν κάτι συνέβαινε, θα τον ειδοποιούσαν.

Ακολούθησε, έτσι, την Έρικα στην καμπίνα του πλοίαρχου και, χωρίς πολύ καθυστέρηση, έπεσαν στο κρεβάτι παλεύοντας σαν ερωτοχτυπημένα θηρία. Δε σε τσαντίζει όταν σε διακόπτουν; είπε η Έρικα μέσα στο στόμα του (αναφερόμενη στην προηγούμενη φορά, που ο επικοινωνιακός δίαυλος είχε κουδουνίσει). Μου έχεις λείψει, το ξέρεις; της είπε ο Ζαώρδιλ σα να μην την είχε ακούσει: Κάθε φορά που φεύγεις μου λείπεις.

Μετά από κάποια ώρα, εξαντλημένοι, κοιμήθηκαν. Η Έρικα, αργότερα, δεν θυμόταν αν ονειρεύτηκε τίποτα. Ο Ζαώρδιλ ονειρευόταν μια σύγκρουση ανάμεσα σε Παντοκρατορικούς και επαναστάτες – μια σύγκρουση που δεν είχε συμβεί ποτέ – αλλά εκείνος δεν ήταν ούτε με τη μια παράταξη ούτε με την άλλη. Καθόταν επάνω σ’ένα σταματημένο δίκυκλο κι αναρωτιόταν για τον πόλεμο· και παραδίπλα στεκόταν ο Ροδόλφος (που, στον πραγματικό κόσμο, κατοικούσε τώρα στη Βολδέριλ, στο Παντοκρατορικό γκέτο, και είχε γράψει το βιβλίο Οι Αναμνήσεις ενός Λευκού Διοικητή) και του έλεγε Αν δεν ήταν έτσι θα μπορούσαμε να είχαμε οικοδομήσει έναν κόσμο ειρήνης αντί για έναν κόσμο πολέμου, δεν έχω δίκιο, Ζαώρδιλ;

Τα μάτια του Σκοτωμένου άνοιξαν απότομα σαν να είχε διαισθανθεί κίνδυνο. Αλλά μάλλον εκείνο που τον είχε ξυπνήσει ήταν το κουδούνισμα του επικοινωνιακού διαύλου.

Και η Έρικα είχε ξυπνήσει. «Γαμήσου…» μούγκρισε καθώς έπαιρνε το κεφάλι της από τον ώμο του Ζαώρδιλ και γύριζε στο πλάι, στρέφοντάς του την πλάτη.

Ο Σκοτωμένος σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε το γραφείο, για ν’ανοίξει τον δίαυλο. «Τι είναι;» ρώτησε.

«Προσεγγίζουμε το λιμάνι της Νουσράκλης, αρχηγέ,» είπε η φωνή του Νικηφόρου.

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. Ο Κολπατζής είχε δίκιο, διαπίστωσε: μια μεγάλη, φωτισμένη πόλη φαινόταν μες στη νύχτα. Τι ώρα είναι;

«Ακούς, Σκοτωμένε;»

«Σε άκουσα. Εντάξει. Πάμε ν’αράξουμε. Υποθέτω θα μας δώσουν άδεια.»

«Κι ο Πιλότος το ίδιο υποθέτει.»

Ο Ζαώρδιλ τερμάτισε την επικοινωνία και κοίταξε το ρολόι πάνω στο γραφείο.

Η Έρικα, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του, ρώτησε, από το κρεβάτι: «Τι ώρα είναι;»

«Δύο και κάτι, μετά τα μεσάνυχτα. Μάλλον ο Βασιληάς θα κοιμάται.»

Κεφάλαιο Έβδομο
Ζωντανοί-Νεκροί στην Αυλή του Βασιληά

Τα δύο μεγάλα πλοία των Ζωντανών-Νεκρών αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Νουσράκλης, ενώ τα τρία φεγγάρια της Φεηνάρκια παρακολουθούσαν από τον ουρανό. Το κουρσάρικο του Όρκιβελ – το Σπαθί του Ωκεανού – είχε προ πολλού απομακρυνθεί, γιατί οι πειρατές του και οι δυνάμεις ασφαλείας του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων δεν είχαν φιλικές σχέσεις αναμεταξύ τους.

Κάποιοι φρουροί της πόλης πλησίασαν τις αποβάθρες όπου είχαν αράξει τα σκάφη των Ζωντανών-Νεκρών, προκειμένου να μάθουν τη δουλειά των μισθοφόρων εδώ και να τους ζητήσουν φόρο. Η Έρικα και ο Ζαώρδιλ τούς συνάντησαν έξω από τον Οδηγό, και η πρώτη μίλησε στην αρχηγό τους, εξηγώντας της πως βρίσκονταν στη Νουσράκλη κατόπιν εντολής του Βασιληά Ράνελμον, ώστε να συζητήσουν μαζί του σχετικά μ’ένα λεπτό και εμπιστευτικό θέμα. Υπήρχε περίπτωση – πολύ πιθανή περίπτωση – ο Μεγαλειότατος να προσλάμβανε τους Ζωντανούς-Νεκρούς. «Αν δεν μας πιστεύετε μπορείτε φυσικά να επικοινωνήσετε μαζί του για να τον ρωτήσετε. Ονομάζομαι Έρικα Σάλκερκοφ. Αν ακούσει το όνομά μου θα το αναγνωρίσει, είμαι βέβαιη.»

Η αρχηγός των φρουρών, παρότι την κοίταζε με δυσπιστία, είπε: «Είναι πολύ αργά για να ανησυχήσουμε τον Βασιληά εκτός αν πρόκειται για κάτι κατεπείγον. Και δεν νομίζω πως η περίπτωσή σας είναι τέτοια. Μπορείτε να παραμείνετε στο λιμάνι ώς το πρωί, οπότε και θα έχετε την ευκαιρία να μιλήσετε με τον Μεγαλειότατο.»

«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Θα κατεβείτε από τα πλοία;»

Η Έρικα κοίταξε ερωτηματικά τον Ζαώρδιλ. «Δεν υπάρχει λόγος,» είπε εκείνος. «Μέχρι να ξημερώσει, τουλάχιστον.»

Η αρχηγός των φρουρών ένευσε. «Καλώς,» είπε, κι έκανε νόημα στους μαχητές της ν’απομακρυνθούν από την αποβάθρα. Δεν πήγαν, όμως, και πολύ μακριά. Κάμποσοι απ’αυτούς έμειναν σε τέτοιο σημείο του λιμανιού ώστε να μπορούν να κοιτάζουν τα δύο πλοία των Ζωντανών-Νεκρών, οπλισμένοι με τουφέκια και αλεξίσφαιρες πανοπλίες, και τρεις απ’αυτούς έφιπποι.

Ο Ζαώρδιλ και η Έρικα επέστρεψαν στο εσωτερικό του Οδηγού.

Όταν, μετά από ώρες, ο ήλιος ξεπρόβαλε από την ανατολή, ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος βγήκε απ’την καμπίνα του πλοίαρχου και στάθηκε στο κατάστρωμα, ντυμένος με το δερμάτινο παντελόνι του κι έχοντας το πουκάμισό του μισοκουμπωμένο, αποκαλύπτοντας πορφυρό δέρμα και παλιές ουλές – ολόκληρη έκθεση ιδιόρρυθμης τέχνης από ουλές. Τα πόδια του πατούσαν ξυπόλυτα επάνω στα ξύλα του καταστρώματος. Η ζέστη ήταν αρκετά έντονη για τέτοια πρωινή ώρα. Ο Ζαώρδιλ έβαλε στο στόμα του το τσιγάρο που είχε στρίψει πριν από λίγο και το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του.

Είδε πως οι φρουροί εξακολουθούσαν να είναι στο λιμάνι. Όχι οι ίδιοι, σίγουρα, αλλά κάποιοι φρουροί ήταν στην ίδια θέση. Η πόλη ξυπνούσε, και είχε αρχίσει να έχει κίνηση στους δρόμους και στις αποβάθρες. Ο Ζαώρδιλ άκουσε έλικες να χτυπούν από πάνω του, και υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό ατένισε ένα ελικόπτερο να πηγαίνει να προσγειωθεί κάπου πέρα από τα βορειοανατολικά τείχη της Νουσράκλης. Υπήρχε, λοιπόν, και αεροδρόμιο εδώ. Δεν ήταν πολλές οι πόλεις της Φεηνάρκια που είχαν αεροδρόμιο. Και το ελικόπτερο πρέπει να ήταν εμπορικό, αν δεν είχε κάνει λάθος.

Η Έρικα ήρθε σε λίγο να σταθεί πλάι του, ντυμένη κι εξοπλισμένη σαν να ήταν έτοιμη για ταξίδι. Αλλά δεν φορούσε τώρα τον μαγικό μανδύα της· τον είχε αφήσει μέσα. Προτιμούσε να μην τον φορά όταν δεν το θεωρούσε απαραίτητο· τη φρίκαρε ώρες-ώρες, έτσι όπως πιανόταν επάνω της.

«Θα μας καλέσει ο Βασιληάς, ή θα πάμε εμείς να του χτυπήσουμε το κουδούνι;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Δεν ξέρω. Υποθέτω πως εκείνη η πολεμίστρια θα τον ειδοποιήσει… Θα δούμε. Περίμενε λίγο.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε, και πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο του στη θάλασσα.

Μετά από κάποια ώρα, κι ενώ ο Ζαώρδιλ κι η Έρικα ακόμα βρίσκονταν στο κατάστρωμα παρατηρώντας την κίνηση στο λιμάνι, ο Θελβάμης πλησίασε λέγοντας: «Αρχηγέ;»

«Τι;»

«Μας έχει καλέσει ένας τύπος τηλεπικοινωνιακά και λέει πως μιλά εκ μέρους του Βασιληά Ράνελμον. Ζητά την Έρικα.»

Η Έρικα είπε αμέσως, προτού προλάβει ν’αποκριθεί ο Ζαώρδιλ: «Πάμε.»

Ο Θελβάμης όμως περίμενε την έγκριση του Σκοτωμένου, ο οποίος, φυσικά, κατένευσε· έτσι πήγαν κι οι τρεις τους στη γέφυρα, και ο Θελβάμης πάτησε ένα πλήκτρο επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό.

Ένα αντρικό πρόσωπο παρουσιάστηκε στην οθόνη της κονσόλας.

«Με ζητήσατε…» είπε η Έρικα, που δεν αναγνώριζε αυτό τον άντρα. Πρέπει, όμως, να ήταν κάποιος από τους αυλικούς του Ράνελμον. Τους ανθρώπους του παλατιού.

«Είστε η Έρικα Σάλκερκοφ;» ρώτησε.

«Μάλιστα. Θα μπορούσα να μιλήσω με τον Βασιληά;»

Ο άντρας κοίταξε κάπου παραδίπλα· μετά σηκώθηκε από τη θέση του, φεύγοντας από την οθόνη, και ο Βασιληάς Ράνελμον τον αντικατέστησε. «Καλημέρα, κυρία Σάλκερκοφ,» είπε. «Ήρθατε αργά, μετά τα μεσάνυχτα, με πληροφόρησαν.»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Έχω μαζί μου τον Ζαώρδιλ και τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Ελπίζω να σας βρίσκουμε καλά…» εμμέσως ρωτώντας αν είχαν, παρ’ελπίδα, ήδη επιτεθεί οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί.

«Εκτός από κάποιες… απειλές, όλα είναι εντάξει,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον. «Ελάτε στο παλάτι μου και θα συζητήσουμε. Φέρτε μαζί σας και τον Ζαώρδιλ, ασφαλώς, καθώς και κάποιους από τους ανθρώπους του, αν θέλετε. Αλλά όχι περισσότερους από πέντε.»

«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε.»

«Θα μιλήσουμε, λοιπόν, από κοντά, κυρία Σάλκερκοφ.» Ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων τερμάτισε την επικοινωνία τους, και η οθόνη έσβησε.

«Τι εννοούσε όταν είπε ότι δέχτηκε απειλές;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Θα μάθουμε σε λίγο, προφανώς. Αλλά υποθέτω πως είναι κάτι που έχει σχέση με τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ. Θέλεις να πάρεις κανέναν άλλο μαζί σου;»

«Τη μάγισσα, σίγουρα. Τον Φέκταρελ, τον Νικηφόρο. Κι ας έρθει και η Ραβάσλι.»

*

Η Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων ήταν μεγάλη και ηλιόλουστη, όλο κρύσταλλα, όμορφα λαξευτά αγάλματα, και περίτεχνα κεντημένες ταπετσαρίες. Στο βάθος της, στο τέλος ενός μακρύ γαλανού χαλιού ραμμένου έτσι ώστε να θυμίζει θαλάσσια κύματα, βρισκόταν ο θρόνος επάνω σ’ένα βάθρο· και ο Βασιληάς Ράνελμον ήταν καθισμένος εκεί, ντυμένος επίσημα.

Η Έρικα, ο Ζαώρδιλ, η Φαίδρα’λι, ο Φέκταρελ, ο Νικηφόρος, και η Ραβάσλι, έχοντας οδηγηθεί από φρουρούς ενώπιόν του, υποκλίθηκαν τυπικά.

«Εσείς είστε, λοιπόν, οι αρχηγοί των Ζωντανών-Νεκρών;» είπε ο Ράνελμον.

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Ονομάζομαι Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, και, αν δεν κάνω λάθος, η Έρικα θα σας έχει μιλήσει για εμένα.»

Γύρω τους στην αίθουσα βρίσκονταν διάφοροι αυλικοί και φρουροί. Ανάμεσά τους, η Έρικα μπορούσε να αναγνωρίσει μόνο την Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, σύζυγο του Ράνελμον, και την Πριγκίπισσα Ρασλέδη, την κόρη τους. Οι άλλοι τής ήταν άγνωστοι· δεν ήξερε πολλά για την αριστοκρατία, ούτε για την εσωτερική πολιτική γενικά, των Γεφυρωμένων Νήσων. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ο Βασιληάς δεν είχε απόλυτη εξουσία· υπήρχε και η Βουλή των Καπεταναίων, όπως την έλεγαν, η οποία αποτελείτο από τους ισχυρότερους πλοιοκτήτες των νησιών.

«Μου έχει, πράγματι, μιλήσει,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς στον Σκοτωμένο. «Νομίζετε ότι μπορείτε να μου προσφέρετε προστασία, κύριε Ζαώρδιλ;»

«Δεν είμαι βέβαιος ότι θα αναλάβω τη δουλειά, Μεγαλειότατε. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα, πρώτα. Αλλά, αν τελικά την αναλάβω, εγώ και οι μισθοφόροι μου θα κάνουμε το παν για να κρατήσουμε την αυλή σας ασφαλή από τον κίνδυνο που την απειλεί.» Εσκεμμένα δεν είχε αναφέρει το όνομα των Θηριόπνευστων Αδελφών γιατί καταλάβαινε ότι αυτή δεν ήταν μια περιορισμένη συνδιάσκεψη· τόσοι άλλοι παρακολουθούσαν αυτά που λέγονταν.

«Μπορείτε να μιλήσετε ανοιχτά,» είπε ο Ράνελμον, μάλλον μαντεύοντας, από τα λόγια του, τι είχε ο Ζαώρδιλ στο μυαλό του· «θεωρώ όλους όσους βρίσκονταν εδώ έμπιστους ανθρώπους, όχι πιθανούς προδότες ή κατασκόπους της Κάρνατεβ.»

«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Ζαώρδιλ. «Προφανώς αναφέρομαι στους Θηριόπνευστους Αδελφούς, μιλώντας για κίνδυνο.»

Ο Βασιληάς ένευσε. «Γνωρίζετε τις φήμες γι’αυτούς;»

«Ό,τι μου έχει πει η Έρικα.»

Ο Ράνελμον στράφηκε να κοιτάξει την Έρικα.

Εκείνη είπε: «Ελάχιστα είναι γνωστά για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, ούτως ή άλλως…»

«Προ τριετίας, ένας από τους καπεταναίους μου δολοφονήθηκε από αυτούς,» την πληροφόρησε ο Ράνελμον.

«Και είναι αλήθεια ότι μεταμορφώνονται σε θηρία, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Κανείς δεν τους είδε να αλλάζουν μορφή,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς. «Αλλά, βέβαια, όλοι όσοι βρίσκονταν στον ίδιο χώρο μ’εκείνο τον καπετάνιο σκοτώθηκαν, οπότε δεν μπορέσαμε να τους ρωτήσουμε…»

«Μου είπατε ότι δεχτήκατε κάποιες απειλές, Μεγαλειότατε…» του υπενθύμισε η Έρικα.

«Από τον Αρχισυγκλητικό. Όχι άμεσες, βέβαια, αλλά αρκετά ξεκάθαρες, οφείλω να ομολογήσω. Μου έστειλε επιστολή, χτες, εντός της οποίας με παρότρυνε να του παραδώσω τον δημοσιογράφο Αβέρναλ το συντομότερο δυνατό, εξηγώντας πως, αν αποφασίσω να μην το πράξω, μεγάλο κακό πιθανώς να βρει το παλάτι μου. Είναι, μου έγραψε ο Αρχισυγκλητικός, επικίνδυνο να προσφέρει κανείς άσυλο σε κακοποιούς.»

«Πρέπει να αναφερόταν στους Θηριόπνευστους Αδελφούς, χωρίς να θέλει να τους κατονομάσει,» είπε η Έρικα.

«Θα μπορούσε και να μπλοφάρει, ίσως,» ακούστηκε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή από δίπλα, και η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα ζύγωσε τον θρόνο του συζύγου της, κατάμαυρη, γαλανομάλλα, και ντυμένη με στιλπνό πράσινο φόρεμα με ψηλό γιακά και βαθύ ντεκολτέ.

«Δεν το πιστεύω, Υψηλοτάτη,» είπε η Έρικα.

«Γιατί όχι;» Η Σεϊλίκρα την ατένιζε καχύποπτα.

«Διότι έχει ήδη προσπαθήσει μία φορά να δολοφονήσει τον Αβέρναλ. Είναι βέβαιο ότι τον θέλει νεκρό, και ότι βλέπει ως εχθρική κίνηση το γεγονός ότι τον προφυλάσσετε από την οργή του.»

Τότε, ένας άντρας μίλησε, ψηλός και πορφυρόδερμος, πρασινογένης και καραφλός: «Θα τολμήσει να στρέψει το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων εναντίον του, κυρία μου;»

Πρέπει να ήταν κάποιος από τους καπεταναίους, υπέθεσε η Έρικα καθώς τον ατένιζε με μάτι κριτικό. Της έμοιαζε ψημένος από τη θάλασσα. «Ο Αρχισυγκλητικός δεν νομίζω ότι τώρα φοβάται κανέναν. Μην ξεχνάτε τα αεροχήματα–»

Ο άντρας ρουθούνισε. «Μερικά ιπτάμενα τροχοφόρα δεν μπορούν να απειλήσουν τη δύναμη του Βασιλείου μας!»

Ο Ράνελμον τού είπε: «Μη θεωρείς τα αεροχήματα ασήμαντα, Θαλασσάρχοντα Κάβερντελ. Αλλά δε νομίζω πως, ούτως ή άλλως, θα μας επιτεθεί μ’αυτά, γιατί τότε θα ξεσπάσει αμέσως πόλεμος ανάμεσα στο Βασίλειό μας και στην Κάρνατεβ. Ωστόσο, στέλνοντας τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, δεν δίνει, επισήμως, κανένα σημάδι ότι εκείνος είναι που μας επιτίθεται–»

«Μα τους θεούς του Ωκεανού, Βασιληά μου!» αναφώνησε ο Κάβερντελ – ένας από τους καπεταναίους της Βουλής, προφανώς, αφού ο Ράνελμον τον είχε αποκαλέσει Θαλασσάρχοντα, σκέφτηκε η Έρικα, που ήξερε πως αυτός ήταν ο σωστός τίτλος. «Γνωρίζουμε πως εκείνος είναι που σκοπεύει να στείλει τέτοια τέρατα εναντίον μας, δεν το γνωρίζουμε; Τι θα μας εμποδίσει απ’το να του επιτεθούμε μαζικά, αν έχει το θράσος να χτυπήσει το παλάτι σας;» Και πολλοί ακούστηκαν να συμφωνούν με τα λόγια του.

«Θα φανεί ότι εμείς ξεκινήσαμε τον πόλεμο, χωρίς καλή αιτία,» είπε ο Ράνελμον.

«Ας νομίσει ο καθένας ό,τι επιθυμεί, Βασιληά μου!»

«Το Βασίλειό μας βασίζεται στο εμπόριο, Θαλασσάρχοντα Κάβερντελ. Το τι νομίζουν οι άλλες πόλεις του Ωκεανού για εμάς μας ενδιαφέρει!»

«Ποιος συμπαθεί την Κάρνατεβ και τον Αρχισυγκλητικό της, Βασιληά μου;» είπε μια γυναίκα που κι αυτή πρέπει να ήταν της Βουλής των Καπεταναίων. «Ύστερα από τόσα που έχουν κάνει, τελευταία, με τα αεροχήματά τους; Κανένας!» Ξανά, ακούστηκαν πολλοί να συμφωνούν.

«Δεν θα οδηγήσω το Βασίλειο σε πόλεμο, αν μπορώ να το αποφύγω!» επέμεινε ο Ράνελμον διακόπτοντας τις φωνές τους.

«Αν μπορεί να αποφευχθεί, Μεγαλειότατε, ναι, κανένας δεν θέλει τον πόλεμο…» συμφώνησε ο Κάβερντελ.

«Γι’αυτό βρίσκονται εδώ ο κύριος Ζαώρδιλ και οι Ζωντανοί-Νεκροί,» είπε ο Ράνελμον. «Για να μας προφυλάξουν από μια πιθανή επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών και να μην οδηγηθούμε σε πόλεμο.»

«Δηλαδή, θα επιτεθούν αυτοί οι φονιάδες στο παλάτι σας και μετά ο Αρχισυγκλητικός δεν θα λάβει την πρέπουσα απάντηση;» απόρησε ο Κάβερντελ.

«Θα δούμε,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον σκεπτικά. «Δεν είναι ώρα για γρήγορες αποφάσεις. Πρώτα θέλω να βεβαιωθώ ότι μπορούμε να προφυλάξουμε τον εαυτό μας και τον κύριο Αβέρναλ από την επίθεση.» Και κοίταξε τον Σκοτωμένο ξανά. «Θα αναλάβετε την προστασία μας, κύριε Ζαώρδιλ;»

«Πρέπει να μάθω κάποια πράγματα, πρώτα, Μεγαλειότατε.»

«Ρωτήστε με· γι’αυτό γίνεται τούτη η συνάντηση.»

«Κατά πρώτον, αν είναι να αναλάβουμε τη δουλειά, θα χρειαστώ τα σχέδια ολόκληρου του παλατιού σας. Και εννοώ τα πάντα. Αν κρατήσετε μυστικά από εμένα, δεν ευθύνομαι για ό,τι μπορεί να συμβεί.»

«Θα έχετε τα σχέδια του παλατιού,» τον διαβεβαίωσε ο Ράνελμον, στωικά, παρατηρώντας τον.

«Κατά δεύτερον, πρέπει να συμφωνήσουμε για πόσο καιρό μάς χρειάζεστε εδώ. Απ’ό,τι μου είπε η Έρικα, οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν παραιτούνται μέχρι ο στόχος τους να είναι νεκρός. Αυτό σημαίνει πως, ακόμα κι αν καταφέρουμε να αποκρούσουμε την πρώτη τους επίθεση, πολύ πιθανόν να δεχτείτε και δεύτερη ή και τρίτη… Και δεν ξέρουμε τι χρονικό διάστημα θα υπάρχει ανάμεσά τους. Οι Ζωντανοί-Νεκροί, όμως, δεν μπορούν να μείνουν για πάντα εδώ, προστατεύοντας το παλάτι σας…»

«Καταλαβαίνω τι σας προβληματίζει, κύριε Ζαώρδιλ. Και είναι εύλογο, πράγματι, να αναρωτιέστε για κάτι τέτοιο. Ας κάνουμε, λοιπόν, την εξής συμφωνία, αν βολεύει κι εσάς: Θα σας πληρώσω για να μας προφυλάξετε από την πρώτη επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών. Και μετά… βλέπουμε. Μπορεί να σας ξαναπληρώσω, μπορεί όχι. Θέλω κι εγώ να δω πόσο ισχυροί είναι.

»Συμφωνείτε, κύριε Ζαώρδιλ;»

«Η πρότασή σας είναι λογική, Μεγαλειότατε. Αν συμφωνήσουμε και στην αμοιβή, κατά πάσα πιθανότητα οι Ζωντανοί-Νεκροί θα σας υπηρετήσουν. Ωστόσο, θα ήθελα ακόμα κάτι από εσάς…»

«Ζητήστε το.»

«Θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να ερευνήσω για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, να μάθω ό,τι μπορώ να μάθω μέσα στη Νουσράκλη και σ’όλες τις Γεφυρωμένες Νήσους. Με βασιλική άδεια υπογεγραμμένη από εσάς. Όσο περισσότερα ξέρω γι’αυτούς, τόσο αρτιότερα θα μπορέσουμε να προστατέψουμε το παλάτι σας.»

«Νόμιζα,» είπε ο Βασιληάς Ράνελμον, «ότι η κυρία Σάλκερκοφ ήταν που ειδικευόταν σ’αυτές τις έρευνες.»

«Η Έρικα,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, «αναμφίβολα θα με βοηθήσει.»

«Φυσικά και θα βοηθήσω, Μεγαλειότατε,» είπε η ίδια. «Και θα βοηθούσα ακόμα περισσότερο αν είχα προλάβει να εγκαθιδρύσω το δίκτυό μου στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων· αλλά, έτσι όπως έχουν μέχρι στιγμής τα πράγματα, δεν έχω στη διάθεσή μου ούτε έναν πράκτορα εδώ.»

«Μάλιστα,» είπε ο Ράνελμον ακουμπώντας την πλάτη του στον θρόνο και μοιάζοντας σκεπτικός. «Θα έχετε, ασφαλώς, την άδεια που ζητάτε, κύριε Ζαώρδιλ,» πρόσθεσε. «Δεν υπάρχει λόγος να μη σας τη δώσω. Τι άλλο θα θέλατε;»

«Την πλήρη συνεργασία της φρουράς του παλατιού και της φρουράς της πόλης, Μεγαλειότατε.»

«Κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Βασιληάς Ράνελμον.

«Επίσης, θα ήθελα να μιλήσω με τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο.»

 

 

Το πρωί, εκείνο το τέρας με κοίταζε ξανά από τον καθρέφτη, παραμορφωμένο, ειδεχθές. Ύστερα από μια νύχτα ανέγνωρων υπόγειων βαθών. Το βλέμμα του μου υποσχόταν ότι είμαστε ένα, πλέον.

Και τώρα έχω την αίσθηση πως εξακολουθεί να με παρακολουθεί, κρυμμένο πίσω από τις αντανακλάσεις στα μυριάδες κρύσταλλα της βασιλικής αίθουσας.

Ξέρει κάποιο μυστικό, αλλά θα μου το αποκαλύψει μόνο κάτω από τη γη– Δεν πρέπει να υπακούσω! Είναι φορές που νομίζω ότι θα ξυπνήσω και θα είμαι διαφορετικός… τελείως διαφορετικός…

Άλλες φορές πάλι νομίζω πως όλα είναι παραισθήσεις που εξαφανίζονται στο φως του ήλιου…

Τα κρύσταλλα της βασιλικής αίθουσας… Πίσω από τα κρύσταλλα της βασιλικής αίθουσας, ένα αρχέγονο σκοτάδι καιροφυλακτεί, απειλώντας να ξεπηδήσει…

Κεφάλαιο Όγδοο
Οι Πληρωμένοι Φονιάδες και ο Μισθοφόρος

Παλιά, τον έβλεπε ως «λάφυρό» της. Ήταν και η κατάσταση τέτοια, βέβαια. Τότε, ήταν λάφυρό της. Κι εκείνη βρισκόταν μέσα σε μια συμμορία ληστών – μια μεγάλη συμμορία ληστών, ομολογουμένως – από την οποία εκείνος είχε αναγκαστεί να ζητήσει καταφύγιο, εξόριστος καθώς ήταν από την πατρίδα του, κατατρεγμένος από τον άνθρωπο που του είχε κλέψει την αδελφή του. Μετά, όμως, η κατάσταση είχε αλλάξει. Τελείως. Το ληστρικό φουσάτο της Σαρντίκα-Νοθ βρισκόταν στο τέλος του, όλοι το έβλεπαν, έτσι ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν αποφασίσει – αναγκαστεί, ίσως – να φύγουν, ακολουθώντας τον μάγο. Ναι, ο Άρδαλον’λι, ο μάγος της Σαρντίκα-Νοθ, που όλοι οι ληστές τον έτρεμαν, ήταν ο πρώτος που είχε αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να απομακρυνθεί. Το είχε πει στον Άσλατμιρ, και ο Άσλατμιρ το είχε, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, πει στη Σέρυ. Έτσι, είχαν ταξιδέψει ανατολικά, συνεχώς ανατολικά. Και η κατάσταση είχε, όντως, αλλάξει πολύ. Από διάφορες απόψεις. «Τώρα εγώ είμαι λάφυρό σου,» είχε πει, μια νύχτα, η Σέρυ στον Άσλατμιρ.

«Τι;» είχε κάνει εκείνος, ξαφνιασμένος.

«Εγώ είμαι τώρα λάφυρό σου,» είχε επαναλάβει η Σέρυ. Και το εννοούσε. Του είχε δοθεί εκείνη τη νύχτα με τρόπο που δεν του είχε δοθεί ποτέ ξανά, σαν να ήταν υποτελής του, δούλα του. Επιτέλους κατάλαβε πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, είχε σκεφτεί ο Άσλατμιρ. Αλλά ήταν παραξενεμένος από την αλλαγή της. Ή μάλλον, δεν θα έπρεπε να είναι, συλλογίστηκε μετά, αφού την είχε χρησιμοποιήσει βίαια δυο, τρεις φορές και ήταν κι οι δυο τους ξαπλωμένοι και ξέπνοοι. Δεν θα έπρεπε να τον παραξενεύει η αλλαγή της. Γι’αυτήν όλα είχαν, απρόσμενα, αναποδογυρίσει. Μάλλον αισθανόταν χαμένη μακριά από το ληστρικό φουσάτο της Σαρντίκα-Νοθ, όπως αισθανόταν ο Άσλατμιρ όταν ο τρισκατάρατος Ραλνίβης τον είχε εξορίσει από τη Νασόλκαθ. Χειρότερα, ίσως.

Η συμπεριφορά της, πάντως, ήταν διαφορετική. Ερωτικά, κυρίως, αλλά όχι μόνο. Δίσταζε να πάρει αποφάσεις. Δρούσε σαν να φοβόταν ότι η Φεηνάρκια ήταν ένα πελώριο, αχαλίνωτο κτήνος που μπορεί ανά πάσα στιγμή να την κατάπινε, τώρα που εκείνη είχε βρεθεί έξω από τον κύκλο των συμπολεμιστών της. Ήταν τσιτωμένη· πάντοτε τσιτωμένη.

Βρίσκονταν στη Βάλνερβελ, μέσα στις Ενδότερες Πολιτείες, όταν είχε γίνει φανερή αυτή η πρώτη αλλαγή της, και από τότε δεν είχε μεταστραφεί. Συνέχιζε έτσι, καθώς ταξίδευαν απ’το ένα μέρος στο άλλο, οι τρεις τους: εκείνος, εκείνη, και ο μάγος με τους δύο δαίμονες. «Είμαι λάφυρό σου, τώρα,» του έλεγε κάπου-κάπου, σα να μην ήθελε να το ξεχάσει ούτε ο Άσλατμιρ αλλά ούτε κι η ίδια.

Ο Άσλατμιρ δεν είχε παράπονο μ’αυτό. Ανέκαθεν αναρωτιόταν πώς θα ήταν να την είχε γονατιστή μπροστά του, να ρουφά το πουλί του. Τώρα το είχε ανακαλύψει, πολλές φορές.

Βρίσκονταν στην Κάρνατεβ, επί του παρόντος, και οι δουλειές τους πήγαιναν καλύτερα απ’ό,τι σε άλλες πόλεις κι απ’ό,τι εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν εύκολο να σκοτώνεις ανθρώπους, αλλά κι οι δυο τους είχαν μια κάποια εμπειρία σ’αυτό. Μπορούσαν, άνετα, να γίνουν δολοφόνοι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Επομένως, αυτό έκαναν καθώς ταξίδευαν προς τα ανατολικά, κι αυτό έκαναν και σήμερα: τους πλήρωναν και σκότωναν. Δεν δούλευαν κάθε μέρα αλλά έπαιρναν αρκετά χρήματα. Είχαν καταφέρει πλέον να αγοράσουν ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας της Κάρνατεβ. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, όμως δεν είχαν παράπονο. Για την ώρα. Ο μάγος έμενε αλλού, εξάλλου· και τελευταία είχε εξαφανιστεί. Πού είχε πάει, ο Άσλατμιρ δεν είχε ιδέα. Ήταν παράξενος, ούτως ή άλλως. Και η παραξενιά του, κάποτε, θα ήταν αναμφίβολα το τέλος του.

Αλλά τώρα ο Άσλατμιρ δεν είχε στο μυαλό του τον Άρδαλον’λι καθώς πίεζε τον ορθωμένο του ανδρισμό μέσα στη Σέρυ, η οποία ήταν πεσμένη στα τέσσερα μπροστά του, με τα χέρια της δεμένα στις ξύλινες στήλες του κρεβατιού. Ήταν γυμνή εκτός από μια λεπτή, εφαρμοστή μπλούζα που, σηκωμένη, έκρυβε μόνο τα στήθη της με τρόπο προκλητικό· κι ο Άσλατμιρ, τελείως γυμνός ο ίδιος, έπαιζε μαζί τους καθώς πιεζόταν μέσα της. Τα χτυπούσε και τα τσιμπούσε. Και η Σέρυ γρύλιζε σαν θηρίο.

Πίσω τους, η δερματόπορτα του υπνοδωματίου άνοιξε απότομα.

Ο Άσλατμιρ, σαστισμένος, τρομαγμένος, στράφηκε και είδε έναν άντρα στο κατώφλι ο οποίος δεν του ήταν άγνωστος αλλά, σίγουρα, δεν είχε καμια δουλειά εδώ! Λευκόδερμος με κοντά μαύρα μαλλιά. Φορούσε θώρακα από επεξεργασμένα δέρματα (αναμφίβολα αλεξίσφαιρα) και μέταλλα που γυάλιζαν στο μεσημεριανό φως που γλιστρούσε από τις κουρτίνες του παραθύρου. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα πιστόλι, το οποίο αμέσως τράβηξε, σημαδεύοντας τον Άσλατμιρ καθώς περνούσε την πόρτα κι έμπαινε στο δωμάτιο.

Ο Άσλατμιρ πισωπάτησε, με τα χέρια υψωμένα και το πουλί του ξαφνικά πεσμένο. «Εσύ… Πώς…;» ψέλλισε.

Πίσω από τον λευκόδερμο άντρα ήρθαν άλλοι τρεις, όλοι τους με πιστόλια στα χέρια, και η μία ήταν γυναίκα.

Η Σέρυ προσπάθησε να γυρίσει και να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά τα χέρια της ήταν παγιδευμένα με λουριά στις ξύλινες στήλες. «Λύσε με!» τσύριξε στον Άσλατμιρ.

«Μην κουνηθείς,» του είπε ο λευκόδερμος άντρας, συνεχίζοντας να τον σημαδεύει· κι εκείνος έμεινε ακίνητος.

«…Τι θέλεις;» κατάφερε να ρωτήσει.

Και τότε, η φωνή ενός ακόμα μισθοφόρου ακούστηκε από το καθιστικό του διαμερίσματος. «Κανένας άλλος δεν είν’ εδώ, Εύβουλε. Ελέγξαμε παντού.»

«Εντάξει,» είπε ο λευκόδερμος άντρας, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον Άσλατμιρ. «Φρουρείτε.»

«Τι θέλεις;» επανέλαβε ο Άσλατμιρ. «Πώς… πώς με βρήκες;»

«Έλα τώρα, Άρχοντα Άσλατμιρ,» είπε ο Εύβουλος κατεβάζοντας το πιστόλι του· «είμαστε παλιοί συνεργάτες, δεν είμαστε; Και δεν είχες κρυφτεί και τόσο καλά, αν δεν ήθελες εγώ να σε βρω. Σίγουρα ήξερες ότι είμαι στην πόλη και παρ’όλ’αυτά συνέχισες να χρησιμοποιείς το όνομα ‘Γελαστός Άρχοντας’ για τις δουλειές σου.»

Ο Άσλατμιρ ξεροκατάπιε. Στον υπόκοσμο της Νασόλκαθ, πριν από χρόνια, ήταν γνωστός ως Γελαστός Άρχοντας. Δεν πίστευε ότι κανένας θα αναγνώριζε αυτό το προσωνύμιο εδώ, τόσο μακριά από την πατρίδα του – εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Ακόμα κι ο Εύβουλος. Για τον οποίο ο Άσλατμιρ φυσικά και γνώριζε. Είχε ακούσει ότι οι Επιφανείς Κρανοφόροι υπηρετούσαν τώρα τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ. Ένα από τα πρόσωπα της υψηλότερης κοινωνικής στάθμης της πόλης: ένα από τα πρόσωπα, δηλαδή, με τα οποία ο Άσλατμιρ δεν είχε συναναστροφές. Μπορεί εκείνος κι η Σέρυ να έκαναν δολοφονίες επί πληρωμή, μα δεν εργάζονταν και για τέτοια άτομα. Τέτοια άτομα πλήρωναν ανθρώπους που θεωρούνταν πιο επαγγελματίες. Που είχαν καλύτερη φήμη. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ ήταν φονιάδες δεύτερης διαλογής.

«Δεν φαντάστηκα ότι κανένας – πόσω μάλλον εσύ – θα έψαχνε για εμένα εδώ…»

«Ούτε εγώ φανταζόμουν ότι θα σε έβρισκα εδώ, Άρχοντα Άσλατμιρ,» παραδέχτηκε ο Εύβουλος· «και μάλιστα με τέτοια παρέα…» Πλησίασε το κρεβάτι όπου ήταν δεμένη η Σέρυ.

Εκείνη τον κλότσησε σαν άλογο, χτυπώντας τον στο αρματωμένο στήθος του, κάνοντάς τον να παραπατήσει ένα βήμα.

Ο Εύβουλος γέλασε. «Δαγκώνει κιόλας;» ρώτησε τον Άσλατμιρ.

«Έλα πιο κοντά και θα μάθεις!» γρύλισε η Σέρυ.

Ο Εύβουλος ζύγωσε ξανά· η Σέρυ τον κλότσησε· ο Εύβουλος έπιασε το πόδι της και το έστριψε· η Σέρυ ούρλιαξε, παλεύοντας να ελευθερώσει τα χέρια της από τις στήλες του κρεβατιού, φωνάζοντας στον Άσλατμιρ να τη λύσει. Εκείνος πλησίασε, αλλά ο Εύβουλος ύψωσε αμέσως το πιστόλι του και τον σημάδεψε. «Μακριά, είπαμε.»

«Τι σκατά θέλεις από εμάς, Εύβουλε;» γρύλισε ο Άσλατμιρ. «Έχουμε απλά αγοράσει ένα διαμέρισμα και μένουμε εδώ. Πληρώνουμε τους φόρους μας κανονικά στη Σύγκλητο.»

«Δεν το αμφιβάλλω,» είπε εκείνος. «Πληρώνετε, σίγουρα, τους φόρους από τα λεφτά που φαίνονται. Αλλά ξέρω και για τις άλλες σας δουλειές, όπως θα έχεις καταλάβει. Έχω ακούσει.»

«Και μη μου πεις ότι σοκάρεται η ηθική σου συνείδηση, Εύβουλε…»

«Καθόλου, Άρχοντα Άσλατμιρ. Καθόλου.» Πατώντας ένα κουμπί του πιστολιού του, έκανε μια λεπίδα να ξεπροβάλει πάνω από την κάννη. Και την έσυρε επάνω στο γυμνό πόδι της Σέρυ. «Ήρεμα,» της είπε καθώς έφτανε κοντά στην κοιλιά της· «το εργαλείο κόβει πολύ.» Εκείνη τον ατένιζε με μάτια που ήθελαν να τον τεμαχίσουν. Η λεπίδα συνέχισε ν’ανεβαίνει, φτάνοντας στον λαιμό της, περνώντας από εκεί, σκαρφαλώνοντας στο τεντωμένο χέρι της, και καταλήγοντας στα δερμάτινα δεσμά του καρπού – τα οποία και έκοψε, απότομα. Μετά, έκοψε και τα δεσμά του άλλου χεριού, ελευθερώνοντάς την.

Ο Εύβουλος απομακρύνθηκε απ’το κρεβάτι, κάνοντας τη λεπίδα να κρυφτεί πάλι μέσα στο πιστόλι του. Η Σέρυ σηκώθηκε, έπιασε αμέσως το παντελόνι της από την καρέκλα όπου ήταν ριγμένο, και το φόρεσε. Η όψη της εξακολουθούσε να είναι αγριεμένη. Οι μισθοφόροι του Εύβουλου είχαν τα όπλα τους έτοιμα, σε περίπτωση που κανένας έκανε καμια «ανόητη» κίνηση.

«Ήρθες μόνο για να μας χαιρετήσεις,» ρώτησε ο Άσλατμιρ, «ή υπάρχει και κανένας άλλος λόγος;»

«Θα ερχόμουν και για να χαιρετήσω μόνο,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος, «διότι, για να είμαι ειλικρινής, μου κάνει εντύπωση το πώς βρέθηκες εδώ… αν και μπορώ να φανταστώ ότι τα πράγματα θα πήγαν άσχημα για εσένα, ύστερα απ’ό,τι συνέβη στη Νασόλκαθ…»

Ο Άσλατμιρ έμεινε σιωπηλός, περιμένοντας.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Εύβουλος· «ναι, υπάρχει λόγος που έψαξα και σε βρήκα. Αλλά μην κολακεύεις τον εαυτό σου ότι έψαχνα για εσένα συγκεκριμένα, βέβαια. Έψαχνα για κάποιους δολοφόνους, ώστε να κάνουν μια δουλειά για εμένα. Κι έτυχε να μάθω πως κάποιοι με τα ψευδώνυμα Γελαστός Άρχοντας και Λευκή Λύκαινα σκοτώνουν ανθρώπους επί πληρωμή. Για δες, σκέφτηκα. Πού έχω ξανακούσει το όνομα «Γελαστός Άρχοντας»;… Υπέθεσα ότι μπορεί να ήσουν εσύ. Τελικά, κατάφερα να σας εντοπίσω. Δεν είναι κι άσχημο το σπίτι σας,» παρατήρησε, «αν και η διακόσμηση επιδέχεται βελτίωση…»

«Θα το έχουμε υπόψη,» αποκρίθηκε ξερά ο Άσλατμιρ, ενώ η Σέρυ έκανε μερικά δήθεν αδιάφορα βήματα προς το κομοδίνο και το συρτάρι του που έκρυβε ένα πιστόλι.

«Μη νομίζεις ότι δεν μπορώ να μαντέψω τι θέλεις από κει μέσα,» της είπε ο Εύβουλος, και το χέρι της άφησε το χερούλι του συρταριού. «Δεν υπάρχει λόγος να τσακωθούμε. Όπως είπα, είμαι εδώ επειδή χρειάζομαι τις υπηρεσίες σας.»

«Αυτοί που θέλουν τις υπηρεσίες μας,» του είπε η Σέρυ, άγρια, «δεν έρχονται να μας βρουν με τέτοιο τρόπο!»

«Δεν είμαι ο οποιοσδήποτε,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος, με ελάχιστη μετριοφροσύνη.

«Εσύ μάς προσφέρεις τη δουλειά ή ο Αρχισυγκλητικός;» τον ρώτησε ευθέως ο Άσλατμιρ.

«Τι σημασία έχει; Εσείς το ίδιο θα πληρωθείτε.»

Αυτό, μάλλον, σημαίνει «ο Αρχισυγκλητικός», σκέφτηκε ο Άσλατμιρ. «Τι είδους δουλειά είναι;»

Ο Εύβουλος γέλασε. «Τι είδους δουλειές κάνετε, Άρχοντα Άσλατμιρ; Θέλω να σκοτώσετε κάποιον, φυσικά.»

«Γιατί δεν τον σκοτώνουν οι μισθοφόροι σου;» είπε ο Άσλατμιρ.

Ο Εύβουλος τον αγριοκοίταξε. «Οι Επιφανείς Κρανοφόροι δεν αναλαμβάνουν δολοφονίες, όπως ξέρεις, Άρχοντα Άσλατμιρ. Αυτές είναι δουλειές για άλλους.»

Επιπλέον, όλοι στην πόλη γνωρίζουν ότι υπηρετείτε τον Αρχισυγκλητικό, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ, και δε θα ήταν ωφέλιμο ούτε για εσάς ούτε για εκείνον να μαθευτεί ότι σκοτώνετε κόσμο εν ψυχρώ μέσα στην Κάρνατεβ.

Η Σέρυ είπε: «Μπαίνετε, όμως, σ’όποιο διαμέρισμα σάς κατέβει! Μ’αυτό δεν φαίνεται να έχετε πρόβλημα!»

Ο Εύβουλος μειδίασε. «Μια φιλική επίσκεψη κάναμε μόνο. Για να συζητήσουμε. Κανένας δεν θα πεθάνει. Κανένα πτώμα δεν θα μείνει πίσω. Καταλαβαίνεις.»

«Τι άτομο είναι αυτό που θέλεις να ξεκάνουμε;» ρώτησε ο Άσλατμιρ.

«Κατ’αρχήν, φόρεσε κάτι, Άρχοντα Άσλατμιρ· το πουλί σου δεν είναι και τόσο ευχάριστο θέαμα.» Κι όταν ο Άσλατμιρ έβαλε το παντελόνι του, ο Εύβουλος είπε: «Μια μάγισσα θέλω να σκοτώσετε. Του τάγματος των Τεχνομαθών.»

«Τι!» έκανε ο Άσλατμιρ. «Τέτοιοι μάγοι έχουν συστήματα ασφαλείας πολύ παράξενα, έχουν–»

«Αρνείστε να αναλάβετε τη δουλειά;»

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ αλληλοκοιτάχτηκαν, διστακτικοί κι οι δυο τους. Μετά, ο Άσλατμιρ είπε στον Εύβουλο: «Θα σου κοστίσει.»

«Θα πληρωθείτε καλά, μην αμφιβάλλεις,» τους διαβεβαίωσε εκείνος. «Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι δικά μου τα λεφτά που θα σας δώσω.»

Κανένας τους δεν χαμογέλασε με το αστείο του.

Η Σέρυ ρώτησε: «Κι αν αρνηθούμε να δουλέψουμε για σένα;»

«Θα το πάρω προσωπικά,» δήλωσε ο Εύβουλος. «Εσένα δεν σε ξέρω, αλλά με τον Άρχοντα Άσλατμιρ είμαστε παλιοί φίλοι.»

Η Σέρυ κοίταξε τον Άσλατμιρ. «Θα έπρεπε να κάνεις καλύτερους φίλους…»

«Ορισμένοι άνθρωποι χαλάνε στον δρόμο,» αποκρίθηκε εκείνος, αν και ήξερε πως αυτό, σίγουρα, δεν ίσχυε στην περίπτωση του Εύβουλου.

*

Τους έδωσε αρκετές πληροφορίες για τον στόχο τους.

Το όνομά της ήταν Σανκάρλι’μορ, και έμενε στον έκτο όροφο (στο ρετιρέ) μιας πολυκατοικίας στην Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ – δηλαδή, όχι και πολύ μακριά από εκεί όπου έμεναν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ. Η φωτογραφία της Σανκάρλι’μορ που είχε ο Εύβουλος στη διάθεσή του – και την οποία τους έδωσε – έδειχνε μια γυναίκα με λευκό-ροζ δέρμα και κοντά, μαύρα σγουρά μαλλιά, λεπτά χείλη και αμυγδαλωτά μάτια· αφτιά μικρά και χαμένα μες στα μαλλιά της. Δεν έμοιαζε και τόσο για Φεηνάρκια, αλλά ήταν γηγενής χωρίς καμία αμφιβολία, τους είπε ο Εύβουλος. Είχε γεννηθεί εδώ και είχε ζήσει εδώ. Εδώ, επίσης, στην Κάρνατεβ, είχε διδαχθεί την τέχνη του τάγματος των Τεχνομαθών, στη Μαγική Σχολή της πόλης. Οι γονείς της, όμως, κατάγονταν από τη Βίηλ. Είχαν έρθει, παλιά, από τη Μέρελκεβ, η οποία βρισκόταν κοντά στο διαστασιακό πέρασμα που οδηγούσε από τη Βίηλ στη Φεηνάρκια.

«Και γιατί τη θέλετε νεκρή;» είχε ρωτήσει ο Άσλατμιρ, παραξενεμένος. «Δεν θεωρείται πλεονέκτημα για την πόλη, όπως οι μάγοι συνήθως θεωρούνται;»

«Για να πρέπει να πεθάνει, σίγουρα υπάρχει καλός λόγος,» είχε αποκριθεί μονάχα ο Εύβουλος, και δεν είχε δεχτεί να δώσει καμια άλλη πληροφορία σχετικά μ’αυτό – πράγμα που δεν άρεσε και τόσο στον Άσλατμιρ· διότι προφανώς επρόκειτο για κάποια από τις βρομοδουλειές του Αρχισυγκλητικού.

Τον τελευταίο καιρό, είπε ο Εύβουλος στη Σέρυ και στον Άσλατμιρ, η Σανκάρλι’μορ έκανε διάφορες ελεύθερες δουλειές· τίποτα το σταθερό. Είχε, όμως, αρκετή ζήτηση· ήταν καλή στην τέχνη της, και δεν υπήρχαν και τόσοι πολλοί Τεχνομαθείς στην Κάρνατεβ, παρότι μεγάλη πόλη.

«Ειδικεύεται σε κάτι συγκεκριμένο;» ρώτησε ο Άσλατμιρ.

«Ναι. Σε συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης.»

«Μιλάς σοβαρά; Και εξακολουθείς να θέλεις εμείς να την κυνηγήσουμε;»

«Ναι.»

Είμαστε αναλώσιμοι, λοιπόν… «Πρέπει να μου πεις περισσότερα, τότε.»

«Τι άλλο θες να μάθεις;»

«Ποιος είναι ο λόγος που την θέλετε νεκρή, κατά πρώτον.»

«Αυτό δεν σε αφορά.»

«Έχει να κάνει με συστήματα ασφαλείας;»

Ο Εύβουλος φάνηκε σκεπτικός προς στιγμή· μετά είπε: «Έχει να κάνει με κάποιες παρακολουθήσεις.»

«Τι παρακολουθήσεις;»

«Με μαγικά και τεχνικά μέσα. Κοριούς, πομπούς· ξόρκια και μαγγανείες ανίχνευσης. Καταλαβαίνεις, ελπίζω.»

«Και δεν μου αρέσει καθόλου.» Αλλά δεν φαίνεται να μπορώ να αρνηθώ να υπηρετήσω τον εργοδότη σου…

Ο Εύβουλος δεν είχε μείνει για πολύ στο διαμέρισμά τους· αφού τους είχε δώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον στόχο τους, είχε φύγει μαζί με τους μισθοφόρους του. Τους είχε αφήσει και μια προκαταβολή επάνω στο τραπέζι του καθιστικού: εκατό ευγενή, σε χαρτονομίσματα. Ο Άσλατμιρ τα μέτρησε, και δεν ήταν ούτε ένα ευγενές περισσότερο ούτε ένα λιγότερο.

«Δε μ’αρέσει αυτή η ιστορία,» είπε η Σέρυ.

«Ούτε κι εμένα, αλλά τι προτείνεις; Να φύγουμε απ’την πόλη; Γιατί, αλλιώς, δε νομίζω πως μπορούμε να ξεμπλέξουμε.»

Η Σέρυ είπε, ύστερα από μια στιγμή σκέψης: «Ας το κάνουμε. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;»

«Πρόκειται για μάγισσα, όμως. Θα πρέπει να προσέξουμε. Οι Τεχνομαθείς δεν έχουν δαίμονες υπό την κυριαρχία τους, αλλά αυτά που κάνουν μπορεί να σε ξαφνιάσουν.»

«Πού είναι ο μάγος; Δε σου έχει πει τίποτα; Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να έρθουμε σ’επαφή μαζί του;»

Ο Άσλατμιρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Μου λες αλήθεια;»

«Γιατί να σου πω ψέματα;» Ο Άρδαλον’λι, πράγματι, είχε εξαφανιστεί χωρίς να δώσει εξηγήσεις, και ούτε είχε πάρει κάποιον τηλεπικοινωνιακό πομπό μαζί του ώστε να επικοινωνήσουν.

«Θα μπορούσε να μας βοηθήσει, ίσως.»

«Ναι, ίσως… αν και, όπως σου είπα, τα κόλπα των Τεχνομαθών διαφέρουν από αυτά των Δεσμοφυλάκων.»

«Δεν ξέρω τίποτα για μάγους, εκτός απ’το ότι είναι επικίνδυνοι,» είπε η Σέρυ. Και μετά ρώτησε: «Θα ξεκινήσουμε σήμερα, λοιπόν;»

«Δεν έχουμε καμια άλλη δουλειά. Μόλις νυχτώσει θα ερευνήσουμε την περιοχή γύρω απ’το σπίτι της.»

Η Σέρυ κατένευσε.

Κι έβγαλαν όπλα από την κρυφή πλάτη της ντουλάπας τους: ένα τουφέκι μακρινής εμβέλειας με στόχαστρο νυκτερινής όρασης· μια καραμπίνα· πιστόλια· ξιφίδια· γεμιστήρες διάφορων τύπων· σιγαστήρες. Επίσης, έφεραν στην επιφάνεια κιάλια, σχοινί με γάντζο, γάντια και κουκούλες, φωτογραφική μηχανή. Άνοιξαν έναν χάρτη της Κάρνατεβ και σημείωσαν επάνω του τη θέση της πολυκατοικίας της Σανκάρλι’μορ, καθώς και τη θέση του στάβλου όπου ο Εύβουλος τούς είχε πει ότι άφηνε το άλογό της. Δεν είχε κανένα όχημα; τον είχαν ρωτήσει. Όχι, είχε αποκριθεί εκείνος· νοίκιαζε μόνο όταν ήθελε να ταξιδέψει έξω από την πόλη.

«Τι κάνουμε, τώρα, μέχρι να πέσει ο ήλιος;» είπε η Σέρυ. Ήταν καλοκαίρι κι αργούσε να βραδιάσει.

«Ό,τι κάναμε πριν;» Ο Άσλατμιρ, πηγαίνοντας πίσω της, έπιασε με το ένα χέρι το αριστερό της στήθος ενώ το άλλο του χέρι σερνόταν προς το σκιερό σημείο ανάμεσα στους μηρούς της.

Αλλά η Σέρυ απομακρύνθηκε. «Όχι,» είπε. Έμοιαζε να έχει χάσει τελείως τη διάθεσή της ύστερα από την επίσκεψη του Εύβουλου, κι ο Άσλατμιρ δεν ήθελε να την τσαντίσει. Δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει η Σέρυ να επιστρέψει στην παλιά της συμπεριφορά.

«Κακοδαιμονία, τότε;» πρότεινε.

«Θα χάσεις πάλι,» του είπε.

Η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να συνηθίσει αυτό το παράξενο παιχνίδι που έπαιζαν στις ακτές του Ωκεανού. Σε αντίθεση με τη Σέρυ. «Θα το δούμε.»

Εκείνη μειδίασε, και κάθισαν στο τραπέζι του καθιστικού, βάζοντας τον ξύλινο πίνακα της Κακοδαιμονίας ανάμεσά τους, ο οποίος ήταν γεμάτος ρόμβους – γαλανούς, πράσινους, και μαύρους – που παρίσταναν θάλασσες, δάση, και γη. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν ή να προλάβεις να οικοδομήσεις πρώτος είκοσι οχυρά ή να γκρεμίσεις όλα τα οχυρά του αντιπάλου σου. Όταν δεν είχες κανένα οχυρό επάνω στον πίνακα, έχανες κατευθείαν. Χρησιμοποιώντας πλοία συγκέντρωνες εφόδια και χρήματα, ή χτυπούσες παραθαλάσσια οχυρά. Και εξευμενίζοντας θεούς μπορούσες ή να αποκομίσεις οφέλη για τον εαυτό σου ή να τσακίσεις τα πλοία και τα οχυρά του αντιπάλου σου.

«Καταραμένη Λάμια!» αναφώνησε ο Άσλατμιρ μετά από κάποια ώρα. Του είχαν απομείνει τρία οχυρά και το ένα απ’αυτά βρισκόταν υπό πολιορκία, ενώ ένας εχθρικός θεός πλησίαζε τ’άλλα δύο. «Πώς το κάνεις; Τι κάνεις;»

Η Σέρυ γελούσε. «Παίζεις πολύ έξυπνα,» του είπε. «Εγώ δεν παίζω έξυπνα.» Μετακίνησε τον θεό της, τοποθετώντας τον πλάι σ’ένα οχυρό του Άσλατμιρ. Έπιασε τα δύο οκτάπλευρα ζάρια, τα έριξε στο τραπέζι, κι αυτά έδειξαν ότι το οχυρό γίνεται ερείπια που μπορούν να επισκευαστούν από όποιον προλάβει να το ανακαταλάβει. «Απλά επιτίθεμαι.»

Ο Άσλατμιρ το σκέφτηκε, και κατέληξε πως, πράγματι, είχε δίκιο: η Σέρυ απλά επιτιθόταν, ενώ εκείνος προσπαθούσε να νικήσει κυρίως οικοδομώντας. «Το παιχνίδι είναι τρύπιο!» μούγκρισε.

Συνέχισαν να παίζουν, και μετά από μερικούς γύρους ακόμα, κανένα φρούριο δεν του είχε απομείνει. Η Σέρυ δεν είχε και πολλά δικά της επάνω στον πίνακα – δύο, για την ακρίβεια – αλλά αυτό σήμαινε ότι νικούσε.

«Μ’έχεις τσαντίσει!» είπε ο Άσλατμιρ μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Είσαι ληστής κι ακολουθείς τακτικές ληστρικές, ακόμα και στην Κακοδαιμονία.»

«Μπορείς να με τιμωρήσεις γι’αυτό, μετά.» Η Σέρυ έμπλεξε το πόδι της ανάμεσα στα πόδια του. Ο Άσλατμιρ αισθάνθηκε το πουλί του να σκληραίνει επώδυνα μέσα στο παντελόνι του.

Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. «Έχει νυχτώσει,» παρατήρησε. «Δεν ξεκινάμε;»

Η Σέρυ συμφώνησε. Αφήνοντας την Κακοδαιμονία απλωμένη πάνω στο τραπέζι, ετοιμάστηκαν (χωρίς να πάρουν παρά ελάχιστα όπλα μαζί τους· τώρα δεν πήγαιναν για να σκοτώσουν, μόνο για να ιχνηλατήσουν) και, αφού έσβησαν τα φώτα του διαμερίσματος, βγήκαν στον διάδρομο της πολυκατοικίας. Πήραν τον ανελκυστήρα και κατέβηκαν.

Έμεναν λιγάκι πιο βόρεια από την Κεντρική Αγορά, εκατό μέτρα απόσταση από τον Κίονα του Φωτός, τον θεό της Κάρνατεβ: την πρασινογάλαζη ενεργειακή στήλη που κατερχόταν από τους ουρανούς και μέσα της μορφές φαίνονταν να σχηματίζονται. Σου προκαλούσε δέος, αν δεν είχες συνηθίσει να τη βλέπεις κάθε μέρα. Επιπλέον, μερικές φορές, τις νύχτες, ο Άσλατμιρ άκουγε ένα περίεργο βουητό που πρέπει σίγουρα να προερχόταν από τον Κίονα του Φωτός. Είχε μάθει πως κι άλλοι το άκουγαν αυτό το βουητό, και το ονόμαζαν φωνή του θεού· λεγόταν πως μονάχα οι ιερείς του Κίονα την κατανοούσαν. Μια άλλη νύχτα – μία και μόνο – ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν ξυπνήσει από ένα εφιαλτικό τραγούδι που κι αυτό από τον Κίονα του Φωτός πρέπει να προερχόταν. Είχαν μείνει ξάγρυπνοι ώς την αυγή· με τίποτα δεν μπορούσαν να ξανακοιμηθούν· το αλλόκοτο άσμα είχε γεμίσει τις ψυχές τους μ’έναν ανείπωτο τρόμο απόκοσμου μυστηρίου. Ήταν κι αυτό κάτι που μπορούσαν να καταλάβουν οι ιερείς μόνο, άραγε; είχε αναρωτηθεί ο Άσλατμιρ, αλλά δεν είχε ενδιαφερθεί να ρωτήσει κανέναν· είχε προτιμήσει απλά να παραμερίσει το γεγονός από το μυαλό του, να κάνει πως ποτέ δεν είχε ακούσει εκείνο το τραγούδι.

Βαδίζοντας μέσα στους σκοτεινιασμένους δρόμους της Κάρνατεβ, έφτασαν στην Κεντρική Αγορά και κοντά στην εξαώροφη πολυκατοικία όπου διέμενε η Σανκάρλι’μορ. Καλυμμένοι σε σημεία με πυκνές σκιές, τράβηξαν φωτογραφίες του οικοδομήματος, των γύρω οικοδομημάτων, και των γύρω δρόμων. Οι πολυκατοικίες που βρίσκονταν πιο κοντά σ’αυτή της Σανκάρλι ήταν μια τετραώροφη και μια πενταώροφη: κι οι δύο, δηλαδή, πιο χαμηλές. Δεν τους βόλευαν, επομένως, και πολύ για να ακροβολιστούν και να σκοτώσουν τη μάγισσα σημαδεύοντάς την από κάποιο παράθυρο του σπιτιού της. Για τέτοιες δουλειές συνέφερε εσύ να βρίσκεσαι σε ψηλότερο σημείο και ο στόχος σε χαμηλότερο, όχι το αντίστροφο. Γινόταν κι έτσι, βέβαια, αλλά το πράγμα θα ήταν πιο δύσκολο και ίσως να αστοχούσαν – το οποίο θα περιέπλεκε την υπόθεση. Διότι, αν ήταν να τη σκοτώσουν, ήθελαν να το κάνουν με μία και μόνο ριπή· αλλιώς θα γινόταν φασαρία και, μετά, η μάγισσα σίγουρα θα έπαιρνε πολύ καλά μέτρα για την ασφάλειά της. Μπορούσαν, φυσικά, να ακροβολιστούν κάπου και να την περιμένουν να βγει από την πολυκατοικία της – και πιθανώς αυτό να έκαναν – αλλά τότε θα έπρεπε να είναι σίγουροι ότι δεν θα χτυπούσαν λάθος στόχο. Θα έπρεπε να την έχουν δει μια, δυο φορές προτού την πυροβολήσουν. Και ο Άσλατμιρ και η Σέρυ συμφωνούσαν σ’αυτό. Γενικά, σπάνια διαφωνούσαν στις δουλειές τους. Τα περισσότερα ο Άσλατμιρ τα αποφάσιζε, και η Σέρυ δεν έφερνε αντίρρηση. Πολλές φορές έπρεπε με το ζόρι να την κάνει να πει αν είχε κάποια αμφιβολία για τα σχέδιά του. Τον θεωρούσε ότι ήταν καλύτερος σ’αυτά από εκείνη. Εγώ ξέρω πώς να σκοτώνω, του είχε πει. Στην αρχή ήμουν στρατιώτης, μετά ληστής. Εσύ ξέρεις καλύτερα όλα τα υπόλοιπα. Δεν είχε άδικο, ασφαλώς. Στον υπόκοσμο της Νασόλκαθ όλοι τον φοβόνταν· και γνώριζε, όντως, πολλά κόλπα. Δυστυχώς, δεν τον είχαν βοηθήσει να νικήσει τελικά τον τρισκατάρατο Ραλνίβη που του είχε κλέψει την αδελφή και τώρα διοικούσε τη Νασόλκαθ ως Ηγεμόνας… Ο Άσλατμιρ ένιωθε μια πικρία να τον γεμίζει όποτε το αναλογιζόταν. Έτσι προσπαθούσε να αποφεύγει να το αναλογίζεται.

«Τι λες, λοιπόν;» ρώτησε τη Σέρυ, όταν πήγαν σ’ένα μπαρ για να ξεκουραστούν από την ανίχνευσή τους. Κάθονταν σε μια γωνία του καταστήματος και είχαν ο καθένας από ένα ποτό κοντά του. Η μουσική που ερχόταν από τα ηχεία σκέπαζε τα λόγια τους.

«Δεν ξέρω. Εσύ τι λες;» Η Σέρυ άναψε ένα τσιγάρο.

«Πες μου τι νομίζεις,» επέμεινε ο Άσλατμιρ.

«Δεν ξέρω,» επανέλαβε εκείνη παρότι είχαν αναλάβει ένα σωρό δολοφονίες ώς τώρα. «Αν ήμουν μόνη μου, μπορεί απλά να πήγαινα στο διαμέρισμά της, να κλοτσούσα την πόρτα, και να έμπαινα πυροβολώντας με την καραμπίνα.»

«Και μετά σίγουρα θα σε συλλάμβαναν οι φρουροί της Κάρνατεβ. Εκτός του ότι μπορεί να έπεφτες σε κάποια παγίδα της μάγισσας.»

«Σου είπα: δεν ξέρω. Να την περιμένουμε να βγει ή να μπει στην πολυκατοικία μού φαίνεται νάναι ο καλύτερος τρόπος…» Ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της. Ο σκοτεινός φωτισμός του μπαρ έκανε το λευκό-ροζ δέρμα της να μοιάζει σχεδόν μαύρο και τα ξανθά μαλλιά της σχεδόν πράσινα, σα να τη μεταμόρφωνε από εξωδιαστασιακή σε Φεηνάρκια.

«Σκέφτομαι, όμως, το εξής…» είπε ο Άσλατμιρ συνοφρυωμένος. «Σκέφτομαι το εξής… Αν υποπτεύεται ότι κάποιοι μπορεί να την έχουν στόχο;»

«Και πάλι….»

«Είναι πιθανό, δεν είναι; Αφού ο Εύβουλος– ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ την κυνηγά, πρέπει νάναι μπλεγμένη σε κάποια πολύ σοβαρή, πολύ επικίνδυνη, υπόθεση. Σωστά;»

«Σωστά, αλλά τι αλλάζει αυτό για εμάς;»

«Αν ήσουν στη θέση της, δεν θα πρόσεχες πώς μπαίνεις και πώς βγαίνεις από την πολυκατοικία;»

«Εννοείς ότι ίσως να φορά κουκούλα;»

«Το πιο απλό, ναι. Και δεν μπορούμε να την πυροβολήσουμε αν φορά κουκούλα, εκτός αν είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι είναι αυτή.»

«Χμμ…» Η Σέρυ ήπιε, συλλογισμένα, ακόμα μια γουλιά από το ποτό της και τίναξε στάχτη από το τσιγάρο της στο τασάκι.

Ο Άσλατμιρ ήπιε λίγο από το δικό του ποτό, αμίλητος.

«Μπορεί, τελικά, να είναι καλύτερα να εισβάλουμε στο διαμέρισμά της,» είπε η Σέρυ μετά από μερικές στιγμές σιωπής.

«Ελπίζω να αστειεύεσαι…»

«Είναι η ίδια λογική όπως και στην Κακοδαιμονία. Επίθεση, επίθεση, επίθεση, προτού ο αντίπαλος προλάβει να οργανωθεί.»

«Η πραγματικότητα δεν είναι σαν την Κακοδαιμονία.»

«Ίσως…»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να μπούμε έτσι μες στο σπίτι μιας Τεχνομαθούς μάγισσας,» είπε ο Άσλατμιρ. «Αποκλείεται.»

«Όταν λείπει; Για να την περιμένουμε να επιστρέψει;»

«Ακόμα κι όταν λείπει, φυσικά! Είναι μάγισσα που παίζει με τα μηχανήματα, και ο ίδιος ο Εύβουλος μάς προειδοποίησε ότι ασχολείται με συστήματα ασφαλείας!»

«Καλά, εντάξει… Απλώς είπα.»

«Πρέπει να την καθαρίσουμε κάπου έξω απ’το λημέρι της.»

«Τότε πρέπει, πρώτα, να την παρακολουθήσουμε. Ειδικά αφού πιστεύεις ότι θα μπαινοβγαίνει κρυφά από την πολυκατοικία.»

«Είναι σχεδόν βέβαιο,» είπε ο Άσλατμιρ.

«Να νοικιάσουμε κάποιο διαμέρισμα εδώ κοντά;» πρότεινε η Σέρυ.

«Μοιάζει νάναι η λογικότερη λύση. Αλλά ελπίζω ο Εύβουλος να μας πληρώσει τα έξοδα.»

*

Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Άσλατμιρ άνοιξε τον πομπό του και, χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό κωδικό που του είχε δώσει ο Εύβουλος, τον κάλεσε. Εκείνος απάντησε δίχως καθυστέρηση. Ο Άσλατμιρ τού είπε τι χρειαζόταν. Ο Εύβουλος τού απάντησε. Ο Άσλατμιρ τού εξήγησε πώς είχε η κατάσταση. Ο Εύβουλος τού απάντησε ξανά, και έκλεισε.

Ο Άσλατμιρ άφησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό πάνω στο τραπέζι, μουγκρίζοντας: «Μαλακίες…»

«Δε δέχεται;» είπε η Σέρυ.

«Λέει να χρησιμοποιήσουμε την προκαταβολή που μας έδωσε, κι όταν η δουλειά έχει τελειώσει θα μας αποζημιώσει.»

«Από την αρχή δεν μου φαινόταν αξιόπιστος. Κι ακόμα δεν μου έχεις πει από πού τον ξέρεις; Θα μου πεις;»

Ο Άσλατμιρ τής είπε. Και αύριο το πρωί πήγαν να νοικιάσουν ένα μικρό διαμέρισμα σε κάποια από τις πολυκατοικίες που βρίσκονταν κοντά στο σπίτι της μάγισσας. Ευτυχώς δεν δυσκολεύτηκαν και τόσο να εντοπίσουν ένα που το θεωρούσαν κατάλληλο και φτηνό. Η περιοχή δεν ήταν, γενικά, ακριβή και είχε πολλή κίνηση· άλλοι έρχονταν, άλλοι έφευγαν. Τίποτα το μη αναμενόμενο για ένα μέρος σαν την Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ, φυσικά.

Κεφάλαιο Ένατο
Το Παλάτι και οι Φύλακές του

Ο Ζαώρδιλ δεν έχασε πολύ χρόνο με τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο· τον γνώρισε και μετά έπιασε δουλειά για την προστασία του βασιλικού παλατιού από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Ο Βασιληάς Ράνελμον τού έδωσε τα σχέδια του οικοδομήματος, και ο Σκοτωμένος άπλωσε τα χαρτιά επάνω σ’ένα ξύλινο τραπέζι ώστε να τα κοιτάξει. Δεν ήταν, φυσικά, μόνος του στο δωμάτιο: γύρω απ’το τραπέζι στέκονταν η Έρικα, η Φαίδρα’λι, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, η Ραβάσλι, ο Φέκταρελ, ο Βασιληάς Ράνελμον, ο Αλκάμελ ο Βασιλικός Αρχιφρουρός, ο Ζίντεραμ’λι ο Βασιλικός Αρχιμάγος, και η Ξαρντάλκι, η Αρχιέρεια της Φαρμακερής Υδατοθύελλας, της θεάς της Νουσράκλης και ολόκληρου του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων.

Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουν, τους είπε ο Ζαώρδιλ, ήταν να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για την άφιξη των Θηριόπνευστων Αδελφών. Αν μπορούσαν να τους εντοπίσουν προτού πλησιάσουν το παλάτι, θα ήταν προτιμότερο. «Επομένως, τίθεται το ερώτημα από πού νομίζουμε ότι μπορεί να έρθουν στη Νουσράκλη. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν δύο δρόμοι: ή θα έρθουν μέσω θαλάσσης, επάνω σε επιβατηγό σκάφος, και θ’αράξουν στο λιμάνι της πόλης· ή θα αράξουν, με δικό τους πλοίο, σε κάποιο άλλο μέρος των Γεφυρωμένων Νήσων, θα αποβιβαστούν εκεί, και θα έρθουν στη Νουσράκλη πεζοί ή επάνω σε οχήματα ή ζώα. Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ τη δεύτερη περίπτωση πιθανότερη. Θα είναι πιο εύκολο να μας κρυφτούν έτσι.»

«Μα,» είπε ο Βασιληάς Ράνελμον, «πώς μπορούμε, ούτως ή άλλως, να τους εντοπίσουμε; Σίγουρα δεν θα έχουν κανένα έμβλημα επάνω τους.»

«Θα έχουν όπλα, όμως. Ό,τι μυστηριώδεις δυνάμεις κι αν διαθέτουν, δε νομίζω πως νοούνται δολοφόνοι χωρίς όπλα. Επομένως, το πρώτο πράγμα για το οποίο θα πρέπει να κοιτάζουν οι φρουροί της πόλης είναι μήπως κάποια ομάδα που μοιάζει ύποπτα οπλισμένη κατεβεί από κάποιο καράβι στο λιμάνι.»

«Κι εσείς, όμως, μοιάζετε ‘ύποπτα οπλισμένοι’, Ζαώρδιλ,» είπε ο Βασιληάς Ράνελμον, «οι Ζωντανοί-Νεκροί. Όπως κι άλλοι μισθοφόροι.»

«Ναι, αλλά εμείς είμαστε καταφανώς μισθοφόροι, Μεγαλειότατε· οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν νομίζω πως θα είναι. Δε νομίζω πως θα έρθουν εδώ με δικά τους πλοία, άρματα μάχης, άλογα, λυκόχοιρους, και ελέφαντες. Το πολύ να είναι καμια ντουζίνα άνθρωποι με όπλα. Όπως και νάχει, όμως, καλό θα ήταν οι φρουροί του λιμανιού να έχουν υπόψη τους τους πάντες που μπορεί να τους φανούν ύποπτοι.»

«Και τι να κάνουν; Να τους σταματήσουν;»

«Να μας ενημερώσουν γι’αυτούς ώστε να τους παρακολουθούμε,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Και το ίδιο ισχύει και για τους φρουρούς των πυλών, αν και εκεί καταλαβαίνω πως τα πράγματα πιθανώς να είναι πιο δύσκολα, γιατί συνήθως πολύ περισσότεροι μπαίνουν και βγαίνουν από ξηράς. Έτσι δεν είναι, ακόμα κι εδώ, στη Νουσράκλη;»

Ο Ράνελμον κατένευσε. «Σίγουρα.»

«Επίσης,» συνέχισε ο Ζαώρδιλ, «από ξηράς οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί μπορούν να μπουν στην πόλη ένας-ένας, ενώ, αν έρθουν με πλοίο, λογικά θα βγουν όλοι μαζί από το ίδιο σκάφος. Πόσες πύλες έχει η πόλη σας, Βασιληά μου;»

«Τρεις: βόρεια, νότια, και ανατολική.»

«Θέλει προσοχή, λοιπόν, γιατί οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί μπορεί να μη μπουν καν όλοι από την ίδια πύλη. Μπορεί να μπουν ένας από τη μία, ένας από την άλλη, και δύο από την τρίτη. Και μπορεί να μη μπουν όλοι μαζί την ίδια ώρα αλλά απλώς μέσα στην ίδια ημέρα.»

«Θα είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν, τότε…» είπε σκεπτικά ο Ράνελμον.

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Γι’αυτό οι φρουροί σας θα πρέπει να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Η δουλειά δεν θα είναι εύκολη.»

«Αποκλείεται να τα καταφέρουν, κύριε Ζαώρδιλ,» γνωμοδότησε ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ, ένας πορφυρόδερμος άντρας με κοντοκουρεμένα γαλανά μαλλιά και καλοψαλιδισμένο μούσι ο οποίος έμοιαζε τετράγωνος. «Οι φρουροί της πόλης δεν έχουν τέτοια εκπαίδευση. Είναι ή πολίτες με βασική στρατιωτική εκπαίδευση ή μισθοφόροι των Γεράκων του Ωκεανού.»

«Δε θα μπορούσαμε να βάλουμε κάποιους από τους Ζωντανούς-Νεκρούς ανάμεσά τους;» πρότεινε η Έρικα.

Το μυαλό της, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, ποτέ δεν ξεκουράζεται! σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, θαυμάζοντάς την γι’ακόμα μια φορά. «Θα μπορούσαμε,» είπε, «αν και ο Μεγαλειότατος συμφωνεί.» Κοίταξε τον Ράνελμον.

«Ο Μεγαλειότατος συμφωνεί,» αποκρίθηκε εκείνος. «Νομίζετε ότι εσείς θα καταφέρετε να διακρίνετε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;»

«Τίποτα δεν είναι βέβαιο, Βασιληά μου, αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε. Καλύτερα να τους εντοπίσουμε, αν είναι δυνατόν, προτού ζυγώσουν το παλάτι, παρά να μας ξαφνιάσουν με την επίθεσή τους.»

Ο Ράνελμον έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Βασιλικό Αρχιφρουρό του. «Συμφωνώ με την ιδέα του Ζαώρδιλ, Βασιληά μου,» δήλωσε ο Αλκάμελ, μάλλον έχοντας παραβλέψει το γεγονός ότι η ιδέα ήταν, ουσιαστικά, της Έρικας.

«Εντάξει λοιπόν,» είπε ο Ράνελμον στον Σκοτωμένο.

Κι εκείνος κοίταξε τον Κολπατζή. «Θα είσαι ανάμεσα στους μεταμφιεσμένους φρουρούς;»

«Αν δεν είναι όλοι τους τελείως βαρετοί.»

«Μην τον ακούτε, Μεγαλειότατε,» είπε ο Ζαώρδιλ στον Ράνελμον. «Λέει χαζομάρες αλλά είναι καλός στη δουλειά του.»

Ο Βασιληάς μειδίασε.

Ο Νικηφόρος αναποδογύρισε τα μάτια.

Ο Ζαώρδιλ ρώτησε τη Ραβάσλι: «Κι εσύ;»

«Μπορώ να είμαι κι εγώ, αν θέλεις.»

«Και οι δικοί σου;» Εννοούσε, φυσικά, τους πρώην Ξεσηκωμένους.

«Λογικά, ναι.»

«Ο Σάμελκον’λι;»

«Δε νομίζω να φέρει αντίρρηση.»

«Και κάποιοι ανιχνευτές, φυσικά.» Ο Ζαώρδιλ τώρα κοίταξε τον Φέκταρελ, τον Αρχιανιχνευτή των Ζωντανών-Νεκρών, ο οποίος έγνεψε καταφατικά σαν να περίμενε αυτή τη διαταγή του Σκοτωμένου. «Αλλά δεν θα πας κι εσύ ο ίδιος με τους μεταμφιεσμένους φρουρούς. Σε θέλω για άλλη δουλειά.»

Και ο Ζαώρδιλ στράφηκε στον Βασιληά Ράνελμον. «Θα μπορούσα τώρα να καλέσω στο παλάτι δυο, τρεις ανθρώπους μου ακόμα, Μεγαλειότατε;»

«Ούτως ή άλλως, σύντομα δεν θα φέρεις τους μισθοφόρους σου εδώ;»

«Προφανώς,» είπε ο Ζαώρδιλ· και ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του κάλεσε τη Νιρκέκα και της ζήτησε να έρθει στο παλάτι μαζί με τον Κερκ και τον Ραμπνάιλ.

Ο Αλκάμελ, ο Βασιλικός Αρχιφρουρός, είπε: «Θα ειδοποιήσω να τους περιμένουν στην είσοδο.» Και μίλησε σ’έναν επικοινωνιακό δίαυλο στον τοίχο του δωματίου, το οποίο ήταν γεμάτο ράφια με βιβλία και κυλίνδρους. Ήταν ένα μεγάλο γραφείο-βιβλιοθήκη του παλατιού. Ένα μηχανικό σύστημα με κονσόλα και μέτρια οθόνη υπήρχε, επίσης, κοντά στον δίαυλο.

Ο Ζαώρδιλ είπε στον Νικηφόρο και στη Ραβάσλι: «Πηγαίνετε στα πλοία μας, συγκεντρώστε τους ανθρώπους που θα πάρετε μαζί σας, και συνεννοηθείτε με τους φρουρούς της πόλης σχετικά με τη μεταμφίεσή σας. Κι εσύ το ίδιο,» πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Φέκταρελ. Και μετά είπε στον Αρχιφρουρό: «Θα κανονίσεις εσύ με ποιον από τους φρουρούς της πόλης πρέπει να επικοινωνήσουν;»

«Θα τους ειδοποιήσω κι αυτούς,» αποκρίθηκε ο Αλκάμελ, που είχε μόλις κλείσει τον επικοινωνιακό δίαυλο. Τον άνοιξε πάλι και, αφού μίλησε εκεί για λίγο, στράφηκε στους Ζωντανούς-Νεκρούς και είπε: «Λοιπόν. Θα ζητήσετε την Υποδιοικήτρια Φερκάντι. Είναι μετρίου αναστήματος, κατάμαυρη, με κόκκινα μαλλιά–»

«Νομίζω πως την έχουμε γνωρίσει,» τον διέκοψε η Έρικα. «Όταν ήρθαμε, τη νύχτα.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Ναι, αυτή πρέπει να ήταν που μας πλησίασε για να μας ρωτήσει τι θέλουμε στο λιμάνι.»

Ο Αλκάμελ είπε: «Είναι ξαδέλφη της Πρώτης Πριγκίπισσάς μας. Θα σας εξυπηρετήσει. Μ’αυτή μιλούσα τώρα.»

Ο Ζαώρδιλ έκανε νόημα στον Νικηφόρο, τη Ραβάσλι, και τον Φέκταρελ να πηγαίνουν, κι εκείνοι έφυγαν.

Μετά από λίγο, η Νιρκέκα ήρθε μαζί με τον Κερκ και τον Ραμπνάιλ. Ο Σκοτωμένος και οι υπόλοιποι δεν είχαν συνεχίσει την κουβέντα τους σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας, περιμένοντάς τους.

«Τι συμβαίνει, αρχηγέ;» ρώτησε η Νιρκέκα. «Συναντήσαμε τον Νικηφόρο και τους άλλους καθώς ερχόμασταν, και μας είπαν ότι θα βάλουμε ανθρώπους μέσα στη φρουρά της πόλης.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Έτσι θα γίνει,» και της εξήγησε πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα. «Τώρα, θα δούμε πού θα τοποθετήσουμε ανθρώπους μας μέσα στο παλάτι· γι’αυτό σάς κάλεσα εδώ.» Κι έστρεψε το βλέμμα του στο σχέδιο που ήταν απλωμένο στο τραπέζι ανάμεσά τους. «Ποια σημεία θα πρότεινες, Αλκάμελ;» ρώτησε.

Ο Βασιλικός Αρχιφρουρός τού είπε, δείχνοντάς του συγχρόνως επάνω στον χάρτη. «Αυτά είναι τα πιο ευπαθή,» εξήγησε. «Αλλά, βέβαια, θα μπορούσαμε να κυκλώσουμε κι ολόκληρο τον κήπο. Ήδη έχω πολεμιστές μου σ’όλη την περιφέρειά του.»

«Μόνο, όμως, ένα άνοιγμα χρειάζεται να κάνουν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί στον προστατευτικό δακτύλιό σου. Κι αν οι ικανότητές τους δεν είναι φήμες μονάχα, τότε μάλλον αυτό δεν θα τους είναι και πολύ δύσκολο. Θα σκοτώσουν δυο, τρεις φρουρούς του δακτυλίου σε τούτο το σημείο, για παράδειγμα» – έδειξε επάνω στον χάρτη – «και μετά μπήκαν.»

«Να βάλουμε διπλό δακτύλιο, τότε. Αν ο μέσα δακτύλιος βλέπει τον έξω δακτύλιο, δεν θα μπορούν να σκοτώσουν αθέατοι τους φρουρούς του έξω δακτυλίου.»

«Σχετικό είναι αυτό…» είπε σκεπτικά ο Ζαώρδιλ. «Δεν ξέρουμε ακριβώς τι δυνάμεις έχουν. Επιπλέον, δε νομίζω να επιτεθούν χωρίς πρώτα να ανιχνεύσουν. Τη βασική μας άμυνα θα την καταλάβουν. Αν βάλουμε δύο δακτυλίους, θα το δουν. Κι αν κρίνουν ότι είναι αδύνατο να εισβάλουν, δεν θα εισβάλουν. Θα περιμένουν. Και μέχρι πότε μπορούμε να διατηρούμε τέτοια άμυνα; Θα έχουμε συνέχεια το παλάτι τελείως περικυκλωμένο; Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν θα φύγουν· θα παρακολουθούν ώσπου η άμυνά μας να είναι πεσμένη, σε κάποιο σημείο τουλάχιστον, και τότε θα χτυπήσουν.»

«Προτείνεις, λοιπόν, να τους διευκολύνουμε;» ρώτησε ο Αλκάμελ.

«Όταν διευκολύνεις τον εχθρό εσκεμμένα, δεν είναι διευκόλυνση,» είπε ο Ζαώρδιλ: «είναι παγίδα.»

*

Τελειώνοντας με τις αποφάσεις σχετικά με την τοποθέτηση των Ζωντανών-Νεκρών μέσα στο βασιλικό παλάτι και στον μεγάλο κήπο του, ο Ζαώρδιλ έστρεψε τη συζήτηση προς την αναζήτηση πληροφοριών για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. «Μέχρι στιγμής δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα γι’αυτούς, επομένως πρέπει να μάθουμε. Και το Βασίλειό σας, Μεγαλειότατε, δεν βρίσκεται και τόσο μακριά από τις ανατολικές ακτές όπου οι συγκεκριμένοι δολοφόνοι κατοικούν, οπότε ίσως στις πόλεις και στα χωριά του να ακούσουμε πράγματα που δεν είναι και τόσο διαδεδομένα.»

«Συμφωνώ,» είπε ο Ράνελμον. «Θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει ολόκληρη έρευνα γι’αυτό…»

«Δε θα χρειαστεί να μας πληρώσετε παραπάνω,» τον διαβεβαίωσε ο Ζαώρδιλ. «Το θεωρώ μέσα στην απαραίτητη προστασία που συμφωνήσαμε να σας προσφέρουμε.»

«Δεν το είπα γι’αυτό…»

Ο Ζαώρδιλ δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στο χρηματικό θέμα. «Χρειάζομαι μια βασιλική άδεια από εσάς, όπως σας είπα και πριν.»

Ο Ράνελμον ένευσε. «Θα την έχεις. Ποιους θα στείλεις να ερευνήσουν; Θα πας ο ίδιος;»

«Δεν τολμώ ν’αφήσω τη Νουσράκλη, έτσι όπως είναι η κατάσταση· μπορεί οι Αδελφοί να επιτεθούν από μέρα σε μέρα. Ακόμα κι από ώρα σε ώρα, απ’ό,τι ξέρουμε. Η Έρικα πρέπει να πάει, νομίζω.» Στράφηκε να την κοιτάξει ερωτηματικά.

Εκείνη κατένευσε. «Θα πάω.» Το περίμενε ότι ο Ζαώρδιλ θα το πρότεινε αυτό. Κι αν δεν το πρότεινε εκείνος, θα το πρότεινα εγώ.

«Καλώς,» είπε ο Σκοτωμένος. Και προς τον Βασιληά: «Θα στείλω επίσης τον Αρχιανιχνευτή μου, τον Φέκταρελ, και όποιους άλλους εκείνος πιστεύει ότι ίσως να του χρειαστούν.»

«Μάλιστα,» είπε ο Βασιληάς, σκεπτικά.

«Εμένα, αρχηγέ;»

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε να κοιτάξει τη Φαίδρα’λι. «Σε χρειάζομαι εδώ. Ο θεός σου θα μας είναι απαραίτητος σε περίπτωση επίθεσης των Θηριόπνευστων Αδελφών. Εκτός αν πιστεύεις ότι ίσως έχεις να προσφέρεις κάτι… ιδιαίτερο στην αναζήτηση της Έρικας και του Φέκταρελ.» Αναφερόταν, φυσικά, στα παράξενα πράγματα που έβλεπε η μάγισσα, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει πιο συγκεκριμένα μπροστά στον Βασιληά και τους αυλικούς του.

«Όχι,» είπε η Φαίδρα κομπιάζοντας λιγάκι, «δεν είναι αυτό… Απλώς… σκεφτόμουν ότι ίσως να χρειάζονταν μια μάγισσα μαζί τους.» Στην πραγματικότητα, είχε στο μυαλό της τον Φέκταρελ ξανά, όπως συνήθως τελευταία. Υπέθετε ότι πιθανώς τώρα, κατά την αναζήτηση, να ήταν μια καλή ευκαιρία για να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβαινε. Όμως ο Σκοτωμένος είχε δίκιο: η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μπορούσε να φανεί πολύ πιο χρήσιμη εδώ παρά μαζί με τον Φέκταρελ και την Έρικα.

«Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

«Ο θεός σας είναι πολεμικός;» ρώτησε ο Ζίντεραμ’λι, ο Βασιλικός Αρχιμάγος, τη Φαίδρα. Ήταν ένας καμπούρης άντρας, πρασινόδερμος, που σίγουρα έμοιαζε πιο γέρος από τα πραγματικά του χρόνια. Ωστόσο δεν μπορεί να ήταν και πολύ νέος· είχε γκρίζα μαλλιά και γκρίζα μούσια. Στο δεξί χέρι βαστούσε ένα σιδερένιο μπαστούνι μ’έναν μακρόστενο κρύσταλλο στην κορυφή, μέσα στον οποίο παράξενες ανταύγειες διακρίνονταν – η φυλακή του δαίμονα του, προφανώς.

«Ναι,» απάντησε η Φαίδρα’λι, «η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων είναι, σίγουρα, καλύτερη στο να σκοτώνει απ’το να κάνει οτιδήποτε άλλο.»

Ο Ζαώρδιλ ρώτησε: «Ο δικός σας θεός, Αρχιμάγε, θα μπορούσε να βοηθήσει στην άμυνα του παλατιού;»

«Η θεά μου, το Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων, μπορεί να πολεμήσει αν χρειαστεί, αλλά η μάχη που δίνει υποθέτω πως είναι πολύ διαφορετική από αυτή του θεού της Φαίδρας.» Ο μακρόστενος κρύσταλλος στην κορυφή του μπαστουνιού του φώτισε ξαφνικά: και μετά, το φως έφυγε από εκεί και πλανήθηκε πάνω απ’το τραπέζι, όπου απλώθηκε η παράξενη σκιά ενός υπερμεγέθους χεριού με μακριά νύχια. Συγχρόνως, όλοι οι παρευρισκόμενοι γύρω από το τραπέζι αισθάνθηκαν έναν απαλό αέρα στα πρόσωπά τους, σαν χάδι, αλλά με καμία φανερή πηγή προέλευσης και καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τα μακριά δάχτυλα του σκιερού χεριού έκλεισαν επάνω σ’έναν στιλογράφο και ο στιλογράφος υψώθηκε. Τα δάχτυλα άνοιξαν και ο στιλογράφος έπεσε. Μετά, η θεά του μάγου επέστρεψε μέσα στον κρύσταλλό της.

«Μάλιστα,» είπε η Ζαώρδιλ. «Δε νομίζω οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί να εντυπωσιαστούν από αυτό.»

«Μην υποτιμάς τη θεά μου,» τον προειδοποίησε ο Ζίντεραμ’λι.

«Με το συμπάθιο κιόλας, Αρχιμάγε, αλλά δεν μου φαίνεται ότι μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή που μπορεί ο θεός της Φαίδρας.»

«Πολύ πιθανόν,» παραδέχτηκε ο Ζίντεραμ’λι. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα φανεί άχρηστη στην άμυνα του παλατιού.»

«Όσο περισσότερες δυνάμεις έχουμε εδώ, τόσο το καλύτερο,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

*

Ο Βασιληάς Ράνελμον τούς κράτησε στο παλάτι του για μεσημεριανό, ώστε να γνωριστεί καλύτερα μαζί τους αλλά και για να τους δείξει τα δωμάτια όπου θα έμεναν τις ημέρες που θα ακολουθούσαν. Επίσης, ο Ζαώρδιλ κάλεσε αρκετούς από τους μισθοφόρους του να έρθουν εδώ για να δουν πώς ήταν το μέρος, πού θα κοιμόνταν, πού θα έτρωγαν, και ποια σημεία θα φρουρούσαν. Τέλος, επικοινώνησε, μέσω πομπού, με τον Νικηφόρο για να τον ρωτήσει τι γινόταν με τους φρουρούς και την Υποδιοικήτρια Φερκάντι. Ήταν όλα εντάξει; «Όλα καλά, αρχηγέ,» αποκρίθηκε ο Κολπατζής, «αλλά αυτή η τύπισσα παραείναι περίεργη. Η Ραβάσλι μού φαίνεται πως μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα μαζί της απ’ό,τι μπορώ εγώ. Δε νομίζω ότι συμπαθεί και τόσο τους πρώην Παντοκρατορικούς.»

«Της είπες ότι είσαι πρώην Παντοκρατορικός;»

«Όχι, αλλά πρέπει να το έχει συμπεράνει από την εμφάνισή μου.»

«Τέλος πάντων. Αν η Ραβάσλι συνεννοείται καλύτερα μαζί της, εσύ μην πολυμπλέκεσαι,» του είπε ο Ζαώρδιλ, κι αφού πρόσθεσε ότι μπορούσε νάρθει κι εκείνος στο παλάτι για μεσημεριανό, η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

Όταν τελικά συγκεντρώθηκαν στην τραπεζαρία, ήταν ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, η Φαίδρα’λι, ο Φέκταρελ, ο Νικηφόρος, η Νιρκέκα, η Ραβάσλι, ο Κερκ, ο Ραμπνάιλ, και ο Σάμελκον’λι, όλοι τους καθισμένη από τη μια μεριά του μεγάλου τραπεζιού, ενώ στην άλλη μεριά βρίσκονταν ο Βασιληάς Ράνελμον και κάποιοι από τους αυλικούς του: η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, η Πριγκίπισσα Ρασλέδη, ο Αρχιμάγος Ζίντεραμ’λι, ο Αρχιφρουρός Αλκάμελ, και η Αρχιέρεια Ξαρντάλκι – η οποία δεν θεωρείτο «αυλικός» του Βασιληά, βέβαια: το ιερατείο της Νουσράκλης ήταν ανεξάρτητο από την πολιτική εξουσία, απ’ό,τι γνώριζε η Έρικα. Η Ξαρντάλκι ήταν σιωπηλή όσο έκαναν σχέδια σχετικά με την προστασία του παλατιού, κι ακόμα σιωπηλή παρέμενε. Αλλά και παρατηρητική. Ήταν μια πορφυρόδερμη, λιγνή γυναίκα με μακριά, σγουρά κορακίσια μαλλιά και μια περίπλοκη μελανή δερματοστιξία στο πρόσωπο η οποία θύμιζε άνθος που ανοίγει τα πέταλά του από το σαγόνι προς το μέτωπο. Τα μάτια της Αρχιέρειας ήταν καταγάλανα: πράγμα που έμοιαζε αφύσικο σε σχέση με τα υπόλοιπα χρώματά της. Στην ηλικία, η Έρικα την υπολόγιζε καμια δεκαετία μεγαλύτερη από την ίδια.

Εκτός από αυτούς, στην τραπεζαρία βρισκόταν επίσης ο Αβέρναλ ο δημοσιογράφος, καθισμένος ανάμεσα στους αυλικούς και στους μισθοφόρους, και πιο κοντά στην Έρικα απ’ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο. Από την αριστερή του μεριά ήταν η Αρχιέρεια, με την οποία δεν φαινόταν να έχει καμία οικειότητα.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις αν συνεχίσεις να είσαι ζωντανός ύστερα απ’αυτά τα επεισόδια;» τον ρώτησε, σε κάποια στιγμή, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, αφού είχε γίνει κάμποση ελαφριά κουβέντα που δεν είχε και καμια ιδιαίτερη σχέση με τα άμεσα προβλήματά τους. Όταν ο Βασιληάς Ράνελμον είχε πει ότι ήθελε να τους γνωρίσει το εννοούσε: όλο ερωτήσεις για το παρελθόν τους ήταν. Και, αν μη τι άλλο, η σύζυγός του, η Πρώτη Πριγκίπισσα, έμοιαζε πιο περίεργη από αυτόν.

Ο Αβέρναλ αποκρίθηκε στον Κολπατζή: «Θα συνεχίσω να αγωνίζομαι εναντίον του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, φυσικά. Όσο πιο γνωστά γίνονται τα εγκλήματά του, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει η πόλη μου να γλιτώσει από αυτόν.»

«Είναι βέβαιο ότι θα βρίσκεται εκεί μετά τις επόμενες εκλογές της Συγκλήτου;» ρώτησε η Έρικα. Μήπως ο αγώνας σου είναι ανούσιος; Μήπως, ούτως ή άλλως, ο Βέργκεδελ σύντομα θα φύγει από τη θέση του;

«Εκτός αν γίνει κάτι που θα τον διώξει, δεν έχω καμία αμφιβολία γι’αυτό.»

«Γιατί;»

«Κατά πρώτον, έχει ανθρώπους του σε διάφορα πόστα οι οποίοι τον υποστηρίζουν για λόγους συμφέροντος. Κατά δεύτερον, ύστερα από το ιπταέριο και τα αεροχήματα, πολλοί φαντασμένοι θεωρούν ότι έδωσε κάποιου είδους τρομερή υπεροχή στην Κάρνατεβ–»

«Της έδωσε, όμως, δύναμη· δεν είναι ψέματα,» είπε ο Ράνελμον.

«Αναμφίβολα, Μεγαλειότατε. Ωστόσο αυτή η δύναμη είμαι της γνώμης ότι, μελλοντικά, περισσότερο κακό, παρά καλό, θα της κάνει. Αλλά, όπως έλεγα, ο Βέργκεδελ δεν νομίζω ότι θα χάσει σύντομα τη θέση του Αρχισυγκλητικού, και ο τρίτος λόγος είναι οι πολιτικές κινήσεις που έχει κάνει ώς τώρα. Οι κινήσεις που αφορούν την εξωτερική πολιτική της Κάρνατεβ. Χρησιμοποιώντας τα αεροχήματα, έχει κατακτήσει τόσες περιοχές που πριν δεν ήταν δικές μας. Η Σύγκλητος θα είναι διστακτική να δώσει τα ηνία σε κάποιον άλλο, που δεν θα ξέρει την κατάσταση το ίδιο καλά με τον Βέργκεδελ.»

«Και με τα γραπτά σου πιστεύεις ότι θα κάνεις τη Σύγκλητο ν’αλλάξει γνώμη;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος.

«Τους έδειξα τον κίνδυνο, και σκοπεύω να συνεχίσω να τους τον δείχνω.»

«Μπορείς να δημοσιεύεις πράγματα από εδώ που βρίσκεσαι;»

«Φυσικά και μπορώ. Η Ωκεανού Επίκαιρα έχει έδρα και στη Νουσράκλη, ασφαλώς. Ετοιμάζω, μάλιστα, ήδη ένα άρθρο που ελπίζω να επηρεάσει το κοινό περισσότερο από τα προηγούμενα. Γιατί ο Αρχισυγκλητικός έχει τώρα διαδώσει ότι λέω ψέματα, ενώ εκείνος είναι που ψεύδεται! Μαθαίνω νέα της Κάρνατεβ από τις εφημερίδες και από όσα μού λένε οι καπεταναίοι που επισκέπτονται το παλάτι.»

Η Έρικα σκέφτηκε: Αναρωτιέμαι γιατί ο Βασιληάς Ράνελμον σε κρατά εδώ. Το κάνει μόνο από ιδεολογικούς λόγους; Ή έχει και τίποτ’ άλλο στο μυαλό του; Διότι ήταν φανερό πως ο Αβέρναλ περισσότερο σε κίνδυνο έβαζε τον Ράνελμον και την οικογένειά του – κι ολόκληρο το Βασίλειό του, ίσως – παρά τους βοηθούσε.

Επί του παρόντος, ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων ήταν σιωπηλός καθώς έτρωγε ένα κομμάτι από το μεγάλο ψάρι που ήταν ξαπλωμένο στο πιάτο του, τυλιγμένο σε παχύρευστη σάλτσα.

Η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα βρήκε την ευκαιρία να στρέψει ξανά την κουβέντα στο παρελθόν των Ζωντανών-Νεκρών. «Και πριν από την υπόθεση στη Μέρελκεβ με τους ρους’κρούουμ, πού βρισκόσασταν, κύριε Ζαώρδιλ; Κάπου μέσα στις Ενδότερες Πολιτείες, δεν είπατε;»

Καθώς ο Ζαώρδιλ απαντούσε, ο Αβέρναλ τεντώθηκε προς την Έρικα και της ψιθύρισε: «Θα μπορούσα να σου μιλήσω για κάτι, μετά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, και μέχρι το γεύμα τους με τον Βασιληά να τελειώσει αναρωτιόταν τι μπορεί να ήταν.

Όταν το γεύμα τελείωσε, πήγε μαζί με τον Αβέρναλ στο δωμάτιό του, κι εκείνος, ενώ ακόμα στέκονταν, τη ρώτησε: «Θα μπορούσες να μεταφέρεις ένα μήνυμα για εμένα στην Κάρνατεβ;»

«Μήνυμα; Σε ποιον;»

Ο Αβέρναλ την ατένισε διστακτικά. «Ελπίζω να μπορώ να σε εμπιστευτώ…»

«Σου είπα: δεν είμαι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω αν τώρα θα μπορέσω να πάω στην Κάρνατεβ, γιατί ο Ζαώρδιλ θέλει να του κάνω μια άλλη δουλειά.»

Ο Αβέρναλ την κοίταξε ερωτηματικά, αλλά χωρίς να μιλήσει.

«Θα προσπαθήσω, μαζί με άλλους, να μάθω περισσότερα για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, από τις Γεφυρωμένες Νήσους,» εξήγησε η Έρικα.

«Εννοείς ότι θα περιπλανηθείτε στο Βασίλειο, ρωτώντας;»

«Ναι. Θα έχουμε και έγγραφο από το Βασιληά που θα μας καθιστά απεσταλμένους του κι επομένως θα μας δίνει προσβάσεις παντού.»

«Δε νομίζω ότι οι νησιώτες του Βασιλείου ξέρουν και τόσα για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Εκτός…» Ήταν σκεπτικός προς στιγμή. «Σίγουρα βέβαια υπάρχουν και κάποιοι υποψιασμένοι, που ή έχουν ταξιδέψει στις ανατολικές ακτές του Ωκεανού οι ίδιοι ή γνωρίζουν διάφορα για δικούς τους λόγους…» Το δημοσιογραφικό δαιμόνιό του έμοιαζε να έχει κεντριστεί. Άναψε ένα τσιγάρο καθώς μιλούσε, και πρόσφερε και στην Έρικα ένα, αλλά εκείνη αρνήθηκε. «Αν είχα ανοιχτό το αρχείο μου, νομίζω πως θα μπορούσα να βοηθήσω.»

«Τι εννοείς ‘ανοιχτό’;»

«Όταν έφυγα από την Κάρνατεβ δεν μπορούσα να κουβαλήσω όλο το αρχείο μου – έχω πάρα πολλά έγραφα για διάφορα θέματα. Επομένως, μια φίλη μου τα συμπίεσε μοριακά. Γνωρίζεις για τη Μαγγανεία Μοριακής Συμπιέσεως;»

Η Έρικα ένευσε. «Φυσικά.»

Ο Αβέρναλ άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου και πήρε από μέσα έναν κύβο που έμοιαζε νάναι από ξύλο αλλά, αν τον κοίταζε κανείς προσεχτικά, καταλάβαινε πως το υλικό δεν ήταν ξύλο. «Αυτό εδώ είναι όλο το αρχείο,» είπε ο δημοσιογράφος. «Αλλά χρειάζομαι έναν μάγο για να το αποσυμπιέσει.»

«Γιατί δεν το ζήτησες από τον Ράνελμον;»

«Δεν υπήρχε λόγος ώς τώρα.»

«Τώρα, όμως, υπάρχει,» είπε η Έρικα, «αφού πιστεύεις ότι ίσως να έχεις πληροφορίες για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

«Δεν είναι ακριβώς πληροφορίες για τους Αδελφούς· είναι κάποια στοιχεία για διάφορους ανθρώπους του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων.»

«Όπως και νάχει, εφόσον μπορούν να μας φανούν χρήσιμα, τα θέλουμε. Και ίσως μια μάγισσά μας να μπορεί να κάνει την αποσυμπίεση.»

«Η Φαίδρα’λι;»

«Την Ανταρλίδα’μορ είχα στο μυαλό μου. Δεν είμαι σίγουρη αν η Φαίδρα γνωρίζει τη Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως.»

«Ανταρλίδα’μορ; Τεχνομαθής;»

«Ναι. Την έχουμε αφήσει στα πλοία. Αλλά θα έρθει εδώ σύντομα.»

«Για μια Τεχνομαθή ήθελα κι εγώ εξαρχής να σου μιλήσω, Έρικα…»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Θα μπορέσεις να μεταφέρεις το μήνυμά μου στην Κάρνατεβ;»

«Δεν ξέρω. Θα προσπαθήσω. Πού θέλεις να παραδοθεί;»

«Στη μάγισσα που με βοήθησε να σμικρύνω το αρχείο μου,» απάντησε ο Αβέρναλ.

Η Έρικα περίμενε να της πει περισσότερα.

«Ονομάζεται Σανκάρλι’μορ. Μένει στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας στην Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ. Και, για να είμαι ειλικρινής, ανησυχώ γι’αυτήν.»

«Την κυνηγάει ο Αρχισυγκλητικός;»

«Δε νομίζω– Δεν ξέρω.» Ο Αβέρναλ έσβησε απότομα το τσιγάρο του στο τασάκι. «Ελπίζω πως όχι. Η σχέση της μαζί μου… Μάλλον ο Αρχισυγκλητικός ξέρει για τη σχέση της μαζί μου, αλλά η Σανκάρλι δεν είναι δημοσιογράφος, και είναι Τεχνομαθής σε μια πόλη που δεν έχει και τόσους πολλούς Τεχνομαθείς. Δε νομίζω να τολμήσει να την πειράξει – ακόμα κι ο Βέργκεδελ.» Η όψη του, όμως, άλλα έλεγε. Έλεγε πως φοβόταν γι’αυτήν.

Την αγαπάει, παρατήρησε η Έρικα. Σίγουρα, δεν είναι απλώς συνεργάτες οι δυο τους. «Θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα,» του είπε. «Σε πειράζει αν δεν μεταφέρω η ίδια προσωπικά το μήνυμά σου – αν το μεταφέρει κάποιος άλλος;»

«Αν δεν το χάσει, δεν το ανοίξει, και δεν το παραδώσει στον Αρχισυγκλητικό, όχι.»

«Μόνο για το πρώτο από αυτά χρειάζεται να ανησυχείς, επειδή ποτέ τίποτα δεν είναι βέβαιο, όχι για κανέναν άλλο λόγο.»

«Εντάξει, τότε,» συμφώνησε ο Αβέρναλ.

Η Έρικα τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη της και κάλεσε τον Ζαώρδιλ.

«Ναι;» είπε εκείνος.

«Είναι η Φαίδρα κοντά σου;»

«Ναι. Αλλά εσύ πού έχεις εξαφανιστεί;»

«Με τον Αβέρναλ είμαι. Ρώτα τη Φαίδρα αν μπορεί να κάνει Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως.»

«Μισό λεπτό.» Ο πομπός του βουβάθηκε για λίγο· αλλά μετά η φωνή του Ζαώρδιλ ακούστηκε ξανά: «Μου λέει πως μπορεί, αλλά έχει καιρό να τη χρησιμοποιήσει.»

«Πες της να έρθει εδώ. Έλα κι εσύ άμα θες. Στο δωμάτιο του Αβέρναλ είμαι.»

«Ερχόμαστε.»

Και μετά από λίγο, οι δυο τους παραμέρισαν τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο κλείνοντας πίσω τους.

«Τι θέλεις να κάνω;» ρώτησε η Φαίδρα την Έρικα.

Εκείνη έδειξε τον κύβο επάνω στο γραφείο, πλάι στη γραφομηχανή του Αβέρναλ. «Αυτό είναι ένα συμπιεσμένο αρχείο από–» Ρώτησε τον δημοσιογράφο: «Τι περιέχει; Βιβλία, κυλίνδρους;»

«Διάφορα έγγραφα, από χαρτί ή περγαμηνή. Ναι, είναι και μερικά βιβλία και κύλινδροι ανάμεσά τους, αλλά κυρίως έγγραφα και αποκόμματα.»

«Και θέλεις να το αποσυμπιέσω;» είπε η Φαίδρα.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Εκτός από χαρτί και περγαμηνή περιέχει τίποτ’ άλλο; Τίποτα το μηχανικό, ίσως; Μηχανικές συσκευές αποθήκευσης, για παράδειγμα;»

«Μόνο έγγραφα έχει,» της είπε ο Αβέρναλ.

«Τότε τα πράγματα δεν είναι και πολύ δύσκολα. Σε προειδοποιώ, όμως, ότι ίσως η αποσυμπίεση να καταστρέψει κάποια κομμάτια.»

«Πόσα κομμάτια;»

«Ελάχιστα, υποθέτω. Και αν.»

«Εντάξει, κάν’ το,» είπε ο Αβέρναλ.

«Δεν έχει βραχεί, ούτε έχει πέσει σε φωτιά ή σε κάτι άλλο καυστικό, έτσι;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Τίποτα δεν έχει πάθει. Ούτε είναι πολύς καιρός που έγινε η συμπίεση.»

Η Φαίδρα’λι πλησίασε το γραφείο και ύψωσε τα χέρια της πάνω από τον πεπιεσμένο κύβο. Άρθρωσε τα λόγια για τη Μαγγανεία Μοριακής Αποσυμπιέσεως ενώ είχε το βλέμμα της εστιασμένο σ’αυτόν. Και συνέχισε να μουρμουρίζει και να έχει το βλέμμα της εστιασμένο. Ο κύβος άρχισε σταδιακά να μεγαλώνει, σαν δαίμονας ο οποίος, ύστερα από αιώνες ύπνου, δεν μπορούσε να ξυπνήσει πιο γρήγορα. Η Φαίδρα παρέμεινε επικεντρωμένη στη δουλειά της για παραπάνω από δέκα λεπτά, και ο κύβος είχε ήδη καταλάβει το μισό γραφείο: χαρτιά και περγαμηνές ξέφευγαν από μέσα του κι έπεφταν στο πάτωμα. Ο Αβέρναλ είχε απομακρύνει, βιαστικά, τη γραφομηχανή του, αποθέτοντάς την στο περβάζι του παραθύρου. Η Έρικα έπιασε ένα απόκομμα από κάποια παλιά εφημερίδα το οποίο μιλούσε για την επικινδυνότητα των υδάτων κοντά στη Νουρβάλη, την Πόλη των Αγαλμάτων, που ήταν ερειπωμένη εδώ και χρόνια και μονάχα ένας πελώριος θεός κατοικούσε εκεί. Φήμες έλεγαν πως οι Παντοκρατορικοί τον είχαν ξυπνήσει από τα βάθη του Ωκεανού εξαιτίας ενός πειράματός τους το οποίο δεν είχε εξελιχτεί όπως είχαν προβλέψει.

Ο κύβος συνέχιζε να μεγαλώνει, και τώρα πια η Φαίδρα’λι δεν κρατούσε τα χέρια της υψωμένα από πάνω του αλλά μπροστά του. Εξακολουθούσε να είναι πλήρως εστιασμένη σ’αυτόν και να υποτονθορύζει ακατανόητα λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Ιδρώτας γυάλιζε στο λευκόδερμο πρόσωπό της· τα πράσινα μαλλιά της κολλούσαν επάνω του. Ο κύβος κατέλαβε ολόκληρη την επιφάνεια του γραφείου, και βιβλία, αποκόμματα, κύλινδροι, φύλλα χαρτιού και περγαμηνής έπεφταν από μέσα του. Τώρα δεν έμοιαζε τόσο με μια συγκεχυμένη μάζα όσο με μια πελώρια στοίβα εγγράφων – μια συμπυκνωμένη βιβλιοθήκη.

Κι ακόμα μεγάλωνε.

Η Φαίδρα – δείχνοντας ξαφνιασμένη από την ποσότητα των πεπιεσμένων αντικειμένων – έκανε δυο βήματα όπισθεν καθώς έγγραφα γλιστρούσαν προς το μέρος της. Δεν σταμάτησε, όμως, ούτε στιγμή τη μαγγανεία της, γιατί αν τη σταματούσε τώρα όσα έγγραφα δεν είχαν αποσυμπιεστεί επαρκώς θα πάθαιναν ζημιές.

Πλησίαζαν είκοσι λεπτά να έχουν περάσει από τότε που είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιεί τη μαγεία της. Η μάζα των εγγράφων είχε γίνει μεγαλύτερη από την επιφάνεια του γραφείου, και χαρτιά, περγαμηνές, και βιβλία σωριάζονταν από δω κι από κει. Η Φαίδρα οπισθοχώρησε κι άλλο.

Το εικοσάλεπτο πέρασε, και τελικά η μάγισσα έπαψε τη μαγγανεία και πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτάζοντας το χάος των εγγράφων στο δωμάτιο. «Αυτά πρέπει νάναι όλα,» είπε στον Αβέρναλ.

«Δεν ταξιδεύεις ελαφρά, δημοσιογράφε,» παρατήρησε ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

Ο Αβέρναλ ανασήκωσε τους ώμους. «Τι να έκανα; Να τ’άφηνα στην Κάρνατεβ;»

Κεφάλαιο Δέκατο
Οι Πειρατές στις Χελώνες

Το απόγευμα, η Έρικα πήγε σε μια κακόφημη ταβέρνα του λιμανιού η οποία ονομαζόταν «Το Στενό Άνοιγμα» και, πράγματι, η είσοδός της ήταν στενή, αλλά και η ίδια η ταβέρνα δεν ήταν μεγάλη. Βρισκόταν ζαρωμένη, καταπιεσμένη, ανάμεσα σε δύο άλλα πολύ μεγαλύτερα οικοδομήματα που περιλάμβαναν αποθήκες και καταστήματα ειδών ναυτιλίας και αλιείας, καθώς και μερικές κατοικίες – δευτέρας κατηγορίας, αναμφίβολα.

Η Έρικα φορούσε τον μαγικό μανδύα της, για καλό και για κακό, και τον αισθανόταν τώρα να πιάνεται προστατευτικά επάνω στο σώμα της, καθώς έμπαινε στην ταβέρνα και διάφορες ύποπτες φάτσες στρέφονταν να την κοιτάξουν. Εκείνη, έχοντας το πρόσωπό της κρυμμένο στη σκιά της κουκούλας της, έκανε πως δεν είχε προσέξει τίποτα το ασυνήθιστο. Τους προσπέρασε αδιάφορα και, με τις άκριες των ματιών της, παρατήρησε ότι οι περισσότεροι στράφηκαν αλλού, στις κουβέντες τους, στις σκέψεις τους, ή στα ποτά τους.

Το εσωτερικό της ταβέρνας ήταν σκιερό· ούτε ένα φως δεν ήταν αναμμένο ακόμα, ούτε μια λάμπα λαδιού, και το φως της ημέρας απέξω ολοένα και λιγόστευε: όσο έμπαινε από την πόρτα του καταστήματος (γιατί, εννοείται, παράθυρο δεν υπήρχε) δεν ήταν αρκετό για να το φωτίζει επαρκώς. Ωστόσο η Έρικα ήξερε προς τα πού να πάει· ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος τής είχε πει. Στο βάθος αριστερά θα είναι, πλην απροόπτου. Αλλά, ακόμα κι αν ο Όρκιβελ δεν της είχε δώσει κατευθύνσεις, καθώς η Έρικα βημάτιζε μέσα στην ταβέρνα πίστευε πως θα τους είχε αναγνωρίσει. Δύο άντρες που κάθονταν σ’ένα τραπεζάκι, κι ο ένας ήταν όλο μαύρα μούσια και μαλλιά – ο Αλέξανδρος ο Δασύς. Αλλά και τον άλλο η Έρικα νόμιζε πως τον θυμόταν· τον είχε δει ανάμεσα στο πλήρωμα του Όρκιβελ· αν και δεν γνώριζε το όνομά του.

Γιατί έρχονται σ’αυτή την ταβέρνα; Μπορεί το μέρος να είναι, αναμφίβολα, σκοτεινό, αλλά αν η φρουρά έρθει εδώ με σκοπό να τους βρει, αμέσως θα τους μαγκώσει. Από πού θα φύγουν; Η Έρικα δεν έβλεπε καμια έξοδο διαφυγής… εκτός ίσως από εκείνη τη μικρή πόρτα στο βάθος. Αλλά αυτή, λογικά, στην κουζίνα δεν θα οδηγούσε; Τέλος πάντων.

Πλησιάζοντας το τραπέζι των δύο πειρατών, τους καλησπέρισε, κι εκείνοι ανταπέδωσαν την καλησπέρα με νεύματα μονάχα. Η Έρικα κάθισε κοντά τους.

«Δε σε περιμέναμε,» της είπε ο Αλέξανδρος ο Δασύς.

«Ο Όρκιβελ δεν σας είπε…;»

«Μας το είπε, ναι, αλλά, και πάλι, δεν περιμέναμε ότι θάθελες τόσο σύντομα ξανά να μας αντικρίσεις.» Και φάνηκε να μειδίασε πίσω από τα πλούσια μαύρα μούσια του.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Ήρθα όμως. Και θέλω να μιλήσω στον Όρκιβελ.»

«Στον ίδιο;»

«Ναι.»

«Γιατί, εμείς δε σου κάνουμε;» ρώτησε ο άλλος πειρατής, που είχε δέρμα κόκκινο και μαλλιά μαύρα – Φεηνάρκιος, δίχως αμφιβολία.

«Δεν πρόκειται για κάτι που μπορώ να συζητήσω μαζί σας. Πρέπει ο Καπετάνιος σας να συμφωνήσει.»

Ο Αλέξανδρος ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του. «Ωραία,» είπε. «Θα σε πάμε. Βγες πρώτη τώρα, και συνάντησέ μας όταν έχει πέσει ο ήλιος έξω απ’την αποθήκη του Μουρμούρη.»

«Πού είναι η αποθήκη του Μουρμούρη;» Η Έρικα δεν είχε ξανακούσει για τέτοιο μέρος.

«Μόλις βγεις από δω, θα πας όλο αριστερά, θα περάσεις κάμποσες πόρτες και δερματόπορτες, και θα δεις μια ξύλινη πόρτα βαμμένη όπως νάναι. Από πάνω υπάρχει ένα λαξευτό μπιχλιμπίδι στον τοίχο – ένα πλοίο, νομίζω.»

«Κι από κάτω του ένα ψάρι,» πρόσθεσε ο πορφυρόδερμος πειρατής.

«Τέλος πάντω. Αυτό.»

«Τι εννοείς ότι η πόρτα είναι βαμμένη όπως νάναι;» ρώτησε η Έρικα.

«Η μισή έτσι, η μισή αλλιώς. Χάλια. Δεν είν’ ανάγκη να φύγεις από τώρα, όμως· θες μια μπίρα;»

«Γιατί όχι;»

Ο Αλέξανδρος ο Δασύς έκανε νόημα στον σερβιτόρο κι εκείνος μετά από λίγο έφερε μια μπίρα στην Έρικα.

«Το μαγαζί είναι σκάρτο,» της είπε ο Αλέξανδρος, «αλλά οι μπίρες του είναι καλές· θα δεις. Τις φτιάχνει ο ίδιος, ο πούστης–»

«Τον ταβερνιάρη εννοεί,» εξήγησε ο πορφυρόδερμος πειρατής.

«Σώπα, ρε!» μούγκρισε ο Αλέξανδρος. «Ποιον να εννοούσα, να πούμε; – το φούρναρη;» Ο πορφυρόδερμος πειρατής μειδίασε, ενώ ο Αλέξανδρος συνέχιζε να λέει στην Έρικα: «Ρίχνει και κάτι ουσίες από ψάρια μέσα που τις βελτιώνουν.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε και – ελπίζοντας να μην πάθει τίποτα – ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα της. Δεν αποδείχτηκε τόσο άσχημη όσο φανταζόταν. Και ήταν λιγάκι πιο δυνατή από άλλες μπίρες που είχε δοκιμάσει. «Μάλιστα,» είπε. «Ωραία είναι.»

«Γνωρίζεις, λοιπόν, για κανένα εμπορικό που να σαλπάρει σύντομα σχετικά, αφύλαχτο;» τη ρώτησε ο πορφυρόδερμος πειρατής.

«Δεν είν’ αυτός ο λόγος που θέλω να μιλήσω στον Καπετάνιο. Αλλά πώς σε λένε εσένα;»

«Βέργκεδελ.»

«Αρχισυγκλητικό τον λέμε, τελευταία,» χαμογέλασε άγρια ο Αλέξανδρος μέσα από τα μούσια του. «Χα-χα-χα-χα-χα!» Ήπιε.

«Αυτό το πλήρωμα είναι, να πούμε, γεμάτο μαλάκες,» σχολίασε ο Βέργκεδελ.

«Για να προσέχουμε τα λόγια μας λιγάκι, ρε παλικάρι· η κυρία δεν είναι σαν τα μούτρα σου!» τον προειδοποίησε ο Αλέξανδρος.

«Μη νομίζετε,» τους είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι λοξά, «χειρότερη είμαι.»

Οι δύο πειρατές γέλασαν· τσούγκρισαν τις κούπες τους με τη δική της και ήπιαν. Η Έρικα έβγαλε από τα ρούχα της ένα πακέτο με κάτι καλά τσιγάρα που είχε για ειδικές περιστάσεις και τους πρόσφερε από ένα. Την ευχαρίστησαν και κάπνισαν δείχνοντας ικανοποιημένοι. Μετά, τη ρώτησαν αν θα τους έβρισκε τίποτα καλό για λεηλασία. Εκείνη αποκρίθηκε πως αυτά θα τα συζητούσε με τον Καπετάνιο τους.

Όταν είχε μισοτελειώσει τη μπίρα της, τους είπε ότι θα τους συναντούσε εκεί που είχαν συμφωνήσει και έφυγε από την ταβέρνα. Ο ήλιος δεν είχε πέσει ακόμα, καθότι καλοκαίρι, έτσι η Έρικα αποφάσισε να κάνει μερικές βόλτες στην πόλη προτού πάει στην αποθήκη του Μουρμούρη. Δεν ήξερε και τόσο καλά τη Νουσράκλη, και ήθελε να τη μάθει. Σύντομα θα έπρεπε να εδραιώσει το δίκτυό της εδώ.

Σ’ένα κεντρικό σημείο της πόλης είδε ένα θέατρο που η πινακίδα του έγραφε ΜΕΓΑ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ· δεν μπορούσες να μπεις χωρίς εισιτήριο. Σ’ένα άλλο σημείο, όχι και τόσο κεντρικό, είδε μια μικρή αρένα περιτριγυρισμένη από κάγκελα, μέσα στην οποία μπορούσες να κοιτάξεις ακόμα κι όταν στεκόσουν έξω. Επί του παρόντος, δύο λυκόχοιροι – που φορούσαν ειδικά μεταλλικά κράνη με κέρατα, εξογκώματα, και λαξεύματα – μονομαχούσαν, ενώ μερικοί άνθρωποι παρακολουθούσαν φωνάζοντας και βάζοντας στοιχήματα. Περνώντας από διάφορα περίπτερα, η Έρικα αγόρασε όλες τις τοπικές εφημερίδες καθώς και τα Ωκεανού Επίκαιρα. Όταν επέστρεψε στο λιμάνι, είδε τη Ραβάσλι και έναν άλλο από τους Ζωντανούς-Νεκρούς να στέκονται, ντυμένοι σαν φρουροί της Νουσράκλης, και να κοιτάζουν κάποιους που έβγαιναν από ένα επιβατηγό ιστιοφόρο. Η Έρικα δεν νόμιζε πως την πήραν είδηση καθώς πέρασε από πίσω τους, με την κουκούλα του μανδύα της στο κεφάλι όπως συνήθως.

Ο ήλιος τώρα χανόταν στον δυτικό ορίζοντα και, μόλις το σκοτάδι είχε πέσει στην πόλη, στο Βασίλειο, και στον Ωκεανό, η Έρικα βάδισε προς τα εκεί που της είχαν πει ότι ήταν η αποθήκη του Μουρμούρη. Βγήκε, πρώτα, κάπου κοντά στο Στενό Άνοιγμα και, μετά, ακολούθησε τις οδηγίες του Αλέξανδρου του Δασύ. Δεν άργησε να δει μια πόρτα βαμμένη όπως νάναι, πάνω απ’την οποία υπήρχε ένα κακόγουστο λάξευμα στον τοίχο – ένα πλοίο, κι ένα ψάρι από κάτω.

Δυο άντρες στέκονταν παράμερα, καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους. Η Έρικα τούς πλησίασε.

«Καλώς την,» είπε ο Αλέξανδρος ο Δασύς. «Έλα, πάμε.»

Και έφυγαν.

*

Πήραν μια βάρκα από μια μοναχική αποβάθρα της Νουσράκλης, και έπλευσαν νοτιοανατολικά. Η βάρκα ήταν μηχανοκίνητη, και η μηχανή της βούιζε σαν ελικόπτερο. Ο Αλέξανδρος ο Δασύς καθόταν κοντά της, στην πίσω μεριά του μικρού σκάφους, και κρατούσε το πηδάλιο. Η Έρικα ήταν καθισμένη στη μέση, ενώ ο Βέργκεδελ μπροστά-μπροστά. «Σε περίπτωση που γίνει καμια στραβή,» της είπε, «να ξέρεις πως έχουμε όπλα κάτω απ’τον καμβά»· και με το βλέμμα του έδειξε έναν καμβά στην άκρη της βάρκας, λίγο πιο δίπλα από τα μποτοφορεμένα πόδια της Έρικας. Η Έρικα τον σήκωσε ελαφρώς και είδε από κάτω μια καραμπίνα, δυο καμάκια, δυο πιστόλια, κι ένα ξύλινο κουτί που μάλλον περιείχε πυρομαχικά. Άφησε πάλι τον καμβά να πέσει και να τα καλύψει.

«Τι στραβή μπορεί να γίνει;» ρώτησε.

«Οτιδήποτε,» είπε ο Βέργκεδελ ανάβοντας πάλι τσιγάρο.

Ο Αλέξανδρος ο Δασύς ήταν σιωπηλός καθώς οδηγούσε. Ίσως και να μην άκουγε τι έλεγαν, τόσο κοντά στη μηχανή που ήταν καθισμένος.

Μετά από λίγο, κι ενώ η βάρκα είχε αρχίσει να κουνιέται με τρόπο που δεν άρεσε στην Έρικα, τρεις μεγάλοι, μαύροι όγκοι φάνηκαν αντίκρυ τους, ξεχωρίζοντας από τη θάλασσα και τον ουρανό μόνο λόγω του φεγγαρόφωτος.

«Οι Χελώνες,» είπε ο Βέργκεδελ.

«Ποιες χελώνες;» ρώτησε η Έρικα.

Ο Βέργκεδελ έδειξε τους τρεις μαύρους όγκους. «Οι Χελώνες. Δε μοιάζουνε με γιγάντιες χελώνες;»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Πράγματι.» Νησιά ήταν, όμως, φυσικά.

«Παλιά, λένε πως ορισμένοι τις περνούσαν για δαιμονικές χελώνες και, κατουρημένοι, έφευγαν,» γέλασε κοφτά ο Βέργκεδελ.

«Εδώ είναι ο Καπετάνιος σας;»

«Ναι· τώρα φτάνουμε.»

Πέρασαν ανάμεσα από τις Χελώνες – που πρέπει να είχαν ελάχιστους κατοίκους, αν έκρινε σωστά η Έρικα από τα λιγοστά φώτα που μπορούσε να δει – και βρέθηκαν πίσω από το ένα απ’αυτά τα νησιά, σε καλυμμένο σημείο. Εδώ ήταν αραγμένο το πλοίο του Όρκιβελ, Το Σπαθί του Ωκεανού.

Ο Αλέξανδρος σταμάτησε τη μηχανή της βάρκας κι έπιασε ένα κουπί, κωπηλατώντας προς το μεγαλύτερο σκάφος. Ο Βέργκεδελ έβγαλε ένα συνθηματικό σφύριγμα. Κι ένα παρόμοιο σφύριγμα τού απάντησε απ’το κατάστρωμα του Σπαθιού.

Η βάρκα έφτασε πλάι στο καράβι, και μια ανεμόσκαλα έπεσε από το δεύτερο. «Ανέβα,» είπε ο Βέργκεδελ στην Έρικα, γνέφοντάς της με το χέρι. Εκείνη πιάστηκε από τη σχοινένια σκάλα κι εύκολα ανέβηκε στο κατάστρωμα του Σπαθιού, κοντά σε μερικούς από τους πειρατές του Όρκιβελ.

«Ποια είσαι συ;» τη ρώτησε ένας, ενώ ο Βέργκεδελ ανέβαινε πίσω της.

«Η Έρικα.»

Μια πειρατίνα σφύριξε προς την πρύμη και φώναξε: «Καπ’τάαανιεεεεε!»

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, ξεπροβάλλοντας από τη γέφυρα, πλησίασε, ενώ γάντζοι έπεφταν από το Σπαθί του Ωκεανού για να σηκώσουν τη βάρκα με τον Αλέξανδρο τον Δασύ επάνω.

«Καιρό είχαμε να σε δούμε,» είπε ο Όρκιβελ στην Έρικα. Και μετά από λίγο βρίσκονταν στην καμπίνα του, οι δυο τους, και ο πειρατής γέμιζε δύο κούπες με κρασί, προσφέροντάς της τη μία.

«Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον για εμάς;» τη ρώτησε, καθώς κάθονταν στο γραφείο του, αντικριστά.

«Βασικά, μια χάρη θέλω να σου ζητήσω.»

«Χάρη; Κι άλλη;»

«Γιατί, ποια άλλη σού έχω ζητήσει;»

«Βοήθησα εσένα και τους φίλους σου, τους Ζωντανούς-Νεκρούς, να φτάσετε ασφαλείς στη Νουσράκλη.»

«Εντάξει, αλλά κι εσύ προς τα δω δεν πήγαινες;»

«Μην προσπαθείς να μου κάνεις κόλπα, Έρικα,» είπε ο Όρκιβελ.

Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Δεν κάνω κανένα κόλπο. Να σου ζητήσω τώρα μια χάρη, ή να φύγω;»

«Αφού είσαι εδώ, ας μην ειπωθεί ότι ήρθες στο πλοίο του Καπετάν Όρκιβελ του Μουντζουρωμένου κι εκείνος δεν σ’άκουσε.»

Το χαμόγελο της Έρικας βάθυνε. Αλλά όταν μίλησε ήταν σοβαρή: «Θέλω να μεταφέρεις ένα μήνυμα για εμένα. Στην Κάρνατεβ.»

Ο Όρκιβελ παραλίγο να φτύσει το κρασί που έπινε. «Έγινα μαντατοφόρος τώρα; Χάθηκαν οι κανονικοί μαντατοφόροι;»

«Είναι κάπως λεπτή υπόθεση, και δεν θέλω να την εμπιστευτώ σε κανονικούς μαντατοφόρους.»

«Για πες κι άλλα.»

«Θα σου δώσω ένα μήνυμα και θα το πας σ’έναν από τους πράκτορές μου στην Κάρνατεβ. Θα έχεις και την ευκαιρία να τον γνωρίσεις.»

«Κι άμα δε με πιστέψει ότι έρχομαι από σένα;»

«Θα σε πιστέψει. Θα σου δώσω κάτι που θα το αποδεικνύει.»

«Και τι έχω να κερδίσω εγώ απ’αυτό το θέμα;»

«Θα γνωριστείς με το δίκτυό μου στην Κάρνατεβ.»

«Αξίζει τον κόπο;»

«Αν θέλεις να έχουμε συνεργασία, πρέπει να μπορείς να συνεργαστείς με τους πράκτορές μου,» είπε η Έρικα.

«Θα μου δίνουν καμια πληροφορία της προκοπής, όμως;»

«Οι πληροφορίες που θα παίρνεις από το δίκτυό μου θα είναι όλες δωρεάν, όπως σου έχω υποσχεθεί. Δεν θα πληρώνεις ούτε ένα κύμα γι’αυτές. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ζητήσεις – να πεις ‘βρείτε μου το τάδε’ και θα σ’το βρουν αν είναι εφικτό.»

«Χμμ…» Ο Όρκιβελ ανακινούσε κυκλικά το κρασί μέσα στην κούπα του, συλλογισμένος.

«Λοιπόν;»

«Θα το πάω το μήνυμά σου. Δώσ’ το μου.»

«Θα ταξιδέψεις τώρα βόρεια;»

«Αύριο, μεθαύριο θα φύγουμε από τις Χελώνες· δεν έχει και πολλά να κάνουμε εδώ, και κινδυνεύουμε κιόλας από τους λακέδες του Βασιληά Ράνελμον.»

«Μη φοβάσαι, ο Βασιληάς έχει άλλα προβλήματα τώρα.» Η Έρικα τού έδωσε τη σφραγισμένη επιστολή που της είχε δώσει ο Αβέρναλ, καθώς κι ένα κομμάτι χαρτί που ήταν τυλιγμένο κυλινδρικά αλλά όχι σφραγισμένο. «Αυτό εδώ,» είπε δείχνοντας την επιστολή του Αβέρναλ, «δεν θα το ανοίξεις. Το άλλο, αν θες, μπορείς να το κοιτάξεις, αλλά θα δεις ότι δεν έχει νόημα για σένα. Θα το δώσεις στον πράκτορά μου, για να σε αναγνωρίσει. Καλώς;»

Ο Όρκιβελ ξετύλιξε το ασφράγιστο χαρτί. Συνοφρυώθηκε. «Τι ακαταλαβίστικα είν’ αυτά;»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Κωδικοποιημένα.»

Ο Όρκιβελ άφησε το χαρτί πάνω στο γραφείο του. «Πού θα βρω τον πράκτορά σου;»

Η Έρικα τού είπε.

 

 

Δεν ανησυχώ για μένα – όχι μόνο για μένα. Νομίζω ότι αυτό το πράγμα πεινάει. Νομίζω ότι κάποτε θα βγει έξω και θα προκαλέσει καταστροφή.

Μου το ψιθυρίζει… Το ονειρεύομαι… Πότε ξεκίνησα να το ονειρεύομαι; Πότε ήταν η αρχή;

Δεν θα φύγει ποτέ; Πώς ήρθε;

Κι αν ζητήσω βοήθεια, το ξέρω πως θα βλάψει εκείνον από τον οποίο την έχω ζητήσει. Αν, δηλαδή, υπήρχε κάποιος που μπορούσε να με βοηθήσει

[αναμνήσεις από τη Σερκάλβη, από την επίσκεψη στο σπίτι ενός μάγου ο οποίος μου είπε ότι δεν υπάρχει καμια οντότητα κοντά μου ή γύρω μου· ούτε ο θεός του δεν μπορούσε να μυριστεί τίποτα, είπε]

Πώς μπορώ να του ξεφύγω;

Θα με πνίξει!

Πρέπει να βρω την προέλευσή του, για να το σταματήσω προτού ενεργήσει!

Με πνίγει…

Κεφάλαιο Ενδέκατο
Ο Εταίρος, ο Μουσικός, και ο Αθάνατος

Το επόμενο πρωί, η Έρικα συνάντησε τον Φέκταρελ σε μια από τις αίθουσες του παλατιού μαζί με τέσσερις από τους ανιχνευτές του, η μία εκ των οποίων ήταν μια μικρόσωμη, πορφυρόδερμη γυναίκα με περίπλοκη δερματοστιξία επάνω στο ξυρισμένο κεφάλι της. Η Έρικα την είχε ακούσει κάποτε να λέει πως αυτή η δερματοστιξία την προφύλασσε από την επιρροή πνευμάτων. Πρέπει, επίσης, κάποτε να είχε ακούσει και το όνομά της, μα δεν το θυμόταν.

«Ξεκινάμε;» είπε η Έρικα, βλέποντας πως όλοι τους ήταν ντυμένοι και εξοπλισμένοι για ταξίδι.

Ο Φέκταρελ έγνεψε καταφατικά και βάδισε πρώτος. Της έμοιαζε κάπως συλλογισμένος. Είχε γίνει τίποτα χτες βράδυ; Τίποτα που η Έρικα δεν ήξερε; Αλλά αν ήταν έτσι, τότε ούτε ο Ζαώρδιλ θα το ήξερε, γιατί είχε περάσει τη νύχτα μαζί της και μαζί είχαν ξυπνήσει, με την αυγή.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε η Έρικα τον Αρχιανιχνευτή των Ζωντανών-Νεκρών, πηγαίνοντας δίπλα του καθώς βάδιζαν μέσα στους διαδρόμους του παλατιού ακολουθούμενοι από τους τέσσερις ανιχνευτές.

«Ναι· γιατί;» Την κοίταξε με τις άκριες των ματιών του, τα οποία ήταν σαν σχισμάδες φωτός επάνω στο κατάμαυρο πρόσωπό του.

«Απλώς…» η Έρικα ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας, «είπα μήπως είχε γίνει τίποτα μες στο βράδυ. Κάποιος να πλησίασε, για παράδειγμα.»

«Αν αυτοί οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί είχαν ζυγώσει, δεν θάχε μείνει κρυφό, Έρικα.»

«Σίγουρα…»

Πήγαν στο γκαράζ του παλατιού και, χωρίς οι φύλακες να τους εμποδίσουν (τους περίμεναν), πλησίασαν ένα τετράκυκλο όχημα με ψηλές ρόδες, δύο θέσεις μπροστά κι έναν αρκετά μεγάλο χώρο πίσω. Η μπροστινή μεριά έκλεινε μ’ένα κρυστάλλινο, αλεξίσφαιρο σκέπαστρο· η πίσω, με οροφή από ενισχυμένα δέρματα, σχεδόν τόσο σκληρά όσο αυτά δερματόπορτας. Ο Βασιληάς Ράνελμον τούς το είχε παραχωρήσει, για την έρευνά τους. Πλάι στο τετράκυκλο όχημα βρισκόταν κι ένα δίκυκλο το οποίο ανήκε στους Ζωντανούς-Νεκρούς. Ο Φέκταρελ ανέβηκε στο δίκυκλο και το ενεργοποίησε, κάνοντας τη μηχανή του να μουγκρίσει, αντηχώντας μέσα στο μεγάλο γκαράζ. Η Έρικα κάθισε στο τιμόνι του τετράκυκλου, ένας από τους ανιχνευτές κάθισε πλάι της, στη θέση του συνοδηγού, κι οι υπόλοιποι τρεις πήγαν πίσω.

Η Έρικα ενεργοποίησε τη μηχανή του οχήματος και το οδήγησε έξω από το γκαράζ, ακολουθώντας το δίκυκλο του Φέκταρελ. Βγήκαν από τον κήπο του παλατιού και βρέθηκαν στους δρόμους της Νουσράκλης. Η κίνηση από οχήματα ήταν ελάχιστη· οι νησιώτες δεν είχαν ανάγκη από τέτοια: οι αποστάσεις εδώ ήταν σχετικά κοντινές, αν δεν σκόπευες να πας από τη μια άκρη του Βασιλείου ώς την άλλη, όπως τώρα σκόπευαν η Έρικα κι ο Φέκταρελ.

Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων αποτελείτο από έξι νησιά που ενώνονταν με μεγάλες γέφυρες, χτισμένες πριν από αιώνες. Κοιτάζοντας τον χάρτη του Ωκεανού, τα έβλεπες να σχηματίζουν μια αλυσίδα στην κεντροανατολική υδάτινη περιοχή. Δεν ήταν δύσκολο να τα επισκεφτείς όλα, με μηχανοκίνητο όχημα· δεν χρειαζόταν ούτε στιγμή να μπεις σε πλεούμενο. Ο πρώτος προορισμός της Έρικας, όμως, ήταν στο νησί όπου επί του παρόντος βρισκόταν: στο μεγαλύτερο από τα νησιά του Βασιλείου: και, μάλιστα, μέσα στην πρωτεύουσά του, τη Νουσράκλη. Πάτησε ένα κουμπί πλάι στο τιμόνι κι έκανε το σκέπαστρο του οχήματός της ν’ανοίξει. Έγνεψε στον Φέκταρελ να την ακολουθήσει, κι εκείνος κατένευσε σιωπηλά.

Η Έρικα έστριψε, πηγαίνοντας προς το Δουλοπάζαρο, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στο λιμάνι και στη μικρή αρένα που είχε εντοπίσει χτες, με τη βόλτα που είχε κάνει προτού συναντήσει τους πειρατές του Όρκιβελ έξω από την αποθήκη του Μουρμούρη.

Σ’ένα από τα αποκόμματα του αρχείου του Αβέρναλ είχε διαβάσει για μια δουλέμπορο που επισκεπτόταν τις ανατολικές ακτές του Ωκεανού και φημολογείτο ότι πουλούσε και δούλους στους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Το όνομά της ήταν Ταγκάρσι, και μπορούσες συχνά να τη βρεις στο Δουλοπάζαρο της Νουσράκλης. Ο Αβέρναλ την είχε εντοπίσει όταν σκεφτόταν να ασχοληθεί με τη διαφθορά του δουλεμπορίου στον Ωκεανό, και η Ταγκάρσι ήταν, ασφαλώς, ένα από τα αρνητικά παραδείγματα· διότι, προφανώς, πουλώντας δούλους στους Θηριόπνευστους Αδελφούς πρέπει να ήξερε ότι προορίζονταν για ανθρωποθυσίες.

Η Έρικα σταμάτησε το όχημά της στο Δουλοπάζαρο και πήδησε έξω, λέγοντας στους ανιχνευτές να περιμένουν.

«Ούτε εγώ να μην έρθω;» ρώτησε ο Φέκταρελ, που είχε σταματήσει το δίκυκλό του δίπλα της.

«Μόνο αν θέλεις.»

Ο Φέκταρελ, κατεβαίνοντας από το δίκυκλο, την ακολούθησε.

Η ζέστη ήταν δυνατή παρότι ακόμα πρωί. Στην πλατεία του Δουλοπάζαρου βρισκόταν ένας δουλέμπορος επιδεικνύοντας την πραμάτεια του σε μερικούς πιθανούς αγοραστές. Οι δούλοι ήταν στημένοι ο ένας πλάι στον άλλο: οι άντρες από δω, οι γυναίκες από κει: τρεις και δύο. Παραδίπλα μισθοφόροι φρουροί στέκονταν, βαστώντας σιδερένια ρόπαλα ή μαστίγια, αλλά έχοντας και καραμπίνες κρεμασμένες στους ώμους. Φορούσαν κράνη που έκρυβαν εν μέρει τα πρόσωπά τους.

Η Έρικα απεχθανόταν το δουλεμπόριο, όμως στη Φεηνάρκια ήταν μια από εκείνες τις άσχημες πραγματικότητες που δεν μπορούσες παρά να αποδεχτείς αν ήθελες να επιβιώσεις. Σ’άλλες διαστάσεις ήταν ανήκουστο, αλλά εδώ υπήρχε περίπτωση να καταλήξεις δούλος από χρέη σε κάποιον άρχοντα ή τράπεζα, από αιχμαλωσία κατόπιν πολεμικής σύγκρουσης, ή επειδή ληστές ή πειρατές σε άρπαζαν παρά τη θέλησή σου.

Ο δουλέμπορος που τώρα επιδείκνυε την πραμάτεια του, προφανώς, δεν ήταν η Ταγκάρσι, έτσι η Έρικα άρχισε να ρωτά τριγύρω γι’αυτήν, κι όταν χρειαζόταν έδειχνε τη βασιλική άδεια που της είχε δώσει ο Βασιληά Ράνελμον, για να διασκεδάσει κάθε δισταγμό. Μίλησε σε τοπικούς καταστηματάρχες· σε μισθοφόρους φρουρούς· σε θαμώνες μιας ταβέρνας· σε κάτι χασομέρηδες που κάθονταν στην πλατεία καπνίζοντας· στους πιθανούς αγοραστές του δουλεμπόρου όταν αυτοί απομακρύνονταν από εκείνον· στον δουλέμπορο όταν οι δουλειές του είχαν, προς το παρόν, τελειώσει· σ’έναν αμαξά κάποιου πλουσίου· στην αμαξά που είχε συναντήσει όταν είχε έρθει στη Νουσράκλη για να μιλήσει πρώτη φορά στον Βασιληά Ράνελμον (η Έρικα την αναγνώρισε αμέσως και η αμαξάς, επίσης, αναγνώρισε εκείνη)· και σ’έναν περιπτερά με έκφραση φανερά κακοδιάθετη. Όλοι τους είπαν στην Έρικα το ίδιο πράγμα: Η Ταγκάρσι δεν ήταν εδώ, και δεν ήξεραν πότε ακριβώς θα επέστρεφε, ούτε πού είχε πάει. Σε τέσσερις, πέντε ημέρες, πάντως, μάλλον θα ξαναρχόταν στη Νουσράκλη· ποτέ δεν έλειπε για πολύ.

Η Έρικα αποφάσισε να φύγουν, και ο Φέκταρελ δεν έφερε αντίρρηση. «Πού πηγαίνουμε τώρα;» τη ρώτησε καθώς ανέβαινε στο δίκυκλό του. «Έχεις συγκεκριμένα μέρη που θέλεις να επισκεφτείς; Νόμιζα ότι απλά θα περιπλανιόμασταν σ’όλο το Βασίλειο…»

«Θα το κάνουμε κι αυτό, αλλά όχι μόνο. Έχω και κάποια στοιχεία. Από τον Αβέρναλ.»

«Αυτός ο Αβέρναλ φαίνεται να ξέρει πολλά.»

«Κατά τη γνώμη του, όχι.» Η Έρικα πήδησε μέσα στο τετράκυκλο όχημα, στη θέση του οδηγού, κι έβαλε τα πόδια της στα πετάλια.

*

Ο επόμενος προορισμός της ήταν μια τεχνική εταιρεία που άκουγε στο όνομα Γλυκά Υδρευτικά Συστήματα. Η έδρα της δεν ήταν στη Νουσράκλη αλλά στο δεύτερο κατά σειρά νησί του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, το Οχυρονήσι. Σύμφωνα με τα λεγόμενα μιας παλιάς εφημερίδας που είχε ο Αβέρναλ στην κατοχή του, αυτή η εταιρεία είχε φτιάξει ένα μικρό υδραγωγείο σε μια από τις άγριες πόλεις που βρίσκονταν στις ανατολικές ακτές του Ωκεανού. Απ’ό,τι έγραφε το άρθρο, ήταν η μοναδική πόλη σ’εκείνα τα μέρη με υδραγωγείο· και σχολίαζε θετικά την προθυμία των Γλυκών Υδρευτικών Συστημάτων να έρχεται σε επαφή με ανθρώπους των ανατολικών ακτών που πολλοί τους θεωρούσαν «βαρβάρους» και τους απέφευγαν.

Ο ανιχνευτής που ήταν καθισμένος πλάι στην Έρικα κρατούσε ανοιχτό έναν χάρτη του Βασιλείου, κι εκείνη οδηγούσε ακολουθώντας τον. Τουλάχιστον, της έδειχνε τα βασικά μονοπάτια και τα σημεία όπου υπήρχαν γέφυρες. Οδήγησε το τετράκυκλο όχημά της προς τα ανατολικά, κάνοντας τον γύρο του ορεινού κέντρου της Νήσου της Νουσράκλης και φτάνοντας, μετά από λιγότερο από μια ώρα, στις ακτές της και στη γέφυρα που τη συνέδεε με το επόμενο νησί. Καθοδόν συνάντησε κωμοπόλεις και χωριά, αλλά δεν σταμάτησε πουθενά· θα τα επισκεπτόταν αφότου τελείωνε με τα στοιχεία που είχε από τον Αβέρναλ.

Η γέφυρα που συνέδεε τα δύο νησιά ήταν αρκετά ψηλή ώστε να μπορούν να περάσουν πλοία από κάτω της, και καμωμένη από πέτρα και τουλάχιστον δύο ειδών μέταλλα, νόμιζε η Έρικα καθώς τα έβλεπε να γυαλίζουν στο ηλιακό φως. Αναμφίβολα πανάρχαιη. Τα χρόνια φαίνονταν να είναι γαντζωμένα επάνω της στη μορφή χώματος, σκόνης, βλάστησης, και αλμύρας. Ωστόσο το μεγάλο κατασκεύασμα έστεκε αγέρωχο, αψηφώντας τον χρόνο, χλευάζοντάς τον και μόνο με τη σταθερή ύπαρξή του. Η Έρικα δεν φοβήθηκε καθόλου να περάσει το όχημά της από πάνω του ενώ και το δίκυκλο του Φέκταρελ κυλούσε παραδίπλα. Και, ναι, η γέφυρα ήταν αρκετά πλατιά ώστε να χωρά και τα δύο οχήματα πλάι-πλάι, κι ένα, δυο δίκυκλα ακόμα, αν χρειαζόταν. Από την αντίθετη μεριά της ερχόταν μια άμαξα που την τραβούσε ένας τετραπλόκαμος, και η Έρικα κι ο Φέκταρελ τής έκαναν χώρο ανάμεσά τους για να περάσει, προτού φτάσουν στο δεύτερο νησί της αλυσίδας του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων.

Ακολουθώντας τα μονοπάτια που ήταν σημειωμένα στον χάρτη, κατέληξαν στο κεφαλοχώρι, στις ανατολικές ακτές του Οχυρονησιού, όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Έρικας, είχε την έδρα της η εταιρεία Γλυκά Υδρευτικά Συστήματα. Δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να την εντοπίσουν, καθώς πάνω από τα χαμηλά οικοδομήματα του χωριού φαινόταν μια πελώρια πινακίδα που διαλαλούσε την ύπαρξή της. Η Έρικα σταμάτησε το όχημά της κοντά στην έδρα της εταιρείας, που ήταν στην άκρη του κεφαλοχωριού και αποτελείτο από δύο οικήματα: το ένα μικρό και μονώροφο, το άλλο πολύ μεγαλύτερο και ισόγειο. Το πρώτο – υπέθεσε η Έρικα, καθώς έβγαινε απ’το όχημά της – πρέπει να ήταν τα γραφεία της εταιρείας· το δεύτερο, τα εργαστήρια.

Ο Φέκταρελ τη συνόδεψε προς την είσοδο του οικήματος, κι αφού μπήκαν η Έρικα μίλησε πρώτα με μια γραμματέα και μετά μ’έναν υπεύθυνο για το δημόσιο πρόσωπο της εταιρείας, ο οποίος αρχικά φαινόταν να νόμιζε πως ο Βασιληάς είχε στείλει ανθρώπους του εδώ επειδή ενδιαφερόταν για κάποια υδρευτική κατασκευή. Η Έρικα τού εξήγησε πως ο Βασιληάς δεν ήθελε τίποτα τέτοιο. «Μερικές πληροφορίες χρειαζόμαστε μόνο από εσάς, κύριε Ζαώρδιλ,» είπε στον άντρα που είχε το όνομα του Σκοτωμένου αλλά, κατά τα άλλα, δεν του έμοιαζε καθόλου. Το πρόσωπό του ήταν πλαδαρό και το σώμα του επίσης. Πορφυρόδερμος, ωστόσο: φανερά Φεηνάρκιος, με πλούσιο καστανό μούσι δεμένο με μια χάντρα προς το πέρας ώστε να φαίνεται πιο μυτερό.

Κοίταξε την Έρικα με απορία. «Αν μπορώ να εξυπηρετήσω, γιατί όχι;…» είπε, καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του, ενώ η Έρικα ήταν καθισμένη αντίκρυ του κι ο Φέκταρελ στεκόταν παραδίπλα, σαν φρουρός, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.

Η Έρικα ρώτησε τον Ζαώρδιλ τι συναναστροφές είχε η εταιρεία του με τους ανθρώπους των ανατολικών ακτών.

«Ελάχιστες, βασικά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Έχουμε φτιάξει ένα υδραγωγείο γι’αυτούς – αυτό είναι το πιο σημαντικό που έχουμε κάνει. Και κάποιες μικροδουλειές, επίσης… Αλλά γιατί ο Βασιληάς ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο;»

«Δεν ενδιαφέρεται για τις σχέσεις σας με τους ανθρώπους των ανατολικών ακτών,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα. «Ενδιαφέρεται να μάθει για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς–»

«Μα τους θεούς όλους και τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα! Δε συναναστρεφόμαστε τέτοιους, σας διαβεβαιώνω!»

«Το φαντάζομαι,» είπε η Έρικα. «Θέλω όμως να μάθω τι ξέρετε γι’αυτούς. Η έρευνα δεν γίνεται για εσάς, κύριε Ζαώρδιλ· γίνεται για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Ό,τι κι αν έχετε ακούσει μ’ενδιαφέρει, πολύ.»

«Μάλιστα…» είπε ο Ζαώρδιλ σκεπτικά. «Κοιτάξτε–» Ο τηλεπικοινωνιακός δίαυλος δίπλα του κουδούνισε. «Με συγχωρείτε μια στιγμή.» Τον άνοιξε, φέρνοντας το ακουστικό στ’αφτί του έτσι ώστε η Έρικα να μη μπορεί ν’ακούσει ποιος μιλούσε από την άλλη μεριά. «Ωραία, εσύ;… Ναι… Εντάξει, αλλά δε μπορώ να σου μιλήσω τώρα· έχω κάποιους άλλους εδώ. Θα τα πούμε μετά, καλώς;… Γεια, γεια…» Έκλεισε τον δίαυλο και είπε στην Έρικα: «Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί είναι δολοφόνοι,» σαν να υπήρχε περίπτωση να το αγνοούσε αυτό.

«Το γνωρίζω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Οι λεπτομέρειες είναι που με ενδιαφέρουν, οι φήμες, τα πάντα.»

Ο Ζαώρδιλ φάνηκε συλλογισμένος για λίγο, καθώς άναβε ένα τσιγάρο, μάλλον για να κερδίσει χρόνο. Μετά, της είπε περίπου ό,τι εκείνη ήδη ήξερε: ότι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ήταν εξαιρετικοί στη δουλειά τους· όλοι τους έτρεμαν· κυνηγούσαν τους στόχους τους ακατάπαυστα, ώσπου να τους σκοτώσουν· ποτέ δεν σταματούσαν. Και λεγόταν πως μεταμορφώνονταν και σε θηρία – «αν και, βέβαια, αυτό δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αληθεύει» – ένα χάρισμα του δαιμονικού θεού που λάτρευαν. Του ίδιου θεού στον όποιο θυσίαζαν ανθρώπους: δούλους, συνήθως, αλλά όχι πάντα. Άρπαζαν κι ανθρώπους από–

«Χάρισμα του θεού τους, είπατε;» τον διέκοψε η Έρικα. «Δεν φοράνε στολές από δέρματα ζώων κι αναλόγως τη στολή υποτίθεται πως παίρνουν και κάποια θηριώδη μορφή;»

«Εεεμ… δεν ξέρω. Δε θυμάμαι αν τόχω ακούσει αυτό. Όμως, ακόμα κι έτσι νάναι, ποιος τους δίνει τη δύναμη να μεταμορφώνονται; Οι ίδιες οι στολές; Τα πετσιά; Μάλλον όχι. Ο θεός τους πρέπει να το κάνει – αν υποθέσουμε πάντα ότι οι φήμες για τις μεταμορφώσεις αληθεύουν, που δεν το νομίζω.»

«Μάλιστα… Αλλά κάτι λέγατε για ανθρώπους τους οποίους αρπάζουν από… πού;»

Από τις μικρές πόλεις και τα χωριά που υπήρχαν μέσα στα βουνά των ανατολικών ακτών του Ωκεανού, φυσικά, αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ήταν οι πιο άγριοι απ’αυτούς τους αγρίους. (Δεν φαινόταν να έχει καμια ιδιαίτερη συμπάθεια για τους κατοίκους των ανατολικών ακτών, παρατήρησε η Έρικα: συνεχώς άγριους ή βάρβαρους τούς αποκαλούσε, ή ακόμα και αγριάνθρωπους. Τελικά, η στρατηγική της εταιρείας να τους συναναστρέφεται μάλλον δεν είχε και καμια σχέση με τα πιστεύω του υπεύθυνου για το δημόσιο πρόσωπό της…) Κυκλοφορούσαν, όμως, και κάτι φήμες ότι, κάπου-κάπου, σπανίως, οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί έκαναν επιδρομές και στα νησιά για ν’αρπάξουν ανθρώπους· ή συνεργάζονταν με πειρατές.

«Πειρατές;» Στο μυαλό της είχε έρθει, αμέσως, ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, ο οποίος γνώριζε ελάχιστα για τους Αδελφούς.

«Ναι.»

«Κανένα συγκεκριμένο παράδειγμα;»

Ο Ζαώρδιλ κόμπιασε. «Όχι… δε θυμάμαι κάτι…»

Η Έρικα τον ρώτησε αν οι κάτοικοι της Οράγιγκαθ, της πόλης όπου η εταιρεία του είχε φτιάξει το υδραγωγείο, ήταν φιλικοί κι αν υπήρχε περίπτωση να γνωρίζουν περισσότερα για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Ο Ζαώρδιλ έδωσε και στα δύο θετική απάντηση, και η κουβέντα τους δεν συνεχίστηκε για πολύ ύστερα απ’αυτό.

Οι πληροφορίες που είχε δώσει ήταν, το λιγότερο, συγκεχυμένες, αλλά η Έρικα (από την έκφρασή του, τον τρόπο του, και το πώς την κοίταζε) δεν νόμιζε πως της είχε κρύψει τίποτα. Επιπλέον, τι λόγο μπορεί να είχε για να της πει ψέματα; Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήξεραν τίποτα για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.

Το μεσημέρι πλησίαζε, κι έτσι, μαζί με τον Φέκταρελ και τους ανιχνευτές του, πήγαν να φάνε σ’ένα τοπικό πανδοχείο και να ξεκουραστούν. Το φαγητό δεν ήταν ούτε πρώτης ποιότητας αλλά ούτε και χάλια, και το ίδιο ίσχυε για την εξυπηρέτηση και τα δωμάτια. Πέρασαν μερικές ώρες εκεί και μετά, το απόγευμα, έφυγαν, ταξιδεύοντας βόρεια. Ύστερα από κανένα μισάωρο έφτασαν σε μια γέφυρα παρόμοια με την προηγούμενη που είχαν διασχίσει: ψηλή, φαρδιά, και καμωμένη από πέτρα και τουλάχιστον δύο ειδών μέταλλα. Στην άλλη μεριά της ήταν το επόμενο νησί του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, η Μεσόνησος, όπου η Έρικα δεν είχε κατά νου κανέναν συγκεκριμένο προορισμό· επομένως, οδήγησε το όχημά της επάνω στα τραχιά μονοπάτια με τον Φέκταρελ να την ακολουθεί καβάλα στο δίκυκλό του. Στον ουρανό, από πάνω τους, πέρασε, σε κάποια στιγμή, ένα ελικόπτερο και σύντομα χάθηκε πετώντας προς τα βορειοδυτικά. Έφτασαν στη μεγάλη γέφυρα στα βορειοανατολικά του νησιού και τη διέσχισαν κι αυτήν, για να βρεθούν στο επόμενο νησί του Βασιλείου, τη Μελόνησο, όπου η Έρικα ήλπιζε να συναντήσει έναν άνθρωπο για τον οποίο είχε διαβάσει στο αρχείο του Αβέρναλ. Επρόκειτο για έναν πλανόδιο μουσικό ο οποίος κατοικούσε εδώ αλλά ταξίδευε σ’όλα τα νησιά γύρω από το Βασίλειο καθώς και στις ανατολικές ακτές. Το απόκομμα του Αβέρναλ τον εκθείαζε όχι μόνο ως έναν από τους καλύτερους μουσικούς και τραγουδοποιούς του Ωκεανού αλλά και επειδή ήταν πρόθυμος να επισκέπτεται ακόμα και απομονωμένες περιοχές ή περιοχές που άλλοι δεν ήταν πρόθυμοι να επισκεφτούν. Ονομαζόταν Χάρελκαμ ο Πράσινος, επειδή ήταν πρασινόδερμος. Και το συγκρότημά του – διότι βέβαια δεν ταξίδευε, ούτε έπαιζε μουσική, μόνος – λεγόταν «Ο Πράσινος και οι Απειθείς Βλαστοί». Ήταν σχετικά μεγάλος σε ηλικία· θα πλησίαζε τα πενήντα πλέον. Και υπήρχε η φήμη ότι ο Βασιληάς Ράνελμον τού είχε προσφέρει οικία στη Νουσράκλη, για να μένει εκεί, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί, προτιμώντας την ήσυχη ζωή του χωριού του όταν δεν ταξίδευε.

Το χωριό αυτό ήταν στις βορειοδυτικές ακτές του νησιού όπου τώρα βρισκόταν η Έρικα, και οδήγησε το όχημά της προς τα εκεί. Δεν άργησε να το δει να αποκαλύπτεται μπροστά της, ύστερα από μια δασώδη περιοχή, ανάμεσα σε βράχους, στο σημείο όπου η ακτογραμμή σχημάτιζε έναν κόλπο. Το όχημά της κύλησε επάνω στο μονοπάτι που διακρινόταν μέσα από το καλοκαιρινό χορτάρι, ενώ μερικά σκυλιά γάβγιζαν από μια αγροικία. Το χωριό είχε μια κεντρική πλατεία κι έναν μεγάλο δρόμο. Σε κανένα απ’τα σοκάκια παραπέρα δεν χωρούσε το όχημα της Έρικας, οπότε εκείνη το σταμάτησε στην πλατεία, και ο Φέκταρελ σταμάτησε το δίκυκλό του παραδίπλα.

Οι κάτοικοι του χωριού, άλλοι καθισμένοι σε πεζούλες, άλλοι σε ταβέρνες, άλλοι περαστικοί εκείνη την ώρα, τους κοίταζαν με περιέργεια. Δεν είχαν και πολλούς επισκέπτες εδώ. Αποδείχτηκαν όμως φιλικοί όταν τους μίλησε η Έρικα. Δεν χρειάστηκε ούτε καν να τους δείξει την άδεια του Βασιληά, ή να τους δηλώσει ότι ήταν απεσταλμένη του, για να της πουν πού έπρεπε να πάει για να βρει τον Χάρελκαμ τον Πράσινο. Ακολουθώντας τις οδηγίες τους, μπήκε στα σοκάκια του χωριού μαζί με τον Φέκταρελ κι έναν από τους ανιχνευτές του· οι άλλοι τρεις έμειναν με τα οχήματα.

Το σπίτι του Πράσινου ήταν μια όμορφη λαξευτή κατοικία με μεγάλα παράθυρα, κουρνιασμένη ανάμεσα στ’άλλα σπίτια του ήσυχου χωριού. Ένας πρασινόδερμος άντρας καθόταν στην αυλή και, βαστώντας έναν στιλογράφο, κάτι έγραφε επάνω σε μια περγαμηνή. Παραδίπλα κάθονταν δυο κοπέλες, κουβεντιάζοντας· η μία ήταν πρασινόδερμη όπως εκείνος, η άλλη πορφυρόδερμη με πράσινα μαλλιά. Η πρασινόδερμη, βλέποντας την Έρικα, τον Φέκταρελ, και τον ανιχνευτή να ζυγώνουν, σηκώθηκε και είπε: «Μπαμπά, επισκέπτες.»

Ο άντρας πήρε το βλέμμα του από την περγαμηνή και σηκώθηκε κι εκείνος.

Η Έρικα δεν άνοιξε την πόρτα της αυλής. «Ο κύριος Χάρελκαμ ο Πράσινος;» ρώτησε.

«Δεν υπάρχει άλλος στο χωριό.»

«Θα μπορούσα να σας απασχολήσω για λίγο; Έρχομαι σταλμένη από τον Βασιληά.»

«Αν θέλει ξανά να μου προτείνει να μετακομίσω στη Νουσράκλη–»

«Δεν είναι αυτό, κύριε Χάρελκαμ.»

«Περάστε, τότε.»

Η Έρικα και οι σύντροφοί της μπήκαν στην αυλή του Πράσινου και κάθισαν κοντά του, στα σκαμνιά που τους έφεραν οι δύο κοπέλες, τις οποίες εκείνος σύστησε ως κόρες του. Η Έρικα είπε πως είχε ακούσει ότι ο Χάρελκαμ ταξίδευε μέχρι και τις ανατολικές ακτές. «Αληθεύει,» τη διαβεβαίωσε εκείνος· «και είναι πολύ καλοί άνθρωποι, παρά τις φήμες. Όχι όλοι, αλλά αρκετοί από αυτούς.» Η Έρικα συνέχισε λέγοντάς του πως εκείνο που την ενδιέφερε ήταν να μάθει τι γνώριζε για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Η όψη του Χάρελκαμ, οπότε, σκοτείνιασε και της είπε πως επρόκειτο για μια οργάνωση επικίνδυνων δολοφόνων την οποία καλύτερα κανείς να απέφευγε. «Αν ο Βασιληάς επιθυμεί συνεργασία μαζί τους, θα του πρότεινα να μείνει μακριά.»

«Ο Βασιληάς δεν επιθυμεί συνεργασία μαζί τους,» αποκρίθηκε η Έρικα.

Ο Χάρελκαμ την ατένισε απορημένα, σαν να ήθελε να ρωτήσει Τότε τι τον ενδιαφέρει γι’αυτούς; αλλά να μην τολμούσε.

Η Έρικα εξήγησε: «Ο Βασιληάς πιστεύει ότι ίσως το παλάτι του να κινδυνεύει από τους Αδελφούς.»

Ο Χάρελκαμ συνοφρυώθηκε, και της είπε περίπου όσα εκείνη είχε ήδη ακούσει για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Πρόσθεσε, όμως, και κάποια πράγματα που της ήταν μέχρι στιγμής άγνωστα. «Κατοικούν πίσω απ’το Όρος του Γκρίζου Ανέμου, στους ‘σκοτεινούς τόπους’ που λένε οι ντόπιοι, κάτι επικίνδυνα μέρη ανάμεσα στα βουνά.»

«Υπάρχει χάρτης;» ρώτησε η Έρικα.

«Χάρτης…» μόρφασε ο Χάρελκαμ συλλογισμένα. Και είπε στη μια από τις κόρες του – την πορφυρόδερμη που φαινόταν μικρότερη: «Θυμάσαι πού έχουμε τους χάρτες μας, στο πρώτο αριστερό ράφι της βιβλιοθήκης, Ρασλέδη;» Εκείνη κατένευσε. «Πιάσε αυτόν που είναι μες στη γαλανή θήκη με τα πράσινα νήματα.»

Η κόρη του έφυγε και, μετά από λίγο, επέστρεψε δίνοντάς του μια κυλινδρική θήκη. Ο Χάρελκαμ την άνοιξε κι από μέσα τράβηξε μια περγαμηνή. Την ξετύλιξε και την κράτησε μπροστά του έτσι ώστε η Έρικα κι ο Φέκταρελ να μπορούν να τη δουν καθαρά. Έδειχνε τις ανατολικές ακτές του Ωκεανού· ή, τουλάχιστον, ένα μέρος τους. «Εδώ πέρα είναι το Όρος του Γκρίζου Ανέμου,» είπε ο Χάρελκαμ δείχνοντας πάνω στον χάρτη, «κι εδώ οι σκοτεινοί τόποι που είναι όλο πυκνή, άγρια βλάστηση.»

«Πού ακριβώς μένουν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί;»

«Αυτό δεν το ξέρω. Ούτε και νομίζω πως είναι, γενικά, πολλοί εκείνοι που το ξέρουν και ζουν. Τους γνωρίζοντες θα τους βρεις με τους Κρυφούς Θεούς.»

«Δεν έχεις ποτέ ο ίδιος ταξιδέψει προς τα εκεί; Προς τους σκοτεινούς τόπους, εννοώ.»

Ο Χάρελκαμ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν πηγαίνω εκεί. Δε νομίζω πως κανένας θα εκτιμούσε τη μουσική μου. Μέχρι εδώ έχω ταξιδέψει.» Έδειξε κάτι χωριά που απείχαν κάμποσο από το μεγάλο τρίγωνο που έφερε, γραμμένη πλάι του, την ονομασία «Όρος Γκρίζου Ανέμου».

«Τι άλλο ξέρετε για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, κύριε Χάρελκαμ; Ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια μ’ενδιαφέρει.»

Ο Χάρελκαμ τής είπε ότι έκαναν ανθρωποθυσίες στον θεό τους, την Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου.

«Έτσι ονομάζεται; Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου;»

«Ναι, έτσι έχω ακούσει,» αποκρίθηκε ο Χάρελκαμ ο Πράσινος, και είπε πως ήταν ένας μοχθηρός θεός που κατοικούσε στους σκοτεινούς τόπους. Ορισμένοι, δε, ψιθύριζαν ότι ήταν ένας από τους Κρυφούς Θεούς· άλλοι πάλι έλεγαν πως αυτό ήταν αδύνατο γιατί τους Κρυφούς Θεούς τούς συναντάς μόνο στον θάνατο και κανένας ζωντανός δεν τους βλέπει: επομένως, η Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου δεν μπορεί παρά να ήταν μαντατοφόρος τους, πρόμαχός τους, ή απεσταλμένος τους. Οι κόρες του Χάρελκαμ έμοιαζαν λιγάκι φοβισμένες καθώς τον άκουγαν να μιλά γι’αυτά τα πράγματα, αλλά και συνεπαρμένες συγχρόνως, σαν να επρόκειτο για παραμύθι που διηγιόταν κανείς μες στη νύχτα.

Η Έρικα ρώτησε: «Αυτός ο θεός είναι που προσφέρει στους Αδελφούς τις δυνάμεις τους να μεταμορφώνονται σε θηρία;»

Ο Χάρελκαμ αποκρίθηκε πως, ναι, τούτη ήταν μια φήμη που, πράγματι, κυκλοφορούσε. Ποιος μπορούσε να ξέρει την αλήθεια, όμως; Μονάχα οι ίδιοι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί.

«Πιστεύετε ότι όντως μεταμορφώνονται σε θηρία;»

«Δεν το έχω δει ποτέ να συμβαίνει, αλλά πολλοί το λένε.»

«Πώς μπορεί κάποιος να γίνει Θηριόπνευστος Αδελφός, κύριε Χάρελκαμ; Κι από πότε υπάρχουν ως οργάνωση; Ξέρετε;»

«Η οργάνωσή τους είναι πολύ παλιά, απ’ό,τι έχω ακούσει. Αλλά δε νομίζω ότι κάποιος μπορεί να γίνει ένας απ’αυτούς. Είναι φυλή.»

«Φυλή;»

«Ναι. Και όλα τα μέλη της είναι Θηριόπνευστοι Αδελφοί. Δεν είναι σαν μισθοφορική ομάδα, ούτε καν σαν κλειστή φατρία.»

«Υπάρχει κανένας στόχος τους που να γλίτωσε τη δολοφονία; Έχετε ακούσει;»

Ο Χάρελκαμ φάνηκε σκεπτικός. «Δε νομίζω,» είπε τελικά. «Δεν έχω ακούσει, τουλάχιστον. Πάντως, είμαι βέβαιος πως αν κάποιος είχε γλιτώσει απ’τους Θηριόπνευστους Αδελφούς δεν θα το έλεγε και πολύ. Θα φοβόταν ότι ίσως ξανάρθουν να τον κυνηγήσουν. Παίρνουν προσωπικά κάθε υπόθεση που αναλαμβάνουν.»

Όταν η Έρικα, ο Φέκταρελ, και ο ανιχνευτής έφυγαν από την αυλή του σπιτιού του Χάρελκαμ του Πράσινου, το χωριό είχε σκοτεινιάσει. Πυκνές σκιές απλώνονταν παντού καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα ψηλά βράχια στα δυτικά.

«Υπάρχει, άραγε, κανένα πανδοχείο για να μείνουμε εδώ ώς το πρωί;» είπε ο Φέκταρελ, όταν είχαν επιστρέψει στην πλατεία και συναντήσει τους άλλους τρεις ανιχνευτές.

«Υπάρχει,» αποκρίθηκε η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι. «Ένα και μοναδικό. Μας το είπαν οι ντόπιοι όσο περιμέναμε.»

«Μας πρόσφεραν και φαγητό, όπως βλέπεις, μαύρε άνθρωπε,» είπε ένας άλλος ανιχνευτής δείχνοντας την τυλιχτή πίτα που έτρωγε. «Κρέας ψαριού, χόρτα, και κάτι άλλα πράματα που δεν ξέρω τι είναι.»

«Καλό, πάντως,» πρόσθεσε ο τελευταίος από τους τρεις που είχαν περιμένει εδώ, καθώς καταβρόχθιζε ό,τι είχε απομείνει από την πίτα του και σκούπιζε τα χείλη του με την άκρη της κάπας του.

«Πάμε να δούμε πού είν’ αυτό το πανδοχείο,» τους προέτρεψε η Έρικα.

*

Το πρωί, καθώς έφευγαν από το πανδοχείο, καθόλου δυσαρεστημένοι, ο Φέκταρελ ρώτησε την Έρικα αν είχε κι άλλες συγκεκριμένες επισκέψεις στο μυαλό της.

«Μία ακόμα,» αποκρίθηκε εκείνη· «και μετά ερευνάμε τυχαία.»

«Μέχρι στιγμής νομίζεις ότι οι πληροφορίες μάς βοηθάνε σε τίποτα;»

«Για να υπερασπιστούμε το παλάτι του Ράνελμον, μάλλον όχι. Εσύ τι λες;»

«Το ίδιο πιστεύω.»

Γύρω τους, το χωριό ξυπνούσε: κυράδες τίναζαν ρούχα και σκεπάσματα από τα παράθυρα, κάτοικοι έβγαιναν από τα σπίτια τους για να πάνε στις δουλειές τους, καταστήματα άνοιγαν, οσμές από φαγητό που αρχίζει να μαγειρεύεται πλανιόνταν στον αέρα, κάποιοι πήγαιναν να ταΐσουν ή να περιποιηθούν τα ζώα τους, μερικοί ψαράδες είχαν μόλις επιστρέψει από τη νυχτερινή τους αλιεία φέρνοντας κοφίνια με ψάρια στην πλατεία όπου η Έρικα και οι άλλοι είχαν σταματημένα τα οχήματά τους.

«Η μοναδική χρήσιμη πληροφορία είναι ότι μάθαμε πού κατοικούν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί,» είπε η Έρικα καθώς έδιωχνε μια γάτα που είχε κουλουριαστεί επάνω στο σκέπαστρο του τετράκυκλου οχήματος. Το αιλουροειδές αμέσως έφυγε, και σύντομα ένας ψαράς τού πέταξε ένα ψάρι.

«Γιατί;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Αν χρειαστεί μπορούμε να τους επιτεθούμε στο λημέρι τους. Ίσως, μάλιστα, αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να τους σταματήσουμε.»

«Αμφιβάλλω αν ο Σκοτωμένος θα συμφωνήσει με κάτι τέτοιο, Έρικα.» Ο Φέκταρελ καβάλησε το δίκυκλό του και ξεκλείδωσε τη μηχανή.

Κι εγώ, σκέφτηκε η Έρικα καθώς ξεκλείδωνε το σκέπαστρο του τετράκυκλου οχήματος.

Ο επόμενος, και τελευταίος, συγκεκριμένος προορισμός της βρισκόταν στο νησί αμέσως βόρεια από τη Μελόνησο, και ήταν ένας ιερέας της Φαρμακερής Υδατοθύελλας. Ένας πολύ παράξενος άνθρωπος που, σύμφωνα με το απόκομμα του περιοδικού που είχε ο Αβέρναλ, βάδιζε πάνω στα κύματα, ή τα ίππευε σαν να ήταν άγρια άτια· μιλούσε με διάφορα πνεύματα, θεούς, και δαίμονες, ενώ είχε πάντοτε τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα, την τρομερότερη θεά του Ωκεανού, στο πλευρό του· τον είχαν δει να ταξιδεύει από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων ώς τις ανατολικές ακτές του Ωκεανού κι ώς τη Δαργάντιθ, νότια – πάντοτε καβάλα στα ανήμερα κύματα, ποτέ πάνω σε σκάφος, σαν κι ο ίδιος να ήταν δαίμονας, όχι άνθρωπος. (Και το περιοδικό είχε κάποιες φωτογραφίες που έδειχναν έναν άντρα επάνω στα κύματα, όμως ήταν σκοτεινές και συγκεχυμένες, κι έμοιαζαν περισσότερα να κρύβουν παρά να αποκαλύπτουν. Πιθανώς να ήταν και ψεύτικες, φτιαχτές, για να συνοδέψουν το άρθρο.) Φημολογείτο, μάλιστα, πως αυτή ήταν η αλήθεια: πως κάποιος πανίσχυρος καπετάνιος (του Βασιλείου, ορισμένοι έλεγαν· της Ταρνάμεθ ή της Ζιλνιράθης, ή ακόμα και της Δαργάντιθ, ισχυρίζονταν άλλοι) είχε συνευρεθεί ερωτικά με την ίδια τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα, και από το πάθος τους είχε γεννηθεί ο ιερέας. Τρία χρόνια θρυλείτο πως κυοφορούσε η θαλάσσια δαιμόνισσα, προτού βγάλει από τα σπλάχνα της, σε μια από τις ακτές του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, τον ιερέα, έφηβο και όμορφο. Τώρα ήταν σαφώς μεγαλύτερος σε ηλικία, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι ποτέ θα πέθαινε από φυσική αιτία. Γνώριζαν για την ύπαρξή του ακόμα κι οι παππούδες των παππούδων τους. Ο ιερέας ήταν αθάνατος. Κι έτσι τον αποκαλούσαν: ο Αθάνατος. Τ’όνομά του – αν είχε ποτέ άλλο όνομα – είχε λησμονηθεί μέσα στις δίνες των χρόνων.

Η Έρικα αναρωτιόταν πόσα απ’αυτά ήταν αλήθεια και πόσα ψέματα, κι αν ο ιερέας θα ήταν πρόθυμος να της μιλήσει· αν θα αναγνώριζε καν την εξουσία του Βασιληά Ράνελμον. Αποκλείεται, πάντως, να ήταν συνηθισμένος άνθρωπος…

Ακολουθώντας τα μονοπάτια του χάρτη της, δεν άργησε να φτάσει στο επόμενο νησί του Βασιλείου – στο πέμπτο κατά σειρά, μετρώντας από τη Νουσράκλη, το οποίο ονομαζόταν Ακρόνησος – και, διασχίζοντας τις περιοχές του, κατέληξε στην ακτή όπου λεγόταν πως κατοικούσε ο Αθάνατος. Η σημερινή ημέρα δεν ήταν και τόσο καλή όσο οι προηγούμενες: φυσούσε αέρας και κύματα είχαν σηκωθεί. Το βουητό της θάλασσας και του ανέμου αντηχούσαν παντού στα νησιά, μαζί με τα κρωξίματα θαλασσοπουλιών. Επάνω σ’έναν κρημνό, η Έρικα είχε δει έναν φτερόλυκο ν’αλυχτά σαν δαιμονισμένος. Τέτοια θηρία κατοικούσαν μονάχα στην ανατολική Φεηνάρκια, και η Έρικα ήταν η πρώτη φορά που ατένιζε ένα απ’αυτά από τόσο κοντά. Με κανονικό λύκο έμοιαζε, όχι και πολύ μεγάλο, ο οποίος είχε δύο γιγάντιες τριχωτές φτερούγες. Τι είχε ανησυχήσει τον συγκεκριμένο, η Έρικα δεν μπορούσε να μαντέψει· ήλπιζε, όμως, να μην ήταν η μανία κανενός δαιμονικού θεού. Το ήλπιζε επειδή δεν είχε κανέναν μάγο μαζί της για να βοηθήσει εκείνη και την ομάδα της, σε περίπτωση που ο θεός έστρεφε την οργή του εναντίον τους.

Η ακτή όπου κατοικούσε ο Αθάνατος ήταν όλο πέτρα και βότσαλο, με κάποια ελάχιστα θαλασσόδεντρα μακριά από το κύμα. Και σήμερα τα κύματα ήταν ψηλά και άγρια· ύψωναν δυνατό αφρό μαστιγώνοντας τα βράχια, και το τραγούδι τους ερχόταν εκκωφαντικό στ’αφτιά της Έρικας και των συντρόφων της. Καθώς σταματούσαν τα τροχοφόρα τους αντίκρυ στην ακρογιαλιά, ο Φέκταρελ ρώτησε: «Τι κάνουμε εδώ, Έρικα;»

Εκείνη απάντησε από το ανοιχτό σκέπαστρο του τετράκυκλου οχήματός της: «Ψάχνουμε για έναν ιερέα.»

«Δε βλέπω κανένα ναό τριγύρω. Σε σπηλιά μένει;»

«Κανείς δεν είναι βέβαιος, αλλά εδώ είναι το σπίτι του.» Οι φωνές τους ίσα που ακούγονταν μες στον άνεμο.

«Και τι θα κάνουμε; Θα τον περιμένουμε ώσπου ν’αποφασίσει να εμφανιστεί, ή θα ψάξουμε γι’αυτόν;»

Η Έρικα βγήκε απ’το όχημα. «Θα περιμένουμε. Βαδίζοντας.»

Ούτε ο Φέκταρελ ούτε κανένας από τους ανιχνευτές του έφερε αντίρρηση, έτσι βάδισαν επάνω κι ανάμεσα στους βράχους της ακροθαλασσιάς αναζητώντας τον ιερέα.

Στην αρχή, μονάχα μερικά θαλασσοπούλια είδαν. Πουθενά άνθρωπος. Ερημιά, πέτρα, και θάλασσα που προσπαθούσε να πνίξει την ξηρά. Υπήρχαν σημεία όπου χρειαζόταν να περπατήσουν μέσα σε αλμυρό νερό χαμηλής στάθμης, ώς τους αστραγάλους, ενώ κάποια άλλα σημεία τα απέφευγαν τελείως, γιατί εκεί το νερό ήταν πιο βαθύ.

«Φέκταρελ!» είπε ξαφνικά η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι, κι όλοι στράφηκαν προς τα εκεί όπου κοίταζε, για να δουν κάποιον να στέκεται ανάμεσα στους ψηλούς βράχους, βυθισμένος ώς τα γόνατα μες στο νερό. Παράξενο που δεν τον είχαν προσέξει πιο πριν, γιατί είχαν μόλις περάσει από εκεί…

Ο άντρας δεν ήταν πολύ ψηλός· μετρίου αναστήματος, μάλλον. Είχε δέρμα πορφυρό και σώμα μυώδες που το αλάτι του Ωκεανού έμοιαζε να έχει δημιουργήσει ένα προστατευτικό στρώμα επάνω του. Δεν φορούσε παρά ελάχιστα ρούχα: μια μαύρη φούστα που έπεφτε σχεδόν μέχρι τα γόνατά του, κι έναν γκριζογάλανο μανδύα, ριγμένο πίσω. Από την πέτσινη ζώνη του κρεμόταν ένα μεγάλο ξιφίδιο μ’ένα μαργαριτάρι στο κάτω άκρο της λαβής. Τα μαλλιά και τα μούσια του ήταν μαύρα και μακριά, με κάμποσες τούφες λευκών ανάμεσά τους. Τα μάτια του ατένιζαν την Έρικα και τους συντρόφους της οργισμένα.

«Εσύ…» άρθρωσαν τα χείλη του, και το χέρι του υψώθηκε δείχνοντας τον Φέκταρελ. «Τι ζητάς εσύ;» Τα νύχια του ήταν μακριά και φάνταζαν επικίνδυνα.

Ο Φέκταρελ, σαστισμένος, έκανε ένα βήμα όπισθεν· το χέρι του πήγε στο πιστόλι στη ζώνη του, μα δεν το τράβηξε.

«Τον γνωρίζεις;» ρώτησε η Έρικα τον παράξενο άντρα που, μάλλον, ήταν ο Αθάνατος.

Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του επάνω της, και τώρα τα μάτια του δεν της φαίνονταν οργισμένα αλλά γαλήνια. «Το ερώτημα είναι: εσύ τον γνωρίζεις;»

«Φυσικά και τον γνωρίζω. Χρόνια. Είναι έμπιστος άνθρωπος, και σίγουρα όχι εχθρός σου.»

«Δεν τον γνωρίζεις,» είπε ο παράξενος άντρας.

Ο Φέκταρελ γύρισε κι έφυγε, βαδίζοντας γρήγορα ανάμεσα στους βράχους.

«Μαύρε άνθρωπε!» του φώναξε ένας απ’τους ανιχνευτές του.

«Φέκταρελ!» φώναξε η Έρικα.

Αλλά το βουητό των κυμάτων ήταν σαν εσκεμμένα να έπνιγε τις φωνές τους.

«Πήγαινε μαζί του,» είπε η Έρικα στον ανιχνευτή, κι εκείνος, νεύοντας, αμέσως έτρεξε προς τη μεριά όπου είχε εξαφανιστεί ο Φέκταρελ. Οι υπόλοιποι τρεις έμειναν μαζί της, κι έδειχναν πολύ καχύποπτοι με τον παράξενο άντρα αντίκρυ τους.

Η Έρικα τον ρώτησε: «Τι σου έκανε και τον κατηγόρησες έτσι;»

«Αν δεν φοβάται τίποτα, γιατί έφυγε;» αντερώτησε ο παράξενος άντρας.

Παράξενος, πράγματι. Πολύ παράξενος, παρατήρησε η Έρικα. Τι να φοβάται ο Φέκταρελ; Δεν ξέρω ποιος είναι ο Φέκταρελ; Τόσα χρόνια με τους Ζωντανούς-Νεκρούς είμαι! «Είσαι ο Αθάνατος; Γιατί, αν δεν είσαι αυτός, τότε μιλάω με τον λάθος άνθρωπο.»

«Αυτός που ζητάς είμαι. Μου τόπαν ότι έρχεσαι.»

Η Έρικα δεν ήθελε να υποθέσει ποιος ή τι μπορεί να του είχε μιλήσει για τον ερχομό της. «Να σου κάνω μερικές ερωτήσεις; Εδώ;»

«Εδώ,» είπε μονάχα ο Αθάνατος.

Το όλο του παρουσιαστικό καθώς κι αυτά που είχε πει για τον Φέκταρελ δεν έπειθαν καθόλου την Έρικα ότι ο άνθρωπος αντίκρυ της δεν ήταν τρελός, όμως αφού είχε έρθει για να του μιλήσει θα του μιλούσε… «Μ’έχει στείλει ο Βασιληάς,» του είπε, για να δει ποια θα ήταν η αντίδρασή του σ’αυτό.

«Δε γνωρίζω βασιληάδες· μονάχα μία αέναη βασίλισσα, τη Μητέρα μου. Ρώτησέ με ό,τι ήρθες να με ρωτήσεις.»

«Θέλω να μάθω τι γνωρίζεις για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Σκοτώνουν για να ζουν. Προσκυνάνε έναν δαίμονα πέρα απ’τις ανατολικές ακτές, κι αυτός τούς ευνοεί· αλλά η δύναμή τους δεν είναι σαν αυτή της ατέρμονης θάλασσας.»

«Τι είναι η δύναμή τους; Μεταμορφώνονται σε θηρία, όπως λένε οι μύθοι γι’αυτούς;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αθάνατος, «γίνονται σαν θηρία. Αυτό είναι το δώρο του θεού τους. Τους είδα κάποτε να κατασπαράζουν ολόκληρο το πλήρωμα ενός κουρσάρικου. Τους προσπέρασα καβαλώντας τα κύματα, μη θέλοντας συναναστροφές με τέτοιους.»

«Να κατασπαράζουν το πλήρωμα;» είπε η Έρικα. «Εννοείς ότι… έτρωγαν τους πειρατές;»

«Τους πρόσφεραν θυσία στον δαίμονά τους, που πάντα τον κουβαλούν μέσα τους όταν αποπλέουν απ’τις ακτές τους.»

Μα τους θεούς… σκέφτηκε η Έρικα, αηδιασμένη. Είναι κανίβαλοι; Αυτές είναι οι «ανθρωποθυσίες» τους; Τρώνε τους δούλους και τους ανθρώπους που αρπάζουν στις επιδρομές τους;

«Τι άλλο θες να μάθεις;» ρώτησε ο Αθάνατος.

«Πώς μπορεί κανείς να τους νικήσει.»

Ο Αθάνατος γέλασε σαν τον άνεμο και τη θάλασσα. «Πώς μπορεί κανείς να νικήσει τον οποιονδήποτε αντίπαλο;»

«Δεν έχουν αδυναμίες;»

Ο Αθάνατος δεν μίλησε, κι αυτό μάλλον σήμαινε όχι ή δεν ξέρω.

Η Έρικα ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι φοράνε στολές από δέρματα ζώων, κι αναλόγως το δέρμα της στολής παίρνουν και τις δυνάμεις του ζώου;»

«Στις ψυχές τους είναι τα θηρία, όχι στις ενδυμασίες τους,» είπε ο Αθάνατος· και η Έρικα είχε την αίσθηση πως δεν σκόπευε να γίνει πιο ξεκάθαρος.

Αποφάσισε να του κάνει μια τελευταία ερώτηση, άσχετη με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. «Ο φίλος μας, ο Φέκταρελ, γιατί σε ανησύχησε;»

«Δε με ανησύχησε. Εσάς θα έπρεπε να ανησυχήσει.»

«Γιατί;» επέμεινε η Έρικα. «Τον ξέρω χρόνια!»

«Σου είπα: δεν τον ξέρεις. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»

«Και τι είναι;»

«Κάτι… άλλο.»

Ο άνθρωπος είναι τρελός! Η Έρικα αναρωτιόταν αν και τα υπόλοιπα που της είχε πει – αυτά σχετικά με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς – είχαν καμια βάση, ή ήταν σαχλαμάρες. «Σ’ευχαριστούμε, Σεβασμιότατε–»

«Μη μου αναφέρεσαι όπως σε άλλους ιερείς που γνωρίζεις. Η Φαρμακερή Υδατοθύελλα είναι Μητέρα για εμένα, όχι θεά μονάχα.»

«Όπως επιθυμείς,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Σ’ευχαριστώ και σε χαιρετώ.»

Ο Αθάνατος ήταν σιωπηλός κι ακίνητος, παρακολουθώντας τους, καθώς εκείνη κι οι τρεις ανιχνευτές απομακρύνονταν.

«Πού είναι τώρα ο μαύρος άνθρωπος, Έρικα;» είπε η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι.

Η Έρικα ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της, καλώντας τον.

«Εδώ είμαι, Έρικα,» της είπε η φωνή του, μόλις εκείνος δέχτηκε την κλήση. «Στα οχήματα. Μην ανησυχείς.»

«Τι σκατά σ’έπιασε κι έφυγες έτσι;»

«Με τρόμαξε. Δεν ξέρω… αισθάνθηκα περίεργα. Τι σου είπε για μένα;»

«Θα σου πω τώρα· ερχόμαστε.»

Και σε λίγο τον συνάντησε – αυτόν και τον ανιχνευτή που τον είχε ακολουθήσει – πλάι στα οχήματα.

«Τι σου είπε;» ήταν το πρώτο πράγμα που άρθρωσε ο Φέκταρελ όταν άνοιξε το στόμα του.

«Κάτι ασυναρτησίες, βασικά. Ότι δεν σε ξέρω πραγματικά, κι ότι είσαι κάτι άλλο απ’αυτό που δείχνεις.»

Ο ανιχνευτής που τον είχε ακολουθήσει γέλασε. «Ο γέρος είναι παλαβός!»

«Πολύ πιθανόν,» είπε η Έρικα, που κι εκείνη δεν νόμιζε ότι είχαν καμια λογική οι προειδοποιήσεις του για τον Φέκταρελ. Τι μπορεί να ήταν ο Αρχιανιχνευτής, δηλαδή; Κανένας δαίμονας; Αν είναι δυνατόν! Τόσα χρόνια μαζί με τον Ζαώρδιλ, δεν θα είχε αποκαλυφθεί;

«Σου είπε τίποτα χρήσιμο για τους Αδελφούς;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Μερικά πράγματα, ναι… Αλλά δεν ξέρω αν θάπρεπε να τα πιστέψω, μετά απ’αυτά που άκουσα για σένα.»

«Μπορεί για το ένα να έσφαλε αλλά όχι και για το άλλο,» είπε ο Φέκταρελ.

Η Έρικα τον ατένισε με κάποια περιέργεια. «Η μόνη καινούργια πληροφορία είναι ότι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί τρώνε ανθρώπους – αυτές είναι οι ανθρωποθυσίες που κάνουν στον θεό τους. Και ότι κουβαλάνε τον δαίμονά τους μέσα τους όταν φεύγουν απ’τις ανατολικές ακτές.»

«Είπε και ότι μεταμορφώνονται σε θηρία,» πρόσθεσε η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι.

«Ναι, το είπε, αλλά….» Η Έρικα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Επιπλέον, νόμιζε πως δεν τον είχε ακούσει να λέει ακριβώς ότι μεταμορφώνονταν σε θηρία… Πώς το είχε εκφράσει;… Γίνονται σαν θηρία. Αυτό πρέπει να είπε. Και δεν είναι το ίδιο πράγμα. Σωστά; Παράξενο, όμως. Τι μπορούσε να εννοεί; ότι ήταν πολύ, πολύ άγριοι;

«Δεν τον πιστεύεις;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Δεν ξέρω. Αλλά είναι ακόμα πρωί, και καλά θα κάνουμε να συνεχίσουμε την αναζήτησή μας.»

Κεφάλαιο Δωδέκατο
Άνθρωποι-Θηρία: το Παλάτι Πνιγμένο στο Αίμα

Τρεις νύχτες οι Ζωντανοί-Νεκροί φρουρούσαν το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον, και καμία απόπειρα δολοφονίας δεν είχε ακόμα γίνει. Ορισμένοι, μάλιστα, άρχισαν να πιθανολογούν ότι ο Αρχισυγκλητικός είχε απλά προσπαθήσει να τρομάξει τον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων· κι ένας απ’αυτούς ήταν κι ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, που δεν είχε μείνει για πολύ μεταμφιεσμένος ως φρουρός στην πόλη αλλά είχε αποφασίσει πως θα ήταν πιο χρήσιμος μες στο παλάτι, σε μια περίπτωση επίθεσης. Ο Ζαώρδιλ δεν είχε διαφωνήσει με τη μεταφορά του (πράγματι, θα φαινόταν πιο χρήσιμος στο παλάτι)· αλλά τώρα τον προειδοποίησε να μη λέει πολλά που μπορούσαν να χαλαρώσουν την επαγρύπνηση των πολεμιστών. «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή. Δε θέλω να γίνει καμια στραβή και να μας πιάσουν με τα βρακιά κατεβασμένα.»

«Εντάξει, ρε αρχηγέ, μην ανησυχείς. Το ξέρεις ότι η φύλαξη είναι άψογη και η παγίδα στημένη. Απλά λέμε και καμια μαλακία για να περνά η ώρα. Διότι ωραίο το παλάτι του Βασιληά αλλά βαρετό, όταν είσαι εδώ μόνο για να το φυλάς.»

Βαρετό αποκαλούσε ο Κολπατζής το παλάτι, παρότι είχε πιάσει φιλικές – και ο Ζαώρδιλ ήλπιζε να μην ήταν τίποτα περισσότερο από φιλικές – σχέσεις με την Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, τη σύζυγο του Ράνελμον. Μιλούσαν συχνά-πυκνά, και η Πρώτη Πριγκίπισσα έμοιαζε να τον βρίσκει γουστόζικο και να τον συμπαθεί – πράγμα που δεν εξέπληττε τον Ζαώρδιλ: ο Νικηφόρος είχε κάτι επάνω του που τον έκανε συμπαθή στις γυναίκες. Ο Σκοτωμένος ποτέ δεν θα καταλάβαινε τι ήταν αυτό το κάτι. (Κάποτε είχε ρωτήσει την Έρικα, που ήταν γυναίκα, κι εκείνη είχε αποκριθεί, αδιάφορα: Δεν ξέρω· είναι κάτι, πάντως… Όχι και τόσο επεξηγηματικό, ομολογουμένως.)

*

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί επιτέθηκαν την τέταρτη νύχτα που οι Ζωντανοί-Νεκροί φρουρούσαν το παλάτι της Νουσράκλης. Κανένας δεν τους είδε να μπαίνουν στην πόλη: ούτε οι τοπικοί φρουροί, ούτε η Ραβάσλι, ο Σάμελκον’λι, κι οι άλλοι πρώην Ξεσηκωμένοι, ούτε οι υπόλοιποι Ζωντανοί-Νεκροί που ήταν μεταμφιεσμένοι σαν φρουροί. Είτε σκιές της νύχτας είχαν εισβάλει στη Νουσράκλη είτε δολοφόνοι, το ίδιο ήταν.

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί συγκεντρώθηκαν έξω από τα τείχη του κήπου του παλατιού, στα σκοτάδια ανάμεσα στις λάμπες των δρόμων. Ντυμένοι όλοι τους με στολές από δέρματα ζώων, εφαρμοστές επάνω στα μυώδη σώματά τους. Τα όπλα τους ήταν μικρά πυροβόλα, κυρίως, με λεπίδες προσαρτημένες επάνω, καθώς και αγχέμαχα – σπαθιά, ξιφίδια, και σιδερογροθιές με λεπίδες.

Πλησίασαν το παλάτι από γύρω, σαν αγριόγατοι των δρόμων, τρέχοντας και πηδώντας πάνω από τα τείχη του κήπου του. Ταχύτητα, δύναμη, ακρίβεια στις κινήσεις.

Οι φύλακες που τους είδαν νόμισαν πως πελώρια αιλουροειδή ή λύκοι χίμησαν, κάνοντας τρομερά άλματα μες στη νύχτα. Πυροβόλησαν, καταλαβαίνοντας ότι αυτοί πρέπει να ήταν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί και μάλλον ήταν μεταμορφωμένοι σε αγρίμια! Οι περισσότερες σφαίρες των υπερασπιστών του παλατιού – τοπικοί φρουροί αλλά και Ζωντανοί-Νεκροί – αστόχησαν, ξαφνιασμένοι καθώς ήταν· αλλά κι αυτές που πέτυχαν τους στόχους τους δεν φάνηκαν να τους παρακωλύουν και πολύ. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί όρμησαν στους φρουρούς με κραυγές και γρυλίσματα, πυροβολώντας κι οι ίδιοι και σπαθίζοντας. Η αγριότητα και η επιτηδειότητά τους ήταν πρωτόφαντες για τους φύλακες του παλατιού. Λύκοι και τίγρεις τούς επιτίθονταν, και λυκόχοιροι τούς κουτουλούσαν. Ουρλιαχτά αντηχούσαν, πτώματα γέμιζαν τη γη.

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, έχοντας ορμήσει από όλη την περιφέρεια του τείχους του κήπου και διαλύσει τον προστατευτικό δακτύλιο των φρουρών, προχώρησαν παραμέσα. Προς τις παγίδες του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου. Τα ρουθούνια τους οσμίζονταν με υπερφυσική ευαισθησία, τ’αφτιά τους άκουγαν με υπερφυσική ακοή, τα αντανακλαστικά τους δεν ήταν αντανακλαστικά ανθρώπων. Αν εχθροί κρύβονταν μπροστά τους, ή πλάι τους ή πίσω τους, θα τους καταλάβαιναν αμέσως· δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να τους στήσει ενέδρα, παρά μόνο υπό πολύ ειδικές συνθήκες. Όμως οι παγίδες του Ζαώρδιλ δεν περιλάμβαναν κρυμμένους ανθρώπους.

Έχοντας ζητήσει την άδεια του Βασιληά, ο Σκοτωμένος είχε φυτέψει νάρκες σε συγκεκριμένα σημεία του κήπου (που οι φρουροί, φυσικά, και όλοι οι ένοικοι του παλατιού έπρεπε να θυμούνται και να αποφεύγουν).

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, πανέτοιμοι να δεχτούν επίθεση, πανέτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτώσουν και να σκοτώσουν μέχρι να φτάσουν στον στόχο τους, αποφασισμένοι εν ανάγκη να φονεύσουν τους πάντες μες στο παλάτι μέχρι να βρουν τον Αβέρναλ – πάτησαν στις νάρκες.

Δυνατές εκρήξεις φώτισαν τη νύχτα και έκαναν κρύσταλλα και τζάμια να σπάσουν από τον κρότο. Τα φυτά του κήπου άρπαξαν φωτιά. Δεκάδες πουλιά, ξυπνώντας απρόσμενα, φτερούγισαν προς τους ουρανούς, φεύγοντας από τις φωλιές τους τρομοκρατημένα. Σκυλιά και γάτες ούρλιαζαν.

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν έβγαλαν παρά μερικές κραυγές, περισσότερο αιφνιδιασμού παρά πόνου. Κάποιοι απ’αυτούς σκοτώθηκαν – ακόμα και τα δικά τους υπεράνθρωπα αντανακλαστικά δεν επαρκούσαν για ν’αποφύγουν τις εκρήξεις – αλλά όχι όλοι. Αυτοί που δεν βρίσκονταν στο επίκεντρο των εκρήξεων τινάχτηκαν πέρα, χρησιμοποιώντας πόδια και χέρια σαν ζώα, κάνοντας γρήγορες τούμπες στη γη, πηδώντας στα κλαδιά και στις φυλλωσιές, πραγματοποιώντας απίθανα άλματα.

Μετά, συνέχισαν τον δρόμο τους προς το εσωτερικό του παλατιού ανεβαίνοντας στα δέντρα και πηδώντας από τα κλαδιά του ενός στα κλαδιά του άλλου, μην ακουμπώντας τα πόδια τους στη γη, που είχε αποδειχτεί ύπουλη και επικίνδυνη. Οι φωτιές δεν φαινόταν ούτε να τους τρομάζουν ούτε να τους καθυστερούν στο ελάχιστο.

*

Τα μεσάνυχτα δεν είχαν ακόμα περάσει, απλώς πλησίαζαν, και ο Ζαώρδιλ καθόταν σε μια αίθουσα του παλατιού μαζί με τον Βασιλικό Αρχιφρουρό Αλκάμελ και τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο, ο οποίος τους μιλούσε για την κατάσταση στην Κάρνατεβ, με τον Αρχισυγκλητικό και τα υποθαλάσσια ορυχεία ιπταερίου. Ο Ζαώρδιλ αποφάσισε απόψε να πει στον Αβέρναλ ότι ήξερε τον Εύβουλο των Επιφανών Κρανοφόρων από παλιά, από τη δυτική Φεηνάρκια.

«Μη μου πεις ότι συνεργαζόσουν μ’αυτό το καθίκι…»

Ο Ζαώρδιλ γέλασε. «Δούλευε κάποτε για τον Ηγεμόνα της Νασόλκαθ, και ήμουν κι εγώ μέσα στο φουσάτο που οργάνωνε. Μετά, όμως, μας πρόδωσε όλους–»

Πυροβολισμοί από τον κήπο.

Οι τρεις άντρες έμειναν, προς στιγμή, σιωπηλοί.

Κραυγές αντήχησαν από έξω, μαζί με τους πυροβολισμούς – και μετά, σιωπή.

«Ήρθαν,» είπε ο Ζαώρδιλ καθώς σηκωνόταν όρθιος, παίρνοντας το πιστόλι του απ’το τραπέζι και οπλίζοντάς το. «Πήγαινε τον δημοσιογράφο σ’ασφαλές μέρος, Αλκάμελ–»

Εκρήξεις.

Δυνατό φως έξω απ’τα παράθυρα – ένα εκ των οποίων έσπασε.

«Τι…;» έκανε ο Αβέρναλ, ξαφνιασμένος. «Τόσο εύκολα…;»

Ο Βασιλικός Αρχιφρουρός τού έγνεψε. «Από δω – έλα!»

Ο Ζαώρδιλ δεν έμεινε άλλο στην αίθουσα για να δει τη συνέχεια· βγήκε, κατεβαίνοντας σκάλες και κατευθυνόμενος προς τα εκεί όπου βρισκόταν ο κεντρικός σχηματισμός των μισθοφόρων του. Πυροβολισμοί αντηχούσαν ξανά. Οι νάρκες, προφανώς, δεν είχαν αποτελειώσει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, ούτε τους είχαν τρέψει σε φυγή. Ο Ζαώρδιλ το φοβόταν ότι αυτό θα συνέβαινε. Υπήρχαν, όμως, κι άλλες νάρκες φυτεμένες μετά από τις πρώτες, κι αυτές δεν τις είχε ακούσει ώς τώρα να εκρήγνυνται. Τι είχε γίνει; Τις είχαν, κάπως, αποφύγει;

Στην αίθουσα του κεντρικού σχηματισμού συνάντησε τη Νιρκέκα και άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς. «Αρχηγέ!» του είπε εκείνη ενώ περνούσε μια κορδέλα γεμάτη γεμιστήρες στον ώμο της και όπλιζε το τουφέκι της. «Είναι έξω απ’το παλάτι. Και εισβάλλουν.» Οι πυροβολισμοί, πράγματι, αντηχούσαν από κοντά.

«Ο Νικηφόρος;»

«Πιο μπροστά,» αποκρίθηκε η Νιρκέκα, και μπήκε σ’έναν διάδρομο μαζί μ’άλλους έξι Ζωντανούς-Νεκρούς.

Ο Ζαώρδιλ τούς ακολούθησε, και σύντομα έφτασαν σε μια αίθουσα όπου γινόταν μακελειό. Έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα, ταπετσαρίες σκισμένες, τα ξύλα του τζακιού είχαν πεταχτεί έξω βάζοντας φωτιά στα ελαφριά καλοκαιρινά χαλιά. Οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι φρουροί του παλατιού συγκρούονταν με εχθρούς που ο Ζαώρδιλ, καθώς τους είδε, είχε την έντονη – πολύ έντονη – εντύπωση ότι δεν ήταν άνθρωποι μα θηρία. Την ίδια, περίπου, εντύπωση που του προκαλούσε κι ο δαιμονικός θεός της μάγισσας, ίσως: ότι αγρίμια βρίσκονται κοντά σου, έτοιμα να σε κατασπαράξουν. Οι αντίπαλοι, όμως, δεν ήταν ζώα. Φορούσαν σκουρόχρωμες δερμάτινες στολές και μάσκες στα πρόσωπα, και κινούνταν με εφιαλτική ταχύτητα και δύναμη – αλλά ήταν άνθρωποι. Οι σφαίρες και οι λεπίδες τους λιάνιζαν και θέριζαν, διαπερνούσαν και κάρφωναν, μανιασμένα· ο Ζαώρδιλ δεν είχε ποτέ ξανά δει κάτι τέτοιο. Κι αναρωτήθηκε, φευγαλέα, αν παρότι έμοιαζαν μ’ανθρώπους δεν ήταν, τελικά, άνθρωποι μα δαίμονες. Χτυπούσαν τους Ζωντανούς-Νεκρούς σχεδόν λες κι ήταν αμελητέοι αντίμαχοι που έπρεπε να πέσουν σαν ξύλινα ανδρείκελα καθώς οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί προσπαθούσαν να φτάσουν στον στόχο τους.

Ο Ζαώρδιλ σημάδεψε έναν εχθρό και τον πυροβόλησε με το πιστόλι του – και τον είδε, κάπως, να αντιλαμβάνεται ότι του επιτίθονταν και ν’αποφεύγει τις σφαίρες όπως κανείς θ’απέφευγε μύγες. Έστρεψε το δικό του πιστόλι και πυροβόλησε τον Σκοτωμένο, ο οποίος παρατρίχα πρόλαβε να καλυφτεί στο πλάι μιας πόρτας της αίθουσας.

Πού σκατά είναι η μάγισσα; αναρωτήθηκε, ξεθηκαρώνοντας και το σπαθί του για να το έχει έτοιμο.

Και μετά είδε δύο απ’αυτούς τους δαίμονες να ορμούν καταπάνω στον Νικηφόρο τον Κολπατζή, ο ένας ερχόμενος από τα δεξιά του κι ο άλλος από τ’αριστερά του. Ο Σκοτωμένος τούς πυροβόλησε αμέσως, ενώ προσπαθούσε να τους πλησιάσει περνώντας μέσα από τη συμπλοκή, σκυμμένος, καλυμμένος μια πίσω από το ένα έπιπλο, μια πίσω από το άλλο, μια πίσω από ένα παλιό άγαλμα που απεικόνιζε μια γυναίκα της οποίας το καλλίγραμμο σώμα είχε γεμίσει σφαίρες – μαύρες κουκίδες επάνω στην κατάλευκη επιφάνειά του.

Μια από τις ριπές του Ζαώρδιλ χτύπησε έναν από τους στόχους του στην πισινή μεριά του μηρού, λίγο πιο πάνω από το γόνατο, κι ο Θηριόπνευστος Αδελφός στράφηκε– Ο Σκοτωμένος είχε την αίσθηση ότι ένας πελώριος λύκος με φτερά στράφηκε. Σχεδόν τον είδε μπροστά στα μάτια του, ως οφθαλμαπάτη. Οι μεγάλες τριχωτές φτερούγες, η μουσούδα, τα άγρια δόντια. Ο φτερόλυκος τού χιμούσε. Ο Ζαώρδιλ απέκρουσε τη λεπίδα του και τον κλότσησε στην κοιλιά, κάνοντάς τον μόνο να παραπατήσει λιγάκι. Τι στις Λάμιες; Ο Αδελφός γρονθοκόπησε τον Σκοτωμένο στο πλάι του προσώπου, κι εκείνος σωριάστηκε νιώθοντας σαν να τον είχε χτυπήσει κοτρόνα. Αντίκρισε τον φτερόλυκο να έρχεται από πάνω του, γρυλίζοντας – δόντια που ήταν έτοιμα να λιανίσουν. Παραζαλισμένος, ο Ζαώρδιλ κατάφερε να στρέψει την κάννη του πιστολιού του και να πυροβολήσει. Κι αυτή τη φορά ο Θηριόπνευστος Αδελφός τινάχτηκε όπισθεν όπως όφειλε, γιατί ο Σκοτωμένος τον είχε πετύχει ίσια στο στήθος: παραπάτησε και κοπάνησε σε μια κολόνα της αίθουσας, ενώ αίμα νότιζε τη γκρίζα στολή του. Ο Ζαώρδιλ τον πυροβόλησε ξανά και ξανά και ξανά – άλλη μια σφαίρα στο στήθος, δύο στο κεφάλι – και ο Αδελφός έπεσε, με την πλάτη ακόμα επάνω στην κολόνα. Τότε μόνο, αντικρίζοντάς τον νεκρό, ο Ζαώρδιλ συνειδητοποίησε ότι ήταν γυναίκα. Τα στήθη της ήταν το μοναδικό πράγμα που την πρόδιδε καθώς μετά βίας ξεχώριζαν κάτω από τη φορεσιά από δέρμα φτερόλυκου.

«Σκοτωμένε – ΦΥΓΕ!» Η φωνή της Νιρκέκα.

Ο Ζαώρδιλ, που είχε μισοσηκωθεί όρθιος, έπεσε πάλι στο πάτωμα, αμέσως, κυλώντας· διότι ήξερε πως μονάχα για έναν λόγο μπορεί η Νιρκέκα να τον προειδοποιούσε.

Πίσω του, σφαίρες χτύπησαν το χαλί.

Ο Σκοτωμένος βρήκε μια σπασμένη καρέκλα για να του προσφέρει κάλυψη, και κοίταξε προς τη μεριά όπου βρισκόταν ο εχθρός του. Είδε ένα βουνίσιο λιοντάρι να βρυχάται, αγριεμένο, ενώ η κάννη ενός πιστολιού άστραφτε ξανά. Ο Ζαώρδιλ έσκυψε καθώς ακόμα ένα κομμάτι απ’τη μισοδιαλυμένη καρέκλα καταστρεφόταν.

Πυροβόλησε τον λεοντυμένο αντίμαχό του ενώ, συγχρόνως, γρύλιζε πίσω απ’τα δόντια του: «Πού σκατά είναι η μάγισσα;»

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό, γι’αυτό & το γράφω στο ημερολόγιο που έχω πια παραμελήσει (κακώς ίσως).

φρουρούσαμε το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων επειδή εκεί ο Βασιληάς έχει προσφέρει άσυλο σ’έναν δημοσιογράφο, τον Αβέρναλ, που τον κυνηγά ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ. σύμφωνα με πληροφορίες της Έρικας ο Αρχισυγκλητικός θα στείλει κάτι επικίνδυνους δολοφόνους για να σκοτώσουν τον Αβέρναλ οι οποίοι ονομάζονται «Θηριόπνευστοι Αδελφοί». οπότε εμείς φρουρούσαμε το παλάτι μαζί με τους φρουρούς του παλατιού.

ήταν η τέταρτη νύχτα της φρούρησής μας όταν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί επιτέθηκαν. εγώ καθόμουν στο δωμάτιό μου μέσα στο παλάτι & αναρωτιόμουν πάλι τι έχει πιάσει τον Φέκταρελ. έφυγε για να ερευνήσει τα νησιά του Βασιλείου μαζί με την Έρικα & δεν μπήκε ούτε καν στον κόπο να με χαιρετήσει. όχι πως έτσι όπως έχει καταντήσει πια είναι αυτό παράξενο…

πυροβολισμοί ακούστηκαν από τον κήπο, & μετά εκρήξεις – οι νάρκες που είχαμε φυτέψει: ο εχθρός είχε πέσει επάνω τους. κοίταζα από το παράθυρό μου & είδα κάτι σκοτεινές μορφές να διασχίζουν τον κήπο που αρκετά μέρη του τώρα φλέγονταν – & ανάμεσα από τις φλόγες, τα σκοτάδια, τα δέντρα & το φως των φεγγαριών «διάβαζα»: …πόνος… κίνδυνος… σκοπός/θάνατος… Τα «γράμματα» της Γλώσσας.

οι σκιερές φιγούρες πηδούσαν τώρα στα δέντρα· από δέντρο σε δέντρο πήγαιναν – για να αποφύγουν τις επόμενες νάρκες – είχαν καταλάβει ότι ίσως & μετά να υπήρχαν νάρκες. βλέποντάς τους ήξερα ότι ήταν άνθρωποι αλλά στο μυαλό μου δημιουργούσαν μια τελείως διαφορετική εντύπωση – την εντύπωση θηρίων! σαν την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων! σαν τον θεό μου! τι παράξενο…

τον κάλεσα να έρθει στην επιφάνεια από τα βάθη του κατοπτρόλιθου του βραχιολιού μου & τον ρώτησα αν μπορούσε να διαισθανθεί κάποιον άλλο θεό, & η απάντηση που μου έδωσε ήταν θετική. απόμακρα τον αισθανόταν. αυτοί που ορμούσαν τον κουβαλούσαν μαζί τους, τους καβαλούσε.

οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί επιτίθονταν τώρα στο ίδιο το παλάτι, πυροβολούσαν τα παράθυρα & τις πόρτες του & πηδούσαν μέσα, ενώ δέχονταν πυρά από τους υπερασπιστές στο εσωτερικό του. έπρεπε & εγώ να βοηθήσω! τότε, όμως, είδα πως οι δολοφόνοι δεν έμπαιναν μονάχα στο ισόγειο του παλατιού αλλά, από τα κλαδιά των δέντρων, πηδούσαν & στους ορόφους: σε μπαλκόνια, σε παράθυρα. είχα την αίσθηση λύκων που έρχονται, τίγρεων & λιονταριών, άγριων πουλιών των βουνών. ορισμένοι μού έδιναν την εντύπωση ότι πετούσαν – τέτοια ήταν τα άλματά τους!

έστειλα την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων καταπάνω σε κάποιους που είχαν ανεβεί σ’ένα μπαλκόνι. οι περισσότεροι έφυγαν εισβάλοντας στο εσωτερικό του παλατιού, αλλά δύο έμειναν πίσω για να την αντιμετωπίσουν. δύο μονάχα & μπορούσαν να συγκρατήσουν τον δαίμονά μου. τα θηρία μέσα τους πάλευαν με την αγέλη της Πολεμικής Καρδιάς. στο τέλος θα ηττούνταν, δεν υπήρχε αμφιβολία – αλλά ήταν άγρια! η μάχη δεν θα τελείωνε γρήγορα. το μετάνιωσα που είχα στείλει τον θεό μου εναντίον τους, γιατί τώρα θα ήξεραν ότι είχαν έναν τέτοιο σοβαρό αντίπαλο μες στο παλάτι.

προσπάθησα να τραβήξω πίσω στο βραχιόλι μου την Καρδιά της Συναγωγής, για να την κάνω να απεμπλακεί από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς στο μπαλκόνι & να πάμε να βοηθήσουμε τον Σκοτωμένο & τους Ζωντανούς-Νεκρούς στο εσωτερικό του παλατιού. αλλά ο δαίμονάς μου μου έφερνε αντίσταση· δεν δεχόταν να υποχωρήσει μπροστά σ’ετούτα τα κατώτερα κτήνη, & δεν ήθελα να καταναλώσω τις δυνάμεις μου για να τον αναγκάσω. τον άφησα να τσακίσει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς & να διαλύσει τις ψυχές τους, τις οποίες μπορούσα να καταλάβω ότι αισθανόταν σαν τις ψυχές δαιμονικών θηρίων.

καθώς η πάλη ακόμα διεξαγόταν, έκανα ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως & εντόπισα πνευματικές οντότητες μέσα στους Θηριόπνευστους Αδελφούς οι οποίες έμοιαζαν να έχουν αλλοιωθεί λιώσει κάπως, έχοντας γίνει ένα με το ανθρώπινο πνεύμα τους. ένα αμάλγαμα ανθρώπου & δαιμονικού θηρίου. πώς μπορούσαν να το κάνουν αυτό; σίγουρα δεν οφειλόταν μόνο στις στολές που φορούσαν, παρότι ταίριαζαν με τα θηρία που προσομοίωναν. η μία πρέπει να ήταν από δέρμα λύκου & αυτός που τη φορούσε όντως την εντύπωση λύκου έδινε στο μυαλό. η άλλη πρέπει να ήταν από το δέρμα κάποιου πουλιού (κάποιο γεράκι των βουνών της ανατολικής ακτής, μάλλον) & αυτός που τη φορούσε έδινε την εντύπωση τέτοιου άγριου πτηνού. εστιάζοντας λίγο περισσότερο τις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις μου μπόρεσα να διακρίνω ακόμα μια πνευματική δύναμη επάνω στους Θηριόπνευστους Αδελφούς, μια δύναμη που λειτουργούσε, νομίζω, ως σύνδεσμος ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θηριώδες πνεύμα. ο θεός που είχε νιώσει η Καρδιά της Συναγωγής;

όταν οι αντίπαλοί της ήταν νεκροί, τράβηξα πάλι την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων κοντά μου, & βγήκα απ’το δωμάτιό μου, βρέθηκα στον διάδρομο όπου ήταν & τα δωμάτια του Ζαώρδιλ, της Νιρκέκα, & του Νικηφόρου. από το πάνω πάτωμα μπορούσα ν’ακούσω πυροβολισμούς & κραυγές – & εκεί ήξερα πως διέμενε η βασιλική οικογένεια. το μέρος ήταν γεμάτο φρουρούς, αλλά θα επαρκούσαν για να απωθήσουν τέτοιους εχθρούς;

πήγα προς τη σκάλα που ανέβαινε στριφτά. την ακολούθησα γρήγορα ενώ η Πολεμική Καρδιά γρύλιζε ολόγυρά μου. φτάνοντας επάνω βρέθηκα πίσω από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, αλλά αυτοί πρέπει, κάπως, να είχαν καταλάβει την παρουσία μου ή την παρουσία του θεού μου, γιατί δεν μου φάνηκαν ξαφνιασμένοι. στράφηκαν για να μου επιτεθούν, κάννες πιστολιών άστραψαν, & μονάχα το γεγονός ότι η Πολεμική Καρδιά επιτέθηκε αμέσως νομίζω πως με γλίτωσε· αυτό, καθώς & το ότι κόλλησα στο πλάι της σκάλας. τράβηξα το δικό μου πιστόλι & ανταπέδωσα. μικρή σημασία είχαν οι ριπές μου, φυσικά· περισσότερη σημασία είχε η παρουσία του δαίμονά μου. είδα τους Θηριόπνευστους Αδελφούς να χάνουν τη μάχη, καθώς από τη μια τούς χτυπούσα εγώ & από την άλλη οι φρουροί του παλατιού &… ένα φως & η σκιά ενός μεγάλου χεριού μ’επικίνδυνα νύχια: η θεά του Ζίντεραμ’λι, του Βασιλικού Αρχιμάγου: το Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων.

οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί μπήκαν σ’έναν άλλο διάδρομο & εγώ, ανεβαίνοντας τη σκάλα, βρέθηκα αντίκρυ στους φρουρούς του Βασιληά & στον Αρχιμάγο.

–Φαίδρα… είπε εκείνος. –ο Ζαώρδιλ είχε δίκιο· ο θεός σου είναι πολύ άγριος.

η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τα λόγια του ή να συμφωνήσει μαζί του, γέμισε τον διάδρομο με τα γρυλίσματα & τα αλυχτήματα δεκάδων αγριμιών. οι φρουροί του Βασιληά έδειχναν σαστισμένοι, αλλά τους είπα σε καμία περίπτωση να μην ανησυχούν: ο δαίμονας ήταν υπό τον έλεγχό μου.

–ας κυνηγήσουμε τους δολοφόνους! τους πρότεινα.

–δεν είναι αυτοί για να τους κυνηγήσει κανείς, μάγισσα, μου αποκρίθηκε ένας. –ξέρεις πόσοι δικοί μας σκοτώθηκαν;

–τώρα, όμως, που υποχωρούν είναι η ευκαιρία σας να τους νικήσετε, αλλιώς θα επιστρέψουν! επέμεινα· –όλοι το λένε πως έτσι δρουν: πάντοτε επιστρέφουν!

τους έπεισα, τελικά· έτσι μπήκαμε στον διάδρομο όπου είχαν μπει & οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί & τους καταδιώξαμε εκεί & στους επόμενους διαδρόμους & αίθουσες του ορόφου. οι συμπλοκές ήταν άγριες, αλλά η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων τις ευχαριστήθηκε πολύ & ήταν πολύ ευχαριστημένη μ’εμένα· μου έλεγε ότι ήμουν πολύ καλή μαζί της, ότι με αγαπούσε. αλλά ήμουν βέβαιη ότι θα το ξεχνούσε μετά από λίγο καιρό. ανέκαθεν έτσι ήταν, ανήσυχος θεός από παλιά, & όσο τα χρόνια περνούσαν δεν καλυτέρευε. αν μη τι άλλο, ίσως & να παραξένευε, όπως τους ανθρώπους.

σε κάποια στιγμή, επιχείρησα ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως επάνω στους Θηριόπνευστους Αδελφούς, για να δω αν μπορούσα να διώξω τα πνεύματα που τους έδιναν υπεράνθρωπες δυνάμεις. όμως ήταν αδύνατο, γιατί, όπως είχα αντιληφτεί & πριν, αυτά τα πνεύματα είχαν γίνει ένα αμάλγαμα με τα ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ πνεύματα, με την ψυχή τους.

το είπα στον Ζίντεραμ’λι, & ο καμπούρης Αρχιμάγος ένευσε. –ναι, συμφώνησε, –& εγώ το διέκρινα. με Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως δεν μπορείς να νικήσεις το πνεύμα αυτό, αλλά η θεά μου μπορεί να το τραβήξει από μέσα τους. το έκανε σ’έναν, όμως είναι επικίνδυνο γιατί το πνεύμα αντεπιτίθεται, & οι άλλοι έρχονται να βοηθήσουν. καλύτερα απλά να τους σκοτώσεις αν μπορείς.

–η θεά σου το τράβηξε από μέσα του; απόρησα. –πώς;

–με το χέρι της, φυσικά.

κοίταξα τη σκιά του πελώριου χεριού μέσα στο φως, & ρώτησα τον Ζίντεραμ’λι: θα μπορούσε ν’αρπάξει ένα τέτοιο πνεύμα & να το κρατήσει;

–γιατί;

–για να το μελετήσουμε. ίσως να μας βοηθήσει στο μέλλον εναντίον τους.

ο Ζίντεραμ’λι δεν μίλησε, αλλά πρέπει να θεώρησε σωστή τη σκέψη μου, γιατί έστρεψε το βλέμμα του στο Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων, & αυτό όρμησε καταπάνω στους Θηριόπνευστους Αδελφούς που μάχονταν με την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων & τους φρουρούς του Βασιληά μέσα σε μια αίθουσα όπου τα πάντα είχαν γίνει κομμάτια & θρύψαλα. (η Πολεμική Καρδιά είχε πια τραυματιστεί από τις συγκρούσεις με τους Αδελφούς· μπορούσαν να τη βλάπτουν χτυπώντας την με υλικά όπλα! ακριβώς όπως μπορούσαν κάποτε να τη βλάπτουν & τα εφιαλτικά ανθρωποειδή του Οργισμένου Τιμωρού των Κατακρεουργημένων Τόπων. οι επιθέσεις των Αδελφών εκτείνονταν & στο πνευματικό επίπεδο εξαιτίας των ζωικών πνευμάτων που έφεραν εντός τους, τα οποία βρίσκονταν εκεί εξαιτίας κάποιας θεϊκής δύναμης που η Πολεμική Καρδιά δεν μπορούσε παρά να βλέπει εχθρικά – όπως έβλεπε & τους περισσότερους άλλους θεούς, άλλωστε.)

το Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων όρμησε καταπάνω σ’έναν από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, & παγίδεψε ανάμεσα στα μακριά, σκιώδη δάχτυλά του το ζωικό πνεύμα του. τα νύχια της δαιμονικής θεάς μπήχτηκαν μέσα του, τραβώντας το από το σώμα του άντρα ο οποίος κραύγαζε σαν να τον έσφαζαν. η αντίσταση που πρόβαλε το πνεύμα ήταν μεγάλη, & αμέσως ήρθαν & άλλοι Αδελφοί για να το βοηθήσουν να πολεμήσει το Φωτοχαρές Χέρι. αλλά τώρα η θεά του Ζίντεραμ’λι δεν ήταν μόνη· τη βοηθούσε ο δικός μου θεός, & η αγέλη των αόρατων θηρίων του χίμησε στους Αδελφούς, μην αφήνοντάς τους να συντρέξουν τον σύντροφό τους.

το Φωτοχαρές Χέρι επέστρεψε κοντά σ’εμένα & τον Βασιλικό Αρχιμάγο κρατώντας ανάμεσα στα νυχάτα δάχτυλά του τη φασματική μορφή ενός μεγάλου πουλιού που σφάδαζε.

–αν το αφήσει θα φύγει; ρώτησα τον Ζίντεραμ’λι.

–αυτό έγινε την προηγούμενη φορά.

–πες της να μην το αφήσει.

–τι σκοπεύεις να το κάνεις;

–θα δούμε, είπα & έκανα ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, προσπαθώντας να διακρίνω τι ακριβώς ήταν αυτό το πτηνό που κρατούσε το σκιερό χέρι. εξακολουθούσε να είναι αμάλγαμα δαιμονικού πνεύματος με ανθρώπινου; διαπίστωσα πως όχι. εξακολουθούσαν επάνω του να υπάρχουν ίχνη της επιρροής εκείνου του άλλου θεού; ξανά, διαπίστωσα πως όχι. ήταν μονάχα μια πνευματική οντότητα, & όχι & πολύ ισχυρή, νομίζω, σαν το γεγονός ότι την είχαμε αποκόψει από τον Αδελφό να της είχε στερήσει μέρος της δύναμής της.

κοιτάζοντας προς τη μεριά της μάχης, έψαξα για τον Αδελφό από τον οποίο το Φωτοχαρές Χέρι είχε κλέψει την πνευματική οντότητα, & τον είδα σκοτωμένο από σφαίρες. επομένως, δεν τον είχε σκοτώσει η κλοπή του πνεύματος. η θεά του Ζίντεραμ’λι δεν είχε αρπάξει την ψυχή του, μονάχα κάτι το οποίο ήταν προσκολλημένο στην ψυχή του. αναμενόμενο, βέβαια· δεν είναι τόσο απλό να κλέψεις την ψυχή ενός ανθρώπου! τέτοιες κλοπές γίνονται, συνήθως, όταν το θύμα βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, βαριά άρρωστο, ή άσχημα διαταραγμένο νοητικά.

στο τέλος, δεν έμεινε κανένας Θηριόπνευστος Αδελφός στον όροφό μας. αλλά δεν είχαν εγκαταλείψει & το παλάτι· μπορούσα ν’ακούσω πυροβολισμούς από κάτω, & κραυγές.

συνέχιζαν να ψάχνουν για τον Αβέρναλ, & δεν τον είχαν ακόμα βρει.

είπα στον Ζίντεραμ’λι να μείνει εδώ (πράγμα που δεν νομίζω πως χρειαζόταν· έτσι & αλλιώς θα έμενε για να υπερασπιστεί τη βασιλική οικογένεια σε περίπτωση δεύτερης εισβολής στον όροφο) & μπήκα σ’έναν ανελκυστήρα για να πάω στο ισόγειο & να δω τι γινόταν με τον Σκοτωμένο & τους άλλους. τέτοιους αντιπάλους δεν είχαμε ποτέ ξανά αντιμετωπίσει…

 

 

Δε μπορεί να ήταν και πάρα πολλοί, είχε παρατηρήσει ο Ζαώρδιλ. Το ένα δέκατο σε σχέση μ’εμάς και τους παλατιανούς φρουρούς μαζί – κι όμως φαίνεται να μας έχουν για εξάσκηση, οι καταραμένοι!

Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί σκότωναν τον έναν μετά τον άλλο. Η Νιρκέκα ήταν ήδη τραυματισμένη στα πλευρά, αλλά, παρότι αιμορραγούσε, είχε βρίσει τον Σκοτωμένο όταν εκείνος την είχε προστάξει να φύγει. Ο Κερκ είχε χάσει το πόδι του και τον είχαν πάρει άρον-άρον από τη συμπλοκή. Δεκάδες άλλοι ήταν νεκροί ή άσχημα τραυματισμένοι. Ο Νικηφόρος είχε φανεί τυχερός και είχε μονάχα κάτι γρατσουνιές στο πρόσωπο· το κράνος του, όμως, είχε διαλυθεί τελείως από τη μια μεριά. Ο Ζαώρδιλ ήταν σίγουρα ο πιο τυχερός απ’όλους τους. Μάλλον δεν θα πέθαινε ακόμα μια φορά σ’ετούτη τη μάχη.

Θα τους νικήσουμε. Στο τέλος θα τους νικήσουμε, γιατί είμαστε περισσότεροι και αρκετά ικανοί, κι αυτοί έχασαν κάμποσους όταν πάτησαν στις νάρκες. Όμως, μα τις γαμημένες Λάμιες, ποιο θα είναι το κόστος!

Και πού ήταν η μάγισσα; Τώρα που τη χρειάζονταν είχε εξαφανιστεί! Πολεμούσε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς σε κάποιο άλλο μέρος του παλατιού, άραγε; Είναι πολλοί ακόμα εδώ μέσα; Μη μου πεις ότι είναι πολλοί ακόμα!… σκεφτόταν ο Ζαώρδιλ, καθώς ήταν καλυμμένος πίσω από τα έπιπλα που οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν στοιβάξει το ένα πάνω στ’άλλο για να διαμορφώσουν ένα πρόχειρο φράγμα και να προστατευτούν. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί προσπαθούσαν να πηδήσουν πάνω από το φράγμα για να βρεθούν κοντά τους και να τους λιανίσουν, αλλά εκείνοι μέχρι στιγμής κατόρθωναν να τους κρατάνε πέρα. Όποιος ζύγωνε σκοτωνόταν από τις συγκεντρωμένες ριπές των Ζωντανών-Νεκρών· κι αν τύχαινε να βρεθεί ζωντανός απ’την άλλη μεριά του φράγματος, τότε οι Ζωντανοί-Νεκροί ήταν έτοιμοι να τον καρφώσουν από παντού γύρω, με σπαθιά και ξιφολόγχες. Η άμυνά που είχαν διαμορφώσει ήταν ακλόνητη.

Αλλά μετά οι έφοδοι των Θηριόπνευστων Αδελφών σταμάτησαν, και οι Αδελφοί υποχώρησαν, σκόρπισαν, φεύγοντας από παράθυρα και πόρτες. Προς στιγμή, ο Ζαώρδιλ ήλπιζε ότι η υποχώρησή τους θα ήταν γενική, ότι θα έφευγαν από το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον. Ύστερα, όμως, άκουσε πυροβολισμούς. Οι τρισκατάρατοι συνέχιζαν ν’αναζητούν τον Αβέρναλ και να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους!

Ο Σκοτωμένος είπε στους μισθοφόρους του: «Πάμε. Πρέπει να τους βρούμε.»

«Δεν κάνουμε ότι τους χάσαμε, αρχηγέ;» πρότεινε κάποιος.

«Μην ακούω μαλακίες!» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ.

«Θα μας σκοτώσουν όλους, Σκοτωμένε!» είπε η Φρίντα που το πρόσωπό της και τα χέρια της ήταν γεμάτα αίμα – ευτυχώς όχι δικό της.

«Κανένας δεν μπορεί να μας σκοτώσει – είμαστε ήδη νεκροί! Κι έχουμε αναλάβει την προστασία του παλατιού. Πρέπει να τους τρέψουμε σε φυγή.» Τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν, κι εκείνοι τον ακολούθησαν, έχοντάς του εμπιστοσύνη ότι θα τους γλίτωνε κι από ετούτη την άσχημη περίσταση όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν.

Με τα όπλα τους σε ετοιμότητα, βάδισαν προς τα εκεί απ’όπου ακουγόταν θόρυβος. Σε κάθε καινούργιο διάδρομο και αίθουσα που έμπαιναν στόχευαν πρώτα προς τις γωνίες και τις πόρτες, ενώ κι οι ίδιοι καλύπτονταν πίσω από γωνίες και στο πλάι πορτών.

Το χρυσό δέρμα της Νιρκέκα είχε αδυνατίσει, παρατήρησε ο Ζαώρδιλ, και ιδρώτας γυάλιζε πάνω στο πρόσωπό της. Γιατί η καταραμένη δεν μ’ακούει να φύγει; Άλλους τούς φέρνεις με το ζόρι κι αυτή δεν μπορείς να τη διώξεις! Όμως ήξερε, βέβαια, πως στην πραγματικότητα κανέναν δεν έφερνε με το ζόρι· όλοι τους τον εμπιστεύονταν, και μερικοί – όπως η Νιρκέκα – ήταν ανόητα, πεισματικά, πιστοί στους Ζωντανούς-Νεκρούς. Αιμορραγούσαν αλλά συνέχιζαν.

Στο δρόμο τους συνάντησαν νεκρούς φρουρούς του παλατιού… κι άλλους νεκρούς φρουρούς του παλατιού… και νεκρούς από τη δική τους μισθοφορική ομάδα… κι άλλους νεκρούς από τη δική τους ομάδα… ενώ οι νεκροί των Θηριόπνευστων Αδελφών ήταν δυσανάλογα λίγοι. Ο Νικηφόρος κλότσησε ένα από τα πτώματα των τελευταίων που ήταν πεσμένο στο δάπεδο σαν σκοτωμένος λύκος γεμάτος σφαίρες.

«Από τι σκατά είναι φτιαγμένοι;» μούγκρισε, και σκύβοντας έπιασε τη λυκίσια μάσκα του νεκρού και την τράβηξε. Ένα συνηθισμένο αντρικό πρόσωπο αποκαλύφτηκε: πορφυρόδερμο και με κεφάλι και πρόσωπο τελείως ξυρισμένα. Ούτε καν φρύδια δεν είχε. «Ανώμαλοι οι γαμημένοι…»

Η Νιρκέκα βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει άγρια.

«Λες όλοι έτσι νάναι;» είπε κάποιος άλλος. «Γουλί;»

«Μετά θα τα δούμε αυτά,» τους είπε ο Ζαώρδιλ, και προχώρησαν μην ξαναγγίζοντας τα πτώματα Θηριόπνευστων Αδελφών.

Σε μια αίθουσα συνάντησαν καμια ντουζίνα Ζωντανούς-Νεκρούς. Όλοι τους έμοιαζαν τραυματισμένοι· οι λεπίδες των όπλων τους ήταν ματωμένες και οι κάννες των πυροβόλων τους κάπνισαν. Τα νεύρα τους ήταν τόσο τσιτωμένα που παραλίγο να πυροβολήσουν τον Ζαώρδιλ και τους συντρόφους του.

Μετά κατέβασαν τα όπλα. «Σκοτωμένε…» είπε ο Θελβάμης αναστενάζοντας.

«Τι γίνεται;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Πού είναι ο εχθρός;»

«Αντιμετωπίσαμε τέσσερις,» αποκρίθηκε ο πρώην Παντοκρατορικός πολεμιστής, «και ήμασταν κάπου είκοσι-πέντε μαχητές τότε–»

«Μας αποδεκάτισαν οι καριόληδες,» τον διέκοψε ένας άλλος.

«Τους σκοτώσατε, όμως;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Ναι,» είπε ο Θελβάμης, «είναι νεκροί. Αλλά, αν για κάθε τέσσερις που σκοτώνουμε αυτοί σκοτώνουν δέκα από εμάς, δε γίνεται δουλειά, αρχηγέ…»

«Εξαρτάται απ’το πόσοι είναι–»

Πυροβολισμοί από τ’αριστερά τους, στο βάθος, και σαματάς.

«Πάμε!» πρόσταξε ο Ζαώρδιλ, και κινήθηκαν προς τα εκεί, όχι διστακτικά αλλά, συγχρόνως, με προσοχή. Τουφέκια και καραμπίνες υψωμένα στο επίπεδο του ώμου, ξίφη σηκωμένα κι έτοιμα να κατεβούν, πιστόλια σταθερά προτεταμένα και με τα δύο χέρια, ή πιστόλι στο ένα χέρι και σπαθί στο άλλο.

Ο πρώτος διάδρομος στον οποίο βρέθηκαν περιείχε μονάχα έξι πτώματα – τέσσερις Ζωντανοί-Νεκροί, δύο παλατιανοί φρουροί.

«Από τους δικούς σου;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ τον Θελβάμη.

«Όχι,» απάντησε εκείνος. Είχε πλέον γίνει τέτοιος χαλασμός μες στο παλάτι που κανείς δεν βρισκόταν στη θέση που είχε ξεκινήσει να φρουρεί και κανείς δεν ήξερε πού ήταν οι άλλοι. Ο Ζαώρδιλ ήλπιζε μόνο να είχαν καταφέρει να προστατέψουν τον δημοσιογράφο και την οικογένεια του Βασιληά· γιατί αν είχαν αποτύχει και σ’αυτά, τότε όλοι σε λίγο θα γελούσαν με τους Ζωντανούς-Νεκρούς απ’τη μια άκρη του Ωκεανού ώς την άλλη, κι ακόμα παραπέρα ίσως.

Βήματα από μια γωνία. Και γρυλίσματα θηρίων.

Ο Ζαώρδιλ και οι πολεμιστές του στράφηκαν, σημαδεύοντας.

Η Φαίδρα’λι ξεπρόβαλε. Γύρω της περιστρέφονταν ημιαόρατες, άυλες παρουσίες αγριμιών – ο θεός της.

«Φαίδρα,» είπε ο Ζαώρδιλ κατεβάζοντας το πιστόλι του. «Πού ήσουν τόση ώρα;»

«Στον όροφο της βασιλικής οικογένειας. Οι Αδελφοί ήταν εκεί, και παραλίγο να σκοτώσουν όλους τους φρουρούς. Μπορεί και να τους σκότωναν αν δεν είχα βοηθήσει.»

«Πώς σκατά έφτασαν εκεί πάνω;» μούγκρισε ο Νικηφόρος.

«Πηδώντας.»

«Δε χωρατεύω, μάγισσα!»

«Ούτε εγώ. Τους είδα, από το παράθυρό μου, να πηδάνε απ’τα δέντρα του κήπου στα μπαλκόνια και στα παράθυρα του παλατιού. Έχουν πνεύματα μέσα τους που τους κάνουν σαν θηρία.»

«Για πνεύματα δεν ξέρω,» είπε ο Κολπατζής, «αλλά σίγουρα δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. Μου θυμίζουν εκείνα τα γαμημένα τέρατα που πολεμήσαμε κάποτε στη Μάλκαριλ.»

«Τον Οργισμένο Τιμωρό των Κατακρεουργημένων Τόπων;»

«Αυτόν.»

«Καμία σχέση δεν έχουν.»

«Είναι, όμως, το ίδιο επικίνδυνοι, αν και λιγότερο πρωτόγονοι και… φυτικοί.»

«Αφήστε τα λόγια!» τους διέκοψε ο Ζαώρδιλ, βαδίζοντας προς τα εκεί απ’όπου αντηχούσαν οι πυροβολισμοί και οι κραυγές – ένα μέρος που δεν πρέπει πλέον να ήταν μακριά.

Οι Ζωντανοί-Νεκροί ακολούθησαν τον αρχηγό τους και, σύντομα, έφτασαν στην ίδια την Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων, η οποία είχε γίνει ρημαδιό. Τα κρύσταλλά της ήταν σπασμένα, τα αγάλματά της πεσμένα και κομματιασμένα. Αίματα και πτώματα από δω κι από κει. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί μάχονταν με τους φρουρούς του Βασιληά και με κάμποσους Ζωντανούς-Νεκρούς, και το μέρος είχε μετατραπεί σε αρένα χωρίς νόμους και κανόνες.

Η Φαίδρα’λι εξαπέλυσε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων και το μακελειό θέριεψε, καθώς ο Ζαώρδιλ και οι πολεμιστές που ήταν μαζί του ορμούσαν επίσης. Τα πάντα έγιναν ένα λουτρό αίματος γύρω από τον Σκοτωμένο. Πυροβολούσε και σπάθιζε, σπάθιζε και πυροβολούσε. Δέχτηκε μια σπαθιά στον ώμο, αλλά ήταν ξώφαρση και η ατσάλινη επωμίδα της αρματωσιάς του απλώς τσακίστηκε. Τέσσερις Ζωντανοί-Νεκροί έπεσαν πάνω στον Αδελφό που είχε επιτεθεί στον αρχηγό τους και τον λιάνισαν. Δύο άλλοι Αδελφοί παρουσιάστηκαν άξαφνα πίσω τους και πυροβόλησαν κατευθείαν τρεις απ’αυτούς, βρίσκοντάς τους στο κεφάλι και σκοτώνοντάς τους. Ο ένας που απέμεινε και ο Ζαώρδιλ υποχώρησαν μες στο χάος της συμπλοκής. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί έκαναν να τους καταδιώξουν, αλλά η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων τούς έκοψε τη φόρα και, μετά, τους έκοψε κομμάτια, σκορπίζοντας το αίμα τους στο πάτωμα της αίθουσας και το πνεύμα τους εκεί απ’όπου είχε έρθει.

Όταν η σύγκρουση τελείωσε, κανένας Θηριόπνευστος Αδελφός δεν ήταν όρθιος, αλλά λιγότεροι από τους μισούς αντιπάλους τους είχαν απομείνει.

Ο Ζαώρδιλ και οι άλλοι αφουγκράστηκαν. Ούτε πυροβολισμοί ούτε κραυγές ακούγονταν από πουθενά, τώρα.

«Αυτό ήταν;» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής. «Τους ξεκάναμε όλους, επιτέλους;» Τούτη τη φορά, δεν είχε γλιτώσει δύο τραυματισμούς: έναν στον μηρό κι έναν στο αριστερό μπράτσο. Ευτυχώς η πανοπλία του τον είχε σώσει από χειρότερα.

Ο Σκοτωμένος, παραδόξως, ήταν ακόμα σχεδόν αλώβητος. «Αμφιβάλλω αν πέθαναν όλοι.»

«Κάποιοι έφυγαν,» είπε μία απ’τους φρουρούς του Βασιληά. «Τους είδα. Από κει.» Έδειξε ένα απ’τα μεγάλα παράθυρα της αίθουσας. Το αριστερό της μάτι ήταν κρυμμένο από το αίμα· το είχε ακόμα, ή το είχε χάσει;

«Πρέπει να υποχώρησαν,» υπέθεσε ο Θελβάμης. «Δε μπορεί να ξανάρθουν τώρα…» Η φωνή του, όμως, μαρτυρούσε πως αυτό ήταν ένα ενδεχόμενο που φοβόταν πολύ μη γίνει πραγματικότητα.

«Όχι απόψε, τουλάχιστον,» είπε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος και θηκάρωσε το σπαθί του χωρίς να το σκουπίσει από τα αίματα.

Ένας ξαφνικός θόρυβος από δίπλα – κάποιος που πέφτει!

Ο Ζαώρδιλ γύρισε, για να δει τη Νιρκέκα πεσμένη επάνω σε τρία πτώματα – τα δύο Ζωντανών-Νεκρών, το ένα παλατιανού φρουρού.

«Φωνάξτε τους θεραπευτές!» πρόσταξε ο Σκοτωμένος. «Και τον Βιοσκόπο! Τώρα!» καθώς πλησίαζε τη χρυσόδερμη πολεμίστρια που το πρόσωπό της είχε πια γίνει σχεδόν άσπρο.

Κεφάλαιο Δέκατο-Τρίτο
Ο Πειρατής και ο Συλλέκτης: Μήνυμα Μέσα στη Νύχτα: Φιγούρες στο Σκοτάδι

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος καταζητείτο στα περισσότερα λιμάνια του Ωκεανού. Δεν ήταν από τους χειρότερους πειρατές, αλλά ούτε και αμελητέος ήταν. Πολλοί τον φοβόνταν και ήθελαν να τον σταματήσουν. Ωστόσο, δεν ήταν το ίδιο γνωστός σ’όλα τα μέρη του Ωκεανού: γύρω από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων και στα νησιά και τις ακτές νότια από αυτό τον ήξεραν περισσότερο. Στα βόρεια τον ήξεραν λιγότερο, επειδή προς τα εκεί κι εκείνος δρούσε λιγότερο. Επομένως, στην Κάρνατεβ δεν είχε τόσα να φοβηθεί όσα στη Νουσράκλη, αλλά και πάλι δεν θα έμπαινε στην πόλη αφύλαχτος. Το πρόσωπό του έπρεπε να το έχει κρυμμένο, για καλό και για κακό. Και το πλοίο του, φυσικά, δεν μπορούσε να το αράξει στο λιμάνι· το είχε αφήσει σ’έναν όρμο στα δυτικά της Κάρνατεβ. Είχε ανεβεί σε μια μηχανοκίνητη βάρκα μαζί με μερικούς από το πλήρωμά του και είχε κατευθυνθεί προς τη μεγάλη πόλη, ενώ ο καλοκαιρινός μεσημεριανός ήλιος έλαμπε από πάνω τους.

Δεν είχαν πρόβλημα ν’αράξουν. Έδεσαν τη βάρκα σε μια από τις αποβάθρες και βγήκαν, για να αναμιχθούν μέσα στην κοσμοπλημμύρα του λιμανιού της Κάρνατεβ.

«Θυμάσαι τι έχουμε ν’αγοράσουμε;» ρώτησε ο Όρκιβελ τον Αλέξανδρο τον Δασύ ο οποίος βάδιζε πλάι του. Κι οι δυο τους φορούσαν καλοκαιρινές κάπες και κουκούλες στα κεφάλια.

«Ναι,» ένευσε εκείνος.

«Λοιπόν. Θα πάτε να τα πάρετε, και θα σας συναντήσω μετά στο Χαμένο Βαλάντιο.»

«Εσύ τι θα κάνεις; Τη δουλειά της Ξανθιάς;» Την Έρικα το πλήρωμα του Μουντζουρωμένου είχε πια συνηθίσει να τη λέει «η Ξανθιά» – αναμεταξύ τους, τουλάχιστον. Ο Όρκιβελ ήταν βέβαιος πως εκείνη δεν το είχε ακούσει ακόμα, κι αναρωτιόταν ποια θα ήταν η αντίδρασή της όταν το άκουγε. Η σκέψη πάντα έφερνε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του.

«Ναι,» αποκρίθηκε στον Αλέξανδρο. Την είχε συμπαθήσει την Έρικα. Δεν ήταν, βέβαια, αυτός ο μοναδικός λόγος που είχε αποφασίσει να κάνει δουλειές μαζί της – δεν ήταν καν ο βασικότερος λόγος – αλλά την είχε συμπαθήσει. Δεν το παραδεχόταν μπροστά στο πλήρωμά του – ούτε ακόμα και μπροστά στον Αλέξανδρο τον Δασύ – γιατί ήξερε πως μπορεί να έκαναν καμια από τις παροιμιώδεις γκάφες τους αν το γνώριζαν· όμως δεν μπορούσε να το κρύψει από τον εαυτό του. Κρίμα που, απ’ό,τι είχε καταλάβει ο Όρκιβελ, ήταν ερωμένη αυτού του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα την πήγαινε ένα μακρύ και νωχελικό ταξίδι στον Ωκεανό, μέσα στην καμπίνα του· ή και περισσότερα από ένα. Θα μπορούσε, ασφαλώς, να ήταν μητέρα του. Οριακά, και υπερβάλλοντας λιγάκι ίσως. Ήταν, σίγουρα, σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του, όπως την υπολόγιζε με το μάτι. Όμως, και πάλι, αυτό δεν άλλαζε τίποτα για εκείνον.

Κρίμα… Κρίμα…

«Να μην έρθει και κάνας άλλος μαζί σου;» τον ρώτησε ο Αλέξανδρος.

«Τι να τον κάνω τον κάναν άλλο;»

«Για καμια στραβή που μπορεί να γίνει, Καπετάνιε. Πού ξέρεις άμα τα πράγματα θάναι όπως σ’τα είπε αυτή;»

«Δε νομίζω νάναι αλλιώς. Αλλά, ακόμα κι άμα δεν είναι έτσι, ποιος από σας θα μπορέσει να με βοηθήσει, νομίζεις;»

«Μην είσαι ξεπαρμένος, Καπετάνιε. Στήνονται παγίδες ακόμα και για τα έξυπνα πουλιά σαν και του λόγου σου. Εγώ λέω να πάρεις κι έναν τουλάχιστον μαζί σου. Τη μάγισσα, ίσως.» Έδειξε, με τον αντίχειρα, τη Μιρκάλη’λι που βάδιζε πίσω τους, κουκουλωμένη κι αυτή.

Ο Όρκιβελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Άσ’ τη να ξεκουραστεί λιγάκι· τόσες ώρες είναι στο κέντρο ισχύος του πλοίου.»

«Καλάαα,» είπε ο Αλέξανδρος· «όπως νομίζεις, να πούμε. Αλλά νάχεις τον τηλεπικοινωνιακό πομπό σου ενεργ–»

«Θα μου κάνεις τον μπαμπά μου, Δασύ;» μούγκρισε ο Όρκιβελ, τσαντισμένος μαζί του. Γιατί, πραγματικά, ορισμένες φορές ο Αλέξανδρος πρέπει όντως να νόμιζε πως ήταν μπαμπάς του! Η διαφορά στα χρόνια τους ευθυνόταν γι’αυτό, σίγουρα· ο Όρκιβελ ήταν κατά πολύ νεότερός του· όμως η συμπεριφορά εξακολουθούσε να είναι ενοχλητική όποτε παρουσιαζόταν.

«Εντάξει· δε λέω τίποτα. Κάνε όπως νομίζεις, να πούμε. Αλλά πρόσεχε· δεν έχουμε άλλο καπετάνιο, Καπετάνιε.»

Ο Όρκιβελ προτίμησε να μη δώσει απάντηση σ’αυτό, και λίγο παρακάτω χώρισαν: οι πειρατές του πήγαν προς το πανδοχείο «Το Χαμένο Βαλάντιο» ενώ εκείνος κατευθύνθηκε προς την Αρένα της Κάρνατεβ.

*

Ο Χάραλκιρ σκούπισε ιδρώτα απ’το πρόσωπό του με τον πήχη του. Άνοιξε το μπουκάλι δίπλα του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό. Η καταραμένη ζέστη ήταν πολύ δυνατή σήμερα, και ο Χάραλκιρ σκεφτόταν ότι κακώς καθόταν ακόμα εδώ μήπως φανεί κανένας πελάτης. Θα είχε φύγει αν δεν περίμενε μια συγκεκριμένη κυρία που του είχε ζητήσει κομμάτια απ’την πανοπλία του Άγριου Ζάταρνιλ – ενός μονομάχου. Κομμάτια τα οποία ο Χάραλκιρ με το ζόρι είχε προλάβει να μαζέψει απ’την Αρένα μετά τον τελευταίο αγώνα του Ζάταρνιλ· η Νελμίρα, μια άλλη συλλέκτρια κομματιών και συντριμμιών, παραλίγο να του τα αρπάξει· κι όταν τον είχε δει να τα παίρνει πρώτος από το έδαφος, του είχε κάνει μια υβριστική χειρονομία, δείχνοντάς του τα δόντια της απειλητικά, και είχε απομακρυνθεί. Ο Χάραλκιρ την είχε αγνοήσει. Καταλάβαινε τον θυμό της, ώς ένα σημείο· η δουλειά των συλλεκτών ήταν, αναμφίβολα, ανταγωνιστική. Και μονάχα τρεις συλλέκτες κομματιών και συντριμμιών υπήρχαν στην Αρένα της Κάρνατεβ· φαντάσου να ήταν περισσότεροι! Θα είχαμε σκοτωθεί αναμεταξύ μας, αν ήμασταν περισσότεροι. Κι εγώ θα ήμουν από τους πρώτους που θα είχαν εγκαταλείψει το επάγγελμα.

Ο Χάραλκιρ ήπιε κι άλλο νερό.

Τι θα γίνει μ’αυτήν; Θα παρουσιαστεί ποτέ;

Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τον συλλογισμό του και είδε μια άμαξα να σταματά μερικά μέτρα απόσταση από την πύλη της Αρένας, έξω απ’την οποία ήταν στημένος ο πάγκος του Χάραλκιρ. Την τραβούσαν δύο ψηλά άλογα, και οδηγός της ήταν ένας καλοντυμένος άντρας. Πλάι του καθόταν ένας άλλος άντρας ντυμένος σαν φρουρός, με όπλα επάνω του και πανοπλία. Κατέβηκε από τη θέση του συνοδηγού και άνοιξε την πλαϊνή πόρτα της άμαξας, από την οποία βγήκε η πελάτισσα του Χάραλκιρ. Μια εξηντάρα, πορφυρόδερμη γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά, γυαλιστερά και φανερά βαμμένα. Το φόρεμά της παραήταν αποκαλυπτικό για την ηλικία της και αναμφίβολα ραμμένο από ράφτες που είχαν χρυσοπληρωθεί για τη δουλειά τους.

Η κυρία, όπως ήξερε ο Χάραλκιρ, ονομαζόταν Σιρριάλα και ήταν σύζυγος ενός Συγκλητικού. Πλησίασε τώρα τον πάγκο του συλλέκτη με τον μισθοφόρο σωματοφύλακα πλάι της.

«Καλημέρα, Χάραλκιρ,» είπε μ’ένα από εκείνα τα τυπικά χαμόγελα.

«Καλημέρα, κυρία Σιρριάλα,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ, ανταποδίδοντας παρόμοιο χαμόγελο, ενώ σκεφτόταν: Μεσημέρι είναι.

«Μου έχεις τα κομμάτια που σου ζήτησα;»

«Ασφαλώς.» Ο Χάραλκιρ πήρε κάτω από τον πάγκο του ένα τυλιγμένο πανί, το έβαλε πάνω στον πάγκο, και το ξετύλιξε, αποκαλύπτοντας μερικά σπασμένα μεταλλικά τμήματα.

«Από την πανοπλία του Άγριου Ζάταρνιλ;»

«Φυσικά, κυρία Σιρριάλα. Ήσασταν εκεί στον τελευταίο του αγώνα, δεν ήσασταν; Δείτε.» Της έδωσε ένα κομμάτι. «Αυτή την πανοπλία δεν φορούσε;»

Η Σιρριάλα πήρε το μεταλλικό κομμάτι στα χέρια της και το κοίταξε διεξοδικά. «Ναι, αυτή πρέπει να ήταν… Έχει εδώ μείνει κι ένα μικρό τμήμα από την επάργυρη λωρίδα.»

«Ακριβώς,» είπε ο Χάραλκιρ.

Η Σιρριάλα κοίταξε και τα υπόλοιπα κομμάτια, το ένα μετά το άλλο. Τελικά ρώτησε: «Πόσο σου οφείλω;»

«Πενήντα-πέντε ευγενή, κυρία Σιρριάλα.»

«Καμία έκπτωση για μια καλή πελάτισσα, Χάραλκιρ;» είπε εκείνη σαν να ήθελε να του κάνει μομφή.

Ο Χάραλκιρ ήξερε πως η Σιρριάλα πάντοτε παζάρευε, παρότι τα λεφτά ξεχείλιζαν (μεταφορικά μιλώντας) από το άκομψο ντεκολτέ της· επομένως, είχε επίτηδες πει πενήντα-πέντε ευγενή, για να μπορέσει τώρα να απαντήσει: «Για εσάς, κυρία Σιρριάλα, πενήντα ευγενή, αν και ξέρετε πόσοι θα ήθελαν αυτά τα κομμάτια…»

Η Σιρριάλα, ευχαριστημένη, έβγαλε από την τσάντα της μερικά χαρτονομίσματα, τα μέτρησε, και τα έδωσε στον Χάραλκιρ. «Ευχαριστώ πολύ,» είπε εκείνος, χαμογελώντας όπως όφειλε. Τύλιξε τα κομμάτια της πανοπλίας μέσα στο πανί και της τα παρέδωσε.

Η Σιρριάλα τον χαιρέτησε και έφυγε μαζί με τον σωματοφύλακά της.

Καθώς η άμαξά της ξεμάκραινε από την πύλη της Αρένας, ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, που περίμενε η συναλλαγή να τελειώσει, πλησίασε τον πάγκο του συλλέκτη.

Ο Χάραλκιρ δεν γνώριζε τον πειρατή· ποτέ ξανά δεν τον είχε δει· έτσι, ο ψηλός κουκουλοφόρος τύπος που ήρθε προς το μέρος του δεν του έλεγε τίποτα. Όταν ο άγνωστος ήταν κοντά, ο συλλέκτης διέκρινε μέσα από την κουκούλα ένα γαλανόδερμο, αξύριστο πρόσωπο. Εξωδιαστασιακός; Πρώην Παντοκρατορικός, ίσως, σαν εμένα;

Ο Όρκιβελ ρώτησε: «Ο Χάραλκιρ;»

«Πώς θα μπορούσα να σε εξυπηρετήσω, φίλε μου; Ψάχνεις κομμάτια από τον τελευταίο αγώνα; Ή, μήπως, από προηγούμενους αγώνες, τα οποία έχουν και μεγαλύτερη αξία λόγω παλαιότητας;» Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι τα περισσότερα απ’αυτά δεν ήξερε τι να τα κάνει και ήθελε να τα ξεφορτωθεί προτού παλιώσουν τόσο ώστε να είναι άχρηστα για πώληση.

«Είσαι ο Χάραλκιρ ή όχι;» επέμεινε ο Όρκιβελ.

Ο συλλέκτης γέλασε. «Βλέπω πως έχω μια κάποια φήμη! Ο Χάραλκιρ είμαι, φίλε μου· μην έχεις αμφιβολία. Σου είπαν ότι μπορώ να σου δώσω κάτι συγκεκριμένο, μήπως;»

Ο Όρκιβελ τον ατένισε κριτικά για λίγο. Δεν πιστεύω να λέει ψέματα, σκέφτηκε. Ήταν ακριβώς όπως του τον είχε περιγράψει η Έρικα: κοκκινόδερμος, αραιά πράσινα μαλλιά, μυτερό γένι. Αυτός πρέπει να είναι. Ο Όρκιβελ έβγαλε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί και του το έδωσε. «Από μια φίλη,» του είπε.

Ο Χάραλκιρ συνοφρυώθηκε. Τι φίλη; Η Έρικα; Ξετύλιξε το χαρτί και είδε ότι ήταν γραμμένο σ’έναν γνωστό του κώδικα. Η Έρικα. Το αποκωδικοποίησε με το μυαλό του. Ο κώδικας δεν ήταν και πολύ δύσκολος, αν τον γνώριζες και δεν ήσουν χαζός. Το σύντομο μήνυμα έγραφε: Αυτό θα το λάβεις από τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο. Είναι πειρατής. Νέος πράκτοράς μας, δεν ξέρει πολλά. Δικτύωσέ τον, αλλά με επιφύλαξη. Θα σου δώσει ένα σφραγισμένο μήνυμα και θα σου πει πού να το παραδώσεις. —Ε.Σ.

«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Χάραλκιρ ατενίζοντας ξανά τον γαλανόδερμο άγνωστο.

«Γιατί ρωτάς;»

«Υπάρχει λόγος να μου κρύψεις το όνομά σου;»

«Δε σε γνωρίζω.» Το χέρι του Όρκιβελ πήγε, κρυφά, κάτω από την κάπα του, στο πιστόλι στη ζώνη του.

Ο Χάραλκιρ αναστέναξε. «Ποια σ’έστειλε σ’εμένα; Αυτό θα μου το πεις, τουλάχιστον;»

«Η Έρικα.»

«Και είσαι ο Όρκιβελ;»

Ο πειρατής κατένευσε.

«Και το παρωνύμιό σου;»

«Ο Μουντζουρωμένος.»

«Εντάξει,» είπε ο Χάραλκιρ. «Είσαι, λοιπόν, όντως αυτός για τον οποίο μου γράφει εδώ η Έρικα. Έχεις κάτι για μένα;»

Ο Όρκιβελ ένευσε, και του έδωσε το σφραγισμένο μήνυμα. «Επίσης, η Έρικα μού είπε πως μπορώ να σου ζητήσω να μου βρεις κάτι, αν θέλω.»

«Έτσι είπε;»

«Στο δίκτυό της γενικά αναφερόταν, όχι σ’εσένα συγκεκριμένα.»

«Είσαι καινούργιος πράκτοράς μας, σωστά;»

Ο Όρκιβελ ένευσε ξανά.

«Θα σου δείξω μερικά πράγματα. Αλλά πες μου πρώτα πού πρέπει να παραδοθεί αυτό το μήνυμα.»

Ο Όρκιβελ τού είπε τα πάντα όπως του είχε ζητήσει η Έρικα να τα πει.

«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ, που δεν του άρεσαν και τόσο αυτά που είχε ακούσει. Η Σανκάρλι’μορ, αν ήταν ερωμένη του Αβέρναλ, πιθανώς να παρακολουθείτο από κατασκόπους του Αρχισυγκλητικού. Θα πρέπει να φανώ πολύ προσεκτικός. «Θα κλείσω τώρα το μαγαζί μου, όπου νάναι. Θες να συναντηθούμε κάπου να μιλήσουμε;»

«Γιατί όχι;»

«Πού σε βολεύει;»

«Στο Χαμένο Βαλάντιο, στο λιμάνι;»

«Πολύ καλά,» είπε ο Χάραλκιρ. «Θα σε συναντήσω εκεί, σε καμια ώρα, ίσως και δύο· να έχω ξεκουραστεί λιγάκι, πρώτα.»

Ο Όρκιβελ συμφώνησε κι έφυγε από τον πάγκο του συλλέκτη, όχι και τόσο δυσαρεστημένος από την πρώτη του γνωριμία μ’έναν από τους πράκτορες της Έρικας.

Ο Χάραλκιρ τον ατένιζε να απομακρύνεται, κι αναρωτιόταν αν η Έρικα είχε κάνει καλά που είχε βάλει αυτό τον άνθρωπο στο δίκτυό της. Νόμιζε πως είχε ξανακούσει για έναν πειρατή που ονομαζόταν Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, αλλά δεν πρέπει να ήταν και πολύ γνωστός στις βόρειες ακτές του Ωκεανού.

Πειρατές… Κάποτε, όταν υπηρετούσαμε την Παντοκράτειρα, τους κυνηγούσαμε αυτούς, Έρικα· τώρα είμαστε φίλοι μαζί τους; Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πολύ.

*

Ο Χάραλκιρ δεν άργησε να εμφανιστεί. Μετά από μιάμιση ώρα, ο Όρκιβελ τον είδε να μπαίνει στην τραπεζαρία του Χαμένου Βαλάντιου και να ρίχνει μια ματιά ολόγυρα. Τον αναγνώρισε αμέσως, παρότι φορούσε κουκούλα στο κεφάλι (μάλλον επειδή φοβόταν τίποτα άλλους πράκτορες, υπέθετε ο πειρατής)· και, μόλις το βλέμμα του Χάραλκιρ στράφηκε προς το τραπέζι που εκείνος μοιραζόταν με τους συντρόφους του, ο Όρκιβελ τού έγνεψε με το χέρι να πλησιάσει.

Ο συλλέκτης, περνώντας μέσα από τη μεσημεριανή πολυκοσμία του Χαμένου Βαλάντιου, έφτασε στον Μουντζουρωμένο και τους άλλους πέντε πειρατές και κάθισε ανάμεσά τους. «Έχεις και παρέα…» είπε στον Όρκιβελ.

«Νόμιζες ότι θα ήμασταν μόνοι;»

«Για να είμαι ειλικρινής, ναι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ. «Και θα πρέπει να είμαστε για να σου πω περισσότερα.»

«Έλα τώρα!» είπε εύθυμα ο Όρκιβελ. «Πιστοί σύντροφοί μου είναι όλοι εδώ.»

«Για εμένα αυτό δεν αλλάζει τίποτα,» επέμεινε ο Χάραλκιρ. «Αν δεν θέλεις, φεύγω.»

Ο Όρκιβελ σκέφτηκε: Κακώς μού είχε φανεί εντάξει, στην αρχή… και αναστέναξε. «Έγινε· πάμε λίγο παραδίπλα.» Έδειξε, με τον αντίχειρά του, ένα μικρό, γωνιακό τραπέζι που ήταν ακόμα άδειο.

Ο Χάραλκιρ σηκώθηκε κι ακολούθησε τον Όρκιβελ ώς εκεί, όπου και κάθισαν. «Σ’ακούω, λοιπόν,» είπε ο πειρατής. «Η Έρικα μού είπε πως θα μου μιλήσεις. Δεν ξέρω τίποτα για το δίκτυό σας ακόμα, και θέλω να μάθω.»

«Μη βιάζεσαι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ. «Θα μάθεις όσα χρειάζεται–»

«Δε μ’εμπιστεύεσαι, προφανώς. Θα πρέπει να σου πω ότι–»

«Εσύ, στη θέση μου, θα σε εμπιστευόσουν;»

Ο Όρκιβελ τον ατένισε συνοφρυωμένος.

Μια σερβιτόρα ήρθε, ρωτώντας μήπως ήθελαν τίποτα. Κι οι δύο παράγγειλαν από μια μπίρα, και η σερβιτόρα έφυγε.

Ο Όρκιβελ είπε: «Μάλλον όχι. Αλλά πρέπει να σου πω ότι η Έρικα ήταν αιχμάλωτή μου, και όχι μόνο δεν την πείραξα αλλά τη βοήθησα κιόλας.»

Ο Χάραλκιρ τον κοίταξε με έκδηλη δυσπιστία, αν και δεν νόμιζε πως ο πειρατής θα έφτανε στο σημείο να πει τέτοιο εξωφρενικό ψέμα· γιατί, μόλις ο Χάραλκιρ συναντούσε την Έρικα, η αλήθεια θα αποκαλυπτόταν.

«Επειδή πάλι σε βλέπω να με κοιτάζεις σα νάχω τη γλώσσα Λάμιας, άκου πώς έχει το πράγμα,» του είπε ο Όρκιβελ, κι άρχισε να του διηγείται πώς είχε συναντήσει την Έρικα. Τη διήγηση διέκοψε η σερβιτόρα που ήρθε με τις μπίρες. Ο πειρατής την πλήρωσε και εκείνη έφυγε. Ο Όρκιβελ ήπιε μια γουλιά απ’την κούπα του και συνέχισε την ιστορία.

«Η σειρά σου τώρα, συλλέκτη,» είπε αφού τελείωσε.

Ο Χάραλκιρ τού αποκρίθηκε: «Όταν έρχεσαι στην Κάρνατεβ μπορείς να επικοινωνείς μαζί μου. Εκεί όπου με βρήκες, εκεί συνήθως θα με βρίσκεις. Αλλά και στο σπίτι μου»· και του έδωσε τη διεύθυνσή του μέσα στην πόλη. «Για τους υπόλοιπους πράκτορές μας στην Κάρνατεβ δεν θα σου πω τίποτα ακόμα, γιατί δεν είναι πολλοί και δεν θέλω να τους βάλω σε κίνδυνο.»

«Αυτό ήταν, δηλαδή; Αυτά ήταν τα μόνα που είχες να μου πεις για το δίκτυό σας;» έκανε, απογοητευμένα, ο Όρκιβελ. «Η Έρικα μού έλεγε ότι είναι εξαπλωμένο παντού!»

Ο Χάραλκιρ τον ατένισε σκεπτικά. Είναι μικρός, συλλογίστηκε. Και φαίνεται έντονα, κάπου-κάπου. Πώς είναι δυνατόν να είναι αρχηγός του τσούρμου του; «Είσαι Φεηνάρκιος, Όρκιβελ;»

Ο Όρκιβελ συνοφρυώθηκε. «Τι σημασία έχει αυτό;»

«Δε θα μου απαντήσεις;»

«Στη Φεηνάρκια γεννήθηκα.»

«Αλλά οι γονείς σου είναι από αλλού;»

«Να κοιτάς τη δουλειά σου,» είπε ο Όρκιβελ, τσαντισμένα. «Άλλα σε ρωτάω, άλλα μού λες!»

«Μην εκνευρίζεσαι. Απλώς θέλω να γνωριστούμε. Εγώ είμαι Φεηνάρκιος, όπως θα καταλαβαίνεις απ’την εμφάνισή μου. Αλλά ήμουν Παντοκρατορικός κάποτε. Πράκτορας της Παντοκράτειρας. Στη Μέρελκεβ. Οπότε, αν κι οι γονείς σου ήταν Παντοκρατορικοί, δεν έχεις τίποτα να κρύψεις από εμένα.»

Ο Όρκιβελ συνοφρυώθηκε, σκεπτικός, συμπεραίνοντας ότι ίσως να είχε παρεξηγήσει τον συλλέκτη. «Η μητέρα μου ήταν μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων, και, ναι, υπηρετούσε την Παντοκράτειρα. Ήταν με τις δυνάμεις κατοχής του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Οι επαναστάτες τη σκότωσαν. Αλλά η ίδια δεν είχε ποτέ πειράξει κανέναν. Γιατρός ήταν, ουσιαστικά!»

«Λυπάμαι γι’αυτό, Όρκιβελ,» είπε ο Χάραλκιρ. «Αλλά όταν γίνονται ξεσηκωμοί συμβαίνουν τέτοια.» Ήπιε μια γουλιά απ’τη μπίρα του.

«Τι άλλο εκτός από συλλυπητήρια έχεις να μου πεις;»

Ο Χάραλκιρ μειδίασε, καταλαβαίνοντας ότι ο Όρκιβελ δεν είχε μιλήσει προσβεβλημένος. «Τι θες να μάθεις;»

«Περισσότερα για το δίκτυό σας, φυσικά. Υπάρχουν τόσες πόλεις στις ακτές του Ωκεανού…»

«Το δίκτυό μας δεν είναι πολύ εξαπλωμένο στον Ωκεανό· αυτή είν’ η αλήθεια,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ. «Ωστόσο, αφού θέλεις, θα σου δώσω μερικές πληροφορίες. Θα σου πω για κάποιους ανθρώπους τους οποίους μπορείς να έχεις υπόψη σου για συνδέσμους, και πώς να τους πλησιάσεις.»

*

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας που βρισκόταν κοντά στην πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ. Το παράθυρο του υπνοδωματίου έβλεπε προς την είσοδο της τελευταίας, κι έτσι εκεί περνούσαν τον καιρό τους, φυλώντας βάρδιες εκ περιτροπής. Κοιτάζοντας με κιάλια. Περιμένοντας να δουν τη μάγισσα να βγαίνει ή να μπαίνει.

Είχαν περάσει τρεις μέρες, μέχρι στιγμής, κι ετούτη ήταν η τέταρτη, αλλά η Σανκάρλι’μορ δεν είχε φανεί.

Μες στο ζεστό, καλοκαιρινό μεσημέρι, ο Άσλατμιρ επέστρεψε στο σπίτι για να βρει – αναμενόμενα – τη Σέρυ να κάθεται στο περβάζι του παραθύρου. Μαζί του είχε μια χάρτινη σακούλα με πρόχειρο φαγητό, την οποία άφησε πάνω στο κρεβάτι.

«Τίποτα ενδιαφέρον;»

«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Σέρυ, βαριεστημένα.

«Οι μάγοι είναι περίεργη φάρα,» είπε ο Άσλατμιρ, «αλλά αποκλείεται να κάθεται τόσες μέρες χωμένη μέσα στο σπίτι της. Πρέπει να βγαίνει μεταμφιεσμένη, όπως φοβόμουν. Χτες βράδυ μόνο, καθώς καθόμουν και κοίταζα, είδα πέντε ανθρώπους με κουκούλες να μπαινοβγαίνουν στην πολυκατοικία.»

«Πέντε να μπαίνουν και πέντε να βγαίνουν;»

«Να μπαινοβγαίνουν. Τρεις μπήκαν, δύο βγήκαν.»

«Οι ίδιοι; Εννοώ, οι δύο από αυτούς που μπήκαν ήταν κι αυτοί που βγήκαν;»

«Νομίζω πως ο ένας ήταν ίδιος. Αλλά ήταν και νύχτα· δε μπορούσα να διακρίνω καλά. Εκεί, όμως, που θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν κάνουμε τίποτα έτσι. Ποτέ δεν θα εντοπίσουμε τη μάγισσα.»

«Έχεις δίκιο,» είπε η Σέρυ αναστενάζοντας. «Καλύτερα να εισβάλουμε.» Σηκώθηκε απ’το περβάζι και πήγε στο κρεβάτι, καθίζοντας εκεί και βγάζοντας το φαγητό απ’τη σακούλα.

Ο Άσλατμιρ πήρε τη θέση της στο παράθυρο. Είδε κάποιον να βγαίνει από την αντικρινή πολυκατοικία, αλλά ήταν άντρας. Ένας τύπος τον οποίο είχε ξαναδεί, πολλές φορές. «Αυτό αποκλείεται να το κάνουμε. Εκείνο που σκέφτομαι είναι να παρακολουθήσουμε τον στάβλο όπου αφήνει το άλογό της. Εκεί ίσως νάχουμε καλύτερες πιθανότητες να την εντοπίσουμε.»

«Και θα τη σκοτώσουμε καθώς θα βγαίνει απ’τον στάβλο; Δε θάναι αυτό επικίνδυνο;»

«Αναλόγως,» είπε ο Άσλατμιρ. «Πρέπει να δούμε πώς έχει η κατάσταση εκεί. Αλλά εδώ, πάντως, δεν κάνουμε τίποτα.» Πήγε κι αυτός να καθίσει στο κρεβάτι, για να φάει.

«Δε θα μείνεις να παρακολουθείς;» απόρησε η Σέρυ, δείχνοντας το παράθυρο με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού.

«Τι νόημα έχει;» μόρφασε ο Άσλατμιρ.

«Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε, επιτέλους, να χρησιμοποιήσουμε το κρεβάτι μαζί;» Η Σέρυ δάγκωσε ένα κομμάτι ψωμί ποτισμένο με ζωικό λίπος και πλασμένο μαζί με κομμάτια κρέατος.

Ο Άσλατμιρ μειδίασε. «Αρχίζεις να κάνεις άτακτες σκέψεις;»

«Περίμενε, όμως, να φάω πρώτα. Πεινάω,» είπε η Σέρυ.

Όταν η κάψα του μεσημεριού είχε περάσει και ο ήλιος είχε πέσει λιγάκι, αφήνοντας την αύρα της θάλασσας να δροσίσει την πόλη της Κάρνατεβ, ο Άσλατμιρ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και, φορώντας την περισκελίδα του, πήγε να ρίξει ακόμα μια ματιά απ’το παράθυρο. Δύο άνθρωποι έμπαιναν στην αντικρινή πολυκατοικία, ένας άντρας και μια γυναίκα, αλλά η γυναίκα δεν ήταν η Σανκάρλι’μορ. Ο Άσλατμιρ έπιασε τα κιάλια από το περβάζι και, φέρνοντάς τα στα μάτια του, κοίταξε ψηλά, στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, τα παράθυρα του διαμερίσματος της μάγισσας. Όπως πάντα, τα παντζούρια ήταν κλειστά. Η Σανκάρλι’μορ σπάνια τα άνοιγε. Προφανώς υποπτευόταν ότι την παρακολουθούσαν. Ο Άσλατμιρ αναρωτιόταν αν, με κάποιον μαγικό τρόπο, μπορούσε μάλιστα να καταλάβει ότι κατάσκοποι κοίταζαν με κιάλια τα παράθυρά της. Αλλά αυτό ήταν υπερβολικό, σίγουρα, ακόμα και για κάποια του τάγματος των Τεχνομαθών…

«Βλέπεις τίποτα;» τον ρώτησε η Σέρυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χωρίς κανένα ρούχο επάνω της.

«Τίποτα.» Ο Άσλατμιρ κατέβασε τα κιάλια του.

«Θα πάμε στον στάβλο, λοιπόν;»

Ο Άσλατμιρ, αφήνοντας τα κιάλια στο περβάζι, πλησίασε το κρεβάτι κι έπιασε τους αστραγάλους της, σφιχτά. Καθώς η Σέρυ ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, δεν ήταν δύσκολο να τη γυρίσει, απότομα, μπρούμυτα. Εκείνη έβγαλε έναν ήχο μεταξύ γέλιου και ξαφνιασμένης κραυγής. Ο Άσλατμιρ ανέβηκε στα γόνατα επάνω στο κρεβάτι κι άρπαξε τα στήθη της, σηκώνοντάς την για να κολλήσει την πλάτη της στο στέρνο του και τα πισινά της επάνω στο όργανό του το οποίο είχε ήδη αρχίσει να σκληραίνει. Η Σέρυ μούγκρισε, «Οοοοο…», και ο Άσλατμιρ είπε γλείφοντας το αφτί της: «Βιάζεσαι;» ενώ τα δάχτυλά του τσιμπούσαν τις θηλές της. Η Σέρυ γέλασε λαρυγγωδώς, ρωτώντας: «Μπορείς να είσαι τόσο γρήγορος;» κι ο Άσλατμιρ απάντησε: «Θα δεις,» και γλίστρησε μέσα της, ενώ την έσφιγγε επάνω του σαν να ήταν φτιαγμένη από σίδερο.

Μετά από κανένα μισάωρο ήταν κι οι δυο τους ντυμένοι και έτοιμοι για να πάνε στον στάβλο. Αφήνοντας ένα φως ανοιχτό στο διαμέρισμα – για να μη δίνουν σημάδι ότι είχαν φύγει σε κάποιον που μπορεί τυχόν (και, μάλλον, απίθανα) να τους παρακολουθούσε – βγήκαν στον διάδρομο της πολυκατοικίας και κατέβηκαν από τις σκάλες στο ισόγειο. Δεν είχαν πάρει πολλά σύνεργα της δουλειάς μαζί τους: μονάχα ένα πιστόλι ο καθένας κι ένα ξιφίδιο. Δε σκόπευαν να κάνουν κάτι απόψε, απλώς να δουν πώς ήταν η περιοχή κοντά στον στάβλο και πού θα μπορούσαν πιθανώς να νοικιάσουν διαμέρισμα. Γιατί, αν ήταν να γίνει παρακολούθηση του μέρους, θα έπρεπε να γίνει από κάποιο γειτονικό χώρο.

Ο στάβλος δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από την πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ, σ’ένα πολυσύχναστο μέρος της Κεντρικής Αγοράς, όπου η κίνηση ποτέ δεν σταματούσε.

«Ο Εύβουλος,» είπε η Σέρυ, καθώς εκείνη κι ο Άσλατμιρ έκαναν μια βόλτα γύρω από τον στάβλο, «έπρεπε να μας είχε δώσει και φωτογραφία του αλόγου της.»

«Εδώ δεν μπορούμε ν’αναγνωρίσουμε αυτήν· θα μπορούσαμε ν’αναγνωρίσουμε τ’άλογό της;»

Η Σέρυ, για κάποιο λόγο, το βρήκε αστείο αυτό και γέλασε. Μετά ρώτησε: «Παράξενο δεν είναι, πάντως, που ο Εύβουλος δεν μας έχει δώσει διορία; Μέχρι πότε τη θέλει νεκρή; Δεν τον νοιάζει αν θα κάνουμε έναν χρόνο;»

«Υποθέτω πως σύντομα θα επικοινωνήσει μαζί μας, αν δεν δει κανένα αποτέλεσμα.»

Ρώτησαν για ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στην περιοχή, αλλά, δυστυχώς, δεν βρήκαν κανένα που να βλέπει τον στάβλο. Βρισκόταν σε τέτοιο σημείο που γύρω του ήταν όλο δουλειές, όχι κατοικίες.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε η Σέρυ.

«Θα δωροδοκήσουμε κάποιον σταβλίτη,» είπε ο Άσλατμιρ.

«Θα τον δωροδοκήσουμε;»

«Για να μας πει, πρώτον, ποιο είναι το άλογο της μάγισσας και, δεύτερον, πότε συνήθως το παίρνει και φεύγει.»

«Και είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας βρίσει;»

«Θα του δώσουμε αρκετά λεφτά. Αν δεν τα δεχτεί, εκείνος θα χάσει.»

«Κι αν τα δεχτεί, θα χάσουμε εμείς.»

«Τι;»

«Τα λεφτά μας,» μούγκρισε η Σέρυ. «Ήδη έχουμε δώσει τόσα ευγενή για να νοικιάσουμε το διαμέρισμα.»

«Πάμε στον στάβλο,» είπε μόνο ο Άσλατμιρ, και η Σέρυ δεν έφερε αντίρρηση· τον ακολούθησε.

Πέρασαν την είσοδο του στάβλου ενώ δύο καβαλάρηδες έβγαιναν. Το εσωτερικό ήταν μεγάλο, γεμάτο άλογα από τη μια μεριά και λυκόχοιρους από την άλλη. Τους ελέφαντες τούς είχαν από πίσω· δεν τους έβλεπες από εδώ, αλλά ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τούς είχαν δει όταν έκαναν βόλτα γύρω από το μέρος.

Ένας σταβλίτης, που ήταν εκεί κοντά, είπε: «Καλησπέρα. Να δω τις κάρτες σας;» Προφανώς, νόμιζε ότι είχαν έρθει για να πάρουν τα άλογά τους.

«Δεν έχουμε ζώα εδώ,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Μια πληροφορία θέλουμε, αν είναι εύκολο.» Και, βγάζοντας ένα νόμισμα των πέντε ευγενών, το έτεινε προς τον σταβλίτη.

Εκείνος δεν το άγγιξε, σα να ήταν μολυσμένο. Επιφυλακτικός. «Τι πληροφορία, κύριε;»

«Για ένα άλογο μιας κυρίας. Ποιο είναι, και ποιες ώρες συνήθως η κυρία το παίρνει από εδώ.»

Ο σταβλίτης – ο οποίος δεν μπορεί να ήταν μεγαλύτερος από είκοσι-πέντε χρονών, έκρινε ο Άσλατμιρ – κοίταξε δεξιά κι αριστερά, λες και φοβόταν ότι τον παρακολουθούσαν. Στο εσωτερικό του στάβλου, κάποιοι άλλοι σταβλίτες εργάζονταν, μα κανένας δεν έβλεπε προς τα εδώ.

Ο σταβλίτης πήρε το χαρτονόμισμα του Άσλατμιρ. «Ρωτήστε με, κύριε.» Δεν ήταν καθόλου λίγα πέντε ευγενή. Αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει να έβγαζε παραπάνω από ένα, το πολύ ενάμιση, ευγενές την ημέρα.

«Για το άλογο της Σανκάρλι’μορ ενδιαφέρομαι.»

Τα μάτια του σταβλίτη διαστάλθηκαν προς στιγμή, σα να μην το περίμενε αυτό σε καμία περίπτωση. Μετά, όμως, είπε καθαρίζοντας τον λαιμό του: «Ελάτε μαζί μου.»

Και οδήγησε τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ μέσα στους διαδρόμους που σχηματίζονταν από τις σειρές των αλόγων που ήταν σταβλισμένα στο μεγάλο οίκημα. Οσμές από κοπριά, πετσί, άχυρο, ζωικό ιδρώτα, και ζωοτροφές έρχονταν στα ρουθούνια τους· αλλά η κακοσμία δεν ήταν και τόσο μεγάλη, αν σκεφτόταν κανείς το πόσα άλογα βρίσκονταν εδώ. Οι σταβλίτες έκαναν καλή δουλειά· κρατούσαν το μέρος όσο πιο καθαρό γινόταν.

Αυτός που οδηγούσε τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ, σε κάποια στιγμή, είπε: «Εδώ είναι, κύριε,» δείχνοντας με το κεφάλι παραδίπλα, ένα καφετί άλογο, όχι πολύ ψηλό, με πλούσια μαύρη χαίτη. Τώρα ήταν σκυμμένο, τρώγοντας. Ο σταβλίτης συνέχιζε να βαδίζει, και ο Άσλατμιρ κι η Σέρυ μαζί του. Μάλλον δεν θα συμφωνήσει αν του ζητήσω να περιμένει για να το φωτογραφήσουμε, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ.

Ρώτησε: «Ποιες ώρες συνήθως το παίρνει από εδώ;»

«Τελευταία έχει καιρό να παρουσιαστεί, νομίζω.»

«Τι εννοείς; Μέρες;»

«Δέκα, δεκαπέντε μέρες, ίσως. Πάντως, δεν την έχω δει καθόλου.»

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω, κύριε.»

«Σ’ευχαριστούμε,» είπε ο Άσλατμιρ, και αφού έκαναν μια γύρα του στάβλου, με τον σταβλίτη ακόμα για οδηγό τους, επέστρεψαν τελικά στην είσοδο και έφυγαν.

«Πάμε πίσω;» ρώτησε η Σέρυ.

«Τι άλλο να κάνουμε εδώ;»

Καθώς βάδιζαν προς το νοικιασμένο διαμέρισμά τους, η Σέρυ είπε: «Νομίζεις ότι δεν παίρνει το άλογό της επειδή φοβάται ότι την παρακολουθούν;»

«Πολύ πιθανόν. Εκτός αν, τελευταία, έχει κάποια δουλειά που το άλογό της δεν της χρειάζεται καθόλου.»

*

Ο Χάραλκιρ σκεφτόταν μήπως θα ήταν συνετό να έδινε τη σφραγισμένη επιστολή σε κάποιον άλλο πράκτορα για να τη μεταφέρει στην αποδέκτριά της. Όμως αυτό θα ήταν δειλό από μέρους του· όσες πιθανότητες είχε εκείνος να περάσει απαρατήρητος από πιθανούς πράκτορες του Αρχισυγκλητικού, τόσες πιθανότητες θα είχε κι ο άλλος πράκτορας. Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να μην πάει ο ίδιος. Και υπέθετε πως η καλύτερη ώρα για να επισκεφτεί την πολυκατοικία της μάγισσας ήταν τη νύχτα.

Μέχρι τότε καθόταν στο σπίτι του και άκουγε ραδιόφωνο. Τον σταθμό Ευγενής Πόλη, ο οποίος, όπως συνήθως, εξάπλωνε την προπαγάνδα του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, εκθειάζοντας τις δυνάμεις της Κάρνατεβ και την ανακάλυψη του ιπταερίου και δαιμονοποιώντας τον Αβέρναλ και όσους καταφέρονταν εναντίον του Αρχισυγκλητικού και της πολιτικής του. Ο Χάραλκιρ γνώριζε ότι όλα ήταν κοροϊδία, ασφαλώς, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως δεν έπρεπε να τα ακούει· ακόμα κι από την προπαγάνδα παίρνεις πληροφορίες. Εν τω μεταξύ, έφτιαξε βραδινό στην κουζίνα του – βραστό βοδινό με χόρτα, και δύο ψητές γλώσσες λύκου – και έφαγε. Ήπιε λίγο κρασί και, μετά, ξεκουράστηκε καπνίζοντας την πίπα του.

Όταν είχε βραδιάσει, φόρεσε τις μπότες και την κάπα του κι έφυγε από το σπίτι του, που βρισκόταν στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας της Κάρνατεβ, κοντά στην Αρένα. Μπήκε σε κάτι σοκάκια και σήκωσε την κουκούλα του στο κεφάλι. Βγήκε σ’έναν μεγαλύτερο δρόμο κι έκανε νόημα σ’έναν αμαξά. Εκείνος σταμάτησε κι ο Χάραλκιρ ανέβηκε.

«Πού πάμε, κύριε;»

«Στην Κεντρική Αγορά.»

Ο Χάραλκιρ επίτηδες δεν είχε πάει να πάρει το άλογό του, για να δώσει λιγότερα σημάδια σε ανθρώπους που τυχόν παρακολουθούσαν τη Σανκάρλι’μορ.

Η Κεντρική Αγορά ήταν γεμάτη νυχτερινή κίνηση: εμπόρους που δεν εργάζονταν το πρωί· κουρασμένους εργάτες που είχαν βγει για να πιουν κανένα ποτό· πλούσιους που έκαναν ανέμελα τη βόλτα τους σε παρέες (και κοντά σε κάποιους βρίσκονταν και σωματοφύλακες)· άστεγους κουλουριασμένους σε γωνίες (πολλοί απ’τους οποίους, όπως ήξερε ο Χάραλκιρ, ήταν άνθρωποι που, αφού χρωστούσαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων στη Σύγκλητο, σε κάποιον ενεχυροδανειστή, ή σε τράπεζα, δεν είχαν δεχτεί να γίνουν δούλοι, έτσι τους είχαν πάρει όλη την περιουσία και τους είχαν πετάξει στον δρόμο)· πόρνες (δούλες και μη) μπροστά από μισάνοιχτες δερματόπορτες με προκλητικά κεντήματα επάνω· νυκτοφύλακες της φρουράς που κοίταζαν γύρω-γύρω με τιγρίσια βλέμματα· μπαρ, ταβέρνες, και εστιατόρια που έμεναν ανοιχτά όλη τη νύχτα, ή το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας… Και τα πάντα φωτισμένα από ενεργειακές λάμπες, λάμπες λαδιού, ή μονάχα το φως των φεγγαριών που κατόρθωνε να εισβάλει ανάμεσα από τα ψηλά οικήματα της πόλης.

«Πού να σας αφήσω, κύριε;» ρώτησε ο αμαξάς.

«Εδώ καλά είναι,» απάντησε ο Χάραλκιρ, σ’ένα τυχαίο σημείο, καθώς πλησίαζαν τη Μεγάλη Λεωφόρο η οποία διέσχιζε την Κάρνατεβ από την Πύλη των Ανέμων, στα βόρεια, ώς την Πύλη του Λιμανιού, στα νότια.

Ο αμαξάς σταμάτησε· ο Χάραλκιρ τον πλήρωσε, κατέβηκε, κι έκανε την υπόλοιπη διαδρομή – η οποία δεν ήταν μεγάλη – με τα πόδια. Βρισκόταν σε εγρήγορση καθώς πλησίαζε την πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ, χωρίς όμως να δίνει την εντύπωση πως πρόσεχε μην τυχόν και τον παρακολουθούν. Τα μάτια του κοίταζαν δεξιά κι αριστερά μέσα από τη σκιά της κουκούλας του, αλλά το βλέμμα του ήταν ήρεμο, και δεν γύριζε, φυσικά, για να κοιτάξει πίσω του.

*

Η Σέρυ καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και κοίταζε με τα κιάλια.

«Αυτός ο τύπος χτυπά το κουδούνι της μάγισσας,» είπε.

«Τι; Ποιος;» Ο Άσλατμιρ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο. Στην είσοδο της αντικρινής πολυκατοικίας, πράγματι, κάποιος στεκόταν μπροστά από τον πίνακα με τα κουμπιά των κουδουνιών. «Είσαι σίγουρη ότι χτύπησε το δικό της;»

«Το πρώτο από την αριστερή στήλη δεν είναι;»

«Ναι.»

«Αυτό χτύπησε.»

«Για φαντάσου…» Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε έρθει να χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας. Και η ώρα ήταν, ομολογουμένως, ύποπτη. Μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα.

*

Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνο των κουδουνιών της πολυκατοικίας: «Ποιος είναι;»

«Η Σανκάρλι’μορ;» ρώτησε ο Χάραλκιρ.

«Ποιος είναι;» επέμεινε εκείνη.

«Ένας μαντατοφόρος είμαι. Είστε η Σανκάρλι’μορ;»

«Ναι. Τι φέρνεις;»

«Ένα μήνυμα. Από κάποιον που βρίσκεται εκτός πόλης.» Δεν ήθελε να αναφέρει το όνομα του Αβέρναλ, εδώ όπου στεκόταν, μες στο δρόμο – αν και δεν νόμιζε ότι κανένας τον παρακολουθούσε.

Η Σανκάρλι’μορ έκανε μια στιγμή ν’απαντήσει. «Πέρασε,» είπε τελικά, και ένας βόμβος ήχησε καθώς η εξώπορτα της πολυκατοικίας ξεκλείδωνε.

Ο Χάραλκιρ την έσπρωξε και μπήκε. Πήρε τον ανελκυστήρα και ανέβηκε στον τελευταίο όροφο. Διέσχισε τον διάδρομο στον οποίο είχε βρεθεί και πλησίασε την πόρτα που η πινακίδα επάνω της έγραφε

ΣΑΝΚΑΡΛΙ’ΜΟΡ
ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΩΝ ΤΕΧΝΟΜΑΘΩΝ

Ήταν κλειστή, έτσι χτύπησε την ξύλινη επιφάνειά της με τις φάλαγγες των δαχτύλων του, χωρίς να μιλήσει.

Ύστερα από μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε κατά το ήμισυ και μια γυναίκα φάνηκε. Λευκό δέρμα· κοντά, σγουρά μαλλιά, μαύρα. Φορούσε μια μελανή δερμάτινη μπλούζα και γκρίζο παντελόνι.

Αυτή πρέπει να είναι. «Είμαι ο μαντατοφόρος,» είπε ο Χάραλκιρ, «που σας χτύπησα το κουδούνι κάτω.»

Η μάγισσα ένευσε κι άνοιξε περισσότερο την πόρτα, παραμερίζοντας από το κατώφλι κι αφήνοντάς τον να μπει. «Πέρασε,» είπε.

Ο Χάραλκιρ μπήκε, παρατηρώντας πως η Σανκάρλι είχε το ένα της χέρι πίσω απ’την πλάτη – μάλλον, κρύβοντας κάποιο όπλο. Ο χώρος όπου βρίσκονταν τώρα οι δυο τους ήταν ένας στενός διάδρομος, που οδηγούσε σε κάποιο δωμάτιο στ’αριστερά και σε κάτι δερματόπορτες στα δεξιά.

«Από εδώ,» συνέχισε η μάγισσα δείχνοντας προς τ’αριστερά.

Ο Χάραλκιρ προχώρησε πρώτος, και την άκουσε να βαδίζει πίσω του. Ένιωθε ανήσυχος· τ’αφτιά του ήταν τσιτωμένα· φοβόταν μην τον χτυπούσε πισώπλατα με κάτι. Το δωμάτιο στο οποίο βρέθηκε ήταν ένα καθιστικό με καναπέ σχήματος Γ, παράθυρο, ψηλό καθρέφτη, σχετικά απλή διακόσμηση, και μια ανοιχτή δερματόπορτα η οποία οδηγούσε σε κουζίνα. Ένα μηχάνημα, του οποίου τη λειτουργία ο Χάραλκιρ δεν μπορούσε να μαντέψει, βρισκόταν επάνω σ’ένα τραπεζάκι. Δεν πρέπει, πάντως, να ήταν λειτουργικό, ό,τι κι αν ήταν· τα καλώδιά του φαίνονταν, σαν κάποιος να το είχε εκεί για επισκευή.

«Ποιος σας έστειλε;» ρώτησε η Σανκάρλι’μορ. «Μπορείτε να μιλήσετε ελεύθερα εδώ.»

Ο Χάραλκιρ στράφηκε να την αντικρίσει, βλέποντας πως τώρα κανένα από τα χέρια της δεν ήταν κρυμμένο πίσω από την πλάτη της· πράγμα που, βέβαια, δεν σήμαινε πως δεν ήταν οπλισμένη. «Ο Αβέρναλ, ο δημοσιογράφος. Ή μάλλον, όχι ακριβώς αυτός. Όχι ο ίδιος. Αλλά τούτο το μήνυμα είναι, απ’όσο ξέρω, από τον Αβέρναλ.» Και βγάζοντας την τυλιγμένη και σφραγισμένη επιστολή την έτεινε προς το μέρος της.

Η Σανκάρλι’μορ δίστασε για μια στιγμή· ύστερα την πήρε από το χέρι του. «Είσαι από κάποια εταιρεία μαντατοφόρων;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ.

«Τότε; Πώς σε ξέρει ο Αβέρναλ;»

«Ο Αβέρναλ δεν με ξέρει. Και, δυστυχώς, δεν μπορώ να σας πω περισσότερα. Πρέπει τώρα να πηγαίνω.» Βάδισε προς την εξώπορτα του διαμερίσματος, προσπερνώντας τη Σανκάρλι η οποία δεν επιχείρησε να τον σταματήσει.

Τον ρώτησε μόνο: «Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που δεν μου λες;»

«Επαγγελματική δεοντολογία· τίποτα περισσότερο. Δεν είμαι, κανονικά, μαντατοφόρος,» εξήγησε ο Χάραλκιρ, κι ανοίγοντας την εξώπορτα βγήκε από το διαμέρισμα κι έκλεισε πίσω του.

Μένοντας μόνη, η Σανκάρλι’μορ δεν έσπασε τη σφραγίδα του μηνύματος. Κοίταξε το ρολόι στον καρπό της το οποίο περιείχε μια σειρά από πολύ περίπλοκα συστήματα, κι εκτός απ’το να μετρά τον χρόνο είχε κι άλλες λειτουργίες. Τώρα, όμως, τη μάγισσα την ενδιέφερε η πιο απλή λειτουργία από όλες: η κενή οθόνη του. Πατώντας ένα μικρό κουμπί στο πλάι του ρολογιού, έκανε τα ψηφία του να εξαφανιστούν και την οθόνη να μείνει άδεια.

Φέρνοντας στο νου της την όψη και τη μορφή του μαντατοφόρου όσο πιο καλά μπορούσε, άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Όπως το περίμενε, ο άντρας δεν ήταν προστατευμένος από κάποιο Ξόρκι Προκαλύψεως· αμέσως τον εντόπισε, και είδε μια κόκκινη κουκίδα να παρουσιάζεται επάνω στην κενή οθόνη του ρολογιού της: μια κουκίδα η οποία της έδειχνε τη θέση και την κατεύθυνσή του.

Η Σανκάρλι’μορ είχε ήδη φορέσει τις μπότες της, για καλό και για κακό, από προτού του ανοίξει την πόρτα· τώρα, έπιασε την κάπα της από την κρεμάστρα, τη φόρεσε, σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι, και βγήκε απ’το διαμέρισμα, πηγαίνοντας στον ανελκυστήρα και πατώντας το κουμπί που τον καλούσε.

Το ρολόι της έδειχνε πως ο μαντατοφόρος απομακρυνόταν από την πολυκατοικία.

*

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν κατεβεί από το διαμέρισμά τους και κρύβονταν σ’ένα σκοτεινό δρομάκι απέναντι από την πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ. Διότι ο Άσλατμιρ είχε πει ότι τώρα η μάγισσα μπορεί να έβγαινε μαζί μ’αυτόν που είχε χτυπήσει το κουδούνι της· ή ίσως εκείνος να έβγαινε μόνος του κι ακολουθώντας τον να μάθαιναν κάτι για τη Σανκάρλι’μορ. Το να ξέρεις αυτούς που συναναστρέφεται κάποιος σημαίνει ότι ξέρεις κάτι για τον ίδιο.

Η εξώθυρα της πολυκατοικίας άνοιξε κι ένας κουκουλοφόρος άντρας βγήκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυτός που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας. Δυστυχώς ήταν μόνος του – εκείνη δεν ήταν μαζί του – αλλά ο Άσλατμιρ δεν είχε και κανένα καλύτερο μονοπάτι για ν’ακολουθήσει πέρα από αυτό που δημιουργούσε ο μυστηριώδης άντρας πίσω του. Κάνοντας νόημα στη Σέρυ να έρθει, ξεκίνησε να τον κατασκοπεύει από απόσταση ασφαλείας.

Όταν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν εξαφανιστεί από τον δρόμο, στρίβοντας στο σημείο όπου είχε στρίψει και ο Χάραλκιρ, η Σανκάρλι’μορ βγήκε από την πολυκατοικία. Και κοιτάζοντας το ρολόι της, ενώ εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το Ξόρκι Ανιχνεύσεως με το μυαλό της, είδε προς τα πού πήγαινε η κόκκινη κουκίδα. Την ακολούθησε, γρήγορα· όμως είχε το νου της να μην κάνει θόρυβο, γιατί, όποιος κι αν ήταν ο μυστηριώδης μαντατοφόρος, η μάγισσα δεν ήθελε να την καταλάβει.

Σε μια γωνία έστριψε, μπαίνοντας σ’ένα σοκάκι όλο σκουπίδια. Κάτι άνοιξε τα μάτια του μέσα απ’το σκοτάδι και την ατένισε προς στιγμή· ύστερα, τα έκλεισε πάλι. Η Σανκάρλι’μορ δεν σταμάτησε καθόλου να βαδίζει, ούτε να χρησιμοποιεί τη μαγεία της· και ήταν έτοιμη, αν χρειαζόταν, να τραβήξει το πιστόλι που είχε περασμένο στην πίσω μεριά του παντελονιού της, κάτω απ’τη δερμάτινη μπλούζα της.

Μετά από λίγο, είδε δύο σκιερές φιγούρες αντίκρυ της οι οποίες… τι κάνουν; αναρωτήθηκε, σταματώντας απότομα. Κοίταξε την κόκκινη κουκίδα που καθρεπτιζόταν επάνω στην κενή οθόνη του ρολογιού της· κανένας από τούτους δεν ήταν ο μυστηριώδης μαντατοφόρος: αυτός ήταν πιο μπροστά. Ποιοι είναι; σκέφτηκε η Σανκάρλι’μορ καθώς τους ακολουθούσε. Και γιατί παρακολουθούν τον μαντατοφόρο;

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ, έχοντας την προσοχή τους στραμμένη στον άγνωστο που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας, δεν είχαν καταλάβει ότι κάποιος ερχόταν πίσω τους. Άλλωστε, δεν περίμεναν πως κανένας θα τους κατασκόπευε. Αντιθέτως, ο Χάραλκιρ περίμενε ότι ίσως κάτι τέτοιο να συνέβαινε, και ήταν αρκετά οξυδερκής και καλά εκπαιδευμένος ως κατάσκοπος για να αντιληφτεί, πολύ σύντομα, ότι δύο σκιερές φιγούρες τον είχαν πάρει στο κατόπι.

Πράκτορες του Αρχισυγκλητικού, μάλλον. Γαμώ τις Λάμιες! Δεν έπρεπε να τους οδηγήσει στο σπίτι του, δεν ήθελε να μάθουν ποιος ήταν.

Προσπάθησε να τους κάνει να τον χάσουν, μέσα στα σοκάκια της Κεντρικής Αγοράς της Κάρνατεβ, πολλά από τα οποία ήταν τελείως σκοτεινά, χωρίς καθόλου λάμπες να τα φωτίζουν.

Ο Άσλατμιρ, σε λίγο, κατάλαβε τι επιχειρούσε να πετύχει ο μυστηριώδης άγνωστος. Το αντιλήφτηκε ότι τον παρακολουθούμε, και θέλει να μας ξεφύγει. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για τους κύκλους που έκανε, ούτε για το γεγονός ότι περνούσε από τόσο σκοτεινά και επικίνδυνα μέρη της αγοράς. Η Κάρνατεβ μπορεί να ήταν μια από τις πιο ευνομούμενες πόλεις της Φεηνάρκια, όμως ήταν γνωστό πως κλέφτες τριγύριζαν στα απόμερα σημεία της, πρόθυμοι να σε μαχαιρώσουν για μισό κύμα. Ούτε καν για μισό ευγενές.

Επίσης, όμως, ο Άσλατμιρ είχε καταλάβει και κάτι άλλο: Κάποιος παρακολουθεί κι εμάς. Ήταν, αναμφίβολα, λιγάκι ερασιτέχνης ως κατάσκοπος – γι’αυτό και ο Άσλατμιρ τον είχε πάρει είδηση – και πρέπει παραλίγο να τους είχε χάσει στα μέρη όπου τους οδηγούσε όλους ο άντρας που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας· όμως, τελικά, δεν τους είχε χάσει. Ακόμα βρίσκεται στο κατόπι μας, το καθίκι! παρατήρησε ο Άσλατμιρ ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά πάνω απ’τον ώμο του.

Είχε ήδη προειδοποιήσει τη Σέρυ ότι κάποιος τούς ακολουθούσε, αλλά επίσης της είχε τονίσει να μην κάνει τίποτα ακόμα. «Θα σου πω εγώ πότε,» της είχε πει. «Για την ώρα, παρίστανε πως δεν έχεις καταλάβει το παραμικρό»· κι εκείνη δεν είχε φέρει αντίρρηση.

Ο Χάραλκιρ, κοιτάζοντας γι’ακόμα μια φορά πίσω του, είδε πάλι τις δύο σκοτεινές φιγούρες να έρχονται. Οι δαιμονισμένοι! Επιμένουν! Πρέπει να είχαν μια κάποια εμπειρία ως κατάσκοποι. Ο Χάραλκιρ αποφάσισε να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο, αφού δεν γινόταν αλλιώς. Γι’αυτό, άλλωστε, είχε έρθει από εδώ…

Βρίσκονταν σε μια από τις χειρότερες περιοχές της Κεντρικής Αγοράς, τώρα, στα ανατολικά της: μια γειτονιά όλο σιδερικά, σιδεράδικα, και διάφορες σαβούρες. Τα καταστήματα ήταν κλειστά, αλλά διάφοροι ύποπτοι τύποι φαίνονταν κουλουριασμένοι σε γωνίες ή κάτω από τις αψίδες πορτών.

Ο Άσλατμιρ είπε στη Σέρυ: «Τώρα. Βγάλε απ’τη μέση τον πίσω μας – χωρίς θόρυβο.»

Η Σέρυ ήξερε τι να κάνει· ήταν κάποτε ληστής, άλλωστε, και πριν από ληστής ήταν πολεμίστρια της Παντοκράτειρας – και στις δύο περιπτώσεις υπό την αρχηγεία της Σαρντίκα-Νοθ. Καθώς εκείνη κι ο Άσλατμιρ, ακολουθώντας τον μυστηριώδη άγνωστο, έστριψαν σε μια γωνία, η Σέρυ έμεινε πίσω, κολλώντας την πλάτη της στον παλιό πέτρινο τοίχο που ήταν μουσκεμένος από την υγρασία της νύχτας. Πατώντας έναν διακόπτη επάνω στο πιστόλι της, έκανε μια λεπίδα να ξεπροβάλει κάτω από την κάννη του.

Και περίμενε, ακούγοντας αυτόν που τους παρακολουθούσε να έρχεται, ενώ ο Άσλατμιρ συνέχιζε ν’ακολουθεί τον άλλο.

Η Σανκάρλι’μορ, όμως, δεν έκανε πολλή φασαρία· βάδιζε προσεχτικά· και τώρα, που θα έστριβε σε γωνία, ήταν περισσότερο προσεχτική. Μπορεί να μην ήταν εκπαιδευμένη ως κατάσκοπος, μα ούτε τελείως άσχετη ήταν. Είχε αναγκαστεί ν’αποκτήσει μια κάποια εκπαίδευση – ειδικά ύστερα απ’όσα είχαν συμβεί τελευταία στη ζωή της.

Έτσι, είτε επειδή η μάγισσα ήταν τυχερή είτε επειδή ήταν αρκετά επιδέξια, η Σέρυ δεν υπολόγισε σωστά την απόστασή της από τη γωνία. Πετάχτηκε από την κρυψώνα της μια στιγμή πιο νωρίς, και η Σανκάρλι είχε χρόνο να τιναχτεί πίσω αποφεύγοντας τη λεπίδα της επίδοξου δολοφόνου της.

Τρομαγμένη αλλά πανέτοιμη, έπιασε τη λαβή του πιστολιού που ήταν περασμένο στην πίσω μεριά του παντελονιού της.

Η Σέρυ καταράστηκε μέσα από τα δόντια της και όρμησε ξανά στον στόχο της, που τώρα μπορούσε να διακρίνει πως πρέπει να ήταν γυναίκα. Η Σανκάρλι τινάχτηκε πίσω γι’ακόμα μια φορά, μην έχοντας προλάβει να τραβήξει το πιστόλι της, και η λεπίδα της Σέρυ τη χτύπησε στα δεξιά πλευρά σχίζοντας τη δερμάτινη μπλούζα της και τινάζοντας αίμα. Το χτύπημα, όμως, ήταν στην άκρη του σώματος της μάγισσας, και η λεπίδα δεν καρφώθηκε επάνω της· πέρασε από δίπλα, αν και αιματοβαμμένη.

Για μια στιγμή η Σέρυ έχασε την ισορροπία της, αλλά ήταν έτοιμη να το στρέψει αυτό προς όφελός της γυρίζοντας και χτυπώντ–

Η Σανκάρλι’μορ τη σημάδεψε με το πιστόλι της και πάτησε τη σκανδάλη. Μια ενεργειακή ριπή τινάχτηκε από την κάννη, φωτίζοντας στιγμιαία το σοκάκι με τα παλιοσίδερα σαν αστραπή. (Η μάγισσα είχε το όπλο της ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση, και η μπαταρία του ήταν αρκετή για τέσσερις τέτοιες ριπές – ένα πολύ καλοφτιαγμένο κύκλωμα, κατασκευασμένο από την ίδια, με κόπο.)

Η Σέρυ χτυπήθηκε στο στήθος κι ολόκληρο το σώμα της τραντάχτηκε. Έβγαλε μια κραυγή, καθώς τα δάχτυλά της μούδιαζαν και το λογχοφόρο πιστόλι τής έπεφτε. Παραπάτησε και έπεσε κι η ίδια, βλέποντας όλο τον κόσμο να στροβιλίζεται γύρω της, φώτα να την περιστοιχίζουν, κι ένα πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι να έρχεται να την τυλίξει…

Ο Άσλατμιρ όταν άκουσε την κραυγή της (και ήταν βέβαιος πως ήταν η κραυγή της Σέρυ· ήξερε τη φωνή της καλά) βρισκόταν κάμποσες δεκάδες μέτρα απόσταση από τη γωνία όπου εκείνη είχε στήσει καρτέρι στον κατάσκοπο που ερχόταν πίσω τους, κι έβλεπε αντίκρυ του τον άντρα που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας ν’ανεβαίνει σε μια σιδερένια σκάλα σαν αίλουρος, στο πλάι μιας πολυκατοικίας: και από εκεί να πατά σε μια πέτρινη προεξοχή η οποία ήταν καταφανώς επικίνδυνη, αρχίζοντας να βαδίζει επάνω της με επιδεξιότητα.

Γαμώ τις Λάμιες, γαμώ! σκέφτηκε ο Άσλατμιρ, καταλαβαίνοντας ότι τώρα τον είχαν χάσει: αποκλείεται να τον προλάβαιναν. Και δε μπορώ ν’αφήσω τη Σέρυ. Έτρεξε πίσω, με το πιστόλι του έτοιμο.

Όταν έφτασε στο σοκάκι πριν από τη γωνία είδε μια μορφή πεσμένη στο έδαφος κι ένα πιστόλι με λεπίδα δίπλα της. Η Σέρυ!

Ο Άσλατμιρ κοίταξε ολόγυρα, βαστώντας το πιστόλι του με τα δύο χεριά, προτεταμένο. Ο διώκτης τους δεν φαινόταν πουθενά. Ούτε κανένας άλλος ήταν στο σοκάκι.

Γονάτισε πλάι στη Σέρυ, έχοντας ακόμα τ’αφτιά του τσιτωμένα και κοιτάζοντας με τις άκριες των ματιών του μήπως κανένας τον ζύγωνε. Η Σέρυ δεν πρέπει να ήταν νεκρή· το φεγγαρόφωτο δεν φώτιζε αίμα επάνω της. Ήταν, όμως, λιπόθυμη.

Ο Άσλατμιρ την ταρακούνησε, από τον ώμο, με το ένα χέρι. «Σέρυ!» είπε έντονα αλλά σιγανά. «Σέρυ!»

Τα μάτια της άνοιξαν, γυαλίζοντας άγρια. Μετά φάνηκε να ηρεμεί. «Άσλατμιρ…» έκρωξε καθώς ανασηκωνόταν κι έπιανε το κεφάλι της μουγκρίζοντας. «Ωωωω…»

«Τι έγινε;»

«Δεν την είδες;»

«Γυναίκα ήταν;»

Η Σέρυ άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου της (που ήταν καψαλισμένο στη μπροστινή μεριά, πρόσεξε τώρα ο Άσλατμιρ). Επάνω στο δεξί της στήθος υπήρχε ένα έγκαυμα, σαν κάποιος να είχε σβήσει τσιγάρο εκεί. «Η σκρόφα…» γρύλισε η Σέρυ τρίζοντας τα δόντια.

«Με τι σε χτύπησε; Ενεργειακό όπλο;»

«Ναι. Και ξέρεις ποια ήταν; Ο στόχος μας, νομίζω.»

«…Ο στόχος μας;»

«Η μάγισσα.»

«Αδύνατον! Πώς…; Πώς να…;»

«Δε μπόρεσα να δω καλά το πρόσωπό της – φορούσε κουκούλα όπως εμείς – αλλά, καθώς προσπαθούσα να την καρφώσω, την κοίταξα από κοντά και… αυτή πρέπει να ήταν, Άσλατμιρ. Λευκό δέρμα σαν το δικό μου, κοντά μαύρα μαλλιά.»

«Δεν είναι δυνατόν…» μουρμούρισε εκείνος.

«Μη λες ανοησίες. Ποια άλλη να ήταν;» Η Σέρυ πήρε το πιστόλι της από κάτω και προσπάθησε να σηκωθεί όρθια.

Ο Άσλατμιρ τη βοήθησε γιατί παραπατούσε. «Πάμε να φύγουμε,» είπε.

«Αυτός που παρακολουθούσαμε;»

«Τον έχασα, φυσικά. Και τώρα δεν πρόκειται να τον ξαναβρούμε.»

*

Η Σανκάρλι’μορ, αφού είχε αδρανοποιήσει την κατάσκοπο (που μάλλον δούλευε για τον Αρχισυγκλητικό), δεν είχε επιστρέψει προς την πολυκατοικία της. Συνειδητοποιώντας πως το τραύμα της δεν ήταν παρά επιφανειακό, είχε συνεχίσει ν’ακολουθεί τον μαντατοφόρο, αλλά από άλλο δρόμο. Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να βρίσκεται και πολύ κοντά του για να τον εντοπίζει. Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως είχε εμβέλεια που δεν περιοριζόταν από την όραση της μάγισσας. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι έπρεπε να το ξαναϋφάνει, φέρνοντας πάλι τη μορφή του μαντατοφόρου στο μυαλό της, γιατί καθώς προσπαθούσε να επιβιώσει από την επίθεση της κατασκόπου δεν διατηρούσε συγχρόνως και το ξόρκι ενεργό· είχε χαθεί τελείως από το μυαλό της. Σε περιπτώσεις άμεσου κινδύνου ήταν πάντοτε πολύ δύσκολο να κάνεις ή να διατηρείς ξόρκια.

Χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα αλλά ούτε και να καθυστερεί, η Σανκάρλι’μορ ακολούθησε την κουκίδα που είχε εμφανιστεί ξανά επάνω στην κενή οθόνη του ρολογιού της. Πέρασε από κάμποσους δρόμους της Κεντρικής Αγοράς και βρέθηκε έξω απ’αυτήν, προς τα βορειοανατολικά. Στην Οδό του Γέροντα, που ξεκινούσε από την Πύλη του Ποταμού κι έφτανε ώς τη Μεγάλη Λεωφόρο, είδε τον μαντατοφόρο αντίκρυ της, να κάνει νόημα σ’έναν αμαξά.

Όχι επάνω σε τροχούς! σκέφτηκε η Σανκάρλι, φοβούμενη ότι έτσι θα τον έχανε.

Ο αμαξάς δεν σταμάτησε. Είχε μέσα στην άμαξά του άλλους πελάτες που μάλλον δεν ήθελαν παρέα.

Ευτυχώς.

Ο μαντατοφόρος κοίταξε και προς τις δυο μεριές του δρόμου, αναζητώντας ίσως κανένα άλλο μεταφορικό μέσο. Οι αμαξάδες, όμως, που τριγύριζαν τις νύχτες στην πόλη δεν ήταν πολλοί, και τώρα, στην Οδό του Γέροντα, δεν φαινόταν κανένας. Ο μαντατοφόρος δεν κάθισε να περιμένει· περνώντας στην απέναντι μεριά, συνέχισε βόρεια.

Και η Σανκάρλι’μορ τον ακολούθησε, κοιτάζοντας τις κινήσεις του μέσα στην κενή οθόνη του ρολογιού της. Πηγαίνουμε προς την Αρένα, παρατήρησε μετά από κάποια ώρα. Τα πόδια της την πονούσαν πια, παρότι τελευταία είχε συνηθίσει το βάδισμα αποφεύγοντας να παίρνει το άλογό της από τον στάβλο. Πρέπει, συνολικά, να είχε περπατήσει απόψε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα, νόμιζε, μ’όλες εκείνες τις περίεργες μανούβρες που είχαν κάνει μέσα στα σοκάκια της Κεντρικής Αγοράς – κι ευτυχώς που δεν μου επιτέθηκε κανένας κλέφτης εκεί πέρα. Μάλλον κινούμασταν όλοι πολύ γρήγορα για να μας στήσουν καρτέρι.

Η κόκκινη κουκίδα επάνω στο ρολόι της έπαψε να μετακινείται. Ο μαντατοφόρος είχε φτάσει στον προορισμό του. Στο σπίτι του, ίσως. Η Σανκάρλι πλησίασε προσεχτικά, και είδε πως το Ξόρκι Ανιχνεύσεως την οδηγούσε μπροστά σε μια παλιά πολυκατοικία, πολύ χειρότερη από τη δική της. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο άνθρωπός μου πρέπει νάναι κάπου στο ισόγειο ή, το πολύ, στον πρώτο όροφο. Δε μπορούσε να ξέρει με περισσότερη ακρίβεια εκτός αν έμπαινε στην πολυκατοικία. Κι αυτό δεν σκόπευε να το κάνει.

Θα την είχε υπόψη της, όμως. Διότι, όποιος κι αν ήταν αυτός ο μυστηριώδης μαντατοφόρος, είχε προφανώς επαφές με τον Αβέρναλ, ή τουλάχιστον επαφές με κάποιον άλλο που είχε επαφές με τον Αβέρναλ.

Η Σανκάρλι ανησυχούσε τόσο γι’αυτόν τον ανόητο δημοσιογράφο!

*

Φεύγοντας από την παλιά πολυκατοικία όπου είχε εξαφανιστεί ο μαντατοφόρος, δεν επέστρεψε αμέσως στο σπίτι της γιατί φοβόταν τους κατασκόπους που τον κυνηγούσαν και που της είχαν επιτεθεί. Δε νόμιζε πως την είχαν αναγνωρίσει, βέβαια – ήταν πολύ σκοτεινά – αλλά, και πάλι, δεν μπορούσε να φανεί απρόσεχτη. Αυτό το κάθαρμα ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ ήταν σίγουρη πως την παρακολουθούσε, πως υποψιαζόταν, ίσως, τι έκανε η Σανκάρλι… Αν και δεν μπορεί να ξέρει ακριβώς. Αν ήξερε θα είχε στείλει τη Φρουρά να με συλλάβει. Ή τους πληρωμένους μπράβους του, τους Επιφανείς Κρανοφόρους.

Η Σανκάρλι, έχοντας τυλίξει σφιχτά τη μπλούζα της επάνω στα επιφανειακά τραυματισμένα πλευρά της, πήγε σε μια πλατεία και κάθισε εξουθενωμένη σ’ένα παγκάκι. Έβγαλε την επιστολή του Αβέρναλ από την τσέπη της και, στο φως της ενεργειακής λάμπας που κρεμόταν από έναν στύλο παραδίπλα, έσπασε τη σφραγίδα. Άνοιξε το μήνυμα και το διάβασε.

Αναστέναξε.

Τουλάχιστον, είναι καλά, σκέφτηκε.

Μέχρι στιγμής.

Μπορεί, άραγε, να ήταν αλήθεια αυτό που της είχε γράψει; Ότι ο Αρχισυγκλητικός θα έβαζε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς να τον κυνηγήσουν; Θεοί! Η Σανκάρλι νόμιζε ότι αυτοί δεν ήταν παρά ένας μύθος. Ιστορίες για να τρομάζουν τους ανθρώπους.

Μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω…

*

Όταν ξημέρωσε, η Σανκάρλι πήγε στην Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ κι αγόρασε μια καινούργια κάπα από ένα κατάστημα που δεν είχε ξαναεπισκεφτεί ποτέ της. Πέταξε την παλιά της κάπα στα σκουπίδια, φόρεσε την καινούργια, σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι, κι επέστρεψε στο σπίτι της.

Ο Άσλατμιρ, που κοίταζε από το παράθυρο του νοικιασμένου διαμερίσματός του, άυπνος όλη νύχτα, είδε κάποιον, ή κάποια, να μπαίνει στην αντικρινή πολυκατοικία αλλά δεν είχε κανέναν τρόπο να καταλάβει ότι αυτή ήταν η γυναίκα που τον είχαν πληρώσει για να δολοφονήσει. Άλλωστε, δεν ήταν η μόνη που είχε μπει ή βγει από την πολυκατοικία ώς τώρα.

Η Σέρυ κοιμόταν, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εξουθενωμένη από το ενεργειακό χτύπημα του πιστολιού της μάγισσας.

Ο Άσλατμιρ σκεφτόταν: Αναρωτιέμαι τι συμπέρασμα να έβγαλε η Σανκάρλι’μορ – αν όντως ήταν αυτή που μας παρακολουθούσε. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν παρακολουθούσε εμάς ή εκείνον που εμείς παρακολουθούσαμε. Και μάλλον εκείνον παρακολουθούσε· πώς να ξέρει το οτιδήποτε για εμένα και τη Σέρυ; Πόσω μάλλον ότι είχαμε βγει εκείνη την ώρα για να κατασκοπεύσουμε. Αδύνατον, ακόμα και για μια μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών! Επομένως, όποιος κι αν ήταν αυτός που είχε χτυπήσει το κουδούνι της, πρέπει να ήταν κάποιος που κι η ίδια δεν εμπιστευόταν απόλυτα. Αλλιώς, γιατί να ήθελε να τον παρακολουθήσει;

Το πράγμα έχει αρχίσει να μπλέκεται… Θα ζητήσω, μου φαίνεται, περισσότερα λεφτά από τον Εύβουλο.

Κεφάλαιο Δέκατο-Τέταρτο
Τραυματίες· Ένα Φυλακισμένο Πνεύμα· η Έρικα Σάλκερκοφ Επιστρέφει

Ο Ρουάμης’νιρ είχε όλη του την προσοχή εστιασμένη στη Νιρκέκα καθώς υποτονθόρυζε λόγια στη γλώσσα της μαγείας. Η χρυσόδερμη πολεμίστρια ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα μιας αίθουσας που δεν είχε κατακρεουργηθεί από την επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών, και μια θεραπεύτρια, έχοντας αφαιρέσει την πανοπλία της Νιρκέκα με τη βοήθεια του Ζαώρδιλ, έδενε τώρα το τραύμα στα πλευρά της.

«Τι είναι, μάγε;» ρώτησε ο Σκοτωμένος. «Τι βλέπεις;»

Ο Ρουάμης’νιρ δεν του μίλησε, εξακολουθώντας να είναι εστιασμένος στη δουλειά του, κι αυτό ο Ζαώρδιλ το θεώρησε κακό σημάδι. Τελικά, όμως, ο Βιοσκόπος είπε: «Δεν κινδυνεύει, αρχηγέ. Απλώς έχει χάσει κάμποσο αίμα, γι’αυτό λιποθύμησε. Ξεκούραση χρειάζεται, και φαγητό.»

Τα λόγια τούτα καθησύχασαν τον Ζαώρδιλ, και τον έκαναν να στρέψει το βλέμμα του στους υπόλοιπους τραυματίες που ήταν συγκεντρωμένοι μέσα στην αίθουσα. Όλοι τους Ζωντανοί-Νεκροί: τους χτυπημένους παλατιανούς φρουρούς τούς είχαν μεταφέρει αλλού. Οι υπηρέτες του παλατιού, όμως, είχαν έρθει για να βοηθήσουν τους μισθοφόρους όπως μπορούσαν, καθώς επίσης και οι παλατιανοί θεραπευτές και η Βασιλική Αρχίατρος: μια τροφαντή γυναίκα με πορφυρό δέρμα και φουντωτά, σγουρά, μαύρα μαλλιά. Ο Ζαώρδιλ την έβλεπε τώρα να μιλά στον Κερκ, ο οποίος είχε μόλις ξυπνήσει ύστερα από την απώλεια του δεξιού του ποδιού. Το ακρωτηριασμένο μέλος ήταν τυλιγμένο με επιδέσμους, και η όψη του πρώην Παντοκρατορικού πολεμιστή άγρια.

Ο Ζαώρδιλ τον πλησίασε – αυτόν και την Αρχίατρο, η οποία ονομαζόταν Ηξράνι. «Πώς είναι, γιατρέ;» ρώτησε.

«Δεν έχουμε αιμορραγία,» αποκρίθηκε εκείνη, «επομένως θα αναρρώσει. Του έχω δώσει ήδη κάτι για τη μόλυνση, αλλά μία δόση δεν φτάνει· πρέπει να μασά ένα από αυτά τα φύλλα δύο φορές την ημέρα, για τρεις, τέσσερις ημέρες.» Έδειξε ένα φακελάκι που είχε αφήσει επάνω στο στήθος του Κερκ. «Μέχρι στιγμής, βέβαια, κανένα σημάδι μόλυνσης δεν φαίνεται να υπάρχει, οπότε καλά είμαστε. Κι αν με χρειαστείτε για κάτι άλλο, με φωνάζετε κι έρχομαι αμέσως.»

«Σ’ευχαριστούμε, γιατρέ,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

Η Αρχίατρος Ηξράνι ένευσε και έφυγε, πηγαίνοντας προς άλλους τραυματίες.

Η μούρη του Κερκ εξακολουθούσε να είναι άγρια. «Πες μου ότι πρέπει να φύγω από τους Ζωντανούς-Νεκρούς και θ’αυτοκτονήσω, Σκοτωμένε.»

«Τι μαλακίες είν’ αυτές που ακούω;» είπε ο Ζαώρδιλ αρχίζοντας να στρίβει τσιγάρο. «Οι Ζωντανοί-Νεκροί είναι οικογένεια· δεν διώχνουμε κανέναν, εκτός αν υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος.»

«Καταλαβαίνεις τι εννοώ, Σκοτωμένε,» επέμεινε ο Κερκ. «Δεν πρόκειται να σας είμαι βάρος – δεν θέλω να σας είμαι βάρος. Εσείς να πολεμάτε κι εγώ να κάθομαι και να μην κάνω τίποτα ή να–»

«Σκασμός,» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ καλοπροαίρετα. «Δε μπορείς να σηκώσεις τουφέκι; Δε μπορείς να σημαδέψεις όπως παλιά;»

«Το πόδι μου έχασα, όχι τα μάτια ή τα χέρια μου.»

«Επομένως,» του είπε ο Ζαώρδιλ δίνοντάς του το τσιγάρο που είχε μόλις στρίψει, «μας είσαι χρήσιμος ακόμα. Όποιος μπορεί να σηκώσει όπλο και να σημαδέψει τόσο καλά όσο εσύ δεν αποτελεί ‘βάρος’ για τους Ζωντανούς-Νεκρούς.» Και, καθώς ο Κερκ έβαζε το τσιγάρο στο στόμα του, ο Σκοτωμένος τού το άναψε με τον ενεργειακό του αναπτήρα.

«Θα το πάρω είδηση αν αρχίσεις να μου φέρεσαι διαφορετικά,» τον προειδοποίησε ο παλαίμαχος.

Ο Ζαώρδιλ άρχισε να στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. «Ένα σού λέω μονάχα: μην περιμένεις να σε βάλω με κάποιους που πρέπει να τρέξουν χωρίς να καβαλούν ζώα ή νάναι πάνω σε οχήματα.»

Ο Κερκ δεν μίλησε, καπνίζοντας.

«Εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να τρέξει;» τον προκάλεσε ο Ζαώρδιλ, επικαλούμενος τη στρατηγική λογική του.

«Μάλλον όχι,» παραδέχτηκε ο Κερκ. Και πρόσθεσε, ύστερα από μια στιγμή σιωπής: «Το αισθάνομαι ακόμα, ξέρεις, αρχηγέ,» δείχνοντας το κομμένο πόδι του με το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο. «Είναι σα να υπάρχει. Τόχα ακούσει παλιά, ότι αυτοί που έχουν χάσει κάποιο μέλος συνεχίζουν να το νιώθουν, αλλά μου φαινόταν περίεργο. Είν’ αλήθεια, όμως.»

Ο Νικηφόρος πλησίασε καθώς ο Ζαώρδιλ άναβε το τσιγάρο που είχε στρίψει. Τα όχι και τόσο σοβαρά τραύματα του Κολπατζή ήταν επιδεμένα. «Αυτή η Βασιλική Αρχίατρος επιδεικνύει πολύ αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, Σκοτωμένε…»

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

«Είχε έρθει να κοιτάξει – δήθεν, ίσως – το τραύμα μου αυτό» – ο Νικηφόρος έδειξε τον δεξή μηρό του – «και, μα τις Λάμιες, σου ορκίζομαι πως μου έπιασε τα κωλομέρια και το χέρι της ήταν πρόστυχο.»

«Ε, άντε γαμήσου, ρε μαλάκα,» είπε ο Ζαώρδιλ, ενώ ο Κερκ γελούσε σα χαζός.

«Γελάτε, ε;» είπε ο Νικηφόρος μειδιώντας. «Εγώ τη φοβάμαι.»

«Θα σε παρακολουθούμε για να μη σε βιάσει,» του υποσχέθηκε ο Σκοτωμένος φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.

«Βλέπεις γιατί γίνονται τόσα έκτροπα;» είπε ο Νικηφόρος στον Κερκ που εξακολουθούσε να γελά. «Επειδή ο αρχηγός μας ποτέ δεν μου δίνει την πρέπουσα σημασία!»

«Η Νιρκέκα είναι καλά,» τον πληροφόρησε ο Ζαώρδιλ, αλλάζοντας απότομα το θέμα.

Ο Νικηφόρος σοβάρεψε. «Το ξέρω. Ρώτησα τον Βιοσκόπο μόλις τον είδα να φεύγει από κει. Αλλά, εξαρχής, δε νόμιζα ότι ήταν κάτι που έπρεπε να μας τρομάξει.»

Ο Ζαώρδιλ, όμως, ήταν σίγουρος πως είχε δει ανησυχία στην όψη του Κολπατζή όταν η Νιρκέκα είχε πέσει. Κι οι δυο τους την αγαπούσαν σαν αδελφή, παρότι δεν ήταν από τους πρώην Παντοκρατορικούς που απάρτιζαν κάποτε τον λόχο του Ζαώρδιλ Νυκτόκορμου. Χρόνια βρισκόταν στο πλευρό τους η χρυσόδερμη Φεηνάρκια. Και ο Νικηφόρος ερωτοτροπούσε συχνά μαζί της – συχνότερα τελευταία, απ’ό,τι παλιά. Τώρα που ο Έλφοντελ είχε σκοτωθεί, η Νιρκέκα ήταν η πιο σταθερή του σχέση – ό,τι κι αν μπορούσε να σημαίνει αυτό για τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, που οι φήμες έλεγαν πως, κάποτε, ακόμα και με δαίμονα είχε συνευρεθεί.

Ο Ζαώρδιλ άκουσε κάποιους καινούργιους να μπαίνουν στην αίθουσα και, γυρίζοντας, ατένισε τον Βασιληά Ράνελμον, τον Αρχιφρουρό Αλκάμελ, και τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο να έχουν μόλις περάσει το κατώφλι της μεγάλης εισόδου και να βαδίζουν αργά, κοιτάζοντας ολόγυρα, τους τραυματίες. Το βλέμμα του Βασιληά φανέρωνε λύπη και ανησυχία, νόμιζε ο Ζαώρδιλ: πράγμα που έδειχνε έναν καλό μονάρχη ο οποίος νοιαζόταν για εκείνους που τον υπηρετούσαν. Το βλέμμα του Αρχιφρουρού ήταν πιο αδιάφορο· δεν ήξερε τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τόσο καλά, και δεν ήταν δικοί του πολεμιστές, άρα ούτε δική του ευθύνη. Έτσι νόμιζε ο Ζαώρδιλ πως έβλεπε ο Αλκάμελ την κατάσταση.

Ο Αβέρναλ κοίταζε τους τραυματίες τελείως διαφορετικά και από τον Βασιληά και από τον Αρχιφρουρό: το βλέμμα του ήταν, αναμφίβολα, δημοσιογραφικό. Ελπίζω να μη μας βρούμε γραμμένους σε καμια εφημερίδα, αύριο μεθαύριο, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ.

«Μεγαλειότατε…» είπε, καθώς ο Βασιληάς κι οι άλλοι δύο άντρες έρχονταν κοντά σ’εκείνον, τον Κολπατζή, και τον Κερκ.

«Ζαώρδιλ,» είπε ο Ράνελμον, που πλέον του μιλούσε στον ενικό, «σου είμαι υποχρεωμένος για ό,τι έκανες.»

«Μακάρι να μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα, Μεγαλειότατε. Πολλοί σκοτώθηκαν – και δικοί μου και δικοί σας.»

Ο Ράνελμον ένευσε, θλιμμένα. «Ο εχθρός ήταν…» Κόμπιασε, μην ξέροντας τι χαρακτηρισμό να δώσει.

«Σαν δαίμονες ήταν,» τον βοήθησε ο Ζαώρδιλ. «Και η μάγισσα μού λέει πως έχουν, όντως, δαιμονικά πνεύματα μέσα τους. Έχει πάει να βρει τον Αρχιμάγο σας τώρα, για να συζητήσουν γι’αυτούς.»

Ο Ράνελμον ένευσε ξανά. «Το ξέρω· ο Ζίντεραμ με ενημέρωσε. Έχει πιάσει ένα, μάλιστα.»

«Τι ένα;»

«Ένα απ’αυτά τα πνεύματα. Το παγίδεψε η θεά του, όταν οι φρουροί στον όροφο της οικογένειάς μου αντιμετώπιζαν τους Θηριόπνευστους Αδελφούς μαζί με τη Φαίδρα’λι και τον θεό της.»

«Δε μου το είπε αυτό η Φαίδρα,» παραδέχτηκε ο Ζαώρδιλ. «Πιστεύουν ότι θα έχει καμια χρησιμότητα για να αντιμετωπίσουμε μελλοντικές επιθέσεις;»

Ο Βασιληάς δεν απάντησε· ρώτησε: «Νομίζεις ότι θα μας ξαναεπιτεθούν;»

«Κανονικά, δεν θα έπρεπε. Ύστερα από τέτοια πανωλεθρία… δεν θα έπρεπε. Όμως άλλα λένε οι φήμες γι’αυτούς.»

«Και σίγουρα δεν μπορούμε να χαλαρώσουμε την άμυνά μας τώρα,» τόνισε ο Αρχιφρουρός Αλκάμελ.

«Σίγουρα,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ. Το τσιγάρο του είχε τελειώσει, έτσι το έριξε στο πάτωμα και το έσβησε με τη μπότα του.

«Η παγίδα με τις νάρκες δεν νομίζω ότι θα ξαναπιάσει,» είπε ο Ράνελμον.

«Θα βρούμε κάτι άλλο. Τη φωτιά στον κήπο την έσβησαν οι υπηρέτες σας;»

«Ακόμα προσπαθούν· αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος εξάπλωσης, απ’ό,τι μου λένε.»

*

Το φασματικό πτηνό φτερούγιζε ξέφρενα και σπαρταρούσε καθώς βρισκόταν παγιδευμένο ανάμεσα στα μακριά νύχια του σκιερού χεριού της θεάς του Ζίντεραμ’λι.

«Νομίζω πως ένα Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως θα το ηρεμούσε,» είπε ο καμπούρης, πρασινόδερμος μάγος. «Για κάποια ώρα, τουλάχιστον.»

«Ναι, μάλλον,» συμφώνησε η Φαίδρα’λι. Στέκονταν μέσα σ’ένα από τα δωμάτια του ορόφου της βασιλικής οικογένειας. Ήταν στρογγυλό και είχε σχήματα χαραγμένα και ζωγραφισμένα στους τοίχους, όλα με μυστικιστική, μαγική σημασία. Η Φαίδρα μερικά τα αναγνώριζε, μερικά όχι. Ορισμένα πράγματα εξαρτιόνταν από την περιοχή που κάποιος του τάγματος των Δεσμοφυλάκων εξασκούσε την τέχνη του. Υπήρχαν σύμβολα, λέξεις, φράσεις, και χειρονομίες που έμοιαζαν να λειτουργούν σωστά μόνο για συγκεκριμένους ανθρώπους ή μόνο σε συγκεκριμένους τόπους. Πολλές φορές ο χρήστης δεν χρειαζόταν καν να είναι μάγος. Επρόκειτο για φυλαχτάρια, προσευχές, επωδούς που απομάκρυναν δαίμονες ή προστάτευαν από την επιρροή τους, ή σε ενδυνάμωναν εναντίον τους. Η Φαίδρα ήξερε κάμποσα τέτοια.

«Αλλά δεν μας ενδιαφέρει να το κρατήσουμε κοιμισμένο για λίγο μόνο,» πρόσθεσε. «Αν είναι να το μελετήσουμε, πρέπει να το κρατήσουμε μαζί μας για κάποιο καιρό. Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως θα πρότεινα, επομένως.»

«Χμμμ, ναι, γιατί όχι; Προφανώς,» είπε ο Ζίντεραμ’λι.

«Θα χρειαστώ τουλάχιστον τέσσερα σημεία στον χώρο–»

«Ναι, ξέρω πώς γίνεται, φυσικά. Τη γνωρίζω.» Και ο Βασιλικός Αρχιμάγος στράφηκε πίσω τους, στην Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, η οποία είχε επιμείνει να έρθει μαζί τους: από περιέργεια, όπως είχε η ίδια δηλώσει. «Υψηλοτάτη. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πηγαίνετε, τώρα.»

«Γιατί;» ρώτησε εκείνη. «Υπάρχει κίνδυνος;»

«Δε νομίζω ότι κάτι επικίνδυνο θα συμβεί–»

«Τότε; Σας παρακωλύω στη δουλειά σας;»

«Δεν μας παρακωλύετε, Υψηλοτάτη,» είπε ο Ζίντεραμ’λι. «Όμως, καμια φορά, συμβαίνουν κι απρόβλεπτα πράγματα με τα δαιμονικά πνεύματα…»

«Θα το ριψοκινδυνέψω,» αποκρίθηκε η Πρώτη Πριγκίπισσα. «Δύο μάγοι σαν εσάς είμαι βέβαιη ότι μπορούν να με προστατέψουν από έναν τόσο μικρό δαίμονα όσο αυτόν που βλέπουμε.»

Δε σκέφτεσαι, όμως, ότι οι μάγοι ίσως να προτιμούν να μη χρειαστεί να σε προστατέψουν, συλλογίστηκε η Φαίδρα. Επιπλέον, οι δυνάμεις πολλών δαιμόνων δεν είχαν καμια σχέση με το οπτικό τους μέγεθος. Αλλά έμεινε σιωπηλή, κρίνοντας πως η θέση της δεν ήταν να φέρει αντίρρηση στην Πρώτη Πριγκίπισσα.

Ο Ζίντεραμ’λι είπε στη Φαίδρα: «Να το κοιμίσουμε, όμως, πρώτα, γιατί η θεά μου θα πρέπει να το αφήσει. Δε θα την κλείσω κι αυτήν μες στη μαγγανεία.»

Η Φαίδρα κατένευσε, και ρώτησε: «Ποια σημεία στον χώρο προτείνεις να χρησιμοποιήσουμε;»

Ο Ζίντεραμ’λι έδειξε, με το σιδερένιο μπαστούνι του, τέσσερα σύμβολα: δύο σε αντικριστούς τοίχους, ένα στο πάτωμα, κι ένα στο ταβάνι. Μετά, έδειξε και τέσσερα ακόμα: ένα στο πάτωμα, ένα στο ταβάνι, δύο σε αντικριστούς τοίχους.

Η Φαίδρα ένευσε ξανά. «Ναι,» είπε, «καλύτερα οχτώ παρά τέσσερα μόνο.» Τέσσερα σημεία στον χώρο ήταν ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός για τη Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως· πάντοτε ήταν προτιμότερο να θέτεις περισσότερα. Αλλά όχι και πάρα πολλά, γιατί τότε μπορεί να έμπλεκες τη μαγγανεία και να την έκανες σαν κουβάρι, πράγμα που είχε αρνητικά αποτελέσματα, όχι θετικά.

Ο Ζίντεραμ’λι στάθηκε αντίκρυ στο δαιμονικό πνεύμα και άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Προσωρινής Πνευματικής Καταπαύσεως ενώ το έδειχνε με τα ανοιχτά, τεντωμένα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Το αριστερό του χέρι βαστούσε σταθερά το σιδερένιο μπαστούνι με τον μακρόστενο κρύσταλλο στην κορυφή. Το φασματικό πτηνό άρχισε να αντιστέκεται ολοένα και λιγότερο στο Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων που το κρατούσε παγιδευμένο· και όχι μόνο αυτό, αλλά το πνεύμα έχασε κιόλας, σταδιακά, τη μορφή του. Όταν ο μάγος τελείωσε το ξόρκι του, η φασματική οντότητα δεν έμοιαζε πια με πουλί αλλά με κάτι απροσδιόριστο: μια ημιδιαφανή σφαίρα αχνού φωτός.

Το Φωτοχαρές Χέρι, τότε – μάλλον με νοητική εντολή του Ζίντεραμ’λι – ελευθέρωσε το πνεύμα, το οποίο συνέχισε να αιωρείται, ακίνητο, στη θέση του. Η θεά του καμπούρη Αρχιμάγου επέστρεψε μέσα στον μακρόστενο κρύσταλλο του ραβδιού του, και οι παρευρισκόμενοι στο δωμάτιο έπαψαν να βλέπουν το φως της και το σκιερό χέρι της, καθώς και να αισθάνονται το ρεύμα αέρος που δημιουργούσε με την παρουσία της.

Η Φαίδρα άρχισε αμέσως τη Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως, και ο Ζίντεραμ’λι τη μιμήθηκε, προσθέτοντας τη δύναμή του στη δική της, προκειμένου να τελειώσουν ταχύτερα. Η Φαίδρα, ωστόσο, θα προτιμούσε να κάνει τη μαγγανεία μόνη της· σε πολλές περιπτώσεις, όταν δύο ή περισσότεροι μάγοι μπλέκονταν στην ίδια μαγγανεία, χειροτέρευαν τα πράγματα, δεν τα καλυτέρευαν. Όμως η μάγισσα των Ζωντανών-Νεκρών αποφάσισε να μη φέρει αντίρρηση στον Ζίντεραμ’λι. Άλλωστε, βρίσκονταν σε δικό του χώρο. Και η Φαίδρα, καθώς ύφαινε τη μαγγανεία, αισθάνθηκε ότι ο χώρος είχε κάποια δύναμη από μόνος του. Τα σχήματα στους τοίχους και η κυκλική του μορφή: αυτά ήταν που δημιουργούσαν τη δύναμη. Και διευκόλυναν τη μαγγανεία· αναμφίβολα τη διευκόλυναν.

Η φυλάκιση του πνεύματος τελείωσε γρηγορότερα απ’ό,τι η Φαίδρα υπολόγιζε, και χωρίς να γίνουν λάθη. Η φυλακή έμοιαζε τέλεια στις μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της, οι οποίες άρχισαν να θολώνουν καθώς έπαψε να έχει το μυαλό της εστιασμένο στη Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως.

Ο Ζίντεραμ’λι έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του, προς την Πρώτη Πριγκίπισσα. «Θα το ξυπνήσουμε τώρα, Υψηλοτάτη,» είπε.

«Όπως νομίζετε,» αποκρίθηκε η Σεϊλίκρα. Προφανώς, συμπέρανε η Φαίδρα, δεν είχε καταλάβει ότι ο Αρχιμάγος του παλατιού τής είχε προτείνει ξανά (αν και εμμέσως) να φύγει, μην τυχόν και γίνει κανένα άσχημο επεισόδιο.

Ο Ζίντεραμ’λι ξαμόλησε το Φωτοχαρές Χέρι των Διάσπαρτων Αέρηδων από την κρυστάλλινη φυλακή του και το έστειλε έξω από τη φυλακή της πνευματικής οντότητας, να προκαλέσει φασαρία που μονάχα η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μπορούσε να αισθανθεί χωρίς τη χρήση κάποιου ξορκιού. Η φασματική μορφή ξύπνησε: άρχισε πάλι να θυμίζει μεγάλο πτηνό, και να φτερουγίζει, ξέφρενα. Προσπαθούσε να βγει από το νοητικό οκτάγωνο που σχημάτιζαν τα σημεία φυλάκισης, μα δεν μπορούσε να βρει καμια διέξοδο. Μια πυγολαμπίδα μέσα σε βάζο.

«Θα το κρατήσουμε έτσι, Ζίντεραμ;» ρώτησε η Σεϊλίκρα.

«Προς το παρόν, Υψηλοτάτη. Ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε κάποια πράγματα για τους εχθρούς μας.»

«Θα ξανάρθουν αυτοί; Είναι βέβαιο;» Η φωνή της φανέρωνε φόβο, αν και η Πρώτη Πριγκίπισσα προσπαθούσε να τον κρύψει. Πρέπει να είχε τρομοκρατηθεί από την εισβολή των Θηριόπνευστων Αδελφών. Μάλλον δεν περίμενε ότι θα ήταν και τόσο επικίνδυνοι.

«Έτσι μας λένε όλοι, Υψηλοτάτη… Το ακούσατε κι εσείς, σίγουρα.»

Η Σεϊλίκρα αναστέναξε. «Ό,τι κι αν είναι να κάνετε, κάντε το γρήγορα, τότε.» Και προς τη Φαίδρα: «Είναι σίγουρο ότι δεν τους σκοτώσατε όλους; Πόσοι μπορεί να έχουν απομείνει;»

«Δεν ξέρω, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε η μάγισσα.

*

Μετά από τη συνάντησή της με τον παράξενο ερημίτη ιερέα που ονομαζόταν Αθάνατος, η Έρικα συνέχισε την αναζήτησή της στις Γεφυρωμένες Νήσους για δύο ακόμα ημέρες, ελπίζοντας πως ίσως κατόρθωνε να ανακαλύψει καμια επιπλέον, χρήσιμη πληροφορία για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συνέβη. Τα όσα άκουσε από τους κατοίκους των μεγαλύτερων και των μικρότερων χωριών δεν αύξησαν τις γνώσεις της σχετικά με τους δολοφόνους. Επίσης, οι περισσότεροι έμοιαζαν να φοβούνται να μιλήσουν γι’αυτούς· ειδικά όσοι ταξίδευαν στις ανατολικές ακτές. Και η Έρικα σκέφτηκε πως, αν δεν είχε πάρει εκείνα τα αποκόμματα από το αρχείο του Αβέρναλ, πιθανώς ακόμα να έψαχνε για κάποιο στοιχείο που να της φαινόταν πως είχε, έστω, μια μικρή χρησιμότητα.

Επομένως, το καλύτερο που είχε τώρα να κάνει ήταν να επιστρέψει στη Νουσράκλη, όπου μπορεί να έβρισκε και την Ταγκάρσι, τη δουλέμπορο για την οποία μιλούσε ένα από τα αποκόμματα του Αβέρναλ. Ο Φέκταρελ, φυσικά, δεν διαφώνησε με την Έρικα· όταν εκείνη είπε «Αύριο θα επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα· δε νομίζω ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε τίποτ’ άλλο στα νησιά», εκείνος απλώς έγνεψε καταφατικά. Και η Έρικα αναρωτήθηκε αν τον είχαν προβληματίσει αυτά που είχε πει ο Αθάνατος για το άτομό του, γιατί, γενικά, νόμιζε πως ήταν πιο σιωπηλός από τη συνάντησή τους μ’αυτόν και ύστερα. Νόμιζε· δεν ήταν σίγουρη. Μπορεί και να ήταν μονάχα η ιδέα της.

Επέστρεψαν, έτσι, στη Νουσράκλη όταν ξημέρωσε, μπαίνοντας από την ανατολική πύλη της: η Έρικα οδηγώντας το τετράκυκλο όχημα του Βασιληά, με τους τέσσερις ανιχνευτές μαζί της, και ο Φέκταρελ επάνω στο δίκυκλό του. Δεν κατευθύνθηκαν προς το παλάτι πρώτα, αλλά προς το Δουλοπάζαρο, ελπίζοντας να βρουν την Ταγκάρσι. Όταν της μιλούσαν, τότε θα πήγαιναν στον Βασιληά Ράνελμον και στον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο. Σταμάτησαν τα οχήματά τους στην πλατεία του Δουλοπάζαρου, και η Έρικα, ανοίγοντας το κρυστάλλινο σκέπαστρο, πήδησε έξω. Ο Φέκταρελ, κατεβαίνοντας απ’το δίκυκλό του, την ακολούθησε μέσα στον κόσμο του Δουλοπάζαρου, ενώ οι τέσσερις ανιχνευτές έμειναν πίσω, για να φυλάνε τα τροχοφόρα.

Σήμερα είχε περισσότερη κίνηση εδώ από την προηγούμενη φορά που είχαν έρθει. Τρεις δουλέμποροι είχαν φέρει τους δούλους τους στην πλατεία και τους παρουσίαζαν στους πιθανούς αγοραστές. Ένας απ’αυτούς, μάλιστα, είχε τώρα βάλει μια δούλα να χορέψει, για να επιδείξει τις ικανότητές της. Η Έρικα ρώτησε διάφορους αν η Ταγκάρσι ήταν εδώ, κι έλαβε την απάντηση ότι προφανώς και δεν ήταν εδώ· όλοι οι δουλέμποροι στην πλατεία ήταν άντρες. Είχε, όμως, επιστρέψει στην πόλη; επέμεινε η Έρικα. Βρισκόταν μέσα στη Νουσράκλη; Σ’αυτή την ερώτηση, στην αρχή, ορισμένοι δεν μπορούσαν να της δώσουν απάντηση· δεν ήξεραν τι έκανε η Ταγκάρσι. Μετά, όμως, ένας περιπτεράς (στον οποίο είχε μιλήσει και την άλλη φορά) αποκρίθηκε στην Έρικα ότι, ναι, η Ταγκάρσι είχε επιστρέψει· ήταν στη Νουσράκλη.

«Ξέρεις πού μπορώ να τη βρω; Πού είναι το σπίτι της;»

Ο περιπτεράς φάνηκε διστακτικός ν’απαντήσει, και η Έρικα τότε του έδειξε τη βασιλική άδεια που είχε. Εκείνος συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας, πρώτα, το έγγραφο και, μετά, την όψη της Έρικας. Μάλλον του φαινόταν παράξενο που μια λευκόδερμη γυναίκα ήταν απεσταλμένη του Βασιληά Ράνελμον. Ωστόσο δεν την αποκάλεσε ψεύτρα, ούτε το έγγραφο πλαστό. Της έδωσε τη διεύθυνση της Ταγκάρσι χωρίς να διστάσει, σα να μην ήθελε να έχει μπλεξίματα. Η Έρικα τον ευχαρίστησε και του έδωσε ένα κύμα.

Επιστρέφοντας κοντά στα οχήματά τους, άνοιξε τον χάρτη της πόλης και κοίταξε τα ονόματα των δρόμων. Δε δυσκολεύτηκε και πολύ να εντοπίσει το σπίτι της Ταγκάρσι, το οποίο βρισκόταν κοντά στη βόρεια πύλη της Νουσράκλης.

«Πάμε;» είπε στον Φέκταρελ γυρίζοντας για να τον κοιτάξει.

«Πάμε,» αποκρίθηκε εκείνος, κι ανέβηκε στο δίκυκλό του.

Η Έρικα έκανε νόημα στους τέσσερις ανιχνευτές να επιβιβαστούν, κι όταν όλοι τους ήταν μέσα στο τετράκυκλο, μπήκε κι εκείνη και, χωρίς να κλείσει το σκέπαστρο, οδήγησε προς τον προορισμό της. Πέρασε κοντά από τη μικρή αρένα (που ήταν σιωπηλή τώρα) και, σύντομα, έφτασε έξω από τη μονοκατοικία της Ταγκάρσι. Το σπίτι δεν ήταν καθόλου φτωχικό. Η δουλέμπορος, προφανώς, έβγαζε πολλά λεφτά από τις δουλειές της. Τα κύματα τη χτυπούσαν βάναυσα, όπως έλεγαν εδώ, στον Ωκεανό.

«Θα πάω μόνη,» είπε η Έρικα στον Φέκταρελ, καθώς πηδούσε έξω από το τετράκυκλο.

«Είμαι σίγουρος,» αποκρίθηκε εκείνος, «πως δεν χρειάζεσαι καμια βοήθεια.»

«Εγώ,» είπε ένας άλλος ανιχνευτής, «αναρωτιέμαι γιατί γενικά ήρθαμε μαζί της.»

«Για να δούμε τα αξιοθέατα των νησιών, ρε,» του απάντησε η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι.

«Δεν έχουν και τίποτα σπουδαίο να δεις…»

«Εκτός από κείνον τον ιερέα,» πρόσθεσε ένας άλλος ανιχνευτής, καθώς η Έρικα έφευγε από κοντά τους και πλησίαζε την καγκελόπορτα του κήπου της μονοκατοικίας. Μια μεγάλη τριχόσαυρα ξεπρόβαλε πίσω από κάτι θάμνους και ήρθε προς το μέρος της. Η Έρικα, που ήταν έτοιμη να ανοίξει την καγκελόπορτα, κοκάλωσε, μένοντας ακίνητη. Τριχόσαυρα; Ως κατοικίδιο; Πρέπει να ήταν, αναμφίβολα, πολύ αξιοπερίεργο εδώ, στον Ωκεανό, που οι τριχόσαυρες ήταν ελάχιστες – αν υπήρχαν καν. Η Ταγκάρσι, μάλλον, την είχε φέρει από δυτικότερους τόπους.

Τα στενά, πορφυρά μάτια της τριχόσαυρας ατένιζαν την Έρικα καχύποπτα. Αν μπω, θα μου επιτεθεί; Το πλάσμα τής έφτανε πάνω απ’τη μέση και, σίγουρα, αν ήθελε, μπορούσε να τη ρίξει κάτω και να την κομματιάσει.

Η Έρικα παρατήρησε ότι υπήρχε ένα μεγάλο κουμπί πλάι στην καγκελόπορτα, κάτω από την πινακίδα που έγραφε

ΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΤΑΓΚΑΡΣΙ
ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΤΑΜΠΡΙΕΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΪΛΙΚΡΑ

Κουδούνι, μάλλον. Η Έρικα πάτησε το κουμπί και περίμενε. Μετά από λίγο, ένας ψηλός, μαυρόδερμος άντρας παρουσιάστηκε, πλησιάζοντας γρήγορα και διώχνοντας την τριχόσαυρα, η οποία έμοιαζε να τον συμπαθεί ή, τουλάχιστον, να τον έχει συνηθίσει.

«Παρακαλώ, κυρία,» είπε ο άντρας στην Έρικα. «Τι θα θέλατε;»

«Να μιλήσω στην κυρία Ταγκάρσι. Είμαι απεσταλμένη του Βασιληά.»

«Μισό λεπτό, κυρία, και θα ειδοποιήσω την κυρία Ταγκάρσι αμέσως.»

Η Έρικα ένευσε, παρατηρώντας, από τον τρόπο του, ότι ο άντρας αυτός μάλλον ήταν δούλος.

Ο μαυρόδερμος απομακρύνθηκε από την καγκελόπορτα, διέσχισε τον κήπο, και μπήκε στο σπίτι. Η τριχόσαυρα έκανε πάλι μερικά βήματα προς τη μεριά της Έρικας, κοιτάζοντάς την σαν να έλεγε Δε σ’έχω ξεχάσει. Η Έρικα τής χαμογέλασε λιγάκι στραβά μέσα απ’την κουκούλα της. Το πλάσμα δεν φάνηκε να χαλαρώνει.

Ο μαυρόδερμος επέστρεψε και, περνώντας πλάι απ’την τριχόσαυρα σα να μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένας μεγάλος σκύλος, είπε στην Έρικα: «Ελάτε, κυρία· παρακαλώ, περάστε,» και άνοιξε την καγκελόπορτα. «Ακολουθήστε με.»

Η Έρικα τον ακολούθησε μέσα στον κήπο. Η τριχόσαυρα τής έβγαλε τη γλώσσα προς στιγμή, κι εκείνη αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε και πολλά για τη φυσιολογία των τριχόσαυρων.

Ο υπηρέτης την οδήγησε στο εσωτερικό της μονοκατοικίας: σ’ένα χολ που κάθε σπιθαμή του ήταν γεμάτη με κάτι· και τα αντικείμενα δεν ήταν καθόλου κακόγουστα, παρατήρησε η Έρικα. Βλέποντας τον κουκουλωμένο εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη με το λαξευτό πλαίσιο, κατέβασε την κουκούλα της κάπας της για να μη δείχνει και τόσο απειλητική. Με τις άκριες των ματιών της είδε ένα αγόρι να την κοιτάζει από μια μισάνοιχτη δερματόπορτα. Παιδί της Ταγκάρσι;

Ο υπηρέτης συνέχισε να οδηγεί την Έρικα μέσα στην οικία, πηγαίνοντάς την τελικά σ’ένα καθιστικό, όχι τόσο βαριά στολισμένο όσο το χολ αλλά το ίδιο όμορφα. Μια γυναίκα την περίμενε εκεί, όρθια, πλάι σ’ένα ξύλινο τραπέζι με λαξευτά πόδια. Ήταν ψηλή – ψηλότερη από την Έρικα – πορφυρόδερμη, και είχε μακριά, πράσινα μαλλιά που οι μπροστινές τούφες ήταν πιασμένες πίσω απ’το κεφάλι της. Φορούσε ένα γαλανό φόρεμα κι ένα αστραφτερό περιδέραιο.

«Καλημέρα,» χαιρέτησε.

«Καλημέρα σας,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Είστε η κυρία Ταγκάρσι;»

«Μάλιστα. Ο Χίρμωντ μού είπε ότι σας έχει στείλει ο Βασιληάς…» Και την κοίταζε με καχυποψία, μάλλον μην πιστεύοντας ότι ήταν απεσταλμένη του Ράνελμον.

Η Έρικα τής έδωσε να δει τη βασιλική άδεια.

Η Ταγκάρσι την κοίταξε, και το ένα της φρύδι υψώθηκε. «Μάλιστα,» είπε και της επέστρεψε το έγγραφο. «Είστε, λοιπόν, απεσταλμένη του Βασιληά… Πώς θα μπορούσα να εξυπηρετήσω τον Μεγαλειότατο;»

«Απαντώντας μου σε μερικές ερωτήσεις.»

«Πολύ ευχαρίστως. Καθίστε.» Η Ταγκάρσι έδειξε το τραπέζι· κι όταν εκείνη κι η Έρικα είχαν καθίσει αντικριστά, ρώτησε: «Να σας προσφέρω κάτι; Τσάι; Κρασί;»

«Τσάι, αν υπάρχει.»

Η Ταγκάρσι έκανε νόημα στον Χίρμωντ, και η Έρικα είχε σύντομα μπροστά της μια κούπα με μυρωδάτο τσάι. Ήπιε μια γουλιά και είπε: «Θα ήθελα να σας μιλήσω για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, με τους οποίους έχω ακούσει πως έχετε κάποιες συναναστροφές.»

Η όψη της δουλεμπόρου αμέσως έγινε αμυντική. «Αν ο Μεγαλειότατος πιστεύει ότι εγώ είχα οποιαδήποτε σχέση με τη χτεσινοβραδινή επίθεση, τον διαβεβαιώνω πως καμία σχέση δεν είχα, φυσικά!»

Επίθεση; Ποια επίθεση; απόρησε η Έρικα. Και ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι πρέπει να είχε γίνει. Μα τις Λάμιες! Οι δολοφόνοι επιτέθηκαν όσο έλειπα! Καθαρίζοντας τον λαιμό της, είπε: «Ο Βασιληάς δεν νομίζω ότι σας υποπτεύεται, κυρία Ταγκάρσι. Δε βρίσκομαι εδώ γι’αυτό. Προσπαθώ γενικά να συγκεντρώσω πληροφορίες για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς ώστε να τους αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα. Θα μου πείτε τι ξέρετε;»

«Θα σας πω,» αποκρίθηκε η δουλέμπορος, «αν και οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες. Συναναστροφές μαζί τους έχω μόνο στις ανατολικές ακτές, και σπάνια. Τους έχω πουλήσει δούλους κάποιες φορές.» Και συνέχισε, λέγοντας στην Έρικα το όνομα της πόλης που επισκεπτόταν στις ανατολικές ακτές και που συναντούσε, κάπου-κάπου, τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Ήταν η ίδια πόλη όπου η εταιρεία Γλυκά Υδρευτικά Συστήματα είχε φτιάξει υδραγωγείο: η Οράγιγκαθ, η οποία ήταν πιο πολιτισμένη από άλλες, σύμφωνα με τα λόγια της Ταγκάρσι αλλά και του Ζαώρδιλ, του υπεύθυνου δημοσίων σχέσεων των Γλυκών Υδρευτικών Συστημάτων.

Η δουλέμπορος είπε στην Έρικα ότι οι δολοφόνοι ανήκαν σε μια βάρβαρη φυλή η οποία κατοικούσε πίσω από το Όρος του Γκρίζου Ανέμου, σε κάτι περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «σκοτεινούς τόπους». Πληροφορίες, δηλαδή, που η Έρικα ήδη είχε. Ρώτησε την Ταγκάρσι: «Πώς σας πληρώνουν; Συναλλάσσονται με χρήματα;»

«Βεβαίως,» αποκρίθηκε η δουλέμπορος. «Αλλιώς δεν θα έκανα δουλειές μαζί τους. Ή χρήματα μού δίνουν ή πολύτιμους λίθους.»

«Πολύτιμους λίθους; Πού τους βρίσκουν;»

«Δε γνωρίζω. Στα βουνά, ίσως· ή ίσως να τους αρπάζουν από λεηλασίες.» Η Ταγκάρσι μόρφασε αδιάφορα.

«Δούλους σάς έχουν δώσει ποτέ;»

«Όχι.»

Η Έρικα τη ρώτησε τι γνώριζε για τις δυνάμεις τους – τις φήμες ότι μεταμορφώνονταν σε θηρία και τα λοιπά. Η Ταγκάρσι απάντησε πως, μάλλον, αυτές ήταν ιστορίες διάφορων ευφάνταστων. Εκείνης δεν της έμοιαζαν καθόλου με ζώα οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί. Κανονικοί άνθρωποι ήταν. «Τους μιλάς όπως μιλάς στον καθένα, αν και είναι, βέβαια, βάρβαροι και έχουν τραχιά άρθρωση της Κοινής Γλώσσας. Μεταξύ τους χρησιμοποιούν κάποια δική τους τοπική γλώσσα, απ’ό,τι ξέρω.»

«Δεν φοράνε ούτε στολές από τομάρια θηρίων;»

Η Ταγκάρσι φάνηκε σκεπτική για λίγο. Μετά είπε: «Κανονικά ντυμένοι νομίζω πως είναι. Όπως κι άλλοι σ’εκείνες τις περιοχές. Δεν έχω προσέξει τίποτα το ιδιαίτερο.»

«Και έρχονται συχνά στην πόλη;» ρώτησε η Έρικα. «Έχουν φιλικές σχέσεις με τους ντόπιους;»

«Δε νομίζω ότι οι σχέσεις τους είναι φιλικές, ακριβώς· αλλά οι ντόπιοι τούς φοβούνται.»

«Η πόλη είναι περιτειχισμένη;» Δεν το είχε ξαναρωτήσει αυτό.

«Μονάχα ένα χαμηλό ξύλινο τείχος έχει. Μπορεί άνετα να το πηδήσει κάποιος πεπειραμένος σε τέτοια πράγματα – δηλαδή, όχι κάποιος σαν εμένα.»

Η Έρικα, βλέποντας μετά από λίγο πως δεν υπήρχε καμια άλλη πληροφορία εδώ για να συλλέξει, ευχαρίστησε την Ταγκάρσι και είπε πως τώρα θα έφευγε.

«Ελπίζω ο Βασιληάς να μείνει ικανοποιημένος,» αποκρίθηκε εκείνη. «Κι αν με χρειαστεί για κάτι άλλο, μπορεί να με ειδοποιήσει, ασφαλώς.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Έρικα.

Η Ταγκάρσι την ξεπροβόδισε ώς την καγκελόπορτα του κήπου της μονοκατοικίας της· και η τριχόσαυρα ζύγωσε κι έτριψε τη μεγάλη μουσούδα της επάνω στα πλευρά της δουλεμπόρου.

Η Έρικα επέστρεψε κοντά στον Φέκταρελ και τους υπόλοιπους.

«Ξέρεις τι έγινε όσο λείπαμε;» της είπε ο Αρχιανιχνευτής.

«Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί επιτέθηκαν.»

«Πού το έμαθες;»

«Εσείς πού το μάθατε;»

«Ο Χαρσάντιλ» (ένας από τους πρώην Ξεσηκωμένους της Ραβάσλι, ο οποίος ήταν καλός κυνηγός και ιχνηλάτης, και είχε πιο στενές σχέσεις με τους ανιχνευτές του Φέκταρελ απ’ό,τι άλλοι) «μεταμφιεσμένος σαν φρουρός της πόλης, μας ζύγωσε πριν από λίγο και μας το είπε. Κανένας δεν τους πήρε είδηση να μπαίνουν στη Νουσράκλη· βρέθηκαν αμέσως στον κήπο του παλατιού, και η σύγκρουση ήταν τρομερή– Αλλά εσύ πώς το έμαθες; Σ’το είπε η δουλέμπορος;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα· «νόμιζε πως είχα έρθει εδώ επειδή ο Βασιληάς την υποπτεύεται. Καλύτερα· φάνηκε πιο συνεργάσιμη. Πάμε τώρα στο παλάτι. Είναι ο Ζαώρδιλ καλά; Τι σου είπε ο Χαρσάντιλ;»

«Δε μου είπε τίποτα για τον Σκοτωμένο, άρα υποθέτω καλά θα είναι.»

Παρ’ όλ’ αυτά, μέχρι που η Έρικα να τον έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια δεν νόμιζε πως θα μπορούσε να ησυχάσει. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν ήταν σαν άλλους εχθρούς που είχαν αντιμετωπίσει οι Ζωντανοί-Νεκροί.

*

Οι υπηρέτες του παλατιού είχαν μαζέψει τα πτώματα από τη χτεσινοβραδινή σύγκρουση και τα είχαν βάλει σε ξεχωριστούς σωρούς σε μια μεριά του κήπου του παλατιού: έναν σωρό για τους παλατιανούς φρουρούς, έναν για τους Ζωντανούς-Νεκρούς, και έναν για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Ο τρίτος σωρός ήταν και ο μικρότερος. Και όλα τα κουφάρια ήταν πορφυρόδερμα και με ξυρισμένα κεφάλια και πρόσωπα, είτε επρόκειτο για άντρες είτε για γυναίκες. Δύο σώματα οι επιστήμονες του Βασιληά τα είχαν κρατήσει – ένα αντρικό και ένα γυναικείο – για μελέτη· και ο Βιοσκόπος που είχε στο παλάτι του ο Ράνελμον είχε υφάνει Μαγγανεία Σηπτικής Επιβραδύνσεως επάνω τους, καθυστερώντας τον φυσικό ρυθμό σήψης των πτωμάτων. Επίσης, οι υπηρέτες είχαν γδύσει όλους τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, παίρνοντας τις στολές τους που ήταν καμωμένες από διάφορα δέρματα ζώων και τις μάσκες τους που προσομοίωναν τις όψεις θηρίων. Η Φαίδρα’λι είχε, με τη χρήση Ξορκιού Πνευματικής Ανιχνεύσεως, προσπαθήσει να δει αν υπήρχε ακόμα καμια πνευματική οντότητα επάνω στα νεκρά σώματα των Αδελφών, αλλά δεν είχε βρει τίποτα. Όπως το περίμενε. Τα πνεύματα, προφανώς, έφευγαν μαζί με τις ψυχές των νεκρών, αποκολλώμενα μάλλον από αυτές τη στιγμή του θανάτου. Καμία παρουσία τους δεν εντόπισε η Φαίδρα, ούτε και καμία παρουσία της δύναμης εκείνου του άλλου θεού που είχε μυριστεί η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων. Επίσης, καμία παρουσία αυτής της δύναμης δεν υπήρχε επάνω στην πνευματική οντότητα που η Φαίδρα και ο Ζίντεραμ’λι είχαν φυλακίσει μέσα στη Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως. Η Φαίδρα σκεφτόταν ότι ίσως η δύναμη του θεού να δρούσε σαν κόλλα, ή σύνδεσμος, ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα των Αδελφών και στο δαιμονικό θηριώδες πνεύμα που τους έδινε τρομερές πολεμικές ικανότητες.

Είχε πάει τώρα να μελετήσει τις ενδυμασίες τους, μήπως και καταλάβει κάτι από αυτές ή μήπως υπήρχαν επάνω τους τίποτα πνευματικές ενέργειες· επομένως, δεν βρισκόταν στην Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο Ζαώρδιλ, ο Νικηφόρος, κι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί, ο Βασιληάς Ράνελμον, η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ, κι άλλοι αυλικοί, και ο Κάβερντελ κι άλλοι θαλασσάρχοντες της Βουλής των Καπεταναίων. Επίσης, ο Αβέρναλ ο δημοσιογράφος βρισκόταν εδώ, αλλά ήταν σιωπηλός, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που έμοιαζαν όλοι να θέλουν να μιλάνε συγχρόνως. Ειδικά οι θαλασσάρχοντες ήταν ανάστατοι: οι μισοί προέτρεπαν τον Βασιληά τους να δώσει ένα μάθημα σ’αυτό το σκυλί της ξηράς, τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ, κι οι άλλοι μισοί έλεγαν πως εν ανάγκη ο Βασιληάς έπρεπε να παραδώσει τον Αβέρναλ παρά ν’αφήσει αυτούς τους φονιάδες να τον καταστρέψουν.

«Αυτό,» φώναξε ο Ράνελμον καθώς σηκωνόταν οργισμένος από τον θρόνο του, «να μην ξαναειπωθεί! Από κανέναν σας! Υποσχέθηκα στον κύριο Αβέρναλ ότι θα του παρέχω άσυλο· δεν μπορώ τώρα να τον παραδώσω. Τι θα πει ο Ωκεανός για την αξιοπιστία του Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων; Τέτοια αξία έχουν οι υποσχέσεις του;»

«Μα, Βασιληά μου,» είπε μια θαλασσαρχόντισσα, «αυτοί οι δολοφόνοι σκότωσαν τους μισούς από τους φρουρούς σας και τους μισούς από τους μισθοφόρους που έχετε προσλάβει!» Ήταν υπερβολή, όπως ήξερε ο Ζαώρδιλ: δεν είχαν πεθάνει ούτε οι μισοί παλατιανοί φρουροί ούτε οι μισοί Ζωντανοί-Νεκροί. Όμως σίγουρα είχαν πεθάνει πολλοί. Σαφώς περισσότεροι απ’ό,τι θα έπρεπε αντιμετωπίζοντας έναν τόσο μικρό αριθμό αντιπάλων, οι οποίοι μάλιστα είχαν χτυπηθεί από νάρκες αμέσως πριν από τη συμπλοκή.

«Και οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί δεν παραιτούνται, Βασιληά μου,» πρόσθεσε ένας άλλος θαλασσάρχοντας. «Όλοι το λένε. Ποτέ δεν παραιτούνται. Θα συνεχίσουν νάρχονται και νάρχονται και νάρχονται, ώσπου αυτός» – έδειξε τον Αβέρναλ ο οποίος στεκόταν παράμερα – «να είναι νεκρός!»

«Θα τους σκοτώσω, τότε, όλους αν χρειαστεί!» αντιγύρισε ο Ράνελμον, εξαγριωμένος. «Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων θα γονατίσει μπροστά σε μια συμμορία δολοφόνων; Ποτέ!»

«Εγώ λέω,» είπε δυνατά ο Θαλασσάρχοντας Κάβερντελ, «να στείλουμε αμέσως στόλο εναντίον της Κάρνατεβ. Να χτυπήσουμε το βρομόσκυλο τον Αρχισυγκλητικό εκεί που πονά, μες στο λιμάνι του, και μετά να μη συνεχίσουμε την επίθεση – να του δείξουμε ποιες θα είναι οι συνέπειες αν εξακολουθήσει να παίζει μαζί μας! Και ύστερα μπορείτε να του αποστείλετε επιστολή, Μεγαλειότατε, εξηγώντας του πως, αν αμολήσει ξανά τους φονιάδες του εναντίον μας, θα το πληρώσει πολύ ακριβά. Γιατί αυτός ο ξιπασμένος μπάσταρδος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας βρομιάρης πειρατής!» Και πολλοί από τους καπεταναίους φώναξαν ότι ο Κάβερντελ μιλούσε σωστά.

Τότε ήταν που η Έρικα Σάλκερκοφ μπήκε στην Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων, ανεμπόδιστη από τους φρουρούς στην είσοδο που κι οι δύο την ήξεραν. Ο Φέκταρελ και οι τέσσερις ανιχνευτές δεν ήταν μαζί της· είχαν πάει να δουν τους τραυματίες, και ο Αρχιανιχνευτής είχε αμέσως ρωτήσει πού βρισκόταν η Φαίδρα κι αν ήταν καλά.

Η Έρικα βάδισε ανάμεσα στον κόσμο που γέμιζε την αίθουσα και πλησίασε τον Ζαώρδιλ από πίσω. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.

Εκείνος γύρισε. «Επέστρεψες…»

«Αλλά έχασα όλη τη δράση,» είπε η Έρικα, χαμογελώντας λιγάκι λοξά, ευχαριστημένη που τον έβλεπε όρθιο κι αλώβητο.

«Καλύτερα που δεν ήσουν εδώ,» της αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ που η φωνή του μισοχανόταν πίσω από τις δυνατές φωνές των υπόλοιπων που μιλούσαν με τον Βασιληά. «Ήταν επικίνδυνα. Είναι χειρότεροι απ’ό,τι φανταζόμουν.»

«Το άκουσα. Άκουσα ότι έγινε πανωλεθρία.»

«Και δεν τους σκοτώσαμε όλους. Ούτε καν ξέρουμε πόσοι ακόμα μπορεί να υπάρχουν· και ίσως να εξακολουθούν να είναι μέσα στην ίδια τη Νουσράκλη.»

Η Έρικα δεν μίλησε. Αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που σας έφερα εδώ, στη δούλεψη του Βασιληά Ράνελμον… Αισθανόταν τύψεις τώρα, για τους νεκρούς μισθοφόρους, αν και ήξερε πως ο κίνδυνος ήταν φυσικό μέρος της δουλειάς τους.

«Εσύ έμαθες τίποτα χρήσιμο γι’αυτούς;» τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Τίποτα που θα μας βοηθήσει να τους πολεμήσουμε;»

«Δε νομίζω,» είπε η Έρικα. «Συγκέντρωσα, βέβαια, κάποιες πληροφορίες… Γνωρίζω τώρα πού κατοικούν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί. Και γνωρίζω πως μάλλον είναι κανίβαλοι–»

«Κανίβαλοι;»

«Τους δούλους που θυσιάζουν στον θεό τους τους τρώνε.»

«Ποιον θεό τους;»

«Λατρεύουν έναν δαίμονα που ονομάζεται Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου. Αυτός πρέπει να τους δίνει τις δυνάμεις τους– Αλήθεια, τους είδες να μεταμορφώνονται σε θηρία;»

«Και ναι και όχι.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή;»

«Φοράνε ενδυμασίες από τομάρια ζώων, κατά πρώτον, καθώς και προσωπεία που θυμίζουν ζώα–»

«Με τέτοιο εξοπλισμό, ‘μεταμορφώνομαι’ κι εγώ και το ξέρεις–»

«Δεν είναι μόνο ο εξοπλισμός τους, Έρικα. Όταν τους αντιμετωπίζεις έχεις την πολύ έντονη εντύπωση πως πολεμάς με θηρία. Σχεδόν τα βλέπεις μπροστά σου. Και μη με κοιτάς έτσι περίεργα. Σκέψου τι εντύπωση σού δίνει η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων όταν η Φαίδρα την ξαμολά. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»

«Νομίζω πως ναι.»

«Στην περίπτωση των Θηριόπνευστων Αδελφών η εντύπωση είναι ακόμα πιο έντονη, και οι Αδελφοί έχουν όντως τρομερές δυνάμεις: είναι πιο γρήγοροι και πιο δυνατοί από κανονικούς ανθρώπους. Οι αισθήσεις τους όλες πρέπει νάναι αφύσικα οξυμένες. Δεν είναι να σε παραξενεύει καθόλου που έχει διαδοθεί η φήμη ότι μεταμορφώνονται σε θηρία. Η Φαίδρα, μάλιστα, κατάφερε να εντοπίσει πνευματικές οντότητες μέσα τους, και τώρα έχει φυλακίσει μία απ’αυτές, για μελέτη.»

«Τελικά,» είπε η Έρικα, «εσείς ανακαλύψατε περισσότερα από εμένα, μου φαίνεται…» Αλλά, τότε, νόμιζε πως άκουσε τον Βασιληά να λέει κάτι σημαντικό και έστρεψε την προσοχή της σ’αυτόν.

Ο Ράνελμον στεκόταν μπροστά στον θρόνο του. «…Ούτε πόλεμο, όμως, θέλω με την Κάρνατεβ ούτε μπορώ να υποχωρήσω μπροστά σε μια συμμορία δολοφόνων, ή ακόμα και μπροστά στον Αρχισυγκλητικό. Αλλά ίσως θα ήταν φρόνιμο, όντως, ο Αβέρναλ να φύγει από το Βασίλειό μας, να πάει να κρυφτεί κάπου αλλού, ώστε να πάψουν οι επιθέσεις και οι απειλές του Αρχισυγκλητικού.» Στράφηκε προς τον Ζαώρδιλ. «Θα μπορούσαν οι Ζωντανοί-Νεκροί να κρύψουν κάπου τον Αβέρναλ;»

Προτού ο Σκοτωμένος προλάβει να απαντήσει, η Έρικα είπε: «Μεγαλειότατε. Δε νομίζω ότι αυτή θα ήταν καλή ιδέα.»

Ο Ράνελμον τώρα φάνηκε να την πρόσεξε· πριν δεν πρέπει να την είχε δει. «Κυρία Σάλκερκοφ…» είπε. «Ανακαλύψατε κάτι σημαντικό στην αναζήτησή σας; Κάποιον τρόπο για να προστατευτούμε από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;»

«Πολύ φοβάμαι πως όχι, Μεγαλειότατε. Ωστόσο συγκέντρωσα κάποιες πληροφορίες τις οποίες θα μοιραστώ μαζί σας αργότερα, όταν η… κοσμοσυρροή θα είναι μικρότερη.»

«Γιατί, τότε, θεωρείτε πως η ιδέα μου δεν είναι καλή; Αν ο Αβέρναλ φύγει απ’το Βασίλειό μου, αυτό δεν θα κάνει τις επιθέσεις εναντίον μου να πάψουν;»

«Ο Αρχισυγκλητικός δεν θα σας πιστέψει,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Σας έχει ζητήσει να του παραδώσετε τον Αβέρναλ. Αν του πείτε ότι τον διώξατε από τη Νουσράκλη, εκείνος, είμαι βέβαιη, θα νομίσει πως προσπαθείτε να τον ξεγελάσετε ενώ εξακολουθείτε να κρύβετε τον Αβέρναλ εδώ.»

«Έχει δίκιο,» συμφώνησε μαζί της ένας θαλασσάρχοντας. «Ο Αρχισυγκλητικός δεν θα μας πιστέψει. Καλύτερα να παραδώσουμε τον δημοσιογράφο και να τελειώνουμε μ’αυτή την ιστορία!»

Ο Ζαώρδιλ, με τις άκριες των ματιών του, κοίταζε τον Αβέρναλ κι έβλεπε πως η όψη του είχε αγριέψει. Θύμιζε θηρίο που είναι έτοιμο ή να πολεμήσει ή να το βάλει στα πόδια. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν σκόπευε να παραδοθεί στον Αρχισυγκλητικό, ό,τι κι αν αποφάσιζε ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων.

Ο Ράνελμον, όμως, υπερασπίστηκε τον δημοσιογράφο και πάλι. «Δεν πρόκειται να παραδώσω έναν άνθρωπο στον οποίο υποσχέθηκα άσυλο!»

«Η κύρια Σάλκερκοφ, όμως, έχει δίκιο, Μεγαλειότατε,» είπε μια θαλασσαρχόντισσα.

«Ναι,» παραδέχτηκε ο Ράνελμον, «έχει»· και κάθισε, κουρασμένα, στον θρόνο του. «Μάλλον ο Αρχισυγκλητικός δεν θα με πιστέψει. Πρέπει, επομένως, να βρούμε μια άλλη λύση.»

«Λύσεις υπάρχουν, Βασιληά μου!» φώναξε κάποιος.

«Καμια απ’τις λύσεις που προτείνετε δεν βρίσκω ικανοποιητική, θαλασσάρχοντές μου–»

«Θ’αφήσετε τους δολοφόνους να διαλύσουν το παλάτι σας;»

«Θα βρω τρόπο να τους αντιμετωπίσω. Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων στέκεται δυνατό εδώ και αιώνες! Δεν θα υποκύψει μπροστά στις επιθέσεις μερικών βαρβάρων που παίρνουν τις μορφές ζώων!» Και προς την Έρικα: «Πρέπει να συζητήσουμε, κυρία Σάλκερκοφ. Αλλά, όπως είπατε κι εσείς, με λιγότερο κόσμο.»

«Θέλουμε να είμαστε παρόντες, Βασιληά μου!» δήλωσε ο Κάβερντελ, και πολλοί θαλασσάρχοντες συμφώνησαν μαζί του.

«Δεν είναι εφικτό αυτό, Θαλασσάρχοντα Κάβερντελ. Δες τι γίνεται τώρα!» Ο Ράνελμον έδειξε γύρω του με μια ημικυκλική χειρονομία. «Δε μπορούμε έτσι να πάρουμε απόφαση–»

«Μα, δεν θέλετε να μας ακούσετε, Βασιληά μου!» φώναξε μια θαλασσαρχόντισσα.

«Ο Βασιληάς δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την άποψη της Βουλής των Καπεταναίων, εκτός αν η απόφασή της έχει πλειοψηφία ογδόντα-πέντε τοις εκατό και άνω. Είναι τέτοια η πλειοψηφία σας; Και για ποιο θέμα; Για την επίθεση ή για την παράδοση του κύριου Αβέρναλ;»

Οι θαλασσάρχοντες άρχισαν να μιλάνε αναμεταξύ τους, ύστερα από τούτα τα λόγια του Βασιληά, και να διαπληκτίζονται, να χειρονομούν έντονα. Οι διαπληκτισμοί τους σύντομα εντάθηκαν, και ο Ράνελμον φώναξε, για ν’ακουστεί: «Συζητήστε σε άλλο χώρο, θαλασσάρχοντές μου! Ή, αν επιθυμείτε, παραμείνετε εδώ, στην Αίθουσα του Θρόνου· αλλά εγώ θα αποχωρήσω τώρα ώστε να μιλήσω με την κυρία Σάλκερκοφ και τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο.» Και σηκώθηκε από τον θρόνο του.

*

Το Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως δεν αποκάλυψε τίποτα στη Φαίδρα’λι· δεν υπήρχαν πνευματικές οντότητες επάνω στις ενδυμασίες των Θηριόπνευστων Αδελφών που βρίσκονταν απλωμένες στο ξύλινο τραπέζι μπροστά της. Ο μόνος άλλος άνθρωπος στο δωμάτιο ήταν η Ανρίθα-Νοθ, η οποία είχε έρθει από τα καράβια των Ζωντανών-Νεκρών μόλις άκουσε για την επίθεση στο παλάτι. Είχε την περιέργεια να μάθει τι ακριβώς συνέβη (όπως και τώρα είχε την περιέργεια να δει τι έκανε η Φαίδρα), καθώς και αν ήταν όλοι τους καλά – αυτοί που γνώριζε περισσότερο, τουλάχιστον.

«Τι βλέπεις, Φαίδρα;» ρώτησε η Ρελκάμνια αριστοκράτισσα. «Τι έχουν αυτά τα ρούχα, τελικά;»

«Τίποτα το ασυνήθιστο, νομίζω,» αποκρίθηκε η μάγισσα, και άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, μήπως κι εντόπιζε καμια περίεργη μορφή ενέργειας επάνω στις ενδυμασίες.

Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο τότε, αλλά, απορροφημένη από τη δουλειά της, η Φαίδρα δεν του έδωσε σημασία. Άκουσε την Ανρίθα, όμως, να λέει: «Νόμιζα ότι εσύ έλειπες μαζί με την Έρικα…»

«Μόλις επιστρέψαμε.»

Ο Φέκταρελ! Η Φαίδρα, διακόπτοντας το ξόρκι της, πήρε το βλέμμα της από τις ενδυμασίες και το έστρεψε στον Αρχιανιχνευτή, κοιτάζοντάς τον σιωπηλά.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Φέκταρελ, κάπως αμήχανα. «Άκουσα ότι η μάχη ήταν αιματηρή…»

«Ήταν,» αποκρίθηκε η Φαίδρα, νιώθοντας κι εκείνη αμήχανη. Γιατί ο Φέκταρελ έμοιαζε τώρα να ενδιαφέρεται τόσο γι’αυτήν; Πριν από μερικές μέρες την απέφευγε λες κι είχε καμια κολλητική αρρώστια επάνω της! «Αλλά δεν κινδύνεψα… Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν. Ο Κερκ έχασε το πόδι του.»

Ο Φέκταρελ αναστέναξε. «Σκατά δουλειά μάς βρήκε η Έρικα, μου φαίνεται…»

«Τι ανακαλύψατε από την αναζήτησή σας;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Τίποτα ουσιαστικό. Κάτι φήμες μόνο. Και ούτε μία απ’αυτές δεν έχει σχέση με το πώς να πολεμήσει κανείς τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

Κεφάλαιο Δέκατο-Πέμπτο
Ένα Διαφορετικό Σχέδιο Άμυνας

Εκτός από τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και την Έρικα Σάλκερκοφ, ο Βασιληάς Ράνελμον πήρε μαζί του τη σύζυγό του, Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα, τον Βασιλικό Αρχιφρουρό Αλκάμελ, και τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο. Τους υπόλοιπους τούς άφησε πίσω, στην Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων, και πήγε στο γραφείο-βιβλιοθήκη όπου είχε συζητήσει και την προηγούμενη φορά με τον Ζαώρδιλ, όταν κατέστρωναν το σχέδιο άμυνας εναντίον των Θηριόπνευστων Αδελφών: το σχέδιο που είχε μπει σε εφαρμογή χτες βράδυ, και είχε λειτουργήσει καλά. Αν δεν είχε, τώρα όλοι τους πιθανώς να ήταν νεκροί από τους δολοφόνους.

«Εδώ,» είπε ο Ράνελμον, αφού ο Αρχιφρουρός Αλκάμελ έκλεισε την πόρτα, «είμαστε πιο ήσυχα, νομίζω.» Δεν ήταν και πολύ εκνευρισμένος, παρατήρησε η Έρικα, κρίνοντας από το γεγονός ότι, πριν από λίγο, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι στην Αίθουσα του Θρόνου τον ζάλιζαν συγχρόνως. Αλλά, μάλλον, αυτή δεν ήταν μια κατάσταση που ο Βασιληάς Ράνελμον είχε βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή του.

Και τώρα στράφηκε και κοίταξε την Έρικα, καθώς συγκεντρώνονταν γύρω απ’το τραπέζι του δωματίου. «Πείτε μας τι ανακαλύψατε, κυρία Σάλκερκοφ, στην αναζήτησή σας.»

«Δυστυχώς, τίποτα που μπορεί να μας βοηθήσει άμεσα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ακούστε με, όμως.» Και τους μίλησε για τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει: ότι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί επισκέπτονταν συχνά μια πόλη στις ανατολικές ακτές του Ωκεανού, η οποία ονομαζόταν Οράγιγκαθ, για ν’αγοράζουν δούλους, και ότι αυτή η πόλη ήταν ίσως η μεγαλύτερη της περιοχής και εκεί η εταιρεία Γλυκά Υδρευτικά Συστήματα είχε φτιάξει ένα υδραγωγείο· ότι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί λεγόταν πως κατοικούσαν ανατολικά της Οράγιγκαθ, πίσω από το Όρος του Γκρίζου Ανέμου, σ’ένα μέρος που οι ντόπιοι ονόμαζαν «σκοτεινούς τόπους»· ότι έκαναν ανθρωποθυσίες στον θεό τους, την Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου, προκειμένου να παίρνουν, ως χάρισμα, τις παράξενες δυνάμεις τους· ότι, μάλλον, δεν ήταν οι δερμάτινες στολές τους που τους έδιναν τις δυνάμεις τους (ή, τουλάχιστον, όχι μόνο αυτές)· ότι ο Αθάνατος τούς είχε δει να κατασπαράζουν τους πειρατές ενός πλοίου – επομένως ήταν κανίβαλοι: οι ανθρωποθυσίες που έκαναν προς τον θεό τους ήταν, ουσιαστικά, κανιβαλικά όργια.

«Δεν ξέρω, όμως, αν θα έπρεπε να πιστέψω τα πάντα που λέει ο Αθάνατος, Μεγαλειότατε. Είναι, σίγουρα… περίεργος… Εσείς ίσως να τον γνωρίζετε καλύτερα, βέβαια, καθώς βρίσκεται εντός του Βασιλείου σας.»

Ο Ράνελμον, που την άκουγε με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, σκεπτικός, καθώς όλοι τους στέκονταν γύρω απ’το τραπέζι και κανένας δεν είχε καθίσει, είπε: «Περίεργος, αναμφίβολα, είναι. Ωστόσο η γνώμη του είναι σεβαστή, έχω ακούσει. Δεν τον έχω συναντήσει ο ίδιος, αλλά η Αρχιέρεια τον ξέρει, και λέει πως είναι αλήθεια ότι είναι ζωντανός πάρα πολλά χρόνια.»

«Είναι αλήθεια και ότι τον γέννησε η Φαρμακερή Υδατοθύελλα, Μεγαλειότατε;»

«Η Αρχιέρεια δεν το αρνείται. Όμως ακόμα και για εκείνη ο Αθάνατος αποτελεί αίνιγμα· την έχω ακούσει να το παραδέχεται. Θα μπορούσε να ήταν ο μεγαλύτερος αρχιερέας στον Ωκεανό, λέει, αλλά έχει επιλέξει να ζει σαν ερημίτης. Η επαφή του με τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα είναι τρομερή.

»Όμως δε μ’ενδιαφέρει ο Αθάνατος τώρα,» είπε ο Ράνελμον. «Γνωρίζεις πού ακριβώς είναι αυτή η πόλη; Πώς την είπες;» Και τούτη ήταν η πρώτη φορά, νόμιζε η Έρικα, που της μιλούσε στον ενικό. Αποφάσισε να το θεωρήσει θετικό σημάδι – ότι ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων την έβλεπε ως μία από τους κοντινούς του ανθρώπους – όχι αρνητικό – ότι ο Βασιληάς την έβλεπε ως υποτελή του.

«Γνωρίζω,» αποκρίθηκε. «Υπάρχει ένας χάρτης του Ωκεανού; Ίσως ήδη να την έχει σημειωμένη.»

Ο Αλκάμελ έφερε μια περγαμηνή από τα τριγυρινά ράφια και την ξεδίπλωσε πάνω στο τραπέζι. Ήταν μεγάλη και απεικόνιζε ολόκληρο τον Ωκεανό.

Η Έρικα κοίταξε στις ανατολικές ακτές και έδειξε με το δάχτυλό της. «Εδώ είναι. Οράγιγκαθ. Υπάρχει σημειωμένη.»

«Χμμ,» είπε ο Ράνελμον κοιτάζοντας κι εκείνος τον χάρτη. «Κι αυτό το Όρος του Γκρίζου Ανέμου;»

«Αυτό…» η Έρικα μόρφασε, ψάχνοντας με το βλέμμα της, «δεν το βλέπω στον χάρτη σας. Αλλά είναι κάπου εδώ.» Έδειξε ανατολικά της Οράγιγκαθ. «Και κάπου εδώ, επίσης, πρέπει νάναι οι σκοτεινοί τόποι, που λένε οι ντόπιοι.»

«Μάλιστα…» είπε ο Ράνελμον, σκεπτικά.

«Όλ’ αυτά,» είπε ο Αλκάμελ στην Έρικα, «είναι πολύ… πληροφοριακά, πράγματι. Αλλά δε νομίζω πως μας βοηθάνε για ν’αποκρούσουμε την επόμενη επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών.»

«Το είπα κι εγώ, δεν το είπα; Προσπάθησα να μάθω μήπως έχουν κάποια αδυναμία, αλλά ή δεν τα κατάφερα ή δεν έχουν κάποια αδυναμία.»

Ο Ζαώρδιλ παρατήρησε: «Έμαθες, όμως, από πού παίρνουν τις δυνάμεις τους. Αυτό είναι σαν να ανακάλυψες την αδυναμία τους.»

Η Έρικα στράφηκε να τον κοιτάξει. Δε φανταζόμουν ότι θα πρότεινες κάτι τέτοιο… Αλλά, βέβαια, δεν το πρότεινες· όχι ακριβώς. «Προτείνεις, δηλαδή, να τους επιτεθούμε πίσω από το Όρος του Γκρίζου Ανέμου;»

Το βλέμμα του Σκοτωμένου αγρίεψε. «Θα αστειεύεσαι, φυσικά.»

«Ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να τους σταματήσουμε…» είπε η Έρικα, δήθεν γενικά, χωρίς (εσκεμμένα) ν’ακούγεται πολύ σίγουρη.

Ο Βασιληάς Ράνελμον είπε: «Τι δυνάμεις, όμως, θα είχε κανείς ν’αντιμετωπίσει εκεί πέρα; Τον ίδιο τον θεό τους, ίσως;»

«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, σκεπτόμενος ότι η Έρικα πάλι προσπαθούσε να τους βάλει σε μπελάδες.

«Αν όμως οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ποτέ δεν παύουν να επιτίθενται μέχρι να είναι νεκρός ο στόχος τους,» είπε ο Αλκάμελ, «τότε πολύ πιθανόν αυτός να είναι ο μοναδικός τρόπος για να τους αντιμετωπίσουμε.»

«Προτείνεις να πάμε να διαλύσουμε όλη τους τη φυλή;» τον ρώτησε ο Ράνελμον. «Η Έρικα μόλις είπε ότι είναι ολόκληρη φυλή βαρβάρων, όχι καμια πενηνταριά εκπαιδευμένοι φονιάδες!»

«Τι άλλη λύση υπάρχει, Βασιληά μου;» αντερώτησε ο Αλκάμελ.

Η Πρώτη Πριγκίπισσα είπε: «Όσο ο Αβέρναλ βρίσκεται εδώ, αυτή μοιάζει πράγματι να είναι η μοναδική λύση, Αλκάμελ. Ακόμα μια επίθεση σαν τη χτεσινοβραδινή θα μας εξοντώσει.» Ήταν φανερό πως η Σεϊλίκρα είχε φοβηθεί – πολύ – τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Μάλλον, ετούτη ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συνέβαινε μέσα στο βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, υπέθεσε ο Ζαώρδιλ. Ο Βασιληάς, τουλάχιστον, δεν είχε μιλήσει για καμια παλιότερη παρόμοια περίπτωση.

«Δυστυχώς,» είπε ο Αβέρναλ, «σας έχω βάλει όλους σε κίνδυνο. Λυπάμαι, Μεγαλειότατε· ίσως θα έπρεπε όντως να παραδοθώ, όπως πρότειναν, στην Αίθουσα του Θρόνου, οι καπεταναίοι σας–»

«Τι ανοησίες!» αναφώνησε ο Ράνελμον σαν ο δημοσιογράφος να τον είχε βρίσει. «Σου πρόσφερα άσυλο, Αβέρναλ, δεν σου πρόσφερα άσυλο;»

«Πράγματι, Μεγαλειότατε. Όμως δεν θα ήθελα ούτε εσείς, ούτε η οικογένειά σας, ούτε ο λαός σας να πληρώσουν βαρύ τίμημα για το άσυλό μου. Είμαι επίμονος και θέλω να μάχομαι για εκείνο που θεωρώ σωστό στην πόλη μου, αλλά όχι εις βάρος άλλων πόλεων.»

«Δεν το συζητάω,» είπε ο Ράνελμον. «Δεν πρόκειται να σε παραδώσω. Και δεν έχει να κάνει μόνο μ’εσένα, Αβέρναλ, παρότι ξέρεις πόσο σε συμπαθώ. Έχει να κάνει και με το δικό μου κύρος, καθώς και το κύρος του Βασιλείου μου, σ’όλο τον Ωκεανό. Αν υποκύψω τώρα σ’ένα τέτοιο αίτημα του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ–»

«Βασιληά μου,» τον διέκοψε η Έρικα, μη μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό της, «νομίζω πως έχω μια ιδέα.»

Δε μ’αρέσει αυτό… σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. Ή μάλλον, ίσως να μ’αρέσει, ίσως όχι. Κατά καιρούς, η Έρικα είχε ιδέες σωτήριες αλλά και φοβερά ριψοκίνδυνες. Σα να έστριβες ένα νόμισμα και να περίμενες να δεις ποια μεριά θα έβγαινε επάνω όταν έπεφτε.

«Σ’ακούμε,» της είπε ο Ράνελμον, δίχως να μοιάζει καθόλου ενοχλημένος που τον είχε διακόψει.

«Θα μπορούσατε να δηλώσετε πως παραδίδετε τον Αβέρναλ αλλά να μην τον παραδώσετε πραγματικά.»

«Τι νόημα θα είχε αυτό;»

«Θα τον βάλετε σ’ένα πλοίο για να τον στείλετε, φρουρούμενο, στην Κάρνατεβ. Το πλοίο, δυστυχώς, θα δεχτεί επίθεση από πειρατές, και οι πειρατές, εκτός των άλλων, θ’αρπάξουν και τον Αβέρναλ.»

«Μ’αρέσει!» είπε η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα προτού μιλήσει κανένας άλλος. «Είναι, νομίζω, η καλύτερη ιδέα που ακούστηκε μέχρι στιγμής, Ράνελμον.» Δεν το κρύβει καθόλου ότι θέλει να ξεφορτωθεί τον Αβέρναλ, παρατήρησε ο Ζαώρδιλ.

Και το ίδιο είχε παρατηρήσει κι η Έρικα, αλλά ακόμα μια σκέψη πέρασε απ’τον νου της: Αναρωτιέμαι αν η Πρώτη Πριγκίπισσα σχεδιάζει να κάνει, ούτως ή άλλως, κάτι από μόνη της για να διώξει τον δημοσιογράφο από εδώ. Κάτι κρυφό από τον Βασιληά της…

«Υπάρχει, όμως, ένα πρόβλημα,» είπε ο Ράνελμον. «Ο Αρχισυγκλητικός ζήτησε να του στείλουμε τον Αβέρναλ με αεροσκάφος. Θα του φανεί παράξενο αν αποφασίσω ξαφνικά να τον στείλω στην Κάρνατεβ με πλοίο.»

«Θα ισχυριστούμε ότι είχε δυνατό άνεμο και ήταν επικίνδυνο για ένα ελικόπτερο να υψωθεί!» επέμεινε η Σεϊλίκρα. «Ή κάτι άλλο. Τι σημασία έχει αυτό; Σημασία έχει να δώσουμε ένα τέλος σ’ετούτη την ιστορία!» Και πρόσθεσε, σαν τώρα η σκέψη να πέρασε απ’το μυαλό της: «Η Αρχιέρεια θα μπορούσε να σηκώσει δυνατό αέρα αν της το ζητούσαμε. Το έχει ξανακάνει.»

«Κυρίως το ανάποδο κάνει, ύστερα από δεήσεις προς τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα, Σεϊλίκρα,» της θύμισε ο Ράνελμον.

«Προφανώς θα μπορεί να επικαλεστεί και λίγο άνεμο, δεν θα μπορεί; Αλλά, όπως και νάχει, είναι ανόητο να μην κάνουμε αυτό που προτείνει η Έρικα! Είναι ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθούμε ότι οι επιθέσεις εναντίον μας θα σταματήσουν. Ο Αρχισυγκλητικός δεν θα στείλει ξανά τους φονιάδες του εδώ αν πιστέψει ότι πειρατές έχουν αρπάξει τον Αβέρναλ.»

«Το κύρος μας, όμως, στον Ωκεανό–»

«Το κύρος μας σε ενδιαφέρει ή οι ζωές μας;» έκανε, απότομα, η Σεϊλίκρα, δείχνοντας θυμωμένη· και η Έρικα έκρινε, από την όψη της αλλά και από την όψη του Βασιληά, ότι κάθε άλλο παρά ευτυχισμένο ζεύγος πρέπει να ήταν οι δυο τους.

Ο Ράνελμον αναστέναξε· και, μετά από μερικές στιγμές που κανένας δεν μιλούσε, ρώτησε την Έρικα: «Ποιοι θα παριστάνουν τους πειρατές; Οι Ζωντανοί-Νεκροί;»

«Δε θα χρειαστεί, Μεγαλειότατε. Θα φέρω κανονικούς πειρατές για να κάνουν τη δουλειά.»

«Κανονικούς πειρατές;» είπε ο Αλκάμελ, μοιάζοντας ξαφνιασμένος. Μοιάζοντας να θέλει να προσθέσει: Έχεις συναναστροφές με πειρατές; Με πειρατές!

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Γνωστούς; Ποιο είναι τ’όνομα του καπετάνιου τους;»

«Αυτό δεν μπορώ να το αποκαλύψω,» του είπε η Έρικα, και η όψη του Αρχιφρουρού έγινε ακόμα πιο σκοτεινή. «Αλλά τη δουλειά μας θα την κάνουν· σας διαβεβαιώνω γι’αυτό.»

«Θα ληστέψουν, δηλαδή, το πλοίο πραγματικά!»

«Δε θέλουμε να φανεί αληθινό; Καλύτερα, νομίζω, το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων να χάσει ένα πλοίο παρά να δεχτεί κι άλλη επίθεση από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.»

«Αυτό,» είπε η Σεϊλίκρα, «είναι αλήθεια.» Και κοίταξε τον Βασιληά της, απαιτώντας με το βλέμμα της μια απάντηση από εκείνον.

«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον, αν και κάπως διστακτικά. «Ένα πλοίο θα το ξαναφτιάξουμε. Τους ανθρώπους που θα χαθούν από την επίθεση δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τους Κρυφούς Θεούς να μας τους επιστρέψουν.»

«Επομένως, θα εφαρμόσουμε την ιδέα της Έρικας;»

«Μισό λεπτό,» είπε ο Ράνελμον. «Ας μη βιαζόμαστε.» (Και το πρόσωπο της Πρώτης Πριγκίπισσας φανέρωσε αμέσως δυσαρέσκεια.) «Θέλω πρώτα να ξέρω πού θα μεταφερθεί ο Αβέρναλ μετά την απαγωγή του, καθώς κι αν ο ίδιος συμφωνεί με το σχέδιο.» Στράφηκε να κοιτάξει τον δημοσιογράφο.

«Συμφωνώ, Μεγαλειότατε,» δήλωσε ο Αβέρναλ χωρίς δισταγμό. «Απόλυτα.»

«Το ξέρω πως το λες γιατί θεωρείς ότι με βάζεις σε κίνδυνο–»

«Σας βάζω σε κίνδυνο, Μεγαλειότατε. Μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ό,τι θα ήθελα ποτέ να σας βάλω. Όπου κι αν σκοπεύει να με μεταφέρει η Έρικα είμαι πρόθυμος να πάω – εκτός, βέβαια, αν σκοπεύει να με παραδώσει στον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ…» Την ατένισε.

«Εννοείται πως όχι,» τον διαβεβαίωσε εκείνη. «Θα κάναμε τόση φασαρία για να σε σώσουμε, αν σκοπεύαμε να σε παραδώσουμε στον Αρχισυγκλητικό;»

Ο Αβέρναλ απλώς ύψωσε τους ώμους, χωρίς να μιλήσει.

«Πού θα τον μεταφέρετε, λοιπόν;» θέλησε να μάθει ο Ράνελμον.

«Αυτό δεν το έχω σκεφτεί ακόμα,» παραδέχτηκε η Έρικα. Και κοίταξε τον Ζαώρδιλ.

«Τι κοιτάς εμένα;» είπε ο Σκοτωμένος. «Εσύ ξέρεις καλύτερα από τέτοια. Κι ο νέος σου φίλος, επίσης.» Αναφερόταν στον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο, και η Έρικα, φυσικά, αμέσως το κατάλαβε.

Ρώτησε τον Αβέρναλ: «Εσύ πού θα πρότεινες να σε πάμε;»

«Εκεί όπου μπορεί να ήθελα εγώ να πάω, μπορεί να με αναζητήσει κι ο Αρχισυγκλητικός· οπότε, καλύτερα να αποφασίσεις εσύ πού θα με στείλεις, Έρικα. Είμαι βέβαιος πως δεν θα καταφέρει να μαντέψει τη δική σου σκέψη.»

Η Έρικα έφερε στο νου της όλες τις πόλεις του Ωκεανού που είχε γνωρίσει. Υπήρχαν πολλά μέρη, νόμιζε, όπου μπορούσε, άνετα, να κρύψει τον Αβέρναλ και ο Αρχισυγκλητικός να μην τον βρει ποτέ. Το όλο θέμα είναι για πόσο ο δημοσιογράφος θα θελήσει να μείνει ήσυχα κρυμμένος.

«Θα εφαρμόσουμε το σχέδιο της Έρικας, λοιπόν;» ρώτησε ξανά η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα.

«Δε μ’αρέσει που θα ενδώσω στις απαιτήσεις του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ…» είπε ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων κοιτάζοντας τον χάρτη επάνω στο τραπέζι.

«Ράνελμον…» άρχισε η Σεϊλίκρα.

«Όμως,» τη διέκοψε εκείνος, «δεν φαίνεται να υπάρχει καλύτερη λύση επί του παρόντος. Η πρώτη επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών μάς κόστιζε πολλές ζωές, κι αν γίνει και δεύτερη, μάλλον θα μας κοστίζει άλλες τόσες.» Ο Βασιληάς ύψωσε το βλέμμα του, στρέφοντάς το προς την Έρικα και τον Ζαώρδιλ. «Θα στείλω επιστολή στον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ για να τον ενημερώσω πως είμαι πρόθυμος να του παραδώσω τον Αβέρναλ–»

«Συγνώμη, Βασιληά μου,» είπε ο Αλκάμελ. «Τι θα γίνει, όμως, αν ο Αρχισυγκλητικός προτείνει να στείλει εδώ ανθρώπους του για να συνοδέψουν τον Αβέρναλ στην Κάρνατεβ; Κι αν αυτοί οι άνθρωποι έρθουν με αεροσκάφος, και επιμείνουν να φύγουν με το ίδιο αεροσκάφος;»

Σιγή για μερικές στιγμές.

Μετά, ο Ράνελμον είπε: «Αυτό είναι, πράγματι, ένα πρόβλημα που μπορεί να παρουσιαστεί. Έχεις δίκιο: λογικά, ο Αρχισυγκλητικός θα θέλει να στείλει ανθρώπους του… αν μη τι άλλο για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάει τίποτα στραβά. Έπρεπε να το είχαμε σκεφτεί εξαρχής…» Κοίταξε την Έρικα ερωτηματικά.

«Αν η Αρχιέρειά σας προκαλέσει δυνατό άνεμο….» κόμπιασε εκείνη, ενώ συλλογιζόταν: Κι εγώ έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Ήταν αβλεψία της, μάλλον επειδή το σχέδιο είχε έρθει τώρα, αυθόρμητα, στο μυαλό της και δεν είχε χρόνο να το αναλογιστεί απ’όλες τις απόψεις.

«Δε μπορούμε να βασιστούμε μόνο σ’αυτό,» είπε ο Βασιληάς. «Μπορεί οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού να περιμένουν μέχρι ο άνεμος να κοπάσει.»

«Και μάλλον αυτό θα κάνουν,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ, «εκτός αν σκέφτονται ν’αφήσουν το αεροσκάφος τους εδώ. Θα είναι ένα από τα ‘αεροχήματα’, υποθέτω· σωστά;»

«Δεν το νομίζω,» είπε ο Ράνελμον. «Απ’ό,τι ξέρω, μόνο στον πόλεμο τα χρησιμοποιούν ώστε να φτάνουν θέσεις που αλλιώς είναι απροσπέλαστες. Το πιθανότερο είναι να έρθουν με ελικόπτερο, αν έρθουν από αέρα.»

Ο Ζαώρδιλ ατένισε την Έρικα. «Το σχέδιο πρέπει ν’αλλάξει, πάντως…»

Εκείνη ήταν συλλογισμένη. «Προφανώς… Πρέπει να είμαστε, σίγουρα, προετοιμασμένη γι’αυτή την περίπτωση – που είναι, όντως, πολύ πιθανή. Τι θα πρότεινες εσύ; Αεροπειρατεία;»

«Το πρώτο που έρχεται στο μυαλό, ναι, αυτό είναι,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ.

«Και μπορούμε να την κάνουμε, δεν μπορούμε;»

«Ένα ελικόπτερο έχουμε, όπως ξέρεις· και δεν είμαστε βέβαιοι ότι ο Αρχισυγκλητικός θα στείλει μόνο ένα δικό του ελικόπτερο εδώ. Ίσως να στείλει δύο, ή τρία, ως συνοδία. Αλλά ακόμα και ένα να στείλει θα είναι ρίσκο.»

«Έχουμε και τέσσερα ορνιθόπτερα.»

«Δε μπορούν ν’αντιμετωπίσουν ελικόπτερο, Έρικα.»

«Εκτός αν το ξαφνιάσουν–»

«Δεν είναι υπό συζήτηση. Είναι ανόητο και αυτοκτονικό.»

Η Έρικα τον αγριοκοίταξε.

Ο Ράνελμον είπε: «Θα μπορούσα να σας παραχωρήσω ένα δικό μου ελικόπτερο. Δύο, πιθανώς.»

«Τα οποία, όμως, οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού θα αναγνωρίσουν ως δικά σας, Μεγαλειότατε,» τόνισε ο Ζαώρδιλ, «εκτός αν σκοπεύουμε να τους αλλάξουμε τελείως την εμφάνιση.»

«Θα μπορούσαμε, δε θα μπορούσαμε;» είπε η Έρικα.

«Υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος να γίνει η αεροπειρατεία. Αλλά ο Αβέρναλ ίσως να κινδυνέψει.» Και ο Ζαώρδιλ κοίταξε τον δημοσιογράφο.

«Συνέχισε,» τον προέτρεψε εκείνος.

«Θα βάλουμε το ενεργειακό μας κανόνι μέσα στο πλοίο των… φίλων σου,» είπε ο Ζαώρδιλ στην Έρικα. «Το κανόνι θα σημαδέψει το ελικόπτερο – εγώ ο ίδιος θα το χειρίζομαι – και θα το καταρρίψει στη θάλασσα–»

«Όχι,» διαφώνησε αμέσως ο Ράνελμον κουνώντας το κεφάλι. «Είναι παρακινδυνευμένο. Προτείνεις να το ρίξεις στη θάλασσα και μετά να έρθουν οι πειρατές για να το λεηλατήσουν και ν’αρπάξουν τον Αβέρναλ;»

«Ναι.»

«Δεν μπορώ να το επιτρέψω, Ζαώρδιλ. Πώς το ξέρεις ότι το ελικόπτερο θα πέσει στη θάλασσα, κατά πρώτον;»

«Θα το χτυπήσουμε όταν πετά μακριά από οποιαδήποτε ξηρά, Μεγαλειότατε.»

«Ακόμα κι έτσι, δεν συμφωνώ καθόλου μ’αυτή την ιδέα. Βρείτε κάτι άλλο, αλλιώς δεν παραδίδω τον Αβέρναλ.»

«Γιατί να μη βάλουμε κάποιους ανθρώπους μέσα στο ελικόπτερο,» είπε η Πρώτη Πριγκίπισσα, «όσο θα είναι προσγειωμένο εδώ;»

Ο Ράνελμον συνοφρυώθηκε, μοιάζοντας μπερδεμένος.

Η Έρικα όμως κατάλαβε. «Κι αυτοί οι άνθρωποι θα κάνουν αεροπειρατεία όταν το ελικόπτερο υψωθεί μαζί με τον Αβέρναλ…»

«Ναι,» είπε η Σεϊλίκρα.

«Θα μπορούσε να γίνει.»

«Και δε θα καταλάβει ο Αρχισυγκλητικός ότι εγώ το έκανα;» απαίτησε ο Ράνελμον. «Αν είναι δυνατόν!»

«Θα πάρουμε το ελικόπτερο μακριά, Μεγαλειότατε,» είπε η Έρικα. «Ο Βέργκεδελ δεν χρειάζεται να μάθει πώς ακριβώς κλάπηκε. Θα σκοτώσουμε όλους τους ανθρώπους του που θα είναι μέσα· δεν θα τους επιτρέψουμε να φύγουν.»

Ο Ράνελμον δεν μίλησε, κοιτάζοντας πάλι τον χάρτη.

«Είναι το καλύτερο σχέδιο που έχουμε σκεφτεί μέχρι στιγμής,» είπε η Σεϊλίκρα.

«Δεν είναι όμως αρκετά καλό,» διαφώνησε ο Ράνελμον.

«Και είναι καλύτερο να δεχτούμε κι άλλη επίθεση από τους δολοφόνους;» σχεδόν φώναξε η Πρώτη Πριγκίπισσα χτυπώντας το χέρι της επάνω στην επιφάνεια του ξύλινου τραπεζιού μ’έναν δυνατό κρότο δαχτυλιδιών.

«Δε θα του δώσω δικαιολογία να πιστέψει ότι του παίξαμε βρώμικο παιχνίδι! Δεν είναι διπλωματικό, Σεϊλίκρα!»

«Είναι πιο διπλωματικό να ετοιμαστούμε για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;» επέμεινε η Πρώτη Πριγκίπισσα.

«Και τα δύο άσχημα είναι!»

«Τουλάχιστον, ας προσπαθήσουμε να κοροϊδέψουμε τον Αρχισυγκλητικό – κι αν δεν πιάσει, δεν έπιασε!»

Τα λόγια της φάνηκαν να βάζουν τον Ράνελμον σε σκέψεις.

«Τι έχουμε να χάσουμε;» συνέχισε η Σεϊλίκρα, βλέποντας πως κάτι είχε καταφέρει. «Ούτως ή άλλως θα δεχτούμε επίθεση αν δεν κάνουμε τίποτα.»

«Σ’αυτό,» είπε ο Ζαώρδιλ, «η Πρώτη Πριγκίπισσα έχει δίκιο, νομίζω, Μεγαλειότατε.»

«Είσαι πρόθυμος να βάλεις μισθοφόρους σου μέσα στο ελικόπτερο του Αρχισυγκλητικού;» τον ρώτησε ο Ράνελμον.

«Αν πληρωθούμε γι’αυτό, φυσικά και είμαι πρόθυμος.»

«Κι αν ο Αρχισυγκλητικός στείλει τους ανθρώπους του εδώ με πλοίο, όχι με αεροσκάφος;» έθεσε το ερώτημα ο Αλκάμελ.

«Τότε,» είπε η Έρικα, «τα πράγματα θα είναι ακόμα ευκολότερα για εμάς.»

«Θα πρέπει, επομένως, να είμαστε προετοιμασμένοι και για τις δύο περιπτώσεις…»

«Ασφαλώς.»

 

 

Είχε φοβηθεί. Όταν εκείνος ο παράξενος άνθρωπος είχε μιλήσει, το ξέρω πως είχε φοβηθεί γιατί είχα κι εγώ φοβηθεί. Μετά ήταν απόμακρο, πολύ απόμακρο, αλλά η παρουσία του δεν είχε χαθεί. Και πεινούσε.

Συνεχώς πεινά. Κι έχω την αίσθηση ότι με αλλάζει· ότι με πνίγει, δεν μ’αφήνει ν’αναπνεύσω.

Και τώρα ξανά η επιρροή του έχει μεγαλώσει. Βλέπω την αντανάκλασή του παντού.

Και την απορία στα μάτια της… και τη λύπη… Αυτό είναι το χειρότερο! Το ξέρω πως την έχω πληγώσει, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να την προστατέψω απ’αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι.

Παρακολουθεί τη σκιά μου, τα βήματά μου. Βλέπω τις παραμορφωμένες αντανακλάσεις του. Παίζει μαζί μου; Γιατί δεν κάνει ό,τι είναι να κάνει; Τι περιμένει; Γιατί με πνίγει έτσι; Προσπαθεί να με υποτάξει; Προσπαθεί να με κάνει να το αποδεχτώ; Δεν είναι, όμως, κάποιος δαίμονας· έχω ρωτήσει και μου το έχουν πει. Είναι κάτι άλλο, διαφορετικό. Τι; Μήπως έχω αρχίσει να τρελαίνομαι;

Είναι εξοργισμένο από ό,τι συνέβη στο ταξίδι μας· το αισθάνομαι. Αναρωτιέμαι αν τελικά έχει αποφασίσει να δράσει – μέσα από εμένα. Ελπίζω πως όχι, όχι ακόμα. Όχι μέχρι να βρω μια λύση!

Τι λύση;

Το μεσημέρι αποφεύγω τον ύπνο. Αλλά η νύχτα έρχεται, και δεν μπορώ να αποφεύγω τον ύπνο για πάντα· ίσως το εξαντλημένο μου σώμα να του δώσει την ευκαιρία που περιμένει· ίσως αυτό να είναι το σχέδιό του.

Κοιμάμαι… κι έρχονται ξανά τα όνειρα φρικτών υπόγειων κόσμων… κι εκείνη η ακόρεστη, δαιμονική ΠΕΙΝΑ

Ξυπνάω, και δεν βρίσκομαι στο κρεβάτι μου. Είναι πρωί και είμαι όρθιος, σ’έναν εξώστη, κοιτάζοντας προς τη θάλασσα. Σαν ποτέ να μην είχα κοιμηθεί.

Τρόμος με καταλαμβάνει.

Έχει ήδη αρχίσει να με νικά;

Να πηδήσω από εδώ; Να δώσω τέλος; Ή αν το κάνω αυτό κάτι θα ελευθερωθεί από μέσα μου; Κάτι αφάνταστα μοχθηρό και επίβουλο;

Όχι, δεν ήρθε το τέλος. Όχι σήμερα.

Θεοί… ελπίζω να μην έχω κάνει κακό σε κανέναν χωρίς να το ξέρω…

Κεφάλαιο Δέκατο-Έκτο
Παράξενα Μάτια

Ύστερα από τη συζήτησή του με τον Ζαώρδιλ και την Έρικα, ο Βασιληάς Ράνελμον πήγε να μιλήσει με μερικούς από τους θαλασσάρχοντες της Βουλής των Καπεταναίων, ώστε να τους ενημερώσει κι αυτούς για το σχέδιο της προσποιητής παράδοσης του Αβέρναλ. Ο Ζαώρδιλ και η Έρικα δεν πήγαν μαζί του σ’αυτή τη συνάντηση· δεν υπήρχε λόγος· ήταν τυπική περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο. Η Έρικα, όμως, ρώτησε τον Βασιληά προτού εκείνος φύγει από κοντά τους: «Υπάρχει περίπτωση η Βουλή των Καπεταναίων να σταματήσει το σχέδιό μας; Μπορεί να το σταματήσει;»

«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον, «υπό ορισμένες συνθήκες. Αν και δεν συμβαίνει συχνά για τέτοιες υποθέσεις. Επιπλέον, δε νομίζω πως θα διαφωνούν με το συγκεκριμένο σχέδιο. Θεωρούν την παρουσία του Αβέρναλ εδώ επικίνδυνη για το Βασίλειο.»

Και είναι επικίνδυνη, σκέφτηκε η Έρικα. Ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ έμοιαζε αποφασισμένος να βγάλει από τη μέση τον δημοσιογράφο όποιο κι αν ήταν το κόστος. Παρότι είχε δηλώσει πως θεωρούσε προπαγάνδα εχθρικών δυνάμεων αυτά που έλεγε ο Αβέρναλ, ήθελε να του κλείσει το στόμα προτού στραφούν εναντίον του αρκετοί άνθρωποι της ίδιας της Κάρνατεβ για να τον διώξουν από τη θέση του, ή ακόμα και να τον τιμωρήσουν.

«Πεινάς;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ την Έρικα, καθώς οι δυο τους βάδιζαν μέσα στους διαδρόμους του παλατιού και ήταν πια μεσημέρι.

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι,» αποκρίθηκε εκείνη.

«Έχεις φάει;»

«Όχι.»

«Έχεις τα νεύρα σου.» Δεν ήταν ερώτηση.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Με ξέρεις τόσο καλά που με τρομάζει,» είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού, καθώς περνούσε το χέρι της κάτω από την πίσω μεριά της ζώνης του.

«Θα πας να μιλήσεις στον αγαπημένο σου πειρατή, τώρα;»

«Δεν είναι εδώ.»

«Τότε, πώς θα κανονίσουμε τη δουλειά μαζί του;»

«Θα επιστρέψει, σύντομα. Ξεχνάς ότι τον έστειλα να μεταφέρει το μήνυμα του Αβέρναλ;»

«Σωστά,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Πιστεύεις ότι το μήνυμα θα έφτασε στον προορισμό του;»

«Δε νομίζω ο Όρκιβελ νάναι τόσο ατζαμής. Επιπλέον, θέλει να μάθει κι άλλα για το δίκτυό μου. Θέλει να μπορεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελός του.»

«Είσαι σίγουρη πως κάνεις καλά που τον εμπιστεύεσαι;»

«Δεν τον εμπιστεύομαι, Ζαώρδιλ. Μου είναι χρήσιμος. Αν και του έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη απ’ό,τι σε άλλους τους οποίους έχω συναναστραφεί.»

«Ελπίζω να μην υπονοείς εμένα.»

Η Έρικα χαμογέλασε ξανά με το λοξό της χαμόγελο. «Εσένα δεν σε θεωρώ αυτής της κατηγορίας. Ούτε τους Ζωντανούς-Νεκρούς.»

Άρχισαν ν’ανεβαίνουν μια μεγάλη σκάλα του παλατιού η οποία ήταν στρωμένη με μαλακό, καλοκαιρινό χαλί με ψάρια κεντημένα επάνω.

«Σε ποια κατηγορία ανήκουμε εμείς;» θέλησε να μάθει ο Ζαώρδιλ.

«Στους συντρόφους μου.»

«Και ο Όρκιβελ;»

«Στους εξωτερικούς συνεργάτες.»

«Και οι άνθρωποι του δικτύου σου;»

«Εξαρτάται τι εννοείς λέγοντας ‘άνθρωποι του δικτύου μου’.»

«Άνθρωποι όπως ο Ναλτάφιρ’χοκ, ο Βαλέριος.»

«Αυτοί που λες είναι, αναμφίβολα, σύντροφοί μου. Τους ξέρω πιο παλιά απ’ό,τι εσένα,» απάντησε η Έρικα. «Παρεμπιπτόντως, επειδή τώρα το θυμήθηκα, τι κάνει η Ανρίθα;»

«Καλά είναι.»

«Δεν ήταν εδώ όταν επιτέθηκαν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, έτσι;»

«Στα πλοία μας βρισκόταν. Τώρα ήρθε, όμως, για να δει τι έγινε. Ίσως νάναι μαζί με τη μάγισσα. Πάμε από κει; Θέλω να μάθω, ούτως ή άλλως, αν η Φαίδρα έχει ανακαλύψει τίποτα καινούργιο για τους εχθρούς μας.»

Η Έρικα ανασήκωσε τους ώμους. «Πάμε.»

Ανεβαίνοντας τα πατώματα του παλατιού έφτασαν στον διάδρομο όπου βρίσκονταν οι πόρτες πολλών δωματίων που ο Βασιληάς είχε παραχωρήσει στους Ζωντανούς-Νεκρούς. Ο Ζαώρδιλ οδήγησε την Έρικα στην πόρτα του δωματίου της Φαίδρας και χτύπησε.

Η μάγισσα άνοιξε. «Αρχηγέ… Έρικα.»

Ο Ζαώρδιλ είδε πως πίσω της φαινόταν καθισμένη η Ανρίθα-Νοθ με μια κούπα στο χέρι, καθώς και η Ανταρλίδα’μορ. Τα πήγαιναν καλά οι τρεις τους· το είχε παρατηρήσει πολλές φορές. «Ενοχλούμε;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Φαίδρα, «καθόλου. Ελάτε»· και παραμέρισε από το κατώφλι, ώστε ο Σκοτωμένος και η Έρικα να μπουν στο δωμάτιο.

Η Ανρίθα-Νοθ τούς ατένισε αμίλητα. Η Ανταρλίδα τούς χαιρέτησε. Η Φαίδρα τούς είπε να καθίσουν όπου ήθελαν, και η ίδια κάθισε στο περβάζι του παραθύρου της.

«Δε θα μείνουμε πολύ,» είπε ο Ζαώρδιλ εξακολουθώντας να είναι όρθιος, όπως και η Έρικα. «Ήρθα να σε ρωτήσω μήπως ανακάλυψες τίποτα καινούργιο για τους εχθρούς μας;»

Η Φαίδρα κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα.»

«Οι στολές τους;»

«Δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Καμία πνευματική οντότητα, κανενός είδους ενέργεια. Είναι απλώς ρούχα φτιαγμένα από δέρματα διάφορων ζώων. Και η Ανταρλίδα τα έλεγξε.»

Η Τεχνομαθής μάγισσα κατένευσε. «Τα έλεγξα.»

«Επομένως, τα πνεύματα είναι μέσα στους ίδιους;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Έτσι φαίνεται,» είπε η Φαίδρα. «Αλλά, εκτός από τις πνευματικές οντότητες, υπάρχει και κάτι άλλο, αρχηγέ. Μια δύναμη, η οποία λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στο δαιμονικό ζωώδες πνεύμα και στο πνεύμα των δολοφόνων. Κι αυτή η δύναμη είναι θεϊκής τάξης: τουλάχιστον, η Καρδιά της Συναγωγής την αντιλαμβανόταν ως κάποιον άλλο θεό.»

«Και το πνεύμα που φυλάκισες έχει αυτό τον θεό μέσα του;»

«Όχι. Όπως σου είπα, πρόκειται για μια δύναμη που λειτουργεί ως σύνδεσμος. Όταν το δαιμονικό πνεύμα αποκολλείται από τον Θηριόπνευστο Αδελφό, αυτή η δύναμη φεύγει.»

Η Έρικα παρενέβη: «Σίγουρα, όμως, προέρχεται από θεό η συγκεκριμένη δύναμη, έτσι;»

«Ναι. Είναι θεϊκής φύσης.»

«Η Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου,» είπε η Έρικα ρίχνοντας μια ματιά στον Ζαώρδιλ. «Είναι αλήθεια, επομένως· ο θεός τους τους δίνει τις δυνάμεις τους.»

«Τι είναι η Ανονείρευτη Σκιά του Λόγκου;» ρώτησε η Ανρίθα-Νοθ.

Η Έρικα απάντησε, λέγοντας ό,τι είχε μάθει – και μιλώντας κυρίως στη Φαίδρα, όχι στην Ανρίθα.

Η μάγισσα είπε, κάπως σκεπτικά: «Ο Φέκταρελ δεν μου ανέφερε τίποτα απ’αυτά…»

«Ο Φέκταρελ;»

«Ήρθε να με βρει, πιο πριν, όταν ερευνούσα τις στολές των Θηριόπνευστων Αδελφών. Αλλά μετά έφυγε.»

«Τον είδα κι εγώ,» είπε η Ανρίθα, λες και υπήρχε ανάγκη να επιβεβαιώσει τα λόγια της Φαίδρας· «ήμουν εκεί.»

Η Ανταρλίδα’μορ ρώτησε τον Ζαώρδιλ: «Τι σκέφτεσαι να κάνουμε τώρα, αρχηγέ; Πώς θα αντιμετωπίσουμε την επόμενή τους επίθεση;»

«Δε θα γίνει επόμενη επίθεση, ελπίζουμε.»

Η Ανταρλίδα και η Φαίδρα τον κοίταξαν ερωτηματικά, και ο Ζαώρδιλ τούς μίλησε για το σχέδιο που είχαν εκπονήσει μαζί με τον Βασιληά Ράνελμον.

«Δεν είναι ανάγκη να βάλουμε ανθρώπους μας μες στο ελικόπτερο,» είπε η Ανταρλίδα. «Υπάρχει κι άλλος τρόπος να το σαμποτάρουμε.»

«Ο οποίος είναι;»

«Με τη χρήση Μαγγανείας Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως,» αποκρίθηκε η Τεχνομαθής μάγισσα. «Την έχεις ακουστά;»

«Δε νομίζω.»

Η Ανταρλίδα κοίταξε την Έρικα. «Εσύ;»

«Δεν ξέρω ακριβώς τι κάνει, αλλά κάπου πρέπει να την έχει πάρει τ’αφτί μου.»

«Όταν υφάνω τη μαγγανεία επάνω στις μηχανές του ελικοπτέρου θα μπορώ, από απόσταση, μ’ένα τηλεπικοινωνιακό σήμα, να τις κάνω να σταματήσουν. Σταδιακά, αν θέλω, όχι απότομα, ώστε να δώσω χρόνο στον πιλότο να προσγειώσει το σκάφος χωρίς εκείνος κι οι επιβάτες του να τσακιστούν.»

Ο Ζαώρδιλ και η Έρικα αλληλοκοιτάχτηκαν· η δεύτερη χαμογελούσε λιγάκι στραβά, φανερά ευχαριστημένη. Ο Σκοτωμένος είπε στην Ανταρλίδα: «Μάγισσα, νομίζω πως μόλις μας έλυσες ένα– ψέματα, δύο σημαντικά προβλήματα.»

«Δύο;»

«Το πρώτο είναι, φυσικά, ότι θα έπρεπε να μπούμε στο ελικόπτερο και να πάρουμε τον έλεγχο. Το δεύτερο αφορά, κυρίως, τον Βασιληά Ράνελμον. Αν το ελικόπτερο φεύγοντας από εδώ είχε αεροπειρατές μέσα του, ο Αρχισυγκλητικός πιθανώς να υποπτευόταν τον Βασιληά. Με τη δική σου συμβολή, όμως, δεν θα υπάρχει καμία ένδειξη εμπλοκής του Ράνελμον.»

«Εκτός αν ξέρουν τη Μαγγανεία Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως και υποθέσουν ότι κάποιος την ύφανε όσο το ελικόπτερο βρισκόταν εδώ.»

Ο Ζαώρδιλ ρουθούνισε. «Δε νομίζω πως υπάρχουν και πολλές πιθανότητες να συμβεί αυτό, Ανταρλίδα.»

«Η μέθοδος που προτείνεις μας συμφέρει σαφώς περισσότερο από τη μέθοδο που είχαμε υπόψη,» της είπε η Έρικα.

«Δεν αντιλέγω,» αποκρίθηκε η μάγισσα.

«Και είμαι βέβαιη πως κι ο Βασιληάς θα μείνει πολύ ικανοποιημένος,» πρόσθεσε η Έρικα.

«Τώρα, μου έφτιαξες την ημέρα.»

Η Ανρίθα-Νοθ και η Φαίδρα’λι γέλασαν, και ακόμα κι ο Ζαώρδιλ χαμογέλασε. Και μετά είπε:

«Το όλο θέμα, λοιπόν, είναι πού θα αναγκάσουμε το ελικόπτερο να προσγειωθεί…»

«Σε νησί καλύτερα,» πρότεινε η Έρικα, «όχι στη θάλασσα. Θα κινδυνέψει ο Αβέρναλ.»

«Ποιο νησί;»

«Θα ρωτήσουμε τον Όρκιβελ. Αν και έχω κι εγώ μερικές ιδέες, εν ανάγκη.»

Η Ανρίθα-Νοθ είπε: «Θα ξαναδούμε τους πειρατές, δηλαδή;»

«Εγώ θα τους δω σίγουρα, πάντως.»

«Εμένα αυτός με τα μούσια με τρομάζει,» δήλωσε η Ανρίθα και ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της.

«Ναι, δεν τη βλέπεις πώς έχει χλομιάσει;» γέλασε η Ανταρλίδα.

*

Η Έρικα ακολούθησε τον Ζαώρδιλ στο δωμάτιό του, μετά από τη σύντομη συζήτηση με τις δύο μάγισσες και τη Ρελκάμνια αριστοκράτισσα. Ο Σκοτωμένος ξεκλείδωσε την ξύλινη πόρτα και μπήκαν. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε, αφήνοντας το μεσημεριανό φως να λούσει τον χώρο ευχάριστα. Η Έρικα ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι.

«Με τα σκονισμένα απ’το ταξίδι ρούχα επάνω στο κρεβάτι μου;» είπε ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Άμα δε σ’αρέσουν μπορείς να τα πάρεις από εδώ.»

Ο Ζαώρδιλ ήρθε να σταθεί μπροστά της. «Αυτό σκοπεύω να κάνω,» αποκρίθηκε και, σκύβοντας, τράβηξε το πουκάμισό της προς τα πάνω και έξω απ’το παντελόνι της, σταματώντας όταν το ένδυμα συνάντησε τις μασκάλες της. Τα χείλη τους συναντήθηκαν, οι αναπνοές τους έγιναν μία αναπνοή. Τα ρούχα της Έρικας έφυγαν το ένα μετά το άλλο, καταλήγοντας στο πάτωμα γύρω απ’το κρεβάτι, όπου κατέληξαν και τα περισσότερα ρούχα του Σκοτωμένου. Το σώμα της τυλίχτηκε γύρω του και, για λίγη ώρα, κανένας τους δεν είχε στο μυαλό του ούτε τον Βασιληά Ράνελμον, ούτε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, ούτε το πώς θα φυγαδέψουν τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο· τα μόνα ενδιαφέροντα πράγματα που απέμεναν στο Γνωστό Σύμπαν ήταν ένα λευκόδερμο σώμα, ένα πορφυρόδερμο σώμα, και δύο ζευγάρια μάτια – μαύρα μάτια που κοίταζαν μέσα σε γαλανά, γαλανά που κοίταζαν μέσα σε μαύρα. Τα βλέφαρά της έκλεισαν καθώς μια βαθιά φωνή έβγαινε απ’τον λαιμό της, και ο Ζαώρδιλ φίλησε δυνατά την άκρια του στόματός της ενώ το ένα του χέρι έσφιγγε τον καρπό της και το άλλο τα σεντόνια του κρεβατιού.

Μετά, έμειναν κι οι δυο τους για λίγο ακίνητοι, βαριανασαίνοντας, φιλώντας αργά.

«Είσαι ο αγαπημένος μου συνεργάτης, το ξέρεις;» είπε η Έρικα.

«Ούτε που το είχα φανταστεί,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, κι αισθάνθηκε τα χείλη της να χαμογελούν λιγάκι λοξά κάτω απ’τα δικά του. Σηκώθηκε από πάνω της και απ’το κρεβάτι, μουγκρίζοντας καθώς ένιωθε το σώμα του να γλίστρα, δυσάρεστα αλλά αναγκαία, έξω απ’το δικό της. «Πεινάς τώρα;» τη ρώτησε.

«Ναι.» Η Έρικα τεντώθηκε πάνω στο κρεβάτι, υψώνοντας το ένα της πόδι για να το βάλει στον ώμο του Ζαώρδιλ.

Ο Σκοτωμένος φίλησε το πλάι του πέλματός της. «Το ήξερα ότι θα σου άνοιγε η όρεξη.» Σήκωσε το παντελόνι του από τα γόνατά του, το έδεσε γύρω απ’τη μέση του, και πλησίασε τον επικοινωνιακό δίαυλο του δωματίου, καλώντας το υπηρετικό προσωπικό του παλατιού και ζητώντας να του φέρουν μεσημεριανό για δύο.

Η Έρικα, εν τω μεταξύ, σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, φόρεσε επιδέξια τα εσώρουχά της, και πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο, για να κοιτάξει έξω, τη Νουσράκλη και, πέρα απ’αυτήν, τη θάλασσα.

«Σου είπα ότι ο Εύβουλος και οι Επιφανείς Κρανοφόροι υπηρετούν τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ, έτσι;» ρώτησε τον Ζαώρδιλ καθώς εκείνος, έχοντας μόλις κλείσει τον δίαυλο, την πλησίαζε.

«Ναι. Υποθέτεις ότι αυτούς θα στείλει εδώ ο Αρχισυγκλητικός για να πάρουν τον Αβέρναλ;»

«Το θεωρώ πολύ πιθανό. Και καλύτερα, όταν έρθουν, να μη δουν εσένα ή κανέναν άλλο απ’τους Ζωντανούς-Νεκρούς που μπορεί ν’αναγνωρίσουν.»

«Γιατί;»

«Υπάρχει κανένας λόγος να σας δουν;»

«Υπάρχει κανένας λόγος να μην μας δουν; Δεν φοβόμαστε τον Εύβουλο–»

«Δεν έχει να κάνει με το αν τον φοβάστε!»

«Επιπλέον, μπορεί ήδη να το ξέρει πως είμαστε εδώ.»

Η Έρικα δεν αποκρίθηκε, δείχνοντας σκεπτική.

«Το αποκλείεις;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Καθόλου. Μέσα στη Νουσράκλη, σίγουρα, πολλοί θα ξέρουν ότι ο Βασιληάς τους έχει προσλάβει κάποιους μισθοφόρους που λέγονται Ζωντανοί-Νεκροί.»

«Βλέπεις;» είπε ο Ζαώρδιλ. «Επομένως, ο Αρχισυγκλητικός πιθανώς να γνωρίζει ήδη για την παρουσία μας εδώ· άρα, και ο Εύβουλος. Και δεν πρόκειται, έτσι κι αλλιώς, να κρυφτώ από τον Εύβουλο.»

Η Έρικα τον λοξοκοίταξε με σμιγμένα χείλη.

«Είναι θέμα αρχής,» είπε, επίμονα, ο Ζαώρδιλ.

«Είσαι ξεροκέφαλος σαν αφιονισμένος λυκόχοιρος.»

«Όταν χρειάζεται.» Ο Ζαώρδιλ έβγαλε καπνό και φύλλο από την τσέπη του κι άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο.

Η πόρτα του δωματίου χτύπησε μόλις το τσιγάρο είχε στρίψει. «Ποιος είναι;» φώναξε ο Σκοτωμένος, κι έλαβε απάντηση από γυναικεία φωνή: «Το μεσημεριανό σας φέρνω, κύριε.» Ο Ζαώρδιλ άναψε το τσιγάρο με τον ενεργειακό αναπτήρα του και πήγε ν’ανοίξει και να πάρει τον δίσκο από την υπηρέτρια. Εκείνη έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Ο Σκοτωμένος άφησε τον δίσκο επάνω στο κρεβάτι και σήκωσε το μεταλλικό σκέπασμά του. Γαργαλιστικές οσμές, από ψητό κρέας ψαριού και αχνιστές σάλτσες, απλώθηκαν το δωμάτιο. Η Έρικα πήγε στο κρεβάτι και κάθισε εκεί οκλαδόν, παίρνοντας ένα πιάτο στα γόνατά της και γεμίζοντας τη μία από τις δύο κούπες με κρασί. Ο Ζαώρδιλ κάθισε αντίκρυ της, και για λίγο έτρωγαν χωρίς να μιλάνε.

Μετά, η Έρικα είπε αφού ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί: «Συνέβη και κάτι παράξενο με τον Αθάνατο…»

«Τι παράξενο;»

«Με τον Αθάνατο και τον Φέκταρελ, βασικά.»

«Τον Φέκταρελ;»

Η Έρικα ένευσε καθώς ξεκολλούσε, με τη γλώσσα, κάτι που είχε σκαλώσει ανάμεσα στα δόντια της – κάποιο ψαροκόκαλο ίσως, νόμιζε. «Ναι. Μόλις ο Αθάνατος τον είδε, τον έδειξε και είπε… κάτι ασυναρτησίες. Τον ρώτησε τι θέλει εδώ, σα να τον αναγνώριζε, ή να έβλεπε επάνω του κάτι που εγώ κι οι άλλοι δεν βλέπαμε. Ο Φέκταρελ ταράχτηκε κι έφυγε· τρόμαξε, δεν ξέρω τι τον έπιασε. Ρώτησα τον Αθάνατο τι εννοούσε, τι συνέβαινε, κι εκείνος μού απάντησε ότι δεν ξέρω πραγματικά ποιος είναι ο Φέκταρελ και παρόμοιες ανοησίες.»

«Δεν ξέρεις πραγματικά ποιος είναι ο Φέκταρελ…»

«Ανοησίες, όπως είπα. Ο ιερέας είναι, μάλλον, τρελός.»

«Δε σου εξήγησε τίποτ’ άλλο;»

Η Έρικα έμεινε για μια στιγμή σιωπηλή. «Όχι· δε θυμάμαι να είπε τίποτα διευκρινιστικό. Μόνο ότι δεν ξέρω ποιος πραγματικά είναι ο Φέκταρελ, ότι δεν είναι αυτό που δείχνει.» Μόρφασε.

«Κι ο ίδιος ο Φέκταρελ τι είπε για όλ’ αυτά;» θέλησε να μάθει ο Ζαώρδιλ, απορημένος από το γεγονός, καθώς, συγχρόνως, στο μυαλό του έρχονταν τα όσα τού είχε αναφέρει η Φαίδρα: ότι ο Φέκταρελ τής φαινόταν διαφορετικός τελευταία, για κάποιο λόγο, και ότι δεν πήγαινε κοντά της πλέον, χωρίς εκείνη να ξέρει, ή να μπορεί να καταλάβει, γιατί.

«Δε μπορούσε να βγάλει κανένα νόημα, φυσικά.»

«Γιατί, τότε, έφυγε όταν τον έδειξε ο ιερέας;»

«Τρόμαξε· αυτό μού είπε. Κι εγώ ίσως να είχα τρομάξει, για να είμαι ειλικρινής, αν μ’έδειχνε εκείνος ο άνθρωπος κι έλεγε αυτές τις ασυναρτησίες.»

«Θα έφευγες, όμως;»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη λιγάκι με την αντίδρασή του. Ξέρει κάτι που δεν ξέρω; «Τι θες να πεις; Νομίζεις ότι ο Αθάνατος ίσως να έχει δίκιο; Εσύ γνωρίζεις τον Φέκταρελ πολύ περισσότερο από εμένα. Πιστεύεις ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται;»

«…Έχω λόγο να θεωρώ πως ίσως να έχει αλλάξει κάπως,» είπε ο Ζαώρδιλ συλλογισμένα, ύστερα από μια αμίλητη στιγμή, κι έφαγε την τελευταία μπουκιά από το ψητό ψάρι του.

«Εγώ δεν έχω παρατηρήσει καμια αλλαγή. Πώς έχει αλλάξει;»

«Εσύ, Έρικα, δεν είσαι τόσο κοντά μας.»

«Δεν είμαι;»

«Πηγαίνεις μια εδώ, μια εκεί· δεν είσαι ανάμεσα στους μισθοφόρους μου, δεν βλέπεις συνεχώς τις αντιδράσεις τους, δεν ακούς τι λένε.»

«Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι έχεις παρατηρήσει κάτι συγκεκριμένο,» είπε η Έρικα πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Πες μου.»

«Η αλήθεια είναι πως η Φαίδρα έχει παρατηρήσει κάτι…»

Η Έρικα τον περίμενε να συνεχίσει.

Ο Ζαώρδιλ ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το δικό του κρασί. «Όταν ήμασταν ακόμα στη Βελτέρντιθ, μου μίλησε για τον Φέκταρελ. Μου είπε ότι ανησυχεί γι’αυτόν επειδή της φαίνεται πιο…» συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να θυμηθεί τα λόγια της μάγισσας, «πιο απόμακρος. Και δεν την πλησιάζει πια, όπως παλιά.»

«Ερωτικά, εννοείς;»

«Ναι. Το είχα ακούσει και προτού μου το πει η Φαίδρα, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να το πιστέψω· γιατί από τότε που ο Φέκταρελ την πρωτοείχε δει νομίζω πως ήταν ερωτευμένος μαζί της.»

«Μπορεί να μην είναι πια…»

«Αυτό είπα κι εγώ στη Φαίδρα, αλλά εκείνη φαίνεται να πιστεύει ότι κάτι συμβαίνει μαζί του. Και ανησυχεί γι’αυτόν. Μου είπε πως τον έλεγξε ακόμα και για πνευματικές οντότητες–»

«Για την περίπτωση που τον έχει καταλάβει κανένα πνεύμα;»

«Ναι, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Κι αν υπήρχε, είμαι βέβαιος πως η Φαίδρα θα το εντόπιζε.»

Η Έρικα ανακίνησε, σκεπτικά, το κρασί μέσα στην κούπα της. «Ο Αθάνατος, πάντως, κάτι είδε στον Φέκταρελ… Ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυρίστηκε. Και ήταν πολύ επίμονος.» Ύψωσε το βλέμμα της στον Ζαώρδιλ.

«Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να το αναφέρω στη Φαίδρα…»

«Αναρωτιέσαι;»

«Δε θέλω να την ανησυχήσω άδικα. Μπορεί απλά ο Φέκταρελ να μην τη θέλει πλέον και τίποτα περισσότερο να μη συμβαίνει. Εγώ δεν έχω προσέξει καμια κάμψη στις ικανότητές του ως Αρχιανιχνευτής των Ζωντανών Νεκρών. Εσύ;»

«Στο ταξίδι μου μαζί του, όπως τον θυμόμουν πάντα ήταν.»

«Βλέπεις;» Ήταν, όμως, φανερά προβληματισμένος.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

εκείνη την ημέρα (μετά τη νύχτα της επίθεσης των Θηριόπνευστων Αδελφών) ανασυγκροτούμασταν, & όλο το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον ανασυγκροτείτο βασικά. είχαν σκοτωθεί πολλοί δυστυχώς, & δικοί μας μισθοφόροι & του Βασιληά. & ο Κερκ είχε χάσει το πόδι του. λυπήθηκα πολύ που χτυπήθηκε έτσι ο Κερκ· ήταν πάντα καλός πολεμιστής, πιστός στον Σκοτωμένο & σ’όλους μας (θυμάμαι, μάλιστα, τον καιρό που υπηρετούσαμε την Παντοκράτειρα & ήμασταν στη Χόλκεραλ & ο Κερκ είχε τσακωθεί μ’έναν ταγματάρχη επειδή ο ταγματάρχης είχε πει κάτι κακό για τον Ζαώρδιλ· είχε γίνει φασαρία). τέλος πάντων, η μέρα πέρασε με κάποιες έρευνες που έκανα στα ρούχα των Θηριόπνευστων Αδελφών (τίποτα το ασυνήθιστο δεν υπάρχει σ’αυτό) & στην πνευματική οντότητα που παγιδέψαμε μαζί με τον Ζίντεραμ’λι. την έχουμε κλεισμένη μέσα σε μια Μαγγανεία Δαιμονικής Φυλακίσεως τώρα· δεν πρόκειται να πάει πουθενά, δεν έχει τη δύναμη να δραπετεύσει. & γενικά δεν είναι πολύ δυνατή οντότητα, αλλά άγρια, πολύ άγρια. πρέπει να είναι από κάποιο είδος δαιμονικών πνευμάτων που υπάρχουν στις ανατολικές ακτές, πίσω απ’αυτό το Όρος του Γκρίζου Ανέμου ίσως, για το οποίο μας μίλησε η Έρικα ύστερα από την έρευνά της για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς. αναρωτιόμαστε, εγώ & ο Ζίντεραμ’λι, πώς ίσως θα μπορούσαμε να αδρανοποιήσουμε αυτά τα πνεύματα μαζικά, αν χρειαστεί να προστατέψουμε ξανά το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον, αλλά καμια λύση δεν έχουμε ώς τώρα βρει. με Ξόρκια Πνευματικής Εκδιώξεως δεν νομίζω πως γίνεται τίποτα – εκτός αν εγώ & ο Ζίντεραμ’λι δεν είμαστε αρκετά ισχυροί μάγοι για να κάνουμε κάτι μ’αυτά. αλλά τότε ποιος θα μπορούσε να είναι; ο Άρδαλον’λι, ίσως, ο μάγος που κάποτε υπηρετούσε βοηθούσε τη Σαρντίκα-Νοθ; ακόμα & αυτός δε νομίζω πως θα κατάφερνε κάτι, γιατί τα πνεύματα είναι κολλημένα ενωμένα συνδεδεμένα με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς μέσω του θεού τους – της Ανονείρευτης Σκιάς του Λόγκου, όπως μας είπε η Έρικα πως ονομάζεται. θα πρέπει να εκδιώξεις τον θεό τους, νομίζω, για να εκδιώξεις & τα πνεύματα· & δε νομίζω ότι είναι εύκολο να εκδιώξεις έναν τέτοιο θεό, ακόμα & αν δεν είναι ο ίδιος εκεί αλλά μονάχα ένα μέρος της δύναμής του. η δύναμή του, επιπλέον, μάλλον πολλαπλασιάζεται από την πίστη των Αδελφών σ’αυτόν. όπως & νάχει Ξόρκια Πνευματικής Εκδιώξεως δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσαν να πιάσουν…

το μεσημέρι καθόμασταν στο δωμάτιό μου με την Ανταρλίδα & την Ανρίθα & χαζολογούσαμε, & ήρθαν ο Σκοτωμένος & η Έρικα & μας είπαν για το σχέδιο του Βασιληά της Έρικας να φυγαδέψει τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο, επομένως μάλλον τελικά δεν θα ξαναντιμετωπίσουμε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, οπότε δεν θα χρειαστεί να βρούμε τρόπο να τους νικήσουμε. & η Ανταρλίδα σκέφτηκε & μια πολύ καλή μέθοδο για να βοηθήσει στο σχέδιο της Έρικας. μόνο μια Τεχνομαθής μάγισσα θα το σκεφτόταν αυτό!

ο Φέκταρελ εξακολουθούσε να με προβληματίζει, όμως, όλη την ημέρα. είχε έρθει να μου μιλήσει μόλις επέστρεψε μαζί με την Έρικα για να δει αν ήμουν καλά μετά από την επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών, αλλά κατά τα άλλα πάλι δεν ήθελε να έχει καμια επαφή μαζί μου! ακόμα & όταν του πρότεινα να έρθει να φάμε μαζί, είπε πως όχι, είχε κάτι άλλο στο μυαλό του, ήταν κουρασμένος – κάτι τέτοιο! τι στις Λάμιες συμβαίνει μαζί του; στάθηκα πάλι έξω απ’το δωμάτιό του & έκανα ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, αλλά τίποτα δεν εντόπισα. δεν μπορώ να καταλάβω! καλύτερα να μην είχε έρθει καθόλου να μάθει αν ήμουν καλά! τι θέλει μαζί μου τέλος πάντων;!;!

μετά, όμως, έγινε το πιο παράξενο απ’όλα……

κοιμήθηκα το βράδυ στο δωμάτιό μου. ήμουν & λιγάκι πιωμένη – η Ανρίθα είχε καθίσει εδώ μέχρι αργά – έτσι δεν είχα κλείσει την πόρτα μου· ήταν μισάνοιχτη, όπως μάλλον την είχε αφήσει η Ανρίθα φεύγοντας. κοιμόμουν έτσι επάνω στο κρεβάτι μου, & είναι αυγή πια όταν ξυπνάω έχοντας μια «αίσθηση», ή ίσως κάτι να άκουσα· μάλλον κάτι πρέπει να άκουσα. αλλά ήμουν ακόμα κουρασμένη ζαλισμένη, έτσι δεν ξυπνάω τελείως, δεν σηκώνομαι, ανοίγω όμως λιγάκι τα βλέφαρά μου, τα μισανοίγω, & κοιτάζω & βλέπω ότι κάποιος με κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου μου: & είναι ο Φέκταρελ! αλλά – μα όλους τους θεούς & τους δαίμονες της Φεηνάρκια! – τα μάτια του! έχουν μια γυαλάδα που με τρομάζει & που νομίζω πως την έχω κάπου ξαναδεί, μα δε θυμάμαι πού (& πρέπει να θυμηθώ! αν θυμηθώ ίσως καταλάβω τι συμβαίνει στον Φέκταρελ)

με κοίταζε ο Φέκταρελ από τη μισάνοιχτη πόρτα, μάλλον νομίζοντας πως κοιμόμουν, πως δεν τον είχα δει, & εγώ δεν κουνιόμουν, ήμουν σαστισμένη, ίσως & λίγο φοβισμένη, ίσως & να νόμιζα εκείνη τη στιγμή πως ονειρευόμουν ή πως όλα ήταν από το χτεσινοβραδινό μεθύσι με την Ανρίθα. αλλά δεν ήταν από το μεθύσι!

ο Φέκταρελ τότε φεύγει από την πόρτα μου, & εξακολουθώ να είμαι ακίνητη, απορημένη. σκέφτομαι «άστον να φύγει να πάει όπου θέλει, να μην ξανάρθει εδώ! τι θέλει από μένα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!;» αλλά μετά θυμάμαι εκείνη τη γυαλάδα στα μάτια του. δεν είναι τα μάτια του αυτά – δεν είναι τα ΚΑΝΟΝΙΚΑ του μάτια! πετάγομαι απ’το κρεβάτι & δεν χρειάζεται να περιμένω για να ντυθώ – χτες βράδυ έπεσα με το δερμάτινο καλοκαιρινό μεσοφόρι μου με τα κεντητά φιδάκια στις τιράντες & τα τρία μεγάλα ξύλινα κουμπιά. βγαίνω απ’το δωμάτιό μου παραπατώντας λιγάκι & κοιτάζω από δω & από κει μες στον διάδρομο, αλλά πουθενά δεν βλέπω τον Φέκταρελ. «πού πήγε;» αναρωτιέμαι. «ήταν τελικά όνειρο;» αλλά δεν πιστεύω, φυσικά, ότι πραγματικά ήταν όνειρο. κάπου εδώ θα είναι ο Φέκταρελ!

αρχίζω να τον ψάχνω, & δεν συναντώ κανέναν άλλο στους διαδρόμους γύρω απ’το δωμάτιό μου γιατί είναι αυγή, & βλέπω τελικά τον Φέκταρελ να στέκεται σ’έναν εξώστη & να κοιτάζει τη θάλασσα. τι κάνει εκεί τέτοια ώρα; είναι ντυμένος μ’ένα καφέ δερμάτινο παντελόνι & μ’ένα πέτσινο γιλέκο, & το κατάμαυρο δέρμα του θυμίζει έντονη σκιά στο πρωινό φως του ήλιου. τα γαλανά μαλλιά του δεν είναι πιασμένα αλογοουρά όπως συνήθως, αλλά λυτά. μου έχει γυρισμένη την πλάτη.

περιμένω, κοιτάζοντας τον.

γυρίζει σαν να έχει διαισθανθεί την παρουσία μου· αλλά μάλλον με άκουσε, γιατί τ’αφτιά του ξέρω πως είναι πολύ κοφτερά, σαν του λύκου!

ωστόσο όταν μου μιλάει μοιάζει σαστισμένος που με βλέπει…

–Φαίδρα… μου λέει.

δεν ξέρω τι να πω· του λέω: ωραία μέρα, ε;…

–ναι… αποκρίνεται αινιγματικά εκείνος, βλεφαρίζοντας, & βαδίζει προς την έξοδο του εξώστη, προς εμένα. αλλά δεν τον αφήνω να φύγει, στέκομαι μπροστά του, μπροστά στην έξοδο.

–είσαι καλά;

–ναι, γιατί; ήθελα να πάρω λίγο αέρα…

–αν θέλεις να έρθεις στο δωμάτιό μου, του λέω, –δεν είμαι θυμωμένη μαζί σου… δεν… συμβαίνει κάτι…

–Φαίδρα, όχι τώρα, μου λέει & κάνει να με παραμερίσει για να φύγει, αλλά τον αρπάζω απ’το γιλέκο & τον σπρώχνω πίσω, θυμωμένη πολύ μαζί του!

–τι σκατά τότε θέλεις & έρχεσαι & με κοιτάς όσο κοιμάμαι; του γρυλίζω. –φύγε & άσε με ήσυχη!

τα μάτια του γουρλώνουν ξαφνικά σαν να έχει τρομοκρατηθεί, σαν αυτό που του είπα να τον τρόμαξε βαθιά. επειδή νόμιζε ότι δεν τον είχα δει να με κοιτάζει; φοβόταν ότι θα τον καταλάβω; λες & δεν μ’έχει δει ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ φορές να κοιμάμαι πλάι του!

απότομα, αρπάζοντας τους ώμους μου, με παραμερίζει από μπροστά του. –Φαίδρα, σταμάτα! μη μου λες ψέματα!

–τι ψέματα; νομίζεις ότι δε σε είδα; δεν κοιμόμουν!

–αρκετά! φωνάζει ο Φέκταρελ, & από την όψη του δεν μπορώ να κρίνω αν είναι τρομαγμένος ή εξαγριωμένος – ίσως λίγο & από τα δύο. –τέρμα οι ανοησίες! μου λέει, & φεύγει από τον εξώστη.

–στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων! φωνάζω πίσω του, –στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων!

& αμέσως μετά το μετανιώνω που τον έβρισα, γιατί κάτι τού συμβαίνει, κάτι έχει πάθει & δεν μπορώ να καταλάβω τι. η συμπεριφορά του είναι διαφορετική· όχι πολύ αλλά είναι… & τα μάτια του… τα μάτια του όπως ήταν όταν με κοίταξε ενώ νόμιζε ότι κοιμόμουν, όχι όπως ήταν όταν τον συνάντησα στον εξώστη… τα μάτια εκείνα τέτοια παρόμοια μάτια κάπου τα έχω ξαναδεί – πού όμως; πού;

αναρωτιέμαι αν έκανα τότε – τότε που με κοίταζε – Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, ή Ξόρκι Ενεργειακής Ανιχνεύσεως, θα εντόπιζα τίποτα;

ρωτάω την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων αν αισθάνθηκε κάτι το ασυνήθιστο όταν ο Φέκταρελ με κοίταζε, αλλά ο θεός μου (που & αυτός ξεκουραζόταν εκείνη την ώρα) μου απαντά ότι τίποτα το ασυνήθιστο δεν αισθάνθηκε. ήταν ο Φέκταρελ, όπως πάντα. «& τα μάτια του;» ρωτάω τον θεό μου. «τα μάτια του;» αλλά η Καρδιά μού αποκρίνεται ότι εκείνη δεν πρόσεξε καμία απολύτως διαφορά…

δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι – πρέπει να θυμηθώ πού έχω ξαναδεί εκείνα τα μάτια…

Κεφάλαιο Δέκατο-Έβδομο
Ένας Ανιχνευτής Φεύγει, Ένας Πειρατής Επιστρέφει· το Παιδί Ενός Σκοτεινού Θεού

Το επόμενο μεσημέρι, η Έρικα πήγε στο λιμάνι της Νουσράκλης για να βρει τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο και να μιλήσει μαζί του, όχι μόνο σχετικά με την πιθανή πειρατική δουλειά για την οποία ίσως να τον χρειαζόταν, αλλά και για το τι έγινε με τη μεταφορά του μηνύματος στην Κάρνατεβ. Ο κουρσάρος, όμως, δεν είχε έρθει ακόμα στην πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, όπως σύντομα ανακάλυψε η Έρικα. Κανένας απ’τους ανθρώπους του δεν ήταν στην ταβέρνα «Το Στενό Άνοιγμα».

Ελπίζω να παρέδωσε το μήνυμα στον Χάραλκιρ, όπως υποσχέθηκε, και να μην έκανε καμια ανοησία. Αν και, βέβαια, δεν της φαινόταν πως ο Όρκιβελ θα έκανε κάτι τέτοιο. Μπορεί να έμοιαζε λιγάκι παρορμητικός και επιδεικτικός, αλλά ήταν κατά βάθος σοβαρός και συγκεκριμένος. Αν δεν ήταν, δεν θα μπορούσε να κρατήσει το πλήρωμά του υπό έλεγχο· κι έδειχναν όλοι τους να τον σέβονται παρότι ήταν μικρότερος από αρκετούς από αυτούς.

Η Έρικα ανέβηκε στο άλογό της και τρόχασε προς το βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, έχοντας την κουκούλα της κάπας της σηκωμένη στο κεφάλι για να την προστατεύει από τις δυνατές ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου, που της έμοιαζε πιο άγριος εδώ, στα νησιά του Ωκεανού, απ’ό,τι σ’άλλα μέρη της Φεηνάρκια.

Ο Βασιληάς Ράνελμον τής είχε πει, χτες βράδυ, ότι είχε μιλήσει με τη Βουλή των Καπεταναίων και είχαν συμφωνήσει με το σχέδιό της, εκτός από μερικούς – όπως ο Θαλασσάρχοντας Κάβερντελ – που νόμιζαν ότι το να υποκύψουν στις απαιτήσεις του Αρχισυγκλητικού πρόσβαλλε την τιμή τους. Ωστόσο δεν είχαν φέρει αντίρρηση· «επομένως θα προχωρήσουμε όπως σχεδιάσαμε· μπορείς να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους που έχεις κατά νου, για την περίπτωση που ο Αρχισυγκλητικός στείλει πλοίο για να πάρει από εδώ τον Αβέρναλ.» (Ο Βασιληάς δεν χρησιμοποίησε τη λέξη πειρατές, εσκεμμένα δίχως αμφιβολία.) Η Έρικα τού είπε, τότε, για την ιδέα της Ανταρλίδας’μορ, σχετικά με τη Μαγγανεία Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως, και ο Ράνελμον φάνηκε πολύ ευχαριστημένος. «Ήταν αυτό που χρειαζόμασταν,» αποκρίθηκε, και υποσχέθηκε στην Έρικα πως θα ανταμειβόταν καλά για τις υπηρεσίες της. Εκείνη είπε πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους Ζωντανούς-Νεκρούς έπρεπε ο Μεγαλειότατος να ανταμείψει· «για εμένα είναι αρκετό που θα έχω την υποστήριξή σας ώστε να εγκαθιδρύσω το δίκτυό μου εδώ.»

Τώρα, πλησίασε έφιππη την πύλη του κήπου του παλατιού, δήλωσε στους φρουρούς ποια ήταν, και την άφησαν να περάσει. Κατέβηκε απ’το άλογό της και το έδωσε σ’έναν ιπποκόμο για να το πάει στον στάβλο, ενώ η ίδια βάδισε επάνω στα μονοπάτια του κήπου, ο οποίος ήταν μισοκαμένος από τη φωτιά που είχε αρπάξει κατά την επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών.

Φτάνοντας στο κεντρικό οίκημα του παλατιού, μπήκε σ’έναν ανελκυστήρα κι ανέβηκε στον όροφο όπου φιλοξενούνταν ο Ζαώρδιλ και οι κοντινοί του άνθρωποι. Σε μια αίθουσα είδε πως αρκετοί απ’αυτούς ήταν συγκεντρωμένοι και μιλούσαν έντονα – αν και δεν φαινόταν να τσακώνονται: Ο ίδιος ο Ζαώρδιλ, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, η Φαίδρα’λι, η Ανταρλίδα’μορ, ο Ρουάμης’νιρ, η Ραβάσλι, ο Ράκαλωντ· και η Ανρίθα-Νοθ ήταν, επίσης, εδώ. Η Έρικα συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη, καθώς στεκόταν στο κατώφλι.

Ο Νικηφόρος την είδε και της έκανε νόημα να πλησιάσει. «Έλα εδώ εσύ.»

Πάλι εγώ έκανα κάτι; Η Έρικα πλησίασε. «Τι συμβαίνει;»

«Είδες τον Φέκταρελ;»

«Τον Φέκταρελ; Όχι. Γιατί;»

«Γιατί,» απάντησε ο Ζαώρδιλ, «μοιάζει νάχει εξαφανιστεί. Κανένας δεν τον βρίσκει πουθενά, και η μάγισσα» – έδειξε τη Φαίδρα – «λέει πως της φάνηκε περίεργος το πρωί.»

«Περίεργος;» Η Έρικα στράφηκε στη Φαίδρα’λι.

Εκείνη ήταν έκδηλα αναστατωμένη – πράγμα, γενικά, σπάνιο. Τα μάτια της ήταν κοκκινισμένα, αυλακώσεις υπήρχαν στο μέτωπό της. «Το πρωί, πέρασε απ’το δωμάτιό μου και με κοίταξε απ’τη μισάνοιχτη πόρτα, και τα μάτια του γυάλιζαν μ’έναν… τελείως ασυνήθιστο τρόπο. Όμως νομίζω πως κάπου – κάπου – έχω ξαναδεί μια παρόμοια γυαλάδα…»

«Σου λέω, Φαίδρα, είχαμε πιει χτες βράδυ,» είπε η Ανρίθα-Νοθ· «η ιδέα σου ήταν–»

«Δεν ήταν η ιδέα μου!» αντιγύρισε απότομα η μάγισσα, που προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που το είχε πει αυτό. Στράφηκε πάλι στην Έρικα. «Τα μάτια του γυάλιζαν περίεργα. Με κοίταξε και έφυγε, ενώ μάλλον νόμιζε ότι ακόμα κοιμόμουν. Σηκώθηκα, αγουροξυπνημένη, και τον αναζήτησα μες στους διαδρόμους· τον βρήκα σ’έναν εξώστη και τον ρώτησα τι ήθελε, γιατί είχε έρθει να με βρει· οπότε εκείνος αναστατώθηκε και έφυγε.»

«Πού πήγε;» ρώτησε η Έρικα.

«Δεν ξέρω. Εκεί είναι το θέμα.»

«Δεν τον ακολούθησες…»

«Φυσικά και δεν τον ακολούθησα! Γιατί να τον ακολουθήσω; Πού να ξέρω ότι θα εξαφανιζόταν;»

Η Έρικα αναστέναξε. Πλησίασε τον Ζαώρδιλ και του ψιθύρισε στ’αφτί: «Της έχεις πει για τα λόγια του Αθάνατου;»

«Όχι ακόμα.»

«Έχουμε μυστικά;» ρώτησε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής.

«Όλοι δεν έχουμε μυστικά, Νικηφόρε;» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Έχει σχέση με τον Φέκταρελ;» είπε αμέσως η Φαίδρα. «Ξέρετε κάτι για τον Φέκταρελ;»

Η Έρικα κοίταξε τον Ζαώρδιλ με βλέμμα που του ζητούσε να μιλήσει στη μάγισσα για τον Αθάνατο. Ο Σκοτωμένος, όμως, είπε: «Πες της το εσύ, Έρικα.»

Η Έρικα στράφηκε στη Φαίδρα. «Όταν αναζητούσαμε πληροφορίες για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, εγώ, ο Φέκταρελ, κι οι τέσσερις ανιχνευτές του, συνέβη κάτι που δεν περιμέναμε…» Και της διηγήθηκε το περιστατικό με τον Αθάνατο.

«Γιατί δεν μου το είπατε αμέσως;» απαίτησε η Φαίδρα, τσαντισμένη, κοιτάζοντας μια τον Ζαώρδιλ μια την Έρικα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Σκοτωμένος τής το είχε κρύψει! Γνωρίζει ότι ανησυχώ για τον Φέκταρελ! Του το έχω πει! Η Έρικα δεν ήξερε τίποτα – δεν είχε ιδέα – αλλά ο Ζαώρδιλ ήξερε τα πάντα! «Αρχηγέ–!»

Ο Σκοτωμένος ύψωσε το χέρι του. «Θα σ’το έλεγα. Απλώς δεν ήθελα να σε ανησυχήσω άδικα, ύστερα απ’όλα όσα συνέβησαν με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς–»

«Να μ’ανησυχήσεις άδικα; Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, αρχηγέ! Ανησυχώ ήδη! Και δε σκέφτηκες ότι πιθανώς να ήταν κάτι σημαντικό αυτό που είδε ο Αθάνατος;»

«Μπορεί να είναι τρελός, Φαίδρα,» είπε η Έρικα.

«‘Τρελή’ μπορεί να είμαι κι εγώ, σύμφωνα με τη λογική σου!» αντιγύρισε η μάγισσα. «Ο ιερέας, προφανώς, κάτι διέκρινε επάνω ή μέσα στον Φέκταρελ – κάτι που εγώ αδυνατώ να διακρίνω, παρότι τον έχω ερευνήσει για πνευματικές οντότητες ή παράξενες ενέργειες.»

Η Έρικα σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. «Αν δεν είναι επηρεασμένος από κάποιον δαίμονα, τότε τι μπορεί να του συμβαίνει, Φαίδρα;»

«Ίσως να είναι επηρεασμένος από κάποιον δαίμονα αλλά εγώ να μην έχω καταφέρει να τον εντοπίσω.»

«Θα μου φαινόταν περίεργο αυτό, μάγισσα,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Ανέκαθεν σε πίστευα για καλή στη δουλειά σου.»

«Κανένας δεν είναι τέλειος, αρχηγέ,» αποκρίθηκε η Φαίδρα, όμως κι εκείνη είχε τις αμφιβολίες της, φυσικά. Πώς να της κρυφτεί η επίδραση κάποιου δαιμονικού πνεύματος; Κι αν είχε, κάπως, κατορθώσει να κρυφτεί από εκείνη, δεν θα είχε διαισθανθεί κάτι η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων;

«Τέλος πάντων,» είπε ο Νικηφόρος. «Τι θα κάνουμε τώρα; Δε μπορεί κανένας από τους μάγους μας να ανιχνεύσει τον Φέκταρελ; Να δούμε πού βρίσκεται;»

«Αν ήταν ο Ναλτάφιρ’χοκ εδώ θα μπορούσε να τον ανιχνεύσει,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά δεν είναι.» Στράφηκε στον Ρουάμη’νιρ. «Εσύ μπορείς να κάνεις κάτι;»

«Δε γνωρίζω το Ξόρκι Ανιχνεύσεως,» δήλωσε ο Βιοσκόπος.

«Ούτε εγώ,» είπε η Ανταρλίδα’μορ.

«Θα μπορούσε να εντοπιστεί με μαγεία ο Φέκταρελ αν έχει φύγει από την πόλη;» έθεσε το ερώτημα ο Ζαώρδιλ.

«Μάλλον όχι,» είπε η Έρικα. «Αλλά πιστεύεις ότι θα έχει φύγει από τη Νουσράκλη;»

«Αν δεν έχει φύγει, τότε αργά ή γρήγορα πρέπει να επιστρέψει σ’εμάς. Πού θα πάει;»

Κανένας δεν μίλησε.

Μετά, η Έρικα ρώτησε τη Φαίδρα: «Είπες ότι τα μάτια του είχαν κάτι το παράξενο. Τι;»

«Δεν ξέρω… Μια γυαλάδα… μια… Νομίζω, όμως, ότι την έχω ξαναδεί. Κάπου έχω ξαναδεί παρόμοια μάτια, αλλά τώρα δεν θυμάμαι πού.»

«Είναι δυνατόν κάτι άλλο – κάποιος δαίμονας – να έχει πάρει τη μορφή του Φέκταρελ; Γιατί, έτσι όπως τα λες–»

«Δεν είναι δαίμονας,» κούνησε το κεφάλι η Φαίδρα. «Θα τον καταλάβαινε ο θεός μου. Κι εγώ θα τον εντόπιζα, νομίζω–»

«Τι είναι, τότε, Φαίδρα; Τι μπορεί να είναι;»

Η Φαίδρα αναστέναξε, νιώθοντας ένα μεγάλο βάρος μέσα της. «Δεν ξέρω… κι αυτό είναι που με ανησυχεί περισσότερο. Δε μπορώ να υποθέσω τίποτα…» Πήγε σε μια πολυθρόνα και κάθισε, προβληματισμένη, ενώ οι υπόλοιποι στέκονταν κοιτάζοντάς την αμήχανα. Δεν της άρεσε που ένιωθε τα βλέμματά τους επάνω της· ήταν σα να την κατηγορούσαν, εν μέρει αν όχι απόλυτα, για την εξαφάνιση του Φέκταρελ. Σαν εγώ να του έκανα κάτι και να έφυγε!

Ίσως δεν έπρεπε να του είχα μιλήσει τόσο απότομα στον εξώστη…

Ο Ζαώρδιλ την πλησίασε για ν’ακουμπήσει το χέρι του, σταθερά, στον ώμο της, σφίγγοντάς τον φιλικά. «Θα τον βρούμε. Θα ψάξουμε και θα τον βρούμε.» Και στράφηκε στον Ράκαλωντ. «Πάρε το ορνιθόπτερό σου και τ’άλλα τρία ορνιθόπτερα και πηγαίνετε να κατοπτεύσετε τα εδάφη γύρω απ’τη Νουσράκλη – ή ακόμα και σ’όλα τα νησιά του Βασιλείου άμα χρειαστεί.»

«Έγινε, Σκοτωμένε,» αποκρίθηκε ο νάνος.

Ο Ζαώρδιλ είπε στη Ραβάσλι: «Ειδοποίησε τον Βασιλικό Αρχιφρουρό Αλκάμελ, να μη θορυβηθεί από την παρουσία των ορνιθόπτερων.»

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, και μαζί με τον Ράκαλωντ έφυγαν από την αίθουσα.

«Θα τον βρούμε,» επιβεβαίωσε ξανά ο Ζαώρδιλ.

«Δεν το νομίζω, αρχηγέ,» είπε η Φαίδρα. «Δεν τον έκανες τυχαία Αρχιανιχνευτή σου. Αν θέλει να κρυφτεί στην ύπαιθρο, να γίνει άφαντος, μπορεί να το κάνει πολύ καλά. Όλοι το ξέρουμε.»

«Απορώ, όμως, γιατί να θέλει να κρυφτεί από εμάς…»

«Κάτι φοβάμαι,» είπε η Έρικα.

Η Φαίδρα’λι σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας.

«Πού πας;» τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Να σκεφτώ. Μόνη μου,» είπε η μάγισσα, κι έφυγε.

Ελπίζω, συλλογίστηκε ο Σκοτωμένος, να μην εξαφανιστείς κι εσύ. Στράφηκε στην Ανρίθα-Νοθ. «Έχεις τίποτα να κάνεις τώρα;»

Το βλέμμα της έγινε υποψιασμένο. «Γιατί ρωτάς, Σκοτωμένε;»

«Για να παρακολουθείς την πόρτα του δωματίου της μάγισσας, αν έχεις την καλοσύνη.»

«Θέλεις να την κατασκοπεύω;»

«Για την ώρα. Θα το κάνεις;»

Η Έρικα παρενέβη: «Ζαώρδιλ, δε νομίζω ότι η Ανρίθα είναι–»

«Φυσικά και θα το κάνω,» τη διέκοψε η Ρελκάμνια αριστοκράτισσα· και η Έρικα αναρωτήθηκε αν είχε απαντήσει θετικά στον Ζαώρδιλ απλά και μόνο για να την τσαντίσει. «Αλλά δώσε μου κι έναν πομπό για να σε κρατάω ενήμερο αν χρειαστεί.»

Ο Ζαώρδιλ έκανε νόημα στον Νικηφόρο να της δώσει τον πομπό του. Εκείνος υπάκουσε, λέγοντας: «Εμένα έπρεπε να γδύσεις ξανά…»

«Ντυμένος μού φαίνεσαι ακόμα,» του είπε η Ανρίθα μισοκλείνοντάς του το μάτι καθώς έφευγε από την αίθουσα μαζί με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του.

«Η προστατευόμενή σου με παρενοχλεί ερωτικά,» παραπονέθηκε ο Νικηφόρος στην Έρικα.

Η οποία, αγνοώντας τον, είπε στον Ζαώρδιλ: «Δεν είναι η Ανρίθα για τέτοιες δουλειές.»

«Σοβαρά; Τότε γιατί την παίρνεις μαζί σου άλλες φορές;»

«Για να έχει κάτι να κάνει!»

«Της βρήκα, λοιπόν, κι εγώ κάτι να κάνει τώρα,» είπε ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα χτύπησε το πόδι της νευρικά στο πάτωμα, αλλά δεν μίλησε.

 

 

Δεν είναι δυνατόν να βρίσκομαι πια ανάμεσά τους. Δεν είναι δυνατόν να βρίσκομαι κοντά της!

Μα τις Λάμιες, πώς συνέβη τέτοιο πράγμα; Αυτό το τέρας μπορεί να της είχε κάνει κακό! Μπορεί ακόμα και να την είχε σκοτώσει!… Δεν ξέρω τι δυνάμεις έχει, δεν ξέρω αν ο θεός της θα την έσωζε από κάτι σαν αυτό…

Μακριά της! Μακριά της! Οπωσδήποτε.

Μακριά από όλους τους. Γιατί τον καθένα τους μπορεί να βλάψω – να βλάψει αυτό το τέρας.

Ίσως να ήταν και απειλή… Ίσως να ήθελε να με απειλήσει, να μου υποδηλώσει πως μπορεί να τη σκοτώσει όποτε θέλει, πως θα τη σκοτώσει αν δεν… αν δεν… Αν δεν κάνω τι; Δε μου έχει ζητήσει τίποτα! Όχι ακόμα. Αλλά το νιώθω να με πνίγει, να μη μ’αφήνει ν’αναπνεύσω ώρες-ώρες. Σα να προσπαθεί να σκαρφαλώσει επάνω, από μέσα μου. Τι θέλει; Θέλει να το αφήσω να έρθει στην επιφάνεια, ό,τι κι αν είναι; Αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό! Δεν ξέρω παρά μόνο πώς να αντιστέκομαι – κι ακόμα και η αντίστασή μου είναι ελλιπής. Τι νόημα έχει αν δεν μπορεί να υπάρξει νίκη;

Ίσως εκείνος ο παράξενος ιερέας να έχει απαντήσεις για μένα. Εκείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος της θάλασσας και των βράχων που τρομοκράτησε τόσο αυτό το τέρας. Μόλις ύψωσε το χέρι του και με έδειξε, αισθάνθηκα το τέρας να με τραντάζει από μέσα, το αισθάνθηκα να πανικοβάλλεται, να με κάνει να πανικοβληθώ σαν κάτι τρομερό να είχε ξαφνικά συμβεί, σαν δέκα δαιμονικοί θεοί να είχαν στραφεί εναντίον μου. Μπορούσα μόνο να τρέξω να φύγω.

Και τώρα, καθώς ταξιδεύω, νομίζω πως το τέρας θέλει να με σταματήσει. Δυσκολεύομαι ν’αναπνεύσω. Παλεύω με το σώμα μου καθώς οι τροχοί του δίκυκλού μου διασχίζουν το Βασίλειο.

Αλλά δεν θα σταματήσω!

Θα του δώσω τέλος!

Τώρα θα του δώσω τέλος!

 

 

Το απόγευμα, καθώς βράδιαζε, η Έρικα ξαναπήγε στο Στενό Άνοιγμα, μήπως ο Όρκιβελ είχε έρθει· γιατί αν ήθελε μπορούσε ήδη να βρισκόταν εδώ. Η Κάρνατεβ δεν ήταν και τόσο μακριά από την Νουσράκλη, για ένα γρήγορο μηχανοκίνητο σκάφος σαν το Σπαθί του Ωκεανού.

Η Έρικα πέρασε τη στενή είσοδο της ταβέρνας, που ήταν ζαρωμένη ανάμεσα σε δύο μεγαλύτερα οικοδομήματα, και βρέθηκε στο σκοτεινό εσωτερικό της που φωτιζόταν από μερικές λάμπες λαδιού και μία ενεργειακή λάμπα στο κέντρο του ταβανιού η οποία δεν ήταν και της καλύτερης ποιότητας. Τα μάτια της Έρικας κοίταξαν προς το βάθος αριστερά, και είδε ότι κάποιοι κάθονταν στο τραπεζάκι εκεί. Τρεις άντρες και μια γυναίκα. Ο Αλέξανδρος ο Δασύς, ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος· και οι άλλοι δύο δεν ήξερε πώς λέγονταν, αν και τους είχε ξαναδεί. Πρέπει να ήταν από τους έμπιστους του Καπετάνιου.

Πλησίασε το τραπέζι τους, και στράφηκαν κι οι τέσσερις προς το μέρος της, πρώτα ο Όρκιβελ και μετά οι υπόλοιποι, σκουντώντας ο ένας τον άλλο. Δε θα μπορούσαν να δουν το πρόσωπό της, κρυμμένο καθώς ήταν στη σκιά της κουκούλας της, αλλά μάλλον υπέθεταν ποια ήταν.

«Καλησπέρα,» τους είπε η Έρικα, τραβώντας, με το πόδι της, ένα σκαμνί από δίπλα και φέρνοντάς το στο τραπέζι τους για να καθίσει.

«Σε ειδοποίησε κανένας για τον ερχομό μας;» τη ρώτησε ο Όρκιβελ.

«Όχι. Αλλά σας περίμενα. Απόψε ήρθατε;»

«Ναι.»

«Αργήσατε.»

«Τι αργήσαμε;» ρουθούνισε ο Όρκιβελ. «Μας δουλεύεις; Ούτε εξειδικευμένοι μαντατοφόροι δεν τρέχουν σαν εμάς!»

«Σώπα…»

«Έχουμε κι άλλες δουλειές, ξέρεις, όχι μόνο τις δικές σου.»

«Το έδωσες στον Χάραλκιρ;» ρώτησε η Έρικα.

«Ναι. Και μιλήσαμε κιόλας. Παραείναι καχύποπτος ο φίλος σου. Αλλά δικαιολογημένα, μάλλον. Κι εγώ θα με υποπτευόμουν.» Μειδίασε και ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του.

«Τι σου είπε, ακριβώς;»

«Μερικές πληροφορίες για το δίκτυο. Ανέφερε κάποιους ανθρώπους που μπορώ να πηγαίνω να βρίσκω.»

«Στην Κάρνατεβ;»

«Στην Κάρνατεβ είπε να βρίσκω εκείνον· για τους υπόλοιπους δεν ήθελε να πει τίποτα.»

Η Έρικα ένευσε. Και πολύ καλά έκανε.

«Και στις άλλες πόλεις έναν άνθρωπο μού ανέφερε, επίσης,» συνέχισε ο Όρκιβελ. «Έναν άνθρωπο στην καθεμία.»

«Ποιες άλλες πόλεις;»

«Δεν ξέρεις το δίκτυό σου;»

«Πες μου,» επέμεινε η Έρικα, και ο Όρκιβελ τής είπε μερικά ονόματα. Ο Χάραλκιρ είναι συνετός, σκέφτηκε εκείνη. Του έδωσε τις πληροφορίες που θα του έδινα κι εγώ· τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ο κουρσάρος έπρεπε να δοκιμαστεί προτού τον εμπιστευτούν απόλυτα· η Έρικα δεν ήθελε να γίνει κανένα δυσάρεστο επεισόδιο μαζί του.

Έκανε νόημα σε μια σερβιτόρα να της φέρει μια μπίρα, και καθάρισε τον λαιμό της. Έριξε ένα βλέμμα στον Αλέξανδρο και στον άλλο πειρατή και την πειρατίνα. «Πόσοι από το πλήρωμά σου ξέρουν;» ρώτησε τον Όρκιβελ.

«Αυτοί εδώ είν’ αδέλφια μου,» της είπε ο Μουντζουρωμένος· «μην τους φοβάσαι ότι θα σε πουλήσουν. Τον Αλέξανδρο τον ξέρεις. Αυτός ο κύριος,» έδειξε με τη ματιά του τον άλλο πειρατή, «είναι ο Φόρλεκ ο Καθένας–»

«Ο Καθένας;»

«Λένε πως η φάτσα μου είναι συνηθισμένη, Ξανθιά,» εξήγησε ο ίδιος.

«Ξανθιά;» έκανε η Έρικα, και οι πειρατές γέλασαν σαν μόνο εκείνοι να καταλάβαιναν το αστείο. «Τι σκατά γελάτε;»

«Σε λένε ‘Ξανθιά’ στο πλήρωμά μου,» της είπε ο Όρκιβελ. «Ελπίζω να μη σε πειράζει.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Θα προσπαθήσω να μη δώσω σημασία,» είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Η σερβιτόρα τότε ήρθε και της έφερε τη μπίρα· η Έρικα την πλήρωσε. Ύστερα, ρώτησε την πειρατίνα που ο Όρκιβελ δεν είχε ακόμα συστήσει: «Κι εσένα πώς σε λένε;»

«Ζιρμάνκι,» αποκρίθηκε εκείνη – μια πορφυρόδερμη γυναίκα με κοντά, μαύρα μαλλιά, μάτια σαν χάντρες, και μεταλλικό κρίκο στο κάτω χείλος.

«Σκέτο Ζιρμάνκι; Δεν έχεις παρωνύμιο εσύ;»

Η Ζιρμάνκι κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Πρωτοποριακό,» σχολίασε η Έρικα πίνοντας μια γουλιά μπίρα.

«Έχω την περιέργεια να γνωρίσω όλους τους συνδέσμους που μου πρότεινε ο Χάραλκιρ,» της είπε ο Όρκιβελ. «Δεν έχω πάει ακόμα σε κανέναν τους. Πρώτα εδώ ήρθα.»

«Σε χρειάζομαι για μια ακόμα δουλειά, ίσως,» τον πληροφόρησε η Έρικα.

«Είμαι όλος αφτιά. Αλλά έχε υπόψη ότι τούτη τη φορά δεν κάνω τίποτα χωρίς πληρωμή.»

Η Έρικα τού είπε για το σχέδιο να φυγαδέψουν τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο από τη Νουσράκλη.

«Ακόμα δεν έχω ακούσει την πληρωμή,» παρατήρησε ο Όρκιβελ.

«Πληρωμή σου θα είναι το κούρσεμα του σκάφους. Όλο δικό σου· κανείς δεν θα παρέμβει. Μόνο τον Αβέρναλ χρειαζόμαστε από εκεί. Και μάλιστα, θέλω να σε ρωτήσω πού προτείνεις να τον κρύψουμε. Εσύ γνωρίζεις τον Ωκεανό καλύτερα από εμένα.»

«Για βάστα λίγο,» είπε ο Όρκιβελ. «Δύο πράγματα. Πρώτον: πώς ξέρω ότι ο Βασιληάς Ράνελμον δε θα μας την έχει στημένη;»

«Μη φοβάσαι γι’αυτό.»

«Σοβαρά; Γιατί; Επειδή το λες εσύ;»

«Ακριβώς: επειδή το λέω εγώ. Δεν ξέρει τίποτα για σένα, και ούτε έχει κάνει ερωτήσεις. Το θεωρεί δική μου υπόθεση, κι εκεί τελειώνει το θέμα.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ· «ας πούμε ότι το πιστεύουμε αυτό. Υπάρχει, όμως, και το δεύτερο πρόβλημα του ζητήματος: Τι γίνεται άμα τελικά δεν έρθουν να πάρουν τον Αβέρναλ με καράβι αλλά με αεροσκάφος;»

«Δεν κάνεις την πειρατεία.»

«Θα περιμένω τσάμπα, δηλαδή!»

«Τα πάντα περιλαμβάνουν κάποιο ρίσκο. Έτσι δεν είναι;»

«Θα μου φας τον χρόνο άδικα; Δε θα πληρωθώ για την αναμονή;»

«Με δουλεύεις;» είπε η Έρικα. «Σου προσφέρω, ίσως, ένα πλοίο στο πιάτο–»

«Όχι τελείως στο πιάτο· θα χρειαστεί να επιτεθούμε για να το καταλάβουμε.»

«Θα έχετε βοήθεια, αν τη χρειάζεστε.»

«Δεν είναι εκεί το θέμα!» μούγκρισε ο Όρκιβελ. «Μην αλλάζεις την κουβέντα! Θα έχεις το πλήρωμά μου να περιμένει μέρες ολόκληρες εδώ πέρα ενώ, στο τέλος, μπορεί να μη γίνει τίποτα – και δεν θα πάρουμε κύμα τσακιστό για την αναμονή μας;»

«Μη νομίζεις ότι η αναμονή σας θα είναι μεγάλη. Μόλις ο Βασιληάς αποστείλει μήνυμα ότι είναι πρόθυμος να παραδώσει τον Αβέρναλ – πράγμα που θα γίνει αύριο – ο Αρχισυγκλητικός είμαι σίγουρη πως αμέσως θα στείλει τους ανθρώπους του εδώ. Επομένως, μια-δυο μέρες θα περιμένεις. Είναι πολύ;»

Ο Όρκιβελ ήπιε μια γουλιά μπίρα, μοιάζοντας, από την όψη του, να έχει ήδη αλλάξει γνώμη. «Ας πούμε ότι μιλάς λογικά. Και πάλι, όμως, θα προτιμούσα κάποια πληρωμή…»

«Ενδιαφέρεσαι ή δεν ενδιαφέρεσαι;» είπε η Έρικα. «Πρέπει να ξέρω, για να ετοιμαστούμε για τον Αρχισυγκλητικό.»

«Ενδιαφέρομαι,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ.

Η Έρικα δεν το αμφέβαλλε ούτε στιγμή.

*

Ταξίδευε επάνω στο δίκυκλό του, διασχίζοντας τα νησιά, περνώντας από τις ψηλές γέφυρες που τα ένωναν. Και ήταν βέβαιος ότι κανένας δεν τον παρακολουθούσε· οι μόνοι που ίσως – ίσως – να πρόσεχαν τη διέλευσή του ήταν οι φρουροί στα φυλάκια κοντά στις γέφυρες. Αλλά αυτό ήταν αναπόφευκτο. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να περάσει από το ένα νησί στο άλλο, εκτός αν πήγαινε με πλοίο. Όμως δεν είχε αποφασίσει να ταξιδέψει έτσι· δεν ήταν καλός ναυτικός. Ήταν πολύ καλύτερος με την ξηρά κάτω απ’τους τροχούς, τις οπλές, ή τις μπότες του.

Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων δεν ήταν μεγάλο, και δεν ήταν η πρώτη φορά που το διέσχιζε· ήξερε τη βασική του γεωγραφία, και είχε κι έναν χάρτη μαζί του, ο οποίος δεν νόμιζε πως θα του χρειαζόταν. Ταξιδεύοντας από νότια προς βόρεια, πέρασε από το πρώτο, από το δεύτερο, από το τρίτο, από το τέταρτο νησί, και έφτασε στο πέμπτο, στην Ακρόνησο, σε μια βραχώδη ακρογιαλιά. Θαλασσοπούλια κάθονταν επάνω στις μεγάλες πέτρες και τον ατένιζαν καθώς εκείνος σταματούσε το δίκυκλό του, ενώ άλλα έκαναν κύκλους στον ουρανό, και δύο, τα οποία βρίσκονταν κοντά στο κύμα, διέλυαν με τα μακριά ράμφη τους ένα ψάρι που είχαν αρπάξει από τον Ωκεανό. Βότσαλα και πέτρες παντού, και μερικά θαλασσόδεντρα μακριά από εκεί όπου έσκαγε το αφρισμένο νερό, τα οποία θύμιζαν παραμορφωμένους, πανάρχαιους δαιμονικούς θεούς.

Ο Φέκταρελ κατέβηκε από το δίκυκλό του και βάδισε μέσα στην άγρια παραλία. Κανένας δεν παρουσιάστηκε για να τον υποδεχτεί, οπότε εκείνος φώναξε: «Ιερέα! Ιερέα!» Καμια απόκριση… Ο Φέκταρελ σκαρφάλωσε πάνω σ’έναν βράχο και κοίταξε ολόγυρα. Κανένας άνθρωπος δεν φαινόταν πουθενά. «Ιερέα!» φώναξε πάλι. «Βγες έξω, ιερέα! Θέλω να σου μιλήσω!» Καμια απόκριση…

Ο Φέκταρελ κατέβηκε από τον βράχο. Ούτε ένα θαλασσοπούλι δεν ήταν πια στη γη: όλα φτερούγισαν, αναστατωμένα. Ο Φέκταρελ συνέχισε να βαδίζει ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες, πλατσουρίζοντας μέσα στα αλμυρά νερά που είχαν συγκεντρωθεί σε γούβες από όταν η θάλασσα φούσκωνε, από όταν ο Ωκεανός προσπαθούσε να καταπιεί το νησί. Σιγαλιά επικρατούσε παντού, εκτός από τις φωνές των πουλιών, του ανέμου, και των κυμάτων. Ερημιά…

«ΙΕΡΕΑ!» φώναξε ο Φέκταρελ. «Βγες έξω! Θέλω να σου μιλήσω!»

Καμια απάντηση.

Τσαντισμένος, κλότσησε έναν βράχο και, μετά, κάθισε επάνω του. Περιμένοντας. Ήταν μεσημέρι, και ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό. Η ώρα πέρασε χωρίς ο Φέκταρελ να κουνιέται από τη θέση του. Δύο θαλασσοπούλια ήρθαν και κάθισαν κοντά του.

Τα θαλασσοπούλια έφυγαν. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση. Ο άνεμος δυνάμωσε, λες κι είχε κουραστεί από την παρουσία του μαυρόδερμου άντρα που καθόταν σαν στοιχειό και περίμενε, τυλιγμένος και κουκουλωμένος στη μελανή κάπα του. Η θάλασσα φούσκωσε· τα κύματα χτυπούσαν τα βράχια πιο έντονα, τινάζοντας αφρούς. Το μουγκρητό τους αντηχούσε.

Ο Φέκταρελ σηκώθηκε ξανά και βάδισε. «Ιερέα!» φώναξε. «Πού είσαι, ιερέα;» Καμια απάντηση, όπως και πριν.

«Θέλω να μου πεις τι είδες! Τι είδες όταν πρωτοήρθα εδώ!»

Σιωπή.

Ένα ψηλό κύμα χτύπησε τους βράχους, διαλύθηκε επάνω τους, το νερό του σκορπίστηκε στην ξηρά, κυλώντας ανάμεσα στις πέτρες, σε μυριάδες ποτάμια, φτάνοντας κοντά στα μποτοφορεμένα πόδια του Φέκταρελ.

Εκείνος απομακρύνθηκε.

Και είδε ένα άλλο κύμα να έρχεται. Κι επάνω του ήταν ένας άνθρωπος! Το καβαλούσε όπως κανείς καβαλά άλογο. Πορφυρόδερμος, μαύρα μακριά μούσια και μαλλιά. Ο ιερέας! Ο Αθάνατος!

Ο Φέκταρελ περίμενε, βλέποντάς τον να φτάνει στην ακτή και να βγαίνει μέσα από τον Ωκεανό σαν δαίμονας, να προχωρά προς το μέρος του. Τα μάτια του ήταν οργισμένα.

«Τι ζητάς ξανά εδώ;» είπε ο Αθάνατος, με φωνή τραχιά όπως του ανέμου. «Η παρουσία σου δεν είναι επιθυμητή, ούτε από εμένα ούτε από τη Μητέρα μου.» Στεκόταν αντίκρυ του, γυμνός εκτός από μια φούστα γύρω απ’τα λαγόνια, αλλά το αλάτι του Ωκεανού φαινόταν να σχηματίζει ένα προστατευτικό κάλυμμα επάνω στο κόκκινο σώμα του.

Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει· τα τρία φεγγάρια της Φεηνάρκια έμοιαζαν πιο φωτεινά απ’αυτόν στον ουρανό.

Ο Φέκταρελ είπε: «Θέλω να μάθω τι βλέπεις σ’εμένα. Τι βλέπεις!»

Ο Αθάνατος γέλασε. «Τι βλέπω… Αυτό που είσαι. Σαν εμένα, αλλά διαφορετικός!»

«Δεν είμαι ιερέας, ούτε… ούτε έχω δαιμονικές δυνάμεις.»

«Είσαι παιδί των θεών. Μα ο θεός σου είναι ένας σκοτεινός θεός που κατοικεί μακριά από δω, και θέση δεν έχει στα νησιά όπου άρχει η Μητέρα μου.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε μέσα απ’τη σκιά της κουκούλας του. «Δεν καταλαβαίνω! Δεν… δεν είμαι παιδί κανενός θεού! Από ανθρώπους γεννήθηκα. Στη δυτική Φεηνάρκια. Οι γονείς μου είναι–»

«Μη λες ψέματα σ’εμένα που τ’αναγνωρίζω!»

«Δε σου λέω ψέματα! Δεν είμαι αυτό που νομίζεις!»

«Τότε, γιατί βρίσκεσαι και πάλι εδώ;»

«Επειδή…» Ο Φέκταρελ αισθάνθηκε κάτι να τον πνίγει. «Επειδή ένα τ…» Άρχισε να βήχει, πιάνοντας το στήθος του, τον λαιμό του. Προσπάθησε να το καταπολεμήσει· έπεσε στα γόνατα, αντίκρυ στον παράξενο ιερέα της θάλασσας.

Ο Αθάνατος τον ζύγωσε και, με ακλόνητη, στοιχειακή δύναμη, τον άρπαξε απ’τους ώμους και τον κόλλησε με την πλάτη κάτω, στα βότσαλα. Ατενίζοντας το πρόσωπό του.

Η αναπνοή του Φέκταρελ άρχισε πάλι να γίνεται κανονική. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. «Ένα τέρας είναι μέσα μου, ιερέα… Βοήθησέ με…» είπε ξέπνοα.

Ο Αθάνατος γέλασε ξανά, και ορθώθηκε πάνω από τον μαυρόδερμο άντρα. «Τέρας; Όχι. Είσαι παιδί ενός σκοτεινού θεού.»

«Μη μου λες αυτές τις ανοησίες!» Ο Φέκταρελ ανασηκώθηκε πάνω στα βότσαλα.

«Φύγε τότε! Δε σε κρατάω εδώ,» είπε ο σταθερά ο Αθάνατος, καθώς ο άνεμος τίναζε τη γενειάδα και τα μαλλιά του, κάνοντας το πρόσωπό του να φαντάζει εξωπραγματικό. «Φύγε!»

Ο Φέκταρελ ορθώθηκε, με την κουκούλα της κάπας να έχει πέσει στους ώμους του. «Ιερέα… άκουσέ με…» Ακόμα ανέπνεε με κάποια δυσκολία, αλλά όχι όπως πριν, σαν να είχε δαμάσει ό,τι κι αν ήταν εντός του. Ένας μεγάλος τρόμος τον γέμιζε: ένας ανεξήγητος τρόμος: ένας τρόμος που δεν ήταν δικός του. «Πίστεψέ με, ιερέα: δεν είμαι παιδί κανενός θεού. Με γέννησαν άνθρωποι. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Και είσαι ο μόνος – ο μόνος – που διέκρινε κάτι ασυνήθιστο σ’εμένα. Έχω ρωτήσει μάγο, και δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα, ούτε αυτός ούτε ο θεός του.»

«Οι θεοί που φυλακίζονται από μάγους είναι κατώτεροι θεοί. Φαντάζεσαι τη Μητέρα μου φυλακισμένη από… μάγο;» Ο Αθάνατος γέλασε. «Ο μάγος θα έβρισκε το τέλος του!» Τα μάτια του άστραφταν.

«Τι βλέπεις σ’εμένα;» επέμεινε ο Φέκταρελ.

«Είσαι παιδί των θεών.»

«Ποιος είναι ο γονιός μου, τότε; Είπες κάτι για έναν σκοτεινό θεό…»

Ο Αθάνατος ένευσε. «Δεν είναι του Ωκεανού, αλλά η δύναμή του εκτείνεται, κάπου-κάπου, ώς τις βόρειες ακτές του. Έχω ακούσει να τον αποκαλούν Ταρνατάρ’σακ.»

«Ταρνατάρ’σακ…» μουρμούρισε ο Φέκταρελ, συνοφρυωμένος, κοιτάζοντας τα βότσαλα της ακτής μπροστά στα μποτοφορεμένα πόδια του.

«Ένας θεός της γης και του σκοταδιού,» είπε ο Αθάνατος. «Δεν έχει επαφές με τη Μητέρα μου, παρά μονάχα σε κάποια πολύ βαθιά μέρη όπου ο Ωκεανός και το σκοτάδι ανταμώνουν. Αλλά η Φαρμακερή Υδατοθύελλα τον μισεί.»

«Θεός της γης και του σκοταδιού…» Ο Φέκταρελ ύψωσε το βλέμμα του για ν’ατενίσει τον ιερέα. «Δεν είμαι παιδί του, δεν μπορεί…»

«Ούτε εσύ, λοιπόν, δεν ξέρεις τι είσαι.» Ο Αθάνατος τού έστρεψε την πλάτη και βάδισε προς τους βράχους.

«Περίμενε! Θέλω να μου πεις τι να κάνω!»

Ο ιερέας δεν σταμάτησε. «Ρώτα τον πατέρα σου, όχι εμένα.»

«Πατέρας μου δεν είναι ο θεός που νομίζεις. Είναι θεός ποντικιών, όχι ανθρώπων!»

Ο Αθάνατος στράφηκε τώρα να τον αντικρίσει, από κάποια απόσταση. «Ξέρεις γι’αυτόν…»

«Έχω πολεμήσει τους ρους’κρούουμ, ιερέα. Κι έχω πολεμήσει κι έναν άνθρωπο αυτού του Ταρνατάρ’σακ – έναν λήσταρχο, στις βόρειες Ενδότερες Πολιτείες, μακριά από δω. Δεν είμαι παιδί του. Είναι αδύνατον!»

«Πήγαινε να τον βρεις, τότε, να μάθεις.»

«Να τον βρω; Πού να τον βρω;»

«Βόρεια. Ταξίδεψε βόρεια. Εκεί έχω ακούσει πως υφίσταται μεγάλο μέρος της δύναμής του τώρα. Στις βόρειες ακτές.»

«Από ποιους το άκουσες;»

«Πνεύματα, θεούς, θηρία,» αποκρίθηκε ο Αθάνατος, και του έστρεψε πάλι την πλάτη. «Πήγαινε αναζήτησέ τον. Ίσως αυτός να μπορεί να σου δώσει απαντήσεις.» Βάδισε ανάμεσα στους βράχους, αφήνοντας τον Φέκταρελ πίσω του, ακίνητο, με το κύμα να γλείφει τα μποτοφορεμένα πόδια του και τον άνεμο να τινάζει τα γαλανά, δεμένα αλογοουρά μαλλιά του.

«Πώς να ταξιδέψω βόρεια χωρίς πλοίο; Δε μπορώ να επιστρέψω στη Νουσράκλη! Δε θέλω να επιστρέψω στη Νουσράκλη! Υπάρχουν άνθρωποι εκεί που κινδυνεύουν από μένα, και δε θα τους εκθέσω σ’αυτό τον κίνδυνο.»

Η φωνή του Αθάνατου έφτασε στ’αφτιά του σαν τον άνεμο: «Πάρε πλοίο από τον Αγαθό Βράχο· έρχεται από τη Ζιλνιράθη και ταξιδεύει προς Κάρνατεβ.» Και ο Φέκταρελ αναρωτήθηκε αν ο ιερέας είχε πραγματικά μιλήσει ή αν ήταν η φαντασία του.

Μέσα του ένιωθε έναν μεγάλο τρόμο αλλά και, συγχρόνως, μια ανεξήγητη αδημονία.

«Πού είναι ο Αγαθός Βράχος;»

Όμως ο ιερέας είχε πλέον εξαφανιστεί· δεν τον έβλεπε πουθενά.

Απομακρύνθηκε από το κύμα πηγαίνοντας κοντά στο δίκυκλό του. Έβγαλε τον χάρτη του Βασιλείου από τον σάκο του και κοίταξε τις τοποθεσίες που βρίσκονταν γύρω του. Ο Αγαθός Βράχος δεν ήταν μακριά: ένα χωριό, απ’ό,τι φαινόταν, στο τελευταίο, στο βορειότερο, νησί του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων – το Βορειονήσι. Ο Φέκταρελ μια γέφυρα ακόμα είχε να περάσει.

Καθώς ξεκινούσε το δίκυκλό του, όμως, για να φύγει από τη βραχώδη ακρογιαλιά, τα μάτια του είδαν στον ουρανό δύο γιγάντια πουλιά να φτερουγίζουν– Όχι πουλιά· ορνιθόπτερα. Ο Φέκταρελ καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του. Σήκωσε την κουκούλα του στο κεφάλι και, χωρίς ν’ανάψει τον προβολέα του οχήματος, παρά το αυξανόμενο σκοτάδι, έβαλε τους τροχούς του σε κίνηση.

Μετά από λίγο βρισκόταν σε μέρος όπου τα ορνιθόπτερα δεν φαίνονταν πια. Τους είχε ξεφύγει. Έκανε στροφή μέσα στις ερημιές του νησιού και κατευθύνθηκε προς την τελευταία γέφυρα. Πέρασε δίπλα από ένα μεγάλο χωριό και μετά έφτασε σ’αυτήν. Τη διέσχισε και βρέθηκε στο Βορειονήσι, που φαινόταν να είναι πιο πράσινο από τα προηγούμενα νησιά του Βασιλείου. Ο Αγαθός Βράχος, σύμφωνα με τον χάρτη του, ήταν σ’έναν όρμο στη βόρεια μεριά, και ο Φέκταρελ δεν άργησε να φτάσει εκεί. Ένα χωριό, που στο λιμάνι του, εκτός από βάρκες, ήταν αραγμένο κι ένα αρκετά μεγάλο ιστιοφόρο σκάφος.

Ο Φέκταρελ οδήγησε το δίκυκλό του μέσα στο χωριό, καθώς η νύχτα είχε πέσει. Οι ντόπιοι στρέφονταν και τον κοίταζαν. Το όχημά του τους φαινόταν σπουδαίο. Ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης, κουκουλωμένος άγνωστος; Τι ζητούσε στα ήσυχα μέρη τους; Φασαρίες; Είχε έρθει να σκοτώσει κανέναν; Για εκδίκηση; Αντεκδίκηση; Είχε όπλα επάνω του, πάντως· τα έβλεπαν: μια καραμπίνα στην πλάτη, ένα σπαθί κρεμασμένο από τη σέλα του οχήματός του· και ποιος ξέρει τι μπορεί να έκρυβε μέσα στο σκοτάδι της κάπας του; Οι ντόπιοι του Αγαθού Βράχου μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, παρατηρώντας τον χωρίς να τον πλησιάζουν.

Ο μαυρόδερμος άντρας σταμάτησε το δίκυκλό του και τους ρώτησε πότε έφευγε αυτό το πλοίο από το λιμάνι τους. Εκείνοι τού απάντησαν: αύριο το πρωί· αλλά δε θέλουμε φασαρίες στα μέρη μας! τον προειδοποίησαν.

Ο Φέκταρελ τούς είπε: «Δεν είμαι εδώ για φασαρίες. Θέλω να μπω στο πλοίο, αν πηγαίνει στην Κάρνατεβ.»

Στην Κάρνατεβ πηγαίνει, τον διαβεβαίωσαν μιλώντας μια ο ένας μια ο άλλος, αλλά δεν ήταν σίγουροι αν η Καπετάνισσα θα τον έπαιρνε μαζί της· έπρεπε να τη ρωτήσει.

«Πού είναι η Καπετάνισσα;»

Δυο ντόπιοι έτρεξαν να την ειδοποιήσουν, ενώ άλλοι στέκονταν γύρω από τον Φέκταρελ με επιφύλαξη έκδηλη στα μάτια τους. Κάποιοι, μάλιστα, κρατούσαν και καραμπίνες, αλλά στο πλάι, κρυμμένες στο σκοτάδι. Ο Φέκταρελ τις είδε μα δεν είπε τίποτα.

Η Καπετάνισσα – μια πορφυρόδερμη, γαλανομάλλα γυναίκα μετρίου αναστήματος – δεν άργησε να έρθει να σταθεί αντίκρυ του, φορώντας δερμάτινο παντελόνι, δερμάτινο γιλέκο πάνω από πουκαμίσα, και μικρό καπέλο με αργυρή καρφίτσα, λαξεμένη στο σχήμα φτερού.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

«Ένας ταξιδιώτης που θέλει να μπαρκάρει στο σκάφος σου.» Ο Φέκταρελ ήταν ακόμα καθισμένος επάνω στο δίκυκλό του, έχοντας το ένα πόδι στη γη, για να στηρίζεται.

«Έχεις λεφτά;»

«Έχω.»

«Ένα κάπα για σένα, δέκα για τ’όχημά σου.»

Ο Φέκταρελ έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των δέκα κυμάτων κι ένα των πέντε. Ατσάκιστα και τα δύο, από την τελευταία πληρωμή του Βασιληά Ράνελμον.

Η Καπετάνισσα πλησίασε για να τα πάρει στο χέρι της με μια γρήγορη κίνηση και να τα ψηλαφήσει ανάμεσα στα δάχτυλά της, σα να προσπαθούσε να δει μήπως ήταν πλαστά.

«Δε θέλω ρέστα,» της είπε ο Φέκταρελ. «Πότε φεύγουμε;»

«Με το ξημέρωμα. Νάσαι έτοιμος.»

«Υπάρχει πανδοχείο εδώ πέρα;»

Οι ντόπιοι τον οδήγησαν στον Αγαθό Βράχο, το μοναδικό πανδοχείο του Αγαθού Βράχου. Ο Φέκταρελ άφησε το δίκυκλό του κλειδωμένο απέξω και πήγε να ξεκουραστεί κάποιες ώρες προτού ξεκινήσει το ταξίδι του προς την Κάρνατεβ.

Τελικά, δεν κοιμήθηκε καθόλου εκείνη τη νύχτα.

Κεφάλαιο Δέκατο-Όγδοο
Οι Αναζητήσεις της Σανκάρλι’μορ

Έπαιρνε πρωινό στα δωμάτιά του μέσα στη βίλα του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ. Αντίκρυ του ήταν καθισμένος ο μάγος, ενώ η δούλα έστρωνε τα μαξιλάρια του καναπέ παραδίπλα, τινάζοντάς τα. Το δέρμα της ήταν λευκό σαν του Εύβουλου, τα μαλλιά της κόκκινα και, επί του παρόντος, δεμένα κότσο. Φορούσε ένα φόρεμα σαφώς πιο κοντό απ’ό,τι χρειαζόταν· και ο Εύβουλος είχε φροντίσει όλα της τα ρούχα να είναι παρόμοια. Αφού ο Αρχισυγκλητικός τού την είχε παραχωρήσει, δεν υπήρχε λόγος τα προσόντα της να είναι κρυμμένα. Δεν ήταν Φεηνάρκια, φυσικά· καταγόταν από την Απολλώνια, όπως είχε η ίδια πει στον Εύβουλο· υπηρετούσε την Παντοκράτειρα πριν από τον μεγάλο ξεσηκωμό, κι όταν οι Φεηνάρκιοι είχαν αποτινάξει τους δυνάστες τους ήταν από τους τυχερούς: δεν την είχαν σκοτώσει, την είχαν απλώς κάνει δούλα. Καλό που θεωρεί τον εαυτό της «τυχερό», νόμιζε ο Εύβουλος, γνωρίζοντας πως υπήρχαν και πιο τυχεροί: πρώην Παντοκρατορικοί που είχαν παραδοθεί σε άλλες διαστάσεις με λύτρα, ή που ακόμα δρούσαν ελεύθερα στη Φεηνάρκια – όπως εκείνος ο καταραμένος, ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, και οι Ζωντανοί-Νεκροί. Θεωρώντας, όμως, τον εαυτό της τυχερό, οι πιθανότητας είναι μεγαλύτερες ότι δεν θα κάνει τίποτα… ασύνετο.

Ονομαζόταν Βαλέρια. Και μια νύχτα, αφού είχαν κάνει έρωτα όπως πάντα όταν την πρόσταζε, τον είχε ρωτήσει, διστακτικά: «Είσαι κι εσύ Απολλώνιος;» εικάζοντας, μάλλον, από το όνομά του. (Μόνο όταν έκαναν έρωτα τής επέτρεπε να του μιλά στον ενικό.)

«Να κοιτάς τη δουλειά σου,» της είχε αποκριθεί ο Εύβουλος.

Και τώρα, της είπε: «Βαλέρια. Άσ’ τα αυτά, έλα εδώ.»

Η δούλα άφησε τα μαξιλάρια επάνω στον καναπέ και πλησίασε το τραπέζι.

«Κάθισε να φας μαζί μας. Δεν πεινάς;»

«Μάλιστα, κύριε.»

Ο Εύβουλος έδειξε το τραπέζι με μια γενναιόδωρη χειρονομία, και η Βαλέρια κάθισε κοντά τους και γέμισε ένα πιάτο με πρωινό για τον εαυτό της και μια κούπα με τσάι.

«Είχες κανένα νέο από τον Γελαστό Άρχοντα, Εύβουλε;» ρώτησε ο μάγος.

«Δεν έχω καν επικοινωνήσει μαζί του ακόμα, Κάρχαμωντ.» Ο αρχηγός των Επιφανών Κρανοφόρων σκούπισε το στόμα του με την πετσέτα κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Από δίπλα, από το κρυστάλλινο παράθυρο, το πρωινό φως έμπαινε άπλετο στο δωμάτιο.

«Εφτά μέρες έχουν περάσει,» είπε ο Κάρχαμωντ’λι, «κι η μάγισσα δεν έχουμε ακούσει νάναι νεκρή. Ο Αρχισυγκλητικός θ’αρχίσει ν’ανησυχεί.»

Ο Εύβουλος τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τον άκουσες να λέει τίποτα;»

«Όχι, αλλά και πάλι….» Ο μάγος ήπιε μια γουλιά από το τσάι του, ενώ με τις άκριες των ματιών του κοίταζε το στήθος της Βαλέριας που φαινόταν κολακευτικά μέσα από το ντεκολτέ της.

Ο Εύβουλος έπιασε τον τηλεπικοινωνιακό του πομπό από δίπλα. «Ας δούμε, λοιπόν, τι γίνεται με τον παλιό μας φίλο τον Άσλατμιρ.» Πάτησε μερικά κουμπιά πάνω στη συσκευή και την έφερε στ’αφτί του.

Σύντομα, κάποιος απάντησε: «Ναι;»

«Ο Εύβουλος είμαι, Άσλατμιρ.»

«Νόμιζα ότι μας είχες ξεχάσει…»

«Το θέμα είναι αν μ’έχετε ξεχάσει εσείς. Πώς πάει η δουλειά σας;»

«Περπατά ακόμα.»

«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που θέλω να λύσετε. Σκοπεύετε ή όχι;»

«Την παρακολουθούμε. Αλλά το έχει υποπτευθεί. Είχε, δηλαδή, υποπτευθεί ότι την παρακολουθούν προτού εμείς αρχίσουμε να την παρακολουθούμε. Υποθέτω θα είχε καλό λόγο…»

«Και τι σημαίνει αυτό;»

«Σημαίνει πως μπαίνει και βγαίνει κρυφά από μια πολυκατοικία όπου ούτως ή άλλως μπαινοβγαίνει πολύς κόσμος, Εύβουλε. Και δεν μπορούμε ν’αρχίσουμε να σκοτώνουμε όποιον μας φαίνεται ύποπτος.»

«Προφανώς.»

«Συνέβη, όμως, ένα περιστατικό πριν από τρεις μέρες.» Και του είπε πως κάποιος είχε έρθει και είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας. Ήταν η πρώτη φορά που είχε γίνει αυτό, οπότε εκείνος και η Σέρυ είχαν κατεβεί για να παρακολουθήσουν τον άγνωστο. Τον είχαν δει, μετά από λίγο, να βγαίνει από την πολυκατοικία. Τον είχαν ακολουθήσει, αλλά σύντομα κατάλαβαν δύο πράγματα: ότι τους είχε αντιληφτεί να τον ακολουθούν, και ότι κάποιος άλλος ακολουθούσε εκείνους. Ο Άσλατμιρ είχε συνεχίσει να ακολουθεί τον άγνωστο που είχε χτυπήσει το κουδούνι της μάγισσας ενώ η Σέρυ είχε μείνει πίσω για να αντιμετωπίσει αυτόν που τους ακολουθούσε. Τελικά, αυτός που τους ακολουθούσε ήταν η ίδια η μάγισσα – ο στόχος τους! Η Σέρυ χτυπήθηκε από μια ενεργειακή ριπή και λιποθύμησε, και ο Άσλατμιρ έχασε τον μυστηριώδη άντρα.

«Είστε κι οι δύο άχρηστοι,» παρατήρησε ο Εύβουλος.

«Πρόσεχε τα λόγια σου, Εύβουλε. Η κατάσταση είναι δύσκολη και το ξέρεις! Κανονικά πρέπει να μας δώσεις περισσότερα λεφτά. Απορώ πώς η μάγισσα βρέθηκε στο κατόπι μας–»

«Λεφτά θα πάρετε μόνο όταν τη δω νεκρή. Ένας… επαγγελματίας σαν εσένα δεν θα έπρεπε να αναρωτιέται πώς ο ίδιος του ο στόχος βρέθηκε στο κατόπι του!»

«Για την ακρίβεια, έχω μια θεωρία…»

«Θα μου την πεις κι εμένα;»

«Νομίζω πως βγήκε από την πολυκατοικία για να παρακολουθήσει τον άντρα που την επισκέφτηκε.»

«Και τον οποίο χάσατε. Πώς ήταν στην όψη;»

«Φορούσε κάπα και κουκούλα, και ήταν βράδυ.»

«Τι πρωτότυπο…»

«Έτσι ήταν ντυμένος· τι θέλεις να κάνω εγώ, Εύβουλε;»

«Να τη σκοτώσεις. Θα τα ξαναπούμε άλλη φορά.» Και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.

«Τίποτα δεν έχουν καταφέρει;» είπε ο Κάρχαμωντ’λι.

«Μαλακίες,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος. «Στο τέλος, μου φαίνεται πως θα πρέπει να πάμε εμείς να τη βγάλουμε απ’τη μέση.»

«Δε σοβαρολογείς…»

«Έτσι όπως έχουν μέχρι στιγμής τα πράγματα, φυσικά και όχι.»

*

Καμια ώρα πριν από το μεσημέρι, ο Αρχισυγκλητικός τον κάλεσε στο γραφείο του και ο Εύβουλος πήγε. Τον βρήκε να κάθεται έχοντας στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί. Πλάι του η οθόνη ενός τηλεπικοινωνιακού-πληροφοριακού συστήματος ήταν αναμμένη. Τα παραθυρόφυλλα ήταν μισόκλειστα, για να κόβουν την αντηλιά. Ο σκύλος του Βέργκεδελ, ο Λυσσασμένος, ήταν ξαπλωμένος δίπλα στο βαρύ, ξύλινο γραφείο του αφέντη του μασουλώντας ένα πελώριο κόκαλο, ίσως παρμένο από νεκρό ελέφαντα. Ήταν τεράστιος αυτός ο σκύλος· όρθιος, έφτανε ώς το στήθος του Εύβουλου χωρίς να σηκωθεί στα δύο πόδια.

«Με κάλεσες, Άρχοντά μου.»

Ο Βέργκεδελ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, εξακολουθώντας να κρατά το χαρτί στο ένα χέρι. «Ναι,» αποκρίθηκε, «για να σου πω ότι σύντομα θέλω να φύγεις για το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.» Ήταν κοκκινόδερμος και μετρίου αναστήματος ο τωρινός Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ, με μαύρα κοντά μαλλιά, και πάντοτε φρεσκοξυρισμένος. Επάνω στη δεξιά μεριά του προσώπου του υπήρχε ένα μεγάλο, γαλανόχρωμο σημάδι που θύμιζε, αν το κοίταζες από μια συγκεκριμένη γωνία, πτηνό. Έτσι είχε γεννηθεί ο Βέργκεδελ, γι’αυτό κιόλας ορισμένοι γνωστοί του τον αποκαλούσαν «ο Πτηνοπρόσωπος»· ο Εύβουλος τούς είχε ακούσει μια φορά· αν και το παρωνύμιο, γενικά, σπάνια χρησιμοποιείτο.

«Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων;…»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον αποφάσισε επιτέλους να μας παραδώσει τον Αβέρναλ. Μπορείς να δεις και μόνος σου…» Έτεινε το χαρτί που κρατούσε προς τον Εύβουλο, σε περίπτωση που εκείνος ήθελε να το διαβάσει. Αλλά ο Εύβουλος δεν ήθελε, και δεν άπλωσε το χέρι του για να το αγγίξει.

«Θα τον πάρουμε με αεροσκάφος;»

«Ασφαλώς,» είπε ο Βέργκεδελ, και άφησε την επιστολή επάνω στο γραφείο. «Δε θέλω καθυστερήσεις. Και να έχεις το νου σου, Εύβουλε, γιατί δεν τον εμπιστεύομαι τον Ράνελμον.»

«Υποπτεύεσαι παγίδα, Άρχοντά μου;»

«Δεν το νομίζω. Πρέπει απλά να φοβήθηκε από την επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών. Αλλά, και πάλι, δεν είμαι βέβαιος… Εσύ ο ίδιος μού είπες, άλλωστε, πως αυτοί οι Ζωντανοί-Νεκροί που φρουρούν το παλάτι του είναι δαιμόνιοι.»

«Θα είμαι πιο προσεχτικός απ’ό,τι συνήθως,» τον διαβεβαίωσε ο Εύβουλος. «Να ξεκινήσω αμέσως;»

«Το συντομότερο δυνατό.»

Ο Εύβουλος στράφηκε προς την έξοδο του γραφείου.

Ο Βέργκεδελ ρώτησε, προτού ο μισθοφόρος φύγει: «Η μάγισσα είναι νεκρή;»

Ο Εύβουλος τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Όχι ακόμα, αλλά οι άνθρωποι που έχω πληρώσει συνεχίζουν να την παρακολουθούν πανέτοιμοι. Σύντομα δεν θα αποτελεί πλέον ενόχληση, Άρχοντά μου.»

Ο Βέργκεδελ ένευσε, ευχαριστημένος.

Και ο Εύβουλος πήγε να ετοιμάσει τους μισθοφόρους του για αναχώρηση. Όχι πως δεν ήταν πάντοτε σε ετοιμότητα, φυσικά. Αυτή ήταν η δουλειά των Επιφανών Κρανοφόρων: να είναι άψογοι σε όλα.

*

Ο Άσλατμιρ έβαλε τον μικρό δίσκο μέσα στην ειδική θύρα του εκτυπωτικού μηχανήματος, που ήταν συνδεδεμένο με μια ενεργειακή φιάλη κάτω απ’το τραπέζι, και είδε τις αριθμημένες φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν στη μικρή οθόνη. Επέλεξε την πρώτη και πάτησε το πλήκτρο ΕΚΤΥΠΩΣΗ. Μετά από λίγο, η φωτογραφία είχε εκτυπωθεί. Ο Άσλατμιρ την πήρε και πήγε πάλι στο υπνοδωμάτιο, όπου η Σέρυ καθόταν κοντά στο παράθυρο και κοίταζε την πολυκατοικία απέναντι. Εκείνη ήταν που, πιο πριν, είχε τραβήξει τη φωτογραφία, και τώρα ο Άσλατμιρ την καρφίτσωσε στον τοίχο, ανάμεσα στις υπόλοιπες. Όλες τους έδειχναν διάφορους ανθρώπους που ή έμπαιναν ή έβγαιναν από την αντικρινή πολυκατοικία.

«Τον ξανάχουμε αυτόν, νομίζω.»

Η Σέρυ στράφηκε να κοιτάξει. «Ποιος είναι;»

«Αυτός.» Ο Άσλατμιρ έδειξε μια άλλη καρφιτσωμένη φωτογραφία. «Κι αυτός.» Έδειξε ακόμα μία. «Είναι ο ίδιος άνθρωπος.» Στις δύο παλιότερες φωτογραφίες φορούσε πλατύγυρο καπέλο· στην τωρινή δεν φορούσε ούτε καπέλο ούτε κουκούλα, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία για την ταυτότητά του. Ένας εύσωμος, καστανός, μουστακαλής άντρας με κόκκινο δέρμα.

Η Σέρυ έστρεψε το βλέμμα της ξανά έξω απ’το παράθυρο. «Δεν έχεις κάνει, λοιπόν, καμια υπόθεση ακόμα για το ποια μπορεί νάναι η μάγισσα…»

«Είναι πολύ νωρίς,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. Πρόσφατα είχαν βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του να τραβάνε φωτογραφίες όποιον έμπαινε ή έβγαινε από την πολυκατοικία, ώστε, συγκρίνοντάς τες, να μπορέσουν να εντοπίσουν τον στόχο τους, ακόμα κι αν μεταμφιεζόταν για να τους ξεφύγει. Δεν ήταν και το καλύτερο σχέδιο, νόμιζε ο Άσλατμιρ, αλλά δεν είχαν και κανένα πιο καλό για την ώρα.

«Στο τέλος,» είπε η Σέρυ, έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη, «μου φαίνεται ότι ο Εύβουλος δεν θα μας πληρώσει.» Πριν από μερικές ώρες ήταν που ο Άσλατμιρ είχε μιλήσει μαζί του τηλεπικοινωνιακά.

«Θα μας πληρώσει. Γιατί θα τη σκοτώσουμε.»

«Πώς θα τη σκοτώσουμε αφού δεν μπορούμε να τη βρούμε;»

«Θα τη βρούμε. Δεν είναι ο πρώτος δύσκολος στόχος που έχουμε αναλάβει να ξεπαστρέψουμε, Σέρυ. Δε θυμάσαι την περίπτωση εκείνου του λαθρέμπορα στη Μέρελκεβ; Ούτε αυτός ήταν εύκολος στόχος.»

«Ναι…» μουρμούρισε η Σέρυ, χωρίς να μοιάζει να του δίνει πολύ σημασία.

«Επιπλέον,» συνέχισε ο Άσλατμιρ, «ο Εύβουλος δεν έχει κανέναν καλύτερο από εμάς για ν’αναλάβει τη δολοφονία.»

Η Σέρυ ρουθούνισε. «Πού το ξέρεις;»

«Αν είχε, θα έβαζε αυτόν να σκοτώσει τη μάγισσα. Ο Εύβουλος δεν αστειεύεται. Τον ξέρω αρκετά καλά.»

«Χμμ…» Ύψωσε τη φωτογραφική μηχανή της και τράβηξε ακόμα μια φωτογραφία.

«Κάποιος καινούργιος;» ρώτησε ο Άσλατμιρ χωρίς να πλησιάσει το παράθυρο.

«Δεν ξέρω· εσύ θα μου πεις. Φέρε τον άλλο δίσκο, να σου δώσω αυτόν.»

Ο Άσλατμιρ τής έδωσε τον δίσκο από τον οποίο είχε τυπώσει την προηγούμενη φωτογραφία. Η Σέρυ έβγαλε αυτόν που βρισκόταν μέσα στη φωτογραφική μηχανή της και τον έδωσε στον Άσλατμιρ· ύστερα, τοποθέτησε στη λεπτή θύρα της συσκευής τον άλλο δίσκο, ενώ ο Άσλατμιρ πήγαινε στο καθιστικό για να τυπώσει την καινούργια φωτογραφία.

*

Ο Αβέρναλ εξαρχής υποπτευόταν ότι οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού πήγαιναν τους εξαφανισμένους δούλους των Ορυχείων Ιπταερίου σε κάποιο κρυφό εργαστήριο προκειμένου να τους μελετήσουν. Και επίσης υποπτευόταν ότι αυτό το εργαστήριο βρισκόταν κάπου στα υπόγεια του Πρώτου Νοσοκομείου. Δεν είχε, όμως, προλάβει να το ερευνήσει μαζί με τη Σανκάρλι’μορ· έπρεπε να φύγει αμέσως από την Κάρνατεβ, αν δεν ήθελε να τον εκτελέσουν ύστερα από όσα είχε γράψει στη στήλη Πολεομετρήσεις της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα. Έτσι, η Σανκάρλι, αφού είχε μάθει ότι ο Βασιληάς Ράνελμον είχε προσφέρει άσυλο στον Αβέρναλ και η ανησυχία της για τον δημοσιογράφο είχε καταλαγιάσει κάπως, είχε αποφασίσει να ερευνήσει το θέμα μόνη της. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να εισβάλει στο Πρώτο Νοσοκομείο· οι κλειδαριές του άνοιγαν εύκολα υπό την επίδραση του Ξορκιού Ξεκλειδώματός της, ενώ οι τηλεοπτικοί πομποί που βρίσκονταν σε συγκεκριμένα σημεία του δεν μπορούσαν να την πιάσουν όταν η Σανκάρλι ύφαινε Ξόρκια Τηλεοπτικής Ασυνέχειας φυτεύοντας ψευδείς εικόνες στη μηχανική μνήμη τους και σβήνοντας τη δική της.

Μεταμφιεσμένη σαν νοσοκόμα και με το λευκό δέρμα της βαμμένο κόκκινο, είχε καταφέρει να φτάσει στα υπόγεια του Πρώτου Νοσοκομείου και στο κρυφό εργαστήριο των ανθρώπων του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ. Ευτυχώς δεν υπήρχε φρουρός δίπλα στην είσοδο, κι αυτό μάλλον δεν ήταν τυχαίο, γιατί η είσοδος ήταν μια βαριά μεταλλική πόρτα που δεν είχε κλειδαριά αλλά άνοιγε με κωδικό ασφαλείας τον οποίο πληκτρολογούσες σε μια μικρή κονσόλα πλάι της. Η Σανκάρλι’μορ θα έπρεπε να τον σπάσει. Πρώτα, όμως, ήθελε να δει αν κανείς ήταν πίσω από τον πόρτα. Το κατόρθωσε αυτό βρίσκοντας τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια του μέρους και υφαίνοντας ένα Ξόρκι Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων, μετατρέποντας έτσι τους διαύλους μέσα στο εργαστήριο σε κοριούς. Χρησιμοποιώντας μια απλή συσκευή, την οποία συνέδεσε με τα καλώδια, μπορούσε να ακούσει τι γινόταν πίσω από τη μεταλλική πόρτα. Και σύντομα είχε διαπιστώσει πως κανένας δεν πρέπει να ήταν μέσα αυτή τη στιγμή. Μάλλον επειδή τώρα ήταν πρωινή ώρα και υπήρχε αρκετή δουλειά στο Πρώτο Νοσοκομείο.

Η Σανκάρλι’μορ, έχοντας πάντα το νου της μήπως κανείς πλησιάσει, είχε κάνει μια Μαγγανεία Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας και, μετά από λίγη ώρα, η μεταλλική πόρτα είχε ανοίξει μπροστά της χωρίς η Σανκάρλι να γνωρίζει τον κωδικό. Το εργαστήριο που είχε δει μετά από εκείνη την πόρτα έμοιαζε βγαλμένο από εφιάλτη. Άνθρωποι ήταν επάνω σε κρεβάτια και μηχανήματα, άλλοι δεμένοι άλλοι όχι, ναρκωμένοι (είτε με φάρμακα είτε με ξόρκια – η Σανκάρλι δεν μπορούσε να είναι βέβαιη) ή νεκροί. Μεταλλαγμένοι όλοι τους, με κέρατα στους ώμους, δέρμα σκασμένο και ραγισμένο, όψη αποκρουστική. Μερικών τα μάτια ήταν ανοιχτά, παρότι κοιμόνταν, και φαίνονταν κοκκινισμένα σαν να φωσφόριζαν από το εσωτερικό του κεφαλιού τους. Κάποιοι μουρμούριζαν μες στον λήθαργό τους, σε γλώσσες ακατανόητες για την Τεχνομαθή μάγισσα. Ορισμένων τα σώματα ήταν ανοιγμένα: στο στήθος, κυρίως, και στην κοιλιά· αλλά σε μερικούς ήταν ανοιγμένος και ο λαιμός. Σωληνάκια συνέδεαν πολλά από αυτά τα σώματα με φιάλες όπου περιστρέφονταν υγρές ουσίες άγνωστες για τη Σανκάρλι.

Η αναπνοή της είχε κοπεί για αρκετές στιγμές, καθώς τα έβλεπε όλα αυτά. Και πού να τα έβλεπε κι ο Αβέρναλ… είχε σκεφτεί, κι αμέσως είχε έρθει στο νου της η φωτογραφική μηχανή που είχε πάρει μαζί της. Την έβγαλε από την τσέπη της και φωτογράφισε τα πάντα–

Άκουσε βήματα να έρχονται έξω από την κλειστή μεταλλική πόρτα· βήματα και φωνές.

Η Σανκάρλι’μορ καταράστηκε και, σβήνοντας αμέσως τα φώτα του εργαστηρίου, κρύφτηκε κάτω απ’το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ένας μεταλλαγμένος (μάλλον νεκρός). Πώς την είχαν καταλάβει; Κάποιος τηλεοπτικός πομπός που είχε παραβλέψει; Κάποιος αισθητήρας;

Η μεταλλική πόρτα άνοιξε και η Σανκάρλι είδε, από την κρυψώνα της, πόδια να μπαίνουν στο εργαστήριο καθώς τα φώτα ενεργοποιούνταν. Πέντε ζευγάρια πόδια.

«Κανένας δεν φαίνεται νάχει διαρρήξει την πόρτα, μάγε,» ακούστηκε μια αντρική φωνή. «Ούτε κανέναν βλέπω τώρα εδώ.»

Η Σανκάρλι’μορ άρχισε να μουρμουρίζει – πολύ, πολύ σιγανά – ένα Ξόρκι Προκαλύψεως, εστιάζοντας όλες τις νοητικές της δυνάμεις επάνω του.

«Η μαγγανεία μου δεν μπορεί να έκανε λάθος,» είπε ένας άλλος άντρας. «Κάποιος μπήκε πριν από λίγη ώρα.»

«Μάλλον κάποιος άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού. Δε βλέπω νάχει πειραχτεί τίποτα, και προφανώς ήξερε τον κώδικα ασφαλείας της πόρτας. Πρέπει να ήρθε εδώ, να πήρε κάτι, και να έφυγε. Η γιατρός, ίσως, ή ο Βιοσκόπος.»

«Ρώτησέ τους, Εύβουλε.»

Ο άλλος άντρας ακούστηκε να μιλά σε κάποιους μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού. Η γιατρός ονομαζόταν – όπως το περίμενε η Σανκάρλι – Ζαρμάντλι· ήταν η υπεύθυνη για την υγεία των εργαζομένων στα Ορυχεία Ιπταερίου. Ο Βιοσκόπος ήταν κάποιος που λεγόταν Νικόλαος’νιρ – τον οποίο η Σανκάρλι νόμιζε πως είχε συναντήσει μερικές φορές στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ. Άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού.

«Κανένας τους δεν ήρθε εδώ,» είπε τελικά ο Εύβουλος, ο αρχηγός των Επιφανών Κρανοφόρων.

«Τότε, μπορεί κάποιος να μας κρύβεται,» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

«Αν ήταν διαρρήκτης, πώς ήξερε τον κώδικα της πόρτας;» είπε ο Εύβουλος. Και πρόσθεσε: «Μην πειράξετε τα μηχανήματα, ούτε τα τέρατα· δε θέλω να γίνουν ζημιές εξαιτίας μας!»

«Εμένα,» ρώτησε ο μάγος, «μου επιτρέπεις να ψάξω, Εύβουλε;» Πρέπει να ήταν ο Κάρχαμωντ’λι, που δούλευε για τους Επιφανείς Κρανοφόρους.

«Με τον δαίμονά σου;»

«Ναι.»

«Να μην κάνει ζημιές.»

«Μην ανησυχείς γι’αυτό,» ακούστηκε να γελά ο Κάρχαμωντ’λι, και η Σανκάρλι είδε ένα απόκοσμο σκοτάδι να συγκεντρώνεται μπροστά από τα πόδια των μισθοφόρων, ενώ βαθιά, δαιμονικά γρυλίσματα αντηχούσαν.

Η μάγισσα ξεροκατάπιε. Τους φοβόταν τους δαιμονικούς θεούς των Δεσμοφυλάκων γιατί, για τον δικό της νου, ήταν κάτι το τελείως ακατανόητο· ήταν δυνάμεις πέρα από τους μηχανισμούς και τα συστήματα που εκείνη ήξερε. Από μέσα της επαναλάμβανε συνεχόμενα το Ξόρκι Προκαλύψεως ελπίζοντας πως αυτό θα την προφύλασσε από τις αισθήσεις του δαίμονα… αν και ανησυχούσε για το αντίθετο. Το Ξόρκι Προκαλύψεως σε κάλυπτε από ξόρκια ανίχνευσης και εντοπισμού που είχαν κάνει άλλοι μάγοι, όχι από τα αισθητήρια όργανα θεών – όχι πάντα, τουλάχιστον· δεν υπήρχε κανένα μέτρο γι’αυτές τις περιπτώσεις, καμια βεβαιότητα. Η Σανκάρλι ένιωθε κρύο ιδρώτα να τη λούζει, κάνοντας την κόκκινη μπογιά να τρέχει επάνω στο πρόσωπό της.

Το σκοτάδι περιφέρθηκε μέσα στο εργαστήριο συρίζοντας και γρυλίζοντας, και δεν άργησε να φτάσει κοντά στο κρεβάτι κάτω απ’το οποίο ήταν κρυμμένη η Σανκάρλι. Αλλά δεν πλησίασε πολύ· απομακρύνθηκε γρήγορα. Και τότε, καθώς ο κίνδυνος έμοιαζε να έχει περάσει, η μάγισσα, συγκεντρώνοντας τις σκέψεις της, συνειδητοποίησε πως και στ’άλλα σημεία όπου βρίσκονταν ζωντανοί ή νεκροί μεταλλαγμένοι ο δαίμονας το ίδιο είχε κάνει. Είχε ζυγώσει και, μετά, γρήγορα, είχε απομακρυνθεί. Διαισθανόταν κάτι επάνω τους; Κάτι που τον ενοχλούσε;

«Κανένας δεν είναι εδώ, Εύβουλε,» ακούστηκε η φωνή του Κάρχαμωντ’λι, καθώς το σκοτάδι του θεού του εξαφανιζόταν από το οπτικό πεδίο της Σανκάρλι’μορ. «Παράξενο, όμως… Τι θα μπορούσε να ενεργοποίησε τη μαγγανεία μου;…»

«Δε μπορεί να ήταν κάποια… δυσλειτουργία της μαγγανείας;»

Ο Κάρχαμωντ’λι ρουθούνισε. «Οι μαγγανείες δεν δυσλειτουργούν· δεν είναι μηχανήματα. Είναι το ίδιο το σύμπαν αλλοιωμένο.»

«Τι νομίζεις ότι συνέβη, τότε;»

«…Αυτά τα τέρατα,» είπε μετά από μια στιγμή ο μάγος. «Κάτι πρέπει νάγινε μ’αυτά τα τέρατα. Ίσως κάποιο να σηκώθηκε και να πλησίασε την πόρτα.»

«Ξαπλωμένα μού φαίνονται όλα, και ακίνητα,» είπε ο Εύβουλος. «Τέλος πάντων. Πάμε να φύγουμε. Η γιατρός είπε ότι θάρθει σύντομα να κοιτάξει· το ίδιο κι ο Βιοσκόπος.»

Τα πέντε ζευγάρια πόδια αποχώρησαν, σβήνοντας τα φώτα και κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

Η Σανκάρλι’μορ βγήκε απ’την κρυψώνα της νιώθοντας τα γόνατά της να τρέμουν και τον λαιμό της ξερό. Είχε φανεί απρόσεχτη! Μαγγανεία στην πόρτα… Αναμφίβολα, Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως. Έπρεπε να είχα ελέγξει. Δεν είχε περάσει καθόλου απ’το μυαλό της· περίμενε μόνο τεχνολογικά μέσα ασφάλειας.

Πρέπει να φύγω τώρα – και χωρίς να ξαναενεργοποιήσω τη μαγγανεία του.

Προτού φύγει, όμως, είχε μια τελευταία δουλειά να κάνει. Άναψε τα φώτα του εργαστηρίου και, σε μια γωνία, ανάμεσα σε κάτι ράφια, εγκατέστησε έναν μικροσκοπικό τηλεοπτικό πομπό με μικρόφωνο. Τον συνέδεσε με τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια του εργαστηρίου, καθώς και με τα καλώδια που μετέφεραν ενέργεια στα διάφορα μηχανήματα εδώ μέσα.

Έπειτα, ύφανε Ξόρκι Προκαλύψεως ξανά, για ν’αποφύγει τη Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως του Κάρχαμωντ’λι, και βγήκε από τη μεταλλική πόρτα (που, φυσικά, δεν χρειαζόταν κωδικό για ν’ανοίξει από τη μέσα μεριά). Στα υπόγεια του Πρώτου Νοσοκομείου, όταν άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος της, κρύφτηκε σε μια γωνία και είδε τη Ζαρμάντλι και τον Νικόλαο’νιρ να περνάνε μαζί με τέσσερις πάνοπλους φρουρούς – Επιφανείς Κρανοφόρους, από το έμβλημα στις ενδυμασίες τους.

Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που η Σανκάρλι’μορ είχε πάει στο υπόγειο εργαστήριο όπου οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού έκαναν πειράματα επάνω στους μεταλλαγμένους. Τώρα δεν χρειαζόταν πλέον να κατεβαίνει εκεί για να ξέρει τι γινόταν: παρακολουθούσε το μέρος από το σπίτι της, μέσω του τηλεπικοινωνιακού δικτύου της Κάρνατεβ, αντλώντας οπτικά και ακουστικά δεδομένα από τον κοριό που είχε φυτέψει στο εργαστήριο. Καθόταν μπροστά στην οθόνη ενός μηχανικού συστήματός της και έβλεπε, ενώ συγχρόνως κατέγραφε τα πάντα στη μνήμη του μηχανήματος.

Είχε πια καταλάβει ό,τι είχαν καταλάβει κι οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού γι’αυτούς που μολύνονταν στα Ορυχεία Ιπταερίου. Τίποτα, δηλαδή. Η Ζαρμάντλι και ο Νικόλαος’νιρ έκαναν διάφορα πειράματα με τους νεκρούς ή αιχμάλωτους μεταλλαγμένους αλλά δεν φαινόταν να μπορούν να εντοπίσουν ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως επρόκειτο για κάποια μόλυνση που έμπαινε από το αναπνευστικό σύστημα του θύματος και ξεκινούσε από τους πνεύμονες. Δεν ήταν καν βέβαιοι αν το ιπταέριο ευθυνόταν για τη μόλυνση. Αλλά, αν δεν ήταν το ιπταέριο, τότε τι μπορούσε να είναι; Από την άλλη, όμως, γιατί το ιπταέριο να επηρεάζει μόνο ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι, μάλιστα, δεν φαινόταν να έχουν καμια σχέση αναμεταξύ τους; Ήταν διάφορων ηλικιών, άντρες και γυναίκες, κοκκινόδερμοι και μαυρόδερμοι, κι ένας λευκόδερμος επίσης – πρώην Παντοκρατορικός, εξωδιαστασιακός, και δούλος.

Ο Νικόλαος’νιρ είχε κατορθώσει να απομονώσει τον ιό, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να τον σκοτώσει. Είχε επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει διάφορες ουσίες, αλλά καμία δεν φαινόταν να τον επηρεάζει.

«Αντιδρά,» είχε πει, μια φορά, στη Ζαρμάντλι. «Αμέσως αντιδρά. Προσαρμόζεται. Και… νομίζω πως καταλαβαίνει τι συμβαίνει.»

«Τι εννοείς;» Οι δυο τους ήταν καθισμένοι πλάι-πλάι, κοντά σ’έναν πάγκο γεμάτο εργαλεία, φιαλίδια, συσκευές, και χαρτιά, καθώς ο τηλεοπτικός πομπός της Σανκάρλι’μορ τούς παρακολουθούσε από τη γωνία του εργαστηρίου.

«Καταλαβαίνει ότι του ρίχνω άλλες ουσίες για να τον σκοτώσω, και τις μεταλλάσσει κι αυτές, τις κάνει δικές του,» είπε ο μάγος.

«Είναι δυνατόν;»

«Γιατί να μην είναι;»

Η Ζαρμάντλι κάπνιζε για λίγο σκεπτικά· μετά είπε: «Αποκλείεται να μην υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον σκοτώσει.»

«Το βλέπω δύσκολο…» Ο Βιοσκόπος ήταν συλλογισμένος. «Ίσως… ίσως νάχει σχέση με τη διάστασή σας.» Ο ίδιος ήταν εξωδιαστασιακός, όπως υποδήλωνε το όνομά του. «Κάποιος απ’τους δαιμονικούς σας θεούς.»

«Δεν είναι θεός,» μόρφασε η Ζαρμάντλι. «Θα τόχαν ήδη καταλάβει οι άλλοι μάγοι.» Είχαν, φυσικά, φέρει και Δεσμοφύλακες για να κοιτάξουν τους μεταλλαγμένους – Δεσμοφύλακες και τους θεούς τους – αλλά κανένας δεν είχε εντοπίσει πνεύματα ή δαίμονες. Ήταν όλοι τους τελείως παραξενεμένοι από την περίπτωση, απ’ό,τι είχε καταλάβει η Σανκάρλι’μορ, η οποία δεν τους είχε δει μέσα από τον τηλεοπτικό πομπό της, είχε απλά ακούσει να συζητάνε γι’αυτούς. Οι Δεσμοφύλακες πρέπει να είχαν έρθει στην αρχή, όταν οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού πρωτοέφερναν θύματα εδώ για έρευνα. Τώρα πλέον η βοήθειά τους, μάλλον, δεν κρινόταν απαραίτητη.

«Είναι, πάντως, κάτι το ευφυές,» επέμεινε ο Νικόλαος’νιρ. «Δεν είναι ένας συνηθισμένος ιός.»

Η Σανκάρλι’μορ, ασφαλώς, δεν μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρασμα. Δεν είχε γνώσεις σχετικά με ιούς, ασθένειες, και μολύνσεις. Τα εγκλήματα, όμως, που έβλεπε να συμβαίνουν μέσα σ’εκείνο το εργαστήριο ήταν τρομερά. Οι ερευνητές του Αρχισυγκλητικού, ουσιαστικά, τεμάχιζαν όσους μολύνονταν από τον ιό, όσους έδιναν σημάδια ότι μεταλλάσσονταν. Δεν τους ενδιέφερε να τους θεραπεύσουν. Αυτοί οι άνθρωποι (οι περισσότεροι από τους οποίους μάλλον ήταν δούλοι) είχαν επισήμως «εξαφανιστεί στα ορυχεία» ή ήταν «νεκροί», οπότε μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν μαζί τους. Χασάπηδες… Πού να ήξερε γι’αυτά ο Αβέρναλ… Η Σανκάρλι το είχε σκεφτεί να του στείλει τα οπτικοακουστικά δεδομένα στη Νουσράκλη, μα δεν το είχε τολμήσει ακόμα, για πολλούς λόγους. Φοβόταν για τη ζωή του, κατά πρώτον· κι αν ο Αβέρναλ είχε αυτά τα δεδομένα στα χέρια του, μάλλον δεν θα έμενε σιωπηλός, θα τα δημοσίευε, και τούτο θα έστρεφε ακόμα περισσότερο την οργή του Αρχισυγκλητικού εναντίον του. Επίσης, αν αυτά τα δεδομένα δημοσιεύονταν, οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού αμέσως θα υποπτεύονταν ότι κάποιος κοριός υπήρχε στο εργαστήριο – πράγμα που θα σήμαινε το τέλος της παρακολούθησης που μπορούσε να κάνει η Σανκάρλι’μορ. Θα έβρισκαν τη συσκευή της και θα την κατέστρεφαν. Μπορεί ακόμα και να κατόρθωναν, κάπως, να ανιχνεύσουν προς τα πού πήγαινε το τηλεπικοινωνιακό σήμα μέσω των καλωδίων – αν και αυτό η μάγισσα το θεωρούσε λιγάκι απίθανο επειδή είχε φροντίσει το σήμα να είναι κωδικοποιημένο, και το μηχανικό της σύστημα που λάμβανε τα οπτικοακουστικά δεδομένα ήταν επίσης ειδικά προστατευμένο. Η Σανκάρλι’μορ ήταν από τους καλύτερους του τάγματος των Τεχνομαθών μέσα στην Κάρνατεβ.

Ωστόσο, φοβόταν ότι ο Αρχισυγκλητικός την υποψιαζόταν. Υποψιαζόταν ότι κατασκόπευε τις κινήσεις του. Αλλά δεν μπορεί να είχε βρει τον κοριό της. Μάλλον την είχε στο μάτι επειδή γνώριζε πως ήταν ερωμένη του Αβέρναλ.

Και η Σανκάρλι τώρα αναρωτιόταν αν εκείνοι οι μυστηριώδεις τύποι που παρακολουθούσαν τον άντρα που της είχε φέρει το μήνυμα του Αβέρναλ ήταν πράκτορες του Αρχισυγκλητικού. Κι αν όχι, τι άλλο μπορεί να ήταν; Είχαν επιχειρήσει να τη σκοτώσουν, όταν κατάλαβαν πως τους ακολουθούσε. Έχει μπλεξίματα άσχετα μ’εμένα εκείνος ο άνθρωπος; ή ήταν πράκτορες του Αρχισυγκλητικού που κατασκοπεύουν εμένα και γι’αυτό τον ακολούθησαν; Πώς μπορώ να μάθω;

Ο μαντατοφόρος τής είχε κινήσει την περιέργεια. Ανήκε σε κάποια οργάνωση; Ήξερε κάποιον σύμμαχο του Αβέρναλ μες στην πόλη;

Τρεις νύχτες είχαν περάσει από τότε που η Σανκάρλι τον είχε συναντήσει, και δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Κάθε λίγο ερχόταν στο μυαλό της – και αυτός και οι κατάσκοποι που τον ακολουθούσαν. Ήταν πια καιρός να μάθει περισσότερα.

Ντύθηκε και έφυγε από το διαμέρισμά της.

Πίσω της, το μηχανικό σύστημα συνέχιζε να καταγράφει οπτικοακουστικά δεδομένα από το υπόγειο εργαστήριο κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο. Τώρα, μες στο μεσημέρι, η οθόνη έδειχνε μονάχα σκοτάδι και μερικά φωτάκια μηχανημάτων· κανένας δεν ήταν εκεί, εκτός από τους υπνωτισμένους ή νεκρούς μεταλλαγμένους.

Η μάγισσα βγήκε από την πολυκατοικία της ντυμένη με δερμάτινη μπλούζα και κοντή φούστα. Η κουκούλα της μπλούζας ήταν σηκωμένη στο κεφάλι της, δήθεν για τον έντονο ήλιο. Στα πόδια της φορούσε ειδικές, ψηλές κάλτσες που έμοιαζαν να γίνονται ένα με το δέρμα της χρωματίζοντάς το κόκκινο. Τα μάτια της κάλυπτε ένα ζευγάρι σκούρα μπλε γυαλιά.

Η Σέρυ, κατασκοπεύοντας από το παράθυρο του υπνοδωματίου του διαμερίσματος που είχαν νοικιάσει εκείνη κι ο Άσλατμιρ, φωτογράφησε τη γυναίκα που είχε μόλις βγει από την πολυκατοικία και φώναξε: «Ακόμα μία!»

Ο Άσλατμιρ βρισκόταν στο καθιστικό, τρώγοντας, και τώρα ήρθε στο υπνοδωμάτιο. Κοίταξε απ’το παράθυρο αλλά η γυναίκα είχε ήδη φύγει. «Φέρε μου,» είπε, κι αντάλλαξαν δίσκους με τη Σέρυ γι’ακόμα μια φορά. Πήγε πάλι στο καθιστικό, έβαλε τον δίσκο στον εκτυπωτή, κι εκτύπωσε την τελευταία αποθηκευμένη φωτογραφία. Επιστρέφοντας στο υπνοδωμάτιο, την καρφίτσωσε ανάμεσα στις υπόλοιπες.

«Την έχεις ξαναδεί;» ρώτησε η Σέρυ.

«Δε νομίζω. Δε μοιάζει με καμια από τις άλλες. Αλλά ούτως ή άλλως αποκλείεται νάναι ο στόχος μας· τα πόδια της είναι κόκκινα.»

«Να πάω τώρα κι εγώ να φάω τίποτα;»

«Πήγαινε.»

Ο Άσλατμιρ πήρε τη θέση της στο παράθυρο, έχοντας τη φωτογραφική μηχανή έτοιμη στα χέρια του.

*

Η Σανκάρλι’μορ βάδισε μέχρι που βγήκε στη Μεγάλη Λεωφόρο· εκεί έκανε νόημα σε μια επιβατική άμαξα να σταματήσει. Ο αμαξάς είχε άλλες δύο γυναίκες μέσα και ρώτησε τη μάγισσα πού πήγαινε. «Κοντά στην Αρένα,» αποκρίθηκε εκείνη, και ο αμαξάς είπε: «Δε βολεύει, κυρία· πάω προς βορειοδυτικά.» Η Σανκάρλι τού έγνεψε δεν πειράζει και βάδισε, διασχίζοντας κάθετα τη Μεγάλη Λεωφόρο, για να φτάσει, μετά από λίγο, στην Οδό του Γέροντα. Εκεί έκανε πάλι νόημα σε μια άμαξα, κι αυτή σταμάτησε μπροστά της. «Ελάτε, κυρία,» της είπε η αμαξάς, η οποία δεν είχε άλλο πελάτη, και η Σανκάρλι’μορ ανέβηκε.

«Πού πηγαίνουμε;»

«Κοντά στην Αρένα. Θα σου δείξω.»

Η γυναίκα μαστίγωσε τα άλογά της άμαξάς της, κι έστριψε λίγο παρακάτω, σ’έναν δρόμο κάθετο στην Οδό του Γέροντα. Η Σανκάρλι κοίταζε έξω απ’το παράθυρο κι όταν είδε πως βρισκόταν κοντά στον προορισμό της είπε στην αμαξά να σταματήσει. Την πλήρωσε και κατέβηκε απ’την άμαξα.

Προχώρησε προς την πολυκατοικία όπου, πριν από τρεις νύχτες, είχε δει να φτάνει ο άντρας που της έφερε το μήνυμα· και δεν έχασε τον δρόμο της. Στάθηκε σ’ένα σοκάκι αντίκρυ στο ψηλό οικοδόμημα και κοίταξε το ρολόι στον καρπό της. Πιέζοντας ένα κουμπί του έκανε την οθόνη του ν’αδειάσει, να γίνει σχεδόν σαν καθρέφτης. Έφερε στο νου της την όψη του μυστηριώδη μαντατοφόρου και άρθρωσε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε πάνω στο ρολόι: μια κουκίδα που της έδειχνε ότι ο άνθρωπός της δεν ήταν τώρα στην πολυκατοικία, αλλά ούτε και πολύ μακριά.

Η Σανκάρλι’μορ ακολούθησε την κατοπτρική ένδειξη, βαδίζοντας ενώ είχε το νου της εστιασμένο στο Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Ένα πελώριο φορτηγό πέρασε από δίπλα της, τυλίγοντάς την μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης και κόβοντάς της, προς στιγμή, την ανάσα. Η μάγισσα έβηξε και παραλίγο να χάσει το σήμα του άντρα που αναζητούσε. Δεν το έχασε, όμως· η κουκίδα παρέμεινε πάνω στο ρολόι της, και η Σανκάρλι’μορ δεν άργησε να φτάσει αντίκρυ στα τείχη της Αρένας της Κάρνατεβ. Μπροστά από την πύλη της Αρένας ήταν συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος, παρά τη μεσημεριανή ώρα: με παζάρι έμοιαζε, όπως συνήθως. Κι ο άνθρωπός της βρισκόταν κάπου εκεί, σύμφωνα με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Η Σανκάρλι’μορ προχώρησε ρίχνοντας ματιές στο ρολόι της, μετανιώνοντας που δεν είχε επικεντρώσει το ξόρκι επάνω στα γυαλιά της για να μη χρειάζεται να κάνει καμία κίνηση ώστε να κοιτάζει την κόκκινη κουκίδα αλλά αυτή να είναι πάντα μπροστά της. Το μαγικό ίχνος την οδήγησε, τελικά, κοντά στον πάγκο ενός συλλέκτη κομματιών και συντριμμιών. Και εκεί, πίσω από σπασμένα κέρατα, τμήματα από πανοπλίες, θραύσματα από όπλα, κόκαλα, και άλλες σαβούρες από τους αγώνες της Αρένας για τις οποίες πολλοί ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν, στεκόταν ένας άντρας. Η μάγισσα δεν τον αναγνώρισε αμέσως, αλλά μετά–

Φυσικά!

Ο συλλέκτης ήταν ο άντρας που της είχε φέρει το μήνυμα, εκείνη τη νύχτα!

Αν είναι δυνατόν… Τι ήταν, τελικά; Κάποιου είδους κατάσκοπος; Ή απλά είχε εξυπηρετήσει κάποιον;

Η Σανκάρλι’μορ είδε ότι αρκετοί άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από έναν άλλο πάγκο, πίσω απ’τον οποίο υπήρχε ένας πίνακας με τους αγώνες που θα γίνονταν στο άμεσο μέλλον, καθώς και ποιοι θα συμμετείχαν σ’αυτούς. Επάνω στον πάγκο ήταν ένα μηχανικό σύστημα με οθόνη, το οποίο έμοιαζε να υπολογίζει πιθανότητες. Οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι έβαζαν στοιχήματα.

Η Σανκάρλι πλησίασε μια γυναίκα και της είπε: «Συγνώμη, να κάνω μια ερώτηση;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, λοξοκοιτάζοντάς την, καθώς έβλεπε ότι κάτω απ’την κουκούλα το δέρμα της μάγισσας ήταν λευκό με απόχρωση του ροζ – επομένως, εξωδιαστασιακή· πιθανώς, ακόμα και πρώην Παντοκρατορική. Τίποτα απ’αυτά δεν αλήθευε, όμως· η Σανκάρλι ήταν γέννημα-θρέμμα της Φεηνάρκια.

«Ποιος είναι αυτός ο κύριος;» Έδειξε, με το σαγόνι της, προς τη μεριά του συλλέκτη.

«Αυτός; Ο Χάραλκιρ, ασφαλώς! Συλλέκτης κομματιών και συντριμμιών. Πρώτη φορά έρχεσαι στην Αρένα; Αλλά μάλλον δεν είσαι από δω, ε;»

Η αλήθεια ήταν ότι η Αρένα δεν ενδιέφερε καθόλου τη Σανκάρλι, ούτε όταν ήταν μικρή ούτε τώρα. «Όχι,» είπε ψέματα, «δεν είμαι από δω. Ευχαριστώ, πάντως.» Κι απομακρύνθηκε από τη γυναίκα, η οποία στράφηκε πάλι σ’αυτούς που μιλούσαν για τα στοιχήματα.

Ο Χάραλκιρ (αν αυτό είναι το πραγματικό του όνομα) τώρα είχε αρχίσει να μαζεύει τα πράγματα του πάγκου του. Η Σανκάρλι αναρωτήθηκε αν θα ήταν συνετό να τον πλησιάσει για να του μιλήσει…

Δίσταζε.

Άλλωστε, τι ήξερε γι’αυτόν;

Δε μπορεί, πάντως, νάναι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού…

Ήταν σχεδόν έτοιμη να βαδίσει προς το μέρος του, όταν μια άλλη γυναίκα την πρόλαβε. Ψηλή και πορφυρόδερμη, ντυμένη με μαύρο δέρμα. Φορούσε βέλο στο πρόσωπό της, το οποίο άφηνε μονάχα τα μάτια της να φαίνονται. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο, κι ένα μακρύ μαστίγιο κρεμόταν από τη ζώνη της, κουλουριασμένο σαν φίδι.

Η Σανκάρλι έμεινε ακίνητη, βλέποντάς την να ζυγώνει τον Χάραλκιρ και να μιλά μαζί του σαν να ήταν παλιοί γνωστοί αλλά όχι εραστές, σίγουρα όχι εραστές. Τι ήταν αυτή η γυναίκα; Μονομάχος; Ήταν, αναμφίβολα, αρκετά γεροδεμένη… Όμως όχι, δεν έδινε την εντύπωση μονομάχου. Θηριοδαμάστρια; Ίσως νάναι θηριοδαμάστρια, για τα θηρία της Αρένας.

Καθώς ο Χάραλκιρ συνέχιζε να μαζεύει τα πράγματά του μιλούσε μαζί της, και μετά η γυναίκα έφυγε: πήγε στο εσωτερικό της Αρένας. Ο Χάραλκιρ ήταν, επίσης, έτοιμος να φύγει.

Η Σανκάρλι’μορ τον πλησίασε καθώς εκείνος απομακρυνόταν από τον πάγκο του. «Γεια,» είπε.

Ο Χάραλκιρ συνοφρυώθηκε ατενίζοντάς την, σαν η όψη της αμέσως να του είχε θυμίσει κάτι. Μετά, τα μάτια του στένεψαν. «Εσύ… Τι θέλεις εδώ; Πώς με βρήκες;»

«Μου κίνησες την περιέργεια, και έχω τις μεθόδους μου.»

Ο Χάραλκιρ συνέχισε να βαδίζει. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε.»

Η Σανκάρλι’μορ τον ακολούθησε. «Ποιος είσαι; Μου είπαν ότι λέγεσαι Χάραλκιρ.»

«Αυτό είναι τ’όνομά μου, αλλά κανονικά δεν θάπρεπε να σ’ενδιαφέρει. Μονάχα ένα μήνυμα σού έφερα· τίποτα περισσότερο. Δε με ξέρεις, δε σε ξέρω.»

«Ακόμα κι αν θέλω να στείλω, μέσω εσένα, κάτι στον Αβέρναλ;»

«Δε γνωρίζω τον Αβέρναλ· σ’το είπα και την άλλη φορά.»

«Ξέρεις, όμως, κάποιον που τον ξέρει. Προφανώς.»

Ο Χάραλκιρ δεν μίλησε, καθώς ζύγωναν έναν στάβλο που βρισκόταν κοντά στην Αρένα.

«Θα μπορούσες να μεταφέρεις κάτι σ’αυτόν, αν σε πλήρωνα;» ρώτησε η Σανκάρλι, θέλοντας να το έχει υπόψη της για το μέλλον, γενικά.

Ο Χάραλκιρ σταμάτησε και στράφηκε να την αντικρίσει ενοχλημένος. «Δεν πληρώνομαι. Δεν είμαι αγγελιαφόρος–»

«Τι είσαι, τότε;»

«Μια χάρη έκανα για έναν γνωστό–»

«Σοβαρά, ε; Και γιατί σ’ακολουθούσαν εκείνοι οι κατάσκοποι, το βράδυ που μου έφερες το μήνυμα;»

Τα μάτια του στένεψαν πάλι. «Πώς…;»

Η Σανκάρλι’μορ τού εξήγησε πώς το ήξερε.

«Δε μ’αρέσει καθόλου που με παρακολούθησες!» της είπε.

«Μπορεί να σου έσωσα τη ζωή.»

«Μπορεί.»

«Ποιοι ήταν αυτοί; Άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού;»

«Δεν ξέρω,» είπε ο Χάραλκιρ. «Ίσως. Και μάλλον εσένα παρακολουθούσαν, όχι εμένα.»

Το φοβόμουν αυτό… σκέφτηκε η Σανκάρλι’μορ, μένοντας σιωπηλή.

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Έχει περάσει κι απ’το δικό σου μυαλό, έτσι;… Ήταν επαγγελματίες, έχε υπόψη σου· δυσκολεύτηκα να τους κάνω να με χάσουν. Είσαι τυχερή που γλίτωσες απ’τα νύχια τους. Τους έχεις ξανασυναντήσει από τότε;»

Η Σανκάρλι κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Ούτε πριν.»

«Μάλιστα…» είπε ο Χάραλκιρ. «Λοιπόν. Δε νομίζω ότι έχουμε τίποτ’ άλλο να πούμε, και καλύτερα να μη μας δει κανένας μαζί.»

«Νομίζεις ότι θα μ’αναγνωρίσουν;»

Ο Χάραλκιρ την κοίταξε από πάνω ώς κάτω, κι ένα αχνό μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του: ένα μειδίαμα που έλεγε ότι ενέκρινε τη μεταμφίεσή της. «Παρ’ όλ’ αυτά, καλύτερα να μην είμαστε μαζί.»

Η Σανκάρλι αναστέναξε. «Δε θα μου πεις, δηλαδή, ποιος πραγματικά είσαι και ποιος είναι ο γνωστός σου που ξέρει τον Αβέρναλ;»

Ο Χάραλκιρ την ατένισε συλλογισμένα. «Εντάξει,» είπε. «Αν θέλεις να μεταφέρουμε κάποιο μήνυμα για σένα, έλα να με βρεις.»

«Και ποιος είναι αυτός που ξέρει τον Αβέρναλ;»

«Ένας… φίλος μου.»

Η Σανκάρλι γέλασε κοφτά. «Αμφιβάλλω ότι είναι απλά φίλος. Τι είστε; Κατάσκοποι; Δουλεύετε για κάποια άλλη πόλη;»

«Μη λες ανοησίες. Ούτε κατάσκοποι είμαστε, ούτε για καμια άλλη πόλη δουλεύουμε.»

«Τότε;»

«Για να πάψεις να κάνεις ανόητες υποθέσεις, θα σου πω δύο πράγματα: Είμαστε ένα δίκτυο πληροφοριών, και δεν υπηρετούμε καμια συγκεκριμένη εξουσία.»

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε. Ενδιαφέρον… «Δίκτυο πληροφοριών; Σας πληρώνουν και μαθαίνετε πράγματα;»

«Ναι. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που κανονίζει τις δουλειές μέσα στην Κάρνατεβ.»

«Τι κάνεις εσύ;»

«Παρακολουθώ.»

«Ποιος κανονίζει τις δουλειές; Θα μου τον συστήσεις;»

«Υπάρχει λόγος να το κάνω;»

Η Σανκάρλι ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να σας χρειαστώ κάποτε.»

«Έλα σε μένα, τότε· θα κάνω μια εξαίρεση. Αλλά μην πεις τίποτα σε κανέναν άλλο. Αν έρθει κάποιος και μου πει ότι η Σανκάρλι μού είπε έτσι κι έτσι για σένα, θ’αποκριθώ η Σανκάρλι είναι τρελή.»

Η μάγισσα μειδίασε. «Εντάξει,» είπε. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Χάραλκιρ.»

«Παρομοίως.»

*

Η γυναίκα με την κουκούλα και την κοντή φούστα πλησίασε πάλι την πολυκατοικία. Τα μακριά, κόκκινα πόδια της ήταν το πρώτο πράγμα που παρατηρούσες σ’αυτήν. Πώς δεν την έχω ξαναδεί; αναρωτήθηκε ο Άσλατμιρ, που κοίταζε από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Δε θα τα ξεχνούσα αυτά τα πόδια. Μάλλον, όμως, η γυναίκα δεν φορούσε πάντα κοντή φούστα…

Ο Άσλατμιρ έπιασε τα κιάλια του από δίπλα για να την κοιτάξει από πιο κοντά. Κυρίως από τη μέση και κάτω. Καθόλου κακή…

Η γυναίκα ζύγωσε την πόρτα της πολυκατοικίας κι έβγαλε το ένα χέρι από την τσέπη της δερμάτινης μπλούζας της για να ξεκλειδώσει. Το μεταλλικό κλειδί γυάλισε στο φως του μεσημεριανού ήλιου. Και το χέρι– Ο Άσλατμιρ πρόσεξε το χέρι για μια στιγμή, παρότι τα πόδια της ήταν που τραβούσαν περισσότερο την προσοχή του. Το χέρι ήταν λευκό! Δεν ήταν κόκκινο. Λευκό!

Μα τους θεούς!

Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην πολυκατοικία.

Αυτή είναι!

Αυτή πρέπει να ήταν η Σανκάρλι’μορ. Η μάγισσα. Φορούσε ψηλές κάλτσες που έκαναν τα πόδια της να φαίνονται κόκκινα· δεν ήταν κόκκινα!

Μεταμφίεση.

Είμαι ηλίθιος. Τελείως. «Έπρεπε να τόχα καταλάβει!» γρύλισε ο Άσλατμιρ, χτυπώντας τη γροθιά του στον τοίχο πλάι στο παράθυρο. Ποτέ πριν δεν είχε δει να βγαίνει από την πολυκατοικία καμια γυναίκα που να μοιάζει μ’αυτήν· ούτε σε καμια από τις φωτογραφίες υπήρχε. Έπρεπε να τόχα καταλάβει ότι είναι κάποια μεταμφιεσμένη!

«Τι είναι;» ρώτησε η Σέρυ, καθώς ανασηκωνόταν επάνω στο κρεβάτι, ξυπνώντας από τον ελαφρύ μεσημεριανό ύπνο της.

«Η μάγισσα.»

«Πού;»

«Μπήκε μέσα,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, και της εξήγησε τι είχε συμβεί.

«Δε μπορείς, όμως, να είσαι σίγουρος πως ήταν αυτή,» είπε τελικά η Σέρυ.

«Ποια να ήταν; Ποια άλλη θα μεταμφιεζόταν έτσι;»

«Μπορεί να μην ήταν μεταμφίεση· μπορεί απλά οι κάλτσες της–»

«Μη λες ανοησίες! Μόνο τα πόδια της φαίνονταν καθαρά. Τα χέρια της τα είχε στις τσέπες, και φορούσε κουκούλα στο κεφάλι, και γυαλιά στα μάτια – ο ήλιος γυάλιζε επάνω τους. Η μάγισσα ήταν. Μεταμφιεσμένη.»

«Και θα την πυροβολούσες, αν είχες προλάβει;»

«Φυσικά και όχι. Αλλά θα την ακολουθούσαμε, όταν έφευγε, και θα μαθαίναμε αν ήταν όντως αυτή.»

«Πώς;»

«Θα της την πέφταμε σε κάποιο στενορύμι, θα τραβούσαμε την κουκούλα της, και θα βλέπαμε την όψη της. Κι αν ήταν η μάγισσα, όπως και υποπτεύομαι…» Έκανε με το χέρι του πιστόλι. «Τέλος μ’αυτήν.»

Κεφάλαιο Δέκατο-Ένατο
Η Παράδοση Ενός Συκοφάντη

Οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού ήρθαν στη Νουσράκλη χωρίς πρωτύτερη ειδοποίηση. Ο Βασιληάς Ράνελμον τούς περίμενε, φυσικά, αλλά όχι τόσο σύντομα. Σήμερα το πρωί είχε στείλει επιστολή στον Αρχισυγκλητικό, μέσω ελικοπτέρου· δεν υπολόγιζε ότι σήμερα το απόγευμα, καθώς θα σκοτείνιαζε, ένα άλλο ελικόπτερο θα ερχόταν ζητώντας άδεια προσγείωσης και δηλώνοντας ότι ήταν του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ και βρισκόταν εδώ προκειμένου να παραλάβει τον συκοφάντη – τον δημοσιογράφο Αβέρναλ της Κάρνατεβ.

Ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων πρόσταξε τον Βασιλικό Αρχιφρουρό Αλκάμελ να ειδοποιήσει τους Ζωντανούς-Νεκρούς να ετοιμαστούν – αμέσως!

«Έτοιμοι είμαστε,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος στον Αλκάμελ, όταν εκείνος ήρθε να τον βρει στον όροφο όπου φιλοξενείτο μαζί με τους κοντινούς του ανθρώπους.

«Ωραία,» είπε ο Αρχιφρουρός, «γιατί το ελικόπτερο προσγειώνεται καθώς μιλάμε. Στο ελικοδρόμιο του παλατιού.»

«Θα το αναλάβουμε,» υποσχέθηκε ο Ζαώρδιλ· και, νεύοντας, ο Αλκάμελ έφυγε.

Στη μικρή αίθουσα, εκτός από τον Σκοτωμένο, βρίσκονταν η Έρικα, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, η Ανταρλίδα’μορ, η Φαίδρα’λι, και η Ανρίθα-Νοθ· και ο Ζαώρδιλ είπε στην Τεχνομαθή μάγισσα: «Πηγαίνεις για το ελικόπτερο.»

«Κι εγώ μαζί της,» δήλωσε η Έρικα.

Ο Ζαώρδιλ κατένευσε. «Και ο Σάμελκον’λι επίσης. Ειδοποιήστε τον.» Είχαν ήδη συμφωνήσει ότι ο μάγος πιθανώς να τους φαινόταν χρήσιμος.

Η Έρικα και η Ανταρλίδα’μορ έφυγαν από την αίθουσα, ενώ η πρώτη άνοιγε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της για να καλέσει τον Σάμελκον’λι.

«Εμείς,» είπε ο Ζαώρδιλ στον Νικηφόρο, τη Φαίδρα, και την Ανρίθα-Νοθ, «πάμε στα πλοία.»

*

Αφού της δόθηκε άδεια προσγείωσης, η πιλότος κατέβασε το ελικόπτερο σε μια από τις οροφές του βασιλικού παλατιού της Νουσράκλης η οποία ήταν φτιαγμένη ως ελικοδρόμιο. Ο Εύβουλος, καθισμένος πλάι της, κοίταζε έξω απ’τα παράθυρα: Ένα ελικόπτερο βρισκόταν εδώ εκτός από το δικό τους, καθώς και τρεις άνθρωποι οι οποίοι, καταφανώς, τους περίμεναν. Κανένας τους, όμως, δεν ήταν ο Αβέρναλ. Οι δύο – ένας άντρας και μια γυναίκα – έμοιαζαν για υπηρέτες του παλατιού, πλούσια ντυμένοι· κι ο τρίτος ήταν παλατιανός φρουρός, πάνοπλος και στεκόμενος με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο αρματωμένο στήθος του.

Οι πόρτες του ελικοπτέρου της Κάρνατεβ άνοιξαν, και οι οκτώ Επιφανείς Κρανοφόροι (ανάμεσα στους οποίους κι ο Κάρχαμωντ’λι) που είχαν ακολουθήσει τον Εύβουλο εδώ βγήκαν από το αεροσκάφος. Μετά, βγήκε κι ο ίδιος ο Εύβουλος, και τελευταία η πιλότος.

Οι τρεις άνθρωποι που τους περίμεναν πλησίασαν, και ο υπηρέτης είπε: «Καλησπέρα σας. Κύριε…;»

«Το όνομά μου είναι Εύβουλος, και εργάζομαι άμεσα για τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ. Ήρθαμε για τον δημοσιογράφο. Αλλά δεν τον βλέπω εδώ.»

«Ο Βασιληάς επιθυμεί να συνομιλήσει μαζί σας, πρώτα, κύριε Εύβουλε.»

«Για τη μεταφορά είμαστε μόνο εδώ. Δεν έχουμε καμια άλλη αρμοδιότητα.»

«Οι διαταγές μου είναι να σας οδηγήσω στην Αίθουσα του Θρόνου,» επέμεινε ο υπηρέτης.

Παγίδα; Ο Αρχισυγκλητικός είχε πει στον Εύβουλο ότι φοβόταν πως ίσως ο Βασιληάς Ράνελμον να επιχειρούσε κάποιο κόλπο. Γιατί, όμως, να θέλει να μας κατεβάσει στην Αίθουσα του Θρόνου; Για να μας σκοτώσει εκεί; Του έμοιαζε απίθανο – έως και αδύνατο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πόλεμο με την Κάρνατεβ.

Ο Εύβουλος στράφηκε στους ανθρώπους του. «Ελάτε,» είπε· «ας ακολουθήσουμε τον κύριο.» Και προς την πιλότο: «Εσύ μείνε εδώ.» Η γυναίκα ένευσε.

Οι δύο υπηρέτες και ο παλατιανός φρουρός προχώρησαν πρώτοι, και ο Εύβουλος κι οι οκτώ Επιφανείς Κρανοφόροι βάδισαν στο κατόπι τους, φεύγοντας από το ελικοδρόμιο και κατεβαίνοντας μια πέτρινη σκάλα.

Η πιλότος ήταν τελείως μόνη όταν η Έρικα άνοιξε μια ξύλινη πόρτα και βγήκε στο ελικοδρόμιο μ’έναν χρυσοκέντητο μανδύα ριγμένο στους ώμους της ώστε να δείχνει αριστοκρατική.

«Συγνώμη,» είπε φιλικά, ζυγώνοντας την πιλότο. «Μας συγχωρείτε που σας αφήσαμε να περιμένετε. Το παλάτι είναι απλώς λιγάκι αναστατωμένο από την άφιξή σας, καθώς δεν είχαμε λάβει πρωτύτερη ειδοποίηση ότι θα ερχόσασταν σήμερα.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε η πιλότος – μια πορφυρόδερμη γυναίκα μετρίου αναστήματος, με κοντοκουρεμένα γαλανά μαλλιά, η οποία κρατούσε το κράνος της παραμάσκαλα. «Η δουλειά είναι επείγουσα, ούτως ή άλλως.»

«Μη στέκεστε, όμως, εδώ,» είπε η Έρικα. «Ελάτε να σας προσφέρουμε κάτι να πιείτε, τουλάχιστον.»

«Δεν είναι απαραίτητο. Σύντομα θα επιστρέψουν…»

«Ο Βασιληάς επιμένει,» είπε, φιλικά όπως και πριν, η Έρικα. «Δε θα πάμε μακριά, εξάλλου. Δίπλα είναι. Ελάτε.» Έδειξε προς την πόρτα απ’την οποία είχε βγει.

«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε τυπικά η πιλότος, και την ακολούθησε, ενώ συγχρόνως την κοίταζε λιγάκι περίεργα, δεν μπόρεσε παρά να προσέξει η Έρικα. Το λευκό δέρμα μου φταίει, αναμφίβολα. Αναρωτιέται πώς μια γυναίκα που μοιάζει για εξωδιαστασιακή βρίσκεται στις υπηρεσίες του Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων. Κρίμα που δεν είχα χρόνο να βαφτώ…

Οδήγησε την πιλότο σ’ένα δωμάτιο πλάι στο ελικοδρόμιο, όπου υπήρχαν τρία μικρά τραπέζια, μια κάβα με ποτά, και μια συσκευή με δύο ενεργειακές εστίες. «Κάθισε,» της είπε. «Τι θα ήθελες; Καφέ; Τσάι; Κάποιο ποτό;»

*

Ο Εύβουλος πρόσεξε ότι πέρασαν σχετικά κοντά από πόρτες ανελκυστήρων αλλά οι οδηγοί τους δεν πρότειναν να μπουν σε κανέναν από αυτούς· τους πήγαιναν από τις σκάλες. Επειδή είμαστε πολλοί; Ή υπάρχει κάποιος άλλος λόγος; Κάποιος λόγος για να μας καθυστερούν; Μπορεί και να υπήρχε· αλλά μπορεί και να μην ήταν τίποτα πιο ύποπτο από το ότι ο Βασιληάς ήθελε οι υπηρέτες του να προλάβουν να ετοιμάσουν την Αίθουσα του Θρόνου προτού φτάσουν εκεί οι απεσταλμένοι από την Κάρνατεβ. Ήρθαμε, άλλωστε, απροειδοποίητα. Κάτι δεν του άρεσε, όμως, του Εύβουλου… Δε μπορούσε να το προσδιορίσει ακριβώς, αλλά κάτι δεν του άρεσε.

Οι δύο υπηρέτες και ο παλατιανός φρουρός τον οδήγησαν, τελικά, στην Αίθουσα του Θρόνου των Γεφυρωμένων Νήσων, την οποία εκείνος δεν είχε, φυσικά, ξαναδεί. Ήταν η πρώτη του επίσκεψη στη Νουσράκλη. Παλιότερα δεν είχε συναναστροφές με το Βασίλειο.

Την όψη του Βασιληά Ράνελμον, πάντως, την ήξερε· την είχε δει σε φωτογραφίες. Και τώρα αυτός ο άντρας καθόταν στον θρόνο στο βάθος της αίθουσας, στο πέρας ενός μακρύ χαλιού, επάνω σ’ένα βάθρο. Παραδίπλα στέκονταν διάφοροι αυλικοί, και ολόγυρα στην αίθουσα υπήρχαν φρουροί. Τα μάτια του Εύβουλου έψαξαν για γνωστά πρόσωπα, για ανθρώπους από τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αλλά δεν είδε κανέναν. Πού είναι ο παλιός μου φίλος ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος;

Ο υπηρέτης που είχε μιλήσει στον Εύβουλο στο ελικοδρόμιο απευθύνθηκε τώρα στον Βασιληά, λέγοντας ύστερα από μια επίσημη υπόκλιση: «Μεγαλειότατε, σας παρουσιάζω τον κύριο Εύβουλο, ο οποίος έρχεται στο παλάτι σας κατόπιν εντολής του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ.»

Ο Βασιληάς Ράνελμον είπε, από τον θρόνο του: «Καλωσορίσατε, κύριε Εύβουλε. Πλησιάστε, παρακαλώ.»

Ο Εύβουλος, αφήνοντας τους οκτώ μισθοφόρους πίσω του, ζύγωσε τον Βασιληά. «Σας χαιρετώ, Μεγαλειότατε,» είπε χωρίς να υποκλιθεί· «και αναρωτιέμαι για τον λόγο της πρόσκλησής σας εδώ, στην Αίθουσα του Θρόνου.»

«Επιθυμούσα, φυσικά, να σας μιλήσω…»

«Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένας απεσταλμένος του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ, Βασιληά μου. Δεν έχω καμια άλλη αρμοδιότητα ή δικαιοδοσία απ’το να παραλάβω τον συκοφάντη, τον Αβέρναλ της Κάρνατεβ.»

«Αν δεν κάνω λάθος, είστε επίσης αρχηγός της μισθοφορικής ομάδας των Επιφανών Κρανοφόρων.»

«Με γνωρίζετε, λοιπόν, Μεγαλειότατε…»

«Έχω ακούσει για εσάς. Είναι αυτοί οι άνθρωποι δικοί σας;» Ο Ράνελμον έδειξε τους οκτώ μισθοφόρους του Εύβουλου.

«Μάλιστα, Βασιληά μου. Ελπίζω αυτό να μη σας προβληματίζει. Εφόσον εργαζόμαστε για τον Αρχισυγκλητικό, είναι σαν να είμαστε άνθρωποι της Κάρνατεβ· τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον. «Δεν ήθελα να υπονοήσω κάτι άλλο.»

«Θα μπορούσαμε τώρα να παραλάβουμε τον Αβέρναλ, Μεγαλειότατε;»

«Θα επιθυμούσα πρώτα να μάθω τι είδους μεταχείριση θα έχει στην Κάρνατεβ.»

«Δεν γνωρίζω τέτοια θέματα. Όπως σας είπα, η δικαιοδοσία μου αρχίζει και τελειώνει στο να παραλάβω τον Αβέρναλ και να τον παραδώσω στις αρχές της Κάρνατεβ.»

«Με δυσαρεστεί αυτό,» δήλωσε ο Ράνελμον σκεπτικά. «Θα προτιμούσα αν ο Αρχισυγκλητικός είχε στείλει μαζί σας και κάποιον άνθρωπο με τον οποίο να μπορώ να μιλήσω.»

«Αν δεν λαθεύω, υποτίθεται πως θα ερχόμασταν στη Νουσράκλη για να παραλάβουμε τον Αβέρναλ και μόνο,» είπε σταθερά ο Εύβουλος, αναρωτούμενος αν ο Βασιληάς προσπαθούσε να παίξει κάποιο διπλωματικό παιχνίδι.

«Δεν υπάρχει περίπτωση να μη σας τον παραδώσω, κύριε Εύβουλε· γι’αυτό να είστε βέβαιος. Όμως θα επιθυμούσα να συζητήσω κιόλας για το τι τον περιμένει στο μέλλον.»

«Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να το συζητήσετε αυτό, Μεγαλειότατε.»

«Το βλέπω,» είπε ο Ράνελμον. «Θα μου επιτρέψετε, επομένως, να συντάξω μια επιστολή την οποία θα παραδώσετε στον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ εκ μέρους μου.»

«Βασιληά μου,» επανέλαβε ο Εύβουλος, «στάλθηκα εδώ μόνο για να παραλάβω τον Αβέρναλ.»

«Δεν θα σας καθυστερήσω πολύ,» τον διαβεβαίωσε ο Ράνελμον καθώς σηκωνόταν από τον θρόνο του. «Και ο Αβέρναλ, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Τον έχουμε υπό φρούρηση.»

«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε.»

«Καθίστε, παρακαλώ,» είπε ο Ράνελμον. «Και εσείς και οι μισθοφόροι σας. Οι υπηρέτες μου θα σας προσφέρουν ποτά και γλυκίσματα.»

«Δεν τρώμε, ούτε πίνουμε, εν ώρα υπηρεσίας, Βασιληά μου. Αυτός είναι ο κώδικας των Επιφανών Κρανοφόρων.»

«Τουλάχιστον καθίστε, τότε,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον κατεβαίνοντας από το βάθρο του θρόνου του και πηγαίνοντας προς ένα τραπέζι, γύρω απ’το οποίο βρίσκονταν διάφοροι αυλικοί.

Ο Εύβουλος αναζήτησε ξανά με το βλέμμα του κάποιο γνωστό πρόσωπο, όμως δεν είδε κανέναν από τους Ζωντανούς-Νεκρούς – κανέναν που να αναγνωρίζει.

*

Η Ανταρλίδα’μορ ανέβηκε τη σκάλα μαζί με τον Σάμελκον’λι μόλις η Έρικα πήρε την πιλότο μέσα στο αναψυκτήριο του ελικοδρόμιου. Ο Δεσμοφύλακας στάθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί, άνετα, να παρακολουθεί την πόρτα και το παράθυρο του αναψυκτηρίου, ενώ η Τεχνομαθής πήγε αμέσως προς το ελικόπτερο του Αρχισυγκλητικού, απ’τη μεριά που ήταν πιο απίθανο να την έβλεπε κανείς απ’το αναψυκτήριο.

Η Ανταρλίδα μπήκε στο αεροσκάφος, άνοιξε τη θυρίδα που έκρυβε τις μηχανές του, κι άρχισε αμέσως να υφαίνει επάνω τους Μαγγανεία Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως. Δεν ήταν κάτι που γινόταν γρήγορα, αλλά η μάγισσα προσπάθησε να το κάνει όσο το δυνατόν ταχύτερα, χωρίς να μειώσει την ποιότητα της μαγγανείας, εστιάζοντας πλήρως το μυαλό της στη δουλειά της και αγνοώντας τον κόσμο γύρω της. Ο Σάμελκον θα την ειδοποιούσε αν τίποτα πήγαινε στραβά, όπως είχαν συμφωνήσει.

*

Ο Εύβουλος και οι μισθοφόροι του κάθονταν σ’ένα τραπέζι της Αίθουσας του Θρόνου, ενώ σ’ένα άλλο τραπέζι ο Βασιληάς Ράνελμον συνέγραφε την επιστολή του επάνω σ’ένα κομμάτι περγαμηνή, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερη βιασύνη. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι είχαν αρνηθεί τα ποτά και τα γλυκίσματα που τους είχαν φέρει οι υπηρέτες· μονάχα νερό είχαν δεχτεί.

Ο Εύβουλος ακόμα ήταν παραξενεμένος που κανένας γνωστός του Ζωντανός-Νεκρός δεν βρισκόταν εδώ. Μετά, όμως, σκέφτηκε ότι ίσως απλά ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος να μην ήθελε να δημιουργηθούν εντάσεις. Ή μπορεί ο Βασιληάς να τον είχε προστάξει να μείνει μακριά.

Δεν έχει σημασία τι κάνουν οι Ζωντανοί-Νεκροί, έτσι κι αλλιώς. Ο Αβέρναλ μάς ενδιαφέρει εμάς.

Ο Βασιληάς Ράνελμον τελείωσε, κάποια στιγμή, τη συγγραφή της επιστολής του. Τύλιξε την περγαμηνή, τη σφράγισε, και την έδωσε σ’έναν υπηρέτη, ο οποίος πλησίασε τον Εύβουλο προτείνοντάς την προς το μέρος του. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος για να πάρει τον κύλινδρο, και οι μισθοφόροι του σηκώθηκαν επίσης.

Ο Ράνελμον ανέβηκε στον θρόνο του. «Ελπίζω θα παραδώσετε το μήνυμά μου στον Αρχισυγκλητικό, κύριε Εύβουλε…»

«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των Επιφανών Κρανοφόρων.

Ο Ράνελμον έκανε, τότε, νόημα σ’έναν άντρα, πορφυρόδερμο, πάνοπλο, και πλούσια στολισμένο. Σίγουρα δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε φρουρός, υπέθεσε ο Εύβουλος· μάλλον, ο επικεφαλής τους.

Και είχε δίκιο: ήταν ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ, ο οποίος περίμενε το νόημα του Βασιληά του για να πάει να φέρει τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο. Τώρα, βγήκε από την Αίθουσα του Θρόνου και βάδισε μέσα σ’έναν διάδρομο με φρουρούς στους τοίχους δεξιά κι αριστερά. Άνοιξε μια δερματόπορτα και μπήκε σ’ένα δωμάτιο.

Ο Αβέρναλ, που βημάτιζε νευρικά, καπνίζοντας, στάθηκε και τον ατένισε. «Με ζητάνε;» ρώτησε.

Ο Αλκάμελ ένευσε. «Εδώ και ώρα. Ο Μεγαλειότατος τούς καθυστέρησε αρκετά, οπότε τα πάντα πρέπει νάναι έτοιμα με το ελικόπτερο.»

Ο Αβέρναλ έσβησε το τσιγάρο του μέσα σ’ένα πήλινο τασάκι. «Πάμε,» είπε, και πήρε μια βαθιά ανάσα, απορώντας κι ο ίδιος γιατί αισθανόταν τόσο νευρικός. Η υπόθεση, άλλωστε, ήταν κανονισμένη. Και οι Ζωντανοί-Νεκροί κι η Έρικα ήταν άνθρωποι που, αναμφίβολα, ήξεραν τι έκαναν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για ανησυχία.

Εκτός, βέβαια, από το γεγονός ότι για κάποια ώρα θα βρισκόταν περιτριγυρισμένος από εχθρούς του… και το ελικόπτερο που θα τους μετέφερε όλους θα έπεφτε…

Δε μπορούσε, όμως, να αρνηθεί να ακολουθήσει το σχέδιο της Έρικας, με το οποίο ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων είχε συμφωνήσει. Ο Ράνελμον μού πρόσφερε άσυλο, κι εγώ, ώς τώρα, τον βάζω σε ολοένα και περισσότερο κίνδυνο. Πρέπει να φύγω από δω! Του το χρωστάω.

Ο Αλκάμελ τού έκανε νόημα να έρθει μαζί του, κι ο Αβέρναλ υπάκουσε βαδίζοντας στο κατόπι του Βασιλικού Αρχιφρουρού και βγαίνοντας στον διάδρομο. Καθώς προχωρούσαν προς την Αίθουσα του Θρόνου, οι φρουροί του διαδρόμου έφευγαν από τους τοίχους δεξιά κι αριστερά και τους ακολουθούσαν.

Προτού φτάσουν στον προορισμό τους, ο Αλκάμελ σταμάτησε και είπε στον Αβέρναλ: «Τώρα πρέπει να σε δέσω.»

Ο δημοσιογράφος ένευσε σιωπηλά, και ο Βασιλικός Αρχιφρουρός τού πέρασε ένα ζευγάρι χειροπέδες.

Μετά, βγήκαν στην Αίθουσα του Θρόνου, όπου τους περίμεναν οι οκτώ Επιφανείς Κρανοφόροι και ο αρχηγός τους.

Ο Εύβουλος αμέσως αναγνώρισε τον Αβέρναλ και σκέφτηκε: Μέχρι στιγμής κανένα ύπουλο κόλπο. «Ψάξε τον,» πρόσταξε έναν από τους μισθοφόρους του, κι εκείνος, πλησιάζοντας τον δημοσιογράφο, τον έψαξε από πάνω ώς κάτω.

«Δεν έχει όπλα, Εύβουλε,» είπε.

Ο Εύβουλος στράφηκε στον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων ο οποίος εξακολουθούσε να κάθεται στον θρόνο του. «Μεγαλειότατε, σας ευχαριστούμε για τη συνεργασία σας. Να είστε βέβαιος πως ο Αρχισυγκλητικός εκτιμά ιδιαιτέρως αυτή σας την κίνηση.»

«Νόμιζα πως η δικαιοδοσία σας τελείωνε στο να πάρετε από εδώ τον Αβέρναλ, κύριε Εύβουλε,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον, ψυχρά.

«Γνωρίζω, ωστόσο, μερικά πράγματα για τον Αρχισυγκλητικό, Βασιληά μου,» είπε ο Εύβουλος κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.

«Μπορείτε να πηγαίνετε,» του είπε ο Ράνελμον, κι έκανε νόημα στους δύο υπηρέτες και τον φρουρό που είχαν φέρει εδώ τους Επιφανείς Κρανοφόρους να τους συνοδέψουν ξανά.

*

Η Ανταρλίδα’μορ, τελειώνοντας με τη Μαγγανεία Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως, έκλεισε τη θυρίδα της μηχανής και βγήκε από το αεροσκάφος. Κοίταξε προς τη μεριά του Σάμελκον’λι κι εκείνος τής έγνεψε πως όλα ήταν εντάξει. Οπότε πήγαν κι οι δύο προς τις σκάλες κι άρχισαν να κατεβαίνουν· δεν υπήρχε πια λόγος να βρίσκονται στο ελικοδρόμιο.

«Συνάντησες κανένα πρόβλημα;» τη ρώτησε ο Σάμελκον’λι.

«Κανένα,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα’μορ. «Μια απλή μηχανή έχουν. Συνηθισμένου τύπου για τη Φεηνάρκια.»

Ύστερα, καθώς κατέβαιναν, άκουσαν κάποιους ν’ανεβαίνουν. Αρκετούς. Ο Σάμελκον ήταν έτοιμος να προτείνει να στρίψουν κάπου, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε άνοιγμα κοντά τους. Και τα βήματα από κάτω πλησίαζαν γρήγορα.

Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Εύβουλο, ο οποίος ανέβαινε πρώτος, με έναν υπηρέτη και μια υπηρέτρια του παλατιού πλάι του. Πίσω του ερχόταν ο Αβέρναλ, με τα χέρια του δεμένα, καθώς κι ένας βασιλικός φρουρός και οι υπόλοιποι Επιφανείς Κρανοφόροι.

Ο Εύβουλος σταμάτησε. «Ανταρλίδα’μορ,» είπε. «Σάμελκον’λι.»

Η μάγισσα τον ατένισε με σκληρό, άγριο βλέμμα, γιατί αυτός ήταν που την είχε παραδώσει στη λήσταρχο Σαρντίκα-Νοθ μετά την προδοσία του.

«Δουλεύετε για τον Σκοτωμένο τώρα;» συνέχισε ο Εύβουλος.

«Καλύτερο απ’το να δουλεύει κανείς για σένα,» αντιγύρισε απότομα η Ανταρλίδα.

«Οι δικοί μου άνθρωποι είναι επίλεκτοι, και εξαιρετικοί στη δουλειά τους.»

«Ελπίζω, τότε, να κάνουν επιδέξια χώρο για να μας αφήσουν να περάσουμε,» είπε ο Σάμελκον’λι.

«Απορώ που δεν είδα πουθενά τον Ζαώρδιλ, Σάμελκον. Κρύβεται;» ρώτησε ο Εύβουλος.

«Έχει άλλες δουλειές.»

«Είμαι σίγουρος. Με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς κι όλες αυτές τις αναστατώσεις…»

«Να περάσουμε;»

«Ασφαλώς.» Ο Εύβουλος έκανε νόημα στους μισθοφόρους του να παραμερίσουν, κι εκείνοι υπάκουσαν, τραβώντας και τον Αβέρναλ μαζί τους.

Η Ανταρλίδα’μορ και ο Σάμελκον’λι πέρασαν, κατεβαίνοντας τη σκάλα.

Ο Εύβουλος σκέφτηκε: Οι μοναδικοί Ζωντανοί-Νεκροί που είδα… καθώς εκείνος κι οι μισθοφόροι του συνέχιζαν ν’ανεβαίνουν. Για τον Σάμελκον’λι είχε ακούσει ότι είχε μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς – όπως κι όλοι οι πρώην Ξεσηκωμένοι – αλλά για την Ανταρλίδα’μορ δεν το ήξερε. Πρέπει να την είχαν πάρει από τη Σαρντίκα-Νοθ όταν βοήθησαν στην ήττα της λήσταρχου, στη δυτική Φεηνάρκια. Γιατί, όμως, η Ανταρλίδα δεν είχε επιστρέψει στους Ξένους; Προτιμούσε τους Ζωντανούς-Νεκρούς;

Παράξενο, πάντως, που τους συναντήσαμε στις σκάλες… Αλλά ήταν δυνατόν ο Βασιληάς να είχε ετοιμάσει κάποια παγίδα στο ελικοδρόμιο, για να τους εμποδίσει να φύγουν; Για να σώσει τον Αβέρναλ; Αποκλείεται! Δε μπορεί να ήταν πρόθυμος να στραφεί τόσο ανοιχτά εναντίον του Αρχισυγκλητικού. Αν σκόπευε κάτι τέτοιο, δεν θα είχε παραδώσει καθόλου τον δημοσιογράφο. Τι νόημα είχε να τους τον δώσει και μετά να προσπαθήσει να τον σώσει λίγο προτού φύγουν; Θα υπήρχαν έτσι και πιθανότητες να σκοτωθεί ο Αβέρναλ…

«Τι έκαναν αυτοί εδώ;» ρώτησε ο Εύβουλος τους υπηρέτες πλάι του, καθώς πλησίαζαν το ελικοδρόμιο.

«Δεν ξέρουμε, κύριε Εύβουλε,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης. «Μάλλον είχαν κάποια δουλειά.»

Φτάνοντας στην κορυφή της τελευταίας πέτρινης σκάλας βγήκαν στην οροφή του παλατιού που ήταν φτιαγμένη ως ελικοδρόμιο και πλησίασαν το ελικόπτερό τους. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι έβαλαν μέσα τον Αβέρναλ σπρώχνοντάς τον.

«Πού είναι η πιλότος;» είπε ο Εύβουλος. Τότε, όμως, την είδε να βγαίνει από μια πόρτα πλάι στο ελικοδρόμιο και να τον πλησιάζει. «Πού ήσουν;» τη ρώτησε.

«Στο αναψυκτήριο. Γιατί αργήσατε τόσο;»

«Ο Βασιληάς ήθελε να γράψει μια επιστολή για να μεταφέρουμε.» Ο Εύβουλος ύψωσε τον σφραγισμένο κύλινδρο που κρατούσε στο χέρι του. «Πάμε τώρα.»

Η πιλότος μπήκε στο πιλοτήριο, και ο Εύβουλος κάθισε πλάι της, ενώ οι δύο υπηρέτες και ο βασιλικός φρουρός απομακρύνονταν από το αεροσκάφος.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Εύβουλος τους μισθοφόρους του, ρίχνοντας μια ματιά πίσω.

«Ναι.»

Η πιλότος έβαλε μπροστά τις μηχανές. Οι έλικες άρχισαν να περιστρέφονται. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι έκλεισαν τις πόρτες.

Ο Αβέρναλ αισθανόταν να βρίσκεται σε οξύτατη, υπερβολική εγρήγορση. Έπρεπε να είναι έτοιμος – έτοιμος για τα πάντα! Αυτό το μεταλλικό πτηνό πολύ σύντομα θ’άρχιζε να πέφτει.

Τώρα, όμως, το αεροσκάφος υψώθηκε πάνω απ’το ελικοδρόμιο, πάνω απ’το παλάτι, πάνω από την πόλη της Νουσράκλης…

Ο Αβέρναλ θυμόταν τι του είχε πει, προχτές, η Έρικα: «Να έχεις το νου σου στα όπλα τους. Αυτοί δεν θα ξέρουν ότι το αεροσκάφος θα πέσει, αλλά εσύ θα το ξέρεις. Μόλις προσγειωθείτε, με την πρώτη ευκαιρία, ν’αρπάξεις κάποιο όπλο και να τρέξεις μακριά τους.»

«Κι αν με πυροβολήσουν;»

«Θα είναι πολύ ξαφνιασμένοι για να σε πυροβολήσουν αμέσως. Όμως δεν νομίζω πως έτσι κι αλλιώς θα το έκαναν, αφού ο Αρχισυγκλητικός θέλει να σε μεταφέρουν στην Κάρνατεβ, όχι να σε σκοτώσουν καθοδόν.»

Ο Αβέρναλ έβλεπε τώρα παραπάνω από αρκετά όπλα γύρω του. Αλλά, για την ώρα, έμεινε ακίνητος. Παρατηρητικός. Πανέτοιμος.

Το ελικόπτερο πέταξε βόρεια, πάνω από ακτές, πάνω από ανοιχτή θάλασσα…

*

Η Έρικα δεν είχε καθυστερήσει καθόλου: μόλις η πιλότος είχε βγει από το αναψυκτήριο, έφυγε κι εκείνη, από την άλλη πόρτα του δωματίου – μια δερματόπορτα – και μπήκε σ’έναν μικρό ανελκυστήρα που χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες. Κατέβηκε έτσι στο ισόγειο του παλατιού, έτρεξε στο γκαράζ, και πήρε από εκεί ένα δίκυκλο των Ζωντανών-Νεκρών. Το έβαλε μπροστά και βγήκε απ’τον κήπο του παλατιού, τρέχοντας προς το λιμάνι.

Από πάνω της άκουσε το ελικόπτερο να απογειώνεται· οι έλικές του σπάθιζαν τον αέρα θορυβωδώς.

Φτάνοντας στη συμφωνημένη αποβάθρα είδε ότι το μικρό, γρήγορο πλοιάριο είχε φύγει χωρίς να την περιμένει. «Οι Λάμιες να σε φάνε, Ζαώρδιλ!» γρύλισε κάτω απ’την ανάσα της. Ο Σκοτωμένος δεν την είχε περιμένει καθόλου· πρέπει να είχε αναχωρήσει μόλις ο Σάμελκον’λι και η Ανταρλίδα’μορ είχαν έρθει εδώ επάνω στο δίκυκλό τους. Μάλλον φοβόταν ότι μπορεί να έχανε το ελικόπτερο αν καθυστερούσε. Αλλά η Έρικα θεωρούσε αυτή την ανησυχία του υπερβολική. Η Ανταρλίδα, εξάλλου, είχε πει ότι το τηλεπικοινωνιακό σήμα της μπορούσε να φτάσει σε αρκετή απόσταση· δεν θα είχε πρόβλημα να σαμποτάρει τις μηχανές του ελικοπτέρου. Και είχαμε συμφωνήσει ότι θα ήμουν κι εγώ μαζί τους!

Τσαντισμένη, έστριψε το δίκυκλό της και κατευθύνθηκε προς το Στενό Άνοιγμα, τρέχοντας και αποφεύγοντας επιδέξια περαστικούς, κάρα, ζώα, και άλλα οχήματα.

«Εε! Πρόσεχε πού σκατά πας!» της φώναξε ένας αχθοφόρος που η Έρικα λίγο είχε λείψει να ανατρέψει όλα του τα καφάσια τα οποία ήταν τοποθετημένα σαν πύργος το ένα πάνω στ’άλλο.

Κεφάλαιο Εικοστό
Στο Δεντρονήσι: Πυρά, Δαίμονες, και Θηρία

«Είμαστε αρκετά κοντά τους, μάγισσα;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα’μορ. «Σίγουρα.» Καθόταν στην πλώρη του μηχανοκίνητου πλοιαρίου μαζί με τον Σκοτωμένο, τη Ραβάσλι, και τον Ραμπνάιλ, και έβλεπαν μπροστά τους, στον ουρανό, το ελικόπτερο του Αρχισυγκλητικού να πετά προς τα βόρεια, με τους δύο έλικές του να στροβιλίζονται. Ο καιρός ήταν καλός, και τα σύννεφα λίγα μέσα στο απόγευμα· παρά το αυξανόμενο σκοτάδι, η ορατότητα ήταν άψογη. «Σου είπα, Σκοτωμένε,» συνέχισε η Ανταρλίδα, «το σήμα μου φτάνει ώς και ένα χιλιόμετρο απόσταση· εν ανάγκη, ενάμιση.» Στα χέρια της κρατούσε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό ρυθμισμένο στη συχνότητα της Μαγγανείας Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως.

Πίσω τους, στο κατάστρωμα του πλοιαρίου, βρίσκονταν ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, ο Σάμελκον’λι, ο Χαρσάντιλ κι οι άλλοι τέσσερις πρώην Ξεσηκωμένοι, ο Θελβάμης, η Φαίδρα’λι, και πέντε ακόμα Ζωντανοί-Νεκροί. Μέσα στο πιλοτήριο καθόταν η Πεταλούδα της Θάλασσας – που, κανονικά, πιλόταρε τον Ακόλουθο, το δεύτερο μεγάλο πλοίο των Ζωντανών-Νεκρών, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα να οδηγήσει οποιοδήποτε σκάφος, και ήταν εξίσου καλή με όλα.

Ο Ζαώρδιλ έκανε νόημα στη Φαίδρα να έρθει στην πλώρη, μα εκείνη δεν τον πρόσεξε. Σκεφτόταν τον Φέκταρελ· δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο τι γινόταν γύρω της. Αναρωτιόταν πού να βρισκόταν ο Φέκταρελ, και ποιος ο λόγος που είχε φύγει τόσο ξαφνικά. Εγώ έφταιγα; Τα ορνιθόπτερα, παρότι είχαν ψάξει γι’αυτόν σ’όλα τα νησιά του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, δεν τον είχαν εντοπίσει πουθενά. Δε θέλει να τον βρούμε. Δεν έπρεπε να του είχα μιλ–

«Μάγισσα!» Η φωνή του Σκοτωμένου διέκοψε σαν λεπίδα τις σκέψεις της. «Δε με βλέπεις, μάγισσα; Έλα δω!»

Η Φαίδρα βλεφάρισε. Αναστέναξε και πλησίασε την πλώρη του σκάφους. «Τι;»

Ο Ζαώρδιλ ύψωσε τα κιάλια του. «Μπορείς να τα ενισχύσεις;»

Η Φαίδρα’λι ένευσε, και ύφανε επάνω τους ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως.

Ο Ζαώρδιλ έφερε τα κιάλια στα μάτια του και κοίταξε προς τα βόρεια, αναζητώντας το νησί που η Έρικα είχε πει πως της είχε προτείνει ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος. Το είχε, φυσικά, δείξει στον Ζαώρδιλ επάνω στον χάρτη των γειτονικών υδάτων του Βασιλείου, αλλά, όπως ο Σκοτωμένος ήξερε, άλλο ο χάρτης άλλο η πραγματικότητα. Τα κιάλια του τώρα, ενισχυμένα από το ξόρκι της μάγισσας, διέκριναν έναν σκοτεινό όγκο προς τα βόρεια. Έναν όγκο κατάφυτο, γεμάτο δέντρα, που από ανάμεσά τους, κοντά στη δυτική ακτή, φαινόταν να ξεπροβάλλει κάτι ψηλό και αιχμηρό – ένας λόφος σαν λεπίδα τσεκουριού. «‘Το Δεντρονήσι’, το λένε ο Όρκιβελ κι οι πειρατές του,» είχε πει η Έρικα στον Ζαώρδιλ. «Είναι καλό μέρος για να κρυφτεί κανείς. Και δεν κατοικείται παρά μόνο από γρυλαίους.»

«Αυτός, μάλλον, είναι κι ο λόγος που δεν κατοικείται από ανθρώπους,» της είχε αποκριθεί ο Σκοτωμένος.

«Μάλλον.»

«Ελπίζω οι γρυλαίοι να μη μας φάνε τον δημοσιογράφο προτού προφτάσουμε να τον σώσουμε απ’τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού.»

Ο Ζαώρδιλ κατέβασε τώρα τα κιάλια του και παρατήρησε ότι το Δεντρονήσι είχε αρχίσει να διακρίνεται και με γυμνό μάτι στον ορίζοντα. «Αυτό εκεί είναι, μάγισσα,» είπε στην Ανταρλίδα’μορ, υψώνοντας το χέρι και δείχνοντας.

Εκείνη ένευσε. «Το φανταζόμουν.»

«Κανόνισε, λοιπόν, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να τους καταρρίψεις.»

«Δεν αργεί…» Το δάχτυλό της άγγιξε ένα πλήκτρο του τηλεπικοινωνιακού πομπού που κρατούσε, χωρίς να το πιέσει.

Το Δεντρονήσι φαινόταν να έρχεται ολοένα και πιο κοντά. Και το ελικόπτερο πήγαινε ακριβώς προς εκείνη την κατεύθυνση. «Ετοιμαστείτε,» είπε ο Ζαώρδιλ στους πολεμιστές του, κάνοντας νόημα πίσω, σ’αυτούς στο κατάστρωμα του πλοιαρίου.

Οι Ζωντανοί-Νεκροί – όλοι εκτός από την Ανταρλίδα’μορ – φόρεσαν κουκούλες στα κεφάλια οι οποίες είχαν ανοίγματα μόνο για τα μάτια. Αφού ο Εύβουλος ήταν εδώ δεν ήθελαν να αναγνωρίσει κανέναν τους, σε περίπτωση που γινόταν καμια στραβή και διέφευγε ζωντανός.

Η Ανταρλίδα παρατηρούσε την πορεία του ελικοπτέρου, κι όταν το αεροσκάφος δεν ήταν πια πολύ μακριά από το νησί, πάτησε το κουμπί του τηλεπικοινωνιακού πομπού της στέλνοντας σήμα στη Μαγγανεία Αυτομάτου Απομακρυσμένης Απενεργοποιήσεως.

*

Η μηχανή ακούστηκε, ξαφνικά, να γρυλίζει μ’έναν τελείως παράδοξο τρόπο.

«Τι σκατά;…» έκανε ο Εύβουλος, παραξενεμένος, κοιτάζοντας την πιλότο.

Εκείνη ήταν συνοφρυωμένη καθώς τα μάτια της πήγαιναν στην κονσόλα του πιλοτηρίου μπροστά της. «Δε… Δεν…»

Το ελικόπτερο έχανε ύψος, αρκετά γρήγορα.

«Τι σκατά συμβαίνει;» γρύλισε ο Εύβουλος. Μας χτύπησε κάτι; Αδύνατον! Δεν είχε ακούσει τίποτα να τους χτυπά!

«Οι μηχανές, Εύβουλε…» κόμπιασε η πιλότος, προσπαθώντας να κρατήσει το ελικόπτερο στον αέρα. «Οι μηχανές δεν δουλεύουν!»

Σαμποτάζ; σκέφτηκε ο Εύβουλος. Αυτό το καθίκι, ο Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων, τους είχε σαμποτάρει τις μηχανές; Μα, έτσι θα σκοτωνόταν κι ο γαμημένος δημοσιογράφος! Ο Εύβουλος στράφηκε πίσω, να τον κοιτάξει, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξαφνικά εξαφανιστεί.

Ο Αβέρναλ, όμως, εκεί ήταν, καθισμένος ανάμεσα στους Επιφανείς Κρανοφόρους, με τα χέρια του δεμένα με χειροπέδες μπροστά του.

«Τι γίνεται, Εύβουλε;» ρώτησε ο Κάρχαμωντ’λι, ενώ όλοι τους ήταν αναστατωμένοι.

«Κάποιος χάλασε τις μηχανές μας.»

Το ελικόπτερο έχανε ύψος. Έπεφτε.

«Κρατηθείτε!» φώναξε ο Εύβουλος πάνω από τον σαματά της μηχανής και τους τριγμούς των μετάλλων ολόγυρά τους.

«Υπάρχει ένα νησί,» είπε η πιλότος, ακόμα παλεύοντας με το πηδάλιο. «Θα… θα το κατεβάσω στο νησί… Μπορώ, νομίζω. Μπορώ να το κατεβάσω χωρίς να…» Σταμάτησε να μιλά, επικεντρωμένη στη δουλειά της.

Ο Εύβουλος κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. Η ακτή του μικρού, κατάφυτου νησιού ερχόταν ολοένα και πιο κοντά τους – μοιάζοντας ολοένα και πιο επικίνδυνη. Όλο βλάστηση και βράχους. Αλλά… αμμουδιά ήταν αυτό; Θα κατάφερνε η πιλότος να κατεβάσει το ελικόπτερο στους αμμόλοφους; Αν μας ρίξει στους βράχους θα σκοτωθούμε όλοι. Κι αν μας ρίξει στα δέντρα… ποιος ξέρει τότε τι μπορεί να συμβεί; Καλύτερα, πάντως, εκεί παρά στους βρά–

Η ακτή ήταν ΠΟΛΥ κοντά!

Το ελικόπτερο κοπάνησε στο έδαφος, κι όλοι μέσα του τραντάχτηκαν, πέφτοντας από δω κι από κει.

Ο Αβέρναλ είχε ήδη βάλει στο μάτι δύο πιστόλια, και ήταν έτοιμος ν’αρπάξει ή το ένα ή το άλλο. Καθώς το αεροσκάφος προσγειώθηκε κακήν-κακώς στην αμμουδιά, ο δημοσιογράφος έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο πάτωμα – πράγμα που διαπίστωσε ξαφνικά ότι τον βόλευε! Ο ένας από τους δύο στόχους του ήταν ακόμα καθισμένος, και πλάι του. Απλώνοντας υποχρεωτικά μαζί τα δεμένα χέρια του ο Αβέρναλ άρπαξε το πιστόλι από τη θήκη στον γοφό του Επιφανή Κρανοφόρου. Ύστερα, τινάχτηκε όρθιος και κοπάνησε πάνω στη μια από τις δύο πόρτες του κεντρικού τμήματος του ελικοπτέρου, γυρίζοντας την πετούγια. Έχασε την ισορροπία του, από τη φόρα, κι έπεσε στην άμμο, κουτρουβαλώντας.

«ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ!» άκουσε κάποιον να κραυγάζει πίσω του.

Στράφηκε, πάραυτα, και είδε μια γυναίκα να βγαίνει από την πόρτα του αεροσκάφους που είχε βγει κι ο ίδιος – να βγαίνει σχεδόν σαν η πόρτα να ήταν καταπακτή: το ελικόπτερο βρισκόταν μισοβυθισμένο στην άμμο, προσγειωμένο στο πλάι.

Ο Αβέρναλ, στρέφοντας το πιστόλι του, πυροβόλησε την πολεμίστρια στο στήθος, τινάζοντάς την πίσω και κάτω. Νεκρή, ή ο αλεξίσφαιρος θώρακάς της την είχε σώσει; Ο δημοσιογράφος, φυσικά, δεν κάθισε να μάθει· σηκώθηκε στα πόδια του αρχίζοντας να τρέχει.

*

Οι Ζωντανοί-Νεκροί πλησίαζαν ολοταχώς· το πλοιάριό τους τίναζε αφρούς πίσω του, μέσα στο μειούμενο φως του απογεύματος.

«Είσαι άψογη, μάγισσα,» παρατήρησε ο Ζαώρδιλ οπλίζοντας το τουφέκι του αφού είχε προσαρμόσει μια ξιφολόγχη επάνω. «Τα κατάφερες τέλεια, νομίζω.»

«Σ’ευχαριστώ, Σκοτωμένε,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα’μορ, που είχε τώρα κι εκείνη φορέσει κουκούλα όπως όλοι τους και όπλιζε ένα τουφέκι όπως ο Ζαώρδιλ.

«Φαίδρα,» είπε ο Σκοτωμένος, ελπίζοντας αυτή τη φορά η άλλη μάγισσα να τον άκουγε· «κράτα τον θεό σου υπό έλεγχο, έτσι; Δε θέλω να δαγκώσει κάνα πόδι του δημοσιογράφου.»

«Μην ανησυχείς, αρχηγέ,» αποκρίθηκε η Φαίδρα’λι, πίσω του.

*

Τζάμια ακούστηκαν να σπάνε, και μια δυνατή φωνή – η φωνή του Εύβουλου:

«ΑΒΕΡΝΑΛ! ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΕ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΩ, ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ!»

Ο δημοσιογράφος τον αγνόησε, συνεχίζοντας να τρέχει. Η Έρικα είπε ότι δεν θα τολμήσουν να με πυροβολήσουν!

Πυροβολισμοί αντήχησαν πίσω του, άμμος τινάχτηκαν γύρω από τα πόδια του. Γαμήσου! Γαμώ τις Λάμιες γαμώ! Είναι τρελός! Ο Αβέρναλ πήδησε πίσω από έναν αμμόλοφο, πέφτοντας κάτω και κατρακυλώντας για να καλυφτεί.

«Μείνε εκεί πού είσαι!» φώναξε ο Εύβουλος. «Αλλιώς θα πάω στον Αρχισυγκλητικό το γαμημένο πτώμα σου!»

Τότε κατέφτασε το πλοιάριο των Ζωντανών-Νεκρών, γυρίζοντας παράλληλα στην αμμουδερή ακρογιαλιά ενώ σήκωνε αφρούς παντού γύρω του. Κι αμέσως ο Νικηφόρος ο Κολπατζής άναψε τον μεγάλο προβολέα επάνω στο κατάστρωμα στρέφοντάς τον προς τους Επιφανείς Κρανοφόρους, οι οποίοι κραύγασαν αιφνιδιασμένοι.

Ο Ζαώρδιλ φώναξε: «Πειρατεία! Πειρατεία! Παραδοθείτε αν θέλετε τις ζωές σας!» ρίχνοντας μερικές τουφεκιές στον αέρα, ελπίζοντας ότι ίσως ο Εύβουλος να παραδινόταν ή να υποχωρούσε – αν και ήξερε πως αυτό ήταν μάλλον απίθανο.

Και πράγματι, έτσι αποδείχτηκε. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι άρχισαν, στη στιγμή, να τους πυροβολούν, ενώ καλύπτονταν πίσω από αμμόλοφους, πίσω από το πεσμένο ελικόπτερο, και μέσα στο πεσμένο ελικόπτερο. Αλλά οι Ζωντανοί-Νεκροί ήταν καλά προστατευμένοι: στην κουπαστή του πλοιαρίου τους ατσάλινες πλάκες ήταν προσαρτημένες, προφυλάσσοντάς τους από τις σφαίρες των εχθρών τους. Και ανταπέδωσαν τα πυρά, ενώ ο Ζαώρδιλ έλεγε στον Ραμπνάιλ: «Δες πού είναι ο Αβέρναλ. Τον έχουν ακόμα μαζί τους;»

Ο Ραμπνάιλ έφερε τα κιάλια του στα μάτια και κοίταξε. «Δεν τον βλέπω κοντά τους, Σκοτωμένε. Εκτός αν τον έχουν μες στο ελικόπτερο, ή πίσω από κάποιον αμμόλοφο…»

«Σκατά…» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ, βλέποντας πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή απ’το να πλησιάσουν και, μάλιστα, προσεχτικά. Φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Παραδοθείτε! Μόνο τα όπλα σας θέλουμε!»

«Οι σφαίρες μας είναι το μόνο που θα πάρετε!» απάντησε κάποιος, που ο Ζαώρδιλ νόμιζε πως πρέπει να ήταν ο Εύβουλος.

«Γαμώ την πουτάνα μου μ’αυτό το καθίκι…» γρύλισε ο Σκοτωμένος μέσα απ’τα δόντια του.

Και μετά είδε ένα σκοτάδι να ξεπροβάλλει πίσω από έναν αμμόλοφο και να έρχεται προς το μέρος τους. Ένα σκοτάδι ακανθώδες, με παράξενες εσοχές και προεξοχές, και μάτια που γυάλιζαν σαν καθρέφτες. Κάτι θύμιζε στον Ζαώρδιλ. Το είχε ξαναντιμετωπίσει αυτό το σκοτάδι· το είχε νικήσει αυτό το σκοτάδι αρνούμενος να το ταΐσει με τον φόβο του. Ο δαίμονας του μάγου τους! Καλά είπαν η Ανταρλίδα κι ο Σάμελκον ότι είδαν τον Κάρχαμωντ’λι μαζί με τον Εύβουλο.

Η Φαίδρα’λι, στεκόμενη πίσω απ’τον Σκοτωμένο, είχε επίσης αναγνωρίσει τον δαιμονικό θεό που ζύγωνε. Το ίδιο και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της – και ζητούσε από την αφέντρα της να αφανίσει τούτο τον κατώτερο θεό – τώρα – μια για πάντα! Η Φαίδρα θυμόταν πόσο δυνατός ήταν ο δαίμονας του Κάρχαμωντ’λι όταν τον είχε συναντήσει στο Οχυρό του Ηγεμόνα, στη Νασόλκαθ. Εκείνη, όμως, η υπερβολική δύναμή του προερχόταν από το γεγονός ότι είχε τραφεί από την ψυχική ενέργεια των νεκρών της μάχης. Τώρα δεν μπορεί να ήταν το ίδιο ισχυρός.

Επάνω του! είπε η Φαίδρα στην Καρδιά της Συναγωγής, εξαπολύοντάς την από το βραχιόλι της. Και ημιαόρατες μορφές θηρίων φάνηκαν να συγκρούονται με το ακανθώδες σκοτάδι, εκεί όπου το κύμα συναντούσε την αμμουδιά· δαιμονικά γρυλίσματα, βρυχηθμοί, και συρίγματα αντηχούσαν, αναμιγμένα με τους κρότους των πυροβόλων.

Ο Κάρχαμωντ’λι, καλυμμένος πίσω από τον ίδιο αμμόλοφο όπου ήταν καλυμμένος κι ο Εύβουλος, αισθάνθηκε ό,τι αισθανόταν και ο θεός του, ο Νυχτερινός Επισκέπτης των Αιματοπότιστων Πεδίων: μια γνώριμη παρουσία. Έναν δαίμονα τον οποίο είχε ξανασυναντήσει. Πού, όμως; –Θυμήθηκε!

«Εύβουλε!» είπε. «Αυτός είναι ο θεός της μάγισσας των Ζωντανών-Νεκρών!»

«Τι;»

«Ο θεός που συγκρούεται τώρα με τον θεό μου, που δεν τον αφήνει να τους πλησιάσει, είναι ο θεός της μάγισσας των Ζωντανών-Νεκρών. Οι Ζωντανοί-Νεκροί είναι στο πλοιάριο!»

«Το ήξερα πως ήταν σαμποτάζ του Βασιληά…» μούγκρισε ο Εύβουλος.

*

Ο Αβέρναλ είχε παραμείνει κρυμμένος πίσω απ’τον αμμόλοφο όταν το πλοιάριο πλησίασε και οι πυροβολισμοί άρχισαν κι από τις δύο μεριές· κι εξακολουθούσε να είναι κρυμμένος, μην ξέροντας τι ακριβώς να κάνει. Αν έτρεχε προς τους Ζωντανούς-Νεκρούς, το πιθανότερο ήταν κάποια σφαίρα να τον σκότωνε. Επομένως… να έτρεχε προς την πυκνή βλάστηση μετά την αμμουδιά; Την κοίταζε και δεν του έμοιαζε και τόσο φιλόξενη. Σκοτεινή, κατασκότεινη ήταν. Και η Έρικα τού είχε πει πως γρυλαίοι τριγύριζαν σε τούτο το νησί.

Αν μείνω εδώ, όμως, κάποιος από τους ανθρώπους του Εύβουλου θα με πλησιάσει. Σύντομα.

Ο Αβέρναλ, σκυμμένος, έτρεξε προς το δάσος· και, με τις άκριες των ματιών του, είδε πως το είχε αποφασίσει την πιο κρίσιμη στιγμή, γιατί ένας από τους Επιφανείς Κρανοφόρους ερχόταν προς το μέρος του, βαστώντας πιστόλι στο ένα χέρι και σπαθί στο άλλο. Βλέποντας τον δημοσιογράφο ν’απομακρύνεται, ύψωσε το πιστόλι και πυροβόλησε. Οι σφαίρες χτύπησαν την άμμο ενώ η φωνή του πολεμιστή αντηχούσε: «Μείνε εκεί πού είσαι!»

Ο Αβέρναλ δεν σταμάτησε· έτρεξε πιο γρήγορα: χώθηκε μες στη βλάστηση. Και συνέχισε να τρέχει, παραμερίζοντας κλωνάρια και φυλλωσιές και πηδώντας πάνω από ρίζες–

Η πορεία του διακόπηκε απότομα, προτού πάει πολύ μακριά.

Μπροστά του ορθωνόταν μια ψηλή, πλατιά ανθρωποειδής μορφή με κέρατα στο κεφάλι. Δύο μάτια γυάλιζαν μες στο σκοτάδι του δάσους. Γρυλαίος!

Το πιθηκοειδές γρύλισε, άγρια. Ο Αβέρναλ έτρεξε πάλι, αλλά προς άλλη κατεύθυνση – αριστερά. Πίσω του άκουσε κάποιον να πυροβολεί, άκουσε κι άλλα γρυλίσματα ν’αντηχούν. Και κραυγές. Ο Επιφανής Κρανοφόρος μάλλον είχε βρει τον δαίμονά του.

Ο δρόμος, όμως, που είχε ακολουθήσει, σχεδόν τυφλά, ο Αβέρναλ τον έβγαλε ξανά στην ακτή, λιγάκι πιο μακριά από εκεί όπου οι Ζωντανοί-Νεκροί αντάλλασσαν ριπές με τους μισθοφόρους του Εύβουλου. Ίσως νάναι καλύτερα εδώ, σκέφτηκε λαχανιασμένος. Θα με δουν εδώ πέρα;

Πίσω του, ένα γρύλισμα ακούστηκε.

Ο Αβέρναλ στράφηκε, ξαφνιασμένος, κι αντίκρισε την ογκώδη μορφή ενός γρυλαίου να ξεπροβάλλει μέσα από τη βλάστηση κοιτάζοντάς τον σαν θήραμα, σαν λεία.

Γαμήσου! Ο Αβέρναλ έκανε πάλι να τρέξει–

Σκόνταψε στην άμμο κι έπεσε. Γαμήσου!

Έστρεψε το πιστόλι του και πυροβόλησε τον γρυλαίο που ζύγωνε. Το θηρίο τινάχτηκε πίσω καθώς αίμα πεταγόταν επάνω του. Βρυχήθηκε, εξαγριωμένα, και συσπειρώθηκε. Τα κέρατά του θύμιζαν σπαθιά μέσα στο αυξανόμενο σκοτάδι του δειλινού. Τα μάτια του άστραφταν φρενιασμένα.

Ο Αβέρναλ φοβήθηκε ότι ίσως να είχε κάνει λάθος που είχε πυροβολήσει τον γρυλαίο. Αλλά τι άλλο να έκανε; Οι διαθέσεις του θηρίου, προφανώς, δεν ήταν φιλικές. Και τώρα, ξανά να το πυροβολήσει έπρεπε, φυσικά.

Όμως κάποιοι τον πρόλαβαν.

Πυροβολισμοί αντήχησαν. Το μυώδες σώμα του κερασφόρου πιθηκοειδούς τραντάχτηκε σύγκορμο, καθώς πίδακες αίματος τινάζονταν από πάνω του. Έκανε μερικά σαστισμένα βήματα και κατέρρευσε, νεκρό.

Ο Αβέρναλ ξεροκατάπιε. Και στράφηκε να κοιτάξει τους σωτήρες του, που δεν είχαν έρθει από τη μεριά όπου οι Ζωντανοί-Νεκροί αντάλλασσαν πυρά με τους Επιφανείς Κρανοφόρους αλλά από την άλλη.

Κανένας από τους ανθρώπους που αντίκρισε ο δημοσιογράφος δεν του ήταν γνωστός, και όλοι τους του έμοιαζαν για ληστές της ανοιχτής θάλασσας…

*

Η Φαίδρα’λι είχε διαπιστώσει, μέσω του θεού της, ότι ο δαίμονας του Κάρχαμωντ’λι δεν ήταν, μεν, τόσο δυνατός όσο την προηγούμενη φορά αλλά ούτε και ανίσχυρος ήταν. Αντιμαχόταν την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων με τρομερό μένος· και μάλλον την είχε κι εκείνος αναγνωρίσει. Που σημαίνει ότι κι ο Κάρχαμωντ μάς αναγνώρισε· άρα, και ο Εύβουλος, σκέφτηκε η Φαίδρα.

Πίσω της άκουσε τον Σάμελκον’λι ν’αρχίζει ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, στρέφοντάς το εναντίον του θεού του Κάρχαμωντ’λι. Συνετή επιλογή, έκρινε η Φαίδρα. Καλύτερα αυτό παρά να στείλει τον Τελευταίο Στραγγαλιστή του Αλαργινού Δάσους. Θα εστίαζε όλες του τις δυνάμεις στην εκδίωξη του εχθρικού θεού και ίσως να είχε περισσότερες πιθανότητες από τη Φαίδρα να τον διώξει. Αλλά, για καλό και για κακό, ξεκίνησε κι εκείνη ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως. Δεν έβλαπτε· δύο ήταν πιο ισχυροί από έναν.

Αμέσως αισθάνθηκε τη σθεναρή αντίσταση του Κάρχαμωντ’λι, ο οποίος δεν ήταν καθόλου αδύναμος μάγος· η θέλησή του ήταν τόσο δυνατή και εκπαιδευμένη όσο της Φαίδρας – ίσως και περισσότερο. Αλλά δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και εκείνη και τον Σάμελκον συγχρόνως· η άμυνά του άρχισε να λυγίζει, και ο δαίμονάς του να χάνει τη μάχη με την Πολεμική Καρδιά: η Φαίδρα το διαισθανόταν πως ήταν καταπονημένος.

Και τώρα είδε τον σκοτεινό, ακανθώδη θεό να υποχωρεί, προς τους αμμόλοφους. Η Πολεμική Καρδιά έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά η μάγισσα την κράτησε πίσω, τραβώντας την μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της· διότι, έτσι αγριεμένη όπως ήταν, μπορεί να σκότωνε ακόμα και τον Αβέρναλ, αν τον έβρισκε πίσω απ’τους αμμόλοφους.

«Ποιοι είν’ αυτοί;» είπε, τότε, ο Ραμπνάιλ, χωρίς να μιλά στη Φαίδρα· αλλά εκείνη έστρεψε το βλέμμα της για να κοιτάξει προς τη μεριά που έδειχνε ο πρώην επαναστάτης.

Όπως επίσης κι ο Ζαώρδιλ είχε στραφεί για να κοιτάξει. «Δεν ξέρω…» είπε.

Καμια ντουζίνα άνθρωποι ζύγωναν από τα βόρεια. Πυροβολώντας τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους.

*

Παγίδα! σκέφτηκε ο Εύβουλος βλέποντας τους καινούργιους που ζύγωναν. «Κι άλλοι καταραμένοι Ζωντανοί-Νεκροί!» Και οι μισθοφόροι του ήταν πολύ λίγοι για να τους αντιμετωπίσουν όλους κι από τις δυο μεριές. Ο Εύβουλος είχε μαζί του μόνο οκτώ πολεμιστές και την πιλότο (που δεν ήταν Επιφανής Κρανοφόρος αλλά άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού μονάχα) – και ο ένας από τους πολεμιστές του είχε πάει να κυνηγήσει τον Αβέρναλ και δεν είχε επιστρέψει. Ακόμα μία ήταν τραυματισμένη, από πιστολιά του δημοσιογράφου: ελαφρά, ευτυχώς, καθώς η αλεξίσφαιρη πανοπλία της είχε ανακόψει τη δύναμη της ριπής.

«Υποχωρήστε!» φώναξε ο Εύβουλος στους μισθοφόρους του. «Μαζί μου! Μαζί μου!» Κι έτρεξε, σκυμμένος, προς το δάσος ενώ πυροβολούσε συνεχόμενα αυτούς που πλησίαζαν από τα βόρεια.

Ο Κάρχαμωντ’λι έστειλε, προς στιγμή, τον Νυχτερινό Επισκέπτη των Αιματοπότιστων Πεδίων εναντίον τους, πανικοβάλλοντάς τους, κάνοντάς τους να πεταχτούν πίσω ουρλιάζοντας.

Ο Εύβουλος μπήκε στη βλάστηση, και οι άνθρωποί του τον ακολούθησαν.

Όταν, μετά από κάποια απόσταση, ένας γρυλαίος παρουσιάστηκε μπροστά τους, τον γέμισαν σφαίρες και τον κάρφωσαν με λεπίδες, σωριάζοντάς τον νεκρό ανάμεσα στις μεγάλες ρίζες και στο χορτάρι.

«Να πάρουμε τα κέρατά του, Εύβουλε;» ρώτησε ένας Επιφανής Κρανοφόρος, γιατί ήταν γνωστό πως είχαν κάποια αξία.

Ο Εύβουλος κοίταξε πίσω τους, τη σκοτεινή βλάστηση. Αφουγκράστηκε επίμονα. Κανένας δεν πρέπει να τους ακολουθούσε. «Πάρτε τα,» αποκρίθηκε. Και προς τον μάγο: «Στείλε τον δαίμονά σου να δει άμα μας καταδιώκουν.»

«Δε νομίζω, Εύβουλε.»

«Στείλε τον, είπα.»

Ο Κάρχαμωντ’λι υπάκουσε.

*

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος και οι Ζωντανοί-Νεκροί κατέβηκαν από το πλοιάριό τους για να βαδίσουν επάνω στη γεμάτη με σφαίρες και κάλυκες αμμουδιά και να συναντήσουν τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο και καμια ντουζίνα από τους πειρατές του. Ανάμεσά τους, και κοντά στον αρχιπειρατή, στέκονταν η Έρικα και ο Αβέρναλ.

«Γιατί ξεκινήσατε χωρίς εμένα;» είπε η Έρικα αμέσως στον Ζαώρδιλ, προτού κανένας άλλος προλάβει να μιλήσει.

«Βιαζόμασταν,» αποκρίθηκε μονάχα ο Σκοτωμένος, ανασηκώνοντας τους ώμους· και είδε εκείνο το συνηθισμένο στραβό χαμόγελο να παρουσιάζεται στο πρόσωπό της.

«Ούτε ευχαριστώ ούτε τίποτα;» παραπονέθηκε ο Όρκιβελ.

«Ευχαριστούμε, αφεντικό,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά, όπως βλέπεις, είχαμε την κατάσταση υπό έλεγχο – ενώ τώρα ο Εύβουλος και οι λακέδες του μας ξέφυγαν.»

«Υπό έλεγχο;» γέλασε ο Όρκιβελ. «Εμένα μού φάνηκε πως ήσασταν πάτσι. Κι επιπλέον, ένας γρυλαίος ήταν έτοιμος να φάει ζωντανό τον δημοσιογράφο σας – οπότε μας χρωστάτε χάρη, και περιμένω λεφτά γι’αυτό.»

Ο Ζαώρδιλ τον αγριοκοίταξε.

Ο Αλέξανδρος ο Δασύς, σαν να ήθελε ν’αλλάξει οπωσδήποτε την κουβέντα, είπε: «Τι ήταν αυτός ο δαίμονας που έστειλαν καταπάνω μας;»

«Ένας παλιός φίλος,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Φαίνεται πιο επικίνδυνος απ’ό,τι είναι.»

«Που λέει ο λόγος,» πρόσθεσε ο Σάμελκον’λι.

«Θα κυνηγήσουμε, λοιπόν, τώρα τον Εύβουλο ή όχι;» ρώτησε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής.

Ο Ζαώρδιλ ήταν διστακτικός. «Ακόμα κι αν κάπως οι Επιφανείς Κρανοφόροι καταφέρουν να φύγουν ζωντανοί από το νησί, μάλλον δεν θα έχουν καταλάβει τι ακριβώς συνέβη ώστε ο Αρχισυγκλητικός να μπορέσει να κατηγορήσει τον Βασιληά Ράνελμον για βρόμικο παιχνίδι–»

«Μας έχουν καταλάβει, αρχηγέ,» είπε η Φαίδρα’λι.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε να την κοιτάξει. «Πώς το ξέρεις, μάγισσα;»

«Η Πολεμική Καρδιά αναγνώρισε τον δαίμονα του Κάρχαμωντ’λι, και ο δαίμονας του Κάρχαμωντ’λι είμαι βέβαιη πως αναγνώρισε την Πολεμική Καρδιά.»

«Επομένως, ο Εύβουλος θα ξέρει τώρα πως εμείς είμαστε που του επιτεθήκαμε…»

Η Φαίδρα ένευσε. «Έτσι νομίζω. Αποκλείεται ο Κάρχαμωντ’λι να μ’έχει ξεχάσει.»

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων…» καταράστηκε ο Ζαώρδιλ.

«Πρέπει, οπότε, να τους κυνηγήσουμε;» είπε η Ραβάσλι. «Δε νομίζω νάναι και πολύ συνετό, μέσα σ’αυτό το δάσος, ενώ νυχτώνει.»

«Και μην ξεχνάς τους μεγάλους πιθήκους,» πρόσθεσε ο Νικηφόρος. Και προς τον Ζαώρδιλ: «Σκοτωμένε, οι γρυλαίοι θα φάνε τον Εύβουλο και τους δικούς του για βραδινό. Πάμε σπίτι μας, και τελείωσε.»

«Είσαι σοβαρός;» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ. «Νομίζεις ότι οι Επιφανείς Κρανοφόροι θα σκοτωθούν από κάτι θηρία; Και δεν έχουν μόνο όπλα μαζί τους αλλά και τον δαίμονα του Κάρχαμωντ’λι!»

«Ο αρχηγός έχει δίκιο,» είπε η Φαίδρα. «Ο δαίμονας του Κάρχαμωντ’λι φτάνει για να τρομάξει τους γρυλαίους και να τους κρατήσει μακριά από τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του.»

«Νομίζω,» είπε η Έρικα, «πως το πιο απλό είναι να τους κόψουμε κάθε διέξοδο από το νησί. Και ο μόνος τρόπος για να φύγεις από εδώ είναι ή με αυτό» – έδειξε το πεσμένο ελικόπτερο – «ή με πλεούμενο. Επομένως, κατά πρώτον, ας πάρουμε το ελικόπτερο αν δεν είναι τόσο κατεστραμμένο ώστε να μη μπορεί να πετάξει· ή, αν είναι τόσο κατεστραμμένο, ας το ανατινάξουμε καλού-κακού. Κατά δεύτερον, ο Όρκιβελ και οι δικοί του μπορούν να μείνουν κοντά στο νησί παραφυλώντας· και μόλις δουν τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του να πάνε να φύγουν με πλεούμενο, τους επιτίθενται.»

«Μια στιγμή–» έκανε ο Όρκιβελ.

Αλλά ο Σκοτωμένος τον διέκοψε, ρωτώντας την Έρικα: «Τι πλεούμενο; Φτιαγμένο από κορμούς δέντρων;»

«Πολύ πιθανόν. Τι άλλος τρόπος υπάρχει;»

«Εγώ δεν συμφώνησα μ’αυτό το σχέδιο!» τόνισε ο Όρκιβελ. «Και δεν παίρνω διαταγές από εσάς.»

Ο Ζαώρδιλ και η Έρικα στράφηκαν να τον ατενίσουν. «Διαφωνείς να μας βοηθήσεις;» ρώτησε η δεύτερη.

«Δωρεάν, ναι, διαφωνώ. Πολύ έντονα.» Ο πειρατής σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του.

«Θα σε πληρώσουμε, τότε,» του είπε η Έρικα.

Ο Ζαώρδιλ την κοίταξε υψώνοντας ένα φρύδι. «Θα τον πληρώσουμε;»

«Θα τον πληρώσουμε.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Πρώτο
Οι Σπηλιές της Ακτής· οι Αναμνήσεις της Μάγισσας

Το ελικόπτερο δεν ήταν κατεστραμμένο· λειτουργούσε. Οι μηχανές του δεν είχαν καμία βλάβη. Το ένα του φτερό ήταν μόνο λιγάκι στραπατσαρισμένο, καθώς και ο ένας του έλικας. Μπορούσε να πετάξει, αν και χρειαζόταν προσοχή, είπε η Ανταρλίδα’μορ. «Ο πιλότος θα πρέπει νάναι καλός,» προειδοποίησε.

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε ερωτηματικά την Έρικα.

«Θα προσπαθήσω,» αποκρίθηκε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους.

Από δίπλα ακούστηκε ένας δυνατός κρότος καθώς το Δαγκωτό Φιλί, το ξίφος του Νικηφόρου του Κολπατζή, έσπαγε, επάνω σ’έναν βράχο, τη μικρή αλυσίδα που συνέδεε τις χειροπέδες του Αβέρναλ.

«Αν είναι καλύτερα να τ’ανατινάξουμε, πες το,» τόνισε ο Ζαώρδιλ.

«Σου είπα: θα προσπαθήσω,» επέμεινε η Έρικα.

«Καλώς. Θα πάμε, λοιπόν, εσύ, εγώ, και η Ανταρλίδα – μήπως οι μαγικές της ικανότητες μάς χρειαστούν. Οι άλλοι θα φύγουν με το πλοιάριο.»

Η Έρικα δεν έφερε αντίρρηση. Ούτε κανένας άλλος.

Ο Όρκιβελ και οι πειρατές του είχαν ήδη φύγει. Είχαν μπει στη βάρκα με την οποία είχαν έρθει και είχαν επιστρέψει στο πλοίο τους, το Σπαθί του Ωκεανού. Θα έμεναν εδώ, κοντά στο Δεντρονήσι, είχαν υποσχεθεί, περιπολώντας, και μόλις έβλεπαν τη σχεδία του Εύβουλου να φεύγει θα την πλησίαζαν και θα πυροβολούσαν τους πάντες επάνω της. Μετά, φυσικά, θα τους έκλεβαν ό,τι είχαν. Αυτή, όμως, δεν ήταν αρκετή αμοιβή για τους κουρσάρους· ήθελαν κι άλλα χρήματα, τα οποία η Έρικα τούς είχε υποσχεθεί: και τα οποία οι Ζωντανοί-Νεκροί θα τους έδιναν από τις δικές τους απολαβές για την προστασία του βασιλικού παλατιού της Νουσράκλης. Τριακόσια κύματα, αν ο Εύβουλος και οι μισθοφόροι του επιχειρούσαν να φύγουν από το νησί μέσα σε τρεις μέρες το πολύ (όπως ήταν και το αναμενόμενο)· περισσότερα, αν ο Εύβουλος και οι μισθοφόροι του έμεναν πιο πολλές μέρες στο νησί.

Του Ζαώρδιλ δεν του άρεσε που θα έδινε μέρος των απολαβών των Ζωντανών-Νεκρών σ’αυτούς τους πειρατές, αλλά είχε συμφωνήσει, γιατί αν δεν έμεναν εδώ ο Όρκιβελ και οι κουρσάροι του, ποιος θα έμενε; Οι Ζωντανοί-Νεκροί; Και θ’άφηναν τη Νουσράκλη απροστάτευτη; Δε μπορούσαν να το κάνουν από τώρα αυτό, εκτός αν ο Βασιληάς Ράνελμον τούς το ζητούσε – και δεν τους το είχε ζητήσει ακόμα. Ο Ζαώρδιλ σκόπευε να το συζητήσει μαζί του όταν επέστρεφαν στο παλάτι. Για την ώρα, όμως, το να μείνουν εδώ ο Όρκιβελ και οι δικοί του ήταν καλή ιδέα, διότι οι Επιφανείς Κρανοφόροι μπορεί να προσπαθούσαν να φύγουν ακόμα και μόλις ξημέρωνε, αν εργάζονταν πυρετωδώς όλη τη νύχτα για να φτιάξουν σχεδία. Και δεν είχαν κανέναν λόγο να καθυστερήσουν αλλά πολλούς λόγους να βιαστούν.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε στην Πεταλούδα της Θάλασσας. «Θα τους πας εκεί όπου είπαμε ότι θα μεταφέρουμε τον Αβέρναλ. Τίποτα δεν αλλάζει στο βασικό μας σχέδιο.»

Εκείνη ένευσε. «Φυσικά, αρχηγέ.»

Το μέρος όπου θα μετέφεραν τον Αβέρναλ για να τον κρύψουν ήταν ένα νησί που ονομαζόταν Ριγκάλμεκ, και βρισκόταν εκατό, περίπου, χιλιόμετρα δυτικά της Νουσράκλης. Ο Όρκιβελ ήταν που το είχε προτείνει, καθώς και τις λαβυρινθώδεις σπηλιές σ’ένα σημείο των νότιων ακτών του. «Διάφοροι έχουν πάει εκεί κατά καιρούς για να κρυφτούν,» είχε πει η Έρικα στον Ζαώρδιλ, «αλλά το μέρος δεν είναι πολύ γνωστό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Όρκιβελ· μόνο οι πιο υποψιασμένοι πειρατές το ξέρουν. Ορισμένοι, μάλιστα, καταχωνιάζουν και θησαυρούς εκεί, και είναι πολύ δύσκολο να τους βρεις εκτός αν ξέρεις ακριβώς πού να ψάξεις. Επίσης, ένας θεός περιφέρεται στα σπήλαια αλλά δεν σε πειράζει αν δεν τον πειράξεις.» Κι όταν ο Ζαώρδιλ την είχε ρωτήσει «Τι θεός;» εκείνη είχε αποκριθεί: «Ένας γιγάντιος κάβουρας· έτσι είπε ο Όρκιβελ.»

Τώρα, ο Σκοτωμένος είπε στους ανθρώπους του: «Ξεκινάμε, λοιπόν.»

Οι περισσότεροι μπήκαν στο πλοιάριο, μαζί με τον Αβέρναλ, και βάζοντας μπροστά τις μηχανές του έπλευσαν προς τα δυτικά, για το Ριγκάλμεκ. Ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, και η Ανταρλίδα’μορ, που είχαν μείνει πίσω, ανέβηκαν στο ελικόπτερο και η δεύτερη κάθισε στο πιλοτήριο. Ο Σκοτωμένος πήρε θέση πλάι της, ενώ έβλεπε τη μάγισσα να κάνει κάποιο ξόρκι, για να ελέγξει ίσως τα μηχανικά συστήματα του αεροσκάφους.

Η Έρικα ενεργοποίησε τις μηχανές και οι έλικες άρχισαν να περιστρέφονται. Ο ένας από τους δύο – αυτός που ήταν χτυπημένος, μάλλον, υπέθεσε ο Ζαώρδιλ – έκανε έναν δαιμονισμένο θόρυβο.

«Προσπάθησε να μη μας ρίξεις πουθενά,» είπε ο Σκοτωμένος.

«Όπου είναι να πάμε θα πάμε μαζί,» αποκρίθηκε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι λοξά.

«Τι ωραία που τα λες…»

Το ελικόπτερο υψώθηκε από την αμμουδιά, και η Έρικα το οδήγησε προς τα νότια. Ο Ζαώρδιλ δεν το αισθανόταν να πετά και πολύ καλά, όμως πετούσε, και δεν έμοιαζε να κινδυνεύει άμεσα να πέσει.

«Θα το πάμε στη Νουσράκλη;» είπε.

«Δε θα το πρότεινα. Μπορεί ο Αρχισυγκλητικός να έχει πράκτορές του εκεί – σίγουρα έχει πράκτορές του εκεί – οι οποίοι ίσως να το δουν να επιστρέφει και να τους φανεί παράξενο.»

«Μες στη νύχτα; Θα πρέπει να κοιτάζουν με μαγικά ενισχυμένα κιάλια για να το αναγνωρίσουν. Κι ακόμα κι αν έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν μαγικά τα κιάλια τους, τι λόγο μπορεί να έχουν να κοιτάνε τον ουρανό τέτοια ώρα;»

Η Έρικα το σκέφτηκε για λίγο, ενώ έκανε δοκιμαστικούς κύκλους πάνω απ’το νησί. Ύστερα είπε: «Δεν έχει νυχτώσει τελείως ακόμα.»

«Ας περιμένουμε, τότε, να νυχτώσει προτού επιστρέψουμε στη Νουσράκλη. Αλλιώς, πού να πάμε να το αφήσουμε; Αφού το κλέψαμε που το κλέψαμε, ας μην πάει χαμένο.»

«Έχεις κάποιο δίκιο,» παραδέχτηκε η Έρικα, και προσγείωσε το ελικόπτερο στην αμμουδιά ξανά.

Βγήκαν από μέσα του και στάθηκαν σε κάποια απόσταση από το κύμα, έχοντας τα όπλα τους στα χέρια για παν ενδεχόμενο.

«Πώς το είδες εσύ, μάγισσα;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Όλα εντάξει;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα’μορ. «Θέλει, βέβαια, κάποιες επισκευές, εννοείται…»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε, συμφωνώντας. Κι εκείνος μπορούσε να το καταλάβει αυτό, παρότι δεν ήταν μάγος του τάγματος των Τεχνομαθών.

Καθώς περίμεναν να πέσει η νύχτα για τα καλά, άκουσαν απόμακρα μερικούς πυροβολισμούς.

«Οι φίλοι μας οι Κρανοφόροι κυνηγάνε γρυλαίους,» είπε ο Ζαώρδιλ, ενώ η Έρικα κοίταζε ανήσυχα προς τη σκοτεινή βλάστηση.

«Ή οι γρυλαίοι κυνηγάνε αυτούς,» πρόσθεσε η Ανταρλίδα’μορ. «Στις περιοχές τους είναι πολύ επικίνδυνοι, Σκοτωμένε. Όταν ήμουν με τους Ξένους, είχα ακούσει ότι μια φορά είχαν εξοντώσει μια ολόκληρη μισθοφορική ομάδα που είχε προσπαθήσει να περάσει μέσα από ένα λαγκάδι που το θεωρούσαν δικό τους.»

Όταν νύχτωσε, ανέβηκαν ξανά στο ελικόπτερο και η Έρικα το οδήγησε προς τα νότια και ανατολικά, κοντά στις ακτές του νησιού της Νουσράκλης. Η πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων δεν ήταν μακριά, έτσι σύντομα έφτασαν από πάνω της, βλέποντας τα φώτα των οικοδομημάτων της να σκίζουν τη νύχτα. Η Έρικα πιλόταρε το ελικόπτερο προς το βασιλικό παλάτι της πόλης και ζήτησε άδεια προσγείωσης μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, δηλώνοντας ποια ήταν. Η άδεια δόθηκε αμέσως, και η Έρικα κατέβασε το αεροσκάφος στο ελικοδρόμιο επάνω σε μια από τις οροφές του παλατιού. Πολεμιστές της βασιλικής φρουράς είχαν ήδη συγκεντρωθεί εκεί, καθώς κι ο ίδιος ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ. Μάλλον φοβόνταν για κάποια απάτη, όμως όταν είδαν να βγαίνουν από το ελικόπτερο μονάχα τρεις γνωστοί τους άνθρωποι φάνηκαν να χαλαρώνουν.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Αλκάμελ πλησιάζοντας τον Ζαώρδιλ, την Έρικα, και την Ανταρλίδα’μορ ενώ οι πολεμιστές του έμεναν πίσω.

«Ο δημοσιογράφος διασώθηκε, όπως είχαμε σχεδιάσει,» απάντησε ο Σκοτωμένος. «Όμως παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα: Οι Επιφανείς Κρανοφόροι είναι ακόμα ζωντανοί.»

«Γιατί επιστρέψατε εδώ, τότε;» έκανε αμέσως ο Αλκάμελ. «Η συμφωνία μας ήταν ότι οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού θα σκοτώνονταν! Ο Βασιληάς–»

«Μη βιάζεσαι. Σύντομα θα πεθάνουν. Έχουμε βάλει ανθρώπους να τους παραφυλάνε. Οδήγησέ μας στον Μεγαλειότατο και θα εξηγήσουμε και στους δυο σας τι ακριβώς έγινε.»

Ο Αλκάμελ τούς έγνεψε να τον ακολουθήσουν, καθώς τους έστρεφε την πλάτη αρχίζοντας να βαδίζει προς τη σκάλα του ελικοδρόμιου.

*

Οι αντανακλάσεις του δύοντες ήλιου επάνω στον Ωκεανό τούς χτυπούσαν στα μάτια καθώς το πλοιάριό τους ταξίδευε προς τα δυτικά. Η Φαίδρα, όμως, δεν κοιτούσε τη θάλασσα, και το φως δεν την ενοχλούσε· παρότι άλλοι είχαν φορέσει σκούρα γυαλιά, εκείνη αυτό ούτε που το είχε σκεφτεί. Το μυαλό της βρισκόταν πάλι στον Φέκταρελ. Αναρωτιόταν πού να είχε πάει. Κρυβόταν κάπου μέσα στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων; Ή είχε πάρει κάποια βάρκα, κάποιο πλοίο, και είχε φύγει; Μπα, μάλλον όχι· ο Φέκταρελ πάντοτε προτιμούσε την ξηρά. Κάπου μέσα στο Βασίλειο ήταν, και κρυβόταν.

Δεν έπρεπε να του είχα μιλήσει έτσι, αλλά κι αυτός το πήρε πολύ σοβαρά! Πιο σοβαρά απ’ό,τι όφειλε. Σε τελική ανάλυση, η συμπεριφορά του είναι παράξενη· τι περίμενε; να μην είμαι θυμωμένη μαζί του;

Ίσως, όμως, η ξαφνική φυγή του Φέκταρελ να μην οφειλόταν στο πώς του είχε μιλήσει η Φαίδρα αλλά σε κάτι άλλο. Σε τι ακριβώς, δεν μπορούσε εκείνη τώρα να μαντέψει· όμως, αν ήταν έτσι, πρέπει αναμφίβολα να σχετιζόταν μ’αυτό που του συνέβαινε. Όπως κι εκείνα τα μάτια… Εκείνα τα μάτια με τα οποία την είχε κοιτάξει όταν νόμιζε πως η Φαίδρα κοιμόταν… Εκείνα τα μάτια που έμοιαζαν σχεδόν να μην είναι δικά του… και κάπου τα έχω ξαναδεί. Σε κάποιον άλλο, όχι στον Φέκταρελ. Πού;

Πού;

Καθώς το πλοιάριο κατευθυνόταν προς τα δυτικά και ο ήλιος βυθιζόταν στον Ωκεανό, η Φαίδρα έφερνε ξανά στο μυαλό της όλα όσα είχαν περάσει εκείνη και οι υπόλοιποι Ζωντανοί-Νεκροί από τότε που έφυγαν από τις υπηρεσίες του Ηγεμόνα της Νασόλκαθ. Ένα-ένα, όλα τα γεγονότα. Όλες τις δουλειές που είχαν αναλάβει. Όλες τις συγκρούσεις. Και οτιδήποτε τής είχε φανεί παράξενο. Όπως τα είχε γράψει και στο ημερολόγιό της, προσπαθώντας και τότε να βγάλει μια άκρη (και αποτυχαίνοντας).

Τα μάτια, απρόσμενα, παρουσιάστηκαν πάλι μπροστά της!

Η Φαίδρα θυμήθηκε πού τα είχε ξαναδεί. Πού είχε ξαναδεί εκείνη την αλλόκοτη γυαλάδα.

Ο Βέρκαμωντ! Ο λήσταρχος που οι Ζωντανοί-Νεκροί, σε συνεργασία με τις Μελανοκυράδες του Πολέμου, είχαν κατατροπώσει στα Όρη Κράκμακωθ, ανατολικά της Λάεντριλ. Αυτού τα μάτια γυάλιζαν έτσι· η Φαίδρα τώρα το θυμόταν πολύ καλά. Αλλά, επίσης, η όψη του Βέρκαμωντ ήταν φριχτή, παραμορφωμένη. Επειδή είχε έρθει σε επαφή με τον σκοτεινό θεό Ταρνατάρ’σακ, τον οποίο λατρεύουν κυρίως οι ρους’κρούουμ και κανονικά οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν έρχονται σε επαφή μαζί του. Ο Βέρκαμωντ είχε αποκτήσει παράξενες δυνάμεις ύστερα από τη συνάντησή του με τον Ταρνατάρ’σακ στις σήραγγες κάτω από τα Όρη Κράκμακωθ: έλεγαν πως μπορούσε να βλέπει στο σκοτάδι, πως οι αισθήσεις του ήταν τρομερά διευρυμένες (άκουγε πολύ μακριά, οσμιζόταν πολύ μακριά, ένιωθε μακρινές δονήσεις της γης κάτω από τα πόδια του), και είχε την ικανότητα ν’αλλάζει τη γεωγραφία των υπόγειων περασμάτων. Το τελευταίο ήταν το πιο τραβηγμένο, αλλά και το μόνο που η Φαίδρα είχε κάποια ένδειξη ότι πιθανώς να ίσχυε. Όταν οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι Μελανοκυράδες είχαν εισβάλει στο άντρο του Βέρκαμωντ, στα Όρη Κράκμακωθ, κάποια πολύ περίεργα πράγματα είχαν συμβεί. Είχαν μπλεχτεί εκεί μέσα με τρόπους που έμοιαζαν εξωπραγματικοί, λες κι οι σήραγγες και οι σπηλιές ν’άλλαζαν θέσεις· και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων είχε πει στη Φαίδρα ότι αισθανόταν την επιρροή κάποιου πολύ ισχυρού θεού παντού γύρω τους.

Στο τέλος, όμως, είχαν σκοτώσει τον Βέρκαμωντ και διαλύσει τους ληστές του. Ό,τι δυνάμεις κι αν του είχε προσφέρει ο Ταρνατάρ’σακ, δεν ήταν αρκετές για να του δώσουν τη νίκη εναντίον της συμμαχίας των Ζωντανών-Νεκρών και των Μελανοκυράδων του Πολέμου. Όμως είχαν δυσκολευτεί για να τον κατατροπώσουν, και ο Φέκταρελ είχε τραυματιστεί στην τελευταία συμπλοκή μαζί του. Γι’αυτό, άραγε, τώρα τα μάτια του γυάλιζαν έτσι, όπως του Βέρκαμωντ;

Ο Φέκταρελ, όμως, δεν ήταν ο μόνος που τραυματίστηκε! σκέφτηκε η Φαίδρα κοιτάζοντας, καθισμένη, το κατάστρωμα του πλοιαρίου και μη βλέποντάς το καθόλου. Και ο Σκοτωμένος τραυματίστηκε. Κι άλλοι επίσης. Οι περισσότεροι τραυματιστήκαμε εκεί. Ακόμα κι εγώ. Κανένας δεν είχε αποκτήσει περίεργα μάτια, ούτε κάτι άλλο παράξενο τού είχε συμβεί.

Αλλά κανένας, σε αντίθεση με τον Φέκταρελ, δεν είχε χτυπηθεί από τον ίδιο τον Βέρκαμωντ. Η Φαίδρα θυμόταν πολύ καλά, παρά τον καιρό που είχε περάσει, ότι ο λήσταρχος είχε τραυματίσει τον Αρχιανιχνευτή με το σπαθί του: μια κυματιστή, οδοντωτή λεπίδα που έμοιαζε νάναι βγαλμένη από εφιάλτη, γεμάτη με χαράγματα τα οποία κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει και ίσως – ίσως – να σχετίζονταν με τον Ταρνατάρ’σακ.

Πώς είναι δυνατόν, όμως, ο Ταρνατάρ’σακ να έχει επηρεάσει τον Φέκταρελ; αναρωτιόταν η Φαίδρα. Δε θα αισθανόταν η Καρδιά της Συναγωγής την παρουσία του υπόγειου θεού επάνω του; Δε θα εντόπιζα εγώ κάτι, με τη μαγεία μου; Παράξενο… Πολύ παράξενο…

Εκείνος ο ιερέας, πάντως, ο Αθάνατος, κάτι είχε όντως διαισθανθεί, αλλιώς δεν θα έλεγε στην Έρικα ό,τι της είχε πει. Τώρα όλα έβγαζαν νόημα. Ο Αθάνατος είχε καταλάβει ότι ο Φέκταρελ ήταν επηρεασμένος από τον Ταρνατάρ’σακ. Αλλά πώς; Πώς το είχε αντιληφτεί, όταν ακόμα κι ο θεός της Φαίδρας δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα;

Δεν πρέπει να είναι κάποιο πνεύμα που κρύβεται μέσα στον Φέκταρελ… Αλλά, αν όχι πνεύμα, τι;

Ακόμα ένας γρίφος, μα τις Λάμιες! Η Φαίδρα αισθανόταν το κεφάλι της να πονά.

Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τη θάλασσα, τινάζοντας τα πράσινα μαλλιά της στον άνεμο. Ο ήλιος είχε δύσει, διαπίστωσε. Το φεγγαρόφωτο αντανακλούσε πάνω στα κύματα. Η νόησή της γλίστρησε ακούσια, προς στιγμή, στον αντίστροφο κόσμο, και η Φαίδρα διάβασε εκεί τη Γλώσσα, ανάμεσα από τις αντανακλάσεις, τις σκιές, το φως, τους χρωματισμούς και τις κινήσεις της θάλασσας: Γαλήνη… Γαλήνη/Ροή… Γαλήνη…

Πήρε το μυαλό της από τον αντίστροφο κόσμο, ο οποίος δεν ασκούσε πλέον τόσο μεγάλη έλξη επάνω της όσο παλιά. «Είμαστε μακριά ακόμα;» ρώτησε τον Νικηφόρο.

«Υποθέτω πως όχι,» της αποκρίθηκε εκείνος.

«Ρώτα την Πεταλούδα.»

«Είμαι σίγουρος πως, αν είχε χαθεί, κάτι θα μας έλεγε, μάγισσα.»

Μετά από καμια ώρα ταξιδιού ακόμα, έφτασαν κοντά σ’ένα νησί, όχι τόσο μεγάλο όσο της Νουσράκλης αλλά ούτε, φυσικά, και τόσο μικρό όσο το Δεντρονήσι.

«Το Ριγκάλμεκ, λογικά,» είπε η Ραβάσλι.

«Πεταλούδα!» φώναξε ο Νικηφόρος στην πιλότο. «Φτάσαμε;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, κι ακολούθησε τις νότιες ακτές του νησιού, κόβοντας ταχύτητα. «Ψάξτε για τις σπηλιές!»

«Δεν πρέπει νάναι δύσκολο να τις βρούμε,» είπε ο Νικηφόρος, «αλλά, για καλό και για κακό, μάγισσα, κι επειδή είναι νύχτα….» Έτεινε τα κιάλια του προς το μέρος της. Η Φαίδρα’λι ύφανε γρήγορα ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους και ο Νικηφόρος τα έφερε στα μάτια του κοιτάζοντας τις ακτές.

Συγχρόνως, και ο Χαρσάντιλ κοίταζε, με δικά του κιάλια.

Η αλήθεια, όμως, ήταν ότι κιάλια δεν χρειάζονταν. Ακόμα κι η Φαίδρα είδε αμέσως τις σπηλιές όταν βρέθηκαν κοντά τους. Δεν μπορούσες να μην τις προσέξεις. Ένα μεγάλο τμήμα της ακτής ήταν όλο ψηλές πέτρες και ανοίγματα ανάμεσά τους, πολλά από τα οποία αναμφίβολα επικίνδυνα για να περάσει ακόμα και μικρή βάρκα.

«Μέρος για ανώμαλους,» είπε ο Νικηφόρος κατεβάζοντας τα κιάλια από τα μάτια του. Και προς τον Αβέρναλ: «Χωρίς να θέλω να υπονοήσω τίποτα, δημοσιογράφε.»

Εκείνος ούτε μίλησε ούτε χαμογέλασε. Πάντως, αν έκρινε η Φαίδρα από την όψη του, δεν του άρεσε και τόσο που θα αναγκαζόταν να μείνει εδώ, έστω και προσωρινά.

Η Ραβάσλι είπε στον Σάμελκον’λι: «Είναι κοντά εκείνος ο θεός για τον οποίο μας προειδοποίησε ο Σκοτωμένος;»

Ο μάγος αμόλησε τον Τελευταίο Στραγγαλιστή του Αλαργινού Δάσους από την πρασινόπετρα στην αγκράφα της ζώνης του, κι ένα κροτάλισμα σαν από κόκαλα ακούστηκε, το οποίο απομακρύνθηκε από τη βάρκα. Ο Σάμελκον’λι στεκόταν συνοφρυωμένος, εστιασμένος πνευματικά στον θεό του.

Η Φαίδρα δεν θέλησε να στείλει και τον δικό της θεό μαζί του· όχι αν δεν αποδεικνυόταν απαραίτητο.

Μετά από λίγο, το κροτάλισμα επέστρεψε, και η φευγαλέα σκιά του Στραγγαλιστή βούτηξε μέσα στην πρασινόπετρα που αποτελούσε φυλακή του. «Κανένας θεός δεν είναι εδώ κοντά,» είπε ο Σάμελκον’λι.

«Σίγουρα;» ρώτησε η Ραβάσλι.

«Εκτός αν με κάποιο τρόπο κρύβεται. Θα ελέγξω και με τη μαγεία μου, όταν βγούμε.»

Η Ραβάσλι έριξε ένα βλέμμα στη Φαίδρα, η οποία δεν μίλησε, δείχνοντας ότι συμφωνούσε με τον Σάμελκον’λι.

«Λοιπόν, δημοσιογράφε,» είπε ο Νικηφόρος στον Αβέρναλ· «ώρα να βγαίνουμε.» Και έκανε νόημα στην Πεταλούδα να προσαράξει κάπου. Εκείνη οδήγησε το πλοιάριο με προσοχή προς τις σπηλιές και σταμάτησε τις μηχανές του όταν βρισκόταν σε ρηχό σημείο.

Ο Κολπατζής ήταν ο πρώτος που πήδησε έξω, βρέχοντας τα μποτοφορεμένα πόδια του στο ρηχό νερό. Στο χέρι του βαστούσε ένα οπλισμένο πιστόλι, καθώς προπορευόταν, μήπως παρουσιαστεί κανένας κίνδυνος.

Η Φαίδρα τον ακολούθησε γιατί ήξερε πως, αν κάποιος θεός ή πνεύμα πλησίαζε, η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων θα μπορούσε σίγουρα να βοηθήσει. Συγχρόνως, μουρμούρισε τα λόγια για ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Τριγύρω, οι μαγικά διευρυμένες αισθήσεις της δεν εντόπισαν τίποτα, και δεν θέλησε να πιέσει περισσότερο τον εαυτό της για να επεκτείνει την ανίχνευση.

Πλάι της βάδιζε η Ραβάσλι. Πίσω της έρχονταν ο Αβέρναλ, ο Ραμπνάιλ, ο Χαρσάντιλ, και ο Σάμελκον’λι. Οι υπόλοιποι είχαν μείνει στο πλοιάριο. Δεν ήταν φρόνιμο όλοι να μπουν στις σπηλιές· το μέρος ήταν γεμάτο πέτρες και νερά: επικίνδυνο στο βάδισμα. Ο Νικηφόρος είχε ανάψει έναν φακό για να βλέπουν, καθώς επίσης και η Ραβάσλι κι ο Χαρσάντιλ.

«Πού θες να σ’αφήσουμε, δημοσιογράφε;» ρώτησε ο Κολπατζής, καθώς περνούσαν από τη μια σπηλιά στην άλλη και η Φαίδρα νόμιζε πως είχε ήδη αρχίσει να αποπροσανατολίζεται, σχεδόν σαν να βρίσκονταν ξανά στο άντρο του Βέρκαμωντ.

«Κανένα απ’αυτά τα μέρη δεν μου γεννά την εμπιστοσύνη,» αποκρίθηκε ο Αβέρναλ. «Οπότε, όπου θέλετε.»

«Δε θα μείνεις τελείως μόνος,» του είπε ο Νικηφόρος, που η Φαίδρα είχε παρατηρήσει επανειλημμένως ότι γινόταν πιο σοβαρός όταν ο Σκοτωμένος έλειπε. Έπαιρνε τη θέση του αρχηγού. Εκτός αν ήταν η Νιρκέκα παρούσα, οπότε ή εκείνη ή εκείνος γινόταν προσωρινά αρχηγός της ομάδας. «Θα μείνουν και τουλάχιστον δύο άλλοι μαζί σου· έτσι είπε ο Σκοτωμένος. Λοιπόν: να σ’αφήσουμε σ’αυτή τη σπηλιά;»

«Καλά είναι εδώ,» συμφώνησε ο Αβέρναλ.

Ο Νικηφόρος στράφηκε στον Ραμπνάιλ. «Θα μείνεις με τον δημοσιογράφο;»

«Ας μείνω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ελπίζω μόνο να μη φαγωθούμε από το τεράστιο καβούρι που ζει σε τούτες τις σπηλιές.»

«Η Έρικα λέει πως ο πειρατής τής είπε ότι δεν σε πειράζει αν δεν το πειράξεις–»

«Θα μείνω κι εγώ,» δήλωσε ο Σάμελκον’λι.

Ο Νικηφόρος τον κοίταξε διστακτικά προς στιγμή, αλλά μετά ένευσε. «Εντάξει.»

«Κι εγώ,» είπε η Ραβάσλι.

«Δύο δεν είναι αρκετοί;» της είπε ο Νικηφόρος.

«Κι οι δύο, όμως, είναι σύντροφοί μου.»

«Όχι πια. Ξεσηκωμένοι δεν υπ–»

«Ήμασταν μαζί πολύ προτού συγκροτήσουμε τη μισθοφορική ομάδα των Ξεσηκωμένων, Νικηφόρε. Από την Επανάσταση, όπως ξέρεις.»

«Τέλος πάντων. Μείνε.»

«Τότε θα μείνω κι εγώ,» δήλωσε ο Χαρσάντιλ, που κι εκείνος ήταν παλιά Ξεσηκωμένος και μαζί τους από τον καιρό της Επανάστασης.

«Ας μην το παρακάνουμε,» του είπε η Ραβάσλι.

«Έχει δίκιο,» συμφώνησε ο Ραμπνάιλ, και ο Σάμελκον’λι έγνεψε καταφατικά· οπότε, ο Χαρσάντιλ αναγκάστηκε να συναινέσει, αν και ήταν φανερό πως δεν του άρεσε που θα τους άφηνε εδώ.

«Να προσέχετε,» τους είπε.

Ο Νικηφόρος έβγαλε απ’τον ώμο του έναν σάκο και τον έδωσε στον Αβέρναλ. «Εδώ είναι τα πράγματά σου. Θα έρθουμε να σε πάρουμε μέσα στις επόμενες ημέρες. Και αύριο, οπωσδήποτε, θα έρθουν κάποιοι για να δουν αν είστε όλοι καλά.»

Ο δημοσιογράφος ένευσε. «Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας,» είπε.

«Τον Βασιληά Ράνελμον να ευχαριστείς· δεν σου κάνουμε χάρη,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

*

Ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, και η Ανταρλίδα’μορ συνάντησαν τον Βασιληά Ράνελμον στο γραφείο του. Μαζί τους ήταν επίσης ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ, καθώς και η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα. Κανείς δεν καθόταν, όλοι ήταν όρθιοι, εκτός από την Πριγκίπισσα, ενόσω ο Ζαώρδιλ διηγιόταν στον Βασιληά τι είχε συμβεί κατά τη διάσωση του Αβέρναλ.

Η όψη του Ράνελμον σκοτείνιασε. «Ποιοι είναι αυτοί που αφήσατε να παραφυλάνε τον Εύβουλο; Είναι καλοί στη δουλειά τους; Γιατί δεν τον παραφυλάτε οι ίδιοι, Ζαώρδιλ – οι μισθοφόροι σου;»

«Ο μόνος λόγος είναι, Μεγαλειότατε, επειδή έπρεπε να επιστρέψουμε εδώ για την περιφρούρηση του παλατιού και της πόλης σας. Αν, ωστόσο, θέλετε να πάμε στο νησί για να περιμένουμε εμείς οι ίδιοι τον Εύβουλο, θα το κάνουμε.»

Ο Ράνελμον φάνηκε σκεπτικός προς στιγμή, ακουμπώντας τις γροθιές του στην επιφάνεια του γραφείου του καθώς στηριζόταν εκεί. Η Σεϊλίκρα αναδεύτηκε ανήσυχα επάνω στη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω απ’το γραφείο, και εκείνη ήταν που μίλησε πρώτη: «Τι προτείνεις εσύ, Ζαώρδιλ; Εσύ ξέρεις από πόλεμο, σίγουρα.»

«Εξαρτάται απ’το αν πιστεύετε ότι βρίσκεστε σε κίνδυνο, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος. «Αν βρίσκεστε σε κίνδυνο – από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς ή από οποιονδήποτε άλλο – τότε δεν θα πρότεινα να μειωθεί η δύναμή μας εδώ, στη Νουσράκλη. Αλλιώς, θα μπορούσαμε να πάμε στο νησί. Αν και…» Δίστασε να συνεχίσει.

«Τι είναι;» ρώτησε η Σεϊλίκρα.

Ο Ζαώρδιλ έριξε ένα βλέμμα στην Έρικα και, μετά, έστρεψε πάλι τα μάτια του στην Πρώτη Πριγκίπισσα και στον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων. «Οι κουρσάροι της Έρικας είναι αρκετά έμπειροι στη θάλασσα. Πιο έμπειροι από εμάς, οφείλω να ομολογήσω.»

Ο Ράνελμον είπε: «Δεν θα πάτε στο νησί. Εδώ θα μείνετε. Γιατί, έχεις δίκιο, ίσως ακόμα να υπάρχει κίνδυνος. Δε θέλω να ρισκάρω τίποτα. Τα χρήματα, όμως, για τους… άλλους ανθρώπους θα τα πληρώσω εγώ, όχι εσείς.» Δεν ήθελε να πει τη λέξη πειρατές ή κουρσάροι· προφανώς δεν του άρεσε που συνεργαζόταν με τέτοιους – ή που, μάλλον, συνεργάζονταν με τέτοιους οι μισθοφόροι που πλήρωνε.

«Αυτό,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, «είναι γενναιόδωρο από μέρους σας, Μεγαλειότατε. Όμως δεν μπορώ να το δεχτώ. Όχι εξολοκλήρου, τουλάχιστον, γιατί είχαμε αναλάβει να εξολοθρεύσουμε τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους και, δυστυχώς, σας απογοητεύσαμε–»

«Καταλαβαίνω, Ζαώρδιλ, ότι μπορεί να συμβούν διάφορα απρόοπτα στη δουλειά σας…»

«Δεν είναι αυτό, Βασιληά μου. Κάποιες υποσχέσεις πρέπει να τηρούνται. Πολλά εξαρτώνται από τον θάνατο των Επιφανών Κρανοφόρων αυτή τη στιγμή. Θα δεχτώ να πληρώσετε μόνο τα μισά χρήματα από ό,τι μας ζήτησαν οι κουρσάροι της Έρικας.»

Ο Ράνελμον ένευσε. «Καλώς. Είμαστε σύμφωνοι, Ζαώρδιλ.

»Και όσον αφορά τον Αβέρναλ… τον έχετε πάει σε ασφαλές μέρος, σωστά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος. «Ώς τώρα ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει φτάσει εκεί· και οι μισθοφόροι μου που τον συνόδεψαν θα επιστρέψουν μες στη νύχτα, αν όλα πάνε καλά.»

Ο Ράνελμον ένευσε πάλι. «Ωραία,» είπε.

Η Σεϊλίκρα τού πρότεινε: «Γιατί δεν στέλνουμε δικούς μας ανθρώπους να περικυκλώσουν αυτό το Δεντρονήσι, Ράνελμον;»

«Μα ο σκοπός είναι να μην φανεί ότι εμείς σκοτώσαμε τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού!» της είπε εκείνος.

«Ο Εύβουλος το ξέρει ήδη ότι ήταν οι–»

«Γι’αυτό πρέπει να πεθάνει.»

«Ακριβώς! Επομένως, τι νόημα έχει ποιος θα τον σκοτώσει; Υπάρχει περίπτωση κανένας άλλος να μάθει ότι ήταν δικοί μας πολεμιστές;» Η Πρώτη Πριγκίπισσα ήταν φανερά πικαρισμένη που ο σύζυγός της την είχε διακόψει – ειδικά μπροστά σε τρίτους.

«Φυσικά και υπάρχει,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον. «Πράκτορες του Αρχισυγκλητικού βρίσκονται μες στη Νουσράκλη, κατά πρώτον. Καλύτερα είναι να φανεί ότι ο Εύβουλος και οι μισθοφόροι του σκοτώθηκαν από πειρατές. Δε θέλω η δική μας ανάμιξη να υπάρχει καμια πιθανότητα να γίνει φανερή.»

«Όπως νομίζεις,» αποκρίθηκε η Σεϊλίκρα, αν και ακόμα έδειχνε να δυσπιστεί.

«Είναι κάτι άλλο που θα επιθυμούσατε να συζητήσουμε, Βασιληά μου;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Όχι,» είπε ο Ράνελμον. «Μπορείτε να πάτε να ξεκουραστείτε. Σας ευχαριστώ, ακόμα μια φορά, για τις υπηρεσίες σας.»

«Μακάρι να είχαμε κάνει καλύτερη δουλειά, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

Ύστερα εκείνος, η Έρικα, και η Ανταρλίδα’μορ έφυγαν απ’το γραφείο και ανέβηκαν στον όροφο όπου ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων τούς φιλοξενούσε.

Στη μικρή αίθουσα που αποτελούσε καθιστικό συνάντησαν τη Φρίντα – η οποία εξακολουθούσε να είναι η μοναδική μισθοφόρος-μουσικός των Ζωντανών-Νεκρών – και τη Νιρκέκα, που είχε τραυματιστεί (όχι και τόσο ελαφρά) στα αριστερά πλευρά από τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, αλλά μπορούσε ήδη να στέκεται, αν και όχι να πολεμήσει· γι’αυτό κιόλας δεν την είχαν πάρει μαζί τους στην αποστολή διάσωσης του Αβέρναλ. Επί του παρόντος ήταν καθισμένη στον καναπέ, και δίπλα της η Φρίντα. Μιλούσαν αναμεταξύ τους αλλά αμέσως σταμάτησαν μόλις ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, και η Ανταρλίδα’μορ ήρθαν.

«Σκοτωμένε…» είπε η Νιρκέκα.

«Κανένα σημάδι του Φέκταρελ;» ρώτησε εκείνος.

«Τίποτα, δυστυχώς. Τι έγινε; Πού είν’ οι άλλοι;»

Ο Ζαώρδιλ τής είπε, καθώς η μάγισσα και η Έρικα κάθονταν και εκείνος πήγαινε να γεμίσει μερικά ποτήρια με ποτά και για τους τρεις τους. Ύστερα κάθισε κι ο ίδιος και έστριψε ένα τσιγάρο ενόσω ακόμα μιλούσε.

«Και τον εμπιστεύεστε;» ρώτησε η Φρίντα. «Τον Όρκιβελ και τους πειρατές του, εννοώ.»

«Την Έρικα ρώτα.»

Η Φρίντα κοίταξε την Έρικα.

«Δε νομίζω να μας πουλήσει,» αποκρίθηκε εκείνη. «Θέλει να βρίσκεται στο δίκτυό μου, και θέλει να πάρει και την ανταμοιβή που του υποσχεθήκαμε.»

«Εγώ πάω να κοιμηθώ τώρα,» είπε η Ανταρλίδα’μορ και, αφήνοντας το ποτήρι της παραδίπλα, σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Εσείς σκοπεύετε να καθίσετε μέχρι να επιστρέψουν ο Νικηφόρος και οι άλλοι;» Μιλούσε κυρίως στον Ζαώρδιλ και στην Έρικα.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος, καπνίζοντας.

«Το Ριγκάλμεκ δεν είναι και τόσο κοντά στη Νουσράκλη, αρχηγέ. Εκατό χιλιόμετρα απόσταση. Μέχρι να πάνε και να έρθουν με το πλοιάριο θα περάσουν… κάπου πέντε ώρες, υποθέτω. Θες οπωσδήποτε να ξενυχτίσεις;»

«Έχει κάποιο δίκιο,» είπε η Έρικα στον Ζαώρδιλ.

«Ναι,» συμφώνησε εκείνος. «Θα πω, όμως, σε κάποιον να με ειδοποιήσει μόλις έρθουν, ό,τι ώρα κι αν είναι.»

Η μάγισσα ένευσε κι έφυγε από τη μικρή αίθουσα. Ο Ζαώρδιλ περίμενε να τελειώσει το τσιγάρο του προτού πάει κι εκείνος προς το δωμάτιό του. Και η Έρικα δεν σηκώθηκε πιο νωρίς από την πολυθρόνα της. Ούτε η Νιρκέκα και η Φρίντα από τον καναπέ.

Όταν ο Νικηφόρος, η Φαίδρα’λι, και οι άλλοι επέστρεψαν στο παλάτι της Νουσράκλης, ο Ζαώρδιλ κοιμόταν μπρούμυτα στο δωμάτιό του ονειρευόμενος ότι μαχόταν ξανά εναντίον των Θηριόπνευστων Αδελφών: μόνο που δεν βρισκόταν στη βασιλική οικία του Ράνελμον αλλά στη Χόλκεραλ. Οι Αδελφοί ήταν στο πλευρό των επαναστατών, οι οποίοι, εκτός απ’αυτούς, είχαν φέρει κι ένα σωρό άλλους δαίμονες και βαρβαρικές φυλές για να πολεμήσουν κατά των ανθρώπων της Παντοκράτειρας – για να τους αφανίσουν όλους. Οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί καταδίωκαν τον Ζαώρδιλ Νυκτόκορμο και τους μαχητές του μέσα στα Χρυσά Όρη, όταν ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδούνισε–

Ο Σκοτωμένος τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι του με μια κραυγή πολεμικής μάνητας. Συνειδητοποιώντας πού βρισκόταν, κούνησε το κεφάλι του αναστενάζοντας και έπιασε τον πομπό του από το κομοδίνο.

«Τι;» ρώτησε.

«Ο Νικηφόρος επέστρεψε, αρχηγέ,» του είπε ο Ράκαλωντ ο νάνος, που ο Ζαώρδιλ τού είχε ζητήσει να τον ειδοποιήσει.

Ο Σκοτωμένος κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. Ήταν βαθιά νύχτα. «Ακόμα χαρτιά παίζετε;» Είχε βρει τον Ράκαλωντ, τον Ελεφαντάνθρωπο, και έναν από τους ανιχνευτές του Φέκταρελ να παίζουν χαρτιά, γι’αυτό κιόλας είχε ζητήσει από τον πρώτο να τον ειδοποιήσει μόλις έρχονταν ο Νικηφόρος κι οι άλλοι. Έτσι κι αλλιώς δεν κοιμόνταν οι τρεις τους.

«Έχει σημασία; Ο Νικηφόρος είναι στο καθιστικό, αν θες να πας να τον δεις.»

Ο Ζαώρδιλ τερμάτισε την επικοινωνία με τον νάνο και σηκώθηκε απ’το κρεβάτι του. Ντύθηκε και πήγε στη μικρή αίθουσα όπου πριν από λίγο βρισκόταν μαζί με την Έρικα, την Ανταρλίδα’μορ, τη Νιρκέκα, και τη Φρίντα. Καμια απ’αυτές δεν ήταν τώρα εδώ. Συνάντησε τον Νικηφόρο, τη Φαίδρα’λι, και τον Θελβάμη. Οι άλλοι της ομάδας διάσωσης πρέπει να είχαν πάει να ξεκουραστούν.

«Ο νάνος μάς είπε ότι ανησυχούσες,» είπε ο Νικηφόρος στον Σκοτωμένο.

«Ήθελα να μάθω αμέσως τι έγινε. Όλα εντάξει στις σπηλιές;»

«Ναι· κανένα πρόβλημα. Η Ραβάσλι, ο Ραμπνάιλ, και ο Σάμελκον’λι έμειναν μαζί του.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Καλώς. Είδατε τον θεό της περιοχής – αυτό το γιγάντιο καβούρι;»

«Ούτε εμείς είδαμε αυτόν, ούτε αυτός, υποθέτω, είδε εμάς. Ο Σάμελκον και η Φαίδρα λένε πως δεν μπορούσαν ούτε καν να τον διαισθανθούν με τη μαγεία τους.»

Ο Ζαώρδιλ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στη μάγισσα.

«Έτσι είναι,» επιβεβαίωσε εκείνη, αν κι έμοιαζε πάλι να σκέφτεται κάτι άλλο. Τον Φέκταρελ μάλλον, δεν μπόρεσε παρά να υποθέσει ο Σκοτωμένος.

«Μάλιστα,» είπε. «Θα πάμε αύριο εκεί, να δούμε αν είναι καλά, και μετά… θα μας πει η Έρικα, υποθέτω, πού να μεταφέρουμε τον Αβέρναλ. Δε μπορεί να γίνει τρωγλοδύτης, με μοναδική παρέα του ένα γιγάντιο καβούρι.»

«Γιατί δεν τον πάμε στη Βελτέρντιθ;» πρότεινε ο Νικηφόρος.

«Είναι αργά, Κολπατζή, και δεν έχω όρεξη για μαλακίες.»

«Μιλάω σοβαρά, Σκοτωμένε. Η Βελτέρντιθ είναι στις νότιες ακτές του Ωκεανού, η Κάρνατεβ στις βόρειες. Πιστεύεις ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να τον βρει εκεί ο Αρχισυγκλητικός; Γνωρίζουμε, μάλιστα, και τη Μονάρχη της Βελτέρντιθ–»

«Εσύ, σίγουρα, καλύτερα από εμάς,» σχολίασε ο Θελβάμης, γιατί πολλοί είχαν ακούσει για τη σύντομη ερωτική του συναναστροφή μαζί της.

Ο Νικηφόρος τον λοξοκοίταξε άγρια, αλλά συνέχισε να μιλά στον Ζαώρδιλ: «Θα μπορούσαμε να της ζητήσουμε να κρύψει κάπου τον δημοσιογράφο, δεν θα μπορούσαμε;»

«Νομίζεις ότι θα έκανε κάτι χωρίς συγκεκριμένο συμφέρον, Κολπατζή;»

Ο Νικηφόρος συνοφρυώθηκε, σκεπτικός.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ζαώρδιλ· «είναι αργά τώρα για τέτοιες κουβέντες. Θα το συζητήσουμε αύριο και με την Έρικα, και θα δούμε.»

Ο Νικηφόρος συμφώνησε, έτσι εκείνος κι ο Θελβάμης πήγαν προς τα δωμάτιά τους. Η Φαίδρα, όμως, έμεινε πίσω λέγοντας πως ήθελε να μιλήσει στον Σκοτωμένο.

«Βρέθηκε κανένα ίχνος του Φέκταρελ όσο λείπαμε;» τον ρώτησε.

«Όπως θα μπορείς να υποθέσεις κι εσύ, Φαίδρα, όχι, δυστυχώς.»

«Σκέφτηκα κάτι, αρχηγέ…» είπε η μάγισσα, με τα χείλη της σμιγμένα σαν να δίσταζε να συνεχίσει. Έκανε μερικά βήματα μέσα στη μικρή αίθουσα και κάθισε, τελικά, στον καναπέ.

Ο Ζαώρδιλ ήρθε να καθίσει πλάι της. «Πες μου. Εκτός αν βλάπτει να ξέρω.» Η μάγισσα σκεφτόταν, κατά καιρούς, κάτι τελείως εξωφρενικά πράγματα, αλλά σπάνια ήταν άχρηστα ή ανόητα· απλώς περίεργα, δίχως αμφιβολία.

Η Φαίδρα αναστέναξε, και του είπε για τις σκέψεις της σχετικά με τον Βέρκαμωντ, τον λήσταρχο που είχαν αντιμετωπίσει στα Όρη Κράκμακωθ. «Όταν ο Φέκταρελ με κοίταζε να κοιμάμαι, τα μάτια του γυάλιζαν όπως του Βέρκαμωντ, είμαι σίγουρη, αρχηγέ!»

«Χμμ…»

«Δε με πιστεύεις;» Η Φαίδρα μπορούσε να δει, καθαρά, στο πρόσωπό του ότι ο Σκοτωμένος δυσπιστούσε.

«Απλώς αναρωτιέμαι αν είσαι επηρεασμένη, Φαίδρα…»

«Δεν είμαι επηρεασμένη,» επέμεινε εκείνη. «Εξαρχής αυτή η γυαλάδα στα μάτια του Φέκταρελ κάτι μού θύμιζε, αλλά δεν μπορούσα να καθορίσω τι ακριβώς. Τώρα, επιτέλους, κατάλαβα τι ήταν. Τα μάτια του Βέρκαμωντ γυάλιζαν έτσι. Εσύ δεν τον θυμάσαι;»

Ο Ζαώρδιλ είπε: «Θυμάμαι πως ήταν κακάσχημος, σίγουρα.»

«Ο Ταρνατάρ’σακ είχε αλλοιώσει την εμφάνισή του. Αλλά δεν θυμάσαι τα μάτια του;» Και η όψη του, τώρα, της έλεγε πως τα θυμόταν. Θυμόταν ότι κάτι το περίεργο υπήρχε στα μάτια του παραμορφωμένου λήσταρχου· καταλάβαινε πως δεν ήταν όλα στο μυαλό της.

«Ναι, εντάξει, είχε μια γυαλάδα…» παραδέχτηκε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά πώς θα μπορούσε αυτό να σχετίζεται με τον Φέκταρελ;»

«Σου είπα: ο Βέρκαμωντ τραυμάτισε τον Φέκταρελ μ’εκείνο το σπαθί του, το οποίο ίσως να είχε άμεση σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ.»

«Επομένως, ο Ταρνατάρ’σακ έχει κάπως επηρεάσει τον Φέκταρελ… Αλλά, αν είναι έτσι, γιατί εσύ δεν μπορείς να εντοπίσεις τίποτα;»

«Αυτό είναι το μόνο που με προβληματίζει,» αποκρίθηκε η Φαίδρα. «Ούτε εγώ μπορώ να διαισθανθώ κάτι ούτε ο θεός μου. Είναι σαν τίποτα να μην υπάρχει.»

«Μπορεί κάποιο πνεύμα να σου κρύβεται;»

«Για τόσο καιρό;»

«Χμμ…» Ο Ζαώρδιλ ξεκίνησε να στρίβει τσιγάρο.

«Το μόνο λογικό συμπέρασμα, πάντως,» είπε η Φαίδρα μετά από μερικές στιγμές σιωπής, «είναι ότι ο Βέρκαμωντ κάπως επηρέασε τον Φέκταρελ· γιατί από τότε είναι που ο Φέκταρελ άρχισε να φέρεται περίεργα… Σταδιακά, ολοένα και πιο περίεργα. Πιο πριν ήταν εντάξει. Ήταν… ήταν όπως πάντα.»

Ο Ζαώρδιλ άναψε το τσιγάρο του. «Αναρωτιέμαι πού να έχει πάει, τώρα…» είπε κοιτάζοντας σκεπτικά το πάτωμα. Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στη Φαίδρα. «Αν μας κρύβεται – όπως και φαίνεται, άλλωστε – γιατί μπορεί να το κάνει αυτό; Τι λόγος μπορεί να υπάρχει; Μπορεί να έχει χάσει τελείως τον έλεγχο του σώματός του; Μπορεί κάτι άλλο να τον ελέγχει; Κάποιος θεός; Ο Ταρνατάρ’σακ;»

«Δεν είναι ανήκουστο. Όμως… κανονικά, κάτι θα έπρεπε να μπορώ να εντοπίσω επάνω του, αν ήταν έτσι!» Αλλά αν δεν είναι έτσι, σκέφτηκε η Φαίδρα, τι άλλο να συμβαίνει;

Και σαν ο Ζαώρδιλ να είχε ακούσει τη σκέψη της είπε: «Τότε, κάτι άλλο συμβαίνει, μάγισσα· δεν είναι δυνατόν.» Σηκώθηκε από τον καναπέ, βηματίζοντας μες στην αίθουσα ενώ κάπνιζε. «Μπορεί ο Φέκταρελ κάτι να φοβάται. Μπορεί να… Δεν ξέρω· δεν έχω και καμια σχέση με τέτοια θέματα.» Στάθηκε, απότομα, στη μέση του δωματίου καθώς μια σκέψη ήρθε ξαφνικά στο μυαλό του. Εγώ τι θα έκανα στη θέση του; είχε αναρωτηθεί, και μετά μια λογική απάντηση είχε ακολουθήσει. «Θα ήθελα να μάθω…» μουρμούρισε φυσώντας καπνό.

«Τι είπες, αρχηγέ;» ρώτησε η Φαίδρα, που δεν είχε ακούσει τα τελευταία λόγια του.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε ξανά να την αντικρίσει εκεί όπου η μάγισσα ήταν ακόμα καθισμένη, στον καναπέ. «Αν εγώ είχα επηρεαστεί από κάτι και δεν ήξερα τι είναι αυτό, τι θα έκανα; Θα πήγαινα, μάλλον, σε κάποιον που μπορεί να μου δώσει απαντήσεις–»

«Τότε, γιατί δεν είπε σ’εμένα τίποτα;» τον διέκοψε η Φαίδρα. «Ποιος καλύτερος να του δώσει απαντήσεις από εμένα;» Σηκώθηκε όρθια, νιώθοντας εκνευρισμένη. Ήταν δυνατόν ο Φέκταρελ να μην την εμπιστεύεται; αναρωτιόταν. Ύστερα από τόσα που είχαν περάσει μαζί; Ύστερα από τόσες φορές που της έλεγε ότι την αγαπούσε;

«Για κάποιο λόγο, όπως είδες, δεν θέλει να είναι κοντά μας,» της είπε ο Ζαώρδιλ. «Δεν ξέρω ποιος μπορεί νάναι αυτός ο λόγος, αλλά τι άλλο να ισχύει, Φαίδρα; Δεν του έχουμε κάνει τίποτα. Εκτός αν, όντως, έχει χάσει τον έλεγχο του ίδιου του σώματός του, όπως είπαμε πριν – αλλά ας υποθέσουμε για λίγο ότι δεν συμβαίνει αυτό, ότι απλώς θέλει για κάποιο λόγο να μας αποφεύγει. Πού μπορεί να πήγε για να πάρει απαντήσεις; Στο μοναδικό άτομο που φάνηκε κάτι να ξέρει γι’αυτόν, φυσικά.» Και άφησε τη Φαίδρα να καταλάβει σε ποιον αναφερόταν, για να δει κιόλας αν η μάγισσα θα έφτανε στο ίδιο συμπέρασμα – πράγμα που θα σήμαινε ότι το συμπέρασμά του δεν ήταν τελείως ανόητο.

Η Φαίδρα συνοφρυώθηκε. «Στον… Αθάνατο; Σ’εκείνο τον ιερέα που συνάντησε στα βόρεια του Βασιλείου;»

«Είναι ο μόνος που φάνηκε να ξέρει κάτι, Φαίδρα. Και η Έρικα είπε ότι ο Φέκταρελ φοβήθηκε όταν ο Αθάνατος τού μίλησε.»

Μα τους θεούς! Έχει δίκιο, παρατήρησε η Φαίδρα. Πώς δεν το είχα σκεφτεί κι εγώ νωρίτερα; «Αρχηγέ…» είπε κομπιάζοντας, «ίσως, ίσως έτσι να είναι. Ίσως, όντως, να πήγε να ξανασυναντήσει τον Αθάνατο. Θα πάω κι εγώ να τον βρω! Έπρεπε ήδη να είχα πάει!»

«Μια στιγμή,» της είπε ο Ζαώρδιλ. «Έχουμε αναλάβει την προστασία του Βασιληά – και σε χρειάζομαι, μάγισσα. Δε μπορείς να φύγεις και να μας αφήσεις.»

«Σοβαρολογείς; Είναι ο Φέκταρελ.»

«Το ξέρω. Κι εγώ θέλω να μάθω γι’αυτόν, αλλά… αν κάτι συμβεί εδώ, Φαίδρα, ενώ λείπεις; Γνωρίζεις πόσο βασιζόμαστε σε σένα.»

«Δε θ’αργήσω,» υποσχέθηκε εκείνη.

Ο Ζαώρδιλ την ατένισε επίμονα. Ήξερε πώς ήταν η έκφραση κάποιου αποφασισμένου να κάνει κάτι. Θα με παρακούσει αν προσπαθήσω να τη σταματήσω. «Φαίδρα…»

«Δεν είναι μακριά, αρχηγέ! Για όνομα όλων των θεών! Δώσε μου το ελικόπτερο, εν ανάγκη. Θα πάω και θάρθω μέχρι να ξημερώσει.»

«Είσαι κουρασμένη–»

«Δε μ’ενδιαφέρει η κούραση. Θα μου δώσεις το ελικόπτερο, ή πρέπει να πάω με άλλο τρόπο;»

«Γαμώ την τρέλα σου, μάγισσα!» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ, αν και την καταλάβαινε. Απόλυτα. Κι ο ίδιος ανησυχούσε για τον Φέκταρελ, άλλωστε. Κι επιπλέον, θυμόταν πόσο είχε φοβηθεί για την Έρικα όταν εκείνος ο παλαβός, ο Κύρης των Βουνών, ο Νάσκαλρωντ, την είχε φυλακίσει μέσα στο Κάστρο της Σελκόρβιλ. Αν δε σ’ελευθέρωνε θα ερχόμουν να γκρεμίσω το γαμημένο Κάστρο του, της είχε πει, μετά. Και μάλλον θα το είχε κάνει· δεν το αμφέβαλλε.

«Θα σ’το δώσω,» είπε στη Φαίδρα πιάνοντάς την από το μπράτσο επάνω που εκείνη έμοιαζε έτοιμη ν’απομακρυνθεί από μπροστά του. «Ετοιμάσου και θα πάμε να ειδοποιήσουμε τον Σάρνεμπ, εντάξει;»

«Έτοιμη είμαι,» αποκρίθηκε η μάγισσα.

Ο Σάρνεμπ ήταν πιλότος, και πρώην Παντοκρατορικός πολεμιστής, καταγόμενος από τη Ρελκάμνια, τη διάσταση-έδρα της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Είχε ξεμείνει στη Φεηνάρκια μετά από τον μεγάλο ξεσηκωμό της διάστασης. Εκείνος ήταν που είχε βρει τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τους είχε ζητήσει να τον πάρουν μαζί τους. Ο Ζαώρδιλ, φυσικά, είχε αμέσως δεχτεί· αλλά είχε πει στην Έρικα να κάνει μια σύντομη έρευνα γι’αυτόν, να μάθει μήπως τους έκρυβε τίποτα. Όμως ο Σάρνεμπ, τελικά, ήταν ειλικρινής· η Έρικα δεν είχε ανακαλύψει ότι μπορεί να ήθελε το κακό τους, ή ότι κατασκόπευε για κάποιον εχθρό τους.

Ο Ζαώρδιλ και η Φαίδρα έφυγαν, τώρα, από το βασιλικό παλάτι επάνω σ’ένα δίκυκλο, κατευθυνόμενοι προς το λιμάνι της Νουσράκλης. Ο Σκοτωμένος καθόταν μπροστά, οδηγώντας, και η μάγισσα ήταν πιασμένη πίσω του, με τα πράσινα μαλλιά της να τινάζονται μέσα στη νύχτα.

Έφτασαν στην αποβάθρα όπου ήταν αραγμένος ο Οδηγός, και ο Ζαώρδιλ σταμάτησε τους τροχούς του και φώναξε στους φρουρούς του καταστρώματος να κατεβάσουν τη ράμπα για τα οχήματα. Όταν η ράμπα κατέβηκε, οδήγησε το δίκυκλό του επάνω στο σκάφος.

«Ο Αετός κοιμάται;» ρώτησε έναν απ’τους φρουρούς. Είχαν δώσει στον Σάρνεμπ το παρωνύμιο ο Αετός, από τότε που τον είχαν δει να πιλοτάρει.

«Ναι, αρχηγέ. Μάλλον.»

«Φωνάξτε τον. Να έρθει επάνω έτοιμος για πτήση. Και φωνάξτε και τη Βαρμάλνα, την ανιχνεύτρια.» Η Βαρμάλνα ήταν από αυτούς που είχαν πάει μαζί με την Έρικα και τον Φέκταρελ όταν ταξίδευαν μέσα στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Μια πορφυρόδερμη γυναίκα με περίπλοκη δερματοστιξία επάνω στο ξυρισμένο κεφάλι της.

Ο φρουρός έφυγε αμέσως, και ο Ζαώρδιλ κι η Φαίδρα βάδισαν προς το ελικοδρόμιο στην πρύμνη του Οδηγού, όπου ήταν προσγειωμένο το μοναδικό ελικόπτερο των Ζωντανών-Νεκρών, πολύ μικρότερο από αυτό που είχαν αρπάξει από τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους. Είχε μόνο έναν έλικα. Αλλά ήταν αρκετά γρήγορο, και διέθετε πολυβόλο και δύο ρουκέτες – μία κάτω από κάθε φτερό. Τα όπλα ήταν όλα προσθήκη των Ζωντανών-Νεκρών· το αεροσκάφος δεν ήταν οπλισμένο όταν το είχαν αγοράσει μαζί με τα δύο καράβια.

Η ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι ήρθε πρώτη, κοιτάζοντας με περιέργεια τον Ζαώρδιλ. «Πηγαίνουμε κάπου, αρχηγέ;»

«Στην ακτή όπου συναντήσατε τον Αθάνατο.»

Η Βαρμάλνα συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Θα μάθεις· περίμενε.»

Ο Σάρνεμπ δεν άργησε να έρθει μετά από την ανιχνεύτρια, ντυμένος και εξοπλισμένος. Ένας άντρας μετρίου αναστήματος με χρυσό δέρμα και μαύρα κοντά μαλλιά. Τα μάτια του φανέρωναν αμέσως άνθρωπο στοιχειωμένο: ο Ζαώρδιλ αυτό είχε σκεφτεί από την πρώτη φορά που τον είχε αντικρίσει· καθώς και: Δικός μας άνθρωπος, επομένως. Και δεν είχε άδικο στην εκτίμησή του· ο Σάρνεμπ είχε τραυματιστεί άσχημα κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια. Μετά βίας είχε κρατηθεί στη ζωή· από τη θέλησή του και μόνο, ίσως. Σίγουρα, ταίριαζε μέσα στους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Πού πάμε, αρχηγέ;» ρώτησε.

«Με τη μάγισσα και τη Βαρμάλνα θα πας, όχι μαζί μου,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Θα πετάξετε βόρεια, και ο προορισμός σας είναι εδώ.» Ξετύλιξε έναν χάρτη του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων και του έδειξε την Ακρόνησο. «Σε μια ακρογιαλιά γεμάτη βράχους, απ’ό,τι ξέρω.»

«Υπάρχει κανένα μέρος καλό για προσγείωση;»

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε ερωτηματικά την ανιχνεύτρια.

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ειδικά μες στη νύχτα θάναι επικίνδυνα να κατεβάσεις ελικόπτερο εκεί. Θα πρέπει να προσγειωθούμε λιγάκι πιο πέρα.»

«Και λιγάκι πιο περά σίγουρα υπάρχει χώρος;»

«Μάλλον,» είπε η ανιχνεύτρια. «Απ’όσο θυμάμαι.»

«Μπορείτε να ξεκινήσετε, λοιπόν,» είπε ο Ζαώρδιλ στον Σάρνεμπ.

«Γιατί πηγαίνουμε, όμως;» θέλησε να μάθει εκείνος. «Δεν έχω καταλάβει.»

«Θα σου πει η Φαίδρα, καθοδόν.»

 

 

Ταξιδεύοντας επάνω στη θάλασσα ο φόβος μου – ο φόβος που δεν είναι δικός μου – έχει εξαφανιστεί· έχει αντικατασταθεί από μια υπέρμετρη, ίσως, αδημονία, η οποία καταλαβαίνω πως, επίσης, δεν είναι δική μου. Είναι αυτού του τέρατος. Θέλει να φτάσω στον προορισμό μου. Θέλει! Δεν βλέπει την ώρα.

Κι έτσι αναρωτιέμαι αν κάνω καλά που κατευθύνομαι εκεί. Ίσως να πηγαίνω στην καταστροφή μου. Ίσως να πηγαίνω εκεί όπου το τέρας θα αποκτήσει πια ολοκληρωτική δύναμη επάνω μου: εκεί όπου δεν θα βλέπω εγώ την αντανάκλαση του τέρατος αλλά το τέρας θα βλέπει, κάπου-κάπου, τη δική μου αντανάκλαση.

Η αναμονή μέσα στο πλοίο δεν καταλαγιάζει καθόλου τις ανησυχίες μου. Τις εντείνει.

Και τους βλέπω ότι με κοιτάζουν παράξενα… Αναρωτιέμαι αν διακρίνουν κάτι επάνω μου που τους τρομάζει. Έχει αρχίσει το τέρας ήδη να αυξάνει την επιρροή του επάνω μου τόσο πολύ;

Θυμάμαι τον ιερέα και νιώθω ξανά τον τρόμο μέσα μου – τον τρόμο που δεν είναι δικός μου, γιατί, συγχρόνως, νιώθω και κάτι να ζαρώνει, να συρρικνώνεται, και τη νόησή μου να διευρύνεται σπρώχνοντας πέρα τον εχθρό.

Θυμάμαι, μετά, εκείνη· κι ευτυχώς που δεν είμαι κοντά της· βρίσκομαι μακριά, εκεί όπου το τέρας δεν μπορεί να τη βλάψει.

Σύντομα θα βρω απαντήσεις. Ελπίζω.

Η καπετάνισσα λέει πως αύριο το πρωί θα είμαστε στο λιμάνι.

Γι’αυτό, άραγε, η αφύσικη αδημονία έχει μεγαλώσει τόσο εντός μου; Γι’αυτό απόψε πάλι δεν μπορώ καθόλου να κοιμηθώ;

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

ο Σκοτωμένος είχε δίκιο! το πιο λογικό ήταν ο Φέκταρελ να είχε πάει να βρει τον Αθάνατο – ειδικά αν & ο ίδιος δεν ήξερε τι του συνέβαινε, αν ήταν μπερδεμένος & ζητούσε απαντήσεις &, για κάποιο λόγο τελείως παράξενο λόγο, δεν ήθελε να έρθει σ’εμένα για βοήθεια. έτσι ζήτησα από τον Σκοτωμένο να μου δώσει το μοναδικό μας ελικόπτερο & εκείνος, αν & στην αρχή δίστασε, τελικά δέχτηκε· το ήξερε πως τίποτα δεν θα με κρατούσε μακριά από τον Αθάνατο, θα πήγαινα να τον βρω πάση θυσία. μαζί μου ήρθε ο Σάρνεμπ, ο καινούργιος μας πιλότος, για να οδηγεί το ελικόπτερο, γιατί εγώ φυσικά δεν ξέρω πώς να πιλοτάρω· & ήρθε μαζί μας & η Βαρμάλνα, μια από τις ανιχνεύτριες του Φέκταρελ η οποία είχε ξαναπάει μαζί του στην ακρογιαλιά του Αθάνατου όταν ο Φέκταρελ & η Έρικα τριγύριζαν στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων για να μάθουν τι ήξεραν οι ντόπιοι για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.

πετάξαμε από τη Νουσράκλη μέσα στη νύχτα, γιατί νύχτα ήταν όταν είχα συζητήσει με τον αρχηγό μας, νύχτα ήταν όταν είχαμε επιστρέψει από την κρυψώνα όπου βάλαμε τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο & εγώ είχα, καθοδόν, υποθέσει ότι ο Φέκταρελ μάλλον επηρεάστηκε τελικά από εκείνο το χτύπημα του Βέρκαμωντ του λήσταρχου γιατί από τότε είναι που η συμπεριφορά του έχει αλλάξει. πετάξαμε, λοιπόν, από τη Νουσράκλη βλέποντας από κάτω μας τα νησιά που είναι συνδεδεμένα με μεγάλες γέφυρες, & ακολουθώντας τον χάρτη μας φτάσαμε στο πέμπτο νησί από τα νότια, το οποίο ονομάζεται «Ακρόνησος» & είναι & το μικρότερο. αναζητήσαμε, στη δυτική του μεριά, την ακτή που είναι γεμάτη βράχους φωτίζοντας με τον προβολέα του ελικοπτέρου μας, & δεν αργήσαμε να τη βρούμε.

–εδώ είναι, μας είπε η Βαρμάλνα δείχνοντας.

–βραχώδης, ακριβώς όπως μας είπες, παρατήρησε ο Σάρνεμπ, ενώ εγώ κοίταζα κάτω αναζητώντας κανέναν άνθρωπο με το βλέμμα μου: τον Αθάνατο ή τον Φέκταρελ, ή & τους δύο να κάθονται & να συζητάνε ίσως. αλλά ήμουν ανόητη, βέβαια· ακόμα & αν βρίσκονταν εδώ, θα ήταν ξύπνιοι τέτοια ώρα; πουθενά δεν είδα κανέναν· το τοπίο ήταν έρημο. & επίσης πουθενά δεν είδα καμια καλύβα ή κανένα παρόμοιο οίκημα που θα μπορούσε να αποτελεί σπίτι του Αθάνατου. ούτε & καμια σπηλιά δεν πρόσεξα όπου θα μπορούσε αυτός να κατοικεί. & η Έρικα δεν θυμάμαι να είπε τίποτα για το πού μένει ο ιερέας, μόνο ότι λένε πως δεν πεθαίνει & ότι έχει μυστηριώδεις δυνάμεις, προερχόμενες από αυτή τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα, την τρομερή θεά που λατρεύουν εδώ στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.

–δε μπορούμε να προσγειωθούμε εδώ, είπε ο Σάρνεμπ· –με τίποτα.

–πάμε πιο δυτικά, πρότεινε η Βαρμάλνα, & ο Αετός (έτσι λέμε τον Σάρνεμπ, & νομίζω πως του ταιριάζει) χωρίς να μιλήσει έστριψε το αεροσκάφος μας & πετάξαμε χαμηλά ενώ φωτίζαμε κάτω με τον προβολέα μας, αναζητώντας ανοιχτό έδαφος. σύντομα το βρήκαμε & προσγειωθήκαμε.

βγήκαμε απ’το ελικόπτερο & ο Σάρνεμπ είπε: θα περιμένω εδώ, δεν το αφήνω μόνο του. & πήρε στα χέρια του ένα τουφέκι, οπλίζοντάς το. –αν ακούσετε πυροβολισμούς, συνέχισε, –σημαίνει πως κάτι συμβαίνει εδώ.

–στάσου, του είπα, –θα κάνω κάτι ακόμα. & ύφανα δύο μαγγανείες γύρω του & γύρω από το ελικόπτερο: μία Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως & μία Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως, ώστε ό,τι & αν πλησιάσει εδώ, άνθρωπος ή θεός, να το καταλάβω αμέσως. χρειάστηκε κανένα μισάωρο μέχρι να κάνω & τις δύο μαγγανείες, αλλά δεν βιαζόμασταν & τόσο, & επιπλέον δεν μπορούσα ν’αφήσω τον Αετό αφύλαχτο.

–δεν ξέρω τι έκανες, μάγισσα, αλλά υποθέτω ότι θα είναι κάτι το καλό για μένα, είπε ο Σάρνεμπ.

–ακριβώς αυτό είναι, του αποκρίθηκα, & μαζί με τη Βαρμάλνα βαδίσαμε προς τη θάλασσα, φτάνοντας στην ακρογιαλιά & περπατώντας επάνω στα βότσαλα & στις πέτρες. αισθανόμουν το έδαφος άγριο κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια μου, & αναρωτήθηκα γιατί μπορεί αυτός ο ιερέας να είχε επιλέξει να ζει εδώ, αντί σε καμια αμμουδιά καλύτερα. αλλά οι ιερείς, βέβαια, είναι παράξενοι άνθρωποι πολλές φορές· πιο ακατανόητοι, ίσως, από τους θεούς που υπηρετούν.

φώναξα τον Αθάνατο με το όνομά του, ελπίζοντας πως όπου & αν κοιμόταν θα ξυπνούσε & θα ερχόταν να με συναντήσει. φώναξα το όνομά του ξανά & ξανά & ξανά. αλλά απάντηση δεν πήρα.

ρώτησα τον θεό μου αν μπορούσε να διαισθανθεί καμια παρουσία, οτιδήποτε, & εκείνος μού απάντησε ότι σίγουρα υπήρχε μια μεγάλη δύναμη γύρω μας – η επιρροή μιας θεάς ισχυρότερης από τον ίδιο (την αντιλαμβανόταν σαν πελώριο κύμα που παρασύρει μια τίγρη που έχει κάνει το λάθος να ζυγώσει την ακτή) – αλλά όχι κάποια συγκεκριμένη οντότητα.

ήμουν διστακτική να στείλω την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να ψάξει για τον ιερέα ανάμεσα στους μεγάλους βράχους, γιατί ξέρω πως κάνει φασαρία & μπορεί να τον θορυβούσε χωρίς λόγο. όμως, αφού είχα φωνάξει πάλι μερικές φορές το όνομά του & δεν είχα λάβει καμία απάντηση, το έκανα: έστειλα τον θεό μου να ψάξει γι’αυτόν, & τα γρυλίσματα μιας μικρή αγέλης θηρίων αντήχησαν στην ακρογιαλιά, ενώ συγχρόνως βάδιζα & εγώ ανάμεσα στους βράχους, φωνάζοντας στον Αθάνατο πως δεν ήμασταν εχθροί, πως ήθελα μόνο να μιλήσουμε. η Βαρμάλνα ερχόταν μαζί μου, φυσικά.

ο Αθάνατος δεν μου απάντησε. ούτε η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων τον βρήκε πουθενά. δεν ήταν στη βραχώδη ακτή. δεν ήταν εδώ.

–τι κάνουμε; ρώτησα τη Βαρμάλνα.

εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. –περιμένουμε;

–εσείς πού τον βρήκαμε, την άλλη φορά;

–κάπου από δω πρέπει να ήταν, νομίζω…

Η ανιχνεύτρια με οδήγησε σ’ένα σημείο ανάμεσα στα μεγάλα βράχια το οποίο δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. ούτε ο θεός μου μπορούσε να διαισθανθεί καμια παρουσία εδώ.

–εντάξει, είπα κουρασμένα· –πήγαινε να πεις στον Σάρνεμπ ότι θα περιμένουμε εδώ.

& η Βαρμάλνα έτρεξε. (δυστυχώς δεν είχαμε πάρει μαζί μας τηλεπικοινωνιακούς πομπούς για να μιλάμε από απόσταση – λάθος μας ίσως· μας χρειάζονταν τελικά)

κάθισα σ’έναν βράχο, τυλιγμένη & κουκουλωμένη στην κάπα μου, γιατί έκανε κρύο εδώ πέρα, τόσο κοντά στα κύματα του Ωκεανού, με τον άνεμο να φυσά βάναυσα. δεν ήθελα καν να φανταστώ πώς θα ήταν εδώ τον χειμώνα!

η Βαρμάλνα επέστρεψε & μου είπε ότι του Σάρνεμπ δεν του άρεσε & τόσο που θα περιμέναμε.

–είδε κάτι που τον έχει τρομάξει; τη ρώτησα.

–όχι, αλλά λέει πως το μέρος τού φαίνεται επικίνδυνο. τον ρώτησα γιατί & μου απάντησε επειδή είναι ερημικό. τού είπα να μην τον τρομάζει ανησυχεί αυτό & τόσο· δεν είναι όλα τα ερημικά μέρη επικίνδυνα. & όντως δεν είναι, μάγισσα.

μετά, η Βαρμάλνα μού πρότεινε να φυλάμε βάρδιες εναλλάξ, να κοιμάμαι μια εγώ μια εκείνη, όσο θα περιμέναμε τον Αθάνατο. –δεν έχει νόημα, είπε, –να είμαστε & οι δυο ξύπνιες & να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας.

της είπα να κοιμηθεί εκείνη πρώτη αν ήθελε· εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ τώρα. η Βαρμάλνα δεν έφερε αντίρρηση: κουλουριάστηκε μέσα στην κάπα της σ’ένα σημείο μακριά από τα κύματα & έμεινε ακίνητη, αδύνατον να πεις αν όντως κοιμόταν ή όχι.

εγώ περίμενα, κοιτάζοντας τα κύματα & την ακτή. όταν η αυγή ήρθε, η Βαρμάλνα ξύπνησε & ο ιερέας ακόμα δεν είχε φανεί. η Βαρμάλνα μού είπε να πέσω να κοιμηθώ· της είπα πως δεν είχα διάθεση για ύπνο – & πραγματικά δεν είχα, ήμουν πολύ ανήσυχη. πήγα μέχρι το ελικόπτερο για να δω τον Σάρνεμπ & να ανανεώσω τις μαγγανείες γύρω του· η Βαρμάλνα έμεινε στην ακτή.

τον βρήκα άγρυπνο & αυτόν & αγριεμένο.

–φεύγουμε επιτέλους, μάγισσα; με ρώτησε, & του απάντησα πως όχι, θα μέναμε & άλλο, γιατί ο ιερέας δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα. –δε μπορώ να μείνω άλλο ξύπνιος, μου είπε εκείνος, & του είπα να κοιμηθεί & να μην ανησυχεί, γι’αυτό έκανα προστατευτική μαγεία γύρω του· αν κάτι παρουσιαζόταν θα το καταλάβαινα αμέσως & θα έτρεχα να τον βοηθήσω. αυτό φάνηκε να τον καθησυχάζει.

μετά, ύφανα τις μαγγανείες μου & αισθάνθηκα να εξαντλούμε σωματικά & ψυχικά. τόσες ώρες άυπνη & κάνοντας & τέτοιες μαγείες δεν είναι λίγο… επέστρεψα στην παραλία & είπα στη Βαρμάλνα πως θα κοιμόμουν μερικές ώρες. της είπα επίσης πως & ο Σάρνεμπ θα κοιμόταν, οπότε εκείνη θα έπρεπε να είναι δύο φορές πιο προσεχτική. –αλλά μην ανησυχείς, πρόσθεσα· –έχω υφάνει μαγγανείες γύρω του που αν κάτι τον ζυγώσει θα με ειδοποιήσουν, είτε είναι θεός είτε θηρίο είτε άνθρωπος.

κοιμήθηκα, λοιπόν, στο μέρος όπου είχε πέσει & η Βαρμάλνα για ύπνο. ήταν καλό μέρος, διαπίστωσα: απάνεμο & στεγνό (όσο στεγνό μπορούσε νάναι ένα σημείο εδώ πέρα, τόσο κοντά στη θάλασσα).

η Βαρμάλνα με ξύπνησε κουνώντας τον ώμο μου & λέγοντας το όνομά μου· & όταν τα μάτια μου άνοιξαν, μου είπε: δες! & έδειχνε προς τα κύματα, έναν πορφυρόδερμο άντρα με μακριά μούσια & μαλλιά, μαύρα αλλά με πολλές τούφες λευκών ανάμεσά τους. η όλη του όψη είχα την αίσθηση πως είχε κάτι το ΑΡΧΕΓΟΝΟ. φορούσε έναν γκριζογάλανο μανδύα & στεκόταν μέσα στη θάλασσα ώς τα γόνατα. κρατούσε ένα δίχτυ στα χέρια του, ριγμένο στο νερό, σα να προσπαθούσε να πιάσει ψάρια.

–αυτός είναι; ρώτησα τη Βαρμάλνα, που τον είχε ξαναδεί, αν & αισθανόμουν ΣΙΓΟΥΡΗ πως αυτός ήταν: ο άνθρωπος φαινόταν πως είχε κάτι το ασυνήθιστο επάνω του.

–ναι.

σηκώθηκα όρθια.

–πρόσεχε, Φαίδρα.

–τον θεωρείς επικίνδυνο;

–δεν… δεν τον θεωρώ & ακίνδυνο, πάντως. & είναι σαν να ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ.

–τι;

–τη μια στιγμή, τ’ορκίζομαι, κανένας δεν ήταν εκεί, & μετά ο Αθάνατος στεκόταν εκεί ψαρεύοντας… & ακόμα είναι εκεί.

βάδισα προς τον ιερέα, & άκουσα τη Βαρμάλνα να έρχεται πίσω μου αλλά διατηρώντας κάποια απόσταση· οι μπότες της έκαναν τα βότσαλα να τρίζουν.

–ποια φέρνει ξένους θεούς στην ακτή μου; ρώτησε ο Αθάνατος χωρίς να στραφεί να με κοιτάξει.

–δεν έχω εχθρικό σκοπό. είμαι μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων· αυτός απλά είναι ο θεός μου. θέλω να σου μιλήσω.

ο Αθάνατος βγήκε από τη θάλασσα σηκώνοντας το δίχτυ του έξω από το κύμα, & το νερό έμεινε μέσα στο δίχτυ!! δεν έφυγε όπως θα έπρεπε, έμεινε μέσα σαν τα πάμπολλα ανοίγματα του διχτυού να ήταν καλυμμένα από κάποια αόρατη ύλη. & εκεί μέσα, σ’αυτή τη σφαίρα που δημιουργούσε το δίχτυ, ψάρια κολυμπούσαν.

πρέπει να το κοίταζα με γουρλωμένα μάτια, γιατί ο Αθάνατος με ρώτησε: βλέπεις κάτι που σε παραξενεύει, μάγισσα;

–εσύ δεν βλέπεις, υποθέτω…

ο Αθάνατος γέλασε. –για τι θέλεις να μου μιλήσεις;

–για έναν άνθρωπο που ίσως να ήρθε να σε βρει. τον λένε Φέκταρελ.

–δεν ξέρω κανέναν Φέκταρελ.

τού περιέγραψα την όψη του Φέκταρελ: κατάμαυρο δέρμα, γαλανά μαλλιά που συνήθως τα δένει αλογοουρά. –τον έχεις δει, άρχισα να του λέω· –πριν από κάποιες μέρες ήρθε εδώ μαζί…

ο Αθάνατος με διέκοψε. –ναι, είχε έρθει τότε, & ήρθε & πάλι…

–πότε ήρθε;

–πριν από δυο νύχτες. ήταν… ανήσυχος αναστατωμένος χαμένος. (δεν θυμάμαι ποια λέξη ακριβώς χρησιμοποίησε ο ιερέας· πάντως ήταν μια λέξη που φανερώνει αποπροσανατολισμό, κάποιον που δεν ξέρει πού βρίσκεται ή έχει χάσει τον δρόμο του, & είναι πολύ φοβισμένος από αυτό)

–τι εννοείς; γιατί ήρθε να σε βρει; τι σου είπε;

–εσύ γιατί θέλεις να ξέρεις, μάγισσα;

–είμαι η γυναίκα του, είπα αν & δεν είμαστε παντρεμένοι με τον Φέκταρελ· αλλά είναι σαν να είμαι γυναίκα του τόσα χρόνια που είμαστε μαζί, & ποτέ δεν ήταν με άλλη γυναίκα ύστερα από εμένα, & το ξέρω πως με αγαπάει, ακόμα & τώρα που κάτι τόσο περίεργο τού συμβαίνει. –τον ψάχνω. φοβάμαι ότι κάτι κακό θα του συμβεί.

–ούτε & εσύ ξέρεις τι είναι, λοιπόν, όπως & οι άλλοι που είχαν έρθει εδώ. & λέγοντάς το αυτό, ο Αθάνατος κοίταξε πίσω μου προς στιγμή, τη Βαρμάλνα μάλλον· τη θυμόταν.

–τι είναι; πες μου! γιατί ήρθε να σε βρει;

–με ρωτούσε τι είδα σ’αυτόν. μου έλεγε ότι έχει ένα τέρας μέσα του. ο Αθάνατος γέλασε. –δεν ξέρει τι είναι!

–τι είναι; επέμεινα.

–δεν ξέρει τον πατέρα του, & όταν του το αποκάλυψα τρόμαξε, σάστισε πολύ!

–τον πατέρα του;…

–είναι παιδί των θεών ο άντρας σου, μάγισσα. παιδί ενός πολύ σκοτεινού θεού που ζει κάτω από τη γη. τον ονομάζουν Ταρνατάρ’σακ, & η μητέρα μου δεν θέλει να έχει επαφές μαζί του.

«Ταρνατάρ’σακ! είχα δίκιο λοιπόν!» σκέφτηκα αμέσως. αλλά μετά παραξενεύτηκα, φυσικά. «παιδί του;» σκέφτηκα «τι σαχλαμάρες λέει αυτός;»

–δεν είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ!

ο Αθάνατος γέλασε ξανά. –& εσύ τα ίδια! ούτε εκείνος ήθελε να με πιστέψει. όμως είναι όντως παιδί του.

–δεν είναι δυνατόν, του είπα. –έχει ανθρώπινους γονείς.

–είναι σαν εμένα! επέμεινε ο ιερέας. –αλλά παιδί ενός σκοτεινού θεού.

–ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ! του είπα ξανά, θυμωμένη. –πολεμήσαμε όμως έναν υπηρέτη του Ταρνατάρ’σακ πριν από μερικά χρόνια & ο Φέκταρελ τραυματίστηκε από αυτόν, από το σπαθί του, που ίσως να ήταν όπλο του Ταρνατάρ’σακ. μπορεί γι’αυτό να νομίζεις ότι είναι παιδί του.

ο Αθάνατος δεν μίλησε. ακόμα κρατούσε το δίχτυ με το νερό & τα ψάρια.

–πώς το κατάλαβες ότι είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ; τον ρώτησα. –εγώ προσπαθούσα να εντοπίσω με τη μαγεία μου τι του συμβαίνει & δεν μπορούσα. ούτε ο θεός μου δεν μπορούσε!

ο Αθάνατος γέλασε. –ο θεός σου!… είπε σαν να χλεύαζε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων, & η Πολεμική Καρδιά το κατάλαβε & την αισθάνθηκα να ανασαλεύει οργισμένα μες στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού μου παρότι καταλάβαινα ότι φοβόταν τον Αθάνατο (από τις σπάνιες φορές που ο θεός μου φοβάται κάποιον ή κάτι). –τι περίμενες να εντοπίσεις, μάγισσα;

–κάποιο πνεύμα… εσύ πώς κατάλαβες ό,τι κατάλαβες;

–από το σώμα του.

–από το… σώμα του;

–ναι· τον είδα & ήξερα ότι είναι παιδί των θεών, παιδί του Ταρνατάρ’σακ.

–μα το σώμα του είναι όπως ήταν πάντα! (αν μη τι άλλο, ξέρω καλά το σώμα του Φέκταρελ, από πάνω μέχρι κάτω! & είμαι βέβαιη πως δεν έχει αλλάξει, παρότι έχουμε καιρό να κοιμηθούμε μαζί)

–γιατί να μην είναι;

–δεν σε καταλαβαίνω! φώναξα. –σου λέω: αφού εκείνος ο υπηρέτης του Ταρνατάρ’σακ τον χτύπησε είναι που ο Φέκταρελ άλλαξε! κάτι τού συνέβη εξαιτίας αυτής της σπαθιάς!

–δεν ξέρω τίποτα γι’αυτό, μου είπε ο Αθάνατος. –ξέρω μόνο ό,τι βλέπω.

αναστέναξα, απογοητευμένη. –τι ΑΚΡΙΒΩΣ είδες στο σώμα του;

–είδα το σώμα του· τι άλλο να δω;

δεν μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του! –ήταν τα μάτια του; γυάλιζαν κάπως περίεργα, ίσως;

–τα μάτια του, τα πάντα· το σώμα του, μάγισσα!

& τώρα φαινόταν & ο Αθάνατος θυμωμένος μαζί μου, σαν να τον είχα φτάσει στα όρια της υπομονής του. δεν υπήρχε περίπτωση να κατάφερνε να μου εξηγήσει με τρόπο που μπορούσα να καταλάβω, συνειδητοποίησα· ήταν σαν εγώ να προσπαθώ να εξηγήσω σε κάποιον πώς βλέπω τον αντίστροφο κόσμο (ή γιατί τελευταία δεν δίνω & τόση σημασία στον αντίστροφο κόσμο, σαν να έχει χάσει το ενδιαφέρον του για εμένα). είναι αδύνατο.

τον ρώτησα: σου είπε πού θα πήγαινε μετά από εδώ;

–του είπα να πάει στον Αγαθό Βράχο, να πάρει πλοίο από εκεί για Κάρνατεβ.

–για Κάρνατεβ! γιατί;

–του είπα να πάει στον πατέρα του, αν ήθελε να μάθει περισσότερα, εγώ δεν μπορούσα να του δώσω άλλες απαντήσεις. & είναι γνωστό πως η επιρροή του Ταρνατάρ’σακ υφίσταται τώρα αρκετά δυνατή προς τα βόρεια· το έχω ακούσει.

–μα τους θεούς… είπα έχοντάς τα χαμένα. –θα κινδυνέψει! δεν είναι γιος του Ταρνατάρ’σακ, ιερέα!

ο Αθάνατος δεν μίλησε.

–πού είναι αυτός ο Αγαθός Βράχος; μπορώ να τον προλάβω προτού φύγει;

–ο Αγαθός Βράχος είναι ένα χωριό προς τα βόρεια & τα δυτικά, στο Βορειονήσι, μετά τη γέφυρα. αλλά το πλοίο έχει ήδη φύγει.

δεν τον ρώτησα πώς το ήξερε αυτό το τελευταίο. –& ο Φέκταρελ έφυγε μαζί με το πλοίο;

–δεν ξέρω. ίσως.

τον ευχαρίστησα για τη βοήθεια του (αν &, στην πραγματικότητα, μάλλον έχει περιπλέξει τα πράγματα! δεν έπρεπε ποτέ να είχε στείλει τον Φέκταρελ εκεί!) & έφυγα από την ακρογιαλιά μαζί με τη Βαρμάλνα. πήγαμε στο ελικόπτερο, ξυπνήσαμε τον Σάρνεμπ & πετάξαμε προς τη Νουσράκλη, γιατί δεν μπορούσα να πάω στην Κάρνατεβ χωρίς να ρωτήσω πρώτα τον Σκοτωμένο, ακόμα & για τον Φέκταρελ…

Κεφάλαιο Εικοστό-Δεύτερο
Δαιμονικές Αισθήσεις· Αλλαγή Κρυψώνας

Ήταν πρωί όταν το ιστιοφόρο άραξε στο μεγάλο λιμάνι της Κάρνατεβ· και προτού αρχίσει να ξεφορτώνει τα εμπορεύματα από τα αμπάρια του, μια μεγάλη ράμπα έπεσε από το κατάστρωμά του για να κατεβούν οι επιβάτες στην αποβάθρα. Ένας απ’αυτούς, όμως, δεν κουνιόταν από τη θέση του· καθισμένος επάνω στο δίκυκλό του, με το ένα πόδι στα σανίδια του καταστρώματος για να στηρίζεται, κοίταζε τον ουρανό. Ατένιζε τη φωτεινή πρασινογάλαζη στήλη που κατερχόταν από τα σύννεφα και κατέληγε κάπου μέσα στην πόλη, ανάμεσα από τα ψηλά οικοδομήματά της.

Η Καπετάνισσα πλησίασε τον άντρα, που ήταν μαυρόδερμος και γαλανομάλλης – αν και τώρα το τελευταίο δεν φαινόταν καθώς είχε σηκωμένη την κουκούλα της κάπας του στο κεφάλι. «Δεν έχεις ξαναδεί τον Κίονα του Φωτός; Δεν έχεις ξανάρθει στην Κάρνατεβ;» Ακόμα δεν τον είχε ρωτήσει τ’όνομά του· υπήρχε κάτι επάνω του που την απέτρεπε. Επιπλέον, τα λεφτά που της είχε δώσει ήταν παραπάνω από αρκετά για να την κάνουν να κοιτάζει τη δουλειά της.

Ο Φέκταρελ αποκρίθηκε: «Όχι, δεν έχω ξανάρθει.»

«Θα κατεβείς, λοιπόν, ή όχι;»

«Θα κατεβώ· δεν ήρθα στην πόλη για να την κοιτάξω και να φύγω.» Ενεργοποίησε τη μηχανή του δίκυκλού του, κάνοντάς το να μουγκρίσει, ενώ τα μάτια του ήταν ακόμα στον Κίονα του Φωτός. Είχε ακούσει μονάχα γι’αυτόν. Φήμες. Ήταν ο θεός της Κάρνατεβ, έλεγαν.

Οδήγησε το δίκυκλό του επάνω στη ράμπα, κατεβάζοντάς το στην αποβάθρα και στο λιμάνι της Κάρνατεβ, όπου η κίνηση ήταν πολλή, μια τέτοια ώρα. Ακολούθησε το κεντρικότερο ρεύμα της, βέβαιος ότι θα τον πήγαινε σε κάποιον μεγάλο δρόμο, και σύντομα πέρασε μια ψηλή πύλη και βρέθηκε σε μια λεωφόρο στα ενδότερα της πόλης. Χρειαζόταν έναν χάρτη, σίγουρα. Η αφύσικη αίσθηση εντός του δεν ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει πουθενά.

Ο ιερέας της βραχώδους ακτής, ο Αθάνατος, δεν είχε πει ψέματα τελικά. Πράγματι, εδώ ο Φέκταρελ κάτι αισθανόταν. Κάτι πολύ πιο έντονο μέσα του. Μια έλξη. Μια ακατονόμαστη επαφή. Δεν ήξερε πώς να αποκαλέσει αυτή την αίσθηση, γιατί δεν έμοιαζε με τίποτα που είχε νιώσει παλιότερα. Αυτό που υπήρχε μέσα του – ό,τι κι αν ήταν – διαισθανόταν μια παρουσία η οποία βρισκόταν κάτω από τις ρόδες του Φέκταρελ. Κάτω από το πλακόστρωτο του δρόμου. Κάτω από τη γη.

Ο Ταρνατάρ’σακ; Ή, μήπως, ήταν απλά επηρεασμένος από τα λόγια του Αθάνατου; Όχι, δεν μπορεί. Αυτό δεν ήταν σαν τίποτα που είχε αισθανθεί πουθενά αλλού. Ή μέσα του είχε επέλθει κάποια αλλαγή, ή εδώ το περιβάλλον ήταν – κάπως – διαφορετικό. Και ο Φέκταρελ νόμιζε πως το δεύτερο ίσχυε· σ’αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, το δεύτερο ίσχυε… Ο Ταρνατάρ’σακ; Είναι εδώ;

Ο Φέκταρελ ένιωσε το τέρας εντός του να τον συνθλίβει, παρακινημένο από μια ανεξήγητη αδημονία. Έβηξε, δυνατά, μη μπορώντας να αναπνεύσει. Σταμάτησε το δίκυκλό του στο πλάι της μεγάλης λεωφόρου.

Μια γυναίκα τον πλησίασε. «Είσαι καλά;» ρώτησε.

Ο Φέκταρελ πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να το καταπολεμήσει. Ξεροκατάπιε. «Ναι,» κατάφερε να πει. Καθώς τα μάτια του, που είχαν προς στιγμή θολώσει, ξεθόλωναν, την κοίταξε και είδε ένα πορφυρόδερμο πρόσωπο με μεγάλα γαλανά μάτια και πρασινόξανθα μαλλιά. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ναι, βέβαια…»

«Ξέρεις πού μπορώ να βρω έναν χάρτη της πόλης;»

Η γυναίκα γέλασε. «Στη Μεγάλη Αγορά της Κάρνατεβ είσαι,» του είπε. «Δε θα δυσκολευτείς και πολύ. Πήγαινε σε οποιοδήποτε περίπτερο. Αν δεν έχει το ένα, θα έχει το άλλο.» Ήταν ντυμένη μ’ένα αμάνικο πέτσινο, μαύρο φόρεμα και σανδάλια· επάνω στους βραχίονες και στους πήχεις της υπήρχαν μπρούντζινοι κρίκοι· από τη ζώνη της κρεμόταν ένα ξιφίδιο και μια θήκη που πρέπει να ήταν για κάποιου είδους συσκευή. Από τον ώμο της κρεμόταν μια δερμάτινη τσάντα, από την οποία προεξείχαν περιοδικά και εφημερίδες. Ο Φέκταρελ αναρωτήθηκε τι δουλειά να έκανε, όποια κι αν ήταν.

«Ευχαριστώ,» της είπε.

«Είσαι σίγουρα καλά;» Τον ατένιζε με βλέμμα κριτικό.

«Ναι, εντάξει· η σκόνη απλώς… Ρωτάς όλους όσους βλέπεις να βήχουν;»

Η γυναίκα μειδίασε και παραμέρισε μια τούφα μαλλιών από το μέτωπό της, πιάνοντάς την πίσω απ’το αφτί της· επάνω στο χέρι της γυάλισε ένα δαχτυλίδι. «Δημοσιογραφική περιέργεια,» είπε. «Συγνώμη αν ενόχλησα.»

«Δε μ’ενόχλησες,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Είσαι δημοσιογράφος;»

«Ναι. Δουλεύω για τα Νέα της Κάρνατεβ.»

«Εφημερίδα είν’ αυτό;»

«Ναι. Είσαι τελείως άσχετος, ε; Δεν έχεις ξανάρθει εδώ;»

«Όχι. Αλλά μην τύχει και δω αύριο τη φάτσα μου στα πρωτοσέλιδα, σε προειδοποιώ,» της είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Μόνο αν είσαι από τους μολυσμένους, ίσως–» Και σταμάτησε απότομα να μιλά, σαν να είχε την εντύπωση πως είχε πει περισσότερα απ’όσα έπρεπε.

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε. «Ποιους μολυσμένους;»

«…Έχουν παρατηρηθεί κάποια περιστατικά… Εε, κάποια επιδημία. Έχουν γίνει κάτι έρευνες. Όχι τίποτα το ανησυχητικό.»

«Δεν είμαι άρρωστος· μπορείς νάσαι σίγουρη γι’αυτό. Σ’ευχαριστώ και πάλι. Θες να σε πάω κάπου;» Η τύπισσα σίγουρα ήξερε την πόλη καλά, επομένως θα μπορούσε να του δώσει κατευθύνσεις. «Υπάρχει χώρος να καθίσεις πίσω μου.»

«Πού πηγαίνεις εσύ;»

«Όπου είναι ο κοντινότερος χάρτης.»

«Δεν έχεις, δηλαδή, καμια συγκεκριμένη δουλειά στην Κάρνατεβ;»

«Η δουλειά μου είναι προσωπικής φύσης.»

«Καταλαβαίνω,» είπε. Και προς στιγμή ήταν διστακτική, προτού πει: «Εντάξει, πάμε,» ανεβαίνοντας πίσω του επάνω στο δίκυκλο.

Ο Φέκταρελ οδήγησε κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου. «Πώς λέγεται αυτός ο δρόμος;»

«Η Μεγάλη Λεωφόρος.»

«Ποιος θα το περίμενε…»

Η δημοσιογράφος γέλασε. «Διασχίζει την Κεντρική Αγορά, από την Πύλη του Λιμανιού ώς την Πύλη των Ανέμων, στα βόρεια.»

«Μάλιστα.»

Ο Φέκταρελ πλησίασε ένα περίπτερο σε μια γωνία, εκεί όπου η Μεγάλη Λεωφόρος συναντιόταν μ’έναν άλλο, μικρότερο δρόμο. Σταμάτησε το δίκυκλο και κατέβηκε. Ρώτησε τον περιπτερά αν είχε χάρτη της πόλης. Εκείνος αποκρίθηκε πως φυσικά και είχε.

«Σε περγαμηνή ή σε χαρτί τον θέλεις;»

«Ποια η διαφορά τους;»

«Η περγαμηνή κοστίζει τρία τέταρτα· το χαρτί μισό ευγενές.»

«Κύματα έχω.»

«Πω, ρε φίλε, σε μπελά με βάζεις…»

Ο Φέκταρελ τού έδωσε ένα κέρμα του ενός κύματος. «Δεν είναι αρκετό για τον χάρτινο;»

«Εννοείται.»

«Τα ρέστα δικά σου.»

Ο περιπτεράς τον ευχαρίστησε και του έδωσε τον χάρτη.

Επιστρέφοντας στο δίκυκλό του και στη δημοσιογράφο, ο Φέκταρελ τη ρώτησε: «Πώς σε λένε;»

«Ελδάρμι. Εσένα;»

«Φέκταρελ. Ξέρεις κανένα καλό ξενοδοχείο εδώ γύρω;»

*

Η δημοσιογράφος τον οδήγησε στο Χρυσό Νήμα, ένα ξενοδοχείο στην Κεντρική Αγορά, προς τα ανατολικά, νότια ενός δρόμου που ονομαζόταν Οδός του Γέροντα, όπως του είπε, και ήταν μεγάλος και πολύ γνωστός.

«Τι κερδίζω, λοιπόν, εγώ απ’όλα αυτά;» τον ρώτησε, κατεβαίνοντας από το δίκυκλό του που ήταν τώρα σταματημένο μπροστά από το Χρυσό Νήμα και ο Φέκταρελ ακόμα καθισμένος στη σέλα.

«Δεν έχω τίποτα νέα να σου μεταβιβάσω. Εκτός αν σ’ενδιαφέρει ο καιρός στην ανοιχτή θάλασσα.»

«Είναι καλός;»

«Όπως τον βλέπεις από εδώ. Ταξιδεύεται.»

«Από νησί είσαι;»

«Από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

«Γεφυρονησιώτης· τόχα μαντέψει από την εμφάνισή σου!»

«Έχεις τρομερό μάτι,» είπε ο Φέκταρελ, που δεν καταγόταν ούτε κατά διάνοια από τούτα τα μέρη.

«Θα σου ήταν κόπος να με ξαναπάς στη Μεγάλη Λεωφόρο;» τον ρώτησε η Ελδάρμι μετά από μια στιγμή σκέψης. «Έχω δουλειά εκεί.»

«Ανέβα. Σου χρωστάω, ούτως ή άλλως· δε μπορώ να πω όχι.»

Η Ελδάρμι ανέβηκε πίσω του. «Θυμάσαι πώς να επιστρέψεις πάλι εδώ, έτσι;»

«Ναι.» Ο Φέκταρελ άρχισε να οδηγεί μέσα στους δρόμους της Κεντρικής Αγοράς της Κάρνατεβ. Από κάτω του, κάτω από τη γη, εξακολουθούσε να αισθάνεται εκείνη την έλξη, και μέσα του την τρομερή αδημονία. Αλλά τώρα δεν ήταν πια μόνο αυτό που αισθανόταν· ένιωθε, επίσης, και μικρότερες έλξεις προς… διάφορες κατευθύνσεις… Δεν μπορούσε να το καθορίσει. Ούτε μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Πάλι ο Ταρνατάρ’σακ; Πάνω από τη γη; Δε μπορεί…

Μέχρι στιγμής, από τότε που είχε κατεβεί από το ιστιοφόρο, είχε δει τρεις φορές το τέρας να τον κρυφοκοιτάζει από σκιές και αντανακλάσεις. Το αισθανόταν να έχει… εξαπλωθεί. Σαν να ήταν μια δύναμη που βρισκόταν στο κέντρο της ύπαρξής του και φούσκωνε προς τις άκριες. Καθώς η Ελδάρμι τώρα καθόταν πίσω του, ο Φέκταρελ μπορούσε να τη μυρίσει. Η οσμή της ερχόταν τόσο έντονα στα ρουθούνια του που καταλάβαινε ότι ήταν αφύσικο, και ενοχλητικό. Ήταν λες και προκαλούσε αρχέγονα ένστικτα να ξυπνήσουν εντός του· βίαια ένστικτα. Το τέρας. Ο εαυτός του που δεν ήταν ο εαυτός του.

Ο Ταρνατάρ’σακ είναι πατέρας σου, του είχε πει ο Αθάνατος. Αλλά όχι! δεν ήταν δυνατόν! Ο Φέκταρελ θυμόταν τον λήσταρχο Βέρκαμωντ, θυμόταν να ξιφομαχεί μαζί του. Δεν είμαι έτσι! Και ούτε ο Βέρκαμωντ δεν ήταν γιος του Ταρνατάρ’σακ· απλά έλεγαν ότι είχε έρθει σε επαφή με τον θεό του σκοταδιού. Εγώ όμως…

Τραυματίστηκα από το σπαθί του…

Αλλά δεν είχε αισθανθεί τίποτα περισσότερο από άλλες φορές που είχε τύχει να τραυματιστεί. Ένα συνηθισμένο τραύμα ήταν. Ούτε καν τόσο σοβαρό. Και με τα βοτάνια που είχε βάλει δεν είχε μολυνθεί.

Δεν καταλαβαίνω…

Άφησε τη δημοσιογράφο στη Μεγάλη Λεωφόρο και τη χαιρέτησε.

«Μπορεί να ξανασυναντηθούμε, Φέκταρελ,» του είπε εκείνη. «Η Κάρνατεβ δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται.»

Ο Φέκταρελ ένευσε, και, στρίβοντας το δίκυκλό του, έφυγε από κοντά της, κατευθυνόμενος προς το Χρυσό Νήμα. Άφησε το όχημα στο υπόγειο γκαράζ του ξενοδοχείου και έκλεισε ένα μονόκλινο δωμάτιο στον τρίτο όροφο. Ανέβηκε εκεί, άνοιξε το παντζούρι του παραθύρου, και κοίταξε κάτω, την κίνηση στους δρόμους της Κεντρικής Αγοράς τους οποίους μπορούσε να διακρίνει.

Τι συμβαίνει σ’αυτή την πόλη που δεν συνέβαινε αλλού; Τι με έλκει; Αν ο Αθάνατος είχε δίκιο και ήταν, όντως, ο Ταρνατάρ’σακ, τότε ο Φέκταρελ θα έπρεπε να κατεβεί, να πάει κάτω από τη γη… Αλλά πώς; Και από πού; Σίγουρα, δεν θα έβρισκε τον θεό του σκοταδιού στους υπονόμους της Κάρνατεβ…

Οι ρους’κρούουμ, οι ποντικάνθρωποι… Αν είχαν παρουσιαστεί εδώ όπως και τότε στη Μέρελκεβ, όπου οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν προστατέψει εκείνο το φρούριο από τους ποντικανθρώπους… Ο Φέκταρελ θυμόταν πολύ καθαρά αυτή τη μάχη: τότε ήταν που είχε πρωτοκαταλάβει ότι κάτι υπήρχε μέσα του – κάτι που δεν ήταν ο εαυτός του. Θεοί… ο ιερέας έχει δίκιο. Οι ρους’κρούουμ λάτρευαν τον Ταρνατάρ’σακ, όλοι το έλεγαν· άρα, η επαφή του Φέκταρελ μ’αυτούς τον είχε επηρεάσει… ή είχε κάνει κάτι να ξυπνήσει εντός του.

Μήπως, τελικά, ήταν ανέκαθεν γιος του Ταρνατάρ’σακ;

Πώς είναι δυνατόν! Ο πατέρας του ήταν άνθρωπος – ένας συνηθισμένος άνθρωπος! – και η μητέρα του επίσης. Ούτε καν ιερωμένοι δεν ήταν, ούτε μάγοι, ούτε τίποτα άλλο περίεργο. Δε μπορεί να είμαι παιδί του!

Εκείνη η ακατονόμαστη έλξη συνέχιζε να έρχεται από τα έγκατα της γης, αλλά πιο έντονα πάλι, και ο Φέκταρελ άρχισε να βήχει.

*

Όταν ο Σκοτωμένος ξύπνησε ήταν ξημερώματα. Ντύθηκε και, φεύγοντας από το δωμάτιό του, πήγε στο δωμάτιο της μάγισσας. Χτύπησε την πόρτα αλλά κανείς δεν του απάντησε. Όπως το φοβόμουν, σκέφτηκε· δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Ενεργοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, κάλεσε τον Πιλότο στον Οδηγό, που ήταν αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Νουσράκλης.

Μετά από μερικές στιγμές, η φωνή του ήρθε απ’το μεγάφωνο, βραχνή: «Ναι;»

«Εγώ είμαι, Πιλότε, ο Ζαώρδιλ.»

«Τι συμβαίνει, αρχηγέ;»

«Το ελικόπτερο επέστρεψε;»

«Περίμενε να δω.» Και ύστερα από λίγο, ακούστηκε ξανά η φωνή του: «Όχι, δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Θα έπρεπε;»

«Εντάξει· δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας,» του είπε ο Ζαώρδιλ, αν και ανησυχούσε. Λιγάκι. Γιατί καθυστερούσε η μάγισσα; Δεν ήταν εκεί ο Αθάνατος;

Τερματίζοντας την τηλεπικοινωνία, κρέμασε τον πομπό στη ζώνη του και πήγε στο δωμάτιο της Έρικας. Χτύπησε την πόρτα με τα καλλιτεχνικά λαξεύματα (όλες οι πόρτες του παλατιού είχαν πολύ όμορφα λαξεύματα) αλλά πάλι κανείς δεν απάντησε. Μη μου πεις ότι κι αυτή είναι εξαφανισμένη… Χτύπησε ξανά, δυνατότερα.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή της Έρικας από μέσα.

«Εγώ.»

«Ποιος είναι ο Εγώ;»

«Μη μου κάνεις την έξυπνη,» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ.

«Μπες· ανοιχτά είναι.»

Ο Ζαώρδιλ έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Τα παντζούρια ήταν μισόκλειστα και ο χώρος ημιφωτισμένος από τον πρωινό ήλιο.

Η Έρικα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ντυμένη με τα εσώρουχά της· γύρω από τη μέση και τα πόδια της τυλιγόταν σαν φίδι ένα σεντόνι, και δεν είχε ριγμένο επάνω της κανένα άλλο σκέπασμα. Έκανε ζέστη ακόμα και τις νύχτες, ακόμα κι εδώ, στα νησιά, ειδικά όταν βρισκόσουν μέσα σε οίκημα.

«Δεν κλειδώνεις την πόρτα σου, Έρικα; Έχεις αρχίσει να χαλαρώνεις;» είπε ο Ζαώρδιλ βηματίζοντας μες στο δωμάτιο.

«Στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον είμαστε,» αποκρίθηκε εκείνη, στηρίζοντας το κεφάλι στο χέρι της καθώς ανασηκωνόταν. «Θα έρθουν να μ’απαγάγουν, ή να με ληστέψουν;»

«Θα έρθω εγώ να σε απαγάγω.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

«Πρέπει να μιλήσουμε,» της είπε ο Ζαώρδιλ αλλάζοντας απότομα θέμα.

«Κι εγώ που νόμιζα ότι σου έλειψα…»

«Σχετικά με τον Αβέρναλ.» Πλησίασε το παράθυρο και άνοιξε τα παντζούρια διάπλατα.

«Σιγά!» αναφώνησε η Έρικα, ενοχλημένη από το ξαφνικό φως, μισοκλείνοντας τα μάτια.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε να την αντικρίσει. «Ο Νικηφόρος ξέρεις τι προτείνει;»

«Στον ύπνο σου τα έβλεπες όλ’ αυτά;»

«Να τον πάμε στη Βελτέρντιθ. Στη Μονάρχη Σιριλκάνα.»

«Δεν είναι και τόσο άσχημη ιδέα,» είπε η Έρικα τρίβοντας τα μάτια της καθώς έπαιρνε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι. «Αν συμφωνεί κι ο ίδιος, βέβαια.» Χασμουρήθηκε.

«Τόσες ώρες κοιμόσουν και πάλι νυστάζεις;»

«Εσύ κοιμήθηκες καθόλου, ή όλη νύχτα ήσουν τσιτωμένος όπως τώρα;»

«Κοιμήθηκα, και περίμενα ότι ώς το πρωί η μάγισσα θα είχε επιστρέψει…»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Η μάγισσα; Τι…;»

Ο Ζαώρδιλ τής μίλησε για την ιδέα της Φαίδρας’λι, και η Έρικα είπε: «Είστε κι οι δύο τρελοί,» ενώ είχε σηκωθεί απ’το κρεβάτι και ντυνόταν.

*

Όταν πήγαν στο λιμάνι της Νουσράκλης, προκειμένου να πάρουν το πλοιάριο για να επισκεφτούν τον Αβέρναλ και τους άλλους στις σπηλιές του Ριγκάλμεκ, άκουσαν τον θόρυβο ελικοπτέρου πάνω από την πόλη. Ο Ζαώρδιλ ύψωσε το βλέμμα του και ατένισε το ελικόπτερό τους να έρχεται από τα βόρεια.

«Η Φαίδρα;» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, που είχε έρθει μαζί με τον Σκοτωμένο, την Έρικα, και τους υπόλοιπους Ζωντανούς-Νεκρούς που θα έπλεαν προς Ριγκάλμεκ.

«Προφανώς,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, και ανέβηκε βιαστικά στο κατάστρωμα του Οδηγού ενώ οι άλλοι έρχονταν στο κατόπι του.

Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο ελικοδρόμιο στην πρύμνη του μεγάλου πλοίου, και πρώτη πήδησε έξω η Φαίδρα’λι, ακολουθούμενη από την πορφυρόδερμη ανιχνεύτρια με την περίπλοκη δερματοστιξία στο κεφάλι και τον Σάρνεμπ.

«Τι έγινε, μάγισσα;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ ζυγώνοντάς την. «Τον βρήκες; Γιατί άργησες τόσο;»

«Δεν ήταν εκεί, στην αρχή,» αποκρίθηκε η Φαίδρα· «έλειπε. Τα ξημερώματα εμφανίστηκε. Και του μίλησα…» Δίστασε να συνεχίσει. «Αρχηγέ, χρειάζομαι την άδειά σου για να πάω στην Κάρνατεβ.»

«Στην Κάρνατεβ; Τι…;»

«Ο Φέκταρελ είναι εκεί. Εκεί, τουλάχιστον, τον έστειλε ο Αθάνατος.»

«Γιατί;»

Η Φαίδρα αναστέναξε. «Ο Φέκταρελ πήγε και τον επισκέφτηκε, όπως είχες υποθέσει. Τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Του είπε ότι νομίζει πως έχει ένα… τέρας μέσα του–»

«Τέρας; Τι τέρας;»

«Δεν ξέρω. Και ούτε κι ο Αθάνατος συμφωνεί, ουσιαστικά. Αποκρίθηκε στον Φέκταρελ ότι είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ, ότι αυτό είναι που του συμβαίνει.»

«Πώς είναι δυνατόν να είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ, μάγισσα; Είναι άνθρωπος, όπως πολύ καλά ξέρουμε και εσύ και εγώ, όχι δαίμονας!»

Η Φαίδρα ένευσε. «Ακριβώς. Είναι πολύ περίεργο. Ίσως να έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Βέρκαμωντ τον τραυμάτισε μ’εκείνο το σπαθί. Βασικά, σίγουρα έχει να κάνει μ’αυτό· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση–»

«Το είπες στον Αθάνατο;»

«Του το είπα, αλλά δεν το δέχτηκε. Μου αποκρίθηκε ότι εκείνος ό,τι βλέπει λέει. Κι όταν τον ρώτησα πώς καταλαβαίνει ότι ο Φέκταρελ είναι γιος του Ταρνατάρ’σακ, μου είπε ότι το ξεχωρίζει από το σώμα του.»

«Από το σώμα του…»

Η Φαίδρα ανασήκωσε τους ώμους καθώς παραμέριζε μια τούφα πράσινα μαλλιά απ’το λευκόδερμο πρόσωπό της. «Πρέπει να πρόκειται για κάτι όπως αυτά που βλέπω εγώ, αρχηγέ.»

«Κατάλαβα… Αλλά τι σχέση έχει η Κάρνατεβ μ’όλα τούτα;»

«Ο Αθάνατος είπε στον Φέκταρελ να πάει στον Αγαθό Βράχο – ένα χωριό στο Βορειονήσι – για να πάρει από εκεί ένα πλοίο το οποίο κατευθύνεται προς Κάρνατεβ.»

«Μπορεί, τότε, να μην έχει φύγει ακόμα.»

«Έχει φύγει· μου το είπε. Πριν από δυο μέρες. Ο Φέκταρελ μάλλον είναι στην Κάρνατεβ τώρα.»

«Γιατί όμως να θέλει να πάει στην Κάρνατεβ;»

«Επειδή ο Αθάνατος τού είπε πως εκεί έχει ακούσει ότι ο Ταρνατάρ’σακ έχει εξαπλωμένη την επιρροή του–»

«Ο Ταρνατάρ’σακ είναι υπόγειος θεός, Φαίδρα! Θεός των ποντικανθρώπων–»

«Ναι, είναι όντως περίεργο. Ο Φέκταρελ, όμως, μάλλον εκεί έχει πάει, προκειμένου να μάθει, από τον Ταρνατάρ’σακ, τι του συμβαίνει· και… νομίζω ότι θα βρεθεί σε αχρείαστο κίνδυνο, αρχηγέ. Γιατί αποκλείεται να είναι παιδί αυτού του θεού. Πρέπει να πάω να τον βρω! Θα μου δώσεις πάλι το ελικόπτερο;»

Ο Ζαώρδιλ το σκέφτηκε για λίγο, αμίλητα· μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δε μπορώ, Φαίδρα. Σε χρειάζομαι εδώ.»

«Αρχηγέ–!»

«Άκουσέ με. Πρέπει, τουλάχιστον, να μεταφέρουμε πρώτα τον Αβέρναλ σε ασφαλές μέρος, και να βεβαιωθούμε ότι ο Εύβουλος και οι δικοί του είναι νεκροί. Μετά, μπορούμε να ταξιδέψουμε στην Κάρνατεβ για να αναζητήσουμε τον Φέκταρελ. Εντάξει;»

Η Φαίδρα έσφιξε τις γροθιές της, νιώθοντας απεγνωσμένη. Και θυμωμένη με τον Ζαώρδιλ. Ήταν σα να της έκλεινε κατάμουτρα μια πόρτα πολύ σημαντική για εκείνη. Ο Φέκταρελ ίσως να έχανε τη ζωή του εξαιτίας της καθυστέρησης που πρότεινε ο Σκοτωμένος! Από την άλλη, όμως, η Φαίδρα ήξερε ότι ο Ζαώρδιλ είχε δίκιο: είχαν αναλάβει κάποιες δουλειές εδώ, στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, τις οποίες δεν μπορούσαν να αφήσουν στη μέση· και εκείνη ήταν πάντοτε απαραίτητη στους Ζωντανούς-Νεκρούς.

Ο Ζαώρδιλ, βλέποντας στην όψη της ότι δυσανασχετούσε, είπε: «Επιπλέον, σκέψου, μάγισσα: ακόμα κι αν πας τώρα στην Κάρνατεβ, πώς θα τον βρεις μέσα σε μια τέτοια μεγάλη πόλη; Πάντα έλεγες ότι δεν ξέρεις αυτό το Ξόρκι Ευρέσεως, ή όπως αλλιώς το λένε–»

«Μπορώ να ζητήσω από κάποιον άλλο μάγο να κάνει Ξόρκι Ανιχνεύσεως για εμένα. Στην Κάρνατεβ υπάρχει Μαγική Σχολή με όλα τα μαγικά τάγματα.»

«Σε χρειαζόμαστε εδώ, όμως!» της είπε ο Ζαώρδιλ, έντονα, πιάνοντας το μπράτσο της. «Το ξέρεις αυτό. Θα πάμε να αναζητήσουμε τον Φέκταρελ μετά. Τώρα έχουμε άλλη δουλειά μπροστά μας. Τι θα γίνει αν συναντήσουμε κάποιον δαίμονα και–;»

«Εντάξει,» τον διέκοψε η Φαίδρα, αν και δυσαρεστημένα, αποφεύγοντας το βλέμμα του, «εντάξει. Δε θα φύγω. Όχι από τώρα. Αλλά μετά πρέπει να πάμε να τον βρούμε, αρχηγέ.» Και τον ατένισε πάλι καταπρόσωπο.

«Δε σκόπευα ποτέ να τον εγκαταλείψω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

*

Πήραν και τη μάγισσα μέσα στο πλοιάριο, καθώς και την ανιχνεύτρια με τη δερματοστιξία στο κεφάλι, και κατευθύνθηκαν προς το Δεντρονήσι, το οποίο δεν βρισκόταν μακριά από τη Νουσράκλη. Πλέοντας βόρεια και δυτικά, σύντομα ατένισαν το Σπαθί του Ωκεανού σε κάποια απόσταση από το μικρό νησί.

«Δε χρειάζεται να πάμε πλάι στο πλοίο,» είπε η Έρικα. «Θα μιλήσω μαζί του από εδώ.» Και πήρε τον τηλεπικοινωνιακό της πομπό στο χέρι, ενεργοποιώντας τον έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά της, και καλώντας τον Όρκιβελ τον Μουντζουρωμένο.

«Καλημέρα, Έρικα,» είπε εκείνος, από το μεγάφωνο της συσκευής. «Βαριέστε να μας πλησιάσετε;»

«Μας βλέπεις;»

«Από το κατάστρωμά μου. Νόμιζες ότι θα ερχόσασταν τόσο κοντά χωρίς να σας πάρουμε είδηση;»

«Προσπάθησε ο Εύβουλος να φύγει από το νησί;» ρώτησε η Έρικα, ενώ ο Ζαώρδιλ έβλεπε πως το Σπαθί του Ωκεανού δεν ήταν ακίνητο· διέγραφε ημικύκλιο προς τα βόρεια του Δεντρονησιού, περιπολώντας. Κι αυτό είχε ήδη δώσει την απάντηση στον Σκοτωμένο, προτού ο Όρκιβελ μιλήσει λέγοντας:

«Κανένας δεν έχει προσπαθήσει να φύγει. Δε μπορεί ν’αργήσουν, όμως. Ή θα προσπαθήσουν ή θα τους φάνε οι γρυλαίοι. Μέχρι το βράδυ είμαι σίγουρος πως θα τους δω.»

«Μήπως κι εκείνοι σε έχουν δει επίσης;» είπε η Έρικα.

«Το έχω σκεφτεί ότι μπορεί να συμβαίνει. Αποκλείεται να μας ξέρουν, βέβαια, αλλά θάναι επιφυλακτικοί. Γι’αυτό κιόλας περιμένω να κάνουν να φύγουν μες στη νύχτα. Αλλά μην ανησυχείς· όποτε κι αν αποφασίσουν να κινηθούν, θα τους βυθίσουμε και η θεά της μάγισσας θα τους πνίξει όλους.» Προφανώς αναφερόταν στη Μιρκάλη’λι.

«Καλώς,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Θα τα ξαναπούμε.»

«Γιατί δεν έρχεστε στο πλοίο; Δε δαγκώνουμε.»

«Έχουμε άλλη δουλειά, Όρκιβελ.»

«Όλο δουλειές είσαι, Ξανθιά. Πολυάσχολη.»

Η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε και η Έρικα πέρασε τον πομπό στη ζώνη της.

«‘Ξανθιά’;» είπε ο Ζαώρδιλ, υψώνοντας το κομμένο δεξί φρύδι του ερωτηματικά.

«Μη ρωτάς…» αποκρίθηκε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά.

Ο Σκοτωμένος φώναξε στην πιλότο, στο πηδάλιο του πλοιαρίου: «Μας πηγαίνεις στις σπηλιές τώρα, Πεταλούδα!» Και το σκάφος τους στράφηκε προς τα δυτικά, αυξάνοντας ταχύτητα. Οι μηχανές του βούιζαν δυνατά και αφρός σηκωνόταν πίσω του.

*

Πλησίαζε μεσημέρι όταν έφτασαν, τελικά, στις νότιες ακτές του Ριγκάλμεκ· και, βλέποντας τις σπηλιές αντίκρυ τους, η Φαίδρα μπορούσε να «διαβάσει» τον αντίστροφο κόσμο ανάμεσα στους βράχους, ανάμεσα στους βράχους και στις σκιές τους, ανάμεσα στις σκιές, ανάμεσα στην ξηρά και στη θάλασσα, ανάμεσα στα κύματα και στο φως, ανάμεσα στους αφρούς επάνω στο νερό. Ερημιά… Παρατήρηση… Ερημιά… Κίνδυνος/Προσοχή… Αυτό το τελευταίο νόμιζε ότι είχε να κάνει με τους υφάλους και τους βράχους όπου τα πλεούμενα μπορούσαν να χτυπήσουν· δεν επρόκειτο για κάποιον άλλο κίνδυνο, δαιμονικό ή ανθρώπινο. Όμως, για καλό και για κακό, υποτονθόρυσε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Και, καθώς ζύγωναν τις σπηλιές, διαισθάνθηκε μια αρκετά ισχυρή παρουσία. Όχι τόσο ισχυρή όσο η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων, νόμιζε, όμως ούτε και ασήμαντη. Ευτυχώς δεν βρισκόταν προς τη μεριά όπου είχαν αφήσει τον Αβέρναλ και τους άλλους, αλλά λίγο πιο βόρεια.

Η Φαίδρα ζήτησε από τον Ζαώρδιλ τα κιάλια του.

«Τι συμβαίνει, μάγισσα;»

«Μάλλον ο θεός της περιοχής. Θα μου τα δώσεις, να δω κάτι;»

Ο Σκοτωμένος τής τα έδωσε, και εκείνη ύφανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους και τα έφερε στα μάτια της, κρατώντας τα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο στηριζόταν στην κουπαστή του πλοιαρίου. Κοίταξε προς τη μεριά όπου είχε εντοπίσει τον θεό, και ανάμεσα στους τραχείς βράχους διέκρινε μια μορφή. Τη μορφή ενός γιγάντιου καβουριού· και είχε την αίσθηση πως το γιγάντιο καβούρι αντιλαμβανόταν τον ερχομό τους.

Κατέβασε τα κιάλια και τα επέστρεψε στον Ζαώρδιλ. «Να είμαστε έτοιμοι;» τη ρώτησε εκείνος.

«Είναι μακριά μας, και δε νομίζω να πλησιάσει για να επιτεθεί. Αλλά, ούτως ή άλλως, πάντα έτοιμοι δεν είμαστε, αρχηγέ;»

Το πλοιάριό τους προσέγγισε το σημείο που είχε προσεγγίσει και χτες βράδυ, και η Πεταλούδα το σταμάτησε εκεί όπου μπορούσαν να κατεβούν.

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε τις πέτρες που τις χτυπούσε το κύμα. «Επικίνδυνο φαίνεται το πέρασμα.»

«Δεν υπάρχει κανένα πιο ασφαλές εδώ γύρω,» του είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, και βγήκε πρώτος, βαδίζοντας προσεχτικά επάνω στους γλιστερούς βράχους. Ο Ζαώρδιλ τον ακολούθησε, και μετά η Φαίδρα’λι, η Έρικα, και ο Χαρσάντιλ. Οι άλλοι έμειναν στο πλοιάριο· θα έρχονταν μόνο αν υπήρχε λόγος.

Μπαίνοντας στις σπηλιές, ο Ζαώρδιλ τράβηξε το πιστόλι του και αφουγκράστηκε για κανέναν ύποπτο θόρυβο – όπως κάτι να πλησιάζει. Μονάχα το κύμα, όμως, μπορούσε ν’ακούσει.

«Προς τα πού;» ρώτησε τον Νικηφόρο.

Εκείνος άναψε έναν φακό γιατί, παρότι πρωί, εδώ μέσα υπήρχαν πυκνές σκιές· το φως που περνούσε ανάμεσα από τα βράχια και τις σχισμάδες δεν ήταν αρκετό. «Από δω,» είπε ο Κολπατζής, και προπορεύτηκε.

Έστριψαν μέσα στα φυσικά περάσματα, και έστριψαν ξανά, και ξανά–

Ο Νικηφόρος στάθηκε ακίνητος.

«Τι;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Μια στιγμή…» Συνοφρυωμένος, ο Νικηφόρος κοίταξε τριγύρω.

«Χάθηκες;»

Μια σκιά ξεπρόβαλε από ένα άνοιγμα, και ο Ζαώρδιλ στράφηκε αμέσως, υψώνοντας το πιστόλι του.

«Εγώ είμαι, Σκοτωμένε,» είπε η Ραβάσλι, και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν.

Ο Ζαώρδιλ δεν δίστασε. «Αλλάξατε θέση;» τη ρώτησε, καθώς οι άλλοι έρχονταν πίσω του.

«Όχι.»

«Τότε τι έψαχνε ο Νικηφόρος;»

«Είχα μπερδευτεί προς στιγμή,» είπε ο ίδιος ο Νικηφόρος.

Μπήκαν σε μια σπηλιά όπου τους περίμεναν ο Αβέρναλ, ο Σάμελκον’λι, και ο Ραμπνάιλ.

«Παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Τίποτα,» είπε η Ραβάσλι. «Βαρεθήκαμε.»

«Και κρυώναμε,» πρόσθεσε ο Ραμπνάιλ. «Εδώ μέσα δεν είναι καλοκαίρι, Σκοτωμένε, πίστεψέ με.»

Νιώθοντας την υγρασία ολόγυρά τους ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Δε με εκπλήσσει.» Στράφηκε στον Αβέρναλ. «Πού θα σε πάμε τώρα, δημοσιογράφε;»

«Νόμιζα ότι εσείς θα το αποφασίζατε αυτό… Η Έρικα, βασικά.» Την κοίταξε.

Εκείνη αποκρίθηκε σκεπτικά: «Υπάρχουν διάφορα μέρη…» Ατένισε τον Κολπατζή. «Ο Νικηφόρος πρότεινε τη Βελτέρντιθ…»

«Σ’το είπε ο Σκοτωμένος;» ρώτησε ο Νικηφόρος.

Η Έρικα ένευσε.

«Το θεωρείς κι εσύ καλή ιδέα;»

«Η Βελτέρντιθ είναι, σίγουρα, μακριά από την Κάρνατεβ. Στην άλλη άκρη του Ωκεανού.» Και τώρα έστρεψε το βλέμμα της στον Αβέρναλ. «Θα σ’ενδιέφερε;»

«Δεν ξέρω κανέναν εκεί, εκτός από έναν δημοσιογράφο που κι αυτός αρθρογραφεί για την Ωκεανού Επίκαιρα. Αλλά μόνο μια φορά τον έχω δει από κοντά· δε θα τον εμπιστευόμουν.»

«Πιστεύεις ότι ίσως να σε πουλούσε στον Αρχισυγκλητικό;»

«Δε θα το απέκλεια.»

Ο Νικηφόρος είπε: «Γνωρίζουμε εμείς κάποια άτομα στη Βελτέρντιθ, και μάλιστα, υψηλά ιστάμενα.»

Ο Αβέρναλ τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Αναφέρεται στη Μονάρχη,» εξήγησε ο Ζαώρδιλ. «Έχουμε δουλέψει γι’αυτήν, μην ξεχνάς. Αντιμετωπίσαμε την Κατοπτρική Ορδή μαζί με τους μαχητές της Βελτέρντιθ.»

Ο Αβέρναλ κούνησε το κεφάλι. «Δε θα εμπιστευόμουν με τίποτα την Τύραννο της Βελτέρντιθ, Ζαώρδιλ.»

«‘Τύραννο’ την αποκαλείς κι εσύ, ε;»

«Όχι μόνο εγώ–»

«Γνωρίζω,» τον διαβεβαίωσε ο Σκοτωμένος. «Πολλοί είναι εναντίον της στη Βελτέρντιθ. Είμαι βέβαιος, μάλιστα, πως σύντομα θα ξεσπάσει εμφύλιος εκεί πέρα.»

Ο Αβέρναλ ένευσε: μια σύντομη κίνηση του κεφαλιού που έλεγε Είμαι ενήμερος και ακριβώς αυτό πιστεύω κι εγώ. «Δε θέλω να πάω στη Βελτέρντιθ.» Και κοίταξε ξανά την Έρικα. «Δεν έχεις κανένα άλλο μέρος να προτείνεις;»

Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Το οξύμωρο είναι πως ετούτες οι περιοχές είναι πιο πολύ δικές σου, Αβέρναλ, παρά δικές μου. Εγώ τελευταία ήρθα στον Ωκεανό και τις ακτές του.»

«Έχεις, όμως, κάποια εμπειρία από τέτοιες δουλειές…»

Η Έρικα αναστέναξε σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός της και κοιτάζοντας το δάπεδο σκεπτικά. Ο Νικηφόρος είχε πλέον σβήσει τον φακό του και το μέρος ήταν πλημμυρισμένο στις σκιές· ελάχιστο φως γλιστρούσε από τα ανοίγματα των βράχων· αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι η Έρικα είχε βάλει το πολυμήχανο μυαλό της σε λειτουργία, ακόμα κι αν δεν έβλεπαν καθαρά το πρόσωπό της· έτσι, κανένας δεν μιλούσε καθώς την περίμεναν να δώσει απάντηση στον δημοσιογράφο.

«Η Μέρελκεβ πώς θα σου φαινόταν;» ρώτησε, τελικά, τον Αβέρναλ.

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» αναφώνησε εκείνος. «Είναι δίπλα στην Κάρνατεβ!»

Αυτό το «δίπλα», βέβαια, ήταν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα προς τα δυτικά. Όμως, προφανώς, ο Αβέρναλ αυτή δεν τη θεωρούσε αρκετά μεγάλη απόσταση για να είναι πέρα από την επιρροή του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ.

«Γνωρίζω κάποιους ανθρώπους εκεί,» εξήγησε η Έρικα. «Ευπατρίδες. Θα σε κρύψουν, αν τους το ζητήσω. Τους έχουμε εξυπηρετήσει παλιότερα – και εγώ και οι Ζωντανοί-Νεκροί.»

«Τους εμπιστεύεσαι;»

«Εκτός των όσων σού είπα, δεν νομίζω επιπλέον πως μπορεί να έχουν τίποτα να κερδίσουν από τον Αρχισυγκλητικό. Ακόμα κι αν καταφέρει, κάπως, να μάθει ότι είσαι εκεί, τι θα κάνει; Θα τους χρηματίσει; Δεν έχουν ανάγκη από χρήματα. Και η Μέρελκεβ, γενικά, δεν βλέπει με καλό μάτι τον Βέργκεδελ και τα αεροχήματά του. Η επεκτατική πολιτική της Κάρνατεβ έχει κάνει τους ευπατρίδες να την υποπτεύονται. Έχω ακούσει φήμες, μάλιστα, ότι ορισμένοι πιστεύουν πως ο Αρχισυγκλητικός σύντομα θα επιτεθεί στη Μέρελκεβ για να την κατακτήσει.»

«Δε νομίζω ότι αυτό αληθεύει,» είπε ο Αβέρναλ.

«Ούτε εγώ,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά δεν είναι ανάγκη να το αναφέρεις στους ευπατρίδες όταν τους δεις. Θέλεις, λοιπόν, να σε πάμε εκεί;»

«Το προτείνεις, δηλαδή… Τους εμπιστεύεσαι…»

«Νομίζω πως, επί του παρόντος, είναι η καλύτερη περίπτωση, Αβέρναλ.»

Ο δημοσιογράφος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Άναψε ένα τσιγάρο και η καύτρα του φαινόταν έντονα μες στη σκοτεινιά της υγρής σπηλιάς. Τελικά, είπε: «Εντάξει, Έρικα. Στη Μέρελκεβ.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Τρίτο
Νυχτερινά Τεχνάσματα

«Πάμε μέσα να πηδηχτούμε,» είπε η Ζιρμάνκι, χαμηλόφωνα, δαγκώνοντας το αφτί του, καθώς είχε έρθει να σταθεί πλάι του στην πλώρη του Σπαθιού του Ωκεανού.

Ο Όρκιβελ αισθάνθηκε, εκτός από τα δόντια της, και τον μεταλλικό κρίκο στο κάτω της χείλος να τσιμπά το αφτί του. «Είπαμε, όχι, έχουμε δουλειά. Και τώρα θα βγουν οι καριόληδες όπου νάναι, είμαι σίγουρος· αλλιώς θα τους φάνε πια οι γρυλαίοι για βραδινό!»

Είχε νυχτώσει, και το Σπαθί του Ωκεανού εξακολουθούσε να διαγράφει ημικύκλια γύρω από το Δεντρονήσι, με τα πανιά του ανοιχτά και τις μηχανές ανενεργές, για να μη σπαταλάνε άσκοπα ενέργεια και να μην κουράζεται η μάγισσα. Άλλωστε, αν αυτός ο Εύβουλος έκανε να φύγει, με σχεδία θα ταξίδευε, επομένως όπως και νάχε θα τον προλάβαιναν· δεν πρόκειται να τους ξέφευγε. Στο παρατηρητήριο του Σπαθιού ήταν τώρα ο Φόρλεκ ο Καθένας – ένας απ’τους ανθρώπους που ο Όρκιβελ θεωρούσε από τους πιο έμπιστούς του – και κοίταζε προς τη μεριά του Δεντρονησιού μ’ένα κιάλι μαγικά ενισχυμένο από τη Μιρκάλη’λι. Το σκοτάδι της νύχτας δεν αποτελούσε εμπόδιο όταν είχαν υφανθεί τα ξόρκια της μάγισσας, όπως ήξερε ο Όρκιβελ· μέχρι στιγμής, όμως, δεν είχε ακούσει τον Καθένα να φωνάζει ότι είχε δει κάτι. Παράξενο, ίσως… Λογικά, ο Εύβουλος τώρα έπρεπε να κάνει την κίνησή του. Πότε περίμενε;

Η Ζιρμάνκι αναστέναξε. «Εγώ σού λέω πως η νύχτα θα περάσει και τίποτα δε θάχει γίνει.»

«Αποκλείεται,» είπε ο Όρκιβελ, και ύψωσε τα κιάλια του – τα οποία ήταν επίσης ενισχυμένα από τη μάγισσα – για να κοιτάξει τις ακτές του μικρού νησιού, τα πυκνά δάση που ξεκινούσαν μετά απ’αυτές, και τον λόφο που προεξείχε σαν λεπίδα τσεκουριού ανάμεσα από τη βλάστηση. Το πρωί, καμια ώρα αφότου η Ξανθιά είχε επικοινωνήσει εξ αποστάσεως μαζί του, είχε δει κάποιον επάνω σ’αυτό τον λόφο. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ακόμα και με τη μαγεία της Μιρκάλη’λι να ενισχύει τους φακούς των κιαλιών ήταν δύσκολο να τον διακρίνεις. Ήταν κρυμμένος και πεσμένος κοντά στο έδαφος. Μας παρακολουθούν. Ίσως να έχουν κάποιο σχέδιο κατά νου. Αλλά αναρωτιέμαι τι μπορεί να είναι. Το νησί ήταν πολύ μικρό για ύπουλα κόλπα διαφυγής.

Η Ζιρμάνκι ρώτησε: «Άμα είχες την Ξανθιά εδώ θα πηδιόσουν μαζί της;»

Ο Όρκιβελ κατέβασε τα κιάλια του και στράφηκε να κοιτάξει το πορφυρόδερμο πρόσωπό της που ήταν πλαισιωμένο από κοντά, μαύρα μαλλιά. «Τι ερώτηση είν’ αυτή;»

«Τη γουστάρεις, το καταλαβαίνω,» είπε η Ζιρμάνκι χωρίς να χαμογελά.

«Μαλακίες.» Ο Όρκιβελ στράφηκε πάλι στο νησί, υψώνοντας τα κιάλια στα μάτια του.

«Μια μεγαλύτερη γυναίκα μπορεί να καταλάβει τα γούστα ενός μικρότερου άντρα.» Δεν ήταν, ωστόσο, και τόσο μεγαλύτερή του· δύο χρόνια μόλις.

«Συνέχισε έτσι και θα βρεθείς στη θάλασσα, να κάνεις παρέα στα ψάρια που έχουν βγει στο φως των φεγγαριών,» την προειδοποίησε ο Όρκιβελ.

«Δε λέω αλήθεια, λοιπόν;»

Χωρίς να κατεβάσει τα κιάλια από μπροστά του, ο Όρκιβελ πήρε τα μάτια του από τους φακούς για να λοξοκοιτάξει τη Ζιρμάνκι.

Εκείνη στράφηκε από την άλλη, μισογυρίζοντάς του την πλάτη.

«Καπ’τάνιε!» αντήχησε ξαφνικά η φωνή του Φόρλεκ του Καθένα, από το παρατηρητήριο στην κορυφή του καταρτιού. «Φως προς τα βόρεια!»

Ο Όρκιβελ, που δεν μπορούσε να το δει από εδώ – το έκρυβε η κλίση της ακτής του νησιού – κατέβασε τα κιάλια του και, στρεφόμενος, φώναξε: «Μάγισσα! Τις μηχανές μας!»

Η Μιρκάλη’λι, που καθόταν στο κατάστρωμα μαζί με μερικούς άλλους, πετάχτηκε αμέσως όρθια τρέχοντας για το κέντρο ισχύος του σκάφους. Ο Όρκιβελ έτρεξε προς το τιμόνι, αφήνοντας πίσω του τη Ζιρμάνκι. Ανέβηκε τις σκάλες της πρύμνης και μπήκε στη γέφυρα, όπου ο Αλέξανδρος ο Δασύς κρατούσε το δοιάκι.

«Τον άκουσες;»

«Τον άκουσα,» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Έτσι κι αλλιώς, προς τα βόρεια πάμε.»

«Η μάγισσα θα βάλει μπρος τις μηχανές.»

Ο Αλέξανδρος ένευσε, και κοίταξε τις ενδείξεις στην κονσόλα πλάι του.

Ο Όρκιβελ βγήκε από τη γέφυρα και φώναξε στο πλήρωμά του: «Ετοιμάστε πυροβόλα!» αν και ήδη τους έβλεπε να πιάνουν τα όπλα τους. Είχαν όλοι καταλάβει τι γινόταν, και ξυπνούσαν κι όσους ήταν στις κουκέτες και κοιμόνταν.

Οι μηχανές του Σπαθιού ακούστηκαν να μπαίνουν σε λειτουργία, μ’ένα δυνατό τρίξιμο που ο Όρκιβελ αισθάνθηκε να διατρέχει το σκαρί του σκάφους και να περνά από τα ξυπόλυτα πόδια του για να σκαρφαλώσει ώς τα γόνατά του, ώς τη μέση του. Το καράβι άρχισε τώρα να κινείται πιο γρήγορα. Έστριψε και βρέθηκε βόρεια του νησιού, από την ακτή του οποίου ένα φως φαινόταν ν’απομακρύνεται κατευθυνόμενο βόρεια. Ο Εύβουλος κι οι μισθοφόροι του, δίχως αμφιβολία, επάνω σε σχεδία.

«Καθένααας!» φώναξε ο Όρκιβελ. «Τι βλέπεις;»

«Σχεδία, Καπ’τάνιε!» ήρθε η απάντηση απ’το παρατηρητήριο, ενώ κάποιοι άλλοι μάζευαν γρήγορα τα πανιά, τώρα που λόγω της μηχανής τούς ήταν άχρηστα. «Ά’θρωποι πάνω, και λάμπα λαδιού!»

Λάμπα λαδιού, σκέφτηκε ο Όρκιβελ παρατηρώντας το φως μες στη νύχτα. Πράγματι. Νόμιζαν ότι δε θα την προσέχαμε; «Πρόσω ολοταχώς!» φώναξε. «Επίθεση στη σχεδία!»

Το Σπαθί του Ωκεανού έσχιζε σαν πραγματική λεπίδα τα κύματα της νυχτερινής θάλασσας ενώ οι μηχανές του βούιζαν. Το πλήρωμά του βαστούσε έτοιμα πυροβόλα όπλα – τουφέκια, καραμπίνες, ένα παλιό Παντοκρατορικό οπλοπολυβόλο – περιμένοντας κοντά στην κουπαστή κι επάνω στην πλώρη.

Η σχεδία ήταν τώρα πιο κοντά… πιο κοντά… πιο κοντά…

Ο Όρκιβελ δεν έβλεπε κανέναν από τους επιβάτες της να ανοίγει πυρ εναντίον των πειρατών του. Αποκλείεται να μην καταλαβαίνουν γιατί ερχόμαστε. Μας παρακολουθούσαν από το νησί· δεν μπορεί να μην ξέρουν ότι τους παραφυλάμε… Ο Όρκιβελ συνοφρυώθηκε. Κι αυτή η κίνησή τους δεν είναι ανόητη, μα τους θεούς του Ωκεανού; Δεν έπρεπε να το ξέρουν ότι, κανονικά, θα τους βλέπαμε αμέσως; Είναι δυνατόν να είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν ότι δεν θα προσέχαμε τη λάμπα λαδιού; Ο Όρκιβελ άρχισε να έχει μια παράξενη αίσθηση. Μια αίσθηση που δεν του άρεσε καθόλου.

Η σχεδία έφτασε σε απόσταση βολής.

«ΠΥΡ!» πρόσταξε ο Όρκιβελ, και οι κάννες των κουρσάρων του άστραψαν, γεμίζοντας τη νύχτα με φως, κρότο, και σφαίρες. Φιγούρες φάνηκαν να πέφτουν επάνω στη σχεδία και έξω από τη σχεδία, στο νερό.

Φιγούρες που ήδη έμοιαζαν νάναι άψυχες.

Ο Όρκιβελ είδε αντικείμενα να επιπλέουν στο κύμα.

«Γαμήσου…» γρύλισε, υψώνοντας τα κιάλια του στα μάτια και βλέποντας κομμάτια από ύφασμα κι άλλες σαβούρες επάνω στο νερό. «Γαμήσου!» φώναξε κατεβάζοντας τα κιάλια και κατεβαίνοντας από την πρύμνη στο κατάστρωμα. «Σταματήστε να ρίχνετε!» πρόσταξε. «Σταματήστε!» Και οι κάννες σώπασαν.

«Εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, κι εσύ· ελάτε,» είπε δείχνοντας μερικούς από τους κουρσάρους του, ανάμεσα στους οποίους και τη Ζιρμάνκι. «Κι εσύ πήγαινε να φωνάξεις τη μάγισσα απ’το κέντρο ισχύος· τη θέλω μαζί μου!» Έπειτα έτρεξε σε μια από τις μηχανοκίνητες βάρκες του Σπαθιού του Ωκεανού, πηδώντας μέσα. Όταν κι οι υπόλοιποι – συμπεριλαμβανομένης της Μιρκάλης’λι – ήταν στη βάρκα, ο Όρκιβελ πρόσταξε να τη ρίξουν στη θάλασσα, ενώ βαστούσε στα χέρια του το τουφέκι του με τη μεγάλη ξιφολόγχη.

Τροχαλίες περιστράφηκαν και οι αλυσίδες που κρατούσαν τη βάρκα κατέβηκαν γρήγορα. Η καρίνα της χτύπησε τα κύματα. Η Ζιρμάνκι ενεργοποίησε τη μηχανή της κι έπιασε το δοιάκι. «Τα όπλα σας έτοιμα!» είπε ο Όρκιβελ βαστώντας το τουφέκι του υψωμένο. Η Μιρκάλη’λι αμόλησε τη θεά της: μια μορφή φάνηκε να πετάγεται από τον λίθο του ξύλινου κολάρου της και να βουτά στη θάλασσα· και μετά, μέσα από τον αφρό του Ωκεανού, ξεπήδησε η γνωστή θηλυκή φιγούρα της Καλοντυμένης Κυράς των Ανήσυχων Κυμάτων με το μοναδικό γυαλιστερό μάτι της.

Η βάρκα πλησίασε τη σχεδία ενώ η υδάτινη δαιμόνισσα ακολουθούσε από δίπλα. Στο νερό γύρω από το πρόχειρα κατασκευασμένο σκάφος επέπλεαν ρούχα και σαβούρες, κι επάνω του παρόμοια αντικείμενα ήταν ριγμένα, καθώς και σφαίρες των κουρσάρων του Μουντζουρωμένου. Και μια λάμπα λαδιού, επίσης – παραδόξως ακόμα αναμμένη. Ούτε ένας άνθρωπος, όμως.

«Οι δαιμονισμένοι μπάσταρδοι…» μούγκρισε ο Όρκιβελ κάτω απ’την ανάσα του. Τι νόημα, όμως, μπορεί να είχε μια τέτοια απάτη; Τι ήθελαν να επιτύχουν; Μονάχα ένα πράγμα μπορεί να συμβαίνει! «Πίσω στο Σπαθί!» είπε αμέσως στη Ζιρμάνκι. «Γυρίζουμε!»

Εκείνη έστρεψε το δοιάκι, και η βάρκα πήγε γρήγορα προς το μεγαλύτερο σκάφος. Η Καλοντυμένη Κυρά των Ανήσυχων Κυμάτων πήδησε μέσα στον λίθο του κολάρου της Μιρκάλη’λι. Οι γάντζοι των αλυσίδων του Σπαθιού του Ωκεανού κρέμονταν ακόμα χαμηλά, και οι πειρατές του Μουντζουρωμένου τούς πέρασαν στους κρίκους της βάρκας κι έκαναν νόημα σ’αυτούς επάνω στο πλοίο να τη σηκώσουν. Η βάρκα υψώθηκε, και ο Όρκιβελ πήδησε στο κατάστρωμα φωνάζοντας στον Αλέξανδρο στο πηδάλιο: «Ανατολικά! Ανατολικά!» Εκείνος, υπακούοντας, έδωσε ανατολική πορεία στο σκάφος, ενώ η Μιρκάλη’λι έτρεχε να πάει στο κέντρο ισχύος για να ενεργοποιήσει ξανά τις μηχανές.

Μετά από λίγο, πλησίαζαν τη μεριά του Δεντρονησιού που βρισκόταν πιο κοντά στις ακτές του νησιού της Νουσράκλης, τις ακτές που ο Όρκιβελ απέφευγε για λόγους ασφαλείας – οι πειρατές δεν τα πήγαιναν καλά με τους φύλακες του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Καθώς το Σπαθί του Ωκεανού βρισκόταν τώρα σε σημείο απ’όπου μπορούσε κανείς να ατενίσει τη μικρή λωρίδα θάλασσας που χώριζε το Δεντρονήσι από το νησί της Νουσράκλης, ο Όρκιβελ ύψωσε τα κιάλια του στα μάτια και κοίταξε μες στη νύχτα. Και, όπως το περίμενε, είδε μια σχεδία να πλησιάζει τις ακτές του νησιού της Νουσράκλης. Οι άνθρωποι επάνω της κωπηλατούσαν σαν παλαβοί. Και κανένα φως δεν ήταν αναμμένο.

«Καλή κίνηση, Εύβουλε, όποιος κι αν είσαι…» μουρμούρισε ο Όρκιβελ. Και φώναξε: «Στροφή νότια! ΠΡΟΣΩ ΟΛΟΤΑΧΩΣ!

»Ετοιμάστε τα όπλα σας! Ο εχθρός δεν έχει φως! Μας κρύβεται!»

Το Σπαθί του Ωκεανού πραγματοποίησε νότια στροφή, για να βρεθεί στη θάλασσα ανάμεσα στο Δεντρονήσι και στο νησί της Νουσράκλης – μια κίνηση που ο Όρκιβελ ήξερε πως ήταν επικίνδυνη, γιατί εδώ μπορεί οι φύλακες του Βασιλείου να τους έπαιρναν είδηση. Πολλοί πειρατές είχαν βρει το τέλος τους ύστερα από τέτοιες ασύνετες κινήσεις. Υπήρχε, όμως, μια πιθανότητα να φτάσουν τον Εύβουλο έτσι… και ο Όρκιβελ τώρα το είχε πάρει προσωπικά· δεν το έκανε μόνο για τα λεφτά της Έρικας. Κανένας δεν με εξαπατά εμένα!

Αλλά η σχεδία βρισκόταν ήδη κοντά στις ακτές του νησιού της Νουσράκλης, όταν το Σπαθί του Ωκεανού έστριψε, και παρότι δεν ήταν γρήγορη ο Όρκιβελ το έβλεπε δύσκολο να την προφτάσουν. «Ετοιμάστε τα όπλα!» πρόσταξε το πλήρωμά του, αν και όλοι τους ήταν ήδη στην πλώρη ή στην κουπαστή με τα πυροβόλα τους υψωμένα, περιμένοντας τη διαταγή του για να ρίξουν.

Οι μηχανές του Σπαθιού μούγκριζαν καθώς το πλοίο έτρεχε τινάζοντας νερό και αφρούς. Η σχεδία τώρα φαινόταν και χωρίς κιάλια, μαγικά ενισχυμένα ή μη: μια κηλίδα επάνω στη θάλασσα. Ήταν, όμως, πολύ κοντά στην ακτή…

«ΠΥΡ!» φώναξε ο Όρκιβελ, αν και το ήξερε πως τα όπλα τους βρίσκονταν εκτός εμβέλειας· μικρή, έως και μηδενική, πιθανότητα να σκοτώσουν τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του.

Οι πειρατές πυροβόλησαν. Λάμψεις και κρότοι. Η θάλασσα αναπηδούσε από τις σφαίρες. Καμια ριπή, όμως, δεν φάνηκε να φτάνει τη σχεδία του Εύβουλου.

Και το μικρό πλεούμενο τώρα βρέθηκε στην ακτή· οι άνθρωποι επάνω του πήδησαν έξω αρχίζοντας αμέσως να τρέχουν.

«Γαμώ τις μάνες τους τις Λάμιες, γαμώ!» γρύλισε ο Όρκιβελ. Και στρεφόμενος προς την πρύμνη φώναξε: «Αλέξανδρος! Πάρε μας από δω! Γρήγορα!» Δεν ήθελε να μπλέξει με τους φύλακες του Βασιλείου. Και ούτε φυσικά ήταν δυνατόν να κατεβάσει τους κουρσάρους του στην ακτή για να κυνηγήσουν τον Εύβουλο και τους δικούς του, γιατί τότε ήταν που σίγουρα θα έμπλεκαν. Αν άνοιγαν πυρ επάνω σε έδαφος του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, πιο πιθανό ήταν οι πολεμιστές του Βασιληά Ράνελμον να συλλάβουν αυτούς παρά τον Εύβουλο.

*

Για κάμποση απόσταση έτρεχαν χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω. Μετά ανέβηκαν σ’έναν λοφίσκο που πρέπει, αν ο Εύβουλος τα υπολόγιζε σωστά, να βρισκόταν κάπου δύο χιλιόμετρα από την ακτή. Εκεί έκανε νόημα στους μισθοφόρους του να σταματήσουν. Και γύρισε για να δει τι γινόταν στη θάλασσα. Είχαν κατεβεί οι εχθροί από το πλοίο τους για να τους καταδιώξουν; Όχι. Μάλιστα, το πλοίο απομακρυνόταν. Όπως ο Εύβουλος το περίμενε. Διότι, κοιτάζοντάς τους με τα κιάλια του από το νησί των γρυλαίων, του είχαν φανεί για πειρατές, και πειρατές δεν θα πατούσαν εύκολα το πόδι τους σε έδαφος του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, ειδικά για να επιτεθούν. Θα φοβόνταν.

Το ερώτημα, όμως, είναι γιατί άνθρωποι του είδους τους να κυνηγάνε εμάς; Είναι σύμμαχοι των Ζωντανών-Νεκρών, ή του Βασιληά Ράνελμον; Ο Εύβουλος θεωρούσε το πρώτο πιθανότερο από το δεύτερο, διότι είχε ακούσει πως ο Ράνελμον ήταν, φυσικά, εχθρός των πειρατών – όπως και κάθε μονάρχης. Αυτό, βέβαια, δεν απέκλειε το γεγονός να είχε και κρυφές συμφωνίες μαζί τους… Ωστόσο, ο Εύβουλος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι το πιθανότερο ήταν οι κουρσάροι να είναι σύμμαχοι των Ζωντανών-Νεκρών. Ήθελαν να μας αφανίσουν, για να μη μαθευτεί ότι ο καταραμένος ο Ράνελμον μάς έπαιξε βρόμικο παιχνίδι βάζοντας τους Ζωντανούς-Νεκρούς να σώσουν τον δημοσιογράφο. Πώς είχαν, βέβαια, κάνει το ελικόπτερό τους να πέσει, ο Εύβουλος ακόμα δεν είχε καταλάβει. Ούτε η πιλότος που ο Αρχισυγκλητικός είχε στείλει μαζί του. Πάντως, πρέπει να είχε γίνει κάποιο σαμποτάζ στο βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Τίποτα δεν τους είχε χτυπήσει όσο πετούσαν. Η επίθεση έγινε όταν έπεσαν στο νησί με τους γρυλαίους.

Όλα σχεδιασμένα… Θα το πληρώσουν αυτό.

«Τους ξεφύγαμε,» παρατήρησε ένας από τους Επιφανείς Κρανοφόρους, καθώς βίγλιζαν το κουρσάρικο να απομακρύνεται.

«Θα είμαι σίγουρος γι’αυτό μόνο όταν έχουμε επιστρέψει στην Κάρνατεβ,» του είπε ο Εύβουλος. «Και τότε υποπτεύομαι πως ο Αρχισυγκλητικός θα μας ξαναστείλει σε τούτο το γαμημένο βασίλειο για να το κάψουμε μαζί με τους τρισκατάρατους τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο.»

«Πώς θα φύγουμε όμως από εδώ, Εύβουλε;» ρώτησε ο Κάρχαμωντ’λι. «Βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος.»

«Και είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε σε εχθρικό έδαφος;» αντιγύρισε ο Εύβουλος, απότομα. «Είμαστε οι Επιφανείς Κρανοφόροι! Αμφιβάλλει κανείς ότι θα φύγουμε από δω και θα επιστρέψουμε, μετά, για να λιανίσουμε όλους τους εχθρούς μας αν χρειαστεί;»

«Κανένας δεν το αμφιβάλλει, Εύβουλε,» είπε, ύστερα από μερικές στιγμές σιγής, ένας από τους μισθοφόρους του.

Ο Εύβουλος ένευσε. «Πάμε βόρεια, λοιπόν. Χρειαζόμαστε μόνο ένα σκάφος για να ταξιδέψουμε πάνω στη θάλασσα και μακριά από τα μέρη του Βασιληά Ράνελμον.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Τέταρτο
Τα Νέα των Κουρσάρων

Ο Αβέρναλ έμεινε πάλι στις σπηλιές της βραχώδους ακτής του Ριγκάλμεκ, και η Ραβάσλι, ο Ραμπνάιλ, και ο Σάμελκον’λι έμειναν μαζί του. Οι υπόλοιποι επέστρεψαν στη Νουσράκλη με το πλοιάριο, και πέρασαν την ημέρα στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον, περιμένοντας να μάθουν νέα από τον Όρκιβελ και τους πειρατές του. Όταν νύχτωσε και ο κουρσάρος δεν είχε επικοινωνήσει με την Έρικα ακόμα, εκείνη είπε στον Ζαώρδιλ ότι θα πήγαινε να διανυκτερεύσει στον Οδηγό προκειμένου, το πρωί, να πάρει το ελικόπτερο και να πετάξει στις σπηλιές, ώστε να παραλάβει από εκεί τον Αβέρναλ και, στη συνέχεια, να κατευθυνθούν στη Μέρελκεβ όπως είχαν συμφωνήσει. «Τι νόημα έχει να διανυκτερεύσεις εκεί;» τη ρώτησε ο Σκοτωμένος. «Μείνε στο παλάτι και πήγαινε μόλις ξημερώσει.» Αλλά η Έρικα απάντησε ότι ήταν καλύτερα να βρισκόταν στο πλοίο με την ανατολή του ήλιου· έτσι, αν ο Αρχισυγκλητικός είχε πράκτορές του που παρακολουθούσαν τις κινήσεις κοντά στο παλάτι και κοντά στα πλοία των Ζωντανών-Νεκρών, δεν θα έβλεπαν τίποτα που να τους βάλει σε υποψίες. Ο Ζαώρδιλ θεώρησε τη σκέψη της αυτή υπερβολική, αλλά η Έρικα πάντα έτσι σκεφτόταν. Αν δεν σκεφτόταν έτσι, δεν θα ήταν η Έρικα, και δεν θα είχε κατορθώσει να εξαπλώσει το δίκτυό της σχεδόν σ’όλη τη Φεηνάρκια μέσα σε τόσο λίγο καιρό. Της είπε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την καμπίνα του στον Οδηγό, αλλά ο ίδιος δεν θα ερχόταν μαζί της. «Πρέπει να μείνω στο παλάτι· βρισκόμαστε ακόμα εδώ για την προστασία του Βασιληά Ράνελμον.»

Η Έρικα συμφώνησε, και έφυγε απ’το παλάτι συνοδευόμενη από τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, ο οποίος αύριο θα τη συντρόφευε στο εναέριο ταξίδι της ώς τη Μέρελκεβ, μαζί με μερικούς άλλους ίσως. Αλλά αυτοί βρίσκονταν ήδη στον Οδηγό, οπότε δεν χρειαζόταν να έρθουν από το βασιλικό παλάτι.

Φτάνοντας στο πλοίο, ο Νικηφόρος πήγε να βρει τον Πιλότο αφού είπε στην Έρικα: «Υποθέτω ξέρεις πώς να πας στην καμπίνα του Σκοτωμένου.»

«Δε θα χαθώ,» αποκρίθηκε εκείνη· και, βλέποντας τον Κολπατζή ν’απομακρύνεται και να ρωτά τρεις Ζωντανούς-Νεκρούς πού είναι ο Πιλότος, αναρωτήθηκε αν αλήθευαν οι φήμες ότι οι δυο τους ήταν εραστές. Τέλος πάντων· δεν είναι δική μου δουλειά μέχρι που να χρειαστεί να γίνει, σκέφτηκε η Έρικα, στρεφόμενη και βαδίζοντας προς την καμπίνα του Ζαώρδιλ. Γενικά, αυτή τη νοοτροπία ακολουθούσε: να μαθαίνεις τα πάντα αλλά μόνο αν πιστεύεις ότι υπάρχει λόγος. Και αυτή η νοοτροπία, μέχρι στιγμής, δεν την είχε οδηγήσει σε λάθος δρόμο.

Άνοιξε την πόρτα της καμπίνας του Σκοτωμένου και πέρασε το κατώφλι. Έκλεισε πίσω της και τράβηξε τον σύρτη· τώρα δεν βρισκόταν στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον, επομένως όφειλε να είναι λιγάκι προσεχτική.

Αισθανόταν το πλοίο να ταλαντεύεται από κάτω της, καθώς ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Νουσράκλης, αλλά ευτυχώς όχι πολύ. Η Έρικα νόμιζε ότι θα μπορούσε άνετα να κοιμηθεί, παρότι δεν της άρεσε και τόσο η θάλασσα. Ο καιρός ήταν καλός απόψε.

Έβγαλε τον μαγικό της μανδύα (τον είχε πάρει μαζί της, φυσικά), τις μπότες της, και τα περισσότερα ρούχα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι, ανάβοντας ένα τσιγάρο και καπνίζοντας νωχελικά. Όταν τελικά το έσβησε στο τασάκι πλάι της, την πήρε ο ύπνος…

τι κρίμα που λείπεις, Έρικα, λέει η Ανρίθα-Νοθ χαμογελώντας ειρωνικά· θα μας έκανες παρέα αν ήσουν εδώ; ρωτά καθώς στέκεται πίσω από τον Ζαώρδιλ, που είναι καθισμένος σε μια καρέκλα, καπνίζοντας· τα χέρια της χαϊδεύουν τους ώμους του.

ο Ζαώρδιλ γυρίζει και κοιτάζει τη Ρελκάμνια αριστοκράτισσα, και λέει: δεν είναι εδώ, Ανρίθα. και φιλιούνται πεινασμένα.

η Ανρίθα γελά μέσα στο στόμα του ενώ το ένα της χέρι γλιστρά κάτω από τα ρούχα του.

αλλά η Έρικα είναι εκεί και τους βλέπει, και νιώθει πολύ θυμωμένη.

η Ανρίθα την κοιτάζει με τις άκριες των ματιών της και της λέει: να λείπεις πιο συχνά· είναι ωραία όταν λείπεις.

ο Ζαώρδιλ γελά, και ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του κουδουνίζει.

η Έρικα θέλει να τους σκοτώσει και τους δύο – πώς τολμάνε να την κοροϊδεύουν έτσι!

ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδουνίζει–

Η Έρικα ξύπνησε, τρομαγμένη, κι ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. Τι σκατά όνειρο ήταν αυτό; Και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι παρόμοιο. «Ανοησίες!» σύριξε κάτω απ’την ανάσα της. Σιγά μην ήταν η Ανρίθα και ο Ζαώρδιλ εραστές! Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση· κι αν υπήρχε, η Έρικα σίγουρα θα το ήξερε ήδη. Σίγουρα.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της κουδούνιζε, συνειδητοποίησε ξαφνικά.

Τινάχτηκε από το κρεβάτι και, πηγαίνοντας στο γραφείο παραδίπλα, τον σήκωσε και τον άνοιξε. «Ναι;»

«Κοιμόσουν, Ξανθιά;»

«Μη με λες Ξανθιά!» γρύλισε απότομα στον πειρατή.

Ο Όρκιβελ γέλασε. «Μάλλον δεν έβλεπες καλά όνειρα…»

«Υπάρχει λόγος που με κάλεσες εκτός απ’το να μου λες χαζομάρες;»

«Υπάρχει, και καλός μάλιστα. Σχετικός με τους… φίλους μας. Αλλά πρέπει νάρθεις στις Χελώνες, για να σου μιλήσω από κοντά.»

«Δεν τελείωσε η δουλειά;»

«Όχι ακριβώς όπως θα ήθελες.»

Η Έρικα αναστέναξε. Δεν της ακουγόταν καλό αυτό. Καθόλου καλό. «Εντάξει, έρχομαι.»

«Σε περιμένω,» είπε ο Όρκιβελ και τερμάτισε την τηλεπικοινωνία.

Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, σκέφτηκε η Έρικα. Τι έγινε τώρα; Είναι δυνατόν ο Εύβουλος να κατάφερε, κάπως, να ξεφύγει από εκείνο το νησί που δεν είναι μεγαλύτερο απ’το λιμάνι της Νουσράκλης;

Το χέρι της, σαν να κινήθηκε από μόνο του, πάτησε κουμπιά επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό ώστε να καλέσει τον Ζαώρδιλ, παρότι το μυαλό της διαμαρτυρόταν: Τι νόημα έχει να τον καλέσεις προτού μάθεις τι συνέβη;

Η φωνή του Σκοτωμένου ήρθε από το μεγάφωνο: «Έρικα;» Ακουγόταν αγουροξυπνημένος, δεν ακουγόταν; Δε μπορεί να ήταν με την Ανρίθα.

«Είσαι μόνος;»

«Εσύ τι λες, νάχω παρέα;» Ούτε τώρα ακουγόταν να ψεύδεται· και η Έρικα τα καταλάβαινε κάτι τέτοια: απότομες, σπασμωδικές απαντήσεις, αλλαγές στον τόνο της φωνής από ξάφνιασμα…

«Ο Όρκιβελ μόλις με κάλεσε. Μου είπε ότι παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα. Θα πάω τώρα να του μιλήσω από κοντά· έχει έρθει εδώ.»

«Τι πρόβλημα παρουσιάστηκε;»

«Δεν ξέρω ακόμα. Μόλις μάθω θα επικοινωνήσω μαζί σου ξανά.»

«Θες νάρθω εκεί;»

«Δε χρειάζεται. Θα σε καλέσω εγώ.»

«Εντάξει.»

Η Έρικα τερμάτισε την τηλεπικοινωνία και σκέφτηκε: Έχεις αρχίσει να τρελαίνεσαι, Έρικα, γαμώ τις Λάμιες! Δεν έπρεπε να είχε καλέσει τον Ζαώρδιλ τώρα αλλά ύστερα από τη συνάντησή της με τον Όρκιβελ. Σιγά μην ήταν ο Ζαώρδιλ και η Ανρίθα εραστές! Κι ακόμα κι αν είναι, ας είναι! συλλογίστηκε, τσαντισμένη, καθώς ντυνόταν. Δεν έχω αγοράσει τον Ζαώρδιλ, ούτε την Ανρίθα. Όμως καλύτερα τότε η τελευταία να μη σχεδίαζε να επιστρέψει και πολύ σύντομα στη Ρελκάμνια! Όχι, τουλάχιστον, με τη δική μου βοήθεια!

Έχοντας φορέσει τις μπότες της, πήρε τον μαγικό μανδύα της, τον έριξε στους ώμους της, τον έδεσε, και έφυγε από την καμπίνα του Σκοτωμένου. Πήγε να μιλήσει στον Πιλότο, για να της δώσει μια από τις βάρκες του Οδηγού ώστε να πλεύσει προς τις Χελώνες.

Τον βρήκε στην καμπίνα του, να κοιμάται μαζί με τον Νικηφόρο τον Κολπατζή. (Τελικά, οι φήμες αλήθευαν.) Του είπε τι ήθελε και εκείνος δεν αρνήθηκε, φυσικά, να της παραχωρήσει μία από τις βάρκες.

Ο Νικηφόρος δήλωσε: «Θα έρθω μαζί σου.»

«Δεν υπάρχει λόγος,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Σκοπεύεις να πας τελείως μόνη;»

«Ναι.»

«Θα έρθω μαζί σου.» Ο Νικηφόρος είχε ήδη ντυθεί, και τώρα πέρασε το θηκαρωμένο σπαθί του, το Δαγκωτό Φιλί, στην πλάτη του.

«Όπως θέλεις…»

Βγήκαν στο κατάστρωμα οι δυο τους και πήγαν σε μια από τις βάρκες. Όταν ένας φρουρός έκανε να τους σταματήσει, ο Νικηφόρος στράφηκε και τον κοίταξε, κι εκείνος, διακρίνοντας την όψη του Κολπατζή, απομακρύνθηκε γνέφοντας καταφατικά. Ο Νικηφόρος ήταν υπαρχηγός του Ζαώρδιλ και κανένας δεν του έφερνε αντίρρηση σε τίποτα εκτός αν υπήρχε ανάλογη διαταγή από τον Σκοτωμένο. Η Έρικα σκέφτηκε ότι προφανώς δεν χρειαζόταν καμία άδεια από τον Πιλότο όταν είχε τον Νικηφόρο μαζί της. Μπήκαν στη βάρκα και, κατόπιν προσταγής του Κολπατζή, ένας Ζωντανός-Νεκρός την κατέβασε στη θάλασσα γυρίζοντας το βίντσι.

Η Έρικα ενεργοποίησε τη μηχανή του μικρού πλεούμενου και έφυγαν, κατευθυνόμενοι προς τα νοτιοανατολικά.

«Ο πειρατής είναι στ’ανοιχτά, ε;» είπε ο Νικηφόρος.

«Όχι ακριβώς. Σε κάτι νησιά που ονομάζονται ‘οι Χελώνες’. Τάχεις ακουστά;»

«Δε νομίζω.»

«Δεν είναι μακριά.»

Μετά από λίγο, η Έρικα τον ρώτησε: «Τι νομίζεις για την Ανρίθα-Νοθ, Νικηφόρε;»

Εκείνος φάνηκε να συνοφρυώνεται μες στο φεγγαρόφωτο. «Την Ανρίθα;… Εε, ξέρω γω; Είναι, ομολογουμένως, ευχάριστη στο μάτι. Γιατί ρωτάς;»

«Απλώς μ’ενδιαφέρει η γνώμη σου γι’αυτήν.»

«Δε μου μοιάζει για τυχαία η ερώτησή σου, Έρικα.»

«Σου είπα εγώ ότι είναι τυχαία;»

«Αν αναρωτιέσαι αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σ’εμένα και στην Ανρίθα, σ’το λέω πως δεν υπάρχει,» δήλωσε ο Νικηφόρος.

«Γιατί;» Επειδή γλυκοκοιτάζει τον Ζαώρδιλ; –Η Έρικα έδιωξε τη σκέψη απ’το μυαλό της.

«Παρά τα όσα λένε οι φήμες δεν πηγαίνω με οτιδήποτε, Έρικα,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

Η Έρικα δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει λιγάκι στραβά. «Δε μ’απασχολεί αυτό. Αν τη θέλεις, έχε την. Τι είμαι εγώ; μαμά της; Σου είπα: απλώς μ’ενδιαφέρει η γνώμη σου γι’αυτήν.»

«Δε νομίζω ότι έχω καμια συγκεκριμένη γνώμη,» μόρφασε ο Νικηφόρος. «Καλή είναι… Εννοώ και στην εμφάνιση, αναμφίβολα, και γενικά… Αν και μας είναι, βέβαια, βάρος λιγάκι. Θέλω να πω: τι κάνει μαζί μας, ουσιαστικά; Τίποτα. Απλώς την τραβάμε από δω κι από κει, και περιμένουμε κάποια στιγμή, επιτέλους, να τη στείλεις στη Ρελκάμνια–»

«Της το έχω υποσχεθεί.»

«Εντάξει, δεν αντιλέγω. Αν πάντως δεν ήμασταν σε καλή οικονομική κατάσταση, η Ανρίθα θα ήταν πρόβλημα ίσως. Ένα στόμα ακόμα για να ταΐζουμε.»

«Θα τη φρόντιζα εγώ, μην ανησυχείς.»

«Τι με ρωτάς, τότε, Έρικα;» μούγκρισε ο Νικηφόρος.

«Από περιέργεια,» του αποκρίθηκε, και τον είδε να την κοιτάζει κι εκείνος με περιέργεια. Η όψη του υποδήλωνε φανερά πως νόμιζε ότι η Έρικα τού έκρυβε κάτι· μα δεν είπε τίποτα.

*

Ο Όρκιβελ ζήτησε από την Έρικα να έρθει στην καμπίνα του και από τον Νικηφόρο να περιμένει στο κατάστρωμα του Σπαθιού του Ωκεανού.

Η έκφραση του Κολπατζή αγρίεψε. «Ποιος ο λόγος;» Κοίταζε τους πειρατές ολόγυρά τους με τις άκριες των ματιών του σαν να φοβόταν ότι μπορεί να του ορμούσαν.

«Δε βάζω τον καθένα στην καμπίνα μου,» του είπε ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος και, στρέφοντάς του την πλάτη, βάδιζε προς την πρύμνη ενώ έκανε νόημα στην Έρικα να τον ακολουθήσει.

«Περίμενε,» είπε εκείνη στον Νικηφόρο, κι ακολούθησε τον πειρατή.

Διέσχισαν το κατάστρωμα και μπήκαν στην καμπίνα του.

Ο Όρκιβελ έκλεισε την πόρτα. «Κάθισε,» είπε. «Θα περίμενα ώς το πρωί για να σου μιλήσω, αλλά ήταν επείγον.»

«Το καταλαβαίνω αυτό.» Η Έρικα δεν κάθισε. «Τι έγινε;»

Ο Όρκιβελ γέμισε δύο κούπες με κρασί, της πρόσφερε τη μία (την οποία εκείνη πήρε περισσότερο από ευγένεια παρά επειδή διψούσε), και της διηγήθηκε τι είχε συμβεί με τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους πριν από καμια ώρα.

«Σκατά…» μόρφασε η Έρικα κοιτάζοντας συλλογισμένα το πάτωμα. «Σκατά…» Ύψωσε πάλι το βλέμμα της. «Πρέπει να τους σταματήσουμε. –Έπρεπε να τους είχατε κυνηγήσει και στην ξηρά, Όρκιβελ!»

«Δεν ήταν τέτοια η συμφωνία μας–»

«Η συμφωνία μας ήταν να μην τους αφήσετε να φύγουν ζωντανοί απ’το νησί!» φώναξε η Έρικα. «Και έφυγαν! Δεν κάνατε τίποτα!»

«Νομίζεις ότι άλλοι θα τα είχαν καταφέρει καλύτερα;» γρύλισε, προσβεβλημένος, ο Όρκιβελ.

«Θα τους είχαν κυνηγήσει και στην ξηρά!» Η Έρικα, εξαγριωμένη, κοπάνησε την κούπα της πάνω στο γραφείο του πειρατή χύνοντας κρασί. «Πώς σκατά θα τους βρούμε τώρα, γαμώ τις Λάμιες! Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν αυτοί οι καταραμένοι φτάσουν στην Κάρνατεβ;»

«Καταλαβαίνω–»

«Γάμησέ μας, τότε!» γρύλισε η Έρικα, και ανοίγοντας την πόρτα της καμπίνας βγήκε στο κατάστρωμα, βαδίζοντας βιαστικά προς τον Νικηφόρο.

Ο Όρκιβελ την ακολούθησε. «Έρικα! Ξεχνάς ότι μας είχες υποσχεθεί κάτι!»

Η Έρικα σταμάτησε, στρεφόμενη να τον αντικρίσει ενώ εκείνος στεκόταν κάποια μέτρα απόσταση. Ο Νικηφόρος ήταν, συγκριτικά, πιο κοντά της, αλλά οι πειρατές του Μουντζουρωμένου βρίσκονταν παντού γύρω τους. «Θέλεις, δηλαδή, και αμοιβή τώρα; Ύστερα… ύστερα από–;»

«Κάναμε τη δουλειά που μας ζήτησες! Τους παραφυλάξαμε!»

«Δεν κάνατε τίποτα.»

Ο Όρκιβελ έγνεψε στους κουρσάρους του και πυροβόλα όπλα υψώθηκαν, λεπίδες βγήκαν από θηκάρια. «Είχαμε μια συμφωνία μεταξύ μας, Ξανθιά!»

Ο Νικηφόρος είχε ήδη τραβήξει το Δαγκωτό Φιλί με το ένα χέρι κι ένα πιστόλι από τη ζώνη του με το άλλο, αν και ήταν προφανές πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνος του τόσους πειρατές, σε περίπτωση που ο Όρκιβελ τούς πρόσταζε να επιτεθούν.

«Δεν είσαι γυναίκα του λόγου σου;» είπε ο Μουντζουρωμένος.

«Η συμφωνία μας ήταν να σκοτώσετε τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του,» τόνισε η Έρικα.

«Αποτύχαμε σ’αυτό, το παραδέχομαι, αλλά κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Τουλάχιστον τη μισή αμοιβή την αξίζουμε.»

Η Έρικα άνοιξε τα χέρια της διάπλατα. «Ψάξε με αν θέλεις· δεν έχω λεφτά επάνω μου! Και πρέπει τώρα να φύγω, για να συζητήσω με τον Ζαώρδιλ τι θα γίνει. Μπορούμε να μιλήσουμε για την αμοιβή σου άλλη στιγμή.»

«Δε θα μας δώσει τίποτα ‘άλλη στιγμή’!» είπε μια πειρατίνα· και η Έρικα, κοιτάζοντάς την με τις άκριες των ματιών της, την αναγνώρισε. Η Ζιρμάνκι.

«Θα πληρωθείτε! Αλλά όχι σαν να ολοκληρώσατε τη δουλειά. Καλώς;» είπε η Έρικα, ρίχνοντας μια ματιά σ’όλους τους κουρσάρους που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω τους. Κανένας δεν μίλησε· περίμεναν τον Όρκιβελ να μιλήσει γι’αυτούς.

Κι εκείνος είπε: «Ελπίζω τούτη τη φορά να κρατήσεις τον λόγο σου, Έρικα.»

«Δεν έχω αθετήσει τον λόγο μου ώς τώρα, και το ξέρεις,» αποκρίθηκε εκείνη, σταθερά.

Ο Όρκιβελ ένευσε. «Αφήστε τους να φύγουν!» πρόσταξε τους κουρσάρους του, μεγαλόφωνα.

Και μετά από λίγο, η Έρικα κι ο Νικηφόρος βρίσκονταν πάνω στη βάρκα τους κι απομακρύνονταν από τις Χελώνες, κατευθυνόμενοι προς το λιμάνι της Νουσράκλης.

«Αυτοί οι κωλοπειρατές είναι τρελοί,» μούγκρισε ο Κολπατζής. «Πρόσεχέ τους γιατί καμια ώρα θα σε κρεμάσουν από κάνα κατάρτι.»

«Μη φοβάσαι,» αποκρίθηκε εκείνη αμυντικά, «ξέρω τι πρέπει να κάνω μαζί τους.»

«Φρόντισε μόνο μη μας μπλέξεις κι εμάς–»

«Για όνομα των θεών, Νικηφόρε! Τόσα χρόνια που είμαστε μαζί, σας έχω ‘μπλέξει’ πολλές φορές;» Ήταν τσαντισμένη απόψε· όλα σκατά πήγαιναν.

«Έχεις φτάσει στα όρια πολλές φορές, όμως.»

Η Έρικα δεν του μίλησε άλλο. Γαμιέστε όλοι! σκέφτηκε.

Μόλις βρίσκονταν εντός εμβέλειας του πομπού της, προτού ακόμα φτάσουν στο λιμάνι της Νουσράκλης, κάλεσε τηλεπικοινωνιακά τον Ζαώρδιλ και του ζήτησε να έρθει στον Οδηγό. Αμέσως.

«Τι έγινε, Έρικα;»

«Έλα και θα σου πω. Φέρε και τη μάγισσα μαζί. Φέρε κι όποιον άλλο νομίζεις ότι μπορεί να χρειαστεί για κάτι έκτακτο.»

Ο Ζαώρδιλ δεν διαφώνησε.

Η βάρκα της Έρικας και του Νικηφόρου προσέγγισε τον Οδηγό, και οι Ζωντανοί-Νεκροί στο κατάστρωμα τη σήκωσαν με το βίντσι. Ο Πιλότος ήταν επίσης εκεί, ξύπνιος και καπνίζοντας μες στη νύχτα. Τους ρώτησε τι είχε γίνει με τους πειρατές, και η Έρικα τού απάντησε νάρθει στην καμπίνα του πλοίαρχου αν ήθελε να μάθει. «Ο Σκοτωμένος θα είναι σύντομα εδώ,» πρόσθεσε.

Ο Πιλότος, γνέφοντας καταφατικά, ακολούθησε εκείνη και τον Νικηφόρο.

Και ο Ζαώρδιλ, πράγματι, δεν άργησε να έρθει στον Οδηγό μαζί με τη Φαίδρα’λι, την Ανταρλίδα’μορ, και την Ανρίθα-Νοθ.

«Τι θέλεις εσύ εδώ;» ρώτησε η Έρικα την τελευταία, βλέποντάς τη να μπαίνει στην καμπίνα του Σκοτωμένου πίσω από τους υπόλοιπους.

«Είχα κοιμηθεί στο δωμάτιο της Ανταρλίδας, κι άκουσα τι έγινε όταν ο Ζαώρδιλ ήρθε να–»

«Τι ακριβώς έγινε, Έρικα;» ρώτησε ο Σκοτωμένος, διακόπτοντας την Ανρίθα. «Τι σου είπε ο πειρατής; Ο Εύβουλος είναι ακόμα ζωντανός;»

Η Έρικα τού απάντησε.

«Γαμώ το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ. «Πού να τους βρούμε, τώρα; Μπορεί νάναι οπουδήποτε πάνω στο νησί! Έχεις κάποιο σχέδιο;»

«Ήλπιζα,» αποκρίθηκε η Έρικα, «ότι εσύ θα είχες.»

«Μόλις το έμαθα, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Πώς σκατά να έχω σχέδιο;» Και ενεργοποίησε το μηχανικό σύστημα επάνω στο γραφείο του. Η οθόνη άναψε, και ο Ζαώρδιλ πληκτρολόγησε στην κονσόλα, ανακαλώντας τα δεδομένα για τον χάρτη του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Τον είχε περάσει στη μνήμη του συστήματος, μήπως και του χρειαζόταν.

Ο χάρτης παρουσιάστηκε στην οθόνη, και εστιάστηκε στο νησί της Νουσράκλης. «Εδώ,» ο Ζαώρδιλ έδειξε, «πρέπει να βγήκαν ο Εύβουλος και οι δικοί του. Σωστά;»

«Υποθέτω,» ένευσε η Έρικα. «Αυτό εκεί πρέπει νάναι το Δεντρονήσι, αν και ο χάρτης δεν φαίνεται να έχει το όνομά του.»

«Τώρα,» είπε ο Ζαώρδιλ, δυσαρεστημένα, «μου χρειαζόταν ο Φέκταρελ… Θα ήξερε τι να κάνει.»

«Στείλε τον Ράκαλωντ και τα ορνιθόπτερα,» πρότεινε η Φαίδρα.

«Μες στη νύχτα; Τι να εντοπίσουν; Ο Εύβουλος σίγουρα δεν θάχει φώτα αναμμένα· δεν είναι ανόητος, και θα υποπτεύεται, φυσικά, ότι τον κυνηγάμε.» Και είπε συλλογισμένα: «Λογικά, εκείνο που θα θέλει να κάνει θα είναι να φύγει από το Βασίλειο το συντομότερο δυνατό…»

«Λογικά, ναι,» συμφώνησε η Έρικα. «Επομένως θα πάει σε λιμάνι.»

«Αλλά όχι στη Νουσράκλη.»

«Σίγουρα όχι στη Νουσράκλη.»

«Βόρεια, λοιπόν.» Ο Ζαώρδιλ εστίασε τον χάρτη στις βόρειες ακτές του νησιού της Νουσράκλης. «Αυτά εδώ τα χωριά – χωριά δεν είναι; – έχουν λιμάνι όπου σταματάνε μεγάλα πλοία;»

«Δεν ξέρω,» είπε η Έρικα.

Η Φαίδρα είπε: «Ο Αγαθός Βράχος – χωριό κι αυτός – έχει. Από εκεί έφυγε ο Φέκταρελ.»

«Ο Αγαθός Βράχος, όμως, απέχει πάνω από εκατό χιλιόμετρα από εδώ, μάγισσα,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Κι ακόμα κι έτσι, δεν ξέρεις πόσο συχνά σταματάνε πλοία εκεί.»

Η Έρικα υπέθεσε: «Ο Εύβουλος, μάλλον, θα αρχίσει να περνά από όλα τα λιμάνια, αναζητώντας το πρώτο σκάφος που μπορεί να βρει. Και κατά πάσα πιθανότητα θα το κλέψει, αν δεν μπορεί να το ναυλώσει.»

«Δεν έχεις άδικο,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ. Και είπε: «Λοιπόν. Κατ’αρχήν, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν θα μπορεί να φύγει από το νησί της Νουσράκλης. Ο Βασιληάς Ράνελμον πρέπει να δώσει διαταγή στους φρουρούς της γέφυρας να σταματούν όλους τους περαστικούς για έλεγχο, κι αν εντοπίσουν τον Εύβουλο, ή κάποιον που νομίζουν ότι είναι ο Εύβουλος, να τον αιχμαλωτίσουν.»

«Ναι,» είπε η Έρικα, «αλλά κι ο Εύβουλος δεν θα το έχει σκεφτεί αυτό; Δε θα πάει στη γέφυρα, Ζαώρδιλ· το ξέρει ότι οι γέφυρες εύκολα ελέγχονται. Αν θέλει να περάσει στ’άλλα νησιά θα κλέψει κάποια βάρκα.»

«Τι προτείνεις, λοιπόν;»

«Να ειδοποιήσουμε αμέσως τον Βασιληά, και να τον αφήσουμε εκείνος να κάνει ό,τι νομίζει. Αναμφίβολα θα έχει ανθρώπους που ξέρουν τα νησιά του Βασιλείου του καλύτερα από εμάς,» είπε η Έρικα.

«Σωστά,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ. «Θα στείλω, πάντως, τους ανιχνευτές μου προς τα βόρεια. Είναι, όπως φαίνεται, το μόνο που μπορώ να κάνω.

»Θα ειδοποιήσεις εσύ τον Ράνελμον;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Πάμε στο παλάτι. Αρκετό χρόνο έχουμε χάσει ήδη.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Πέμπτο
Στη Μέρελκεβ: Σύνδεσμοι και Γνωστοί

Το δίλημμα του Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων σχετικά με το αν έπρεπε να μείνει αμέτοχος λύθηκε αμέσως μόλις η Έρικα τού εξήγησε τι είχε συμβεί. Ξυπνώντας τον Αλκάμελ, ο Ράνελμον τον πρόσταξε να συγκεντρώσει τους πολεμιστές του Βασιλείου και να τους βάλει να κυνηγήσουν τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους: να τους βρουν και να τους σκοτώσουν όλους, χωρίς δισταγμό. Δεν υπήρχε πια λόγος ο Ράνελμον να κρύβει τις προθέσεις του· ο κίνδυνος να επιστρέψει ο Εύβουλος στην Κάρνατεβ ήταν πολύ πιο σοβαρός από τον κίνδυνο οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού να μάθουν, ίσως, ότι οι πολεμιστές του Βασιλείου είχαν κινητοποιηθεί.

«Αν ο Εύβουλος καταφέρει να φτάσει στην Κάρνατεβ θα έχουμε πόλεμο,» είπε ο Ράνελμον στην Έρικα, μέσα στην άγρια νύχτα, με το πορφυρό χρώμα στο πρόσωπό του αδυνατισμένο και τα μάτια του στενεμένα.

Η Έρικα έσμιξε τα χείλη της, μην ξέροντας τι να απαντήσει. Μάλλον έχεις δίκιο, Βασιληά μου, σκέφτηκε. Αλλά είπε: «Ο Αρχισυγκλητικός… μπορεί να φοβηθεί να…»

«Ο Βέργκεδελ δεν θα φοβηθεί τίποτα, Έρικα,» διαφώνησε ο Ράνελμον, καθώς στεκόταν αντίκρυ της πίσω από το γραφείο του, και η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα στεκόταν παραδίπλα, κοντά στο παράθυρο, με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος, αμίλητη. Η κατάμαυρη όψη της φάνταζε πολύ άγρια μέσα στον χαμηλό φωτισμό του δωματίου. «Πιστεύει πως τα αεροχήματά του τον καθιστούν άτρωτο.»

«Ας δούμε, πρώτα, αν ο Εύβουλος θα καταφέρει να φτάσει στην Κάρνατεβ, Μεγαλειότατε. Μπορεί να τον σταματήσουμε. Τον αναζητούν και οι άνθρωποί σας και οι ανιχνευτές των Ζωντανών-Νεκρών.» Η Έρικα έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Ζαώρδιλ ο οποίος στεκόταν πλάι της, έχοντας έρθει στο γραφείο του Ράνελμον κατόπιν προσταγής του, αφού η Έρικα είχε μιλήσει στον Βασιληά.

Τώρα, ο Σκοτωμένος είπε μόνο: «Μακάρι να είχα τον Φέκταρελ εδώ. Είναι εξαιρετικός στη δουλειά του.»

Ο Ράνελμον τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Ο Αρχιανιχνευτής σου; Γιατί; Πού πήγε;»

«Έφυγε, Μεγαλειότατε, για… προσωπικούς λόγους. Ούτε εγώ δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Μάλλον πρόκειται για κάποια παρεξήγηση.» Ο Ζαώρδιλ ανασήκωσε τους ώμους.

Ο Ράνελμον αναστέναξε. Και είπε: «Σκοτώστε τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του και θα ανταμειφθείτε καλά.»

«Θα κάνουμε ό,τι περνά απ’το χέρι μας, Μεγαλειότατε· το ξέρετε αυτό. Τολμώ, όμως, να πω πως οι άνθρωποί σας ίσως να έχουν περισσότερες πιθανότητες να τους εντοπίσουν. Άλλωστε, γνωρίζουν τούτα τα νησιά καλύτερα από εμάς.»

Ο Ράνελμον κούνησε το κεφάλι κουρασμένα και κάθισε πίσω απ’το γραφείο του. «Ζαώρδιλ…» είπε καθαρίζοντας τον λαιμό του. «Αν… αν το χειρότερο συμβεί. Αν ο Εύβουλος πάει στην Κάρνατεβ, κι αν ο Αρχισυγκλητικός αποφασίσει να μας επιτεθεί, δέχεσαι να πολεμήσεις για εμένα εναντίον του; Για την προστασία του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων;»

«Αν η αμοιβή εξακολουθήσει να είναι το ίδιο καλή με τώρα, φυσικά, Βασιληά μου. Φυσικά.»

*

Η Έρικα δεν κοιμήθηκε παρά όταν πλησίαζε πια η αυγή. Την πήρε ο ύπνος για καμια ώρα και, μετά, το ρολόι στον καρπό της, σφυρίζοντας και δονούμενο, την ξύπνησε.

Η Έρικα έτριψε τα μάτια της και σηκώθηκε από το κρεβάτι του Ζαώρδιλ, ήδη ντυμένη, μην έχοντας γδυθεί προτού ξαπλώσει. Ο Ζαώρδιλ δεν ήταν δίπλα, ούτε πουθενά στο δωμάτιο. Μάλλον, αυτός δεν κοιμήθηκε καθόλου. Τέλος πάντων· ώρα να φεύγουμε. Γιατί, βέβαια, σήμερα έπρεπε να μεταφέρει τον Αβέρναλ στη Μέρελκεβ· παρά τα όσα είχαν συμβεί μες στη νύχτα, αυτό δεν μπορούσε ν’αλλάξει.

Η Έρικα πήγε στο μπάνιο για να ετοιμαστεί και, μετά από λίγο, βγήκε με τα μαλλιά της χτενισμένα και φτιαγμένα σε καινούργιες πλεξίδες που δεν ήταν άνω-κάτω. Φόρεσε τις μπότες της, πήρε τα όπλα της και ό,τι άλλο εξοπλισμό νόμιζε πως ίσως να της χρειαζόταν, έριξε τον μαγικό της μανδύα στους ώμους της, κι έφυγε απ’το δωμάτιο του Σκοτωμένου, βαδίζοντας μέσα στους διαδρόμους του παλατιού και πηγαίνοντας στο δωμάτιο του Νικηφόρου.

Χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά της, αλλά κανείς δεν απάντησε.

«Νικηφόρε!» φώναξε η Έρικα. «Είσαι μέσα;»

Πάλι, καμια απάντηση.

Η Έρικα ξαναχτύπησε. «Νικηφόρε;»

Μια άλλη πόρτα άνοιξε, πίσω της. «Δε νομίζω ότι είναι εδώ, Έρικα.»

Η Έρικα στράφηκε για να δει τη Νιρκέκα, η οποία συνέχισε λέγοντας: «Στον Οδηγό πρέπει νάναι. Σε περιμένει.»

Η Έρικα ένευσε. «Ευχαριστώ,» είπε, και έφυγε βαδίζοντας γρήγορα αλλά όχι βιαστικά. Ποτέ δεν άφηνε τον εαυτό της να είναι βιαστικός· ήταν μειονέκτημα.

Κατέβηκε στους στάβλους και, αφού ένας ιπποκόμος σέλωσε το άλογό της, το καβάλησε και βγήκε στον μεγάλο κήπο του παλατιού που ήταν εν μέρει καμένος ύστερα από τη νυχτερινή επίθεση των Θηριόπνευστων Αδελφών. Ακόμα μπορούσες να μυρίσεις κάψιμο και στάχτη, παρότι, φυσικά, οι υπηρέτες είχαν κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να καθαρίσουν το μέρος.

Ο Ζαώρδιλ τη συνάντησε λίγο προτού φτάσει στην πύλη του κήπου. «Φεύγεις;»

Η Έρικα ένευσε. «Θέλεις κάτι;»

«Τίποτα ιδιαίτερο. Να προσέχεις,» είπε αγγίζοντας το γόνατό της.

Η Έρικα έσκυψε από τη σέλα του αλόγου της και φιλήθηκαν. «Λιγότεροι κίνδυνοι θα υπάρχουν στη Μέρελκεβ απ’ό,τι εδώ, πίστεψέ με.»

«Δεν το αμφιβάλλω.»

«Βρέθηκε ο Εύβουλος, όσο κοιμόμουν;»

«Κανένα νέο.»

Αναμενόμενα. Η Έρικα δεν περίμενε ότι θα τον έβρισκαν. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι δεν ήταν οποιοιδήποτε μισθοφόροι· ήταν από τους πιο καλά εκπαιδευμένους μισθοφόρους που μπορούσε κανείς να προσλάβει στη Φεηνάρκια. Ήξεραν πώς να επιβιώνουν, και είχαν το προβάδισμα. Η Έρικα πολύ φοβόταν ότι ίσως ήδη να βρίσκονταν στη θάλασσα, επάνω σε κάποιο κλεμμένο σκάφος, πλέοντας προς Κάρνατεβ.

Χαιρέτησε τον Ζαώρδιλ μ’ένα νεύμα και οδήγησε το άλογό της στην πύλη του κήπου. Οι φρουροί τής άνοιξαν και η Έρικα βγήκε, τροχάζοντας μέσα στους πρωινούς δρόμους της Νουσράκλης.

Ο Νικηφόρος την περίμενε στο κατάστρωμα του Οδηγού, καπνίζοντας, γυμνός από τη μέση κι επάνω.

«Δροσίζεσαι;» Η Έρικα κατέβηκε από το άλογό της και το έδωσε σ’έναν από τους Ζωντανούς-Νεκρούς που φρουρούσαν το μεγάλο πλοίο, λέγοντάς του: «Πήγαινέ το στο παλάτι, όποτε μπορέσεις.»

Ο Νικηφόρος αποκρίθηκε: «Μη μου πεις ότι κρυώνεις.»

Η Έρικα δεν το είπε αλλά το σκέφτηκε. Τέτοια πρωινή ώρα, ακόμα και το καλοκαίρι, δεν έκανε ζέστη στα νησιά του Ωκεανού. Όχι, τουλάχιστον, τόση ζέστη ώστε να στέκεσαι γυμνός επάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου, κατά τη γνώμη της.

Ο Νικηφόρος πέταξε το μισοτελειωμένο τσιγάρο του στη θάλασσα. «Φεύγουμε;»

«Ναι.»

«Πάω να ειδοποιήσω τους άλλους και να ετοιμαστώ. Εσύ πήγαινε στο ελικόπτερο,» της είπε, και βάδισε προς μια καταπακτή.

Η Έρικα πήγε στο ελικόπτερο, όπου συνάντησε τον Σάρνεμπ να σκαλίζει κάτι στη μηχανή του αεροσκάφους.

«Καλημέρα, Έρικα.»

«Όλα εντάξει;»

«Ναι· κάτι λεπτομέρειες κοιτάζω.»

Η Έρικα σταύρωσε τα χέρια εμπρός της, περιμένοντας και τους άλλους να έρθουν.

Μετά από λίγο, ο Νικηφόρος ήταν κοντά της (ντυμένος και εξοπλισμένος, τώρα), καθώς και δύο Ζωντανοί-Νεκροί ακόμα – ένας πολεμιστής και μια πολεμίστρια που η Έρικα δεν ήξερε τα ονόματά τους.

«Δε νομίζω να μας χρειαστούν περισσότεροι,» είπε ο Κολπατζής.

«Και πολλοί είμαστε, ίσως,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Μην ξεχνάς ότι θα πάρουμε, εκτός απ’τον Αβέρναλ, και τη Ραβάσλι, τον Ραμπνάιλ, και τον Σάμελκον’λι.» Συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή θα είμαστε, συνολικά…» (ένας γρήγορος υπολογισμός μες στο μυαλό της) «εννιά άνθρωποι. Θα χωράμε σ’αυτό το αεροσκάφος;» Το κοίταξε κριτικά· δεν ήταν και πολύ μεγάλο.

«Οριακά,» της είπε ο Σάρνεμπ, και κάθισε στη θέση του πιλότου. «Ελάτε.»

Ανέβηκαν στο ελικόπτερο, και η Έρικα κάθισε δίπλα στον Αετό. Ήταν η μόνη εκτός απ’αυτόν που ήξερε να πιλοτάρει και, σε μια περίπτωση ανάγκης, πιθανώς να χρειαζόταν η βοήθειά της.

«Θα μου δείξεις πού να προσγειωθούμε, έτσι;» της είπε ο Σάρνεμπ καθώς έβαζε τις μηχανές του ελικοπτέρου σε κίνηση και το ύψωνε πάνω από τον Οδηγό.

«Δε θα ‘προσγειωθούμε’ ακριβώς.»

«Τι εννοείς;»

«Δε νομίζω ότι μπορείς να προσγειωθείς εκεί πέρα. Είναι όλο πέτρες. Θα κατεβείς, απλώς, ώς ένα σημείο και θα ρίξουμε την ανεμόσκαλα.»

«Όπως θέλεις,» είπε ο Σάρνεμπ και πήρε δυτική κατεύθυνση. «Καλά δεν πηγαίνω;»

«Άψογα.»

Η Έρικα κοίταζε τα κύματα του Ωκεανού από κάτω τους, καθώς πετούσαν, και συγχρόνως οι σκέψεις της γύριζαν γύρω από διάφορα θέματα σχετικά με το δίκτυό της, τον Βασιληά Ράνελμον, τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ, τον Αβέρναλ, τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους, τον Ζαώρδιλ και τους Ζωντανούς-Νεκρούς, τον Όρκιβελ και τους κουρσάρους του… Βρέθηκε σχεδόν υπνωτισμένη απ’όλα αυτά και ούτε που το κατάβαλε πότε πέρασε η μισή ώρα που χρειαζόταν για να φτάσουν πάνω από το Ριγκάλμεκ.

«Είμαστε στα νότια του νησιού,» την πληροφόρησε ο Σάρνεμπ, «εκτός αν κάνω τραγικό λάθος.»

Η Έρικα βλεφάρισε. «Δεν κάνεις λάθος. Χάσε ύψος.»

Ο Σάρνεμπ έχασε ύψος και πέταξαν πάνω από τις νότιες ακτές.

«Εκεί.» Η Έρικα έδειξε το μέρος με τους μεγάλους βράχους. «Κατέβα κι άλλο.»

Ο Σάρνεμπ κατέβασε κι άλλο το ελικόπτερο, και η Έρικα, παρατηρώντας το τοπίο από κάτω τους, του έδειξε πάλι πού να σταματήσει ώστε να ρίξουν την ανεμόσκαλα. Ο πιλότος υπάκουσε, κάνοντας το ελικόπτερο να μείνει σταθερό στον αέρα πάνω από τους μεγάλους βράχους.

«Νικηφόρε,» είπε η Έρικα καθώς σηκωνόταν από τη θέση της. «Κατεβαίνουμε.»

«Το είχα υποψιαστεί,» αποκρίθηκε εκείνος καθώς άνοιγε τη μια πόρτα του ελικοπτέρου κι έριχνε την ανεμόσκαλα απ’το πλάι. «Δεν πιστεύω να σε πειράζει αν πάω πρώτος.»

«Εγώ δε χρειάζομαι σκάλα, ούτως ή άλλως,» είπε η Έρικα.

«Πετάς;»

«Το βρήκες.»

«Ό,τι νομίζεις.» Ο Νικηφόρος άρχισε να κατεβαίνει και, όταν είχε φτάσει κάτω, έκανε νόημα και οι άλλοι δύο Ζωντανοί-Νεκροί τον ακολούθησαν, κατεβαίνοντας κι αυτοί την ανεμόσκαλα ο ένας πίσω από την άλλη.

Η Έρικα είπε στον Σάρνεμπ: «Θα μας περιμένεις εδώ. Αν συμβεί κάτι, με ειδοποιήσεις μέσω πομπού.»

Ο Αετός κατένευσε.

Η Έρικα άνοιξε την πόρτα πλάι της και πήδησε από το ελικόπτερο. Ο μαγικός μανδύας απλώθηκε σαν φτερά πουλιού γύρω της και μείωσε την ταχύτητα της πτώσης της. Τα μποτοφορεμένα πόδια της πάτησαν πάνω σ’έναν βράχο– Γλίστρησε, έπεσε προς τη θάλασσα, τα χέρια της τεντώθηκαν, το ένα πιάστηκε από μια προεξοχή. Σταθεροποιώντας τον εαυτό της επάνω στη μεγάλη πέτρα, η Έρικα κατέβηκε προσεχτικά νιώθοντας την καρδιά της να έχει αρχίσει να χτυπά λιγάκι πιο γρήγορα.

«Μπορεί να πετάς,» της είπε ο Νικηφόρος, «αλλά δεν ξέρεις να προσγειώνεσαι.»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Δε φταίω εγώ· ήταν βρεγμένος ο βράχος.»

«Δικαιολογίες, όλο δικαιολογίες…» Ο Νικηφόρος, τραβώντας το σπαθί του – πάντοτε επιφυλακτικός – βάδισε πρώτος προς το εσωτερικό των σπηλαίων. Η Έρικα τον ακολούθησε. Η πολεμίστρια ήρθε πλάι της, και ο πολεμιστής πίσω της· η πρώτη βαστούσε πιστόλι, ο δεύτερος πιστόλι με ξιφολόγχη επάνω.

«Ραβάσλι;» φώναξε, όχι πολύ δυνατά, ο Νικηφόρος, όταν είχαν στρίψει πιο βαθιά μέσα στις σπηλιές και το φως που περνούσε ανάμεσα από τους βράχους ήταν ελάχιστο. «Ερχόμαστε.»

«Σας περιμέναμε,» αποκρίθηκε η Ραβάσλι, συναντώντας τους λίγο παρακάτω, μ’έναν αναμμένο φακό στο χέρι. Πίσω της ήταν ο Αβέρναλ, ο Ραμπνάιλ, και ο Σάμελκον’λι.

«Είδατε κανένα μεγάλο καβούρι, παρεμπιπτόντως;» τη ρώτησε ο Νικηφόρος.

«Ούτε μικρό καβούρι, μπορώ να σου πω. Εσείς;»

«Παρομοίως. Αλλά πάμε τώρα, ελάτε. Κοντεύω να ξεπαγιάσω πάλι εδώ μέσα. Η υγρασία σε διαπερνά σα μαχαίρι.»

«Εμείς να δεις τι έχουμε πάθει,» του είπε ο Ραμπνάιλ καθώς βάδιζαν προς την έξοδο. «Τα κόκαλά μου πονάνε.»

«Αυτό είναι επειδή γερνάς και παραξενεύεις,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, καθώς προπορευόταν, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει.

Βγήκαν από τις σπηλιές και πλησίασαν τη σκιά του ελικοπτέρου το οποίο ίπτατο από πάνω τους γεμίζοντας το πρωινό με τον ήχο του περιστρεφόμενου έλικά του. Ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να πιάνονται από την ανεμόσκαλα και να ανεβαίνουν.

Ενόσω ήταν ακόμα κάτω, ο Νικηφόρος ρώτησε την Έρικα: «Μη μου πεις ότι εσύ θα πετάξεις πάλι;»

«Δυστυχώς ο μανδύας μου δεν είναι τόσο ισχυρός.»

«Τι είναι αυτός ο μανδύας;»

«Δε σου έχει πει ο Σκοτωμένος;»

«Δεν έχει τύχει.»

«Ένας θεός είναι φυλακισμένος μέσα του.»

Ο Νικηφόρος την ατένισε επιφυλακτικά. «Ελπίζω να μη σου ξεφύγει καμια… άβολη ώρα.»

«Μην ανησυχείς· χρόνια τον έχω. Ο μανδύας και ο θεός είναι ένα, πλέον.»

Ο Νικηφόρος πιάστηκε από την ανεμόσκαλα κι ανέβηκε στο ελικόπτερο.

Η Έρικα ανέβηκε τελευταία, και, περνώντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους (ο χώρος του αεροσκάφους είχε στενέψει ξαφνικά, παρατήρησε), πήγε και κάθισε πλάι στον Σάρνεμπ.

«Προς Μέρελκεβ, τώρα,» του είπε.

Εκείνος ένευσε και πήρε βόρεια κατεύθυνση, κάνοντας το ελικόπτερο να υψωθεί περισσότερο, ενώ η Ραβάσλι μάζευε την ανεμόσκαλα κι ο Νικηφόρος έκλεινε την πόρτα.

Πέρασαν πάνω από το Ριγκάλμεκ – ένα νησί όλο ορεινές, δασώδεις περιοχές στο κέντρο, και πολλούς βάλτους και έλη στις ακτές – και συνέχισαν να πετάνε βλέποντας τον Ωκεανό να απλώνεται από κάτω τους, καθώς και διάφορα άλλα, μικρότερα νησιά.

«Δεν πιστεύω νάχουμε πρόβλημα να προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Μέρελκεβ…» είπε ο Σάρνεμπ στην Έρικα.

«Γιατί να έχουμε πρόβλημα; Απλώς θα μας ζητήσουν κάποιο φόρο, όπως σ’όλα τα αεροσκάφη που προσγειώνονται εκεί.»

Έπειτα δεν είπαν άλλα, καθώς ταξίδευαν πάνω από τον Ωκεανό. Ο ήχος του έλικα, άλλωστε, αποθάρρυνε τις κουβέντες. Η Έρικα αναρωτιόταν τι εναλλακτικές λύσεις είχε αν οι ευπατρίδες αρνούνταν να προσφέρουν άσυλο στον Αβέρναλ… Γιατί, όμως, να αρνηθούν;… Από την άλλη, βέβαια, γιατί να δέχονταν; Η Έρικα προσπάθησε να σκεφτεί κάποια καλά επιχειρήματα για να τους πείσει αν χρειαζόταν. Τι μπορεί να είχαν να κερδίσουν απ’αυτή την υπόθεση, εκτός από την ευγνωμοσύνη της;

Όταν έφτασαν στις βόρειες ακτές του Ωκεανού και κοντά στη Μέρελκεβ, μιάμιση ώρα είχε περάσει περίπου μετά την απομάκρυνσή τους από τις σπηλιές του Ριγκάλμεκ, και η Έρικα δεν νόμιζε πως ήταν ακόμα σίγουρη για τίποτα. Θα πρέπει να αυτοσχεδιάσω, αν χρειαστεί. Θα δούμε… Το πρόβλημα ήταν πως ούτε εκείνη κέρδιζε τίποτα από τις υπηρεσίες που πρόσφερε τώρα στον Αβέρναλ. Ο δημοσιογράφος δεν είχε να την πληρώσει, και ούτε ως σύνδεσμος μπορούσε να της φανεί χρήσιμος, στην κατάσταση που βρισκόταν, κυνηγημένος και έχοντας ανάγκη από άσυλο. Η Έρικα, όμως, δεν μπορούσε και να τον εγκαταλείψει. Η φυγάδευση του Αβέρναλ ήταν μέρος της δουλειάς που εκείνη και οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν αναλάβει για τον Βασιληά Ράνελμον. Αλλά, εκτός αυτού, η Έρικα είχε συμπαθήσει τον δημοσιογράφο, και δεν ήταν ο χαρακτήρας της να παραδίδει κάποιον στα χέρια των εχθρών του αν μπορούσε να κάνει κάτι για να το αποτρέψει.

Ο Σάρνεμπ γνώριζε πού ήταν το αεροδρόμιο της Μέρελκεβ: βόρεια και ανατολικά της πόλης. Πέρασε, έτσι, το ελικόπτερο από την ανατολική μεριά της – χωρίς να πλησιάσει τα τείχη της, για να μη δώσει αφορμή στους φύλακές της να τον φοβηθούν και να ετοιμάσουν τα όπλα τους – και έστριψε βόρεια ξανά.

Ένας μεγάλος δρόμος ξεκινούσε από τη βόρεια πύλη της Μέρελκεβ – όχι λιθόστρωτη δημοσιά, χωματόδρομος, αλλά στη Φεηνάρκια οι λιθόστρωτες δημοσιές ήταν πολύ σπάνιες ούτως ή άλλως – και σύντομα διχάλωνε: το ένα σκέλος συνέχιζε βόρεια, το άλλο πήγαινε βορειοανατολικά, προς το αεροδρόμιο της πόλης, διασχίζοντας μια περιοχή γεμάτη δέντρα και άγρια βλάστηση. Ο Σάρνεμπ πιλόταρε το ελικόπτερο πάνω από το δάσος, πέρα από το οποίο φαίνονταν τα οικοδομήματα του αεροδρομίου, που ήταν αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα της Φεηνάρκια. Η Έρικα είδε τουλάχιστον δύο κανόνια να γυαλίζουν στο φως του ήλιου, και το ένα γνώριζε (από τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει παλιότερα) ότι ήταν ενεργειακό: ένα πολύ επικίνδυνο όπλο.

Καθώς το ελικόπτερο πλησίαζε το αεροδρόμιο, ο Σάρνεμπ έστειλε σήμα ότι ζητούσε άδεια να προσγειωθεί.

«Μεταφέρετε εμπόρευμα;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή από τον πομπό του αεροσκάφους.

«Όχι,» απάντησε ο Σάρνεμπ.

«Είστε οπλισμένοι;»

«Ναι, αλλά όχι βαριά. Μισθοφόροι είμαστε.»

«Θα πληρώσετε φόρο.»

«Το γνωρίζουμε.»

Η άδεια προσγείωσης τούς δόθηκε, και ο Σάρνεμπ κατέβασε το ελικόπτερο στο αεροδρόμιο. Η Έρικα, στρεφόμενη πίσω, είπε στον Αβέρναλ: «Να φοράς την κουκούλα της κάπας σου, συνέχεια. Και όχι μόνο εσύ, αλλά κι ένας, δυο άλλοι τουλάχιστον, για να μη φαίνεται περίεργο.»

Ο Αβέρναλ σήκωσε την κουκούλα του· το ίδιο κι ο Σάμελκον’λι και η Ραβάσλι.

Βγήκαν από το ελικόπτερο και συνάντησαν μια γυναίκα ντυμένη με υπηρεσιακή στολή, συνοδευόμενη από δύο οπλισμένους φρουρούς. Τους καλωσόρισε και είπε ότι θα γινόταν ένας τυπικός έλεγχος του ελικοπτέρου τους για να διαπιστωθεί ότι, όπως είχαν δηλώσει, δεν μετέφεραν εμπορεύματα και ήταν μονάχα ελαφρά οπλισμένοι. Δεν της έφεραν αντίρρηση· δεν είχαν και τίποτα να κρύψουν. Αφού ο έλεγχος τελείωσε, η γυναίκα τούς είπε πόσο έπρεπε να πληρώσουν.

«Πενήντα ευγενή.»

«Αισθάνομαι ένα χέρι στα πισινά μας…» μουρμούρισε ο Νικηφόρος, ενώ η Έρικα έβγαζε χαρτονομίσματα από το βαλάντιό της και τα μετρούσε. Είχε αλλάξει κάμποσα κύματα σε ευγενή, προτού φύγει από τη Νουσράκλη, γιατί ήξερε ότι θα της χρειάζονταν όταν επισκεπτόταν τη Μέρελκεβ.

«Υπάρχει κάποιο μέσο για να φύγουμε από δω,» ρώτησε ο Ραμπνάιλ την υπάλληλο του αεροδρομίου, «ή θα πρέπει να πάμε στην πόλη βαδίζοντας;»

«Υπάρχει επιβατηγό όχημα, κύριε,» αποκρίθηκε εκείνη, παίρνοντας τα λεφτά της Έρικας και μετρώντας τα πεπειραμένα και επιδέξια. «Σε δέκα λεπτά το πολύ πρέπει να είναι εδώ. Εκεί θα σταματήσει.» Υψώνοντας το χέρι της έδειξε ένα μέρος κοντά στην έξοδο του αεροδρομίου. Μετά απομακρύνθηκε μαζί με τους δύο φρουρούς.

Η Έρικα είπε: «Δεν είναι ανάγκη να έρθετε όλοι στην πόλη. Καλό θα ήταν κάποιοι να μείνουν με το ελικόπτερο.»

«Είναι τόσο επικίνδυνο το αεροδρόμιο;» απόρησε ο Νικηφόρος.

«Δε βλάπτει να είσαι προσεχτικός όταν μπορείς να είσαι, Νικηφόρε, βλάπτει;»

Εκείνος μόρφασε αδιάφορα. «Ό,τι νομίζεις.»

Ο Σάρνεμπ προθυμοποιήθηκε να μείνει με το ελικόπτερο (όπως η Έρικα το περίμενε), καθώς και η πολεμίστρια που η Έρικα δεν ήξερε το όνομά της. Οι υπόλοιποι πήγαν προς τη στάση του επιβατηγού, και μετά από λίγο – πολύ πιο σύντομα από δέκα λεπτά που είχε πει η υπάλληλος – αυτό ήρθε: ένα ψηλό όχημα με τέσσερις ατρακτοειδείς μεταλλικούς τροχούς και αρκετές θέσεις για τουλάχιστον είκοσι επιβάτες. Επί του παρόντος, μόνο ο οδηγός ήταν μέσα κι άλλοι δύο οι οποίοι αμέσως κατέβηκαν. Ο οδηγός κατέβηκε τελευταίος.

«Σε πόση ώρα φεύγεις;» τον ρώτησε η Έρικα.

«Τώρα,» αποκρίθηκε εκείνος – ένας εύσωμος, πορφυρόδερμος Φεηνάρκιος. «Πάω να πάρω ένα αναψυκτικό κι έρχομαι.» Ήταν ελαφρά ντυμένος αλλά το πρόσωπό του γυάλιζε απ’τον ιδρώτα.

Όταν επέστρεψε είχε ένα μπουκάλι στο χέρι. Ανέβηκε στο όχημα και τους έκανε νόημα να μπουν καθώς κάθιζε μπροστά στο μεγάλο τιμόνι. Κανένας άλλος επιβάτης δεν είχε, εν τω μεταξύ, έρθει. Η Έρικα και οι υπόλοιποι επιβιβάστηκαν, και ο οδηγός είπε: «Μου δίνετε ένα ευγενές και τρία τέταρτα, και φύγαμε.»

Η Έρικα τον πλήρωσε. «Πόσο είναι το άτομο;»

«Ένα τέταρτο.»

Η Έρικα πήγε να καθίσει, όπως κι οι άλλοι, και ο Νικηφόρος τής είπε: «Ακόμα αισθάνομαι κάτι να με γραπώνει.» Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά μέσα από την κουκούλα του μανδύα της.

Το επιβατηγό ξεκίνησε μουγκρίζοντας σαν Μεγαθήριο και βρομώντας σαν λυκόχοιρος από τις καύσεις των ενεργειακών υγρών του. Οι μηχανές του δεν πρέπει να ήταν κι από τις καλύτερες, συμπέρανε η Έρικα.

Διέσχισαν τη δασώδη περιοχή, πέρασαν τη βόρεια πύλη της Μέρελκεβ, συνέχισαν μέσα σ’έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους της πόλης, τη Λευκή Οδό, και σταμάτησαν στο κέντρο, πλάι στην Ψηλή Αγορά. Μια απόσταση που, συνολικά, αποκλείεται να ήταν πάνω από τρία χιλιόμετρα.

Η Έρικα, οι Ζωντανοί-Νεκροί, και ο Αβέρναλ κατέβηκαν από το επιβατηγό, και η πρώτη είπε στον δημοσιογράφο: «Προτού κάνουμε οτιδήποτε θα έρθω σ’επαφή με τους ανθρώπους μου εδώ για να μάθω μήπως τίποτα απρόοπτο συμβαίνει στην πόλη.»

«Πόλεμο, πάντως, δε φαίνεται να έχουν,» παρατήρησε ο Νικηφόρος.

«Δεν είναι όλοι οι πόλεμοι φανεροί,» του είπε η Έρικα, αρχίζοντας να βαδίζει προς την Ψηλή Αγορά.

«Εγώ ξέρω αυτούς που άνθρωπος σκοτώνει άνθρωπο και αίμα πέφτει στη γη,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, ακολουθώντας την μαζί με τους υπόλοιπους.

Ανέβηκαν πέτρινα σκαλοπάτια τα οποία ήταν γλιστερά από τα χιλιάδες πόδια που καθημερινά τα πατούσαν. Ακόμα και τώρα, γύρω από την Έρικα και τους Ζωντανούς-Νεκρούς, άλλοι ανέβαιναν άλλοι κατέβαιναν, ορισμένοι βιαστικά ορισμένοι νωχελικά, ορισμένοι κουβαλώντας πράγματα ορισμένοι κουνώντας χέρια. Η Ψηλή Αγορά δεν είχε πάρει τυχαία το όνομά της: βρισκόταν λίγο πιο ψηλά από τις περιοχές με τις οποίες γειτνίαζε, και μπορούσες να φτάσεις σ’αυτήν μόνο από εκεί όπου υπήρχαν σκαλοπάτια ή κεκλιμένα επίπεδα. Τα τελευταία τα χρησιμοποιούσαν μόνο για να ανεβάζουν φορτηγά οχήματα, κάρα, ή ζώα. Δεν ήταν φρόνιμο να πηγαίνεις από εκεί όταν ήσουν πεζός· κάτι μπορεί να σε πατούσε.

Η Έρικα παραμέρισε τον μαγικό μανδύα της, ώστε να φαίνεται καθαρά το νοομορφικό χιτώνιο που φορούσε από κάτω, και πλησίασε το κατάστημα ενός ωρολογοποιού: ένα μικρό πέτρινο οίκημα με τζαμωτή πόρτα. Ένας πελάτης μόλις έφευγε. Η Έρικα στάθηκε μπροστά στην πόρτα, εκεί όπου μπορούσε να τη δει ο ωρολογοποιός από μέσα, και έκανε, με μια σκέψη, τα νερά επάνω στο χιτώνιό της ν’αλλάξουν ώστε να ρωτά: Όλα εντάξει;

Ο ωρολογοποιός, ένας σαρανταπεντάρης άντρας με κατάμαυρο δέρμα και καραφλό κεφάλι, έγνεψε καταφατικά – μια σύντομη κίνηση που μπορεί και να μη σήμαινε τίποτα αν δεν ήξερες ότι απαντούσε στην Έρικα έχοντας διαβάσει τα σχήματα επάνω στο χιτώνιό της.

Η Έρικα μπήκε στο κατάστημα, κάνοντας νόημα στους άλλους να μην την ακολουθήσουν.

«Καλημέρα, κυρία,» είπε ο ωρολογοποιός τυπικά.

«Καλημέρα, Σέθτενιρ. Ο Ρίβης;»

«Στα συνηθισμένα λημέρια, απ’ό,τι ξέρω,» είπε ο Σέθτενιρ, σκαλίζοντας τώρα ένα ρολόι επάνω στον πάγκο του. «Ήρθε κι ένας άλλος άνθρωπός σου πρόσφατα. Ένας μάγος.»

«Ο Ναλτάφιρ’χοκ;»

«Ναι. Έχεις κανένα χαλασμένο ρολόι για φτιάξιμο;»

Το χιτώνιό της ρώτησε: Πολιτική κατάσταση;

«Τίποτα ασυνήθιστο,» αποκρίθηκε ο ωρολογοποιός. Φορούσε κι αυτός ένα νοομορφικό ένδυμα αλλά μάλλον δεν το θεωρούσε απαραίτητο να το χρησιμοποιήσει.

«Δες αυτό.» Η Έρικα έλυσε το ρολόι από το χέρι της και του το έδωσε. «Είναι εντάξει; Νομίζω ότι χάνει λίγο.» Προκάλυψη, για την απίθανη περίπτωση ότι κάποιος τούς παρακολουθούσε από έξω.

Ο Σέθτενιρ κοίταξε το ρολόι. Το σκάλισε κιόλας μ’ένα λεπτό εργαλείο. «Μια χαρά είναι,» είπε, τελικά, και της το επέστρεφε.

«Ευχαριστώ.» Η Έρικα το έδεσε στον καρπό της και έφυγε απ’το κατάστημα.

Πλησιάζοντας τους άλλους, είπε στον Νικηφόρο: «Θυμάσαι πού είναι το Δίχτυ της Κυράς, έτσι;»

Εκείνος ένευσε. «Ναι, γιατί;» Ήταν ένα πανδοχείο νότια της Ψηλής Αγοράς, από το οποίο οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν ξαναπεράσει στην προηγούμενή τους επίσκεψη στην πόλη.

«Θα πάτε εκεί και θα με περιμένετε στην τραπεζαρία.» Στράφηκε στον Αβέρναλ. «Κι εσύ συνεχώς θα έχεις την κουκούλα σου σηκωμένη. Κι όχι μόνο εσύ, όπως είπαμε.»

«Εσύ, Έρικα, πού θα πας;» ρώτησε ο Νικηφόρος.

«Να μιλήσω σε κάτι ανθρώπους μου και, μετά, στον Οίκο των Ράθελκομ.»

Ο Νικηφόρος, ασφαλώς, ήξερε τον Οίκο των Ράθελκομ· ήταν οι ευπατρίδες που είχαν προσλάβει τους Ζωντανούς-Νεκρούς για να αντιμετωπίσουν τους ρους’κρούουμ που ένας μάντης είχε προφητέψει ότι θα επιτίθονταν στα υπόγεια ενός φρουρίου των Ράθελκομ στους πρόποδες των βουνών. Τελικά, η προφητεία είχε βγει αληθινή και η βοήθεια των Ζωντανών-Νεκρών είχε αποδειχτεί πολύτιμη. Και η Έρικα, φυσικά, ήταν που είχε προτείνει τους μισθοφόρους του Ζαώρδιλ στους ευπατρίδες· γι’αυτό τώρα πίστευε πως η Αρχόντισσα Ξαρντάλκι – η σύνδεσμός της μέσα στον Οίκο – ίσως να τη βοηθούσε να κρύψει τον Αβέρναλ.

Ο Ραμπνάιλ ρώτησε την Έρικα: «Από πότε ν’αρχίσουμε ν’ανησυχούμε, αν αργήσεις;»

«Δε νομίζω ν’αργήσω. Αλλά μπορείτε πάντα να με καλέσετε στον πομπό μου όποτε νομίζετε.»

Ύστερα, χώρισαν μέσα στην Ψηλή Αγορά· η Έρικα πήγε προς τα δυτικά, οι άλλοι προς τα νότια.

*

Ο Ρίβης έμενε πλάι σ’ένα πτηνοτροφείο γεμάτο άγρια πουλιά των βουνών και της θάλασσας που εκπαιδεύονταν από για να μεταφέρνουν μηνύματα μέχρι για πόλεμο. Το πτηνοτροφείο δεν είχε καμία άμεση σχέση με το δίκτυο της Έρικας – όχι ακόμα, τουλάχιστον – αλλά το σπίτι του Ρίβη, παρότι μικρό, αποτελούσε ανεπίσημο αρχηγείο μέσα στη Μέρελκεβ. Ήταν μονώροφο, όμως είχε δύο υπόγεια, το ένα κρυμμένο κάτω από το άλλο· και ένα μέρος του πρώτου ήταν επίσης κρυμμένο.

Η Έρικα χτύπησε την εξώπορτα συνθηματικά και άκουσε από μέσα τα βήματα κάποιου να πλησιάζουν. Τα βήματα σταμάτησαν, και ήξερε πως τώρα κάποιος την παρατηρούσε από το ματάκι της πόρτας. Ύστερα, η πόρτα άνοιξε και ο Ρίβης, χαμογελώντας, την άφησε να μπει.

«Καλώς την. Όλα εντάξει;»

«Μέχρι στιγμής. Άκουσα πως ο Ναλτάφιρ είναι εδώ…»

«Εδώ είμαι,» ήρθε μια φωνή από το μικρό καθιστικό του σπιτιού.

Η Έρικα και ο Ρίβης πήγαν προς τα εκεί, για να συναντήσουν τον μαυρόδερμο μάγο.

Η Έρικα, κατεβάζοντας την κουκούλα του μανδύα της, αντάλλαξε μια χειραψία μαζί του. «Τελείωσαν οι δουλειές σου;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Βρήκαμε το άτομο που αναζητούσαμε, και πληρωθήκαμε ανάλογα. Και μετά, όπως μου είχες ζητήσει, ήρθα στη Μέρελκεβ.»

Η Έρικα ένευσε. Ήθελε να έχει τον μάγο κοντά της, στον Ωκεανό, επειδή ετούτες οι περιοχές ήταν καινούργιες για το δίκτυό της, και ο Ναλτάφιρ’χοκ πολύ χρήσιμος.

«Είσαι εδώ για δουλειές, Έρικα,» ρώτησε ο Ρίβης, «ή απλώς για να δεις τι γίνεται;»

«Και για τα δύο, βασικά. Αλλά δεν θα ερχόμουν αν δεν είχα δουλειά· και, μάλιστα, είναι επείγουσα.»

Κάθισαν κι οι τρεις τους, και η Έρικα μίλησε στον Ρίβη και στον Ναλτάφιρ’χοκ για την υπόθεση του Αβέρναλ.

«Επομένως…» είπε, τελειώνοντας και κοιτάζοντας τον Ρίβη, «τι νομίζεις; Είναι καλή ιδέα να τον πάω στην Αρχόντισσα Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ;» Ο Ρίβης ήταν πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας, καταγόμενος από τη Σεργήλη, τη διάσταση που ήταν πατρίδα και της ίδιας της Έρικας· επιπλέον, δεν ήταν κανένας τυχαίος, αλλά ένας πολύ ικανός κατάσκοπος· έτσι εκείνη ανέκαθεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη γνώμη του

«Σίγουρα όχι χωρίς να τη ρωτήσεις,» της αποκρίθηκε τώρα.

«Θα τη ρωτήσω, φυσικά· δε θα της τον πάω κατευθείαν. Πιστεύεις ότι θα δεχτεί;»

«Εξαρτάται… Εσύ τη γνωρίζεις καλύτερα από εμένα, Έρικα. Εγώ δεν έχω κάνει καμια δουλειά γι’αυτήν ύστερα από ό,τι έγινε με τους ρους’κρούουμ. Αλλά, όσο είμαι εδώ, δεν έχω ακούσει τίποτα που να με κάνει να πιστεύω ότι θα μπορούσε να στραφεί εναντίον σου. Επιπλέον, οι ευπατρίδες της Μέρελκεβ είναι κατά του τωρινού Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ, και ο Οίκος των Ράθελκομ δεν αποτελεί εξαίρεση. Τελευταία, μάλιστα, η Επίγονος της Μέρελκεβ συγκεντρώνει μισθοφόρους.»

«Ετοιμάζει την πόλη για πόλεμο;»

«Αμυντικό, ίσως, αν χρειαστεί. Δε νομίζω ότι σκέφτεται να επιτεθεί στην Κάρνατεβ. Ωστόσο, στη θέση σου, θα ήμουν προσεχτικός με τον Αβέρναλ…»

Η Έρικα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

Ο Ρίβης εξήγησε: «Ίσως οι ευπατρίδες να φοβούνται ότι, αν μαθευτεί πως έκρυψαν τον δημοσιογράφο, αυτό θα προκαλέσει πόλεμο ανάμεσα στην πόλη τους και στην Κάρνατεβ.»

«Μα εκεί είναι το θέμα,» αποκρίθηκε η Έρικα: «να μην μάθει ο Αρχισυγκλητικός ότι ο Αβέρναλ βρίσκεται εδώ.»

«Θα ζητήσεις, όμως, από την Αρχόντισσα Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ να κρύψει την παρουσία του Αβέρναλ ακόμα και από την Επίγονο, έτσι δεν είναι;» (Η Έρικα έγνεψε καταφατικά.) «Αυτό είναι επικίνδυνο, και κάτι που η Ξαρντάλκι δεν νομίζω πως θα δεχτεί εύκολα. Κανένας ευπατρίδης δεν θα το δεχτεί εύκολα.»

Αν δεν το δεχτεί, μπορώ να το ρισκάρω να μάθει και η Επίγονος για την παρουσία του Αβέρναλ στην πόλη; αναρωτήθηκε η Έρικα. Δεν ήξερε και πολλά για τη γυναίκα που επί του παρόντος κυβερνούσε τη Μέρελκεβ, και δεν είχε καμια πρωτύτερη επαφή μαζί της. Η Επίγονος μπορεί να σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει τον δημοσιογράφο ως νόμισμα σε κάποια διπλωματική κίνηση με την Κάρνατεβ και τον Αρχισυγκλητικό, κι αυτό δεν ήταν κάτι που η Έρικα ήθελε να συμβεί. Σίγουρα θα δυσαρεστούσε τον Βασιληά Ράνελμον, αλλά επίσης δεν θα ήταν δίκαιο να φερθώ έτσι στον Αβέρναλ.

«Δε λέω, όμως, να μην προσπαθήσεις,» πρόσθεσε ο Ρίβης βλέποντας την συλλογισμένη.

«Αν η Ξαρντάλκι δεν δεχτεί να κρύψει τον Αβέρναλ σύμφωνα με τους όρους μου, θα πρέπει να βρω άλλη λύση,» είπε η Έρικα. Και μονάχα μία ακόμα υπάρχει στη Μέρελκεβ. Θα δείξει…

«Να κάνω μια προφανή ερώτηση;» είπε ο Ναλτάφιρ’χοκ, και μην περιμένοντας απάντηση συνέχισε: «Ποιος σου εγγυάται ότι η Ξαρντάλκι δεν θα σου πει ψέματα; Μπορεί να προσποιηθεί ότι δεν θα μιλήσει για τον Αβέρναλ σε κανέναν και, μετά, να το μαρτυρήσει στην Επίγονο, χωρίς εσύ να ξέρεις τίποτα. Χωρίς ακόμα κι ο Αβέρναλ να ξέρει τίποτα.»

«Δε νομίζω να το κάνει αυτό, Ναλτάφιρ,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Γιατί;»

«Επειδή δεν θέλει να γίνω εχθρός της.»

*

Η Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ ήταν μια γυναίκα στην ηλικία της Έρικας αλλά με προφανώς πολύ μεγαλύτερες ορέξεις. Μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, πρέπει να είχε περισσότερους εραστές απ’ό,τι η Έρικα είχε σε όλη της τη ζωή. Αυτή ήταν και η αιτία που είχαν γνωριστεί. Η Ξαρντάλκι έψαχνε κάποιον για να φυγαδεύσει έναν από τους εραστές της από τη Μέρελκεβ προτού ο σύζυγός της τον σκοτώσει. «Είναι παράλογα ζηλιάρης, ορισμένες φορές,» είχε πει στην Έρικα. «Δεν ξέρω τι τον πιάνει.» Διότι, φυσικά, πρέπει να γνώριζε ότι η Ξαρντάλκι είχε διάφορους εραστές· δεν μπορεί να είχε πλήρη άγνοια του θέματος. Η Έρικα ήταν βέβαιη πως ήταν αδύνατον να κρύψεις κάτι τέτοιο, αν ήσουν σαν τη συγκεκριμένη ευπατρίδη. «Ο Θέρνατελ δεν του έχει κάνει κανένα κακό, ουσιαστικά,» είχε συνεχίσει η Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ. «Ούτε καν έχουν συναντηθεί ποτέ. Εντάξει, εκτός από μία φορά. Ο Θέρνατελ είναι εκπαιδευτής θηρίων, και ο σύζυγός μου ήθελε να του εκπαιδεύσει έναν σκύλο.» Το ζητούμενο ήταν ότι τώρα η Ξαρντάλκι είχε αναγκαστεί να κρύψει τον Θέρνατελ κάπου μέσα στην πόλη και έψαχνε έναν άνθρωπο ειδικευμένο σε τέτοιες δουλειές ώστε να τον φυγαδέψει. Ήταν η Έρικα ο άνθρωπός της; Η Έρικα είχε αποκριθεί ότι σίγουρα ήταν ο άνθρωπός της. «Αν δεν τα καταφέρω εγώ, αρχόντισσά μου, κανένας δεν θα τα καταφέρει,» είχε πει, και ο καλοπροαίρετος κομπασμός της φάνηκε ν’αρέσει στην Ξαρντάλκι. Ωστόσο την είχε προειδοποιήσει: «Μην παίρνεις αψήφιστα τον σύζυγό μου. Είναι πολύ επίμονος όταν οι θεοί τού βάλουν κάτι στο κεφάλι!» Κι επίσης ήταν μέσα στην Αστυφυλακή της Μέρελκεβ. Δεν είχε κανέναν τίτλο ευγενείας προτού παντρευτεί την Ξαρντάλκι, αλλά ήταν αξιωματικός, Τριτοφύλακας, και τον θεωρούσαν πολύ ικανό στη δουλειά του. Η Έρικα δεν σκόπευε να τον υποτιμήσει.

Τελικά, είχε καταφέρει να πάρει κρυφά τον Θέρνατελ από τη Μέρελκεβ και να τον μεταφέρει στη Σερκάλβη χωρίς κανένα πρόβλημα. Σταγόνα αίματος δεν είχε χυθεί. Του είχε, μάλιστα, βρει και σπίτι εκεί, και τον είχε προωθήσει λιγάκι ώστε να μπορέσει να αρχίσει αμέσως να εξασκεί το επάγγελμά του. Η Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ είχε μείνει πολύ ευχαριστημένη· και οι σχέσεις της με την Έρικα είχαν θερμανθεί. Γι’αυτό κιόλας στην Έρικα είχε πάει πρώτα όταν είχε προκύψει το ζήτημα με τον μάντη, τους ρους’κρούουμ, κι εκείνο το οχυρό του Οίκου των Ράθελκομ στους πρόποδες των βουνών. Η Έρικα, φυσικά, είχε αμέσως προτείνει τους Ζωντανούς-Νεκρούς.

Και σήμερα, καθώς κατευθυνόταν προς τη μεγάλη οικία των Ράθελκομ μέσα στη Μέρελκεβ και ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, σκεφτόταν: Ελπίζω τώρα η Ξαρντάλκι να είναι πρόθυμη να μου ανταποδώσει την πρώτη χάρη που της έκανα. Φυγάδεψα έναν άνθρωπο γι’αυτήν· θα φυγαδέψει κι εκείνη έναν άνθρωπο για εμένα;

Βέβαια, δεν ήταν ακριβώς χάρη. Η Έρικα είχε πληρωθεί για εκείνη τη δουλειά, πράγμα που σήμαινε ότι η υποχρέωση της Ξαρντάλκι προς το μέρος της είχε ουσιαστικά τελειώσει. Ωστόσο, η ευπατρίδης ίσως να το έβλεπε αλλιώς. Μακάρι να το έβλεπε αλλιώς…

Ο αμαξάς που μετέφερε την Έρικα σταμάτησε στη γωνία που εκείνη τού είχε πει. «Εδώ είμαστε, κυρία. Αρχές του Λόφου.»

«Σ’ευχαριστώ.» Η Έρικα τον πλήρωσε και πήδησε έξω απ’την άμαξα. Εκείνος, μαστιγώνοντας τα άλογά του με τα γκέμια, τα έστρεψε από την άλλη κι έφυγε από την πλούσια συνοικία που ονομαζόταν Λόφος.

Η Έρικα, έχοντας την κουκούλα της σηκωμένη, βάδισε επάνω σ’έναν από τους ανηφορικούς δρόμους περνώντας ανάμεσα από πολυτελείς οικίες με κήπους και όμορφα λαξεύματα. Από πολλές μεριές έβλεπε μισθοφόρους φρουρούς να την κοιτάζουν, και πίσω από τον τοίχο ενός κήπου είδε κι έναν πολύκερω να την κοιτάζει – ένα από εκείνα τα σπάνια άλογα που η πλάτη τους ήταν γεμάτη κέρατα. Όποιοι ευπατρίδες κι αν τον είχαν πρέπει να είχαν χρυσοπληρώσει για να τον πιάσουν και να τον εκπαιδεύσουν ώστε να κάθεται έτσι ήρεμα μες στην αυλή τους.

Η Έρικα αισθανόταν τον ζωντανό μανδύα να είναι πιασμένος λιγάκι πιο σφιχτά επάνω της απ’ό,τι πριν, σαν να ανησυχούσε για την ασφάλειά της. Κίνδυνος; Η ίδια δεν νόμιζε ότι μπορούσε να εντοπίσει κανέναν έκδηλο κίνδυνο γύρω της. Το γεγονός ότι ορισμένοι από τους μισθοφόρους των ευπατρίδων την ατένιζαν καχύποπτα δεν ήταν παρά αναμενόμενο.

Πλησιάζοντας τελικά την οικία τον Ράθελκομ, είδε μια φρουρό να στέκεται πλάι στην πόρτα του κήπου. Η Έρικα τής είπε ότι είχε έρθει να μιλήσει με την Αρχόντισσα Ξαρντάλκι. Ήταν επείγον.

«Θα πρέπει να αφήσετε μήνυμα, κυρία, και θα της το μεταφέρω,» αποκρίθηκε η γιγαντόσωμη, μαυρόδερμη γυναίκα που δεν έμοιαζε επί του παρόντος να είναι σε καλή διάθεση.

«Πρέπει να τη δω τώρα, αν είναι εδώ. Πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να περιμένει. Και η αρχόντισσα με γνωρίζει· σε διαβεβαιώνω.»

«Δυστυχώς, αυτό δεν γίνεται, κυρία. Δώστε μου το όνομά σας–»

«Επικοινώνησε μαζί της, με τον πομπό σου» – η Έρικα έριξε ένα επιδεικτικό βλέμμα στον πομπό στη ζώνη της φρουρού – «και ρώτησέ την πρώτα.»

«Μη γίνεστε κουραστική, κυρία! Δώστε μου το όνομά σας και–»

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα εδώ;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από το εσωτερικό του κήπου, και η Έρικα είδε την Ξαρντάλκι να πλησιάζει πίσω από την καγκελόπορτα. Μια ψηλή, πορφυρόδερμη γυναίκα με γαλανοπράσινα μαλλιά, επί του παρόντος πιασμένα περίτεχνα πάνω απ’το κεφάλι της με μια μεγάλη, κοκάλινη φουρκέτα. Φορούσε ένα αργυρόχρωμο, γυαλιστερό φόρεμα που έπεφτε ώς τα γόνατά της κι άφηνε τους ώμους και τα χέρια της εκτεθειμένα. Ή, μάλλον, το δεξί· γιατί το αριστερό ήταν γεμάτο κοσμήματα, από το μπράτσο ώς τα δάχτυλα: περιβραχιόνια, βραχιόλια, δαχτυλίδια, πολλά από τα οποία συνδέονταν με μικρές αργυρές ή χρυσές αλυσίδες. Και αυτό το χέρι ήταν υψωμένο για να μπορεί να στέκεται επάνω του – επάνω στα μεταλλικά κοσμήματά του – ένα κουάρταλ: ένα από εκείνα τα φτερωτά σαυροειδή πλάσματα που συναντούσες κυρίως στις ακτές του Ωκεανού. Είχε δύο πόδια και ουρά, η οποία ήταν τώρα τυλιγμένη γύρω από τον πήχη της Ξαρντάλκι. Το κεφάλι του κάλυπτε ένα χνουδωτό λοφίο που θύμιζε κουκούλα. Τα μάτια του γυάλιζαν.

«Αρχόντισσά μου,» είπε η φρουρός. «Μια κυρία–»

«Αρχόντισσα Ξαρντάλκι. Σίγουρα με θυμάσαι,» διέκοψε η Έρικα τη φρουρό χωρίς να βγάλει την κουκούλα του μανδύα της.

Η Ξαρντάλκι πλησίασε και, μειδιώντας, είπε: «Φυσικά!» Και προς τη φρουρό: «Τι είναι αυτά τα καμώματα; Έρχεται κάποιος να μου μιλήσει και προκαλείς προβλήματα;»

«Με συγχωρείτε, Αρχόντισσά μου…» έκανε η γιγαντόσωμη, μαυρόδερμη γυναίκα αποφεύγοντας το βλέμμα της.

Η Ξαρντάλκι έγνεψε στην Έρικα να την ακολουθήσει στο εσωτερικό του κήπου, κι εκείνη υπάκουσε.

«Καινούργιος θησαυρός;» ρώτησε ρίχνοντας ένα βλέμμα στο κουάρταλ στο χέρι της ευπατρίδη.

Εκείνη γέλασε. «Δώρο. Τι να πεις; Άντρες…»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά.

«Δε μπορούσα να αρνηθώ,» είπε η Ξαρντάλκι με επιτηδευμένα αθώο βλέμμα. Το κουάρταλ έβγαλε ένα έντονο τσύριγμα και σκαρφάλωσε πιο ψηλά επάνω στο χέρι της.

«Με συγχωρείς αν έρχομαι ακατάλληλη ώρα,» είπε η Έρικα. «Καταλαβαίνω ότι είναι μεσημέρι…»

«Μ’αυτή τη ζέστη, έχω ήδη φάει και έκανα μια βόλτα στον κήπο προτού πάω κάπου πιο δροσερά· οπότε μη σ’απασχολεί. Έλα μαζί μου.»

Η Ξαρντάλκι την οδήγησε σε μια παράπλευρη πόρτα της οικίας των Ράθελκομ και σε μια μικρή αίθουσα με τοξωτό, ανοιχτό παράθυρο το οποίο έβλεπε τον κήπο, τόσο μεγάλο που, αν ήθελες, εύκολα το χρησιμοποιούσες για να μπεις ή να βγεις από εδώ.

Η Ξαρντάλκι τίναξε το αριστερό χέρι της έντονα, και το κουάρταλ πέταξε από εκεί, πηγαίνοντας να πιαστεί στην πλάτη μιας καρέκλας του αραιά επιπλωμένου δωματίου. «Κάθισε, Έρικα.»

Η Έρικα, κατεβάζοντας την κουκούλα της, κάθισε σε μια καρέκλα. Η Ξαρντάλκι πήρε ένα μπουκάλι με χυμό απ’το μικρό, ξύλινο ψυγείο στη γωνία και γέμισε δύο κούπες. Πρόσφερε τη μία στην Έρικα και κάθισε κοντά της.

«Ευχαριστώ,» είπε εκείνη πίνοντας μια γουλιά. Πορτοκάλι και λεμόνι και κάτι άλλο μαζί, συμπέρανε. Με πολύ ζάχαρη. Υπερβολικά πολύ, ίσως, για τα γούστα της.

«Τι σε φέρνει εδώ, λοιπόν;» ρώτησε η Ξαρντάλκι.

«Θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη.»

«Αν είναι κάτι που μπορώ να κάνω, πολύ ευχαρίστως…» Η Έρικα, όμως, παρατήρησε ότι το βλέμμα της ευπατρίδη είχε γίνει αμέσως επιφυλακτικό.

«Αφορά έναν δημοσιογράφο που ψάχνει άσυλο,» εξήγησε, και μίλησε για την υπόθεση του Αβέρναλ χωρίς να αναφέρει πολλές λεπτομέρειες. Δε χρειαζόταν η Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ να γνωρίζει περισσότερο απ’ό,τι υπήρχε λόγος, αυτή τη στιγμή. «Είσαι πρόθυμη να τον κρύψεις;»

Η ευπατρίδης ήπιε μια γουλιά απ’τον χυμό της, και μετά από λίγο αποκρίθηκε: «Δεν είναι μικρό αυτό που μου ζητάς… Έχω ήδη ακούσει για τον Αβέρναλ. Ο Αρχισυγκλητικός έχει λυσσάξει εναντίον του…»

«Γι’αυτό κιόλας ο άνθρωπος ζητά άσυλο.»

«Προφανώς. Αλλά…» Η Ξαρντάλκι κόμπιασε. «Για ένα τόσο σοβαρό θέμα, που αφορά ολόκληρη την πόλη μας, καλύτερα θα ήταν να πάμε να μιλήσουμε στην Επίγονο, Έρικα. Μπορώ να–» Σταμάτησε, όμως, να μιλά καθώς είδε την Έρικα να κουνά το κεφάλι.

«Δε θέλω η Επίγονος να ξέρει τίποτα, αν είναι να τον κρύψεις.»

Τα μάτια της Ξαρντάλκι διαστάλθηκαν προς στιγμή και, μετά, στένεψαν. «Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς; Αν η Επίγονος μάθει ότι κρύβω τέτοιο πρόσωπο, όλος ο Οίκος των Ράθελκομ μπορεί να έχει προβλήματα!»

Η Έρικα έμεινε σιωπηλή, περιμένοντας τη να συνεχίσει.

Η Ξαρντάλκι ήπιε ξανά μια γουλιά από την κούπα της. «Μπορεί να το έκανα,» δήλωσε, «αν είχα έστω κάτι να κερδίσω, εγώ ή ο Οίκος μου. Όμως ποιο το όφελος από κάτι τέτοιο, Έρικα; Μονάχα κίνδυνος υφίσταται. Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, αλλά, ακόμα και για σένα, δεν μπορώ να κάνω μια τέτοια χάρη. Είναι πολύ σοβαρό ζήτημα.»

«Μα, αν κανένας δεν μάθει τίποτα…. Ο Αβέρναλ είναι πρόθυμος να μείνει κρυμμένος όπου του ζητήσεις…» Ελπίζω, τουλάχιστον.

Από κει και πέρα, όμως, ό,τι κι αν είπε δεν μπόρεσε να μεταπείσει την Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ. Παρότι η ευπατρίδης έκανε ένα σωρό μικρότερες μηχανορραφίες, δεν ήταν πρόθυμη να ριψοκινδυνέψει με κάτι που θεωρούσε σημαντικό για όλη την πόλη της ίσως.

«Ελπίζω να με καταλαβαίνεις, Έρικα· δεν θέλω να με παρεξηγήσεις,» είπε· και τελικά χώρισαν όντως χωρίς παρεξήγηση. Άλλωστε, η Έρικα δεν το έκρινε διπλωματικό να παρεξηγηθεί με μια γυναίκα σαν την Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ, από την οποία είχε αρκετά να κερδίσει μέσα στη Μέρελκεβ.

Καθώς την ξεπροβόδιζε ώς την καγκελόπορτα του κήπου, η ευπατρίδης είπε: «Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Ζαώρδιλ, τον Νικηφόρο, και τη Νιρκέκα.»

Η Έρικα υποσχέθηκε πως δεν θα το ξεχνούσε, και, έχοντας ήδη φορέσει ξανά την κουκούλα της, έφυγε απ’την οικία των Ράθελκομ βαδίζοντας μέσα στους ζεστούς μεσημεριανούς δρόμους της Μέρελκεβ.

Μονάχα ένα πιθανό μονοπάτι απομένει, τώρα…

*

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός της δονήθηκε μόλις η Έρικα είχε βρει επιβατική άμαξα και είχε ανεβεί πλάι σ’έναν άλλο άντρα που ήταν ήδη επάνω και τύχαινε να πηγαίνει προς την ίδια κατεύθυνση μ’εκείνη. Πήρε τον πομπό από τη ζώνη της και, ενεργοποιώντας τον, τον έφερε στ’αφτί της.

«Ναι;»

«Πού γυροφέρνεις;» ρώτησε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής. «Σε λίγο θα μας διώξουν απ’το μαγαζί.» Προφανώς αστειευόταν.

«Έχω ακόμα κάποιες δουλειές. Σε λίγο θα έρθω. Μην πάτε πουθενά αλλού.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. «Απλώς ήθελα να δω αν είσαι ακόμα ζωντανή.»

«Ζωντανή είμαι.»

«Χαίρομαι.»

Η επικοινωνία τους τερματίστηκε, και η Έρικα επέστρεψε τον πομπό της στη θήκη του.

Η άμαξα έπιασε τη Λευκή Οδό και την ακολούθησε προς τα νότια. Έφτασε εκεί όπου ήταν οικοδομημένο το Φρουραρχείο της Αστυφυλακής και ο δρόμος χωριζόταν στα δύο, με το ένα παρακλάδι να γίνεται Ανατολική Λευκή και το άλλο Δυτική Λευκή. Η άμαξα ακολούθησε το δεύτερο παρακλάδι και, λίγο παρακάτω, άφησε τον συνεπιβάτη της Έρικας. Μ’εκείνη συνέχισε προς τα δυτικά και σύντομα έστριψε νότια, σ’έναν άλλο, μικρότερο δρόμο. Όταν ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια για να σταματήσει τα άλογά του βρίσκονταν μπροστά στον Οίκο της Βίηλ. Η Έρικα τον πλήρωσε και κατέβηκε.

Έστρεψε το βλέμμα της στον Οίκο: ένα τριώροφο οικοδόμημα, καμωμένο από γκρίζα πέτρα, με ψηλή, ξύλινη δίφυλλη πόρτα την οποία κανένας δεν φρουρούσε εξωτερικά. Σπάνια υπήρχε λόγος, άλλωστε. Ο Οίκος ήταν μια πρεσβεία, ουσιαστικά, που πρόσφερε βοήθεια, υποστήριξη, και πληροφορίες σε όλους όσους έρχονταν από τη διάσταση της Βίηλ. Υπήρχε μια διαστασιακή δίοδος βορειοδυτικά της Μέρελκεβ η οποία οδηγούσε από – και μόνο από – Βίηλ προς Φεηνάρκια. Επομένως, όσοι έρχονταν από Βίηλ εδώ κατέληγαν πρώτα. Για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους υπήρχε μια άλλη δίοδος (μονόδρομη επίσης) πολύ πιο βόρεια, μετά την Έλγκοροβ. Απόσταση πάνω από τετρακόσια χιλιόμετρα.

Τον Οίκο της Βίηλ δεν τον χρηματοδοτούσε κανένα κράτος, ούτε από τη Βίηλ ούτε από την Φεηνάρκια· εθελοντές τον συντηρούσαν. Άνθρωποι της Βίηλ, κυρίως, οι οποίοι έκαναν δουλειές εδώ, ή άνθρωποι που η καταγωγή τους ήταν εν μέρει από Βίηλ εν μέρει από Φεηνάρκια – ελάχιστοι, ομολογουμένως.

Η Έρικα πλησίασε την ψηλή, διπλή πόρτα και χτύπησε το κουδούνι πλάι της. Το άκουσε να αντηχεί στο εσωτερικό του Οίκου, και μετά, το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε κι ένας φρουρός φάνηκε. «Χαίρεται,» είπε μιλώντας στη Συμπαντική Γλώσσα.

«Γεια σας,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Θα ήθελα να δω τον κύριο Αρνάλβες, αν είναι διαθέσιμος. Πρόκειται για κάτι επείγον.»

Παρότι η Έρικα φορούσε κουκούλα, ο φρουρός αναμφίβολα μπορούσε να δει το λευκό δέρμα του προσώπου της, κι αυτό πρέπει να ήταν που τον έκανε να της πει, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, να περάσει και ότι θα ειδοποιούσε αμέσως τον κύριο Αρνάλβες. Οι γηγενείς της Βίηλ είχαν συνήθως λευκό ή γαλανό δέρμα.

Η Έρικα δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στον Οίκο της Βίηλ (αν και δεν είχε ξαναδεί τον συγκεκριμένο φρουρό – ο οποίος ήταν λευκόδερμος σαν εκείνη), έτσι κάθισε σε μια από τις καρέκλες του κάτω καθιστικού του Οίκου σαν να βρισκόταν στο σπίτι της. Κανένας άλλος δεν ήταν εδώ, μες στο μεσημέρι. Επάνω στο τραπέζι ήταν αφημένες δύο κούπες – η μία άδεια, η άλλη μισογεμάτη – κι ένα πιάτο με λίγο κρέας ακόμα μέσα.

Σύντομα ένας άντρας ήρθε στο καθιστικό, γαλανόδερμος, γκριζομάλλης, και καμια δεκαετία μεγαλύτερος από την Έρικα. Ντυμένος μ’έναν ελαφρύ χιτώνα και σανδάλια. Δεν ήταν παχύς, αλλά ούτε και λεπτό θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις.

Εκείνη είχε ήδη κατεβάσει την κουκούλα της, και ο Αρνάλβες χαμογέλασε βλέποντάς την. «Έρικα. Καλωσόρισες γι’ακόμα μια φορά στον Οίκο της Βίηλ.»

Η Έρικα σηκώθηκε κι αντάλλαξαν μια χειραψία. «Σε ξύπνησα, Αρνάλβες. Με συγχωρείς.»

«Φαίνεται τόσο πολύ;» γέλασε εκείνος, καλοπροαίρετα.

«Κάτι που μόνο εγώ θα παρατηρούσα.» Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

«Αυτό με παρηγορεί κάπως,» αποκρίθηκε ο Αρνάλβες.

«Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, Αρνάλβες…» είπε η Έρικα, σοβαρή τώρα, επαγγελματική.

«Πάμε στο γραφείο μου, τότε, να συζητήσουμε.»

Και την οδήγησε στις σκάλες του Οίκου της Βίηλ. Το οίκημα δεν διέθετε ανελκυστήρα· δεν ήταν τόσο ψηλό και αυτοί που το συντηρούσαν – ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο Αρνάλβες, φυσικά – το θεωρούσαν σπατάλη χρημάτων.

Η Έρικα είχε γνωρίσει τον Αρνάλβες τον καιρό που είχε γνωρίσει και την Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ, αν και μετά από αυτήν. Ο Αρνάλβες τότε υποψιαζόταν πως ένας πρώην επαναστάτης τον είχε βάλει στόχο, θεωρώντας ότι κάποτε είχε βοηθήσει τους Παντοκρατορικούς να βλάψουν την οικογένειά του. Ο Αρνάλβες, όμως, δεν είχε ποτέ κάνει κάτι τέτοιο – ή, τουλάχιστον, έτσι είχε πει στην Έρικα. Δεν ήταν, μάλιστα, ποτέ με τους Παντοκρατορικούς· δεν ήταν εναντίον τους, μα ούτε και μαζί τους: απλώς προσπαθούσε να ζήσει και τότε όπως και τώρα. Η Έρικα δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τα λόγια του, και δεν την ενδιέφερε άλλωστε. Είχε δεχτεί να μάθει γι’αυτόν αν ο συγκεκριμένος πρώην επαναστάτης σχεδίαζε να τον δολοφονήσει. Είχε ερευνήσει το θέμα διεξοδικά, με κάθε μέσο στη διάθεσή της· ήταν και ο Ναλτάφιρ’χοκ εδώ, τότε, και την είχε βοηθήσει αξιοσημείωτα με τις μαγείες του. Τελικά, είχαν ανακαλύψει ότι ο πρώην επαναστάτης δεν σκόπευε να σκοτώσει τον Αρνάλβες· απλώς ορισμένες φορές μιλούσε πολύ, και μεθούσε επίσης, κι έλεγε διάφορα τα οποία, μετά, ούτε ο ίδιος δεν θυμόταν πάντα. Ο Αρνάλβες είχε ανακουφιστεί από τις πληροφορίες που του έφερε η Έρικα, κι εκείνη δεν είχε δεχτεί να πληρωθεί, λέγοντας πως το μόνο που ζητούσε ήταν να τη βοηθήσει να μεταφέρει κάποτε το δίκτυό της στη Βίηλ. Ο Αρνάλβες τής είχε υποσχεθεί πως θα της πρόσφερε ό,τι βοήθεια χρειαζόταν.

Και η Έρικα τώρα αναρωτιόταν αν αυτή η υπόσχεσή του θα περιλάμβανε να κρύψει τον Αβέρναλ κάπου μέσα στον Οίκο της Βίηλ…

Έφτασαν στον δεύτερο όροφο του Οίκου και ο Αρνάλβες παραμέρισε τη δερματόπορτα του γραφείου του για να μπουν και να καθίσουν. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό αλλά καθόλου αέρας δεν ερχόταν· είχε πέσει άπνοια για την ώρα.

«Θέλεις τίποτα να πιεις;» ρώτησε ο Αρνάλβες.

«Ευχαριστώ, όχι.»

«Εγώ θα πιω κάτι.» Άνοιξε ένα μπουκάλι που βρισκόταν επάνω στο γραφείο του, πλάι στο μηχανικό σύστημα με την κονσόλα και την οθόνη, και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. «Πες μου: τι θέλεις να κάνω για σένα;»

Η Έρικα τού εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα με τον Αβέρναλ καθώς και τι ζητούσε από εκείνον. «Αν εσύ δεν με βοηθήσεις,» του είπε, «δεν υπάρχει κανένας άλλος μέσα στη Μέρελκεβ που να μπορεί να με βοηθήσει.»

«Οι άνθρωποι του δικτύου σου; Γιατί δεν τον κρύβουν αυτοί;»

«Δε μπορούμε ν’αναλάβουμε κάτι τέτοιο για πολύ καιρό,» είπε η Έρικα, «εκτός αν ο Αβέρναλ είναι πρόθυμος να γίνει πράκτοράς μου – που δεν το νομίζω.»

«Μάλιστα…» μουρμούρισε ο Αρνάλβες σκεπτικά, πίνοντας μια γουλιά από το νερό του. «Αν κάποιος – η Επίγονος, ας πούμε – ανακαλύψει ότι κρύβω τον Αβέρναλ εδώ μέσα, θα έχουμε μεγάλα προβλήματα.»

«Υποθέτω ότι μπορείς να είσαι προσεχτικός, δεν μπορείς; Και ο Αβέρναλ δεν είναι ανόητος.»

«Επίσης,» συνέχισε ο Αρνάλβες, «αν οι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού πληροφορηθούν ότι τον έχω εδώ….»

«Μα εκεί είναι το θέμα – να μην το μάθουν. Το μόνο που χρειάζεται ο Αβέρναλ είναι ένα μέρος για να κρυφτεί, Αρνάλβες. Τίποτα περισσότερο.»

Ο Αρνάλβες έσμιξε τα χείλη, μοιάζοντας διχασμένος. «Σου χρωστάω, Έρικα, είναι η αλήθεια…»

«Μην το σκέφτεσαι έτσι. Σ’το ζητάω ως φίλη.» Ελπίζοντας να τον καλοπιάσει. Αν κι αυτός τής έλεγε όχι, θα έπρεπε να πάει τον Αβέρναλ σε κάποιο άλλο μέρος…

Ο Αρνάλβες αναστέναξε. «Εντάξει,» είπε. «Φέρ’ τον εδώ. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορώ να τον κρύβω για πάντα στον Οίκο της Βίηλ. Ίσως κάποια στιγμή να πρέπει να τον διώξω. Να του το εξηγήσεις αυτό.»

Η Έρικα ένευσε. «Φυσικά και θα του το εξηγήσω. Σ’ευχαριστώ, Αρνάλβες. Και νομίζω πως ίσως να συμπαθήσεις τον Αβέρναλ, όταν του μιλήσεις από κοντά.»

«Το εύχομαι. Θα ήταν δυσάρεστο να κρύβω κάποιον που δεν συμπαθώ έστω και λίγο.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Έκτο
Ένας Δαίμονας Μέσα στη Νύχτα

Η Σανκάρλι’μορ δεν παρακολουθούσε τις δραστηριότητες των ανθρώπων του Αρχισυγκλητικού μόνο μέσω του οπτικοακουστικό κοριού που είχε φυτέψει στα υπόγεια κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο της Κάρνατεβ· πήγαινε, κάθε τόσο, και εκεί απ’όπου μπορούσε να παρατηρήσει τι γινόταν – εξωτερικά τουλάχιστον – στα υποθαλάσσια Ορυχεία Ιπταερίου. Έπαιρνε τη φωτογραφική μηχανή της και τραβούσε φωτογραφίες. Χρησιμοποιούσε και Ξόρκια Φωτογραφικής Εστιάσεως για να φωτογραφίζει λεπτομέρειες που αλλιώς θα ήταν αδύνατο να φωτογραφηθούν. Μπορούσε να διαπεράσει ακόμα και το σκοτάδι, ορισμένες φορές, με τα ξόρκια της. Και είχε ήδη μια συλλογή από τέτοιες φωτογραφίες καταχωνιασμένη σε μια κρυφή θυρίδα του σπιτιού της.

Απόψε θα έκανε πάλι μια εξόρμηση, είχε αποφασίσει. Οι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού, βέβαια, μάλλον την περίμεναν έξω από την πολυκατοικία της, αλλά η Σανκάρλι πίστευε ότι θα κατόρθωνε να τους αποφύγει. Εξάλλου, δεν τους είχε αποφύγει και την προηγούμενη φορά, που είχε πάει να βρει τον Χάραλκιρ στην Αρένα; Κανένας δεν την είχε ακολουθήσει τότε, ήταν βέβαιη. Κι εκείνη τη βραδιά που ο Χάραλκιρ είχε έρθει εδώ, αυτόν κυνηγούσαν, όχι εμένα. Πρέπει να τον είδαν να χτυπά το κουδούνι μου, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Όλα τούτα έλεγαν στη Σανκάρλι πως οι μεταμφιέσεις της ήταν επιτυχείς· οι κατάσκοποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πότε έμπαινε και πότε έβγαινε από την πολυκατοικία της.

Επιπλέον, σκεφτόταν καθώς ετοιμαζόταν για τη νυχτερινή της εξόρμηση, δεν μπορώ να τους αφήσω να με περιορίσουν εδώ· γιατί τότε θα είναι σα να μ’έχουν βγάλει από τη μέση, με μοναδικό όπλο τους τον φόβο.

Θα χρησιμοποιούσε μια μεταμφίεση παρόμοια μ’αυτήν που είχε χρησιμοποιήσει για να πάει να βρει τον Χάραλκιρ στην Αρένα. Νόμιζε πως ήταν πετυχημένη. Συνήθως οι κατάσκοποι δεν θα ακολουθούσαν κάποια που δεν είχε το δέρμα που περίμεναν να έχει… Η Σανκάρλι φόρεσε τις ψηλές κάλτσες που γίνονταν ένα με το δέρμα της και το έκαναν να φαίνεται κόκκινο, και τις έδεσε στον μηρό. Ντύθηκε με κοντή φούστα και ελαφριά υφασμάτινη μπλούζα με μακριά μανίκια, και τύλιξε μια ζώνη στη μέση της επάνω στην οποία υπήρχαν θήκες για τις συσκευές που ήθελε να έχει μαζί της. Φόρεσε ένα ζευγάρι μαύρα μποτάκια και στους ώμους της έριξε μια κοντή, καλοκαιρινή κάπα που έπεφτε ώς λίγο πιο κάτω από τη μέση της, ώστε τα «κοκκινόδερμα» πόδια της να φαίνονται καθαρά. Σήκωσε την κουκούλα της κάπας στο κεφάλι και βγήκε απ’το διαμέρισμά της, κλειδώνοντας διεξοδικά.

Μπήκε στον ανελκυστήρα και κατέβηκε προς το ισόγειο.

 

 

Αυτή η έλξη είναι βασανιστική. Σα να είμαι μέταλλο που το τραβά κάποιος μαγνήτης! Αλλά το μέταλλο δεν μπορεί να πάει προς τον μαγνήτη· είναι παγιδευμένο!

Το τέρας προσπαθεί να με πνίξει, μοιάζοντας εξαγριωμένο. Μου ζητά να πάω προς την έλξη· αλλά πώς; Μόλις ήρθα στην πόλη! και δεν έχω βρει κανέναν φανερό δρόμο…

Περιπλανιέμαι, ελπίζοντας πως οι αισθήσεις μου θα με καθοδηγήσουν. Προσπαθώ να μάθω την πόλη (χωρίς να τραβήξω ανεπιθύμητη προσοχή). Αν δεν μάθω την πόλη, δεν πρόκειται να βρω τον δρόμο…

Αλλά οι αισθήσεις μου δεν αρκούνται μόνο σ’αυτή την αλλόκοτη έλξη, την έλξη προς τα βάθη της γης· ώρες-ώρες διευρύνονται υπερβολικά. Οσφραίνομαι, νομίζω, λες κι είμαι θηρίο· ακούω και τον παραμικρό ήχο. Και οι ορέξεις μου γίνονται βίαιες. Παλεύω να το καταπολεμήσω, και κάποιες φορές φαίνεται μάταιο, σα να παλεύεις με την ίδια σου τη φύση. Αλλά δεν είμαι εγώ αυτό το τέρας, το ξέρω πως δεν είμαι εγώ…

Πηγαίνω στον Κίονα του Φωτός, μήπως εκεί μου δοθούν απαντήσεις, αλλά, καθώς στέκομαι μπροστά στην πανύψηλη φωτεινή στήλη που κατέρχεται από τους ουρανούς και μέσα της ανασαλεύουν αλλόκοτες εφιαλτικές μορφές, δεν νιώθω τίποτα που δεν ένιωθα ήδη. Ο θεός τους δεν μου μιλά. Αλλά αυτό δεν είναι παράξενο: δεν είμαι ιερέας, ούτε μάγος. Ούτε παιδί κανένας θεού είμαι!

Αλλά τι μου συμβαίνει; Το τέρας προσπαθεί να με πνίξει, να με ωθήσει σε κάποιο μέρος… κάποια πηγή. Κι εγώ περιφέρομαι ζαλισμένος μες στους δρόμους της μεγαλούπολης, σαν μεθυσμένος σχεδόν. Ένας μεθυσμένος με εφιαλτικά διευρυμένες αισθήσεις. Η κάθε κίνηση, ο κάθε θόρυβος, με ενοχλεί· παλεύω για να καταπολεμήσω τα ένστικτα. Βλέπω το τέρας να με κοιτάζει από αντανακλάσεις σε τζάμια και μέταλλα, από αντανακλάσεις σε λίμνες βρόμικων νερών στο πλακόστρωτο…

Υπάρχουν και έλξεις ασθενέστερες από αυτή που με τραβά κάτω σα να προσπαθεί να με λιώσει στη γη. Παραπατώντας, νομίζω πως φτάνω κοντά σε μια απ’αυτές. Η δεύτερη νύχτα σε τούτη την πόλη (αν δεν έχω μπερδέψει τον χρόνο)· το σκοτάδι είναι πυκνό προς εκείνη τη μεριά: βλέπω πίσω από τους καπνούς ενός μαγκαλιού μια μορφή να κινείται· μου θυμίζει τις μορφές που γλιστράνε μέσα στον Κίονα του Φωτός. Πλησιάζω, περνώντας μέσα από θολούρα, καλύπτοντας τη μύτη με το χέρι μου – και η μορφή φεύγει γρήγορα – φοβισμένα; – και μαζί της είναι κι άλλες μορφές. Παρόμοιες. Δύο ακόμα; Και… είναι άνθρωποι; Είναι δυνατόν να είναι άνθρωποι;

Τα βίαια ένστικτα με κυριαρχούν· δεν καταλαβαίνω τι με ωθούν να κάνω, αλλά σταματώ για να το καταπολεμήσω. Γρονθοκοπώ τον παλιό τοίχο μέχρι που η γροθιά μου αιμορραγεί.

Οι παράξενες μορφές έχουν εξαφανιστεί. Τις ονειρεύτηκα; (Βλέπω και παραισθήσεις τώρα; Βλέπω κι άλλες παραισθήσεις εκτός από εκείνες με το τέρας; Μήπως αυτό που είδα ήταν το τέρας;)

Πρέπει να ερευνήσω κι άλλο, πρέπει να βρω τρόπο να φτάσω σε κάποιο μέρος με απαντήσεις, στην πηγή της έλξης, αλλιώς θα με πνίξει, θα με καταστρέψει, ώρες-ώρες δεν μπορώ να αναπνεύσω καθόλου· ο ύπνος, όταν έρχεται, είναι βασανιστικός (καλύτερα να μην κοιμάμαι): βλέπω όνειρα – οράματα – από υπόγειους κόσμους όπου τα σκοτάδια μου ψιθυρίζουν. Κι όταν ξυπνάω, ο ιερέας μού λέει ότι είμαι παιδί θεού. Τον διώχνω απ’το μυαλό μου. Τι σκατά συμβαίνει σε τούτη την πόλη; Θα συνέβαιναν αυτά ακόμα κι άμα δεν είχα έρθει εδώ; (Αν ναι, τότε ευτυχώς που είμαι μακριά της – μακριά από όλους τους – ευτυχώς. Αυτές είναι, ίσως, οι τελευταίες μου μέρες.)

Αναζητώ πάλι εκείνες τις παράξενες φιγούρες (άνθρωποι ή όχι;)· δεν μπορεί να ήταν παραισθήσεις. Τις είδα. Και κάτι με οδήγησε σ’αυτές. Το ίδιο πράγμα θα με ξαναοδηγήσει. Πρέπει κάποια σχέση να έχουν μ’εμένα· ή, τουλάχιστον, μ’αυτό που μου συμβαίνει· ή με το τέρας μέσα μου. Είναι υπηρέτες, ίσως, του υπόγειου θεού; Μα, αν είναι έτσι, τότε τι κάνουν εδώ, μες στην πόλη; Και δεν είναι ρους’κρούουμ· σίγουρα δεν είναι ρους’κρούουμ. Τους θυμάμαι καλά τους ποντικανθρώπους.

Ετούτο το σούρουπο περιφέρομαι ξανά σαν στοιχειό μέσα στους δρόμους της μεγαλούπολης, και, παρότι δεν έχω βρει τις παράξενες φιγούρες, νομίζω πως έχω διακρίνει έναν δρόμο σχετιζόμενο με την υπόγεια έλξη. Είναι λες κι έχω καταλάβει, κάπου βαθιά εντός μου (ίσως το τέρας να το έχει καταλάβει), ότι για να πάω κάτω πρέπει να πάω προς… τα… εκεί…

Η δυτική πύλη. Ταξιδιώτες μπαίνουν, ταξιδιώτες βγαίνουν. Φρουροί παρατηρούν. Αφήνω την πόλη πίσω μου, βαδίζω στην ύπαιθρο δυτικά της.

Η θάλασσα! Η έλξη προέρχεται από την ακτή. Ή, τουλάχιστον, από εκεί νομίζω πως ξεκινά ένας δρόμος… Γιατί; Τι είναι εκεί;

Ακολουθώ…

 

 

«Άσλατμιρ!» φώναξε η Σέρυ, που τώρα ήταν ξανά η σειρά της να κάθεται μπροστά στο παράθυρο και να τραβά φωτογραφίες αυτών που έμπαιναν ή έβγαιναν από την πολυκατοικία της μάγισσας. «Νομίζω πως αυτή είναι πάλι! Η ίδια!»

Ο Άσλατμιρ άφησε τον διαφημιστικό κατάλογο της εταιρείας Ευγενείς Μηχανές (μια βιομηχανία οχημάτων της Κάρνατεβ) και ήρθε στο υπνοδωμάτιο.

«Αυτή με τα κόκκινα πόδια,» είπε η Σέρυ δείχνοντάς την.

Ο Άσλατμιρ, κοιτάζοντας από το παράθυρο, δεν πρόλαβε να τη δει καλά· η γυναίκα απομακρυνόταν γρήγορα από την είσοδο της πολυκατοικίας· αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν η ίδια. Το ντύσιμο διαφορετικό από την προηγούμενη φορά, εκτός απ’το γεγονός ότι τα πόδια φαίνονταν: τα πόδια ήταν το μόνο δέρμα που φαινόταν, και σ’έκαναν να νομίζεις πως ήταν κόκκινα, μα δεν ήταν. Οι κάλτσες δημιουργούσαν αυτή την ψευδαίσθηση· και, μάλλον, ήταν ειδικά φτιαγμένες για τέτοια δουλειά. Κανένας δεν θα υποψιαζόταν ότι ήταν η μάγισσα, βλέποντας κόκκινο δέρμα αντί για λευκό. Όμως αυτή ήταν! Ο Άσλατμιρ ήταν βέβαιος. Δε μπορούσε, φυσικά, να την πυροβολήσει από εδώ, γιατί δεν είχε δει το πρόσωπό της, αλλά–

«Την ακολουθούμε!» είπε εσπευσμένα. «Πάμε!» Κι αμέσως φόρεσε τις μπότες και την κάπα του, κι έκρυψε τα όπλα του από κάτω της.

Η Σέρυ δεν έφερε αντίρρηση: ακολουθώντας το παράδειγμά του, ντύθηκε κι εκείνη. Ούτε ένα λεπτό δεν χρειάστηκαν για να ετοιμαστούν· βρίσκονταν συνεχώς σε εγρήγορση, γιατί περίμεναν τη στιγμή που η μάγισσα θα παρουσιαζόταν ξανά με κάποια μεταμφίεση που θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν.

Βγήκαν απ’το νοικιασμένο διαμέρισμά τους, που ήταν στον τρίτο όροφο, και κατέβηκαν από τις σκάλες τρέχοντας σχεδόν. Όταν έφτασαν κάτω, η Σανκάρλι’μορ (αν ήταν όντως αυτή) είχε εξαφανιστεί, αλλά ο Άσλατμιρ θυμόταν προς τα πού κατευθυνόταν – δυτικά! – έτσι, χωρίς καθυστέρηση, εκείνος κι η Σέρυ επίσης προς τα εκεί κατευθύνθηκαν. Ήταν νύχτα και τα σκοτάδια πολλά μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ, όμως το πεπειραμένο βλέμμα του Άσλατμιρ δεν άργησε να εντοπίσει τη γυναίκα με τα κόκκινα πόδια. Είχε στρίψει σ’έναν μικρότερο δρόμο, και τώρα φαινόταν ήδη να φτάνει στο τέλος του. Κρίμα, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ καθώς την ακολουθούσαν από απόσταση· δεν προλαβαίνουμε να τη στριμώξουμε εδώ για να κατεβάσουμε την κουκούλα της. Και ήταν καλή ευκαιρία· ο δρόμος ήταν γεμάτος πυκνές σκιές.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τον διέσχισαν και βγήκαν σ’έναν μεγαλύτερο, όπου δεν ήταν μόνοι τους με τη γυναίκα που ακολουθούσαν. Η Σανκάρλι’μορ (;) συνέχιζε, πάντως, να πηγαίνει δυτικά, και σύντομα έφτασε στην Άφλεκτη – μια ακόμα μεγαλύτερη οδό, η οποία ήταν κάθετη προς τη Μεγάλη Λεωφόρο και, ξεκινώντας απ’αυτήν, κατέληγε στην Πύλη των Αγρών: τη δυτική πύλη της Κάρνατεβ.

Για κάνα-δυο χιλιόμετρα, η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια βάδιζε δυτικά επάνω στην Άφλεκτη, χωρίς να σταματήσει πουθενά, και μετά έκανε νόημα σε μια επιβατική άμαξα. Ανέβηκε και συνέχισε προς την ίδια κατεύθυνση.

Ο Άσλατμιρ καταράστηκε. Η δαιμονισμένη Λάμια! Δεν έβλεπε εκεί κοντά καμια άλλη επιβατική άμαξα.

Μετά, όμως, μία έστριψε από έναν μικρότερο δρόμο μπαίνοντας στην Άφλεκτη. Η Σέρυ την είδε πρώτη και της έκανε νόημα. «Δυτικά!» είπε στον αμαξά. «Δυτικά πηγαίνουμε!»

«Δε μπορώ, κυρία· έχω ραντεβού αλλού–»

«Θα μας πας δυτικά,» επέμεινε ο Άσλατμιρ τραβώντας το πιστόλι κάτω από την κάπα του και σημαδεύοντάς τον, έτσι ώστε το όπλο να μην είναι φανερό από κανέναν άλλο παρά μόνο από τους δυο τους και τη Σέρυ.

Τα μάτια του αμαξά στένεψαν, κι ο Άσλατμιρ είδε το χέρι του να πηγαίνει κάτω απ’τη δική του κάπα–

«Μην τραβήξεις όπλο,» τον προειδοποίησε. «Δε θέλω να σε σκοτώσω. Λίγο παρακάτω πάμε, και θα πληρωθείς κιόλας.» Ανέβηκε στην άμαξα, πίσω από τον αμαξά, μαζί με τη Σέρυ. «Δυτικά, τώρα! Γρήγορα!»

Ο αμαξάς υπάκουσε, και σύντομα μπορούσαν να δουν την άμαξα της γυναίκας που παρακολουθούσαν.

«Μην τρέχεις τόσο,» του είπε ο Άσλατμιρ. «Πιο σιγά. Να δούμε πού θα μας κατεβάσεις…»

Ο αμαξάς έκανε τ’άλογά του να κόψουν ταχύτητα.

Η άμαξα της Σανκάρλι’μορ (;) συνέχιζε να κατευθύνεται δυτικά, επάνω στην Άφλεκτη, τρώγοντας το ένα χιλιόμετρο μετά το άλλο…

«Κύριε,» είπε ο αμαξάς χωρίς να στραφεί να κοιτάξει τον Άσλατμιρ, «με βγάζετε τελείως από την πορεία του.»

«Θα σε βγάλω ακόμα πιο πολύ από την πορεία σου – μόνιμα – αν με τσαντίσεις.»

Ο αμαξάς δεν διαμαρτυρήθηκε άλλο.

Η άμαξα που ακολουθούσαν σταμάτησε κανένα χιλιόμετρο απόσταση από την Πύλη των Αγρών, και η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια κατέβηκε.

Ο Άσλατμιρ είχε ήδη πει στον δικό του αμαξά να σταματήσει επίσης, και τον πλήρωσε καλά. «Είναι η τυχερή σου νύχτα, παρότι ίσως να μην το νομίζεις,» του είπε, και βγήκε μαζί με τη Σέρυ. Ο αμαξάς έφυγε αμέσως, σα να τον κυνηγούσε το Πεπρωμένο των Δαιμόνων.

Η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια μπήκε σ’έναν δρόμο νότια της Άφλεκτης. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ βάδισαν γρήγορα προς τα εκεί. Την είδα να στρίβει και, μετά από λίγο, να στρίβει ξανά. Οι δρόμοι που ακολουθούσε δεν ήταν μεγάλοι αλλά ούτε και κατασκότεινοι ή τελείως ερημικοί ήταν.

«Μήπως μας έχει καταλάβει;» ρώτησε η Σέρυ.

«Δεν το νομίζω. Όμως, σίγουρα, κινείται ύποπτα – σαν κάποια που πιστεύει ότι ίσως να την παρακολουθούν.» Η μάγισσα είναι. Τη βρήκαμε. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το επιβεβαιώσουμε.

Η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια, ύστερα από ακόμα μια στροφή, επέστρεψε στην Άφλεκτη· τώρα, βρισκόταν πολύ πιο κοντά στην Πύλη των Αγρών, και την πλησίαζε.

Ναι, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ. Αν δεν φοβάται πως ίσως να την παρακολουθούν, γιατί να έχει κάνει όλο αυτό τον άσκοπο κύκλο; Θα μπορούσε να φτάσει στην πύλη βαδίζοντας και ευθεία επάνω στην Άφλεκτη…

Η Σανκάρλι’μορ (;) πέρασε την Πύλη των Αγρών χωρίς κανένας φρουρός να τη σταματήσει (άλλωστε δεν είχε τίποτα το ύποπτο επάνω της) και βγήκε από την Κάρνατεβ. Ο Άσλατμιρ έκανε νόημα στη Σέρυ να περιμένουν λίγο – για να μη μπορεί κανένας να τους συνδέσει με τη γυναίκα με τα κόκκινα πόδια – και μετά ζύγωσαν κι αυτοί την πύλη, με τις κουκούλες τους σηκωμένες, μοιάζοντας με ταξιδιώτες. Οι φρουροί δεν τους έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Η Κάρνατεβ είχε πολλή κίνηση, εξάλλου, ακόμα και τη νύχτα· γι’αυτό και η πύλη της έστεκε τέτοια ώρα ανοιχτή. Ήταν από τις μεγαλύτερες πόλεις της Φεηνάρκια· πολύ πιο μεγάλη από τη Νασόλκαθ, τη γενέτειρα του Άσλατμιρ. Η μεγαλύτερη που είχε γνωρίσει στη ζωή του.

Η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια βάδιζε τώρα ανάμεσα στους αγρούς που απλώνονταν δυτικά της Κάρνατεβ. Ο Άσλατμιρ έβλεπε τη σκιερή φιγούρα της μέσα στο φεγγαρόφωτο· κι όταν ύψωσε τα κιάλια του για να την κοιτάξει, επιβεβαιώθηκε πως ήταν αυτή.

«Την ακολουθούμε από απόσταση,» είπε στη Σέρυ ενώ δεν είχαν καθόλου πάψει να βαδίζουν, «μέχρι να βρούμε καλή ευκαιρία να την πλησιάσουμε περισσότερο. Γιατί αν πάμε τώρα προς το μέρος της τρέχοντας, θα μας καταλάβει αμέσως· είναι σίγουρο.» Εδώ δεν υπήρχε η κίνηση των δρόμων της πόλης· παντού γύρω τους ήταν ερημιά, εκτός από τα φώτα μερικών υποστατικών. Και η βλάστηση δεν ήταν πυκνή: τα δέντρα λίγα και αραιά.

«Γιατί δεν την πυροβολούμε, να ξεμπερδεύουμε;» πρότεινε η Σέρυ.

«Πρέπει να δούμε το πρόσωπό της, πρώτα!»

«Ακόμα και να μην είναι αυτή, τι μας νοιάζει;»

«Σοβαρολογείς;»

Η Σέρυ έβγαλε έναν ήχο ανάμεσα σε αναστεναγμό και γρύλισμα. «Μας παραέχει ταλαιπωρήσει! Κι εδώ πέρα είναι ερημιά, έτσι κι αλλιώς· ποιος θα–;»

«Δε θ’αρχίσουμε να σκοτώνουμε στην τύχη!» είπε ο Άσλατμιρ. «Κι επιπλέον, είσαι σίγουρη πως από εδώ θα μπορούσες να τη σημαδέψεις, μες στη νύχτα, ενώ κινείται;»

«Αυτό θα ήταν, όντως, δύσκολο…» αποκρίθηκε η Σέρυ, δυσανασχετώντας.

«Θα βρούμε ευκαιρία να την πλησιάσουμε· μην ανησυχείς. Ώς πότε θα συνεχίσει να βαδίζει; Προφανώς, κάπου πηγαίνει.»

*

Δυτικά της Κάρνατεβ, λίγο πιο πέρα από τους αγρούς, υπήρχε ένα κομμάτι γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα σαν στραβή λεπίδα. Ήταν αρκετά μεγάλο για να στήσεις μια βάση εκεί, και βρισκόταν και στην κατάλληλη θέση για κάτι τέτοιο: αντίκρυ στα υποθαλάσσια Ορυχεία Ιπταερίου.

Η Σανκάρλι’μορ δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν σε τούτο το μέρος. Σταμάτησε εκεί όπου μπορούσε να είναι άνετα κρυμμένη μέσα στη νύχτα και, συγχρόνως, να ατενίζει τη βάση που οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού είχαν φτιάξει επάνω στο ακρωτήριο: Δύο πρόχειρα, λυόμενα οικοδομήματα, μερικές σκηνές, κάποια σταθμευμένα οχήματα, και κάποιες αραγμένες βάρκες στην προβλήτα. Τα φώτα ήταν ελάχιστα: ίσα-ίσα για να βλέπουν όσοι βρίσκονταν στη βάση· δεν ήθελαν να δίνουν στόχο, αν και η βάση δεν ήταν κρυφή. Μπορούσες εύκολα να μάθεις ότι υπήρχε. Όλοι οι εργαζόμενοι στα υποθαλάσσια ορυχεία από εδώ έφευγαν και εδώ επέστρεφαν, με τις βάρκες.

Επί του παρόντος, στο φως των τριών φεγγαριών της Φεηνάρκια, η είσοδος των υποθαλάσσιων ορυχείων φαινόταν σαν μια πελώρια τρύπα επάνω στην υδάτινη επιφάνεια του Ωκεανού, όπως ένας λάκκος θα φαινόταν επάνω στο έδαφος. Ήταν, φυσικά, φτιαγμένη με υδροπλαστικό, το οποίο παραμέριζε τη θάλασσα προκειμένου να δημιουργήσει έναν σωλήνα που ξεκινούσε από την επιφάνεια και έφτανε ώς τον πυθμένα και στις υποθαλάσσιες εγκαταστάσεις των Ορυχείων Ιπταερίου. Οι βάρκες που έφευγαν από τη βάση, ή που έρχονταν προς αυτήν, έπλεαν μέσα στον υδάτινο σωλήνα που δημιουργούσε το υδροπλαστικό· η Σανκάρλι τις είχε δει κάμποσες φορές.

Ετούτη τη στιγμή καμία βάρκα δεν έφευγε από τη βάση, ούτε ερχόταν προς αυτήν. Η λειτουργία των υποθαλάσσιων ορυχείων ήταν μειωμένη τις νύχτες, αν και όχι τελείως σταματημένη. Απ’ό,τι ήξερε η Σανκάρλι, άνθρωποι δούλευαν εκεί κάτω ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου. Δούλοι κυρίως, αλλά όχι μόνο.

Η μάγισσα γονάτισε στο ένα γόνατο και έφερε τα κιάλια της στα μάτια, για να κοιτάξει τι γινόταν στη βάση. Είδε μερικούς φρουρούς, όπως συνήθως, αλλά καμια ιδιαίτερη κινητικότητα. Περίμενε, παρατηρώντας. Τις περισσότερες φορές όταν ξημέρωνε μπορούσες, ίσως, να προσέξεις κάτι το ασυνήθιστο. Τις νύχτες τα πράγματα ήταν ήσυχα. Η Σανκάρλι σκόπευε να ξενυχτίσει απόψε, όπως έκανε πάντα όταν ερχόταν βράδυ εδώ.

Πίσω της, μια σκοτεινή μορφή παρουσιάστηκε γλιστρώντας μέσα από τη βλάστηση του υψώματος που η μάγισσα είχε επιλέξει για παρατηρητήριό της. Χωρίς να κάνει θόρυβο, την πλησίασε–

Και τότε η Σανκάρλι’μορ, που κοίταζε τη βάση και την είσοδο του ορυχείου με τα κιάλια της, κατάλαβε ότι κάποιος ήταν κοντά της. Αμέσως φοβήθηκε ότι οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού την είχαν εντοπίσει. Αρπάζοντας το πιστόλι από τη ζώνη της, στράφηκε σημαδεύοντας.

Ο κουκουλοφόρος άγνωστος ύψωσε τα χέρια του, που ήταν άδεια: δεν κρατούσαν όπλο. «Δεν είμαι ληστής,» είπε. «Ούτε εχθρός.» Η φωνή του, αν και δεν έμοιαζε με γρύλισμα θηρίου, ακριβώς τέτοιο θύμισε στη Σανκάρλι, σαν κάτι το άγριο να κρυβόταν από πίσω της.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. «Βγάλε την κουκούλα σου!»

Ο άντρας έριξε την κουκούλα του στους ώμους του, κι ένα μαυρόδερμο πρόσωπο παρουσιάστηκε, με μαλλιά που – αν η Σανκάρλι δεν έκανε λάθος στο φεγγαρόφωτο – πρέπει να ήταν γαλανά. Της ήταν άγνωστος· δεν τον είχε ξαναδεί. Όπως το περίμενε, άλλωστε.

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε, μην πιστεύοντας πως δεν ήταν πράκτορας του Αρχισυγκλητικού. Από την άλλη, βέβαια, αν ήταν πράκτορας του Αρχισυγκλητικού, δεν θα κρατούσε κάποιο όπλο ενώ την πλησίαζε από πίσω; Δεν θα είχε ένα πιστόλι σε ετοιμότητα στο χέρι του;

Ο άντρας φάνηκε ειλικρινά προβληματισμένος από την ερώτησή της. Το βλέμμα του έγινε προς στιγμή απλανές· μετά, κοίταξε προς τη μεριά της βάσης. «Τι είναι εκεί;» θέλησε να μάθει δείχνοντας.

Η Σανκάρλι αναρωτήθηκε: Προσπαθεί να με κάνει να γυρίσω, για να τρέξει να φύγει; Ή για να μου επιτεθεί; Δεν γύρισε. «Δεν ξέρεις τι είναι εκεί;» του είπε. «Με κοροϊδεύεις;»

«Δεν είμαι από την Κάρνατεβ. Πρόσφατα ήρθα.» Ο άντρας κατέβασε τα υψωμένα χέρια του, μοιάζοντας να μην τον ενδιέφερε αν θα τον πυροβολούσε· ή ίσως να έβλεπε στην έκφρασή της ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον πυροβολήσει.

Θα τον πυροβολήσω, όμως, αν κάνει πως κινείται ύποπτα! «Τι ζητάς, τότε, εδώ; Γιατί μου λες ψέματα;»

«Δε σου λέω ψέματα!» αποκρίθηκε απότομα ο άντρας. «Και δεν υπάρχει λόγος να με σημαδεύεις. Σε είδα να τους κατασκοπεύεις μες στη νύχτα, και σκέφτηκα πως εσύ θα ήσουν το κατάλληλο άτομο για να ρωτήσω τι κάνουν εκεί πέρα. Τι είναι αυτό το μέρος κοντά στη θάλασσα;»

«Μια βάση,» του είπε η Σανκάρλι παρατηρώντας την αντίδρασή του, «την οποία χρησιμοποιούν για να πηγαίνουν και να έρχονται από τα Ορυχεία Ιπταερίου.»

Ο άγνωστος συνοφρυώθηκε – μάλλον· γιατί η έκφρασή του δεν φαινόταν καθόλου καθαρά, μαυρόδερμος καθώς ήταν μες στη νύχτα. «Αυτά είναι τα Ορυχεία Ιπταερίου; Στη θάλασσα;»

«Ναι. Ούτε αυτό το ξέρεις;»

«Είχα ακούσει γι’αυτά,» παραδέχτηκε ο άντρας, «αλλά δεν τα είχα ξαναδεί…» Βάδισε προς το μέρος της.

Η Σανκάρλι απομακρύνθηκε πλαγιοπατώντας, εξακολουθώντας να τον σημαδεύει με το πιστόλι της. Εκείνος δεν έδωσε σημασία, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο στη βάση και στην είσοδο των ορυχείων που φαινόταν απόμακρα μες στον Ωκεανό. Η Σανκάρλι είχε την παράξενη αίσθηση ότι είχε κοντά της όχι άνθρωπο αλλά θηρίο. Επιπλέον, υπήρχε κάτι στις κινήσεις του που επίσης θηρίο τής θύμιζε.

«Δε χρειάζεται να με σημαδεύεις,» της είπε ξανά ο άγνωστος χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει. «Δεν ξέρω ποια είσαι, μα δεν υπάρχει λόγος να με φοβάσαι. Δεν είμαι κατάσκοπος του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ, αν αυτό νομίζεις, αν είσαι εσύ κατάσκοπος εναντίον του Αρχισυγκλητικού.»

Η Σανκάρλι κατέβασε το πιστόλι της, διστακτικά, αλλά δεν το θηκάρωσε. Τι είσαι, τότε; αναρωτήθηκε. Είσαι σαν τον Χάραλκιρ; Είσαι από… αυτούς – όποιοι κι αν είναι; «Δεν είμαι κατάσκοπος,» του είπε.

«Γιατί κατασκοπεύεις, τότε;» Εξακολουθούσε να κοιτάζει τη βάση, όχι τη μάγισσα.

«Δεν…»

Ο άντρας γέλασε κοφτά. «Τι κάνεις εδώ, λοιπόν; Τουρισμό;»

«Παρακολουθώ απλώς,» είπε η Σανκάρλι. «Δε με πληρώνει κανένας. Δε δουλεύω για κανέναν αντίπαλο του Αρχισυγκλητικού, ούτε για καμια άλλη πόλη.»

«Δημοσιογράφος;» ρώτησε ο άντρας.

Η Σανκάρλι δεν μίλησε. Μήπως, τελικά, είναι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού και προσπαθεί να με ψαρέψει; Συνήθως, όμως, δεν δρούσαν έτσι οι άνθρωποι του Βέργκεδελ. Γιατί να την ψάρευε, όταν μπορούσε να την απαγάγει και να της κάνει ερωτήσεις ενώ ήταν δεμένη και τρομαγμένη;

«Πρόσφατα,» είπε ο άγνωστος, «γνώρισα έναν δημοσιογράφο από την Κάρνατεβ… ο οποίος δεν είναι στην Κάρνατεβ πλέον.»

Δεν είναι στην Κάρνατεβ πλέον; «Π-ποιον;» έκανε, ξαφνιασμένη, η Σανκάρλι.

Ο άγνωστος στράφηκε τώρα να την κοιτάξει· τα μάτια του γυάλιζαν περίεργα στο φεγγαρόφωτο. Ή, μήπως, αυτή την εντύπωση τής έδιναν επειδή το πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο μοιάζοντας να γίνεται ένα με τη νύχτα; «Αβέρναλ τον λένε· τον ξέρεις;»

Αδύνατον! «Γνωρίζεις τον Αβέρναλ; Πώς; Ποιος είσαι;» Κι αμέσως μετά, φοβήθηκε ότι είχε πέσει σε παγίδα. Ο πράκτορας την είχε, τελικά, ψαρέψει επιτυχημένα. Η μάγισσα ύψωσε το πιστόλι της, σημαδεύοντάς τον προτού εκείνος προλάβει να κουνηθεί.

*

Ο Άσλατμιρ είχε χάσει, για λίγο, από τα μάτια του τη γυναίκα με τα κόκκινα πόδια, καθώς εκείνη είχε μπει σε μια περιοχή με κάμποση βλάστηση. Βρίσκονταν πια μακριά από τους αγρούς της Κάρνατεβ και είχαν στρίψει προς τα νότια, πλησιάζοντας τη θάλασσα. Από εδώ ο Άσλατμιρ είχε ακούσει πως ήταν τα Ορυχεία Ιπταερίου, και μάλλον αυτό αλήθευε, γιατί μες στη νύχτα μπορούσε να διακρίνει κάτι λίγα φώτα κοντά στην ακτή. Για να έρχεται σε τούτο το μέρος, σκέφτηκε, πρέπει σίγουρα να είναι η Σανκάρλι’μορ. Ο Αρχισυγκλητικός έχει δίκιο που την υποπτεύεται ότι τον κατασκοπεύει.

Έκανε νόημα στη Σέρυ να έρθει μαζί του καθώς έστριβε.

«Μα, από την άλλη πήγε!» είπε, χαμηλόφωνα, η Σέρυ, δείχνοντας το μέρος που ήταν γεμάτο βλάστηση.

«Θέλω να δω πού ακριβώς βρίσκεται εκεί πέρα, ή αν όντως σκοπεύει να μείνει εκεί,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ ενώ βάδιζε και η Σέρυ ερχόταν πίσω του, μέσα στις νυχτερινές ερημιές.

«Δε μπορείς να διακρίνεις τίποτα εκεί μέσα!»

«Όχι από εδώ οπού βρισκόμαστε…»

Ο Άσλατμιρ την οδήγησε σ’ένα άλλο μέρος, λίγο πιο δυτικά, που, όπως το περίμενε, η θέα ήταν καλύτερη. Κοιτάζοντας προς τα ανατολικά μπορούσε να δει άνετα την περιοχή όπου είχε κρυφτεί η γυναίκα με τα κόκκινα πόδια, γιατί τώρα εκείνος βρισκόταν πιο ψηλά. Ελαφρώς πιο ψηλά, αλλά η διαφορά ήταν αισθητή. Το μόνο μειονέκτημα ετούτου του σημείου ήταν πως δεν είχε τόση βλάστηση όση το άλλο· όμως ο Άσλατμιρ δεν ανησυχούσε, προς το παρόν, γι’αυτό. Ξάπλωσε μπρούμυτα κι έφερε τα κιάλια του στα μάτια. (Δίπλα του άκουσε και τη Σέρυ να ξαπλώνει.) Έψαξε για τη γυναίκα με τα κόκκινα πόδια μέσα στη βλάστηση… και τη βρήκε. Ήταν γονατισμένη, αρκετά καλά καλυμμένη, και κοίταζε προς τη βάση, με κιάλια κι εκείνη.

«Άσλατμιρ!» του είπε η Σέρυ. «Είναι και κάποιος άλλο εδώ.»

Ο Άσλατμιρ κατέβασε τα κιάλια του. «Πού;» Δεν έβλεπε κανέναν με γυμνό μάτι.

«Εκεί.» Η Σέρυ έδειξε. Και δεν κρατούσε κιάλια.

«Δεν είναι κανένας εκεί!»

«Πριν από μια στιγμή ήταν, και πήγε κι αυτός προς την πυκνή βλάστηση.»

«Μήπως κάνεις λάθος;»

«Δεν κάνω λάθος! Ήταν άνθρωπος. Είμαι σίγουρη.»

Ο Άσλατμιρ ύψωσε ξανά τα κιάλια του, ψάχνοντας μέσα στο μέρος με την πυκνή βλάστηση: και σύντομα είδε κάποιον να παρουσιάζεται πίσω από τη γυναίκα με τα κόκκινα πόδια. Την πλησίασε, κι εκείνη σηκώθηκε απότομα, σημαδεύοντάς τον μ’ένα πιστόλι.

Μετά, μιλούσαν…

Ο Άσλατμιρ εξήγησε στη Σέρυ τι γινόταν, και την προέτρεψε να χρησιμοποιήσει κι εκείνη τα κιάλια της. «Απορώ που δεν τον είδαμε πιο πριν αυτό τον άνθρωπο, όποιος κι αν είναι,» της είπε.

«Πράκτορας του Αρχισυγκλητικού;» ρώτησε η Σέρυ, κοιτάζοντας τώρα με τα κιάλια της.

«Δε νομίζω…»

«Τότε γιατί αυτή ακόμα τον σημαδεύει;»

«Κάτι περίεργο συμβαίνει, μάλλον,» είπε ο Άσλατμιρ.

«Να τους σκοτώσουμε και τους δύο, να τελειώνουμε;» πρότεινε η Σέρυ. «Το τουφέκι μακρινής εμβέλειας φτάνει άνετα από εδώ.»

*

«Ηρέμησε,» αποκρίθηκε ο άγνωστος. «Σου είπα: δεν είμαι εχθρός σου.»

«Και γιατί να σε πιστέψω;» Η Σανκάρλι’μορ τον σημάδευε, έχοντας το πιστόλι της ρυθμισμένο στην αναισθητοποίηση· δεν ήθελε να τον σκοτώσει, αν μπορούσε να το αποφύγει.

«Το όνομά μου είναι Φέκταρελ. Γνωρίζω τον Αβέρναλ, και, απ’ό,τι καταλαβαίνω, τον γνωρίζεις κι εσύ. Άρα πρέπει να είσαι δημοσιογράφος.»

«Δεν είμαι δημοσιογράφος! Πού γνώρισες τον Αβέρναλ;»

«Στη Νουσράκλη. Του έχει προσφέρει άσυλο εκεί ο Βασιληάς Ράνελμον.»

«Κι εσύ τι είσαι; Κατάσκοπός του; Κατάσκοπος του Βασιληά Ράνελμον;»

«Δεν είμαι κατάσκοπος. Απλώς… αναζητώ…» Κόμπιασε, συλλογισμένα. «Αλλά ακόμα δεν μου έχεις πει το όνομά σου. Ούτε αν είσαι δημοσιογράφος–»

«Σου είπα: δεν είμαι δημοσιογράφος!»

«–ούτε πώς ξέρεις τον Αβέρναλ.»

«Είναι φίλος μου. Γνωρίζεις τον Χάραλκιρ;»

«Ποιον;»

«Τον Χάραλκιρ.»

«Ποιον Χάραλκιρ;»

«Σου λέει τίποτα αυτό το όνομα, ή όχι;»

«Το έχω ξανακούσει. Αλλά… στη συγκεκριμένη περίπτωση… δε νομίζω πως με ρωτάς για κάποιον από τους Χάραλκιρ που ξέρω.»

«Στην Κάρνατεβ δεν ξέρεις κανέναν Χάραλκιρ;»

«Στην Κάρνατεβ δεν ξέρω κανέναν γενικά. Έτυχε μόνο να γνωρίσω, κατά σύμπτωση, μια δημοσιογράφο όταν ήρθα. Ελδάρμι τη λένε.»

«Ελδάρμι;… Πορφυρόδερμη, μεγάλα γαλανά μάτια, πρασινόξανθα μαλλιά;»

«Αυτή είναι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

«Πράκτορας του Αρχισυγκλητικού.»

«Τι;»

Η Σανκάρλι κατέβασε το πιστόλι της. «Πράγματι, πρέπει να είσαι ξένος στα μέρη μας.»

«Αν δεν είσαι δημοσιογράφος, πώς ξέρεις δημοσιογράφους;»

«Πες ότι έχω ασχοληθεί–»

«Πώς ξέρεις τον Αβέρ– Για στάσου…» Ο Φέκταρελ την ατένιζε τώρα με στενεμένα μάτια. «Είσαι μάγισσα; Σε λένε Σανκάρλι’μορ;»

Η αναπνοή της κόπηκε προς στιγμή. «Πού έχεις ακούσει αυτό το όνομα;» Με το ζόρι έκανε το χέρι της να μείνει ακίνητο, να μη σηκώσει ξανά το πιστόλι. Ο Φέκταρελ δεν φαινόταν να κινείται εχθρικά· μονάχα μιλούσε.

«Ο Αβέρναλ σού έστειλε ένα μήνυμα, από τη Νουσράκλη, έτσι δεν είναι;»

«Γιατί, λοιπόν, μου λες ότι δεν ξέρεις τον Χάραλκιρ;» γρύλισε η Σανκάρλι. «Γιατί λες ψέματα;»

Ο Φέκταρελ γέλασε κοφτά. «Μα δεν ξέρω τον Χάραλκιρ, μα τους θεούς!» Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στη βάση, σαν να είχε περισσότερο ενδιαφέρον από τη μάγισσα. Ή σαν κάτι να τον τραβούσε – αφύσικα – προς τα εκεί.

«Τι έκανες στη Νουσράκλη; Ποιος σ’έστειλε εδώ;»

«Μισθοφόρος ήμουν. Με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αν τους έχεις ακούσει–»

«Φυσικά και τους έχω ακούσει.»

«Και κανένας δε μ’έστειλε εδώ. Ήρθα μόνος μου. Κι εσύ είσαι η Σανκάρλι’μορ, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση…» Ο Φέκταρελ στράφηκε να την ατενίσει. «Βγάλε την κουκούλα σου.»

«Έχεις δει φωτογραφία μου;»

«Όχι. Αλλά προτιμώ να βλέπω σε ποια μιλάω.»

Η Σανκάρλι δίστασε, σαν, για κάποιο λόγο, να διαισθανόταν κίνδυνο. Η εμφάνιση αυτού του ανθρώπου εδώ ήταν πολύ παράξενη. Πολύ παράξενη.

Ο Φέκταρελ, τότε, έστρεψε ξανά το βλέμμα του στη βάση, και στη θάλασσα, απότομα. «Τι είν’ αυτό;»

Η Σανκάρλι, συνοφρυωμένη, κοίταξε προς τα εκεί όπου κοίταζε κι εκείνος και είδε μια βάρκα να έρχεται από το άνοιγμα που δημιουργούσε το υδροπλαστικό. «Τη βάρκα εννοείς;»

«Τι μεταφέρει η βάρκα;»

«Πού να ξέρω; Γιατί ρωτάς;»

Ο Φέκταρελ ύψωσε ένα ζευγάρι κιάλια στα μάτια του, ατενίζοντας.

Η Σανκάρλι, σκεπτόμενη ότι δεν μπορεί να το έκανε για να την κοροϊδέψει και να της επιτεθεί, ύψωσε κι εκείνη τα κιάλια της. Μουρμούρισε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως και έδωσε δύναμη στους φακούς τους να τρυπήσουν τα σκοτάδια της νύχτας και να εκμηδενίσουν τις αποστάσεις…

*

«Πρέπει να τους πλησιάσουμε,» είπε ο Άσλατμιρ. «Και τώρα η ευκαιρία είναι καλή.» Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει, κατεβαίνοντας το ύψωμα, κατευθυνόμενος προς την περιοχή με την πυκνή βλάστηση.

Η Σέρυ τον ακολούθησε. «Μπορούσαμε και να τους πυροβολήσουμε!»

«Ακόμα δεν ξέρουμε αν αυτή είναι η μάγισσα!»

«Ποια άλλη μπορεί να είναι;» μούγκρισε η Σέρυ.

Έφτασαν στην κατάφυτη περιοχή και χώθηκαν μες στη βλάστηση, παύοντας να τρέχουν και ετοιμάζοντας τα πιστόλια τους, επάνω στα οποία σιγαστήρες ήταν προσαρτημένοι.

*

Η Σανκάρλι είδε, μέσα από τα κιάλια της, ότι στη μηχανοκίνητη βάρκα, που ήταν ανοιχτή, βρίσκονταν μισθοφόροι φρουροί των ορυχείων κι ανάμεσά τους είχαν δεμένο (και, μάλλον, εν μέρει ναρκωμένο) έναν ημίγυμνο πορφυρόδερμο άντρα που τα μάτια του γυάλιζαν κοκκινωπά και το δέρμα του είχε αρχίσει να μοιάζει ραγισμένο. Σαν τα τέρατα που η Σανκάρλι είχε αντικρίσει στο υπόγειο κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο! Επίσης, οι ώμοι του φαίνονταν παράξενα διογκωμένοι, και η μάγισσα υποπτευόταν ότι αυτό συνέβαινε επειδή, σύντομα, κέρατα θα ξεπρόβαλαν από εκεί.

«Ακόμα ένας…» μουρμούρισε.

«Τι βλέπεις;» τη ρώτησε ο Φέκταρελ. «Έκανες Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως, έτσι δεν είναι;»

Η Σανκάρλι κατέβασε τα κιάλια της για να δει ότι κι εκείνος είχε κατεβάσει τα δικά του. «Ναι. Ξέρεις και από μαγ–;»

«Τι είναι μέσα σ’αυτή τη βάρκα; Πες μου! Ή κάνε το ξόρκι σου κι επάνω στα κιάλια μου – πρέπει να δω!» Τα μάτια του γυάλιζαν πιο έντονα από πριν, σαν κάποιου είδους μανία να τον είχε καταλάβει. Μια μανία που τρόμαξε λιγάκι τη Σανκάρλι. Τι ψάχνει αυτός ο άνθρωπος; αναρωτήθηκε. Γιατί έχει έρθει στην Κάρνατεβ; Λέει αλήθεια ότι ήταν με τους Ζωντανούς-Νεκρούς;

Τούτα τα ερωτηματικά πέρασαν στιγμιαία απ’το μυαλό της καθώς η μάγισσα έγνεφε καταφατικά, λέγοντας: «Εντάξει»· και αγγίζοντας, με το ένα χέρι, τα κιάλια του Φέκταρελ έκανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους.

«Έτοιμα είναι,» τον πληροφόρησε, απομακρύνοντας το χέρι της.

Ο Φέκταρελ τα ύψωσε για να κοιτάξει τη βάρκα, η οποία είχε πια φτάσει πολύ κοντά στην προβλήτα της βάσης κι ετοιμαζόταν ν’αράξει.

Η Σανκάρλι ύψωσε τα δικά της κιάλια για να δει τι θα γινόταν τώρα εκεί… αν και μπορούσε να υποθέσει. Θα τον βάλουν σε κάποιο κλειστό όχημα και θα τον μεταφέρουν στην πόλη.

Οι μισθοφόροι έβγαλαν τον μεταλλαγμένο από τη βάρκα και τον τράβηξαν ανάμεσα στα δύο λυόμενα οικοδομήματα της βάσης και στις σκηνές. Κάποιοι άλλοι ήρθαν να τους συναντήσουν–

Ο δεμένος άντρας άρχισε να χτυπιέται, έντονα, άγρια.

Κέρατα φύτρωσαν από τους ώμους του.

Τα λουριά που κρατούσαν τα χέρια του πίσω από την πλάτη έσπασαν–

*

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τούς πλησίασαν από τα νώτα ενώ εκείνοι στέκονταν και κοίταζαν με τα κιάλια τους τα απρόσμενα γεγονότα στη βάση. Ο μεταλλαγμένος είχε ξεφύγει και ορμούσε στους φρουρούς! Τους τίναζε με τρομερή δύναμη – παραφυσική.

«Πρέπει να–» άρχισε να λέει ο Φέκταρελ κατεβάζοντας τα κιάλια του· αλλά σταμάτησε τον εαυτό του, καθώς κατάλαβε ότι κάποιοι ζύγωναν από πίσω.

«Ακίνητοι!» πρόσταξε ο Άσλατμιρ σημαδεύοντάς τους με το πιστόλι του, έχοντας το πρόσωπό του κρυμμένο μες στην κουκούλα της κάπας του. Αν και δεν νόμιζε ότι υπήρχε περίπτωση κανένας να τον αναγνωρίσει, όφειλε, λόγω του επαγγέλματός του, να είναι πάντοτε προσεχτικός.

Η Σανκάρλι’μορ στράφηκε επίσης. «Τι…;»

«Πέτα το!» της είπε η Σέρυ, δείχνοντας με το ένα χέρι το πιστόλι που η μάγισσα ακόμα κρατούσε, ενώ με το άλλο χέρι βαστούσε το δικό της πιστόλι, υψωμένο και σημαδεύοντας. «Και κατέβασε την κουκούλα σου. Τώρα!»

Ο Φέκταρελ, τότε, χίμησε. Σαν θηρίο. Πιο απότομα και γρήγορα από θηρίο. Η κίνησή του ήταν σχεδόν στοιχειακή – μέρος της νύχτας. (Ακόμα κι ο ίδιος ξαφνιάστηκε από την αντίδραση του σώματός του.) Έκανε τούμπα πάνω στο ξερό καλοκαιρινό χορτάρι, φτάνοντας στιγμιαία μπροστά στη Σέρυ και κλοτσώντας, από κάτω, τα πόδια της. Εκείνη, κραυγάζοντας αιφνιδιασμένη, έχασε την ισορροπία της. Πυροβόλησε στον αέρα καθώς έπεφτε.

Η Σανκάρλι’μορ πυροβόλησε, πάραυτα, τον Άσλατμιρ. Αλλά αστόχησε, καθώς εκείνος είχε ήδη τιναχτεί προς το πλάι· η ενεργειακή ριπή της καψάλισε τα φυλλώματα ενός δέντρου.

«Φύγε!» της φώναξε ο Φέκταρελ.

Αλλά αυτό ήταν που η Σανκάρλι εξαρχής σκόπευε να κάνει – από την πρώτη στιγμή που είδε τους δύο οπλισμένους κουκουλοφόρους. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήδησε από το ύψωμα, καταλήγοντας μέσα στη βλάστηση και τρέχοντας να απομακρυνθεί.

Ο Φέκταρελ, τελικά, δεν είναι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού, σκέφτηκε· αυτοί είναι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού. Κι ευτυχώς δεν είχαν δει το πρόσωπό της!

Πίσω της άκουσε πυροβολισμούς – πυροβολισμούς φιμωμένους από σιγαστήρα, κι έναν που δεν ήταν φιμωμένος – κι ανησύχησε για τον Φέκταρελ. Αλλά δεν σταμάτησε να τρέχει παρά μόνο όταν είχε ξεμακρύνει κάμποσο. Τότε, γονατισμένη πίσω από κάτι θάμνους, κοίταξε προς το ύψωμα…

*

Ο Άσλατμιρ, έχοντας μόλις αποφύγει τη ριπή της μάγισσας (πρέπει να ήταν η μάγισσα!), είδε τον μαυρόδερμο, γαλανομάλλη άντρα να ορθώνεται – και η κίνησή του αυτή τον τρόμαξε. Ο άνθρωπος ήταν σαν να μην είναι άνθρωπος! Ο Άσλατμιρ τον πυροβόλησε, αστοχώντας – εξαιτίας του πανικού του, ή εξαιτίας της ταχύτητας του αντιπάλου του;

Και ο μαυρόδερμος άντρας είχε τώρα, ξαφνικά, βρεθεί πλάι στον Άσλατμιρ, αρπάζοντας τον καρπό του και στρέφοντας την κάννη του πιστολιού του προς τον νυχτερινό ουρανό. Τα μάτια του αγνώστου γυάλιζαν με τρόπο τρομαχτικό, σαν να αντλούσαν φως από τα φεγγάρια. Είναι δαίμονας! σκέφτηκε ακούσια ο Άσλατμιρ, και μετά δέχτηκε μια γονατιά στα πλευρά και διπλώθηκε. Άκουσε τον μαυρόδερμο άντρα να γρυλίζει σαν θηρίο – δαίμονας! – κι αισθάνθηκε μια τρομερή δύναμη να τον σπρώχνει πάνω σ’ένα δέντρο, τραντάζοντάς τον ολόκληρο. Αναπάντεχα φώτα χόρεψαν μπροστά στα μάτια του Άσλατμιρ, κι έχασε τις αισθήσεις του, πέφτοντας στο χορτάρι, ακίνητος.

Ο Φέκταρελ αμέσως τινάχτηκε παραδίπλα, κάνοντας τούμπα στο έδαφος – μην ξέροντας τι ακριβώς τον είχε παρακινήσει πέρα από μια μεγάλη αίσθηση κινδύνου.

Η πρώτη βολή από το πιστόλι της Σέρυ τον αστόχησε. Το ίδιο και η δεύτερη.

Ο Φέκταρελ, γονατισμένος ανάμεσα στα χόρτα, πίσω από ένα χαμόδεντρο, τράβηξε το δικό του πιστόλι και την πυροβόλησε στο πόδι. Την είδε να πέφτει γρυλίζοντας. Δεν ήθελε να τη σκοτώσει, ήθελε να πάρει πληροφορίες, να μάθει τι γινόταν εδώ πέρα· γιατί, ό,τι κι αν γινόταν, είχε σχέση με το τέρας μέσα του – το ένιωθε. Και τώρα αυτό το τέρας ήταν που προσπαθούσε να καταπολεμήσει, για να μην εξοντώσει τους δύο πράκτορες που είχαν εμφανιστεί πίσω από εκείνον και τη Σανκάρλι’μορ.

Φώναξε στην πεσμένη γυναίκα: «Μην κουνηθείς!»

Η Σέρυ, νομίζοντας ότι θα τη σκότωνε, τον πυροβόλησε ξανά, και ξανά, και ξανά.

Ο Φέκταρελ καλύφτηκε πίσω απ’το χαμόδεντρο αποφεύγοντας τις σφαίρες, περιμένοντας ο γεμιστήρας της να τελειώσει. Μόλις άκουσε – με απίστευτα διευρυμένη ακοή – το άδειο κλικ-κλικ του πιστολιού, τινάχτηκε από τη θέση του τρέχοντας–

(τρέχοντας στα τέσσερα! συνειδητοποίησε, ξαφνιασμένος κι ο ίδιος· τρέχοντας σαν θηρίο!)

–και φτάνοντας πάραυτα πάνω από την πεσμένη, τραυματισμένη γυναίκα. Θέλοντας το αίμα της!

Ξέφυγε απ’τον εφιάλτη που προσπαθούσε πάλι να τον κυριεύσει, όπως τον είχε κυριεύσει τις τελευταίες ημέρες, και τη γρονθοκόπησε κατακέφαλα.

Η Σέρυ, που νόμιζε ότι ένας δαίμονας είχε βρεθεί ξαφνικά από πάνω της – ένας κατάμαυρος, τετράποδος δαίμονας με μάτια σαν φεγγάρια και αστραφτερά, κοφτερά δόντια – έχασε τις αισθήσεις της, βουλιάζοντας στο σκοτάδι.

Ο Φέκταρελ έφυγε αμέσως από το ύψωμα. Εκείνη η μυστηριώδης έλξη τον τραβούσε ξανά – προς τη βάση των υποθαλάσσιων ορυχείων.

Κεφάλαιο Εικοστό-Έβδομο
Ο Δαίμονας και ο Μακρινός Αδελφός

Ο μολυσμένος άντρας που είχαν φέρει από τα υποθαλάσσια Ορυχεία Ιπταερίου τούς είχε ξεφύγει παρά τα μέτρα ασφαλείας που είχαν πάρει. Καθώς κέρατα φύτρωναν στους ώμους του, τα χέρια του είχαν αποκτήσει υπεράνθρωπη δύναμη, σπάζοντας εύκολα τα δεσμά του. Και η ναρκωτική ουσία που του είχαν ρίξει, ώστε να είναι ζαλισμένος, δεν έμοιαζε πλέον να έχει καμία επίδραση επάνω του. Τους είχε χιμήσει και τους είχε χτυπήσει άγρια, δαγκώνοντας, γδέρνοντας, κλοτσώντας, γρονθοκοπώντας, καρφώνοντας έναν μισθοφόρο στην κοιλιά με το κέρατο του δεξή του ώμου.

Και μετά, ο μεταλλαγμένος είχε φύγει, τρέχοντας ανάμεσα από τις σκηνές της βάσης, γλιστρώντας μες στο νυχτερινό τοπίο. Οι μισθοφόροι τον καταδίωξαν, κάποιοι επάνω σε άλογα, κάποιοι επάνω σε δίκυκλα, ορισμένοι κρατώντας φακούς αναμμένους. «Πιάστε τον!» φώναζε ο αρχηγός τους. «Μην τον αφήσετε να σας ξεφύγει!» ενώ κι εκείνος ακολουθούσε, ανεβασμένος σ’ένα τετράκυκλο όχημα, με μια γυναίκα στο τιμόνι κι έναν ακόμα μισθοφόρο μαζί του, ο οποίος κρατούσε τουφέκι με προβολέα προσαρτημένο.

Ο μεταλλαγμένος βρισκόταν σε μια περιοχή βόρεια του ακρωτηρίου και της βάσης όταν τρεις μισθοφόροι – ένας επάνω σε δίκυκλο, δύο επάνω σε άλογα – τον εντόπισαν κι άρχισαν να κάνουν κύκλους γύρω του, πυροβολώντας προειδοποιητικά και προστάζοντάς τον να μείνει ακίνητος. Εκείνος, έτσι κι αλλιώς, δεν κουνιόταν· στεκόταν με τα γόνατα λυγισμένα και τους ατένιζε με στενεμένα, κόκκινα μάτια, μοιάζοντας έτοιμος να ορμήσει ανά πάσα στιγμή, σαν παγιδευμένο αγρίμι.

Αλλά δεν ήταν ο μεταλλαγμένος που επιτέθηκε πρώτος στους μισθοφόρους. Μια σκοτεινή μορφή τινάχτηκε από ένα δέντρο, με κάπα ν’ανεμίζει γύρω της και τα μάτια της να γυαλίζουν μέσα απ’την κουκούλα της λες κι είχαν τραβήξει εντός τους το φως των φεγγαριών. Ο επιτιθέμενος έπεσε πάνω στον αναβάτη του δίκυκλου, ρίχνοντάς τον από τη σέλα και σωριάζοντάς τον στο έδαφος, πέρα από το όχημά του, που ανατράπηκε.

Οι καβαλάρηδες τράβηξαν αμέσως τα ηνία των αλόγων τους, που χρεμέτιζαν αναστατωμένα, αλλά προτού προλάβει κανένας τους να πυροβολήσει ο μυστηριώδης άγνωστος είχε πυροβολήσει πριν από αυτούς, με το πιστόλι του, χτυπώντας τον έναν και ρίχνοντάς τον στη γη. Και ο μεταλλαγμένος τινάχτηκε καταπάνω στο άλογο του άλλου, μ’ένα τρομερό άλμα, και το κάρφωσε στην κοιλιά με το κέρατο του δεξιού του ώμου. Το ζώο χρεμέτισε ξέφρενα, πονεμένα, καθώς σηκωνόταν στα πίσω πόδια του, κλοτσώντας τον αέρα με τα μπροστινά. Ο καβαλάρης του σωριάστηκε στο έδαφος, κραυγάζοντας και χάνοντας την καραμπίνα του.

Ο μισθοφόρος που είχε πέσει από το δίκυκλο έκανε να σηκωθεί καθώς τραβούσε το σπαθί από τη ζώνη του· αλλά ο άγνωστος με τα γυαλιστερά μάτια τον κλότσησε καταπρόσωπο και τον κάρφωσε μ’ένα ξιφίδιο στο στήθος, δύο φορές, δυνατά, τρυπώντας την πανοπλία του και κάνοντας αίμα να τιναχτεί από το στόμα του. Ο μισθοφόρος έμεινε ακίνητος.

Ο μεταλλαγμένος, παίρνοντας απόσταση από το ετοιμοθάνατο άλογο, με το δεξί του κέρατο αιματοβαμμένο και με αίμα να κυλά επάνω στον ώμο και στο στήθος του, έστρεψε τα κοκκινωπά μάτια του στον μισθοφόρο που σερνόταν στη γη πηγαίνοντας προς την καραμπίνα του. Τινάχτηκε και βρέθηκε από πάνω του, αρπάζοντας το κεφάλι του απ’τα μαλλιά και κοπανώντας το στο έδαφος, μία, δύο, τρεις φορές, διαλύοντας το κρανίο και σκορπίζοντας μυαλά και αίματα τριγύρω.

Ο μυστηριώδης άγνωστος με την κουκούλα και τα μάτια που ήταν γεμάτα από το φως των φεγγαριών είχε ήδη πλησιάσει και πάρει την καραμπίνα. Ο μεταλλαγμένος τον ατένισε με δέος, βαριανασαίνοντας, σαν να αναγνώριζε κάτι το πρωταρχικό επάνω του.

Από απόσταση, οι άλλοι μισθοφόροι ακούγονταν να έρχονται: καλπασμός αλόγων και ο ήχος μηχανών. Οι φωνές του αρχηγού τους: «Πιάστε το τέρας! Πιάστε το τέρας!»

Ο μυστηριώδης άγνωστος έκανε νόημα στον μεταλλαγμένο να τον ακολουθήσει, κι εκείνος, πρόθυμα, υπάκουσε.

Εξαφανίστηκαν μέσα στο νυχτερινό τοπίο.

*

Η Σανκάρλι δεν μπορούσε να διακρίνει τι γινόταν επάνω στο κατάφυτο ύψωμα. Δεν άκουσε, όμως, περισσότερους πυροβολισμούς από εκεί, ούτε καμια άλλη φασαρία. Τ’αφτιά της της είπαν ότι κάτι γινόταν από την αντικρινή μεριά: από τη βάση. Έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί και είδε μισθοφόρους να φεύγουν, επάνω σε οχήματα και σε άλογα. Πρέπει να κυνηγούσαν τον μεταλλαγμένο· πρέπει να τους είχε ξεφύγει. Και μάλλον δεν ήξεραν προς τα πού είχε κατευθυνθεί, γιατί απλώνονταν ολόγυρα.

Ένα τετράκυκλο όχημα, μάλιστα, πλησίαζε τη Σανκάρλι. Εκείνη, χωρίς να χάσει καιρό, κρύφτηκε πίσω από τους θάμνους και τα χόρτα, προσπαθώντας να διπλωθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Αισθάνθηκε το επουλωμένο τραύμα στα δεξιά πλευρά της – το επιφανειακό τραύμα που είχε αποκτήσει τη νύχτα που ο Χάραλκιρ είχε έρθει να της φέρει το μήνυμα του Αβέρναλ – να την τραβά ενοχλητικά, αλλά δεν του έδωσε σημασία. Αν την εντόπιζαν θα είχε μεγαλύτερα προβλήματα από μια μικρή ενόχληση.

Το τετράκυκλο όχημα πέρασε από κοντά της, έστριψε πλάι στο χορταριασμένο ύψωμα, και σταμάτησε. Η Σανκάρλι άκουσε κάποιον να λέει: «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά εκεί πάνω!»

Κι έναν άλλο να αποκρίνεται: «…άλλοι. Όχι μόνοι μας.» Τα λόγια του έφτασαν εν μέρει στ’αφτιά της.

Και η απάντηση του πρώτου άντρα δεν έφτασε καθόλου. Κοιτάζοντας όμως προς εκείνη τη μεριά, η Σανκάρλι νόμιζε πως είδε κάποιον να μιλά σε τηλεπικοινωνιακό πομπό. Πράγμα που σήμαινε ότι σύντομα θα έρχονταν ενισχύσεις. Και πράγματι ήρθαν. Τέσσερις καβαλάρηδες, που όλοι τους αφίππευσαν κι ακολούθησαν τους άλλους δύο άντρες επάνω στο ύψωμα. Η Σανκάρλι αναρωτήθηκε τι θα έβρισκαν εκεί. Τι είχε συμβεί; Είχε ο Φέκταρελ σκοτώσει τους δύο πράκτορες, ή οι πράκτορες είχαν σκοτώσει τον Φέκταρελ;

Η Σανκάρλι έβλεπε πως τώρα μόνο μια φιγούρα είχε μείνει πίσω, στο όχημα: κάποιος στο τιμόνι. Αισθάνθηκε μια παρόρμηση να πλησιάσει, ν’αρπάξει ένα άλογο, και καβαλώντας το να φύγει. Το ήξερε, όμως, πως αυτό θα ήταν ανόητο· θα την κυνηγούσαν και εύκολα θα την έφταναν. Καλύτερα να παρέμενε κρυμμένη· εδώ όπου ήταν μάλλον δε θα την έβρισκαν· κι όταν τα πράγματα ηρεμούσαν, τότε θα έφευγε χωρίς πρόβλημα.

Εν τω μεταξύ, ύψωσε τα κιάλια της, που το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως λειτουργούσε ακόμα επάνω τους. Κοίταξε το τετράκυκλο όχημα και τα άλογα. Διέκρινε πως ο άνθρωπος στο τιμόνι ήταν γυναίκα, με πανοπλία από δέρμα και μέταλλο. Μισθοφόρος. Κρατούσε ένα πιστόλι στο ένα χέρι, μοιάζοντας ανήσυχη όσο και τα άλογα γύρω της. Τίποτα το πολύ ενδιαφέρον.

Η Σανκάρλι έστρεψε τα κιάλια της προς τη βάση, να δει μήπως κάτι γινόταν εκεί. Το μέρος ήταν, ουσιαστικά, αφρούρητο. Μονάχα δύο φύλακες μπορούσε να διακρίνει, και δε νόμιζε ότι κανένας άλλος ήταν κρυμμένος πουθενά. Τα οπτικά ενισχυμένα κιάλια της διαπερνούσαν τα σκοτάδια. Η Σανκάρλι σκέφτηκε ότι αυτή ίσως να ήταν μια καλή ευκαιρία για να γλιστρήσει μέσα στη βάση και να τραβήξει φωτογραφίες από κοντά, να δει τι έκρυβαν οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού. Και, λογικά, πρέπει να έχω χρόνο. Δε νομίζω να βρουν τον μεταλλαγμένο σύντομα. Ούτε προς τα πού έχει πάει δεν ξέρουν.

Βγαίνοντας απ’την κρυψώνα της, έτρεξε μες στη νύχτα. Προς τη βάση στο ακρωτήριο.

*

Ο Άσλατμιρ ξύπνησε επειδή κάποιος τον σκουντούσε, και είδε από πάνω του δύο άντρες με πυροβόλα όπλα, κι άλλες ανθρώπινες μορφές τριγύρω. Πού είχε πάει το πιστόλι του; Δεν το αισθανόταν στο χέρι του.

Τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη του.

«Ήρεμα, φίλε,» του είπε ο ένας απ’τους δύο που στέκονταν κοντά του. «Δε θέλουμε το κακό σου. Σε βρήκαμε εδώ χτυπημένο. Το ίδιο κι αυτή τη γυναίκα.» Έδειξε, και ο Άσλατμιρ κοιτάζοντας προς τα εκεί είδε τη Σέρυ πεσμένη στη γη. «Είναι τραυματισμένη στο πόδι. Θα ζήσει.»

Ο Άσλατμιρ σηκώθηκε όρθιος, και οι πολεμιστές γύρω του φάνηκαν να προετοιμάζονται για καμια πιθανώς επιθετική κίνηση από αυτόν. «Ποιοι είστε;» τους ρώτησε.

«Μισθοφόροι στις υπηρεσίες της Συγκλήτου της Κάρνατεβ,» του απάντησε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν, ο οποίος πρέπει να ήταν αρχηγός τους. Πορφυρόδερμος, καστανό μουστάκι, ξυρισμένο κεφάλι. «Εσείς πώς βρεθήκατε εδώ; Τι σας επιτέθηκε;»

Πρέπει ν’άκουσαν τους πυροβολισμούς, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ, ζαλισμένα. Από τη βάση. «Κάτι…» αποκρίθηκε. «Ίσως να ήταν δαίμονας…»

«Προς τα πού πήγε;»

Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε. «Τον αναζητάτε;»

«Φυσικά! Πες μας προς τα πού πήγε! Είναι σημαντικότερο απ’ό,τι ίσως να νομίζεις. Αυτός ο άνθρωπος είναι μολυσμένος, ουσιαστικά, από έναν επικίνδυνο ιό – δεν είναι δαίμονας.»

Ο Άσλατμιρ παραξενεύτηκε. Μολυσμένος; Τι σκατά λέει; Είχε ακούσει, ασφαλώς, ότι κάτι συνέβαινε στα Ορυχεία Ιπταερίου με μια επικίνδυνη μόλυνση (αν ήταν αλήθεια και όχι προπαγάνδα, όπως είχε ισχυριστεί δημοσίως ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ), αλλά δεν νόμιζε ότι ο μαυρόδερμος άντρας που ήταν μαζί με τη μάγισσα ήταν μολυσμένος. Πάντως, αναμφίβολα κάτι το υπερβατικό είχε επάνω του· δε μπορεί να ήταν κανονικός άνθρωπος. Και πολύ πιθανόν να ήταν, όντως, δαίμονας. «Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε. «Με χτύπησε κι έχασα τις αισθήσεις μου. Τώρα θέλω να δω αν είναι καλά η γυναίκα μου.» Βάδισε προς τη Σέρυ, κι εκείνοι δεν τον εμπόδισαν.

«Τι κάνατε εδώ;» τον ρώτησε κάποιος – όχι ο αρχηγός, αυτή τη φορά – καθώς γονάτιζε πλάι της.

«Ταξιδιώτες είμαστε· είχαμε σταματήσει για να ξεκουραστούμε–»

«Η Κάρνατεβ δεν είναι μακριά· γιατί δε συνεχίζατε;»

«Δεν έχουμε ξανάρθει από τούτα τα μέρη και ήμασταν κουρασμένοι. Τι συμβαίνει; Με θεωρείτε ύποπτο για κάτι;» Ο Άσλατμιρ χτύπησε ελαφρά το μάγουλο της Σέρυ ενόσω μιλούσε, και τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν.

Τα μάτια της άνοιξαν. «Άσλ–»

«Σσς,» τη διέκοψε εκείνος βάζοντας το δάχτυλό του στα χείλη της. «Έφυγε. Σε τραυμάτισε στο πόδι–»

«Με πυροβόλησε – αλλά ήταν δαίμονας!» Η Σέρυ ανασηκώθηκε τρίζοντας τα δόντια. Πρόσεξε τους μισθοφόρους γύρω τους. «Ποιοι είν’ αυτοί;» έκανε ξαφνιασμένη.

«Μισθοφόροι της Συγκλήτου. Ευτυχώς ήρθαν να μας βοηθήσουν.»

Ο αρχηγός ρώτησε τη Σέρυ: «Σε πυροβόλησε, είπες; Κρατούσε πυροβόλο όπλο;»

Εκείνη τον ατένισε συνοφρυωμένη. «Ναι…»

«Πρέπει να τ’άρπαξε χωρίς να τον δούμε,» είπε ένας άλλος στον αρχηγό.

Η Σέρυ, ακόμα συνοφρυωμένη, κοίταξε τον Άσλατμιρ. Εκείνος, με την έκφρασή του και μόνο, προσπάθησε να την κάνει να καταλάβει ότι καλύτερα να μη μιλούσε άλλο, καλύτερα να έλεγε όσο το δυνατόν λιγότερα· και νόμιζε πως η Σέρυ αποκωδικοποίησε σωστά την όψη στο πρόσωπό του. Το βλέμμα της έπαψε να είναι τόσο μπερδεμένο όσο πριν, αλλά εξακολούθησε να είναι το ίδιο επιφυλακτικό.

Ο αρχηγός είπε στον Άσλατμιρ: «Πρέπει να φύγουμε. Χρειάζεστε βοήθεια; Μπορείς να περιποιηθείς τη φίλη σου;»

Ο Άσλατμιρ έγνεψε καταφατικά. «Δεν είναι η πρώτη φορά που έχω βγάλει σφαίρα από το πόδι κάποιου.»

Ο αρχηγός φάνηκε ευχαριστημένος απ’αυτή την απάντηση· μάλλον δεν ήθελε ν’αφήσει κανέναν απ’τους πολεμιστές του εδώ. «Ωραία,» είπε. «Σε χαιρετούμε, και να προσέχεις. Καλύτερα ν’απομακρυνθείς από τούτη την περιοχή όσο πιο γρήγορα μπορείς. Πήγαινε προς την πόλη. Εκεί θα βρεις ασφάλεια.»

«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, και οι μισθοφόροι έφυγαν βιαστικά, κατεβαίνοντας από το ύψωμα.

«Τι σκατά συμβαίνει;» ρώτησε η Σέρυ. «Πώς γνώριζαν ότι είμαστε εδώ; Και γιατί κυνηγάνε αυτό τον δαίμονα; Ποιος είναι;»

«Ό,τι ξέρεις ξέρω,» της είπε ο Άσλατμιρ. «Πρέπει τώρα να βγάλουμε τη σφαίρα από μέσα σου και ν’απομακρυνθούμε.»

Εκείνη δεν έφερε αντίρρηση.

*

Η Σανκάρλι’μορ πλησίασε τη βάση χωρίς κανένας να την προσέξει. Οι δύο φρουροί που βρίσκονταν εδώ κοίταζαν από άλλη μεριά όταν εκείνη έφτασε αρκετά κοντά για να μπορούν να την παρατηρήσουν. Το μέρος έμοιαζε αφύσικα άδειο. Η Σανκάρλι έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή της και, μουρμουρίζοντας ένα Ξόρκι Φωτογραφικής Εστιάσεως, τράβηξε μερικές φωτογραφίες του χώρου χωρίς να χρειάζεται φλας.

Μετά, έστρεψε την προσοχή της στο ένα από τα δύο λυόμενα οικοδομήματα της βάσης: αυτό που πρέπει να ήταν αρχηγείο, ή γραφεία. Το άλλο δεν μπορεί παρά να ήταν αποθήκη, νόμιζε. Ο ένας από τους δύο φρουρούς στεκόταν κοντά στο αρχηγείο, και η Σανκάρλι έκρινε πως αποκλείεται να μπορούσε να τον προσπεράσει χωρίς κάποιον αντιπερισπασμό.

Ένας προβολέας της βάσης, που πριν ήταν σβηστός, ήταν τώρα αναμμένος, καθώς βρισκόταν επάνω σ’ένα ψηλό τρίποδο κι έκανε πέρα-δώθε, φωτίζοντας τα σκοτάδια απ’όπου η εμβέλειά του περνούσε. Η Σανκάρλι επικέντρωσε το βλέμμα της σ’αυτόν και ύφανε ένα Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας, καταφέρνοντας να επηρεάσει τα κυκλώματά του από απόσταση. Ο προβολέας άρχισε να αναβοσβήνει και να κάνει σπασμωδικές κινήσεις.

Οι φρουροί αναστατώθηκαν· πήγαν προς το μέρος του, με τα τουφέκια τους υψωμένα, έτοιμα. «Είναι κανείς εκεί;» φώναξε ο ένας.

Η Σανκάρλι πέρασε από πίσω τους, μπαίνοντας στο λυόμενο οικοδόμημα. Το εσωτερικό του ήταν σκοτεινό, αλλά η μάγισσα φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά και έκανε ένα Ξόρκι Νυκτερινής Οράσεως επάνω τους. Τα πάντα τα έβλεπε τώρα σε αποχρώσεις του πράσινου, και σύντομα διαπίστωσε πως, όπως είχε υποθέσει, το λυόμενο οικοδόμημα ήταν αρχηγείο. Υπήρχαν γραφεία και αρχειοθήκες, κονσόλες και οθόνες, τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Είναι δυνατόν να προλάβω να τα ψάξω όλα αυτά;

Δε θα έφευγε και με άδεια χέρια, όμως.

Ενεργοποίησε το σύστημα που καταλάβαινε ότι ήταν κεντρικό, και η οθόνη του της ζήτησε κωδικό αναγνώρισης. Η Σανκάρλι’μορ, έχοντας τα δάχτυλά της επάνω στην κονσόλα, άρθρωσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας, κι αισθάνθηκε εκατομμύρια συνδυασμούς να περνάνε από το μυαλό της καθώς και από τα κυκλώματά του συστήματος. Τόσο γρήγορα που ήταν αδύνατο για την αντίληψή της να τους συγκρατήσει.

Το σύστημα, μετά από κανένα λεπτό, ξεκλείδωσε χωρίς η Σανκάρλι να έχει μάθει τον κωδικό παρότι τον είχε μόλις σπάσει. Έξω από το λυόμενο οικοδόμημα άκουγε ακόμα τους φρουρούς να φωνάζουν. Το Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας πρέπει να εξακολουθούσε να παίζει με τον προβολέα.

Η Σανκάρλι έβγαλε από τον στηθόδεσμό της μια μικρή συσκευή αποθήκευσης δεδομένων και τη συνέδεσε με το πληροφοριακό σύστημα του αρχηγείου, αρχίζοντας αμέσως να αντλεί όσα περισσότερα δεδομένα μπορούσε – αν και ήξερε πως ήταν αδύνατο να τα αντλήσει όλα. Θέμα χωρητικότητας, καθαρά· η συσκευή της ήταν περιορισμένης μνήμης σε σχέση με το σύστημα του αρχηγείου.

Απέξω άκουσε κάποιον να λέει: «Χάλασε η μαλακία· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Περίμενε να…» Η φωνή απομακρύνθηκε.

ΜΝΗΜΗ ΠΛΗΡΗΣ! έγραψε η οθόνη, μετά από λίγο, και η Σανκάρλι αποσύνδεσε τη συσκευή και την έκρυψε πάλι μέσα στον στηθόδεσμό της, νιώθοντάς την ζεστή επάνω στο δέρμα της.

Απενεργοποίησε το σύστημα και βάλθηκε να ερευνήσει όσα περισσότερα έγγραφα μπορούσε. Γρήγορα.

Από έξω άκουσε: «…Σ’το είπα ότι ήταν κάποιο προσωρινό μπλοκάρισμα, δε σ’το είπα; Τέτοια…»

Το Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας, προφανώς, είχε σταματήσει. Και η Σανκάρλι σκέφτηκε: Θα πρέπει να βρω άλλο τρόπο για να φύγω από εδώ, ενώ συνέχιζε να ψάχνει τα έγγραφα. Υπήρχε, άραγε, καμια πίσω πόρτα στο οικοδόμημα; Σίγουρα υπήρχαν παράθυρα, πάντως, που δεν τα έβλεπαν οι δύο φρουροί της βάσης.

Η Σανκάρλι ενεργοποίησε τον φακό επάνω στο ρολόι της και, με τη μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή που ήταν επίσης επάνω στο ρολόι, φωτογράφισε μερικά έγγραφα που νόμιζε ότι ίσως να είχαν ενδιαφέρον. Ίσως· γιατί δεν είχε και πολύ χρόνο να τα κοιτάξει διεξοδικά, και το ήξερε.

Χρησιμοποιώντας Ξόρκι Ξεκλειδώματος άνοιξε κάποιες αρχειοθήκες που ήταν κλειδωμένες και φωτογράφισε και κάποια έγγραφα που βρίσκονταν εκεί. Τελείωνε! είπε στον εαυτό της. Πρέπει να φύγεις! Διότι αισθανόταν την τάση να παρασυρθεί εδώ πέρα. Και όταν οι άλλοι φρουροί της βάσης επέστρεφαν θα την έπιαναν, και τότε θα είχε πολύ άσχημα ξεμπερδέματα. Αν ξεμπέρδευε καν.

Η Σανκάρλι, αφού βεβαιώθηκε ότι είχε αφήσει τα πάντα ακριβώς όπως τα είχε βρει, άνοιξε ένα πίσω παράθυρο του λυόμενου οικοδομήματος και βγήκε. Δεν βρισκόταν μακριά από τη βόρεια άκρη της βάσης. Έβγαλε τα γυαλιά της κι άφησε τα μάτια της να προσαρμοστούν στα φυσικά χρώματα του τοπίου, γιατί το Ξόρκι Νυκτερινής Οράσεως μπορούσε να σε παραπλανήσει. Αισθανόταν πια λιγάκι ζαλισμένη ύστερα από τόση χρήση της μαγείας της, και νόμιζε πως έντομα βούιζαν στ’αφτιά της.

Κινούμενη μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, γλίστρησε γρήγορα έξω από τη βάση, ενώ οι φρουροί κοίταζαν αλλού.

 

 

Όταν μιλούσα με τη μάγισσα, ατενίζοντας το άνοιγμα στη θάλασσα που αποτελεί δρόμο προς τον υπόγειο προορισμό μου, ήταν σαν να είχα ξυπνήσει για λίγο από έναν άγριο, βίαιο εφιάλτη. Μετά, ο εφιάλτης επέστρεψε. Χτύπησα τους πράκτορες που παρουσιάστηκαν, συγκρατώντας το τέρας για να μην τους σκοτώσει· και έτρεξα προς τα εκεί όπου μπορούσα να αισθανθώ την ανάγκη του Μακρινού Αδελφού μου.

Όπως και τώρα τρέχω πλάι του, μέσα στη νύχτα, καθοδηγώντας τον, ενώ τα προηγούμενα γεγονότα απειλούν να χαθούν μέσα σε ομίχλες στο μυαλό μου. Πρέπει να τον οδηγήσω σε ασφαλές μέρος, να τον κρύψω, να τον βοηθήσω· τα αισθάνομαι αυτά πολύ έντονα. Δε μπορώ, όμως, να επιστρέψω στην πόλη μαζί του, παρότι ξέρω πως εκεί υπάρχουν κι άλλοι σαν αυτόν. Οι ανθρωπόμορφες φιγούρες που είχα δει την προηγούμενη νύχτα… τότε δεν ήμουν βέβαιος τι ήταν… αλλά είναι κι αυτοί Μακρινοί Αδελφοί μου. Δεν ξέρω γιατί· το αισθάνομαι. Υπάρχει συγγένεια, αν και, σίγουρα, δεν είναι σαν εμένα.

Τι συμβαίνει; Έχουν κάποια σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ, ή ήταν όλα λάθος όσα μού είπε ο ιερέας;

Όχι, δεν μπορεί να ήταν όλα λάθος· γιατί τώρα είμαι στην Κάρνατεβ και, πράγματι, εδώ φαίνεται ότι πιθανώς να βρω απαντήσεις…

Ρωτάω τον Μακρινό Αδελφό μου πού θέλει να πάει, όταν είμαι πλέον βέβαιος ότι οι διώκτες του μας έχουν χάσει. Αλλά δεν μπορεί να μου αποκριθεί· είναι πολύ μπερδεμένος· συγχυσμένος. Αρχίζει να κλαίει, διπλωμένος· με εκλιπαρεί να τον σώσω. Νομίζει ότι είμαι θεός. Γελάω και του λέω πως δεν είμαι θεός (και δε νομίζω ότι με πιστεύει) αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ γι’αυτόν. Του εξηγώ πως υπάρχουν κι άλλοι σαν εκείνον μέσα στην πόλη, όμως δεν είμαι βέβαιος ότι μπορώ να τους βρω. Καλύτερα να απομακρυνθούμε από την Κάρνατεβ.

Και απομακρυνόμαστε. Ταξιδεύουμε βόρεια, γρήγοροι σαν θηρία. Νομίζω πως, πολλές φορές, τρέχω με τα τέσσερα, σαν αυτό, για κάποιον μυστηριώδη λόγο, να με βολεύει περισσότερο. Σταματάω κάπου-κάπου, για να με προφταίνει ο Μακρινός Αδελφός μου, γιατί είμαι πολύ πιο ταχύς από αυτόν.

Οι αισθήσεις μου είναι φοβερά διευρυμένες. Δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να άκουγα τόσο καλά, να μύριζα τόσο καλά, να έβλεπα τόσο καλά. Τα μάτια μου τρυπάνε τα σκοτάδια σαν να ήταν μέρα, όχι νύχτα. Αισθάνομαι ακόμα και τις δονήσεις στη γη από κάτω μου· τα τραντάγματα που προκαλούν τα πόδια του Μακρινού Αδελφού μου καθώς τρέχει: τα τραντάγματα που, κανονικά, δεν θα έπρεπε να μπορώ να αισθανθώ.

Τι έχω γίνει; Έχει, άραγε, αλλάξει κι η εξωτερική μου μορφή; Γιατί η εσωτερική μου μορφή έχει αναμφίβολα αλλάξει…

Όταν φτάνουμε στις όχθες του ποταμού κοιτάζω την αντανάκλασή μου στα νερά του, και βλέπω ένα γνωστό πρόσωπο να μ’αντικρίζει. Εξακολουθώ να είμαι εγώ. Αλλά τα μάτια μου γυαλίζουν περίεργα.

[ανάμνηση των ματιών του λήσταρχου με τον οποίο είχα μονομαχήσει μέσα σε σκοτεινές σπηλιές]

Παίρνω το βλέμμα μου από τον ποταμό· ατενίζω τον Μακρινό Αδελφό μου. Είναι εξουθενωμένος, κατάκοπος. Πόσο μακριά έχουμε τρέξει;

Δεν είναι ακόμα αυγή…

Αισθάνομαι μια απόμακρη έλξη. Αλλά όχι προς τα νότια τώρα, όχι προς την πόλη ή προς τη θάλασσα. Όχι. Αυτή η έλξη είναι προς τα… βόρεια… και δυτικά, ίσως. Στις όχθες του ποταμού;

Προσπαθώ να την εντοπίσω καλύτερα, μέσα στο μυαλό μου, νιώθοντας πως τεντώνω κάποιο αισθητήριο όργανο που πρωτύτερα δεν ήξερα καν ότι υπήρχε.

Ναι, κάπου βόρεια και δυτικά… Νομίζω πως ίσως να έχω βρει ασφαλές μέρος για τον Μακρινό Αδελφό μου. Και όχι μόνο αυτό: ίσως να έχω βρει δεύτερο – ευκολότερο – δρόμο για να φτάσω στον προορισμό μου.

[η ανάμνηση των δύο χτυπημένων πρακτόρων που κάποτε σκόπευα να ανακρίνω βυθίζεται μέσα σε ομίχλες· χάνεται τελείως]

Ο Μακρινός Αδελφός κάνει να πιεί νερό από τον ποταμό, και πετάγεται πίσω ουρλιάζοντας.

Γελάω. Η όψη του τον τρόμαξε.

 

 

Η Σανκάρλι’μορ επέστρεψε στην Κάρνατεβ χωρίς πάλι να τη σταματήσει κανένας στην πύλη. Ακόμα και μια τέτοια νυχτερινή ώρα, οι φρουροί σταματούσαν κάποιον μόνο όταν υπήρχε συγκεκριμένος, ή φανερός, λόγος. Η Σανκάρλι έμοιαζε απλώς με μια ταξιδιώτισσα, ή μια γυναίκα που ερχόταν από τις αγροικίες για κάποια δουλειά στην πόλη.

Καθώς βάδιζε στους δρόμους της Κάρνατεβ σκεφτόταν ότι στο σπίτι της δεν θα μπορούσε να επιστρέψει τόσο εύκολα – πράγμα που φάνταζε ειρωνικό. Οι πράκτορες που είχαν παρουσιαστεί πίσω της, επάνω στο ύψωμα, δεν ήξερε από πού την είχαν ακολουθήσει. Ίσως να την είχαν ακολουθήσει ακόμα κι από την πολυκατοικία της.

Όπως και νάχε, η Σανκάρλι σκόπευε ν’αλλάξει την αμφίεσή της και να πάει στο σπίτι της όταν τελικά ξημέρωνε, γιατί τα καταστήματα ρούχων ήταν κλειστά τέτοια ώρα – εκτός ίσως από κάποια πολύ συγκεκριμένα του υπόκοσμου· αλλά αυτά η Σανκάρλι δεν γνώριζε πού να τα βρει. Επομένως, πήγε σ’ένα μπαρ που διανυκτέρευε και κάθισε εκεί, σ’ένα γωνιακό τραπέζι, πίνοντας Σεργήλιο οίνο ενώ άκουγε μουσική από το μεγάλο ηχοσύστημα του μαγαζιού. Στο κέντρο της αίθουσας κάποιοι χόρευαν, πολλοί απ’αυτούς μισομεθυσμένοι, κι ορισμένοι τελείως μεθυσμένοι, παραπατώντας.

Η Σανκάρλι άναψε τσιγάρο και αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει ο Φέκταρελ. Καθώς και ποιος ακριβώς να ήταν. Της είχε πει την αλήθεια σχετικά με τον Χάραλκιρ; Πραγματικά δεν τον γνώριζε; Τότε, γιατί είχε έρθει εδώ, στην Κάρνατεβ; Ποιος ο λόγος, αν όντως ήταν με τους Ζωντανούς-Νεκρούς; Οι Ζωντανοί-Νεκροί ήταν μισθοφόροι τους οποίους είχε προσλάβει ο Βασιληάς Ράνελμον, όπως της είχε γράψει ο Αβέρναλ στην επιστολή του· τι δουλειά μπορεί να είχε ένας απ’αυτούς στην Κάρνατεβ;

Πολύ παράξενο…

Ο Φέκταρελ έμοιαζε να αναζητά κάτι στα ορυχεία. Και η παρουσία εκείνου του μεταλλαγμένου στη βάρκα τού είχε κινήσει αμέσως το ενδιαφέρον. Γιατί; Ερευνούσε κι εκείνος την υπόθεση σχετικά με τη μόλυνση; Τον είχε, μήπως, στείλει ο Αβέρναλ στην Κάρνατεβ; Δεν της φαινόταν και πολύ λογικό αυτό, αλλά δεν το απέκλειε κιόλας.

Όμως δεν τελείωναν εδώ τα παράδοξα. Όταν οι δύο πράκτορες είχαν παρουσιαστεί… έτσι όπως είχε κινηθεί ο Φέκταρελ… έτσι όπως είχε πεταχτεί, κάνοντας τούμπα στη γη και χτυπώντας στα πόδια εκείνη τη γυναίκα… H αντίδρασή του ήταν τόσο γρήγορη που είχε κάνει τη Σανκάρλι να σαστίσει. Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι τόσο γρήγορος; Τότε, όμως, δεν είχε χρόνο για σκέψεις· είχε αμέσως ρίξει μια ενεργειακή ριπή στον άλλο πράκτορα και είχε πηδήσει από το ύψωμα, τρέχοντας για να φύγει. Κι ο ίδιος ο Φέκταρελ, άλλωστε, νόμιζε πως της είχε φωνάξει να φύγει.

Αλλά τι έγινε μετά μαζί του;

Τον εγκατέλειψα!… Αισθανόταν άσχημα γι’αυτό. Μπορεί ο Φέκταρελ να είχε σκοτωθεί, μπορεί να είχε αιχμαλωτιστεί από τους μισθοφόρους που είχαν έρθει μετά στο ύψωμα… Βέβαια, κι εγώ να ήμουν μαζί του, δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τον βοηθήσω… Επιπλέον, ένας άνθρωπος με τις δυνάμεις που είχε επιδείξει ο Φέκταρελ δεν πρέπει, λογικά, να είχε πρόβλημα να νικήσει και τους δύο πράκτορες και, ύστερα, να φύγει προτού πλησιάσουν οι μισθοφόροι… Μακάρι να είναι καλά. Την είχε βοηθήσει· χωρίς εκείνον, οι πράκτορες θα την είχαν πιάσει. Ίσως και να την είχαν σκοτώσει.

Ευτυχώς που δεν είδαν το πρόσωπό μου…

Τελείωσε τον Σεργήλιο οίνο και παράγγειλε μια κούπα τοπικό κρασί με αίμα φτερόλυκου (μερικές σταγόνες μόνο, φυσικά). Η σερβιτόρα – μοιάζοντας κατάκοπη από το ξενύχτη – της το έφερε δίχως καθυστέρηση. Και η Σανκάρλι αυτό το ήπιε πιο αργά, νιώθοντας να τη δυναμώνει καθώς οι νυχτερινές ώρες περνούσαν.

Θα ρωτήσω τον Χάραλκιρ, σκέφτηκε, με την πρώτη ευκαιρία. Θα τον ρωτήσω αν ξέρει τον Φέκταρελ. Κι αν γνωρίζει πως ο Φέκταρελ είναι εδώ.

Της είχε κινήσει την περιέργεια, για διάφορους λόγους. Τι είδους άνθρωπος ήταν; Τι γνώριζε για τις δραστηριότητες του Αρχισυγκλητικού; Πώς μπορούσε να κινείται τόσο γρήγορα;

Όταν ξημέρωσε και το μπαρ έκλεισε, η Σανκάρλι’μορ ήταν από τους τελευταίους πελάτες που βγήκαν. Πήγε στην Κεντρική Αγορά και επισκέφτηκε ένα κατάστημα ενδυμάτων. Αγόρασε μια καπαρντίνα εισαγμένη από Σεργήλη, ένα καπέλο, παντελόνι, και μπότες. Από ένα άλλο κατάστημα αγόρασε έναν σάκο. Πήγε σ’ένα σοκάκι της Κεντρικής Αγοράς όπου κανένας δεν την έβλεπε (ή, τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε, έχοντας κοιτάξει προς όλες τις μεριές) και, βγάζοντας τα μαύρα μποτάκια και την κοντή κάπα της, φόρεσε το παντελόνι, τις καινούργιες μπότες, την καπαρντίνα, και το καπέλο. Έβαλε τα μποτάκια και την κάπα μέσα στον σάκο, και τον πήρε στον ώμο. Τράβηξε τα γυαλιά της (που δεν ήταν σκούρα τώρα αλλά σκούραιναν αν ήθελες, διαθέτοντας διακόπτη και μπαταρία γι’αυτή τη δουλειά) από μια θήκη στη ζώνη της και τα φόρεσε.

Βάδισε προς την πολυκατοικία της με προσοχή, αλλά χωρίς να δείχνει ότι περίμενε κάποιος να την παρακολουθεί.

Είχε πια βαρεθεί μ’αυτή την ιστορία. Το σκεφτόταν πολύ σοβαρά ν’αλλάξει σπίτι. Το πρόβλημα ήταν πως, εξαιτίας του ότι έκανε διάφορες τεχνολογικές δουλειές για να ζει, οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού δεν θ’αργούσαν πάλι να μάθουν πού έμενε. Κι επιπλέον, θα έκριναν πως η κίνησή της ν’αλλάξει κατοικία ήταν ύποπτη.

Αν είναι να εξαφανιστώ, πρέπει να εξαφανιστώ μόνιμα. Αλλά δε νόμιζε πως χρειαζόταν από τώρα να το κάνει αυτό.

Δεν είδαν το πρόσωπό μου.

Πλησίασε την εξώπορτα της πολυκατοικίας, βγάζοντας τα κλειδιά της.

*

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ δεν είδαν τη μάγισσα να μπαίνει στην πολυκατοικία της, όχι επειδή τους μπέρδεψε η μεταμφίεσή της, αλλά επειδή κι οι δυο τους κοιμόνταν εκείνη την ώρα, εξουθενωμένοι από τη νυχτερινή τους περιπέτεια.

Ο Άσλατμιρ δεν είχε ιδέα τι δαίμονας ήταν αυτός που είχαν συναντήσει, όμως σκόπευε να ζητήσει από τον Εύβουλο περισσότερα χρήματα. Δεν τους είχε πει ότι η μάγισσα είχε δαίμονες για συμμάχους!

Εκείνοι οι μισθοφόροι που είχαν έρθει στο ύψωμα και τους είχαν ξυπνήσει πρέπει, πάντως, να αναζητούσαν κάτι άλλο, και να νόμιζαν πως αυτό το κάτι άλλο ήταν που είχε επιτεθεί στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ. Μάλλον ψάχνουν για κάποιον μολυσμένο που ξέφυγε από τα ορυχεία, είχε σκεφτεί ο Άσλατμιρ. Εξάλλου κι ο αρχηγός τους αυτό δεν μου είπε; Ότι δεν είναι δαίμονας αλλά μολυσμένος από επικίνδυνο ιό;

Η σύμπτωση ήταν, αναμφίβολα, στημένη απ’τις Λάμιες, όπως έλεγαν· όμως τους είχε εξυπηρετήσει καλά. Οι μισθοφόροι δεν είχαν έρθει στο ύψωμα επειδή είχαν ακούσει πυροβολισμούς αλλά επειδή κυνηγούσαν κάτι άλλο, επομένως δεν είχαν λόγο να υποπτευθούν εκείνους για τίποτα.

Ο Άσλατμιρ τώρα, καθώς κοιμόταν, ονειρευόταν αυτά τα γυαλιστερά μάτια που έμοιαζαν να εκπέμπουν το φως των φεγγαριών…

Κεφάλαιο Εικοστό-Όγδοο
«Αυτό Σημαίνει Πόλεμος!»

Απόγευμα έφυγαν από τη Μέρελκεβ, πετώντας, και βράδυ έφτασαν στη Νουσράκλη. Ο Σάρνεμπ καθόταν, φυσικά, στη θέση του πιλότου, και οδήγησε το ελικόπτερο στο ελικοδρόμιο επάνω σε μια από τις οροφές του βασιλικού παλατιού, αφού ζήτησε άδεια προσγείωσης.

Η Έρικα βγήκε πρώτη από το αεροσκάφος, και οι υπόλοιποι – ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, η Ραβάσλι, ο Ραμπνάιλ, ο Σάμελκον’λι, ο Σάρνεμπ, και άλλοι δύο Ζωντανοί-Νεκροί – την ακολούθησαν.

Ένας φρουρός του παλατιού είχε ήδη πλησιάσει, και η Έρικα τον ρώτησε: «Θα μπορούσα να μιλήσω με τον Βασιληά; Ονομάζομαι Έρικα Σάλκερκοφ.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνος. «Έχει δώσει διαταγή να τον ειδοποιήσουμε αμέσως μόλις επιστρέψετε.»

Η Έρικα στράφηκε στους άλλους και τους είπε να πάνε να ξεκουραστούν.

«Δε σκεφτόμασταν να κάνουμε τίποτ’ άλλο,» της αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

Η Έρικα ακολούθησε τον φρουρό μέσα στο βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, και σύντομα εκείνος είπε σε μια υπηρέτρια να ειδοποιήσει τον Βασιληά για την άφιξη της κυρίας Σάλκερκοφ. Μετά, ζήτησε από την Έρικα να περιμένει σε μια από τις μικρές αίθουσες του παλατιού, κι ένας υπηρέτης τής έφερε ένα ποτήρι κρύο κρασί.

Η Έρικα δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ· η υπηρέτρια στην οποία είχε μιλήσει ο φρουρός γρήγορα επέστρεψε και της είπε να έρθει στο γραφείο του Βασιληά, όπου ο Μεγαλειότατος θα τη συναντούσε. Η Έρικα ακολούθησε την υπηρέτρια και, διασχίζοντας διαδρόμους που ούτως ή άλλως γνώριζε, έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου, η οποία ήταν μισάνοιχτη.

Η υπηρέτρια χτύπησε. «Μεγαλειότατε;»

«Περάστε,» ακούστηκε η φωνή του Ράνελμον από μέσα· και, καθώς η υπηρέτρια παραμέριζε την πόρτα, η Έρικα μπήκε για να τον δει καθισμένο πίσω απ’το γραφείο του. Η Πρώτη Πριγκίπισσα Σεϊλίκρα βρισκόταν επίσης στο δωμάτιο, στεκόμενη πλάι στο παράθυρο, με μια κούπα στο χέρι και τυλιγμένη με μια ρόμπα όλο κεντήματα και δαντέλες.

«Έρικα,» είπε ο Ράνελμον. «Κάθισε.» Κι έγνεψε στην υπηρέτρια να φύγει, πράγμα που εκείνη έκανε αμέσως, υποκλινόμενη.

Η Έρικα κάθισε αντίκρυ στον Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων. «Τον αφήσαμε στη Μέρελκεβ, Μεγαλειότατε. Στον Οίκ–»

Ο Ράνελμον ύψωσε το χέρι του. «Δε θέλω να ξέρω λεπτομέρειες. Όταν δεν ξέρω δεν μπορώ και να μιλήσω.»

«Δε θα πίστευα ποτέ ότι σκοπεύετε να προδώσετε τον Αβέρναλ…»

«Θα μπορούσα, ίσως, να μπω στον πειρασμό κάποτε, για κάποιον λόγο,» παραδέχτηκε ο Ράνελμον. «Πες μου μόνο: εκεί όπου βρίσκεται είναι ασφαλής;»

«Αρκετά ασφαλής, για την ώρα.»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Ότι δεν θα μπορούν να τον κρύβουν για πάντα. Αλλά για κάποιο καιρό δεν νομίζω να υπάρξει πρόβλημα.»

«Θα έχεις ξανά επαφή μαζί τους; Μαζί με τον Αβέρναλ;»

«Δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Είναι γνωστοί μου άνθρωποι.»

Ο Ράνελμον ένευσε. «Χαίρομαι. Θέλω να είναι ασφαλής. Δε θέλω να πιστεύει ότι τον εγκατέλειψα.»

«Τουλάχιστον,» είπε η Πρώτη Πριγκίπισσα, «γλιτώσαμε τον κίνδυνο. Τώρα ο Αρχισυγκλητικός δεν έχει λόγο να ξαναστείλει δολοφόνους στο παλάτι μας.»

«Το εύχομαι…» αποκρίθηκε μουντά ο Ράνελμον, δίχως να στραφεί να κοιτάξει τη σύζυγό του.

Ο Εύβουλος… σκέφτηκε η Έρικα. Καθάρισε τον λαιμό της. «Εντοπίσατε τον Εύβουλο και τους Επιφανείς Κρανοφόρους, Μεγαλειότατε;» ρώτησε, περιμένοντας αρνητική απάντηση.

Και λαμβάνοντάς την. «Όχι,» αποκρίθηκε ο Ράνελμον. «Δυστυχώς. Και με ανησυχεί. Όταν ο Αρχισυγκλητικός μάθει τι συνέβη, ίσως να έχουμε πόλεμο…»

«Δε θα τολμήσει!» είπε, εμφατικά, η Σεϊλίκρα.

«Θα τολμήσει,» διαφώνησε ο Ράνελμον. «Τολμά πολλά, τελευταία. Έχει επιτεθεί–»

«Δεν έχει επιτεθεί σε μεγάλες πόλης! Ούτε σε μια ολόκληρη περιοχή σαν το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων!»

Ο Ράνελμον στράφηκε τώρα να την κοιτάξει. «Τα αεροχήματα τού προσφέρουν μεγάλο πλεονέκτημα. Και σίγουρα τού δώσαμε έναν πολύ καλό λόγο για πόλεμο – ειδικά αν έχει βλέψεις προς τα νησιά μας. Που νομίζω πως έχει.»

Η Σεϊλίκρα δεν μίλησε. Έκανε μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο, πίνοντας μια γουλιά από την κούπα της.

Ο Ράνελμον στράφηκε πάλι στην Έρικα. «Σ’ευχαριστώ,» της είπε. «Εκτός αν έχεις κάτι άλλο να μου αναφέρεις, μπορείς να πας να ξεκουραστείς.»

«Για την ώρα, δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτε άλλο, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Έρικα και σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Σας καληνυχτίζω, και εύχομαι αύριο να μας φέρουν τα πτώματα του Εύβουλου και των μισθοφόρων του.» Αλλά δεν το θεωρώ πιθανό. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι ήταν πολύ ικανοί για να εντοπιστούν εύκολα· ίσως ήδη να βρίσκονταν στην Κάρνατεβ.

Ο Ράνελμον ένευσε χωρίς να μιλήσει, και η Έρικα έφυγε από το γραφείο του.

Πήγε εκεί όπου, μέσα στο βασιλικό παλάτι, φιλοξενούνταν οι Ζωντανοί-Νεκροί. Στο καθιστικό είδε την Ανρίθα-Νοθ να μιλά με την Ανταρλίδα’μορ. Δεν μπήκε· το προσπέρασε και πλησίασε το δωμάτιο του Ζαώρδιλ. Χτύπησε την πόρτα. Κανένας δεν απάντησε. Ξαναχτύπησε. Πάλι, τίποτα. Έσπρωξε την πόρτα για να δει αν ήταν κλειδωμένη. Δεν ήταν. Μπήκε στο δωμάτιο κι έριξε μια ματιά τριγύρω· αφουγκράστηκε μήπως ο Ζαώρδιλ βρισκόταν στο μπάνιο. Ο Σκοτωμένος, όμως, δεν ήταν πουθενά.

Η Έρικα έφυγε απ’το δωμάτιό του και πήγε στο καθιστικό.

Η Ανταρλίδα’μορ στράφηκε να την κοιτάξει χωρίς να μοιάζει ξαφνιασμένη. «Έρικα…» Πρέπει να είχε δει τον Νικηφόρο και τους άλλους που είχαν επιστρέψει.

«Πού είναι ο Ζαώρδιλ;»

«Δεν είναι στο δωμάτιό του;»

«Όχι.»

Η Ανρίθα-Νοθ είπε: «Δε μπορεί νάναι μακριά.» Και ρώτησε: «Όλα εντάξει με τον Αβέρναλ; Οι άλλοι δεν κάθισαν να μας πουν τίποτα…»

«Δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Πού τον έκρυψες;»

«Αυτό δεν χρειάζεται να το ξέρεις.» Η Έρικα δεν το είχε πει ούτε στον Νικηφόρο και τους άλλους. Όσο λιγότεροι το γνώριζαν τόσο το καλύτερο. Το είχε, όμως, πει στον Ρίβη και στον Ναλτάφιρ’χοκ, ώστε να προσφέρουν βοήθεια στον Αρνάλβες, του Οίκου της Βίηλ, σε περίπτωση που την είχε ανάγκη.

«Φοβάσαι ότι θα το μαρτυρήσω;»

Η Έρικα δεν της απάντησε· έφυγε απ’το καθιστικό βαδίζοντας πάλι ανάμεσα στα δωμάτια των Ζωντανών-Νεκρών. Πίσω της άκουσε την Ανρίθα να λέει κάτι, αλλά δεν κατάλαβε τι ακριβώς· πάντως, δεν πρέπει να ήταν κολακευτικό για το άτομό της.

Λίγο μ’ενδιαφέρει… Ήταν πολύ κουρασμένη, και το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τον Ζαώρδιλ προτού πάει να ξεκουραστεί.

Λες η μάγισσα να ήξερε πού βρισκόταν;

Η Έρικα βάδισε προς το δωμάτιο της Φαίδρας’λι, κι όταν ήταν κοντά του, η πόρτα του άνοιξε και ο Ζαώρδιλ βγήκε.

Συνοφρυώθηκε, ξαφνιασμένος. «Επέστρεψες…»

«Δεν είδες τους άλλους; Τον Νικηφόρο, τη Ραβάσλι;»

Ο Ζαώρδιλ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Ήμουν εδώ,» είπε κλείνοντας πίσω του την πόρτα της μάγισσας.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Πάμε,» της είπε ο Ζαώρδιλ και, βάζοντας το χέρι του γύρω από τη μέση της, βάδισαν ανάμεσα στα δωμάτια, πηγαίνοντας προς το δικό του. Εκείνη αισθάνθηκε τον μαγικό της μανδύα να ανασαλεύει ανήσυχα επάνω της, σαν να ζήλευε το άγγιγμα του Σκοτωμένου.

«Τι συμβαίνει;» επέμεινε η Έρικα.

«Η μάγισσα είναι τσαντισμένη που δεν την αφήνω ακόμα να πάει στην Κάρνατεβ για να βρει τον Φέκταρελ. Αλλά τι να κάνω, Έρικα; Τη χρειάζομαι εδώ. Και ποιος είπε στον Φέκταρελ να φύγει; Δε μπορώ να τρέχω να τον κυνηγάω – όχι τώρα. Μάλιστα, ο Βασιληάς Ράνελμον φαίνεται να φοβάται ότι σύντομα θα γίνει πόλεμος· δε νομίζει ότι θα πιάσουμε τον Εύβουλο.»

«Μου το είπε κι εμένα, πριν από λίγο.»

«Έκρυψες τον Αβέρναλ στη Μέρελκεβ;»

«Ναι.»

«Πού; Στους ευπατρίδες;»

«Θα σου πω στο δωμάτιό σου. Και δε θέλω να το πεις σε κανέναν. Ούτε ο Νικηφόρος το ξέρει, ούτε η Ραβάσλι, ούτε κανένας. Ούτε καν ο Βασιληάς Ράνελμον.»

«Ζήτησε να το μάθει και αρνήθηκες να του το πεις;» απόρησε ο Ζαώρδιλ καθώς έφταναν έξω απ’το δωμάτιό του κι άνοιγε την πόρτα.

«Ακριβώς το ανάποδο,» αποκρίθηκε η Έρικα, καθώς έμπαιναν κι έκλεινε την πόρτα πίσω τους με το πόδι της. «Ήμουν έτοιμη να του το πω κι εκείνος με διέκοψε, λέγοντας πως δεν μπορεί να προδώσει τον Αβέρναλ αν δεν ξέρει πού κρύβεται.»

«Φοβάται ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν τόσο άσχημα με τον Αρχισυγκλητικό;»

«Δεν ξέρω,» είπε η Έρικα, και κάθισε σε μια καρέκλα βγάζοντας τις μπότες της για να ξεμουδιάσει.

«Πού τον έκρυψες, λοιπόν, τον δημοσιογράφο;»

Η Έρικα τού είπε.

«Και μόνο εσύ κι εγώ το ξέρουμε;»

«Το ξέρουν κι οι άνθρωποί μου στη Μέρελκεβ,» αποκρίθηκε η Έρικα κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών της μέσα από τις λεπτές κάλτσες της. «Είσαι πρόθυμος να πολεμήσεις για τον Βασιληά Ράνελμον αν γίνει πόλεμος με την Κάρνατεβ;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

«Γιατί όχι; Δεν έχουμε κανέναν καλύτερο εργοδότη για την ώρα. Ελπίζω να συμφωνεί και το δαιμονικό μυαλό σου.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά, πολύ κουρασμένη για να σκεφτεί κάποια έξυπνη απάντηση.

*

Σφυρίζοντας, ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ κούρευε τα άνθη του κήπου του μ’ένα μεγάλο ψαλίδι. Δεν ήταν ότι δεν είχε κηπουρό για τον κήπο της βίλας του· είχε, όμως του άρεσε να περιποιείται τη βλάστηση μόνος του κάπου-κάπου. Τον χαλάρωνε, ύστερα από τόσα που είχε να αντιμετωπίζει στην πολιτική ζωή του. Κι ορισμένες φορές – όπως τώρα – όλα τα άσχημα μαζεύονταν το ένα κατόπιν του άλλου. Σήμερα το πρωί, του είχαν πει ότι ακόμα ένας μεταλλαγμένος είχε ξεφύγει από τους φρουρούς των ορυχείων. Δεν ήταν ο πρώτος, φυσικά· είχαν γίνει κι άλλες αποδράσεις· αλλά αυτός ο συγκεκριμένος τούς είχε φύγει μόλις τον έφεραν στην ξηρά. Είχε χτυπήσει και είχε σκοτώσει και, τελικά, είχε εξαφανιστεί μες στη νύχτα. Οι μισθοφόροι είχαν χάσει τα ίχνη του, αλλά υπέθεταν ότι ο μεταλλαγμένος πρέπει να τριγύριζε κάπου βόρεια της πόλης.

Όμως αυτό δεν ήταν το χειρότερο που είχε συμβεί. Ο Εύβουλος ακόμα δεν είχε επιστρέψει από την επίσκεψή του στη Νουσράκλη για να παραλάβει τον Αβέρναλ. Ακόμα! Και είχαν περάσει τέσσερις ολόκληρες ημέρες από τότε που είχε φύγει. Ναι, ήταν τέσσερις ακριβώς, σήμερα το απόγευμα που ο Βέργκεδελ κλάδευε τα άνθη στον κήπο του. Δε μπορεί ο Βασιληάς Ράνελμον να είχε κάνει τόσο καιρό να παραδώσει τον δημοσιογράφο στον Εύβουλο. Σίγουρα κάτι είχε γίνει. Κάτι απρόοπτο. Και το μόνο που είχε αποτρέψει τον Βέργκεδελ απ’το να στείλει ήδη μαντατοφόρο στον Ράνελμον ήταν το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες είχε άλλες δουλειές με τη Σύγκλητο, εδώ, στην Κάρνατεβ· οι πολιτικοί αντίπαλοί του προσπαθούσαν να τον υπονομεύσουν με κάθε δυνατή ευκαιρία, παρά τα όσα είχε κάνει για την πόλη! Τα σκυλιά! Οι κατάσκοποι, πάντως, που ο Βέργκεδελ είχε στη Νουσράκλη τού είχαν αναφέρει πως είχαν δει το ελικόπτερο του Εύβουλου να προσγειώνεται κανονικά στο βασιλικό παλάτι της πρωτεύουσας του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων και, μετά από κάποια ώρα, να απογειώνεται ξανά και να πετά προς τα βόρεια.

Επομένως, ο Ράνελμον δεν πρέπει να με πρόδωσε, σκέφτηκε ο Βέργκεδελ καθώς κοίταζε ένα άνθος και προσπαθούσε ν’αποφασίσει αν η δεξιά του μεριά ήθελε κλάδεμα ή όχι. Τι σκατά συνέβη; Αεροπειρατεία κατά την επιστροφή τους; (Υπήρχαν αεροπειρατές στον Ωκεανό, ήταν γνωστό, αν και όχι τόσοι όσοι πειρατές της θάλασσας, φυσικά.) Ή κάποια βλάβη, μήπως; Αναγκάστηκαν να προσγειωθούν σε κανένα νησί μέχρι να επισκευάσουν τη μηχανή του ελικοπτέρου; Ο Βέργκεδελ θεωρούσε το δεύτερο πιθανότερο από το πρώτο, αλλά ακόμα κι αυτό τού έμοιαζε, γενικά, λιγάκι περίεργο, γιατί το ελικόπτερο ήταν δικό του, και τα αεροσκάφη του φρόντιζε πάντα να τα ελέγχουν για άριστη κατάσταση πριν από κάθε μακρινή πτήση. Και το συγκεκριμένο ελικόπτερο δεν αποτελούσε εξαίρεση.

Από την άλλη, βέβαια, πάντα μπορεί να τύχει κάτι που δεν έχεις προβλέψει…

Ο Βέργκεδελ, όμως, εξακολουθούσε να έχει μια πολύ άσχημη αίσθηση για όλα τούτα.

Αποφάσισε να κουρέψει, τελικά, τη δεξιά μεριά του άνθους. Με μερικά χρατς χρατς χρατς του μεγάλου ψαλιδιού του, τα φύλλα που προεξείχαν άκομψα έπεσαν το ένα μετά το άλλο μπροστά στα γυμνά, πορφυρόδερμα πόδια του.

«Εντιμότατε,» άκουσε πίσω του μια γνώριμη φωνή – τη φωνή του Οικονόμου της βίλας του.

«Τι είναι, Ζαώρδιλ;» ρώτησε ο Βέργκεδελ στρεφόμενος ν’αντικρίσει τον πορφυρόδερμο άντρα που ήταν κανένα χρόνο μεγαλύτερος από τον ίδιο, με μακρύ καστανό μουστάκι και στρογγυλά γυαλιά. Τα μάτια του είχαν πρόβλημα, ειδικά τη νύχτα· αλλά το μυαλό του ήταν από τα πιο κοφτερά που είχε συναντήσει ο Βέργκεδελ.

«Ο κύριος Εύβουλος είναι εδώ, Εντιμότατε. Θέλει να σας μιλήσει.»

Επιτέλους! «Να με συναντήσει στο γραφείο μου. Αμέσως.»

Και βάδισε προς το εσωτερικό της βίλας του, ρίχνοντας το μεγάλο ψαλίδι στο χορτάρι. Ο πελώριος σκύλος του, ο Λυσσασμένος, σηκώθηκε από εκεί όπου ξάπλωνε τεμπέλικα και τον ακολούθησε.

Ο Εύβουλος συνάντησε τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ στο γραφείο, όταν εκείνος είχε αλλάξει ρούχα και φορέσει ένα ζευγάρι γυαλιστερά δερμάτινα παπούτσια. Ο μισθοφόρος δεν ήταν το ίδιο καλοντυμένος· φορούσε ακόμα τα ρούχα με τα οποία είχε επιστρέψει στην πόλη, και ήταν σκονισμένα και βρόμικα.

«Με συγχωρείς για την αμφίεση, Άρχοντά μου–» άρχισε.

Αλλά ο Βέργκεδελ τον διέκοψε: «Τι συνέβη; Οι κατάσκοποί μου μου είπαν ότι το ελικόπτερο προσγειώθηκε κανονικά στη Νουσράκλη και μετά έφυγε επίσης κανονικά.»

«Πράγματι, έτσι έγινε,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος. «Αλλά μας είχαν στήσει παγίδα.»

«Παγίδα;» Ο Βέργκεδελ, έχοντας γεμίσει δύο ποτήρια κρασί, του έδωσε το ένα. «Κάθισε, και πες μου.»

Ο Εύβουλος κάθισε μπροστά στο γραφείο του Αρχισυγκλητικού και ήπιε μια γουλιά από το ποτό. Ο Αρχισυγκλητικός κάθισε πίσω απ’το γραφείο, παρατηρώντας τον. Ο Λυσσασμένος, κουλουριασμένος στο πάτωμα, χασμουρήθηκε και έγλειψε τα χείλη του.

Ο Εύβουλος καθάρισε τον λαιμό του. «Μόλις είχαμε απογειωθεί από τη Νουσράκλη και πετούσαμε βόρεια, κάτι συνέβη στις μηχανές μας. Η πιλότος σου δεν ήξερε τι ακριβώς, ούτε κι εγώ μπορούσα να καταλάβω· αλλά ήταν σαμποτάζ, είμαι σίγουρος. Κάποιος σαμπόταρε το ελικόπτερό μας όσο βρισκόμασταν στο παλάτι του Ράνελμον. Αναγκαστήκαμε να προσγειωθούμε – να πέσουμε, ουσιαστικά – στην ακρογιάλια ενός μικρού νησιού βόρεια της Νουσράκλης. Ο Αβέρναλ έτρεξε, τότε, αμέσως να φύγει ενώ, συγχρόνως, μια μηχανοκίνητη βάρκα ήρθε προς το μέρος μας, κι αυτοί που ήταν επάνω άρχισαν να μας πυροβολούν. Παρίσταναν τους πειρατές μα δεν ήταν. Ο μάγος μου, ο Κάρχαμωντ’λι, αναγνώρισε έναν θεό τους τον οποίο έστρεψαν εναντίον μας. Ήταν ο θεός της μάγισσας των Ζωντανών-Νεκρών. Οι Ζωντανοί-Νεκροί βρίσκονταν μέσα στη βάρκα, Άρχοντά μου! Και καθώς ανταλλάσσαμε πυρά μαζί τους, ήρθαν και κάποιοι άλλοι να τους βοηθήσουν, ενώ ο Αβέρναλ είχε ήδη τρέξει μακριά μας. Υποχρεωθήκαμε να υποχωρήσουμε, προς το εσωτερικό του νησιού, που είναι γεμάτο βλάστηση – και, όπως διαπιστώσαμε, γεμάτο γρυλαίους. Δε νομίζω ότι ήταν τυχαίο που μας είχαν οδηγήσει σ’αυτό το καταραμένο νησί, Άρχοντά μου.» Ο Εύβουλος ήπιε ακόμα μια γουλιά κρασί.

Μετά είπε: «Τους Ζωντανούς-Νεκρούς, στην αρχή, δεν τους είδαμε καθόλου στο παλάτι του Ράνελμον. Τουλάχιστον, δεν είδα κανέναν που να αναγνωρίζω: τον αρχηγό τους, για παράδειγμα, τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο. Μόνο καθώς φεύγαμε έτυχε να συναντήσω δύο απ’αυτούς. Ήταν προμελετημένη παγίδα, Άρχοντά μου! Οι Ζωντανοί-Νεκροί μάς την είχαν στημένη. Ο Ράνελμον ήθελε να φανεί ότι χαθήκαμε πετώντας, προκειμένου να σώσει τον Αβέρναλ–»

«Και πού είναι ο Αβέρναλ τώρα;»

«Δυστυχώς, ο Ράνελμον τα κατάφερε: τον έσωσε. Δεν κατάφερε, όμως, και να μας σκοτώσει – πράγμα που ήταν, αναμφίβολα, μέσα στα σχέδιά του, ώστε να μην έρθουμε εδώ και να σου αναφέρουμε τι συνέβη, να μη μάθεις ποτέ τι έγινε.»

Η όψη του Βέργκεδελ είχε αγριέψει. Θα το μετανιώσει πολύ πικρά ο Βασιληάς Ράνελμον! σκέφτηκε. Ποιος νομίζει πως είναι, που θα κοροϊδέψει εμένα; Δεν ξέρει με τι δυνάμεις έχει να κάνει! Θα τσακίσω το γαμημένο του Βασίλειο! Χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο γραφείο, οργισμένος. «Και πώς κατάφερες τελικά να ξεφύγεις, Εύβουλε; Δε σε κυνήγησαν;»

«Μέσα στο δάσος του νησιού, όχι. Ίσως να πίστευαν ότι θα μας αποτελείωναν οι γρυλαίοι, αλλά δεν το νομίζω, γιατί μας περίμεναν κιόλας. Ένα πλοίο – μηχανοκίνητο – περιφερόταν γύρω από το νησί, περιπολώντας. Κουρσάρικο, Άρχοντά μου, μα δεν είχα αμφιβολία ότι αυτοί οι κουρσάροι ήταν σύμμαχοι των Ζωντανών-Νεκρών. Μας παραφυλούσαν, περιμένοντας να προσπαθήσουμε να φύγουμε από το νησί ώστε να μας σκοτώσουν.»

«Δε μπορούσατε να επισκευάσετε το ελικόπτερο; Ήταν τελείως κατεστραμμένο;»

«Δε βρισκόταν καν στην ακρογιαλιά, όταν επιστρέψαμε εκεί. Οι Ζωντανοί-Νεκροί το είχαν πάρει. Προφανώς, ήξεραν καλά τι είχαν κάνει για να μπλοκάρουν τις μηχανές του, και δεν τους ήταν δύσκολο να το αντιστρέψουν. Επομένως, η μοναδική λύση ήταν να φτιάξουμε σχεδία για να φύγουμε. Όμως οι πειρατές που παραφυλούσαν θα μας έβλεπαν αμέσως και θα μας σκότωναν. Έπρεπε κάπως να τους αποφύγουμε, αν ήταν να γλιτώσουμε ζωντανοί: και τελικά σκέφτηκα πως το καλύτερο ήταν ένας αντιπερισπασμός. Φτιάξαμε δύο σχεδίες, και η μία ήταν δόλωμα. Τη βάλαμε να πλεύσει από μόνη της προς τα βόρεια, ενώ εμείς ανεβήκαμε γρήγορα στην άλλη και κατευθυνθήκαμε ανατολικά, ώστε να διασχίσουμε τη στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει αυτό το μικρό νησί από το νησί της Νουσράκλης. Οι πειρατές κυνήγησαν πρώτα το δόλωμα, και σίγουρα κατάλαβαν τι συνέβαινε γιατί αμέσως μετά έτρεξαν να μας προφτάσουν. Και παραλίγο να τα καταφέρουν επάνω στο μηχανοκίνητο σκάφος τους. Προλάβαμε ίσα-ίσα να βγούμε στην ξηρά και να απομακρυνθούμε. Εκείνοι δεν βγήκαν να μας κυνηγήσουν, ακριβώς όπως το είχα υπολογίσει–»

Ο Βέργκεδελ συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Ήταν πειρατές, Άρχοντά μου.» Ο Εύβουλος ήπιε κρασί. «Πρέπει να είχαν κάνει κάποια συμφωνία με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, όχι και με τους φύλακες του νησιού της Νουσράκλης. Φοβόνταν πως, αν μας καταδίωκαν επάνω στο νησί, αν εμπλέκονταν σε μάχη μαζί μας, θα είχαν κακά ξεμπερδέματα.»

«Ο Ράνελμον έβαλε βρομόσκυλα της θάλασσας να κάνουν τη δουλειά του, για να μη φανεί καθόλου το χέρι του πίσω από τούτη την προδοσία…» είπε ο Βέργκεδελ, με τα μάτια του να γυαλίζουν οργισμένα.

«Ακριβώς,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος. «Και οι Ζωντανοί-Νεκροί φορούσαν όλοι κουκούλες όταν μας επιτέθηκαν. Όπως σου είπα, αν ο μάγος μου δεν αντιλαμβανόταν τον θεό της μάγισσάς τους, δεν θα ξέραμε ποιοι ήταν.»

«Τον έχει ξανασυναντήσει;»

«Φυσικά. Ο θεός του και ο θεός της έχουν συγκρουστεί και παλιότερα, πολύ μακριά από εδώ, στη δυτική Φεηνάρκια.» Ο Εύβουλος τελείωσε το κρασί του.

«Δε σας κυνήγησαν μετά, μέσα στο Βασίλειο;»

«Ασφαλώς και μας κυνήγησαν. Αλλά δεν ήταν εύκολο να μας βρουν. Κρυφτήκαμε, και φύγαμε απ’το νησί της Νουσράκλης, όχι μέσω της γέφυρας αλλά με μια βάρκα που κλέψαμε. Πήγαμε στη Μεσόνησο – το δεύτερο νησί μετά από το νησί της Νουσράκλης – κι εκεί περιμέναμε. Όταν ατενίσαμε ένα αρκετά μεγάλο ιστιοφόρο σ’ένα λιμάνι, περιμέναμε να δούμε προς τα πού θα κατευθυνόταν, ενώ ήμασταν σκαρφαλωμένοι σε κάτι ψηλούς βράχους βόρεια του λιμανιού. Το καράβι, τελικά, απέπλευσε με το σούρουπο, προς τα βόρεια. Μας συνέφεραν και τα δύο – και η ώρα της ημέρας και η κατεύθυνση. Μόλις περνούσε από κάτω μας, βγάλαμε τα όπλα μας και πηδήσαμε στο κατάστρωμά του. Δεν είχε καμια σπουδαία φύλαξη, και οι πολεμιστές μου έκαναν ο ένας για πέντε από τους αντιπάλους μας, εκτός του ότι είχαμε και τον δαίμονα του Κάρχαμωντ’λι για να μας βοηθά· δίχως δυσκολία καταλάβαμε το σκάφος και πρόσταξα τον καπετάνιο να μας πάει κατευθείαν, ολοταχώς, στην Κάρνατεβ. Δε θα τον πειράζαμε, του υποσχέθηκα, ούτε θα τον ληστεύαμε, αν μας έκανε αυτή τη χάρη. Αποδείχτηκε συνεργάσιμος, έτσι φτάσαμε σύντομα στην πόλη σου, Άρχοντά μου. Κι όταν ο καπετάνιος φύγει από εδώ (και δε νομίζω ν’αργήσει) ο Βασιληάς Ράνελμον αργά ή γρήγορα θα μάθει, μέσω των κατασκόπων του, τι συνέβη.»

«Δεν είπες στον καπετάνιο τ’όνομά σου…»

«Φυσικά και όχι, αλλά ο Ράνελμον και ο Ζαώρδιλ σίγουρα θα καταλάβουν ότι ήμουν εγώ.»

Ο Βέργκεδελ ένευσε, σκεπτικός, συμφωνώντας.

Μετά είπε: «Αυτό σημαίνει πόλεμος, Εύβουλε.»

«Καταλαβαίνω πως η προδοσία ήταν πολύ σοβαρή, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος, αν και υποπτευόταν πως ο Αρχισυγκλητικός απλώς περίμενε μια τέτοια ευκαιρία για να στείλει τα αεροχήματά του στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Τον είχε ακούσει και παλιότερα να ισχυρίζεται πως ήθελε να το κατακτήσει. Φαντάσου! έλεγε σε κάποιον από τους φίλους του. Η Κάρνατεβ να απλώνει τη δύναμή της σ’όλο τον Ωκεανό!

«Το κόλπο του Ράνελμον ήταν ύπουλο και προσβλητικό,» είπε ο Βέργκεδελ. «Δεν είχε ούτε καν το σθένος να αρνηθεί να μου παραδώσει τον Αβέρναλ!»

Ο Εύβουλος έμεινε σιωπηλός. Ήταν πολύ κουρασμένος για πολιτική συζήτηση.

«Αλλά δε νομίζω τώρα να συνεχίζει να τον κρύβει στο παλάτι του, γιατί θα φοβάται ότι θα το μάθω,» είπε ο Βέργκεδελ. «Κάπου αλλού πρέπει να τον έχει κρύψει…»

Ο Εύβουλος έβαλε το χέρι του σε μια μεγάλη τσέπη του. «Τώρα το θυμήθηκα, Άρχοντά μου. Προτού φύγουμε από τη Νουσράκλη, ο Βασιληάς Ράνελμον ήθελε να σου παραδώσω ένα μήνυμα.» Έτεινε προς το μέρος του Βέργκεδελ μια τυλιγμένη περγαμηνή.

«Το σκυλί…» μούγκρισε ο Αρχισυγκλητικός. «Είχε το θράσος;» Πήρε την περγαμηνή και, σπάζοντας τη σφραγίδα του Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων, την ξετύλιξε. Διάβασε το περιεχόμενό της. Γέλασε, κουνώντας το κεφάλι. Ο Ράνελμον τού ζητούσε να μην κακομεταχειριστεί τον Αβέρναλ, να σκεφτεί ότι, ως δημοσιογράφος, έκανε μόνο τη δουλειά του, και ότι λογικό ήταν να φύγει από την Κάρνατεβ αφού τον είχαν κυνηγήσει. «Υποκριτής ώς το τέλος, ο Βασιληάς Ράνελμον!» Το μήνυμα ήταν, πραγματικά, αστείο. Θεατρικό. Ο Ράνελμον σίγουρα δεν περίμενε ότι θα το διάβαζα ποτέ, αλλά φοβόταν ότι ίσως – ίσως – να το διάβαζε ο Εύβουλος, έχοντας το θράσος να σπάσει τη σφραγίδα. «Τον περίμενες μέχρι να το γράψεις αυτό;»

«Ναι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος. «Μας καθυστέρησε προκειμένου να συντάξει την επιστολή. Και νομίζω ότι–»

«–τότε έγινε το σαμποτάζ στις μηχανές του ελικόπτερου σας;»

«Ακριβώς.»

«Πολύ πιθανόν,» είπε ο Βέργκεδελ. «Αυτό το μήνυμα δεν λέει, ουσιαστικά, τίποτα. Ζητά μόνο να μη φερθώ πολύ άσχημα στον Αβέρναλ.»

«Ο Βασιληάς μού είπε ότι ήθελε να μιλήσει με κάποιον υπεύθυνο ακριβώς γι’αυτό το θέμα, Άρχοντά μου. Του αποκρίθηκα πως εγώ δεν βρισκόμουν στην αυλή του για να κάνω τέτοιες διαπραγματεύσεις, αλλά μόνο για να παραλάβω τον συκοφάντη–»

«Και πολύ σωστά αποκρίθηκες.»

«Έτσι, ο Βασιληάς μού ζήτησε να περιμένω μέχρι να συντάξει μια επιστολή την οποία θα έπρεπε να σας παραδώσω. Και δεν είχα, φυσικά, άλλη επιλογή απ’το να υπακούσω. Όταν η επιστολή ήταν έτοιμη, μου την έδωσε, και μαζί και τον Αβέρναλ.»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον παίζει πολύ επικίνδυνα παιχνίδια,» είπε ο Βέργκεδελ, και πέταξε την περγαμηνή μπροστά στον Λυσσασμένο, ο οποίος την κοίταξε με επιφύλαξη, σαν να ήταν κάτι το δηλητηριώδες. «Επικίνδυνα για τον εαυτό του. Κανένας δεν χλευάζει έτσι τη δύναμη της Κάρνατεβ! Τι νομίζει πως είμαστε – κάποιο από τα νησάκια που περιτριγυρίζουν το Βασίλειό του;»

Θα έχουμε πόλεμο, λοιπόν, σκέφτηκε ο Εύβουλος – όχι δυσαρεστημένα. Περισσότερα χρήματα για εμάς, και μια καλή ευκαιρία να συναντήσουμε ξανά τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και τους ανθρώπους του. Διότι, σε περίπτωση πολέμου, ο Εύβουλος υποπτευόταν πως ο Βασιληάς Ράνελμον θα προσλάμβανε τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αφού ώς τώρα έμοιαζαν να τον έχουν υπηρετήσει καλά, και στις απάτες του και ως προστάτες του παλατιού του κατά των Θηριόπνευστων Αδελφών.

«Άρχοντά μου,» είπε ο Εύβουλος, «μετά χαράς θα κάνουμε τον Βασιληά Ράνελμον και τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο να πληρώσουν με αίμα για την απάτη που έστησαν εναντίον μας.»

Ο Αρχισυγκλητικός ένευσε. «Ακριβώς αυτό περιμένω από εσάς, Εύβουλε. Ακριβώς αυτό.» Και πατώντας ένα πλήκτρο επάνω στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα του γραφείου του κάλεσε τον Φερλίμον, τον Πολέμαρχο της Κάρνατεβ, ενώ σκεφτόταν: Έχουμε πολλά σχέδια να κάνουμε. Δεν ανησυχούσε για την απόφαση της Συγκλήτου. Οι περισσότεροι Συγκλητικοί τον υποστήριζαν, και θα ψήφιζαν υπέρ του πολέμου· ήταν βέβαιος. Εξάλλου, πολλοί εποφθαλμιούσαν το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, και τη ναυτική υπεροχή – εμπορική και πολεμική – που θα τους έδινε μέσα στον Ωκεανό.

«Βέργκεδελ;» ακούστηκε η φωνή του Πολέμαρχου μέσα από το μεγάφωνο του τηλεπικοινωνιακού-πληροφοριακού συστήματος.

«Ναι, εγώ είμαι, Φερλίμον,» αποκρίθηκε ο Αρχισυγκλητικός. «Θα ήθελα να έρθεις στη βίλα μου, αμέσως. Έχουμε εξελίξεις, με τον… φίλο μας, τον Βασιληά Ράνελμον.»

Κεφάλαιο Εικοστό-Ένατο
Το Εύπλαστο Τοπίο, και το Στόμα του Δαίμονα

Όταν είχε ξημερώσει για τα καλά, ο μεταλλαγμένος άντρας άνοιξε τα μάτια του, ξυπνώντας πίσω από τους βράχους όπου είχε κοιμηθεί. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του με στενεμένα μάτια, σαν να περίμενε ότι κίνδυνος πιθανώς να παραμόνευε κοντά του.

Ο Φέκταρελ ήταν καθισμένος λίγο παραπέρα, στην όχθη του ποταμού Δάλρωθ. Σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε τον μεταλλαγμένο. «Είσαι καλά;»

Εκείνος έγνεψε καταφατικά, αμίλητα. Ακόμα τον κοίταζε σα να ήταν θεός.

«Είσαι ξεκούραστος;» τον ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Θα τρέξουμε κι άλλο;» Χτες, μες στη νύχτα, είχαν τρέξει περίπου τόσα χιλιόμετρα όσα μπορεί ένας άνθρωπος να διασχίσει, οδοιπορώντας κανονικά, σε μία ημέρα.

Ο Φέκταρελ ατένισε τους τόπους γύρω τους. «Δε νομίζω να χρειαστεί.» Κανένας δεν φαινόταν να τους αναζητά, εδώ που είχαν έρθει.

«Τι μου συμβαίνει;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος, με την απόγνωση έκδηλη στο πρόσωπό του. «Τι με αρρώστησε;»

Ο Φέκταρελ τον κοίταξε βουβά για λίγο, μέσα απ’την κουκούλα της κάπας του. «Δεν ξέρω,» είπε τελικά.

«Τότε, γιατί…;»

«Γιατί σε βοήθησα;»

Ο μεταλλαγμένος κατένευσε.

«Δεν ξέρω,» είπε πάλι ο Φέκταρελ. «Σ’αισθάνομαι σαν αδελφό μου. Εσύ δεν γνωρίζεις τι σου συμβαίνει;»

«Το αέριο… Το αέριο πρέπει να ήταν…»

«Ποιο αέριο;»

«Το ιπταέριο. Με έκαιγε, από μέσα. Έκαιγε το στήθος μου.» Άγγιξε το στήθος του μ’ένα χέρι όλο μακριά, γαμψά νύχια. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, κι από τις τρύπες τους φαινόταν πορφυρό δέρμα σαν ραγισμένη γη, αλλά σκληρό, αναμφίβολα σκληρότερο από ενός φυσιολογικού ανθρώπου. «Και… πονούσα… Είχα ζαλιστεί… Οι άλλοι με άρπαξαν, με ακινητοποίησαν – πρέπει να χτυπιόμουν… Μου έκαναν κάποια ένεση, νομίζω… Ήμουν μπερδεμένος. Μ’έβγαλαν από τα ορυχεία, με πήγαν επάνω, και… αισθάνθηκα ότι κάτι είχε τελειώσει, είχε ολοκληρωθεί, κι έπρεπε να αντιδράσω… Τώρα έβλεπα πιο καθαρά, κι αισθανόμουν δυνατός, και… αντέδρασα. Έσπασα τα δεσμά μου, τους χτύπησα. Έτρεξα. Όταν με βρήκαν, ήρθες και με βοήθησες…» Σταμάτησε ατενίζοντας τον Φέκταρελ. «Ποιος είσαι;»

«Αυτό προσπαθώ να ανακαλύψω κι εγώ.»

«Ήσουν κάποτε στα ορυχεία κι εσύ;»

«Όχι,» είπε ο Φέκταρελ. «Ποτέ δεν έχω μπει στα ορυχεία. Εσύ τι δουλειά έκανες εκεί;»

«Μισθοφόρος. Φρουρός. Και μετά… πρέπει να εισέπνευσα το αέριο…»

«Οι άλλοι δεν το εισέπνευσαν;»

«Δεν ξέρω…» Ο μεταλλαγμένος σηκώθηκε όρθιος. «Δεν ξέρω από τέτοια.»

Τα μάτια του Φέκταρελ γυάλισαν μέσα απ’την κουκούλα του. «Θα βρούμε απαντήσεις. Υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα–»

«Το ξέρω. Μολυσμένοι.» Κοίταξε τα κέρατα που προεξείχαν από τους ώμους του, πρώτα το αριστερό, μετά το δεξί. «Θεοί…» έκρωξε, απεγνωσμένα. «Αυτό, στο τέλος, θα με σκοτώσει… Δεν είναι μόνο έξω μου· είναι… είναι και μέσα μου…»

Ο Φέκταρελ τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Μέσα σου; Τι είναι μέσα σου;»

«Μια… οργή. Έχω… Δεν είμαι όπως παλιά… Έχω αλλάξει – όχι μόνο εξωτερικά. Ίσως να μην έπρεπε να είσαι κοντά μου!»

Ο Φέκταρελ γέλασε. «Νομίζεις ότι κινδυνεύω από εσένα;»

Το βλέμμα του μεταλλαγμένου έγινε επιφυλακτικό. Έκανε ένα βήμα πίσω, σα να φοβόταν ότι είχε προσβάλει κάποιον δαιμονικό θεό. «Με συγχωρείς…»

«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε ο Φέκταρελ, προσπαθώντας να γίνει πιο φιλικός.

«Έχει σημασία πως με έλεγαν;»

«Βρες ένα άλλο όνομα, τότε. Εμένα μπορείς να μ’αποκαλείς Φέκταρελ.»

Ο μεταλλαγμένος έσκυψε το κεφάλι, γονατίζοντας στο ένα γόνατο. «Είσαι ο θεός μου.»

«Μη λες ανοησίες!» γρύλισε ο Φέκταρελ. «Δεν είμαι θεός. Προσπαθώ απλώς να βρω απαντήσεις. Θα ταξιδέψω βόρεια τώρα – όχι μακριά, νομίζω. Αν θέλεις μπορείς να μ’ακολουθήσεις· η επιλογή δική σου.» Και στρέφοντας την πλάτη του στον μεταλλαγμένο ξεκίνησε να βαδίζει προς τα βόρεια.

Πίσω του – με τρομαχτικά διευρυμένες αισθήσεις – τον άκουσε να έρχεται, αισθάνθηκε τις δονήσεις που έκαναν τα πόδια του επάνω στη γη.

«Δεν έχω πού αλλού να πάω, Φέκταρελ. Αν γυρίσω θα με κυνηγήσουν. Θα… δεν ξέρω τι θα μου κάνουν.»

«Ποιο είναι τώρα το όνομά σου, λοιπόν;»

Ο μεταλλαγμένος έμεινε σιωπηλός, μην ξέροντας τι να απαντήσει.

Ο Φέκταρελ σταμάτησε να βαδίζει. Έβγαλε την κάπα του και του την έδωσε. Ο μεταλλαγμένος την κοίταξε παραξενεμένος. «Φόρεσέ την,» του είπε ο Φέκταρελ. «Αλλιώς, μπορεί κάποιος να σε δει από μακριά.» Ο μεταλλαγμένος, καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, αμέσως υπάκουσε. Φόρεσε τη μαύρη κάπα και σήκωσε την κουκούλα. Οι ώμοι του, ακόμα κι έτσι, φαίνονταν αφύσικα ψηλοί, εξαιτίας των κεράτων που φύτρωναν εκεί· αλλά αυτό δεν μπορούσε να αποφευχθεί, και δεν υπήρχε καμια καλύτερη μεταμφίεση για την ώρα.

«Εντάξει,» είπε ο Φέκταρελ. «Δε θα πάμε μέσα σε καμια πόλη ή χωριό. Υποθέτω.»

Ο μεταλλαγμένος έμοιαζε ανήσυχος.

«Δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος τώρα,» τον διαβεβαίωσε ο Φέκταρελ, αρχίζοντας πάλι να βαδίζει, ενώ είχε το νου του στον ορίζοντα για πιθανά σημάδια καταδίωξης. Τα μάτια του, νόμιζε κάπου-κάπου, ήταν σχεδόν σαν κιάλια που είχαν δεχτεί Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως από τη Φαίδρα.

Φαίδρα… Η θύμησή της τον στενοχωρούσε. Θα την έβλεπε, άραγε, ποτέ ξανά;

Φαίδρα…

«Αλλαγμένος,» είπε, σε κάποια στιγμή, το κουκουλωμένο τέρας πλάι του.

Ο Φέκταρελ στράφηκε να το κοιτάξει, συνοφρυωμένος.

«Το καινούργιο μου όνομα,» εξήγησε ο μεταλλαγμένος. «‘Αλλαγμένος’ θα είναι. Τι άλλο;»

«Αυτό το όνομα,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, «θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλούς.» Και τα λόγια του φάνηκαν να βάζουν σε σκέψεις τον μεταλλαγμένο.

*

Αυτή τη φορά βάδισαν χωρίς να βιάζονται, χωρίς να τρέχουν, ακολουθώντας την έλξη που ο Φέκταρελ αισθανόταν προς τα βόρεια και προς τα δυτικά. Ένας δυνατός άνεμος είχε σηκωθεί, ερχόμενος από τον βορρά, ψυχρός μέσα στο καλοκαίρι, φέρνοντας τις οσμές του ποταμού, των χόρτων, των δέντρων, του χώματος. Πουλιά πετούσαν ανήσυχα στους ουρανούς, κρώζοντας, φτεροκοπώντας.

Οι τόποι όπου οδοιπορούσαν ο Φέκταρελ και ο μεταλλαγμένος ήταν ερημικοί: μακριά από χωριά και υποστατικά. Σε κάποια στιγμή αντίκρισαν τρεις λυκόχοιρους, αλλά τα θηρία δεν τους ζύγωσαν· έφυγαν τρέχοντας, για ν’απομακρυνθούν απ’αυτούς, σα να τους είχαν φοβηθεί. Παράτησαν ακόμα και το θήραμά τους: το σκοτωμένο αγριοκάτσικο που μασουλούσαν.

Απόμακρα, λίγο προτού φτάσουν στον προορισμό τους, ο Φέκταρελ και ο μεταλλαγμένος είδαν έναν έμπορο με δυο άμαξες να κατευθύνεται νότια. Τη μία άμαξα την τραβούσαν δύο γεροδεμένα άλογα, την άλλη ένας τριχωτός ελέφαντας – μαύρη τρίχα στα πλάγια, λευκή στη ράχη· η προβοσκίδα του προεξείχε σαν κουρασμένο μαστίγιο, κάνοντας πέρα-δώθε.

Ήταν μεσημέρι όταν, τελικά, σταμάτησαν μπροστά στο στόμιο της σπηλιάς, και δεν βρίσκονταν και τόσο κοντά στις όχθες του ποταμού Δάλρωθ πλέον, παρότι ο Φέκταρελ μπορούσε να τον οσμιστεί από εδώ – όπως και πολλά άλλα πράγματα. Ολόκληρο το τοπίο είχε μια οσφραντική υφή για εκείνον.

«Τι είναι τούτο το μέρος;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος.

«Θα μάθουμε.» Ο Φέκταρελ μπήκε στη σπηλιά, και διαπίστωσε ότι τα μάτια του έβλεπαν σχεδόν τόσο καλά στο σκοτάδι της όσο και στο φως απέξω. «Βλέπεις εσύ εδώ μέσα;»

«Είναι πολύ σκοτεινά…» αποκρίθηκε ο μεταλλαγμένος, που τον είχε ακολουθήσει. «Γιατί μπαίνουμε εδώ; Τι θέλουμε εδώ;»

«Να βρούμε απαντήσεις.»

Ο μεταλλαγμένος κατέβασε την κουκούλα του, παραμέρισε την κάπα από τα κέρατα στους ώμους του, ελευθερώνοντάς τα.

Ο Φέκταρελ βάδισε αφουγκραζόμενος και τρυπώντας τα σκοτάδια εύκολα με τα μάτια του.

«Δε βλέπω τίποτα,» του ψιθύρισε ο μεταλλαγμένος, αγγίζοντας τον ώμο του. Δεν ερχόταν πια το παραμικρό φως από το στόμιο της σπηλιάς· είχαν προχωρήσει αρκετά βαθιά. Κατέβαιναν. Σταλαγμίτες και σταλακτίτες υπήρχαν γύρω τους.

«Ακολούθησέ με,» είπε μονάχα ο Φέκταρελ. Η έλξη που αισθανόταν ερχόταν από ακόμα πιο βαθιά. Και όσο πιο πολύ προς αυτήν βάδιζε, τόσο πιο πολύ ένιωθε σαν να βρισκόταν στο φυσικό του περιβάλλον. Πράγμα που ήταν, το λιγότερο, παράξενο. Δεν θυμόταν ποτέ στη ζωή του να του άρεσαν τα σπήλαια. Είχε δίκιο ο Αθάνατος; Είμαι γιος του Ταρνατάρ’σακ; Πώς είναι δυνατόν;…

Προχώρησε βαθύτερα, κατεβαίνοντας επικίνδυνα υπόγεια περάσματα, επικλινή, γλιστερά. Με τον μεταλλαγμένο πάντα πίσω ή δίπλα του, να έχει ένα νυχάτο χέρι στον ώμο του, σιωπηλός, φοβισμένος.

«Κάτι… κάτι είναι εδώ, Φέκταρελ,» είπε. «Το νιώθεις;»

«Ναι.»

Μια παρουσία. Παντού γύρω τους.

«Νομίζω πως, ό,τι κι αν είναι, το αναγνωρίζω…» είπε ο μεταλλαγμένος.

Κι εγώ. «Τι αναγνωρίζεις;»

«Σαν… να είναι δικό μου.»

«Συγγένεια. Κάποια βαθιά συγγένεια;»

«Ναι,» είπε ο μεταλλαγμένος.

Κι εγώ. Ο Ταρνατάρ’σακ, άραγε; Ήταν ο Ταρνατάρ’σακ;

Κατέβηκαν κι άλλο, και βρίσκονταν σε πολύ βαθιά μέρη τώρα. Σ’έναν κόσμο κάτω από τον κόσμο της επιφάνειας. Ο Φέκταρελ είδε παραδίπλα έναν πελώριο μύκητα να έχει στραμμένες τις αποφύσεις του προς τη μεριά τους, σαν να προσπαθούσε να αναγνωρίσει το είδος τους. Αλλά ο μύκητας δεν ήταν το πιο παράξενο πράγμα σ’ετούτο το μέρος. Ο Φέκταρελ νόμιζε ότι αισθανόταν γύρω του την υπόγεια γεωγραφία ως κάτι το εύπλαστο. Παραισθήσεις; Ζάλη; Δεν το νόμιζε. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε ένα τοίχωμα: και η αίσθηση του εύπλαστου έγινε ακόμα μεγαλύτερη.

Απομάκρυνε το χέρι του, τρομαγμένος.

Θυμήθηκε τον Βέρκαμωντ, τον λήσταρχο. Μπορούσε να μεταβάλλει την υπόγεια γεωγραφία κατά βούληση. Όταν οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν εισβάλει στο άντρο του στα βουνά, τα περάσματα έμοιαζαν συνεχώς ν’αλλάζουν.

«Γιατί σταματήσαμε;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος. Και προτού ο Φέκταρελ προλάβει ν’απαντήσει: «Ένα φως!»

Πράγματι. Ένα φως διακρινόταν από απόσταση, ανάμεσα από σταλαγμίτες, σταλακτίτες, και υπόγεια βλάστηση. Ενεργειακό φως. Δεν προερχόταν από λάμπα λαδιού, ούτε από δαυλό.

Ο Φέκταρελ τράβηξε το σπαθί του. Δεν εμπιστευόταν τα πυροβόλα όπλα εδώ κάτω· υπήρχε κίνδυνος κατολίσθησης. Ωστόσο είχε κατά νου και το πιστόλι στη ζώνη του· μπορεί να χρειαζόταν.

Αφουγκράστηκε, και βήματα ήρθαν στ’αφτιά του. Αισθάνθηκε τις δονήσεις στο έδαφος, από τα ίδια βήματα. Απόρησε που δεν τα είχε αισθανθεί ώς τώρα· ήταν απρόσεχτος.

«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε, και η φωνή του αντήχησε μέσα στα υπόγεια.

Αυτός που κρατούσε την ενεργειακή λάμπα φάνηκε να πλησιάζει, κι ένα αφύσικο – αφύσικο για το υπόγειο τοπίο – ρούφηγμα αέρα ακούστηκε. Μια παρουσία ήρθε προς τον Φέκταρελ και τον μεταλλαγμένο. Ο Φέκταρελ μπορούσε να την αντιληφτεί από τις δονήσεις που προκαλούσε. Ένας δαιμονικός θεός!

«Πίσω!» φώναξε κραδαίνοντας το σπαθί του. «Μείνε πίσω!» Και, ενστικτωδώς, άγγιξε έναν σταλαγμίτη πλάι του ο οποίος ήταν χοντρός σαν τον κορμό ενός πολύ χοντρού δέντρου. Ο Φέκταρελ τον αισθάνθηκε εύπλαστο κάτω από την παλάμη του, κι αισθάνθηκε επίσης ότι αυτή ήταν μια ιδιότητα που απλωνόταν και γύρω από τον σταλαγμίτη, προς κάθε κατεύθυνση. Ολόκληρο το σπήλαιο ήταν εύπλαστο! Ήταν κάτι που μπορούσε να το μεταχειριστεί – με μια νοητική κίνηση.

Και ο Φέκταρελ πραγματοποίησε αυτή τη νοητική κίνηση.

Τα πάντα άλλαξαν θέση: η οροφή ανασάλεψε, το έδαφος έκανε σκαμπανεβάσματα, τα τοιχώματα έδωσαν διαφορετικούς σχηματισμούς στους χώρους που περιέκλειαν, οι σταλαγμίτες και οι σταλακτίτες δημιούργησαν αδιαπέραστα δάση στο διάβα του δαιμονικού θεού που ερχόταν ρουφώντας αέρα. Ωστόσο, ο Φέκταρελ αντιλαμβανόταν πως υπήρχαν και κάποια όρια σ’αυτή του τη δύναμη· δεν μπορούσε να δώσει στο υπόγειο τοπίο οποιαδήποτε μορφή επιθυμούσε: έπρεπε να διατηρεί τη συνοχή του, ώστε τα πάντα, στο τέλος, να παραμείνουν ίδια αλλά με άλλο σχήμα. Τόσο παράξενη ήταν τούτη η έννοια που το λογικό μέρος του μυαλού του αδυνατούσε να την κατανοήσει πλήρως. (Έχω γίνει σαν τη Φαίδρα; – μια φευγαλέα σκέψη μονάχα – Είναι αυτό που κάνω σαν αυτά που βλέπει η Φαίδρα;)

Η μεταλλαγή του υπόγειου τοπίου, όμως, δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει τον δαιμονικό θεό. Ενώ το ενεργειακό φως πίσω του είχε πάψει να κινείται, εκείνος συνέχισε να έρχεται προς τον Φέκταρελ: και γρήγορα έφτασε κοντά του, ρουφώντας τον αέρα γύρω του, κάνοντας τον να ζαλίζεται. Ο Φέκταρελ προσπάθησε να χτυπήσει τον δαίμονα με το σπαθί του, μα δεν μπορείς να χτυπήσεις με ατσάλι κάτι το άυλο. Ο μεταλλαγμένος δίπλα του γρύλισε, εξαγριωμένα. «Τι είν’ αυτό; Τι είν’ αυτό, Φέκταρελ;»

«Ποιοι είστε;» αντήχησε μια φωνή από το βάθος, από εκεί όπου φαινόταν το ενεργειακό φως· και η επίθεση του δαιμονικού θεού απρόσμενα σταμάτησε, αλλά η παρουσία του δεν απομακρύνθηκε. Ο Φέκταρελ τον άκουγε να ρουφά αέρα όπως ένας σωλήνας, ή ένα πελώριο φριχτό στόμα που απειλούσε να τον ρουφήξει κι αυτόν.

«Ποιοι είστε;» επανέλαβε η φωνή, αντηχώντας μες στα υπόγεια. Αντρική και, μάλλον, όχι νεανική.

«Ερχόμαστε αναζητώντας,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Ποια η σχέση σου με τον Ταρνατάρ’σακ;»

Το φως πλησίασε, και τώρα η σκιώδης μορφή που το κρατούσε έγινε πιο ευδιάκριτη. Από τον λαιμό της κρεμόταν ένας γυαλιστερός λίθος. «Ποια η δική σας σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ;»

«Είσαι ιερέας του;»

Ο άγνωστος γέλασε. «Όχι, δεν είμαι ιερέας του. Αλλά υποπτεύομαι ότι εσείς ίσως να είστε. Ή ο ένας από τους δυο σας, τουλάχιστον. Βλέπετε μέσα στο σκοτάδι χωρίς φως… αλλάζετε τη μορφή του υπόγειου τοπίου…» Στο τελευταίο έδωσε – μάλλον εσκεμμένα – ιδιαίτερη έμφαση, σαν να τον ενδιέφερε πολύ και να ήθελε να τους κάνει να καταλάβουν ότι τον ενδιέφερε πολύ.

«Πρώτη φορά μού συμβαίνει…» άρθρωσε ο Φέκταρελ, σαστισμένος, υποπτευόμενος ότι ο άντρας αντίκρυ του ήταν μάγος-Δεσμοφύλακας και ότι ο δαίμονας που ρουφούσε αέρα ήταν φυλακισμένος από αυτόν.

«Σου συμβαίνει;» Ο μάγος ήρθε ακόμα πιο κοντά, λούζοντάς τους μέσα στο φως της ενεργειακής λάμπας του. Ήταν πορφυρόδερμος, αλλά με δέρμα τόσο σκούρο κόκκινο που μπορούσες να το μπερδέψεις και με μαύρο. Ξερακιανός. Με άγρια γκρίζα μούσια και μαλλιά. «Τι είσαι; Γιατί ήρθες εδώ;»

«Σου είπα: ήρθα αναζητώντας. Εσύ δεν καταλαβαίνω τι κάνεις εδώ, μάγε!»

Ο μάγος δεν απάντησε· κοίταξε τον μεταλλαγμένο που βρισκόταν λίγο πιο πίσω από τον Φέκταρελ. «Και τι είσαι εσύ;» είπε. «Τέρας;»

Ο μεταλλαγμένος γρύλισε κι έμοιαζε έτοιμος να χιμήσει. Ο Φέκταρελ, υψώνοντας το χέρι, του έκανε νόημα να μην κινηθεί. «Δε νομίζω πως έχουμε δουλειά μαζί σου,» είπε στον μάγο.

«Εγώ, όμως, το νομίζω,» αποκρίθηκε εκείνος.

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε.

«Θέλω να μάθω πώς άλλαξες το υπόγειο τοπίο,» δήλωσε ο μάγος.

«Δε μπορώ να σου πω. Απλώς το άλλαξα.»

«Έχεις κάποια σύνδεση με τον Ταρνατάρ’σακ…» είπε ο μάγος σα να μονολογούσε· και ρώτησε: «Τι ήρθες ν’ανακαλύψεις εδώ;»

Ο Φέκταρελ δίστασε ν’αποκριθεί. Δεν τον εμπιστευόταν.

«Απάντησέ μου, ανόητε! Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω.»

«Θέλω να μάθω τι μου συμβαίνει…»

«Κι αυτό το τέρας;»

«Δεν είναι ‘τέρας’! Είναι άνθρωπος που έχει επηρεαστεί από κάποια μόλυνση στα Ορυχεία Ιπταερίου–»

«Μόλυνση;» Ο μάγος φάνηκε παραξενεμένος.

«Πρώτη φορά το ακούς; Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ κάτω;»

«Τι μόλυνση είναι αυτή; Και γιατί ο μολυσμένος βρίσκεται μαζί σου;»

«Τον αισθάνομαι… σαν συγγενή μου.»

«Η μόλυνση έχει σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ;» ρώτησε ο μάγος.

«Δεν ξέρω. Αλλά εσύ ακόμα δεν μου είπες τι κάνεις εδώ.»

«Θέλω αυτό που έχεις.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε ξανά, μπερδεμένος.

«Τη δύναμη να μεταβάλλεις το υπόγειο τοπίο,» εξήγησε ο μάγος, και ο δαίμονας ξεχύθηκε καταπάνω στον Φέκταρελ και στον μεταλλαγμένο. Ορμητικά, με δύναμη, όχι όπως πριν. Και, συγχρόνως, ακουγόταν και κάτι ακόμα: πλατσουρίσματα επάνω σε νερό, παρότι πουθενά γύρω δεν υπήρχε νερό – άλλη μια δαιμονική παρουσία!

Ο Φέκταρελ αισθάνθηκε τον θεό του μάγου να τον τραβά προς κάποιο αόρατο άνοιγμα, ρουφώντας αέρα βίαια· αρπάχτηκε από έναν βράχο, παλεύοντας να ξεφύγει, αλλά η δύναμη του θεού ήταν πολύ μεγάλη: ο Φέκταρελ έχασε τη λαβή του πάνω στην πέτρα,

πέφτοντας

πέφτοντας

πέφτοντας–

Είδε ένα ζευγάρι στενά, εφιαλτικά μάτια, κι ένα πελώριο στόμα, σαν αλλοιώσεις του ίδιου του ενεργειακού φωτός, του σκοταδιού, και του υπόγειου τοπίου–

Και το στόμα τον κατάπιε.

Κεφάλαιο Τριακοστό
Μαγική Έρευνα, Πληρωμές, και Προκαταβολές

Αφού επέστρεψε στο σπίτι της ύστερα από τη νυχτερινή περιπέτεια με τον μυστηριώδη άντρα που ονομαζόταν Φέκταρελ και τους πράκτορες του Αρχισυγκλητικού, η Σανκάρλι κοιμήθηκε για κάμποσες ώρες, μη μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, κουρασμένη καθώς ήταν. Όταν ξύπνησε, το μεσημέρι είχε περάσει και η κοιλιά της γουργούριζε.

Και είχε πονοκέφαλο. Νόμιζε πως κάποιος περνούσε ένα καρφί από τον αυχένα της προς το μέτωπό της, γαμώ τις Λάμιες, γαμώ.

Χρησιμοποιώντας τον τηλεπικοινωνιακό δίαυλο του σπιτιού της, παράγγειλε να της φέρουν φαγητό από ένα τοπικό εστιατόριο που την ήξεραν, και μετά πήγε στο μπάνιο κι έκανε ένα γρήγορο ντους, διώχνοντας από πάνω της τον ιδρώτα της χτεσινής περιπέτειας και του ύπνου. Η ζέστη σήμερα ήταν πάλι δυνατή· δυνατότερη από χτες, νόμιζε η Σανκάρλι.

Καθώς έβγαινε από το μπάνιο, τυλίγοντας μια πετσέτα γύρω της, άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά. Δεν άργησαν να έρθουν, σκέφτηκε, ενώ συγχρόνως συνειδητοποιούσε πως, με το ντους, ο πονοκέφαλος τής είχε περάσει. Πλησίασε την πόρτα και κοίταξε, με επιφύλαξη, από το ματάκι, γιατί είχε δεκάδες λόγους για να είναι προσεχτική. Στο κατώφλι της, όμως, δεν ήταν άλλη από την κοπέλα που πήγαινε τα φαγητά σ’όσους έμεναν γύρω απ’το εστιατόριο. Η Σανκάρλι τής άνοιξε, τη χαιρέτησε (δεν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε), την πλήρωσε, και πήρε το χάρτινο κουτί με το φαγητό.

Έχοντάς το στα χέρια, πήγε κοντά στο μηχανικό σύστημα το οποίο παρακολουθούσε το υπόγειο κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο μέσω του οπτικοακουστικού κοριού που η ίδια η Σανκάρλι είχε φυτέψει εκεί. Η οθόνη δεν έδειχνε τώρα κανέναν στο υπόγειο· μονάχα σκοτάδι φαινόταν. Αλλά και η Ζαρμάντλι ή ο Νικόλαος’νιρ να ήταν εκεί, ποια θα ήταν η διαφορά; αναρωτήθηκε η Σανκάρλι. Ούτε η γιατρός ούτε ο Βιοσκόπος έδειχναν ικανοί να ανακαλύψουν τίποτα. Ο ιός που μόλυνε τους ανθρώπους των Ορυχείων Ιπταερίου ήταν πέρα από τις γνώσεις τους.

Η Σανκάρλι θα κοίταζε και τη μνήμη του συστήματος, βέβαια· ίσως να είχε καταγράψει κάτι σημαντικό όσο εκείνη κοιμόταν ή έλειπε από το σπίτι της. Αλλά τώρα δεν ήταν ώρα γι’αυτό· είχε άλλη δουλειά να κάνει. Μια δουλειά τεχνικής φύσης που είχε αναλάβει για έναν εργοδότη, την οποία δεν μπορούσε να καθυστερήσει. Χρειαζόταν, άλλωστε, χρήματα· δεν ζούσε στην Κάρνατεβ τρώγοντας αέρα και δεδομένα πληροφοριακών συστημάτων. Ούτε πλούσια ήταν. Πέρα από τούτο το διαμέρισμα δεν είχε κανένα άλλο ακίνητο· και πέρα από το άλογό της δεν είχε κανένα άλλο μεταφορικό μέσο· ενώ ο τραπεζικός της λογαριασμός, αν και όχι μικρός, ούτε τεράστιος ήταν.

Προτού, όμως, πιάσει δουλειά ήθελε να ασφαλίσει τα δεδομένα που είχε κλέψει από τη βάση των Ορυχείων Ιπταερίου. Παίρνοντας τη συσκευή αποθήκευσης στο χέρι της, την ένωσε μ’ένα μηχανικό σύστημα μικρότερο από αυτό που παρακολουθούσε το υπόγειο του Πρώτου Νοσοκομείο, και πέρασε όλα τα δεδομένα – φωτογραφίες και πληροφορίες παρμένες από το σύστημα της βάσης – εκεί. Αποσύνδεσε τη συσκευή και, ενώ έτρωγε, άρχισε να δουλεύει για τον εργοδότη της. Ήταν κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να παραδώσει αύριο: το τελείωμα των σχεδίων των εσωτερικών κυκλωμάτων για ένα μεταβαλλόμενο σκάφος – ένα υδροπλάνο που, με τη χρήση Ξορκιού Μηχανικής Μεταβλητότητος, μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ελικόπτερο. Η βιομηχανία Ευγενείς Τροχοί θα το πουλούσε.

Η Σανκάρλι’μορ δούλεψε όλο το απόγευμα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, και ολοκλήρωσε τα σχέδια. Δύο φορές άκουσε τον τηλεπικοινωνιακό της δίαυλο να κουδουνίζει, αλλά, βλέποντας στη μικρή οθόνη του ποιοι καλούσαν, δεν απάντησε – δεν ήταν τίποτα το επείγον, σίγουρα. Καμια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, αποθήκευσε τα σχέδια των κυκλωμάτων μηχανικής μεταβλητότητας μέσα σε μια μικρή συσκευή και πήγε για ύπνο.

Συνειδητοποίησε ότι ακόμα με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω της ήταν· η δουλειά την είχε απορροφήσει τόσο που ούτε να ντυθεί δεν είχε σκεφτεί. Ξετύλιξε τώρα την πετσέτα από πάνω της και ξάπλωσε στο άστρωτο κρεβάτι. Ο ύπνος την πήρε γρήγορα.

Ονειρεύτηκε τον Αβέρναλ να μιλά μ’έναν μαυρόδερμο άντρα που τα μάτια του γυάλιζαν σαν φεγγάρια, και είδε τον Χάραλκιρ να στέκεται πίσω από τον πάγκο του με τα συντρίμμια, έξω από την πύλη της Αρένας.

Δεν ξύπνησε πολύ πρωί, όμως ούτε και μετά το μεσημέρι. Αισθανόταν λιγάκι μουδιασμένη καθώς σηκωνόταν αλλά ήταν βέβαιη ότι σύντομα θα της περνούσε. Άνοιξε τον ραδιοφωνικό δέκτη της και, ενώ πλενόταν, ντυνόταν, κι έφτιαχνε πρωινό (τσάι, ψητή λυκόγλωσσα, και μέλι), άκουγε τα νέα που έλεγε ο σταθμός Ευγενής Πόλη, παρότι ήξερε πως ήταν καθαρή προπαγάνδα του Αρχισυγκλητικού τα περισσότερα από αυτά. Μέσα στην οθόνη του μηχανικού της συστήματος που παρακολουθούσε το υπόγειο του Πρώτου Νοσοκομείου, είδε τη Ζαρμάντλι και τον Νικόλαο’νιρ να κάνουν κάποιο πείραμα με μια δεμένη γυναίκα μολυσμένη από τον ιό, παραμορφωμένη, με ραγισμένο γαλανό δέρμα (μάλλον εξωδιαστασιακή· ίσως πρώην Παντοκρατορική· πιθανώς δούλα), κέρατα στους ώμους, και κοκκινωπά μάτια. Το θέαμα ήταν αηδιαστικό, έτσι η Σανκάρλι δεν συνέχισε να κοιτάζει για πολύ. Έπρεπε, ούτως ή άλλως, να φύγει σύντομα, να πάει στον εργοδότη της τα σχέδια που είχε ολοκληρώσει τη νύχτα.

Και αναρωτιόταν πώς να βγει από την πολυκατοικία. Προχτές, οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού την είχαν, κάπως, ακολουθήσει παρότι είχε χρησιμοποιήσει τη μεταμφίεση που θεωρούσε καλύτερη μέχρι στιγμής.

Γιατί να τους κρυφτώ τώρα, όμως; Πηγαίνω απλά να παραδώσω μια δουλειά που έχω κάνει.

Ή μήπως όχι;

Ήθελε να βρει και τον Φέκταρελ. Αν ήταν μέσα στην πόλη, ήθελε να τον εντοπίσει. Και καλύτερα να το επιχειρούσε νωρίς, που ακόμα θυμόταν αρκετά καλά την όψη του μέσα από την κουκούλα. Δεν είχε καμια φωτογραφία του για να χρησιμοποιήσει αργότερα σε συνδυασμό με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Αλλά, όπως και νάχει, καλύτερα να μην ξέρει ο Αρχισυγκλητικός πότε μπαίνω και πότε βγαίνω. Αυτοί οι πράκτορες, προχτές τη νύχτα, ίσως να ήθελαν ακόμα και να με σκοτώσουν.

Πώς θα έφευγε, όμως, έτσι ώστε να είναι σίγουρη ότι θα τους ξεγελούσε; Είχε αρχίσει να μην εμπιστεύεται τις μεταμφιέσεις της…

Το σκέφτηκε για λίγο, καθώς τελείωνε το πρωινό της, και πήρε μια απόφαση.

Η κατάσταση παραέχει αρχίσει να γίνεται εξωφρενική… συλλογίστηκε.

Όταν τελικά βγήκε από το διαμέρισμά της, κατέβηκε στο ισόγειο της πολυκατοικίας και πήγε σ’ένα μικρό δωμάτιο στην πίσω μεριά, όπου οι καθαριστές άφηναν τα σύνεργά τους. Υπήρχε ένα παλιό παράθυρο εδώ, αν δεν έκανε λάθος. Και, όντως, δεν έκανε λάθος. Ανάβοντας τον μικρό φακό του ρολογιού της, ώστε να το δει καθαρά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, πλησίασε το παράθυρο, άνοιξε τα παντζούρια του, και πατώντας στο περβάζι βγήκε σ’ένα σοκάκι πίσω από την πολυκατοικία. Έκλεισε πάλι τα παντζούρια και έφυγε.

Φορούσε απλά, καλοκαιρινά ρούχα: ένα αμάνικο φόρεμα, δερμάτινα παπούτσια, και μια φαρδιά ζώνη. Στο κεφάλι της είχε ένα πλατύγυρο καπέλο και στα μάτια της ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά. Στον ώμο της ήταν ένας πέτσινος σάκος.

Πήγε στον στάβλο και πήρε το άλογό της. Το καβάλησε και, διασχίζοντας τους πολύβοους δρόμους της Κάρνατεβ, βγήκε από την Κεντρική Αγορά κι έφτασε στο Βορειοανατολικό Τέταρτο της πόλης, όπως ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στη Μεγάλη Λεωφόρο, στο βόρειο τείχος, και στην Οδό του Γέροντα: η περιοχή μέσα στην οποία βρισκόταν η Αρένα, και η βιομηχανία Ευγενείς Τροχοί. Στη δεύτερη ήταν που η Σανκάρλι κατευθύνθηκε· ή, μάλλον, σ’ένα οικοδόμημα πλάι στη βιομηχανία: το μέρος όπου οι διευθυντές της είχαν τα γραφεία τους. Αφιππεύοντας, έδεσε το άλογό της σε μια μεταλλική στήλη, και μπήκε στο χτίριο.

Μετά από μισή ώρα περίπου, βγήκε πάλι έχοντας παραδώσει τα σχέδια των κυκλωμάτων στον εργοδότη της κι έχοντας λάβει μια επιταγή για 150Ε. Πολλά χρήματα, αλλά οι Τεχνομαθείς μάγοι ήταν λίγοι στην Κάρνατεβ. Η Σανκάρλι θα πληρωνόταν περισσότερο, μάλιστα, αν η οικονομική κατάσταση ήταν καλύτερη· όμως, μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, η οικονομία είχε τρανταχτεί άσχημα όχι μόνο στη Φεηνάρκια αλλά και παντού στο Γνωστό Σύμπαν, απ’ό,τι είχε ακούσει από διαστασιακούς ταξιδευτές. Η ίδια δεν είχε ποτέ της φύγει από τη Φεηνάρκια, παρότι η καταγωγή της δεν ήταν από εδώ: οι γονείς της είχαν κάποτε έρθει από τη Βίηλ.

Η Σανκάρλι πήρε το άλογό της και πήγε σ’ένα υποκατάστημα του Χρηματικού Οίκου της Κάρνατεβ. Δίνοντας την επιταγή σ’έναν υπάλληλο, ζήτησε τα εκατό-πενήντα ευγενή να μεταφερθούν στον λογαριασμό της και να της δοθούν και πενήντα τώρα – όχι όλα σε μεγάλα χαρτονομίσματα.

Με τα χρήματα στο πορτοφόλι της, η Σανκάρλι’μορ βγήκε από την τράπεζα και, ύστερα από λίγο βάδισμα, τραβώντας το άλογό της από τα γκέμια, μπήκε σ’ένα σοκάκι. Βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν την παρακολουθούσε, και έβγαλε το καπέλο και τα γυαλιά της, πήρε από τον σάκο της μια διπλωμένη καλοκαιρινή κάπα, και την έριξε στους ώμους της. Σήκωσε την κουκούλα στο κεφάλι, δήθεν για να προστατεύεται από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο.

Πάτησε ένα κουμπί επάνω στο ρολόι της αδειάζοντας την οθόνη του από αριθμούς και σύμβολα, κάνοντάς την σαν καθρέφτη, και μουρμούρισε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως με την όψη του Φέκταρελ σταθερά στο μυαλό της. Τίποτα δεν εμφανίστηκε επάνω στην οθόνη του ρολογιού: καμία κόκκινη κουκίδα. Ο Φέκταρελ, αν ήταν στην πόλη, βρισκόταν πέρα από τη μαγική εμβέλεια ανίχνευσης της Σανκάρλι. Πράγμα που δεν εξέπληξε τη μάγισσα: η Κάρνατεβ δεν ήταν καθόλου μικρή.

Βγήκε απ’το σοκάκι (όχι από την ίδια μεριά όπου είχε μπει), καβάλησε το άλογό της, και συνέχισε την αναζήτησή της για τον Φέκταρελ μέσα στους δρόμους της μεγάλης πόλης, μουρμουρίζοντας ξανά το Ξόρκι Ανιχνεύσεως όποτε χρειαζόταν και κοιτάζοντας την κενή οθόνη του ρολογιού της.

Έτσι πέρασε ολόκληρο το μεσημέρι και το απόγευμα (με μια μικρή διακοπή για φαγητό σε μια ταβέρνα), κι όταν η νύχτα ήρθε, η Σανκάρλι είχε περιπλανηθεί πια σχεδόν παντού μέσα στην Κάρνατεβ και ήταν βέβαιη ότι ο Φέκταρελ δεν βρισκόταν εδώ. Ή, τουλάχιστον, όσο βέβαιη μπορούσε να είναι. Γιατί ίσως, για κάποιο λόγο, να της κρυβόταν, να μην είχε τη δυνατότητα να τον εντοπίσει. Δεν ανήκε, εξάλλου, στο τάγμα των Διαλογιστών. Αν και γνώριζε αρκετά καλά το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, δεν ήταν ένα ξόρκι που αποτελούσε ειδικότητα του τάγματος των Τεχνομαθών.

Η Σανκάρλι είχε προ πολλού αφήσει το άλογό της σ’έναν στάβλο (όχι τον συνηθισμένο της, έναν άλλο, αποφασίζοντας να τον αποφύγει για λόγους ασφάλειας αυτή τη φορά) και επέστρεψε στην πολυκατοικία της από την είσοδο, κανονικά, όχι από το παλιό πίσω παράθυρο, νιώθοντας κουρασμένη και ζαλισμένη από τη συνεχή χρήση του Ξορκιού Ανιχνεύσεως.

Καλύτερα να είχα πάει να μιλήσω στον Χάραλκιρ…

*

Αρκετές ώρες προτού η μάγισσα επιστρέψει στο σπίτι της, ενώ ήταν ακόμα απόγευμα, ο Άσλατμιρ και η Σέρυ δέχτηκαν μια επίσκεψη στο νοικιασμένο τους διαμέρισμα. Ο Εύβουλος ήρθε να τους συναντήσει, αφού μίλησε τηλεπικοινωνιακά μαζί τους για να μάθει πού βρίσκονταν. Δεν ήταν μόνος του, φυσικά· είχε φέρει και δυο Επιφανείς Κρανοφόρους, αλλά το μόνο που έκαναν ήταν να στέκονται κοντά στην έξοδο του διαμερίσματος.

«Τι στα κωλομέρια της Λάμιας κάνετε τόσες ημέρες;» ρώτησε. «Τόσο δύσκολο είναι να τη βγάλετε απ’τη μέση; Μη νομίζετε ότι επειδή αργείτε θα πάρετε περισσότερα χρήματα!»

«Δεν αργούμε επίτηδες!» αντιγύρισε ο Άσλατμιρ. «Έλα κι ο ίδιος να δεις τη δουλειά μας, άμα θες!» Έδειξε προς το υπνοδωμάτιο. «Παρακολουθούμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από την πολυκατοικία της· και μία φορά, μάλιστα, παραλίγο να τη σκοτώσουμε–»

«Ναι, μου το είπες – κατά τύχη.»

«Δεν αναφέρομαι σ’αυτό το περιστατικό. –Αλλά, πρώτα, έλα μαζί μου.»

Ο Εύβουλος ακολούθησε τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ στο υπνοδωμάτιο, και ο Γελαστός Άρχοντας τού έδειξε τις φωτογραφίες που ήταν καρφιτσωμένες στον τοίχο. «Όπως βλέπεις, δεν καθόμαστε κοιτάζοντας το ταβάνι,» τόνισε· και μετά του μίλησε για την παρακολούθηση της μάγισσας έξω από την πόλη, κοντά στη βάση των Ορυχείων Ιπταερίου.

Ο Εύβουλος τα άκουσε όλα με ενδιαφέρον. «Το ήξερα πως κάποιος μολυσμένος ξέφυγε από τους φρουρούς, αλλά εσείς…» Σταμάτησε να μιλά, σκεπτικός.

«Ποιος μολυσμένος;» ρώτησε ο Άσλατμιρ.

Ο Εύβουλος τού είπε τι είχε συμβεί, και πρόσθεσε: «Οι φρουροί της βάσης πρέπει να νόμιζαν ότι σας επιτέθηκε φεύγοντας.»

«Μάλλον,» ένευσε ο Άσλατμιρ, καταλαβαίνοντας. «Αλλά αυτός που ήταν μαζί με τη μάγισσα δεν ήταν μολυσμένος, Εύβουλε. Ήταν δαίμονας–»

«Δε μπορεί…» κούνησε το κεφάλι ο Εύβουλος.

«Τότε τι ήταν; Έπρεπε να τον είχες δει! Κινιόταν απίστ–»

«Έπρεπε να τους είχατε σκοτώσει και τους δύο από πίσω, όταν είχατε την ευκαιρία.»

«Δεν ήμασταν βέβαιοι ότι ήταν η μάγισσα–»

«Ήσασταν, όμως, σχεδόν βέβαιοι. Καλύτερα να τους είχατε σκοτώσει!»

«Προτείνεις ν’αρχίσουμε να σκοτώνουμε όποια νομίζουμε πως μπορεί να είναι η Σανκάρλι’μορ;» είπε ο Άσλατμιρ.

Ο Εύβουλος αναστέναξε. «Αυτή αποκλείεται να ήταν κάποια άλλη…» αποκρίθηκε, και στράφηκε στο παράθυρο του υπνοδωματίου, απ’το οποίο ο Άσλατμιρ και η Σέρυ παρακολουθούσαν την είσοδο της πολυκατοικίας της μάγισσας. Ένα ζευγάρι κιάλια ήταν αφημένα πάνω στο περβάζι.

«Ποιος μπορεί να ήταν ο δαίμονας;» τον ρώτησε ο Άσλατμιρ.

«Πού θες να ξέρω;»

«Δεν έχεις καμια πληροφορία;»

«Καμία,» τον διαβεβαίωσε ο Εύβουλος στρεφόμενος ξανά να κοιτάξει εκείνον και τη Σέρυ.

«Αν είναι να τον ξαναντιμετωπίσουμε, χρειαζόμαστε–»

«Φροντίστε να πεθάνει η μάγισσα. Αυτό θέλω μόνο. Γι’αυτό σάς πληρώνω. Αν δεν μπορείτε να το κάνετε, θα βρω κάποιον άλλο ν’αναλάβει τη δουλειά.»

«Θα τη σκοτώσουμε,» είπε ο Άσλατμιρ. «Αλλά αυτός ο δαίμονας με ανησυχεί.»

«Δεν έχω ξανακούσει η Σανκάρλι’μορ να συναναστρέφεται δαίμονες,» είπε ο Εύβουλος. «Δεν είναι καν του τάγματος των Δεσμοφυλάκων… Ίσως να είχατε, τελικά, παρακολουθήσει λάθος γυναίκα εκείνη τη νύχτα.»

Ο Άσλατμιρ σκέφτηκε: Δεν το νομίζω· αλλά δεν μίλησε.

Ο Εύβουλος είπε: «Φροντίστε να τελειώσει αυτή η ιστορία όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η Κάρνατεβ προετοιμάζεται για πόλεμο, και δε χρειαζόμαστε μέσα στην πόλη ανθρώπους που μπορεί να υπονομεύουν την εξουσία.»

«Πόλεμο;» έκανε ο Άσλατμιρ. «Με ποιον;» Έτσι όπως είχε μιλήσει ο Εύβουλος, του είχε δώσει την εντύπωση πως επρόκειτο για κάτι σοβαρό. Κάτι πιο σοβαρό, τουλάχιστον, από όλες τις υπόλοιπες κατακτήσεις του Αρχισυγκλητικού με τη βοήθεια των αεροχημάτων.

«Με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος και, στρεφόμενος, βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο και βάδισε προς την έξοδο του διαμερίσματος.

«Τι;» έκανε ο Άσλατμιρ ακολουθώντας τον. «Γιατί;»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον φέρθηκε εχθρικά προς την Κάρνατεβ. Πρόσφερε άσυλο στον Αβέρναλ, τον συκοφάντη, και μετά, παριστάνοντας πως ήταν πρόθυμος να τον παραδώσει στον Αρχισυγκλητικό, μας έπαιξε ύπουλο παιχνίδι. Παραλίγο να με σκοτώσει όταν πήγα να παραλάβω τον Αβέρναλ. Έβαλε τους Ζωντανούς-Νεκρούς να κάνουν τη βρομοδουλειά του, μεταμφιεσμένοι.»

«Οι Ζωντανοί-Νεκροί;… Οι ίδιοι πού–;»

«Ναι, οι μισθοφόροι του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου – ο οποίος θα φροντίσω, σύντομα, να μοιάσει στο παρωνύμιό του.

»Εσύ, όμως, έχε το νου σου στη μάγισσα. Αυτή είναι η δουλειά σου.»

«Χρειαζόμαστε κάποια λεφτά προτού συνεχίσουμε,» του είπε η Σέρυ, προτού ο Εύβουλος ανοίξει την εξώπορτα και φύγει.

Εκείνος την κοίταξε κάπως ξαφνιασμένος. Και ρώτησε τον Άσλατμιρ: «Η γυναίκα σου τώρα κάνει τις διαπραγματεύσεις;»

«Δεν είμαι ‘η γυναίκα του’!» γρύλισε η Σέρυ ατενίζοντάς τον οργισμένα. «Και παραλίγο να σκοτωθούμε κι οι δύο προχτές! Δέχτηκα μια σφαίρα στο πόδι!» Έδειξε τον επίδεσμο στη δεξιά της κνήμη ο οποίος φαινόταν άνετα κάτω από το κοντό παντελόνι της που έφτανε ώς τα γόνατα.

«Δεν έχετε μάθει η δουλειά σας νάναι επικίνδυνη;» ρώτησε ο Εύβουλος. «Νόμιζα ότι αυτό που κάνετε είναι να σκοτώνετε ανθρώπους· κι αυτό, συνήθως, φημολογείται πως είν–»

«Η αλήθεια είναι πως μας χρειάζονται κάποια χρήματα,» τον διέκοψε ο Άσλατμιρ. «Αυτό εδώ το διαμέρισμα το νοικιάζουμε, και έχουμε κι άλλα τρέχοντα έξοδα.»

«Σας έδωσα εκατό ευγενή ως προκαταβολή!»

«Δώσε μας άλλα πενήντα.»

Τα μάτια του Εύβουλου στένεψαν.

«Αφαίρεσέ τα από την πληρωμή μας,» είπε ο Άσλατμιρ. «Δε ζητώ να μας πληρώσεις παραπάνω – αν και η δουλειά μας, με την παρουσία αυτού του δαίμονα, παραέχει γίνει επικίνδυνη.»

Ο Εύβουλος έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή· και η Σέρυ ήταν έτοιμη να μιλήσει όταν, τελικά, εκείνος είπε: «Εντάξει· θα πάρετε άλλα πενήντα. Αλλά τώρα δεν έχω επάνω μου τόσα λεφτά να σας δώσω. Θα στείλω έναν άνθρωπο να σας τα φέρει το βράδυ.»

«Σύμφωνοι,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

Και ο Εύβουλος δεν τους πρόδωσε. Είχαν τα χρήματα δυο ώρες πριν από τα μεσάνυχτα. Ένας μεταφορέας ήρθε και τους τα έφερε μέσα σ’έναν σφραγισμένο φάκελο.

Η Σέρυ έσπασε τη σφραγίδα και τα μέτρησε. «Δεν είπε ψέματα το σιχαμένο κάθαρμα,» παρατήρησε. «Πενήντα ευγενή, ακριβώς.»

Ο Άσλατμιρ καθόταν μπροστά στο παράθυρο του υπνοδωματίου και παρακολουθούσε την είσοδο της πολυκατοικίας της μάγισσας, έχοντας τη φωτογραφική μηχανή του σε ετοιμότητα.

«Ο Εύβουλος δεν λέει τέτοια, μικρά ψέματα,» αποκρίθηκε.

Η Σέρυ, αναστενάζοντας, ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Έχω αρχίσει να βαριέμαι,» δήλωσε κοιτάζοντας το ταβάνι. «Παρότι κινδυνεύουμε, δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικά.»

Ο Άσλατμιρ δεν της μίλησε.

«Και δεν έχεις ούτε μια καλή ιδέα για να τελειώσουμε τούτη την κωλοδουλειά!»

Ο Άσλατμιρ εξακολούθησε να είναι αμίλητος, κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο.

«Δε με βρίσκεις αρκετά αυθάδη;» ρώτησε η Σέρυ.

Ο Άσλατμιρ μειδίασε, χωρίς πάλι να την κοιτάξει. «Έχω δουλειά, όπως βλέπεις,» είπε, αν και θα ήθελε πολύ να τη δέσει και να της μάθει πώς έπρεπε να μιλά.

«Και μετά, εγώ θα έχω δουλειά,» αποκρίθηκε η Σέρυ, αναφερόμενη φυσικά στο γεγονός ότι θα άλλαζαν βάρδια στο παράθυρο.

«Αυτή!» είπε ξαφνικά ο Άσλατμιρ. «Πάμε!» Σηκώθηκε όρθιος. «Πάμε!» Είχε δει να φεύγει από την πολυκατοικία μια γυναίκα που υποψιαζόταν ότι πιθανώς να ήταν η μάγισσα.

Η Σέρυ τινάχτηκε πρόθυμα από το κρεβάτι παρότι το πόδι της την πονούσε.

Ντύθηκαν πολύ γρήγορα (το μόνο που χρειαζόταν, ουσιαστικά, ήταν να βάλουν τις μπότες και τις κάπες τους) και βγήκαν απ’το διαμέρισμά τους κι από την πολυκατοικία. Ακολούθησαν την ύποπτη μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Κεντρικής Αγοράς, και σ’ένα μέρος που ήταν λιγάκι απόμερο τής επιτέθηκαν – παράτολμα, ίσως, γιατί υπήρχαν αρκετές πιθανότητες να τους δουν και κάποιος να κάνει κάτι: όπως να φωνάξει τη φρουρά.

«Ακίνητη!» γρύλισε η Σέρυ, κεντρίζοντας τα πλευρά της γυναίκας με το ξιφίδιό της.

Και ο Άσλατμιρ τής τράβηξε την κουκούλα απ’το κεφάλι, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό της.

Δεν ήταν η μάγισσα. Ήταν μια πορφυρόδερμη γυναίκα την οποία είχε ξαναδεί να μπαίνει και να βγαίνει από την πολυκατοικία. Τα μάτια της τώρα ήταν γουρλωμένα από το ξάφνιασμα και τον φόβο.

«Δεν έχω πολλά λεφτά επάνω μου, αλλά πάρτ– Ογκχ…!» Ο Άσλατμιρ τη γρονθοκόπησε στην κοιλιά σωπαίνοντάς την, και μαζί με τη Σέρυ έφυγαν τρέχοντας. Εξαφανίστηκαν μες στα σοκάκια της Κεντρικής Αγοράς της Κάρνατεβ.

«Αυτή η καταραμένη μάγισσα πρέπει νάναι στοιχειό της πόλης!» μούγκρισε ο Άσλατμιρ, όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμά τους. «Χρειαζόμαστε άλλη μέθοδο για να την εντοπίσουμε. Αν κάνουμε τέτοιο λάθος μια, δυο φορές ακόμα, όλοι στην πολυκατοικία της θ’αρχίσουν να φοβούνται ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει.»

«Και τι προτείνεις;» Η Σέρυ ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, έχοντας βγάλει τις μπότες της και τρίβοντας την τραυματισμένη της κνήμη, που την πονούσε πολύ τώρα, ύστερα από το τρέξιμο. Μάλιστα, καθώς έτρεχαν πριν, παραλίγο να πέσει δυο φορές. Τη μία φορά ο Άσλατμιρ την είχε στηρίξει· την άλλη η Σέρυ είχε πιαστεί από έναν τοίχο γεμάτο υβριστικές τοιχογραφίες από αλήτες της Κάρνατεβ. «Αυτό που σου έλεγα από την αρχή; Να πάμε στο σπίτι της και να την καθαρίσουμε; Τόσες μέρες καθόμαστε και κάνουμε μαλακίες!» Ο πόνος την είχε τσαντίσει. «Όλο ηλίθιες ιδέες είσαι, που δεν οδηγούν πουθενά! Εγώ λέω, άμα τελικά δεν μπορούμε να–»

Ο Άσλατμιρ την άρπαξε απ’τα ξανθά της μαλλιά, βίαια, τραβώντας το κεφάλι της πίσω· και είδε μια άγρια γυαλάδα στα μάτια της, σχεδόν όπως παλιά. Τα χείλη της μισάνοιξαν. Σκύβοντας τη φίλησε, δυνατά, και την αισθάνθηκε να γαντζώνει τα χέρια της επάνω του· την άκουσε να μουγκρίζει ικανοποιημένα.

«Τι έλεγες;» τη ρώτησε, ακόμα κρατώντας τα μαλλιά της καθώς στεκόταν από πάνω της.

«Να πούμε στον Εύβουλο να πάει να βρει άλλους, άμα δε μπορούμε να τη σκοτώσουμε.»

Ο Άσλατμιρ άφησε τα μαλλιά της, σκεπτικός, και νόμισε πως διέκρινε δυσαρέσκεια στα μάτια της. «Δε μπορεί να μην υπάρχει τρόπος,» είπε τελικά. «Εν ανάγκη θα επιχειρήσουμε κάτι… άμεσο.»

Η Σέρυ συνοφρυώθηκε. «Αυτό που σου έλεγα εγώ; Επίθεση στο διαμέρισμά της;»

«Με επιτηδειότητα, όμως. Και μετά θα τρέξουμε να φύγουμε από την πολυκατοικία όσο πιο γρήγορα μπορούμε.» Αλλά εκείνο που περισσότερο φοβόταν ήταν τα κόλπα της μάγισσας, όχι οι ένοικοι της πολυκατοικίας.

Κεφάλαιο Τριακοστό-Πρώτο
Η Φυγή της Μάγισσας

Το μεσημέρι, όταν οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν συγκεντρωθεί για να γευματίσουν μέσα σε μια από τις αίθουσες του παλατιού της Νουσράκλης, ο Σκοτωμένος βεβαιώθηκε ότι η Φαίδρα’λι πρέπει να έλειπε. Δεν την είχε δει καθόλου από το πρωί, αλλά αυτός δεν ήταν και λόγος για ανησυχία. Το γεγονός, όμως, ότι ούτε για φαγητό είχε έρθει – σε συνδυασμό με τους φόβους της για τον Φέκταρελ – ήταν λόγος για ανησυχία. Αν σηκώθηκε να φύγει θα τη σκοτώσω! σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, αν και την καταλάβαινε. Κι εκείνος ενδιαφερόταν για τον Φέκταρελ – όμως τώρα δεν μπορούσε να πάει στην Κάρνατεβ για να τον αναζητήσει.

Οι Ζωντανοί-Νεκροί δεν είχαν ακόμα καθίσει όλοι γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι της αίθουσας όπου έπαιρναν τα γεύματά τους μέσα στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον· πολλοί ήταν ακόμα όρθιοι, ενώ ένας υπηρέτης και μια υπηρέτρια του παλατιού γέμιζαν πιάτα με φαγητό από τις μεγάλες πιατέλες που είχαν φέρει στον μπουφέ και ποτήρια και κούπες με ποτά από τις εξίσου μεγάλες καράφες. Ο Ζαώρδιλ ήταν από τους ακόμα όρθιους, και πλησιάζοντας την Ανρίθα-Νοθ, που είχε μόλις καθίσει με μια κούπα κρασί κοντά της κι ένα πιάτο με λίγο φαγητό, τη ρώτησε:

«Είδες καθόλου τη Φαίδρα σήμερα;»

Η Ανρίθα ήπιε μια γουλιά απ’το ποτό της, συνοφρυωμένη. «Γιατί;»

«Την είδες ή δεν την είδες;»

«Δεν την είδα. Την ψάχνεις; Συμβαίνει κάτι;»

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε. Γαμώ τις Λάμιες, γαμώ!… Δε μπορεί να έφυγε! «Προσπάθησες να τη βρεις, δηλαδή; Ή απλά δεν έτυχε να τη συναντήσεις; Πήγες στο δωμάτιό της;»

«Δεν πήγα στο δωμάτιό της, αλλά έξω πάντως δεν την είδα πουθενά.»

Εγώ πήγα στο δωμάτιό της… Δύο φορές είχε πάει και είχε χτυπήσει, αλλά η μάγισσα δεν είχε απαντήσει, και ο Ζαώρδιλ είχε υποθέσει πως ίσως να ήταν ακόμα τσαντισμένη και να μην ήθελε να μιλήσει, ή ίσως να είχε πάει βόλτα στην πόλη ή στον κήπο του παλατιού.

Η Ανρίθα, εξακολουθώντας νάναι καθισμένη ενώ εκείνος στεκόταν πλάι της, άγγιξε το δερμάτινο περικάρπιο του αριστερού του χεριού. «Συμβαίνει κάτι με τη Φαίδρα, Ζαώρδιλ; Κάτι κακό;»

Και τότε ήταν που η Έρικα έτυχε να μπει στην αίθουσα και να δει το χέρι της Ρελκάμνιας αριστοκράτισσας επάνω στον αρχηγό των Ζωντανών-Νεκρών. Τα μάτια της στένεψαν, και τα χείλη της έσμιξαν. Τι νομίζει ότι κάνει; σκέφτηκε οργισμένα. Αλλά τα ένστικτα της κατασκόπου ήταν δυνατά μέσα της, κι αντί να πλησιάσει βιαστικά, πλησίασε με τρόπο, από εκεί όπου πίστευε πως ούτε ο Ζαώρδιλ ούτε η Ανρίθα-Νοθ θα την έβλεπαν.

Ο Σκοτωμένος έλεγε στην Ανρίθα: «Δεν ξέρω· ελπίζω πως όχι. Απλώς προσπαθώ να τη βρω, και δεν τη βρίσκω πουθενά σήμερα. Δε σου είχε πει ότι θα πήγαινε κάπου…»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Την Ανταρλίδα τη ρώτησες;»

«Ναι, πιο πριν. Ούτε σ’αυτήν έχει πει τίποτα.»

«Ποια ψάχνεις;» Η φωνή της Έρικας ξάφνιασε και τον Ζαώρδιλ και την Ανρίθα-Νοθ.

Ο Σκοτωμένος μειδίασε. «Δε μπορείς να πλησιάσεις σαν φυσιολογικός άνθρωπος;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Τι πάει να πει αυτό;» Είχε προσέξει ότι ήδη η Ανρίθα είχε πάρει το χέρι της από το περικάρπιο του Ζαώρδιλ, αλλά τούτο, βέβαια, δεν σήμαινε τίποτα για τις πιθανές προθέσεις της Ρελκάμνιας…

«Να πλησιάσεις από μπροστά, χαιρετώντας και τα λοιπά;» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα έριξε ένα βλέμμα στην Ανρίθα-Νοθ το οποίο δεν ήταν και τόσο φιλικό, κι εκείνη τής απάντησε μ’ένα βλέμμα που ήταν μάλλον αθώο και απορημένο. Παράσταση; αναρωτήθηκε η Έρικα. Και ρώτησε τον Ζαώρδιλ, στρέφοντας τα μάτια της πάλι επάνω του: «Ποια ψάχνεις;»

«Τη Φαίδρα. Έχει εξαφανιστεί. Από το πρωί δεν τη βρίσκω.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Υποπτεύεσαι ότι ίσως…;» –να έχει πάει να βρει τον Φέκταρελ, ήθελε να συνεχίσει, αλλά επίτηδες σταμάτησε τη φράση της στη μέση, γιατί δεν ήταν σίγουρη αν ο Ζαώρδιλ επιθυμούσε η Ανρίθα να μάθει κάτι τέτοιο.

Ο Σκοτωμένος κατάλαβε τι είχε παραλείψει να πει η Έρικα· εξάλλου, είχαν συζητήσει για το θέμα οι δυο τους. Έγνεψε καταφατικά. «Ναι,» είπε. «Αυτό.»

«Μόνη της; Δε μπορεί νάναι τόσο ανόητη…»

Έτσι νομίζεις; σκέφτηκε ειρωνικά ο Ζαώρδιλ. Η Φαίδρα έχει κάνει και χειρότερα. Αν ένας χαρακτηρισμός τής ταιριάζει, αυτός είναι απρόβλεπτη.

«Τι συμβαίνει;» τους διέκοψε η Ανρίθα-Νοθ. «Για τι πράγμα λέτε;»

Ο Ζαώρδιλ τής αποκρίθηκε: «Τίποτα. Άσ’ το.» Και προς την Έρικα: «Πάμε να τη βρούμε, αν είναι ακόμα εδώ.»

Εκείνη τον ακολούθησε, καθώς απομακρυνόταν από τη Ρελκάμνια αριστοκράτισσα που τους κοίταζε και τους δύο ενοχλημένα.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

δεν ήταν εύκολη απόφαση. το ξέρω ότι ο Σκοτωμένος με χρειάζεται στη Νουσράκλη· μπορεί κάτι να γίνει – οτιδήποτε – & να έχει ανάγκη τις δυνάμεις μου & την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων. πώς όμως να αφήσω τον Φέκταρελ; δεν μπορούσα να μην ενδιαφερθώ γι’αυτόν! μέχρι ο Σκοτωμένος να νομίζει πως μπορούμε να πάμε να τον αναζητήσουμε στην Κάρνατεβ, οτιδήποτε μπορεί νάχει συμβεί στον Φέκταρελ!

& όλη αυτή η ιστορία με το ότι υποτίθεται πως είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ δεν μ’αρέσει καθόλου! όταν εκείνο το σπαθί του Βέρκαμωντ τον χτύπησε τότε ήταν που πρέπει να έπαθε ο Φέκταρελ ό,τι έπαθε. πρέπει να ΜΟΛΥΝΘΗΚΕ απ’αυτό το πράγμα! (αλλά ακόμα απορώ πώς είναι δυνατόν να μη μπορούσα να βρω τίποτα με τη μαγεία μου – ούτε εγώ ούτε η Πολεμική Καρδιά!)

το σκεφτόμουν ολόκληρη τη νύχτα αφότου είχαμε συζητήσει τσακωθεί με τον Σκοτωμένο, & την αυγή είχα αποφασίσει ότι θα έφευγα. έπρεπε να βρω πλοίο για την Κάρνατεβ, οπωσδήποτε. έκανα έτσι μια βόλτα στο λιμάνι της Νουσράκλης, μόνη μου, & ρώτησα ποια καράβια ξεκινούσαν για Κάρνατεβ σήμερα. βρήκα τελικά ένα που με βόλευε: τη νύχτα σάλπαρε & ήταν ιστιοφόρο, όχι μηχανοκίνητο. αγόρασα ένα εισιτήριο, & όταν ήρθε η νύχτα ήμουν έτοιμη. έφυγα απ’το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον χωρίς να κάνω φασαρία, χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να μιλήσω στον οποιονδήποτε – ακόμα & στην Ανταρλίδα· & ούτε συζήτηση για την Ανρίθα ή για κανέναν άλλο. μπορεί να έτρεχαν να το πουν στον Σκοτωμένο, & τότε θα γινόταν το γλέντι του Μεγαθήριου, που λένε εδώ στη Φεηνάρκια. εκτός από μερικά βασικά πράγματα & χρήματα δεν πήρα τίποτε άλλο μαζί μου. ούτε άλογο ούτε δίκυκλο.

ανέβηκα στο πλοίο μαζί με τους άλλους επιβάτες & αποπλεύσαμε από το λιμάνι της Νουσράκλης κατευθυνόμενοι βόρεια και δυτικά. σύμφωνα μ’ό,τι έλεγε το πλήρωμα θα φτάναμε στον προορισμό μας σε μια, δυο μέρες, αφού πρώτα περνούσαμε από το λιμάνι της Ζιλνιράθης & από τα λιμάνια μερικών άλλων μικρότερων νησιών, όπου δεν θα αγκυροβολούσαμε παρά για μερικές ώρες στο καθένα, & αν. ίσα για να αποβιβαστούν & να επιβιβαστούν άνθρωποι & να φορτωθούν & να ξεφορτωθούν εμπορεύματα.

κοιμήθηκα στο κατάστρωμα του πλοίου, τυλιγμένη στην κάπα μου & κρατώντας την Πολεμική Καρδιά βαθιά μέσα στη φυλακή της, στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού μου. με ξύπνησε το πλήρωμα του σκάφους όταν είχαμε φτάσει στη Ζιλνιράθη & ήταν πρωί. το πλοίο αγκυροβολούσε στο μεγάλο λιμάνι της πόλης όπου υπήρχε αρκετή κίνηση. όχι τόση όση στη Νουσράκλη, αλλά & η Ζιλνιράθη είναι μια πολύ σημαντική πόλη του Ωκεανού απ’ό,τι ήξερα & απ’ό,τι έβλεπα τώρα με τα ίδια μου τα μάτια. είναι οικοδομημένη στις πλαγιές ενός βουνού & φτάνει ώς τη θάλασσα. η κορυφή του βουνού μού έκανε εντύπωση με το σχήμα της & ρώτησα έναν συνεπιβάτη μου να μάθω γι’αυτήν.

–ηφαίστειο είναι, μου εξήγησε εκείνος χαμογελώντας.

–& δεν είναι επικίνδυνο να μένουν εδώ άνθρωποι; απόρησα.

–η Μεγαλοκυρά τα έχει καλά με τον Αφέντη της Φωτιάς· δεν υπάρχει φόβος.

η Μεγαλοκυρά ήξερα πως είναι η αρχόντισσα της Ζιλνιράθης, αλλά για τον Αφέντη της Φωτιάς δεν είχα ξανακούσει. –θεός είναι; ρώτησα. –ο θεός της Ζιλνιράθης;

–ναι, αποκρίθηκε ο συνταξιδιώτης μου. –από πού είσαι; (νομίζω πως με είχε συμπαθήσει & είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα μαζί μου)

–από τις Ενδότερες Πολιτείες, απάντησα.

–το είχα καταλάβει, μου είπε, αν & με κοίταζε παρατηρητικά.

–μην κοιτάς που έχω λευκό δέρμα, του είπα· –δε βλέπεις που τα μαλλιά μου είναι πράσινα; γηγενής της Φεηνάρκια είμαι.

–ναι, αυτό σκεφτόμουν & εγώ.

μετά, προθυμοποιήθηκε να με κεράσει ποτό & φαγητό σε μια από τις ταβέρνες του λιμανιού, & δεν αρνήθηκα γιατί θα μέναμε μερικές ώρες στη Ζιλνιράθη απ’ό,τι άκουσα να λέει το πλήρωμα· ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι που θα περνούσαμε προτού φτάσουμε στην Κάρνατεβ.

ο συνταξιδιώτης μου αποδείχτηκε αρκετά ομιλητικός: περισσότερο απ’ό,τι θα ήθελα ίσως· μου έλεγε ένα σωρό ανοησίες. ανάμεσα σ’αυτές & μερικά πράγματα για τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ & τα αεροχήματά του. φοβόταν ότι μπορεί η Κάρνατεβ να σχεδίαζε να εξαπλώσει την επιρροή της σ’όλο τον Ωκεανό. είχε ήδη κατακτήσει μερικά νησιά – μικρά βέβαια. ρώτησα τον συνταξιδιώτη μου από πού ήταν εκείνος, & μου απάντησε «από τη Σερκάλβη», είπε ότι είχε κάτι εμπορικές δοσοληψίες, γι’αυτό πήγαινε στην Κάρνατεβ. –εσύ γιατί πας εκεί; με ρώτησε, & του αποκρίθηκα ότι πήγαινα να βρω τον άντρα μου, πράγμα που μου φάνηκε ότι τον δυσαρέστησε, γιατί από τότε & έπειτα έγινε λιγότερο ομιλητικός.

φύγαμε από το λιμάνι της Ζιλνιράθης κατά το μεσημέρι & πλεύσαμε βόρεια & ανατολικά, ενώ ένας δυνατός αέρας είχε σηκωθεί. δυτικός, έλεγαν οι ναύτες – «δόντι του λύκου» (έτσι τον ονομάζουν). μας βόλευε στην πορεία μας, αν πλέαμε προσεχτικά· & νομίζω πως ο καπετάνιος μας ήταν καλός, & το πλήρωμα επίσης (αν &, φυσικά, είμαι τελείως άσχετη από τέτοια θέματα).

ολόκληρη εκείνη την ημέρα ταξιδεύαμε &, όταν νύχτωσε, πήγα να κοιμηθώ στις κουκέτες γιατί τώρα δεν μπορούσες να κοιμηθείς στο κατάστρωμα: η θάλασσα τιναζόταν επάνω & σε έβρεχε. την άλλη μέρα σηκώθηκα με το χάραμα & είδα ότι ο καιρός δεν είχε καλυτερέψει· ο άνεμος είχε δυναμώσει & τα κύματα ήταν μεγαλύτερα. (ευτυχώς δεν ζαλίζομαι εύκολα.) έμαθα (από το πλήρωμα) ότι είχαμε σταματήσει, πολύ σύντομα, σε ένα μικρό λιμάνι κατά τη διάρκεια της νύχτας (πράγμα που εγώ δεν κατάλαβα καθόλου μέσα στον ύπνο μου) για να πάρουμε κάτι εμπορεύματα.

& χτες το απόγευμα & σήμερα το πρωί η βαρεμάρα μου ήταν μεγάλη &, καθώς ατένιζα τη θάλασσα & τα ξάρτια του πλοίου, τα κατάρτια, τους ναύτες, τους επιβάτες, & τα λοιπά, άρχισα πάλι να βλέπω τον αντίστροφο κόσμο πολύ έντονα, να «διαβάζω» τη Γλώσσα· αλλά αυτά που διάβαζα ήταν κατά βάση ασυναρτησίες, οπότε δεν έδωσα & τόση σημασία. τα παρακολουθούσα, όμως, με ενδιαφέρον σαν να μου έλεγαν ιστορίες· περνούσε έτσι η ώρα, τουλάχιστον… (& δεν χρειαζόταν να σκέφτομαι συνέχεια τον Φέκταρελ, ούτε τον Σκοτωμένο & τους άλλους που τους είχα εγκαταλείψει παρότι θα προτιμούσα να μην τους είχα εγκαταλείψει)

καθώς σουρούπωνε & ο ήλιος έκανε τα νερά να φαίνονται κόκκινα & μαύρα, φτάσαμε στην Κάρνατεβ & κατέβηκα στο λιμάνι της, που είναι, φυσικά, όπως το περίμενα, ΤΕΡΑΣΤΙΟ.

δεν γνωρίζω κανέναν εδώ, εκτός από έναν σύνδεσμο της Έρικας, έναν άνθρωπο που κανονίζει δουλειές για το δίκτυό της. όχι προσωπικά, βέβαια· απλώς έχω ακούσει γι’αυτόν & ξέρω πού να τον βρω. η Έρικα ήθελε να ξέρουμε, μήπως χρειαστούμε τη βοήθεια του δικτύου της κάποια στιγμή· το έχει πει στον Σκοτωμένο, στη Νιρκέκα, στον Νικηφόρο, στον Φέκταρελ, & σ’εμένα. μας θεωρεί έμπιστους. αλλά εγώ δεν εμπιστεύομαι & τόσο την Έρικα. θα μπορούσα, για παράδειγμα, να είχα ζητήσει τη βοήθειά της τώρα, προτού φύγω για Κάρνατεβ, όμως δεν το έκανα γιατί είμαι βέβαιη πως θα προσπαθούσε να με σταματήσει αντί να με βοηθήσει· θα πήγαινε κατευθείαν να το πει στον Ζαώρδιλ.

ευτυχώς πάντως έχω βρει αυτό το δωμάτιό στο ξενοδοχείο «Ισότιμες Συναθροίσεις», στην Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ, & δεν είναι & πολύ ακριβό. πρέπει αύριο να πάω στη Μαγική Σχολή της πόλης για να βρω κάποιον που μπορεί να κάνει Ξόρκι Ανιχνεύσεως. έχω μαζί μου μια φωτογραφία του Φέκταρελ να του δείξω. αλλά η πόλη είναι μεγάλη, & αποκλείεται να τον βρούμε αμέσως, εκτός αν ο μάγος που θα με βοηθήσει είναι ο ισχυρότερος μάγος που υπάρχει στη Φεηνάρκια (αν υπάρχει μάγος τόσο ισχυρός). (ο Ναλτάφιρ’χοκ θα μπορούσε να με βοηθήσει, αλλά δεν ξέρω πού να τον βρω, & δεν εμπιστεύομαι την Έρικα για να τη ρωτήσω.) ελπίζω ο μάγος να μη μου ζητήσει περισσότερα χρήματα από ό,τι έχω μαζί μου – είμαστε συνάδελφοι άλλωστε! (θα προσπαθήσω να βρω κάποιον του τάγματός μου, αν & δεν είναι πολλοί τέτοιοι που ξέρουν το Ξόρκι Ανιχνεύσεως

αλλά είναι ώρα τώρα να πάω πια για ύπνο – δεν καταφέρνω τίποτα γράφοντας εκτός απ’το να εκτονώνω τα νεύρα μου

 

 

Εκείνη την ημέρα, αφού έψαξαν για τη Φαίδρα σ’όλη τη Νουσράκλη μέχρι που σουρούπωσε, η Έρικα είπε στον Ζαώρδιλ, καθώς στέκονταν κοντά σε μια από τις αποβάθρες του λιμανιού: «Δεν είναι εδώ. Αποκλείεται να είναι. Κάπου θα είχε εμφανιστεί ώς τώρα. Αλλιώς, τι κάνει; Μας κρύβεται;»

Ο Σκοτωμένος είχε μόλις μιλήσει τηλεπικοινωνιακά με τον Νικηφόρο, στο παλάτι, γι’ακόμα μια φορά, κι εκείνος τού είχε πει ότι η Φαίδρα δεν είχε παρουσιαστεί καθόλου. «Επομένως, έχει πάει να βρει τον Φέκταρελ. Στην Κάρνατεβ…»

«Είναι η μόνη λογική εξήγηση,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ. «Τι θα κάνω χωρίς τη μάγισσα, αν κάποια ανάγκη προκύψει;» Μπορεί να έρχονταν πάλι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί, ή κάτι άλλο μπορεί να συνέβαινε. Επιπλέον, δεν υπήρχε μάχη όπου ο Ζαώρδιλ θα χαρακτήριζε τη Φαίδρα’λι άχρηστη. Ο θεός της πάντοτε αποτελούσε τρομερό πλεονέκτημα για τους Ζωντανούς-Νεκρούς.

Η Έρικα δεν μίλησε. Δεν ήξερε τι ν’αποκριθεί. Κοίταξε προς τη θάλασσα, καθώς οι σκιές πλήθαιναν και ο ήλιος βούλιαζε πίσω από τα δυτικά κύματα του Ωκεανού.

«Μπορείς να πας να τη βρεις;»

Η Έρικα ξαφνιάστηκε, και προς στιγμή δεν κατάλαβε τι της ζητούσε ο Ζαώρδιλ. Τον ατένισε συνοφρυωμένη μέσα απ’την κουκούλα της καλοκαιρινής κάπας της.

«Τη Φαίδρα, Έρικα. Μπορείς να πας να τη βρεις, στην Κάρνατεβ;»

«Να φύγω από τη Νουσράκλη;»

«Έχεις κάτι συγκεκριμένο να κάνεις εδώ;»

«Δε μου ζήτησες να πάω στην Κάρνατεβ πριν, για να βρω τον Φέκταρελ…» παρατήρησε η Έρικα.

«Θα πήγαινες αν σ’το ζητούσα;»

«Αποκλείεται. Είχαμε δουλειές με τον Αβέρναλ, και με τους πειρατές του Όρκιβελ. Αλλά–»

«Τώρα,» τόνισε ο Ζαώρδιλ, «δεν λείπει μόνο ο Φέκταρελ: λείπει και η Φαίδρα. Η απουσία τους μειώνει τους Ζωντανούς-Νεκρούς, Έρικα. Μπορείς να τους βρεις; Είναι αρκετά ισχυρό το δίκτυό σου στην Κάρνατεβ;»

«Ισχυρότερο απ’ό,τι στη Νουσράκλη, αναμφίβολα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Όμως η Κάρνατεβ είναι μεγάλη πόλη, Ζαώρδιλ. Δε θάναι εύκολο να τους εντοπίσω χωρίς νάχω την παραμικρή ιδέα πού μπορεί να βρίσκονται· κι αν εσύ με χρειαστείς εδώ….»

«Σε χρειάζομαι για να τους βρεις,» της είπε ο Ζαώρδιλ αγκαλιάζοντας τους ώμους της με το ένα χέρι, «και να τους φέρεις πίσω. Αν εμπλακούμε σε πόλεμο – όπως και φαίνεται πως θα εμπλακούμε – θέλω να έχω τη Φαίδρα εδώ – και τον Φέκταρελ, επίσης.»

Η Έρικα τον ατένισε αμίλητα για μια στιγμή. Ύστερα τον φίλησε – μια γρήγορη πίεση των χειλιών της επάνω στα χείλη του. «Θα τους βρω,» είπε. «Θα φύγω αύριο, με την αυγή. Αλλά πρέπει να πάρω το ελικόπτερο, για να πάω πιο γρήγορα. Και μετά ο Αετός μπορεί να το επιστρέψει πάλι εδώ· δε θα γυρίσω αμέσως – αυτό είναι σίγουρο.»

Ο Ζαώρδιλ κατένευσε. «Πάρε μαζί σου ό,τι νομίζεις. Το ελικόπτερο μού είναι πολύ λιγότερο απαραίτητο από τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ.

»Θα ερχόμουν κι εγώ, Έρικα,» πρόσθεσε, «αλλά δεν μπορώ.» Ένιωθε περιορισμένος, και οργισμένος, σαν φυλακισμένο θηρίο. «Πρέπει να μείνω εδώ, με τους μισθοφόρους μου, ή να φύγουμε απ’τις υπηρεσίες του Βασιληά Ράνελμον.»

«Αυτό,» είπε η Έρικα, «θα ήταν ανόητο. Τέτοιες δουλειές, εξάλλου, τις κάνω καλύτερα μόνη μου.»

Άρχισαν να επιστρέφουν προς το βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, αφήνοντας πίσω τους τις αποβάθρες καθώς το φως του ήλιου ολοένα και λιγόστευε.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

πηγαίνω το πρωί στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ, αφού μαθαίνω πού βρίσκεται. δεν είναι & τόσο κοντά στο ξενοδοχείο μου· ανεβαίνω σε μια επιβατική άμαξα για να φτάσω εκεί. η Μαγική Σχολή βρίσκεται βόρεια της Άφλεκτης (οδού) & είναι ένα πολύ εντυπωσιακό, γυάλινο οικοδόμημα. από τις καλύτερες Μαγικές Σχολές της Φεηνάρκια, σίγουρα. (αλλά όχι & καλύτερη από αυτήν στην Έλγκοροβ που, συγχρόνως, αποτελεί έδρα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων & την έχω επισκεφτεί παλιότερα.)

χρησιμοποιώντας τη μαγική μου ταυτότητα μπαίνω στη Σχολή & βλέπω πως στον προθάλαμο υπάρχει η φύλαξη δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη: δύο πάνοπλοι μισθοφόροι, & μια θεά περιστρέφεται γύρω από το (επί του παρόντος σβηστό) πολύφωτο στο ταβάνι – μια οντότητα από φως, σκιά, & φτερούγες από ήχο – μάλλον παγιδευμένη επάνω στο ίδιο το πολύφωτο. η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων με προτρέπει να την αφήσω να αναμετρηθεί μ’αυτή την «κατώτερη θεά» που μόλις μας είδε άρχισε να κάνει θόρυβο με τις ηχητικές φτερούγες της. λέω στην Πολεμική Καρδιά ν’αφήσει τις ανοησίες προτού με τσαντίσει· δεν ήρθαμε εδώ για καβγάδες. (Αυτός ο θεός μου όπου πάμε νομίζει ότι είναι αρένα! η φύση του δεν αλλάζει με τίποτα, & ούτε θα ήθελα – είναι χρήσιμος ακριβώς έτσι όπως είναι.)

μιλάω με τη γυναίκα που είναι στην υποδοχή – μια μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών, αλλά μάλλον από τη Φεηνάρκια καθότι πορφυρόδερμη & γαλανομάλλα. Φιστάμα’σαρ ονομάζεται. της λέω ότι χρειάζομαι κάποιον να κάνει για εμένα ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως, να βρει έναν άνθρωπο του οποίου έχω τη φωτογραφία. η Φιστάμα’σαρ μού απαντά ότι δύο του τάγματος των Διαλογιστών βρίσκονται τώρα στην πόλη: ο ένας δουλεύει για μια Συγκλητική, & αποκλείεται να μπορέσει να έρθει για εμένα· η άλλη όμως είναι εδώ αυτή τη στιγμή.

–περίμενε να την ειδοποιήσω, μου λέει, & μιλά σ’έναν επικοινωνιακό δίαυλο. μετά μου λέει: τώρα κατεβαίνει.

η Διαλογίστρια ονομάζεται Ασαράνδη’χοκ & είναι γαλανόδερμη & ξανθιά, σίγουρα όχι από τη Φεηνάρκια. όταν έρχεται της εξηγώ τι θέλω & μου λέει πως θα χρειαστεί αρκετή περιπλάνηση στην πόλη για να βρούμε έναν άνθρωπο με Ξόρκι Ανιχνεύσεως· η εμβέλειά του δεν φτάνει απ’άκρη σ’άκρη της Κάρνατεβ. της αποκρίνομαι πως αυτό δεν με πειράζει, & εκείνη μού λέει πως θέλει 50Ε για να κάνει το ξόρκι!!! η τρελή σκύλα! τι νομίζει ότι κάνει;

–δεν είναι δυνατόν να σε πληρώσω τόσο, της λέω χωρίς να τη βρίσω. –ο άνθρωπός μου μπορεί να μην είναι καν στην πόλη. θέλω απλά να δω. δεν κάνεις καλύτερες τιμές για συναδέλφους;

η Ασαράνδη’χοκ μού απαντά πως αυτή είναι η τιμή της, & – επιμένει – ΕΙΝΑΙ καλή. –αν ο φίλος σου βρίσκεται μέσα στην Κάρνατεβ, μου λέει, –θα τον βρω. έχω βρει πολύ κόσμο έτσι. ακόμα & ανθρώπους κρυμμένους με ξόρκια & μαγγανείες· ακόμα & ανθρώπους κρυμμένους από θεούς.

δεν την πιστεύω με ΤΙΠΟΤΑ· την αγριοκοιτάζω & της λέω πως δεν έχω τόσα λεφτά να της δώσω.

–αν το ξανασκεφτείς, μου λέει, –ειδοποίησέ με.

& φεύγει, ανεβαίνοντας τις σκάλες της Μαγικής Σχολής.

πλησιάζω πάλι τη Φιστάμα’σαρ στην υποδοχή (γιατί με την Ασαράνδη’χοκ είχαμε μιλήσει παραδίπλα, σ’ένα καθιστικό) & τη ρωτάω αν υπάρχει κανένας άλλος που μπορεί να κάνει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως για εμένα γιατί αυτή η μάγισσα ζητά εξωφρενικά λεφτά!

–είναι καλή όμως, μου λέει η Φιστάμα· –την εμπιστεύονται πολλοί για τέτοιες δουλειές.

–δεν υπάρχει κανένας άλλος που να ξέρει το ξόρκι; δεν έχω τόσα λεφτά! (& δεν έλεγα ψέματα· έχω μαζί μου 150 Ќ περίπου, & δεν ξέρω πόσα ευγενή είναι αυτά ακριβώς – δεν τα έχω αλλάξει ακόμα – αλλά υποθέτω πως δεν είναι & πολλά πάνω από 50, & δεν σκοπεύω να τα δώσω όλα στην Ασαράνδη’χοκ & μετά να πάω να κοιμάμαι στο δρόμο!)

η Φιστάμα’σαρ μού λέει περίμενε, & ανοίγει τον δίαυλο καλώντας κάποιον άλλο. μιλά μαζί του σιγανά· δεν ακούω καλά τι λέει. μετά κλείνει τον δίαυλο & μου απευθύνεται.

–15Ε; με ρωτά.

–ναι, της απαντώ, –15Ε μπορώ να τα πληρώσω.

η Φιστάμα’σαρ μιλά πάλι στον δίαυλο & την ακούω να λέει: εντάξει, έλα, θα σε πληρώσει.

μετά κλείνει τον δίαυλο & μου λέει: είναι μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών αυτή που θα έρθει. τη λένε Σανκάρλι’μορ. οι Τεχνομαθείς δεν πληρώνονται τόσο όσο οι Διαλογιστές γι’αυτά τα πράγματα· δεν είναι η ειδικότητά τους.

«τι έγιναν οι Δεσμοφύλακες;» αναρωτιέμαι. «δεν έχετε Δεσμοφύλακες εδώ πέρα; στη Φεηνάρκια είμαστε!» αν &, βέβαια, ούτε οι Δεσμοφύλακες ειδικεύονται σε Ξόρκια Ανιχνεύσεως…

–εντάξει, λέω στη Φιστάμα’σαρ, –θα περιμένω.

–δε θ’αργήσει· μένει κοντά, στην Κεντρική Αγορά.

περιμένω στο καθιστικό παραδίπλα, & εν τω μεταξύ βλέπω κάποιους να μπαίνουν & να βγαίνουν από τη Μαγική Σχολή – έναν μάγο & τον μαθητή του, νομίζω, & έναν άλλο μάγο λίγο πιο μετά. τελικά, η Σανκάρλι’μορ έρχεται – & μου κάνει εντύπωση που το δέρμα της είναι λευκό σαν το δικό μου· νόμιζα πως ήταν από τη Φεηνάρκια. «είναι εξωδιαστασιακή;» αναρωτιέμαι, όταν τη βλέπω να μιλά με τη Φιστάμα’σαρ & κατόπιν να έρχεται προς εμένα (& τότε ήταν που ουσιαστικά κατάλαβα ότι αυτή είναι η Σανκάρλι προτού καν μου συστηθεί).

–καλημέρα, με χαιρετά. –είσαι η Φαίδρα’λι;

–ναι, της αποκρίνομαι. –μπορείς να εντοπίσεις έναν άνθρωπο για μένα;

–θα προσπαθήσω, αλλά πρέπει να έχω τουλάχιστον μια φωτογραφία του. θα σου κοστίσει 15Ε, είτε τον βρω είτε όχι.

–θα ψάξουμε σ’όλη την πόλη, έτσι; όχι μόνο εδώ…

–ναι, λέει η Σανκάρλι’μορ, –μην ανησυχείς.

βγάζω τη φωτογραφία του Φέκταρελ (την έχω κόψει έτσι ώστε να φαίνεται μόνο εκείνος, όχι εγώ να στέκομαι παραδίπλα, ούτε ο Νικηφόρος & άλλη μια Ζωντανή-Νεκρή) & της τη δίνω.

η Σανκάρλι την κοιτάζει & μοιάζει ξαφνιασμένη – πράγμα που με κάνει να απορήσω.

–τον ξέρεις αυτό τον άνθρωπο; με ρωτά, κοιτάζοντας τώρα εμένα, όχι τη φωτογραφία – διαπεραστικά, πολύ διαπεραστικά.

–ναι, της λέω επιφυλακτικά.

–από πού;

–άντρας μου είναι· γιατί;

–άντρας σου; (μου δίνει την εντύπωση πως δεν με πιστεύει)

–το αμφιβάλλεις;

το βλέμμα της γίνεται ακόμα πιο καχύποπτο από πριν. –ποια είσαι; με ρωτά. –από πού είσαι; δεν είσαι από τη Φεηνάρκια…

–όχι, της λέω, –δεν είμαι από τη Φεηνάρκια. αλλά ούτε & εσύ, απ’ό,τι φαίνεται.

–από τη Φεηνάρκια είμαι, μου απαντά. –εδώ γεννήθηκα· αλλά οι γονείς μου είχαν έρθει από τη Βίηλ. πες μου από πού ξέρεις αυτό τον άνθρωπο.

–σου είπα, είναι άντρας μου! αν δε θέλεις να τον βρεις για μένα, απλά πες το! της λέω & κάνω να πάρω πίσω τη φωτογραφία από το χέρι της, αλλά η Σανκάρλι την κρατά γερά, δεν με αφήνει. –τι θέλεις; τη ρωτάω. –θα τον βρεις ή όχι;

εκείνη εξακολουθεί να με ατενίζει παρατηρητικά. –σου λέει κάτι το όνομα «Ζωντανοί-Νεκροί»; με ρωτά.

& τότε παραξενεύομαι ακόμα περισσότερο. –τον ξέρεις;! κάνω απορημένη. –ξέρεις τον Φέκταρελ;

–Φέκταρελ… εσύ πού τον ξέρεις;

αρπάζω το χέρι της. –πού είναι; πού τον συνάντησες;

–πες μου πρώτα εσύ ποια είσαι. την αλήθεια!

–την αλήθεια σού είπα! αποκρίνομαι θυμωμένη. –είμαι γυναίκα του! (& απορώ που δεν της έχει μιλήσει για μένα. είναι εραστής της; τόσο γρήγορα; μερικές μέρες είναι που έφυγε από τη Νουσράκλη, μα τους θεούς!)

–δεν ήξερα ότι είναι παντρεμένος, & δεν τον γνωρίζω & καλά ούτως ή άλλως. απλώς τον έχω δει μια φορά…

& λέγοντας αυτά ρίχνει μια ματιά πίσω της, σαν να θέλει να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν μας παρακολουθεί. οι φρουροί του προθαλάμου & η Φιστάμα’σαρ, πάντως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για εμάς.

–δεν είμαστε παντρεμένοι, της εξηγώ. –αλλά είμαι γυναίκα του. χρόνια.

η Σανκάρλι’μορ νεύει. –καταλαβαίνω, μου λέει.

–είμαι με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. με τους μισθοφόρους του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου.

η Σανκάρλι νεύει πάλι σαν να έχω επιβεβαιώσει κάτι με τον σωστό τρόπο, σαν να της έχω δώσει τη σωστή απάντηση. μου εξηγεί πως έτυχε να συναντήσει τον Φέκταρελ έξω από την πόλη, & με προτρέπει να την ακολουθήσω σε μια άλλη αίθουσα της Μαγικής Σχολής όπου θα είμαστε πιο απομονωμένες. δεν φέρνω αντίρρηση, έτσι ανεβαίνουμε στον πρώτο όροφο του γυάλινου οικοδομήματος (γυάλινου από έξω, τουλάχιστον· από μέσα οι τοίχοι δεν είναι γυάλινοι: μόνο τα παράθυρα είναι γυάλινα).

φτάνουμε στην αίθουσα (μια βιβλιοθήκη ουσιαστικά) & η Σανκάρλι’μορ μού λέει ξανά πως συνάντησε τον Φέκταρελ έξω από την Κάρνατεβ, όπου είχε μια προσωπική δουλειά. & εκεί τους επιτέθηκαν κάποιοι άγνωστοι & ο Φέκταρελ τη βοήθησε, αλλά η Σανκάρλι μετά τον έχασε. μου εξηγεί πως οι κινήσεις του ήταν «υπερφυσικές» όταν αντιμετώπιζε τους κακοποιούς· ήταν τρομερά γρήγορος.

–τι δουλειά είχες; τη ρωτάω. –& τι έκανε ο Φέκταρελ στο ίδιο μέρος όπου είχες πάει εσύ;

η Σανκάρλι φαίνεται διστακτική να μου μιλήσει πάλι. –γιατί ο Φέκταρελ έχει έρθει εδώ; ξέρεις; με ρωτά.

–ένας ιερέας τον έστειλε εδώ.

–ιερέας;

–κάτι περίεργο συμβαίνει στον Φέκταρελ, της εξηγώ. –εδώ & καιρό κάτι περίεργο τού συμβαίνει, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι, & ούτε εκείνος ήθελε να πει τίποτα. τελικά συνάντησε έναν ιερέα στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Αθάνατο τον λένε, τον έχεις ακουστά;

η Σανκάρλι κούνησε το κεφάλι αρνητικά. –όχι.

–είναι πολύ παράξενος, & είπε στον Φέκταρελ ότι είναι παιδί του Ταρνατάρ’σακ, & να έρθει εδώ, βόρεια, στην Κάρνατεβ, αν θέλει να λάβει απαντήσεις, επειδή εδώ η επιρροή του Ταρνατάρ’σακ είναι εξαπλωμένη.

–δεν ξέρω κανέναν Ταρνατάρ’σακ, Φαίδρα, μου λέει η Σανκάρλι προφέροντας με δυσκολία το όνομα. –τι είναι;

–θεός του υπόγειου κόσμου, της απαντώ. –ξέρεις για τους ρους’κρούουμ; τους ποντικανθρώπους;

–έχω ακούσει γι’αυτούς…

–αυτοί κυρίως τον λατρεύουν.

–τότε τι σχέση μπορεί να έχει ο Φέκταρελ μαζί του;

της λέω για τη σύγκρουσή μας με τον λήσταρχο Βέρκαμωντ & για τον τραυματισμό του Φέκταρελ από τη λεπίδα του λήσταρχου – ένα σπαθί που πρέπει να ήταν άμεσα σχετιζόμενο με τον Ταρνατάρ’σακ.

η Σανκάρλι’μορ με ακούει με ενδιαφέρον αλλά φανερά σαστισμένη. –εσείς οι Δεσμοφύλακες τα ξέρετε καλύτερα αυτά, είμαι σίγουρη, μου λέει. –εμένα με μπερδεύουν. δεν έχω πολύ σχέση με θεούς & πνεύματα. πώς όμως εσύ δεν είχες καταλάβει τόσο καιρό τι συνέβαινε στον Φέκταρελ, Φαίδρα; ο θεός σου – έχεις κάποιον θεό φυλακισμένο, έτσι; – δεν σε προειδοποίησε;

υψώνω το βραχιόλι μου με τον κατοπτρόλιθο για να της δείξω τη φυλακή του θεού μου. –η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων, της τον συστήνω· –αρσενικός θεός παρά το όνομά του.

–ναι, το ξέρω ότι έχουν παράξενα ονόματα…

–& όχι, δεν μου είπε τίποτα για τον Φέκταρελ· & εξηγώ στη Σανκάρλι ότι ούτε εγώ μπορούσα να εντοπίσω τίποτα επάνω του με τη μαγεία μου.

–είναι δυνατόν, επομένως, να έχει κάποια σχέση μ’αυτό τον θεό;

–τι άλλη εξήγηση υπάρχει, Σανκάρλι; & εσύ η ίδια μού είπες τώρα ότι είδες κάτι το υπερφυσικό επάνω του.

–οι κινήσεις του ήταν σίγουρα υπερφυσικές, & τα μάτια του γυάλιζαν… γυάλιζαν σαν τα φεγγάρια της Φεηνάρκια.

–ναι, τα μάτια του… τα έχω δει & εγώ μια φορά να γυαλίζουν έτσι περίεργα, όταν ο Φέκταρελ νόμιζε πως δεν τον κοίταζα. & μετά έφυγε από τη Νουσράκλη, πήγε να βρει τον Αθάνατο, & κατέληξε εδώ… πες μου πού είναι τώρα, Σανκάρλι. πρέπει να του μιλήσω, οπωσδήποτε!

–δεν ξέρω πού είναι, μου απαντά η Σανκάρλι απογοητεύοντάς με. –σου είπα ήδη, τον έχασα. & το ειρωνικό είναι πως χτες, όλη μέρα, τον έψαχνα. με Ξόρκι Ανιχνεύσεως, Φαίδρα. μου είχε κινήσει την περιέργεια & ήθελα να τον ξανασυναντήσω, αν βρισκόταν μέσα στην Κάρνατεβ. πήγα απ’τη μια άκρη της πόλης στην άλλη…

η απογοήτευσή μου μεγάλωσε. –& δεν τον βρήκες πουθενά; κανένα ίχνος του;

–δυστυχώς. τίποτα. δεν πρέπει να είναι εδώ. ή, με κάποιο τρόπο, κρύβεται. το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν είναι η ειδικότητά μου.

–ο Φέκταρελ δεν είναι μάγος, Σανκάρλι.

–είπες, όμως, ότι είναι γιος θεού…

–αυτά είναι ανοησίες! απλώς κάτι κακό τού συμβαίνει. & πρέπει να τον βρω· γι’αυτό είμαι εδώ. δεν θα φύγω αν δεν τον βρω!

η Σανκάρλι είναι γι’ακόμα μια φορά διστακτική, σκεπτική, καθώς βηματίζει μέσα στη μικρή αίθουσα με τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της. μετά με ρωτά: έχεις έρθει, δηλαδή, μόνη σου, Φαίδρα; δεν είναι ΚΑΝΕΝΑΣ άλλος από τους Ζωντανούς-Νεκρούς μαζί σου;

–δεν ζήτησα την άδεια του αρχηγού μας, της εξηγώ. –ή μάλλον, τη ζήτησα & δεν μου την έδωσε. με χρειαζόταν στη Νουσράκλη, & είχε δίκιο. αλλά δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τον Φέκταρελ. φοβάμαι τι μπορεί να του συμβεί.

–πού μένεις εδώ;

–στο ξενοδοχείο «Ισότιμες Συναθροίσεις».

–& σκοπεύεις να μείνεις & άλλο…

–δε θα φύγω αν δεν τον βρω, Σανκάρλι. μπορείς να–;

αλλά, προτού προλάβω να τη ρωτήσω αν μπορούσε να βγούμε από την πόλη για να τον αναζητήσουμε στις ερημιές, η Σανκάρλι’μορ μού είπε: θα ήθελες να μείνεις μαζί μου; το διαμέρισμά μου είναι αρκετά μεγάλο & για τις δυο μας, νομίζω.

μου έμοιαζε σαν παράκληση αυτό, έτσι όπως το άκουσα: σαν η Σανκάρλι να ήθελε πολύ να της δώσω θετική απάντηση. γιατί, άραγε; πιστεύει ότι μπορώ να τη βοηθήσω σε κάτι; ότι μπορώ να έχω κάποια χρησιμότητα για εκείνη; η πρότασή της, πάντως, ήταν δελεαστική, γι’αυτό κιόλας τώρα είμαι στο διαμέρισμά της, κατασκηνωμένη στον καναπέ της.

αλλά κάποια πράγματα είναι πολύ ύποπτα μ’αυτήν…

αφού συμφώνησα να συγκατοικήσουμε, μου είπε να πάμε να πάρουμε τα πράγματά μου απ’το ξενοδοχείο & να πάμε στο σπίτι της. συμφώνησα, έτσι φύγαμε από τη Μαγική Σχολή &, βαδίζοντας μέσα από δρόμους για τους οποίους δεν είχα ιδέα, φτάσαμε τελικά στο «Ισότιμες Συναθροίσεις». πήρα τα πράγματά μου από εκεί (όχι πως είναι & πολλά) & φύγαμε, αφού επέστρεψα το κλειδί στον υπάλληλο. βαδίσαμε πάλι σε δρόμους που δεν ήξερα (είμαι ακόμα, εννοείται, τελείως άσχετη από την Κάρνατεβ· μόλις έχω έρθει εδώ) & φτάσαμε τελικά σ’ένα σοκάκι πίσω από μια πολυκατοικία. εκεί η Σανκάρλι άνοιξε ένα παλιό παράθυρο & μπήκε, λέγοντάς μου να την ακολουθήσω. μπήκαμε έτσι στην πολυκατοικία από μια μικρή αποθήκη.

–γιατί μπαίνουμε έτσι; τη ρώτησα. –γιατί όχι από μπροστά;

–υπάρχει λόγος, μου απάντησε η Σανκάρλι. –καλύτερα κανένας να μην υποπτευθεί ότι ήρθες εδώ μαζί μου.

–σε κυνηγά κάποιος; τη ρώτησα όταν είχαμε ανεβεί στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, μέσω του ανελκυστήρα, & μπει στο διαμέρισμά της που έχει ένα σωρό τεχνολογικούς εξοπλισμούς.

–θα σου εξηγήσω, μου λέει. –αλλά περίμενε λίγο πρώτα, γιατί έχω μια δουλειά & πάει μεσημέρι.

& από τότε μπήκε σ’ένα άλλο δωμάτιο του διαμερίσματός της, αφήνοντάς με στο καθιστικό. κάθομαι, λοιπόν, & την περιμένω να επιστρέψει. υποψιάζομαι πως η αναμονή μου δεν έχει να κάνει μόνο με τη δουλειά της Σανκάρλι αλλά & με το γεγονός ότι η Σανκάρλι θέλει να με δοκιμάσει. παρότι δεν νομίζω ότι αμφισβητεί πως ξέρω τον Φέκταρελ & πως είμαι με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, επίσης δεν νομίζω πως με εμπιστεύεται. νομίζω πως υποπτεύεται ότι ίσως να είμαι κάτι άλλο από αυτό που δείχνω – ίσως. αναρωτιέται, μήπως, αν είμαι από αυτούς που την κυνηγάνε, όποιοι & αν είναι;

(γιατί νομίζω ότι έχω καταφέρει να μπλέξω πάλι; ο αντίστροφος κόσμος μέσα στο διαμέρισμα της Σανκάρλι συνεχώς γράφει «κίνδυνος», «έρευνα/απαγορευμένο», «παρατήρηση/παρακολούθηση»…)

έχω την εντύπωση πως ίσως η Σανκάρλι να με παρακολουθεί εδώ όπου κάθομαι τώρα πάνω στον καναπέ της, γράφοντας. με κάποιον κρυμμένο τηλεοπτικό πομπό ίσως να με κοιτάζει, για να διαπιστώσει αν είμαι τελικά όντως αξιόπιστη, ή αν θ’αρχίσω να ψαχουλεύω το διαμέρισμά της ή να κάνω ύποπτα ξόρκια. ούτε το ένα σκοπεύω να κάνω ούτε το άλλο, όμως. θα την περιμένω εδώ μέχρι να εμφανιστεί. δε μπορεί ν’αργήσει.

& το χέρι μου έχει πιαστεί πια απ’το γράψιμο

Κεφάλαιο Τριακοστό-Δεύτερο
Ένα Κλειδί

Τα μάτια του άνοιξαν.

Δεν ήξερε τι ακριβώς τον είχε ξυπνήσει. Ίσως κάποιος ήχος, ίσως κάποιο ρεύμα αέρα, ίσως κάτι άλλο…

Γύρω του ήταν μια σπηλιά με σταλακτίτες στο ταβάνι, φωτισμένη από ενεργειακό φως. Σε μια μεριά υπήρχαν κάτι πράγματα – ένα κιβώτιο, όχι πολύ μεγάλο, ένας σάκος, μια φιάλη– Παραδίπλα, μες στο σκοτάδι που τα μάτια του Φέκταρελ μπορούσαν εύκολα να διαπεράσουν, στεκόταν ένας άντρας.

Ο οποίος είπε: «Με διακρίνεις… Η ικανότητά σου να βλέπεις στο σκοτάδι δεν μειώνεται από το φως που σε περιβάλλει. Δεν είσαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου.»

Ο Φέκταρελ σηκώθηκε στο ένα γόνατο. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. «Γιατί μας επιτέθηκες;» Και θυμήθηκε ξαφνικά τον μεταλλαγμένο. «Πού είναι ο… ο σύντροφός μου;»

Ο άντρας, ξεπροβάλλοντας από τις σκιές, έδειξε πλάι στον Φέκταρελ χωρίς να πλησιάσει. Επάνω στο δαχτυλίδι του γυάλιζε ένας κρύσταλλος. Στο άλλο του χέρι βαστούσε ένα πιστόλι, αναμφίβολα οπλισμένο.

Ο Φέκταρελ κοίταξε δίπλα του, με τις άκριες των ματιών του, και εκεί όπου είχε δείξει ο άγνωστος είδε τον μεταλλαγμένο, σωριασμένο, ακίνητο. «Τι του έκανες;»

«Ό,τι έκανα και σ’εσένα,» αποκρίθηκε ο μάγος, και ρουφήγματα αέρα άρχισαν ν’ακούγονται αναπάντεχα από… κάπου – εκείνος ο δαίμονας πάλι. «Δεν είναι νεκρός.»

Ο Φέκταρελ έκανε να πιάσει το πιστόλι από τη ζώνη του, αλλά διαπίστωσε ότι, φυσικά, δεν είχε όπλα. «Γιατί μας επιτέθηκες;» ρώτησε ξανά τον μάγο.

«Σε χρειάζομαι,» εξήγησε εκείνος. «Ίσως να είσαι η απάντηση που περίμενα να βρω, εδώ και καιρό.»

«Το αμφιβάλλω.» Ο Φέκταρελ κοίταξε προς όλες τις μεριές της σπηλιάς, διαπερνώντας τα σκοτάδια με τη ματιά του. Είδε πού βρίσκονταν οι δύο αναμμένες ενεργειακές λάμπες, πού υπήρχαν έξοδοι, πού ήταν ένας πάγκος με διάφορα αντικείμενα επάνω, ανάμεσα στα οποία και ένα φορητό μηχανικό σύστημα με μικρή οθόνη και κονσόλα–

«Μην κάνεις το λάθος να νομίσεις ότι μπορείς να φύγεις από εδώ,» του είπε ο μάγος, ήρεμα. «Βλέπεις αυτή τη γραμμή;» Έδειξε στο πάτωμα μπροστά στον Φέκταρελ.

Εκείνος την κοίταξε. Μια γραμμή από κάρβουνο (μάλλον) η οποία έκλεινε αυτόν και τον μεταλλαγμένο μέσα σ’έναν κύκλο.

«Μόλις την περάσεις – εσύ ή ο φίλος σου – θα ειδοποιηθώ αμέσως,» είπε ο μάγος.

Ο Φέκταρελ έκανε να σβήσει ένα μέρος της γραμμής με τη μπότα του.

Ο μάγος γέλασε. «Η γραμμή είναι απλά μια προειδοποίηση – για εσένα. Για εμένα δεν έχει νόημα. Πάλι αν βγεις από τον νοητό κύκλο θα το καταλάβω – ακόμα κι αν κοιμάμαι· ακόμα κι αν σου έχω την πλάτη γυρισμένη· ακόμα κι αν είμαι μακριά από εδώ. Αλλά να είσαι βέβαιος πως τώρα που σε βρήκα δεν θα απομακρυνθώ.»

«Δεν είμαι αυτό που νομίζεις!» φώναξε ο Φέκταρελ σφίγγοντας τις γροθιές του. Κι άκουσε πλάι του τον μεταλλαγμένο να μουγκρίζει καθώς συνερχόταν. Με τις άκριες των ματιών του τον είδε ν’ανασηκώνεται και να κοιτάζει ολόγυρα, σαστισμένος.

«Εξήγησε στον φίλο σου τι συμβαίνει,» προέτρεψε ο μάγος τον Φέκταρελ.

Ο Φέκταρελ τού εξήγησε.

«Λέει ψέματα,» γρύλισε ο μεταλλαγμένος.

«Δε νομίζω,» του είπε ο Φέκταρελ. «Πρέπει να είναι μάγος. Δεσμοφύλακας.» Κι έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον μάγο, ερωτηματικά.

«Δε χρειάζεται νάναι κανείς και πολύ έξυπνος για να το καταλάβει αυτό,» είπε εκείνος.

«Ούτε εσύ, όμως, είσαι και πολύ έξυπνος. Έχεις την εντύπωση ότι μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, ενώ εγώ είμαι για άλλο λόγο εδώ.»

Ο μάγος δεν φάνηκε να προσβάλλεται. «Τι λόγο; Μου είπες ότι αναζητάς…»

«Θέλω να ανακαλύψω τι μου συμβαίνει. Ένας ιερέας μού είπε ότι είμαι παιδί του Ταρνατάρ’σακ.»

«Μάλλον έχει δίκιο–»

«Δεν είμαι παιδί κανένας θεού!»

«Τότε,» ρώτησε ο μάγος, «πώς μπορείς κι αλλάζεις την υπόγεια γεωγραφία;» Τα μάτια του γυάλισαν.

Ο Φέκταρελ δίστασε ν’απαντήσει. «Δεν ξέρω… Πρώτη φορά το έκανα… Αλλά γνωρίζω τους γονείς μου, και κανένας τους δεν ήταν θεός. Ούτε καν ιερέας! Όπως βλέπεις, δεν είμαι αυτό που νομίζεις· δεν μπορώ να σε βοηθήσω.»

«Κι όμως, μάλλον μπορείς. Προφανώς, έχεις κάποιες δυνάμεις που ούτε εσύ δεν γνωρίζεις τι ακριβώς είναι…»

«Κάτι έχει αλλάξει μέσα μου,» του είπε ο Φέκταρελ. «Και ίσως… Η μόνη φορά που είχα έρθει σε επαφή με τον Ταρνατάρ’σακ… με κάποιον, δηλαδή, ο οποίος είχε επαφή με τον Ταρνατάρ’σακ… ήταν πριν από μερικά χρόνια. Αντιμετώπισα έναν λήσταρχο που ονομαζόταν Βέρκαμωντ, μέσα στο άντρο του στα Όρη Κράκμακωθ, κοντά στη Λάεντριλ–»

«Βέρκαμωντ;» Το όνομα έμοιαζε να λέει κάτι στον μάγο.

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε. «Τον ξέρεις;»

«Άκουσα πως οι Ζωντανοί-Νεκροί, σε συνεργασία με τις Μελανοκυράδες του Πολέμου, τον σκότωσαν. Ήσουν σε κάποια απ’αυτές τις μισθοφορικές ομάδες;»

«Με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Αλλά, εδώ που βρίσκεσαι, πώς το έμαθες;»

«Δεν ήμουν πάντα εδώ. Ταξίδευα για κάποιο καιρό, και τέτοια νέα κυκλοφορούν σαν τον άνεμο. Ο Βέρκαμωντ δεν ήταν αμελητέος λήσταρχος, και είχα επίσης ακούσει ότι είχε… δυνάμεις. Πώς σε λένε εσένα, που ήσουν με τους Ζωντανούς-Νεκρούς;» Ατένιζε τον Φέκταρελ παρατηρητικά τώρα.

«Φέκταρελ.»

«Φέκταρελ…» Ο μάγος έμοιαζε να προσπαθεί να θυμηθεί.

«Γιατί; Υπάρχει περίπτωση να με ξέρεις; Ποιος είσαι; Πες μου ποιος είσαι!»

«Το όνομά μου είναι Άρδαλον’λι.»

Ο Φέκταρελ νόμιζε πως κάπου το είχε ξανακούσει αυτό το όνομα… Κάπου… Μετά θυμήθηκε! «Άρδαλον’λι; Ο μάγος της Σαρντίκα-Νοθ;»

«Είσαι, λοιπόν, όντως ένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς,» παρατήρησε ο Άρδαλον’λι. «Ένας από αυτούς που ήταν από τότε με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Παλιός μισθοφόρος. Φίλος του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου, να υποθέσω;»

«Τι σκατά κάνεις εδώ;» ρώτησε ο Φέκταρελ. «Είχα ακούσει ότι εξαφανίστηκες μετά από την ήττα της Σαρντίκα-Νοθ!»

«Καλά άκουσες,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι· «έφυγα από τη δυτική Φεηνάρκια. Αλλά δεν έφυγα μετά από την ήττα της Σαρντίκα-Νοθ· έφυγα λίγο πριν από την ήττα της, όταν είδα πως δεν με συνέφερε πλέον να είμαι μαζί της.

»Πες μου, όμως, για τον Βέρκαμωντ, Φέκταρελ. Τι έγινε όταν τον αντιμετώπισες;»

Ο Φέκταρελ δίστασε να μιλήσει.

«Ίσως να μπορώ να σου εξηγήσω τι σου συμβαίνει,» του είπε ο Άρδαλον’λι, δελεαστικά. «Αλλά όχι αν δεν μου μιλήσεις.»

Ο Φέκταρελ σκέφτηκε πως πράγματι ο Άρδαλον’λι πιθανώς να είχε απαντήσεις να του δώσει. Ήταν, άλλωστε, πολύ ισχυρός μάγος· η Φαίδρα τού το είχε πει. Προστάζει δύο δαιμονικούς θεούς. «Με τραυμάτισε. Με το σπαθί του.»

«Ένα οποιοδήποτε σπαθί; Άσχημο τραύμα, ή ελαφρύ;»

«Δεν ήταν ελαφρύ, αλλά ούτε και πολύ σοβαρό…»

«Και το σπαθί;»

«Η Φαίδρα έλεγε ότι ίσως νάχε σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ…»

«Η Φαίδρα’λι; Η μάγισσα των Ζωντανών-Νεκρών;»

«Ναι. Αλλά νομίζω πως έκανε κάποια ξόρκια επάνω μου, πως με εξέτασε, και δεν βρήκε τίποτα να μου έχει συμβεί εξαιτίας του σκοτεινού θεού…»

Η όψη του Άρδαλον’λι έγινε σκεπτική για λίγο. «Δείξε μου πού τραυματίστηκες.»

«Δεν έχει μείνει και καμια πολύ μεγάλη ουλή…» Ο Φέκταρελ σήκωσε τα ρούχα του για να δείξει τα αριστερά πλευρά του.

Ο μάγος δεν πλησίασε. Αφού έσβησε τη μία από τις δύο ενεργειακές λάμπες (μάλλον τις είχε ανάψει και τις δύο για πειραματικούς λόγους – για να δοκιμάσει την υπόγεια όραση του Φέκταρελ), πήρε έναν φακό και, χωρίς να πλησιάσει τον Φέκταρελ, φώτισε τα μαυρόδερμα πλευρά του. «Πράγματι,» παρατήρησε. «Η ουλή δεν είναι μεγάλη. Και ούτε βλέπω τίποτ’ άλλο.» Έσβησε τον φακό. «Επίσης,» πρόσθεσε, «με τη μαγεία μου δεν μπορώ να ανιχνεύσω κάτι το ασυνήθιστο επάνω σου. Προσπάθησα ήδη, ενώ ήσουν αναίσθητος. Και ούτε οι θεοί μου μπορούν να διακρίνουν κάτι. Αντιθέτως, σιχαίνονται πολύ να πλησιάσουν αυτόν»· έδειξε με το βλέμμα του τον μεταλλαγμένο. «Τον θεωρούν μολυσμένο από… υποχθόνιες δυνάμεις. Με τα ξόρκια μου, όμως, ούτε κι επάνω σ’αυτόν εντοπίζω κάτι.»

«Είναι όντως μολυσμένος,» εξήγησε ο Φέκταρελ, «από κάποιον ιό. Εργαζόταν στα Ορυχεία Ιπταερίου.»

«Πες μου γι’αυτά τα ορυχεία,» ζήτησε ο Άρδαλον’λι, πιάνοντας ένα σκαμνί από δίπλα και καθίζοντας. Είχε ήδη θηκαρώσει το πιστόλι του· δεν έμοιαζε ν’ανησυχεί ότι θα δεχόταν επίθεση. Αλλά είχε, βέβαια, τους θεούς του για προστασία· τι να φοβηθεί;

«Μου μοιάζει απίστευτο το γεγονός ότι βρίσκεσαι εδώ, τόσο κοντά στην Κάρνατεβ, και δεν έχεις ξανακούσει για τα Ορυχεία Ιπταερίου,» είπε ο Φέκταρελ. Θυμόταν πως και στην προηγούμενή τους (αναμφίβολα, πολύ πιο σύντομη) κουβέντα ο μάγος είχε δηλώσει άγνοια γι’αυτά.

Ο Άρδαλον’λι γέλασε σιγανά. «Τελευταία, δεν βγαίνω πολύ. Κι εδώ κάτω ούτε εφημερίδες φέρνει κανένας, ούτε οι ραδιοφωνικοί δέκτες πιάνουν καμια ενδιαφέρουσα συχνότητα.»

Ο Φέκταρελ, καθίζοντας οκλαδόν στο πάτωμα μέσα στον μαγικό κύκλο (και προτρέποντας, με μια χειρονομία, και τον μεταλλαγμένο να καθίσει), είπε στον Άρδαλον’λι όσα ήξερε για τα Ορυχεία Ιπταερίου, για το ιπταέριο, και για τα αεροχήματα της Κάρνατεβ. Δεν του είπε, όμως, τίποτα για το πού βρίσκονταν ο Σκοτωμένος, η Φαίδρα’λι, και οι άλλοι. Δεν ανέφερε ότι είχαν δουλέψει για τον Βασιληά Ράνελμον. Ούτε μίλησε για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, φυσικά.

«Και ποια ακριβώς είναι η δική σου σχέση με τον μολυσμένο;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

«Τον αισθάνομαι σαν συγγενή μου. Αυτό ξέρω μόνο.» Και του εξήγησε πώς τον είχε γνωρίσει – να τον κυνηγάνε πέρα από τη βάση των ορυχείων – χωρίς να αναφέρει τίποτα για τη Σανκάρλι’μορ. Είπε μόνο ότι είχε πάει εκεί επειδή αισθανόταν μια έλξη από τη μεριά των ορυχείων – πράγμα που δεν ήταν ψέμα, άλλωστε.

«Επομένως, αυτή η μόλυνση, αυτός ο ιός, ό,τι κι αν είναι, έχει κάποια σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ,» συμπέρανε ο Άρδαλον’λι.

«Δεν είμαι καν βέβαιος ότι εγώ έχω κάποια σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ, μάγε!»

«Σοβαρολογείς; Τι άλλη εξήγηση μπορεί να υπάρχει για τις δυνάμεις σου; Ο Ταρνατάρ’σακ είναι ένας θεός που μπορεί να αλλοιώνει την υπόγεια γεωγραφία. Τον έχω συναντήσει. Είναι εδώ, κοντά μας.»

«Πού;»

«Γύρω μας, μπορώ να σου πω.»

«Γύρω μας;» Η αλήθεια ήταν ότι ο Φέκταρελ κάτι αισθανόταν: μια γνώριμη παρουσία. Αλλά δεν ήταν βέβαιος για τίποτα πλέον… Όλα τούτα ήταν πολύ παράξενα.

«Ο Ταρνατάρ’σακ είναι ένας πολύ ισχυρός θεός, Φέκταρελ,» εξήγησε ο Άρδαλον’λι. «Ένας θεός… διάχυτος. Το πνεύμα του δεν είναι περιορισμένο, ούτε έχει σταθερή μορφή, υλική ή μη. Ένας μάγος ποτέ δεν θα μπορούσε να τον φυλακίσει, εκτός αν η δύναμη της θέλησής του ήταν μεγαλύτερη από…» μόρφασε, «από οποιουδήποτε μάγου έχω ακούσει να υπάρχει, ή να υπήρχε ποτέ, στη Φεηνάρκια. Για να μη σου πω ‘στο Γνωστό Σύμπαν’.

»Συνήθως, Φέκταρελ, ο Ταρνατάρ’σακ κοιμάται και ονειρεύεται. Όπως τώρα.»

«Δηλαδή, δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ;»

«Ίσως και να το ξέρει. Μέσα στα όνειρά του.»

«Και πώς μπορεί να ξυπνήσει;»

«Δεν θα ήθελες να τον ξυπνήσεις,» του είπε ο Άρδαλον’λι.

«Θα ήθελα, αν μπορώ απ’αυτόν να μάθω τι μου συμβαίνει!»

Ο Άρδαλον’λι γέλασε. «Νομίζεις ότι θα πιάσεις κουβέντα μαζί του; Όπως έχεις πιάσει κουβέντα μ’εμένα;» Γέλασε ξανά, καθώς σηκωνόταν από το σκαμνί. «Ο Ταρνατάρ’σακ δεν πιάνει κουβέντα με κανέναν άνθρωπο. Ούτε καν με τους ρους’κρούουμ, τα αγαπημένα του πλάσματα. Δεν μιλά καμια κατανοητή γλώσσα. Ο Ταρνατάρ’σακ είναι το σκοτάδι και ο αέρας και τα υπόγεια και η γη· είναι οι σπηλιές και οι λαβυρινθώδεις σήραγγες.»

Ο Φέκταρελ έμεινε σιωπηλός, κι ακόμα καθισμένος οκλαδόν στο πάτωμα, παρότι αισθανόταν την παγωνιά από τις υπόγειες πέτρες να έχει αρχίσει να τον μουδιάζει, να σκαρφαλώνει μέσα στην κοιλιά του.

Ο Άρδαλον’λι είπε, βηματίζοντας μες στη σπηλιά σαν για να ξεπιαστούν τα πόδια του: «Υποθέτω πως κι εσύ μολυσμένος πρέπει να είσαι, Φέκταρελ. Από το χτύπημα εκείνου του σπαθιού. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να βρω τίποτα με τη μαγεία μου οφείλεται μάλλον στο ότι ψάχνω στο λάθος μέρος.»

«Τι εννοείς;» Τώρα ο Φέκταρελ σηκώθηκε όρθιος, και ο μεταλλαγμένος τον μιμήθηκε, σιωπηλός.

«Και εγώ και η Φαίδρα’λι ψάχναμε για κάποιο πνεύμα, ή για κάποια αλλοίωση στο δικό σου πνεύμα. Αλλά στο σώμα σου είναι που κάτι έχει αλλάξει.»

Ο Φέκταρελ τον ατένιζε συνοφρυωμένος.

«Δεν καταλαβαίνεις;» του είπε ο Άρδαλον’λι παύοντας να βαδίζει και κοιτάζοντάς τον ευθέως. «Απάντησέ μου: Βιοσκόπος σε έχει εξετάσει;»

«Όχι.»

«Έχει κανένας άλλος μάγος χρησιμοποιήσει βιοσκοπικά ξόρκια επάνω σου;»

«Δε νομίζω. Εκτός αν η Φαίδρα….»

«Βγες από τον κύκλο,» του είπε ο Άρδαλον’λι. «Έλα κοντά μου.»

Ο Φέκταρελ πέρασε πάνω από τη γραμμή στο πάτωμα, χωρίς να αισθανθεί τίποτα. Προχώρησε και στάθηκε αντίκρυ στον μάγο.

Ο Άρδαλον’λι άρθρωσε τα λόγια για κάποιο ξόρκι, υψώνοντας το ένα χέρι του μπροστά από το στήθος του Φέκταρελ και το άλλο πάνω από το παλιό, επουλωμένο τραύμα στα αριστερά πλευρά του. Από δίπλα, ρουφήγματα αέρα ακούγονταν· ο δαίμονας πρόσεχε τον αφέντη του, και, αναμφίβολα, παρατηρούσε τον Φέκταρελ για καμια ύποπτη κίνηση…

Μετά από λίγο, ο Άρδαλον’λι κατέβασε τα χέρια του και έκανε ένα βήμα όπισθεν, κοιτάζοντας τον Φέκταρελ σκεπτικά.

«Τι βρήκες;» τον ρώτησε εκείνος.

«Τίποτα…» Ο μάγος έμοιαζε προβληματισμένος.

«Δεν είσαι, όμως, Βιοσκόπος.»

«Το ξόρκι που έκανα το χρησιμοποιούν και οι Βιοσκόποι: ονομάζεται Ξόρκι Ανιχνεύσεως Ξένων Σωμάτων και Ουσιών. Και δεν μου δείχνει τίποτα. Δεν έχεις καμια ξένη ουσία μέσα στο σώμα σου, Φέκταρελ.

»Γύρνα τώρα μέσα στον κύκλο.»

Ο Φέκταρελ δίστασε.

Ο Άρδαλον’λι απομακρύνθηκε απ’αυτόν γυρίζοντάς του την πλάτη. Πλατσουρίσματα ακούστηκαν επάνω σε νερό παρότι νερό δεν υπήρχε πουθενά, καθώς κι ένα απόμακρο γέλιο. Ο άλλος θεός του μάγου – ή, μάλλον, θεά. Το γέλιο ήταν αναμφίβολα γυναικείο, νόμιζε ο Φέκταρελ.

Υπάκουσε, επιστρέφοντας μέσα στον κύκλο. Δεν είχε, αυτή τη στιγμή, να κερδίσει τίποτα με το να εναντιωθεί στον μάγο.

Ο Άρδαλον’λι έκανε νόημα στον μεταλλαγμένο. «Εσύ, έλα έξω από τον κύκλο.»

Ο μεταλλαγμένος κοίταξε τον Φέκταρελ ερωτηματικά, ίσως και φοβισμένα. Εκείνος τού έγνεψε καταφατικά, και ο μεταλλαγμένος βγήκε απ’τον κύκλο και ζύγωσε τον μάγο.

«Αν προσπαθήσεις να μου επιτεθείς,» του είπε ο Άρδαλον’λι, «να ξέρεις ότι θα το μετανιώσεις. Τον Φέκταρελ τον χρειάζομαι· εσένα δεν σε χρειάζομαι.»

Ο μεταλλαγμένος δεν μίλησε.

«Με καταλαβαίνεις;»

Ο μεταλλαγμένος κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

«Ωραία,» είπε ο Άρδαλον’λι· και ύφανε πάλι ένα ξόρκι υψώνοντας τα χέρια του μπροστά από τον μολυσμένο άντρα με το ραγισμένο δέρμα και τα κέρατα στους ώμους, ο οποίος στεκόταν ακίνητος σαν να φοβόταν ότι ακόμα και η παραμικρή κίνηση μπορεί να έκανε κάποια βόμβα να εκραγεί μέσα του.

Μετά από λίγο, ο μάγος τού είπε: «Πίσω στον κύκλο.»

Ο μεταλλαγμένος επέστρεψε δίχως δισταγμό, και ο Άρδαλον’λι είπε στον Φέκταρελ: «Ο φίλος σου είναι, πράγματι, μολυσμένος. Μπορώ να εντοπίσω τον ιό. Υπάρχει κάτι το ξένο μέσα στο σώμα του.»

«Αλλά όχι στο δικό μου; Μάγε, είμαι σίγουρος ότι υπάρχει μέσα μου κάτι που δεν είμαι εγώ!»

Ο Άρδαλον’λι τον περίμενε να συνεχίσει.

Ο Φέκταρελ τού είπε γι’αυτά που έβλεπε, που ένιωθε. Του μίλησε για το τέρας που ήταν εντός του, για το τέρας που παρουσιαζόταν μέσα από αντανακλάσεις κρυστάλλων και γυαλιστερών επιφανειών.

«Ο εαυτός σου είναι,» του είπε αινιγματικά ο Άρδαλον’λι, «που αλλάζει.»

«Τι μου συμβαίνει, όμως; Αυτό δεν υπήρχε παλιά μέσα μου!»

«Μονάχα μία περίπτωση μπορώ να σκεφτώ,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Κάτι γλίστρησε μες στο σώμα σου όταν το σπαθί του Βέρκαμωντ σε χτύπησε: κάποιος ιός, αλλά διαφορετικού είδους από αυτόν που έχει επηρεάσει τον φίλο σου. Ένας ιός που, επιπλέον, πήγε κατευθείαν στο αίμα σου, ενώ ο φίλος σου τον εισέπνευσε. Ο ιός αυτός, με τον καιρό, έγινε ένα μ’εσένα, έτσι ώστε να μη διακρίνεται καμία διαφορά – να μην εντοπίζεται ως ξένο σώμα μέσα στο δικό σου. Με καταλαβαίνεις;»

Ο Φέκταρελ κατένευσε, αμίλητος. Η εξήγηση του μάγου τού έμοιαζε λογική. Αλλά ήταν και πραγματική; Ο Άρδαλον’λι έκανε μονάχα μια υπόθεση· δεν είχε αποδείξεις.

Ξαφνιάζοντάς τους και τους δύο, ο μεταλλαγμένος μίλησε: «Τι με έχει μολύνει εμένα;» ρώτησε. «Δεν είναι το ιπταέριο;»

Ο Άρδαλον’λι τον ατένισε. «Το ιπταέριο; Αν ήταν το ιπταέριο, τότε ο Φέκταρελ γιατί να νιώθει συγγένεια μαζί σου;»

Ο μεταλλαγμένος κόμπιασε. «Μα… κι άλλοι… Κι άλλους έχει μολύνει το ιπταέριο…»

«Είσαι σίγουρος ότι είναι το ιπταέριο;»

«Μα αυτό είναι! Τους έχουν εξετάσει! Το έχουν εισπνεύσει!»

Ο Άρδαλον’λι χαμογέλασε αχνά. «Αν το ιπταέριο είναι δηλητηριώδες, τότε γιατί δεν μολύνονται όλοι όσοι δουλεύουν στα ορυχεία;»

Ο μεταλλαγμένος έμεινε σιωπηλός.

«Δεν είναι το ιπταέριο,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Είναι, όπως λες, κάτι που εισέπνευσες – κάτι, πολύ πιθανόν, αναμιγμένο με το ιπταέριο – αλλά όχι το ιπταέριο το ίδιο.»

Ο μεταλλαγμένος φαινόταν τώρα προβληματισμένος· κάθισε πάλι στο έδαφος, σαν να είχε κουραστεί.

Ο Φέκταρελ ρώτησε τον μάγο: «Θες να πεις ότι ο Ταρνατάρ’σακ στέλνει κάποιον ιό μέσω του ιπταερίου; Για ποιο λόγο;»

«Λόγο; Ξεχνάς τι σου είπα; Ο Ταρνατάρ’σακ ονειρεύεται. Δεν χρειάζεται λόγο.»

«Δηλαδή, στέλνει τον ιό μέσα από τον ύπνο του;»

«Είναι πιθανό.»

«Μου φαίνεται τελείως εξωφρενικό αυτό, μάγε.»

«Πιο εξωφρενικό απ’αυτό που σου συμβαίνει;»

Ο Φέκταρελ δεν είχε απάντηση να δώσει.

«Θα ανακαλύψουμε τι σου συμβαίνει,» τον διαβεβαίωσε ο Άρδαλον’λι, πλησιάζοντας τον πάγκο με τα διάφορα αντικείμενα. «Με ενδιαφέρει… πολύ.»

«Γιατί;» Ο Φέκταρελ ακόμα δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς έκανε εδώ κάτω ο μάγος.

«Διότι θέλω να μάθω πώς αλλάζεις την υπόγεια γεωγραφία.»

«Γιατί;» ξαναρώτησε ο Φέκταρελ.

«Γιατί,» απάντησε ο Άρδαλον’λι, «ήρθα εδώ για να κλέψω αυτή τη δύναμη από τον Ταρνατάρ’σακ. Ώστε να μπορώ κι εγώ να αλλοιώνω την υπόγεια γεωγραφία.»

Ο Φέκταρελ, γι’ακόμα μια φορά, δεν μίλησε. Σαστισμένος. Ο μάγος ήθελε να κλέψει τη δύναμη ενός θεού;

Ο Άρδαλον’λι είπε: «Μέχρι πού νομίζεις ότι εκτείνεται η δύναμή σου, Φέκταρελ;»

«Τι εννοείς;»

«Ώς πού νομίζεις ότι μπορείς να μεταβάλλεις την υπόγεια γεωγραφία; Από εκεί όπου στέκεσαι τώρα.»

Ο Φέκταρελ αισθάνθηκε τη γη κάτω από τα πόδια του, τα πετρώματα, τα τοιχώματα της σπηλιάς, την οροφή της, τους σταλακτίτες, τον βαρύ, υγρό αέρα… τον υπόγειο κόσμο παντού γύρω του. Τελικά είπε: «Μέχρι έξω από τη σπηλιά…»

«Πόσο έξω; Μέτρα; Χιλιόμετρα;»

«Σίγουρα όχι χιλιόμετρα. Ίσως πενήντα μέτρα. Μάλλον λιγότερο. Δεν είμαι σίγουρος.»

Ο Άρδαλον’λι φάνηκε σκεπτικός. Μετά είπε: «Και δεν μπορείς να μου εξηγήσεις πώς το κάνεις…»

«Όχι. Δεν γίνεται. Είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις σ’έναν κουφό πώς ακούς.»

Ο Άρδαλον’λι ένευσε σαν να περίμενε αυτή την απάντηση. «Επομένως,» είπε, «ο δρόμος παραμένει ίδιος,» μοιάζοντας να μιλά στον εαυτό του.

«Αν σου είμαι άχρηστος, άφησέ με να φύγω,» τον προέτρεψε ο Φέκταρελ. «Δεν έχω καμια αντιπαλότητα μαζί σου, μάγε. Ό,τι συνέβη με τη Σαρντίκα-Νοθ–»

«Δεν μου είσαι άχρηστος, Φέκταρελ,» τον διέκοψε ο Άρδαλον’λι. «Για την ακρίβεια, νομίζω πως είσαι το κλειδί που αναζητούσα…»

«Τι κλειδί;»

«Κλειδί για τον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ.»

Κεφάλαιο Τριακοστό-Τρίτο
Αναζήτηση στη Μεγάλη Πόλη

«Είναι επικίνδυνο αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Σάρνεμπ, βλέποντας την πρασινογάλαζη στήλη ενέργειας που κατερχόταν από τους ουρανούς καταλήγοντας μέσα στην Κάρνατεβ.

«Ο Κίονας του Φωτός;» είπε η Έρικα, καθισμένη πλάι του μέσα στο ελικόπτερο των Ζωντανών-Νεκρών. «Δε θα σου πρότεινα να τον πλησιάσεις.»

«Δε σκόπευα,» αποκρίθηκε ο Σάρνεμπ.

«Είναι ο θεός της Κάρνατεβ,» εξήγησε η Έρικα. «Τον λατρεύουν… ό,τι κι αν είναι.»

«Αυτοί οι Φεηνάρκιοι είναι πολύ παράξενοι: τόσα χρόνια εδώ κι ακόμα δεν μπορώ να τους συνηθίσω. Δεν ξέρω αν συμφωνείς…»

«Δε διαφωνώ, πάντως,» είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά μέσα από την κουκούλα του μαγικού μανδύα της. «Και το αεροδρόμιο είναι ακριβώς βόρεια από τον Κίονα του Φωτός· επομένως, πρόσεχε.»

«Θα κάνω τον κύκλο. Δεν υπάρχει δυσκολία,» αποκρίθηκε ο Σάρνεμπ, γυρίζοντας το πηδάλιο και βάζοντας το ελικόπτερο να πραγματοποιήσει αριστερή στροφή, γύρω από τα δυτικά τείχη της Κάρνατεβ. «Θες να πεις ότι το αεροδρόμιό τους είναι μέσα στα τείχη;» ρώτησε σαν τώρα ξαφνικά να το συνειδητοποιούσε.

«Ναι,» απάντησε η Έρικα. «Δε σου μοιάζει αρκετά μεγάλη πόλη για να είναι το αεροδρόμιο μέσα στα τείχη της;»

Μια ειδοποίηση ήρθε τότε στο τηλεπικοινωνιακό σύστημα της κονσόλας τους, και μια αντρική φωνή ακούστηκε, η οποία τους προειδοποιούσε ότι βρίσκονταν σε εναέριο χώρο της Κάρνατεβ. Επιθυμούσαν να προσγειωθούν;

«Ναι,» είπε ο Σάρνεμπ, καθώς τώρα το ελικόπτερό του βρισκόταν σε τέτοια θέση που εκείνος και η Έρικα μπορούσαν άνετα να δουν τον αερολιμένα πίσω από τα τείχη. Ήταν φτιαγμένος στη βορειοδυτική μεριά της πόλης. «Αν επιτρέπεται.»

«Έχετε ειδική άδεια;» ρώτησε η φωνή από το τηλεπικοινωνιακό σύστημα.

«Όχι,» είπε ο Σάρνεμπ. «Δε μπορούμε να προσγειωθούμε και να πληρώσουμε κάποιο φόρο; Ένα άτομο θέλω ν’αφήσω και μετά θα φύγω.»

«Αίτημα προσγείωσης δεκτό, κύριε. Καλωσορίσατε στην Κάρνατεβ.»

Ο Σάρνεμπ διέκοψε την τηλεπικοινωνία. «Φιλικοί μού φαίνονται,» σχολίασε, καθώς τώρα οδηγούσε το ελικόπτερο πάνω από τα δυτικά τείχη και προς τον αερολιμένα.

«Τα φαινόμενα απατούν.»

«Δεν περίμενα άλλη απάντηση από σένα, Έρικα.»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά.

Ο Σάρνεμπ είπε: «Αεροδρόμιο μήκους τριών χιλιάδων μέτρων,» υπολογίζοντάς το με έμπειρο βλέμμα· «δεν αστειεύονται εδώ. Υπάρχει πουθενά αλλού στη Φεηνάρκια τέτοιο πράγμα;»

«Στην Έλγκοροβ,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Αναμενόμενα.»

«Προφανώς.»

Ο Σάρνεμπ πλησίασε τον μεγάλο αερολιμένα και, πηγαίνοντας προς τα ελικοδρόμια, προσγειώθηκε σ’έναν άδειο χώρο. Απενεργοποίησε τις μηχανές, και εκείνος, η Έρικα, κι οι άλλοι δύο Ζωντανοί-Νεκροί που τους συνόδευαν (χωρίς να φέρουν εμβλήματα και πολλά όπλα) βγήκαν από το αεροσκάφος. Ένας άντρας ερχόταν προς το μέρος τους ιππεύοντας άλογο.

«Έρχονται για τα λεφτά μας,» παρατήρησε ο ένας από τους δύο Ζωντανούς-Νεκρούς.

Και δεν είχε άδικο: γι’αυτό ερχόταν ο έφιππος υπάλληλος του αερολιμένα. Κατέβηκε από το άλογό του και, αφού τους καλωσόρισε, τους ζήτησε να πληρώσουν. Ο Σάρνεμπ φρόντισε τα της πληρωμής ενώ η Έρικα έφευγε χαιρετώντας αυτόν και τους άλλους δύο Ζωντανούς-Νεκρούς. «Στο καλό,» της είπε ο ένας. «Καλή τύχη,» της είπε ο άλλος.

Η Έρικα δεν είχε πρόβλημα να βγει από το αεροδρόμιο· δεν κουβαλούσε τίποτα περισσότερο από έναν σάκο στον ώμο, και οι φρουροί δεν είχαν λόγο να τη σταματήσουν για έλεγχο. Όχι πως αν τη σταματούσαν θα έβρισκαν τίποτα ύποπτο επάνω της, αλλά η Έρικα πάντοτε προτιμούσε, φυσικά, να περνά απαρατήρητη. Η κουκούλα του μαγικού μανδύα της έκρυβε το πρόσωπό της στη σκιά του… προστατεύοντάς την από τον καλοκαιρινό ήλιο, και από περίεργα βλέμματα.

Η ώρα ήταν ακόμα πρωινή. Η Έρικα είχε φύγει με την αυγή, όπως είχε υποσχεθεί στον Ζαώρδιλ, και τώρα η αναζήτησή της για τη Φαίδρα’λι και τον Φέκταρελ ξεκινούσε – μέσα σε μια πόλη τεράστια για τα δεδομένα της Φεηνάρκια – μέσα σε μια πόλη όπου το δίκτυό της δεν είχε παρά ελάχιστη επιρροή. Θα αποτελούσε, αναμφίβολα, πρόκληση αυτή η έρευνα. Και – ποιος ξέρει; – ίσως να παρουσιάζονταν και κάποιες ευκαιρίες για την Έρικα…

Κοντά στον αερολιμένα δεν δυσκολεύτηκε να βρει επιβατική άμαξα με δύο άλογα. Ανέβηκε (ευτυχώς δεν είχε συνεπιβάτη) και είπε στον αμαξά: «Στην Αρένα.»

«Μάλιστα, κυρία.» Ο άντρας μαστίγωσε τα ζώα του και ξεκίνησαν. Οπλές χτυπούσαν το πλακόστρωτο, τροχοί κυλούσαν γρήγορα. Δεν άργησαν να μπλεχτούν μέσα στην κίνηση της Κάρνατεβ. Πέρασαν αρκετά κοντά από τον Κίονα του Φωτός, και η Έρικα είδε τρεις ανθρώπους να στέκονται μπροστά στην πρασινογάλαζη ενεργειακή στήλη, οι δύο – ένας άντρας και μια γυναίκα – γονατιστοί, ο τρίτος – ένας ιερέας του Κίονα του Φωτός, ίσως – όρθιος, με τα χέρια του υψωμένα. Μέσα στη στήλη ενέργειας που προκαλούσε δέος, εφιαλτικά πρόσωπα φαίνονταν να σχηματίζονται, καθώς και ακατονόμαστες μορφές και σχέδια.

Η άμαξα βγήκε στη Μεγάλη Λεωφόρο, κι ο αμαξάς είδε κάποιον να τού κάνει νόημα. «Να τον πάρουμε, κυρία, άμα βολεύει;» ρώτησε την Έρικα.

«Πάρ’ τον.» Δεν ήθελε να φανεί ύποπτη, δεν ήθελε ο αμαξάς να τη θυμάται σαν «μια παράξενη κουκουλωμένη γυναίκα που αρνιόταν να βάλω μέσα συνεπιβάτη».

Ο αμαξάς πλησίασε τον άντρα – έναν μεσήλικα με μεγάλο σάκο στο χέρι, ντυμένο με καλοκαιρινό χιτώνα και σκούρα γυαλιά – και τον ρώτησε: «Πού πας;»

«Νοτιοδυτικό Τέταρτο!» φώναξε εκείνος.

«Άσ’ το, φίλε· δε βολεύει.» Η Αρένα ήταν στο Βορειοανατολικό Τέταρτο: στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή.

Η άμαξα βγήκε από τη Μεγάλη Λεωφόρο κι έπιασε την Οδό του Γέροντα. Ύστερα έστριψε βόρεια, σε μικρότερους δρόμους, που δεν είχαν και τόση κίνηση. Και μετά από περίπου καμια ώρα αφότου είχε φύγει από τον αερολιμένα η Έρικα έφτασε στον προορισμό της, αντίκρυ στην Αρένα. Πλήρωσε τον αμαξά και κατέβηκε από την άμαξα.

Βάδισε προς την πύλη της Αρένας, μπροστά απ’την οποία ολόκληρο παζάρι φαινόταν νάναι στημένο, όπως συνήθως. Παραμέρισε τον μαγικό της μανδύα από τους ώμους της, ρίχνοντάς τον πίσω (χωρίς να βγάλει την κουκούλα, φυσικά), ώστε να φαίνεται καθαρά το νοομορφικό της χιτώνιο. Περνώντας ανάμεσα από τον συγκεντρωμένο κόσμο (κάποιος προσπαθούσε να πουλήσει έναν γεροδεμένο δούλο· κάποιος είχε φέρει έναν λυκόχοιρο για τον ίδιο λόγο· δύο γυναίκες τσακώνονταν σχετικά με την τιμή ενός σπασμένου όπλου, απομεινάρι κάποιου αγώνα της Αρένας· τρεις άντρες μιλούσαν για στοιχήματα) πλησίασε τον πάγκο του Χάραλκιρ, συλλέκτη κομματιών και συντριμμιών, και πράκτορά της.

Η Έρικα έκανε, με τη σκέψη της, τα νερά επάνω στο νοομορφικό χιτώνιό της να πάρουν τέτοια σχήματα ώστε να ρωτάνε εκείνους που ήξεραν πώς να τα διαβάσουν: Όλα εντάξει;

Ο Χάραλκιρ δεν φαινόταν να έχει κανέναν πελάτη αυτή τη στιγμή· και ο νοομορφικός του χιτώνας με τους ρόμβους απάντησε: Έχω νέα.

Δυσάρεστα; ρώτησε η Έρικα.

Ναι/όχι.

Να μιλήσουμε;

Μεσημέρι, σπίτι μου.

Και η Έρικα σκέφτηκε: Μάλλον δεν είναι κάτι που επείγει. Απορούσε, όμως, τι μπορεί να είχε συμβεί το οποίο αποτελούσε και δυσάρεστο και μη δυσάρεστο νέο…

Αφού έκανε μια βόλτα κοντά στην πύλη της Αρένας – παριστάνοντας πως κοίταζε τους πίνακες σχετικά με τους τελευταίους αγώνες και τους επερχόμενους, ώστε να μην τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή – έφυγε, βαδίζοντας προς τα νότια, προς την Οδό του Γέροντα.

*

Στο λιμάνι της Κάρνατεβ κυκλοφορούσε μια άλλη κατάσκοπός της: μια γυναίκα που ονομαζόταν Νατμάλι, γηγενής της Φεηνάρκια αλλά παλιά πράκτορας της Παντοκράτειρας. Επί του παρόντος δούλευε ως οδηγός μέσα στην πόλη, δίνοντας κατευθύνσεις σε ταξιδιώτες, εμπόρους, επιχειρηματίες, και άλλους. Είχε επίσης και μερικά δωμάτια τα οποία νοίκιαζε. Βρισκόταν σε πολύ καλή θέση, επομένως, για να συλλέγει πληροφορίες, κι αυτό η Έρικα πάντα το εκτιμούσε.

Η Νατμάλι όμως ήταν πολυάσχολη, έτσι η Έρικα, όταν ερχόταν στην πόλη, επισκεπτόταν τον Χάραλκιρ για πληροφορίες. Εξάλλου, η Νατμάλι τού μετέφερε ό,τι μάθαινε το οποίο αφορούσε, ή θα μπορούσε να αφορά, το δίκτυό τους. Αλλά τώρα η Έρικα είχε πάει στο λιμάνι και έψαχνε να τη βρει, αφού έτσι κι αλλιώς θα περίμενε τον Χάραλκιρ ώς το μεσημέρι. Αν κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε, η Νατμάλι θα το ήξερε. Η Έρικα, βέβαια, δεν πίστευε ότι ήταν τίποτα το πολύ σοβαρό· ο τρόπος του Χάραλκιρ δεν της είχε δώσει τέτοια εντύπωση.

Το βλέμμα της ξεχώρισε τη Νατμάλι μέσα στα πλήθη του λιμανιού: μια γυναίκα κατάμαυρη στο δέρμα, με κοντά πράσινα μαλλιά τα οποία ίσα που προεξείχαν από τις άκριες του μικρού στρογγυλού καπέλου της. Λιγνή σαν μπαστούνι: ακόμα κι αυτά τα στενά ρούχα που φορούσε έμοιαζαν ευρύχωρα επάνω της – μια καλοκαιρινή, πρασινοκόκκινη, κοντομάνικη δερμάτινη τουνίκα, ένα εφαρμοστό, γκρίζο υφασμάτινο παντελόνι, κι ένα ζευγάρι μαύρα σανδάλια. Δεν φορούσε κανένα νοομορφικό ένδυμα· η Έρικα δεν είχε να δίνει νοομορφικά ενδύματα σε όλους τους κατασκόπους της. Έδινε, επομένως, σ’εκείνους που τα χρειάζονταν περισσότερο: σ’εκείνους που ήταν καλύτερα να μην τους έβλεπε κανένας ύποπτος να μιλάνε με άλλους πράκτορές της. Η Νατμάλι ερχόταν σε επαφή με τόσο πολύ κόσμο που δεν είχε νόημα να προσπαθεί να κρύψει την οποιαδήποτε συναναστροφή.

Τώρα μιλούσε με τρεις ταξιδιώτες – δύο άντρες (ο ένας ευτραφής, ομολογουμένως) και μία γυναίκα – και έπαιρνε μερικά χρήματα από αυτούς. Έπειτα άρχισε να βαδίζει ενώ εκείνοι την ακολουθούσαν μεταφέροντας τα πράγματά τους στους ώμους και στα χέρια. Η Έρικα τούς πήρε στο κατόπι – από απόσταση ασφαλείας, φυσικά – και, μετά από λίγο, τους είδε να επιβιβάζονται σε μια επιβατική άμαξα φορτώνοντας στον αποθηκευτικό χώρο της τους σάκους και τις τσάντες τους.

Η Έρικα πλησίασε. «Συγνώμη,» είπε στη Νατμάλι. «Πού πηγαίνετε;»

Τα μάτια της μαυρόδερμης Φεηνάρκιας γυάλισαν, αναγνωρίζοντας αμέσως την Έρικα παρότι εκείνη φορούσε, ως συνήθως, την κουκούλα της κάπας της. «Εδώ κοντά. Σ’ένα πανδοχείο που ονομάζεται ‘Το Χαμένο Βαλάντιο’. Θα ήθελες κι εσύ να σε οδηγήσω κάπου;»

«Ευχαριστώ, όχι,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Φαίνεται, όμως, πως κατευθυνόμαστε προς την ίδια μεριά. Να έρθω μαζί σας;»

Η Νατμάλι ανασήκωσε τους ώμους. «Χωράμε όλοι στην άμαξα, δεν χωράμε;»

«Χωράτε και με το παραπάνω,» είπε ο αμαξάς, προφανώς πάντα πρόθυμος να πάρει επιπλέον πελάτες.

Η Νατμάλι μειδίασε, και η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά μέσα από τη σκιά της κουκούλας της.

Επιβιβάστηκαν στην άμαξα και, σύντομα, ο αμαξάς τούς μετέφερε μπροστά στην είσοδο του Χαμένου Βαλάντιου. Οι τρεις ταξιδιώτες τον πλήρωσαν και η Νατμάλι τούς οδήγησε στο εσωτερικό του πανδοχείου.

«Συνεχίζουμε εμείς, κυρία;» ρώτησε ο αμαξάς.

«Μπα, εδώ κατεβαίνω κι εγώ,» αποκρίθηκε η Έρικα, έχοντας ήδη βγάλει λεφτά από το πορτοφόλι της. Τον πλήρωσε και βγήκε από το όχημά του.

«Στο καλό, κυρία.»

Η άμαξα εξαφανίστηκε μες στα πλήθη του μεγάλου λιμανιού της Κάρνατεβ – άνθρωποι, θηρία, οχήματα μηχανοκίνητα και μη. Ένας τετραπλόκαμος – ένας από εκείνους τους ελέφαντες με τις τέσσερις προβοσκίδες που τραβούσε ένα κάρο γεμάτο με κάποιου είδους πετρώματα – παραλίγο να χτυπήσει την άμαξα· ξυστά την πέρασε ο οδηγός από δίπλα του.

Το εσωτερικό της τραπεζαρίας του Χαμένου Βαλάντιου φαινόταν από τα παράθυρά του, καθώς επίσης και η Νατμάλι κι οι τρεις ταξιδιώτες να μιλάνε με τον πανδοχέα. Η Έρικα πήγε σ’ένα σοκάκι παραδίπλα, που είχε σκιά. Περίμενε και, σε λίγο, η πράκτοράς της βγήκε από το πανδοχείο και ήρθε να τη συναντήσει.

«Τι γίνεται;» τη ρώτησε.

«Εσύ πες μου,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Συμβαίνει κάτι;»

«Τίποτα το ιδιαίτερο, αν αυτό εννοείς. Γιατί; Τι άκουσες;» Η Νατμάλι την είχε καταλάβει ότι ήταν προβληματισμένη.

«Ο Χάραλκιρ μού είπε ότι κάτι έχει να μου πει, αλλά να πάω να τον δω το μεσημέρι.»

«Δε θάναι τίποτα το τραγικό, αλλιώς θα το ήξερα.»

Τα λόγια της καθησύχασαν την Έρικα, αλλά όχι τελείως. Ποτέ δεν καθησύχαζε τελείως, άλλωστε· ήταν μέρος της δουλειάς της να βρίσκεται πάντοτε σε εγρήγορση.

«Ο Μπροστινός μας;»

«Καλά είναι. Προχτές του έστειλα έναν τύπο που ήθελε να μάθει αν ένας ξάδελφός του βρίσκεται ακόμα στην Έλγκοροβ.»

«Μάλιστα. Θα πάω να ρίξω μια ματιά και σ’αυτόν.»

«Για έλεγχο ήρθες εδώ;» ρώτησε, όχι κακοπροαίρετα, η Νατμάλι.

«Για δουλειά. Ψάχνω κάποιους.»

«Να βοηθήσω; Ίσως να τους έχει πάρει το μάτι μου εδώ, στο λιμάνι.»

Η Έρικα τής είπε για τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα’λι.

«Δυστυχώς δεν τους έχω δει. Ξέρεις πόσο τεράστιο είναι το λιμάνι της Κάρνατεβ,» είπε η Νατμάλι μιλώντας μάλλον όπως θα μιλούσε σ’έναν πελάτη – ίσως από συνήθεια, ίσως εσκεμμένα. «Μια γυναίκα, όμως, με πράσινα μαλλιά και λευκό δέρμα θα έχει κάνει, σίγουρα, εντύπωση σε κάποιους. Θα το ψάξω, Έρικα. Πού θα μένεις; Ή να μεταφέρω τις ανακαλύψεις μου στον συλλέκτη της Αρένας;»

«Να τις μεταφέρεις στον τηλεπικοινωνιακό πομπό μου,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Ο κωδικός σου δεν έχει αλλάξει…»

«Ο ίδιος είναι.»

*

Μπροστινό αποκαλούσαν τον πράκτορα με τον οποίο έρχονταν σε επαφή οι περισσότεροι πελάτες του δικτύου που ζητούσαν πληροφορίες. Οι άλλοι πράκτορες έστελναν, συνήθως, τους πελάτες σ’αυτόν χωρίς να λένε ότι οι ίδιοι ήταν πράκτορες, αναφέροντας απλώς ότι είχαν ακούσει πως εκείνος εργαζόταν για κάποιο δίκτυο πληροφοριών.

Στην Κάρνατεβ, Μπροστινός ήταν ένας άντρας που ονομαζόταν Ίσμερβεκ (σπάνιο όνομα, γενικά) και δούλευε για την εταιρεία μαντατοφόρων Στόματα της Μεγάλης Πόλης. Δεν ήταν κανένας μέτοχος ή διευθυντικό στέλεχος, απλώς ακόμα ένας μαντατοφόρος· αλλά θεωρείτο ικανός και πεπειραμένος. Παλιότερα, ήταν εραστής της Νατμάλι, κι εκείνη τον είχε προτείνει στην Έρικα για το δίκτυό τους. Της είχε υποσχεθεί πως θα ήταν καλός για τέτοια δουλειά, και πράγματι ήταν, νόμιζε η Έρικα. Δεν ξέρει ότι κάποτε ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας, της είχε πει επίσης η Νατμάλι, και θα το εκτιμούσα αν δεν το μάθαινε. Η Έρικα, φυσικά, δεν είχε μαρτυρήσει το μυστικό της κατασκόπου της. Είχαν συναντήσει τον Ίσμερβεκ μαζί και τον είχαν βάλει, σχετικά εύκολα, στο δίκτυό τους. Έδειχνε παραπάνω από πρόθυμος να βγάλει επιπλέον λεφτά και να συμμετέχει σε κάτι που θεωρούσε μεγάλο και εξαπλωμένο. Λιγάκι φαντασμένος είχε φανεί στην Έρικα, αλλά αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα.

Τώρα πήγε να τον συναντήσει στο Νοτιοδυτικό Τέταρτο της Κάρνατεβ, την ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στη Μεγάλη Λεωφόρο, στην Άφλεκτη, και στο τείχος του λιμανιού, όπου τα Στόματα της Μεγάλης Πόλης είχαν την έδρα τους. Περίμενε έξω από το χτίριο, καθισμένη σε μια καντίνα, πίνοντας ένα αναψυκτικό (πλησίαζε μεσημέρι πια) κι έχοντας παραμερισμένο τον μανδύα της για να φαίνεται το νοομορφικό της χιτώνιο από κάτω.

Τελικά, τον είδε να έρχεται αφήνοντας το δίκυκλό του στον χώρο στάθμευσης της εταιρείας. Ένας ψηλός, πορφυρόδερμος, μαυρομάλλης άντρας: καταφανώς Φεηνάρκιος και αρκετά όμορφος.

Η Έρικα στάθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί εύκολα να τη δει, κι έκανε τα νερά επάνω στο χιτώνιό της να τον χαιρετήσουν. Τα μάτια του πρόσεξαν τους κωδικοποιημένους σχηματισμούς στο νοομορφικό ένδυμα. Είχε μάθει τη γλώσσα των ενδυμάτων και είχε πάντα το νου του για την παρουσία της, όπως κι άλλοι πράκτορες της Έρικας. Ορισμένοι, μάλιστα, της είχαν πει ότι είχαν αρχίσει να διαβάζουν τη γλώσσα και σε μέρη άσχετα – όπως επάνω σε τραπεζομάντηλα. Η Έρικα τούς καταλάβαινε, γιατί κι εκείνη το είχε πάθει. Ευτυχώς, όμως, κανένας τους δεν είχε γίνει σαν τη Φαίδρα, που ισχυριζόταν ότι μπορούσε να διαβάσει τη Γλώσσα παντού στο περιβάλλον. Η Έρικα υποπτευόταν ότι πολλούς θα τους οδηγούσε στην παραφροσύνη κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι η μάγισσα ήξερε ακόμα τι της γινόταν ήταν, ίσως, αξιοθαύμαστο. Αν και ήταν περίεργη, βέβαια. Πολύ.

Ο νοομορφικός μανδύας του Ίσμερβεκ ρώτησε: Να μιλήσουμε;

Το χιτώνιο της Έρικας απάντησε: Ναι.

Περίμενε αριστερά.

Η Έρικα είδε έναν μικρότερο δρόμο στ’αριστερά και πήγε εκεί, ενώ ο Ίσμερβεκ έμπαινε στην έδρα των Στομάτων της Μεγάλης Πόλης.

Μετά από λίγο ήρθε να τη συναντήσει, καθώς εκείνη ήταν καθισμένη στο τρίτο σκαλοπάτι μιας πέτρινης σκάλας και, έχοντας τελειώσει το αναψυκτικό της, κάπνιζε ένα τσιγάρο. Τον ρώτησε αν ήξερε να συμβαίνει τίποτα περίεργο, κι εκείνος απάντησε όχι· συνέβαινε κάτι που θα έπρεπε να ξέρει;

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε η Έρικα (απορώντας, συγχρόνως, τι μπορεί τελικά να είχε να της αναφέρει ο Χάραλκιρ), και του μίλησε για τους δύο ανθρώπους που έψαχνε – τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα’λι. Ο Ίσμερβεκ υποσχέθηκε πως θα είχε τα μάτια του και τ’αφτιά του ανοιχτά γι’αυτούς. «Το ξέρεις, όμως, πως δεν είναι η δουλειά μου να ερευνώ για χαμένα πρόσωπα…»

«Το έχω υπόψη, εννοείται. Η οικογένειά σου; Καλά;»

«Μια χαρά.» Ήταν παντρεμένος με μια ζωγράφο και είχαν δύο παιδιά. Έμεναν εδώ, στο Νοτιοδυτικό Τέταρτο, αλλά όχι κοντά στην έδρα των Στομάτων της Μεγάλης Πόλης.

Η Έρικα τον χαιρέτησε και, ύστερα, χώρισαν. Ο Ίσμερβεκ είχε να παραδώσει κάποιο δέμα.

*

Το μεσημέρι η Έρικα ήταν στην περιοχή κοντά στην Αρένα της Κάρνατεβ και μέσα στο σπίτι του Χάραλκιρ, μαζί με έτοιμο φαγητό και ποτά που είχε αγοράσει από ένα εστιατόριο στην Οδό του Γέροντα.

«Καλοσύνη σου που σκέφτηκες ότι θα ερχόμουν πεινασμένος,» της είπε ο Χάραλκιρ, αφού βγήκε από το μπάνιο (όπου είχε πάει για να διώξει, μ’ένα γρήγορο ντους, τη ζέστη της ημέρας από επάνω του) και βρήκε το τραπέζι στρωμένο. Τα αραιά πράσινα μαλλιά του ήταν άνω-κάτω, η όψη του σχεδόν κωμική.

«Γι’αυτό είμαι αφεντικό σου, για να σε σκέφτομαι,» αποκρίθηκε η Έρικα, καθισμένη μπροστά από τα φαγητά. Έπιασε το ποτήρι με το κρασί της και ήπιε μια γουλιά. «Το σπίτι σου το ελέγχεις για κοριούς, παρεμπιπτόντως;»

«Ναι, τακτικά· γιατί ρωτάς;»

«Από ενδιαφέρον.»

Ο Χάραλκιρ κάθισε αντίκρυ της. «Ψάξε, αν θέλεις.»

«Το έκανα ήδη, όσο ήσουν στο μπάνιο.» Η συσκευή της δεν είχε εντοπίσει τίποτα το ύποπτο.

«Δε νομίζω ότι υπάρχει κανένας που να υποπτεύεται ότι είμαι κάτι περισσότερο από ένας συλλέκτης κομματιών και συντριμμιών της Αρένας,» είπε ο Χάραλκιρ, βάζοντας φαγητό στο πιάτο του.

«Τι ήταν αυτά που μου έλεγε ο χιτώνας σου έξω απ’την Αρένα;»

Ο Χάραλκιρ τής μίλησε, καθώς έτρωγαν, για το περιστατικό ύστερα από την παράδοση του μηνύματος στη Σανκάρλι’μορ. Κάποιοι τον είχαν παρακολουθήσει – χωρίς, φυσικά, να μπορέσουν να δουν το πρόσωπό του, μες στη νύχτα, κουκουλωμένος καθώς ήταν. Και μετά, η μάγισσα είχε συγκρουστεί μαζί τους, γιατί κι εκείνη τον ακολουθούσε. Και τελικά ανακάλυψε πού ήταν το σπίτι του–

«Τι!» έκανε η Έρικα. «Ξέρει πού μένεις;»

«Περίμενε· έχει κι άλλα.» Ο Χάραλκιρ ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’τη μπίρα του, κατευθείαν απ’το μπουκάλι, και της είπε ότι η Σανκάρλι’μορ είχε έρθει έξω από την Αρένα και του είχε μιλήσει, τον είχε ρωτήσει ποιος ήταν, για ποιον δούλευε, και τι ήξερε για τον Αβέρναλ. Ο Χάραλκιρ, ασφαλώς, δεν της είχε δώσει καμία πληροφορία, και της είχε τονίσει ότι δεν γνώριζε τον Αβέρναλ προσωπικά. «Ούτε για τον Μπροστινό μας της είπα. Της εξήγησα μόνο ότι είμαστε ένα δίκτυο πληροφοριών που δεν είναι συνασπισμένο με καμια εξουσία – για να μη νομίσει ότι ίσως είμαστε εχθροί της Κάρνατεβ – και όταν με ρώτησε αν θα μπορούσε να μας ζητήσει να κάνουμε κάποια δουλειά γι’αυτήν, όπως να μεταφέρουμε μήνυμα στον Αβέρναλ, την προέτρεψα σε μια τέτοια περίπτωση να έρθει σ’εμένα.»

«Καλά έκανες,» αποκρίθηκε η Έρικα σκεπτικά. «Έκανες, βασικά, το καλύτερο που θα μπορούσες να κάνεις, νομίζω.»

«Δεν υπήρχε άλλη λύση…»

«Την έχεις ξαναδεί από τότε;»

«Μέχρι στιγμής, όχι. Έχω όμως την αίσθηση ότι δεν θ’αργήσω να την ξαναδώ. Το καταλαβαίνω πως της έχουμε κινήσει την περιέργεια, και δε νομίζω ότι είναι απ’τους ανθρώπους που ξεχνάνε εύκολα ό,τι τους κινεί την περιέργεια.»

«Σίγουρα όχι,» συμφώνησε η Έρικα, ενθυμούμενη τα λίγα που της είχε πει ο Αβέρναλ για τη μάγισσα. Σκάλιζε κι αυτή τις δουλειές του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ μαζί με τον δημοσιογράφο· και, μάλλον, συνέχιζε να τις σκαλίζει μόνη της τώρα.

«Ο Σκοτωμένος κι οι δικοί του τι κάνουν;» άλλαξε θέμα ο Χάραλκιρ.

«Ετοιμάζονται για πόλεμο,» του είπε η Έρικα, και του εξήγησε τι είχε συμβεί με τον Εύβουλο στη Νουσράκλη. «Δεν είμαι, όμως, στην Κάρνατεβ γι’αυτό· δεν είμαι εδώ για να κατασκοπεύσω τις κινήσεις του Αρχισυγκλητικού. Ψάχνω τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα’λι…»

Κι όταν μίλησε στον Χάραλκιρ για την υπόθεσή τους, εκείνος είπε: «Τρέχα γύρευε… Η Κάρνατεβ είναι μεγάλη πόλη, όπως ξέρεις. Δε θάναι εύκολο να τους βρούμε χωρίς κανένα άλλο στοιχείο. Μόνο η μάγισσα ίσως να έχει αφήσει ίχνη, επειδή τα πράσινα μαλλιά και το λευκό δέρμα δεν είναι συνηθισμένος συνδυασμός–»

«Το ίδιο μού είπε κι η Νατμάλι.»

«Μίλησες και σ’αυτήν;»

«Κάτι έπρεπε να κάνω μέχρι νάρθει το μεσημέρι…»

«Στην Κάρνατεβ, πάντως, η Φαίδρα’λι μάλλον δεν θα είναι η μοναδική γυναίκα με λευκό δέρμα και πράσινα μαλλιά. Και το μόνο σίγουρο μέρος που μπορώ να σκεφτώ ότι ίσως να πήγε είναι η Μαγική Σχολή – καθότι μάγισσα. Όμως εμείς δεν έχουμε πρόσβαση εκεί. Δεν έχουμε κανέναν μάγο ανάμεσά μας.»

Ο Ναλτάφιρ’χοκ θα μπορούσε να βοηθήσει τώρα, αλλά δεν είναι εδώ· είναι στη Μέρελκεβ, σκέφτηκε η Έρικα, αναρωτούμενη μήπως θα ήταν καλή ιδέα να επικοινωνήσει μαζί του για να τον φέρει στην Κάρνατεβ. Αν δεν υπάρχει άλλη λύση, θα το κάνω.

Ο Χάραλκιρ ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’τη μπίρα του. «Θα μείνεις μέρες στην πόλη, ή θα φύγεις και θα ξαναγυρίσεις;»

«Θα μείνω· θέλω να ψάξω η ίδια για τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα.» Το δίκτυό της δεν είχε πολλή δύναμη στην Κάρνατεβ, και η βοήθειά της ήταν, αναμφίβολα, απαραίτητη.

Ο Χάραλκιρ προθυμοποιήθηκε να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του, αλλά εκείνη δεν ήθελε να μαθευτεί στην πόλη ότι ο συλλέκτης της Αρένας τώρα συγκατοικούσε με κάποια μυστηριώδη γυναίκα, οπότε του είπε πως θα έκλεινε, καλύτερα, δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Και το απόγευμα έκλεισε δωμάτιο στον τέταρτο όροφο του Χρυσού Νήματος, που βρισκόταν νότια της Οδού του Γέροντα, όχι και τόσο μακριά από την πολυκατοικία του Χάραλκιρ.

Όταν νύχτωσε, συνάντησε στην Κεντρική Αγορά τους κατασκόπους της – τον Χάραλκιρ, τη Νατμάλι, και τρεις ακόμα που είχε μέσα στην πόλη (αλλά όχι και τον Ίσμερβεκ) – και από εκεί ξεκίνησαν την αναζήτησή τους για τη μάγισσα και τον Αρχιανιχνευτή των Ζωντανών-Νεκρών.

Ο ήλιος ξεπρόβαλε από την ανατολή και δεν είχαν ακόμα βρει το παραμικρό ίχνος.

Αλλά είχαν, βέβαια, αρχίσει την έρευνά τους νωρίς (πράγμα που η Έρικα υποψιαζόταν, χωρίς να μπορεί, φυσικά, να είναι σίγουρη γι’αυτό).

Εκείνο το βράδυ ήταν που η Φαίδρα’λι είχε μόλις φτάσει στο λιμάνι της Κάρνατεβ και είχε κλείσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο Ισότιμες Συναθροίσεις, δυτικά της Μεγάλης Λεωφόρου, δυόμισι χιλιόμετρα βόρεια της Πύλης του Λιμανιού. Το πρωί, πήγε στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ, ζητώντας κάποιον μάγο που μπορούσε να κάνει Ξόρκι Ανιχνεύσεως γι’αυτήν και βρίσκοντας, τελικά, τη Σανκάρλι’μορ, με την οποία μίλησε και, κατόπιν, την ακολούθησε στο σπίτι της αφού πήρε τα πράγματά της από τις Ισότιμες Συναθροίσεις.

Τώρα, μεσημέρι πλέον, η πρασινομάλλα μάγισσα καθόταν στον καναπέ του καθιστικού της Σανκάρλι και έγραφε, μ’έναν στιλογράφο, επάνω σ’ένα δερματόδετο σημειωματάριο. Η Τεχνομαθής βρισκόταν στο υπνοδωμάτιό της και την παρακολουθούσε μέσω ενός τηλεοπτικού πομπού που ήταν κρυμμένος σε μια γωνία του καθιστικού. Έβλεπε τη Φαίδρα μέσα στην οθόνη ενός φορητού συστήματος, περιμένοντας μήπως κάνει καμια ύποπτη κίνηση.

Της είχε φανεί ειλικρινής, βέβαια. Μάλλον γνώριζε όντως τον Φέκταρελ, και όντως δούλευε ως μισθοφόρος με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Ήθελε, όμως, να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κάποια περίεργη πράκτορας που προσπαθούσε να της παίξει ύπουλο παιχνίδι.

Αλλά αυτό θα ήταν πολύ παράξενο, δεν θα ήταν; σκέφτηκε η Σανκάρλι. Πώς να ξέρει για τον Φέκταρελ αν δεν είναι με τους Ζωντανούς-Νεκρούς; Και η ανήσυχη όψη που είχε η Φαίδρα στο πρόσωπό της έμοιαζε στη Σανκάρλι αυθεντική· πρέπει πράγματι να φοβόταν για τον Φέκταρελ· πρέπει ο Φέκταρελ, πράγματι, να ήταν άντρας της. Κι αν είναι έτσι, τότε τη θέλω μαζί μου. Η υπόθεση του Φέκταρελ είχε κινήσει την περιέργεια της Σανκάρλι, κι επιπλέον ήταν καλό να έχει μια μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων στο πλευρό της. Ο θεός της Φαίδρας μπορεί να αποδεικνυόταν πολύτιμος σύμμαχος, σε περίπτωση που η Σανκάρλι είχε να κάνει με άλλους Δεσμοφύλακες ή με δαιμονικούς θεούς. Οι γνώσεις της ως Τεχνομαθής δεν τη βοηθούσαν και πολύ να αντιμετωπίζει τέτοιες δυνάμεις, και, ως εκ τούτου, πάντα την τρόμαζαν.

Ώρα να μιλήσουμε, Φαίδρα, σκέφτηκε η Σανκάρλι βλέποντας, μέσα από την οθόνη του φορητού συστήματός της, τη Δεσμοφύλακα ν’αφήνει τον στιλογράφο και να κλείνει το σημειωματάριό της.

Βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο και συνάντησε τη Φαίδρα’λι στο καθιστικό. «Ελπίζω να έχεις βολευτεί,» είπε.

«Εντάξει είμαι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά δεν ήρθα για να βολευτώ· ήρθα για να βρω τον Φέκταρελ. Κι ακόμα νομίζω πως κάποια πράγματα δεν μου τα έχεις πει…»

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Σανκάρλι, καθίζοντας σε μια καρέκλα αντίκρυ της.

«Δε μου έχεις εξηγήσει τι δουλειά έκανες έξω απ’τη βάση των ορυχείων, ούτε πώς κατάλαβες ότι ο Φέκταρελ ήταν ο Φέκταρελ.»

Η Σανκάρλι αναστέναξε. Θα πρέπει να την εμπιστευτώ πλήρως, αν είναι να συνεργαστούμε. Δε μπορεί νάναι πράκτορας του Αρχισυγκλητικού. Αποκλείεται! «Είχα πάει να κατασκοπεύσω, όπως θα μπορείς να υποθέσεις. Ο Φέκταρελ τι ακριβώς έκανε εκεί δεν κατάλαβα, αλλά γνωριστήκαμε επειδή ανέφερε το όνομα του Αβέρναλ–»

«Του δημοσιογράφου;»

«Τον ξέρεις κι εσύ, λοιπόν…» Ακόμα μια επιβεβαίωση ότι η Φαίδρα’λι ήταν, όντως, με τους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Φυσικά και τον ξέρω. Ο Βασιληάς Ράνελμον τον έκρυβε στο παλάτι του. Αντιμετωπίσαμε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς για να τον προστατέψουμε.»

«Ο Φέκταρελ με ρώτησε, αρχικά, αν είμαι δημοσιογράφος, κι όταν δεν του απάντησα, μου είπε ότι ήξερε έναν άλλο δημοσιογράφο από την Κάρνατεβ: τον Αβέρναλ.»

«Γνωρίζεις κι εσύ τον Αβέρναλ;»

«Ήμασταν εραστές προτού αναγκαστεί να φύγει από την Κάρνατεβ,» είπε η Σανκάρλι.

Η Φαίδρα συνοφρυώθηκε παρατηρώντας την. «Τον βοηθούσες στις έρευνές του;»

Η Σανκάρλι ένευσε. «Ο Φέκταρελ,» είπε, «ήξερε πως ο Αβέρναλ μού έστειλε μήνυμα. Εσύ δεν το ξέρεις;»

«Γνωρίζω ότι έστειλε μήνυμα σε κάποιον στην Κάρνατεβ, αλλά δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Η Έρικα δεν μου είχε πει τίποτα.»

«Η Έρικα;»

«Ο Φέκταρελ απ’αυτήν θα το έμαθε, υποθέτω, όταν ερευνούσαν τα νησιά για πληροφορίες σχετικά με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς...»

«Ποια είναι η Έρικα;» επέμεινε η Σανκάρλι. Έχει σχέση με τον Χάραλκιρ;

«Η Έρικα είναι… Είναι μια συνεργάτισσά μας. Όχι ακριβώς συνεργάτισσα, δηλαδή. Είναι… δεν είναι ακριβώς με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, αλλά μας βρίσκει δουλειές. Τέλος πάντων· έχει ένα δίκτυο.»

«Δίκτυο; Δίκτυο πληροφοριών; Οι άνθρωποί της ήταν που μου έφεραν το μήνυμα του Αβέρναλ;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Φαίδρα. «Υποθέτω. Λογικά.»

Μάλιστα… σκέφτηκε η Σανκάρλι.

«Γιατί ρωτάς;»

Η Σανκάρλι τής μίλησε για τις δύο συναντήσεις της με τον Χάραλκιρ, καθώς και για τους πράκτορες που παρακολουθούσαν τον Χάραλκιρ και που της επιτέθηκαν. «Εμένα, όμως, πρέπει ουσιαστικά να παρακολουθούσαν και να είδαν ότι ο Χάραλκιρ χτύπησε το κουδούνι μου στην είσοδο της πολυκατοικίας.»

«Ποιος έχει λόγο να σε κατασκοπεύει;»

«Ο Αρχισυγκλητικός, μάλλον.»

«Ο Φέκταρελ σού είπε τι είχε πάει να κάνει σ’εκείνη τη βάση;» ρώτησε η Φαίδρα, αλλάζοντας απότομα θέμα, γιατί αισθανόταν πως δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ήθελε να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τον Φέκταρελ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

«Όχι,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. «Δεν ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο… Όμως όταν μια βάρκα ήρθε από τα Ορυχεία Ιπταερίου, φέρνοντας μαζί της έναν μολυσμένο άντρα–» Και της μίλησε για ό,τι είχε συμβεί από τότε και ύστερα. Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να της πει ότι είχε βρει την ευκαιρία να εισβάλει στη βάση όσο οι φρουροί της έλειπαν.

«Δηλαδή, ο Φέκταρελ μπορεί νάναι νεκρός;» έκανε, αναστατωμένα, η Φαίδρα. «Τον άφησες κι έφυγες;»

Η Σανκάρλι αισθάνθηκε άσχημα, όπως και τότε είχε αισθανθεί άσχημα. Όμως τι να είχε κάνει; «Τι να έκανα, Φαίδρα; Ο ίδιος με προέτρεψε να τρέξω. Και δε νομίζω νάναι νεκρός. Οι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού ίσως να είναι νεκροί, ο Φέκταρελ όχι.»

«Δε μπορούσες, όμως, να τον εντοπίσεις μέσα στην πόλη!»

«Γιατί, μάλλον, δεν είναι μέσα στην πόλη.»

«Σου είπε γιατί τον ενδιέφερε ο μολυσμένος άντρας;»

«Όχι,» παραδέχτηκε η Σανκάρλι.

Η Φαίδρα ήταν σκεπτική, κοιτάζοντας το πάτωμα. «Εκτός αν έχει κάποια σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ…»

«Τι σχέση; Ο μολυσμένος;»

«Και ο μολυσμένος και τα ορυχεία, ίσως,» είπε η Φαίδρα υψώνοντας πάλι το βλέμμα της για να κοιτάξει την άλλη μάγισσα. «Είναι η μόνη λογική εξήγηση. Ο Αθάνατος είπε στον Φέκταρελ ότι η επιρροή του Ταρνατάρ’σακ είναι μεγάλη σ’ετούτες τις περιοχές…»

«Δεν ξέρω, Φαίδρα,» είπε η Σανκάρλι ύστερα από λίγο. «Δε νομίζω, όμως, ότι κανένας σκοτεινός θεός είναι μπλεγμένος στην υπόθεση των ορυχείων.»

«Μ’όλα αυτά τα παράξενα που συμβαίνουν; Σοβαρολογείς;»

Η Σανκάρλι τής μίλησε για τις ανακαλύψεις της στο υπόγειο του Πρώτου Νοσοκομείου της Κάρνατεβ. «Κάποιος ιός είναι, όπως καταλαβαίνεις, όχι κάποιο πνεύμα.»

Η Φαίδρα δεν αισθανόταν πεπεισμένη. Ένας ιός που – περιέργως – κανένας δεν μπορεί να αδρανοποιήσει, σκέφτηκε. Γιατί να μην τον μεταδίδει ο Ταρνατάρ’σακ με κάποιο τρόπο; Αλλά ρώτησε την Τεχνομαθή μάγισσα: «Θα πάμε να ψάξουμε για τον Φέκταρελ στην ύπαιθρο, έξω από την πόλη;»

Η Σανκάρλι το σκέφτηκε. «Γιατί όχι;» είπε τελικά. Ήθελε κι εκείνη να τον βρει. Αν όντως ο Φέκταρελ σχετιζόταν, κάπως, με τον Ταρνατάρ’σακ, κι αν ό,τι συνέβαινε στα ορυχεία σχετιζόταν επίσης μ’αυτόν τον παράξενο θεό, τότε η Σανκάρλι μπορεί μέσω του Φέκταρελ να ανακάλυπτε πολλά.

Η Φαίδρα μειδίασε ακούγοντας την απάντησή της, κι άρχισε αμέσως να φορά τις μπότες της.

«Περίμενε,» της είπε η Σανκάρλι. «Δε θα πάμε τώρα αμέσως.»

Η Φαίδρα την κοίταξε ερωτηματικά – και λιγάκι καχύποπτα.

«Το βράδυ,» διευκρίνισε η Σανκάρλι. «Όταν θα έχει νυχτώσει. Δε σου είπα ότι με παρακολουθούν; Το βράδυ θα είμαστε πιο ασφαλείς.»

«Δεν έχουν καταλάβει ακόμα ότι μπαινοβγαίνεις από εκείνο το πίσω παράθυρο της πολυκατοικίας;» ρώτησε η Φαίδρα, αφήνοντας ξανά τις μπότες της παραδίπλα.

Η Σανκάρλι γέλασε. «Δε μπαινοβγαίνω συνέχεια από εκεί, αλλιώς κάποιος όντως θα το είχε καταλάβει.»

«Πώς τους αποφεύγεις, λοιπόν;»

«Μεταμφιέζομαι. Αν και δεν είμαι πλέον βέβαιη ότι οι μεταμφιέσεις μου πιάνουν πάντα. Όταν πήγα στην παράκτια βάση, εκείνη τη νύχτα, προφανώς κάποιοι με είχαν καταλάβει και ακολουθήσει ώς εκεί…»

«Μήπως απλά κρύβονταν εκεί κοντά και παραμόνευαν όποιους θεωρούσαν ότι μπορεί να κατασκοπεύουν τη βάση;»

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε γιατί δεν νόμιζε πως αυτό το είχε σκεφτεί. Και κακώς δεν το σκέφτηκα. «Τώρα που το λες, μπορεί να είναι κι έτσι· δεν αποκλείεται… Όπως και νάχει, όμως, οφείλουμε να είμαστε προσεχτικές. Διαφωνείς;»

«Καθόλου,» είπε η Φαίδρα, ειλικρινά. Και σκέφτηκε: Μήπως, τελικά, μπλέξω εξαιτίας της; Αλλά, από την άλλη, η Σανκάρλι μπορούσε ίσως να την οδηγήσει στον Φέκταρελ· και της είχε ήδη δώσει και τόσες πληροφορίες γι’αυτόν. Επομένως, αν η Φαίδρα έμπλεκε εξαιτίας της, πίστευε ότι άξιζε το ρίσκο.

Κεφάλαιο Τριακοστό-Τέταρτο
Οράματα του Υπόγειου Κόσμου

Μετά από μερικές ώρες, ο μάγος τούς είπε ότι ήταν νύχτα τώρα στον επάνω κόσμο και καλύτερα, επομένως, να ξεκουράζονταν. «Αύριο,» τόνισε στον Φέκταρελ, «θα χρειαστείς όλες σου τις δυνάμεις.» Αρνήθηκε, όμως, να του εξηγήσει τίποτα περισσότερο σχετικά με το τι εννοούσε πως εκείνος ήταν το κλειδί για τον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ· όπως και πριν, του αποκρίθηκε: «Θα καταλάβεις όταν έρθει η στιγμή. Δεν είναι εύκολο να σ’το πω με λέξεις· οι λέξεις δεν επαρκούν. Να ξέρεις, όμως, ότι σίγουρα θα έχεις την ευκαιρία που ζητάς: να μάθεις τι σου συμβαίνει.»

Επίσης, είχε αρνηθεί να αφήσει τον Φέκταρελ και τον μεταλλαγμένο να βγουν από τον κύκλο που ήταν ζωγραφισμένος με κάρβουνο στο έδαφος της σπηλιάς. «Γιατί;» τον είχε ρωτήσει ο Φέκταρελ. «Νομίζεις ότι έχω λόγο να σου επιτεθώ; Κι εγώ θέλω να καταλάβω τι γίνεται με τον Ταρνατάρ’σακ! Θέλω να καταλάβω περισσότερο απ’ό,τι εσύ· κι εσύ είσαι ο μόνος άνθρωπος που έχω συναντήσει, μέχρι στιγμής, ο οποίος φαίνεται να ξέρει κάτι.»

«Δε μπορώ να σ’εμπιστευτώ ακόμα,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι. «Και, υποθέτω, δεν είστε και τόσο άβολα εκεί μέσα. Δεν είναι ο κύκλος μου αρκετά ευρύχωρος; Δε σας πρόσφερα φαγητό και ποτό;» Αλήθευαν – και τα τρία. Ο χώρος ήταν, αναμφίβολα, επαρκής για να κοιμούνται χωρίς ν’αγγίζουν ο ένας τον άλλο, και είχαν χορτάσει και ξεδιψάσει μ’όσα τούς είχε φέρει ο μάγος.

Αλλά ήταν φυλακισμένοι.

«Νομίζεις ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου μέσα απ’τον κύκλο σου;» τον προκάλεσε ο Φέκταρελ. «Νομίζεις ότι δεν μπορώ να κάνω την υπόγεια γεωγραφία να αλλάξει;» Κι αισθανόταν δελεασμένος να το επιχειρήσει, για να τρομάξει τον μάγο αν μη τι άλλο.

Ο Άρδαλον’λι απλώς γέλασε. «Δεν το αμφιβάλλω καθόλου ότι οι δυνάμεις σου δεν περιορίζονται εδώ κάτω, Φέκταρελ. Ωστόσο, απ’ό,τι έχω καταλάβει με τις μελέτες μου, ακόμα κι ο Ταρνατάρ’σακ πρέπει να ακολουθεί κάποιους μυστηριώδεις κανόνες. Δεν πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις αυτή τη σπηλιά να καταρρεύσει και να με θάψει. Μπορείς;»

Ο Φέκταρελ έμεινε σιωπηλός. Γνώριζε, ωστόσο, ότι ο μάγος είχε δίκιο. Πράγματι, υπήρχαν κανόνες – μυστηριώδεις, όπως τους είχε αποκαλέσει. Το λογικό μέρος του μυαλού του Φέκταρελ δεν τους κατανοούσε· το παράλογο μέρος της ψυχής του τους καταλάβαινε πλήρως, όμως. Ήξερε τι μπορούσε να κάνει και τι όχι, όπως ξέρεις τι είναι ορατό και δεν ξέρεις τι είναι αόρατο. Και όντως, τη σπηλιά δεν είχε τη δύναμη να τη γκρεμίσει, αλλά είχε τη δύναμη, αν ήθελε, να προκαλέσει διάφορα προβλήματα στον μάγο.

Ο Άρδαλον’λι τού είπε: «Δεν θα είσαι αφρούρητος. Οι θεοί μου συνεχώς θα σε παρακολουθούν. Κι αν καταλάβω ότι πας να στραφείς εναντίον μου, ακόμα και μέσα απ’τον κύκλο–»

«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό,» τον διέκοψε ο Φέκταρελ άγρια. «Αλλά δεν θα δεχτώ να συνεχίσεις για πολύ ακόμα να μας κρατάς φυλακισμένους σαν θηρία!»

Ο Άρδαλον’λι δεν απάντησε τίποτα σε τούτο· απλώς απομακρύνθηκε. Πήγε να μελετήσει κάποια βιβλία, κυλίνδρους, και δεδομένα στην οθόνη του μηχανικού του συστήματος. Ο πάγκος του ήταν γεμάτος με τέτοια πράγματα, και πολλά ακόμα. Ο Φέκταρελ έβλεπε φιαλίδια και κρυστάλλους, αγαλματίδια και φυτά, πετρώματα και οστά. Ο μάγος είχε στήσει ολόκληρο εργαστήριο εδώ, βαθιά κάτω από τη γη.

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος τον Φέκταρελ, εξακολουθώντας να τον κοιτάζει σαν θεό από τον οποίο ζητούσε χάρη ή αρωγή.

«Θα κοιμηθούμε.»

«Κι αν στον ύπνο μας…;»

«Τι θα μας κάνει στον ύπνο μας που δεν μπορεί να μας το κάνει στον ξύπνιο μας;» είπε ο Φέκταρελ, και ο μεταλλαγμένος δεν διαφώνησε. Σύντομα, κουλουριάστηκε επάνω στα δέρματα που τους είχε φέρει ο μάγος, σκεπάστηκε με την κουβέρτα, και μετά από λίγη ώρα ο Φέκταρελ μπορούσε ν’αφουγκραστεί, με τρομερά διευρυμένη ακοή, τη σταθερή αναπνοή του. Κοιμόταν, δίχως αμφιβολία.

Ο Φέκταρελ βαρέθηκε να κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα, επάνω στα δέρματα, και να κοιτάζει τον μάγο, έτσι ξάπλωσε κι εκείνος. Από κάποια απόσταση αντηχούσαν ρουφήγματα αέρα και πλατσουρίσματα σε νερό που δεν υπήρχε. Οι θεοί του Άρδαλον’λι φρουρούσαν τους φιλοξενούμενους του αφέντη τους, προσέχοντας μην τον προδώσουν.

Ο Φέκταρελ τούς αγνόησε, και ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει.

Ονειρεύτηκε ότι περιπλανιόταν σε ακατονόμαστα βάθη: αχανή σπήλαια, μακριές σήραγγες κάτω από τη γη, λαβυρινθώδη περάσματα· κοίταζε φυτά που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του αλλά τα αναγνώριζε, ήξερε ακόμα και τις ιδιότητές τους· το σκοτάδι τού ψιθύριζε, μέσα στο μυαλό του, μαζί με τους υπόγειους ανέμους, ενώ δεν αποτελούσε εμπόδιο για την όρασή του· είδε τους ρους’κρούουμ, τους ποντικανθρώπους, να είναι συγκεντρωμένοι μπροστά του και να τον προσκυνούν (και τους αισθανόταν σαν παιδιά του, παρότι κάτι απόμακρο μέσα του τους θεωρούσε σιχαμερούς και αποτρόπαιους)· άγγιζε πετρώματα και κρυστάλλους που δημιουργούνται βαθιά κάτω από την επιφάνεια της Φεηνάρκια, και τα πετρώματα κι οι κρύσταλλοι ανταποκρίνονταν στο άγγιγμά του, τον αναγνώριζαν· μίλησε με στοιχειακές δυνάμεις που μόνο στα όνειρά του μπορούσε να κατανοήσει…

«Φέκταρελ. Φέκταρελ!»

Άνοιξε τα μάτια του, βλεφαρίζοντας, και είδε τον Άρδαλον’λι να στέκεται αντίκρυ του βαστώντας μια ενεργειακή λάμπα. Ανασηκώθηκε μέσα στον κύκλο, νιώθοντας σαν να είχε ξαφνικά επιστρέψει από κάποιο μακρινό ταξίδι.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε ο μάγος.

«Γιατί; Μιλούσα στον ύπνο μου;»

«Χρειάστηκε να σου φωνάξω τρεις φορές για να ξυπνήσεις,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Περίμενα ότι ο Αρχιανιχνευτής των Ζωντανών-Νεκρών θα ήταν πιο… ετοιμοπόλεμος.» Η έκφρασή του, όμως, μαρτυρούσε στον Φέκταρελ πως κάτι άλλο υποψιαζόταν. Κάτι όπως τα όνειρά μου, ίσως. Ή μήπως… Αναρωτιόταν, άραγε, ο μάγος αν ο Φέκταρελ είχε έρθει σε κάποιου είδους επαφή με τον Ταρνατάρ’σακ μέσα στον ύπνο του; Άσ’ τον ν’αναρωτιέται!

Ο Φέκταρελ σηκώθηκε όρθιος. «Μπορώ τώρα να βγω από δω μέσα;»

«Φυσικά. Αλλά ο φίλος σου θα πρέπει να μείνει. Δε μπορεί να έρθει μαζί μας.»

Ο Φέκταρελ δεν χρειαζόταν να κοιτάξει πίσω του για να δει ότι ο μεταλλαγμένος ήταν ξύπνιος: το γνώριζε. Δεν ήταν καν απαραίτητο να αφουγκραστεί τις μικρές κινήσεις του, ή την αναπνοή του, με την πανίσχυρη ακοή του. «Γιατί;»

«Γιατί δεν μας χρειάζεται εκεί όπου θα πάμε. Ίσως, μάλιστα, να αποδειχτεί εμπόδιο για εμάς.»

Ο Φέκταρελ στράφηκε τώρα να κοιτάξει τον μεταλλαγμένο, ο οποίος ήταν ακόμα καθισμένος επάνω στα δέρματα. «Θα ήθελα να έρθω,» δήλωσε εκείνος, μοιάζοντας να φοβάται να μείνει μόνος του εδώ πέρα.

Ο Άρδαλον’λι τού είπε: «Μη δοκιμάζεις την υπομονή μου. Θα μπορούσα να σε ρίξω σε ύπνο, αν προτιμάς.»

Ο μεταλλαγμένος γρύλισε προς το μέρος του, σαν θηρίο. Οι ήχοι από τους θεούς του μάγου δυνάμωσαν ξαφνικά.

Ο Φέκταρελ έκανε νόημα, με το χέρι, στον μεταλλαγμένο να μείνει στη θέση του. «Θα περιμένεις,» του είπε. «Κανένας δεν θα σε πειράξει εδώ πέρα» – ελπίζοντας ότι έλεγε αλήθεια.

Ο μεταλλαγμένος το δέχτηκε, αμίλητα, κατεβάζοντας το βλέμμα.

«Μη με υπακούς επειδή νομίζεις ότι είμαι αφέντης σου,» πρόσθεσε ο Φέκταρελ. «Δεν είμαι αφέντης σου. Ούτε θεός είμαι. Αλλά εδώ θα είσαι πιο ασφαλής.»

«Αυτό είναι βέβαιο,» συμφώνησε ο Άρδαλον’λι.

Οι σφιγμένοι μύες του μεταλλαγμένου φάνηκαν να χαλαρώνουν, κι ο Φέκταρελ άκουσε την αναπνοή του να γαληνεύει.

Ο Άρδαλον’λι είπε: «Πάμε.»

*

Ο Φέκταρελ αισθανόταν τις υπόγειες σήραγγες ολόγυρά τους σαν το φυσικό του περιβάλλον: σαν εδώ να είχε γεννηθεί αλλά, κάπου στο δρόμο της ζωής του, να το είχε ξεχάσει· ή σαν εδώ να έπρεπε να βρισκόταν ανέκαθεν αλλά να του είχαν στερήσει εκείνο που αποτελούσε φυσικό του δικαίωμα. Ο υπόγειος κόσμος ήταν προέκταση του εαυτού του. Και δεν νόμιζε πλέον ότι ένιωθε το τέρας να τον απειλεί. Μήπως επειδή είχε γίνει ένα με το τέρας; Η σκέψη ήταν τρομαχτική, όμως δεν ήξερε γιατί θα έπρεπε αυτό να τον τρομάζει. Αισθανόταν απελευθερωμένος, και το μυαλό του πιο καθαρό απ’ό,τι εδώ και… πολύ καιρό.

Ο Άρδαλον’λι τον οδηγούσε, βαστώντας μια ενεργειακή λάμπα, κι εκείνος ακολουθούσε. Νόμιζε όμως ότι θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από τον μάγο αν ήθελε. Νόμιζε ότι θα μπορούσε εύκολα, μάλιστα, να τον μπερδέψει, να τον κάνει να χαθεί εδώ μέσα. Ναι, ο Άρδαλον’λι σίγουρα δεν αποτελούσε απειλή για τον Φέκταρελ. Αλλά οι θεοί του Άρδαλον’λι αποτελούσαν· αυτοί μπορεί να τον σκότωναν, και το ήξερε. Έπρεπε να είναι επιφυλακτικός μαζί τους. Κι επιπλέον, δεν είχε κανέναν λόγο να στραφεί εναντίον του μάγου. Είχε ακόμα πολλά να μάθει γι’αυτό που του συνέβαινε· το αισθανόταν. Ήθελε, κατά πρώτον, να μάθει γιατί είχε γίνει έτσι. Ευθυνόταν, πράγματι, ο λήσταρχος Βέρκαμωντ; Το χτύπημα εκείνου του στριφτού ξίφους ήταν που είχε επιφέρει ετούτες τις αλλαγές μέσα του;

«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά, μάγε;» ρώτησε, βλέποντας πως ο Άρδαλον’λι μάλλον δεν σκόπευε να τον πάει κάπου κοντά· είχαν αρκετό δρόμο να διανύσουν.

«Εννοείς γιατί βρίσκομαι εδώ; Σου είπα, δεν σου είπα;»

Ο Φέκταρελ αισθανόταν τον υπόγειο κόσμο γύρω τους πιο έντονα από πριν, λες και, σταδιακά, γινόταν πιο… πυκνός. Στον αέρα, όμως, δεν είχε αλλάξει κάτι, σίγουρα. Αλλά τις σήραγγες και τις σπηλιές ο Φέκταρελ τις ένιωθε τώρα πιο ζωντανές: σχεδόν σαν να ανέπνεαν: σαν να ήταν βιολογικοί οργανισμοί. Νόμιζε πως είχε παραισθήσεις, αλλά ήταν βέβαιος πως τίποτα απ’αυτά δεν ήταν παραίσθηση. Όχι ακριβώς. Ο υπόγειος κόσμος ήταν ένα θηρίο πρόθυμο να τον υπακούσει. Ο Φέκταρελ ήταν ο αφέντης του.

Απομάκρυνε τις σκέψεις του απ’αυτό τώρα, προσπαθώντας να στρέψει αλλού το μυαλό του. Κάτι είχε ρωτήσει τον μάγο. Τι τον είχε ρωτήσει; Ναι, βέβαια– «Μου είπες, αλλά δεν μου εξήγησες γιατί θέλεις τις γεωμορφικές δυνάμεις του πατέρα μου.» Δεν είχε προλάβει να το σκεφτεί προτού το πει· το πατέρα μου είχε έρθει αυθόρμητα στο στόμα του: φυσικά. Τρόμαξε.

Ο Άρδαλον’λι τον κοίταξε με τις άκριες των άγριων ματιών του. Μάλλον κι εκείνος είχε παραξενευτεί από τον τρόπο με τον οποίο ο Φέκταρελ είχε αναφερθεί στον Ταρνατάρ’σακ. «Τις χρειάζομαι…»

«Για ποιο λόγο; Θέλεις απλά να γίνεις δυνατός;»

«Είμαι ήδη δυνατός, Φέκταρελ,» είπε ο Άρδαλον’λι χωρίς να σταματήσει να βαδίζει. «Και δεν σκοπεύω να έρθω να κατοικήσω στον υπόγειο κόσμο.»

«Τότε;»

«Υπάρχει ένας εχθρός που θέλω να κατατροπώσω.»

«Και θα τον κατατροπώσεις με τις γεωμορφικές δυνάμεις;»

«Ναι.»

«Βρίσκεται στον υπόγειο κόσμο; Έχει κάποια υπόγεια βάση;»

«Όχι.»

«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Φέκταρελ.

Ο Άρδαλον’λι μπήκε σ’ένα μεγάλο σπήλαιο γεμάτο σταλαγμίτες και σταλακτίτες, και ο Φέκταρελ, ακολουθώντας τον, αισθανόταν τώρα την πυκνότητα γύρω τους να έχει μεγαλώσει. Το ίδιο το σπήλαιο τον καλούσε. Δυσκολευόταν να το ξεχωρίσει από τον εαυτό του, από τα μέλη του σώματός του. Και τ’αφτιά του έπιασαν έναν μυστηριώδη ήχο: ένα διαπεραστικό σύριγμα, που δεν ήταν σίγουρος ότι θα το άκουγε αν η ακοή του δεν ήταν υπερφυσικά διευρυμένη. Το σύριγμα δεν είχε προέλθει από κάποιο κανονικό πλάσμα· ο Φέκταρελ δεν είχε καμία αμφιβολία γι’αυτό. Ήταν… Τα μάτια του ξεχώρισαν μέσα απ’το σκοτάδι, πέρα από την εμβέλεια της ενεργειακής λάμπας του Άρδαλον’λι, μια μορφή να ξεπροβάλλει από ένα σταλαγμίτη, να πηδά, να μπαίνει μέσα σ’έναν σταλακτίτη, και να χάνεται σκαρφαλώνοντας προς το ταβάνι. Ο Φέκταρελ μπορούσε να διακρίνει τις κινήσεις της στο εσωτερικό των πετρών. Και νόμιζε πως, κατά βάθος, ήξερε ακριβώς τι ήταν αυτό το πράγμα… αλλά το λογικό του αρνιόταν να το αναγνωρίσει σαν για να προστατευτεί από κάποιου είδους τρομερή καταστροφή, από μια παραφροσύνη που δεν είχε επιστροφή–

«Κάποτε,» είπε ο Άρδαλον’λι επαναφέροντάς τον σε άλλο κόσμο, «βρισκόμουν στις νότιες Ενδότερες Πολιτείες. Τον καιρό τις Συμπαντικής Παντοκρατορίας είχα υπηρετήσει την Παντοκράτειρα, όπως και πολλοί άλλοι Δεσμοφύλακες. Μετά, όταν η Παντοκρατορία κατέρρευσε, κυνηγήθηκα γι’αυτό. Θα μπορούσα και να μην είχα κυνηγηθεί – αρκετοί που υπηρέτησαν τους Παντοκρατορικούς δεν κυνηγήθηκαν. Αλλά εγώ είχα εχθρούς… και, κυρίως, έναν εχθρό. Κι εκείνος είχε υπηρετήσει την Παντοκράτειρα, παλιά· όμως ύστερα οι συνθήκες τον βοήθησαν να παριστάνει πως κάποια πράγματα ποτέ δεν συνέβησαν. Το όνομά του είναι Σέρκαδελ’λι – ένας μάγος αξιοσημείωτης δύναμης.

»Όταν, έχοντας εγκαταλείψει τη δυτική Φεηνάρκια, περνούσα από τις Ενδότερες Πολιτείες, φρόντισα να μάθω γι’αυτόν, και πληροφορήθηκα ότι δεν ήταν πια εκεί. Είχε ταξιδέψει ανατολικά. Όταν έφτασα σε τούτες τις περιοχές, στις βόρειες ακτές του Ωκεανού, άκουσα πως ο Σέρκαδελ’λι είχε τώρα μεγαλύτερες βλέψεις απ’ό,τι παλιά. Είναι Αρχιμάγος της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ, με επιθυμία κάποτε να φτάσει και στη Μαγική Σχολή της Έλγκοροβ, που αποτελεί επίσημη έδρα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων σ’ολάκερο το Γνωστό Σύμπαν–»

«Αυτός είναι ο εχθρός που θέλεις να κατατροπώσεις με τις γεωμορφικές δυνάμεις του πα– του Ταρνατάρ’σακ;»

Ο Άρδαλον’λι συνέχισε να μιλά σαν ο Φέκταρελ να μην τον είχε διακόψει· κι επιπλέον, μάλλον, δεν είχε δει την αλλόκοτη μορφή που ο Φέκταρελ είχε διακρίνει: δεν είχε αντιληφτεί στο ελάχιστο την παρουσία της, ό,τι κι αν ήταν. «Ο Σέρκαδελ’λι, όμως, υπολογίζει χωρίς εμένα. Νομίζει πως μ’έχει βγάλει από τη μέση για πάντα. Ίσως να πιστεύει, μάλιστα, ότι σκοτώθηκα στη δυτική Φεηνάρκια. Αλλά εγώ ούτε νεκρός είμαι ούτε έχω ξεχάσει. Θα τον παρασύρω εκεί που θα βρίσκεται στο έλεός μου, και θα τον αφανίσω!»

«Θα τον παρασύρεις στον υπόγειο κόσμο;»

Τα μάτια του Άρδαλον’λι γυάλιζαν καθώς στράφηκε να κοιτάξει τον Φέκταρελ. «Όταν έχω υπό τον έλεγχό μου τις δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ. Τότε, ο Σέρκαδελ δεν θα μπορεί να προστατευτεί από εμένα – όχι, τουλάχιστον, εδώ κάτω.»

«Και πώς θα τον προσελκύσεις εδώ;»

«Θα τον προσελκύσω,» αποκρίθηκε μόνο ο Άρδαλον’λι.

Είχαν πλέον φτάσει σε μια άκρη του μεγάλου σπηλαίου, διασχίζοντας το δάσος από σταλαγμίτες και σταλακτίτες, και μπήκαν σ’ένα στρογγυλό άνοιγμα που θύμιζε στόμα γεμάτο αιχμηρά δόντια. Κάτι σαύρες απομακρύνθηκαν γρήγορα από το φως τους. Ο Φέκταρελ τις ήξερε – βαθιά μέσα του γνώριζε τα πάντα γι’αυτές – αλλά το μυαλό του αρνιόταν να τις αναγνωρίσει.

Μαζί με τον μάγο βάδισε στο εσωτερικό μιας σήραγγας–

–και νόμισε πως βρέθηκε κάτω από νερό, μέσα σε μια δίνη, μέσα σε ισχυρό άνεμο. Μέσα σε μια καταιγίδα ενέργειας.

Ένα βουητό, που δεν είχε καμία άμεση σχέση με την ακοή, γέμισε όλες του τις αισθήσεις, τραντάζοντάς τον.

«Τι είναι εδώ πέρα, μάγε;» έκρωξε παραπατώντας. «Πού πηγαίνουμε;»

Ο Άρδαλον’λι τον κοίταξε συνοφρυωμένος, σταματώντας να βαδίζει. «Το διαισθάνεσαι… Είσαι πράγματι παιδί του Ταρνατάρ’σακ…»

«Τι είναι εδώ πέρα;» γρύλισε ο Φέκταρελ, αρχίζοντας σταδιακά να συνηθίζει την παράξενη, καταπιεστική αίσθηση. Τα πάντα ήταν ζωντανά γύρω του – ζωντανά!

«Εδώ,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι, «είναι ένα από τα μέρη όπου ο ονειρευόμενος νους του Ταρνατάρ’σακ είναι ισχυρότερος. Ένα από τα μέρη όπου η επιρροή του θεού είναι μεγαλύτερη, μπορείς να πεις. Αλλά αυτά τα μέρη δεν είναι σταθερά, Φέκταρελ· αλλάζουν, καθώς το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ περιφέρεται στον υπόγειο κόσμο. Μια χρονική περίοδο βρίσκονται εδώ, μια άλλη χρονική περίοδο αλλού.»

Ο Φέκταρελ καταπολέμησε μια αίσθηση ναυτίας που τον είχε καταλάβει, προσπαθώντας να εγκλιματιστεί. Κοίταξε ολόγυρά του, βλέποντας τα τοιχώματα της σήραγγας να αναπνέουν. Τα έβλεπε κι ο μάγος, άραγε; Όχι, δεν μπορεί…

Σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του, ο Άρδαλον’λι τού είπε: «Ναι, γίνονται μεταβολές στον υπόγειο κόσμο εδώ. Καθώς ο Ταρνατάρ’σακ ονειρεύεται, η υπόγεια γεωγραφία μεταβάλλεται. Ακολούθησέ με, και θα δεις κι άλλα, Φέκταρελ.» Προχώρησε, βαστώντας την ενεργειακή λάμπα του υψωμένη, διαλύοντας τα σκοτάδια.

Ο Φέκταρελ τον ακολούθησε, χωρίς να παραπατά τώρα αλλά και χωρίς να έχει διώξει τελείως τη ναυτία. Το πάτωμα, η οροφή, τα τοιχώματα – όλα σάλευαν. Όλα ανέπνεαν. Όλα τον καλούσαν. Όλα βρίσκονταν υπό τις προσταγές του, αν εκείνος ήθελε να τα προστάξει. Αλλά αντιλαμβανόταν πως, επίσης, βρίσκονταν υπό τις προσταγές – υπό την επίδραση, μάλλον – μιας άλλης βούλησης, πολύ ισχυρότερης από τη δική του· κι αν εκείνος επιχειρούσε να παρέμβει εδώ, τότε μπορεί να συναντούσε αυτή τη βούληση, και μπορεί να… την ξυπνούσε

Ο Ταρνατάρ’σακ!

Αισθανόταν μια στενή συγγένεια με το διάχυτο πνεύμα που ήταν ο υπόγειος θεός. Μια πολύ πιο δυνατή συγγένεια απ’ό,τι με τον μεταλλαγμένο. Νόμιζε πως εκείνος, ο Φέκταρελ, αποτελούσε προέκταση του Ταρνατάρ’σακ – μέρος του ονείρου του.

Ένιωσε τις τρίχες του να ορθώνονται, τους μύες του να σφίγγονται ακούσια, τα εντόσθιά του να ανασαλεύουν σαν φίδια μέσα του…

Ακουμπώντας σ’ένα απ’τα τοιχώματα, ξέρασε.

Και μετά, υψώνοντας το βλέμμα του, είδε ότι ο Άρδαλον’λι είχε σταματήσει και τον περίμενε.

«Είσαι καλά;»

«Δεν το αισθάνεσαι;» τον ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Σίγουρα αυτό που αισθάνεσαι εσύ είναι δέκα φορές πιο έντονο απ’αυτό που αισθάνομαι εγώ,» αποκρίθηκε ο μάγος. Και, στρεφόμενος, βάδισε ξανά.

Ο Φέκταρελ τον ακολούθησε.

Και όλα όσα αισθανόταν δυνάμωσαν, σαν ο μάγος να τον οδηγούσε στο κέντρο ενός πανίσχυρου κυκλώνα. Τώρα, όμως, το σώμα και το μυαλό του Φέκταρελ είχαν αρχίσει να συνηθίζουν. Εγκλιματιζόταν ξανά στο φυσικό του περιβάλλον.

Φυσικό περιβάλλον;… Θεοί… δεν είμαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου!… Τι μου συμβαίνει;…

Μέσα στα τοιχώματα της σήραγγας μπορούσε να διακρίνει μορφές να κινούνται, οντότητες που δεν του ήταν ανέγνωρες. Τις ήξερε. Από τα βάθη μιας μνήμης παράλληλης της κανονικής του μνήμης. Προέρχονταν από τον Ταρνατάρ’σακ: ήταν μέρη του ονείρου· γεννιόνταν από το όνειρό του.

Ο Φέκταρελ άπλωσε το χέρι του και κάλεσε, με τη θέλησή του, μία από αυτές. Η οντότητα ξεπρόβαλε μέσα από τις πέτρες – ένα μακρύ φίδι με τέσσερα φτερά, δύο μπροστά, δύο πίσω – και τυλίχτηκε γύρω από τον πήχη και το μπράτσο του.

Ο Άρδαλον’λι στράφηκε, απότομα, για να τον κοιτάξει – μάλλον τον είχαν ειδοποιήσει οι θεοί του. Ατένισε τον Φέκταρελ με στενεμένα μάτια. «Τι κάνεις;»

«Τι βλέπεις, μάγε;»

«Ένα φίδι από πέτρα τυλιγμένο γύρω απ’το χέρι σου.»

Από πέτρα; Ο Φέκταρελ το αισθανόταν περισσότερο σαν από πηλό και σκοτάδι και αέρα και… κάτι άλλο. Κάποιου είδους ενέργεια. Ονειρική ενέργεια του Ταρνατάρ’σακ;

Τινάζοντας το χέρι του, έδιωξε το φίδι: το έστειλε πάλι μέσα στον τοίχο, το είδε να βυθίζεται βαθιά εκεί, ν’αλλάζει μορφή, να μην είναι πια φίδι.

«Ένα όνειρο του πατέρα μου…»

Ο Άρδαλον’λι ένευσε. «Ο Ταρνατάρ’σακ δημιουργεί κατώτερους θεούς μέσα από τα όνειρά του. Έχεις έλεγχο επάνω τους;»

«Ώς ένα σημείο, νομίζω πως ναι.»

«Πρόσεχε μην τον ξυπνήσεις, όμως, γιατί–»

«Ναι,» τον διέκοψε ο Φέκταρελ, «καταλαβαίνω πως αυτό θα ήταν καταστροφικό και για τους δυο μας ίσως. Είμαστε μακριά ακόμα από εκεί όπου θέλεις να με πας;»

«Όχι.»

Όταν βγήκαν από τη σήραγγα, που διακλαδιζόταν σε πολλά σημεία, βρέθηκαν σε μια σπηλιά που τίποτα εντός της δεν έμοιαζε σταθερό: τα πάντα έρρεαν· το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ ήταν πολύ έντονο σε τούτο το μέρος. Κατώτεροι θεοί γλιστρούσαν από δω κι από κει, η υπόγειο γεωγραφία διαρκώς μεταβαλλόταν, ποτάμια ονειρικής ενέργειας κυλούσαν στο έδαφος, στα τοιχώματα, στο ταβάνι, στον αέρα. Και ο Φέκταρελ ήταν βέβαιος πως δεν τα έβλεπε μόνο εκείνος όλα αυτά, αν και υποψιαζόταν πως σίγουρα πρέπει να έβλεπε περισσότερα από τον μάγο.

«Πώς αισθάνεσαι εδώ;» τον ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

«Καλύτερα,» είπε ο Φέκταρελ, ειλικρινά. Και έκανε τρία βήματα, προς έναν σταλακτίτη που κατερχόταν από το ταβάνι, μεγαλώνοντας, μεγαλώνοντας, γέρνοντας, λυγίζοντας, στρίβοντας–

–και με το τέταρτο βήμα ο Φέκταρελ βούτηξε μέσα στον σταλακτίτη.

«Φέκταρελ!» φώναξε ο Άρδαλον’λι, που πρέπει να τον είχε χάσει από τα μάτια του.

Ο Φέκταρελ, όμως, δεν είχε χάσει τον μάγο από τα δικά του μάτια. Ή, μάλλον, δεν ήξερε αν πλέον χρησιμοποιούσε τα μάτια του για να τον βλέπει. Τον έβλεπε από διάφορες οπτικές γωνίες συγχρόνως: από κάτω, από πάνω, από δεξιά, από αριστερά, γύρω γύρω γύρω.

Γέλασε, και νόμιζε πως το γέλιο του αντήχησε σαν το γέλιο δαιμονικού θεού.

«Φέκταρελ!» φώναξε ο Άρδαλον’λι, και οι θεοί του ξαμολήθηκαν από τις φυλακές τους – από το δαχτυλίδι κι από το περιδέραιο του μάγου. Ο Φέκταρελ διέκρινε τις μορφές τους σχεδόν σαν να ήταν υλικές, όπως ποτέ ξανά δεν τις είχε δει: μια όμορφη γυναίκα που πλατσουρίζει σε ονειρικά νερά· ένα απύθμενο στόμα που κατάπινε λαίμαργα τον αέρα. «Μην ξυπνήσεις τον Ταρνατάρ’σακ, Φέκταρελ!»

Ο μάγος είχε δίκιο. Αυτό που κάνω είναι επικίνδυνο. Έχω παρασυρθεί. Το δέλεαρ ήταν πολύ μεγάλο.

Με δισταγμό πήδησε από το ταβάνι του σπηλαίου και προσγειώθηκε μερικά μέτρα απόσταση από τον Άρδαλον’λι, ξαφνιάζοντάς τον.

«Τι κάνεις; Έχεις χάσει τα λογικά σου;» φώναξε ο μάγος.

Ο Φέκταρελ μειδίασε άγρια, και τα μάτια του γυάλιζαν. «Αντιθέτως, νομίζω πως τα έχω βρει, μάγε.»

Ο Άρδαλον’λι δεν μίλησε, περιμένοντάς τον να συνεχίσει, περιμένοντας να δει τις προθέσεις του, σα να τον συναντούσε ξανά για πρώτη φορά. Οι θεοί του είχαν αγριέψει, περιτριγυρίζοντας τον μάγο προστατευτικά, όπως δύο εκπαιδευμένα θηρία.

«Είμαστε εκεί που θέλεις,» του είπε ο Φέκταρελ. «Τι ζητάς από εμένα, λοιπόν;»

Ο Άρδαλον’λι δεν απάντησε. «Μην παίζεις με τον Ταρνατάρ’σακ!» τον προειδοποίησε. Αλλά ο Φέκταρελ νόμιζε πως ο μάγος, ουσιαστικά, φοβόταν.

Χωρίς να μιλήσει, τον πλησίασε.

Ο Άρδαλον’λι τον ατένισε με επιφύλαξη. «Πιστεύεις ότι μπορείς να με οδηγήσεις στον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ;»

«Τώρα ποιος παίζει με τον υπόγειο θεό, μάγε;»

«Εγώ δεν παίζω απρόσεχτα παιχνίδια, Φέκταρελ. Απάντησέ μου: μπορείς ή δεν μπορείς;»

«Μ’αυτό που έκανα, μπήκα στον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ;»

«Εσύ πες μου!»

«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ο Φέκταρελ. «Γλίστρησα μέσα στο σπήλαιο – μέσα στις πέτρες – μέσα στο όνειρο, ίσως, αν θέλεις – σαν να είναι μέρος του εαυτού του, του μυαλού μου… και σ’έβλεπα από διάφορες μεριές. Αυτό είναι που ψάχνεις;»

Ο Άρδαλον’λι τον κοίταζε για λίγο σκεπτικά, καθώς το σπήλαιο μεταβαλλόταν ονειρικά ολόγυρά τους. «Μπορείς να με οδηγήσεις εκεί, μαζί σου;» τον ρώτησε τελικά.

«Δε νομίζω… όχι. Αλλά, ακόμα κι αν μπορούσα, δεν ξέρω αν θα επιβίωνες από κάτι τέτοιο, μάγε. Ίσως η… η μεταβολή να σε σκότωνε.»

«Πολύ πιθανόν,» συμφώνησε ο Άρδαλον’λι συνοφρυωμένος. «Επομένως, η δουλειά θα γίνει όπως αρχικά είχα σχεδιάσει.»

«Δηλαδή;»

Ο μάγος άφησε κάτω την ενεργειακή του λάμπα κι έβγαλε ένα φλασκί από τον σάκο του. Άνοιξε το πώμα, και, χωρίς να φέρει το στόμιο κοντά στον Φέκταρελ, εκείνος, με τη διευρυμένη οσμή του, μύρισε το περιεχόμενο – και το αναγνώρισε. Η ονομασία ήρθε ακούσια στο στόμα του, και την άρθρωσε. Κι αμέσως συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μιλήσει σε καμια ανθρώπινη λαλιά που γνώριζε – ούτε στην Κοινή Γλώσσα της Φεηνάρκια, ούτε στη Συμπαντική Γλώσσα.

«Τι είπες;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

«Το όνομα αυτού του… αποστάγματος– του φυτού απ’το οποίο προέρχεται το απόσταγμα.»

«Μίλησες στη γλώσσα των ρους’κρούουμ.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.

«Υποθέτω πως δεν το ξέρεις,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Ξέρεις, όμως, τι κάνει αυτό το απόσταγμα;»

«Το φυτό είναι μέρος του ονείρου του Ταρνατάρ’σακ.»

«Κι όταν το καταπιείς σε φέρνει σε επαφή με το όνειρό του. Αυτές οι γνώσεις έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό σου, Φέκταρελ;»

«Ναι.»

Ο μάγος είπε: «Θα πιεις από το φλασκί–»

«Τι νόημα έχει; Βρίσκομαι ήδη σε επαφή με το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ.»

«Το απόσταγμα θα σε κοιμίσει, και θα ονειρευτείς–»

«Κι αυτό πώς θα βοηθήσει εσένα; Γιατί δεν πίνεις εσύ το απόσταγμα;»

«Το έχω πιεί. Τρεις φορές ήδη. Την πρώτη φορά παραλίγο να τρελαθώ. Ποτέ, όμως, δεν έφτασα τόσο κοντά στον νου του Ταρνατάρ’σακ ώστε να μπορέσω να καταλάβω πώς αλλάζει την υπόγεια γεωγραφία.»

«Κι αν εγώ πιώ το απόσταγμα, πώς θα το καταλάβεις;»

«Θα βρίσκομαι σε επαφή μαζί σου, με Ξόρκι Νοητικής Προσεγγίσεως.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε.

«Κανονικά,» εξήγησε ο Άρδαλον’λι, «είναι ένα ξόρκι που χρησιμοποιούν κυρίως οι Διαλογιστές, αλλά το γνωρίζω αρκετά καλά. Σου δίνει τη δυνατότητα να έρθεις στην ίδια νοητική κατάσταση με τον στόχο σου. Αν ο στόχος σου φοβάται, νιώθεις τον φόβο του· αν είναι ευχαριστημένος, νιώθεις την ευχαρίστησή του. Καταλαβαίνεις τώρα;»

Ο Φέκταρελ ένευσε. «Νομίζω…»

«Ανάλογα με τις ικανότητές σου μπορείς με το ξόρκι να επιτύχεις καλύτερα ή χειρότερα αποτελέσματα. Εγώ ελπίζω να κατανοήσω κάποια πράγματα για τη φύση των δυνάμεων του Ταρνατάρ’σακ μέσα από εσένα, όσο θα ονειρεύεσαι και θα βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τον νου του, χωρίς το ξύπνιο μυαλό σου να παρεμβαίνει.»

«Θα είναι επικίνδυνο για εμένα;»

«Μάλλον όχι. Ύστερα απ’αυτά που σε είδα να κάνεις πριν από λίγο, το αποκλείω βασικά. Για εμένα, πιθανώς, θα είναι πιο επικίνδυνο απ’ό,τι για εσένα.»

Ο Φέκταρελ δεν νόμιζε πως ο μάγος τού έλεγε ψέματα. Πήρε το φλασκί από το χέρι του και ρώτησε: «Πόσο να πιώ;»

«Δύο γουλιές. Και να είσαι καθισμένος στο έδαφος, γιατί δεν θ’αργήσει να σε ρίξει σε ύπνο.»

*

Ταξιδεύω, επιτέλους, ανενόχλητα στον υπόγειο κόσμο. Τα όνειρα που έβλεπα είναι αληθινά τώρα· εκείνο το σώμα ήταν, ουσιαστικά, ψεύτικο. Ο υπόγειος κόσμος απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση, ατέρμονος, γοητευτικός, ζοφερός. Γελάω και υπόγειοι άνεμοι αρπάζουν τη φωνή μου και τη στέλνουν στα όντα που μπορούν να την κατανοήσουν. Κολυμπάω μέσα στο όνειρο του πατέρα μου. Μιλάω με σαύρες που κατοικούν στο σκοτάδι· με πουλιά των υπόγειων βαθών που κάνουν τις φωλιές τους σε ανήλιαγες χαράδρες πάνω από ποτάμια· με μεγάλα έντομα που περιφέρονται μέσα σε δάση θαλλόφυτων, μυκήτων, λειχήνων· με ονειρογεννήματα του πατέρα μου που έχουν περισσότερες μορφές απ’ό,τι μπορώ να διανοηθώ, αλλά όλες τους είναι εύπλαστες και παιχνιδιάρικες· με τον άνεμο μιλάω και με τα νερά του κάτω κόσμου. Βλέπω τους ρους’κρούουμ συγκεντρωμένους σε σπήλαια, και οι σαμάνοι τους με αντιλαμβάνονται κι αρχίζουν τελετουργίες, ή κυλιούνται στο έδαφος ευλαβικά για να με τιμήσουν, ή βγάζουν από κελιά πελώρια έντομα για να τα θυσιάσουν στο όνομά μου. Γλιστρώ μέσα σε κάθετες σήραγγες, μέσα σε σχισμάδες, επάνω σε πέτρινες γέφυρες λεπτές σαν τρίχες, παρασύρομαι οικειοθελώς από τον υπόγειο άνεμο κι από τα νερά υπόγειων ποταμών. Συνομιλώ μ’έναν θεό που είναι κολλημένος σ’έναν γιγάντιο βράχο, κοντά σ’έναν πίδακα καυτού νερού, τιμωρημένος από τον πατέρα μου. Ερωτοτροπώ, στο βλεφάρισμα του ματιού, με μια ιπτάμενη θεά που προστάζει ένα σμήνος από δαιμονικές νυχτερίδες· ελπίζει να τη γονιμοποιήσω για να γεννήσει έναν αρχηγό για τον στρατό της. Ταξιδεύω όχι μόνο μέσα στον χώρο αλλά και στον χρόνο, γιατί τα υπόγεια βάθη θυμούνται… θυμούνται καιρούς αρχαίους… καιρούς ατέρμονους… πριν και μετά, δύο έννοιες χωρίς νόημα εδώ, στο όνειρο του πατέρα μου. Οι σήραγγες και τα σπήλαια λυγίζουν μπροστά στη θέλησή μου, και ο χρόνος επίσης, όταν δεν περιφέρομαι τυχαία μέσα στους λαβυρίνθους… Απόμακρα, ξέρω τι αναζητώ. Είναι μια ανάμνηση από ένα μυαλό συνδεδεμένο άμεσα με το δικό μου: ένα μυαλό που αποτελεί μέρος του δικού μου: το μυαλό που κυριαρχεί στο σώμα μου.

(Βέρκαμωντ)

Αναζητώ τον λήσταρχο που κάποτε υπηρετούσε – υπηρετεί – θα υπηρετεί – τον πατέρα μου.

(ένα σπαθί – κυματιστή λεπίδα, οδοντωτή, χαραγμένη με τη γλώσσα του πατέρα μου – μια από τις γλώσσες του)

Κοιτάζω, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, μια μεγάλη σύγκρουση να διαδραματίζεται. Ένα θέατρο μέσα στα σπήλαια και τις σήραγγες. Διασκεδαστικό. Ληστές μάχονται με τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τις Μελανοκυράδες του Πολέμου. Να εκεί, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής σπαθίζει σαν δαιμονισμένος με το Δαγκωτό Φιλί – τρεις εχθροί σωριάζονται ο ένας κατόπιν του άλλου στο διάβα του. Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος πυροβολεί, αγνοώντας τον κίνδυνο κατολίσθησης, σκοτώνοντας μια ληστή που ζυγώνει τη Νιρκέκα από πίσω για να την καρφώσει. Και η Φαίδρα’λι – η Φαίδρα μου – έχει ξαμολήσει τον θεό της εναντίον τους, τους κατακρεουργεί. Έχει δημιουργήσει δρόμο ανάμεσά τους, τον βλέπω και ορμώ καταπάνω στον αρχηγό τους, τον Βέρκαμωντ, ενώ συγχρόνως είμαι ο Βέρκαμωντ. Είναι θέατρο όλα εδώ. Δύο σώματα μάχονται. Ο Φέκταρελ χτυπά το πιστόλι που τραβά ο λήσταρχος απ’το θηκάρι στη ζώνη του – το τινάζει παραδίπλα – κι αμέσως τον σπαθίζει. Ο Βέρκαμωντ αποκρούει με τη λεπίδα που είναι γεννημένη από το όνειρο του πατέρα μας. Ο Φέκταρελ δεν ξέρει τίποτα, δεν καταλαβαίνει τίποτα – κοιμάται αλλά δεν ονειρεύεται. Ξιφομαχεί με τον λήσταρχο, άγρια. Ο Βέρκαμωντ τον τραυματίζει: μια γλώσσα ονείρου γλιστρά μέσα στον Φέκταρελ. Και μετά ο Βέρκαμωντ δεν αργεί να σκοτωθεί… Ο Φέκταρελ δεν έχει καταλάβει τίποτα· κοιμάται αλλά δεν ονειρεύεται–

(Τι είναι αυτή παρουσία; Κάποιος βρίσκεται πλάι μου. Τι ζητά;… Κάτι μού θυμίζει… έναν μάγο… Α, ναι, ο μάγος. Τι ανόητος! Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα! Τι ανόητος! Είναι κοντά μου αλλά, συγχρόνως, δεν είναι. Τι μπορεί να μάθει; Τι μπορεί να καταλάβει; Τι ανόητος! Χα-χα-χα-χα-χα-χα!)

Κυλάω μέσα στον υπόγειο κόσμο, ακολουθώντας ποτάμια ονειρικής ενέργειας. Φτάνω σε μια ενεργειακή συγκέντρωση, χρονικά κοντά στο σώμα μου. Τι επιθυμεί ο πατέρας μου εδώ; Κάτι τον έχει ενοχλήσει; Α, ναι, ο μάγος… Τι ανόητος! Χα-χα-χα-χα-χα-χα… Έχει τραβήξει την προσοχή του πατέρα μου με τις ανοησίες του. Τον βλέπω να έρχεται στο σπήλαιο, να πίνει από το φλασκί του, και να ονειρεύεται. Τρεις φορές το κάνει αυτό. Την πρώτη φορά αργεί να συνέλθει. Τη δεύτερη, προσελκύει την προσοχή των ρους’κρούουμ, της φυλής των Τρέχουμε-Νερό που κατοικεί σε τούτες τις περιοχές από παλιά· έρχονται και του επιτίθενται, θεωρώντας άγος τις ενέργειές του – και έχουν κάποιο δίκιο: είναι ιερόσυλες. Οι πολεμιστές τους του χιμάνε και οι θεοί του τους διαλύουν, τους σκορπίζουν, τους πνίγουν, τους πανικοβάλλουν. Οι σαμάνοι τους προσπαθούν να τον νικήσουν, αλλά η θέληση του μάγου είναι πανίσχυρη, πέρα από κάθε αμφιβολία, και η τεχνική του άψογη. Τσακίζει την κατώτερη θέληση των σαμάνων, υπερνικά τα πρωτόγονα ξόρκια τους. Τους τρέπει κι αυτούς σε φυγή. Τον φοβούνται. Ο φόβος τους είναι και δικός μου. Μην ανησυχείτε, τους λέω· ο πατέρας μου τον ανέχεται, δεν υφίσταται άγος. Είμαι περήφανος για τη μάχη που δώσατε για τον πατέρα μου· θα σας ανταμείψει. Οι ρους’κρούουμ κυλιούνται στο έδαφος, τρίβονται πάνω στους σταλαγμίτες, για να με ευχαριστήσουν, για να με τιμήσουν. Στέλνω διεγερτικά όνειρα στους σαμάνους τους. Σας αγαπώ! Σας αγαπώ! Σας αγαπώ! Προστάζω έναν παλιό, βαριεστημένο θεό των υπόγειων βαθών, υποτελή του πατέρα μου, να σκαρφαλώσει από το βάραθρό του και να πάει να τους διασκεδάσει για λίγο. Μα να μη φάω και κανέναν-δύο; με ρωτά. Φάε και κανέναν-δύο, του απαντάω, αλλά όχι παραπάνω· θα το δουν ως τιμή για τη φυλή τους. Και ο θεός πηγαίνει επάνω, πρόθυμα, γελώντας και σφυρίζοντας χαρούμενα. Ο μάγος, στην τρίτη του προσπάθεια, φτάνει σε απόγνωση, νομίζει πως δεν θα καταφέρει ποτέ να κλέψει τις δυνάμεις του πατέρα μου. Ο ΑΝΟΗΤΟΣ! Φυσικά και ποτέ δεν θα τα καταφέρει! Χα-χα-χα-χα-χα-χα-χα! Πρέπει να είσαι όνειρο του πατέρα μου για να ονειρεύεσαι σαν τον πατέρα μου. Ο μάγος είναι ο μάγος, δεν είναι όνειρο του πατέρα μου. Και τον έχει ενοχλήσει τον πατέρα μου, ο ανόητος, μέσα στον ύπνο του, τον έχει γαργαλήσει, και ο πατέρας μου βλέπει εφιάλτες. Ακολουθώ έναν εφιάλτη καθώς γεννιέται μέσα από τον υπόγειο κόσμο τρομάζοντας τη θεά που είχε ερωτοτροπήσει στιγμιαία μαζί μου· ακολουθώ κι άλλους εφιάλτες. Κυλάνε επάνω σ’έναν ποταμό ονειρικής ενέργειας, γλιστρώντας σε χαραμάδες από δω κι από κει· έλκονται από ένα αέριο που είναι ελαφρύτερο, πολύ ελαφρύτερο, του υπόγειου αέρα· τους αρέσει να στήνουν χορούς εκεί μέσα, ελαφραίνουν το βάρος τους, διασκεδάζουν, γλεντάνε· και πολλές φορές ακολουθούν το αέριο, και το αέριο πάει και γλιστρά μέσα στους πνεύμονες κάτι εργατών που φαίνεται να δουλεύουν σ’ένα ορυχείο – και οι εφιάλτες αποκόπτονται από το όνειρο του πατέρα μου γιατί εδώ δεν είμαστε πια στο βασίλειό του. Νιώθω μια τρομερή δίνη να με πετά πίσω, μακριά. Περιπλανιέμαι ξανά στα υπόγεια βάθη, ζαλισμένος λιγάκι. Ταξιδεύω στον χρόνο. Παρατηρώ και μαθαίνω πάλι όσα ήδη ξέρω. Άραγε, όταν ο Φέκταρελ ξυπνήσει θα τα θυμάται όλα αυτά; Μάλλον όχι.

(Ο ανόητος μάγος ακόμα είναι κοντά μου, παρατηρώντας, ακούγοντας… Τι ματαιοδοξία! Τι καταλαβαίνει; αναρωτιέμαι. Τι καταλαβαίνει;)

Ταξιδεύω, περιπλανιέμαι… Παρακολουθώ ξανά τη μάχη των Ζωντανών-Νεκρών και των Μελανοκυράδων του Πολέμου με τους ληστές του Βέρκαμωντ. Παρακολουθώ κι άλλα θέατρα που έχουν διαδραματιστεί στα υπόγεια βάθη του πατέρα μου… Ακούω μυστικά, βλέπω απαγορευμένα πράγματα… Κάποια στιγμή κάτι με τραβά, και αναδύομαι…

*

Ο Φέκταρελ άνοιξε τα μάτια του και, προς στιγμή, νόμιζε ότι ακόμα κοιμόταν, γιατί από πάνω του τα πάντα έρρεαν ονειρικά, αλλάζοντας σχήματα, παίρνοντας διάφορες μορφές. Μετά, θυμήθηκε πού βρισκόταν. Σ’εκείνο το σπήλαιο.

Ανασηκώθηκε και πλάι του είδε τον Άρδαλον’λι καθισμένο οκλαδόν. Τα μάτια του μάγου τον ατένιζαν έντονα, γερακίσια.

«Σε τι συμπέρασμα έφτασες;» τον ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Ότι μου είσαι πιο χρήσιμος, ίσως, απ’ό,τι φανταζόμουν,» αποκρίθηκε αινιγματικά εκείνος.

«Βρήκες τρόπο να κλέψεις τις δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ;»

Ο Άρδαλον’λι σηκώθηκε όρθιος, μοιάζοντας μουδιασμένος. «Πάμε. Έχουν περάσει αρκετές ώρες από τότε που έπεσες σε ύπνο. Τι είδες όσο κοιμόσουν;»

Ο Φέκταρελ σηκώθηκε επίσης όρθιος· κι εκείνος αισθανόταν μουδιασμένος. «Διάφορα. Και κάτι που ίσως να το θεωρείς άμεσα σημαντικό. Οι Τρέχουμε-Νερό μάς πλησιάζουν.»

Ο Άρδαλον’λι συνοφρυώθηκε. «Τι;»

«Μια φυλή ρους’κρούουμ την οποία έχεις ξανασυναντήσει εδώ.»

«Πώς…;»

«Πώς το ξέρω; Το ονειρεύτηκα.»

«Και είσαι σίγουρος ότι έρχονται ξανά;»

«Ναι. Καλύτερα να φύγουμε, γρήγορα.»

Ο Άρδαλον’λι δεν έφερε αντίρρηση. Αφήνοντας το μεταλλασσόμενο σπήλαιο πίσω τους, ακολούθησαν τις διακλαδιζόμενες σήραγγες όπου η επίδραση του ονείρου του Ταρνατάρ’σακ ήταν μικρότερη. Αλλά οι Τρέχουμε-Νερό αποδείχτηκαν πιο γρήγοροι από αυτούς· τους πρόλαβαν ενώ έβγαιναν από τις σήραγγες και τους περικύκλωσαν.

Οι θεοί του Άρδαλον’λι συσπειρώθηκαν γύρω από τον μάγο και τον Φέκταρελ καθώς ξαμολιόνταν από τις φυλακές τους.

Όμως οι ρους’κρούουμ δεν επιτέθηκαν. Στο μειωμένο φως της ενεργειακής λάμπας του Άρδαλον’λι, που η μπαταρία της τελείωνε πια, οι μορφές των ποντικανθρώπων φάνηκαν να πέφτουν στο έδαφος και να κυλιούνται πέρα-δώθε, επάνω στις πλάτες τους και στις κοιλιές τους, τσυρίζοντας και γρυλίζοντας, κουνώντας τις ουρές τους στον αέρα.

«Τι κάνουν;» απόρησε ο Άρδαλον’λι.

Όπως το φοβόμουν… σκέφτηκε ο Φέκταρελ. «Με προσκυνάνε, μάγε. Ήρθαν για να με προσκυνήσουν.»

Κεφάλαιο Τριακοστό-Πέμπτο
Απόδραση από τον Υπόγειο Κόσμο

«Σε βλέπουν σαν θεό;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

Μάλλον, σκέφτηκε ο Φέκταρελ· αλλά η ιδέα τον τρόμαζε, έτσι είπε: «Δεν ξέρω.» Και προχώρησε πρώτος ανάμεσα στους ποντικανθρώπους, γνέφοντάς τους, με τα χέρια, να παραμερίσουν. Είχε, όμως, την αίσθηση πως δεν ήταν τα νεύματά του που τους έκαναν να φύγουν από το διάβα του, αλλά η ίδια η θέλησή του.

Ο Άρδαλον’λι ακολούθησε τον Φέκταρελ, επιφυλακτικός κι έχοντας ένα μακρύ ξιφίδιο στο χέρι του, ενώ ο ένας θεός του ήταν ελεύθερος – ρουφήγματα αέρα ακούγονταν πάνω απ’τα κεφάλια τους. Την άλλη θεά του ο μάγος πρέπει να την είχε τραβήξει πάλι μέσα στη φυλακή της – ίσως για να μην αισθανθούν οι ρους’κρούουμ ότι ήθελε να τους προκαλέσει.

Οι ποντικάνθρωποι, που κανένας τους δεν ήταν ψηλότερος από τη μέση του Φέκταρελ, συνέχιζαν να κυλιούνται στο έδαφος, κάνοντας πέρα-δώθε πάνω στις πλάτες και στις κοιλιές τους, προσκυνώντας, δείχνοντας ευλάβεια προς το παιδί του Ταρνατάρ’σακ. Και ο Φέκταρελ αναρωτήθηκε αν, άραγε, και ο Βέρκαμωντ είχε παρόμοια σχέση με τους ρους’κρούουμ. Κανένας ποντικάνθρωπος, πάντως, δεν ήταν μέσα στους πολεμιστές του.

Μαζί με τον μάγο πέρασε ανάμεσα από τους ρους’κρούουμ, κι αυτοί σηκώθηκαν κι έκαναν να τον ακολουθήσουν. Αλλά ο Φέκταρελ τούς έγνεψε να φύγουν, να σκορπιστούν, και οι ρους’κρούουμ υπάκουσαν, χάθηκαν μες στα υπόγεια βάθη: χώθηκαν σε τρύπες και ανοίγματα όπου κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να χωρέσει. Και ο Φέκταρελ νόμιζε πως ήταν λιγάκι απογοητευμένοι από την αντίδρασή του.

Αναρωτήθηκε γιατί δεν είχαν δείξει την ίδια ευλάβεια προς το άτομό του και τότε που τους είχε συναντήσει κοντά στη Μέρελκεβ, μαζί με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, ενώ υπερασπιζόταν εκείνο το οχυρό των ευπατρίδων από την υπόγεια εισβολή των ποντικανθρώπων. Αυτό που βλέπουν τώρα σ’εμένα δεν το έβλεπαν τότε; Από τότε, όμως, ήταν που ο Φέκταρελ νόμιζε πως είχε αρχίσει να αισθάνεται πιο έντονα το τέρας εντός του – αυτή την κρυφή πτυχή του εαυτού του που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον Ταρνατάρ’σακ: την πτυχή που είχε δημιουργηθεί από το δάγκωμα του σπαθιού του Βέρκαμωντ – της λεπίδας που ήταν μέρος του ονείρου του Ταρνατάρ’σακ.

«Οι δυνάμεις σου έχουν αυξηθεί,» παρατήρησε ο Άρδαλον’λι, καθώς απομακρύνονταν από το σπήλαιο όπου είχαν συναντήσει τους ρους’κρούουμ.

«Δεν το νομίζω,» είπε ο Φέκταρελ. Αλλά είχε την εντύπωση πως ο μάγος δεν τον πίστευε.

Η ενεργειακή λάμπα του Άρδαλον’λι έχανε τη δύναμή της καθώς επέστρεφαν στο σπίτι του μέσα στα υπόγεια βάθη· κι όταν έφτασαν πια εκεί, το φως της ήταν πολύ ασθενικό, και ο μάγος πήγε να της αλλάξει μπαταρία.

Ο μεταλλαγμένος πετάχτηκε όρθιος μέσα στον κύκλο του κάρβουνου. «Φέκταρελ…» είπε, μοιάζοντας ανακουφισμένος που τον έβλεπε ξανά.

«Επιστρέψαμε,» αποκρίθηκε μόνο ο Φέκταρελ. Και στράφηκε ν’αντικρίσει τον μάγο, ο οποίος είχε τώρα αλλάξει τη μπαταρία της λάμπας. «Και δεν νομίζω πως υπάρχει πια λόγος να βρίσκεται κανένας από εμάς μέσα στον κύκλο σου, Άρδαλον’λι.»

«Μπορεί· μπορεί και όχι.»

«Δώσε μου ξεκάθαρη απάντηση!» απαίτησε ο Φέκταρελ.

«Σε χρειάζομαι,» του είπε ο Άρδαλον’λι. «Περισσότερο από πριν.»

«Γιατί;»

«Γιατί δεν πιστεύω ότι, μέσω εσένα, θα καταφέρω να κλέψω τις γεωμορφικές δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ–»

«Μα, τότε, δεν με χρειάζεσαι, θες να πεις! Σου είμαι άχρηστος!»

«Σε χρειάζομαι,» επέμεινε ο μάγος, «επειδή επίσης δεν πιστεύω πως θα καταφέρω γενικά – με κανέναν άλλο τρόπο – να κλέψω τις δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ. Βρισκόμουν σε απόγνωση όταν εμφανίστηκες· ήμουν σχεδόν έτοιμος να τα παρατηρήσω και να στρέψω τις σκέψεις μου προς… άλλες κατευθύνσεις… κάποιο άλλο σχέδιο για να επιτύχω τον σκοπό μου.»

«Δε μπορώ να σε βοηθήσω, μάγε,» δήλωσε ο Φέκταρελ. «Σ’το είπα εξαρχής.»

«Κι όμως, θα με βοηθήσεις. Δε χρειάζεται εγώ ο ίδιος να κατέχω τις γεωμορφικές δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ όταν έχω έναν σύμμαχο που μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για λογαριασμό μου.» Τα γερακίσια μάτια του Άρδαλον’λι τον ατένιζαν επίμονα· οι θεοί του περιστρέφονταν γύρω κι από τους δυο τους.

«Δεν είμαι σύμμαχός σου,» του είπε ο Φέκταρελ, ελέγχοντας τον θυμό του. «Δεν έχω καμια δουλειά να σε βοηθήσω να πάρεις την εκδίκησή σου–»

«Σε βοήθησα κι εγώ, μην ξεχνάς. Σε έφερα σε επαφή με τον Ταρνατάρ’σακ.»

Ο Φέκταρελ γέλασε κοφτά. «Θα γινόταν ούτως ή άλλως! Γι’αυτό ερχόμουν εδώ. Ο πατέρας μου θα μου φανέρωνε τα μυστικά του είτε υπήρχες εσύ είτε όχι, μάγε! Δεν σου χρωστάω τίποτα.»

Τα μάτια του Άρδαλον’λι γυάλισαν οργισμένα. «Μου χρωστάς, το λιγότερο, τη ζωή σου!»

«Εσύ χρωστάς σ’εμένα,» επέμεινε ο Φέκταρελ δείχνοντάς τον μ’ένα μακρύ μαύρο δάχτυλο. «Σ’άφησα να κάνεις τα πειράματά σου χρησιμοποιώντας με ως... ως δίαυλο!»

Ο Άρδαλον’λι, τραβώντας το πιστόλι του, τον σημάδεψε. «Δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν μου προσφέρεις τη βοήθεια που ζητάω.» Και η αλήθεια ήταν ότι δεν χρειαζόταν καν πιστόλι για να τον απειλήσει· οι θεοί του επαρκούσαν και με το παραπάνω· ο Φέκταρελ αισθανόταν τις ισχυρές παρουσίες τους γύρω του, έτοιμες να του χιμήσουν – επιθυμώντας να του χιμήσουν.

«Δεν περίμενα καμια άλλη απάντηση…» είπε.

Ο Άρδαλον’λι κατέβασε το πιστόλι του. «Θα προσελκύσω τον Σέρκαδελ’λι κάτω από τη γη, και θα με βοηθήσεις να τον παγιδέψω και να τον εξοντώσω. Δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που ζητάω. Μετά μπορείς να φύγεις, ξέροντας πως ο Άρδαλον’λι θα σου χρωστά χάρη. Και δεν ξεχνάω ό,τι υπόσχομαι.»

«Δεν έχω ανάγκη από τις υποσχέσεις σου· ούτε θέλω καμια χάρη από εσένα,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Αλλά, όπως φαίνεται, δεν έχω καμια άλλη επιλογή…»

«Δε θα σε υποχρέωνα αν οι δυνάμεις σου δεν μου ήταν πραγματικά απαραίτητες,» τον διαβεβαίωσε ο Άρδαλον’λι. «Και δεν πρόκειται να σου ζητήσω να πολεμήσεις τον Σέρκαδελ’λι· αυτό θα το αναλάβω προσωπικά. Σου ζητώ μόνο να τον κάνεις να χαθεί μέσα στα υπόγεια, να τον παγιδέψεις. Μπορείς να το καταφέρεις – με ευκολία – δεν μπορείς;»

«Νομίζω,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Εξαρτάται κι από το μέρος όπου θα τον προσελκύσεις. Δε μπορώ να αλλοιώσω τα πάντα σύμφωνα με τη φαντασία μου, όπως γνωρίζεις. Ακόμα κι ο Ταρνατάρ’σακ πρέπει να υπακούει σε ανώτερες δυνάμεις – τις δυνάμεις της ίδιας της διάστασης της Φεηνάρκια.»

Ο Άρδαλον’λι ένευσε. «Φυσικά,» είπε. «Είμαστε, λοιπόν, σύμφωνοι; Θα κάνεις μια χάρη για εμένα και θα σου την ανταποδώσω, αργότερα, με μια άλλη χάρη.»

«Σύμφωνοι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, μη βλέποντας άλλη λύση για την ώρα. Δε μπορούσε να εναντιωθεί άμεσα στον μάγο. Ο Άρδαλον’λι δεν είχε μόνο τη δύναμη να τον σκοτώσει, αλλά και να τον φυλακίσει, ίσως, με χειρότερο τρόπο απ’ό,τι ήταν ήδη φυλακισμένος.

«Πρέπει να επιστρέψεις στον κύκλο τώρα.»

Τα μάτια του Φέκταρελ στένεψαν. «Εξακολουθείς…»

«Θα σε εμπιστευόσουν, αν ήσουν στη θέση μου;»

«Οι θεοί σου δεν θα σε ειδοποιήσουν αν με αντιληφτούν να κινούμαι με ύποπτο τρόπο;»

«Προτιμώ να βρίσκεσαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Και εσύ και ο… σύντροφός σου.»

«Γιατί δεν τον αφήνεις αυτόν, τουλάχιστον, να φύγει;»

«Νομίζεις ότι θα έφευγε χωρίς εσένα; Σε βλέπει σαν αφέντη του, είτε το θέλεις είτε όχι. Σαν μοναδικό οδηγό του.»

Ο Φέκταρελ δεν αποκρίθηκε τίποτα σ’ετούτο, αλλά όφειλε, σιωπηλά, να παραδεχτεί πως ο μάγος είχε δίκιο, παρότι δεν του άρεσε. Γυρίζοντας την πλάτη στον Άρδαλον’λι, επέστρεψε στο εσωτερικό του κύκλου που ήταν σχεδιασμένος με κάρβουνο στο έδαφος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι, σύμφωνα με τον μηχανισμό του, ήταν απόγευμα.

Ο Άρδαλον’λι κάθισε κουρασμένα πίσω από τον πάγκο του. Ακούμπησε τη ράχη του σ’ένα τοίχωμα της σπηλιάς κι έκλεισε τα μάτια.

Ο μεταλλαγμένος ψιθύρισε στον Φέκταρελ: «Να του ορμήσουμε τώρα;»

Ο Φέκταρελ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δε θυμάσαι τι είπε; Μόλις βγούμε από τον κύκλο θα το καταλάβει, ακόμα κι αν κοιμάται. Αλλά, επιπλέον, είναι και οι θεοί του. Δύο θεούς έχει υπό τις προσταγές του.»

Η αναπνοή του μεταλλαγμένου ήταν βαριά, άγρια. «Νιώθω…» είπε ξεροκαταπίνοντας, «μια δυνατή οργή. Με βασανίζει!»

Ο Φέκταρελ δεν ήξερε αν αυτό ήταν κάτι παρόμοιο με το τέρας που εκείνος αισθανόταν εντός του – το τέρας που πλέον έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από τότε που είχαν καταδυθεί στον υπόγειο κόσμο. «Ηρέμησε,» είπε στον μεταλλαγμένο. «Θέλεις τίποτα να φας; Να πιεις;»

«Να πιω. Μου τελείωσε το νερό που μου είχε αφήσει ο μάγος προτού φύγετε.»

Ο Φέκταρελ φώναξε στον Άρδαλον’λι να τους φέρει φαγητό και ποτό, γιατί κι ο ίδιος πεινούσε. Τα μάτια του Άρδαλον’λι άνοιξαν ξανά· σηκώθηκε από τη θέση του, και δεν φάνηκε καθόλου φειδωλός με το γεύμα που τους πρόσφερε.

«Πού βρίσκεις το φαγητό;» τον ρώτησε ο Φέκταρελ. «Πού βρίσκεις το κρασί και το νερό;»

«Δεν κάθομαι συνέχεια εδώ κάτω,» του απάντησε ο μάγος. «Ανεβαίνω στην επιφάνεια κι επισκέπτομαι χωριά, ή κυνηγάω θηράματα.» Επέστρεψε κοντά στον πάγκο του. «Ξεκουραστείτε τώρα. Χρειάζομαι κι εγώ ξεκούραση· και πρέπει και να σκεφτώ.»

Να μηχανευτείς πώς να προσελκύσεις τον εχθρό σου; Πώς να φέρεις τον Σέρκαδελ’λι σε υπόγειο μέρος; αναρωτήθηκε ο Φέκταρελ· αλλά δεν μίλησε.

Ο μεταλλαγμένος τού ψιθύρισε, καθώς έτρωγαν καθισμένοι οκλαδόν μέσα στον κύκλο: «Μπορούμε να δραπετεύσουμε κάπως;»

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. Όμως ήταν συλλογισμένος. Μπορούμε;

*

Δεν του άρεσε καθόλου που ο μάγος σχεδίαζε να τον χρησιμοποιήσει ως όπλο σε μια υπόθεση εκδίκησης.

Ο Φέκταρελ ήταν, βέβαια, μισθοφόρος. Ήταν μισθοφόρος από προτού μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς. Είχε σκοτώσει επειδή τον είχαν πληρώσει. Είχε δουλέψει ως ανιχνευτής για τον ίδιο λόγο. Αλλά ποτέ χωρίς τη θέλησή του. Και ποτέ χωρίς να έχει κάτι να κερδίσει. Η υπόσχεση του μάγου ότι θα του χρωστούσε χάρη δεν αποτελούσε αρκετά ικανοποιητική ανταμοιβή για εκείνον. Κι ακόμα κι αν ο μάγος προθυμοποιείτο να τον πληρώσει, πάλι αυτό δεν ακύρωνε το γεγονός ότι ήταν φυλακισμένος, εξαναγκασμένος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Άρδαλον’λι. Ήταν σαν ξαφνικά να είχε γίνει δούλος του. Μάλλον ο μάγος είχε συνηθίσει να δρα έτσι από τον καιρό που βρισκόταν ανάμεσα στους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ, οι οποίοι άρπαζαν όποιους ήθελαν και τους έκαναν δούλους, είτε για να τους κρατήσουν ως υπηρέτες είτε για να τους πουλήσουν σε δουλεμπόρους. Ο Φέκταρελ όμως δεν σκόπευε να παραδοθεί σε μια τέτοια μοίρα, ακόμα κι αν η υποδούλωσή του τελείωνε μόλις είχε ολοκληρώσει τη δουλειά του μάγου.

Ωστόσο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Άρδαλον’λι κατά μέτωπο. Ο μάγος τού είχε πάρει όλα τα όπλα· αλλά και τα όπλα του να είχε, πάλι οι θεοί του Δεσμοφύλακα θα τον κατατρόπωναν πολύ γρήγορα. Δεν είμαι η Φαίδρα, δεν έχω μαγεία για να τους πολεμήσω, και ούτε νομίζω πως μπορώ να τους αποφύγω… Μετά, όμως, ένα σχέδιο άρχισε να παίρνει μορφή μέσα στο μυαλό του. Εκείνα τα οράματα που είχε δει αφού ήπιε το απόσταγμα του νούουτ’δακκ (όπως ονόμαζαν το συγκεκριμένο φυτό οι ρους’κρούουμ) τού είχαν αποκαλύψει πολλά. Τον είχαν κάνει να συνειδητοποιήσει διάφορα για τις δυνάμεις του. Δεν έχω μαγεία σαν της Φαίδρας υπό τον έλεγχό μου, αλλά έχω κάτι… άλλο. Δεν ήξερε πώς να το ονομάσει. Ήταν, άραγε, ιερέας τώρα; Ιερέας του Ταρνατάρ’σακ; Ή εκλεκτός του; Και μόνο η σκέψη τον τρόμαζε. Αλλά δεν είχε καιρό να χάσει με το να κάθεται να φοβάται.

Έπρεπε να κάνει το σχέδιό του να πιάσει.

Αλλιώς, θα αναγκαζόταν να υπηρετήσει τον μάγο. Σαν να ήταν δούλος του.

Ο μεταλλαγμένος είχε αποκοιμηθεί παραδίπλα, αλλά ο Φέκταρελ, παρότι ξαπλωμένος, δεν κοιμόταν ακόμα. Τώρα, όμως, το αποφάσισε. Αποφάσισε να κοιμηθεί και να ξεκινήσει το σχέδιό του. Έφερε στο μυαλό του, όσο καλύτερα μπορούσε, τη νοητική κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί πίνοντας το απόσταγμα, κι έκλεισε τα βλέφαρά του νιώθοντας τον υπόγειο κόσμο ν’απλώνεται παντού γύρω του.

Γνώριζε, βέβαια, πως εδώ οι συνθήκες δεν ήταν ίδιες με πριν. Σ’ετούτη τη σπηλιά το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ δεν ήταν τόσο ισχυρό όσο στη σπηλιά όπου τον είχε οδηγήσει ο Άρδαλον’λι· και τώρα δεν είχε πιει καμια ουσία που να φέρνει τον νου του πιο κοντά στον σκοτεινό θεό. Το ταξίδι δεν θα ήταν τόσο εύκολο, ούτε τόσο έντονο.

Ο Φέκταρελ, όμως, σύντομα αποκοιμήθηκε… και μέσα στον ύπνο του ήταν ξύπνιος – μέρος του ευρύτερου ονείρου του Ταρνατάρ’σακ. Αλλά οι κινήσεις του ήταν, όπως το περίμενε, περιορισμένες, σαν να σερνόταν σε βούρκο, όχι σαν να κυλούσε σε ποτάμια ονειρικής ενέργειας. Ωστόσο, έπρεπε να προσπαθήσει, με ό,τι δυνάμεις είχε! Απλώνοντας τη φωνή του πάσχισε να καλέσει την υπόγεια θεά με την οποία είχε συνευρεθεί πριν από αιώνες, μέσα στον αχαλίνωτο χρόνο του ονείρου των υπόγειων βαθών. Τη φώναξε, της ζήτησε βοήθεια. Της ζήτησε να έρθει να τον συντρέξει. Και συγχρόνως κάλεσε τους ρους’κρούουμ της φυλής των Τρέχουμε-Νερό – ζήτησε βοήθεια και από αυτούς, τους πρόσταξε να έρθουν. Και στις δύο περιπτώσεις είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν στο πέρας μιας μακριάς, ανήλιαγης σήραγγας βγάζοντας απ’τον λαιμό του λαρυγγώδεις, απάνθρωπες κραυγές που τα όντα του υπόγειου κόσμου μπορούσαν να αναγνωρίσουν από τις αντηχήσεις μέσα στα σπήλαια και τις σήραγγες. Και ο Φέκταρελ νόμιζε ότι τον άκουσαν, και τον υπάκουσαν. Οι σαμάνοι των ρους’κρούουμ ξεσήκωσαν τη φυλή τους, για να έρθει να συντρέξει το παιδί του Μεγάλου Ταρνατάρ’σακ των πυκνών σκοταδιών και των ατέρμονων λαβυρίνθων. Η θεά ξύπνησε από εκεί όπου αναπαυόταν ανάμεσα στις δαιμονικές νυχτερίδες της, και πέταξε γρήγορα, με τα μαύρα πτηνά ολόγυρά της.

Ο Φέκταρελ ονειρεύτηκε ότι οι σύμμαχοί του έρχονταν, μέσα από ασύλληπτα βάθη, μέσα από τα έγκατα της γης, μέσα από σκοτάδια και υπόγειους ανέμους, μέσα από τον νου του πατέρα του, του Ταρνατάρ’σακ.

Και τσυρίγματα τον ξύπνησαν, μαζί με τις φωνές των θεών του Άρδαλον’λι – δυνατά ρουφήγματα αέρα, πλατσουρίσματα σε αόρατο νερό, ένα γυναικείο γέλιο. Ο μάγος είχε πεταχτεί όρθιος, και κοίταζε σαστισμένος τους ρους’κρούουμ που είχαν μόλις εισβάλει στη σπηλιά του, κραδαίνοντας όπλα που φάνταζαν πρωτόγονα, πηδώντας από δω κι από κει, δαιμονισμένοι. Οι θεοί του τους χτυπούσαν και τους τίναζαν, τους έπνιγαν και τους τσάκιζαν πάνω στο έδαφος και στα τοιχώματα της σπηλιάς, μα οι ποντικάνθρωποι δεν φαινόταν να πτοούνται.

«Φέκταρελ!» φώναξε ο Άρδαλον’λι, έχοντας τραβήξει το ξίφος του και σπαθίσει έναν ρους’κρούουμ. «Διώξε τους, Φέκταρελ! Κάνε τους να φύγουν!» Τραβούσε τώρα και το πιστόλι του.

Αλλά ο Φέκταρελ, γονατισμένος στο ένα γόνατο μέσα στον μαγικό κύκλο, δεν κινήθηκε από τη θέση του. Πίσω του μπορούσε να αισθανθεί ότι ο μεταλλαγμένος ήταν ξύπνιος· άκουγε την αναπνοή του.

Οι ρους’κρούουμ είχαν κυκλώσει τον μάγο και τους θεούς του, και μακελειό επικρατούσε. Τα μάτια του Φέκταρελ παρατηρούσαν, περίμεναν για την κατάλληλη στιγμή.

Ο Άρδαλον’λι φώναξε πάλι το όνομά του, και: «Γιατί δεν κάνεις κάτι; Εσύ τους έφερες εδώ; Εσύ;» Υπήρχε ξαφνικά οργή στη φωνή του.

Κατάλαβε το σχέδιό μου.

Τότε, όμως, η υπόγεια θεά όρμησε μέσα στη σπηλιά: ένας υποχθόνιος άνεμος με δερμάτινες φτερούγες και κεφάλι αχνού γκρίζου φωτός: περιτριγυρισμένη από ένα σμήνος μεγάλες νυχτερίδες που γέμιζαν τον αέρα με τα τσυρίγματα και τα φτεροκοπήματά τους. Ο Φέκταρελ δεν ήξερε αν η θεά θα αποδεικνυόταν αρκετά δυνατή για να κατατροπώσει τους θεούς του Άρδαλον’λι και τον ίδιο τον μάγο μαζί, αλλά ήξερε πως τώρα ήταν αναμφίβολα η καταλληλότερη στιγμή για εκείνον και τον μεταλλαγμένο να δραπετεύσουν.

«Πάμε!» του είπε ο Φέκταρελ, κι έτρεξε έξω απ’τον μαγικό κύκλο, μέσα στο χάος της συμπλοκής. Ο μεταλλαγμένος τον ακολούθησε.

Οι θεοί του Άρδαλον’λι ήταν πολύ απασχολημένοι για να τους σταματήσουν. Αλλά ο μάγος κατάλαβε ότι είχαν βγει από τη φυλακή τους. «Φέκταρελ!» αντήχησε η φωνή του. «Νομίζεις ότι θα μου ξεφύγεις έτσι, Φέκταρελ; Θα σε βρω! Μπορώ να σε βρω όπου κι αν πας! Η μαγεία μου φτάνει παντού! Έρχομαι, Φέκταρελ! ΕΡΧΟΜΑΙ!»

Ο Φέκταρελ και ο μεταλλαγμένος βγήκαν από τη σπηλιά, τρέχοντας μέσα στα υπόγεια βάθη. Και ο δεύτερος ρώτησε: «Πού πηγαίνουμε; Ξέρεις τον δρόμο για επάνω;»

Δεν τον ήξερε. Όταν ο μάγος τούς είχε φέρει εδώ, ήταν κι εκείνος λιπόθυμος όπως κι ο μεταλλαγμένος. «Ναι,» απάντησε, όμως, γιατί μπορούσε εύκολα να διαισθανθεί προς τα πού ήταν η επιφάνεια. Και τα σκοτάδια δεν αποτελούσαν εμπόδιο για τα μάτια του – ακόμα ένα πλεονέκτημα που έπρεπε να χρησιμοποιήσει εναντίον του Άρδαλον’λι. Ο οποίος, πολύ φοβόταν ο Φέκταρελ, σύντομα θα εκπλήρωνε την υπόσχεσή του. Θα ερχόταν για να τον κυνηγήσει. Η υπόγεια θεά και οι ρους’κρούουμ μάλλον δεν θα τον σταματούσαν· ήταν πολύ ισχυρός. Η Φαίδρα το είχε πει στον Φέκταρελ, παλιά: η μαγική δύναμη του Άρδαλον’λι ήταν μεγάλη. Ο Φέκταρελ αισθανόταν άσχημα που είχε στείλει τόσα πλάσματα του πατέρα του σε θάνατο. Προσπάθησε, όμως, να διώξει αυτή την αίσθηση από μέσα του, γιατί – ο Ταρνατάρ’σακ ΔΕΝ είναι πατέρας μου! Μου συνέβη ό,τι μου συνέβη επειδή τραυματίστηκα από εκείνο το σπαθί! Γιατί έπρεπε να το θυμίζει συνέχεια στον εαυτό του αυτό; Επειδή ένιωθε τόσο οικεία εδώ, κάτω από τη γη, μες στα σκοτάδια; Δεν είμαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου! Δεν είμαι ο εκλεκτός που βλέπουν οι ρους’κρούουμ και οι θεοί εδώ κάτω.

«Φέκταρελ!» άκουσε πίσω του τη φωνή του μεταλλαγμένου. «Πού είσαι; Φέκταρελ!»

Φυσικά. Δεν μπορούσε να δει μες στα σκοτάδια. Είχε μπερδευτεί, είχε ξεμείνει. Ο Φέκταρελ, στρεφόμενος, τον ατένισε να αγγίζει έναν μεγάλο σταλαγμίτη όπως ο ναυαγός που πιάνεται από μια σανίδα και φωνάζει βοήθεια. «Εδώ είμαι,» του είπε, επιστρέφοντας κοντά του. «Εδώ είμαι. Πιάσε το χέρι μου.» Γράπωσε τον πήχη του μεταλλαγμένου, κι ο μεταλλαγμένος γράπωσε τον δικό του πήχη. «Πάμε.»

Συνέχισαν τον δρόμο τους μέσα στα υπόγεια, ακολουθώντας στριφτές σήραγγες, διασχίζοντας μεγαλύτερες και μικρότερες σπηλιές, περνώντας από δάση σταλαγμιτών και σταλακτιτών, σκαρφαλώνοντας κρημνούς και αποφεύγοντας βάραθρα – ανεβαίνοντας προς την επιφάνεια. Και, συγχρόνως, ο Φέκταρελ αλλοίωνε πίσω τους την υπόγεια γεωγραφία όπως μπορούσε: άλλαζε τις στροφές των περασμάτων, πύκνωνε τα πέτρινα δάση, έκλεινε ανοίγματα για να τα κάνει να παρουσιαστούν αλλού, στένευε διόδους, δημιουργούσε χαντάκια. Και για να τα πραγματοποιήσει όλα αυτά δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο απ’το να αγγίζει τις πέτρες και να έρχεται σε επαφή με τον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ, νιώθοντας κι εκείνος μέρος του ονείρου του. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάω – ΔΕΝ είμαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου – δεν είμαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου! – δεν είμαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου! Κάτι μέσα του διαμαρτυρόταν ενάντια σ’ετούτη την επαναλαμβανόμενη σκέψη, αλλά ο Φέκταρελ προσπαθούσε να το καταπνίξει.

Ο δρόμος προς την επιφάνεια δεν ήταν εύκολος, αλλά ούτε και δύσκολος ήταν, για έναν άνθρωπο με τις ικανότητές του. Κάποια στιγμή είδε ένα άνοιγμα από πάνω του, από το οποίο πρωινό φως ερχόταν. Κοίταξε το ρολόι του: δύο ώρες πριν από το μεσημέρι. Τι ώρα ξύπνησα; Τι ώρα επιτέθηκαν οι ρους’κρούουμ; Δεν είχε κοιτάξει τότε το ρολόι του, ούτε μετά· και καθώς διέσχιζε τον υπόγειο κόσμο, ανεβαίνοντας, είχε χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου. Μπορεί να προχωρούσε μερικά δεκάλεπτα, ή ώρες ολόκληρες.

«Φτάσαμε,» άκουσε τον μεταλλαγμένο να λέει βαριανασαίνοντας. «Φτάσαμε!»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ αφήνοντας το χέρι του και ανεβαίνοντας προς το φως. Το άνοιγμα πρέπει να ήταν το ίδιο απ’το οποίο είχαν μπει, προτού συναντήσουν τον Άρδαλον’λι. Δε μπορεί να υπήρχαν πολλά τέτοια ανοίγματα εδώ κοντά. Εκτός αν έχουμε βρεθεί σε κάποια άλλη, τελείως διαφορετική περιοχή… Όμως ο Φέκταρελ δεν το νόμιζε.

Κι όταν έφτασε επάνω και βγήκε απ’τη σπηλιά διαπίστωσε πως είχε δίκιο. Βρίσκονταν στο μέρος απ’όπου είχαν κατεβεί στον υπόγειο κόσμο. Κι αισθανόταν εντός του κάτι να του λείπει, σαν να είχε βρεθεί ξαφνικά μακριά από την πατρίδα του, από το φυσικό του περιβάλλον. Το μέρος του εαυτού του που ήταν συνδεδεμένο με τον Ταρνατάρ’σακ ήθελε να είναι στον υπόγειο κόσμο, όχι εδώ. Εδώ δεν ένιωθε καλά, και οργιζόταν. Ο Φέκταρελ, όμως, δεν ήταν πλάσμα του υπόγειου κόσμου: δεν μπορούσε να μείνει για πάντα εκεί κάτω: δεν ήθελε να μείνει για πάντα εκεί κάτω.

Τι θα κάνω; αναρωτήθηκε. Πού θα πάω τώρα; Μπορούσε να επιστρέψει στον Ζαώρδιλ και στους άλλους; Στη Φαίδρα; Ή θα τους έβαζε σε κίνδυνο; Τα όνειρα του υπόγειου κόσμου θα έρχονταν ξανά; Οι βίαιες επιθυμίες θα έρχονταν ξανά; Το τέρας θα άρχιζε πάλι να παίρνει τον έλεγχο του σώματός του;

«Τι περιμένουμε;» είπε ο μεταλλαγμένος. «Ας απομακρυνθούμε!»

Ο Φέκταρελ στράφηκε να τον κοιτάξει, κι ο μεταλλαγμένος πρέπει να είδε κάτι τρομαχτικό στην όψη του γιατί αμέσως έκανε δυο βήματα όπισθεν.

«Έχεις δίκιο,» του είπε ο Φέκταρελ, όσο πιο ήπια μπορούσε, «πρέπει ν’απομακρυνθούμε. Ο Άρδαλον’λι θα μας κυνηγήσει.» Δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’αυτό.

«Είναι… είναι ζωντανός;»

«Δε νομίζω να έχει σκοτωθεί.» Ο Φέκταρελ άρχισε να βαδίζει.

Ο μεταλλαγμένος τον ακολούθησε. «Πού θα πάμε;»

Ο Φέκταρελ, καθώς στράφηκε πάλι να τον κοιτάξει, συνειδητοποίησε πώς ήταν η εμφάνισή του. Δέρμα σαν ραγισμένη γη, κέρατα στους ώμους, κοκκινωπά μάτια. Κι αφήσαμε την κάπα μου στη σπηλιά του μάγου… «Πρέπει να βρούμε ένα μέρος για να κρυφτείς, γι’αρχή,» του είπε. Δε μπορούσε να πλησιάσει ούτε σε χωριό ούτε σε πόλη μαζί του· οι κάτοικοι αμέσως θα αναστατώνονταν, και οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού σύντομα θα μάθαιναν για την παρουσία του μεταλλαγμένου.

Έτρεξαν, μέσα στην ύπαιθρο.

*

Ο μεταλλαγμένος περίμενε σ’ένα σύδεντρο, ανήσυχος σαν κυνηγημένο θηρίο, έτοιμος να χιμήσει σε όποιον – σε ό,τι – τον ζύγωνε απροειδοποίητα.

Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, κάνοντας την καλοκαιρινή ζέστη αφόρητη. Το ραγισμένο δέρμα του μεταλλαγμένου ζεσταινόταν υπερβολικά, η αναπνοή του ήταν βαριά. Το σώμα του έτρεμε· τα νεύρα του δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν. Οι σκέψεις του ήταν ανάκατες· η παλιά του ζωή τού έμοιαζε με μισοξεχασμένο όνειρο από το οποίο είχε ξυπνήσει όταν έσπασε τα δεσμά του και επιτέθηκε στους φρουρούς του ορυχείου. Τους φοβόταν. Ήξερε ότι θα του έκαναν φρικτά πράγματα. Ευτυχώς ο Φέκταρελ τον είχε σώσει. Ήταν θεός, σίγουρα! Είχε δυνάμεις ακατονόμαστες. Και ο μεταλλαγμένος τον αισθανόταν, επιπλέον, σαν πατέρα ή σαν θείο του. Αν δεν ήταν αυτός, νόμιζε πως δεν θα είχε επιβιώσει. Πού θα πήγαινε;

Και τώρα πάλι αυτόν περίμενε, ενώ η ώρα περνούσε.

Ο Φέκταρελ είχε πάει σ’ένα χωριό βόρεια της Κάρνατεβ για ν’αγοράσει προμήθειες πουλώντας έναν λυκόχοιρο που είχαν θηρεύσει μαζί πιο πριν. Τον είχαν σκοτώσει χωρίς κανέναν όπλο. Ο Φέκταρελ τον είχε εντοπίσει και τον είχε κυνηγήσει, τρέχοντας στα τέσσερα και πηδώντας πάνω στη ράχη του, καβαλώντας τον· οπότε ο μεταλλαγμένος είχε εφορμήσει και τον είχε καρφώσει με το κέρατο του δεξή του ώμου, κι ύστερα με το κέρατο του αριστερού ώμου.

Και τα δύο κέρατα ήταν τώρα σκεπασμένα με ξεραμένο αίμα, καθώς ο μεταλλαγμένος περίμενε μέσα στο σύδεντρο, μέσα στη ζέστη του μεσημεριού.

Πλατσουρίσματα επάνω στο νερό, από μικρά πόδια.

Ποιο νερό; Ο μεταλλαγμένος δεν βρισκόταν κοντά στον ποταμό–

Αισθάνθηκε, απρόσμενα, μια θηλυκή παρουσία κοντά του, γύρω του, να τον τυλίγει – να τον πνίγει! Ο μεταλλαγμένος προσπάθησε να της ξεφύγει, αλλά ήταν λες και κάποιος να τον είχε βουτήξει κάτω απ’το νερό και να τον κρατούσε εκεί. Βρισκόταν ανάσκελα στο έδαφος παλεύοντας με κάτι που οι αισθήσεις του αδυνατούσαν να αντιληφτούν πλήρως αλλά το αναγνώριζαν ως θηλυκό. Τον είχε καβαλήσει και δεν τον άφηνε να σηκωθεί, ούτε να αναπνεύσει. Και, συγχρόνως, υπήρχε κάτι το βίαια ερωτικό στις ενέργειες αυτής της δαιμόνισσας. Τον ερέθιζε σαν να συνουσιάζονταν· ο μεταλλαγμένος αισθανόταν τον φαλλό του να έχει απότομα ορθωθεί, επώδυνα. Σκοτάδι πύκνωνε γύρω από τα μάτια του. Το τέλος του πλησίαζε…

Η δαιμονική θεά γελούσε.

Αλλά μετά, απρόσμενα, έκανε πίσω. Αφήνοντάς τον ν’ανασάνει.

Η αναπνοή του μεταλλαγμένου ήταν δύσκολη και, ταυτόχρονα, εσπευσμένη. Η δαιμόνισσα εξακολουθούσε να βρίσκεται επάνω του, βαριά σαν πελώριος βράχος, μην επιτρέποντάς του να σηκωθεί, αλλά τουλάχιστον δεν τον έπνιγε πλέον. Τον είχε τραβήξει στην επιφάνεια του φανταστικού νερού όπου πριν από λίγο τον είχε βυθίσει.

Η όραση του μεταλλαγμένου καθάρισε, και νόμιζε τώρα ότι μπορούσε να διακρίνει καλύτερα τη θεά, σαν για κάποιο λόγο η μορφή της να είχε γίνει πιο υλική από πριν – ή ίσως αυτός να ήταν ένας αντικατοπτρισμός της αληθινής μορφής της. Μια απειλητική κορακομάλλα γυναίκα με γυαλιστερά μάτια και δέρμα πορφυροπράσινο, ντυμένη με φύλλα και αναρριχώμενα φυτά. Θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει όμορφη, αν δεν ήταν τόσο καταφανώς εχθρική. Τα δόντια της στραφτάλιζαν σαν του λύκου.

Παραδίπλα, ο μεταλλαγμένος είδε μια άλλη μορφή να στέκεται. Μια μορφή που ήταν αναμφίβολα υλική, και καθόλου θηλυκή. Ένας άντρας μεγάλης ηλικίας, γκριζομάλλης, μουσάτος, και αγριοπρόσωπος, με μάτια σαν αρπακτικού πτηνού ή κυνηγού. Ο μάγος!

«Πού είναι ο Φέκταρελ, τέρας;» ρώτησε. «Στο χωριό έχει πάει;»

Ο μεταλλαγμένος δεν μίλησε· δεν μπορούσε να προδώσει τον σωτήρα του!

«Μην είσαι ανόητος,» του είπε ο Άρδαλον’λι. «Το ξέρω ότι έχει πάει στο χωριό. Πώς λες να σε βρήκα; Εσένα νομίζεις ότι ακολουθούσα;»

Ο μεταλλαγμένος πάλεψε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του· η δαιμονική θεά τον κρατούσε κάτω, και τώρα η μορφή της δεν ήταν καθόλου ευδιάκριτη: είχε εξαφανιστεί από τα μάτια του. Μονάχα το βάρος της παρέμενε, και η θηλυκή της παρουσία.

«Τι έχει πάει να κάνει στο χωριό; Έχει κανέναν γνωστό εκεί; Τον περιμένει κανείς;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

Ο μεταλλαγμένος δεν μίλησε.

«Κάνε ό,τι νομίζεις μαζί του,» είπε ο Άρδαλον’λι – και ήταν προφανές ότι μιλούσε στη δαιμονική θεά.

Το γέλιο της αντήχησε στ’αφτιά του μεταλλαγμένου, αλλά, προτού αρχίσει πάλι να τον πνίγει, εκείνος πρόλαβε να πει: «Περίμεν–!»

Η θεά τού επέτρεψε να αναπνεύσει ξανά.

Ο μάγος τον κοίταζε με ερωτηματικό βλέμμα.

«Πήγε να πάρει προμήθειες, εξοπλισμούς…» είπε ο μεταλλαγμένος βαριανασαίνοντας.

«Θα επιστρέψει εδώ, λοιπόν…»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο μεταλλαγμένος, νιώθοντας ότι είχε προδώσει έναν πολύ ισχυρό θεό που του είχε προσφέρει μεγάλη βοήθεια.

Παραδίπλα, το καλοκαιρινό χορτάρι κινήθηκε απότομα καθώς κάτι ρουφούσε τον αέρα.

*

Τον προειδοποίησε ο φόβος που αισθάνθηκε να έρχεται από το σύδεντρο σαν μολυσμένος άνεμος. Ο φόβος του συγγενή του – του μεταλλαγμένου.

Ο Φέκταρελ παραξενεύτηκε. Γιατί τέτοιος φόβος;

Σταμάτησε να βαδίζει, ατενίζοντας το σύδεντρο από απόσταση μισού χιλιομέτρου. Τα μάτια του, παρά την υπερφυσικά διευρυμένη όρασή τους, δεν διέκριναν τίποτα να συμβαίνει εκεί. Ή, ό,τι κι αν συνέβαινε το έκρυβαν τα δέντρα. Ο Φέκταρελ ήταν καλός ανιχνευτής, και είχε διαλέξει καλό σημείο για κρυψώνα. Πάντως, αν κάποια συμπλοκή γινόταν, σίγουρα θα την έβλεπε…

Αφουγκράστηκε, επίμονα. Πολλές φορές, ό,τι δεν σου λένε τα μάτια σου μπορούν να σου το αποκαλύψουν τ’αφτιά σου. Και τώρα, η τρομερά οξυμένη ακοή του Φέκταρελ έπιασε κάτι το αφύσικο μέσα στην καλοκαιρινή, μεσημεριανή άπνοια.

Ρουφήγματα αέρα.

Γνώριμα ρουφήγματα αέρα.

Ο μάγος. Μας βρήκε.

Ο Φέκταρελ έσφιξε τη γροθιά του, οργισμένα. Μας βρήκε, και έχει αιχμαλωτίσει τον μεταλλαγμένο. Το κάθαρμα! Μου έχει στήσει παγίδα. Και πώς μπορούσε να τον αντιμετωπίσει; Εδώ δεν είχε ούτε τις γεωμορφικές δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ. Είχε μόνο τις υπερβολικά οξυμένες αισθήσεις του για συμμάχους· και δεν νόμιζε ότι αυτοί οι σύμμαχοι θ’αποδεικνύονταν αρκετοί για να κατατροπώσουν τους θεούς του Άρδαλον’λι. Ούτε καν όπλα δεν είχε μαζί του, πέρα από ένα παλιό πιστόλι που είχε αγοράσει στο χωριό από έναν φύλακα της περιοχής κι ένα απλό σπαθί που είχε αγοράσει από τον τοπικό σιδερά. Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, αναμφίβολα, θα γελούσε βλέποντάς το. Σπαθί είναι ή βέργα; θα έλεγε. Κανένας σοβαρός μισθοφόρος δεν θα το χρησιμοποιούσε. Ούτε αυτό ούτε το πιστόλι. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, όσο καλά κι αν ήταν τα όπλα του δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τους θεούς του μάγου…

Δε γίνεται να σώσω τον μεταλλαγμένο, αυτή τη φορά, σκέφτηκε, με κάποια θλίψη, ο Φέκταρελ. Με συγχωρείς, φίλε μου… Μπορούσε μονάχα να ελπίζει πως ο Άρδαλον’λι, μην έχοντας κανένα ενδιαφέρον γι’αυτόν, δε θα τον σκότωνε.

Γυρίζοντας απ’την άλλη, άρχισε να τρέχει.

Και σε λίγο, έτρεχε με τα τέσσερα, ενώ η καινούργια κάπα που είχε αγοράσει απ’το χωριό ανέμιζε πάνω από τη ράχη του.

Όσοι έτυχε να τον δουν από απόσταση τον πέρασαν για κάποιου είδους μυστηριώδες θηρίο.

*

Επάνω στη γυαλιστερή λεπίδα του ξιφιδίου του, ο Άρδαλον’λι είδε την κόκκινη κουκίδα που πλησίαζε τη θέση του να αλλάζει ξαφνικά κατεύθυνση και ν’απομακρύνεται, πολύ πιο γρήγορα απ’ό,τι ερχόταν.

«Με κατάλαβε…» μουρμούρισε. Οι διευρυμένες αισθήσεις του Φέκταρελ πρέπει να τον είχαν προειδοποιήσει. Φάνηκα απρόσεχτος, ίσως, σκέφτηκε ο Άρδαλον’λι. Ήταν κουρασμένος. Η μάχη του με τους ρους’κρούουμ τον είχε κουράσει, κι εκείνη την υπόγεια θεά είχε δυσκολευτεί να την τρέψει σε φυγή με Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως. Και μετά, το ταξίδι προς την επιφάνεια τον είχε κουράσει ακόμα περισσότερο: Προσπαθούσε να βρει τον σωστό δρόμο μέσα από γεωμορφικά αλλαγμένα περάσματα και σπήλαια, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιούσε Ξόρκι Ανιχνεύσεως για να εντοπίζει τον Φέκταρελ· επειδή φοβόταν πως ίσως ο γιος του Ταρνατάρ’σακ να τον περίμενε κάπου έχοντας στήσει ενέδρα γι’αυτόν, ή ίσως να μην πήγαινε προς τον επάνω κόσμο αλλά κάπου αλλού μέσα στα υπόγεια. Τελικά, όμως, ο Φέκταρελ είχε βγει από τα σπήλαια, και ο Άρδαλον’λι τον είχε ακολουθήσει. Είχε ψάξει γι’αυτόν στις ερημιές, συνεχίζοντας το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Στην αρχή τον είχε χάσει, αλλά μετά τον είχε πάλι βρει. Και είχε οδηγηθεί εδώ, κοντά σε τούτο το χωριό. Είχε αναρωτηθεί αν κι ο μεταλλαγμένος πήγε μαζί με τον Φέκταρελ, στο χωριό, και με το επόμενο ξόρκι του αναζήτησε αυτόν, και τον βρήκε στο σύδεντρο…

Τα μάτια του Άρδαλον’λι στράφηκαν τώρα στον μεταλλαγμένο, που η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού εξακολουθούσε να κρατά κάτω, παίζοντας μαζί του. Να τον σκοτώσω, ή μπορεί να μου φανεί χρήσιμος ακόμα;

Θα ήταν βάρος περισσότερο, παρά οτιδήποτε άλλο. Και ίσως ο Φέκταρελ να μπορούσε να διαισθανθεί κάποια πράγματα μέσω αυτού. Είχε πει ότι τον ένιωθε κοντά του, σαν συγγενή του· έτσι δεν είχε πει;

Ο Άρδαλον’λι πρόσταξε, νοητικά, την Αθήρευτη Κόρη να σκοτώσει τον μεταλλαγμένο, και τους είδε να παλεύουν για λίγο επάνω στο καλοκαιρινό χορτάρι του σύδεντρου. Ο μεταλλαγμένος, φυσικά, δεν μπορούσε να φωνάξει, αλλά η μάχη που έδωσε ήταν αξιοθαύμαστη· η δύναμή του πρέπει να ήταν μεγάλη – μεγαλύτερη, αναμφίβολα, από ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Ο ιός που τον είχε μολύνει τον είχε δυναμώσει κιόλας.

Μετά από λίγο, όμως, ήταν νεκρός.

Και ο Άρδαλον’λι σηκώθηκε από τον χορταριασμένο βράχο όπου καθόταν, νιώθοντας το σώμα του και το μυαλό του κουρασμένα. Δε μπορούσε να συνεχίσει ν’ακολουθεί τον Φέκταρελ με Ξόρκι Ανιχνεύσεως, αλλά είχε δει προς τα πού είχε κατευθυνθεί. Θα τον κυνηγούσε, χωρίς βιασύνη. Στο τέλος θα τον έβρισκε. Κι αυτή τη φορά δεν θα τον άφηνε να του ξεφύγει. Ο Άρδαλον’λι είχε φυλακίσει πανίσχυρους δαίμονες, όπως τη Σκιά της Γέφυρας, και τους είχε βάλει να κάνουν το θέλημά του· ένας απλός άνθρωπος, ακόμα κι αν ήταν παιδί του Ταρνατάρ’σακ, δεν μπορούσε να του αντισταθεί.

Η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού και ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος τον ακολούθησαν έξω από το σύδεντρο.

Ο μάγος έβγαλε ένα φλασκί από τον σάκο του και ήπιε μια γουλιά νερό, καθώς βάδιζε κάτω από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο με την κουκούλα της κάπας του σηκωμένη στο κεφάλι.

Κεφάλαιο Τριακοστό-Έκτο
Μάγοι Μέσα στη Νύχτα

Το καλοκαίρι αργούσε να βραδιάσει, αλλά μόλις ο ήλιος έδυσε και σκοτάδι απλώθηκε στη μεγάλη πόλη η Φαίδρα’λι και η Σανκάρλι’μορ έφυγαν από την πολυκατοικία στην Κεντρική Αγορά. Οι μεταμφιέσεις τους ήταν απλές, μονάχα για να κρύβουν τα βασικά χαρακτηριστικά της εμφάνισής τους: κάπες με τις κουκούλες σηκωμένες, τίποτα περισσότερο· καμια έξυπνη ψευδαίσθηση, όπως οι κόκκινες κάλτσες που είχε φορέσει τις άλλες φορές η Σανκάρλι. Εξάλλου, είχε διαπιστώσει πως ίσως να μην ήταν και τόσο αποτελεσματικές ως μεταμφίεση, τελικά. Εκείνη τη νύχτα που είχε συναντήσει τον Φέκταρελ, οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού την είχαν εντοπίσει. Εκτός, βέβαια, αν η Φαίδρα είχε δίκιο και δεν είχαν παρακολουθήσει τη Σανκάρλι από το σπίτι της αλλά παρακολουθούσαν την περιοχή κοντά στην παράκτια βάση για πιθανούς κατασκόπους. Όπως και νάχε, η Σανκάρλι είχε αποφασίσει τώρα να μεταμφιεστεί με πιο απλό τρόπο. Και δεν βγήκε, άλλωστε, από την είσοδο της πολυκατοικίας μαζί με τη Φαίδρα, αλλά από το πίσω παράθυρο της μικρής αποθήκης των καθαριστών ξανά.

«Θα χρειαστούμε μεταφορικό μέσο αν είναι να ερευνήσουμε την ύπαιθρο έξω από την πόλη,» είπε τώρα στη Δεσμοφύλακα, καθώς βρίσκονταν σε κάτι μικρότερους δρόμους νότια της Άφλεκτης. «Έχεις άλογο;»

Η Φαίδρα έγνεψε αρνητικά. «Όχι.»

«Θα πρέπει, επομένως, ή να πάμε να πάρουμε το άλογό μου και να νοικιάσω ένα και για σένα, ή να νοικιάσουμε ένα μηχανοκίνητο όχημα και για τις δυο μας. Προτείνω το τελευταίο. Συμφωνείς;»

«Είναι το καλύτερο, νομίζω,» αποκρίθηκε η Φαίδρα.

Και η Σανκάρλι την οδήγησε σ’ένα γκαράζ στη νοτιοδυτική μεριά της Κεντρικής Αγοράς, ύστερα από κανένα τέταρτο βαδίσματος μέσα σε δρόμους φωτισμένους από ενεργειακές λάμπες ή ημιφωτισμένους από λάμπες λαδιού. Το γκαράζ σκεπαζόταν κατά το ήμισυ από πέτρινη οροφή και κατά το άλλο ήμισυ από δερμάτινη, η οποία επί του παρόντος ήταν μαζεμένη. Η Σανκάρλι μίλησε στον υπάλληλο στο γραφείο λέγοντας πως ήθελε να νοικιάσει ένα δίκυκλο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που νοίκιαζε όχημα από εδώ, αλλά, και πάλι, ο υπάλληλος τής ζήτησε ταυτότητα. Εκείνη τού έδωσε την ταυτότητα που την αναγνώριζε ως μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών, και ο υπάλληλος πληκτρολόγησε έναν αριθμό στην κονσόλα του συστήματός του και της την επέστρεψε. Ύστερα, οδήγησε εκείνη και τη Φαίδρα στα δίκυκλα και τις άφησε να διαλέξουν όποιο ήθελαν.

Όταν βγήκαν από το γκαράζ καβαλούσαν ένα μαύρο όχημα με ψηλούς ατρακτοειδείς τροχούς, η Σανκάρλι καθισμένη μπροστά, η Φαίδρα πίσω. Έφυγαν από την Κεντρική Αγορά και έπιασαν την Άφλεκτη, ακολουθώντας την προς τα δυτικά. Πέρασαν την Πύλη των Αγρών και βγήκαν στην ύπαιθρο έξω από την πόλη.

«Από πού θα ξεκινήσουμε να ψάχνουμε για τον Φέκταρελ;» ρώτησε η Φαίδρα, καθώς η Σανκάρλι οδηγούσε ανάμεσα σε αγροκτήματα και υποστατικά. «Κι αν είναι να κάνεις το Ξόρκι Ανιχνεύσεως ενώ κινούμαστε, δε θα ήταν καλύτερα εγώ να οδηγώ;»

«Ξέρεις;»

«Φυσικά.»

Η Σανκάρλι σταμάτησε το δίκυκλο και κατέβηκαν, για ν’αλλάξουν θέσεις, με τη Φαίδρα τώρα καθισμένη μπροστά.

«Προς τα πού να μας πάω, λοιπόν;» ρώτησε η Δεσμοφύλακας, ρίχνοντας μια ματιά στην Τεχνομαθή πάνω απ’τον ώμο της, καθώς ξεκινούσε το όχημα, με τον προβολέα του να διαλύει τα σκοτάδια της νύχτας.

«Όπως σου είπα ήδη, δεν έχω ιδέα προς τα πού μπορεί να κατευθύνθηκε ο Φέκταρελ, Φαίδρα,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι, και η Φαίδρα την άκουσε να μουρμουρίζει λόγια στη γλώσσα της μαγείας πίσω της καθώς η Τεχνομαθής έκανε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Δεν της μίλησε, για να μην τη διακόψει· αλλά μετά τη ρώτησε: «Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν χρειάζεται κάποια επιφάνεια εστίασης; Κάποιον καθρέφτη;»

«Ναι. Όπως το ρολόι μου.»

Η Φαίδρα γύρισε το κεφάλι ξανά για να την κοιτάξει, και την είδε να ατενίζει ένα ρολόι στον καρπό της, που η οθόνη του ήταν άδεια. Επάνω της δεν υπήρχε καμια κόκκινη κουκίδα. «Δεν τον βρήκες· τον βρήκες;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι· «εξακολουθεί να είναι πέρα από την εμβέλεια της ανίχνευσής μου.»

«Καλύτερα να πάμε κοντά στη βάση,» πρότεινε η Φαίδρα, «εκεί όπου τον συνάντησες πριν.»

«Νομίζεις ότι θα έχει επιστρέψει εκεί;»

«Δεν είμαι σίγουρη,» είπε η Φαίδρα, «αλλά μπορεί, αφού κάτι τον ενδιέφερε στη βάση. Επιπλέον, ίσως να βρούμε τα ίχνη του.»

«Γνωρίζεις ιχνηλασία;»

«Μερικά πολύ βασικά πράγματα, μόνο, τα οποία κυρίως μου έμαθε ο Φέκταρελ. Δεν είμαι από τη Φεηνάρκια… Εσύ, όμως, είσαι.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι, «αλλά κι εγώ βασικά πράγματα ξέρω μόνο. Είμαι κορίτσι των πόλεων.»

«Νόμιζα ότι όλοι οι Φεηνάρκιοι έχουν κάποιες υπαίθριες ικανότητες…»

«Όσες τούς χρειάζονται για να επιβιώνουν όταν βρίσκονται έξω από τις πόλεις. Σου είπα: ξέρω κάποια βασικά πράγματα από ιχνηλασία. Δεν είμαι βέβαιη όμως ότι θα είναι αρκετά για να εντοπίσουμε τον Φέκταρελ. Τον συνάντησα πριν από…» – σκέφτηκε προς στιγμή – «πριν από τέσσερις νύχτες. Τα ίχνη, αν υπάρχουν ακόμα, θα είναι παλιά, ξεθωριασμένα.»

«Όπως και νάχει,» είπε η Φαίδρα· «δεν υπάρχει κανένα καλύτερο μέρος για να ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας. Υπάρχει;»

«Μπορεί πάλι κάποιος κατάσκοπος να μας δει, κοντά στη βάση…»

«Κακό δικό του,» είπε η Φαίδρα· «έχω την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μαζί μου. Δείξε μου προς τα πού να πάω, Σανκάρλι.»

Η Σανκάρλι ήταν διστακτική – δεν ήθελε πάλι να μπλέξει με τους κατασκόπους του Αρχισυγκλητικού· δεν ήταν κανείς να τους υποτιμά – όμως, τελικά, της έδειξε. «Προς τα εκεί,» είπε, και η Φαίδρα έστριψε το δίκυκλο.

Η Σανκάρλι έκανε ξανά το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, ελπίζοντας πως ίσως κατόρθωνε να εντοπίσει τον Φέκταρελ προτού φτάσουν στην περιοχή κοντά στη βάση… αν και δεν το νόμιζε.

Η Φαίδρα οδηγούσε με προσοχή, παρατηρώντας το τοπίο, προσπαθώντας να το μάθει, γιατί πρώτη φορά ερχόταν σ’ετούτα τα μέρη. Συγχρόνως, διάβαζε τη Γλώσσα ανάμεσα στις σκιές, ανάμεσα στις πέτρες και τη βλάστηση, ανάμεσα στα σκοτάδια και στο φως των τριών φεγγαριών. Καμια χρήσιμη πληροφορία, όμως, δεν λάμβανε· μονάχα ασυναρτησίες. Αλλά στο μυαλό της ήρθε εκείνη η φορά, πριν από χρόνια, που είχε κυνηγήσει, μέσω του αντίστροφου κόσμου, τον Οργισμένο Τιμωρό των Κατακρεουργημένων Τόπων. Η Φαίδρα είχε ξεκινήσει από τον Κύκλο των Λίθων, στη Βιλγκέροβ, όπου ο Τιμωρός είχε απαγάγει τον θεό της πόλης και την Ιέρεια, και τον είχε ακολουθήσει προς τους Πυκνούς Τόπους και μέσα σ’αυτούς – μέχρι που έχασε τα ίχνη του, εξαιτίας, ίσως, του αθέατου βασιλίσκου. Αναρωτιόταν αν και τώρα θα μπορούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο με τον Φέκταρελ: ξεκινώντας από το τελευταίο σημείο εμφάνισής του να τον ακολουθήσει μέσω του αντίστροφου κόσμου… Δεν είχε πει, βέβαια, τίποτα στη Σανκάρλι γι’αυτό, γιατί ό,τι είχε σχέση με τον αντίστροφο κόσμο και τη Γλώσσα δεν ήταν ποτέ σίγουρο. Εκτός από τα νοομορφικά ενδύματα.

«Τον βρήκες;» τη ρώτησε τώρα.

«Όχι.» Ακουγόταν ακόμα εστιασμένη στο ξόρκι της.

Μετά από λίγο, η Φαίδρα είδε θάλασσα αντίκρυ τους. «Φτάσαμε στην ακτή. Είμαστε στο σωστό μέρος;»

«Ναι. Σβήσε τον προβολέα και σταμάτα.»

Η Φαίδρα τον έσβησε και σταμάτησε το όχημα. Κατέβηκαν από τη σέλα, η μία μετά την άλλη.

«Βλέπεις τη βάση;» ρώτησε η Σανκάρλι. «Τα φώτα που διακρίνονται;»

«Ναι.»

«Θα πλησιάσουμε χωρίς το δίκυκλο.»

Η Φαίδρα ένευσε, συμφωνώντας.

Η Σανκάρλι άγγιξε το τιμόνι του δίκυκλου και ύφανε μια Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος.

Η Φαίδρα την περίμενε παραπάνω από ένα πεντάλεπτο, μην ξέροντας τι ακριβώς έκανε η Τεχνομαθής αλλά υποθέτοντας πως ήταν κάτι που είχε σχέση με τους μηχανισμούς του οχήματός τους. «Τι ήταν αυτό;» τη ρώτησε, όταν η Σανκάρλι τελείωσε κι άρχισαν να βαδίζουν προς την ακτή χωρίς καθυστέρηση.

«Μαγγανεία Μηχανικού Κλειδώματος. Κανένας εκτός από εμένα δεν μπορεί τώρα να ενεργοποιήσει το δίκυκλό μας.»

«Πιστεύεις ότι εδώ πέρα, μες στην ερημιά, θα βρεθεί κλέφτης;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι, αλλά κυρίως φοβόταν τους κατασκόπους του Αρχισυγκλητικού που ίσως να παρακολουθούσαν την περιοχή.

Γλιστρώντας μέσα στη νύχτα, βαδίζοντας γρήγορα αλλά και προσεχτικά, οι δύο μάγισσες έφτασαν στο ύψωμα όπου η Σανκάρλι είχε συναντήσει τον Φέκταρελ. Ανέβηκαν με μεγάλη επιφύλαξη, μήπως κανένας φρουρός παραμόνευε. Ψυχή, όμως, δεν ήταν εδώ. Η Σανκάρλι άναψε έναν φακό για να κοιτάξουν το έδαφος. Υπήρχαν ακόμα κάποια σημάδια στη γη και στα χόρτα, παρατήρησαν κι οι δυο τους, χωρίς καμία να μιλήσει. Ήταν όμως όλα μπερδεμένα.

«Ήρθαν πολλοί φρουροί εδώ, μετά, ε;» είπε τελικά η Φαίδρα.

«Ναι, αρκετοί.»

Η Φαίδρα εστίασε τη ματιά της – ή, μάλλον, το μυαλό της – στον αντίστροφο κόσμο, στα διαστήματα ανάμεσα στα αντικείμενα κι ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Προσπάθησε να διαβάσει τη Γλώσσα. Προσπάθησε να τη διαβάσει κυρίως από το αντίστροφο των σημαδιών που είχαν μείνει στη γη και στη βλάστηση.

Ξάφνιασμα, διάβασε. Πόνος… Οργή… Ξάφνιασμα/πόνος… Αναζήτηση… Διάσωση…

Διάσωση; Η Φαίδρα ακολούθησε αυτό το νοητικό νήμα του αντίστροφου κόσμου. Οργή/διάσωση… Συγγένεια/αναζήτηση… Έκανε νόημα στη Σανκάρλι να την ακολουθήσει γιατί νόμιζε ότι ίσως να είχε βρει κάτι που είχε αφήσει πίσω του ο Φέκταρελ. Βάδισε προς τα ανατολικά και, μετά, βόρεια.

«Τι βλέπεις;» τη ρώτησε η Σανκάρλι, απορημένη, γιατί, παρότι είχε σβήσει τώρα τον φακό της, η Φαίδρα συνέχιζε να ακολουθεί κάτι που έμοιαζε μονάχα η ίδια να μπορεί να διακρίνει. Είχαν κατεβεί από το ύψωμα και προχωρούσαν μέσα στις νυχτερινές ερημιές.

Η Φαίδρα τής έκανε νόημα, με το χέρι, να μη μιλά. Δεν ήθελε να χάσει το νήμα του αντίστροφου κόσμου που ακολουθούσε. Μετά από λίγο, όμως, το έχασε – και δεν έφταιγε η Σανκάρλι γι’αυτό. Το ίδιο το τοπίο έμοιαζε να καταπίνει τα ίχνη: ένας ψίθυρος που χανόταν μέσα στην πολυφωνία.

«Γαμώ τις Λάμιες, γαμώ…!» μουρμούρισε η Φαίδρα.

«Τι είναι;» ρώτησε η Σανκάρλι. «Τι βλέπεις τόση ώρα;»

Η Φαίδρα στράφηκε να την αντικρίσει. «Νόμιζα ότι είχα βρει ένα μονοπάτι. Αλλά το έχασα.»

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε. «Μονοπάτι; Βλέπεις τόσο καλά στο σκοτάδι;» Ύψωσε τον σβησμένο φακό της, ο οποίος ίσα που φαινόταν στο φεγγαρόφωτο.

«Δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις,» είπε η Φαίδρα. «Αλλά δεν έχει σημασία τώρα. Πιστεύω ότι πρέπει να κατευθυνθούμε βόρεια. Και κάνε το ξόρκι σου, γιατί αλλιώς αποκλείεται να τον βρούμε.»

Η Σανκάρλι ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει.» Δεν είχε καμια διαφωνία ν’απομακρυνθούν από την παράκτια βάση. Μετά απ’όσα είχαν συμβεί εδώ, οι φρουροί του μέρος θα ήταν, αναμφίβολα, πολύ πιο προσεχτικοί.

Επέστρεψαν στο δίκυκλό τους, το οποίο κανείς δεν είχε πειράξει. Η Σανκάρλι άγγιξε το τιμόνι και έδωσε, νοητικά, τον κωδικό που ξεκλείδωνε τη μηχανή. Η Φαίδρα κάθισε μπροστά κι εκείνη πίσω, κάνοντας το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Συνέχισαν την αναζήτησή τους βόρεια, μέσα στη νύχτα, αφήνοντας την ακτή και τους αγρούς της Κάρνατεβ πίσω τους.

*

Είχαν προσπεράσει τη μεγάλη δημοσιά που συνέδεε την Κάρνατεβ με την Έλγκοροβ και ταξίδευαν επάνω σε κακοτράχαλα μονοπάτια και εκεί όπου δεν υπήρχαν καθόλου μονοπάτια, όταν η Σανκάρλι, κουρασμένη πλέον από τη χρήση του Ξορκιού Ανιχνεύσεως, είδε μια κόκκινη κουκίδα να παρουσιάζεται στην άκρη της οθόνης του ρολογιού της.

«Φαίδρα!» είπε. «Τον βρήκα!»

Το δίκυκλο, πάραυτα, σταμάτησε σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης ολόγυρά του.

«Πού;» ρώτησε η Δεσμοφύλακας.

«Προς τα δυτικά από εδώ όπου είμαστε. Και πήγαινε πιο σιγά, για να μην τον χάσω.»

Δεν πήγαινα γρήγορα, σκέφτηκε η Φαίδρα. Δεν μπορούσε και να πάει γρήγορα μες στη νύχτα, σε τούτους τους τόπους· θα σκοτώνονταν κι οι δυο τους. Τώρα, όμως, οδήγησε ακόμα πιο αργά. Κυλούσαν με δέκα χιλιόμετρα την ώρα.

«Εξακολουθείς να τον εντοπίζεις;» ρώτησε την Τεχνομαθή μάγισσα μετά από λίγο.

«Ναι. Στρίψε βόρεια, τώρα.»

Η Φαίδρα έστριψε, βάζοντας το δίκυκλό τους να μουγκρίσει καθώς σκαρφάλωνε μια πλαγιά. Οι μεταλλικοί του τροχοί έτριζαν από κάτω τους, τινάζοντας χώμα και πέτρες και τσακίζοντας ξύλα και μικρά φυτά. Ένα αγρίμι έτρεξε να φύγει – μια φευγαλέα σκιά μες στο φεγγαρόφωτο, η οποία φάνηκε στη Φαίδρα σαν γιγάντιος λαγός, ή κάτι παρόμοιο. Η Σανκάρλι δεν το είδε καν, εστιασμένο καθώς είχε το βλέμμα της στην οθόνη του ρολογιού της και το μυαλό της στο ξόρκι της. Το ρολόι της λειτουργούσε και ως πυξίδα, γι’αυτό καταλάβαινε τις κατευθύνσεις αμέσως, χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξει τον ουρανό. Η Σανκάρλι έβλεπε αν η κόκκινη κουκίδα ήταν προς τα βόρεια, τα νότια, τα ανατολικά, ή τα δυτικά, καθώς και την ακριβή κλίση.

«Πλησιάζουμε, Φαίδρα.»

Είχαν τώρα φτάσει στην κορυφή της πλαγιάς, και η Φαίδρα οδηγούσε το δίκυκλό τους κοντά στις παρυφές ενός μικρού αλλά πυκνού δάσους. Από τα σκοτάδια ανάμεσα στα δέντρα του, διέκρινε γυαλιστερά μάτια κάπου-κάπου, και στην αντίστροφη βλάστηση διάβαζε: παρατήρηση/κυνήγι. Και σκέφτηκε: Καλύτερα να μη χρειαστεί να πάμε εκεί μέσα. Η Πολεμική Καρδιά, βέβαια, ήταν αντάξια οποιουδήποτε νυχτερινού κυνηγού, αλλά η Φαίδρα δεν το θεωρούσε σκόπιμο να εμπλακούν σε αιματηρές συγκρούσεις τώρα.

«Καλά πηγαίνω;» ρώτησε.

«Ναι. Συνέχισε βόρεια, και λιγάκι ανατολικά.»

«Ανατολικά;» Ανατολικά ήταν το δάσος…

«Όχι αμέσως. Βόρεια, για την ώρα.»

Η Φαίδρα συνέχισε βόρεια, και μόλις είχαν προσπεράσει το δάσος, άκουσε τη Σανκάρλι να της λέει: «Λιγάκι ανατολικά.»

Η Φαίδρα έστριψε.

«Πλησιάζουμε,» είπε η Σανκάρλι.

Η Φαίδρα είδε κάτι λόφους με βλάστηση επάνω. Σαν πελώρια κεφάλια θαμμένων μαλλιαρών θεών τής έμοιαζαν, μες στη νύχτα· και η Πολεμική Καρδιά την προειδοποίησε ότι κάποια θεότητα δεν ήταν μακριά.

Εχθρική; ρώτησε η Φαίδρα.

Όχι, αποκρίθηκε ο θεός της, αλλά μάλλον επειδή δεν τους είχε προσέξει ακόμα. Θα ήταν, όμως, πολύ ενδιαφέρον να δουν πόσο πραγματικά δυνατή ήταν!

Η Φαίδρα προσπάθησε να ησυχάσει την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων με τη θέλησή της. Και ρώτησε τη Σανκάρλι: «Πού;»

Η Τεχνομαθής αποκρίθηκε: «Στις πλαγιές αυτών των λόφων.» Είχε πάρει τώρα το βλέμμα από το ρολόι της.

Η Φαίδρα πλησίασε τις πλαγιές, και βρέθηκαν κάτω από μεγάλους βράχους, δέντρα, και ρίζες δέντρων που προεξείχαν από το χώμα σαν απειλητικά πλοκάμια.

«Σταμάτα,» είπε η Σανκάρλι, και σταματώντας κατέβηκαν από το δίκυκλο. «Εκεί είναι, αν δεν έχω κάνει λάθος.» Έδειξε ένα πολύ σκοτεινό σημείο στην πλαγιά. Το στόμιο μιας σπηλιάς.

Η Φαίδρα μπορούσε να καταλάβει από τη φωνή της Σανκάρλι πως η άλλη μάγισσα ήταν κουρασμένη από την αναζήτησή τους. «Δώσε μου τον φακό.»

Η Σανκάρλι τής τον έδωσε, και η Φαίδρα τον άναψε, βαδίζοντας πρώτη προς τη σπηλιά. Τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη της, απασφαλίζοντάς το. Άφησε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να έρθει προς την επιφάνεια της φυλακής της μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, αλλά δεν της επέτρεψε να βγει. Μόνο αν παρουσιαζόταν κίνδυνος.

Μακάρι ο Φέκταρελ να είναι εδώ. Μακάρι.

Η Φαίδρα, πλησιάζοντας, έριξε φως στο στόμιο της σπηλιάς.

«Φέκταρελ;» φώναξε. Και ξανά: «Φέκταρελ;»

Μια σκοτεινή φιγούρα φάνηκε στο στόμιο της σπηλιάς· τα μάτια της γυάλιζαν παράξενα. «Ποια είσαι;» ρώτησε – και η Φαίδρα αμέσως αναγνώρισε τη φωνή.

«Φέκταρελ!» είπε, κατεβάζοντας την κουκούλα της κάπας της και πηγαίνοντας προς το μέρος του.

Ο Φέκταρελ βγήκε απ’τη σπηλιά προτού η Φαίδρα φτάσει εκεί. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε. «Δε θάπρεπε να είσαι εδώ! Πώς με βρήκες;» Και τα μάτια του εξακολουθούσαν να γυαλίζουν μ’αυτό τον παράξενο τρόπο μες στη νύχτα.

Η Φαίδρα αισθάνθηκε να οργίζεται από τα λόγια του. Είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι για να τον βρει! Είχε δυσκολευτεί τόσο για να εντοπίσει τα ίχνη του! Δεν χαιρόταν καθόλου που την έβλεπε; «Γιατί εξαφανίστηκες;» απαίτησε, σχεδόν φωνάζοντας, καθώς βρέθηκε μπροστά του. «Και εσύ πες μου τι κάνεις εδώ! Εδώ είναι η θέση σου; Μες στην ερημιά; Τι σ’έχει–;»

«Ο Σκοτωμένος σ’έστειλε;»

Η Φαίδρα ήθελε να τον χτυπήσει, αλλά απλά πέταξε κάτω τον φακό της, θυμωμένα. Το φως του αναβόσβησε μα έμεινε, τελικά, αναμμένο. «Κανένας δε μ’έστειλε! Ο Σκοτωμένος δεν ήθελε να έρθω – νομίζει ότι έχεις τρελαθεί, και έχει σοβαρές δουλειές στη Νουσράκλη! Τι σου συμβαίνει, Φέκταρελ; Γιατί δεν μου λες;» Και η ένταση της φωνής της τώρα μειώθηκε. «Αντί νάρθεις να μου μιλήσεις, τρέχεις και βρίσκεις έναν άγνωστο ιερέα; Και μετά πηγαίνεις όπου σου λέει αυτός;»

«Ο Αθάνατος… Ξέρεις για τον–;»

«Του μίλησα.»

«Πώς–;»

«Το υπέθεσα πως θα πήγαινες εκεί. Η Έρικα είπε ότι ο Αθάνατος είχε καταλάβει πως κάτι συμβαίνει μαζί σου–»

«Τι σου είπε ο Αθάνατος όταν του μίλησες;»

«Ότι είσαι παιδί του Ταρνατάρ’σακ–»

«Οι Λάμιες να τον κατασπαράξουν!» γρύλισε ο Φέκταρελ.

«Τι συμβαίνει, Φέκταρελ; Είναι… είναι εκείνο το χτύπημα από το σπαθί του Βέρκαμωντ, τότε στα Όρη Κράκμακωθ; Εξαιτίας–;»

«Έχεις φτάσει κι εσύ στο ίδιο συμπέρασμα…» παρατήρησε ο Φέκταρελ, έκπληκτος. Αλλά δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι, σκέφτηκε. Είναι η Φαίδρα, δεν είναι; Από τη μια χαιρόταν που την έβλεπε ξανά, χαιρόταν που η μάγισσα είχε ψάξει γι’αυτόν – την αγαπούσε, ποτέ δεν θα έπαυε να την αγαπά. Αλλά, από την άλλη, φοβόταν για εκείνη· δεν ήθελε να τη μπλέξει σ’αυτή την ιστορία. Αισθανόταν το τέρας να ανασαλεύει εντός του, γεμάτο οργή, ζητώντας να επιστρέψει στον υπόγειο κόσμο…

Η Φαίδρα τον ατένιζε πιο ήρεμα τώρα. «Ναι,» αποκρίθηκε. «Ήταν η μόνη λογική εξήγηση. Είναι πράγματι αυτό, Φέκταρελ; Το σπαθί του Βέρκαμωντ…;»

Ο Φέκταρελ ένευσε. «Ναι,» είπε. «Το σπαθί ήταν μέρος του ονείρου του Ταρνατάρ’σακ, κι όταν με τραυμάτισε, το όνειρο του υπόγειου θεού πέρασε μέσα μου.»

«Το όνειρό του; Τι…;»

«Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω, αλλά…»

«Έπρεπε να μου είχες μιλήσει απ’την αρχή! Γιατί δεν είπες τίποτα; Γιατί δεν είπες ότι… ότι… Τι αισθανόσουν;»

«Φοβόμουν για σένα–» Σταμάτησε να μιλά, ξαφνικά, γιατί η διευρυμένη ακοή του έπιασε κάτι από τ’ανατολικά. Κάποιος ερχόταν. «Φαίδρα!» είπε, τραβώντας το πιστόλι του καθώς γύριζε προς τη μεριά του ήχου.

Η μάγισσα στράφηκε επίσης, αλλά μες στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σανκάρλι’μορ, που στεκόταν αρκετά βήματα απόσταση από τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ, και δεν είχε ακούσει παρά ελάχιστα από τη συζήτησή τους. Μη θέλοντας να παρέμβει – γιατί καταλάβαινε πως επρόκειτο για κάτι το προσωπικό – είχε καταπολεμήσει την περιέργειά της και είχε μείνει μακριά. Τώρα, όμως, έβλεπε πως κάτι ανησυχητικό γινόταν: ο Φέκταρελ είχε τραβήξει όπλο. «Τι είναι;» είπε πλησιάζοντας αυτόν και τη Φαίδρα.

«Σανκάρλι’μορ;» έκανε, έκπληκτος, ο Φέκταρελ διακρίνοντας το πρόσωπό της μέσα απ’την κουκούλα της κάπας της.

«Με βοήθησε να σε βρω,» του είπε η Φαίδρα. «Με Ξόρκι Ανιχνεύσεως.»

«Δεν έπρεπε να–» Σταμάτησε γιατί είχε, ξανά, ακούσει κάτι. Τα αφτιά του, λοιπόν, δεν τον είχαν παραπλανήσει. Πράγματι, κάποιος ερχόταν. Τώρα ο Φέκταρελ έβλεπε καθαρά τη μορφή του μέσα στη νύχτα. Ένας κουκουλωμένος άντρας που έμοιαζε μόνος, όμως δεν ήταν· ο Φέκταρελ άκουγε τα δαιμονικά ρουφήγματα ανέμου καθώς και τα πλατσουρίσματα στο νερό παρότι νερό δεν υπήρχε. «Ο Άρδαλον’λι είναι εδώ, Φαίδρα.»

«Ο ποιος;»

«Ο μάγος της Σαρντίκα-Νοθ.»

«Αποκλείεται–»

Ο κουκουλοφόρος πλησίασε κι άλλο, και τώρα τον διέκριναν και η Φαίδρα και η Σανκάρλι.

Ο κουκουλοφόρος έπαψε να κινείται. «Φέκταρελ!» φώναξε.

«Φύγε, Άρδαλον’λι!» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Θα σε σκοτώσουμε αν έρθεις πιο κοντά!»

Ο μάγος γέλασε, και οι φωνές των δαιμονικών του θεών δυνάμωσαν, κάτι φάνηκε ν’αλλάζει μέσα στη νύχτα, κάτι λίγο πιο πέρα από τα όρια των ανθρώπινων αισθήσεων.

«Έχω μάγους μαζί μου!» τον προειδοποίησε ο Φέκταρελ.

Και τότε η Φαίδρα αμόλησε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων από τον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, κρατώντας την όμως πίσω, σαν άγριο σκυλί από τα λουριά. Γρυλίσματα και αλυχτήματα αντήχησαν.

«Έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου!» αναφώνησε ο Άρδαλον’λι, κι ακουγόταν ξαφνιασμένος. «Όποιος κι αν είσαι, τι κάνεις εδώ; Ποια η σχέση σου με τον Φέκταρελ;»

«Ονομάζομαι Φαίδρα’λι,» αποκρίθηκε η μάγισσα, «και έχουμε ξανασυναντηθεί στο Οχυρό της Ψηλής Γέφυρας, όταν υπηρετούσες τη Σαρντίκα-Νοθ.»

«Ήσουν με τους Ζωντανούς-Νεκρούς!»

«Ναι. Τι θέλεις από τον Φέκταρελ;»

«Μια απλή βοήθεια. Δυστυχώς, όμως, έφυγε προτού προλάβουμε να μιλήσουμε–»

«Σου είπα, Άρδαλον’λι: δεν είμαι πρόθυμος να σου προσφέρω καμία βοήθεια!» τον διέκοψε ο Φέκταρελ.

«Κάνεις μεγάλο λάθος,» τον προειδοποίησε ο μάγος, αλλά δεν είχε ακόμα στείλει τους θεούς του καταπάνω τους. Και η Φαίδρα αναρωτιόταν γιατί δίσταζε. Τι φοβόταν; Ήταν, μήπως, κουρασμένος επειδή κι εκείνος έψαχνε για τον Φέκταρελ; Ναι, μάλλον· αυτό ήταν το πιθανότερο.

Του φώναξε: «Φύγε, Άρδαλον’λι! Ο Φέκταρελ σού απάντησε!»

«Είναι οι Ζωντανοί-Νεκροί εδώ, στην περιοχή της Κάρνατεβ;» ρώτησε εκείνος χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του.

«Αν είμαστε, αυτό είναι δική μας δουλειά!» αποκρίθηκε η Φαίδρα. «Τώρα φύγε, προτού αναγκαστούμε να σου επιτεθούμε!» Καλύτερα να του έδινε την εντύπωση ότι ίσως να βρίσκονταν κι άλλοι τριγύρω, σωστά; Κι ο Σκοτωμένος, κι ο Νικηφόρος, το ίδιο δεν θα έκαναν;

«Θα ξανασυναντηθούμε, Φέκταρελ,» είπε ο Άρδαλον’λι, και μαζί με τους δαιμονικούς θεούς του υποχώρησε, ξεμακραίνοντας μέσα στο νυχτερινό τοπίο, μέχρι που ούτε οι αισθήσεις του Φέκταρελ δεν μπορούσαν πλέον να τον αντιληφτούν. Ο Φέκταρελ, όμως, υποψιαζόταν πως δεν είχε πάει και πολύ μακριά. Ο μάγος δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Και του έκανε εντύπωση που δεν είχε αναφέρει τίποτα για τον μεταλλαγμένο. Δεν τον χρησιμοποίησε για να με εκβιάσει· κι αυτό μάλλον σημαίνει ότι είναι νεκρός. Τον σκότωσε. Ο Φέκταρελ αισθάνθηκε έντονη επιθυμία για εκδίκηση. Ο μεταλλαγμένος ήταν αθώος. Και βρισκόταν υπό την προστασία μου! Παράξενη σκέψη, όφειλε να παραδεχτεί κι ο ίδιος. Ο μεταλλαγμένος δεν ήταν, στην πραγματικότητα, παρά ένας άγνωστος για τον Φέκταρελ…

«Τι κάνει αυτός εδώ;» ρώτησε η Φαίδρα. «Πού συναντηθήκατε; Γιατί σε κυνηγά;»

Ο Φέκταρελ αναστέναξε. «Είναι πολλά που δεν ξέρεις…»

«Πες μου, τότε!»

«Όχι εδώ· πρέπει να φύγουμε. Ο Άρδαλον’λι μπορεί να επιχειρήσει κάποιο κόλπο.»

«Έχουμε δίκυκλο μαζί μας.» Η Φαίδρα έδειξε προς το σταματημένο όχημα.

«Το οποίο,» της τόνισε η Σανκάρλι, «δεν μπορεί να μας σηκώσει και τους τρεις, Φαίδρα.»

«Δε χρειάζομαι όχημα. Θα τρέξω πλάι σας, αν δεν αναπτύξετε μεγάλη ταχύτητα,» είπε ο Φέκταρελ.

«Θα τρέξεις;» έκανε παραξενεμένη η Σανκάρλι.

«Θα τρέξω,» είπε ο Φέκταρελ, σταθερά, με τέτοιο τρόπο που καμια από τις μάγισσες δεν μπορούσε να τον αμφισβητήσει παρότι ο ισχυρισμός του τους φαινόταν πολύ παράξενος. «Πάμε.»

Πλησίασαν το δίκυκλο, και η Φαίδρα το καβάλησε κι έπιασε το τιμόνι· η Σανκάρλι κάθισε πίσω της. Η μηχανή του οχήματος γρύλισε και οι τροχοί του άρχισαν να περιστρέφονται. Ο Φέκταρελ έτρεξε δίπλα του, πρώτα κανονικά, σαν άνθρωπος, και μετά με τα τέσσερα. Η Φαίδρα τον είδε και τα μάτια της γούρλωσαν προς στιγμή, όχι μόνο λόγω του τρόπου που έτρεχε αλλά και λόγω της ταχύτητάς του. Ένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να μπορεί να τρέξει τόσο γρήγορα, ακόμα και με τα τέσσερα! Ο Φέκταρελ τής θύμιζε λύκο, ή κάποιο άλλο αγρίμι της ερημιάς.

Η Σανκάρλι, που είχε ξαναδεί την ταχύτητα των κινήσεών του, δεν παραξενεύτηκε τώρα τόσο όσο η Φαίδρα, αλλά κι εκείνη, φυσικά, όφειλε να παραδεχτεί ότι ο Φέκταρελ τής έμοιαζε περισσότερο με δαίμονας και λιγότερο με άνθρωπος έτσι όπως κινιόταν.

Η Φαίδρα τής είπε, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά πάνω απ’τον ώμο της: «Θα επιστρέψουμε στην Κάρνατεβ, έτσι; Μπορείς να μας φιλοξενήσεις για μια νύχτα και τους δύο…»

«Θα σας φιλοξενήσω,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. «Δεν υπάρχει πρόβλημα.»

*

Πριν από κάποια ώρα, ο Άρδαλον’λι είχε δει, από απόσταση, τον προβολέα του δίκυκλου, και είχε αναρωτηθεί τι έκανε ένα όχημα εδώ μες στη νύχτα. Θα μπορούσε, άραγε, να είχε κάποια σχέση με τον Φέκταρελ; Έτσι, είχε πλησιάσει και, κάνοντας γι’ακόμα μια φορά το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, τον είχε εντοπίσει.

Τώρα, έβλεπε πάλι τον προβολέα του δίκυκλου καθώς αυτό πήγαινε προς τα νότια. Και πλάι στο όχημα έτρεχε κάποιος στα τέσσερα, με την κάπα του ν’ανεμίζει πάνω από τη ράχη του. Έμοιαζε με μεγάλο θηρίο, αλλά φυσικά δεν ήταν θηρίο, ήταν ο Φέκταρελ.

Ο Άρδαλον’λι άρχισε να τους ακολουθεί, πηγαίνοντας κι εκείνος προς τα νότια, κι ελπίζοντας στο δρόμο να έβρισκε κάποιο ζώο για να καβαλήσει. Είχε την υποψία ότι κατευθύνονταν στην Κάρνατεβ.

Κεφάλαιο Τριακοστό-Έβδομο
Παλιοί Γνωστοί: Καινούργιοι Αιχμάλωτοι

Η Έρικα είχε κοιμηθεί σχεδόν ώς το μεσημέρι, στο δωμάτιό της στο Χρυσό Νήμα, γιατί είχε επιστρέψει ξημερώματα από την αναζήτησή της για τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ μέσα στην Κάρνατεβ. Κανένα ίχνος τους δεν είχε εντοπίσει, και ήταν απογοητευμένη· αναρωτιόταν αν θα έπρεπε, μήπως, να καλέσει αμέσως τον Ναλτάφιρ’χοκ από τη Μέρελκεβ. Ο μάγος θα μπορούσε να ψάξει γι’αυτούς με τη μαγεία του, και θα είχε, επιπλέον, πρόσβαση στη Μαγική Σχολή της πόλης. Δεν ήταν, όμως, ώρα ακόμα να ζητήσει τη βοήθειά του. Θα ψάξουμε άλλη μια μέρα μέσα στην Κάρνατεβ, κι αν δεν βρούμε πάλι κανένα ίχνος τους, τότε θα στείλω άνθρωπο στη Μέρελκεβ να ειδοποιήσει τον Ναλτάφιρ, αποφάσισε η Έρικα καθώς πλενόταν στο μπάνιο του δωματίου.

Τελειώνοντας με το πλύσιμο, άνοιξε τον εσωτερικό δίαυλο του ξενοδοχείου και ζήτησε να της φέρουν πρωινό. Καθώς περίμενε έφτιαχνε τα μαλλιά της πλεξίδες. Όταν η πόρτα χτύπησε, την άνοιξε και άφησε την καμαριέρα ν’ακουμπήσει τον δίσκο στο κομοδίνο. Η Έρικα τής έδωσε ένα μικρό φιλοδώρημα, κι εκείνη την ευχαρίστησε κι έφυγε.

Η Έρικα τελείωσε με τα μαλλιά της και κάθισε στο κρεβάτι, με τον δίσκο στα γόνατα, για να φάει. Επάνω του ήταν μια κούπα τσάι, παξιμάδια, μέλι, και λίγο φιλέτο ψαριού. Καθώς έτρωγε σκεφτόταν τι να κάνει. Πώς να κινηθεί μέσα σε μια πόλη μεγάλη σαν την Κάρνατεβ όπου το δίκτυό της βρισκόταν σε νηπιακή κατάσταση. Τα συμπεράσματα στα οποία έφτασε δεν την ευχαριστούσαν καθόλου, γιατί η τύχη τής έμοιαζε να παίζει σημαντικό ρόλο στην αναζήτησή της – και η Έρικα δεν ήθελε να βασίζεται στην τύχη.

Ακόμα μια μέρα, σκέφτηκε. Θα ψάξω γι’αυτούς ακόμα μια μέρα, κι αν δεν τους βρω θα καλέσω τον Ναλτάφιρ.

Αφήνοντας τον δίσκο παραδίπλα (με το πρωινό μισοτελειωμένο), σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. Φόρεσε τις μπότες της, έριξε στους ώμους της τον μαγικό της μανδύα, και πήρε όλα της τα πράγματα από το δωμάτιο. Δεν άφησε τίποτα το σημαντικό εδώ, γιατί στα ξενοδοχεία ποτέ δεν ήξερες ποιος υπάλληλος έμπαινε στο δωμάτιό σου, και ποιος μπορούσε να παίρνει πληροφορίες από τους υπαλλήλους.

Η Έρικα Σάλκερκοφ κατέβηκε γι’ακόμα μια φορά στους δρόμους της Κάρνατεβ, και έψαξε για τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα’λι, επικοινωνώντας με τους κατασκόπους της αλλά χωρίς να μένει για πολύ κοντά τους και χωρίς ποτέ να τους συγκεντρώνει όλους σ’ένα σημείο. Ήθελε το δίκτυό της να είναι όσο πιο απλωμένο μπορούσε. Πράγμα που, δυστυχώς, της φαινόταν αστείο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι άνθρωποί της στην Κάρνατεβ ήταν ελάχιστοι για τα δεδομένα αυτής της πελώριας πόλης. Η Φαίδρα και ο Φέκταρελ έπρεπε να έρθουν να χαθούν εδώ κάποια στιγμή στο μέλλον, που το δίκτυό μου θα έχει μεγαλώσει, όχι τώρα!

Η Έρικα περιπλανήθηκε μέσα στα πλήθη της Κεντρικής Αγοράς· μέσα στη Μεγάλη Λεωφόρο, από τη μια άκρη ώς την άλλη, από την Πύλη των Ανέμων ώς την Πύλη του Λιμανιού· στους δρόμους γύρω από τη Μαγική Σχολή (όπου δεν είχε πρόσβαση, κι αυτό την ενοχλούσε)· στους δρόμους γύρω από τον Κίονα του Φωτός (όπου είδε κάτι προσκυνητές, κανένας απ’τους οποίους – αναμενόμενα – δεν ήταν η Φαίδρα ή ο Φέκταρελ)· στο Νοτιοδυτικό και στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της πόλης· στην Πύλη του Ποταμού και στο Ποταμολίμανο, στα ανατολικά, που βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Δάλρωθ· στο μεγάλο λιμάνι της Κάρνατεβ, νότια, στις ακτές του Ωκεανού, όπου η κίνηση ποτέ δεν έπαυε. Στην αστική της περιπλάνηση η Έρικα χρησιμοποίησε, αρχικά, τα πόδια της, ύστερα μια επιβατική άμαξα για λίγο, και τέλος αγόρασε ένα άλογο. Αναγκάστηκε να το αγοράσει γιατί δεν θα της το νοίκιαζαν. Νοίκιαζαν άλογα μόνο σε πολίτες της Κάρνατεβ που είχαν την ανάλογη ταυτότητα· τους ταξιδιώτες δεν τους εμπιστεύονταν: μπορεί να έπαιρναν τα ζώα και να έφευγαν από την πόλη, μην επιστρέφοντας ποτέ.

Κανένα ίχνος της Φαίδρας ή του Φέκταρελ δεν εντόπισε. Η κατάσταση έμοιαζε απογοητευτική.

Καθώς νύχτωνε, όμως, και η Έρικα βρισκόταν σε μια ταβέρνα του λιμανιού, καθισμένη στο μπαρ, πίνοντας μια κούπα μπίρα, αισθάνθηκε τον τηλεπικοινωνιακό της πομπό να δονείται. Τον πήρε από τη ζώνη της και είδε πως η Νατμάλι την καλούσε. Βρήκε κάτι; Η Έρικα δεν την είχε συναντήσει στο λιμάνι πιο πριν, που είχε ψάξει γι’αυτήν, και δεν το είχε θεωρήσει σκόπιμο να την καλέσει τηλεπικοινωνιακά, γιατί η Νατμάλι είχε, συνήθως, πολλές δουλειές και συνεχώς περιφερόταν.

Δέχτηκε την κλήση, φέρνοντας τον πομπό κοντά στ’αφτί της. «Ναι;»

«Έμαθα κάτι που ίσως να σ’ενδιαφέρει. Θέλεις να τ’ακούσεις;» είπε η Νατμάλι, χωρίς ούτε χαιρετισμό ούτε καλησπέρα. Η φωνή της πρόδιδε πως ήταν στην τσίτα. Δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί και πολύ σήμερα. Είχαν τελειώσει ξημερώματα τη χτεσινοβραδινή αναζήτησή τους, και η Νατμάλι δούλευε από το πρωί στο λιμάνι – και, μάλλον, δεν έκανε εξαιρέσεις. Στοίχημα ήταν αν θα είχε κοιμηθεί μια, δυο ώρες, υπολόγιζε η Έρικα.

«Εννοείται,» αποκρίθηκε.

«Πού βρίσκεσαι;»

Η Έρικα τής είπε.

«Έρχομαι να σου μιλήσω από κοντά.»

«Σε περιμένω.» Έκλεισε τον πομπό της και τον επέστρεψε στη ζώνη της. Βρήκε τον Φέκταρελ ή τη Φαίδρα; Βρήκε κάποιο ίχνος τους; Κάποιον που να τους έχει δει; που να τους έχει ακούσει;

Η Έρικα έπινε ανυπόμονα τη μπίρα της, ώσπου η Νατμάλι ήρθε στην ταβέρνα γλιστρώντας μέσα από τον κόσμο που τη γέμιζε – ναυτικοί, ταξιδιώτες, και έμποροι κυρίως, κανένας απ’τους οποίους δεν μιλούσε χαμηλόφωνα.

Η Νατμάλι στάθηκε πλάι στο ψηλό σκαμνί όπου καθόταν η Έρικα και είπε: «Το ξενοδοχείο ‘Ισότιμες Συναθροίσεις’ ξέρεις πού είναι;»

«Νομίζω πως ναι…» Βόρεια της Πύλης του Λιμανιού, κοντά στη Μεγάλη Λεωφόρο, μέσα στην Κεντρική Αγορά.

«Εκεί είδαν μια πρασινομάλλα, λευκόδερμη γυναίκα. Μένει στο δωμάτιο τριάντα-δύο. Ή, τουλάχιστον, έμενε.»

«Τι εννοείς έμενε’;»

«Το μεσημέρι, έφυγε μαζί με μια άλλη γυναίκα. Λευκόδερμη κι αυτή.»

«Τίποτ’ άλλο, πιο συγκεκριμένο στην εμφάνισή της;»

«Φορούσε κουκούλα, μου είπαν. Καλοκαιρινή κάπα και κουκούλα. Ίσως να ήταν ταξιδιώτισσα.»

Η Φαίδρα ήταν μόνη της· δεν είχε πάρει κανέναν μαζί της. Πού τη βρήκε αυτή τη γυναίκα; Ή, μήπως, η λευκόδερμη πρασινομάλλα δεν ήταν η Φαίδρα αλλά κάποια άλλη; «Πόσο καιρό έμενε στο ξενοδοχείο; Πόσες μέρες; Ξέρεις;»

«Μια νύχτα,» είπε η Νατμάλι. «Χτες το βράδυ έκλεισε δωμάτιο, και σήμερα το μεσημέρι έφυγε.»

Επομένως, μπορεί όντως να είναι η Φαίδρα. «Είδαν πού πήγε μετά, μαζί με την άλλη γυναίκα;»

«Δεν πήρα την πληροφορία από κατάσκοπό μας, Έρικα,» αποκρίθηκε η Νατμάλι. «Κανένας δεν τις ακολούθησε, φυσικά, αφότου έφυγαν απ’το ξενοδοχείο.»

Η Έρικα καταράστηκε σιγανά. «Πρέπει να μάθουμε ποια ήταν αυτή η άλλη γυναίκα.»

Η Νατμάλι φάνηκε συλλογισμένη. «Δύσκολο…» είπε.

Η Έρικα σκέφτηκε: Λευκόδερμη γυναίκα… Ποια λευκόδερμη γυναίκα μπορεί η Φαίδρα να γνωρίζει μέσα στην Κάρνατεβ; Και, φυσικά, η απάντηση ήταν Καμία. Η Φαίδρα, απ’ό,τι ήξερε η Έρικα, δεν είχε γνωστούς στην Κάρνατεβ. Δεν είχε ποτέ της ξανάρθει σε τούτη την πόλη της Φεηνάρκια. Αποκλείεται, λοιπόν, να είναι παλιά γνωστή της· πρέπει να είναι κάποια που γνώρισε τώρα. Και ποια θα μπορούσε να γνωρίσει τώρα; Κάποια που πίστευε ότι θα τη βοηθούσε να βρει τον Φέκταρελ, λογικά–

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε η Νατμάλι.

Η Έρικα τής είπε, ψιθυριστά. Αν και δε νόμιζε πως υπήρχε πιθανότητα κανένας να τις παρακολουθεί – είχε πολύ μεγάλη βαβούρα μες στην ταβέρνα – πάντοτε ήταν προσεχτική: δευτέρα φύση, πλέον.

«Σωστό αυτό που λες,» παραδέχτηκε η Νατμάλι. «Αλλά, και πάλι, ποια θα μπορούσε να ήταν αυτή η γυναίκα; Έχεις κάποιο συγκεκριμένο άτομο υπόψη σου;»

Η Έρικα κούνησε το κεφάλι. «Όχι.» Ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα της, συνοφρυωμένη. Η Φαίδρα, αν μη τι άλλο, είναι λιγότερο δικτυωμένη από εμένα μέσα στην Κάρνατεβ· αποκλείεται να ήξερε σε ποιον να απευθυνθεί για να ζητήσει βοήθεια, και αποκλείεται να μπορεί μόνη της να βρει τον Φέκταρελ… και είναι μάγισσα· η πρώτη λύση που θα ήρθε στο μυαλό της, μάλλον, θα έχει να κάνει με μαγεία. Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Εδώ εγώ το σκέφτηκα, η Φαίδρα δεν θα το σκεφτόταν; Και ο μόνος σύνδεσμος της Φαίδρας μέσα στην Κάρνατεβ – αν μπορούσε κανείς να τον αποκαλέσει σύνδεσμο – ήταν η Μαγική Σχολή της πόλης. Η Φαίδρα θα πήγαινε στη Μαγική Σχολή για να ζητήσει βοήθεια από τους τοπικούς μάγους– Κι εγώ, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, δεν έχω πρόσβαση εκεί!

Δε θα μπορούσε, όμως, η μυστηριώδης λευκόδερμη γυναίκα να ήταν μάγισσα; Φυσικά και θα μπορούσε. Ήταν, μάλιστα, το πιθανότερο. Και πόσες λευκόδερμες μάγισσες μπορεί να υπήρχαν εδώ, σε μια πόλη της Φεηνάρκια, ακόμα και τόσο μεγάλη όσο η Κάρνατεβ; Πόσες λευκόδερμες μάγισσες μπορεί να ήταν καταγεγραμμένες στη Μαγική Σχολή; – γιατί αποκλείεται η Φαίδρα να την είχε συναντήσει αλλού.

Η Έρικα στράφηκε πάλι στη Νατμάλι, η οποία είχε τώρα καθίσει στο σκαμνί πλάι της, που είχε μόλις αδειάσει· ο άντρας που καθόταν εκεί είχε φύγει, καθώς κι άλλοι δύο στα διπλανά σκαμνιά. Ήταν παρέα οι τρεις τους.

«Νατμάλι. Πες μου. Υπάρχουν πολλές λευκόδερμες μάγισσες καταγεγραμμένες στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ;»

Η Νατμάλι συνοφρυώθηκε. «Τι…; Πού να…; Δε νομίζω. Υποθέτεις ότι η άλλη γυναίκα ήταν μάγισσα;»

«Ναι. Πώς μπορούμε να μάθουμε πόσες λευκόδερμες μάγισσες έχουν σχέση με τη Μαγική Σχολή εδώ;»

«Εγώ δεν ξέρω πολλά από μάγους… Τίποτα, ουσιαστικά. Ρώτα τον Ίσμερβεκ, καλύτερα.»

«Θα ξέρει;»

«Πολύ πιθανόν. Είναι μαντατοφόρος, κι ακόμα κι οι μάγοι λαμβάνουν και στέλνουν πακέτα και μηνύματα.»

Η Έρικα, χωρίς καθυστέρηση, τη χαιρέτησε κι έφυγε από την ταβέρνα του λιμανιού.

*

Το σπίτι του Ίσμερβεκ βρισκόταν στο Νοτιοδυτικό Τέταρτο της Κάρνατεβ, και, μια τέτοια βραδινή ώρα, ο μαντατοφόρος μάλλον εκεί θα ήταν. Η Έρικα καβάλησε το πρόσφατα αγορασμένο άλογό της και έφυγε από το λιμάνι· έπιασε τη Μεγάλη Λεωφόρο μετά την Πύλη του Λιμανιού και, σύντομα, έστριψε δυτικά, μπαίνοντας στο Νοτιοδυτικό Τέταρτο της Κάρνατεβ. Η νύχτα βάθαινε, και οι δρόμοι γύρω της γίνονταν ολοένα και πιο σκοτεινοί και απειλητικοί. Οι θόρυβοι ήταν λιγοστοί, και λιγόστευαν με κάθε χιλιόμετρο που η Έρικα διέσχιζε σε τούτη τη μεριά της πόλης που δεν ήταν και τόσο πολυσύχναστη όπως το λιμάνι ή η Κεντρική Αγορά. Μηχανοκίνητα οχήματα σπάνια ακούγονταν να περνάνε, αλλά και ζώα επίσης· ο χτύπος των οπλών αλόγου δεν ήταν τόσο συνηθισμένος θόρυβος εδώ. Ακόμα και βήματα ανθρώπων δεν έρχονταν καθόλου από κάποιους σκοτεινούς δρόμους.

Η Έρικα γνώριζε τις βασικές αρτηρίες της πόλης, καθώς και πώς να πηγαίνει στα μέρη που την ενδιέφεραν, αλλά δεν ήξερε όλα τα δρομάκια και τα σοκάκια της, κι αυτό καταλάβαινε πως την έκανε ευάλωτη σε μια έκτακτη περίπτωση, όπως αν ληστές της επιτίθονταν. Έτσι, παρότι δεν νόμιζε ότι κινδύνευε άμεσα, ήταν εξαιρετικά προσεχτική, οι αισθήσεις της τσιτωμένες.

Τίποτα, όμως, δεν συνέβη μέχρι που έφτασε στο σπίτι του Ίσμερβεκ, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα σε τρεις ψηλές πολυκατοικίες, σε μια γειτονιά μαζί με μερικές άλλες μονοκατοικίες που όλες μοιράζονταν την ίδια αυλή. Η Έρικα μπήκε στην αυλή χωρίς κανένας να τη σταματήσει· η μικρή δερματόπορτα δεν ήταν ασφαλισμένη. Έδεσε το άλογό της σ’έναν ξύλινο στύλο και πήγε προς την πόρτα της οικίας του Ίσμερβεκ. Ανέβηκε τα λίγα πέτρινα σκαλάκια και χτύπησε το κουδούνι.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε, σύντομα, μια γυναικεία φωνή από μέσα.

Η γυναίκα του. Η Έρικα την ήξερε, αλλά εκείνη δεν ήξερε την Έρικα. «Από την εταιρεία είμαι. Τα Στόματα της Μεγάλης Πόλης. Θέλω να μιλήσω στον Ίσμερβεκ για κάτι. Είναι εδώ;»

«Σας περιμένει;» Η πόρτα εξακολουθούσε να είναι κλειστή· η γυναίκα ήταν, προφανώς, επιφυλακτική να ανοίξει σε μια άγνωστη η οποία, μάλιστα, φορούσε κουκούλα κρύβοντας το πρόσωπό της στη σκιά.

«Προέκυψε κάτι επείγον,» εξήγησε η Έρικα. «Ειδοποιήστε τον· θα με αναγνωρίσει.»

«Περιμένετε,» είπε η γυναίκα.

Μετά από λίγο, μια αντρική φωνή ακούστηκε – η φωνή του Ίσμερβεκ: «Ποια είστε;»

Η Έρικα έκανε πίσω την κουκούλα της, ξέροντας πως ο Μπροστινός του δικτύου της θα την έβλεπε από το ματάκι της πόρτας. «Μπορούμε να μιλήσουμε;»

Η πόρτα άνοιξε, και ο Ίσμερβεκ την έβαλε στο σπίτι. Ήταν ντυμένος με μια ριχτή μπλούζα κι ένα κοντό παντελόνι που έπεφτε ώς τα γόνατα. Η γυναίκα του – πορφυρόδερμη και κορακομάλλα όπως εκείνος – στεκόταν παραδίπλα, και η Έρικα είδε πως είχε το ένα της χέρι κρυμμένο πίσω από την πλάτη, κρατώντας κάποιο όπλο αναμφίβολα. Τους τρόμαξα, μες στη νύχτα.

Ο Ίσμερβεκ είπε στη σύζυγό του: «Είναι γνωστή, μην ανησυχείς.» Και προς την Έρικα: «Έλα μαζί μου.»

Εκείνη τον ακολούθησε και, ανεβαίνοντας μια ξύλινη στριφτή σκάλα, γρήγορα έφτασαν στον επάνω όροφο του σπιτιού και στο γραφείο του μαντατοφόρου, το οποίο περισσότερο με αποθήκη έμοιαζε, γεμάτο με διάφορα αντικείμενα και πακέτα καθώς ήταν.

«Ήταν υποχρεωτικό να έρθεις εδώ;» τη ρώτησε ο Ίσμερβεκ, χωρίς να της προτείνει να καθίσει και χωρίς να καθίσει ούτε ο ίδιος.

«Δυστυχώς ναι. Βιάζομαι, και η Νατμάλι είπε ότι εσύ θα ξέρεις ίσως αυτό που θέλω να μάθω.»

«Ρώτησέ με,» την προέτρεψε ο Ίσμερβεκ, καθίζοντας στην άκρη του γραφείου του.

«Υπάρχει κάποια λευκόδερμη μάγισσα η οποία να σχετίζεται με τη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ;»

Ο Ίσμερβεκ συνοφρυώθηκε. «Λευκόδερμη μάγισσα;…»

«Ναι, λευκόδερμη. Σαν εμένα. Υποθέτω, δεν μπορεί να είναι πολλές.»

Ο Ίσμερβεκ μόρφασε. «Υπάρχει μία. Είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό μου, τουλάχιστον· δεν ξέρω αν υπάρχει κι άλλη· δεν το νομίζω.»

«Ποια είναι; Πώς τη λένε;»

«Θεωρείται… αμφιλεγόμενο πρόσωπο, ας πούμε, τον τελευταίο καιρό.»

«Δηλαδή;»

«Σχετιζόταν με τον Αβέρναλ· λένε πως ήταν ερωμένη του. Επομένως, οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού υποπτεύονται ότι ίσως να συνεχίζει τις έρευνές του–»

(Η Σανκάρλι’μορ!)

«–αλλά δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, Έρικα. Και, όπως και νάχει, είναι καλή στη δουλειά της, και δε νομίζω ο Αρχισυγκλητικός να τη φυλακίσει ή να τη διώξει απ’την πόλη απλά και μόνο επειδή έχει μια υποψ–»

«Η Σανκάρλι’μορ είναι;»

«Την ξέρεις, λοιπόν…»

Μα τους θεούς! έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Ο Αβέρναλ τής είχε αναφέρει ότι η Σανκάρλι’μορ ήταν λευκόδερμη, δεν της το είχε αναφέρει; Η σύμπτωση, όμως, να τη συναντήσει η Φαίδρα… ήταν τρομερή. Αν όντως είναι η Σανκάρλι’μορ αυτή με την οποία έφυγε απ’το ξενοδοχείο. «Την έχω ακουστά,» είπε στον Ίσμερβεκ. «Είναι η μοναδική λευκόδερμη μάγισσα εδώ;»

«Η μοναδική στην πόλη;» έκανε ο μαντατοφόρος. «Δεν ξέρω, και δεν το νομίζω. Μπορεί να υπάρχει και καμια άλλη· ίσως και περισσότερες. Που να είναι μόνιμη κάτοικος, όμως, και να δουλεύει μέσω της Μαγικής Σχολής…» μόρφασε ξανά, «δεν θυμάμαι καμια άλλη, Έρικα. Μόνο τη Σανκάρλι’μορ. Και δεν είναι εξωδιαστασιακή· γηγενής είναι.»

«Σ’ευχαριστώ, Ίσμερβεκ,» είπε η Έρικα.

«Δεν έκανα τίποτα. Αυτό ήθελες μόνο;»

«Ναι.»

«Μπορούσες και να με είχες καλέσει στον επικοινωνιακό δίαυλο…»

«Καλύτερα από κοντά. Δεν ήξερα ότι θα είχες την απάντηση έτοιμη για μένα.»

Αφού ο Ίσμερβεκ την ξεπροβόδισε από το σπίτι του, η Έρικα πήγε να βρει έναν άλλο από τους πράκτορές της, ξέροντας πως η ώρα γινόταν ολοένα και πιο ακατάλληλη. Ευτυχώς αυτός δεν έχει οικογένεια. Έβαλε, ωστόσο, το άλογό της να τρέξει μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ, αφού έπιασε την Άφλεκτη και δεν υπήρχε κίνδυνος να χάσει την πορεία της.

Ήταν κουρασμένη, και εκείνη και το ζώο της, όταν έφτασε στην πολυκατοικία του Χάραλκιρ και τον ξύπνησε χτυπώντας το κουδούνι.

«Τι συμβαίνει, Έρικα; Τους βρήκες;» τη ρώτησε ο Χάραλκιρ, μόλις της είχε ανοίξει και την είχε αφήσει να περάσει το κατώφλι του.

«Όχι ακριβώς,» αποκρίθηκε εκείνη. «Μπορείς να με οδηγήσεις στο σπίτι της Σανκάρλι’μορ;»

«Της Σανκάρλι’μορ; Γιατί;»

Η Έρικα τού εξήγησε τι συνέβαινε, και του είπε: «Πρέπει νάσαι μαζί μου. Είσαι ο μόνος άνθρωπός μου που η Σανκάρλι γνωρίζει.»

Ο Χάραλκιρ είχε ήδη αρχίσει να ντύνεται, καταλαβαίνοντας ότι σύντομα θα έφευγαν, και τώρα πια ήταν σχεδόν έτοιμος. Έδενε τη μια του μπότα έχοντας το πόδι του επάνω σε μια καρέκλα. «Ναι,» είπε μόνο.

«Νομίζεις ότι έχω δίκιο;» τον ρώτησε η Έρικα.

«Εννοείς σχετικά με το αν η Σανκάρλι είναι η λευκόδερμη γυναίκα που έφυγε μαζί με τη Φαίδρα;»

«Ναι.»

«Υποθέτω πως είναι πολύ πιθανό, Έρικα, αλλά δεν μπορώ, βέβαια, να είμαι σίγουρος. Πάμε να της μιλήσουμε και θα μάθουμε. Ελπίζω μόνο να μη διστάσει να μας ανοίξει, λόγω της ώρας.»

*

Ο Άσλατμιρ καθόταν μπροστά στο παράθυρο του υπνοδωματίου και κοίταζε την πολυκατοικία της μάγισσας, μέσα στη νύχτα, ενώ η Σέρυ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιμόταν. Μπρούμυτα. Με το σεντόνι σηκωμένο πάνω από τη μέση της, σκεπάζοντας την πλάτη και το ένα της χέρι, κι αφήνοντας τους γλουτούς της εκτεθειμένους, να ξεπροβάλλουν μέσα από τη στενή περισκελίδα της. Το βλέμμα του Άσλατμιρ κάθε τόσο γλιστρούσε προς τα εκεί, μη βλέποντας τίποτα ενδιαφέρον να συμβαίνει στην αντικρινή πολυκατοικία, και είχε αισθανθεί παραπάνω από μια φορά δελεασμένος να σηκωθεί από τη θέση του, να πάει στο κρεβάτι, να τραβήξει την περισκελίδα της, και να την καβαλήσει προτού καν έχει καλά-καλά ξυπνήσει. Αλλά είχε συγκρατήσει τον εαυτό του, γιατί, ενώ εκείνος καβαλούσε, ίσως η μάγισσα να έβγαινε από την πολυκατοικία και να έχαναν την ευκαιρία τους να τη σκοτώσουν.

Τώρα, σκέφτηκε πως καλά είχε κάνει, τελικά, και είχε φανεί εγκρατής. Δύο κουκουλωμένοι άγνωστοι είχαν μόλις αφιππεύσει, δέσει τα άλογά τους σε μια κολόνα, και πλησιάσει την αντικρινή πολυκατοικία· και ο Άσλατμιρ, αφού γρήγορα τους φωτογράφησε, ύψωσε τα κιάλια του και είδε ότι ο ένας χτύπησε το κουδούνι της μάγισσας. Το χέρι του ήταν πορφυρόδερμο. Τα χέρια του άλλου κουκουλοφόρου (που ίσως να ήταν και γυναίκα) ήταν λευκόδερμα – αλλά δεν μπορεί να ήταν η ίδια η μάγισσα, φυσικά.

«Σέρυ!» είπε έντονα ο Άσλατμιρ χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. «Σήκω! Σέρυ!» ενώ συνέχιζε να ατενίζει τους αγνώστους με τα κιάλια του.

Ο πορφυρόδερμος άγνωστος χτύπησε ξανά το κουδούνι.

«Σέρυ!»

«Εδώ είμαι. Ποιοι είν’ αυτοί;» Στεκόταν πλάι του, χωρίς ο Άσλατμιρ να την έχει πάρει είδηση· όλη του η προσοχή ήταν στην αντικρινή πολυκατοικία.

«Χτυπάνε το κουδούνι της μάγισσας. Ετοιμάσου. Ντύσου.»

«Θα κατεβούμε;»

«Μπορεί.»

Την άκουσε ν’απομακρύνεται.

Ο πορφυρόδερμος άγνωστος χτύπησε για τρίτη φορά το κουδούνι, και φάνηκε να ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με τον σύντροφό του (ή τη συντρόφισσά του, αν όντως ήταν γυναίκα). Η μάγισσα, αν ήταν στο σπίτι της, δεν τους απαντούσε. Κι αν δεν είναι στο σπίτι της, πού είναι; Πώς μας ξεγλίστρησε πάλι; Αυτή η γυναίκα ήταν δαιμόνια! είχε καταλήξει πια ο Άσλατμιρ.

*

«Δεν είναι εδώ, ή δεν θέλει να μας ανοίξει;» είπε η Έρικα.

«Δε μπορεί να ξέρει ότι είμαστε εμείς…» είπε ο Χάραλκιρ, και χτύπησε ξανά το κουδούνι.

«Είναι Τεχνομαθής μάγισσα.»

«Ναι αλλά εδώ δεν υπάρχει ούτε τηλεοπτικός πομπός· μόνο κουδούνια.»

Αυτό ήταν αλήθεια. Ακόμα κι οι Τεχνομαθείς μάγοι χρειάζονταν κάποιον τηλεοπτικό πομπό για να σε παρακολουθήσουν, απ’ό,τι ήξερε η Έρικα. «Λείπει, επομένως…»

Ο Χάραλκιρ χτύπησε το κουδούνι γι’ακόμα μια φορά, επίμονα. Κανένας δεν απάντησε. «Είναι το πιθανότερο.»

«Τέτοια ώρα, όμως;»

«Πού να ξέρω, Έρικα; Δεν τη γνωρίζω και τόσο καλά. Δυο φορές τής έχω μιλήσει.»

Η Έρικα κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, τον σκοτεινό δρόμο μπροστά στην πολυκατοικία. Ήταν άδειος τώρα· μετά από μια στιγμή, ένα δίκυκλο πέρασε, αρκετά γρήγορα· και ύστερα πάλι ο δρόμος ήταν άδειος. «Καλύτερα να φύγουμε,» είπε η Έρικα. Θυμόταν, φυσικά, πως την προηγούμενη φορά που ο Χάραλκιρ ήταν εδώ κάποιοι τον είχαν παρακολουθήσει.

«Ναι. Ακόμα και μέσα να είναι, δεν πρόκειται ν’απαντήσει αφού ώς τώρα δεν απάντησε.» Ακουγόταν προβληματισμένος· κι ανήσυχος, ίσως, λιγάκι. Φοβάται ότι κάτι κακό μπορεί να της συνέβη, σκέφτηκε η Έρικα.

Και του είπε: «Θα έρθουμε πάλι αύριο, το πρωί.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Χάραλκιρ· «το πρωί μάλλον θα είναι λιγότερο διστακτική ν’απαντήσει… αν είναι μέσα.»

Έφυγαν από την πολυκατοικία, πήραν τα άλογά τους από τον στύλο όπου τα είχαν δέσει, και, καβαλικεύοντάς τα, ξεκίνησαν να απομακρύνονται χωρίς βιασύνη.

«Δε μ’αρέσει αυτό, Έρικα,» είπε ο Χάραλκιρ. «Ίσως κάτι να της έχει συμβεί… Την παρακολουθούσαν.»

«Θα δούμε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Σίγουρα δεν θα το αφήσουμε έτσι. Η Σανκάρλι’μορ, αυτή τη στιγμή, είναι ο μοναδικός κρίκος που μας συνδέει με τη Φαίδρα.»

Μετά από μερικές στιγμές σιωπής, ο Χάραλκιρ ρώτησε: «Νομίζεις ότι ίσως εξαιτίας της Φαίδρας να–;»

Η Έρικα, βάζοντας το δάχτυλό της στα χείλη, του έκανε νόημα να σωπάσει.

Εκείνος συνοφρυώθηκε μέσα απ’την κουκούλα του. «Τι;»

«Μας παρακολουθούν. Δύο. Πεζοί.»

«Μπορούμε, τότε, εύκολα να τους ξεφύγουμε καλπάζοντας.»

«Αν έχουν όμως κάποια σχέση με την εξαφάνιση της μάγισσας, θέλω να το μάθω,» είπε η Έρικα.

*

Ο Άσλατμιρ σκέφτηκε ότι ήταν τυχεροί που οι δύο άγνωστοι δεν είχαν βάλει τα άλογά τους να τρέξουν. Αν έτρεχαν δεν θα μπορούσαμε να τους προφτάσουμε με τα πόδια. Κι ακόμα κι αν εγώ μπορώ να τρέξω, η Σέρυ δεν μπορεί. Το τραυματισμένο πόδι της χρειαζόταν μέρες ακόμα μέχρι να θεραπευτεί πλήρως. Κάποια άλλη δεν θα σηκωνόταν από το κρεβάτι, ίσως· αλλά, φυσικά, όχι η Σέρυ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τραυματιζόταν από σφαίρα. Ήταν σκληραγωγημένη, τόσα χρόνια που βρισκόταν μέσα στον Στρατό της Παντοκράτειρας και, αργότερα, μέσα στους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ.

Οι δύο μυστηριώδεις καβαλάρηδες έστριψαν σ’έναν δρόμο και δεν άργησαν να σταματήσουν τα άλογά τους και να αφιππεύσουν. Τα έδεσαν στους κρίκους μιας πέτρινης κολόνας η οποία στήριζε μια καμάρα και απομακρύνθηκαν, πηγαίνοντας απέναντι, προς ένα σταματημένο φορτηγό. Γλίστρησαν πίσω από το ψηλό όχημα και εξαφανίστηκαν.

Ο Άσλατμιρ έκανε νόημα στη Σέρυ να τον ακολουθήσει, και πλησίασε τη μπροστινή μεριά του φορτηγού, σκυμμένος, κρυμμένος στις πυκνές σκιές, για να κοιτάξει δίπλα από το τροχοφόρο, να δει πού είχαν πάει οι άγνωστοι. Είδε μια διπλή, κλειστή πόρτα. Λουκετωμένη από έξω. Δε μπορεί να μπήκαν εδώ…

«Άσλατμιρ!» φώναξε η Σέρυ. «Από πάν–! Αααα!»

Ο Άσλατμιρ, προτού προλάβει να γυρίσει, αισθάνθηκε κάποιον να πέφτει πάνω του, με δύναμη. Σκόνταψε και σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, χτυπώντας επώδυνα τον ώμο του. Μια σκιερή μορφή έσκυβε, ξαφνικά, από πάνω του, ενώ μια λεπίδα ξιφιδίου βρισκόταν κοντά στο πρόσωπό του, αιχμηρή και κοφτερή, αγγίζοντας το πλάι του λαιμού του.

«Μην κουνηθείς!» απείλησε ο άγνωστος.

Παραδίπλα, με τις άκριες των ματιών του, ο Άσλατμιρ είδε τη Σέρυ να παλεύει με κάποιον άλλο – ή, μάλλον, με κάποια άλλη. Είχε αρπάξει τον καρπό της επιτιθέμενης προτού εκείνη προλάβει να βάλει το ξιφίδιο μπροστά στο πρόσωπό της. Και η Σέρυ έμοιαζε πιο δυνατή από αυτήν: φαινόταν ότι στο τέλος θα κατάφερνε να τη σπρώξει και να την πετάξει πίσω, παρότι ήταν από κάτω ενώ η επιτιθέμενη από πάνω.

Είχαν σκαρφαλώσει στο φορτηγό, τα καθίκια! Μας έστησαν καρτέρι! συνειδητοποίησε ο Άσλατμιρ· και πρόσεξε ότι τα μάτια του αγνώστου είχαν τώρα στραφεί προς τα δίπλα, προς τις δύο γυναίκες που πάλευαν, γυαλίζοντας μέσα απ’την κουκούλα του.

Ο Άσλατμιρ ύψωσε απότομα το πόδι του και τον χτύπησε ανάμεσα στους μηρούς, όσο εκείνος ήταν ελαφρώς αποπροσανατολισμένος. Ο άγνωστος βογκώντας παραπάτησε, με το ένα του χέρι επάνω στον ανδρισμό του, ενώ το άλλο εξακολουθούσε να κρατά το ξιφίδιο – αλλά τώρα μακριά από τον Άσλατμιρ.

Εκείνος κύλησε στο πλάι και πετάχτηκε όρθιος. Χίμησε προς τη γυναίκα που βρισκόταν πάνω από τη Σέρυ, για να τη χτυπήσει με ορμή και να την τινάξει. Αλλά ο άλλος αντίπαλος άρπαξε την κάπα του, τραβώντας τον πίσω· ο Άσλατμιρ έχασε την ισορροπία του, πέφτοντας.

Και γυρίζοντας είδε πως τώρα ο άγνωστος κρατούσε πιστόλι, όχι ξιφίδιο, και τον σημάδευε. «Κάνε πάλι πως κινείσαι και θα γεμίσω το πλακόστρωτο με τα μυαλά σου!» γρύλισε. «Κι εσύ!» φώναξε στη Σέρυ. «Σταμάτα να παλεύεις γιατί ο φίλος σου είναι νεκρός!»

«Θα τον σκοτώσει,» της είπε η γυναίκα που βρισκόταν – μετά δυσκολίας, όπως φαινόταν – ακόμα από πάνω της. «Παραδόσου!»

«Και τι θα κάνεις, τότε;» γρύλισε η Σέρυ.

«Τίποτα,» αποκρίθηκε η άγνωστη. «Απλώς θα μιλήσουμε.» Η φωνή της, παρατήρησε ο Άσλατμιρ· τι μου θυμίζει η φωνή της;

Η Σέρυ δίστασε προς στιγμή, αλλά μετά άφησε τον καρπό της γυναίκας, κι εκείνη σηκώθηκε από πάνω της, τραβώντας πιστόλι από τη ζώνη της τώρα. «Σηκωθείτε στα γόνατα,» πρόσταξε. «Κι οι δυο σας. Τα χέρια σας πίσω απ’το κεφάλι.»

Η Σέρυ κι ο Άσλατμιρ υπάκουσαν. Η κουκούλα της πρώτης είχε πέσει απ’το κεφάλι της και το πρόσωπό της φαινόταν· ο δεύτερος φορούσε ακόμα τη δική του κουκούλα. Η άγνωστη την έπιασε και την τράβηξε, κατεβάζοντάς την – και έκανε, ξαφνιασμένη, ένα βήμα όπισθεν.

«Άσλατμιρ…» είπε.

Τα μάτια του στένεψαν. «Γνωριζόμαστε;» Η φωνή της εξακολουθούσε κάτι να του θυμίζει… και η στάση της, ίσως… Αν έβλεπε και το δικό της πρόσωπο…

«Τον ξέρεις;» ρώτησε ο άλλος άγνωστος.

«Από παλιά.» Η γυναίκα παραμέρισε την κουκούλα της, χωρίς να την κατεβάσει τελείως απ’το κεφάλι, αποκαλύπτοντας τα χαρακτηριστικά της.

Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε, μη μπορώντας στην αρχή να καταλάβει. Μετά, όμως… Είναι δυνατόν;… «Έρικα,» έκρωξε. «Έρικα Σάλκερκοφ… Τι…;»

«Την ξέρεις;» έκανε η Σέρυ, ξαφνιασμένη.

«Ήταν στη Νασόλκαθ, κάποτε. Πώς βρέθηκε εδώ, όμως….»

«Ας πούμε ότι έχω δουλειές σ’όλη τη Φεηνάρκια,» είπε η Έρικα. «Γιατί μας παρακολουθούσατε;»

Ο Άσλατμιρ δίστασε ν’αποκριθεί. «Έγινε κάποιο λάθος,» αποκρίθηκε τελικά. «Δεν ήταν εσάς που θέλαμε.»

«Σοβαρά, ε;»

«Δεν ήξερα ότι είσαι εδώ, Έρικα! Πώς να–;»

«Παρακολουθούσες, όμως, εκείνη την πολυκατοικία, σωστά;»

Ο Άσλατμιρ έμεινε σιωπηλός.

Η σιωπή του είναι θετική απάντηση, συμπέρανε η Έρικα. «Γιατί;» τον ρώτησε.

«Δική μας δουλειά!»

«Θα ήθελα να τη μάθω.»

Ο Άσλατμιρ, ξανά, έμεινε σιωπηλός.

«Δώσε απάντηση,» τον πρόσταξε ο Χάραλκιρ, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι του.

«Άμα με σκοτώσεις θα πάρεις απάντηση;» αντιγύρισε ο Άσλατμιρ.

Η Έρικα τον πλησίασε και, γονατίζοντας στο ένα γόνατο πίσω του, τον έψαξε από πάνω ώς κάτω, παίρνοντας όλα του τα όπλα. Τίποτα δεν της ξέφυγε, παρατήρησε ο Άσλατμιρ. Αναμενόμενα. Ήταν κάποτε πράκτορας της Παντοκράτειρας. Έπρεπε, τελικά, να την είχα σκοτώσει από παλιά!

Η Έρικα τού έδεσε τα χέρια πίσω απ’την πλάτη, σφιχτά και έμπειρα. Μετά πήγε κοντά στη Σέρυ· την έψαξε κι αυτήν, της πήρε τα όπλα, και της έδεσε τα χέρια. «Σηκωθείτε,» τους είπε καθώς σηκωνόταν όρθια κι η ίδια. «Θα πάμε νυχτερινή βόλτα.»

*

Όταν πήγαν τους αιχμαλώτους τους σ’ένα σκοτεινό σοκάκι, όπου οι πιθανότητες να τους δει κάποιος ήταν ακόμα λιγότερες, η Έρικα κάλεσε, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού της, έναν άλλο από τους πράκτορές της και σύντομα εκείνος ήρθε, σταματώντας το τετράκυκλο όχημά του στη μια άκρη του σοκακιού, γιατί μέσα δεν χωρούσε. Η Έρικα αφού έδεσε τα μάτια του Άσλατμιρ και της Σέρυ (την είχε ρωτήσει το όνομά της κι αυτό ήταν που είχε αποκριθεί – αν και, η Έρικα πάντοτε καχύποπτη, υποπτευόταν ότι ίσως και να μην ήταν πραγματικό) τους οδήγησε στο τετράκυκλο όχημα και τους έκλεισε στην πίσω μεριά.

«Ποιοι ειν’ αυτοί;» ρώτησε ο οδηγός του οχήματος – ένας πράκτοράς της που ονομαζόταν Τάμπριελ.

«Θα σου εξηγήσω μετά. Πρόσεχέ τους· είναι ύπουλοι.»

Ο Άσλατμιρ ρουθούνισε ακούγοντάς την. «Με τα μάτια και τα χέρια δεμένα;»

Η Έρικα, αγνοώντας τον, βγήκε πάλι από το όχημα και συνάντησε τον Χάραλκιρ παραδίπλα, εκεί όπου εκείνος είχε φέρει τα άλογά τους τραβώντας τα από τα γκέμια. «Πού προτείνεις να τους πάμε;» τον ρώτησε. «Θέλω να τους ανακρίνω.»

«Όχι στο σπίτι μου, τότε.»

«Έχεις υπόψη σου κανένα άλλο μέρος;»

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Έχω. Στην Αρένα.»

«Ας μη χάνουμε χρόνο, λοιπόν. Εσύ θα φέρεις τα άλογα. Εγώ θέλω να είμαι κοντά τους, για να τους προσέχω.»

Ο Χάραλκιρ ένευσε ξανά, και η Έρικα επέστρεψε στο όχημα. «Στην Αρένα,» είπε στον Τάμπριελ.

«Θα τους βάλεις να μονομαχήσουν;» ρώτησε εκείνος καθώς πατούσε το πετάλι θέτοντας τους τροχούς σε κίνηση.

«Θα τους ταΐσω στα θηρία άμα δε φανούν συνεργάσιμοι.»

«Δεν ξέρεις με ποιους έχεις μπλέξει, σιχαμένη τριχόσαυρα!» γρύλισε η Σέρυ.

«Με ποιους;» τη ρώτησε η Έρικα. «Σίγουρα δεν είσαι από τη Φεηνάρκια. Από πού είσαι;»

Η Σέρυ δεν μίλησε.

Η Έρικα έβλεπε, έξω απ’τα παράθυρα του οχήματος, ότι ο Χάραλκιρ τούς ακολουθούσε καβαλώντας το ένα άλογο και τραβώντας το άλλο από πίσω. «Πάω στοίχημα πως ήσουν κάποτε Παντοκρατορική…»

Η Σέρυ εξακολούθησε να μη μιλά.

«Κι εγώ Παντοκρατορική ήμουν,» της είπε η Έρικα· «δε χρειάζεται να το κρύβεις από εμένα. Ήμουν πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Και για ποιους δουλεύεις τώρα;»

«Για τον εαυτό μου.»

«Κι εγώ για τον εαυτό μου δουλεύω· γιατί δε μας αφήνεις να φύγουμε;»

«Όχι προτού μου πείτε τι παρακολουθούσατε σ’εκείνη την πολυκατοικία.»

Κανένας τους δεν προθυμοποιήθηκε να δώσει εξηγήσεις.

Δεν πειράζει, σκέφτηκε η Έρικα. Δε θ’αργήσουν ν’αλλάξουν γνώμη.

Όταν έφτασαν στην Αρένα η νύχτα ήταν βαθιά, και η πύλη αφύλαχτη. Δεν υπήρχε λόγος να φρουρείται· τέτοια ώρα δεν συγκεντρωνόταν κόσμος εδώ. Μονάχα συγκεκριμένα μέρη της Αρένας φρουρούνταν, όπως εκεί όπου βρίσκονταν τα θηρία, οι δούλοι, τα όπλα. Φρουροί στις εξωτερικές πύλες απλά θα παρακώλυαν τις διάφορες ύποπτες δραστηριότητες που η Έρικα είχε ακούσει ότι γίνονταν στην Αρένα τις νύχτες. Ήλπιζε τώρα να μην τύχαινε να βρεθεί κοντά σε κάποια από αυτές…

Ο Τάμπριελ σταμάτησε το όχημά του σ’έναν δρόμο που έβλεπε προς την πύλη της Αρένας μπροστά από την οποία ο Χάραλκιρ, τα πρωινά, έστηνε τον πάγκο του. Περίμεναν για λίγο μέχρι τώρα να παρουσιαστεί ο συλλέκτης, που είχε πάει ν’αφήσει τα άλογα σε κάποιο κοντινό στάβλο. Όταν εμφανίστηκε, έκανε νόημα στην Έρικα να βγει, κι εκείνη πρόσταξε τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ να βγουν πρώτοι αφού άνοιξε την πόρτα τους.

«Για πόσο θα έχουμε ακόμα τα μάτια μας δεμένα, Έρικα;» ρώτησε ο πρώτος, όταν ήταν όλοι τους έξω από το όχημα.

«Για όσο θέλω να τα έχετε.» Σήκωσε την κουκούλα του στο κεφάλι και έβαλε το χέρι της γύρω από τη μέση του. «Πάμε,» είπε αρχίζοντας να βαδίζει προς την Αρένα.

Ο Χάραλκιρ σήκωσε την κουκούλα της Σέρυ και, ακουμπώντας το χέρι του στους ώμους της, ακολούθησε την Έρικα και τον Άσλατμιρ. «Ποιος είσαι συ;» ρώτησε η Σέρυ.

«Το όνομά μου δε σ’ενδιαφέρει,» της είπε ο Χάραλκιρ.

Πλησίασαν την πύλη της Αρένας και μπήκαν χωρίς κανένας να τους σταματήσει. Από μακριά η Έρικα νόμιζε ότι τίποτα το περίεργο δεν θα φαινόταν, ειδικά μες στη νύχτα. Τα δεμένα μάτια των αιχμαλώτων της ήταν κρυμμένα κάτω απ’τις κουκούλες τους· τα δεμένα χέρια τους κρυμμένα κάτω από τις κάπες που σκέπαζαν την πλάτη τους. Για να υποψιαστεί κάποιος ότι ήταν αιχμάλωτοι θα έπρεπε να τους κοιτάξει πολύ, πολύ παρατηρητικά, ή με τη χρήση Ξορκιού Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια του. Περιπτώσεις ακραίες και οι δύο, εκτός αν εσκεμμένα σε παρακολουθούσαν.

Βρέθηκαν μέσα στην ανοιχτή Αρένα και ο Χάραλκιρ βάδισε στην περιφέρειά της μαζί με τη Σέρυ, ενώ η Έρικα κι ο Άσλατμιρ ακολουθούσαν. Έφτασαν μπροστά σε μια θύρα που το κιγκλίδωμά της ήταν υψωμένο, και μπήκαν. Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, και τα πέτρινα περάσματα μετά απ’αυτό ακόμα πιο σκοτεινά. Η Έρικα άναψε τον φακό της.

«Από δω,» είπε ο Χάραλκιρ, στρίβοντας.

«Σίγουρα δεν έχει φρουρούς;»

«Εδώ και χρόνια, κανένας δεν έρχεται εκεί που μας πηγαίνω. Είναι εγκαταλειμμένο το μέρος.»

«Θα μας αναζητήσουν–» άρχισε να λέει η Σέρυ.

«Σκασμός!» σύριξε η Έρικα, και ο Χάραλκιρ κέντρισε τη Σέρυ στα πλευρά με το ξιφίδιό του. Εκείνη δεν συνέχισε.

Τα πέτρινα περάσματα κατέληξαν, μετά από μερικά μέτρα, σε μια σκάλα, επίσης πέτρινη. Ο Χάραλκιρ κατέβηκε πρώτος, σπρώχνοντας τη Σέρυ μπροστά και λέγοντάς της να προσέχει τα σκαλοπάτια. Εκείνη παραλίγο να παραπατήσει στην αρχή, όμως γρήγορα συνήθισε.

Όταν έφτασαν κάτω, η Έρικα φώτισε έναν χώρο που θύμιζε εγκαταλειμμένη αποθήκη και βρομούσε παλιά δέρματα, σαπισμένα ξύλα, και σκουριά. Τα αντικείμενα που ήταν σκορπισμένα από δω κι από κει έμοιαζαν τελείως άχρηστα. Ορισμένα, δε, δεν ήταν απλώς παλιά αλλά και σπασμένα.

Ο Χάραλκιρ έκλεισε την πόρτα, κάνοντας τους μεντεσέδες της να τρίξουν.

Η Έρικα κατέβασε τις κουκούλες του Άσλατμιρ και της Σέρυ και τους έλυσε τα πανιά από τα μάτια.

«Πού σκατά είμαστε;» έκρωξε ο πρώτος.

Ο Χάραλκιρ τον γρονθοκόπησε στην κοιλιά, δυνατά, κι εκείνος διπλώθηκε.

Η Σέρυ, γρυλίζοντας, έκανε να χιμήσει στον Χάραλκιρ λες κι είχε σκοπό να τον δαγκώσει, αλλά η Έρικα την κλότσησε στο πόδι και την είδε να πέφτει στο πάτωμα σκούζοντας σαν λαβωμένο θηρίο. Το μπατζάκι του παντελονιού της είχε γεμίσει αίμα στην κνήμη.

«Είσαι τραυματισμένη;» είπε η Έρικα, ξαφνιασμένη.

«Γαμημένη Λάμια…» γρύλισε η Σέρυ.

«Μείνε εκεί που είσαι. Μη σηκωθείς.»

Η Σέρυ υπάκουσε, αλλά τα μάτια της γυάλιζαν με δάκρυα και θυμό.

«Σας ρώτησα τι παρακολουθούσατε σ’εκείνη την πολυκατοικία,» είπε η Έρικα, «κι ακόμα δεν έχω λάβει απάντηση. Περιμένω…»

Μονάχα τις βαριές τους αναπνοές μπορούσε ν’ακούσει.

Ο Χάραλκιρ γρονθοκόπησε τον Άσλατμιρ καταπρόσωπο, αυτή τη φορά σωριάζοντάς τον μερικά μέτρα δίπλα από τη Σέρυ. Εκείνος έφτυσε αίμα από την άκρια του στόματός του.

«Είχαμε αναλάβει μια δουλειά,» είπε. «Δε σας αφορά…»

«Έχει σχέση με τη Σανκάρλι’μορ;»

Ο Άσλατμιρ δεν αποκρίθηκε.

Η Έρικα κλότσησε τη Σέρυ στην πλάτη. «Έχει σχέση με τη Σανκάρλι’μορ;»

«Ναι,» γρύλισε ο Άσλατμιρ. «Έχει σχέση με τη μάγισσα.»

Η Έρικα τον πλησίασε και λύγισε τα γόνατά της, κοντοκαθίζοντας. «Εσείς την εξαφανίσατε;»

«Την εξαφανίσαμε;» Ο Άσλατμιρ γέλασε κοφτά. «Το κάνει πιο καλά από μόνη της!»

«Σ’ακούω· άρχισε να μου λες. Έχουμε μπροστά μας όλη τη νύχτα. Και την επόμενη μέρα, αν χρειαστεί. Σωστά;» Κοίταξε τον Χάραλκιρ, που ακόμα ήταν όρθιος.

«Πολλές μέρες, άμα χρειαστεί,» είπε εκείνος.

Η Έρικα έστρεψε πάλι τα μάτια της στον Άσλατμιρ. «Ακόμα κι αν σας σκοτώσουμε εδώ πέρα, έχω την υποψία ότι θ’αργήσουν να σας βρουν.»

«Μετά από κανένα μήνα, ίσως,» πρόσθεσε ο Χάραλκιρ πίσω της.

Προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ. Αλλά δεν λένε και ψέματα. Καταλάβαινε πως εκείνος κι η Σέρυ είχαν μπλέξει πολύ άσχημα· η Έρικα ήταν κάποτε πράκτορας της Παντοκράτειρας: ήξερε από βασανιστήρια, και δεν τα παρατούσε εύκολα προτού πάρει τις πληροφορίες που ήθελε.

«Ποιος σε πληρώνει, Έρικα; Δε μπορεί να δουλεύεις για τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ…»

«Δεν δουλεύω για τον Αρχισυγκλητικό.»

Ο Άσλατμιρ αναστέναξε. Λες να δουλεύει για κανέναν από τους αντιπάλους του; «Για ποιον, τότε;»

«Εγώ κάνω τις ερωτήσεις, εσύ απαντάς. Πες μου γιατί παρακολουθούσατε τη μάγισσα.»

«Δεν την παρακολουθούσαμε. Όχι ακριβώς. Μας έχουν πληρώσει να τη σκοτώσουμε.»

«Και τη σκοτώσατε;» πετάχτηκε ο Χάραλκιρ, μάλλον βιαστικά.

«Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, μας ξεφεύγει. Πρέπει να φοβάται ότι την κατασκοπεύουν.»

«Δηλαδή, δεν ξέρετε γιατί δεν είναι απόψε στο σπίτι της;»

«Ιδέα δεν έχουμε.»

«Ποιος σας πλήρωσε για να τη σκοτώσετε;» ρώτησε η Έρικα.

«Ο Αρχισυγκλητικός. Αλλά όχι ο ίδιος, βέβαια· με τον Εύβουλο, τον αρχηγό των Επιφανών Κρανοφόρων, κάναμε τη συμφωνία. Εσένα γιατί σ’ενδιαφέρει η μάγισσα, Έρικα; Έχεις δουλειές μαζί της;»

«Ξεχνάς πάλι ποιος κάνει τις ερωτήσεις και ποιος απαντά,» παρατήρησε η Έρικα. «Πες μου κι άλλα για τη σχέση σου με τον Εύβουλο, και για τις δουλειές σου εδώ, στην Κάρνατεβ, Άσλατμιρ.»

«Αν ο Εύβουλος μάθει ότι τον προδώσαμε….» είπε η Σέρυ.

«Κινδυνεύετε περισσότερο από εμένα παρά από τον Εύβουλο, πίστεψέ με,» τη διαβεβαίωσε η Έρικα.

«Δεν έχουμε πρόβλημα να δουλέψουμε και για αντιπάλους του Αρχισυγκλητικού,» δήλωσε ο Άσλατμιρ. «Δεν είμαστε προσκείμενοι σ’αυτόν. Δεν– Αυτή είναι η μόνη δουλειά που έχουμε αναλάβει για τον Βέργκεδελ. Οι δολοφόνοι που προσλαμβάνει είναι, συνήθως, υποθέτω, μεγαλύτερης… εμβέλειας από εμάς.»

«Δολοφόνοι;»

Ο Άσλατμιρ συνειδητοποίησε ότι τούτο τού είχε ξεφύγει.

«Δουλεύετε ως δολοφόνοι οι δυο σας;» τον πίεσε η Έρικα. «Σε τακτική βάση; Επαγγελματικά;»

Κεφάλαιο Τριακοστό-Όγδοο
Φιλοξενούμενοι· Καινούργιοι Πράκτορες· Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης

Όταν βρίσκονταν εν όψει των τειχών της Κάρνατεβ, ο Φέκταρελ έπαψε να τρέχει με τα τέσσερα και σηκώθηκε στα δύο, ακίνητος για λίγο, κοιτάζοντας την πόλη. Η Φαίδρα σταμάτησε το δίκυκλο δίπλα του, και παρατήρησε, έκπληκτη, ότι δεν ήταν ούτε καν λαχανιασμένος.

Δεν το παρατήρησε, όμως, μόνο η Φαίδρα. «Δεν κουράστηκες;» τον ρώτησε η Σανκάρλι’μορ, που καθόταν πίσω της.

«Λίγο,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

Η Φαίδρα σκέφτηκε: Η απόσταση που έτρεξε… Άνθρωπος δεν θα μπορούσε να την τρέξει μέσα σε μια νύχτα, κανονικά. Όχι χωρίς να είναι δρομέας. Όχι χωρίς να λιποθυμήσει κάπου στο δρόμο.

«Πάμε στην πόλη,» είπε ο Φέκταρελ, βαδίζοντας προς τα εκεί.

Η Φαίδρα έβαλε το δίκυκλό της να κινηθεί πλάι του, και δεν άργησαν να βρεθούν στην Πύλη των Ανέμων – τη βόρεια πύλη της Κάρνατεβ. Δεν ήταν κλειστή, παρά τη νυχτερινή ώρα, ούτε οι φρουροί τούς σταμάτησαν για να τους ελέγξουν.

«Είναι μακριά το σπίτι σου;» ρώτησε ο Φέκταρελ τη Σανκάρλι, καθώς ακολουθούσαν τη Μεγάλη Λεωφόρο προς τα νότια, και ο Κίονας του Φωτός φαινόταν να φωτίζει αχνά τη νύχτα στα νοτιοδυτικά τους, κατερχόμενος μέσα από σκοτεινά σύννεφα.

«Μην αρχίσεις να τρέχεις στα τέσσερα εδώ πέρα,» τον προειδοποίησε η Τεχνομαθής μάγισσα.

Ο Φέκταρελ γέλασε. «Δεν το είχα σκοπό.»

«Στην Κεντρική Αγορά μένω,» είπε η Σανκάρλι’μορ. «Δε θ’αργήσουμε να φτάσουμε αν μπεις σε κάποια επιβατική άμαξα.»

Παρότι δεν είχε, φυσικά, πολλή κίνηση τέτοια ώρα, η Μεγάλη Λεωφόρος δεν ήταν νεκρή· ο Φέκταρελ εύκολα βρήκε μια επιβατική άμαξα και τη μίσθωσε, ενώ η Φαίδρα και η Σανκάρλι ακολουθούσαν επάνω στο δίκυκλό τους.

Στην Κεντρική Αγορά, ο Φέκταρελ κατέβηκε από την άμαξα και πήγαν όλοι μαζί στο γκαράζ όπου η Σανκάρλι είχε νοικιάσει το δίκυκλο. Η μάγισσα το επέστρεψε εκεί και, μετά, βάδισαν προς την πολυκατοικία της. Προτού φτάσουν έδωσε στον Φέκταρελ το κλειδί της εισόδου. «Θ’ανοίξεις και θα μπεις,» του είπε. «Εγώ κι η Φαίδρα θα μπούμε από την πίσω μεριά, από ένα παλιό παράθυρο.»

Τα μάτια του Φέκταρελ γυάλισαν μέσα απ’την κουκούλα του. «Γιατί;»

«Υπάρχει λόγος. Αλλά μην ανησυχείς· θα σου εξηγήσω μετά.»

Η Φαίδρα έγνεψε στον Φέκταρελ, για να του δώσει να καταλάβει ότι τίποτα κακό δεν συνέβαινε. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Όταν έφτασαν κοντά στην πολυκατοικία, πήγε προς την είσοδό της έχοντας το κλειδί της Τεχνομαθούς μάγισσας στο χέρι του, ενώ η Φαίδρα και η Σανκάρλι πήγαν από πίσω. Μπήκαν από το παράθυρο και συνάντησαν τον Φέκταρελ μέσα. Πήραν τον ανελκυστήρα, ανέβηκαν στον τελευταίο όροφο, και η Σανκάρλι τούς άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της. Τους άφησε να περάσουν πρώτοι το κατώφλι και μετά τους ακολούθησε μέσα. Έκλεισε και διπλοκλείδωσε. Πάτησε τον διακόπτη στον τοίχο ανάβοντας το ενεργειακό φως του καθιστικού.

«Εδώ είμαστε…» είπε μοιάζοντας λιγάκι αγχωμένη, σαν να περίμενε ότι μπορεί να έβρισκε τίποτα το περίεργο στο σπίτι της: όπως να είναι άνω-κάτω ή διαλυμένο.

Ο Φέκταρελ ρώτησε ενώ της επέστρεφε το κλειδί της εισόδου: «Τι νόημα είχε αυτό που κάναμε;»

«Με παρακολουθούν, όπως θα έχεις καταλάβει από την άλλη νύχτα που ήρθαν εκείνοι οι πράκτορες πίσω μας.»

«Τέλος πάντων,» είπε η Φαίδρα. «Θα μου εξηγήσεις τώρα ακριβώς τι συμβαίνει μαζί σου;» Η ερώτησή της απευθυνόταν, ασφαλώς, στον Φέκταρελ.

Εκείνος κατέβασε την κουκούλα της κάπας του αναστενάζοντας. Έβγαλε την κάπα και την κρέμασε στην κρεμάστρα. «Θα σου πω,» αποκρίθηκε.

«Να μείνω στο δωμάτιο;» είπε η Σανκάρλι. «Μπορώ να πάω και δίπλα, αν θέλετε…»

Η Φαίδρα κοίταξε ερωτηματικά τον Φέκταρελ.

Εκείνος μόρφασε αδιάφορα. «Δεν έχει σημασία. Αν θέλεις μείνε, Σανκάρλι. Στο σπίτι σου είμαστε.»

Αφού κάθισαν, και η Τεχνομαθής μάγισσα τούς έφερε κρύα μπίρα, ο Φέκταρελ διηγήθηκε όλα όσα τού είχαν συμβεί μέχρι να τον βρουν.

«Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε, δηλαδή, στους Ζωντανούς-Νεκρούς;» είπε η Φαίδρα.

Ο Φέκταρελ κοίταξε το τελειωμένο ποτήρι της μπίρας του, δυσανασχετώντας. «Δεν ξέρω, Φαίδρα…»

«Γιατί όχι;»

«Γιατί δεν είμαι ακόμα σίγουρος ότι δεν κινδυνεύετε όλοι σας από εμένα–»

«Τι ανοησίες είναι αυτές; Κανονικά, έπρεπε εξαρχής να μου είχες πει τι αισθανόσουν! Θα είχαμε βρει λύση πιο νωρίς.»

«Δεν το νομίζω,» είπε ο Φέκταρελ ατενίζοντάς την τώρα ευθέως. «Όπως είδες, μόνο ο Αθάνατος μπόρεσε να καταλάβει ότι είμαι παιδί του Ταρνατάρ’σακ.»

«Μα δεν είσαι παιδί του Ταρνατάρ’σακ, Φέκταρελ!»

«Κι όμως… είμαι. Ύστερα από εκείνο το χτύπημα του σπαθιού του Βέρκαμωντ, είμαι. Ή, τουλάχιστον, είναι σαν να είμαι – που κάνει το ίδιο. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, νιώθω την έλξη για τον υπόγειο κόσμο, Φαίδρα.» Αναστέναξε. «Δεν ξέρω για πόσο θα μπορώ να βρίσκομαι εδώ, στην επιφάνεια. Ίσως να τα καταφέρω, ή ίσως… ίσως…» Κούνησε το κεφάλι. «Μπορώ να έχω λίγη μπίρα ακόμα, Σανκάρλι;»

Η Τεχνομαθής μάγισσα, που τους κοίταζε αμίλητα, μοιάζοντας λιγάκι μουδιασμένη, σηκώθηκε απ’την καρέκλα της. «Φυσικά,» είπε παίρνοντας το άδειο ποτήρι του και πηγαίνοντας να το γεμίσει.

«Δεν είσαι πλάσμα του υπόγειου κόσμου,» του είπε η Φαίδρα, έντονα. «Νομίζεις ότι θα μπορείς να ζήσεις εκεί κάτω – χωρίς ήλιο;»

«Νομίζω πως ναι, θα μπορώ,» αποκρίθηκε μουντά ο Φέκταρελ.

«…Θέλεις, όμως; Το θέλεις να μείνεις εκεί κάτω;»

Ο Φέκταρελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Ή, τουλάχιστον, ένα μέρος μου το θέλει· αλλά όχι, γενικά δεν το θέλω.»

«Επομένως, μπορείς να υπερνικήσεις ό,τι κι αν είναι αυτό που σε ωθεί στον υπόγειο κόσμο!»

«Φοβάμαι, κυρίως, για εσένα και τους άλλους–»

«Θα σε βοηθήσω, και ο Σκοτωμένος θα σε βοηθήσει–»

«Δεν είναι εκεί το θέμα!»

Η Σανκάρλι επέστρεψε, αφήνοντας τη μπίρα μπροστά του. Η Φαίδρα δεν μίλησε, σκεπτική, αναρωτούμενη τι μπορούσε να πει για να πείσει τον Φέκταρελ να έρθει μαζί της, στη Νουσράκλη. Δεν έκανα όλο αυτό το ταξίδι για να τον αφήσω εδώ! Δε θα τον εγκαταλείψω! Εκτός των άλλων, ο Άρδαλον’λι τον κυνηγά.

Ο Φέκταρελ, βλέποντας τη στενοχώρια και τον θυμό ανάμικτα στο πρόσωπό της, και νιώθοντας άσχημα γι’αυτό – νιώθοντας εν μέρει υπεύθυνος γι’αυτό – είπε: «Πρέπει να κάνω μια δοκιμή, αν είναι τελικά να επιστρέψω στους άλλους…»

«Τι δοκιμή;»

«Θα μείνω μερικές μέρες εδώ, στην Κάρνατεβ, να δω πώς αισθάνομαι· αν μπορώ να υπερνικήσω την τάση μου για κάθοδο στον υπόγειο κόσμο και… και άλλα καινούργια ένστικτα.»

Η Φαίδρα ένευσε. «Ναι,» είπε. «Ας μείνουμε μερικές μέρες εδώ.» Είναι η καλύτερη λύση, για τώρα, σκέφτηκε. Δε θα δεχτεί να επιστρέψει στη Νουσράκλη αμέσως. «Αλλά η Σανκάρλι δε νομίζω να μπορεί να μας φιλοξενεί για τόσο καιρό…» Κοίταξε την άλλη μάγισσα.

«Δεν έχω πρόβλημα,» είπε εκείνη, «αν εσάς δεν σας πειράζει να μένετε στο καθιστικό μου.»

«Έχουμε μείνει και σε πολύ χειρότερα μέρη,» τη διαβεβαίωσε η Φαίδρα.

Η Σανκάρλι χαμογέλασε. «Εντάξει, τότε.»

Ο Φέκταρελ τη ρώτησε: «Αυτόν τον Σέρκαδελ’λι εσύ τον ξέρεις;» Είχε, φυσικά, μιλήσει στις δύο μάγισσες για την εκδίκηση που αποζητούσε ο Άρδαλον’λι από τον παλιό εχθρό του.

«Τον Αρχιμάγο της Σχόλης; Φυσικά και τον ξέρω.»

«Καλά;»

«Του έχω μιλήσει μερικές φορές· τίποτα περισσότερο. Είναι άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, λένε. Τελευταία έγινε Αρχιμάγος. Πριν από αυτόν, Αρχιμάγισσα ήταν η Φερκάντι’λι, η οποία σκοτώθηκε έξω από την πόλη. Ορισμένοι εικάζουν ότι ίσως να ήταν δολοφονία, αλλά τίποτα δεν έχει διαπιστωθεί. Ένας θεός τη σκότωσε. Ήταν πια μεγάλης ηλικίας – πάνω από εβδομήντα – και ίσως να μην είχε τις απαραίτητες δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει. Εμένα δεν είναι η ειδικότητά μου αυτά τα πράγματα και δεν τα ξέρω καλά.» Κοίταξε τη Φαίδρα.

Εκείνη είπε: «Ανάλογα… Υπάρχουν Δεσμοφύλακες που, όσο τα χρόνια περνάνε, η θέλησή τους γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή· υπάρχουν άλλοι που η μεγάλη ηλικία λυγίζει τη θέλησή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν δολοφονία, βέβαια.»

Η Σανκάρλι φάνηκε συλλογισμένη για λίγο καθώς καθόταν στην καρέκλα με τα πόδια της σταυρωμένα στο γόνατο και το σαγόνι της ακουμπισμένο στη γροθιά της. Ύστερα είπε: «Είμαι κουρασμένη, θα πάω για ύπνο. Θα μιλήσουμε περισσότερο το πρωί, εντάξει;»

Η Φαίδρα και ο Φέκταρελ την προέτρεψαν να πάει να ξεκουραστεί. «Μας βοήθησες αρκετά ήδη,» της είπε εκείνος, «δε χρειάζεται να ξενυχτίσεις κιόλας»· και η Φαίδρα πρόσθεσε, υπομειδιώντας: «Σαν στο σπίτι σου.»

Η Σανκάρλι σηκώθηκε, λέγοντάς τους, αστειευόμενη, «Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε εκτός από ζημιές», και έφυγε απ’το καθιστικό πηγαίνοντας στο υπνοδωμάτιό της. Η πόρτα έκλεισε πίσω της.

Ησυχία απλώθηκε στο καθιστικό. Ο Φέκταρελ κοίταζε, για μερικές στιγμές, τη Φαίδρα, ακίνητος στην καρέκλα του· και η Φαίδρα κοίταζε τον Φέκταρελ, μισοξαπλωμένη πάνω στον καναπέ. Ύστερα, σαν με το βλέμμα μόνο να είχαν συνεννοηθεί, κινήθηκαν συγχρονισμένα· τεντώθηκαν μπροστά κι οι δύο, αγκαλιάστηκαν παθιασμένα, και φιλήθηκαν βαθιά, κλέβοντας ο ένας την αναπνοή του άλλου. «Ανόητε,» είπε η Φαίδρα αγγίζοντας τα αξύριστα γαλανά γένια στο μάγουλό του, «δεν έπρεπε να είχες φύγει»· και μετά φιλήθηκαν ξανά. «Σ’αγαπώ,» είπε ο Φέκταρελ καθώς έβγαζαν ο ένας τα ρούχα του άλλου, έχοντας σηκωθεί όρθιοι μέσα στο δωμάτιο. «Δεν πιστεύω να πήρες στα σοβαρά εκείνο που έκανα με τον Νικηφόρο…» είπε η Φαίδρα κατεβάζοντας με τα χέρια της την περισκελίδα του ώς τα γόνατα και μετά πιέζοντάς την με το πόδι για να την πάει μέχρι κάτω, στους αστραγάλους του. Άγγιξε το ορθωμένο του όργανο, τρίβοντας την παλάμη της επάνω στο μαύρο στέλεχος, πειράζοντας τα μπαλάκια του με τα δάχτυλά της. Ο Φέκταρελ ξεροκατάπιε. «Δε θυμάμαι τι λες,» είπε· αλλά θυμόταν: εκείνο το περιστατικό στη Βελτέρντιθ, στο Μεγάλο Παλάτι, μετά τη νίκη κατά της Κατοπτρικής Ορδής. Καταλάβαινε, όμως, ότι η Φαίδρα το είχε κάνει από θυμό, από αντίδραση· δεν το εννοούσε. Τα χέρια του έπιασαν τα ξαναμμένα στήθη της, και την είδε να δαγκώνει το χείλος της. Τη φίλησε στο σαγόνι και μετά στο στόμα. Τώρα μόνο συνειδητοποιούσε πόσο τού είχε λείψει… Η Φαίδρα πιάστηκε επάνω του, με χέρια και με πόδια, και τον αισθάνθηκε να γλιστρά μέσα της. Οι παλάμες του Φέκταρελ πήγαν τώρα κάτω απ’τους γλουτούς της. Την οδήγησε, με δυο βήματα, πάνω στον τοίχο, βάζοντας την πλάτη της ν’ακουμπήσει σε κρύα πέτρα την οποία η Φαίδρα, μέσα στην έξαψή της, μετά βίας ένιωθε. Έκαναν έρωτα σαν να ήθελαν να λιώσουν ο ένας μέσα στον άλλο, να κάνουν τα σώματά τους ένα.

Στο τέλος, ενώ ήταν ακόμα όρθιοι και ακόμα η πλάτη της ακουμπούσε στον τοίχο (ο οποίος τώρα της φαινόταν αισθητά πιο κρύος από πριν), η Φαίδρα είπε: «Παράξενο…» Ξέπνοη.

«Τι;» Κι εκείνος ξέπνοος.

«Η αναπνοή σου.»

«Τι εννοείς;»

«Είσαι λαχανιασμένος τώρα, αλλά πριν, που έτρεχες τόση απόσταση, δεν ήσουν.»

«Θες να περηφανευτείς;» την πείραξε.

Η Φαίδρα γέλασε, αλλά είπε: «Σοβαρολογώ. Δεν είναι περίεργο;»

Ο Φέκταρελ την άφησε από την αγκαλιά του και κάθισε στον καναπέ. Η Φαίδρα κάθισε επάνω του, νιώθοντας το ακόμα ορθωμένο όργανό του στο πλάι του ποδιού της. Τον φίλησε. «Είχες κάνει κάτι, πριν, όταν έτρεχες;» τον ρώτησε. «Κάτι… ιδιαίτερο;»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε. «Δε νομίζω… Ήταν… ήταν αυτό που… αυτό που σου περιέγραψα: οι αισθήσεις μου πιο οξυμένες απ’ό,τι συνήθως, η δύναμή μου μεγαλ…» Σταμάτησε.

«Τι;»

«Δε νομίζω πως οι αισθήσεις μου ήταν οξυμένες τώρα, Φαίδρα, που αγαπιόμασταν. Ήταν… όπως παλιά.»

Κανένας τους δεν μίλησε για λίγο. Μετά η Φαίδρα είπε: «Αυτό είναι καλό, δεν είναι;»

«Νομίζω ότι με φέρνεις πίσω,» είπε ο Φέκταρελ, «στον κόσμο της επιφάνειας, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.»

«Σ’το είπα ότι έπρεπε να μου είχες μιλήσεις από την αρχή.»

Φιλήθηκαν ξανά.

Η πόρτα του υπνοδωματίου της Σανκάρλι άνοιξε, ξαφνιάζοντάς τους. Την είδαν να βγαίνει και να πηγαίνει προς την πόρτα του μπάνιου· και σίγουρα τους είχε προσέξει – είχε προσέξει ότι ήταν κι οι δυο τους γυμνοί πάνω στον καναπέ της. Δεν υπήρχε αμφιβολία, γιατί έκανε πολύ επιδεικτικά πως δεν τους είδε καθώς περνούσε και έμπαινε στο μπάνιο.

«Θεοί…» ψιθύρισε η Φαίδρα στον Φέκταρελ, υπομειδιώντας· «μου φαίνεται πως τελικά θα μας διώξει σύντομα από το σπίτι της…»

Εκείνος τής επέστρεψε το μειδίαμα, και φίλησε το δεξί της στήθος.

*

Μπήκαν στον ανελκυστήρα, και η Έρικα ρώτησε: «Όροφος;»

«Τέταρτος,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

Η Έρικα πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 4 και ο θάλαμος άρχισε ν’ανεβαίνει. Στο άλλο της χέρι ήταν το πιστόλι της, γιατί ακόμα δεν εμπιστευόταν, φυσικά, ούτε τον Άσλατμιρ ούτε τη Σέρυ, παρότι ήταν κι οι δυο τους άοπλοι. Παρότι είχε κάνει μια συμφωνία μαζί τους. Είχαν δηλώσει πρόθυμοι να παρατήσουν τη δολοφονία της Σανκάρλι’μορ και να μπουν στο δίκτυό της. Η Έρικα τούς είχε τονίσει, βέβαια, πως το δίκτυό της δεν έκανε δολοφονίες, αλλά άνθρωποι ικανοί στα όπλα πάντοτε χρειάζονταν. «Δε θα φανταζόμουν, όμως, Άσλατμιρ, ότι εσύ θα προτιμούσες τη δουλειά του δολοφόνου από του κατασκόπου,» του είχε πει.

«Δεν την προτιμώ,» είχε αποκριθεί εκείνος, μέσα στο σκοτεινό εγκαταλειμμένο υπόγειο της Αρένας· «οι συνθήκες μ’έχουν αναγκάσει.»

«Θα προτιμούσες, δηλαδή, να ήσουν κατάσκοπος…»

«Ασφαλώς και θα το προτιμούσα.» Και είχε κοιτάξει προς τη μεριά της Σέρυ.

«Εγώ δεν είμαι κατάσκοπος. Ούτε ποτέ ήμουν,» είχε δηλώσει εκείνη. Και η Έρικα σύντομα είχε μάθει ότι η Σέρυ ήταν, παλιά, πολεμίστρια της Παντοκράτειρας και, μετά, βρισκόταν ανάμεσα στους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ. Εκείνη κι ο Άσλατμιρ, στη συνέχεια, της εξήγησαν γιατί και πώς είχαν φύγει από το φουσάτο της Γαλανής Δράκαινας, και της είπαν ότι κι ο Άρδαλον’λι ήταν, μέχρι στιγμής, μαζί τους.

«Και τώρα πού πήγε; Δεν έχετε την παραμικρή ιδέα;»

«Καμία ιδέα απολύτως, Έρικα,» της απάντησε ο Άσλατμιρ. «Εξαφανίστηκε.»

«Κάτι περίεργο θα κάνει,» πρόσθεσε η Σέρυ, και ο Άσλατμιρ δεν διαφώνησε.

Μάλιστα, σκέφτηκε, δυσαρεστημένα, η Έρικα. Ο Άρδαλον είναι κάπου εδώ κοντά, ίσως, και δεν ξέρω πού… Ήταν παλιός εραστής της. Είχε να τον δει χρόνια ολόκληρα, πριν από τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια κατά της Συμπαντικής Παντοκράτειρας. Καλύτερα, όμως, που δεν είναι μαζί μ’ετούτους τους δύο. Η Έρικα δεν αισθανόταν τώρα έτοιμη να τον συναντήσει ξανά.

Αφήνοντας το θέμα του Άρδαλον’λι – μη θέλοντας να τους δείξει ότι την ενδιέφερε – είχε στρέψει πάλι την κουβέντα στον Εύβουλο και στη Σανκάρλι’μορ. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τής εξήγησαν ότι μπορούσαν να του πουν πως ήταν αδύνατο να εντοπίσουν τη μάγισσα και, ως εκ τούτου, παραιτούνταν από τη δουλειά χωρίς να πάρουν άλλα λεφτά από αυτόν. «Δεν πρόκειται να μας ξαναπροσλάβει, βέβαια,» είπε ο Άσλατμιρ, «αλλά, αφού τώρα θα δουλεύουμε μέσα στο δίκτυό σου, δεν πειράζει.»

Η Έρικα, όμως, διαφώνησε. «Όχι· δεν θα γίνει έτσι.» Τους είπε να προσποιηθούν ότι συνέχιζαν να προσπαθούν να δολοφονήσουν τη Σανκάρλι’μορ, αλλά, ακόμα κι αν κατάφερναν να την εντοπίσουν, να μην τη σκοτώσουν. Στο τέλος, έτσι, ο Εύβουλος θα θύμωνε και θα τους έδιωχνε από τις υπηρεσίες του· όμως, εν τω μεταξύ, θα είχε χάσει χρόνο.

«Είναι κι η μάγισσα στο δίκτυό σου;» τη ρώτησε ο Άσλατμιρ. «Γι’αυτό θες να την προστατέψεις;»

«Δε θα κάνεις ακόμα τέτοιες ερωτήσεις, Άρχοντα Άσλατμιρ,» του είπε η Έρικα· «τώρα εσύ δουλεύεις για εμένα, μην ξεχνάς, όχι το αντίστροφο. Και θεώρησε τούτη τη δουλειά – το να παραπλανήσεις τον Εύβουλο – ως δοκιμασία για να δούμε αν τελικά θα σας δεχτώ στο δίκτυό μου.»

«Κι αν αποφασίσεις να μη μας δεχτείς;» Το βλέμμα του αγρίεψε.

«Για να αποφασίσω να μη σας δεχτώ πρέπει ή να με προδώσετε ή να κάνετε κάποια τεράστια γκάφα.»

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ δεν είχαν άλλες διαφωνίες ή ερωτήσεις πάνω στο θέμα. Καταλάβαιναν, άλλωστε, ότι βρίσκονταν στο έλεος της Έρικας και καλύτερα να πήγαιναν με τα νερά της.

Έτσι τώρα την οδηγούσαν στο σπίτι τους μέσα στην Κάρνατεβ – στο κανονικό, αγορασμένο σπίτι τους, όχι σ’αυτό που νοίκιαζαν για να παρακολουθούν την πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ – ώστε να καθίσουν και να συζητήσουν περισσότερο. Ο Χάραλκιρ ήταν μαζί τους μέσα στον ανελκυστήρα, με την κουκούλα του ακόμα σηκωμένη. Δεν τους είχε δείξει καθόλου το πρόσωπό του· η Έρικα τού είχε ψιθυρίσει πως καλύτερα αυτοί οι δυο να μην ήξεραν, προς το παρόν, την όψη του. «Είσαι άτομο που εύκολα μπορεί κανείς να βρει.» Ο Χάραλκιρ, φυσικά, δεν είχε φέρει αντίρρηση.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ εξακολουθούσαν να μην έχουν όπλα επάνω τους – η Έρικα δεν τους είχε δώσει ούτε ένα ξιφίδιο, για λόγους ασφαλείας – αλλά τα χέρια τους ήταν λυτά· και, προτού φύγουν από το υπόγειο της Αρένας, η Έρικα είχε επιδέσει όπως μπορούσε το τραύμα της Σέρυ το οποίο είχε ανοίξει ύστερα από την κλοτσιά της.

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε, φτάνοντας στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Η Έρικα έγνεψε στον Άσλατμιρ κι εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε πρώτος μαζί με τη Σέρυ. Ο Χάραλκιρ και η Έρικα ακολούθησαν, έχοντας πιστόλια στα χέρια τα οποία κρατούσαν κρυμμένα, ο πρώτος κάτω από την κάπα του, η δεύτερη κάτω από τον μαγικό της μανδύα, τον οποίο αισθανόταν να χαϊδεύει σχεδόν ερωτικά τον πήχη της.

Ο Άσλατμιρ έβγαλε ένα κλειδί από τα ρούχα του κι έκανε να ξεκλειδώσει μια πόρτα– Σταμάτησε απότομα.

«Ξεκλείδωτα…» μουρμούρισε, ξαφνιασμένος.

«Ξεκλείδωτα;» έκανε η Έρικα.

Ο Άσλατμιρ έσπρωξε την πόρτα, κι αυτή άνοιξε.

Το καθιστικό ήταν ημιφωτισμένο. Κάποιος καθόταν στην πολυθρόνα, μ’ένα ποτήρι στο χέρι. Ένας πορφυρόδερμος, γκριζομάλλης άντρας με γερακίσια μάτια.

«Γύρισες…» άρθρωσε ο Άσλατμιρ, μπαίνοντας, και η Σέρυ τον ακολούθησε.

Το ίδιο και η Έρικα κι ο Χάραλκιρ, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και υψώνοντας τα πιστόλια τους.

Ο άντρας στην πολυθρόνα συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας τους. Άπλωσε το χέρι του και, αγγίζοντας τον διακόπτη παραδίπλα, δυνάμωσε το φως του δωματίου.

Η αναπνοή της Έρικας, που πριν από λίγο είχε ξαφνικά γίνει πιο γρήγορη, τώρα σταμάτησε προς στιγμή. Αυτός είναι… Θεοί, αυτός είναι…

Ο Άρδαλον’λι δεν σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, ούτε φάνηκε να θορυβείται από το γεγονός ότι δύο πιστόλια τον σημάδευαν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην Έρικα.

«Έρικα Σάλκερκοφ…» Η φωνή του ήταν βραχνή· ακουγόταν έκπληκτος.

«Άρδαλον,» είπε εκείνη, χωρίς να κατεβάσει το όπλο της.

«Κι άλλος γνωστός;» απόρησε ο Χάραλκιρ.

Ο Άσλατμιρ, αποπροσανατολισμένος, ρώτησε τον μάγο: «Τ-την ξέρεις;»

Σαν κανένας να μην είχε μιλήσει, ο Άρδαλον’λι τής είπε: «Έχεις αλλάξει αρκετά, Έρικα· αλλά δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να μη σε γνωρίσω.» Δεν χαμογελούσε, μα τα λόγια του δεν ήταν κρύα.

«Κι εσύ έχεις αλλάξει, Άρδαλον. Είσαι, τώρα…» κόμπιασε καθώς κατέβαζε το πιστόλι της.

«Πιο γέρος;»

«Όχι!» είπε αμέσως η Έρικα, αν και, ναι, της φαινόταν πιο γέρος. Ήταν καμια δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός της, άλλωστε.

«Εκτός των άλλων, είμαι πολύ κουρασμένος απόψε, Έρικα. Πάρα πολύ κουρασμένος.» Ο Άρδαλον’λι κούνησε το κεφάλι, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί στο ποτήρι του. «Και τα ποτά που αγοράζουν αυτοί οι δύο είναι τα πιο φτηνά που μπορείς να βρεις στην Κάρνατεβ,» μόρφασε.

«Δεν ξέραμε ότι θα είχαμε επισκέψεις!» είπε καυστικά η Σέρυ. «Πού ήσουν τόσο καιρό, μάγε;»

Ο Άρδαλον’λι εξακολουθούσε, όμως, να έχει αφτιά και μάτια μόνο για την Έρικα. «Βλέπω, ακόμα φοράς τον μανδύα μου,» παρατήρησε.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Είναι χρήσιμος… αν και πιάνεται πολύ επάνω μου.»

Τώρα, κι ο Άρδαλον’λι χαμογέλασε. «Δε μπορώ να φανταστώ τίποτα το αρσενικό – άνθρωπο ή θεό – που να μη θέλει να πιαστεί επάνω σου, Έρικα.»

Η Έρικα αισθάνθηκε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Μην είσαι ανόητη! μάλωσε τον εαυτό της. «Μην προσπαθείς να με κολακέψεις, Άρδαλον. Δεν είναι η ώρα κατάλληλη.»

«Πες μου πότε θα είναι η ώρα κατάλληλη, λοιπόν. –Αλήθεια, τι κάνεις μ’αυτούς τους δύο αποτυχημένους;»

«Αρκετά δε μας έχεις βρίσει μες στο σπίτι μας, μάγε;» μούγκρισε ο Άσλατμιρ, πηγαίνοντας προς την κάβα.

«Μείνε στη θέση σου!» του είπε ο Χάραλκιρ, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι του.

«Ένα ποτό θέλω να βάλω.»

«Μείνε στη θέση σου.»

«Όπως νομίζεις…»

Ο Άρδαλον’λι είπε: «Δεν τα πηγαίνετε καλά μεταξύ σας, να υποθέσω;»

«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε η Έρικα, «μόλις αρχίσαμε να τα πηγαίνουμε καλά. Το ξέρεις ότι δουλεύουν ως δολοφόνοι, σωστά;»

«Εδώ και καιρό.»

«Τους πρότεινα να δουλέψουν για μένα, και συμφώνησαν.»

«Να δουλέψουν για εσένα; Τι κάνεις τώρα, Έρικα; Νόμιζα, για να είμαι ειλικρινής, ότι θα ήσουν νεκρή ύστερα από τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια…»

Η Έρικα τού είπε ότι διεύθυνε ένα δίκτυο πληροφοριών. «Βρίσκουμε ό,τι μας πληρώνουν να βρούμε. Αλλά δεν κάνουμε δολοφονίες, σε καμία περίπτωση. Τον Άρχοντα Άσλατμιρ τον ήξερα από παλιά, παρεμπιπτόντως. Από τη Νασόλκαθ.»

Ο Άρδαλον’λι τον κοίταξε. «Δεν μου το είχες πει…»

«Δεν προέκυψε,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Τότε, προτού με εξορίσει ο Ραλνίβης από τη Νασόλκαθ, η Έρικα δούλευε για εμένα, μάγε. Είχε πάλι δίκτυο πληροφοριών, αλλά όχι τόσο… εκτεταμένο.»

Ο Άρδαλον’λι έστρεψε το βλέμμα του στην Έρικα, και εκείνη είπε: «Ξεκίνησα από τη Νασόλκαθ, αλλά δεν σκόπευα ποτέ να μείνω εκεί.»

«Και είναι το δίκτυό σου τώρα εξαπλωμένο σ’όλη τη Φεηνάρκια;»

«Σχεδόν. Αλλά ούτε εκεί σκοπεύω να μείνω.»

Ο Άρδαλον’λι γέλασε. «Το ήξερα ότι ήσουν γυναίκα με βλέψεις, Έρικα, όμως όχι και τόσο μεγάλες βλέψεις. Θέλεις να εξαπλώσεις το δίκτυό σου σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν;»

«Σε όσες διαστάσεις μπορώ.» Και άλλαξε θέμα, απότομα: «Ο Άσλατμιρ μού είπε ότι είχες εξαφανιστεί χωρίς να του πεις τίποτα…»

«Είχα δουλειές.»

«Οι οποίες τώρα τελείωσαν;»

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι κουρασμένα, «δεν τελείωσαν… Έχω μάθει, όμως, κάποια πράγματα που δεν ήξερα,» πρόσθεσε. «Για τον Αρχισυγκλητικό, για κάποια αεροχήματα και ορυχεία κάτω από τη θάλασσα…»

«Πού βρισκόσουν; Στις σπηλιές; Όλος ο Ωκεανός ξέρει γι’αυτά τα πράγματα,» είπε η Έρικα.

«Στις σπηλιές βρισκόμουν, πράγματι.»

Η Έρικα δεν ήταν βέβαιη αν της έκανε πλάκα ή όχι· όμως δεν τον έβλεπε να χαμογελά.

«Θα δουλέψουν, λοιπόν, η Σέρυ κι ο Άσλατμιρ για εσένα;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι.

Η Έρικα, κρίνοντας πως δεν θα ήταν φρόνιμο να προσπαθήσει να του κρύψει τίποτα, του είπε όσα είχε συζητήσει με τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ.

Καθώς εκείνη μιλούσε, ο Άσλατμιρ πήγε στην κάβα και γέμισε ένα ποτήρι μπίρα για τον εαυτό του κι ένα για τη Σέρυ (η Έρικα έγνεψε στον Χάραλκιρ να κατεβάσει το πιστόλι του), και κάθισαν κι οι δυο τους στον καναπέ. Η Έρικα παρέμεινε όρθια, ενώ ο Χάραλκιρ κάθισε σε μια καρέκλα αντίκρυ στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ, παρατηρώντας τους μέσα απ’την κουκούλα του κι έχοντας το πιστόλι του έτοιμο.

Ο Άρδαλον’λι ρώτησε, όταν η Έρικα έπαψε να μιλά: «Γιατί σ’ενδιαφέρει γι’αυτή τη Σανκάρλι’μορ;»

«Δε μπορώ να σου πω. Θεώρησε ότι είναι μια εμπιστευτική δουλειά που έχω αναλάβει.»

«Είσαι εναντίον του Αρχισυγκλητικού, δηλαδή;»

«Δεν είμαι ακριβώς εναντίον του… αλλά ούτε και υπέρ του είμαι. Έχω βοηθήσει ανθρώπους που είναι εναντίον του. Καταλαβαίνεις, όμως, ότι προτιμώ να κρατάω το δίκτυό μου ουδέτερο σε τέτοια θέματα.»

«Μάλιστα.» Ο Άρδαλον’λι τελείωσε το κρασί του. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Φυσικά.»

«Γνωρίζεις τους Ζωντανούς-Νεκρούς; Τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και τους μισθοφόρους του;»

Η Έρικα, μέχρι στιγμής, δεν είχε αναφέρει ούτε στον Άσλατμιρ ούτε στον Άρδαλον’λι τίποτα γι’αυτούς· δεν τους είχε πει για τη συνεργασία της μαζί τους. «Ναι,» απάντησε. «Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί κι αυτοί ήταν στη Νασόλκαθ… και αρκετοί ανάμεσά τους είναι πρώην Παντοκρατορικοί.»

«Και λοιπόν;»

«Απλώς αναρωτιόμουν,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Άκουσα πως βρίσκονται στη Νουσράκλη τώρα, στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Πού το άκουσες;» Εσύ δεν ήξερες ούτε για τα αεροχήματα!

«Μου το είπε ένας… γνωστός.»

Γνωστός; Προφανώς ο Άρδαλον’λι δεν ήθελε να της πει περισσότερα, και τούτο δεν της άρεσε. Ποιος γνωστός μπορεί να ήταν αυτός; «Δουλεύεις για τον Αρχισυγκλητικό, Άρδαλον;»

«Φυσικά και όχι.»

«Γιατί; Θα μπορούσες, νομίζω…»

«Διότι… δεν δουλεύω για τον Αρχισυγκλητικό.»

Κάτι κρύβει πάλι. «Είσαι, δηλαδή, εναντίον του;»

«Δεν έχω κανέναν λόγο για να είμαι εναντίον του. Δεν με ενδιαφέρει καν ο άνθρωπος, ούτε η πολιτική κατάσταση στην Κάρνατεβ.»

«Ένας μάγος με τις ικανότητές σου, όμως, θα μπορούσε να εργάζεται για τους άρχοντες της πόλης, αντί να–»

«Δεν είναι ο σκοπός μου να εργαστώ για τους άρχοντες της πόλης!» τη διέκοψε ο Άρδαλον’λι, και η Έρικα νόμιζε πως ήταν λιγάκι ενοχλημένος. Εργαζόσουν για τη Σαρντίκα-Νοθ αλλά έχεις ενδοιασμούς να εργαστείς για τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ, Άρδαλον; Περίεργο. Πολύ περίεργο…

«Αν ο σκοπός σου… έχει ανάγκη το δίκτυό μου,» του είπε, «μπορείς πάντα να ζητήσεις τη βοήθειά μου, Άρδαλον.»

Ο μάγος την ατένισε διαπεραστικά· καχύποπτα, ίσως.

«Δεν εννοούσα δωρεάν,» τόνισε η Έρικα, για να διώξει τις υποψίες από το μυαλό του. «Αν κάνω κάτι για σένα, θα πρέπει κι εσύ στο μέλλον να κάνεις κάτι για μένα.»

«Θα το έχω υπόψη,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι. «Γιατί, όμως, βρίσκεσαι τώρα εδώ; Θέλεις να συζητήσεις μ’αυτούς τους δύο;» Έριξε μια ματιά προς τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ.

«Ναι.»

«Συζητήστε, λοιπόν· δε θα σας ενοχλήσω.»

«Θα μείνεις εδώ, μαζί μας;» τον ρώτησε η Σέρυ.

«Για την ώρα, ναι. Όταν έφυγα από την πόλη, ξενοίκιασα το δωμάτιο που είχα νοικιασμένο στο Χρυσό Νήμα.»

«Θα μας πεις πού ήσουν τόσο καιρό;»

«Όχι.»

Η Σέρυ τον αγριοκοίταξε. Ο Άσλατμιρ τον ατένισε σαν να περίμενε μια τέτοια απάντηση.

Η Έρικα κάθισε σε μια καρέκλα και τους είπε: «Λοιπόν. Σχετικά με τις δουλειές μας.»

Κεφάλαιο Τριακοστό-Ένατο
Μια Αναζήτηση Τελειώνει

Όταν η Σανκάρλι έπεσε για ύπνο, ήταν ζαλισμένη από τα γεγονότα της επεισοδιακής νύχτας με τη Φαίδρα’λι και τον Φέκταρελ. Πολλά είχαν ειπωθεί αλλά λίγα ήταν ξεκάθαρα μέσα στο μυαλό της. Τώρα, όμως, καθώς ξυπνούσε και τεντωνόταν επάνω στο κρεβάτι της, θυμήθηκε κάτι που είχε πει ο Φέκταρελ αφηγούμενος τις περιπέτειές του – κάτι στο οποίο τότε η Σανκάρλι δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία.

Ο Φέκταρελ είχε πει ότι, ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια του αποστάγματος εκείνου του υπόγειου φυτού, ενώ «ονειρευόταν το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ» (όπως το είχε θέσει), είχε καταλάβει πώς εξαπλωνόταν ο παράξενος ιός στα Ορυχεία Ιπταερίου: ο ιός που μετέτρεπε τους ανθρώπους σε τέρατα. Δεν είχε εξηγήσει αναλυτικά τι εννοούσε – ούτε η Σανκάρλι θυμόταν ακριβώς τι είχε πει – όμως ήταν προφανές πως γνώριζε κάτι πολύ σημαντικό για ολόκληρη την Κάρνατεβ.

Πρέπει να του ζητήσω να μου πει περισσότερα, σκέφτηκε καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι της και ντυνόταν. Όταν είχε φορέσει ένα εφαρμοστό παντελόνι και μια μπλούζα με κοντά μανίκια και σταυρωτά λουριά από το στήθος και κάτω, μισάνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου της και κοίταξε προς το καθιστικό, ελπίζοντας να μην τους βρει πάλι γυμνούς όπως χτες βράδυ – μια αναμφίβολα άβολη συγκυρία για όλους. Τώρα, όμως, δεν φαίνονταν γυμνοί – όχι τελείως, τουλάχιστον – καθώς κοιμόνταν στον καναπέ της.

Η Σανκάρλι’μορ πήγε για λίγο στην τουαλέτα και, μετά, στην κουζίνα, περνώντας από το καθιστικό χωρίς να τους ανησυχήσει καθώς βάδιζε ξυπόλυτη στο ξύλινο πάτωμα. Όταν επέστρεψε, ακούμπησε δύο κούπες με φρεσκοψημένο καφέ επάνω στο ξύλινο τραπεζάκι, αρκετά δυνατά ώστε να ακουστούν.

«Καλημέρα,» είπε, για να τους ξυπνήσει. «Σας έφτιαξα κάτι να πιείτε.»

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα άνοιξαν τα μάτια τους για να δουν την Τεχνομαθή μάγισσα να πηγαίνει να καθίσει σε μια καρέκλα αντίκρυ τους κρατώντας μια κούπα η οποία άχνιζε.

«Ευχαριστούμε,» είπε ο Φέκταρελ, απλώνοντας το χέρι του για να πιάσει τη μία από τις δύο κούπες επάνω στο ξύλινο τραπεζάκι. Φύσηξε τον καφέ μέσα της γιατί ήταν ζεστός. Η οσμή του ερχόταν πολύ έντονα στα ρουθούνια του – οι οξυμένες αισθήσεις του δεν είχαν αργήσει να επιστρέψουν ύστερα από την έντονη ερωτική επαφή του με τη Φαίδρα. Και ο Φέκταρελ, ουσιαστικά, δεν είχε ξυπνήσει τώρα· είχε ξυπνήσει λίγο πιο πριν, ακούγοντας τη Σανκάρλι’μορ να περνά από το σαλόνι, μυρίζοντάς την, ακούγοντάς την να κάνει κάποιες δουλειές στην κουζίνα, και τέλος ακούγοντάς την να επιστρέφει και να τους καλημερίζει, και μυρίζοντάς την ξανά. Τότε ο Φέκταρελ είχε σηκωθεί προσποιούμενος ότι ξυπνούσε.

Η Φαίδρα δεν προσποιείτο. Έτριψε τα μάτια της, λέγοντας στη Σανκάρλι: «Τόσο νωρίς σηκώνεσαι πάντα;»

«Δεν είναι και τόσο νωρίς,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και θυμήθηκα κάτι,» πρόσθεσε αμέσως. «Κάτι που είπε ο Φέκταρελ.» Τα μάτια της εστιάστηκαν επάνω του.

«Στον ύπνο σου θα το έβλεπες,» παρατήρησε η Φαίδρα.

«Τι θυμήθηκες;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

Η Σανκάρλι τού είπε.

Ο Φέκταρελ μόρφασε καθώς έπινε μια γουλιά ζεστό καφέ. «Είναι αλήθεια· κατάλαβα πώς δημιουργήθηκε – κι εξακολουθεί να δημιουργείται, μάλλον – ο ιός. Και όχι μόνο αυτό, Σανκάρλι, αλλά νομίζω πως μπορώ να διαισθανθώ τους μεταλλαγμένους που κρύβονται μέσα στην Κάρνατεβ. Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, όταν πρωτοήρθα εδώ, έτυχε να τους συναντήσω, φευγαλέα.» Και το βλέμμα του έγινε απλανές προς στιγμή. «Σαν όνειρο εκείνες οι μέρες…» μουρμούρισε, λες και μιλούσε στον εαυτό του.

Η Σανκάρλι δεν έδωσε σημασία σ’αυτό. «Πώς δημιουργείται ο ιός, Φέκταρελ;» ρώτησε, γεμάτη περιέργεια.

Μετά από μια στιγμή, εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι σίγουρος ότι θα με καταλάβεις… Είναι… εφιάλτες του Ταρνατάρ’σακ. Οι εφιάλτες – η ονειρική του ενέργεια – αναμιγνύεται με το ιπταέριο και, όταν οι εργάτες το εισπνέουν, συμβαίνει ό,τι συμβαίνει…»

«Εφιάλτες…» Η δυσπιστία ήταν έκδηλη στη φωνή της Σανκάρλι. «Ονειρική ενέργεια…» Κοίταξε τη Φαίδρα, υποθέτοντας ότι εκείνη, ως Δεσμοφύλακας, μπορεί να γνώριζε κάτι για όλ’ αυτά.

Η Φαίδρα, όμως, είπε: «Δεν έχω ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο…»

«Πώς είναι δυνατόν τα όνειρα αυτού του θεού να δημιουργούν έναν ιό;» απόρησε η Σανκάρλι. «Δεν είναι λογικό. Και ο ιός δεν είναι… δεν είναι ονειρικός· αλλάζει το ανθρώπινο σώμα!»

«Δεν αλλάζει μόνο το σώμα,» τη διαβεβαίωσε ο Φέκταρελ.

Η Φαίδρα είπε: «Αναμιγνύεται με το ιπταέριο, μην ξεχνάς, Σανκάρλι.»

«Ακόμα κι έτσι…» Η Τεχνομαθής μάγισσα εξακολουθούσε να δυσπιστεί. «Αν είχαμε έναν Βιοσκόπο κοντά μας, ίσως να μπορούσε να μας δώσει κάποιες απαντήσεις,» κατέληξε.

«Το αμφιβάλλω,» είπε ο Φέκταρελ.

«Έχω παρακολ–» άρχισε η Σανκάρλι’μορ, αλλά ο χτύπος του κουδουνιού της εισόδου της πολυκατοικίας τη σταμάτησε. Συνοφρυωμένη, σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Μια στιγμή,» είπε στους φιλοξενούμενούς της και πήγε στο κουδούνι, πατώντας το κουμπί που ενεργοποιούσε το μεγάφωνο και το μικρόφωνο.

«Ποιος είναι;» ρώτησε.

«Σανκάρλι,» ακούστηκε μια αντρική φωνή που δεν της ήταν άγνωστη, «εσύ είσαι;»

«Ποιος ρωτά;»

«Ο Χάραλκιρ είμαι. Σίγουρα με θυμάσαι…»

«Σε θυμάμαι· τι θέλεις;»

«Έχω να σου πω κάτι που σ’ενδιαφέρει. Πολύ σημαντικό.»

Τι μπορεί να ήταν, πάλι; Κι άλλο μήνυμα από τον Αβέρναλ; Δεν το νόμιζε. «Εντάξει,» του είπε, και πάτησε το κουμπί που ξεκλείδωνε την είσοδο της πολυκατοικίας.

«Ποιος είναι;» τη ρώτησε η Φαίδρα καθώς η Σανκάρλι επέστρεφε στο καθιστικό.

«Ένας… ένας μαντατοφόρος. Πράκτορας, ουσιαστικά–»

«Τι πράκτορας;» τη διέκοψε ο Φέκταρελ.

«Μου είχε φέρει ένα μήνυμα από τον Αβέρναλ. Είναι ο Χάραλκιρ, που σε ρωτούσα την άλλη φορά αν τον ξέρεις.»

«Πρέπει νάναι άνθρωπος της Έρικας…» είπε ο Φέκταρελ. Και κοίταξε ερωτηματικά τη Φαίδρα, σαν εκείνη να μπορούσε να τον ξέρει.

«Δεν τον ξέρω. Αλλά δε θέλω η Έρικα να μάθει ότι είμαστε εδώ!» Είχε ήδη πεταχτεί όρθια και κούμπωνε τα ρούχα της.

«Στάσου,» της είπε ο Φέκταρελ καθώς κι εκείνος σηκωνόταν. «Αφού εμείς δεν τον ξέρουμε, ούτε αυτός μάς ξέρει. Για μια άσχετη δουλειά έρχεται εδώ, προφανώς.»

Τούτο την ησύχασε. «Ναι, μάλλον…» είπε.

Η Σανκάρλι περίμενε κοντά στην εξώπορτα και, σύντομα, το κουδούνι χτύπησε. Η μάγισσα κοίταξε απ’το ματάκι και είδε έξω απ’το σπίτι της τον Χάραλκιρ. Άνοιξε την πόρτα και τότε διαπίστωσε ότι δεν ήταν μόνος· μαζί του, παραδίπλα, εκεί όπου δεν μπορούσε να τη δει πριν, ήταν και μια γυναίκα φορώντας μανδύα και κουκούλα στο κεφάλι, κρύβοντας την όψη της.

«Πρέπει να σου μιλήσουμε,» είπε ο Χάραλκιρ.

«Δε μου είπες ότι είχες και παρέα…»

«Η παρέα μου είναι που θέλει να σου μιλήσει. Έχε μου εμπιστοσύνη· εγώ σε εμπιστεύτηκα την άλλη φορά. Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε.»

Η Σανκάρλι τούς άφησε να μπουν στο σπίτι της κι έκλεισε την πόρτα πίσω τους.

Η κουκουλοφόρος στάθηκε φανερά ξαφνιασμένη για μια στιγμή, καθώς αντίκρισε τους φιλοξενούμενους της Τεχνομαθούς μάγισσας.

«Φαίδρα;» έκανε. «Φέκταρελ;»

«Έρικα!» είπε η Φαίδρα, αναγνωρίζοντάς την παρά την κουκούλα. «Πώς…; Ο Σκοτωμένος σ’έστειλε;»

Η Έρικα κατέβασε την κουκούλα της αγριοκοιτάζοντάς τους και τους δύο. «Φυσικά και ο Ζαώρδιλ μ’έστειλε να σε βρω. Και εσένα και τον Φέκταρελ.»

«Μας βρήκες,» είπε ο Φέκταρελ. «Είσαι καλύτερη απ’ό,τι νόμιζα.»

«Με κοροϊδεύεις;» έκανε απότομα η Έρικα. «Τυχαία σάς συνάντησα εδώ!» Κοίταξε τη Σανκάρλι. «Δεν καταλαβαίνω… Ήταν κι οι δύο μαζί σου; Από πότε;»

Εκείνη την κοίταξε με επιφύλαξη. «Δεν ξέρω ποια είσαι…»

«Είμαι κάποια που ήρθε να σε ενημερώσει ότι δύο δολοφόνοι σε κυνηγούσαν, αλλά δεν χρειάζεται πια να ανησυχείς γι’αυτούς–»

«Τι πράγμα;»

Η Έρικα έσμιξε τα χείλη. «Νομίζω ότι πρέπει να μου δώσετε κάποιες εξηγήσεις,» είπε στη Φαίδρα και στον Φέκταρελ.

«Εξηγήσεις;» έκανε η μάγισσα.

«Σας ψάχνω σ’όλη την πόλη!»

«Και πώς έμαθες ότι ήμασταν εδώ;»

«Σας είπα – τυχαία σάς βρήκα! Ή περίπου τυχαία. Δεν περίμενα ότι… Τουλάχιστον, δεν περίμενα ότι κι ο Φέκταρελ θα ήταν εδώ. Ένας πράκτοράς μου έμαθε ότι έφυγες απ’το ξενοδοχείο ‘Ισότιμες Συναθροίσεις’ με μια λευκόδερμη γυναίκα, και σκέφτηκα ότι πρέπει, λογικά, να ήταν μάγισσα – πού άλλου είχες να πας για να ζητήσεις βοήθεια εκτός από τη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ;»

«Σωστά μάντεψες,» παραδέχτηκε η Φαίδρα.

«Έψαξα, λοιπόν, να μάθω πόσες λευκόδερμες μάγισσες σχετίζονται με τη Μαγική Σχολή εδώ. Υπέθετα ότι δεν θα ήταν και πολλές. Και αμέσως πληροφορήθηκα για τη Σανκάρλι…» Έστρεψε πάλι το βλέμμα της σ’αυτήν. Και μετά τους διηγήθηκε τι είχε γίνει με τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ. (Αλλά δεν ανέφερε τίποτα για τον Άρδαλον’λι. Δεν χρειαζόταν να ξέρουν, νόμιζε. Θεωρούσε τον μάγο προσωπική της υπόθεση.)

«Σ’ευχαριστώ,» της είπε η Σανκάρλι.

«Πες ότι έκανα ακόμα μια χάρη για τον Αβέρναλ.»

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε. «Εσύ…; Το μήνυμά του εσύ κανόνισες…;»

«Ναι,» ένευσε η Έρικα, «εγώ κανόνισα να έρθει σ’εσένα.»

«Πού είναι τώρα ο Αβέρναλ;»

Η Έρικα κοίταξε τριγύρω. «Είσαι σίγουρη ότι δεν υπάρχουν κοριοί σ’ετούτο το δωμάτιο;»

Η Σανκάρλι ρουθούνισε. «Τεχνομαθής μάγισσα είμαι. Μόνο δικοί μου κοριοί υπάρχουν εδώ, Έρικα.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Φυσικά· απερισκεψία μου. Στη Μέρελκεβ είναι ο Αβέρναλ. Σε καλά χέρια.»

«Πού;»

«Στον Οίκο της Βίηλ, αφού θες να ξέρεις.»

«Γνωρίζω κάποιους ανθρώπους στον Οίκο της Βίηλ.»

«Σοβαρά;»

«Οι γονείς μου κατάγονται από τη Βίηλ, αν και εγώ εδώ γεννήθηκα.»

«Ξέρεις τον Αρνάλβες;»

«Ναι.»

«Επομένως, δεν θα είναι και πολύ δύσκολο για σένα να δεις τον Αβέρναλ όταν τύχει να πας στη Μέρελκεβ.»

«Έχω χρόνια να πάω στη Μέρελκεβ…» παραδέχτηκε η Σανκάρλι.

«Τέλος πάντων,» είπε η Έρικα. «Θα μου εξηγήσετε τώρα πού βρήκατε τον Φέκταρελ;»

Η Σανκάρλι’μορ και η Φαίδρα’λι τής εξήγησαν, και ο Φέκταρελ μίλησε για τις περιπέτειές του στην Κάρνατεβ και στον υπόγειο κόσμο. Και όσο η Έρικα τούς άκουγε η όψη της σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο.

Ο Άρδαλον… σκέφτηκε. Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Ο Άρδαλον’λι! Γι’αυτό ήξερε για τους Ζωντανούς-Νεκρούς στη Νουσράκλη· ο Φέκταρελ τού το είχε πει. Και τώρα θα ψάχνει για τον Φέκταρελ. Μπορεί ήδη να έρχεται προς τα εδώ! Η Έρικα ρώτησε τη Σανκάρλι’μορ: «Είναι τούτο το μέρος προστατευμένο από Ξόρκια Ανιχνεύσεως;»

Η μάγισσα έγνεψε καταφατικά. «Είναι,» είπε. «Γιατί;»

Αναρωτιέμαι αν οι προστατευτικές μαγείες σου θα αποδειχτούν αρκετά ισχυρές για να σταματήσουν έναν μάγο σαν τον Άρδαλον’λι, σκέφτηκε η Έρικα, αλλά απάντησε: «Γιατί παρέλειψα να σας αναφέρω κάτι πριν. Συνάντησα κι εγώ τον Άρδαλον’λι…»

Τα μάτια της Φαίδρας γούρλωσαν, τα μάτια του Φέκταρελ στένεψαν σαν μαυρόδερμου αιλουροειδούς.

«Μην ανησυχείτε, τον ξέρω από παλιά, κι αν τύχει να–»

«Τον ξέρεις από παλιά;» τη διέκοψε η Φαίδρα, έκπληκτη. «Το… Ο… ο Σκοτωμένος το ξέρει ότι τον ξέρεις;»

«Φυσικά και το ξέρει, Φαίδρα. Ήταν Παντοκρατορικός κι ο Άρδαλον, πριν από πολλά χρόνια. Ή, τουλάχιστον, είχε βοηθήσει αρκετές φορές τις δυνάμεις της Παντοκράτειρας… Τέλος πάντων. Είναι εδώ, στην πόλη.» Και τους είπε πού τον είχε συναντήσει.

«Δεν σου ανέφερε τίποτα για εμένα, έτσι;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Τίποτα απολύτως.»

Ο Φέκταρελ σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγω ξανά, τελικά…»

Η Φαίδρα έπιασε το μπράτσο του. «Μη λες ανοησίες!» Και προς την Έρικα: «Τι προτείνεις να κάνουμε;»

«Να επιστρέψετε στη Νουσράκλη. Κι οι δύο. Αμέσως. Σε μερικές μέρες το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων θα έχει πόλεμο με την Κάρνατεβ, όπως φαίνεται, και ο Ζαώρδιλ βρίσκεται στις υπηρεσίες του Βασιληά Ράνελμον – σας χρειάζεται.»

«Δε μπορώ να επιστρέψω, Έρικα. Όχι από τώρα,» δήλωσε ο Φέκταρελ.

«Γιατί; Καλά μού φαίνεσαι.»

«Μπορεί να βάλω τους άλλους σε κίνδυνο εξαιτίας αυτού που μου συμβαίνει. Είχαμε αποφασίσει, με τη Φαίδρα και τη Σανκάρλι, να μείνω μερικές μέρες εδώ, στην πόλη, για να δω πώς θα εξελιχτεί το πράγμα, τι θα… αισθάνομαι. Νομίζω πως κάτι έχει αλλάξει από τότε που κατέβηκα στον υπόγειο κόσμο και… και κατάλαβα κάποια πράγματα· αλλά δεν είμαι σίγουρος για τίποτα, ακόμα.»

Η Έρικα αναστέναξε. «Φαίδρα, τουλάχιστον εσύ πρέπει να–»

«Δε θα φύγω χωρίς τον Φέκταρελ.»

Η Έρικα ένιωθε αφάνταστα τσαντισμένη και με τους δυο τους. Κάνουν σαν παιδάκια, γαμώ τις Λάμιες! Δε βλέπουν τι γίνεται; «Και τι θέλετε να πω στον Ζαώρδιλ επιστρέφοντας;» γρύλισε σφίγγοντας τη γροθιά της. «‘Τους βρήκα αλλά είναι πολύ ξεροκέφαλοι για να γυρίσουν’; Ε;

»Φαίδρα, τον βρήκες τον Φέκταρελ, είδες ότι είναι καλά. Τώρα–»

«Δεν επιστρέφω χωρίς τον Φέκταρελ, Έρικα! Σ’το είπα! Εξάλλου, μερικές μέρες μόνο θα μείνουμε εδώ.»

«Σε μερικές μέρες ο στρατός της Κάρνατεβ πιθανώς να είναι στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων!»

«Ίσως να μπορούμε να προσφέρουμε κάποια βοήθεια από εδώ, Έρικα,» της είπε ο Φέκταρελ.

«Τι βοήθεια;»

Της εξήγησε ότι μπορούσε να διαισθανθεί πού βρίσκονταν οι μεταλλαγμένοι μέσα στην πόλη, καθώς και ότι ήξερε τι πραγματικά συνέβαινε με τον ιό στα ορυχεία.

«Δεν καταλαβαίνω τι είδους βοήθεια σκέφτεσαι να προσφέρεις,» του είπε η Έρικα.

«Κάποιο σαμποτάζ, ίσως,» ανασήκωσε τους ώμους ο Φέκταρελ, που κι εκείνος δεν είχε αποφασίσει ακόμα. «Είναι, νομίζω, η καλύτερη βοήθεια που μπορώ να προσφέρω στον Σκοτωμένο. Πολύ καλύτερη από το να γυρίσω και να τον βάλω, πιθανώς, σε αχρείαστο κίνδυνο – και εκείνον και τους άλλους.

»Η Φαίδρα, βέβαια, θα μπορούσε να πάει στη Νουσράκλη…» Κοίταξε τη μάγισσα.

Εκείνη τον ατένισε θυμωμένα. «Ήρθα για να σε βρω. Δεν πρόκειται να φύγω και να σ’εγκαταλείψω· σ’το είπα! Μπορώ κι εγώ να βοηθήσω από εδώ.»

«Έχετε τρελαθεί κι οι δύο,» παρατήρησε η Έρικα απεγνωσμένα.

Ο Φέκταρελ τής είπε: «Νομίζω πως μόλις σκέφτηκα κάτι που εσύ θα έπρεπε να είχες σκεφτεί πριν από εμένα – αν δεν ήσουν τόσο οργισμένη μαζί μας.»

Η Έρικα ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

Ο Φέκταρελ συνέχισε: «Ο Άρδαλον’λι, όπως σου είπα, θέλει να εκδικηθεί τον Αρχιμάγο της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ – κάποιον Σέρκαδελ’λι, με τον οποίο έχει προηγούμενα. Δε θα μπορούσες να επιστρατεύσεις τον Άρδαλον’λι, ώστε να πολεμήσει στο πλευρό μας; Είπες ότι τον ξέρεις…»

Έχει δίκιο, συλλογίστηκε η Έρικα. Έπρεπε, κανονικά, να το είχα σκεφτεί πριν από εκείνον. «Τον ξέρω,» αποκρίθηκε, «αλλά… αυτό δεν σημαίνει πως τον προστάζω κιόλας, Φέκταρελ. Μην ξεχνάς ότι ήταν με τη Σαρντίκα-Νοθ κάποτε, και δε νομίζω τότε να με άκουγε αν του ζητούσα να την παρατήσει και να έρθει μαζί μας.»

«Η κατάσταση, όμως, τώρα δεν είναι ίδια. Έχουμε κοινό σκοπό με τον μάγο, αφού ο Σκοτωμένος δουλεύει για τον Βασιληά Ράνελμον που είναι εχθρός του Αρχισυγκλητικού.»

«Του Αρχισυγκλητικού, όχι και του Αρχιμάγου.»

«Ο Σέρκαδελ’λι είναι άνθρωπος του Βέργκεδελ,» της είπε η Σανκάρλι’μορ. «Είναι γνωστό.»

«Ναι,» το επιβεβαίωσε ο Χάραλκιρ, «είναι, όντως, γνωστό. Μάλιστα, πολλοί λένε ότι ο Σέρκαδελ’λι κανόνισε, με τη συναίνεση του Αρχισυγκλητικού, το ‘ατύχημα’ της προηγούμενης Αρχιμάγισσας για να πάρει τη θέση της.»

«Και ήταν τόσο εύκολο να πάρει τη θέση της;» απόρησε η Έρικα. «Απλά και μόνο επειδή εκείνη σκοτώθηκε;»

«Είναι ισχυρός μάγος, απ’ό,τι έχω ακούσει. Και πρέπει να έχει συγγενείς κι ανάμεσα στους Συγκλητικούς.»

«Είναι δυνατόν; Ο Φέκταρελ είπε ότι ο Άρδαλον είχε αντιπαλότητα μαζί του στις Ενδότερες Πολιτείες – μακριά από εδώ, δηλαδή.»

«Μακριά, ναι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ, «αλλά υπάρχουν και πράγματα που αγνοούν τις αποστάσεις. Το δίκτυό μας, για παράδειγμα. Ίσως ο Σέρκαδελ’λι να ανήκει σε κάποια μεγάλη οικογένεια που έχει παρακλάδια σε διάφορα μέρη της Φεηνάρκια. Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται μαζί του, Έρικα. Αλλά, αν θέλεις, μπορώ να το ψάξω.»

«Θέλω,» είπε εκείνη. «Μ’ενδιαφέρει.» Και προς τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ: «Το βασικό είναι, όμως, τι θα γίνει μ’εσάς.»

«Θα μείνουμε, Έρικα,» της είπε η μάγισσα.

Χοντροκέφαλοι σαν Μεγαθήρια! γρύλισε από μέσα της η Έρικα. «Μάλιστα,» είπε δυσαρεστημένα.

«Θα μιλήσεις στον Άρδαλον’λι για το θέμα του εχθρού του;» τη ρώτησε ο Φέκταρελ.

Η Έρικα συνειδητοποίησε ότι υπήρχε ένας έντονος δισταγμός εντός της. Φόβος, ίσως; αναρωτήθηκε. Όχι. Σίγουρα όχι. Τι μπορεί να φοβάμαι από τον Άρδαλον; Είχε, βέβαια, χρόνια να τον συναναστραφεί. Αποκλείεται να ήταν ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος που θυμόταν. Πιο σκληρός τής είχε φανεί τώρα, πολύ πιο σκληρός. Το βλέμμα του… Τέλος πάντων.

Αναστέναξε. «Θα προσπαθήσω.»

«Μπορείς, επίσης, να στείλεις μήνυμα στον Σκοτωμένο,» της πρότεινε η Φαίδρα, «ότι μας βρήκες κι ότι είμαστε καλά, και ότι θα μείνουμε εδώ για κάποιο καιρό ώστε να σαμποτάρουμε τις δυνάμεις του Αρχισυγκλητικού.»

«Κι όταν με ξαναδεί θα με πλακώσει στο ξύλο,» είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά. «Δε χρειάζεται να μάθει τίποτα από τώρα. Εξάλλου, αυτή δεν είναι παρά η τρίτη ημέρα που έχω φύγει από τη Νουσράκλη.»

«Είναι κανένας άλλος μαζί σου εδώ;» ρώτησε η Φαίδρα. «Κανένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

«Όχι. Μόνη μου ήρθα. Δηλαδή, ο Σάρνεμπ μ’έφερε, με το ελικόπτερο, αλλά μετά έφυγε.»

Η Σανκάρλι ρώτησε, αλλάζοντας θέμα: «Πού είναι τώρα αυτός ο Άσλατμιρ που με κυνηγά;»

«Που σε κυνηγούσε,» διόρθωσε η Έρικα. «Και, λογικά, υποθέτω πως πρέπει να είναι απέναντι από την πολυκατοικία σου, προσποιούμενος ότι περιμένει να σε σκοτώσει.»

«Προσποιούμενος; Σίγουρα;»

«Καλύτερα, πάντως, να μην αρχίσεις να βγαίνεις αφύλαχτη,» είπε η Έρικα.

«Δεν το σκόπευα,» τη διαβεβαίωσε η Σανκάρλι, που ήξερε ότι δεν είχε μόνο τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ να φοβάται. Ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ είχε τόσους πράκτορες και κατασκόπους στη δούλεψή του…

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ιπταέριο, Πόλεμος, και Πολιτική

 

 

 

 

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό
Πολιτικοί και Μισθοφόροι

Η Σύγκλητος ήταν πιο διστακτική να στραφεί εναντίον του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων απ’ό,τι περίμενε ο Βέργκεδελ. Οι περισσότεροι Συγκλητικοί φοβόνταν τη δύναμη του νησιώτικου κράτους παρότι δεν μπορεί να μην έβλεπαν την ξεκάθαρη υπεροχή της Κάρνατεβ. Τα αεροχήματά της της πρόσφεραν τρομερό πλεονέκτημα.

Ο Βέργκεδελ είχε θέσει το θέμα του πολέμου στη Σύγκλητο το επόμενο πρωί κιόλας από τότε που ο Εύβουλος ήρθε να τον συναντήσει στη βίλα του, έχοντας επιστρέψει κυνηγημένος από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Οι υπόλοιποι Συγκλητικοί είχαν, ασφαλώς, συμφωνήσει ότι οι… διπλωματικοί χειρισμοί του Βασιληά Ράνελμον ήταν απαράδεχτοι και έδειχναν απόλυτη έλλειψη σεβασμού προς την Κάρνατεβ· ωστόσο, εξακολουθούσαν να διστάζουν να του εναντιωθούν ανοιχτά. Μέχρι στιγμής είχαν ειρήνη και καλή συνεργασία με το Βασίλειο…

Ο Πολέμαρχος Φερλίμον, που ήταν παρών στη συνεδρίαση μέσα στον Οίκο της Συγκλήτου, είπε: «Πώς είναι δυνατόν να υφίσταται ειρήνη και καλή συνεργασία ανάμεσα σ’εμάς και στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, όταν ο Βασιληάς του επιτίθεται έτσι, με ύπουλο και σκοτεινό τρόπο, στους ανθρώπους που στέλνουμε εκεί ειρηνικά;» Και πολλοί συμφώνησαν με τον Πολέμαρχο· η συμπεριφορά του Βασιληά Ράνελμον ήταν ασυγχώρητη, είπαν. Ωστόσο, ο Βέργκεδελ έβλεπε στα μάτια τους ενδοιασμό να ξεκινήσουν πόλεμο. Αναρωτιόταν αν ακόμα και οι συνηθισμένοι του σύμμαχοι θα τον υποστήριζαν στα σχέδιά του αυτή τη φορά. Καθώς ήταν καθισμένος στην Υψηλή Θέση (το κάθισμα του Αρχισυγκλητικού) ατένισε τη Ναλθήρη, που ήταν παιδική του φίλη και τώρα Συγκλητικός, και είδε το βλέμμα της ν’αποφεύγει το δικό του. Ατένισε τον Σέθτενιρ, που ήταν χρόνια σύμμαχός του (λόγω αμοιβαίων συμφερόντων, ασφαλώς· αλλά τι σημασία είχε αυτό;), και τον είδε συνοφρυωμένο και σκεπτικό. Και για τους υπόλοιπους, που ο Βέργκεδελ θεωρούσε λιγότερο πιστούς, το ίδιο ίσχυε. Μονάχα μία έμοιαζε πολύ – πολύ – πρόθυμη να στρέψουν τις δυνάμεις τους εναντίον του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων: η Δαρνίβη, μια Συγκλητικός που ήταν πλοιοκτήτρια και σε αρκετά από τα πλοία της είχε απαγορευτεί να αράζουν σε λιμάνια του Βασιλείου επειδή οι καπεταναίοι τους είχαν συλληφθεί εκεί για λαθρεμπόριο.

«Ο Βασιληάς Ράνελμον είναι εχθρός μας,» είπε ο Βέργκεδελ στους συγκεντρωμένους Συγκλητικούς. «Η ενέργειά του ετούτη το απέδειξε. Όχι, βέβαια, πως δεν είχα τις υποψίες μου μέχρι στιγμής. Πολλοί κατάσκοποί μου μου έλεγαν ότι επιθυμεί το κακό της Κάρνατεβ, ότι ζηλεύει τη νεοαπόκτητη δύναμή μας. Ότι μας φοβάται. Φοβάται πως θα στείλουμε τα αεροχήματά μας εναντίον του–»

«Ο φόβος του θα γίνει πραγματικότητα ύστερα από τις πράξεις του!» είπε η Δαρνίβη, με τα υπολογιστικά μάτια της να γυαλίζουν κάτω από έντονα βαμμένα φρύδια.

Ο Βέργκεδελ συνέχισε σα να μην την είχε ακούσει: «Δεν είναι παρά θέμα χρόνου πότε ο Βασιληάς Ράνελμον θα κάνει και χειρότερα πράγματα κατά της πόλης μας. Όχι πως αυτά δεν είναι ήδη αρκετά. Πρώτα, προσφέρει άσυλο σ’έναν συκοφάντη που, με τα λόγια του, προσπαθεί να διαλύσει τη δύναμή της ίδιας του της πατρίδας! Και μετά, όταν ισχυρίζεται πως είναι επιτέλους πρόθυμος να μας παραδώσει τον Αβέρναλ, μας παίζει παιχνίδι άσχημο, επιχειρώντας να δολοφονήσει τους ανθρώπους που στέλνουμε ειρηνικά στην πρωτεύουσα του Βασιλείου του!»

«Απαράδεχτο…!» μουρμούρισε ένας από τους Συγκλητικούς, που ο Βέργκεδελ τον θεωρούσε γενικά ουδέτερο προς εκείνον – ούτε από τους συμμάχους του, ούτε από τους εχθρούς του.

Μια άλλη Συγκλητικός κατένευσε, έντονα, κι έσβησε το τελειωμένο τσιγάρο της σ’ένα τασάκι.

Ο Πολέμαρχος Φερλίμον είπε: «Καλύτερα, Σεβαστοί Κύριοι, Σεβαστές Κυρίες, να χτυπήσουμε τον Βασιληά Ράνελμον προτού προλάβει να κάνει κι άλλες εχθρικές κινήσεις εναντίον μας. Στον πόλεμο, πολλές φορές, έχει το πλεονέκτημα εκείνος που χτυπά πρώτος–»

«Ο Ράνελμον,» είπε ο Σέθτενιρ, «ήδη μας χτύπησε πρώτος!»

«Ας μην του δώσουμε, λοιπόν, κι άλλη ευκαιρία, Άρχοντά μου.»

«Καλό θα ήταν, ίσως, να στείλουμε πρώτα μια διπλωματική αποστολή στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων,» πρότεινε ο Έρθαλρωντ, ο σημαντικότερος πολιτικός αντίπαλος του Βέργκεδελ, ο οποίος ήταν, μάλιστα, από μια παλιά, πολύ παλιά οικογένεια, ισχυριζόμενη ότι η γενεαλογία της έφτανε ώς και πιο πριν από την εποχή του αρχαίου Βασιλείου της Έλγκοροβ.

«Υποπτεύομαι πως μια διπλωματική αποστολή θα είχε την ίδια μοίρα με τους ανθρώπους που έστειλα εκεί πριν από μερικές ημέρες,» αποκρίθηκε ο Βέργκεδελ.

«Και θα ξεκινήσουμε πόλεμο βάσει μιας υποψίας;»

«Είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια υποψία! Δεν πρόκειται να στείλω κι άλλους πιστούς μας ανθρώπους να δολοφονηθούν από τα χέρια των μισθοφόρων του εχθρού μας!»

«Και θα ξεκινήσεις πόλεμο,» δυνάμωσε επίμονα ο Έρθαλρωντ τη φωνή του, «ώστε να σκοτώσεις ακόμα πιο πολλούς ανθρώπους;»

«Προτείνεις να αφήσω τον Ράνελμον να μας καταστρέψει;» Ο Βέργκεδελ πήρε το βλέμμα του από τον Έρθαλρωντ και απευθύνθηκε προς όλους τους Συγκλητικούς: «Μη γελιέστε· ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων θέλει το κακό μας. Είμαι βέβαιος πως έχει ήδη ξεκινήσει δολοπλοκίες με άλλες πόλεις, θορυβημένος από το τρομερό μας όπλο – τα αεροχήματα.»

«Αποδείξεις;» τον προκάλεσε ο Έρθαλρωντ. «Αυτά είναι λόγια!»

«Δεν είναι λόγια! Οι ενέργειες του Ράνελμον αποδεικνύουν πολλά από μόνες τους!»

«Δεν δείχνουν, όμως, κάποια συνωμοσία με άλλες πόλεις, Εντιμότατε,» είπε η Λαρβάκι, μια αντίπαλος του Βέργκεδελ, κυρίως επειδή ήταν προσκείμενη στον Έρθαλρωντ.

«Υπάρχουν αναφορές από τους κατασκόπους μου· δεν μιλάω τυχαία,» αποκρίθηκε ο Βέργκεδελ, αν και δεν είχε τέτοιες αναφορές. Καμία τέτοια αναφορά. Εφόσον όμως μπορούσαν να κατακτήσουν το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, δεν έβλεπε τον λόγο γιατί να μην το κάνουν – ειδικά αφού ο Βασιληάς Ράνελμον είχε δείξει το πρόσωπο που είχε δείξει, ο τρισκατάρατος γιος ύπουλης Λάμιας!

Η συνεδρίαση συνεχίστηκε για ώρες, και κυρίως λόγια του αέρα ακούγονταν, έκρινε ο Βέργκεδελ. Αυτοί που ήταν εναντίον του ήξερε ποιοι ήταν, κι αυτοί που ήταν υπέρ του επίσης. Το όλο θέμα ήταν να μη δείλιαζε κανένας από εκείνους που κανονικά θα τον υποστήριζαν, και, επιπλέον, να έπαιρνε με το μέρος του όσους περισσότερους μπορούσε από εκείνους που ήταν ουδέτεροι προς το άτομό του. Στο τέλος, όταν όλοι τους ήταν κουρασμένοι και ζαλισμένοι, αποφάσισαν να συνεδριάσουν ξανά την επόμενη ημέρα, προκειμένου να διεξαχθεί ψηφοφορία σχετικά με το θέμα.

Ολόκληρο εκείνο το απόγευμα και το βράδυ, φυσικά, ο Βέργκεδελ τα πέρασε κάνοντας συνεννοήσεις με τους υποστηρικτές του και προσπαθώντας να πείσει – με έμμεσους τρόπους, κυρίως, όχι με προσωπικές συναντήσεις – όσους Συγκλητικούς έδειχναν δισταγμό, δωροδοκώντας ή εκβιάζοντας κοντινούς τους ανθρώπους, ή βάζοντας κρυφούς πράκτορές του να τους μιλήσουν. Ο Πολέμαρχος Φερλίμον τον βοήθησε όσο μπορούσε, γιατί οι δυο τους είχαν, από παλιά, κοινούς σκοπούς.

Μετά τα μεσάνυχτα, όταν τελικά ο Βέργκεδελ ξάπλωσε στο μεγάλο του κρεβάτι για να κοιμηθεί, η γυναίκα του – η δεύτερη γυναίκα που είχε παντρευτεί – ξύπνησε σαν να τον περίμενε, έχοντας έρωτες στο μυαλό της. Όμως το δικό του μυαλό βρισκόταν αλλού – στον πόλεμο που προετοίμαζε – και το σώμα του ήταν κουρασμένο από όλη την ημέρα. Οπότε η Βελτράθνα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι έφυγε απ’το δωμάτιο, για να επιστρέψει σύντομα, προτού αποκοιμηθεί ο Βέργκεδελ, μαζί με μια κοπέλα δύο δεκαετίες μικρότερη από εκείνη: καταγόμενη από κάποια άγρια φυλή των πεδιάδων βορειοανατολικά της Κάρνατεβ, και δούλα – από τις αγαπημένες του Βέργκεδελ. Η Βελτράθνα τής έκανε νόημα, και εκείνη, τραβώντας κάτω την περισκελίδα του Βέργκεδελ ενώ ήταν ακόμα ξαπλωμένος, έσκυψε από πάνω του και πήρε το πουλί του στο στόμα της. Η διάθεσή του δεν άργησε ν’αλλάξει, και σύντομα είχε τη Βελτράθνα στην αγκαλιά του, να λικνίζεται επάνω του ενώ τα ξαναμμένα στήθη της τρίβονταν στο πρόσωπό του.

«Ακόμα σχέδια κάνεις…» της είπε μετά ο Βέργκεδελ, όταν ήταν ξαπλωμένοι πλάι-πλάι και η βάρβαρη δούλα δεν βρισκόταν πλέον στο δωμάτιο. «Όλο σχέδια…» Η Βελτράθνα μειδίασε και φίλησε το τριχωτό στέρνο του, πάνω από την καρδιά. Πριν από χρόνια, ήταν με τους επαναστάτες που τελικά κατόρθωσαν να διώξουν τους Παντοκρατορικούς με τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια. Ήταν πράκτορας της Επανάστασης, και τότε ο Βέργκεδελ δεν το ήξερε· αργά, πολύ αργά, το είχε μάθει, όταν η Βελτράθνα είχε έρθει για να τον μπλέξει κι εκείνον στην εξέγερση που σύντομα θα γινόταν – στον μεγάλο ξεσηκωμό. Μετά από έναν χρόνο, ο Βέργκεδελ είχε χωρίσει την προηγούμενη γυναίκα του για να την παντρευτεί.

Τώρα, τον πήρε ο ύπνος ακούγοντας τη μαλακή αναπνοή της πλάι του.

Την επόμενη ημέρα, πήγε πάλι στον Οίκο της Συγκλήτου για να γίνει η ψηφοφορία. Η ψήφος του Αρχισυγκλητικού μετρούσε διπλή· οι ψήφοι των άλλων Συγκλητικών ήταν όλες μονές. Ο Πολέμαρχος δεν ψήφιζε, αλλά είχε έρθει να παρακολουθήσει λόγω της πολεμικής φύσης του θέματος. Η ένταση ήταν μεγάλη μέσα στην αίθουσα, όφειλε να παρατηρήσει ο Βέργκεδελ, και δεν μειώθηκε καθόλου καθώς ο ένας κατόπιν του άλλου οι Συγκλητικοί άρχισαν να ψηφίζουν, ανοιχτά και φωναχτά.

Ο πόλεμος του Αρχισυγκλητικού εγκρίθηκε με διαφορά τεσσάρων ψήφων. Δηλαδή, δύο άλλοι Συγκλητικοί τάχθηκαν υπέρ του πολέμου εκτός από εκείνον. Αυτό δεν του άρεσε και τόσο. Αρκετοί που θεωρούσε με το μέρος του τον είχαν προδώσει. Είχαν, ίσως, φοβηθεί. Θα πρέπει να τους έχω υπόψη μου. Αφού με πρόδωσαν τώρα, μπορεί να με προδώσουν κι αργότερα.

Πιθανώς να πρέπει να… αντικατασταθούν.

Αυτό, όμως, δεν ήταν ένα πρόβλημα του παρόντος.

Τώρα, ο πόλεμος έπρεπε να ξεκινήσει. Όσο πιο γρήγορα και αποφασιστικά χτυπούσαν τον Ράνελμον, τόσο το καλύτερο. Τόσο λιγότερο προετοιμασμένος θα ήταν. Αν και ο Βέργκεδελ δεν νόμιζε ότι θα τον έπιαναν τελείως απροετοίμαστο. Αυτό αποκλείεται, γιατί, αναμφίβολα, ήξερε ότι ο Εύβουλος τού είχε ξεφύγει.

Και ο Φερλίμον, ασφαλώς, συμφωνούσε. Θα μας περιμένει, Βέργκεδελ, είχε πει στον Αρχισυγκλητικό, από την πρώτη τους κιόλας συζήτηση σχετικά με το θέμα· μην αμφιβάλλεις καθόλου.

Την υπόλοιπη ημέρα μετά την ψηφοφορία, ο Βέργκεδελ και ο Πολέμαρχος ετοίμαζαν τον στρατό της Κάρνατεβ για πόλεμο, ενώ είχαν προστάξει να μη διαρρεύσει ακόμα τίποτα στους δημοσιογράφους. Ο Βασιληάς Ράνελμον σίγουρα είχε κατασκόπους του στην Κάρνατεβ, και ο Βέργκεδελ δεν ήθελε να τους ειδοποιήσει. Γνώριζε, βέβαια, πως δεν θα μπορούσε να κρατήσει κρυφή για πολύ μια τόσο μεγάλη κινητοποίηση των δυνάμεών του, όμως προτιμούσε να μάθουν όσο το δυνατόν πιο αργά γι’αυτήν οι εχθροί του.

Οι μαχητές του συγκεντρώθηκαν σ’έναν καταυλισμό βόρεια της Κάρνατεβ, στις όχθες του ποταμού Δάλρωθ, σ’ένα μέρος που δεν ήταν άμεσα φανερό εκτός αν ήξερες πού να πας ή αν εσκεμμένα κατόπτευες την περιοχή.

Καθώς τώρα σουρούπωνε, ο Βέργκεδελ έπλεε προς τα εκεί επάνω σ’ένα πλοιάριο. Μαζί του βρισκόταν, εκτός από διάφορους άλλους μισθοφόρους σωματοφύλακες, και ο Εύβουλος. Το πλοιάριο ήταν μηχανοκίνητο και όχι τόσο μεγάλο ώστε να χρειάζεται μάγο για να ρυθμίζει τη ροή της ενέργειάς του· με τρεις ενεργειακές φιάλες συνδεδεμένες με τη μηχανή του, οι προπέλες του περιστρέφονταν άψογα, σηκώνοντας αφρούς πίσω του και αναπτύσσοντας καλή ταχύτητα.

Ο Βέργκεδελ στεκόταν στην πλώρη, με καλοκαιρινή κάπα ριγμένη στους ώμους, έχοντας το ένα του πόδι επάνω στην κουπαστή και το ένα χέρι ακουμπισμένο στο υψωμένο γόνατό του. «Δεν έχουμε στείλει μεγαλύτερο στράτευμα εναντίον κανενός άλλου στόχου μέχρι στιγμής,» είπε στον Εύβουλο, ο οποίος στεκόταν πλάι του με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο αρματωμένο του στήθος. «Οι άλλοι στόχοι ήταν αστείοι μπροστά στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων: νησάκια, μικρές πόλεις, χωριά…»

«Ναι,» ένευσε ο Εύβουλος· τα ήξερε: ήταν εδώ όταν είχαν γίνει αυτές οι επεκτατικές κινήσεις της Κάρνατεβ. «Πράγματι.»

«Το Βασίλειο θα προβάλει αντίσταση που δεν έχουμε ποτέ ξανά συναντήσει· γι’αυτό είμαι βέβαιος. Δεν θα δηλώσει υποταγή ύστερα από την πρώτη σύγκρουση. Δεν θα τρομοκρατηθεί από τα αεροχήματά μας που θα πέσουν στα νησιά του από τον ουρανό. Χρειάζομαι, επομένως, ανθρώπους έμπειρους στον πόλεμο.» Ο Βέργκεδελ ατένισε τον Εύβουλο με τις άκριες των ματιών του.

«Αν αναφέρεσαι σ’εμένα, Άρχοντά μου, σου έχω ήδη πει ότι είμαι παραπάνω από πρόθυμος να ανταποδώσω στον Βασιληά Ράνελμον την… φιλοξενία του. Και έχω, επιπλέον, προηγούμενα με τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Μία φορά κατέστρεψαν τη φήμη των μισθοφόρων μου στη δυτική Φεηνάρκια· και τώρα, εδώ, στον Ωκεανό, παραλίγο να με σκοτώσουν.»

Ο Βέργκεδελ ένευσε, ευχαριστημένος. «Είσαι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζομαι, Εύβουλε.»

«Δε μ’έχεις, όμως, πληρώσει για πόλεμο, Άρχοντά μου· μονάχα για φύλαξη και για δουλειές εντός της πόλης…»

Ο Βέργκεδελ γέλασε ξερά. «Μισθοφόρος όπως πάντα, Εύβουλε…»

«Ο καθένας μας οφείλει να βλέπει το συμφέρον του, Άρχοντά μου· και καλό είναι όταν τα συμφέροντά μας συγκλίνουν.»

«Ασφαλώς,» συμφώνησε ο Βέργκεδελ. «Ασφαλώς. Και, όπως θα καταλαβαίνεις, είχα σκοπό να σε πληρώσω για πόλεμο.»

«Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από εσένα, Άρχοντά μου.»

Γιατί το ξέρεις ότι θέλω να είμαι βέβαιος πως δεν θα με προδώσεις, σκέφτηκε ο Βέργκεδελ. Ο Εύβουλος ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσαν: γνώριζε πώς ακριβώς να συνεννοηθεί μαζί του.

«Μόνο εσύ, όμως, δεν επαρκείς,» είπε ο Αρχισυγκλητικός στρέφοντας ξανά το βλέμμα του μπροστά. Αργά ή γρήγορα θα έβλεπε το στράτευμα που ήταν καταυλισμένο κοντά στις όχθες του ποταμού· θα έβλεπε τα φώτα του.

Ο Εύβουλος τον περίμενε να συνεχίσει.

«Είσαι ικανός, φυσικά· δεν αμφιβάλλω για τις ικανότητές σου,» διευκρίνισε ο Βέργκεδελ. «Όμως χρειάζομαι κι άλλους ικανούς ανθρώπους. Ανθρώπους που έχουν δει πολέμους, συγκρούσεις. Οι μαχητές της Κάρνατεβ είναι καλοί αλλά όχι τόσο πεπειραμένοι όσο οι δικοί σου μισθοφόροι.»

«Οι μισθοφόροι μου είναι εξειδικευμένοι, Άρχοντά μου. Δεν μπορεί ο καθένας να γίνει Επιφανής Κρανοφόρος. Δεν αντέχει να γίνει.» Υπήρχε πεποίθηση στη φωνή του· και ο Βέργκεδελ το ενέκρινε αυτό. Οι άνθρωποι με ισχυρές πεποιθήσεις είναι εν μέρει φανατικοί, κι όταν βρίσκονται στο πλευρό σου μάχονται σαν μανιασμένοι λυκόχοιροι. Τους θέλεις για σύμμαχούς σου.

«Ναι,» είπε στον Εύβουλο, «όμως, όπως σου εξήγησα, δεν νομίζω ότι είστε αρκετοί. Δεν είστε στράτευμα.»

«Πράγματι, δεν είμαστε στράτευμα από μόνοι μας–»

«Θα φέρω κι άλλους μισθοφόρους προερχόμενους έξω από την Κάρνατεβ,» τον πληροφόρησε ο Βέργκεδελ. «Έχω ήδη κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις. Θα είναι εδώ αύριο, αν όλα πάνε καλά – που το αποκλείω τίποτα να στραβώσει.»

«Ποιους θα φέρεις;»

«Τους Ξένους: τους οποίους θα γνωρίζεις, υποθέτω.»

Ο Εύβουλος ένευσε. «Τους γνωρίζω.»

Ο Βέργκεδελ τον ξανακοίταξε με τις άκριες των ματιών του. «Υπάρχει αντιπάθεια ανάμεσά σας;»

«Δε νομίζω,» είπε ο Εύβουλος. «Δεν έχουμε συναντηθεί παρά ελάχιστα, και πριν από χρόνια.»

«Πού;»

«Στη Νασόλκαθ. Όμως τώρα όλοι εκείνοι πρέπει να είναι νεκροί… εκτός από μία,» πρόσθεσε, ενθυμούμενος την Ανταρλίδα’μορ, την οποία είχε συναντήσει, κατά τύχη, στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον. Την Ανταρλίδα’μορ, που ήταν τώρα με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. «Δεν το θεωρώ πιθανό να παρουσιαστεί πρόβλημα, Άρχοντά μου.»

«Είχατε συγκρουστεί παλιά;» ρώτησε ο Βέργκεδελ, παραξενεμένος από την απάντηση του Εύβουλου.

«Όχι ακριβώς. Δούλευαν για… διαφορετικό εργοδότη απ’ό,τι εμείς, κι έπρεπε να τους επιτεθούμε μες στη νύχτα. Αυτό ήταν το σχέδιό μας.»

«Και τους σκοτώσατε;»

«Μονάχα μία γλίτωσε, όπως είπα, και δεν είναι πλέον μαζί τους. Το ξέρω αυτό· δεν το λέω τυχαία.»

Ο Βέργκεδελ σκέφτηκε για λίγο όσα είχε ακούσει· μετά είπε: «Ούτε κι εγώ νομίζω να παρουσιαστεί πρόβλημα. Οι Ξένοι είναι επαγγελματίες, και τώρα υπηρετείτε κι οι δύο εμένα και την Κάρνατεβ.»

«Για το ότι είναι επαγγελματίες κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος.

Και τότε είδαν αντίκρυ τους τα φώτα που διακρίνονταν πέρα από τη σκοτεινή όχθη του μεγάλου ποταμού όπου έπλεε το σκάφος τους.

«Το στρατόπεδο,» είπε ο Βέργκεδελ. «Θα ρίξουμε μια ματιά, και θα σου γνωρίσω όλους τους διοικητές. Ο Φερλίμον είναι ήδη εδώ. Από τότε που ξεκίνησαν οι προετοιμασίες συνεχώς μαζί με τους πολεμιστές μας βρίσκεται.»

*

Το άλλο απόγευμα, ενώ ο ήλιος έγερνε προς τη δύση γεμίζοντας τον ποταμό Δάλρωθ με κοκκινωπές αντανακλάσεις, ο Εύβουλος επέστρεψε στο στρατόπεδο κοντά στις όχθες, αλλά όχι πλέοντας τώρα, ούτε μαζί με τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ. Πήγε από ξηράς, μέσα σ’ένα μεγάλο κλειστό φορτηγό, και μαζί του ήταν οι μισοί από τους μισθοφόρους του. Ακόμα ένα κλειστό φορτηγό τούς ακολουθούσε, έχοντας στο εσωτερικό του τους υπόλοιπους. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι ποτέ δεν ήταν πολλοί, αλλά ήταν άψογα εκπαιδευμένοι. Επίλεκτοι πολεμιστές. Ο καθένας έκανε για δέκα συνηθισμένους μισθοφόρους. Ο Εύβουλος τούς εκπαίδευε ειδικά γι’αυτό· όποιος δεν άντεχε την εκπαίδευση, όποιος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, έφευγε, ζωντανός ή νεκρός. Αλλά ακόμα κι αυτοί που βρίσκονταν ήδη μέσα στους Επιφανείς Κρανοφόρους δεν είχαν την πολυτέλεια να χαλαρώσουν. Αν κάποιος σταματούσε να μπορεί να ανταποκριθεί, ο Εύβουλος τον έδιωχνε. Αν κάποιος φερόταν με τρόπο απαράδεκτο – όπως να παρακούσει διαταγές ή να κάνει του κεφαλιού του – ο Εύβουλος τον σκότωνε. Αυτό ήταν και το όλο νόημα τού να είσαι Επιφανής Κρανοφόρος: έπρεπε να είσαι άψογος. Τίποτα λιγότερο.

Ο Εύβουλος γελούσε με κάτι λεχρίτες σαν τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Τους θεωρούσε απειθάρχητο όχλο, λιγάκι καλύτερο από τους τελείως ελεεινούς Γέρακες του Ωκεανού, που ήταν για το θέατρο σκιών. Το πώς οι Ζωντανοί-Νεκροί είχαν καταφέρει να τον νικήσουν στη Νασόλκαθ, ακόμα δεν το είχε καταλάβει ακριβώς, κι ακόμα τον ενοχλούσε. Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, όμως, πρέπει να έφταιγε. Πρέπει να ήταν καλύτερος στρατιωτικός διοικητής απ’ό,τι φαινόταν. Εξάλλου, παλιά υπηρετούσε στον Στρατό της Παντοκράτειρας. Όχι πως αυτό σήμαινε τίποτα, βέβαια. Πολλοί από τους πολεμιστές της Παντοκράτειρας ήταν αξιογέλαστοι σαν τους Γέρακες του Ωκεανού, όπως ήξερε ο Εύβουλος από εμπειρία. Είχε κι εκείνος κάποτε πολεμήσει για την Παντοκράτειρα – κάνοντας ειδικές δουλειές, φυσικά.

Όπως και νάχε, σύντομα θα έκλειναν οι λογαριασμοί του με τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και τους φριχτούς μισθοφόρους του…

Τα δύο φορτηγά έφτασαν στο στρατόπεδο κοντά στις όχθες του Δάλρωθ και, δίνοντας το κατάλληλο σύνθημα, πέρασαν στο εσωτερικό του, όπου και σταμάτησαν μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης. Οι πόρτες τους άνοιξαν και οι Επιφανείς Κρανοφόροι βγήκαν, πάνοπλοι και έτοιμοι για πόλεμο.

Ο Εύβουλος αμέσως είδε τη Διοικήτρια Νιράσκα να τον πλησιάζει, ντυμένη με την πανοπλία της, πάνω από την οποία έπεφτε ένα χιτώνιο με το έμβλημα της Κάρνατεβ. Από τη ζώνη της κρέμονταν ένα πιστόλι κι ένα ξιφίδιο. Ψηλή γυναίκα, πορφυρόδερμη, κοντά σκούρα μπλε μαλλιά, στενά μάτια σαν θηρίου.

«Καλωσόρισες και πάλι, Εύβουλε,» είπε, κι από το βλέμμα της ο Εύβουλος έκρινε ξανά ότι πρέπει να τον είχε συμπαθήσει. Το είχε παρατηρήσει κι όταν είχε έρθει εδώ μαζί με τον Αρχισυγκλητικό. Δεν πρέπει νάναι η πρώτη φορά που με βλέπει, είχε σκεφτεί τότε ο Εύβουλος, αν και εκείνος δεν την είχε ξαναδεί, ή αν την είχε δει δεν είχε δώσει σημασία – άλλο ένα πρόσωπο που είχε περάσει απαρατήρητο.

«Έχουν έρθει;» τη ρώτησε.

«Ναι,» ένευσε η Νιράσκα και, γυρίζοντας, έκανε νόημα σε κάποιους. Δύο άντρες απομακρύνθηκαν από μια μεγάλη σκηνή και βάδισαν προς το μέρος τους.

Ο Εύβουλος σκέφτηκε: Δεν έπρεπε καν να ρωτήσω. Από εκείνη τη μεριά το στρατόπεδο ήταν γεμάτο με καινούργιους ανθρώπους. Φαινόταν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και το έμβλημά τους υπήρχε παντού. Οι Ξένοι – μια μισθοφορική ομάδα αποτελούμενη από εξωδιαστασιακούς κυρίως. Όχι πως κι ο Εύβουλος ήταν από τη Φεηνάρκια…

Οι δύο άντρες ήρθαν κοντά. Ο ένας ήταν ψηλότερος από τη Νιράσκα και ακόμα κι από τον Εύβουλο· ευρύστερνος και μουσάτος, με κοντά μαύρα μαλλιά και χρυσό δέρμα. Ο άλλος είχε δέρμα λευκό-ροζ, όπως ο Εύβουλος, ήταν κοντύτερος από όλους τους και καστανός, με μακριά μαλλιά και ξυρισμένο πρόσωπο. Το ένα του μάτι έλειπε, και μια καλύπτρα έκρυβε την άδεια κόγχη. Το άλλο μάτι γυάλιζε σαν γερακιού. Ο πρώτος άντρας ήταν ντυμένος με καλοκαιρινό χιτώνιο (χωρίς μανίκια, ανοιχτό στο στήθος) και πέτσινο, καφέ παντελόνι· δεν φορούσε πανοπλία, αλλά στην πλάτη του κρεμόταν ένα τουφέκι με ξιφολόγχη. Ο δεύτερος άντρας, ο μονόφθαλμος, ήταν ντυμένος με μαύρο δέρμα από πάνω ώς κάτω, αλλά η τουνίκα του ήταν αμάνικη και τα χέρια του ντυμένα μόνο με μεγάλα περικάρπια, επάνω στο ένα από τα οποία ήταν θηκαρωμένο ένα ξιφίδιο. Από την πλάτη του κρεμόταν ένα τουφέκι, ενώ στη ζώνη του ήταν θηκαρωμένο ένα μακρύ σπαθί με σκαλιστή λαβή.

«Ο Νικόδημος,» είπε η Νιράσκα δείχνοντας, με το βλέμμα, τον χρυσόδερμο άντρα, «και ο Ρουάμης,» δείχνοντας τον μονόφθαλμο. «Κι αυτός, κύριοι, είναι ο Εύβουλος, ο αρχηγός των Επιφανών Κρανοφόρων.»

«Χαιρόμαστε για τη γνωριμία, Εύβουλε.» Ο Νικόδημος πρότεινε το χέρι του.

Ο Εύβουλος αντάλλαξε μια σύντομη χειραψία μαζί του. «Είστε οι αρχηγοί των Ξένων;»

«Ναι.»

«Ισόβαθμοι κι οι δύο;»

«Ακριβώς. Σ’αυτό τον πόλεμο, τουλάχιστον.»

«Μάλιστα,» είπε ο Εύβουλος. Κι ύστερα από μια στιγμή, βλέποντας πως κανένας από τους άλλους δεν είχε μιλήσει: «Αν δεν κάνω λάθος, φεύγουμε απόψε…»

«Αυτές είναι οι διαταγές μας,» αποκρίθηκε ο Νικόδημος.

«Έχετε εμπειρία από τα αεροχήματα;»

«Η διοικήτρια,» ο Νικόδημος έριξε μια ματιά στη Νιράσκα, «μας εξήγησε πώς λειτουργούν. Αλλά έχουμε μαζί μας και το δικό μας αεροσκάφος, το οποίο είναι μεταβαλλόμενο – αεροπλάνο και άρμα ξηράς.»

«Θα μας φανεί χρήσιμο, αναμφίβολα,» είπε ο Εύβουλος.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Πρώτο
Το Παλιό Σχολείο

«Πού είπε η Έρικα να τη συναντήσουμε;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Στην Εγερτήρια Εντολή,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι.

«Και ξέρεις πού είναι αυτό, έτσι;»

«Φυσικά και ξέρω. Είναι γνωστό μέρος, στην Κάρνατεβ.»

Ο Φέκταρελ ήταν σιωπηλός καθώς βάδιζε ανάμεσα στις δύο μάγισσες. Είχαν φύγει από την πολυκατοικία της Σανκάρλι πριν από λίγο, μέσα στη νύχτα, και τώρα πλησίαζαν τη Μεγάλη Λεωφόρο. Τα πρωινά καταστήματα της Κεντρικής Αγοράς ήταν κλειστά γύρω τους· τα νυχτερινά καταστήματα ήταν ανοιχτά, καθώς επίσης κι αυτά που δεν έκλειναν ποτέ. Μουσική ερχόταν από το εσωτερικό ορισμένων μπαρ και ταβερνών. Βαβούρα αντηχούσε από τις αυλές και τους εξώστες που ήταν γεμάτες τραπεζάκια. Η βραδιά ήταν ζεστή και ο κόσμος κυκλοφορούσε.

Ο Φέκταρελ και οι δύο μάγισσες δεν είχαν βγει για να διασκεδάσουν αλλά για να αναζητήσουν μεταλλαγμένους: ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό των Ορυχείων Ιπταερίου, ο οποίος ήταν προϊόν των εφιαλτών του Ταρνατάρ’σακ. Η ιδέα ήταν, αρχικά, του Φέκταρελ· πίστευε ότι το πρώτο πράγμα που όφειλε να κάνει ήταν να εντοπίσει τους μεταλλαγμένους, γιατί εξακολουθούσε να διαισθάνεται την παρουσία τους μέσα στην Κάρνατεβ. Και η Σανκάρλι είχε αμέσως συμφωνήσει μαζί του· την ενδιέφερε να μάθει πού κρύβονταν. Της Φαίδρας δεν της έμοιαζε και τόσο συνετό αυτό το εγχείρημα, αλλά είχε ήδη αποφασίσει να μείνει με τον Φέκταρελ στην Κάρνατεβ ώσπου εκείνος να αισθανθεί έτοιμος να επιστρέψουν στους Ζωντανούς-Νεκρούς: επομένως, δεν θα τον άφηνε τώρα να περιπλανηθεί μόνους του στους δρόμους ετούτης της Φεηνάρκιας μεγαλούπολης.

Είχε, ωστόσο, απορήσει με το ενδιαφέρον της Σανκάρλι. Όχι μόνο σχετικά με τους μεταλλαγμένους, τώρα, αλλά και γενικά, για όλα – τα ορυχεία, τον ιό, τον Φέκταρελ… «Γιατί θέλεις να μάθεις πού κρύβονται οι μεταλλαγμένοι;» τη ρώτησε, όσο ακόμα βρίσκονταν στο διαμέρισμά της, προτού βραδιάσει. «Γιατί κάνεις όλες αυτές τις έρευνες;»

«Σου είπα, Φαίδρα: βοηθούσα τον Αβέρναλ…»

«Ο Αβέρναλ, όμως, δεν είναι τώρα εδώ, κι εσύ δεν είσαι δημοσιογράφος.»

«Γι’αυτό κιόλας είναι δυσκολότερο να με υποψιαστούν.»

«Έστειλαν ανθρώπους να σε σκοτώσουν,» της θύμισε η Φαίδρα.

«Ναι, όντως. Αλλά… τέλος πάντων, δεν ξεκίνησα έχοντας υπολογίσει ότι θα γινόταν αυτό. Και… παρότι ο Αβέρναλ δεν είναι τώρα εδώ, αισθάνομαι πως πρέπει να συνεχίσω· κι αν βρω κάτι σημαντικό, αυτό μπορεί να μου φανεί χρήσιμο. Μπορεί να του το στείλω, ή μπορεί να το χρησιμοποιήσω ώστε να τον βοηθήσω να επιστρέψει στην Κάρνατεβ.»

«Να επιστρέψει; Εννοείς ότι σκοπεύεις να ρίξεις τον Αρχισυγκλητικό από την εξουσία;»

«Αν συγκεντρώσω αρκετά στοιχεία, θα βρεθεί τρόπος.»

«Δεν είναι αρκετά όσα έχεις καταγράψει από το υπόγειο κάτω απ’το νοσοκομείο;» Η Σανκάρλι τούς είχε πει για τον τηλεοπτικό πομπό που είχε κρύψει στο υπόγειο του Πρώτου Νοσοκομείου της Κάρνατεβ, εκεί όπου οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού πειραματίζονταν επάνω στους μολυσμένους. Τους είχε μιλήσει για όλα αυτά ενώ και η Έρικα ήταν παρούσα, και τους είχε δείξει και κάμποσα οπτικά δεδομένα μέσα σε μια οθόνη.

«Δε νομίζω… δεν ξέρω… Ίσως να δειλιάζω απλώς. Δεν ξέρω ποιος ίσως να είναι ο σωστός τρόπος για να τα δημοσιοποιήσω· δεν είμαι δημοσιογράφος· και ο μόνος δημοσιογράφος που γνωρίζω καλά είναι ο Αβέρναλ. Έχω σκεφτεί να του τα στείλω, κάπως, Φαίδρα, αλλά… φοβάμαι. Για εκείνον. Και… δεν είμαι, επιπλέον, σίγουρη ότι αυτά τα στοιχεία επαρκούν για να ρίξουν τον Αρχισυγκλητικό από την εξουσία. Ούτε πολιτικός είμαι, προφανώς.» Είχε ανασηκώσει τους ώμους της, αμήχανα.

«Εσύ ξέρεις καλύτερα, υποθέτω,» είχε αποκριθεί η Φαίδρα, κρίνοντας ότι μάλλον η Σανκάρλι δεν ήξερε. Δεν ήξερε τίποτα εκτός απ’το να ανακατεύεται με συστήματα ασφαλείας. Δεν είχε ιδέα πώς ακριβώς να μεταχειριστεί τα στοιχεία που είχε κατορθώσει να κλέψει. Αλλά η Έρικα, αναμφίβολα, θα είχε πολλές ιδέες, παρότι η Κάρνατεβ δεν ήταν πόλη της. Ωστόσο δεν πρότεινε να κάνουν κάτι, όταν η Σανκάρλι τούς εξήγησε τι γινόταν στο υπόγειο του νοσοκομείου και τους έδειξε τα οπτικά δεδομένα. Άκουσε, μόνο, και είδε τα πάντα με ενδιαφέρον, και μετά έφυγε από το διαμέρισμα της Σανκάρλι υποσχόμενη ότι θα τους ξανασυναντούσε σύντομα, και ζητώντας να την καλέσουν στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της αν συνέβαινε τίποτα. Ήθελε να ξέρει τι γινόταν μαζί τους – και ήταν προφανές ότι, κυρίως, εννοούσε τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ, για τους οποίους είχε έρθει εδώ.

Έτσι, όταν αποφάσισαν να βγουν το βράδυ για να αναζητήσουν μεταλλαγμένους μέσα στην Κάρνατεβ, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να ειδοποιήσουν την Έρικα για την εξόρμησή τους. Παραδόξως, η Σανκάρλι το πρότεινε πρώτη, και φάνηκε ν’απορεί όταν τους είδε να διστάζουν προτού συμφωνήσουν. «Θα την ειδοποιήσουμε, φυσικά,» της είπε ο Φέκταρελ, και η Σανκάρλι κάλεσε την Έρικα μέσω ενός τηλεπικοινωνιακού συστήματός της. Η Έρικα αποκρίθηκε ότι θα ερχόταν μαζί τους, και είπε πού να τη συναντήσουν.

Της Φαίδρας δεν της άρεσε και τόσο που θα είχαν και την Έρικα μαζί τους. Δεν την αντιπαθούσε, ακριβώς, αλλά ούτε τη συμπαθούσε κιόλας. Και τώρα ήταν σίγουρη ότι ήθελε να έρθει για να τους παρακολουθεί, για να τους έχει από κοντά. Επιπλέον, μάλλον ήθελε να μάθει και για τους μεταλλαγμένους, μήπως αυτή η πληροφορία της χρειαζόταν στο μέλλον. Παντού έχωνε τη μύτη της, και εκμεταλλευόταν πολλές καταστάσεις. Γι’αυτό κιόλας η Φαίδρα δεν αισθανόταν καλά να την έχει πλάι της.

Όμως τώρα δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν. Ο Σκοτωμένος την είχε στείλει εδώ – για εκείνους.

«Είναι μακριά;» ρώτησε η Φαίδρα τη Σανκάρλι.

«Θα πάρουμε άμαξα,» αποκρίθηκε εκείνη, κι έκανε νόημα σε μία επιβατική άμαξα με δύο άλογα που διέσχιζε τη Μεγάλη Λεωφόρο.

Ανέβηκαν, και η αμαξάς τούς ρώτησε πού πήγαιναν. «Στην Εγερτήρια Εντολή,» της είπε η Σανκάρλι, κι εκείνη δεν χρειαζόταν άλλες κατευθύνσεις· έβγαλε την άμαξα από τη Μεγάλη Λεωφόρο στρίβοντας ανατολικά και οδήγησε μέσα σε δρόμους της Κεντρικής Αγοράς που η Φαίδρα δεν είχε ξαναδεί.

Η Εγερτήρια Εντολή ήταν ένα κέντρο διασκέδασης στη βορειανατολική μεριά της Κεντρικής Αγοράς, αρκετά μεγάλο και με μια τεράστια πινακίδα πάνω από την τοξωτή πόρτα του. Δύο μισθοφόροι στέκονταν εκατέρωθεν της εισόδου, φρουρώντας: ένας μαυρόδερμος άντρας υπερβολικά μυώδης, και μια ψηλή, λιγνή, πρασινόδερμη γυναίκα που θύμιζε επικίνδυνη γατίδα. Βλέποντας πως ο Φέκταρελ και οι δύο γυναίκες δεν κουβαλούσαν κανένα μεγάλο όπλο επάνω τους, έγνεψαν αφήνοντάς τους να περάσουν. Στο εσωτερικό, ο φωτισμός ήταν χαμηλός και η μουσική δυνατή. Ένας όμορφος, γραμμωμένος άντρας χόρευε στην υπερυψωμένη πίστα στο κέντρο της αίθουσας, μαζί με δύο κουάρταλ τα οποία ήταν, προφανώς, ειδικά εκπαιδευμένα για να φτερουγίζουν ρυθμικά κοντά του, περνώντας γύρω και πάνω απ’το κεφάλι του, κάτω από τις μασκάλες του, ανάμεσα από τα πόδια του. Και ο χορευτής έμοιαζε να τα καθοδηγεί με τις κινήσεις του σώματός του και μόνο. Το θέαμα ήταν, οπωσδήποτε, εντυπωσιακό, έκρινε η Φαίδρα.

Γύρω από την υπερυψωμένη πίστα υπήρχαν τραπέζια γεμάτα πελάτες, αλλά η Έρικα είχε πει ότι θα τους συναντούσε κοντά στη σκάλα στο βάθος, οπότε προς τα εκεί κατευθύνθηκαν. Και εκεί τη συνάντησαν, ντυμένη με καλύτερα ρούχα από την προηγούμενη φορά που την είχαν δει και χωρίς να φορά την κουκούλα του μανδύα της. Στο χέρι της ήταν ένα ποτό.

«Υποθέτω, δε θα καθίσετε καθόλου,» είπε.

Ο Φέκταρελ κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

Η Έρικα άφησε το ποτό της επάνω σ’ένα σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας και τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν καθώς σήκωνε την κουκούλα της κάπας της. Πλησίασε μια κουρτίνα κάτω από τη σκάλα και την τράβηξε, αποκαλύπτοντας μια μεταλλική πόρτα πίσω της. Αμπαρωμένη. Έπιασε την αμπάρα και την έσυρε· άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Οι άλλοι ήρθαν στο κατόπι της, για να βρεθούν σ’ένα σοκάκι πίσω από την Εγερτήρια Εντολή.

«Πώς το ήξερες αυτό;» ρώτησε η Φαίδρα.

Η Έρικα τράβηξε την κουρτίνα και έκλεισε την πόρτα. (Προφανώς, κάποιος άλλος θα έπρεπε να την αμπαρώσει από την άλλη μεριά.) «Ένας φίλος μού το είπε.»

Κάποιος πράκτοράς της, δηλαδή, σκέφτηκε η Φαίδρα.

«Λοιπόν,» ρώτησε η Έρικα, «πού πηγαίνουμε τώρα;» Κοίταζε τον Φέκταρελ.

«Αυτό θέλω ν’ανακαλύψω,» αποκρίθηκε εκείνος.

*

Περιπλανήθηκαν μέσα στη σκοτεινή πόλη με οδηγό τους τη διαίσθηση του Φέκταρελ, περνώντας από δρόμους μικρότερους και μεγαλύτερους, ανάμεσα από ψηλές πολυκατοικίες και χαμηλότερα σπίτια, κάτω από αψίδες και εξώστες. Η Έρικα, όμως, παρότι ακολουθούσε, δεν άφησε το ταξίδι τους τελείως στην τύχη· είχε μαζί της έναν χάρτη της Κάρνατεβ και έβλεπε πού πήγαιναν. Διέσχιζαν την Κεντρική Αγορά προς τα νοτιοανατολικά, και πολλές γειτονιές από τις οποίες περνούσαν δεν ήταν ακίνδυνες – πράγμα που δεν της το έλεγε ο χάρτης της και δεν υπήρχε ανάγκη να της το πει. Το καταλάβαινε εύκολα από τις μυστήριες μορφές που φαινόταν να τους κοιτάζουν από ανοίγματα δρόμων και οικοδομημάτων. Η Έρικα είχε το χέρι της κοντά στο πιστόλι της, ενώ αισθανόταν τον μαγικό της μανδύα να την αγκαλιάζει σαν υπερπροστατευτικός εραστής.

Η Φαίδρα είχε επίσης προσέξει ότι οι γειτονιές που διέσχιζαν ήταν επικίνδυνες· δεν χρειαζόταν κάποια να είναι πρώην πράκτορας της Παντοκράτειρας για να το αντιληφτεί αυτό. Ρώτησε τη Σανκάρλι, χαμηλόφωνα: «Τι είναι εδώ;» ενώ ακαθαρσίες και σκουπίδια ακούγονταν να τρίζουν κάτω από τις μπότες τους, και γύρω τους βρίσκονταν όλο κλειστά μαγαζιά.

«Δεν είναι κι από τα καλύτερα μέρη, Φαίδρα,» αποκρίθηκε η Τεχνομαθής μάγισσα. «Έχει καταστήματα για μηχανές καραβιών και άλλα εξαρτήματα. Τις νύχτες, όπως βλέπεις, κανένας δεν δουλεύει, αλλά διάφοροι… τριγυρίζουν. Είμαστε στα άκρα της Κεντρικής Αγοράς.»

Ένα πουλί ακούστηκε να φτεροκοπά από πάνω τους, κρώζοντας καθώς πετούσε από μια ψηλή οροφή σε μια χαμηλότερη.

Μετά από λίγο βάδισμα, οι δρόμοι έγιναν ακόμα πιο απειλητικοί, και ακόμα πιο ερημικοί.

«Πού είμαστε τώρα;» ρώτησε η Φαίδρα. Είχαν ήδη περπατήσει τουλάχιστον μισή ώρα από τότε που είχαν φύγει από την Εγερτήρια Εντολή.

«Σε μια εργατική περιοχή,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. Και ύστερα από κανένα πεντάλεπτο: «Αυτό εκεί το χτίριο το βλέπεις;»

«Ναι.» Ήταν ένα γκρίζο, άχαρο οικοδόμημα με δύο ορόφους πάνω από το ισόγειο.

«Κατοικίες δούλων,» εξήγησε η Σανκάρλι. «Το πρωί δουλεύουν στα εργαστήρια, το βράδυ κοιμούνται εδώ.» Από τα παράθυρά του ελάχιστα φώτα φαίνονταν, κι αυτά όχι από ενεργειακές λάμπες.

«Ποιος τους έχει;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Διάφοροι. Δεν ανήκουν όλοι σε έναν κύριο. Κι ορισμένοι είναι της πολιτείας ή του Χρηματικού Οίκου. Από χρέη. Δουλεύουν εδώ μέχρι να τα ξεπληρώσουν.»

Η Φαίδρα δεν εντυπωσιαζόταν, βέβαια. Ήξερε τι γινόταν στη Φεηνάρκια με τους δούλους· ύστερα από τόσα χρόνια σ’αυτή τη διάσταση, το είχε μάθει καλά. Και είχε δει και πιο βίαιες καταστάσεις με δούλους από ετούτη.

«Είμαστε κοντά;» ρώτησε η Έρικα τον Φέκταρελ.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όχι. Μάλλον όχι.» Η φωνή του ακουγόταν αβέβαιη μέσα απ’το σκοτάδι της κουκούλας του.

Συνέχισαν να βαδίζουν ανατολικά για κανένα τέταρτο της ώρας ακόμα, και μετά ο Φέκταρελ, στρίβοντας σ’έναν κάθετο δρόμο, τους οδήγησε βόρεια. Προχωρούσαν τώρα παράλληλα στην Κεντρική Αγορά και σε κάμποση απόσταση από αυτήν, έβλεπε η Έρικα κοιτάζοντας μια τον χάρτη της μια τις πινακίδες των δρόμων. Η Φαίδρα, που δεν κοίταζε κανέναν χάρτη, αισθανόταν να έχει χαθεί τελείως, αλλά δεν έκανε ερωτήσεις στη Σανκάρλι ή στην Έρικα σχετικά με το πού βρίσκονταν. Η περιοχή γύρω τους, πάντως, ήταν λιγότερο απειλητική από την προηγούμενη. Κυρίως κατοικίες υπήρχαν εδώ. Το μέρος ήταν ήσυχο.

Ύστερα, ο Φέκταρελ τούς οδήγησε προς τα βορειοανατολικά, αλλά εξακολουθούσαν να βρίσκονται μέσα στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της Κάρνατεβ, κάτω από την Οδό του Γέροντα. Η Έρικα αναρωτιόταν αν θα έφταναν, τελικά, πουθενά ή αν έκαναν όλη τούτη τη διαδρομή άσκοπα. Η Φαιδρά είχε αρχίσει να βαριέται.

Ο Φέκταρελ έστριψε ανατολικά και, μετά από δεκαπέντε λεπτά, προσπέρασαν ένα μεγάλο οικοδόμημα. Η Σανκάρλι, δείχνοντάς το, είπε στη Φαίδρα: «Αυτό είναι το Πρώτο Νοσοκομείο.»

«Που από κάτω του κάνουν τα πειράματα με τους μολυσμένους;»

«Ναι.»

Ένας φύλακας στεκόταν στην είσοδό του, φορώντας πανοπλία από κομμάτια μετάλλου και αλεξίσφαιρα δέρματα, κι έχοντας στη ζώνη του θηκαρωμένα σπαθί και πιστόλι.

Ο Φέκταρελ συνέχισε να τους οδηγεί ανατολικά, κι όταν μια ώρα είχε πλέον περάσει από τότε που έφυγαν από την Εγερτήρια Εντολή η Έρικα τον ρώτησε: «Υπάρχει κάποιο νόημα, τελικά, σ’αυτό που κάνουμε ή όχι;» Είχε αρχίσει να κουράζεται από το βάδισμα – αν και, φυσικά, δεν ήταν ασυνήθιστη στην πεζοπορία.

«Περίμενες ότι θα μας οδηγούσα αμέσως στους μεταλλαγμένους;» αποκρίθηκε εκείνος, κάπως απότομα – η φωνή του ακούστηκε σαν γρύλισμα. Το μαυρόδερμο πρόσωπό του ήταν αόρατο μες στην κουκούλα της κάπας του· μονάχα τα μάτια του φαίνονταν να γυαλίζουν απόκοσμα, σαν φεγγάρια. Η Έρικα αισθάνθηκε ένα ακούσιο ρίγος να τη διατρέχει. Τι θα γίνει αν τον πιάσει καμια τρέλα; αναρωτήθηκε. Ο ίδιος ο Φέκταρελ είχε παραδεχτεί ότι ένιωθε κάτι παράξενο – κάτι επικίνδυνο – να τον διακατέχει…

«Η Κάρνατεβ είναι μεγάλη πόλη…» του είπε μόνο.

Εκείνος δεν της έδωσε απάντηση αυτή τη φορά· συνέχισε να τους οδηγεί.

Η Έρικα έριξε ένα βλέμμα στη Φαίδρα, αλλά η μάγισσα απέφυγε τα μάτια της, εσκεμμένα. Εμπιστευόταν τον Φέκταρελ, ακόμα κι όταν ο Φέκταρελ είχε δηλώσει πως δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του. Εξάλλου, σκέφτηκε, είχε βρει τους μεταλλαγμένους παλιότερα, όταν περιπλανιόταν στην Κάρνατεβ αναζητώντας απαντήσεις. Για λίγο, αλλά τους είχε βρει.

Έστριψαν νότια ξανά και, προτού προλάβουν να κάνουν δέκα βήματα, σταμάτησαν καθώς ένα βουητό ακούστηκε από πάνω τους και μεγάλες σκιές έπεσαν στους δρόμους της πόλης.

«Τι…;» έκανε η Έρικα, υψώνοντας το βλέμμα για να κοιτάξει, όπως και οι σύντροφοί της, τις μορφές που πετούσαν πάνω από την Κάρνατεβ:

Μεγάλα ελλειψοειδή αντικείμενα που από κάτω τους γυάλιζαν άλλα αντικείμενα, μεταλλικά. Και δεν ήταν ούτε ένα ούτε δύο. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, υπολόγιζε η Έρικα.

«Αεροχήματα…» άκουσε τη Σανκάρλι’μορ να λέει, επιβεβαιώνοντας την υποψία της.

«Ο πόλεμος με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων μόλις ξεκίνησε,» είπε η Έρικα.

Τα αεροχήματα δεν άργησαν να περάσουν πετώντας από πάνω τους και να χαθούν μέσα στον νυχτερινό ουρανό, κατευθυνόμενα νότια.

«Το είχα ακούσει,» είπε η Έρικα στους άλλους. «Το μεσημέρι. Οι πράκτορές μου μου είπαν ότι κυκλοφορεί μια φήμη πως ο Πολέμαρχος Φερλίμον συγκεντρώνει τον στρατό της Κάρνατεβ σε κάποια καλυμμένη τοποθεσία βόρεια της πόλης.»

«Γιατί δεν μας το είπες;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Δεν είχαμε συναντηθεί ακόμα. Αλλά, και να το ξέρατε, τι νόημα θα είχε; Πρόκειται να μπορούσατε να σαμποτάρετε ολόκληρο το σμήνος που είδαμε να περνά από πάνω μας;»

Ο Φέκταρελ δεν αποκρίθηκε.

«Συνέχισε να μας οδηγείς,» τον προέτρεψε η Έρικα, και πρόσθεσε νοερά: Να δούμε αν θα φτάσουμε πουθενά, στο τέλος

Ο Φέκταρελ ένευσε, βαδίζοντας νότια όπως είχε ξεκινήσει. Οι τρεις γυναίκες τον ακολούθησαν, και η Έρικα κοιτάζοντας τον χάρτη της έκρινε πως περισσότερο νοτιοδυτικά πήγαιναν τώρα παρά νότια. Κάνουμε κύκλο. Περίπου. Μπορούσε να μας είχε οδηγήσει κι από πιο άμεσο δρόμο αν, τελικά, είναι κάπου εδώ ο προορισμός μας. Αυτή η ιστορία είχε αρχίσει να μην της αρέσει καθόλου. Ήταν, αναρωτιόταν, η διαίσθηση του Φέκταρελ πιο αξιόπιστη από τον αλλόκοτο «αντίστροφο κόσμο» που ισχυριζόταν πως έβλεπε η Φαίδρα’λι; Δεν το νόμιζε. Και σκέφτηκε: Τι να βλέπει, άραγε, τώρα η μάγισσα; Διακρίνει τίποτα; Η Έρικα δεν τη ρώτησε.

Αλλά, και να την είχε ρωτήσει, θα είχε λάβει αρνητική απάντηση.

Η Φαίδρα δεν «διάβαζε» τίποτα στον αντίστροφο κόσμο της νυχτερινής Κάρνατεβ. Ή, τουλάχιστον, τίποτα το ενδιαφέρον. Οι σχηματισμοί ανάμεσα στις σκιές και στο φως, ανάμεσα στα οικοδομήματα, στα ανοίγματα των οικοδομημάτων και των δρόμων, στο φως και στα ανοίγματα, στις σκιές και στις γωνιές των οικοδομημάτων δεν τις μαρτυρούσαν παρά κοινότοπα και βαρετά πράγματα: τις ανησυχίες και τους φόβους μιας πόλης. Η Φαίδρα είχε τόσο πολύ συνηθίσει να «διαβάζει» τέτοιες πληροφορίες που πλέον το μυαλό της γλιστρούσε από εκεί και ακολουθούσε άλλα μονοπάτια. Ήταν αλήθεια πως ο αντίστροφος κόσμος είχε, σε μεγάλο βαθμό, χάσει τη γοητεία του για εκείνη. Ορισμένες φορές, μάλιστα, αναρωτιόταν γιατί παλιότερα τον θεωρούσε τόσο σημαντικό…

Περίπου είκοσι λεπτά πέρασαν, και ο Φέκταρελ έστριψε ξανά, τώρα ακόμα πιο δυτικά από πριν αλλά εξακολουθώντας να έχει νότια γενική κατεύθυνση.

Τα μάτια της Έρικας στένεψαν καθώς κοίταζε τον χάρτη της. Μας κάνει κύκλο! παρατήρησε. Θα καταλήξουμε εκεί απ’όπου ήρθαμε! Δεν του μίλησε, όμως. Άσ’ τον να δούμε…

Η Φαίδρα χασμουρήθηκε, ενώ αισθανόταν την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να ανασαλεύει μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της σαν μια αγέλη θηρίων που κοιμάται και γυρίζει απ’την άλλη, ροχαλίζοντας και ξεφυσώντας. «Πού είμαστε;» ρώτησε η μάγισσα τη μακρινή συνάδελφό της.

«Πλησιάζουμε το κέντρο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου,» είπε η Σανκάρλι’μορ.

«Και τι είναι εκεί;»

«Τίποτα· απλώς το κέντρο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου. Κατοικίες, μερικά καταστήματα…» Ανασήκωσε τους ώμους κάτω από την καλοκαιρινή κάπα της.

«Είμαστε κοντά,» δήλωσε απρόσμενα ο Φέκταρελ, μετά από κανένα πεντάλεπτο.

«Κοντά;» είπε η Έρικα.

Ο Φέκταρελ δεν επανέλαβε.

Ακόμα ένα πεντάλεπτο πέρασε σύμφωνα με το ρολόι της Έρικας, και ο οδηγός τους σταμάτησε απότομα. «Εδώ,» είπε, και ήταν στραμμένος προς ένα οικοδόμημα με αυλή, εγκαταλειμμένο και σε άσχημη κατάσταση. Την αυλή του γέμιζαν άγρια χόρτα, τα τζάμια στα παράθυρά του ήταν σπασμένα, οι πόρτες πεσμένες. Ένα πέτρινο τείχος το περιτριγύριζε, όχι και τόσο ψηλό, και καλυμμένο από βλάστηση. Ορισμένα σημεία του είχαν τρύπες, μεγαλύτερες και μικρότερες, μπουκωμένες με χόρτα και βλάστηση. Η καγκελόπορτά του ήταν ανοιχτή και σκουριασμένη. Παραδίπλα υπήρχε ένας στύλος με μια ενεργειακή λάμπα, η οποία εξέπεμπε χαμηλό φως που τρεμόπαιζε. Επαρκούσε, όμως, για να αποκαλύπτει ένα σημείο επάνω στον τοίχο όπου η βλάστηση ήταν κομμένη και μια τοιχογραφία ήταν φτιαγμένη με κόκκινη, μπλε, και μαύρη μπογιά: η καρικατούρα ενός Μεγαθήριου. Σχεδόν κωμικό έμοιαζε.

«Το παλιό σχολείο…» είπε η Σανκάρλι.

«Ποιο παλιό σχολείο;» ρώτησε η Έρικα.

«Το παλιό σχολείο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου. Έχει εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια, και κανένας ακόμα δεν το έχει κάνει τίποτα. Το οίκημα ανήκει σε μια παλιά οικογένεια. Ο Αβέρναλ είχε κάποτε ερευνήσει το θέμα, για δημοσιογραφικούς λόγους.» Και προς τον Φέκταρελ: «Εδώ μέσα είναι οι μεταλλαγμένοι;»

Εκείνος ένευσε. «Έτσι νομίζω. Ή, τουλάχιστον, κάποιοι από αυτούς.»

*

Μετά τη σκουριασμένη καγκελόπορτα παραμέριζαν βλάστηση για να περάσουν λες και βρίσκονταν σε δάσος. Ο Φέκταρελ, όμως, μπορούσε να δει σημάδια ότι δεν ήταν οι πρώτοι που έρχονταν εδώ. Χρόνια ανιχνευτής, ήξερε πώς να διακρίνει αμέσως κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν η υπερφυσική του διαίσθηση δεν του έλεγε πως εδώ κοντά βρίσκονταν κάποιοι συγγενείς του, θα έβλεπε ότι σίγουρα άνθρωποι είχαν βαδίζει σε τούτο τον άγριο κήπο πριν από εκείνον – και δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Μέρες… Ώρες… Ορισμένα σημάδια μαρτυρούσαν μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, ορισμένα μικρότερα. Οι μεταλλαγμένοι μπαινοβγαίνουν, συμπέρανε ο Φέκταρελ, αφουγκραζόμενος το περιβάλλον με την υπερφυσική ακοή του, ενώ τα μάτια του διαπερνούσαν τα σκοτάδια και διέκριναν τα ζώα που κρύβονταν μέσα στην πυκνή βλάστηση νομίζοντας πως ήταν αθέατα. Μια γάτα, όμως, πρέπει να τον κατάλαβε πως την είχε καταλάβει· τα μάτια της γυάλισαν, έβγαλε ένα απειλητικό σύριγμα από τα δόντια, κι έτρεξε να φύγει. Εξαφανίστηκε.

Αλλά τον Φέκταρελ δεν τον απασχολούσαν τα ζώα που κρύβονταν εδώ. Δεν αφουγκραζόταν προσεχτικά γι’αυτά· αφουγκραζόταν για τους μεταλλαγμένους. Ίσως να ήταν επικίνδυνοι. Η συμπεριφορά του πρώτου που είχε συναντήσει – ο οποίος θεωρούσε τον Φέκταρελ κάτι σαν θεό – δεν μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτική για όλους. Τότε, ο Φέκταρελ τον είχε σώσει από τους διώκτες του· τώρα, ήταν εισβολέας μαζί με τρεις γυναίκες που οι μεταλλαγμένοι αποκλείεται να έβλεπαν ως θεές.

Η Φαίδρα τού είπε: «Πρόσεχε,» σιγανά, αγγίζοντας το μπράτσο του, κάνοντάς τον να σταματήσει να βαδίζει.

«Τι;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

Η Φαίδρα παρατήρησε ξανά τον αντίστροφο κήπο: τους σχηματισμούς ανάμεσα στη βλάστηση, στα σκοτάδια, στο φεγγαρόφωτο, στα φώτα της πόλης που έφταναν ώς εδώ – τη Γλώσσα. Φόβος/απειλή, μπορούσε να διαβάσει. Προφύλαξη/κρησφύγετο. Άμυνα.

«Απλώς πρόσεχε,» είπε στον Φέκταρελ. «Όποιοι κι αν είναι εδώ, νομίζω ότι θα έχουν αμυντική στάση. Ίσως να μας επιτεθούν.»

Εκείνος ένευσε. «Το περιμένω, ούτως ή άλλως.» Και είχε ήδη αντιληφτεί ότι η Έρικα και η Σανκάρλι είχαν τραβήξει τα πιστόλια τους. Ο ίδιος δεν είχε βγάλει όπλο, ούτε η Φαίδρα. Στράφηκε τώρα και είπε στην Έρικα: «Μην πυροβολήσεις· και καλύτερα νάχεις το πιστόλι κρυμμένο.» Γύρισε να κοιτάξει την Τεχνομαθή μάγισσα, που ήταν από την άλλη. «Το ίδιο ισχύει και για σένα.»

Οι δύο γυναίκες υπάκουσαν, κρύβοντας τα πιστόλια κάτω από μανδύα και κάπα· και η Έρικα ρώτησε: «Είσαι σίγουρος ότι θα μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους;»

«Αποκλείεται να μην αναγνωρίζουν κάτι από τον εαυτό τους επάνω μου,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, αν και η απάντηση που ήθελε πραγματικά να δώσει ήταν Όχι.

Προχώρησε πρώτος, συνεχίζοντας να αφουγκράζεται, πλησιάζοντας το κεντρικό οικοδόμημα του εγκαταλειμμένου σχολείου μέσα από τη βλάστηση του κήπου. Φάνταζε εφιαλτικό μέσα στο φεγγαρόφωτο, και πίσω από ένα απ’τα σπασμένα παράθυρά του ο Φέκταρελ διέκρινε μια μορφή στο σκοτάδι. Μια ανθρώπινη μορφή με κέρατα στους ώμους. Ένας από τους μεταλλαγμένους. Και στο χέρι του βαστούσε ρόπαλο με καρφιά.

Μας περιμένουν. Μάλλον θάναι κι άλλοι κοντά του. –Σίγουρα είναι κι άλλοι κοντά του. Του το αποκάλυπτε η διαίσθησή του σχετικά με τους «συγγενείς».

Δίπλα του άκουσε τη Φαίδρα να μουρμουρίζει κάποιο ξόρκι, και φοβήθηκε προς στιγμή τι μπορεί η αγαπημένη του να έκανε – κάτι που θα θορυβούσε τους μεταλλαγμένους;

Όμως η Φαίδρα δεν έκανε τίποτα περισσότερο από ένα Ξόρκι Εντοπισμού Ζωτικής Ενέργειας, το οποίο είχε μάθει από έναν Βιοσκόπο πριν από χρόνια, όσο ακόμα υπηρετούσε στον Στρατό της Παντοκράτειρας. Οι αισθήσεις της τώρα διευρύνθηκαν μαγικά, και στο μυαλό της ήρθε άμεσα η πληροφορία ότι μορφές ζωής βρίσκονταν μετά από την είσοδο του παλιού σχολείου. Τέσσερις, ή ίσως ακόμα και έξι. Άνθρωποι… περίπου, αλλά όχι ακριβώς.

«Φέκταρελ,» είπε πιάνοντάς τον ξανά από το μπράτσο· «μας περιμένουν.»

«Το ξέρω.»

«Ίσως νάναι μέχρι και έξι.»

«Εγώ έναν βλέπω.»

«Τον βλέπεις;» απόρησε η Φαίδρα, που δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μες στο σκοτάδι του εγκαταλειμμένου χτιρίου.

«Ναι, πίσω απ’το παράθυρο. Κρατά ρόπαλο. Είναι μεταλλαγμένος. Η θεά σου σου είπε για τους άλλους;»

Η Φαίδρα κούνησε το κεφάλι. «Η μαγεία μου.» Δεν είχε τολμήσει ν’αφήσει την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να ξεμυτίσει από τη φυλακή της· μπορεί απρόβλεπτα πράγματα να γίνονταν.

«Θα πάω πρώτος,» είπε ο Φέκταρελ.

«Μα – αν έχουν στήσει ενέδρα;»

«Δε θα μου επιτεθούν. Θα τους μιλήσω. Μείνετε πίσω, μερικά βήματα.»

Η Φαίδρα δεν έφερε αντίρρηση – ούτε η Έρικα ή η Σανκάρλι – αλλά τράβηξε κι εκείνη τώρα το πιστόλι της, κρατώντας το κρυμμένο κάτω από την κάπα της. Ο αντίχειράς της κατέβασε την ασφάλειά του.

Ο Φέκταρελ βάδισε προς την είσοδο του εγκαταλειμμένου σχολείου, λέγοντας μεγαλόφωνα: «Το ξέρω πως είστε μέσα. Το ξέρω πως με περιμένετε. Το ξέρω πως καταλαβαίνετε ότι έχουμε… συνάφεια.»

«Μην πλησιάζεις!» ακούστηκε μια φωνή – γυναικεία αλλά αλλοιωμένη σαν να έβγαινε από λάρυγγα που δεν ήταν ανθρώπινος.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ένας άλλος.

«Ονομάζομαι Φέκταρελ. Μπορώ να έρθω μέσα;»

«Είναι κι άλλοι μαζί σου!» σύριξε η γυναίκα.

«Αυτοί δεν θα έρθουν. Δεν είναι εχθροί σας, αλλά δεν θα έρθουν. Όχι ακόμα. Απλώς να μιλήσουμε θέλω· τίποτε άλλο. Το ξέρω πως πρέπει κι εσείς, όπως κι εγώ, να διαισθάνεστε κάτι.»

«Δεν είσαι σαν άλλους ανθρώπους…» παραδέχτηκε η αντρική φωνή.

«Αλλά ούτε σαν εμάς,» πρόσθεσε η γυναικεία.

«Δεν είμαι σαν εσάς, πράγματι. Όμως η… πηγή από την οποία προερχόμαστε είναι ίδια.»

Μουρμουρητά αντήχησαν από το εσωτερικό του οικήματος: μουρμουρητά που κανονικά ο Φέκταρελ – αν δεν είχε την υπερφυσική ακοή – δεν θα μπορούσε ν’ακούσει. Τώρα, όμως, τα άκουγε καθαρά.

—Δεν τον εμπιστεύομαι! (γυναίκα)

—Μα δεν το νιώθεις; (άντρας)

Το νιώθω, αλλά και πάλι… τι είναι αυτός; (γυναίκα)

—Μπορεί νάναι παγίδα, για να μας πιάσουν! (άλλος άντρας)

—Εσύ φταις· πρέπει να σε είδαν όταν πήγες να φέρεις φαγητό! (κι άλλος άντρας)

«Δεν είμαι εδώ για να σας παγιδέψω,» τους φώναξε ο Φέκταρελ. «Ούτε κανένας σάς είδε να πηγαίνετε να φέρετε φαγητό.»

Ξαφνιασμένες φωνές αντήχησαν· νόμιζαν πως ο άγνωστος δεν τους άκουγε.

«Θα με αφήσετε να έρθω; Δεν κρατάω όπλο.» Ο Φέκταρελ ύψωσε τα χέρια του, για να μην υπάρχει αμφιβολία.

«Έλα,» του είπε τελικά ένας. «Έλα.»

Εκείνος ανέβηκε τα λίγα σκαλιά μπροστά στη διαλυμένη είσοδο του παλιού σχολείου και μπήκε σ’έναν σκοτεινό θάλαμο που για τα μάτια του δεν ήταν καθόλου σκοτεινός. Διάφορες σαβούρες υπήρχαν από δω κι από κει, καθώς και όπλα, αυτοσχέδια και μη. Γύρω από τον Φέκταρελ στέκονταν πέντε μεταλλαγμένοι: τέσσερις άντρες και μία γυναίκα, όλοι τους με ραγισμένο δέρμα, κοκκινωπά μάτια, και κέρατα στους ώμους. Δύο κρατούσαν ρόπαλα με καρφιά, ένας σπαθί και ξιφίδιο, ένας άλλος τσεκούρι, και η γυναίκα δύο ξιφίδια. Τα πυροβόλα τους τα είχαν αφημένα πίσω τους, πάνω σ’έναν πάγκο: ένα τουφέκι, δύο πιστόλια. Μάλλον δεν ήθελαν να κάνουν θόρυβο, αν μπορούσαν να το αποφύγουν.

«Ανάψτε το φως!» είπε η γυναίκα.

Ένας από τους άντρες με τα ρόπαλα πίεσε τον διακόπτη μιας ενεργειακής λάμπας, και ο θάλαμος φωτίστηκε.

Οι μεταλλαγμένοι κοίταξαν τον Φέκταρελ καλά-καλά.

«Κατέβασε την κουκούλα σου!» πρόσταξε αυτός με το σπαθί.

Ο Φέκταρελ την κατέβασε.

«Τα μάτια του…» είπε η γυναίκα.

«Αλλά δεν είναι σαν εμάς,» πρόσθεσε ο άντρας με το σπαθί.

«Έχουμε συγγένεια, όμως· σίγουρα την αισθάνεστε,» τόνισε ο Φέκταρελ.

Κανένας τους δεν μίλησε, αλλά καταλάβαιναν τι τους έλεγε: το έβλεπε στις εκφράσεις των ταλαιπωρημένων προσώπων τους.

«Μπορώ να σας εξηγήσω τι σας έχει συμβεί,» τους πληροφόρησε.

«Ξέρουμε τι μας έχει συμβεί!» τον διέκοψε ένας από τους άντρες με τα ρόπαλα. Το κέρατο στον αριστερό ώμο του ήταν μισοσπασμένο, και στο σώμα του, που ήταν ντυμένο με κουρέλια, υπήρχαν ουλές. Στο κεφάλι του τα μαλλιά ήταν πολύ κοντά, κι από κάτω τους φαίνονταν τραύματα πρόσφατα επουλωμένα. «Μολυνθήκαμε! Κάτι το κακό βρίσκεται στα ορυχεία – κάτι που θα εξαπλωθεί και θα μολύνει τους πάντες!»

«Γνωρίζω τι είναι,» τους είπε ο Φέκταρελ.

«Το ιπταέριο είναι, το ξέρουμε κι εμείς,» είπε ο μεταλλαγμένος με το μεγάλο τσεκούρι. Είχε τώρα κατεβάσει το όπλο του και, με τη λεπίδα στο δάπεδο, στηριζόταν επάνω στη μακριά λαβή. Δεν έμοιαζε τόσο ταλαιπωρημένος όσο ο άλλος μεταλλαγμένος. Ήταν πορφυρόδερμος και είχε μαύρα μαλλιά και μούσι. Από τη μέση κι επάνω μονάχα δερμάτινα λουριά τον έντυναν, και το σώμα του ήταν μυώδες κάτω από το ραγισμένο δέρμα του. Εργάτης των ορυχείων, πιθανώς.

«Δεν είναι το ιπταέριο,» εξήγησε ο Φέκταρελ. «Είναι οι εφιάλτες ενός θεού που έρχονται από κει μέσα.»

Οι μεταλλαγμένοι τον ατένιζαν τώρα αμίλητοι.

«Ο Ταρνατάρ’σακ μολύνει το ιπταέριο, και το ιπταέριο μολύνει εσάς. Πάει στους πνεύμονές σας και σας μεταλλάσσει.»

«Ποιος είναι ο Ταρνατάρ’σακ;» Η γυναίκα πρόφερε με δυσκολία το όνομα, αργά.

«Ένας θεός του υπόγειου κόσμου. Συνήθως τον λατρεύουν οι ρους’κρούουμ, οι ποντικάνθρωποι. Ίσως να τους έχετε ακούσει.»

«Ναι,» είπε ο άντρας με το τσεκούρι.

«Θα σας πω κι άλλα,» προθυμοποιήθηκε ο Φέκταρελ, «αλλά θέλω πρώτα ν’αφήσετε και τις συντρόφισσές μου να έρθουν μέσα. Υπόσχομαι ότι δεν θα σας πειράξουμε. Δεν είμαστε άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού· είμαστε, αντιθέτως, εχθροί του.»

«Πώς μας βρήκατε;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος με το σπαθί. Το ξιφίδιο το είχε πια θηκαρώσει σ’ένα από τα πολλά θηκάρια της ζώνης του, η οποία ήταν γεμάτη λεπίδες.

«Δε μπορείτε να υποθέσετε;»

Οι μεταλλαγμένοι αλληλοκοιτάχτηκαν. Δεν έδωσαν απάντηση.

«Σας νιώθω,» είπε ευθέως ο Φέκταρελ. «Νιώθω την παρουσία σας. Δεν ήταν εύκολο να σας εντοπίσω μέσα σε μια πόλη τόσο μεγάλη όσο η Κάρνατεβ, αλλά στο τέλος τα κατάφερα.»

«Σε είχαμε ξαναδεί, κάποτε, δεν σε είχαμε ξαναδεί;» είπε η γυναίκα. «Αλλά όχι εδώ…»

«Και είχατε τρέξει να φύγετε από εμένα.» Έκανα κάτι; Ήταν σαν όνειρο εκείνες οι αναμνήσεις…

«Σε… φοβηθήκαμε,» παραδέχτηκε η γυναίκα.

«Ναι,» συμφώνησε ο άντρας με το σπαθί. «Φοβηθήκαμε.»

«Γιατί;» ρώτησε ο Φέκταρελ. «Τι έκανα;» Σας όρμησα; Δε μπορεί!

«Δεν ξέρουμε,» αποκρίθηκε ο μεταλλαγμένος ύστερα από μια στιγμή γενικής σιωπής. «Ήταν…»

«Το αισθανθήκαμε απλώς,» είπε εκείνος με το τσεκούρι.

«Ναι,» συμφώνησε η γυναίκα. «Ένας μεγάλος φόβος. Νομίζαμε ότι κάποιος δαίμονας μάς ζύγωνε.»

«Ναι, έτσι είχαμε πει τότε,» ένευσε ο άντρας με το τσεκούρι. «Ένας δαίμονας.»

«Δεν είμαι δαίμονας.» Τα μάτια του Φέκταρελ γυάλισαν απόκοσμα σαν να προσπαθούσαν να χλευάσουν τα λόγια του.

«Αλλά ούτε άνθρωπος είσαι,» παρατήρησε η γυναίκα. «Και ούτε σαν εμάς.»

«Είμαι γιος του Ταρνατάρ’σακ, από τότε που ήρθα σε επαφή με τις δυνάμεις του. Όταν με συναντήσατε, την προηγούμενη φορά, δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμα. Ήμουν… χαμένος, μπερδεμένος. Αναζητούσα απαντήσεις. Μπορεί να σας είχα βλάψει· καλά κάνατε κι απομακρυνθήκατε από εμένα.»

«Και τώρα τι έχει αλλάξει;» ρώτησε ο μεταλλαγμένος με το σπαθί.

«Πολλά έχουν αλλάξει. Θα σας βοηθήσω, αν μ’αφήσετε. Αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσουμε, και θα ήθελα κι οι φίλες μου να είναι κοντά μας. Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν έξω.»

Οι μεταλλαγμένοι αλληλοκοιτάχτηκαν γι’ακόμα μια φορά, και μετά ο σπαθοφόρος ένευσε θηκαρώνοντας το σπαθί του. «Ας έρθουν.»

Ο Φέκταρελ στράφηκε προς την είσοδο. «Φαίδρα!» φώναξε. «Ελάτε. Με τα όπλα σας στα θηκάρια.»

Η μάγισσα υπάκουσε. Θηκαρώνοντας το πιστόλι της, ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στον θάλαμο του εγκαταλειμμένου σχολείου, όπου για πρώτη φορά αντίκρισε, ζωντανά, ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό στο ιπταέριο. Οι όψεις τους, όφειλε να παραδεχτεί σιωπηλά, ήταν πιο φριχτές απ’ό,τι όταν τις είχε δει στην οθόνη της Σανκάρλι. Το ραγισμένο δέρμα τους έκανε τις τρίχες της να ορθώνονται.

Η Έρικα και η Σανκάρλι’μορ ακολούθησαν τη Φαίδρα’λι στο εσωτερικό του παλιού σχολείου, και η πρώτη ρώτησε τον Φέκταρελ: «Τους εξήγησες ότι δεν είμαστε εχθροί;»

«Δε θα σας είχαν αφήσει αλλιώς να πλησιάσετε,» αποκρίθηκε εκείνος.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Δεύτερο
Προσγείωση

Το αερόχημα μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Εύβουλος δεν του θύμιζε κανένα ελικόπτερο ή άλλο αεροσκάφος που είχε χρησιμοποιήσει για να ταξιδέψει. Δεν είχε διαφορά από ένα τετράκυκλο όχημα ξηράς, θωρακισμένο με ισχυρά μέταλλα και έχοντας δύο πυροβόλα, ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο. Απλώς από πάνω του βρισκόταν μια μεγάλη δερμάτινη σφαίρα γεμάτη ιπταέριο η οποία εύκολα το κρατούσε στον αέρα. Το ιπταέριο ήταν πανίσχυρο· ακόμα και μια μικρή ποσότητα επαρκούσε για να υψώσει τέτοια βαριά άρματα όπως ετούτο: γι’αυτό κιόλας η αξία του ήταν μεγάλη. Στην πίσω μεριά του οχήματος ήταν προσαρτημένος ένας προωθητήρας, συνδεδεμένος με ενεργειακές φιάλες, ώστε λειτουργώντας να δίνει ώθηση στο αερόχημα και να κινείται. Την κατεύθυνση προς την οποία πήγαινε ρύθμιζε ένα ειδικό πτερύγιο που ένωνε την οπίσθια μεριά του οχήματος με την οπίσθια μεριά του δερμάτινου μπαλονιού· και το πτερύγιο αυτό χειριζόταν, μέσω πηδαλίου, ένας άντρας που στεκόταν κοντά στον προωθητήρα.

Ο Εύβουλος δεν ήταν στην πίσω μεριά του άρματος· στεκόταν μπροστά, κοιτάζοντας τη θάλασσα από κάτω τους, και στο βάθος, φώτα. Πρέπει να πλησίαζαν τις Γεφυρωμένες Νήσους· ήταν δύο ώρες από τότε που είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους από την Κάρνατεβ. Ο καιρός δεν ήταν και πολύ καλός – τα αεροχήματα κουνιόνταν σαν καράβια σε ανήσυχη θάλασσα καθώς χτυπιόνταν από τους ανέμους – αλλά ούτε και άσχημος ήταν· κανένα πραγματικό πρόβλημα δεν είχε παρουσιαστεί. Σύντομα θα προσγειώνονταν στα νησιά του Βασιληά Ράνελμον, για να τα κατακτήσουν το ένα κατόπιν του άλλου.

Ο οδηγός του άρματος του Εύβουλου καθόταν μπροστά στο τιμόνι χωρίς να κάνει τίποτα, έχοντας το ένα μποτοφορεμένο πόδι του ακουμπισμένο στην κονσόλα, πλάι στο τιμόνι, και καπνίζοντας· η συμβολή του δεν χρειαζόταν για την κίνηση του αεροχήματος. Η Διοικήτρια Νιράσκα ήταν καθισμένη δίπλα του, κοιτάζοντας κι εκείνη έξω απ’το παράθυρο όπως ο Εύβουλος.

Ο οποίος τώρα είπε: «Αυτά πρέπει να είναι. Τα νησιά του Βασιλείου. Το βορειότερο νησί. ‘Βορειονήσι’ το λέει ο χάρτης μας.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Νιράσκα. «Εσύ θα τα ξέρεις καλύτερα από εμένα, αφού ήσουν εδώ πρόσφατα.»

«Δεν έχεις ξανάρθει στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων;»

«Ποτέ,» αποκρίθηκε η πορφυρόδερμη πολεμίστρια. «Στην Κάρνατεβ γεννήθηκα, κι ανέκαθεν εκεί εργαζόμουν.» Στράφηκε να τον κοιτάξει, σαν να περίμενε ότι κι εκείνος θα της έλεγε κάτι από το παρελθόν του. Αλλά ο Εύβουλος δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να κοιτάζει νότια, τα φώτα που πλησίαζαν μέσα στη νύχτα.

Είδε το μεταβαλλόμενο αεροπλάνο των Ξένων, το Πτηνό του Πολέμου, ν’απομακρύνεται από το υπόλοιπο σμήνος κατευθυνόμενο προς τις Γεφυρωμένες Νήσους. Αμέσως ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του οχήματός του.

«Νικόδημε. Πού πηγαίνετε;» ρώτησε.

«Να κατοπτεύσουμε,» ήρθε η απάντηση από το μεγάφωνο. «Το αεροπλάνο μας είναι πολύ πιο γρήγορο από τ’αεροχήματα. Θα δούμε αν υπάρχει αντίσταση και, χωρίς καθυστέρηση, θα επιστρέψουμε ενώ δεν θα έχετε ακόμα φτάσει.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος. «Αλλά μην εμπλακείτε.»

Και είδε το Πτηνό του Πολέμου, που είχε ξαφνικά ελαττώσει την ταχύτητά του, να την αυξάνει πάλι. Μονάχα οι προωθητήρες του φαίνονταν καθαρά μες στη νύχτα καθώς ξεμάκραινε.

Ο Εύβουλος παρατηρούσε σιωπηλά, ενώ άκουγε το αερόχημα να τρίζει ολόγυρά του, καθώς το έδερναν οι αγέρηδες του Ωκεανού, και τον προωθητήρα του να βουίζει σπρώχνοντάς το νότια. Δεν διέκρινε καμια συμπλοκή να γίνεται στα νησιά· ο Βασιληάς Ράνελμον δεν πρέπει να τους περίμενε. Ή ίσως να κρύβει τις δυνάμεις του, ίσως να μη θέλει να μας ειδοποιήσει για την παρουσία τους, ώστε να μας χτυπήσουν από ενέδρα όταν έχουμε κατεβεί. Διότι, βέβαια, αποκλείεται να μην υποπτευόταν πως θα δεχόταν επίθεση από την Κάρνατεβ. Αφού ξέφυγα από τα νύχια του, είναι δυνατόν να πιστεύει ότι ο Αρχισυγκλητικός δεν θα αντιδράσει ύστερα από μια τέτοια προσβολή;

Το Πτηνό του Πολέμου επέστρεψε στο σμήνος των αεροχημάτων, και ο Εύβουλος άκουσε τη φωνή του Νικόδημου μέσα από τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του άρματός του: «Δε φαίνεται να υπάρχει αντίσταση, με μια πρώτη ματιά.»

«Ούτε αντιαεροπορικά όπλα, ούτε πλοία, ούτε στρατιωτικοί καταυλισμοί;»

«Τίποτα. Αλλά δεν ερευνήσαμε και διεξοδικά. Στρατιωτικοί καταυλισμοί ίσως να υπάρχουν, καλυμμένοι· το ίδιο και αντιαεροπορικά όπλα.»

«Κανένας, όμως, δεν σας χτύπησε…»

«Μπορεί να μην ήταν σίγουροι ότι είμαστε εχθρικό σκάφος. Ή μπορεί να περιμένουν ολόκληρο το σμήνος να ζυγώσει.»

Αυτό, σκέφτηκε ο Εύβουλος, είναι το πιθανότερο. Στράφηκε στη Διοικήτρια Νιράσκα, λέγοντας: «Δώσε διαταγή τα όπλα των αεροχημάτων να είναι σε ετοιμότητα.»

Εκείνη ένευσε, και χρησιμοποίησε τον πομπό του άρματος που πριν από λίγο χρησιμοποιούσε ο Εύβουλος. Ο ίδιος ενεργοποίησε τον δικό του, φορητό πομπό για να μιλήσει στους μισθοφόρους του – σε όσους δεν βρίσκονταν μέσα σε τούτο το θωρακισμένο όχημα αλλά σε άλλα του σμήνους.

Ο Κάρχαμωντ’λι, ο μάγος των Επιφανών Κρανοφόρων, τον πλησίασε. «Θα δούμε μάχη από τόσο νωρίς, Εύβουλε;» Ο τόνος της φωνής του έμοιαζε να λέει πως αυτή η σκέψη δεν του ήταν και τόσο δυσάρεστη.

«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος κλείνοντας τον πομπό του.

*

Το σμήνος των αεροχημάτων, συνοδευόμενο από το μεταβαλλόμενο αεροπλάνο των Ξένων και δύο οπλισμένα ελικόπτερα της Κάρνατεβ, ζύγωσε τις βόρειες ακτές του βορειότερου νησιού του Βασιλείου, μέσα στη νύχτα. Και για λίγο τα μοναδικά δυνατά φώτα ήταν οι προβολείς των αεροσκαφών και των οχημάτων που κρέμονταν κάτω από μεγάλες δερμάτινες σφαίρες γεμάτες ιπταέριο. Φώτιζαν τις ακτές, τα νερά μπροστά στις ακτές, και τη γη πέρα από τις ακτές, αναζητώντας πιθανούς κινδύνους.

Δεν κατάφεραν να εντοπίσουν, όμως, το ενεργειακό κανόνι προτού τους χτυπήσει.

Μια μακριά δέσμη ενέργειας έσχισε τη νύχτα σαν δαιμονικό ξίφος θεού, πετυχαίνοντας ένα από τα αεροχήματα στο πλάι και τρυπώντας το ώς την άλλη μεριά, καταστρέφοντας συγχρόνως και την άκρη του δερμάτινου μπαλονιού καθώς συνέχιζε, αφήνοντας το ιπταέριο να διαλυθεί μέσα στον νυχτερινό αέρα. Το αερόχημα πάραυτα έπεσε· τσακίστηκε πάνω στα βράχια της ακτής του Βορειονησιού· τα κομμάτια του σκορπίστηκαν στην ξηρά και στη θάλασσα, και ο κρότος που ακούστηκε έκανε ολόκληρο το νησί να τρανταχτεί.

Ευθύς αμέσως άλλοι κρότοι ακολούθησαν, πολλαπλάσιοι, καθώς το σμήνος της Κάρνατεβ έβαλλε προς τη μεριά απ’όπου είχε έρθει η ενεργειακή ριπή. Οι κάννες των πυροβόλων τους άστραφταν.

Κανένα, όμως, δεν βρήκε τον στόχο του, γιατί το ενεργειακό κανόνι των Ζωντανών-Νεκρών, του οποίου την ενεργειακή ροή ρύθμιζε η Ανταρλίδα’μορ και το οποίο χειριζόταν ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, ήταν καλά καλυμμένο πίσω από μια δενδρώδη πλαγιά στο εσωτερικό του νησιού. Και τότε επιτέθηκε και το δεύτερο ενεργειακό κανόνι που βρισκόταν εδώ, το οποίο ανήκε στον Βασιληά Ράνελμον και το χειρίζονταν δικοί του άνθρωποι. Ακόμα ένα αερόχημα χτυπήθηκε, αλλά όχι αρκετά άσχημα ώστε να πέσει· η ριπή το πήρε στο πλάι, διαλύοντας έναν τροχό του, χωρίς να καταστρέψει το μπαλόνι από πάνω του. Συγχρόνως, όμως, κι άλλα αντιαεροπορικά όπλα είχαν αρχίσει να βάλλουν, όχι ενεργειακά αλλά ούτε και αμελητέα.

Ο εναέριος στόλος της Κάρνατεβ ανταπέδιδε προς όλες τις κατευθύνσεις απ’όπου δεχόταν πυρά, και το Βορειονήσι σειόταν καθώς μεγάλες σφαίρες και βόμβες το χτυπούσαν. Και τώρα μπήκε σε λειτουργία κι ένα ενεργειακό κανόνι που βρισκόταν μέσα σ’ένα από τα αεροχήματα, στο κέντρο του σχηματισμού τους. Η μακριά ενεργειακή του ριπή βλήθηκε προς τη μεριά απ’όπου έρχονταν οι ριπές ενός από τα δύο εχθρικά ενεργειακά κανόνια του Βασιλείου.

Δεν ήταν το κανόνι του Ζαώρδιλ, ήταν αυτό του Βασιληά Ράνελμον, και ο Σκοτωμένος, καθισμένος μπροστά στο χειριστήριο του όπλου του, είδε πέτρες να αποκολλούνται από την πλαγιά εξαιτίας των βολών του κανονιού της Κάρνατεβ και να κατρακυλάνε προς το κανόνι του Βασιλείου. Χρησιμοποιώντας το στόχαστρο της οθόνης του, που έπαιρνε πληροφορίες από τους αισθητήρες του κανονιού του, προσπάθησε να σημαδέψει το αερόχημα που έφερε το ενεργειακό κανόνι· αλλά ήταν δύσκολο εκεί όπου αυτό βρισκόταν μέσα στο σμήνος. Πάτησε τη σκανδάλη και αστόχησε, χτυπώντας ένα άλλο αερόχημα στο πλάι.

Κι από κάτω του το έδαφος τρανταζόταν από τα πυρά των εχθρών. Ήρθε η ώρα για υποχώρηση, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. Δεν βρίσκονταν εδώ για να πολεμήσουν, αλλά κυρίως για να περιμένουν και να παρακολουθούν, γιατί ο Βασιληάς Ράνελμον φοβόταν πως σύντομα ο Αρχισυγκλητικός θα έστελνε τις δυνάμεις του εναντίον του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων – και, μάλιστα, χωρίς πρωτύτερη ειδοποίηση. Όπως και είχε γίνει, τελικά. Αυτός ο εναέριος στόλος είχε παρουσιαστεί απρόσμενα. Οι ανιχνευτές του Ζαώρδιλ, που παρακολουθούσαν τους ουρανούς, τον είχαν ξυπνήσει μες τη νύχτα, όπως και τους υπόλοιπους, και είχαν όλοι τους αμέσως πάρει θέσεις στα αντιαεροπορικά όπλα, ώστε να δώσουν ένα γερό χτύπημα στον εχθρό προτού προλάβει να προσγειωθεί.

Ο Ζαώρδιλ ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του κανονιού του, μιλώντας στον χειριστή του άλλου ενεργειακού κανονιού. «Είστε καλά;»

«Έχουμε γεμίσει πέτρες και χώμα, αλλά ζούμε ακόμα, Σκοτωμένε.»

«Υποχωρήστε. Δε θα μείνουμε άλλο εδώ.»

«Ναι.»

Η επικοινωνία τερματίστηκε καθώς το έδαφος συνέχιζε να τραντάζεται και οι κρότοι ήταν εκκωφαντικοί.

Το κανόνι του Ζαώρδιλ ήταν ανεβασμένο σ’ένα μικρό τετράκυκλο φορτηγό, το οποίο οδηγούσε ο Ραμπνάιλ. Τώρα ο Σκοτωμένος τού φώναξε: «Φεύγουμε!» Εκείνος πρέπει να ήταν ήδη έτοιμος γιατί αμέσως έβαλε τους τροχούς σε κίνηση. Στρίβοντας, το όχημα απομακρύνθηκε από την πλαγιά όπου ήταν καλυμμένο και κατευθύνθηκε προς τα νοτιοανατολικά, όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο σκοτεινό τοπίο. Τα φώτα του, φυσικά, ο Ραμπνάιλ δεν τα άναψε για να μη δίνει στόχο.

Ο Ζαώρδιλ επικοινώνησε, τηλεπικοινωνιακά, με τις υπόλοιπες δυνάμεις του Βασιλείου που βρίσκονταν εδώ (ανάμεσα στις οποίες ήταν και πολλοί από τους Ζωντανούς-Νεκρούς) προστάζοντας να υποχωρήσουν όλοι· και σύντομα δεν άργησε να μάθει ότι είχαν ελάχιστες απώλειες. Μονάχα ένα αντιαεροπορικό όπλο είχε χτυπηθεί και καταστραφεί τελείως· τα υπόλοιπα είχαν δεχτεί ελαφριές ζημιές και ήταν λειτουργικά.

Σε κανένα δεκάλεπτο, οι δυνάμεις του Βασιλείου είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στη μεγάλη, αρχαία γέφυρα που ένωνε το Βορειονήσι με την Ακρόνησο – το νησί όπου ο Φέκταρελ και, μετά, η Φαίδρα είχαν μιλήσει με τον Αθάνατο. Ο Ζαώρδιλ αναρωτιόταν αν αυτός ο παράξενος ιερέας θα έκανε τώρα τίποτα για να βοηθήσει εναντίον της Κάρνατεβ.

Πλάι στη γέφυρα ήταν οικοδομημένο ένα οχυρό και ο Σκοτωμένος, πηδώντας έξω από το ενεργειακό κανόνι, πλησίασε τους νησιώτες πολεμιστές που στέκονταν απέξω κοιτάζοντας προς τα βόρεια. «Ο πόλεμος ξεκίνησε,» τους είπε, βλέποντας πως οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους φανέρωναν ανάμικτη αγριότητα και φόβο. Το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, μάλλον, είχε να δεχτεί τέτοια εισβολή από τότε που ο Στρατός της Παντοκράτειρας ήρθε στη Φεηνάρκια, πριν από δεκαετίες.

Ο Σάρνεμπ, που επίσης βρισκόταν εδώ, στο μικρό οχυρό στη δυτική άκρη της αρχαίας γέφυρας, ζύγωσε τον Σκοτωμένο από το πλάι. «Να πετάξω, αρχηγέ;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Πήγαινε στο Βασιληά και ενημέρωσέ τον ότι εκείνο που φοβόταν μόλις συνέβη. Χρειαζόμαστε ενισχύσεις. Πες, επίσης, στον Κολπατζή να φέρει τους δικούς μας στη Μελόνησο. Θα τον συναντήσω εκεί.»

Ο Σάρνεμπ κατένευσε κι έτρεξε στο μικρό ελικόπτερό του που ήταν προσγειωμένο κοντά στο οχυρό.

Ο διοικητής του οχυρού ρώτησε τον Ζαώρδιλ: «Θα μείνουμε εδώ; Θα περιμένουμε τους εχθρούς να έρθουν;» Δεν έμοιαζε να του φαίνεται καλή ιδέα. Οι εκρήξεις και οι λάμψεις από τα βόρεια πρέπει να τον είχαν τραντάξει. Μάλλον δεν είχε ξαναδεί τέτοια μάχη σ’όλη του τη ζωή.

«Δε θα έρθουν απόψε,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος. «Θα θέλουν να ασφαλίσουν το έδαφος σε τούτο το νησί προτού προχωρήσουν σε άλλο. Επιπλέον, όταν είναι να προχωρήσουν, μάλλον δεν θα επιχειρήσουν να διασχίσουν τη γέφυρα· θα πετάξουν από πάνω της.»

«Αν όμως… αν όμως έρθουν;» επέμεινε ο διοικητής του οχυρού.

«Θα υποχωρήσουμε,» είπε ο Ζαώρδιλ.

*

Ένας σωλήνας κατέβαινε από τα μπαλόνια των αεροχημάτων και έφτανε μέχρι το πλάι τους, πιασμένος εκεί με μεταλλικά ελάσματα. Χρησίμευε για την προσγείωση. Όπως τώρα. Οι οδηγοί των αεροχημάτων – αυτοί που βρίσκονταν στο πίσω πηδάλιο, κοντά στους προωθητήρες – άνοιξαν το παράθυρο δίπλα τους και γύρισαν μια βαλβίδα επάνω στον σωλήνα. Το ιπταέριο άρχισε αμέσως να φεύγει από εκεί, και τα βαριά άρματα να κατεβαίνουν. Όταν βρίσκονταν κοντά στη γη, οι γάντζοι που τα κρατούσαν συνδεδεμένα με τα δερμάτινα μπαλόνια άνοιξαν, και τα οχήματα έπεσαν, με θόρυβο αλλά χωρίς να πάθουν ζημιά. Τα μπαλόνια έμειναν πίσω τους, στον αέρα, μαζί με τους προωθητήρες και το οπίσθιο πτερύγιο· μετά από λίγο, όμως, καθώς έχαναν ιπταέριο, θα έπεφταν κι αυτά στη γη και θα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν όταν μαζεύονταν. Αλλά για την ώρα τα άρματα ήταν ελεύθερα από τους μεγάλους δερμάτινους σάκους που τα κρατούσαν ψηλά, κι αν χρειαζόταν μπορούσαν αμέσως να πολεμήσουν.

Ο εχθρός, όμως, είχε φύγει.

Παρότι ο Εύβουλος περίμενε ότι, με την προσγείωσή τους, εκατοντάδες – ίσως και χιλιάδες – πολεμιστές θα τους ορμούσαν μαζί με θηρία και, πιθανώς, δαιμονικούς θεούς, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Το τοπίο γύρω τους ήταν σιωπηλό, η γη φανερά σημαδεμένη από τις ριπές και τις βόμβες· μερικές φωτιές έκαιγαν εκεί όπου υπήρχε βλάστηση, αλλά σύντομα φαινόταν ότι θα σβήσουν.

Ο Εύβουλος ζήτησε από τον Κάρχαμωντ’λι να υφάνει ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω στα κιάλια του, και ο μάγος υπάκουσε δίνοντάς τους τη δυνατότητα να βλέπουν σε πολύ μακρινές αποστάσεις και να τρυπούν τα σκοτάδια. Ο Εύβουλος κοίταξε προς κάθε κατεύθυνση, αναζητώντας σημάδια του εχθρού. Αλλά δεν είδε κανένα. Οι δυνάμεις του Βασιλείου πρέπει να είχαν υποχωρήσει. Ή να είχαν κρυφτεί ξανά.

«Πρέπει να ερευνήσουμε προτού συνεχίσουμε,» είπε κατεβάζοντας τα κιάλια, καθώς στεκόταν έξω από το άρμα του.

«Ναι,» συμφώνησε η Νιράσκα. «Αλλά πρώτα ας πάρουμε το τοπικό λιμάνι. Δεν ήρθε καμία επίθεση από εκεί.»

«Μιλάς για τον Αγαθό Βράχο;» Ο Εύβουλος είχε κοιτάξει τον χάρτη του Βασιλείου λεπτομερειακά· ήθελε να ξέρει όσο καλύτερα μπορούσε τις περιοχές του.

«Ναι. Δεν υπάρχει κανένα άλλο εδώ γύρω.»

«Παράξενο που δεν είχαν δυνάμεις τους εκεί,» είπε ο Εύβουλος σκεπτικά. «Ή δεν θέλουν να συγκρουστούν μαζί μας σ’αυτό το μέρος, ή είναι πάλι κρυμμένοι. Χρειάζεται προσοχή.»

Άκουσε ένα αεροσκάφος να περνά από πάνω τους, και ύψωσε το βλέμμα του για να δει το Πτηνό του Πολέμου να έρχεται, να στρέφει τους προωθητήρες του κάθετα, να προσγειώνεται, και ύστερα ν’αλλάζει μορφή. Τα φτερά του βυθίστηκαν μέσα στο σώμα του, τέσσερις μεγάλοι τροχοί ξεπρόβαλαν από τα πλάγια του, ένα πυροβόλο από την οροφή του, και η μπροστινή του μεριά έγινε σαν έμβολο – μάλλον ικανό να γκρεμίζει οχυρωματικά έργα αν το άρμα έπεφτε με ορμή επάνω τους.

Το Πτηνό του Πολέμου πλησίασε το θωρακισμένο όχημα του Εύβουλου και σταμάτησε εκεί κοντά. Οι πόρτες του άνοιξαν και οι Ξένοι βγήκαν. Ο Νικόδημος και ο Ρουάμης ζύγωσαν τον Εύβουλο, τη Νιράσκα, και τον Κάρχαμωντ’λι.

«Υποχώρησαν προς τα νοτιοανατολικά,» είπε ο πρώτος.

«Τους είδατε;» ρώτησε ο Εύβουλος.

Ο Νικόδημος κατένευσε. «Πήγαν στη γέφυρα. Ίσως να σκοπεύουν να μας αντιμετωπίσουν εκεί, να μας φράξουν τον δρόμο προς τα υπόλοιπα νησιά.»

Ο Εύβουλος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν το νομίζω. Το βλέπουν ότι πετάμε. Δεν είναι ανάγκη να προχωρήσουμε στο επόμενο νησί: από εδώ όπου είμαστε, μπορούμε άνετα να πετάξουμε στη Μεσόνησο ή στη Μελόνησο.»

«Συγκρουστήκατε μαζί τους;» ρώτησε η Νιράσκα τον Νικόδημο.

«Δεν πλησιάσαμε αρκετά ώστε να ανταλλάξουμε ριπές,» αποκρίθηκε εκείνος.

Φοβηθήκατε ότι θα σας καταρρίψουν, σκέφτηκε ο Εύβουλος. Όχι πως το θεωρούσε παράλογο. Οι εχθροί είχαν δύο ενεργειακά κανόνια, οι καταραμένοι! Όσα κι εμείς. Το ένα κανόνι της Κάρνατεβ είχε μπει σε χρήση γιατί ήταν έτοιμο· ο Τεχνομαθής μάγος είχε ήδη κάνει Μαγγανεία Οπλικής Φορτίσεως καθώς ζύγωναν το νησί. Το άλλο κανόνι βρισκόταν σε εφεδρεία· δεν περίμεναν ότι θα τους χρειαζόταν από τόσο νωρίς.

«Πετάξτε πάνω απ’το χωριό που ονομάζεται Αγαθός Βράχος,» είπε ο Εύβουλος στον Νικόδημο. «Δείτε αν υπάρχει καμια αντίσταση εκεί – όπλα, μαχητές…»

«Δεν έχετε ορνιθόπτερα για τέτοιες δουλειές;» αποκρίθηκε ο Ρουάμης, κάπως απότομα. Και ο Νικόδημος πρόσθεσε αμέσως: «Θα ήταν ανόητο να ριψοκινδυνέψουμε το Πτηνό του Πολέμου σε μια τέτοια αποστολή. Είναι πολύ καλό και ακριβό σκάφος· και φτάνει μονάχα μια καλοσημαδεμένη ριπή ενός ακόμα κρυμμένου ενεργειακού κανονιού για να το καταρρίψει.»

«Αποκλείεται να έχουν κι άλλα ενεργειακά κανόνια εδώ!» είπε ο Εύβουλος. «Ο Βασιληάς Ράνελμον είναι πλούσιος, μα όχι και τόσο πλούσιος. Αλλά, ούτως ή άλλως, ο Ρουάμης έχει δίκιο: θα στείλω τα ορνιθόπτερα.» Τα οποία είναι αναμφίβολα καταδικασμένα αν υπάρχουν όντως αντιαεροπορικά όπλα κρυμμένα εκεί.

«Θα πάει μαζί τους και η Ρασλέδη’λι,» είπε η Νιράσκα σαν να είχε καταλάβει τις σκέψεις του. «Θα τα προστατέψει σε περίπτωση που δεχτούν επίθεση.»

Ο Εύβουλος την κοίταξε ερωτηματικά.

«Η θεά της,» εξήγησε η Νιράσκα, «η Πύρινη Καταχνιά της Απόκρημνης Βουνοκορφής, είναι τρομερά αποτελεσματική σε ό,τι έχει σχέση με τον αέρα.»

Ο Εύβουλος δεν διαφώνησε· ο ίδιος δεν ήξερε τη συγκεκριμένη μάγισσα, και μάλλον η Νιράσκα μιλούσε εκ πείρας.

Κατόπιν διαταγής, τα τέσσερα ορνιθόπτερα βγήκαν από το φορτηγό όχημα όπου βρίσκονταν μέχρι στιγμής, και στα τρία κάθισαν πιλότοι· στο τέταρτο κάθισε η Ρασλέδη’λι – μια μαυρόδερμη γυναίκα με πράσινα μαλλιά πιασμένα με κοκάλινη χτένα.

«Ξέρεις να το πιλοτάρεις;» τη ρώτησε ο Εύβουλος.

Εκείνη τον αγριοκοίταξε σαν να την είχε προσβάλει.

«Υποθέτω πως ξέρεις,» είπε ο Εύβουλος, κι απομακρύνθηκε από το ορνιθόπτερό της και τ’άλλα τρία.

Τα φτερά τους άρχισαν αμέσως να χτυπάνε καθώς οι μηχανές τους αντλούσαν ενέργεια από τη μπαταρία πίσω από τη θέση του πιλότου. Υψώθηκαν από το έδαφος και πέταξαν προς τον Αγαθό Βράχο. Ο Εύβουλος τα κοίταζε με τα κιάλια του που είχε ενισχύσει ο Κάρχαμωντ’λι· το ξόρκι λειτουργούσε ακόμα επάνω τους. Τα ορνιθόπτερα δεν δέχτηκαν εχθρικά πυρά, ούτε κανένα άλλο σκάφος υψώθηκε για να τα καταδιώξει. Ύστερα από μερικούς κύκλους πάνω απ’το χωριό, επέστρεψαν στον Εύβουλο και τους άλλους αρχηγούς του φουσάτου της Κάρνατεβ.

«Δε φαίνεται να υπάρχει καμία αντίσταση,» ανέφερε ένας πιλότος.

«Το μέρος μοιάζει τελείως αφύλαχτο,» πρόσθεσε ένας άλλος. «Δε θα έχουμε πρόβλημα να το πάρουμε.»

«Ας μην καθυστερούμε, λοιπόν,» είπε η Διοικήτρια Νιράσκα, και έδωσε διαταγή στα άρματα της Κάρνατεβ να ξεκινήσουν.

Ο Εύβουλος και ο Κάρχαμωντ’λι μπήκαν μαζί της στο άρμα όπου βρίσκονταν και πριν, ενόσω πετούσαν. Ο Νικόδημος και ο Ρουάμης πήγαν στο Πτηνό του Πολέμου, και ακολούθησαν τα υπόλοιπα οχήματα χωρίς να το μεταμορφώσουν σε αεροπλάνο. Ένα μικρό μέρος του στρατεύματος έμεινε πίσω, καθώς μάζευε και τακτοποιούσε τα δερμάτινα μπαλόνια του ιπταερίου, τα οποία αναμφίβολα θα τους ξαναχρειάζονταν.

Οι κάτοικοι του Αγαθού Βράχου δεν αντιστάθηκαν στους κατακτητές. Δεν μπορούσαν και να αντισταθούν· δεν είχαν τα μέσα. Πέρα από μερικούς τοπικούς φύλακες, το χωριό δεν διέθετε άλλους υπερασπιστές. Ο Εύβουλος και η Νιράσκα πήραν το λιμάνι χωρίς να χρειαστεί να πολεμήσουν. Ούτε καν να ξυπνήσουν τους κατοίκους του χωριού δεν υπήρχε λόγος· ήταν ήδη ξύπνιοι (και τρομοκρατημένοι), από τον προηγούμενο σαματά, και τους περίμεναν, έχοντας μάλλον υποθέσει ότι θα έρχονταν για να ζητήσουν την υποταγή τους.

Η Νιράσκα, που ήταν επικεφαλής του στρατεύματος, πρόσταξε τους άλλους διοικητές του να ερευνήσουν το χωριό για πιθανώς χρήσιμους εξοπλισμούς και προμήθειες. Δύο πλοία που βρίσκονταν εκείνη τη νύχτα αραγμένα στον Αγαθό Βράχο ερευνήθηκαν επίσης, και από τους καπετάνιους τους ζητήθηκε να δηλώσουν ποιοι ήταν και τι έκαναν εδώ. Όπως αποδείχτηκε ήταν έμποροι, ο ένας ντόπιος, από το Βασίλειο, ο άλλος ξένος, από την Κάρνατεβ (είχε και ταυτότητα που αποδείκνυε ότι ήταν πολίτης της εν λόγω πόλης). Στον δεύτερο η Νιράσκα επέτρεψε να μείνει ή να φύγει, όπως επιθυμούσε. Τον πρώτο τον κράτησε αιχμάλωτο στη μικρή φυλακή του χωριού, η οποία επί του παρόντος είχε για ένοικους μονάχα ένα παλιό ανθρώπινο σκέλεθρο και μερικά ποντίκια. Ο καπετάνιος διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας ότι ήταν συγγενής μιας θαλασσαρχόντισσας – μιας γυναίκας από τη Βουλή των Καπεταναίων – αλλά η Νιράσκα δεν έδωσε σημασία. «Τόσο το καλύτερο,» του είπε, καθώς οι πολεμιστές της τον πετούσαν μέσα στη φυλακή και έκλειναν, με αλυσίδα και λουκέτο (γιατί η κλειδαριά ήταν χαλασμένη), την καγκελωτή πόρτα. «Μπορεί να μας φανείς χρήσιμος για λύτρα.»

«Θα το μετανιώσεις αυτό, ελεεινή γυναίκα!» γρύλισε ο καπετάνιος κλοτσώντας τα κάγκελα.

Η Νιράσκα απλώς γέλασε και απομακρύνθηκε, κάνοντας νόημα στους πολεμιστές της να τον φρουρούν, να μην τον αφήσουν αφύλαχτο.

Ο Εύβουλος δεν ήταν μακριά· στεκόταν σε μικρή απόσταση από το πέτρινο οίκημα της φυλακής και παρακολουθούσε τα δρώμενα με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του.

«Διαφωνείς;» τον ρώτησε η Νιράσκα.

«Με τη φυλάκιση του καπετάνιου;»

Εκείνη ένευσε.

«Καλά έκανες και τον κράτησες· μπορεί να μας χρειαστεί. Αλλά και άχρηστος να αποδειχτεί, δεν χάνουμε τίποτα.»

Γρυλίσματα και βρυχηθμοί ακούστηκαν τότε ν’αντηχούν δυνατά από τα ανατολικά του όρμου του Αγαθού Βράχου. Ο Εύβουλος κοιτάζοντας προς εκείνη την κατεύθυνση δεν μπόρεσε, αρχικά, να δει τίποτα εκτός από σκοτάδι. Μετά όμως διέκρινε μια ψηλόλιγνη φασματική μορφή ν’απομακρύνεται σαν να την κυνηγούσαν. Είχε μακριά πόδια και μακριά χεριά, και ο Εύβουλος θα ορκιζόταν ότι ήταν από φεγγαρόφωτο. Το κεφάλι της πρέπει να έφτανε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια ετούτου του χωριού (τα οποία δεν ήταν και πολύ ψηλά, βέβαια), αλλά τώρα βρισκόταν έξω από το χωριό, οπότε δεν ήταν εύκολο κανείς να κρίνει. Τα μαλλιά της πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν σχοινιά που αόρατα χέρια τα τραβούσαν.

Η δαιμονική μορφή σύντομα εξαφανίστηκε πίσω από βράχους και υψώματα, και ο Εύβουλος και η Νιράσκα δεν άργησαν να μάθουν ότι αυτός ήταν ένας τοπικός θεός, τον οποίο είχαν τρέψει σε φυγή οι θεοί των μάγων του στρατού τους – ο Νυχτερινός Επισκέπτης των Αιματοπότιστων Πεδίων, του Κάρχαμωντ’λι· ο Ταχύς Λιθοξόος της Σάρκας, του Ζάταρνιλ’λι· και η Πύρινη Καταχνιά της Απόκρημνης Βουνοκορφής, της Ρασλέδης’λι.

«Είναι επικίνδυνος; Μπορεί να ξανάρθει;» ρώτησε ο Εύβουλος τον Κάρχαμωντ’λι.

«Τον τρομάξαμε αρκετά, νομίζω,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Δεν θα επιστρέψει. Όχι τώρα, τουλάχιστον.» Μια σκοτεινή, ακανθώδη παρουσία βρισκόταν ολόγυρά του, έχοντας μάτια που γυάλιζαν σαν καθρέφτες, μοιάζοντας με κακό όνειρο που είχε ξεπηδήσει από το μυαλό κάποιου παράφρονα. Τα συρίγματά της θα προκαλούσαν ανατριχίλα σε όποιον δεν τα είχε συνηθίσει· αλλά ο Εύβουλος γνώριζε χρόνια τον δαιμονικό θεό του Κάρχαμωντ’λι.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Τρίτο
Οργάνωση Άμυνας

Ο Σάρνεμπ επέστρεψε μέσα στη νύχτα, κάπου δύο ώρες αφότου είχε φύγει. Το ελικόπτερό του κατέβηκε κοντά στο οχυρό στη δυτική άκρη της αρχαίας γέφυρας, και από μέσα του, εκτός από τον Αετό, βγήκαν η Νιρκέκα, ο Θελβάμης, η Ραβάσλι, και ο Σάμελκον’λι. Ο Ζαώρδιλ, ο Ραμπνάιλ, ο Χαρσάντιλ, και η Ανταρλίδα’μορ, που κάθονταν κοντά στα σταματημένα άρματα με τα αντιαεροπορικά όπλα, σηκώθηκαν για να τους συναντήσουν καθώς εκείνοι τούς πλησίαζαν.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Ραβάσλι. «Ζύγωσαν ξανά οι δυνάμεις της Κάρνατεβ;»

«Δεν πρόκειται νάρθουν από δω,» της είπε ο Χαρσάντιλ.

Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά, αλλά ο Ζαώρδιλ ήταν που της απάντησε: «Γιατί νάρθουν από τη γέφυρα, όταν μπορούν να πετάξουν προς άλλα νησιά;»

«Τα αεροχήματα…» είπε η Ραβάσλι.

«Τα αεροχήματα,» επιβεβαίωσε ο Ζαώρδιλ· και ρώτησε: «Οι άλλοι έρχονται;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Νιρκέκα. «Ο Νικηφόρος από ξηράς μαζί με τα οχήματα· και ο Ρουάμης’νιρ είναι στο ενεργειακό κέντρο του Οδηγού, οπότε και το πλοίο σύντομα θα είναι εδώ. Ο Ακόλουθος, όμως, θα αργήσει, καθώς έρχεται με τα πανιά, μαζί με τα ιστιοφόρα του Βασιληά.»

«Ο Βασιληάς δεν έστειλε μηχανοκίνητα σκάφη;»

«Μερικά, ναι. Μαζί με τον Οδηγό. Είναι θέμα μάγων και στη δική του περίπτωση. Έχει να διαθέσει πέντε μάγους για να κάνουν Μαγγανεία Κινήσεως. Θα μας συναντήσουν στη Μελόνησο, όλοι, και τα οχήματα ξηράς και τα πλοία. Επομένως, καλύτερα να πηγαίνουμε.»

«Ο Βασιληάς δεν θέλει να μείνουμε εδώ, στη γέφυρα;»

«Καταλαβαίνει κι εκείνος πως αυτό μάλλον δεν θα έχει κανένα νόημα. Και εμπιστεύεται την κρίση σου. Μόλις άκουσε πως ζήτησες από τους Ζωντανούς-Νεκρούς να συγκεντρωθούν στη Μελόνησο, αποφάσισε εκεί να συγκεντρωθούν κι οι δικές του δυνάμεις.»

«Καλό θα ήταν, πάντως, να θέσει και κάποιους μαχητές του στη Μεσόνησο,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Είναι κι αυτή κεντρική, και μπορούμε από εκεί να στέλνουμε πλοία και αεροσκάφη για να χτυπάνε τους μαχητές της Κάρνατεβ στο Βορειονήσι. Επιπλέον, η Μελόνησος και η Μεσόνησος είναι τα νησιά που μάλλον έχουν ως επόμενο στόχο οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού.»

«Ο Εύβουλος είναι μαζί τους;» ρώτησε η Νιρκέκα.

«Δεν τον είδα, αλλά το θεωρώ πολύ πιθανό.

»Λοιπόν. Ώρα τώρα να πηγαίνουμε στη Μελόνησο.»

Ο διοικητής του οχυρού της γέφυρας, που είχε επίσης έρθει κοντά στον Ζαώρδιλ και τους υπόλοιπους, ρώτησε: «Εμείς να μείνουμε εδώ; Ή να υποχωρήσουμε μαζί σας;»

«Δε νομίζω να σας επιτεθεί κανένας ακόμα,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά ούτε έχει νόημα να μείνετε. Οπότε ελάτε.» Δεν αριθμούσαν πάνω από δυο ντουζίνες μαχητές στο οχυρό, όπως ήξερε ο Σκοτωμένος: δεν θα μπορούσαν να προβάλουν καμια αντίσταση εναντίον των δυνάμεων της Κάρνατεβ. Μονάχα δυο, τρεις βολές από το ενεργειακό κανόνι των εχθρών έφταναν για να κάνουν το μικρό φρούριο σμπαράλια.

Οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι μαχητές των Γεφυρωμένων Νήσων ανέβηκαν στα οχήματα (και στο ελικόπτερο του Σάρνεμπ) και διέσχισαν τη μεγάλη, αρχαία γέφυρα που έστεκε ανθεκτική και ακλόνητη παρά τα χρόνια της – η κατασκευή της, όπως και όλων των γεφυρών του Βασιλείου, ήταν αξιοθαύμαστη. Βγαίνοντας στην ανατολική άκρη της και στις ακτές της Ακρονήσου, συνάντησαν τους μαχητές του εκεί φρουρίου να τους περιμένουν και να είναι όλο ερωτήσεις, γιατί κι αυτοί είχαν δει από μακριά τις λάμψεις από τη συμπλοκή, και βρόντοι είχαν φτάσει στ’αφτιά τους μες στη νύχτα, φερμένοι από τον θαλασσινό άνεμο. Ο Ζαώρδιλ τούς είπε, εν συντομία, τι συνέβαινε και τους πρότεινε να εγκαταλείψουν το οχυρό τους και να βοηθήσουν να εκκενωθεί ολόκληρη η Ακρόνησος.

«Μην αφήσετε εδώ κανέναν κάτοικο, και κανένα εφόδιο που μπορεί να φανεί χρήσιμο στο στρατό της Κάρνατεβ.»

Η γυναίκα που διεύθυνε το οχυρό ρώτησε: «Είναι τέτοια η επιθυμία του Μεγαλειότατου;»

«Δεν είχα χρόνο να του μιλήσω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, «αλλά στην Ακρόνησο δεν θα φέρει μαχητές· οι μαχητές του θα συγκεντρωθούν στη Μελόνησο και στη Μεσόνησο. Οπότε η Ακρόνησος θα μείνει, ουσιαστικά, αφύλαχτη· εσείς δεν μπορείτε να σταματήσετε τις δυνάμεις της Κάρνατεβ αν αποφασίσουν να έρθουν. Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε είναι να εκκενώσετε το νησί ώστε να μη βρουν τίποτα χρήσιμο εδώ, σε περίπτωση που θελήσουν να το κατακτήσουν προτού επιτεθούν στη Μεσόνησο ή στη Μελόνησο.»

Η γυναίκα τον ατένιζε σκεπτικά, αλλά ο διοικητής του φρουρίου της άλλης άκρης της γέφυρας την προέτρεψε να ακούσει τον Ζαώρδιλ, έτσι εκείνη τελικά συναίνεσε, και ζήτησε και τη βοήθεια του διοικητή και των πολεμιστών του για να εκκενώσουν την Ακρόνησο. Ο διοικητής δεν δίστασε να συμφωνήσει. Οπότε χώρισαν με τον Ζαώρδιλ και τους υπόλοιπους, οι οποίοι κατευθυνθήκαν προς τα νότια του νησιού, προς την άλλη γέφυρα.

Όταν έφτασαν εκεί, συνάντησαν ένα ακόμα οχυρό (σε όλα τα άκρα των αρχαίων γεφυρών υπήρχαν οχυρά) και είπαν στους υπερασπιστές του τι συνέβαινε – επειδή αυτοί, εδώ όπου βρίσκονταν, δεν είχαν δει τις λάμψεις της συμπλοκής – και ότι όφειλαν κι εκείνοι να βοηθήσουν στην εκκένωση της Ακρονήσου. Ο διοικητής τους αρχικά δεν ήξερε αν θα έπρεπε να συμφωνήσει, όπως και η προηγούμενη διοικήτρια, όμως το γεγονός ότι οι δύο συνάδελφοί του είχαν ήδη υπακούσει τον Σκοτωμένο τον έκανε να πάρει την απόφαση ελλείψει άλλων διαταγών σ’ετούτη την έκρυθμη κατάσταση.

Ο Ζαώρδιλ πέρασε κι αυτή τη γέφυρα ενώ το ελικόπτερο του Σάρνεμπ πετούσε πάνω από το όχημά του και τα υπόλοιπα οχήματα. Στο νότιο άκρο της γέφυρας, ο Σκοτωμένος ειδοποίησε τον διοικητή του οχυρού για την εισβολή και του είπε να μείνει στη θέση του. Βρίσκονταν τώρα μέσα στη Μελόνησο, και κατευθύνθηκαν προς το κεφαλοχώρι, όπου θα περίμεναν τον Νικηφόρο και τους άλλους να έρθουν.

*

Οι κάτοικοι του κεφαλοχωριού ανησύχησαν ακούγοντάς τους να πλησιάζουν μες στη νύχτα. Βγήκαν από τα σπίτια τους για να δουν τι γινόταν. Οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι πολεμιστές του Βασιλείου είχαν αφήσει τα οχήματά τους και το ελικόπτερο έξω από το κεφαλοχώρι και, μπαίνοντας πεζοί στους πλακόστρωτους δρόμους του, συνάντησαν τους κατοίκους και τον τοπικό άρχοντα στην κεντρική πλατεία. Ο Ζαώρδιλ τούς εξήγησε πώς είχε η κατάσταση: τους τόνισε ότι έπρεπε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο, αλλά δεν υπήρχε ακόμα λόγος για ανησυχία. Το μόνο που όφειλαν να έχουν υπόψη τους ήταν να προσφέρουν υποστήριξη – τρόφιμα, περίθαλψη, εφόδια – στους πολεμιστές του Βασιληά.

Οι ενισχύσεις από τη Νουσράκλη δεν άργησαν να έρθουν. Κανένα τέταρτο αφότου ο Ζαώρδιλ και οι δικοί του είχαν φτάσει στο κεφαλοχώρι, έφτασαν και τα άρματα και τα φορτηγά από την πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Οι πόρτες τους άνοιξαν και μαχητές βγήκαν: ντόπιοι, Ζωντανοί-Νεκροί, και άλλοι μισθοφόροι.

Ο Νικηφόρος πλησίασε τον Ζαώρδιλ μαζί με μερικούς άλλους. «Είναι κι ο Βασιληάς εδώ,» είπε.

«Τι;» έκανε ο Σκοτωμένος. «Γιατί;»

«Επειδή έτσι ήθελε, προφανώς,» μόρφασε ο Νικηφόρος.

Ο Ζαώρδιλ δεν το θεωρούσε και πολύ συνετό να έχουν τον Ράνελμον εδώ. Αν τραυματιζόταν ή σκοτωνόταν, αυτό θα αποτελούσε μειονέκτημα, γιατί θα έριχνε το ηθικό των Γεφυρονησιωτών. Τον αναζήτησε με το βλέμμα του και τον βρήκε ανάμεσα σε μερικούς διοικητές του στρατού του. Βάδισε προς τα εκεί, ακολουθούμενος από τον Νικηφόρο, τη Νιρκέκα, και άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Μεγαλειότατε,» είπε.

Ο Ράνελμον στράφηκε να τον αντικρίσει. Ήταν ντυμένος με πανοπλία από αλεξίσφαιρα δέρματα και ισχυρά μέταλλα, και κρατούσε το κράνος του παραμάσκαλα. Στην πλάτη του έπεφτε ένας γαλανός μανδύας με χρυσό σιρίτι. Από τη ζώνη του κρέμονταν ένα σπαθί κι ένα μεγάλο πιστόλι – και τα δύο με λαξευτές αστραφτερές λαβές από ασήμι, με λίθους επάνω. Στο στέρνο του Βασιληά υπήρχε το έμβλημα του Βασιλείου του: δύο πύργοι ενωμένοι με ψηλή γέφυρα, κι ένα πλοίο να περνά από κάτω της.

Ένας Βασιληάς-πολεμιστής, έτοιμος να υπερασπιστεί τον λαό του. Αλλά μπορούσε; αναρωτιόταν ο Ζαώρδιλ. Τα σημάδια της ηλικίας ήταν φανερά επάνω του· ο Ράνελμον αποκλείεται να ήταν μικρότερος από πενήντα χρονών.

«Ζαώρδιλ,» είπε. «Έμαθα ότι έδωσες στους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού ένα θερμό καλωσόρισμα με το πού ήρθαν.»

«Δεν έκανα τίποτα παραπάνω, Μεγαλειότατε, απ’το να καψαλίσω λιγάκι τα φτερά τους,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος. «Έχουν φέρει ολόκληρο σμήνος απ’αυτά τα αεροχήματα, κι ώς τώρα θα έχουν σίγουρα καταλάβει όλα τα σημαντικά σημεία του Βορειονησιού. Εσείς, όμως, δεν έπρεπε να είσαστε εδώ, Μεγαλειότατε.»

«Γιατί όχι;»

«Διότι η κατάσταση μπορεί να γίνει έκρυθμη πολύ σύντομα.»

«Το καθήκον μου με οδηγεί κοντά στον λαό μου, Ζαώρδιλ· δεν θα τους εγκαταλείψω μια τέτοια ώρα.»

Ο Σκοτωμένος περίμενε μια απάντηση σαν αυτή. Μάλλον δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να πω για να τον κάνω να επιστρέψει στη Νουσράκλη. «Θα σας πρότεινα, τότε, να προσέχετε, και να μη ριψοκινδυνέψετε αχρείαστα. Αν τραυματιστείτε, αν σκοτωθείτε, αυτό θα ήταν πολύ άσχημο για το ηθικό των μαχητών σας.»

Προς στιγμή τα μάτια του Ράνελμον φάνηκαν να γυαλίζουν, σαν να ήταν έτοιμος να προσβληθεί από τα λόγια του Σκοτωμένου· όμως μετά πρέπει να κατάλαβε ότι εκείνος δεν του μιλούσε για να τον προσβάλει αλλά για να του εξηγήσει πώς είχε, αντικειμενικά, η κατάσταση. Η όψη του γαλήνεψε. «Το αντιλαμβάνομαι αυτό, Ζαώρδιλ. Δεν ήρθα σκοπεύοντας να επιδοθώ σε επιδεικτικούς και ανούσιους ηρωισμούς. Δεν μου το επιτρέπει η ηλικία μου, άλλωστε.»

Ένας μονάρχης που ξέρει τι του γίνεται, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, συμπεραίνοντας ότι ο Ράνελμον μάλλον δεν θα αποτελούσε εμπόδιο στις επερχόμενες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της Κάρνατεβ. Κατένευσε. «Η ασφάλειά σας με ενδιαφέρει, Μεγαλειότατε, όσο και η νίκη μας εναντίον του εχθρού.» Και αλλάζοντας θέμα: «Πήρα την πρωτοβουλία να προστάξω την εκκένωση της Ακρονήσου. Οι κάτοικοί της σύντομα θα συγκεντρωθούν στη Μελόνησο.»

Ο Ράνελμον κοίταξε τους διοικητές ολόγυρά του – ανάμεσα στους οποίους δεν ήταν ο Αλκάμελ, ο Βασιλικός Αρχιφρουρός, παρατήρησε ο Ζαώρδιλ· πρέπει να είχε μείνει στο παλάτι της Νουσράκλης, μαζί με την Πρώτη Πριγκίπισσα και την κόρη του Βασιληά.

Κανένας από τους στρατιωτικούς δεν διαφώνησε με την απόφαση που είχε πάρει ο Σκοτωμένος. Και ούτε ο Βασιληάς φάνηκε να διαφωνεί· στρεφόμενος πάλι στον Ζαώρδιλ τού είπε: «Καλά έκανες. Υποθέτω σκέφτεσαι να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας στη Μελόνησο και στη Μεσόνησο, και από εδώ να χτυπάμε τον στρατό του Αρχισυγκλητικού.»

«Ακριβώς,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Επιπλέον, νομίζω πως πιθανώς να μην πάνε καθόλου στην Ακρόνησο, επιχειρώντας να έρθουν κατευθείαν εδώ.»

«Δεν αποκλείεται,» συμφώνησε ο Ράνελμον. «Η Ακρόνησος είναι πολύ μικρή.»

«Θα μπορούσαν, όμως,» είπε ένας από τους διοικητές του, «να λεηλατήσουν τα χωριά της.»

«Πρόσταξα να παρθούν όλα τα εφόδια και τα τρόφιμα από το νησί μαζί με την εκκένωση των κατοίκων του,» εξήγησε ο Ζαώρδιλ· κι αυτό φάνηκε αμέσως να άρεσε σ’όλους τους διοικητές του Βασιληά.

«Ο στόλος μου σύντομα θα είναι εδώ,» είπε ο Ράνελμον, «και τότε, αν ο στρατός της Κάρνατεβ δεν έχει ακόμα κινηθεί προς το μέρος μας, θα του επιτεθούμε εμείς, κυκλώνοντας το Βορειονήσι.»

«Θα πρότεινα, για αρχή τουλάχιστον, να περιμένουμε στη θέση μας, Βασιληά μου: να τους αφήσουμε να έρθουν σ’εμάς,» είπε ο Ζαώρδιλ· «γιατί μην ξεχνάτε ότι δεν μπορούμε να τους περικυκλώσουμε και να τους αποκλείσουμε. Τα αεροχήματά τους πετάνε και προσγειώνονται όπου θέλουν. Μπορεί να πάμε στο Βορειονήσι κι αυτοί να πετάξουν και να βρεθούν εδώ, στη Μελόνησο, ή στη Μεσόνησο, για να προκαλέσουν τρομερές καταστροφές.»

Οι διοικητές του Βασιληά γι’ακόμα μια φορά συμφώνησαν με τον Σκοτωμένο, και ο Ράνελμον βρήκε επίσης τη στρατηγική του συνετή. «Τελικά,» είπε, «έπραξα καλά που σε κράτησα μαζί μου σε τούτο τον πόλεμο, Ζαώρδιλ.»

«Περιμένετε, Μεγαλειότατε, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος για να μου το πείτε αυτό.»

Ο Νικηφόρος ρώτησε: «Ο στόλος πότε θα είναι εδώ; Ο Πιλότος μού είπε ότι ο Οδηγός και τ’άλλα μηχανοκίνητα σκάφη πρέπει να βρίσκονται στις ακτές της Μελονήσου μισή με μία ώρα αφότου φτάσουμε εμείς, αλλά τα ιστιοφόρα θα έχουν έρθει την επόμενη ημέρα, μετά το μεσημέρι.»

«Ναι,» είπε ο Ράνελμον· «τόσο θα χρειαστούν. Αμφιβάλλετε ότι μπορούμε να αντέξουμε μέχρι τότε;»

«Ο στρατός της Κάρνατεβ πρέπει να είναι αρκετά μεγάλος, κρίνοντας από το σμήνος που είδα,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά ούτε κι εμείς είμαστε τώρα λίγοι εδώ. Αν, παραδόξως, μας πλησιάσουν ώς το μεσημέρι, υποθέτω πως θα μπορέσουμε να τους απωθήσουμε.

»Εν τω μεταξύ, πρέπει να απλώσουμε τους ανιχνευτές μας παντού, γιατί ο Εύβουλος είναι πανούργος και το έχει αποδείξει στο παρελθόν.»

«Είσαι σίγουρος πως είναι με τον στρατό που ήρθε; Τον είδες;» ρώτησε ο Ράνελμον.

«Δεν τον είδα, αλλά δεν έχω αμφιβολία ότι είναι μαζί τους, Μεγαλειότατε.»

*

Έστειλαν ανιχνευτές από ξηρά, αέρα, και θάλασσα.

Οι πρώτοι καβαλούσαν δίκυκλα, πηγαίνοντας προς το Βορειονήσι μέσω Ακρονήσου (και ο Ζαώρδιλ λυπόταν που τώρα δεν είχε τον Αρχιανιχνευτή του εδώ, τον Φέκταρελ, ο οποίος ήταν άψογος σε τέτοιες δουλειές)· οι δεύτεροι πιλόταραν ορνιθόπτερα (κι ανάμεσά τους ήταν ο Ράκαλωντ ο νάνος)· οι τρίτοι οδηγούσαν μηχανοκίνητες βάρκες, μικρές ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για μάγους να ρυθμίζουν την ενεργειακή ροή των κυκλωμάτων τους.

Ο μηχανοκίνητος στόλος του Βασιλείου ήρθε, εν τω μεταξύ, στη Μελόνησο, και ο Ζαώρδιλ κι ο Βασιληάς Ράνελμον τον συνάντησαν στο μεγαλύτερο λιμάνι των ανατολικών ακτών του νησιού (γιατί το κεφαλοχώρι ήταν στο εσωτερικό και δεν είχε λιμάνι): πέντε πλοία του Βασιλείου και ο Οδηγός των Ζωντανών-Νεκρών, όλα τους γεμάτα όπλα και μαχητές.

«Πού είναι ο εχθρός;» ρώτησε ο Πιλότος τον Ζαώρδιλ, όταν εκείνος ανέβηκε στο κατάστρωμα του Οδηγού.

«Στο Βορειονήσι ακόμα, απ’ό,τι ξέρω.»

«Έχουν πλοία;»

«Κανένα δεν έχω δει. Μόνο αεροχήματα. Τεράστια μπαλόνια απ’όπου κρέμονται άρματα μάχης και προσγειώνονται όπου θέλουν.»

«Είναι πράγματι αξιόμαχα, δηλαδή, όπως ακούγεται;»

«Έτσι φαίνεται. Έχουν μεγάλη ευελιξία στον αέρα γι’αυτό που είναι, και το ιπταέριό τους δεν εκρήγνυται εύκολα. Δεν περίμενα ποτέ να δω αερόστατα να κάνουν τέτοια δουλειά.»

«Προφανώς δεν είναι απλά αερόστατα, Σκοτωμένε,» είπε ο Πιλότος.

«Προφανώς.»

«Ο Κολπατζής είναι εδώ;»

«Ναι, αλλά έχει μείνει πίσω τώρα, με τον υπόλοιπο στρατό. Έχουμε στείλει ανιχνευτές προς τα βόρεια.»

Όταν οι ανιχνευτές επέστρεψαν, ανέφεραν ότι το χωριό που ονομαζόταν Αγαθός Βράχος είχε παρθεί από τις δυνάμεις της Κάρνατεβ, και ότι τα άρματα του Αρχισυγκλητικού περιφέρονταν επάνω στο νησί, ερευνώντας. Είχαν καταλάβει το μικρό οχυρό στην ανατολική άκρη της αρχαίας γέφυρας, και μόλις οι ανιχνευτές με τα δίκυκλα πλησίασαν εκεί δέχτηκαν πυρά κι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αμέσως. Τα ορνιθόπτερα δεν κυνηγήθηκαν, εκτός από ένα που χτυπήθηκε από αντιαεροπορική ρουκέτα και κομματιάστηκε μαζί με τον πιλότο του. Κανένας δεν φάνηκε να δίνει σημασία στις μηχανοκίνητες βάρκες.

Ο Ζαώρδιλ και ο Βασιληάς Ράνελμον, βρισκόμενοι μέσα σε μια μεγάλη σκηνή μαζί με κάμποσους άλλους στρατιωτικούς, σημείωσαν επάνω στον χάρτη τους όλες τις θέσεις που οι ανιχνευτές ανέφεραν ότι είχαν εντοπιστεί δυνάμεις της Κάρνατεβ.

«Όπως είχαμε υποθέσει,» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, «ο Εύβουλος θέλει πρώτα να ασφαλίσει το Βορειονήσι, να βεβαιωθεί ότι καμια παγίδα δεν είναι στημένη εκεί, και μετά θα προχωρήσει.»

Στην Ακρόνησο, οι ανιχνευτές με τα δίκυκλα δεν είχαν συναντήσει κανέναν εχθρό, ούτε τα ορνιθόπτερα είχαν δει, από τον αέρα, τίποτα το ύποπτο. Οι κάτοικοι της Ακρονήσου, εν τω μεταξύ, έφευγαν από τα χωριά τους, μαζεύοντας τα πράγματα και τα ζώα τους και υποχωρώντας προς τη γέφυρα στα νότια του νησιού.

Ο Ζαώρδιλ υπολόγιζε ότι μέχρι το πρωί, η Ακρόνησος πρέπει να είχε εκκενωθεί πλήρως· έτσι, όταν ο Εύβουλος προχωρούσε εκεί, δεν θα έβρισκε τίποτα για τον στρατό του. Ο Αθάνατος αναρωτιέμαι τι γνώμη έχει για όλα τούτα, και τι σκοπεύει να κάνει. Όμως ο Σκοτωμένος είχε τώρα πολύ πιο άμεσες δουλειές απ’το να στέλνει ανθρώπους για να αναζητήσουν τον παράξενο ιερέα που ισχυριζόταν ότι ήταν γιος της Φαρμακερής Υδατοθύελλας.

Εξαιτίας αυτού του καταραμένου έχασα και τον Φέκταρελ και τη μάγισσα. Και τώρα τους χρειάζομαι όπως σε κάθε πόλεμο.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Τέταρτο
Αμφίβολες Αποφάσεις

Η Έρικα έκρινε ότι, για την ώρα, το παλιό σχολείο στο κέντρο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου ήταν, ίσως, η καλύτερη δυνατή κρυψώνα για τους μεταλλαγμένους· έτσι, αφού τελείωσαν τις συνεννοήσεις μαζί τους, άλλαξε κάποιες ρυθμίσεις στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και τους τον έδωσε. «Από εδώ μπορείτε να μας καλείτε,» τους είπε, «ή να σας καλούμε εμείς. Θα πρότεινα το δεύτερο, πλην άμεσης ανάγκης. Το σήμα του πομπού είναι κρυπτογραφημένο, αλλά τίποτα δεν είναι απόλυτα ασφαλές, όπως θα μπορεί να σας πει και η Σανκάρλι.»

Η Τεχνομαθής μάγισσα είχε χαμογελάσει. «Εκτός αν κάποιος εσκεμμένα παρακολουθεί ετούτο το χτίριο και έχει, πιθανώς, και Τεχνομαθή μάγο μαζί του, θα είναι αρκετά ασφαλείς, Έρικα.»

«Όπως και νάχει,» είχε αποκριθεί εκείνη λιγάκι απότομα, «καλύτερα να είναι περισσότερο προσεχτικοί παρά λιγότερο.» Τα ένστικτα της πράκτορος της Παντοκράτειρας σπάνια την εγκατέλειπαν.

Αφού λοιπόν είχαν αφήσει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό μαζί με τους μεταλλαγμένους, είχαν φύγει από το Νοτιοανατολικό Τέταρτο και η Σανκάρλι’μορ, η Φαίδρα’λι, και ο Φέκταρελ είχαν επιστρέψει στο σπίτι της πρώτης, ενώ η Έρικα είχε πάει στο δωμάτιό της στο Χρυσό Νήμα. Ήταν, άλλωστε, αργά πλέον και όλοι τους χρειάζονταν ύπνο.

Το επόμενο πρωί, η Έρικα σηκώθηκε και, καθώς έπαιρνε το πρωινό της (το οποίο της έφερε μια υπάλληλος του ξενοδοχείου), σκεφτόταν τι είχε συμβεί μέχρι στιγμής και πώς όφειλε τώρα να κινηθεί. Το μυαλό της έκανε, διαδικαστικά, δύο λίστες:

Ώς τώρα έχουν γίνει τα εξής:

βρήκαμε τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα·

σώσαμε τη Σανκάρλι’μορ από μια απόπειρα δολοφονίας·

ο Άρχοντας Άσλ– ο Άσλατμιρ κι αυτή η Σέρυ είναι στο δίκτυό μας πλέον (κι ελπίζω να μη με προδώσουν)·

ο Άρδαλον’λι είναι εδώ·

εντοπίσαμε τους μεταλλαγμένους στο παλιό σχολείο (και είναι κι αυτοί με το μέρος μας – δεν συμπαθούν τον Αρχισυγκλητικό και τους ανθρώπους του)·

ο Αρχισυγκλητικός έχει στείλει ένα ολόκληρο σμήνος αεροχημάτων στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων (άρα, ο Ζαώρδιλ είναι τώρα μπλεγμένος σε πόλεμο).

Και θέλουμε να κάνουμε τα εξής:

να πάμε τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ στον Ζαώρδιλ (αδύνατον να γίνει άμεσα – μέχρι που ο Φέκταρελ, τουλάχιστον, να συμφωνήσει)·

να σαμποτάρουμε τον Αρχισυγκλητικό μέσα από την Κάρνατεβ (επειδή ο Φέκταρελ και η Φαίδρα νομίζουν ότι έτσι θα βοηθήσουν καλύτερα τον Ζαώρδιλ, τρελοί καθώς είναι κι οι δυο τους)·

να χρησιμοποιήσουμε τους μεταλλαγμένους εποικοδομητικά στα σχέδιά μας·

να μιλήσω στον Άρδαλον’λι…

Αυτό το τελευταίο ακόμα την τρόμαζε, αλλά ήξερε ότι δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ο Άρδαλον μάλλον θα προσπαθούσε ήδη να βρει τον Φέκταρελ και, στο τέλος, θα τα κατάφερνε. Ήταν επίμονος ανέκαθεν, και πολύ ισχυρός μάγος. Και η Έρικα δεν νόμιζε πως ούτε η επιμονή του ούτε η δύναμή του είχαν μειωθεί με τα χρόνια που είχαν περάσει· αν μη τι άλλο, πιθανώς να είχαν αυξηθεί.

Πρέπει να του μιλήσω.

Αισθανόταν αγχωμένη. Σταμάτα να είσαι ανόητη! είπε στον εαυτό της. Τον ξέρεις από παλιά. Αυτό είναι θετικό. Θα ήταν καλύτερα αν ήταν κάποιος πολύ ισχυρός μάγος που δεν ήξερες; Ωστόσο, τούτο δεν την καθησύχαζε και τόσο. Παράτησε το πρωινό της στη μέση κι άρχισε να ετοιμάζεται για να φύγει.

Οι σκέψεις της, όμως, δεν είχαν πάψει. Σταμάτα να είσαι ανόητη! Δεν είσαι πια ερωτευμένη μαζί του· έχουν περάσει τόσα χρόνια! Δεν είναι καν ο ίδιος άνθρωπος, ουσιαστικά. Ούτε εσύ είσαι η ίδια. Αυτός ο τύπος που είδες μέσα στο σπίτι του Άσλατμιρ. Σκέψου πώς ήταν. Φέρ’ τον στο μυαλό σου. Θα ερωτευόσουν αυτό τον τύπο; Θα τον ερωτευόσουν; Θα το θεωρούσες καν πιθανό, αν δεν ήξερες ότι είναι ο Άρδαλον’λι; συλλογιζόταν καθώς έδενε τα κορδόνια των μποτών της και σηκωνόταν όρθια.

Φόρεσε τον μαγικό της μανδύα και τον αισθάνθηκε να πιάνεται σαν εραστής επάνω της: και το άγγιγμά του της έφερε αμέσως στο μυαλό τον δημιουργό του – τον Άρδαλον. Θυμωμένη, η Έρικα τίναξε τον μανδύα προς τα πίσω.

Μάζεψε τα πράγματά της από το δωμάτιο (δεν άφηνε τίποτα εδώ όταν έφευγε, πάντοτε παρανοϊκή σχετικά με τους υπαλλήλους ξενοδοχείων) και βγήκε από το Χρυσό Νήμα. Πήρε το άλογό της από τον στάβλο του ξενοδοχείου και τρόχασε μέσα στους δρόμους της Κεντρικής Αγοράς, μπαίνοντας στη Μεγάλη Λεωφόρο κι ακολουθώντας την για λίγο προς τα βόρεια. Μετά, βγήκε απ’αυτήν στρίβοντας δυτικά. Βρισκόταν τώρα πάνω από την Κεντρική Αγορά και σχετικά κοντά στον Κίονα του Φωτός, τον αλλόκοτο θεό της Κάρνατεβ.

Πήγε σ’έναν μικρό στάβλο που είχε εντοπίσει από πριν εδώ γύρω, άφησε εκεί το άλογό της, και βάδισε μέχρι την πολυκατοικία του Άσλατμιρ και της Σέρυ. Μπήκε κι ανέβηκε, μέσω του ανελκυστήρα, στον τέταρτο όροφο.

Όταν στεκόταν μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος, πήρε μια βαθιά ανάσα. Πρέπει να του μιλήσω. Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι θέμα δουλειάς.

Χτύπησε το κουδούνι, και περίμενε.

Άκουσε κάποιον να πλησιάζει πίσω από την πόρτα, και μάλλον τώρα την κοίταζε από το ματάκι. Μετά, η πόρτα άνοιξε, και η Έρικα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άρδαλον’λι. Η όψη του φαινόταν σήμερα λιγότερο κουρασμένη από όταν τον είχε δει την προ-προηγούμενη νύχτα.

Ευτυχώς, τουλάχιστον, είναι εδώ. Η Έρικα εν μέρει φοβόταν ότι μπορεί να μην ήταν στο διαμέρισμα αλλά στους δρόμους της πόλης, αναζητώντας τον Φέκταρελ. «Να μιλήσουμε;»

Ο Άρδαλον κατένευσε και της έκανε χώρο να περάσει.

«Είναι κανένας άλλος εδώ;» ρώτησε η Έρικα μπαίνοντας.

«Κανένας,» είπε ο Άρδαλον’λι, έχοντας ήδη κλείσει την πόρτα και ακολουθώντας την μέσα στο καθιστικό.

Η Έρικα έβγαλε μια συσκευή εντοπισμού από την ενδυμασία της και την ενεργοποίησε, ψάχνοντας για κοριούς. Δεν βρήκε κανέναν, οπότε έκλεισε τη συσκευή και την έκρυψε ξανά.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Άρδαλον παρατηρώντας την. «Νομίζεις ότι το μέρος παρακολουθείται;»

«Δεν παρακολουθείται,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα. Ύστερα, όμως, το βλέμμα της πήγε στον επικοινωνιακό δίαυλο που ήταν συνδεδεμένος με καλώδιο. Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα κάποιος Τεχνομαθής μάγος να κρυφάκουγε από κει μέσα – μικρή. Παρ’ όλ’ αυτά, η Έρικα έκανε νόημα στον Άρδαλον να την ακολουθήσει, κι εκείνος υπάκουσε· έτσι, πήγαν στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος, όπου δεν υπήρχε κανένας δίαυλος.

Ο Άρδαλον έπιασε την αγκράφα του μανδύα της και την άνοιξε, παίρνοντας το ένδυμα από πάνω της καθώς αυτό έκανε μια αδύναμη προσπάθεια να παραμείνει γαντζωμένο στο σώμα της. «Ο φίλος μου σε συμπαθεί,» παρατήρησε ο μάγος.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι λοξά. «Είμαι εδώ για να σου πω κάτι που σ’ενδιαφέρει, νομίζω,» προσπάθησε ν’αλλάξει θέμα.

«Η ίδια η παρουσία σου εδώ με ενδιαφέρει, Έρικα.» Ο Άρδαλον ακόμα κρατούσε τον μαγικό μανδύα.

«Γνωρίζω γιατί είσαι στην Κάρνατεβ,» του είπε εκείνη. «Γνωρίζω για τον Σέρκαδελ’λι.»

Το βλέμμα του αγρίεψε. «Το ανακάλυψες, ή το υπέθεσες;»

«Γνωρίζω, επίσης, για τον Φέκταρελ.»

Τα μάτια του τώρα στένεψαν, και το βλέμμα έγινε ακόμα πιο άγριο. «Πώς…;»

«Γνωρίζω τι συνέβη μεταξύ σας στις σπηλιές–»

«Πώς τα ξέρεις αυτά, Έρικα;» Ο Άρδαλον έριξε τον μανδύα επάνω στο κρεβάτι. «Ποιος σ’τα είπε;»

«Ο ίδιος ο Φέκταρελ–»

«Ξέρεις πού είναι ο Φέκταρελ; Είναι στην πόλη;»

«Ο Φέκταρελ δεν πρόκειται να σε βοηθήσει να πάρεις εκδίκηση από τον Σέρκαδελ’λι, αλλά εγώ μπορώ να σε βοηθήσω.»

Πλατσουρίσματα σε νερό ακούστηκαν ξαφνικά από δίπλα· η Έρικα κοίταξε προς τα εκεί και είχε μονάχα την εντύπωση κάποιας θηλυκής παρουσίας. Αλλά δεν είδε τίποτα. Η θεά του Άρδαλον’λι. Τη θυμόταν, από παλιά. Τώρα, όμως, έλεγαν πως ο Άρδαλον είχε δύο θεούς για να τον υπηρετούν…

Η Έρικα έκανε, ενστικτωδώς, ένα βήμα προς το πλάι, αν και ήξερε πως ήταν αδύνατο ν’αποφύγει τη θεά αν ο μάγος αποφάσιζε να τη στρέψει εναντίον της.

«Πώς γνωρίζεις τον Φέκταρελ;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι. «Τι σχέση έχεις μαζί του;»

«Σου είπα πως ξέρω τους Ζωντανούς-Νεκρούς, δεν σ’το είπα; –Πάρε πίσω αυτή τη δαιμόνισσα, τώρα! Με κάνει… να μην αισθάνομαι καλά.» Η Έρικα νόμιζε ότι μπορούσε να τη νιώσει πίσω απ’την πλάτη της, πρόθυμη να της χιμήσει.

Τα πλατσουρίσματα στο ανύπαρκτο νερό έπαψαν, και η δαιμονική παρουσία εξαφανίστηκε. Ο Άρδαλον’λι είπε: «Γνωρίζεις τους Ζωντανούς-Νεκρούς…»

«Συνεργάζομαι μαζί τους, βασικά. Θα σου εξηγήσω.»

«Κάθισε,» την προέτρεψε ο Άρδαλον’λι, αν και ο ίδιος εξακολουθούσε να στέκεται.

Η Έρικα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, και τότε κάθισε κι εκείνος πλάι της. «Πες μου για τους Ζωντανούς-Νεκρούς – και για τον Φέκταρελ,» την πίεσε.

«Συνεργάζομαι μαζί τους, από καιρό, και… Από τις Ενδότερες Πολιτείες…»

«Συνεργαζόσουν μαζί τους και στη Νασόλκαθ;»

Η Έρικα δίστασε προς στιγμή. Αν του έλεγε τη μισή αλήθεια, αν του απέκρυπτε πράγματα, πολύ πιθανόν η κατάσταση να μπλεκόταν άσχημα αργότερα. «Ναι.»

«Ακόμα και όταν εναντιώθηκαν στη Σαρντίκα-Νοθ;»

«Ναι.»

«Όταν πήραν το Οχυρό της Ψηλής Γέφυρας;»

«Ήμουν μαζί τους σ’εκείνη την εισβολή. Και το ήξερα ότι ήσουν εκεί, αλλά δεν μπόρεσα να σε συναντήσω. Τέλος πάντων· σ’ενδιαφέρει τώρα να σου πω για τον Φέκταρελ;»

«Πες μου για τον Φέκταρελ.»

Η Έρικα τού είπε ότι ο Ζαώρδιλ την είχε στείλει να τον αναζητήσει, αυτόν και τη Φαίδρα’λι· και του διηγήθηκε, εν συντομία, τι είχε συμβεί εδώ, στην Κάρνατεβ. «Αυτός ήταν ο λόγος που πήγα στο σπίτι της Σανκάρλι’μορ κι έτυχε να συναντήσω τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ.

»Αλλά άκουσέ με, Άρδαλον, δεν χρειάζεται να αιχμαλωτίσεις τον Φέκταρελ για να σε βοηθήσει να εκδικηθείς τον Σέρκαδελ’λι. Οι Ζωντανοί-Νεκροί, έτσι κι αλλιώς, δουλεύουν τώρα για τον Βασιληά Ράνελμον, και χτες η Κάρνατεβ έστειλε ολόκληρο σμήνος από αεροχήματα εναντίον του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, δηλαδή, πως ο Φέκταρελ είναι εναντίον του Αρχισυγκλητικού και όσων των υπηρετούν· και η Σανκάρλι μού είπε ότι ο Σέρκαδελ’λι είναι άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού. Μάλιστα, κυκλοφορεί η φήμη ότι αυτός ίσως να δολοφόνησε την προηγούμενη Αρχιμάγισσα της Κάρνατεβ, την–»

«Δεν είναι φήμη,» τη διέκοψε ο Άρδαλον’λι.

«Το έχεις ερευνήσει;»

«Δεν έχω αποδείξεις, αλλά δεν έχω και καμια αμφιβολία.»

«Δεν σου έχει, όμως, φανεί περίεργο που ο Σέρκαδελ’λι – ένας μάγος που κάποτε βρισκόταν στις νότιες Ενδότερες Πολιτείες, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από εδώ – έγινε ξαφνικά Αρχιμάγος στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ;»

«Ο Σέρκαδελ’λι κάνει πολλά σχέδια, Έρικα.»

«Ωστόσο, δεν είναι περίεργο;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί έχω βάλει τους ανθρώπους μου να το ερευνήσουν. Να ερευνήσουν, γενικά, τα πάντα σχετικά μ’αυτόν.»

«Γιατί;»

«Για να σε βοηθήσω, φυσικά.» Ήταν εν μέρει αλήθεια.

«Θα με βοηθούσες φέρνοντάς μου τον Φέκταρελ…»

«Ο Φέκταρελ δεν πρόκειται να συνεργαστεί μαζί σου, Άρδαλον–»

«Θα τον κάνω να συνεργαστεί.»

«Μην είσαι βιαστικός!» του είπε η Έρικα. «Συνεργάσου εσύ μαζί μας και θα έχεις την εκδίκησή σου. Νομίζεις ότι είσαι ο μόνος στην Κάρνατεβ που αντιπαθεί τον Σέρκαδελ’λι; Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που είναι εναντίον του Αρχισυγκλητικού και των συμμάχων του. Κι αν ο Σέρκαδελ έχει όντως δολοφονήσει τη Φερκάντι’λι, κι αν καταφέρουμε να το αποδείξουμε….»

«Θα έχει καλύψει καλά τα ίχνη του.»

«Κι εγώ είμαι καλή στο να βρίσκω καλά καλυμμένα ίχνη. Θα συνεργαστούμε, λοιπόν, ή όχι, Άρδαλον;» Αν δεν συμφωνήσει θα έχουμε προβλήματα…

Ο μάγος φάνηκε σκεπτικός καθώς την παρατηρούσε καταπρόσωπο. Μετά, απρόσμενα, ενώ ήταν καθισμένοι δίπλα-δίπλα στην άκρη του κρεβατιού, έπιασε με το ένα χέρι το πλάι του κεφαλιού της και κόλλησε τα χείλη του επάνω στα χείλη της.

Η Έρικα, αν και ξαφνιασμένη, δεν αποτραβήχτηκε. Η απάντηση του Άρδαλον ίσως να εξαρτιόταν από αυτό το φιλί· δε μπορούσε να το ρισκάρει. Η γλώσσα της ανταποκρίθηκε. Μετά από λίγο, όμως, έβαλε το χέρι της στο στήθος του απομακρύνοντάς τον ήπια. «Πες μου,» ζήτησε. «Είσαι μαζί μου;»

«Νομίζω πως είναι… λογικό, για την ώρα.»

«Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα κυνηγήσεις τον Φέκταρελ;»

«Επειδή θέλεις να τον επιστρέψεις στον αρχηγό του;»

«Αυτή είναι κυρίως η δουλειά μου στην Κάρνατεβ. Αλλά, όπως σου είπα, ο Φέκταρελ δεν θα φύγει αμέσως· σκοπεύει να σαμποτάρει τον Αρχισυγκλητικό από εδώ. Φοβάται να επιστρέψει ακόμα στους συντρόφους του. Ουσιαστικά, Άρδαλον, θα κάνει αυτό που θέλεις, απλά ίσως όχι ακριβώς με τον τρόπο που θέλεις.»

«Ναι…» είπε ο μάγος συλλογισμένα. Τα μάτια του την ατένιζαν έντονα: και η Έρικα δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν το βλέμμα του ήταν ερωτικό ή καχύποπτο. Παραδόξως ίσως, τη διέγειρε. Αισθανόταν τον στηθόδεσμό της σφιχτό κάτω απ’το νοομορφικό της χιτώνιο.

«Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν;»

«Είμαστε.»

Η απάντησή του, τόσο απλή, την έβαλε σε υποψίες. Μου λέει ψέματα; Από την έκφρασή του δεν μπορούσε να κρίνει, παρά τις ικανότητές της σε τέτοια θέματα.

Ο Άρδαλον έκανε να τη φιλήσει πάλι, αλλά εκείνη τον σταμάτησε. «Πες μου: ο Σέρκαδελ’λι ανήκει σε κάποια μεγάλη οικογένεια; Κάποια οικογένεια εξαπλωμένη σε πολλά μέρη της Φεηνάρκια;»

«Υποθέτεις ότι έτσι κατέληξε στην Κάρνατεβ;»

«Δεν είναι πιθανό; Ξέρεις κάτι;»

Ο Άρδαλον συνοφρυώθηκε μοιάζοντας να προσπαθεί να θυμηθεί. «Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο είναι εξαπλωμένη η οικογένειά του, Έρικα…»

«Θα το ανακαλύψουν, τότε, οι κατάσκοποί μου, σύντομα,» είπε εκείνη καθώς σηκωνόταν από την άκρη του κρεβατιού. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα. Θα ξανασυναντ–»

«Γιατί βιάζεσαι τόσο;» Ο Άρδαλον είχε σηκωθεί μαζί της, και τύλιξε το χέρι του γύρω της, καθώς εκείνη τού είχε στρέψει την πλάτη, φέρνοντάς την κοντά του. Φιλώντας το πλάι του λαιμού της. «Μείνε για λίγο.» Τα άγρια μούσια του τρίβονταν πάνω στο δέρμα της.

Η Έρικα τον καταράστηκε σιωπηλά, γιατί αισθανόταν δελεασμένη – και όχι μόνο για διπλωματικούς λόγους. Όμως οι διπλωματικοί λόγοι ήταν που, κυρίως, την έκαναν να συναινέσει. Δεν ήθελε να δώσει στον Άρδαλον αφορμή για να την προδώσει, αλλά το ακριβώς αντίθετο.

Γυρίζοντας μέσα στην αγκαλιά του τον φίλησε δυνατά, στα χείλη, και της άρεσε η επαφή του σκληρού σώματός του επάνω στο δικό της. Ο λίθος στο περιδέραιό του – η φυλακή της θέας του – πίεζε το αριστερό στήθος της, λιγάκι επώδυνα, αλλά η Έρικα μπορούσε εύκολα να το αγνοήσει αυτό, τελείως.

Μετά, σχεδόν χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι ενώ ο Άρδαλον, όρθιος από πάνω της, της έλυνε τις μπότες και τις τραβούσε, τη μία μετά την άλλη, πετώντας τες παραδίπλα και φιλώντας τους αστραγάλους της. Τα χέρια του γλίστρησαν κάτω από το νοομορφικό της χιτώνιο και η περισκελίδα της έφυγε. Η Έρικα, αρπάζοντας τα ρούχα του, τον έφερε κοντά της, ξεθηλυκώνοντας κουμπιά, επιδέξια. Άγγιξε το στέρνο του και νόμιζε ότι το δέρμα δεν είχε καμια διαφορά από τότε που το είχε χαϊδέψει για πρώτη φορά, πριν από χρόνια, πριν από την κατάρρευση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, όταν κι οι δυο τους ήταν πολύ πιο νέοι.

«Είμαι η επικίνδυνη Λάμια σου;» τον ρώτησε, και εκείνος χαμογέλασε βλέποντας ότι θυμόταν ακόμα πώς την αποκαλούσε παλιά. Τη φίλησε λαίμαργα, και γλίστρησε μέσα της κόβοντάς της την αναπνοή. «Θα με κλείσεις στο δαχτυλίδι σου;» του είπε ανάμεσα στα φιλιά τους· κι αναρωτήθηκε, φευγαλέα, γιατί του θύμιζε όλα όσα τής έλεγε παλιά. Μήπως ήταν ανόητο αυτό που έκανε;

Αλλά, μετά, δεν είχε μυαλό για άλλες τέτοιες υπολογιστικές σκέψεις. Είχε ολόκληρη αρπάξει φωτιά.

Αργότερα, όταν η φωτιά είχε σβήσει, η Έρικα ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και έφτιαξε τον στηθόδεσμο κάτω απ’το χιτώνιό της, το οποίο δεν είχε φύγει καθόλου από το σώμα της. Δεν ήταν πια και τόσο σίγουρη ότι αυτό που είχε κάνει αποτελούσε καλή ιδέα. Ίσως, στο μέλλον, να προκαλούσε περισσότερα προβλήματα απ’το αν έλεγε όχι στον Άρδαλον.

Ο μάγος την παρατηρούσε, ξαπλωμένος παραδίπλα, μισοντυμένος.

«Πρέπει να σου πω κάτι,» είπε η Έρικα κοιτάζοντάς τον με τις άκριες των ματιών της. «Δεν ήμουν… μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια.»

Ο Άρδαλον γέλασε σιγανά. «Σώπα… Δε θα το υποψιαζόμουν.»

Η Έρικα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, έπιασε την περισκελίδα της από κάτω, και τη φόρεσε. Έστρωσε το νοομορφικό χιτώνιο. «Ούτε τώρα είμαι μόνη.» Αν δεν του το πω θα το μάθει αλλιώς, αργά ή γρήγορα, και ίσως τότε να είναι η λάθος στιγμή. Οι καταστάσεις που βίωναν ετούτο τον καιρό ήταν, αναμφίβολα, έκρυθμες. Όχι πως και ποτέ ζούσαν ήρεμα, δηλαδή… (Η Έρικα, ορισμένες φορές, σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει και βαριόταν, αναρωτιόταν πώς ήταν να ζεις ήρεμα: σε ένα σπίτι, σε ένα μέρος, χωρίς να κυνηγάς κανέναν, χωρίς να σε κυνηγάει κανένας, χωρίς να έχεις διπλωματικές υποθέσεις στο μυαλό σου.)

Ο Άρδαλον την ατένιζε αμίλητος.

Η Έρικα τον ατένισε, για λίγο, επίσης αμίλητη. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι;» ρώτησε, και ήξερε ότι ήταν ανόητη ερώτηση.

Ο Άρδαλον σηκώθηκε απ’το κρεβάτι φτιάχνοντας τα ρούχα του. «Εσύ αποφασίζεις.»

Είχε δώσει τη χειρότερη δυνατή απάντηση, ίσως. Τι να αποφασίσω; Καθάρισε τον λαιμό της. «Είναι… Είμαι μαζί με τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο.»

Τα μάτια του Άρδαλον στένεψαν. «Τον αρχηγό των Ζωντανών-Νεκρών;»

«Ναι.» Περίμενε να δει την αντίδρασή του, όπως ένα αγρίμι των δασών περιμένει να δει την αντίδραση ενός άλλου αγριμιού των δασών.

Ο Άρδαλον’λι κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δεν παύεις να με εκπλήσσεις,» είπε, και βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο πηγαίνοντας προς το καθιστικό.

Η Έρικα δεν ήξερε αν αυτή η αντίδραση ήταν καλή ή κακή. Αισθανόταν έναν κόμπο εντός της. Πήρε τις μπότες της από κάτω και τον μαγικό της μανδύα απ’την άκρη του κρεβατιού, και ακολούθησε τον μάγο στο καθιστικό.

Εκείνος, ανάβοντας ένα τσιγάρο, ρώτησε: «Από πού, λοιπόν, ξεκινάμε να πολεμάμε τον Αρχισυγκλητικό;»

«Εε…» Η αλλαγή θέματος την είχε ξαφνιάσει, αλλά δεν άργησε καθόλου να ανακτήσει τη συνηθισμένη της ψυχραιμία. «Δεν έχουμε συγκεκριμένο σχέδιο ακόμα. Αλλά έχουμε βρει κάποιους μεταλλαγμένους μέσα στην πόλη – ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό των ορυχείων – και θα μας βοηθήσουν κι αυτοί. Χτες βράδυ τούς συναντήσαμε. Ο Φέκταρελ, ουσιαστικά, τους βρήκε – τους διαισθάνθηκε. Μόλις έχουμε αποφασίσει κάτι θα σε ειδοποιήσω. Έχεις κάποιον πομπό, υποθέτω· θα μου δώσεις τον κωδικό σου;»

«Θέλω να είμαι μαζί σας όταν θα αποφασίσετε τι να κάνετε,» είπε ο Άρδαλον’λι, και δεν φαινόταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί. «Αλλιώς η συμφωνία μας δεν ισχύει.»

Τον πείραξε που του είπα για τον Ζαώρδιλ. Ίσως δεν έπρεπε να του το είχα πει. Όχι ακόμα. Γιατί αισθανόταν τόσο μπερδεμένη; Δεν έκανε τέτοια λάθη σε άλλες συναναστροφές της! Ή, μήπως, δεν ήταν λάθος αυτό που είχε κάνει;

«Εντάξει,» του είπε, «θα είσαι μαζί μας. Αλλά δώσε μου κι έναν τηλεπικοινωνιακό κωδικό· θα χρειαστεί σίγουρα.» Δεν είχε τώρα πομπό, αφού τον είχε δώσει στους μεταλλαγμένους, αλλά θα ζητούσε έναν από τους πράκτορές της στην Κάρνατεβ. Δεν ήταν τίποτα το δύσκολο.

Ο Άρδαλον’λι τής είπε τον κωδικό του.

Η Έρικα κάθισε στην πολυθρόνα του καθιστικού και, καθώς έβαζε τις μπότες της, αισθανόταν τα μάτια του επάνω της· κι αυτό την έκανε νευρική και βιαστική χωρίς καλό λόγο. Το καταλάβαινε αλλά δεν μπορούσε να το αποδιώξει· όχι τελείως. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι έριξε τον μαγικό μανδύα στους ώμους της, κλείνοντας την αγκράφα.

«Λοιπόν,» είπε. «Φεύγω.»

Ο Άρδαλον’λι, καπνίζοντας αντίκρυ της, ένευσε.

Η Έρικα σκέφτηκε να τον πλησιάσει για να του δώσει ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, αλλά αυτή μάλλον ήταν ακόμα μια ανόητη ιδέα. «Γεια,» είπε, λιγάκι αμήχανα, κι έφυγε απ’το διαμέρισμα.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Πέμπτο
Απειλές και Συγκεντρώσεις

«Εντάξει, λύσε με τώρα,» του είπε, βαριανασαίνοντας, όταν ξεκόλλησε από την πλάτη της και εκείνη είχε μόλις γονατίσει στο πάτωμα, με τους καρπούς της ακόμα δεμένους πίσω της. Το λευκό-ροζ δέρμα της γυάλιζε από τον ιδρώτα.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, καθώς στεκόταν από πάνω της, γυμνός.

«Έλα!» γέλασε η Σέρυ. «Λύσε με!»

«Όχι.» Ο Άσλατμιρ άγγιξε τους ώμους της, πίεσε τους σφιγμένους μύες εκεί.

«Καθίκι!» Η Σέρυ προσπάθησε να σπάσει τα σχοινιά γύρω απ’τους καρπούς της, και ο Άσλατμιρ αισθάνθηκε τους μύες της να σκληραίνουν κι άλλο κάτω από τις παλάμες του. Τους είδε να ξεχωρίζουν μέσα από το λευκό δέρμα της, έντονα. Ήταν δυνατή, αναμφίβολα. Τα δεσμά τσιτώθηκαν, φάνηκαν ίσως ακόμα και στα όρια τού να σπάσουν, αλλά δεν έσπασαν. Δεν ήταν και τόσο δυνατή.

Η Σέρυ γρύλισε. «Λύσε με, ρε κάθαρμα!» Και προσπάθησε να σηκωθεί όρθια ενώ τα χέρια του την κρατούσαν κάτω, γονατισμένη. Το πόδι της ήταν τραυματισμένο – η δεξιά κνήμη τυλιγμένη με επίδεσμο – αλλά και πάλι ο Άσλατμιρ δεν μπορούσε εύκολα να τη συγκρατήσει. Προτίμησε να την αφήσει να σηκωθεί, και μόλις ήταν όρθια την αγκάλιασε κολλώντας την πλάτη της, και τα δεμένα χέρια της, επάνω του, ενώ οι χούφτες του άρπαζαν και έσφιγγαν τα γυμνά της στήθη. Η Σέρυ μούγκρισε κι έγειρε το ξανθό κεφάλι της πίσω, ακουμπώντας το στον αριστερό του ώμο. «Κάθαρμα…» αναστέναξε.

Ο Άσλατμιρ φίλησε τα χείλη της που είχαν γυρίσει προς το μέρος του, σκεπτόμενος ότι τελικά η Έρικα Σάλκερκοφ τούς είχε κάνει χάρη. Τις τελευταίες ημέρες αφότου είχαν συμφωνήσει να μην δολοφονήσουν τη Σανκάρλι’μορ, το μόνο που έκαναν σε τούτο το νοικιασμένο διαμέρισμα ήταν έρωτα. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο να κάνουν, ούτως ή άλλως. Ο Άσλατμιρ ήλπιζε μόνο όλη αυτή η ιστορία να μην τους έβγαινε, στο τέλος, σε κακό. Αλλά πώς μπορεί να καταλάβαινε ο Εύβουλος ότι τον κορόιδευαν; Θα του έλεγαν ότι εξακολουθούσαν να παρακολουθούν την πολυκατοικία της μάγισσας, όταν ξαναερχόταν εδώ…

«Μην προσπαθείς να λυθείς μόνη σου,» είπε ο Άσλατμιρ στη Σέρυ, και, νιώθοντας πάλι έτοιμος, κάρφωσε τον ορθωμένο του ανδρισμό μέσα της. «Μην προσπαθείς ποτέ να λυθείς μόνη σου!» μούγκρισε δαγκώνοντας τον ώμο της. Κι αισθάνθηκε τα παγιδευμένα χέρια της να παλεύουν αδύναμα επάνω στα πλευρά του, ενώ κάτι ανάμεσα σε γέλιο και βαθύ αναστεναγμό έβγαινε απ’τον λαιμό της.

Τότε ήταν που το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε.

«Γαμήσου!» γρύλισε ο Άσλατμιρ σαν θηρίο που το έχουν διακόψει επάνω στην εποχή της αναπαραγωγής του, και άφησε τη Σέρυ από την αγκαλιά του. «Ποιος δαίμονας είναι τώρα;» Έπιασε το παντελόνι του από το κρεβάτι, παραδίπλα, κι άρχισε να το φορά.

«Λύσε με!» είπε η Σέρυ, κι όταν εκείνος την αγνόησε τον κλότσησε πίσω απ’το γόνατο. «Λύσε με, γαμώ τ’αφτιά σου!»

«Εντάξει!» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, παραπατώντας. «Εντάξει.»

Το κουδούνι χτύπησε ξανά, και κάποιος κοπάνησε και το ξύλο της εξώπορτας ανυπόμονα.

«Να δεις που θάναι ο Εύβουλος…» είπε ο Άσλατμιρ λύνοντας το σχοινί από τους καρπούς της Σέρυ και βλέποντας ότι το λευκό δέρμα της είχε εκεί γίνει κόκκινο σαν το δικό του. «Μια στιγμή!» φώναξε προς τη μεριά της εξώπορτας. «Έρχομαι!»

Η Σέρυ ντυνόταν βιαστικά, καθώς ο Άσλατμιρ έριχνε μια μπλούζα επάνω του και ζύγωνε την εξώπορτα. Πήρε το πιστόλι του από το τραπέζι και το απασφάλισε.

«Ποιος είναι;» ρώτησε.

«Μ’έχει στείλει ένας γνωστός σας, κύριε,» είπε μια γυναικεία φωνή πίσω από την πόρτα.

Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος, φοβούμενος ενέδρα. Κοίταξε από το ματάκι και είδε μια γυναίκα με καλοκαιρινή κάπα και κουκούλα στο κεφάλι. Προς στιγμή νόμισε ότι ήταν η Έρικα, αλλά δεν ήταν αυτή: μέσα απ’την κουκούλα διακρινόταν ένα πρόσωπο κοκκινόδερμο, όχι λευκόδερμο. Πίσω της ο Άσλατμιρ ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να δει και κάποιους άλλους.

«Ποια είσαι;» ρώτησε. «Ποιος γνωστός σ’έχει στείλει;»

Η φωνή της ήταν πιο χαμηλή τώρα· ίσα που ακουγόταν μέσα από την πόρτα: «Ο Εύβουλος.»

«Και γιατί δεν ήρθε ο ίδιος;»

«Άνοιξε την πόρτα και θα μάθεις. Μην παίζεις με την υπομονή μου!»

Του Άσλατμιρ κάτι δεν του άρεσε, αλλά τι να έκανε; Αν δεν της άνοιγε, μάλλον εκείνη δεν θα έφευγε ήρεμα. Και προφανώς ξέρει ακριβώς ποιοι είμαστε. Στράφηκε πίσω του, για να δει πού ήταν η Σέρυ, και την είδε να στέκεται κοντά στο κέντρο του καθιστικού, μ’ένα πιστόλι στο ένα χέρι, ένα ξιφίδιο στο άλλο, και πολεμική γυαλάδα στα γκρίζα μάτια της. Καλό κορίτσι, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ· πάντα πρόθυμο να σκοτώσει κάποιον.

«Θα μιλήσουμε,» της είπε, όχι δυνατά, για να μην τον ακούσει αυτή που ήταν έξω απ’το διαμέρισμα. «Αλλά,» ύψωσε το πιστόλι του, «νάσαι έτοιμη.» Έκρυψε το όπλο πίσω απ’την πλάτη του.

Η Σέρυ θηκάρωσε το ξιφίδιο στη ζώνη της και έκρυψε κι εκείνη το δικό της πιστόλι πίσω απ’την πλάτη.

Η εξώπορτα χτύπησε ξανά. «Θα ανοίξεις;»

Ο Άσλατμιρ άνοιξε κι άφησε τη γυναίκα να μπει στο νοικιασμένο διαμέρισμα μαζί με τρεις άντρες οι οποίοι φορούσαν δερμάτινες πανοπλίες κάτω από τις κάπες τους (δέρματα, αναμφίβολα, ειδικά επεξεργασμένα ώστε να είναι αλεξίσφαιρα) και είχαν πιστόλι και ξιφίδιο στις ζώνες τους.

«Ποια είσαι;» ρώτησε ο Άσλατμιρ.

Η γυναίκα κατέβασε την κουκούλα της. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά. Κι από την όψη της φαινόταν να είναι μεγαλύτερη και από τον Άσλατμιρ και από τη Σέρυ, αν και όχι κατά πολλά χρόνια. «Μάλλον δεν θα μ’έχεις ξαναδεί…» είπε.

«Δε νομίζω,» παραδέχτηκε ο Άσλατμιρ.

«Ουσιαστικά δεν μ’έχει στείλει ο Εύβουλος – αλλά μη θορυβήστε,» πρόσθεσε αμέσως, βλέποντας τους να τσιτώνονται. «Ο Αρχισυγκλητικός μ’έστειλε επειδή ο Εύβουλος λείπει. Έχει άλλες δουλειές, εκτός πόλης.»

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ την κοίταζαν παρατηρητικά, με τα πιστόλια τους κρυμμένα πίσω απ’την πλάτη. «Και τι θέλεις;» τη ρώτησε ο πρώτος.

«Κατ’αρχήν, μην κρύβετε τα όπλα σας. Βάλτε τα στις θήκες.»

Δεν είναι καθόλου επιπόλαιη, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ, και θηκάρωσε το πιστόλι του. Η Σέρυ, βλέποντας την κίνησή του, τον μιμήθηκε.

«Ονομάζομαι Βελτράθνα,» δήλωσε η άγνωστη. «Είμαι σύζυγος του Αρχισυγκλητικού.»

Αυτό τούς έπιασε απροετοίμαστους. «Σύζυγος…» έκανε, με δυσπιστία, ο Άσλατμιρ.

Η Βελτράθνα μειδίασε. «Δεν κάνω και πολλές δημόσιες εμφανίσεις, το ξέρω,» παραδέχτηκε.

«Τώρα που το λες…» Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε παρατηρώντας το πρόσωπό της.

«Μ’έχεις δει κάπου;»

«Σε φωτογραφία. Στον Οφθαλμό της Πόλης, νομίζω. Ήσουν… διαφορετική.»

«Ντύνομαι διαφορετικά όταν είναι να με φωτογραφίσουν δημοσιογράφοι,» αποκρίθηκε η Βελτράθνα ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Τι θέλετε, λοιπόν, μαζί μας, κύρια;» ρώτησε ο Άσλατμιρ, αλλάζοντας το φέρσιμό του. Συζητούσε, εξάλλου, με τη σύζυγο του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, όχι με κάποια τυχαία. «Καθίστε.» Έδειξε τις καρέκλες στο τραπέζι.

«Δε θέλω να καθίσω,» είπε η Βελτράθνα. «Θέλω να μάθω τι κάνετε εδώ, τόσο καιρό. Γιατί δεν είναι ακόμα νεκρή η μάγισσα;»

«Δεν έχουμε καταφέρει να την εντοπίσουμε. Δε σας έχει πει ο Εύβουλος;»

«Δεν έχω επαφές με τον Εύβουλο· ο Βέργκεδελ μιλάει μαζί του.»

«Παρακολουθούμε την πολυκατοικία της,» είπε ο Άσλατμιρ, «και…» Της μίλησε για τις φωτογραφήσεις που είχαν κάνει, καθώς και για τη φορά που είχαν κυνηγήσει τη Σανκάρλι’μορ έξω από την πόλη. «Είναι πολύ ικανή στο να κρύβεται. Και τώρα… τώρα νομίζω πως θα έχει γίνει ακόμα πιο προσεχτική.»

Η Βελτράθνα τον κοίταζε μ’ένα βλέμμα που ο Άσλατμιρ μπορούσε να χαρακτηρίσει μονάχα ως υποτιμητικό. «Δεν είστε και πολύ καλοί στη δουλειά σας. Απορώ γιατί ο Εύβουλος σάς διάλεξε…»

«Κάνουμε ό,τι μπορούμε!» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Αμφιβάλλω αν κανένας άλλος θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Όχι χωρίς να προκαλέσει φασαρία. Δε θέλουμε να πάμε και να–»

Η Βελτράθνα αναστέναξε. «Καλά,» τον διέκοψε ανυπόμονα, «εντάξει. Αλλά έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες από τότ–» Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός του Άσλατμιρ, ακουμπισμένος επάνω στο τραπέζι, κουδούνισε. «Κάποιος σε ζητάει, μάλλον.»

Ο Άσλατμιρ κοίταξε τον πομπό διστάζοντας να τον πιάσει. Η Έρικα;

«Μίλα,» του είπε η Βελτράθνα. «Δεν βιάζομαι τόσο.»

Ο Άσλατμιρ έπιασε τον πομπό και είδε ότι, όντως, η Έρικα ήταν. Η χειρότερη δυνατή στιγμή. Έφερε τον πομπό στο αφτί του ανοίγοντάς τον. «Μάλιστα;»

«Εγώ είμαι, Άσλατμιρ. Όλα εντάξει;»

«Δε μπορώ να σου μιλήσω τώρα, Φιστάμα. Είναι μια… μια γνωστή μου εδώ. Για μια δουλειά που έχω αναλάβει τελευταία.»

«Γνωστή σου; Εννοείς ο Εύβουλος;»

Ο Άσλατμιρ γέλασε. «Όχι· αυτός έχει φύγει πια, δεν είναι εδώ. Σου λέω, για μια τελευταία δουλειά που έχω αναλάβει. Δε μπορώ τώρα να σου μιλήσω· θα σε καλέσω εγώ, εντάξει;»

«Εντάξει.»

Η τηλεπικοινωνία τους τερματίστηκε, και ο Άσλατμιρ έκρυψε τον πομπό μέσα σε μια τσέπη του παντελονιού του. «Λοιπόν,» είπε στη Βελτράθνα. «Τι άλλο θέλετ–;»

«Θέλουμε η μάγισσα να πεθάνει,» είπε η σύζυγος του Αρχισυγκλητικού. «Έχουν περάσει δεκαπέντε μέρες από τότε που αναλάβατε τη δουλειά. Δεν είναι λίγος καιρός. Ο Βέργκεδελ δεν θα σας πληρώνει χωρίς λόγο.»

«Δεν έχουμε πάρει λεφτά ακόμα. Μόνο μια προκ–»

«Ούτε έχει χρόνο για χάσιμο.»

«Αν νομίζετε ότι δεν μπορούμε εμείς να κάνουμε τη δουλειά,» είπε ο Άσλατμιρ αποφεύγοντας το βλέμμα της σαν να είχε προσβληθεί, «τότε αναζητήστε κάποιους άλλους…»

«Θα έρθω ακόμα μια φορά να σας βρω. Μετά από πέντε, ή ίσως τρεις, ημέρες. Αν η μάγισσα δεν είναι νεκρή ώς τότε, θα μου επιστρέψετε την προκαταβολή και θα–»

«Μα έχουμε κινδυνέψει!»

«Θα μου επιστρέψετε την προκαταβολή και θα πάψετε να ασχολείστε με την υπόθεση,» τελείωσε η Βελτράθνα.

«Έχουμε ξοδέψει τα λεφτά· έχουμε νοικιάσει αυτό το διαμέρισμα–»

«Δεν ξέρω τι θα κάνετε. Να βρείτε τα λεφτά και να μου τα επιστρέψετε. Ή να σκοτώσετε τη μάγισσα.» Η Βελτράθνα στράφηκε και βάδισε προς την εξώπορτα. Την άνοιξε και βγήκε, ακολουθούμενη από τους τρεις μισθοφόρους της. Ο τελευταίος έκλεισε, διαδικαστικά.

Η Σέρυ κοίταξε τον Άσλατμιρ με μάτια που γυάλιζαν οργισμένα. «Τι λέει αυτή η καριόλα;»

«Μου φαίνεται,» είπε εκείνος, «πως σιγά-σιγά μπλέκουμε ολοένα και πιο βαθιά.» Έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από το παντελόνι του.

«Ποιος ήταν που σε κάλεσε;»

«Η Έρικα.»

«Πες της να μας κρύψει κάπου, τώρα, προτού αυτή έρθει για να ζητήσει τα λεφτά. Πρέπει να φύγουμε – να τελειώνει η ιστορία!»

«Περίμενε–»

«Τι ‘περίμενε’, ρε! Άμα δεν έχουμε τα λεφτά της, αυτή η παλαβή θάρθει εδώ για να μας καθαρίσει την επόμενη φορά!»

«Θα μιλήσουμε με την Έρικα. Μη βιάζεσαι. Και μην πανικοβάλλεσαι.»

Η Σέρυ τον ατένισε άγρια.

Ο Άσλατμιρ τής επέστρεψε το άγριο βλέμμα, κατάματα. «Μην. Βιάζεσαι,» είπε.

Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της.

Ο Άσλατμιρ πάτησε δυο κουμπιά επάνω στον πομπό, καλώντας την Έρικα και ανοίγοντας το μεγάφωνο έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν και εκείνος και η Σέρυ.

«Άσλατμιρ;» είπε η φωνή της Έρικας αμέσως.

«Ναι, εγώ είμαι.»

«Τι γινόταν πιο πριν;»

Ο Άσλατμιρ τής είπε. Και η Σέρυ πρόσθεσε: «Πρέπει να μας κρύψεις – εσύ μας έμπλεξες! Νομίζεις ότι έχουμε λεφτά για να τα επιστρέφουμε;»

«Μπορεί απλά να προσπαθεί να σας φοβίσει,» της είπε η Έρικα, ψύχραιμα.

«Κι αν δεν μπλοφάρει; Εσύ θα το ρίσκαρες αν ήσουν στη θέση μας;»

«Μην κάνετε καμια ανοησία,» την προειδοποίησε η Έρικα, «γιατί θα το μετανιώσετε που με συναντήσατε!»

«Το έχουμε ήδη–»

«Αρκετά!» τη διέκοψε ο Άσλατμιρ. «Μην ανησυχείς, Έρικα· δεν πρόκειται να σε προδώσουμε– Αγκχ!» Η Σέρυ τον γρονθοκόπησε στα πλευρά.

«Αυτή η καριόλα θα έρθει και θα μας σκοτώσει, την επόμενη φορά!»

«Μ’έχεις για τόσο ανόητο;» γρύλισε ο Άσλατμιρ. «Νομίζεις ότι θα την–;»

«Ακούστε με!» τους είπε η Έρικα. «Ακούτε;»

«Σ’ακούμε,» επιβεβαίωσε ο Άσλατμιρ.

«Θα έρθετε να με συναντήσετε έξω απ’το ξενοδοχείο ‘Ισότιμες Συναθροίσεις’. Ξέρετε πού είναι;»

«Φυσικά και ξέρουμε. Αλλά πότε; Τώρα θες να έρθουμε;»

«Ναι. Υπάρχει λόγος.»

«Εννοείς, άσχετος μ’αυτό που μας συνέβη πριν από λίγο;»

«Ναι.»

*

Ήταν απόγευμα όταν μίλησαν τηλεπικοινωνιακά με την Έρικα και τώρα, καθώς πλησίαζαν το ξενοδοχείο «Ισότιμες Συναθροίσεις», οι σκιές είχαν πληθύνει στην πόλη.

«Δεν τη βλέπω πουθενά,» ψιθύρισε η Σέρυ στον Άσλατμιρ. Κανένας δεν φαινόταν μπροστά ή δίπλα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Κανένας εκτός από δύο ταξιδιώτες που έφευγαν φορτώνοντας τα μπαγκάζια τους επάνω σε μια άμαξα.

«Κάπου εδώ θα είναι,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, συνεχίζοντας να βαδίζει.

Μια σκιά ξεπρόβαλε μέσα από τις υπόλοιπες σκιές του δειλινού και τους ζύγωσε. «Γεια σας,» είπε η Έρικα κάτω από την κουκούλα της. «Δε σας ακολούθησε κανένας ώς εδώ…;»

«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

Η Έρικα ένευσε. «Ούτε εγώ είδα κανέναν πίσω σας. Ελάτε,» τους έγνεψε και πήγε προς την είσοδο των Ισότιμων Συναθροίσεων.

«Θα μπούμε στο ξενοδοχείο;» ρώτησε η Σέρυ καθώς την ακολουθούσαν.

«Εσύ τι νόμιζες; Στο δρόμο θα τα λέγαμε;»

Η Έρικα είχε σκεφτεί πολύ προτού αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο μέρος για τούτη τη συνάντηση. Να τους έφερνε όλους στο σπίτι της Σανκάρλι’μορ; Όχι· δεν ήθελε να μπλέξει τη μάγισσα αχρείαστα, αν κάτι πήγαινε στραβά. Το σπίτι της, άλλωστε, μπορεί να το παρακολουθούσαν κι άλλοι εκτός από τη Σέρυ και τον Άσλατμιρ· ο Αρχισυγκλητικός την υποπτευόταν. Όπως και νάχε, το μέρος δεν ήταν ιδανικό. Να τους έφερνε, λοιπόν, η Έρικα όλους στο διαμέρισμα του Άσλατμιρ και της Σέρυ – εκεί όπου τώρα έμενε ο Άρδαλον’λι; Ούτε αυτό τής άρεσε· το έδαφος δεν ήταν αρκετά ουδέτερο. Να τους πήγαινε στο σπίτι του Χάραλκιρ; Εκτός συζήτησης· δεν ήθελε να ξέρουν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ – ούτε ο Άρδαλον’λι – πού έμενε ο πράκτοράς της. Να τους συγκέντρωνε στο δωμάτιό της στο Χρυσό Νήμα; Φυσικά και όχι. Μια τέτοια συνάντηση μπορεί να τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή επάνω της. (Η Έρικα ήταν πάντοτε παρανοϊκή με τους υπαλλήλους των ξενοδοχείων, γιατί ήξερε ότι πολλοί χρηματίζονταν για να κατασκοπεύουν.)

Το καλύτερο μέρος, επομένως, θα ήταν κάποιο που δεν αποτελούσε μόνιμη, ή ημιμόνιμη, κατοικία για κανέναν τους. Και ο Χάραλκιρ, όταν του είχε μιλήσει, της είχε προτείνει τις Ισότιμες Συναθροίσεις. Ήταν ένα ξενοδοχείο απ’όπου περνούσε πολύς κόσμος· δεν θα τραβούσαν την προσοχή κανένας. Κι ακόμα κι αν την τραβούσαν, δεν θα μπορούσε να τους ερευνήσει, αφού θα έφευγαν αμέσως μετά το συμβούλιό τους.

Η Έρικα οδήγησε τώρα τη Σέρυ και τον Άσλατμιρ στο εσωτερικό του ξενοδοχείου. Τους έβαλε στον ανελκυστήρα και πάτησε το κουμπί για τον πέμπτο όροφο.

«Γιατί μας θέλεις εδώ;» τη ρώτησε η Σέρυ.

«Θα μάθετε σύντομα. Και μη με κοιτάζεις έτσι· αν ήθελα να σας σκοτώσω μπορούσα να το είχα κάνει ήδη.»

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε. Βγήκαν σ’έναν διάδρομο, και η Έρικα τούς οδήγησε σ’ένα από τα δωμάτια. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν. Μέσα βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένοι η Σανκάρλι’μορ, ο Φέκταρελ, η Φαίδρα’λι, και ο Άρδαλον’λι. Μερικά ποτά βρίσκονταν επάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους, και ο Άρδαλον’λι και η Σανκάρλι’μορ κάπνιζαν.

«Εσύ εδώ, μάγε;» απόρησε ο Άσλατμιρ.

«Για να με βλέπεις εδώ…»

Η Σανκάρλι’μορ ρώτησε: «Εσείς είστε που θέλατε να με σκοτώσετε;»

«Μην το παίρνεις προσωπικά,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Τη δουλειά μας κάναμε.»

«Γιατί όλοι οι επαγγελματίες δολοφόνοι πάντα λένε την ίδια δικαιολογία;» Η Σανκάρλι δεν φαινόταν να απευθύνει την ερώτησή της σε κανένα συγκεκριμένο άτομο.

Ο Φέκταρελ γέλασε. «Έχεις γνωρίσει πολλούς;»

«Είναι γνωστό πως αυτή τη δικαιολογία λένε! Και οι μισθοφόροι επίσης.»

«Μη μπλέκεις τους μισθοφόρους με τους δολοφόνους,» είπε ο Φέκταρελ. «Ο μισθοφόρος δεν σε περιμένει για να σε σκοτώσει, εκτός αν γίνεται πόλεμος και πρόκειται για ενέδρα.»

Η Σανκάρλι έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι. «Καλά.»

«Καθίστε,» είπε η Έρικα στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ.

Η Σέρυ κοίταξε τον Άσλατμιρ ερωτηματικά, σαν να αναρωτιόταν μήπως αυτό δεν ήταν καλή ιδέα. Αλλά εκείνος τής έγνεψε καταφατικά, έτσι κάθισαν.

«Γιατί είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ;» ρώτησε την Έρικα.

«Για να δούμε τι θα κάνουμε,» απάντησε εκείνη.

«Σχετικά με τι;» Κοίταξε τον Άρδαλον’λι. «Κι εσύ, μάγε, τι…;»

«Η Έρικα και οι φίλοι της δουλεύουν για τον Βασιληά Ράνελμον, των Γεφυρωμένων Νήσων· είναι, επομένως, εναντίον του Αρχισυγκλητικού. Και έχω λόγο να θέλω να τους βοηθήσω.»

Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε. «Τι λόγο;»

«Προσωπικό.»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»

«Θα καταλάβεις,» του υποσχέθηκε η Έρικα. Και του είπε πώς είχαν τα πράγματα μέχρι στιγμής, προσπαθώντας να μην του δώσει και πάρα πολλές πληροφορίες αλλά βρίσκοντάς το δύσκολο. Δεν μπορούσες να τα εξηγήσεις αν δεν τα έλεγες σχεδόν όλα.

«Εν ολίγοις,» είπε ο Άσλατμιρ, «θέλετε να σας βοηθήσουμε να κάνετε… δολιοφθορές εναντίον του Αρχισυγκλητικού;»

«Ουσιαστικά ναι.»

«Θα πληρωθούμε;» ρώτησε η Σέρυ.

«Με τη ζωή σας,» είπε η Σανκάρλι’μορ.

«Πάλι τα ίδια!» άρχισε να διαμαρτύρεται η Σέρυ, αλλά η Έρικα τη διέκοψε:

«Δεν θα σας πληρώσω για τη συγκεκριμένη δουλειά, όμως αν μας βοηθήσετε θα είστε πια μέσα στο δίκτυό μου κανονικά. Κι επιπλέον, ο Βασιληάς Ράνελμον θα φανεί, αναμφίβολα, πολύ ευγνώμων αν τον εξυπηρετήσουμε. Τα αεροχήματα της Κάρνατεβ βρίσκονται ήδη στα νησιά του.»

«Το άκουσα,» είπε ο Άσλατμιρ. «Πέρασε ένα σμήνος απ’αυτά πάνω απ’την πόλη, χτες βράδυ, κατευθυνόμενο νότια.»

«Πού το άκουσες;» τον ρώτησε η Σέρυ.

«Όταν βγήκα να πάρω φαγητό. Το συζητούσαν κάποιοι αναμεταξύ τους.»

«Γιατί δεν μου το είπες;»

«Τι να σου πω; Δεν το θεώρησα σημαντικό. Το ξέχασα, βασικά, μέχρι να γυρίσω.» Και προς την Έρικα: «Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Πώς εμείς, μερικοί άνθρωποι, θα τα βάλουμε με τον Αρχισυγκλητικό και τους συμμάχους του;»

«Μπορεί να είμαστε μερικοί άνθρωποι,» είπε η Έρικα, «αλλά… έχουμε τα ταλέντα μας.» Κοίταξε τον Φέκταρελ, τον Άρδαλον’λι, τη Φαίδρα’λι, τη Σανκάρλι’μορ. «Και έχουμε και το δίκτυό μου. Αν και θέλω να το μπλέξω όσο το δυνατόν πιο λίγο σ’αυτή την υπόθεση.»

«Εμείς μέσα στο δίκτυό σου δεν είμαστε;» είπε ο Άσλατμιρ.

«Όχι ακριβώς, ακόμα. Είστε υπό δοκιμή. Σας το εξήγησα ήδη αυτό, δεν σας το εξήγησα;»

«Είμαστε, λοιπόν, αναλώσιμοι,» παρατήρησε η Σέρυ.

«Σ’αρέσει να βλέπεις τα πάντα τόσο αρνητικά;» της είπε η Έρικα μειδιώντας λιγάκι στραβά.

Η Σέρυ δεν χαμογελούσε.

Μετά άρχισαν να συζητάνε επί της ουσίας, και να κάνουν σχέδια κι άλλα σχέδια. Είχαν περάσει αρκετές ώρες όταν κατέληξαν πώς θα κινούνταν εναντίον του Αρχισυγκλητικού, και όλοι τους αισθάνονταν κουρασμένοι και τσιτωμένοι συγχρόνως. Έφυγαν από τις Ισότιμες Συναθροίσεις και σκόρπισαν μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ, χωρίζοντας. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ πήγαν στο νοικιασμένο διαμέρισμά τους, ο Άρδαλον’λι στο κανονικό διαμέρισμα του Άσλατμιρ και της Σέρυ, η Σανκάρλι’μορ στο σπίτι της μαζί με τη Φαίδρα’λι, και η Έρικα κι ο Φέκταρελ κατευθύνθηκαν προς το παλιό σχολείο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου.

Μπήκαν στο ερείπιο και συνάντησαν τους πέντε μεταλλαγμένους που κρύβονταν εκεί με μονάχα δύο λάμπες λαδιού αναμμένες, καλυμμένες πίσω από χοντρά, σκισμένα χαρτόκουτα για να μη φαίνεται το φως τους απέξω. Οι μεταλλαγμένοι δεν θορυβήθηκαν από την παρουσία των δύο εισβολέων· είχαν ήδη διαισθανθεί τον Φέκταρελ. Γι’αυτό κιόλας η Έρικα τον είχε πάρει μαζί της, καθώς κι επειδή ήξερε πως τον σέβονταν. Μόνη της δίσταζε να πάει να τους συναντήσει· μπορεί, άλλωστε, τα μυαλά τους να μην ήταν και πολύ καλά, ύστερα από ό,τι είχε συμβεί στο σώμα τους…

Τα κοκκινωπά μάτια των μεταλλαγμένων τούς ατένισαν μέσα από τις σκιές. Κανένας τους δεν μιλούσε.

«Συζητήσαμε,» τους είπε η Έρικα, «κι έχουμε καταλήξει σ’ένα σχέδιο δράσης. Η βοήθειά σας θα μας φανεί χρήσιμη, αν εξακολουθείτε να είστε πρόθυμοι να την προσφέρετε.»

«Είμαστε χαρούμενοι να βοηθήσουμε σε ό,τι μπορεί να έχει σχέση με την καταστροφή του Αρχισυγκλητικού και των ανθρώπων του,» αποκρίθηκε ο μεταλλαγμένος που ονομαζόταν Βαράσγκιλ: ένας άντρας που, κατά τη μετάλλαξή του, είχε παραφρονήσει σκοτώνοντας τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Έκτοτε κρυβόταν στους δρόμους της πόλης, κυνηγημένος από τα φαντάσματα του μυαλού του και έχοντας ορκιστεί να εκδικηθεί εκείνους που ευθύνονταν για τη βίαιη μεταμόρφωσή του. Η Έρικα νόμιζε πως πρέπει να ήταν ο υπάλληλος που ο Αβέρναλ είχε αναφέρει στο άρθρο του στην εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα.

«Το τέλος του Αρχισυγκλητικού βρίσκεται κοντά, αν κάνουμε τις σωστές ενέργειες,» αποκρίθηκε η Έρικα στον Βαράσγκιλ.

«Τι θα κάνουμε;» θέλησε να μάθει ένας άλλος μεταλλαγμένος – ο Έλφοντελ.

«Θα καταστρέψουμε τα Ορυχεία Ιπταερίου.»

Αυτό φάνηκε να άρεσε σ’όλους τους μεταλλαγμένους.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Έκτο
Το Πυρακτωμένο Σύννεφο

Ήταν αυγή και ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος είχε μόλις ξυπνήσει και βγει από τη σκηνή του, στον στρατιωτικό καταυλισμό κοντά στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου. Στεκόταν μπροστά σ’ένα βαρέλι με δροσερό νερό κι έπλενε το πρόσωπό του, με το κοκκινόδερμο σώμα του γυμνό από τη μέση κι επάνω, γεμάτο παλιές ουλές που διακοσμούσαν τη γεωγραφία των μυών του.

«Σκοτωμένε!» άκουσε τη Νιρκέκα να του φωνάζει.

Στράφηκε να την αντικρίσει καθώς τον πλησίαζε περνώντας ανάμεσα από τις σκηνές, τα σταματημένα οχήματα, και τους άλλους πολεμιστές. «Τι είναι;»

«Ανιχνευτές από τα βόρεια. Έλα.»

Ο Ζαώρδιλ έπιασε το δερμάτινο γιλέκο του από το ξύλινο σκαμνί παραδίπλα, το φόρεσε, και την ακολούθησε.

Πίσω από μερικές σκηνές συνάντησαν τρεις άντρες που ήταν από τους ανιχνευτές των Ζωντανών-Νεκρών, κι ο ένας ανάμεσά τους ήταν ο Ράκαλωντ, ο νάνος πιλότος ορνιθόπτερου.

«Τι έγινε, νάνε; Τι είδατε;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Έχουμε πει, αρχηγέ, να μιλάμε πιο όμορφα,» τον αγριοκοίταξε ο Ράκαλωντ, αλλά δεν δίστασε στιγμή προτού συνεχίσει: «Ένας ολόκληρος στόλος μόλις ήρθε από τα βόρεια, κι έχει επάνω στις σημαίες του και στα πανιά του το έμβλημα της Κάρνατεβ. Έχει περιτριγυρίσει το Βορειονήσι – από τη βόρεια μεριά, τουλάχιστον. Και μαζί του είναι και κάμποσα αεροσκάφη: ελικόπτερα, κυρίως.»

«Γι’αυτό ο Εύβουλος καθυστερούσε…» μουρμούρισε ο Ζαώρδιλ μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του. Χτες, που το μεσημέρι είχε έρθει ο στόλος του Βασιληά Ράνελμον από τη Νουσράκλη, έχοντας γεμίσει τη θάλασσα ανάμεσα στη Μεσόνησο, στη Μελόνησο, και στο Βορειονήσι, οι δυνάμεις της Κάρνατεβ δεν είχαν κινηθεί καθόλου. Είχαν μείνει στις θέσεις τους· δεν είχαν προσπαθήσει να προχωρήσουν ούτε καν στην Ακρόνησο, που πρέπει να είχαν καταλάβει, μέσω ανιχνευτών τους, ότι ήταν αφύλαχτη πια. Ήταν προφανές ότι κάτι περίμεναν, και ο Ζαώρδιλ είχε πει στον Βασιληά Ράνελμον πως ό,τι κι αν ήταν αυτό το κάτι δεν μπορεί να ήταν τίποτα το καλό. Του είχε προτείνει να πάει στη Μεσόνησο ενώ ο ίδιος θα έμενε στη Μελόνησο· και ο Ράνελμον είχε συμφωνήσει. Ήταν στη Μεσόνησο από χτες το απόγευμα, με τις μισές από τις στρατιωτικές του δυνάμεις.

Αυτό πρέπει να ήταν που περίμενε ο Εύβουλος, συμπέρανε τώρα ο Ζαώρδιλ: τον στόλο από την Κάρνατεβ. Για να κινηθούν με τα αεροχήματα θέλουν να είναι σίγουροι πως έχουν περικυκλωμένες τις κατακτήσεις τους στο Βορειονήσι.

Τα πράγματα θα αγριέψουν. Σύντομα.

«Μάλλον,» απάντησε η Νιρκέκα στον Ζαώρδιλ. «Εκτός αν περιμένει κι άλλες ενισχύσεις.»

«Δεν το νομίζω. Ετοιμαστείτε για μάχη. Είμαι σίγουρος ότι ώς το βράδυ θα έρθουν προς τα εδώ.»

«Έτοιμοι είμαστε, αρχηγέ.»

Ο Ράκαλωντ ρώτησε: «Να συνεχίσουμε να τους παρακολουθούμε, Σκοτωμένε;»

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Θέλω να ξέρω όλες τους τις κινήσεις.»

*

Ένα πράγμα απέμενε για να μπορέσουν να βάλουν το σχέδιό τους σε εφαρμογή, και η Έρικα δεν σκόπευε να καθυστερήσει να το τακτοποιήσει.

Πρωί-πρωί, έφυγε από το Χρυσό Νήμα και, καβαλώντας το άλογό της, πήγε στο λιμάνι της Κάρνατεβ, όπου σύντομα συνάντησε την πράκτορά της εκεί η οποία ονομαζόταν Νατμάλι. Ήταν, μάλιστα, τυχερή και τη βρήκε να μην έχει δουλειά. Κρατούσε στο χέρι μια μεταλλική κούπα με τσάι και κοίταζε τα αραγμένα πλοία, με τον ώμο της ακουμπισμένο στη γωνία ενός σοκακιού. Στο κεφάλι της ήταν το μικρό στρογγυλό της καπέλο.

«Θέλω να μου βρεις ένα καράβι,» της είπε η Έρικα. «Μηχανοκίνητο. Όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.»

«Βιαστική,» παρατήρησε η Νατμάλι. «Πού να πηγαίνει το καράβι;»

«Στη Ζιλνιράθη.»

Η Νατμάλι συνοφρυώθηκε, μάλλον λιγάκι παραξενεμένη από τον προορισμό, αλλά δεν έκανε ερωτήσεις. «Υπάρχει ένα που φεύγει το απόγευμα. Περνά από τη Μέρελκεβ και μετά πάει στη Ζιλνιράθη.»

«Είναι μηχανοκίνητο;»

«Ναι.»

«Θέλω ένα εισιτήριο.»

Η Νατμάλι έβγαλε ένα μάτσο εισιτήρια από την τσέπη της τουνίκας της, τα έψαξε επιδέξια (ενώ συνέχιζε να κρατά την κούπα με το τσάι), επέλεξε ένα, και το έδωσε στην Έρικα.

Εκείνη την κοίταζε λιγάκι ξαφνιασμένη. «Το είχες έτοιμο;»

«Συνεργάζομαι με πολύ κόσμο στο λιμάνι, Έρικα. Μου δίνουν εισιτήρια για να τους τα πουλάω.»

«Να σε πληρώσω λοιπόν.»

«Δε χρειάζεται μεταξύ μας.»

«Μια ερώτηση, τότε,» είπε η Έρικα. «Μήπως ξέρεις κανένα πλοίο που να πηγαίνει στο Νιρθάρεκ;»

Η Νατμάλι συνοφρυώθηκε, μορφάζοντας. «Πού είναι αυτό;» ρώτησε, εκπλήσσοντας ξανά την Έρικα.

Γνωρίζει τόσα αλλά δεν ξέρει πού είναι το Νιρθάρεκ; Βέβαια, ούτε η Έρικα θα το ήξερε αν τα πράγματα ήταν αλλιώς. Δε σύχναζαν εκεί μεγάλα πλοία. «Δυτικά της Ζιλνιράθης, βόρεια του Ριγκάλμεκ.»

«Και σκοπεύεις να το επισκεφτείς;»

«Ναι. Υπολογίζω να πάρω σκάφος από τη Ζιλνιράθη.»

«Από την Κάρνατεβ, πάντως, δεν έχω ακούσει ποτέ κανένα πλοίο να ξεκινά γι’αυτό το νησί,» την πληροφόρησε η Νατμάλι.

«Σ’ευχαριστώ για το εισιτήριο,» είπε η Έρικα, κρύβοντάς το μέσα στο νοομορφικό της χιτώνιο.

«Τίποτα.»

Η Έρικα χάθηκε πάλι μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ.

*

Ο Άσλατμιρ άκουγε ραδιόφωνο – σταθμό Αστραπή, που δεν ήταν τόσο στρατευμένος υπέρ του Αρχισυγκλητικού όσο ο σταθμός Ευγενής Πόλη – όταν η Σέρυ επέστρεψε με μια χαρτοσακούλα στα χέρια. Την άφησε πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να βγάζει από μέσα, το ένα μετά το άλλο, τα φαγητά και τα ποτά που είχε πάει να αγοράσει. Ήταν μεσημέρι.

«Σέρυ,» είπε ο Άσλατμιρ.

Εκείνη στράφηκε να τον κοιτάξει εκεί όπου καθόταν, κοντά στο ραδιόφωνο. «Τι;»

«Έλα μαζί μου.»

Παραξενεμένη, τον ακολούθησε.

Ο Άσλατμιρ την οδήγησε στο μπάνιο και έκλεισε την πόρτα.

Η Σέρυ μειδίασε. «Τι έχεις στο μυαλό σου; Δεν πεινάς;»

Ο Άσλατμιρ παρατήρησε ότι είχε παρεξηγήσει τις προθέσεις του. «Η Έρικα αποκλείεται να μας έχει αφήσει αφύλαχτους. Σίγουρα θα μας παρακολουθεί.»

Η Σέρυ παραξενεύτηκε ακόμα περισσότερο. «Τι εννοείς; Και λοιπόν;»

«Ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας κάποτε, και θα ξέρεις πώς δρούσαν αυτοί…»

«Εντάξει,» είπε η Σέρυ, «ας μας παρακολουθεί – αν και δεν καταλαβαίνω πώς… Υποθέτεις ότι ίσως νάχει φυτέψει κάποιον κοριό;»

«Δεν ξέρω, αλλά καλύτερα να μιλήσουμε εδώ. Εδώ μέσα δεν νομίζω να μπορεί να μας ακούσει, όπως κι αν μας κατασκοπεύει.»

«Νομίζω ότι υπερβάλ–» Συνοφρυώθηκε. «Τι ακριβώς έχουμε να πούμε που μπορεί να μη θέλουμε να μας ακούσει;»

Ο Άσλατμιρ αναστέναξε σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά του κι ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. «Σκεφτόμουν…»

«Παρασκέφτεσαι· σ’το έχω ξαναπεί.»

«Το ξέρω. Αλλά άκουσέ με. Η Έρικα, όταν ήμουν στη Νασόλκαθ, υποτίθεται πως βρισκόταν στις υπηρεσίες μου. Και με πρόδωσε – συμμάχησε με τον καταραμένο τον Ραλνίβη.» Τα μάτια του γυάλισαν όπως ένας συννεφιασμένος ουρανός που ξαφνικά αστράφτει. «Νομίζεις ότι τη συμπαθώ;»

«Όχι· της είπες, όμως, ότι…» Η Σέρυ κόμπιασε.

«Δεν έχει σημασία τι της είπα! Τι να της έλεγα; Μας κρατούσε αιχμάλωτους. Ίσως να μας σκότωνε αν δε συνεργαζόμασταν μαζί της. Ίσως ακόμα να μας σκοτώσει, αν συμπεράνει πως δεν μπορούμε να… ενταχθούμε στο καταραμένο δίκτυό της.»

«Και… και τι να κάνουμε; Τώρα δεν μπορούμε να δολοφονήσουμε τη μάγισσα. Αν δολοφονήσουμε τη μάγισσα, τότε...»

«Ναι, τότε την έχουμε πολύ άσχημα. Η Έρικα σίγουρα θα μας κυνηγήσει. Και όχι μόνο η Έρικα. Είναι κι αυτή η Φαίδρα’λι – η μάγισσα των Ζωντανών-Νεκρών – και ο Φέκταρελ, που υποτίθεται πως έχει κάτι δυνάμεις που… Αλλά δεν έχει σημασία τι έχει γίνει αυτός. Σημασία έχει ότι μας εκμεταλλεύεται η Έρικα, Σέρυ. Τι έχουμε εμείς να κερδίσουμε με το να εναντιωθούμε στον Αρχισυγκλητικό; Θα μπούμε στο δίκτυό της, θα γίνουμε λακέδες της – σπουδαία ανταμοιβή! Κι αν κάτι πάει στραβά; Τότε είμαστε νεκροί.»

«Ναι, αλλά… είναι κι ο Άρδαλον’λι μαζί της. Τα σχεδιάσαμε όλα χτες βράδυ…»

«Κανένα σχέδιο δεν είναι άτρωτο,» της είπε ο Άσλατμιρ. «Μπορεί, κάλλιστα, να αποτύχει.»

«Και τι να κάνουμε, δηλαδή; Βρήκες κάποιο πρόβλημα στο σχέδιο, όσο σκεφτόσουν;»

«Δεν είναι αυτό. Εκείνο που σου λέω είναι ότι δεν μας συμφέρει να είμαστε με την Έρικα.»

«Δε θα μας αφήσει να φύγουμε, Άσλατμιρ,» είπε η Σέρυ.

«Μπορούμε να τη νικήσουμε. Με μία και μόνο κίνηση.»

Η Σέρυ συνοφρυώθηκε ξανά. «Να τη νικήσουμε; Πώς; Και γιατί; Δηλαδή, θέλω να πω… τι άλλο, καλύτερο έχουμε τώρα να κάνουμε απ’το να είμαστε μαζί της;»

«Να πάμε στον Αρχισυγκλητικό και να του πουλήσουμε τις γνώσεις μας.»

Η Σέρυ κοκάλωσε. Βλεφάρισε σαν να είχε ζαλιστεί. Είπε: «Να… προδώσουμε την Έρικα και να…;»

«Ακριβώς.» Ο Άσλατμιρ δεν ήταν καθόλου μπερδεμένος. «Σκέψου. Η Έρικα σχεδιάζει να καταστρέψει τα Ορυχεία Ιπταερίου, τα οποία ο Αρχισυγκλητικός θεωρεί σημαντικότερα από οτιδήποτε άλλο. Φαντάσου πώς θα μας ανταμείψει όταν τον ενημερώσουμε για το σχέδιό της! Αναμφίβολα, θα κερδίσουμε πολύ περισσότερο από αυτόν παρά υπηρετώντας την Έρικα Σάλκερκοφ!»

«Μα…» Η Σέρυ δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Άσλατμιρ. Αν μας παρακολουθεί, όπως λες–»

«Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, φυσικά. Αν είναι να γίνει, πρέπει να γίνει απόψε το βράδυ, καλύτερα.»

«Και ο Άρδαλον’λι; Ο μάγος είναι μαζί της!»

«Δυστυχώς,» είπε ο Άσλατμιρ. «Και δε νομίζω ότι μπορούμε, με τίποτα, να τον φέρουμε με το μέρος μας. Θέλει πολύ να εκδικηθεί αυτόν τον Σέρκαδελ’λι, απ’ό,τι κατάλαβα. Σκέψου, όμως, ότι ακόμα κι ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ θα μας ανταμείψει όταν τον ενημερώσουμε για την απειλή του Άρδαλον’λι!» Αισθανόταν ενθουσιασμένος. Νόμιζε πως, επιτέλους, ύστερα από χρόνια, είχε βρει το κλειδί για να ξεφύγει απ’αυτή την άθλια τυχοδιωκτική ζωή και να γίνει ξανά κάποιος με δύναμη στα χέρια του – όπως ήταν παλιά, στη Νασόλκαθ, προτού ο Ραλνίβης (οι Λάμιες να τον καταβροχθίσουν!) τον εξορίσει απ’την πατρίδα του.

Τα μάτια της Σέρυ είχαν γουρλώσει. «Να προδώσουμε τον Άρδαλον’λι;»

«Γιατί όχι; Νομίζεις ότι εκείνος δεν θα έκανε το ίδιο σ’εμάς; Μας είχε εγκαταλείψει τόσο καιρό–»

«Θα μας σκοτώσει, Άσλατμιρ! Με ό,τι πιο χειρότερο τρόπο μπορείς να φανταστείς!»

«Δε θα έχει την ευκαιρία· θα έχει άλλα προβλήματα, πολύ πιο άμεσα, να αντιμετωπίσει όταν μιλήσουμε στον Αρχισυγκλητικό.»

Η Σέρυ έδειχνε μουδιασμένη· δεν ήξερε τι να πει.

«Συμφωνείς μαζί μου;» τη ρώτησε ο Άσλατμιρ, αν και δεν αμφέβαλλε ότι θα συμφωνούσε. Τα τελευταία χρόνια, αφότου είχαν φύγει από τη δυτική Φεηνάρκια, συμφωνούσε στα πάντα μαζί του. Ορισμένες φορές, μάλιστα, τον ενοχλούσε το ότι σ’ελάχιστες περιπτώσεις είχε δική της άποψη.

Τώρα, όμως, ίσως να ήταν μία απ’αυτές. Του είπε: «Πολλά… πολλά κακά πράγματα μπορεί να συμβούν, Άσλατμιρ.»

«Και νομίζεις ότι δεν μπορούν να συμβούν πολλά κακά πράγματα αν ακολουθήσουμε το σχέδιο της Έρικας; Παραείναι ριψοκίνδυνο! Κι εμείς τι έχουμε να κερδίσουμε απ’αυτό; Με το ζόρι, ουσιαστικά, μας έβαλαν να συμμετάσχουμε!»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε η Σέρυ. «Η Έρικα μάς απείλησε… Κι ο Αρχισυγκλητικός μπορεί να μας κυνηγήσει αν μάθει πως παρατήσαμε εσκεμμένα το κυνήγι για τη μάγισσα.»

Ο Άσλατμιρ ένευσε. «Μόλις βραδιάσει, λοιπόν, θα πάμε στον Βέργκεδελ και θα συζητήσουμε μαζί του.»

«Κι αν δε μας δεχτεί;»

«Όταν δηλώσουμε ότι έχουμε να του πούμε κάτι επείγον για τα Ορυχεία Ιπταερίου;» Ο Άσλατμιρ γέλασε. «Δε νομίζω να μας διώξει, Σέρυ.»

Η Σέρυ ξεροκατάπιε. Του φαινόταν φοβισμένη. Μία από τις ελάχιστες φορές που του φαινόταν φοβισμένη. «Και μετά;» τον ρώτησε.

«Μετά, σίγουρα δεν θα επιστρέψουμε εδώ. Ούτε στο άλλο μας σπίτι. Θα ζητήσω από τον Αρχισυγκλητικό προστασία, αν θέλει ν’ακούσει τι έχουμε να του πούμε.»

«Κι αν δε μας τη δώσει; Αν μας πει ψέματα;»

«Για ποιο λόγο; Μας έβαλε να σκοτώσουμε μια μάγισσα που είναι εχθρός του όπως υποπτευόταν· αιχμαλωτιστήκαμε από τους συμμάχους της, αλλά καταφέραμε να τους ξεφύγουμε και να πάμε στον Βέργκεδελ για να του αποκαλύψουμε τα σχέδιά τους. Δε νομίζω να μην εκτιμήσει την… αφοσίωσή μας σ’αυτόν.»

*

Ο Άσλατμιρ είχε δίκιο που υποπτευόταν ότι η Έρικα Σάλκερκοφ τούς παρακολουθούσε. Πράγματι, έτσι ήταν. Αλλά όχι μέσω των πρακτόρων της στην Κάρνατεβ· το δίκτυό της εδώ είχε πολύ λίγους ανθρώπους και δεν μπορούσε να τους διαθέσει για την παρακολούθηση του Άσλατμιρ και της Σέρυ. Ωστόσο, ούτε και αφύλαχτους μπορούσε να τους αφήσει, γιατί δεν τους εμπιστευόταν ακόμα. Είχε, λοιπόν, συνεννοηθεί με τη Σανκάρλι’μορ ώστε εκείνη να φροντίσει για την παρακολούθησή τους. Ήταν, άλλωστε, Τεχνομαθής μάγισσα που ειδικευόταν στα συστήματα ασφαλείας· ήξερε από τέτοια πράγματα.

Η Σανκάρλι είχε μπει στη γειτονική της πολυκατοικία όπου ο Άσλατμιρ και η Σέρυ νοίκιαζαν διαμέρισμα και είχε κατεβεί στο υπόγειο, εκεί που βρίσκονταν τα καλώδια για τους επικοινωνιακούς δίαυλους της πολυκατοικίας. Ο Φέκταρελ είχε έρθει μαζί της για να φυλά τσίλιες με την υπερφυσική του ακοή. Κι ενώ εκείνος παραφυλούσε μήπως κανένας πλησιάσει, η Σανκάρλι’μορ εστίασε ένα Ξόρκι Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων επάνω στα καλώδια έτσι ώστε να μετατρέψει τον δίαυλο του διαμερίσματος του Άσλατμιρ σε κοριό. Δεν χρειαζόταν τώρα να είναι ανοιχτός για να ακούει κάποιος τι λεγόταν γύρω του. Η Σανκάρλι, στη συνέχεια, συνέδεσε μια συσκευή με τα καλώδια η οποία έστελνε τηλεπικοινωνιακό σήμα, και μετά συνέδεσε τη συσκευή με το κεντρικό ενεργειακό δίκτυο της πολυκατοικίας – αυτό που αντλούσε ενέργεια από τις φιάλες στα υπόγειά της για να ανάβουν τα φώτα, να λειτουργούν τα κουδούνια, και ό,τι άλλο χρειαζόταν ενέργεια για να δουλέψει. Οι φιάλες ήταν κλειδωμένες πίσω από μια μεταλλική πόρτα, για να μην κλαπούν, αλλά δεν χρειαζόταν κανείς να φτάσει σ’αυτές προκειμένου να πάρει λίγη από την ενέργειά τους. Και η Σανκάρλι’μορ χρειαζόταν την ενέργεια προκειμένου να διατηρείται σε λειτουργία το Ξόρκι Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων χωρίς εκείνη να χρειάζεται να έρχεται κάθε τόσο και να το ανανεώνει. Ακόμα κι αυτή η μέθοδος, βέβαια, δεν ήταν μόνιμη· κάποια στιγμή μπορεί καμια δυσλειτουργία να συνέβαινε, ή η ζωή του ξορκιού να τελείωνε· όμως, για την ώρα, δεν θα υπήρχε πρόβλημα.

Όταν ολοκλήρωσε τη δουλειά της, η Τεχνομαθής μάγισσα και ο Φέκταρελ έφυγαν από τα υπόγεια της πολυκατοικίας. Η συσκευή που βρισκόταν τώρα εκεί έστελνε τηλεπικοινωνιακό σήμα σ’ένα από τα συστήματα του σπιτιού της Σανκάρλι, όπου καταγραφόταν ό,τι έλεγαν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ γύρω από τον επικοινωνιακό δίαυλο του μικρού σπιτιού τους. Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα κάθονταν κοντά στο σύστημα και άκουγαν, επειδή η Σανκάρλι είχε κι άλλες δουλειές ενώ εκείνοι δεν είχαν καμία δουλειά προς το παρόν.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ δεν συζητούσαν τίποτα το ύποπτο, τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία. Κι όταν ο Άσλατμιρ πήρε τη Σέρυ στο μπάνιο για να μιλήσουν, το μικρόφωνο του διαύλου δεν έπιανε ήχους από τόσο μακριά εκτός αν ήταν πολύ δυνατοί· όμως οι δυο τους δεν φώναζαν, φυσικά. Και η απόφασή τους να προδώσουν την Έρικα πάρθηκε χωρίς ο Φέκταρελ και η Φαίδρα να καταλάβουν το παραμικρό. Όταν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ βγήκαν από το μπάνιο δεν ξαναμίλησαν καθόλου γι’αυτό το θέμα.

Η Φαίδρα, μισοξαπλωμένη επάνω στον καναπέ του καθιστικού της Σανκάρλι, είπε: «Η Έρικα άδικα τους υποπτεύεται. Είναι πολύ φοβισμένοι για να μας προδώσουν.»

Το μηχανικό σύστημα που λάμβανε το τηλεπικοινωνιακό σήμα ήταν ακουμπισμένο επάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού, ενώ μια μικρή ενεργειακή φιάλη, τύπου Υ-1, ήταν κάτω από το τραπεζάκι τροφοδοτώντας το με ενέργεια. Ο Φέκταρελ καθόταν σε μια καρέκλα, καπνίζοντας, με τα πόδια του τεντωμένα μπροστά του και σταυρωμένα στον αστράγαλο.

«Μην το λες,» αποκρίθηκε.

Η Φαίδρα έστρεψε το βλέμμα της επάνω του. «Τι; Νομίζεις ότι θα μας προδώσουν;»

«Δεν ξέρω. Αλλά ξεχνάς ποιος είναι ο Άσλατμιρ; Κάποτε, κοντά στη Μάλκαριλ, παραλίγο να σε σκοτώσει. Είχε συμμαχήσει με τη Σαρντίκα-Νοθ.»

«Έχουν περάσει χρόνια από τότε,» είπε η Φαίδρα αδιάφορα, αν και τα λόγια του έκαναν μια παράξενη, δυσοίωνη αίσθηση να περιβάλει ολόκληρο το σώμα της σαν κύμα μολυσμένης ενέργειας. «Και η Έρικα, έτσι κι αλλιώς, τους πάντες υποπτεύεται. Ακόμα κι εμάς. Μπορεί κι εμάς να μας παρακολουθεί, κάπως.»

«Γιατί; Για να μην της φύγουμε; Το ξέρει πως δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα εναντίον της. Εξάλλου, τώρα εκείνη βοηθά εμάς, όχι το αντίστροφο.»

«Ναι, εντάξει, απλά λέω…» Η Φαίδρα πήρε καθιστή θέση επάνω στον καναπέ, γιατί είχε πιαστεί. «Εσύ πώς αισθάνεσαι σήμερα; Είσαι καλά;»

«Δεν έχω σκοτώσει κανέναν ακόμα,» είπε ο Φέκταρελ δαγκώνοντας την άκρη του τσιγάρου του.

Η Φαίδρα μειδίασε. «Μιλάω σοβαρά.»

Ο Φέκταρελ φύσηξε καπνό και τίναξε λίγη στάχτη στο τασάκι δίπλα στο μηχανικό σύστημα. «Αισθάνομαι ότι κάτι με… έλκει στον υπόγειο κόσμο. Δεν έχω πάψει να το αισθάνομαι, Φαίδρα. Αλλά… ίσως να μην είναι τόσο έντονο όσο πριν, όταν πρωτοήρθα στην Κάρνατεβ. Νομίζω πως το γεγονός ότι κατέβηκα μία φορά εκεί κάτω και γνώρισα τη δύναμη του Ταρνατάρ’σακ, γνώρισα τα πλάσματα που τον λατρεύουν, είδα… ανακάλυψα, κατάλαβα διάφορα πράγματα… από τότε κάτι άλλαξε, Φαίδρα. Ίσως – ίσως· δεν είμαι σίγουρος – να μπορώ να το ελέγξω καλύτερα. Αλλά θέλω ακόμα να δω τι θα γίνει μετά από μερικές μέρες παραμονής μου στον κόσμο της επιφάνειας. Μπορεί η επίσκεψή μου στον υπόγειο κόσμο να ήταν σαν φάρμακο για εμένα, που η επίδρασή του κάποια στιγμή θα περάσει.»

Η Φαίδρα τον ατένιζε σκεπτικά.

«Μη φοβάσαι,» τη διαβεβαίωσε ο Φέκταρελ, «αυτή τη φορά δεν θα φύγω χωρίς να σ’το πω.»

«Το καλό που σου θέλω – δε μπορώ πάλι να σε κυνηγάω. Αλλά θα έρθω μαζί σου ακόμα και στον υπόγειο κόσμο αν χρειαστεί.»

Ο Φέκταρελ έσβησε το τσιγάρο του στο τασάκι. «Δε μου αξίζει μια γυναίκα σαν εσένα, Φαίδρα.»

«Μη μου λες ανοησίες σαν να βγήκες από ρομαντικό μυθιστόρημα!» είπε η Φαίδρα. «Δε θα έκανες το ίδιο για μένα;» Σηκώθηκε από τον καναπέ και ήρθε να καθίσει στα γόνατά του.

«Το ξέρεις πως θα το έκανα.»

«Το έχεις κάνει ήδη, αρκετές φορές,» του θύμισε η Φαίδρα. «Όταν είχα αντιμετωπίσει τον Χρυσό Καβαλάρη· όταν είχα ακολουθήσει τον αθέατο βασιλίσκο σαν να είχα τρελαθεί· όταν είχα φύγει από τη Χόλκεραλ πηγαίνοντας στα Χρυσά Όρη…»

«Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Αλλά δεν ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα τότε, ήταν;»

Η Φαίδρα ανασήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Δεν ξέρω…»

*

Όταν νύχτωσε, οι ανιχνευτές ήρθαν πάλι στον καταυλισμό και, αμέσως, πλησίασαν τον Ζαώρδιλ, τον Νικηφόρο, και την Ανταρλίδα’μορ που κάθονταν γύρω από μια φωτιά περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κάτι σημαντικό να συμβεί.

«Τα αεροχήματα φεύγουν από το Βορειονήσι, Σκοτωμένε,» είπε ο Ράκαλωντ ο νάνος, «και ο στόλος της Κάρνατεβ επιτίθεται στον στόλο του Βασιλείου, μάλλον για αντιπερισπασμό, για να μη χτυπηθούν τα αεροχήματα από τα αντιαεροπορικά όπλα μας.»

Το κάτι σημαντικό είχε μόλις συμβεί, συμπέρανε ο Ζαώρδιλ καθώς σηκωνόταν όρθιος μαζί με τον Νικηφόρο και την Ανταρλίδα. «Προς τα πού κατευθύνονται τα αεροχήματα, νάνε;»

«Είπαμε, ρε Σκοτωμένε – να μιλάμε πιο όμορφα!» γρύλισε ο Ράκαλωντ κουνώντας τη σφιγμένη γροθιά του προς τον Ζαώρδιλ ενώ οι άλλοι ανιχνευτές γύρω του χαμογελούσαν σαν χαζοί. «Νοτιοδυτικά πηγαίνουν τα αεροχήματα, όπως είδαμε.»

«Στη Μεσόνησο…»

«Μάλλον.»

«Λοιπόν,» είπε ο Σκοτωμένος. «Νικηφόρε, πηγαίνεις στις ακτές, κοντά στα πλοία μας. Και πες στη Νιρκέκα να ετοιμάζεται για άμεση μετακίνηση στη Μεσόνησο. Ανταρλίδα: στο ενεργειακό κανόνι, έτοιμη να πας μαζί με τη Νιρκέκα.»

Η Τεχνομαθής μάγισσα ένευσε και έφυγε αμέσως.

«Ράκαλωντ,» είπε ο Ζαώρδιλ, «συνεχίζετε να κατοπτεύετε και να αναφέρετε ό,τι γίνεται στη Νιρκέκα.»

«Εσύ που θα είσαι, δηλαδή;» ρώτησε ο Νικηφόρος.

«Θα πετάξω με τον Αετό, για να έχω πλήρη εικόνα τού τι σκατά συμβαίνει.» Ο Εύβουλος δεν ήταν τυχαίο που είχε επιλέξει να επιτεθεί νύχτα· δυσκολότερα βλέπεις τη νύχτα από πού έρχονται οι εχθροί, και δυσκολότερα επίσης χτυπάς στόχους στον αέρα.

«Να προσέχεις. Γιατί, άμα σε καταρρίψουν και ζήσεις, θα σε ονομάσω ‘ο Πεσμένος’.»

«Να πας να γαμηθείς,» του είπε ο Ζαώρδιλ, και ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, γελώντας σαν δαίμονας, έφυγε για να βρει τη Νιρκέκα και, μετά, να κατευθυνθεί προς τις ανατολικές ακτές της Μελονήσου.

Ο Ράκαλωντ και οι άλλοι ανιχνευτές απομακρύνθηκαν επίσης· και ο Ζαώρδιλ, αφού πήρε τα όπλα του, τα οποία ήταν αφημένα παραδίπλα (την πανοπλία του τη φορούσε ήδη), έφυγε κι εκείνος, τρέχοντας προς τα εκεί όπου ήταν προσγειωμένο το ελικόπτερο του Σάρνεμπ. Ο πιλότος – ο επονομαζόμενος Αετός από τους Ζωντανούς-Νεκρούς – δεν βρισκόταν και πολύ μακριά, και ο Ζαώρδιλ τού έγνεψε να πλησιάσει, πράγμα που εκείνος έσπευσε να κάνει, ντυμένος με τη δερμάτινη πανοπλία του και κατάλληλα εξοπλισμένος.

«Σκοτωμένε…»

«Θα πετάξουμε.»

«Για πού;»

«Θέλω να δω πώς εξελίσσεται η μάχη. Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ πάνε προς τη Μεσόνησο, και ο στόλος τους χτυπά τον στόλο του Βασιληά, νότια του Βορειονησιού. Μπορεί κάποιοι να έρθουν και προς τις δικές μας ακτές.»

Ο Σάρνεμπ ένευσε. «Πάμε.»

Μπήκαν στο μικρό ελικόπτερο, και ο πιλότος ενεργοποίησε τις μηχανές. Ο έλικας άρχισε να περιστρέφεται γρήγορα, σπαθίζοντας θορυβωδώς τον αέρα, και το αεροσκάφος υψώθηκε στον σκοτεινό ουρανό πάνω από τη Μελόνησο.

«Προς τις ακτές,» είπε ο Ζαώρδιλ.

Ο Σάρνεμπ οδήγησε το ελικόπτερο βορειοδυτικά, και σύντομα είδαν από κάτω τους τα δύο πλοία των Ζωντανών-Νεκρών, τον Οδηγό και τον Ακόλουθο, καθώς κι άλλα σκάφη, του Βασιλείου. Καμια ναυμαχία δεν φαινόταν ακόμα να διεξάγεται εδώ.

«Πάμε στη Μεσόνησο,» είπε ο Ζαώρδιλ.

Ο Σάρνεμπ έστριψε, και κατευθύνθηκαν δυτικά. Μετά από λίγο, είδαν τις βόρειες ακτές της Μεσονήσου από κάτω τους.

«Βόρεια,» είπε ο Ζαώρδιλ, κι ο Σάρνεμπ, που οδηγούσε προς το κεφαλοχώρι, άλλαξε κατεύθυνση.

Ο Ζαώρδιλ κοίταζε τον νυχτερινό ουρανό αντίκρυ τους. Έφερε τα κιάλια του στα μάτια για να δει καλύτερα, και, ναι, διέκρινε τώρα το σμήνος των αεροχημάτων – μεγάλες ελλειψοειδείς σκιές. «Πλησιάζουν…»

«Τους βλέπεις;»

«Ναι. Σε λίγο πρέπει να φτάσουν στο κεφαλοχώρι. Ο Βασιληάς θα χρειαστεί βοήθεια. Και δε νομίζω ότι οι ανιχνευτές μας τους έχουν δει ακόμα – το ελικόπτερό σου πετά πιο γρήγορα. Πάμε πίσω, αμέσως, στη Μελόνησο.»

Ο Σάρνεμπ γύρισε το αεροσκάφος τόσο βιαστικά που ο Ζαώρδιλ αισθάνθηκε προς στιγμή να ζαλίζεται. Πέταξαν ολοταχώς, και όταν έφτασαν πάνω από το κεφαλοχώρι της Μελονήσου ο Ζαώρδιλ κάλεσε, με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, τη Νιρκέκα.

«Νιρκέκα. Μ’ακούς;»

«Ναι. Πού είσαι; Ο Νικηφόρος μού είπε–»

«Πέταξα προς Μεσόνησο με τον Αετό. Τα αεροχήματα έχουν σχεδόν φτάσει στον Βασιληά. Πηγαίνετε να βοηθήσετε, πάραυτα.»

«Ξεκινάμε.»

«Η Ανταρλίδα είναι μαζί σας, έτσι;»

«Ναι.»

Ο Ζαώρδιλ είδε οχήματα να φεύγουν από το κεφαλοχώρι της Μελονήσου κατευθυνόμενα δυτικά, προς την αρχαία γέφυρα που τη συνέδεε με τη Μεσόνησο.

«Πού πάμε τώρα, αρχηγέ;» ρώτησε ο Σάρνεμπ. «Μαζί τους;»

Ο Ζαώρδιλ έμεινε αμίλητος για λίγο. Σκεπτικός. Και… μια τρελή σκέψη πέρασε απ’το μυαλό του. Μπορεί ο Εύβουλος να έχει κατά νου κάτι τέτοιο; Μπορεί. Αν μη τι άλλο, ήταν ύπουλος.

«Προς την Ακρόνησο, Αετέ.»

«Προς την Ακρόνησο;»

«Θέλω να διαπιστώσω κάτι.»

«Εσύ δίνεις τις διαταγές,» αποκρίθηκε ο Σάρνεμπ, οδηγώντας τώρα το ελικόπτερό τους βορειοανατολικά, πάνω από τα εδάφη της Μελονήσου.

Μετά από κανένα δεκάλεπτο είχαν φτάσει στην Ακρόνησο, και μερικά χιλιόμετρα βόρεια της γέφυρας που τη συνέδεε με τη Μελόνησο είδαν οχήματα να έρχονται. Οχήματα και άλογα και ελέφαντες και λυκόχοιρους. Ένα μικρό φουσάτο. Διέσχιζαν την Ακρόνησο ανενόχλητοι, αφού και οι κάτοικοί της και οι δυνάμεις του Βασιλείου την είχαν εγκαταλείψει. Και δεν φαινόταν να σταματούν καθόλου για να προσπαθήσουν να λεηλατήσουν. Ο Εύβουλος πρέπει να υποπτεύθηκε ότι πήραμε οτιδήποτε χρήσιμο από το νησί, και τώρα σκοπεύει να φέρει ένα μέρος των δυνάμεων της Κάρνατεβ στη Μελόνησο ενώ όλοι έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στη Μεσόνησο, που δέχεται επίθεση από τα αεροχήματα. Ακριβώς όπως ο Ζαώρδιλ είχε υποψιαστεί. Η πανουργία του χιλιοκαταραμένου Εύβουλου δεν σταματούσε πουθενά.

«Τι γίνεται εδώ, Σκοτωμένε;» είπε ο Σάρνεμπ.

«Κάτι που δεν μας αρέσει.» Ο Ζαώρδιλ ύψωσε ξανά τα κιάλια του στα μάτια, για να κοιτάξει το μικρό στράτευμα καλύτερα. Αν αυτοί έρθουν τώρα στη Μελόνησο, ενώ έχω στείλει τη Νιρκέκα και τους άλ–

«Σκοτωμένε! Μας πλησιάζουν!»

Ο Ζαώρδιλ αισθάνθηκε το ελικόπτερο να γυρίζει απότομα. Κατέβασε τα κιάλια του. «Πού; Ποιοι;»

«Δες αριστερά σου.»

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε και είδε τέσσερα ορνιθόπτερα. Πρέπει να είχαν προσπαθήσει να τους ζυγώσουν από τα νώτα, για να χτυπήσουν ίσως τον έλικά τους και να τους καταρρίψουν. Γέλασε. «Δεν αποτελούν απειλή, Αετέ.» Το ελικόπτερο είχε ένα πολυβόλο και δύο ρουκέτες – μία κάτω από κάθε φτερό – αρκετά όπλα για να τα βάλει ακόμα και με περισσότερα ορνιθόπτερα από τέσσερα.

«Ναι, ούτε εγώ το νομίζω,» αποκρίθηκε ο Σάρνεμπ, επιφυλακτικά. «Να τους χτυπήσω;»

«Δε βλάπτει να μειώσουμε τους ανιχνευτές τους.»

Ο Σάρνεμπ έστρεψε το ελικόπτερο προς τα ορνιθόπτερα, και πάτησε τη σκανδάλη του πολυβόλου. Ο κρότος του γέμισε τον αέρα. Ένα ορνιθόπτερο χτυπήθηκε, πέφτοντας· τα υπόλοιπα καλύφτηκαν από κάτι που είχε εμφανιστεί μάλλον απρόσμενα: μια σκοτεινιά που εντός της φλόγες φαίνονταν να χορεύουν – ή κάτι που θύμιζε φλόγες πολύ έντονα. Περισσότερο σαν η ίδια η καταχνιά να ήταν πυρακτωμένη έμοιαζε, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ – πράγμα τελείως παράλογο, εκτός αν–

«Δαίμονας!» γρύλισε ο Σάρνεμπ.

Η καταχνιά ερχόταν τώρα καταπάνω τους.

«Φύγε!» είπε ο Ζαώρδιλ, ενώ ο πιλότος είχε ήδη αρχίσει να στρίβει.

Η καταχνιά τούς τύλιξε, κι αισθάνθηκαν μια τρομερή θερμότητα παντού γύρω τους. Ορνιθόπτερα ακούγονταν να φτεροκοπούν κάπου κοντά τους, πίσω από τον θόρυβο των μηχανών του ελικοπτέρου, καθώς κι ένα γυναικείο γέλιο. Ο Σάρνεμπ πάτησε πάλι τη σκανδάλη του πολυβόλου, αλλά, αν χτύπησε κάτι, ούτε εκείνος ούτε ο Ζαώρδιλ μπορούσαν να το δουν. Και η θερμότητα αυξανόταν ανησυχητικά.

«Βγες από δω μέσα, Σάρνεμπ!» γρύλισε ο Σκοτωμένος.

«Προσπαθώ!»

Ο δαίμονας τούς ακολουθούσε όπου κι αν πήγαιναν, έχοντας προσκολληθεί γύρω τους σαν σύννεφο πυρακτωμένου καπνού.

Ένα φωτάκι άρχισε ν’αναβοσβήνει προειδοποιητικά επάνω στην κονσόλα του ελικοπτέρου.

«Τα κυκλώματα έχουν υπερθερμανθεί,» είπε ο Ζαώρδιλ. Γαμήσου! Τώρα έπρεπε να είχα τη μάγισσα εδώ. Ή, τουλάχιστον, τον Σάμελκον’λι.

Ο Σάρνεμπ έκανε μια απότομη μανούβρα στον αέρα – την πιο απότομη και παράτολμη μανούβρα που είχε κάνει μέχρι στιγμής· ο Ζαώρδιλ αισθάνθηκε τα εντόσθιά του να χορεύουν σαν χταπόδια μέσα του – και το ελικόπτερο έφτασε στα όρια της δαιμονικής καταχνιάς, και πετάχτηκε έξω. Ο Σκοτωμένος είδε τρία ορνιθόπτερα να πετάνε στον αέρα ολόγυρά του. Οι πιλότοι των δύο βαστούσαν κοντά τουφέκια, και τώρα τα έστρεψαν προς το ελικόπτερο πυροβολώντας. Στο άλλο ορνιθόπτερο καθόταν μια μαυρόδερμη γυναίκα με πράσινη μαλλιά· κι ο Ζαώρδιλ συνειδητοποίησε ξαφνικά δύο πράγματα:

Αυτή μάλλον ήταν που γελούσε πιο πριν.

Είναι μάγισσα – ο δαίμονας είναι δικός της!

Ο Ζαώρδιλ σηκώθηκε από τη θέση του πλάι στον Σάρνεμπ, πιάνοντας το τουφέκι του, έχοντας σκοπό ν’ανοίξει τη μια πόρτα του ελικοπτέρου για να πυροβολήσει τη μάγισσα.

«Σκοτωμένε!» του φώναξε ο πιλότος. «Μείνε πίσω! Τα κυκλώματά μας έχουν ψηθεί!»

Ένα δυνατό ΤΣΑΦ! ακούστηκε, κι ο Ζαώρδιλ κοιτάζοντας πάνω απ’τον ώμο του είδε καπνούς να βγαίνουν απ’την κονσόλα πλοήγησης του ελικοπτέρου. Μας έχει πάρει το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!

«Απομακρύνσου από τον δαίμονα!» φώναξε στον Σάρνεμπ, κι άνοιξε την πόρτα κατά το ένα τέταρτο, βγάζοντας το τουφέκι του από το στενό άνοιγμα ενώ αισθανόταν τον δυνατό αέρα της πτήσης του αεροσκάφους να γλιστρά βίαια μέσα, σπρώχνοντάς τον.

Το ελικόπτερο είχε αρχίσει να χάνει ύψος.

Ο Σκοτωμένος πυροβόλησε τη μάγισσα. Είδε το ορνιθόπτερό της να χτυπιέται από κάποιες τουλάχιστον σφαίρες του· το είδε ν’απομακρύνεται – και ο ομιχλώδης δαιμονικός θεός το ακολουθούσε, σκεπάζοντάς το για να το κρύψει απ’το οπτικό πεδίο του Ζαώρδιλ.

Αλλά το ελικόπτερο έπεφτε. Πιο γρήγορα, τώρα.

«Σκοτωμένε!» φώναξε ο Σάρνεμπ. «ΚΡΑΤΗΣΟΥ ΑΠΟ ΚΑΠΟΥ!» λίγο προτού ο Ζαώρδιλ χάσει τη λαβή του από το πλάι της πόρτας και κουτρουβαλήσει προς την καπνίζουσα κονσόλα πλοήγησης, χάνοντας το τουφέκι από τα χέρια του (το οποίο, για καλή του τύχη, δεν εκπυρσοκρότησε).

«Πέφτουμε,» του είπε ο Σάρνεμπ.

«Ούτε Τεχνομαθής μάγος δεν θα το καταλάβαινε αυτό πριν από σένα,» γρύλισε ο Ζαώρδιλ.

Το ελικόπτερό τους πήγε προς τη θάλασσα ανάμεσα στο Βορειονήσι και την Ακρόνησο – πήγε σαν βολίδα που έπεφτε απ’τον νυχτερινό ουρανό – και βούτηξε μέσα στα καλοκαιρινά κύματα.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Έβδομο
Νύχτα για Κυνήγι

Είχε νυχτώσει για τα καλά στην Κάρνατεβ, και ο Κίονας του Φωτός – ο θεός της πόλης – η πανύψηλη στήλη γαλαζοπράσινης ενέργειας που κατερχόταν από τους ουρανούς – φαινόταν, όπως πάντα, πιο έντονα απ’ό,τι το πρωί, καθώς πυργωνόταν πάνω ακόμα κι από τις ψηλότερες πολυκατοικίες.

Στην Κεντρική Αγορά, η κίνηση δεν είχε σταματήσει, απλώς τα μαγαζιά της ημέρας είχαν δώσει τη θέση τους στα μαγαζιά της νύχτας. Δύο ανθρώπινες φιγούρες βάδιζαν ανάμεσα στις υπόλοιπες, και οι δύο φορώντας καλοκαιρινές κάπες χωρίς να έχουν σηκωμένες τις κουκούλες. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ δεν ήθελαν να δώσουν την εντύπωση σε κανέναν ότι προσπαθούσαν να κρυφτούν. Δεν ήθελαν κάποιος πιθανός κατάσκοπος της Έρικας να καταλάβει ότι είχαν βγει κρυφά από την πολυκατοικία τους.

Καθώς όμως τώρα προχωρούσαν, βαδίζοντας κοντά στα μαγαζιά, ο Άσλατμιρ δεν νόμιζε ότι κανένας τούς παρακολουθούσε. Τουλάχιστον, δεν έβλεπε κανέναν να έρχεται πίσω τους με ύποπτο τρόπο. Έτσι έστριψε σ’ένα σοκάκι, και η Σέρυ φυσικά ήρθε μαζί του.

«Μας κυνηγάνε;» τον ρώτησε.

«Αυτό θέλω ν’ανακαλύψω,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, και συνέχισε να προχωρά μες στο σοκάκι, και σ’ένα άλλο μετά απ’αυτό. Ρίχνοντας ματιές πάνω απ’τον ώμο του, κι έχοντας τ’αφτιά του τεντωμένα, βεβαιώθηκε ξανά πως κανένας δεν τους παρακολουθούσε.

«Ελεύθεροι είμαστε,» είπε τελικά στη Σέρυ. «Πάμε κατευθείαν στον προορισμό μας.»

Βάδισαν βόρεια και δυτικά, βγαίνοντας από την Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ και κατευθυνόμενοι προς τον Κίονα του Φωτός, κοντά στον οποίο ήταν το αγορασμένο διαμέρισμά τους, όπου επί του παρόντος έμενε ο Άρδαλον’λι. Πέρασαν από εκείνη την περιοχή και συνέχισαν να προχωρούν. Ο Άσλατμιρ έκανε νόημα σε μια άμαξα που είδε, και ανέβηκαν. Η αμαξάς διέσχισε ήσυχους νυχτερινούς δρόμους και σταμάτησε σ’ένα μέρος του Βορειοδυτικού Τέταρτου της Κάρνατεβ που ήταν από τις καλύτερες συνοικίες της πόλης. Ο Άσλατμιρ την πλήρωσε, και μαζί με τη Σέρυ κατέβηκαν από την άμαξα.

Μετά από λίγο βάδισμα ακόμα, έφτασαν μπροστά σε μια βίλα. Δίπλα από την είσοδο του κήπου της υπήρχε μια φωτισμένη (με ενεργειακά φώτα) πινακίδα που έγραφε ΒΙΛΑ ΑΡΧΙΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΥ ΒΕΡΓΚΕΔΕΛ.

Η Σέρυ έπιασε τον πήχη του Άσλατμιρ. Εκείνος στράφηκε να την κοιτάξει. «Τίποτα,» είπε η Σέρυ, κι έστρεψε το βλέμμα της αλλού.

Έχει αμφιβολίες, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ. Κι εγώ έχω, παραδέχτηκε σιωπηλά. Αλλά τούτη είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Δε μπορώ να την αγνοήσω. Είχε ακούσει πως ο Βέργκεδελ αντάμειβε καλά εκείνους που τον υπηρετούσαν καλά.

Ο Άσλατμιρ πλησίασε την ψηλή, διπλή καγκελόπορτα του κήπου, με τη Σέρυ δίπλα του. Πίσω από τα κάγκελα είδε ένα φυλάκιο, απ’το οποίο βγήκε ένας οπλισμένος φρουρούς για να ρωτήσει: «Τι θέλετε;»

«Να μιλήσουμε στον Αρχισυγκλητικό,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

«Σας περιμένει;»

«Έχουμε κάτι επείγον να του πούμε.»

«Θα πρέπει να μου αφήσετε το όνομά σας και έναν τρόπο επικοινωνίας–»

«Πρέπει να του μιλήσουμε τώρα.»

Η όψη του φρουρού ήταν συγχρόνως σκληρή και επαγγελματική. «Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι εφικτό, κύριε–»

«Ειδοποίησέ τον. Είναι κάτι που σχετίζεται με τα Ορυχεία Ιπταερίου. Πολύ σημαντικό.»

Ο φρουρός ατένισε τον Άσλατμιρ με στενεμένα μάτια. «Κύριε, δεν παίρνω διαταγές από εσάς. Δεν γνωρίζω καν ποιος είστε.»

«Ο Αρχισυγκλητικός δεν θα σε συγχωρέσει εύκολα αν μάθει πως δεν τον ειδοποίησες. Η πληροφορία που ερχόμαστε να του δώσουμε αφορά τα Ορυχεία Ιπταερίου,» τόνισε ο Άσλατμιρ.

«Πολύ καλά,» είπε ο φρουρός. «Μια στιγμή.» Και μπήκε πάλι στο φυλάκιο, μάλλον για να μιλήσει μέσω κάποιου επικοινωνιακού διαύλου.

Ο Άσλατμιρ περίμενε.

Αισθάνθηκε τη Σέρυ να πιάνει πάλι τον καρπό του, και την άκουσε να του ψιθυρίσει: «Αν γίνει καμια μαλακία, νάσαι έτοιμος να τρέξουμε.»

«Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, χωρίς κι εκείνος να το πιστεύει πλήρως.

Ένιωθε τη Σέρυ τσιτωμένη πλάι του, και ήλπιζε να μην έκανε καμια βλακεία τραβώντας όπλο από τη ζώνη της.

Μετά από λίγο, ο φρουρός βγήκε από το φυλάκιο ενώ κι άλλοι δύο φύλακες παρουσιάζονταν μέσα απ’το σκοτάδι του κήπου. Μήπως η Σέρυ είχε, τελικά, δίκιο; Μήπως θα χρειαστεί να τρέξουμε;

Ο φρουρός που είχε μιλήσει πριν στον Άσλατμιρ τού είπε τώρα: «Μπορείτε να περάσετε,» ανοίγοντας το ένα φύλλο της καγκελόπορτας, «αλλά θα πρέπει να σας ψάξουμε και να κρατήσουμε τα όπλα σας.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε ο Άσλατμιρ, κι αισθάνθηκε τη Σέρυ να σφίγγει τον καρπό του πιο έντονα από πριν. Την αγνόησε και πέρασε την ανοιχτή πύλη. Η Σέρυ τον ακολούθησε, αν και διστακτικά.

Οι φρουροί τούς έψαξαν, διαδικαστικά, επαγγελματικά· ο Άσλατμιρ παρατήρησε ότι δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση να χουφτώσουν τη Σέρυ: δεν ήταν τίποτα λεχρίτες του δρόμου ή του λιμανιού. Βρήκαν εύκολα όλα τους τα όπλα (ακόμα και το ξιφίδιο που ο Άσλατμιρ είχε κρυμμένο κάτω απ’την τουνίκα του) και τα πήραν.

«Θα σας τα επιστρέψουμε όταν είναι να φύγετε,» υποσχέθηκε ο φρουρός που είχε μιλήσει και πριν. «Ακολουθήστε τώρα τους κυρίους.»

Ο Άσλατμιρ ένευσε και, μαζί με τη Σέρυ, βάδισε μέσα στον κήπο της βίλας. Ο ένας φρουρός πήγαινε μπροστά τους, ο άλλος πίσω τους· κι οι δύο φορούσαν πανοπλίες από δέρμα και μέταλλο, και από τις ζώνες τους κρεμόταν σπαθί και πιστόλι.

Οδήγησαν τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ στο κεντρικό οικοδόμημα της βίλας, που είχε γυαλιστερά ξύλινα πατώματα και τοίχους στολισμένους με όμορφους πίνακες και περίτεχνα κεντημένες ταπετσαρίες. Τους πήγαν σ’ένα καθιστικό με σβηστό τζάκι και μεγάλο παράθυρο. Μπροστά στο τζάκι στεκόταν ένας άντρας του οποίου τη φωτογραφία ο Άσλατμιρ είχε δει πολλές φορές στις εφημερίδες. Ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ. Κοκκινόδερμος, μαύρα κοντά μαλλιά, κι επάνω στη δεξιά μεριά του προσώπου του ένα μεγάλο, γαλανό γενετήσιο σημάδι. Φορούσε έναν μακρύ χιτώνα γεμάτο κεντήματα και κρόσσια, δεμένο με μια πλατιά, πάνινη ζώνη γύρω από τη μέση του.

Παραδίπλα ήταν ξαπλωμένος ένας πελώριος μαύρος σκύλος, που κοίταζε τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ απειλητικά, με τα δόντια του μισογυμνωμένα.

«Άρχοντά μου,» είπε ο ένας φρουρός – εκείνος που προπορευόταν – κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση, «αυτοί είναι.»

Ο Βέργκεδελ ένευσε προς το μέρος του μισθοφόρου και, μετά, έστρεψε το βλέμμα του στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ. «Μου είπαν ότι έχετε κάτι να μου πείτε για τα Ορυχεία Ιπταερίου. Κάτι σημαντικό. Ελπίζω να μην πρόκειται για νυχτερινή φάρσα, γιατί θα το πάρω προσωπικά.»

«Δεν έχει καμία σχέση με φάρσα, Εντιμότατε,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Τα νέα που σας φέρνουμε είναι μεγάλης σημαντικότητας. Προτού όμως μιλήσω θα ήθελα την υπόσχεσή σας ότι θα έχουμε την προστασία σας, γιατί ήδη βρισκόμαστε σε κίνδυνο και, μιλώντας σας, ο κίνδυνος για εμάς θα πολλαπλασιαστεί.»

«Δεν αρχίζετε από το να μου πείτε, τουλάχιστον, ποιοι είστε;» πρότεινε ο Βέργκεδελ, τραβώντας ένα μακρύ τσιγάρο από μια τσέπη του χιτώνα του και ανάβοντάς το μ’έναν λιθοστόλιστο ενεργειακό αναπτήρα.

«Ασφαλώς, Εντιμότατε. Αυτό, άλλωστε, θα έκανα τώρα αμέσως. Ονομάζομαι Άσλατμιρ, και η σύντροφός μου ονομάζεται Σέρυ–»

Τα μάτια του Βέργκεδελ στένεψαν. «Άσλατμιρ; Σέρυ; Ο Γελαστός Άρχοντας;»

«Το περίμενα πως θα μας αναγνωρίζατε, Άρχοντά μου. Έχουμε συνεργαστεί με τον Εύβουλο.»

«Τελειώσατε με τη δουλειά σας;»

«Δυστυχώς όχι. Βρεθήκαμε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο. Και τα νέα που σας φέρνουμε είναι τεράστιας βαρύτητας. Πρέπει, όμως, πρώτα να μας υποσχεθείτε ότι θα έχουμε την προστασία σας.»

Ο Βέργκεδελ τούς ατένισε κριτικά για λίγο, με το πρόσωπο του μισοκρυμμένο πίσω απ’τον καπνό του τσιγάρου του. Ο σκύλος του γρύλισε υπόκωφα. Ο Αρχισυγκλητικός είπε: «Θα έχετε την προστασία μου. Μιλήστε. Ελεύθερα.»

Ο Άσλατμιρ έριξε μια ματιά στους φρουρούς, μπροστά και πίσω τους.

«Είναι έμπιστοι άνθρωποι,» τον διαβεβαίωσε ο Βέργκεδελ. «Καθίστε· μη στέκεστε.»

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ κάθισαν σ’έναν χαμηλό καναπέ, και ο Βέργκεδελ πήρε θέση αντίκρυ τους, σε μια πολυθρόνα. Ο πελώριος σκύλος σηκώθηκε και ήρθε να κουλουριαστεί στα πόδια του, κοιτάζοντας τους νυχτερινούς επισκέπτες με μισόκλειστα, γυαλιστερά μάτια.

Ο Άσλατμιρ αισθανόταν δίπλα του τη Σέρυ ακόμα πιο τσιτωμένη από πριν: έτοιμη να τιναχτεί επάνω, ίσως, για να τρέξει ή για να επιτεθεί σε κάποιον. Μπορεί να μην είχε κανένα πρόβλημα να σκοτώνει ανθρώπους, αλλά τα νεύρα της δεν ήταν για διπλωματία· ο Άσλατμιρ το είχε παρατηρήσει και παλιότερα, καθώς ταξίδευαν προς τα ανατολικά μαζί με τον Άρδαλον’λι.

Όμως τώρα δεν είχε χρόνο για σκέψεις σχετικά με τη Σέρυ. «Αιχμαλωτιστήκαμε, Άρχοντά μου, από συμμάχους της μάγισσας…» άρχισε να διηγείται.

*

Βήματα.

Έξω από το διαμέρισμα.

Από μποτοφορεμένα πόδια.

Τουλάχιστον πέντε άνθρωποι.

Η υπερφυσική ακοή του Φέκταρελ τον ειδοποίησε αμέσως. Τα μάτια του άνοιξαν μέσα στο σκοτεινό καθιστικό της Σανκάρλι’μορ που φωτιζόταν μόνο από τις ενδείξεις στην οθόνη του συστήματος που κατασκόπευε το σπίτι του Άσλατμιρ. Ο Φέκταρελ ανασηκώθηκε πάνω στον καναπέ, ξυπνώντας τη Φαίδρα η οποία κοιμόταν με το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο του.

«Κάποιοι είναι έξω απ’το σπίτι,» της ψιθύρισε. «Τουλάχιστον πέντε.»

Μέσα στο σκοτάδι, που για εκείνον δεν ήταν σκοτάδι, την είδε να συνοφρυώνεται. «Και…;»

Κάποιος χτύπησε την εξώπορτα του διαμερίσματος, άγρια, κλοτσώντας την μάλλον.

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα τινάχτηκαν όρθιοι, πιάνοντας τα πιστόλια τους, πηγαίνοντας να γονατίσουν, στο ένα γόνατο, ο πρώτος πίσω από μια καρέκλα, η δεύτερη δίπλα από τον καναπέ. Η Φαίδρα έφερε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων στην επιφάνεια της φυλακής της, αλλά δεν την αμόλησε ακόμα.

Μετά από τρείς κλοτσιές, η κλειδαριά της εξώπορτας έσπασε και άνθρωποι μπήκαν στο σκοτεινό καθιστικό, βαστώντας όπλα και φωτίζοντας με φακούς.

Η Φαίδρα και ο Φέκταρελ πυροβόλησαν, και η πρώτη αμόλησε τον δαιμονικό θεό της – μια αγέλη αόρατα θηρία ξεχύθηκε καταπάνω στους εισβολείς. Ουρλιαχτά και κραυγές αντήχησαν καθώς σώματα έπεφταν στο πάτωμα και αίμα τιναζόταν προς κάθε κατεύθυνση. Σφαίρες διέλυσαν το μηχανικό σύστημα πάνω στο τραπεζάκι.

«Σανκάρλι!» φώναξε ο Φέκταρελ, για να την ειδοποιήσει ότι εκείνος κι η Φαίδρα ήταν ζωντανοί, διότι, φυσικά, δεν μπορεί η μάγισσα να μην είχε ακούσει τι γινόταν.

«Φέκταρελ!» αντήχησε η φωνή της, και η μορφή της φάνηκε στο κατώφλι του υπνοδωματίου, μ’ένα πιστόλι στο χέρι, πυροβολώντας.

Οι εισβολείς είχαν τώρα υποχωρήσει έξω από το διαμέρισμα. Και η Φαίδρα δεν χρειάστηκε καν να προστάξει την Πολεμική Καρδιά να τους ακολουθήσει· ο θηριώδης θεός της τους καταδίωξε από ένστικτο, για να συνεχίσει να λιανίζει.

Αλλά συνάντησε αντίσταση.

Από κάποιον άλλο θεό. Μια οντότητα που έφερνε στο μυαλό της Φαίδρας, μέσω της Πολεμικής Καρδιάς, αρχαίο ξύλο και χώμα. Ένας σκληρός, αλύγιστος δαίμονας που κοπανούσε βίαια τον δικό της.

Και τώρα οι εχθροί πυροβολούσαν ξανά μέσα στο καθιστικό.

«Εδώ!» φώναξε η Σανκάρλι στον Φέκταρελ και στη Φαίδρα. «Ελάτε εδώ!» κάνοντάς τους νόημα.

Εκείνοι, υποθέτοντας ότι θα είχε καλό λόγο που τους καλούσε, υπάκουσαν, και μαζί με την Τεχνομαθή μάγισσα μπήκαν στο υπνοδωμάτιο. Η Φαίδρα τράβηξε την Καρδιά της Συναγωγής κοντά της, κρατώντας την με τη θέλησή της σαν να κρατούσε μια ορδή από αγρίμια δεμένα με γερά λουριά. Ο θεός της ήταν εξαγριωμένος από τη σύγκρουσή του με τον άλλο θεό – ήθελε να τον ΛΙΑΝΙΣΕΙ!

«Πού θα πάμε από δω;» είπε ο Φέκταρελ στη Σανκάρλι. «Πρέπει να φύγουμε.»

«Δεν πρόκειται να φύγουμε απ’την εξώπορτα πάντως,» αποκρίθηκε η μάγισσα ενώ άνοιγε την πόρτα του μπαλκονιού, βγαίνοντας. Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα την ακολούθησαν· η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων γρύλιζε δαιμονισμένα. Ο Φέκταρελ μπορούσε, με την υπερφυσική ακοή του, ν’ακούσει τους εισβολείς να μπαίνουν ξανά στο σπίτι και να έρχονται – αλλά, ευτυχώς, βάδιζαν με επιφύλαξη. Φοβόνταν. Κι αυτό μάς δίνει χρόνο.

Η Σανκάρλι έδειξε προς τα πάνω. «Πρέπει να φτάσουμε στην ταράτσα.» Το διαμέρισμά της ήταν στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, στο ρετιρέ· η ταράτσα δεν ήταν μακριά. Αλλά ούτε και εύκολο ήταν κανείς να σκαρφαλώσει εκεί. «Δεν υπάρχει άλλη λύση.» Το λευκό δέρμα της Τεχνομαθούς μάγισσας είχε χλομιάσει.

Η Φαίδρα είπε: «Ξέρω το Ξόρκι Λιθικής Έλξεως.»

Η Σανκάρλι φάνηκε να μπορεί ξανά να αναπνεύσει. «Μόλις έγινες η καλύτερή μου φίλη, Φαίδρα.»

«Δε χρειάζομαι ξόρκια για ν’ανεβώ,» δήλωσε ο Φέκταρελ. Πηδώντας, πάτησε πάνω στην κουπαστή του μπαλκονιού και, μ’άλλο ένα πήδημα – ένα υπερφυσικό πήδημα, λες κι ήταν πίθηκος, όχι άνθρωπος – πιάστηκε στις πέτρες που προεξείχαν από την οροφή της πολυκατοικίας. Ανέβηκε στην ταράτσα χωρίς να δυσκολευτεί.

Η Φαίδρα είχε ήδη αρχίσει να κάνει το Ξόρκι Λιθικής Έλξεως και, προτού το ολοκληρώσει, άκουσε ουρλιαχτά από το εσωτερικό του σπιτιού, από το υπνοδωμάτιο της Σανκάρλι, καθώς οι εισβολείς δέχονταν την επίθεση της Πολεμικής Καρδιάς της Συναγωγής των Θηρίων. Και μετά, η Πολεμική Καρδιά συνάντησε ξανά εκείνο τον θεό που έφερνε στο μυαλό της Φαίδρας αρχαίο, σκληρό ξύλο και χώμα. Προσπαθούσε να ακινητοποιήσει την Πολεμική Καρδιά και να τη συνθλίψει – κι έδινε τώρα την αίσθηση γίγαντα στη μάγισσα.

Αλλά το ξόρκι ήταν έτοιμο, και η Φαίδρα το εστίασε πάνω στη Σανκάρλι’μορ πιάνοντας και τους δύο πήχεις της δυνατά. «Βγάλε τα παπούτσια σου κι ανέβα,» της είπε βλέποντας πως η Τεχνομαθής μάγισσα είχε προλάβει να ποδεθεί παρά τον χαλασμό. Η Σανκάρλι κατένευσε· έβγαλε τα παπούτσια της και σκαρφάλωσε πάνω στον τοίχο όπως ένα έντομο: τα γυμνά πόδια και χέρια της έλκονταν από τις πέτρες, κολλούσαν επάνω τους σαν μαγνήτες.

Η Φαίδρα είχε μείνει μόνη στο μπαλκόνι, και ο Φέκταρελ τής φώναξε από πάνω: «Πιάσου!» και, πηδώντας ξανά, κρατήθηκε με το ένα χέρι από την άκρη της ταράτσας, ενώ άπλωνε το άλλο του χέρι προς τη Φαίδρα. «Πιάσου!»

Ελπίζω να μπορείς να μας ανεβάσεις και τους δύο, σκέφτηκε εκείνη. Άρπαξε τον πήχη του, και ο Φέκταρελ τη σήκωσε με δύναμη που η Φαίδρα καταλάβαινε ότι ήταν αισθητά μεγαλύτερη από ενός φυσιολογικού ανθρώπου.

«Σκαρφάλωσε πάνω μου,» της είπε. «Βγες στην ταράτσα.»

Η Φαίδρα υπάκουσε, χρησιμοποιώντας τον σαν σκάλα, πατώντας με τα γυμνά της πόδια στα πλευρά του, στους ώμους, στο κεφάλι του, φτάνοντας στην οροφή της πολυκατοικίας. Αισθανόταν πως η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων βρισκόταν στα όρια του δεσμού τους, και τράβηξε τον θεό πίσω, μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του. Ήταν τραυματισμένος από τον άλλο θεό αλλά ήθελε να συνεχίσει τη μονομαχία τους.

Ο Φέκταρελ ανέβηκε ξανά στην ταράτσα χωρίς την παραμικρή δυσκολία. «Προς τα πού, τώρα, Σανκάρλι;»

Η μάγισσα κοίταζε ολόγυρα, μην έχοντας προφανώς αποφασίσει. «Αν πάμε κάτω…» άρχισε.

«Θα μας στριμώξουν στις σκάλες ή στον ανελκυστήρα,» είπε ο Φέκταρελ.

Από το μπαλκόνι κάποιος ακούστηκε να φωνάζει: «Επάνω είναι! Ανέβηκαν στην ταράτσα, οι δαιμονισμένοι!»

«Πώς σκατά ανέβηκαν, γαμώ τις μάνες τους;» απόρησε ένας άλλος.

«Από δω,» είπε ο Φέκταρελ βλέποντας πως μια πενταώροφη πολυκατοικία ήταν δίπλα στην εξαώροφη της Σανκάρλι. Έτρεξε και πήδησε σαν θηρίο, σαν δαίμονας, σαν θεός, και προσγειώθηκε άνετα στην οροφή της πενταώροφης πολυκατοικίας. Έκανε νόημα στις δύο μάγισσες να έρθουν, ενώ τους φώναζε: «Μία-μία! Θα σας πιάσω!»

Η Φαίδρα είπε στη Σανκάρλι: «Πήγαινε. Θα τους καθυστερήσω. Κουνήσου!» Κι έστειλε τον θεό της στο μπαλκόνι από πάνω, όπου οι φωνές των εισβολέων μετατράπηκαν αμέσως σε ουρλιαχτά – και πάλι η Πολεμική Καρδιά συνάντησε εκείνο τον άλλο δαίμονα, και η μονομαχία τους συνεχίστηκε.

«Παραδοθείτε!» φώναξε κάποιος από το μπαλκόνι. «Στο όνομα της Συγκλήτου της Κάρνατεβ! Παραδοθείτε, τώρα!»

Η Σανκάρλι έτρεξε προς την άκρη της ταράτσας, πάτησε πάνω στα παλιά κάγκελα με το ένα πόδι, και–

–πήδησε.

Ούρλιαξε–

Ο Φέκταρελ την έπιασε, γελώντας.

Η Φαίδρα σκέφτηκε: Η σειρά μου· και, τραβώντας πίσω την Καρδιά της Συναγωγής (μετά δυσκολίας ξανά, ομολογουμένως), έτρεξε προς την άκρη της ταράτσας. Και πήδησε, νιώθοντας τον νυχτερινό αέρα να τραβά τα πράσινά μαλλιά της.

Ο Φέκταρελ την έπιασε προτού κοπανήσει στις πέτρες της οροφής της πενταώροφης πολυκατοικίας.

«Πάμε κάτω,» είπε η Σανκάρλι, πηγαίνοντας ήδη προς την πλευρική, σιδερένια σκάλα του οικοδομήματος.

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα την ακολούθησαν χωρίς καθυστέρηση.

*

«Ποιοι ήταν αυτοί;» ρώτησε η Φαίδρα, καθώς απομακρύνονταν από την πολυκατοικία της Σανκάρλι’μορ, τρέχοντας μέσα στα σοκάκια της Κεντρικής Αγοράς. «Είπαν ‘στο όνομα της Συγκλήτου’. Ήταν του Αρχισυγκλητικού;»

«Δε μπορεί να ήταν κανενός άλλου, Φαίδρα,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι λαχανιασμένα, καταϊδρωμένη, φοβισμένη σαν κυνηγημένο θηρίο. Τα μάτια της ήταν διασταλμένα, τ’αφτιά της τεντωμένα για τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο.

«Πρέπει να φύγουμε απ’την πόλη,» είπε ο Φέκταρελ, «όσο ακόμα μπορούμε.»

«Να φύγουμε;» έκανε η Φαίδρα. «Μα… η Έρικα. Όταν η Έρικα γυρίσει…»

«Αν μείνουμε στην πόλη θα μας βρουν, Φαίδρα. Σκέψου: έχουν μάγους. Εσύ τα ξέρεις αυτά καλύτερα από μένα!»

Έχει δίκιο, σκέφτηκε η Φαίδρα. Αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν του Αρχισυγκλητικού, τότε θα έχουν όλη την υποστήριξη της Μαγικής Σχολής αν χρειαστεί.

«Σανκάρλι,» ρώτησε ο Φέκταρελ, «από πού μπορούμε να βγούμε από την πόλη χωρίς να μας δουν;»

«Η Πύλη των Αγρών δεν κλείνει τη νύχτα. Ούτε καμια άλλη πύλη,» αποκρίθηκε η Τεχνομαθής μάγισσα, ενώ είχαν πάψει να τρέχουν, έχοντας πλέον βγει από την Κεντρική Αγορά και βαδίζοντας μέσα στους νυχτερινούς δρόμους του Βορειοδυτικού Τέταρτου της Κάρνατεβ. «Αλλά αν έχουν ειδοποιήσει τους φύλακες για εμάς….»

«Γι’αυτό πρέπει να φύγουμε όσο έχουμε ακόμα χρόνο!» τόνισε ο Φέκταρελ. «Δεν υπάρχει κανένας κρυφός δρόμος, Σανκάρλι;»

«Δεν ξέρω για κρυφούς δρόμους–»

«Οι υπόνομοι;»

«Δεν ξέρω τους υπονόμους· τι νομίζεις ότι είμαι;»

«Το Ποταμολίμανο;» είπε ο Φέκταρελ. «Μπορούμε να βουτήξουμε στον ποταμό Δάλρωθ από εκεί.»

«Υπάρχει η Πύλη του Ποταμού πριν απ’το Ποταμολίμανο,» προειδοποίησε η Σανκάρλι. «Κι αν έχουν ειδοποιήσει όλους τους φύλακες των πυλών για εμάς, καταλαβαίνεις ότι θα έχουν ειδοποιήσει κι αυτούς.»

«Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής!» γρύλισε ο Φέκταρελ, νιώθοντας εντός του το τέρας να έχει αγριέψει πολύ ξανά, να θέλει να σκοτώσει, να διαλύσει. Οι αισθήσεις του ήταν οδυνηρά οξυμένες.

«Ίσως,» είπε η Σανκάρλι, «το καλύτερο να ήταν να κρυφτούμε μέσα στην πόλη–»

«Θα μας εντοπίσουν! Είσαι μάγισσα· δεν ξέρ–;»

«Επειδή είμαι μάγισσα, Φέκταρελ, ξέρω πως μπορούμε να κρυφτούμε. Ακόμα κι οι Διαλογιστές δεν γίνεται να μας εντοπίσουν αυτομάτως. Κανένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν είναι τόσο δυνατό που να απλώνεται σ’όλη την Κάρνατεβ. Επιπλέον, γνωρίζω και Ξόρκι Προκαλύψεως και Μαγγανεία Προκαλύψεως. Έχω τη δύναμη να μας κρύψω για κάποιον καιρό τουλάχιστον.»

«Κι εγώ ξέρω Ξόρκι Προκαλύψεως,» δήλωσε η Φαίδρα.

«Ορίστε,» είπε η Σανκάρλι. «Μπορούμε, λοιπόν, να κρυφτούμε κάπου μέσα στην πόλη.»

«Στο παλιό σχολείο;» είπε ο Φέκταρελ. «Ή λες ότι θα έχουν βρει και τους μεταλλαγμένους;»

«Πάμε να μάθουμε,» πρότεινε η Σανκάρλι. «Προσεχτικά. Κι αφού καλυφτούμε με μαγεία.» Κοίταξε τη Φαίδρα. Εκείνη ένευσε, κι άρχισαν κι οι δυο τους να υποτονθορύζουν τα λόγια για το Ξόρκι Προκαλύψεως.

*

Το πλακόστρωτο των δρόμων της Κάρνατεβ ήταν σκληρό και τραχύ κάτω από τα γυμνά πόδια τους, και υγρό επίσης σε ορισμένα σημεία όπου υπήρχαν χυμένα νερά. Ούτε τελείως ακίνδυνο ήταν· η Σανκάρλι έκοψε τη φτέρνα της επάνω σε κάτι σπασμένα γυαλιά όταν μπήκαν στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της πόλης.

Τα ρούχα που φορούσαν ήταν λίγα και, παρότι καλοκαίρι, η νύχτα δεν ήταν τόσο ζεστή που να μην αισθάνονται μια ψύχρα να τους διαπερνά. Και δεν μπορούσαν τώρα να αγοράσουν ούτε ενδύματα ούτε υποδήματα· όχι, τουλάχιστον, μέχρι να ξημερώσει. Τέτοια καταστήματα δεν δούλευαν τη νύχτα. Πάντως, η πιο ενοχλημένη από τους τρεις τους, από την έλλειψη ρούχων και παπουτσιών, ήταν η Σανκάρλι. Η Φαίδρα δεν έδειχνε να ενοχλείται και τόσο, αν και, ασφαλώς, θα προτιμούσε να ήταν καλύτερα ντυμένη. Ο Φέκταρελ δεν έδινε καμία σημασία, μοιάζοντας με φυσικό στοιχείο της πόλης: ένας δαίμονας της νύχτας, με το κατάμαυρο δέρμα του και τις αιλουροειδείς κινήσεις του.

«Μπορεί να έχουν πάει και για τον Άρδαλον’λι,» είπε απρόσμενα η Φαίδρα, ξαφνιάζοντας λιγάκι τους άλλους δύο.

«Δε θα ήταν φρόνιμο να τον αναζητήσουμε τώρα,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι.

«Δεν πρότεινα να τον αναζητήσουμε. Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί ήρθαν να μας βρουν. Τι άλλαξε; Έμαθαν κάτι; Κι αν ναι, πώς;»

«Αυτό με προβληματίζει κι εμένα, Φαίδρα…»

«Κάποιος πρέπει να μας παρακολουθούσε,» είπε ο Φέκταρελ.

«Η Έρικα θα τον είχε καταλάβει,» διαφώνησε η Φαίδρα.

«Η Έρικα δεν καταλαβαίνει τα πάντα.»

«Αυτά τα καταλαβαίνει, Φέκταρελ.»

«Γιατί έστειλαν τους μισθοφόρους τους, τότε;» απαίτησε εκείνος – και η φωνή του ακούστηκε σαν δαιμονικό γρύλισμα. «Ο Αρχισυγκλητικός, προφανώς, έμαθε για το σχέδιό μας!»

Η Φαίδρα δεν μίλησε, μην ξέροντας τι να υποθέσει.

Η Σανκάρλι είπε, μετά από λίγο: «Αυτοί οι δύο!… Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ. Αυτοί μπορεί να μας πρόδωσαν.»

«Δε μας πρόδωσαν αυτοί,» είπε η Φαίδρα. «Τους ακούγαμε. Δεν το συζήτησαν καν να μας προδώσουν.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Φέκταρελ. «Δεν το συζήτησαν καν. Μήπως κάποιος κατασκοπεύει το διαμέρισμά σου, Σανκάρλι; Κάποιος άλλος Τεχνομαθής μάγος, ίσως;»

«Δεν το νομίζω.»

«Αυτός δεν είναι ο σκοπός;»

«Τι εννοείς;»

«Δεν είναι ο σκοπός να μη νομίζεις ότι σε παρακολουθούν ενώ σε παρακολουθούν;»

«Η δουλειά μου είναι, κυρίως, να ασχολούμαι με συστήματα ασφαλείας, Φέκταρελ. Μπορώ να προστατέψω το σπίτι μου,» επέμεινε η Σανκάρλι.

«Πώς, τότε, έγινε αυτό που έγινε;»

«Δεν ξέρω.»

«Η Έρικα,» είπε η Φαίδρα, ύστερα από άλλο ένα χρονικό διάστημα που βάδιζαν σιωπηλοί μέσα στους νυχτερινούς δρόμους του Νοτιοανατολικού Τέταρτου.

«Αποκλείεται η Έρικα να μας πρόδωσε!» είπε ο Φέκταρελ. «Μην τρελαθούμε κιόλας.»

«Δεν εννοώ ότι μπορεί να μας πρόδωσε· εννοώ ότι ίσως να την έπιασαν και να τη βασάνισαν. Αν και…»

«Τι;»

«Οι πιθανότητες είναι μηδαμινές. Η Έρικα είναι πολύ προσεχτική. Ανέκαθεν ήταν πολύ προσεχτική.»

«Ακόμα και οι προσεχτικοί κάποτε την πατάνε,» είπε ο Φέκταρελ, παρότι κι εκείνου τού φαινόταν λιγάκι δύσκολο να είχε τώρα πιαστεί η Έρικα. Εξωφρενικό, μάλλον. Εξωφρενικό.

Μετά από καμια ώρα βαδίσματος ακόμα, έφτασαν κοντά στο παλιό σχολείο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου, και η Φαίδρα ρώτησε τον Φέκταρελ: «Τους διαισθάνεσαι μέσα;»

«Ναι. Και δε νομίζω ότι κινδυνεύουν, ή ότι είναι αιχμάλωτοι.»

«Πώς θα το καταλάβαινες αν ήταν;»

Δε θα τους ένιωθα τόσο ήρεμους. «Θα το καταλάβαινα, Φαίδρα. Αλλά θα πάω να ελέγξω, φυσικά. Μείνετε πίσω.»

«Μη λες βλακείες· έρχομαι μαζί σου.»

Ο Φέκταρελ δεν της έφερε αντίρρηση γιατί ήξερε πως ήταν ξεροκέφαλη όταν ήθελε να είναι. Κι οι δυο τους, όμως, είπαν στη Σανκάρλι να περιμένει, και η Τεχνομαθής μάγισσα δεν διαφώνησε.

Πλησίασαν το παλιό σχολείο και πέρασαν την ανοιχτή καγκελόπορτά του μπαίνοντας στην αυλή που ήταν γεμάτη άγρια χόρτα. Η βλάστηση δάγκωνε αλύπητα τα γυμνά πόδια τους και μπλεκόταν ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Πήγαν προς τη σπασμένη είσοδο επάνω στα σκαλοπάτια, με επιφύλαξη, έχοντας τα πιστόλια τους έτοιμα.

«Φέκταρελ;» ακούστηκε μια φωνή από μέσα.

«Ναι, εγώ είμαι, Βαράσγκιλ. Όλα εντάξει;»

Η μορφή του μεταλλαγμένου φάνηκε στο κατώφλι καθώς εκείνοι ανέβαιναν τα λίγα σκαλιά. «Ναι· γιατί;»

«Γιατί χρειαζόμαστε την προστασία σας.»

Ο μεταλλαγμένος συνοφρυώθηκε.

«Μας κυνηγάνε,» εξήγησε ο Φέκταρελ.

*

Μισθοφόροι, πληρωμένοι από τον Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ, μπήκαν σε μια πολυκατοικία που βρισκόταν περίπου εκατό μέτρα απόσταση από τον Κίονα του Φωτός, βόρεια της Κεντρικής Αγοράς. Μαζί τους ήταν δύο μάγοι και μία μάγισσα, όλοι του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. Χρησιμοποιώντας τις σκάλες και τον ανελκυστήρα, ανέβηκαν στον τέταρτο όροφο και πλησίασαν την πόρτα ενός διαμερίσματος.

Ο ένας από τους μάγους – φανερά αρχηγός ανάμεσά τους – έγνεψε, με το ύψωμα του χεριού, στους υπόλοιπους να περιμένουν. Μαζί με τη μάγισσα έκαναν ένα ξόρκι, και μετά ο μάγος είπε: «Αναμενόμενα, τέτοιο ύπουλο τσακάλι προφυλάσσεται καλά.»

Είχαν εντοπίσει δύο προστατευτικές μαγείες: μία Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως και μία Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως.

«Κι οι τρεις μαζί, τώρα,» είπε ο αρχηγός στον άλλο μάγο και στη μάγισσα. Εκείνοι ένευσαν· και ύφαναν όλοι, συγχρονισμένα, Ξόρκι Προκαλύψεως, για να κρύψουν και τους εαυτούς τους αλλά και τους μισθοφόρους.

Όταν τελείωσαν, ο αρχηγός προέτρεψε έναν από τους τελευταίους να ξεκλειδώσει την είσοδο του διαμερίσματος, πράγμα που εκείνος έκανε με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου διάρρηξης. Ανοίγοντας την πόρτα μπήκαν στο σκοτεινό, ήσυχο σπίτι με φακούς αναμμένους και πιστόλια υψωμένα. Οι μάγοι κρατούσαν τους θεούς τους μέσα στις φυλακές τους, αλλά στην επιφάνεια, έτοιμοι να τους ξαμολήσουν· γιατί ο αρχηγός είχε προειδοποιήσει ότι ο εχθρός τους ήταν πανούργος και πολύ ισχυρός. Έλεγε πως τον ήξερε από παλιά: από τότε που βρισκόταν στις νότιες Ενδότερες Πολιτείες. Ήταν, κάποτε, ένας ελεεινός υπηρέτης των Παντοκρατορικών.

Οι μισθοφόροι και οι μάγοι προχώρησαν μέσα στο διαμέρισμα με προσοχή, μη βλέποντας κανέναν στο καθιστικό. Πήγαν προς το υπνοδωμάτιο.

Το Ξόρκι Προκαλύψεώς τους είχε καταφέρει να κοροϊδέψει τις μαγγανείες του Άρδαλον’λι, όμως δεν μπόρεσε να κοροϊδέψει ούτε την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού ούτε τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο. Οι δύο θεοί προειδοποίησαν τον κύριό τους. Αλλά ήταν πλέον αργά: οι εχθροί βρίσκονταν στην πόρτα του υπνοδωματίου.

Τα μάτια του Άρδαλον’λι άνοιξαν μες στο σκοτάδι καθώς ανασηκωνόταν επάνω στο κρεβάτι. Εισβολείς…

«Ακίνητος!» φώναξε ένας άντρας που βαστούσε πιστόλι, καθώς ένας φακός φώτιζε τον Άρδαλον’λι. Ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος όρμησε στον μισθοφόρο, ρουφώντας τον αέρα γύρω του, πνίγοντάς τον. Και η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού έπεσε πάνω στους υπόλοιπους· τα πόδια της ακούγονταν να πλατσουρίζουν σε ανύπαρκτο νερό. Οι μισθοφόροι πάλευαν με δυνάμεις αόρατες, που τους τρομοκρατούσαν και προσπαθούσαν να σβήσουν τις ζωές τους όπως ο άνεμος το κερί. Κάποιος πυροβόλησε αλλά αστόχησε τον Άρδαλον’λι ο οποίος είχε, αμέσως, πέσει πλάι στο κρεβάτι για να καλυφτεί.

Άρπαξε το πιστόλι του από το κομοδίνο και πυροβόλησε κι εκείνος, χτυπώντας έναν μισθοφόρο στο πόδι.

Και μετά, οι θεοί του ήρθαν σε σύγκρουση με τους θεούς των εχθρών του. Τρεις ήταν: τους δύο ο Άρδαλον δεν τους γνώριζε· τον τρίτο, όμως….

«Σέρκαδελ!» φώναξε, πυροβολώντας ξανά μέσα στον χαλασμό.

«Παραδώσου, Άρδαλον’λι!» αντήχησε η φωνή του καινούργιου Αρχιμάγου της Κάρνατεβ. «Ξέρω τα πάντα για τη συνωμοσία σου με τους πρώην Παντοκρατορικούς, και για το σχέδιό σου να καταστρέψεις τα ορυχεία και να με δολοφονήσεις!» Δαιμονικά συρίγματα, γρυλίσματα, πλατσουρίσματα, φτεροκοπήματα, και μουγκρητά γέμιζαν τον χώρο, μαζί με ουρλιαχτά και πυροβολισμούς· με το ζόρι ακουγόταν η φωνή του Σέρκαδελ’λι.

Ο Άρδαλον’λι δεν απάντησε· έκανε Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, στρέφοντάς το ενάντια στη θεά που θεωρούσε πιο αδύναμη (κρίνοντάς την βιαστικά, βέβαια – αλλά εμπιστευόταν τα ένστικτά του). Η θέλησή του τη χτύπησε σαν σφύρα, κατακέφαλα, και ο Άρδαλον την άκουσε να φτεροκοπά προς τα πίσω, συρίζοντας, υποχωρώντας. Η μάγισσα που την υποστήριζε δεν μπορούσε να του αντισταθεί· είχε ξαφνιαστεί από την ορμή της πνευματικής του επίθεσης.

«Σκοτώστε τον!» κραύγασε ο Σέρκαδελ’λι. «ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΝ!»

Και οι μισθοφόροι – που τώρα είχαν απεμπλακεί από τους δαίμονες του Άρδαλον καθώς αυτοί μάχονταν με τους δαίμονες των άλλων μάγων – πυροβόλησαν φρενιασμένα μες στο δωμάτιο· οι κάννες των πιστολιών τους άστραφταν, ολόκληρο το διαμέρισμα – ολόκληρη η πολυκατοικία – αντηχούσε από τα πυρά τους, κάλυκες τινάζονταν στο πάτωμα, οι τοίχοι γέμισαν σφαίρες, και τα έπιπλα επίσης.

Ο Άρδαλον’λι ήταν ακόμα καλυμμένος πίσω απ’το κρεβάτι. Αλώβητος, αν και μια σφαίρα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι του.

Πυροβόλησε τους μισθοφόρους από το πλάι, χτυπώντας μία στο πόδι, έναν άλλο στο στήθος· η πρώτη έπεσε ουρλιάζοντας, ο δεύτερος παραπάτησε αλλά δεν σκοτώθηκε: η αλεξίσφαιρη αρματωσιά του τον είχε σώσει.

Και ο Άρδαλον αισθάνθηκε τώρα τον Σέρκαδελ’λι να χτυπά την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού με Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, προσπαθώντας να την τρέψει σε φυγή, να την αποπροσανατολίσει, ώστε ο δαιμονικός θεός του, ο Σιωπηλός Γδάρτης των Αλλοτινών Αιώνων, να τη λιανίσει σαν λαίλαπα από δρεπάνια. Ο Άρδαλον’λι, όμως, δεν άφησε τη θεά του απροστάτευτη· με την ίδια του τη θέληση την εμψύχωσε, χωρίς λόγια· και την άκουσε να γελά χλευαστικά προς τον Αρχιμάγο της Κάρνατεβ, αγνοώντας το ξόρκι του και χτυπώντας τον Σιωπηλό Γδάρτη με μανία, όπως μια γυναίκα που έχει ξαφνικά αποκτήσει το πάνω χέρι εναντίον του επίδοξου βιαστή της.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι εχθρικοί θεοί και οι μάγοι που είχε να αντιμετωπίσει ο Άρδαλον’λι· αν ήταν μόνο αυτοί, ίσως – ίσως – να μπορούσε να τους νικήσει, παρότι τρομαχτικά περισσότεροι από εκείνον. Ήταν, όμως, και οι μισθοφόροι. Απλοί άνθρωποι μα οπλισμένοι με πυροβόλα και αγχέμαχα όπλα· και, κυρίως, ο φόβος ήταν που μέχρι στιγμής τούς κρατούσε πίσω.

«Μπείτε μέσα, ανόητοι!» φώναξε τώρα ο Σέρκαδελ’λι. «Πιάστε τον! Κι αν δεν μπορείτε, σκοτώστε τον! Κουνηθείτε!»

Και οι μισθοφόροι μπήκαν στο δωμάτιο. Ο Άρδαλον’λι πυροβόλησε έναν, κι έναν ακόμα, αλλά μετά οι σφαίρες τού τελείωσαν. Άρπαξε το ξιφίδιο του από δίπλα, όμως δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει· βρίσκονταν γύρω του: τον γρονθοκόπησαν και τον κλότσησαν, ξανά και ξανά και ξανά. Αισθάνθηκε αίμα να πλημμυρίζει το στόμα του, να τινάζεται από τη μύτη του, έφτυσε δόντια, κάποιο από τα πλευρά του πρέπει να έσπασε γιατί ολόκληρη η δεξιά του μεριά παρέλυσε από τον πόνο.

Και οι θεοί του τώρα υποχωρούσαν· ο Σέρκαδελ’λι και οι άλλοι μάγοι είχαν βρει την ευκαιρία να τους εκδιώξουν με τα ξόρκια τους, ώστε να δώσουν τη νίκη στους δικούς τους θεούς. Η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού λούφαξε μέσα στον λίθο – στο αβγό του γάλακτος, όπως λεγόταν – στο περιδέραιο του αφέντη της· ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος μέσα στον κρύσταλλο στο δαχτυλίδι του.

Ένας μισθοφόρος κρατούσε τον Άρδαλον’λι από τα γκρίζα μαλλιά του, ριγμένο στα γόνατα, αιμόφυρτο, όταν ο Σέρκαδελ’λι πλησίασε για να τον κοιτάξει από κοντά, ενώ κάποιος είχε πια ανάψει το ενεργειακό φως του υπνοδωματίου. Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ έμοιαζε κουρασμένος· ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του. Και μήπως διακρινόταν και λίγος φόβος στην όψη του; Φοβόταν ότι, παρά όλους τους μισθοφόρους και τους μάγους που είχε φέρει, μπορεί ο εχθρός του να του ξέφευγε; ή ακόμα και να τον νικούσε;

Ο Άρδαλον’λι γέλασε, και έβηξε φτύνοντας αίμα. «Τα χρόνια δεν σου έχουν φερθεί καλά, Σέρκαδελ…» έκρωξε.

«Αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που τώρα αιμορραγεί,» αποκρίθηκε ο Σέρκαδελ’λι, και τον χτύπησε κατακέφαλα, άγρια, με τη λαβή του πιστολιού του.

Ο Άρδαλον’λι έχασε τις αισθήσεις του. Το σώμα του παρέλυσε καθώς ο μισθοφόρος συνέχιζε να το κρατά απ’τα μαλλιά, έχοντας το ξίφος του υψωμένο, με την αιχμή στραμμένη προς το λαιμό του μάγου, έτοιμος να τον καρφώσει και να δώσει τέλος στη ζωή του.

Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ έκανε νόημα στον μισθοφόρο να κατεβάσει το όπλο, κι εκείνος υπάκουσε, διστακτικά, με κάποιο φόβο.

«Θα τον αφήσεις να ζήσει;» ρώτησε η μάγισσα, που στεκόταν μερικά βήματα πιο πίσω, μαζί με τον άλλο μάγο. «Είναι πολύ επικίνδυνος!»

«Οι προδότες που μίλησαν με τον Αρχισυγκλητικό δεν ήξεραν τα πάντα,» αποκρίθηκε ο Σέρκαδελ’λι. «Ο Άρδαλον πολύ πιθανόν να ξέρει περισσότερα.» Και ύστερα πήρε το δαχτυλίδι και το περιδέραιο του παλιού εχθρού του – τα αντικείμενα μέσα στα οποία ήταν φυλακισμένοι οι θεοί του. «Δέστε τον,» πρόσταξε τους μισθοφόρους, «και φιμώστε τον.»

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Όγδοο
Οι Δυσχέρειες της Θάλασσας

Το ελικόπτερο βούτηξε στα κύματα και, αμέσως, πλημμύρισε. Ο Ζαώρδιλ κολύμπησε ώς την ανοιχτή πόρτα και βγήκε. Προσπάθησε να συνεχίσει να κολυμπά, προς τα πάνω, ενώ το αεροσκάφος βυθιζόταν, μα αισθάνθηκε την πανοπλία του να τον τραβά κάτω. Έπιασε τις αγκράφες και τα λουριά, ανοίγοντάς τα το ένα μετά το άλλο, γρήγορα, μεθοδικά. Δεν είχε πανικοβληθεί· ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος είχε γνωρίσει πολλές μάχες στη ζωή του, δεν πανικοβαλλόταν εύκολα· είχε συναντήσει αρκετές φορές τον θάνατο πρόσωπο με πρόσωπο, ώσπου πλέον να τον θεωρεί σύντροφό του. Ακόμα και τώρα, κάτω από τη θάλασσα, νόμιζε πως οι Κρυφοί Θεοί τον κοίταζαν μέσα από τα σκοτεινά νερά κι έβαζαν στοιχήματα αναμεταξύ τους αν αυτή τη φορά ο Ζαώρδιλ θα ερχόταν να τους συναντήσει.

Κομμάτια πανοπλίας έφευγαν από πάνω του – ειδικά επεξεργασμένα δέρματα ώστε να είναι αλεξίσφαιρα, σκληρά, ανθεκτικά μέταλλα – ο Ζαώρδιλ, όμως, είχε την αίσθηση ότι δεν πήγαινε προς τα πάνω παρότι ελάφραινε: αντιθέτως, η θάλασσα τον τραβούσε προς τον βυθό. Κοίταξε γύρω του, στιγμιαία, να δει πού ήταν ο Σάρνεμπ· είχε βγει από το ελικόπτερο; Μέσα στα σκοτεινά νερά, όμως, δεν μπορούσε να τον διακρίνει πουθενά· ούτε αυτόν ούτε το αεροσκάφος. Αλλά είδε κάτι άλλες… μορφές. Ανθρώπινες, νόμιζε, αλλά τρομερά διαστρεβλωμένες, με μακριά μέλη και επιμήκη κεφάλια και γυαλιστερά μάτια. Έμοιαζαν να παίζουν κάποιο παιχνίδι ανάμεσά τους, ενώ τον κοίταζαν· και εφιαλτικά, μακρυδάχτυλα χέρια υψώνονταν, δείχνοντάς τον.

Οι Κρυφοί Θεοί;

Ο Ζαώρδιλ αισθάνθηκε νερό να γεμίζει τα πνευμόνια του. Έβηξε για να το διώξει· η θάλασσα γύρω του γέμισε φυσαλίδες, και οι Κρυφοί Θεοί – οι θεοί του θανάτου, που κανένας δεν είχε επιστρέψει απ’το βασίλειό τους για να πει πώς ήταν οι μορφές τους – εξαφανίστηκαν από τα μάτια του. Συνέχισε να γδύνεται, και συνειδητοποίησε ότι ελάχιστα κομμάτια πανοπλίας είχαν απομείνει επάνω του: μονάχα ο θώρακας ουσιαστικά, και τα λουριά κι οι αγκράφες του ήταν όλα ανοιχτά. Ο Ζαώρδιλ έπιασε τις άκριές του και τον έβγαλε, ελευθερώνοντας το σώμα του. Ύστερα, διπλώθηκε μέσα στο νερό κι έλυσε τις μπότες του, και τις έβγαλε κι αυτές.

Νιώθοντας σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσει από την έλλειψη αέρα, άρχισε να κολυμπά – προς τα πάνω – προς τα πάνω – ενώ νόμιζε πως τα αφτιά του είχαν γεμίσει με ψιθυριστές, απόκοσμες φωνές. Κολυμπούσε προς τη σωστή κατεύθυνση, άραγε; Πήγαινε, όντως, επάνω; Ή μήπως πήγαινε προς τα κάτω χωρίς να το καταλαβαίνει; Μήπως κατευθυνόταν προς την καταδίκη του;

Αλλά ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος ήταν αθάνατος! Ο θάνατος πολεμούσε στο πλευρό του! Όταν λεπίδες και σφαίρες έβρισκαν τα ζωτικά όργανα άλλων και τους έστελναν στα χέρια των Κρυφών Θεών, επάνω στον Ζαώρδιλ άφηναν μονάχα ουλές: σημάδια ότι το βίαιο χέρι του θανάτου τον είχε αγγίξει ξανά, μονάχα για να τον αναγεννήσει.

Οι Κρυφοί Θεοί στοιχημάτιζαν κάπου μέσα στα σκοτεινά νερά του Ωκεανού.

Παράξενες σκιές χόρευαν μπροστά στα μάτια του Ζαώρδιλ, παράξενοι ήχοι γέμιζαν το κεφάλι του, μαζί μ’έναν δυνατό χτύπο. Ολόκληρος ο κόσμος τρανταζόταν.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος συνειδητοποίησε ότι πρέπει να είχε κάνει κάποιο λάθος – δεν κολυμπούσε προς την επιφάνεια. Η νύχτα και οι σκιές τον είχαν ξεγελάσει.

Οι Κρυφοί Θεοί γελούσαν, και το παιχνίδι τους συνεχιζόταν.

Καθώς έχανε τις αισθήσεις του ο Ζαώρδιλ άκουσε ένα βουητό, σαν από μια καινούργια παρουσία…

…και ένα πελώριο χέρι τον παρέσυρε…

*

…Το βουητό του ανέμου, το μουγκρητό της θάλασσας.

Τα βλέφαρα του Ζαώρδιλ άνοιξαν: τα μάτια του είδαν πυκνό σκοτάδι και, στο πέρας του, νύχτα και νερό και αφρό κάτω από το φεγγαρόφωτο.

Ανασηκώθηκε, καταλαβαίνοντας ότι ήταν ξαπλωμένος σε σκληρές πέτρες. Πού βρισκόταν; Σε κάποια σπηλιά… Πώς είχε καταλήξει εδώ; Δε θυμόταν τίποτα. Νόμιζε ότι, επιτέλους, οι Κρυφοί Θεοί είχαν νικήσει…

Πού ήταν ο Σάρνεμπ;

Πρόσεξε, τότε, μια φιγούρα κοντά στο στόμιο της σπηλιάς. Έναν άνθρωπο: θολό, σκοτεινό.

«…Σάρνεμπ;» έκρωξε.

«Ο σύντροφός σου είναι νεκρός, Ζαώρδιλ Σκοτωμένε, χλευαστή των Κρυφών Θεών,» είπε μια βαθιά, αντρική φωνή· και ο Ζαώρδιλ τώρα απόρησε πώς ήταν δυνατόν να είχε θεωρήσει ότι η ανθρώπινη φιγούρα μπορεί να ήταν ο Σάρνεμπ. Τι είναι αυτό το πλάσμα; Όποιος – ό,τι – κι αν ήταν, δεν πρέπει να φορούσε πολλά ρούχα, και διέθετε μακριά μούσια και μαλλιά που μάλλον είχαν να κοπούν χρόνια ολόκληρα· τα μάτια του στραφτάλιζαν· τα νύχια των χεριών του ήταν μακριά – αφύσικα μακριά, ίσως.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Πώς με ξέρεις; Πώς ξέρεις για τον Σάρνεμπ;»

«Είμαι ο Αθάνατος,» είπε ο άγνωστος άντρας, και ο Ζαώρδιλ νόμιζε ότι κάποιος τού έκανε κακόγουστη φάρσα.

Σηκώθηκε όρθιος, απότομα, σαν θηρίο έτοιμο να χιμήσει. «Μα τους θεούς, όποιος κι αν είσαι, φρόντισε να μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί έσωσες εμένα αλλά όχι τον Σάρνεμπ!»

«Δεν πιστεύεις, λοιπόν, ότι είμαι ο Αθάνατος; Νομίζεις ότι υπάρχει κι άλλος γιος της Φαρμακερής Υδατοθύελλας σε τούτα τα μέρη του Ωκεανού;» Η φωνή τώρα αντηχούσε απειλητική, θυμωμένη ίσως.

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε καθώς πλησίαζε τον άγνωστο. «Ο Αθάνατος; Είσαι ο… ο Αθάνατος που μίλησε με τον Φέκταρελ; με τη Φαίδρα; με την Έρικα;»

Ο ιερέας γέλασε. «Ναι.»

«Εσύ με έσωσες από τη θάλασσα;» Ο Ζαώρδιλ κοίταζε παρατηρητικά τον παράξενο άντρα, όσο τού επέτρεπε το φεγγαρόφωτο.

«Εγώ σε καθοδήγησα σε τούτη τη σπηλιά,» αποκρίθηκε αινιγματικά ο Αθάνατος. Και γέλασε ξανά. «Οι Κρυφοί Θεοί είναι πικαρισμένοι μαζί σου!»

«Τι ξέρεις για τους Κρυφούς Θεούς;»

«Ό,τι ξέρουν οι περισσότεροι – τίποτα.»

Ο Ζαώρδιλ πρόσεξε τώρα, πίσω από τον ιερέα, ότι η θάλασσα ήταν πιο ταραγμένη από πριν, όταν εκείνος κι ο Σάρνεμπ πετούσαν: τα κύματά πιο ψηλά, ο άνεμος πιο δυνατός. Αντάρα. «Ο καιρός άλλαξε απότομα…»

«Άλλαξε; Έτσι ήταν εδώ και ώρες. Και φαίνεται πως θα χειροτερέψει.»

«Δεν είναι δυνατόν!» είπε ο Ζαώρδιλ. «Όταν πετούσαμε, δεν φυσούσε τόσο.»

Ο Αθάνατος τον ατένιζε αμίλητα.

«Πόσες ώρες έχουν περάσει από την πτώση μας, ιερέα;»

«Ούτε μισή ώρα.»

«Μη μου λες ψέματα!»

«Κοίταξε τα φεγγάρια!» Ο Αθάνατος έδειξε τα τρία φεγγάρια της Φεηνάρκια στον σκοτεινό ουρανό, μισοκρυμμένα καθώς ήταν πίσω από τα πυκνά σύννεφα.

Ο Ζαώρδιλ έκρινε πως ο ιερέας πρέπει να έλεγε αλήθεια. Αλλά αν έλεγε αλήθεια… η μνήμη μου έχει αλλάξει; «Πού είναι ο Σάρνεμπ;»

«Σου είπα: είναι νεκρός.»

«Πώς το ξέρεις; Είδες το πτώμα του; Τον βρήκες πνιγμένο;»

«Μου το αποκάλυψε η Μητέρα μου–»

«Δεν τον είδες, δηλαδή!»

«Όχι, αλλά είναι νεκρός. Στον βυθό, μαζί με το αεροσκάφος του.»

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» καταράστηκε ο Ζαώρδιλ χτυπώντας τη γροθιά του στις πέτρες του τοιχώματος της σπηλιάς. «Και πού είμαστε τώρα; Σε ποιο νησί; Στην Ακρόνησο;»

«Ναι.»

«Μπορείς να με πας στη Μελόνησο; Πρέπει να ειδοποιήσω τους ανθρώπους μου. Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ έρχονται από τη γέφυρα που ενώνει τη Μελόνησο με την Ακρόνησο!»

«Δε μπορώ να σε πάω πουθενά και να συνεχίσεις να χλευάζεις τους Κρυφούς Θεούς,» δήλωσε ο Αθάνατος.

«Τι πάει να πει αυτό;» τον αγριοκοίταξε ο Ζαώρδιλ.

«Καλύτερα να περιμένεις η καταιγίδα να κοπάσει, Ζαώρδιλ Σκοτωμένε, προτού επιχειρήσεις να φύγεις από εδώ.»

«Δε μπορείς να την κάνεις να κοπάσει; Έχω ακούσει πως οι ιερείς της Φαρμακερής Υδατοθύελλας καλούν και εξορκίζουν καταιγίδες στον Ωκεανό.»

«Γιατί δεν σκέφτεσαι ότι, ίσως, τα πράγματα είναι όπως πρέπει να είναι;»

«Εσύ κάλεσες την καταιγίδα; Για να δυσκολέψεις τα αεροχήματα της Κάρνατεβ;»

«Μόνη της ξέσπασε.»

«Από πότε; Προτού πέσει το ελικόπτερό μας; Είσαι σίγουρος;»

Ο Αθάνατος τον κοίταζε αμίλητα για λίγο· ύστερα είπε: «Θυμάσαι άλλα πράγματα… Έχει ξανασυμβεί σ’αυτούς που έχουν βρεθεί κοντά στο άγγιγμα των Κρυφών Θεών. Αντίκρισες τις μορφές τους;»

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε. Τι θέλει να πει; Είναι δυνατόν η… η Φεηνάρκια να άλλαξε επειδή… επειδή παραλίγο να πνιγώ; «Κάποιες σκιές,» είπε αργά. «Παραισθήσεις… Κάτω απ’το νερό. Έμοιαζαν με–»

«Οι μορφές τους δεν είναι για τον δικό μου νου, Ζαώρδιλ Σκοτωμένε. Αλλά να ξέρεις ότι κανένας δεν τους κοιτάζει χωρίς να φτάσει στα όριά του. Σε χαιρετώ τώρα,» είπε ο Αθάνατος, και βούτηξε στο νερό που σχημάτιζε λίμνη μέσα στην παράκτια σπηλιά.

«Περίμενε!» φώναξε ο Ζαώρδιλ, γονατίζοντας πλάι στη λίμνη κι απλώνοντας το χέρι του για να τον αρπάξει. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, δεν φαινόταν καμια μεγάλη σκοτεινή μορφή – κανένας άνθρωπος. Ήταν το νερό τόσο βαθύ εδώ; Ο Ζαώρδιλ άπλωσε το χέρι του όσο μπορούσε και δεν άργησε να πιάσει τον πάτο.

Αδύνατον! Πώς είχε εξαφανιστεί ο ιερέας εδώ πέρα; Δεν μπορούσε κάποιος να εξαφανιστεί εδώ πέρα!

Δόθηκε στον Ζαώρδιλ η εντύπωση ότι, τόση ώρα, μιλούσε με κάποιο πνεύμα, ή με κάποιο φάντασμα του μυαλού του· και ρίγησε.

*

Στην Ακρόνησο, είπε. Αλλά πού στην Ακρόνησο;

Είχαν συμβεί παράδοξες, αλλόκοτες αλλαγές στη Φεηνάρκια ύστερα από τη συνάντησή του με τους Κρυφούς Θεούς, αλλά υπέθετε ότι οι αλλαγές δεν ήταν τόσο μεγάλες ώστε να έχει αλλάξει και η θέση που έπεσε το ελικόπτερο. Επομένως, λογικά, πρέπει να βρισκόταν κάπου στις νοτιοδυτικές ακτές της Ακρονήσου. Η αρχαία γέφυρα, λοιπόν, είναι προς τα εκεί. Στεκόμενος στο στόμιο της σπηλιάς, έστρεψε το βλέμμα του για να κοιτάξει· αλλά, μέσα στη νύχτα και στη θύελλα που ολοένα και δυνάμωνε, δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε τη γέφυρα ούτε τίποτε άλλο. Πρέπει να απείχε τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο· ίσως και δύο. Και η ακτή δεν φαινόταν ομαλή στον Ζαώρδιλ: όλο πέτρες ήταν. Δύσκολα θα τη διέσχιζε.

Ωστόσο, δεν μπορούσε παρά να προσπαθήσει· δεν σκόπευε να περιμένει εδώ μέχρι η ανεμοθύελλα να κοπάσει, μέχρι οι μάχες να έχουν κριθεί. Βγήκε απ’τη σπηλιά και πιάστηκε στα βράχια, σκαρφαλώνοντας, αρχίζοντας να κατευθύνεται ανατολικά. Ο άνεμος τον χτυπούσε, τα κύματα που κοπανούσαν στις πέτρες τινάζονταν και τον μαστίγωναν, αλλά ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος συνέχιζε, αποφασισμένος να προειδοποιήσει τους συμπολεμιστές του για την απειλή που ερχόταν από την Ακρόνησο.

Αν τώρα μπορούσε να πετάξει…

Κι αυτό έφερε στο μυαλό του τον Σάρνεμπ.

Θα έπαιρνε εκδίκηση για τον Αετό. Θα ξανασυναντηθούμε, μάγισσα! ορκίστηκε έχοντας στο μυαλό του εκείνη τη μαυρόδερμη, πρασινομάλλα γυναίκα επάνω στο ορνιθόπτερο, η οποία πρόσταζε τον θεό της πυρακτωμένης καταχνιάς.

*

Δεν ήξερε πόση ώρα ακριβώς είχε περάσει όταν έφτασε σε σημείο που μπορούσε να ατενίσει την αρχαία γέφυρα, αλλά αποκλείεται να είχε περάσει λιγότερο από μία ώρα. Κι αντίκρυ του τώρα έβλεπε το οχυρό στο νότιο άκρο της γέφυρας να φλέγεται, ενώ μορφές οχημάτων και ψηλών ζώων περνούσαν. Ο στρατός της Κάρνατεβ είχε κατατροπώσει τους φύλακες της γέφυρας· είχε μπει στη Μελόνησο. Ο Ζαώρδιλ δεν είχε προλάβει να τους προειδοποιήσει. Αναρωτιόταν αν, τουλάχιστον, είχε κανένας καταφέρει να φύγει από τούτο το οχυρό – να φύγει με κάποιο δίκυκλο – ώστε να πάει γρήγορα στο κεφαλοχώρι για να πει τι είχε συμβεί.

Αλλά δεν μπορώ να ελπίζω. Πρέπει εγώ να πάω πρώτος. Και χρειάζομαι ένα όχημα.

Ή αεροσκάφος. Κοίταξε τα ορνιθόπτερα που φτεροκοπούσαν στον ουρανό, κατοπτεύοντας. Επάνω σε κάποιο απ’αυτά ήταν, αναμφίβολα, και η μαυρόδερμη, πρασινομάλλα μάγισσα…

Ο Ζαώρδιλ, όμως, είχε ένα ακόμα πιο βασικό πρόβλημα να λύσει. Βρισκόταν στις ακτές της Ακρονήσου και έπρεπε να φτάσει απέναντι, στις ακτές της Μελονήσου. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ήταν χιλιόμετρα· το οχυρό στο νότιο άκρο της γέφυρας διακρινόταν περισσότερο επειδή φλεγόταν παρά για κανέναν άλλο λόγο. Ο Ζαώρδιλ αδυνατούσε να διασχίσει τέτοια απόσταση κολυμπώντας, ειδικά τόσο κουρασμένος όπως τώρα ήταν. Έπρεπε, λοιπόν, να βαδίσει πάνω στη μεγάλη γέφυρα· δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Και από τη μεριά του, ευτυχώς, δεν είχαν μείνει δυνάμεις της Κάρνατεβ· είχαν πια απομακρυνθεί.

Πλησίασε, έτσι, το βόρειο άκρο της γέφυρας και το εγκαταλειμμένο οχυρό εκεί. Το ήξερε ότι μέσα δεν θα έβρισκε όπλα, οπότε δεν επιχείρησε καν να ερευνήσει, ελπίζοντας πως, όταν χρειαζόταν, τα δικά του όπλα – ένα σπαθί κι ένα πιστόλι – θα τον υπηρετούσαν καλά. Ανέβηκε στην τεράστια γέφυρα που ήταν καμωμένη από αρχαίες πέτρες και μέταλλα, κι άρχισε να τη διασχίζει. Τα γυμνά πόδια του πατούσαν σε νερά που είχε τινάξει εδώ η θύελλα, και ο Ζαώρδιλ πρόσεχε μη γλιστρήσει και πέσει, ενώ συγχρόνως είχε το νου του και για ιπτάμενους ανιχνευτές της Κάρνατεβ. Πήγαινε στο πλάι της γέφυρας, σκυμμένος και κολλημένος επάνω στο τοίχωμά της, κρυμμένος στο σκοτάδι. Η ανεμοθύελλα ήταν τώρα, αναμφίβολα, με το μέρος του.

Αλλά η διαδρομή δεν ήταν μικρή, και ο Ζαώρδιλ ήταν ήδη κουρασμένος. Όταν έφτασε πια στη νότια άκρη της αρχαίας γέφυρας είχε εξαντληθεί. Είχε βαδίσει τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα, έτσι όπως το υπολόγιζε. Το οχυρό τώρα φαινόταν όσο καθαρά μπορούσε να φανεί μες στη θυελλώδη νύχτα, καθώς ο Ζαώρδιλ δεν απείχε παρά μερικές δεκάδες μέτρα από αυτό· η φωτιά επάνω του εξακολουθούσε να καίει, αλλά είχε χάσει τη δύναμή της, δαρμένη από τη θάλασσα.

Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ είχαν προχωρήσει προς τα νότια· κανένας δεν είχε μείνει εδώ. Φυσικό, άλλωστε. Τι είχαν να φοβηθούν; Δεν είχαν αφήσει εχθρούς πίσω τους· ο εχθρός ήταν μπροστά τους. Δε νομίζω, όμως, να σχεδιάζουν να φτάσουν απόψε στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου. Απέχει πάνω από είκοσι χιλιόμετρα από εδώ, και τα ζώα τους έχουν ήδη βαδίσει αρκετά. Εκτός αν σκόπευαν να αφήσουν πίσω τα θηρία και να συνεχίσουν με τα οχήματα και μόνο, ώστε να επιτεθούν γρήγορα στο κεφαλοχώρι ενώ τα θηρία θα ερχόταν το πρωί. Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων! Πρέπει να φτάσω εκεί πριν απ’αυτούς! Αλλά ήταν εξουθενωμένος· αισθανόταν πως οι δυνάμεις του βρίσκονταν στο τέλος τους, κι αυτή τη φορά, αν δρούσε απερίσκεπτα, μπορεί οι Κρυφοί Θεοί να κέρδιζαν το στοίχημα.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος πλησίασε το φλεγόμενο, σμπαραλιασμένο οχυρό. Ενεργειακό κανόνι πρέπει να το είχε χτυπήσει, έκρινε από τις τρύπες επάνω του· αποκλείεται συμβατικά πυροβόλα να είχαν αφήσει τέτοια σημάδια. Προσπάθησε να μπει, μα δεν μπορούσε· το έδαφος, ακόμα κι εκεί που δεν φλεγόταν, ήταν καυτό, και τα πέλματα του Ζαώρδιλ, αν και σκληρά, δεν ήταν τόσο σκληρά ώστε να μπορεί να αγνοήσει τέτοια θερμότητα.

Κοίταξε, όμως, πίσω από τις φλόγες και τα σκοτάδια, για να διακρίνει αν ήταν κανένας ζωντανός ακόμα εδώ, ή αν υπήρχε κανένα παρατημένο όχημα. Γύρω-γύρω βάδιζε από το κατεστραμμένο οχυρό, παρατηρώντας. Είδε καμένα και φλεγόμενα πτώματα, είδε πεταμένα όπλα, και κάπου νόμιζε ότι ατένισε έναν τροχό. Δίκυκλο! Πώς, όμως, θα έφτανε ώς εκεί; Και είχε το όχημα επάνω του ενεργειακή φιάλη για να κινηθεί; Αμφίβολο ήταν, αφού δεν είχε εκραγεί ακόμα. Κι αν δεν έχει φιάλη, πού θα βρω ενέργεια εδώ πέρα; Με τέτοια θερμότητα οι περισσότερες, εκτός από τις πιο καλά προστατευμένες, θα είχαν ανατιναχτεί.

Ο Ζαώρδιλ καταράστηκε τους θεούς και απομακρύνθηκε από το φλεγόμενο οχυρό. Προσπάθησε να εντοπίσει ένα καλό μέρος για να περάσει τη νύχτα, γιατί του χρειαζόταν ξεκούραση. Αν συνέχιζε, θα λιποθυμούσε, και τότε δεν θα μπορούσε να βοηθήσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συμπολεμιστές του.

Επιπλέον, το πρωί η φωτιά πρέπει πια να είχε σβήσει, και ίσως ο Ζαώρδιλ να έβρισκε το δίκυκλο λειτουργικό τελικά…

*

Το γρήγορο, μηχανοκίνητο πλοίο που άκουγε στο όνομα Μελανόρυγχος και είχε πλώρη αιχμηρή και βαμμένη μαύρη έφτασε στο λιμάνι της Μέρελκεβ μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, έχοντας μόλις περάσει δίπλα από τους φάρους στα Αδέλφια – τα δύο μικρά νησιά νότια της πόλης. Αγκυροβόλησε σε μια μεγάλη αποβάθρα, και το πλήρωμα ενημέρωσε τους επιβάτες πως θα έμεναν στη Μέρελκεβ μέχρι τις πέντε το πρωί, οπότε όλοι όσοι ήθελαν να συνεχίσουν το ταξίδι έπρεπε να είναι ξανά στο σκάφος.

Οι περισσότεροι από αυτούς που θα συνέχιζαν δεν κατέβηκαν στο λιμάνι, αλλά η Έρικα κατέβηκε. Ο καιρός δεν ήταν και τόσο καλός, και προτιμούσε να έχει τα πόδια της στην ξηρά. Πήγε σ’ένα διανυκτερεύον εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο-καφετέρια-μπαρ (όλα φαινόταν να τα προσφέρει αυτό το κατάστημα) του λιμανιού και κάθισε σ’ένα τραπεζάκι, κοιτάζοντας από το ανοιχτό παράθυρο πλάι της τους βαστάζους του Μελανόρυγχου να ξεφορτώνουν εμπορεύματα, βάζοντάς τα σε άμαξες και μηχανοκίνητα φορτηγά που είχαν έρθει για να τα παραλάβουν, ενώ έπαιρναν εμπορεύματα από άλλες άμαξες και άλλα φορτηγά. Επίσης, άμαξες, οχήματα, και ελάχιστοι πεζοί και καβαλάρηδες ταξιδιώτες επιβιβάζονταν στο μεγάλο σκάφος είτε μέσω της ράμπας που οδηγούσε στο αμπάρι των οχημάτων και των ζώων είτε μέσω αυτής που οδηγούσε στις θέσεις των επιβατών. Τα πόδια των ελεφάντων έκαναν μεγάλο θόρυβο μέσα στην ησυχία της νύχτας· τα χρεμετίσματα και οι οπλές των αλόγων αντηχούσαν έντονα.

Ένας σερβιτόρος ρώτησε την Έρικα τι θα έπαιρνε. Εκείνη ζήτησε ένα γλυκό το οποίο, μετά, ούτε που άγγιξε καθώς καθόταν και κάπνιζε. Κοιμήθηκε καμια ώρα επάνω στην καρέκλα, και στις πέντε, ενώ δεν είχε ακόμα ξημερώσει, επέστρεψε στον Μελανόρυγχο που ετοιμαζόταν για αναχώρηση. Όταν όλοι οι επιβάτες ήταν στο πλοίο και οι πόρτες του είχαν κλείσει, ο Μελανόρυγχος σήκωσε τις άγκυρές του και ενεργοποίησε τις μηχανές του, φεύγοντας από το λιμάνι της Μέρελκεβ και κατευθυνόμενος νότια και ανατολικά.

Ο καιρός εξακολουθούσε να μην είναι και πολύ καλός, και η Έρικα αισθανόταν άσχημα καθώς ήταν καθισμένη στη μεγάλη αίθουσα των επιβατών, μ’ένα ζευγάρι στ’αριστερά της που ήταν κουλουριασμένο μέσα στις κάπες του, και μια κυρία στα δεξιά της η οποία είχε αγκαλιά μια μεγάλη γκρίζα γάτα που ατένιζε την Έρικα με έκδηλη περιέργεια σαν να προσπαθούσε να διαβάσει τα σχήματα επάνω στο νοομορφικό χιτώνιό της. Η Έρικα χασμουρήθηκε. Θεοί! σιχαίνομαι τα καράβια!…

Στις εννιά η ώρα αγκυροβόλησαν στο λιμάνι της Ζιλνιράθης, κάτω από την απειλητική σκιά του ηφαιστείου. Ο Μελανόρυγχος θα έκανε πάλι μια στάση εδώ, αλλά μικρότερη από την προηγούμενη, κυρίως για να αφήσει και να πάρει εμπορεύματα και επιβάτες. Η Έρικα είχε φτάσει στον προορισμό της, οπότε έφυγε από το πλοίο. Στο λιμάνι βρήκε ένα πανδοχείο που ονομαζόταν Αντικατοπτρισμός και έκλεισε δωμάτιο για να ξεκουραστεί μερικές ώρες. Το μεσημέρι, σηκώθηκε από το κρεβάτι νιώθοντας το κεφάλι της βαρύ· αλλά δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ντύθηκε και βγήκε πάλι στο λιμάνι. Ρώτησε τους ντόπιους πού μπορούσε να βρει πλοίο για Νιρθάρεκ.

«Νιρθάρεκ;» Την κοίταζαν περίεργα· το συγκεκριμένο νησί δεν είχε και πολλούς επισκέπτες – ειδικά επισκέπτες με τον δερματικό χρωματισμό της Έρικας, που την αναγνώριζε ως εξωδιαστασιακή κατά πάσα πιθανότητα. «Τι πα να κάνεις εκεί, ρε κοπελιά;» τη ρώτησε ένας πορφυρόδερμος άντρας που έμοιαζε για παλιός ναυτικός, και πρέπει να ήταν, σίγουρα, πάνω από εξήντα χρονών (και μάλλον γι’αυτό έβλεπε την Έρικα ως «κοπελιά»).

«Έχω κάποια δουλειά,» αποκρίθηκε η Έρικα, και τους ξαναρώτησε αν υπήρχε πλοίο που να πηγαίνει στο Νιρθάρεκ.

«Υπάρχει,» της είπε ένας άλλος, νεότερος και, πιθανότατα, ψαράς, «αλλά δεν είναι απ’αυτά που πάνε κι αλλού, ε. Πάει μόνο από δω εκεί και γυρίζει πάλι.»

«Δε με πειράζει.»

«Το πρωί φεύγει. Μάρβωντ λέν’ τον καπ’τάνιο του. Άμα θες μπορεί να σε πάρει μαζί του.»

«Το πρωί; Δεν υπάρχει πλοίο που να ξεκινά νωρίτερα;»

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε ο ψαράς.

«Τέλος πάντων,» είπε η Έρικα. «Πρέπει ν’αγοράσω εισιτήριο από κάπου;»

«Τι εισιτήριο; Θα σου πει ο ίδιος πόσο να του δώσεις. Εκείνη κει την αποβάθρα τη βλέπεις;» Ο ψαράς έδειξε. «Το πλοίο που ’ναι αραγμένο εκεί; Αυτό είναι του Μάρβωντ.» Ένα δικάταρτο ιστιοφόρο, πολύ μικρότερο από τον Μελανόρυγχο και φανερά όχι μηχανοκίνητο.

«Μάλιστα,» είπε η Έρικα. «Ευχαριστώ.»

«Τίποτα. Ο Αφέντης της Φωτιάς να σε καλοκοιτάζει.» Αναφερόταν στον θεό του ηφαιστείου, όπως ήξερε η Έρικα, τον θεό της Ζιλνιράθης.

Απομακρύνθηκε από τον ψαρά, τον γέρο-ναυτικό, και τους άλλους δύο που δεν είχαν μιλήσει και πολύ, και συνέχισε να βαδίζει στο λιμάνι, ρωτώντας κι άλλους ποιο πλοίο πήγαινε για Νιρθάρεκ. Το σκάφος του Μάρβωντ τής έδειξαν ξανά, και κανένας δεν της ανέφερε κάποιο πλοίο που να φεύγει νωρίτερα. Μια γυναίκα τής είπε: «Τι θες και πας εκεί; Το ξέρεις ότι είν’ επικίνδυνα; Κουρσάροι έχουνε τα λημέρια τους στο Νιρθάρεκ, το ξέρεις;»

Το ξέρω, σκέφτηκε η Έρικα. Αυτούς ψάχνω.

Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό-Ένατο
Παγίδες και Τεχνάσματα

Όταν ξύπνησε βρισκόταν σ’ένα μικρό δωμάτιο που φωτιζόταν μόνο από μια ασθενική ενεργειακή λάμπα απέξω. Πέρα από τα κάγκελά του.

Κελί.

Ο Άρδαλον’λι ανασηκώθηκε, νιώθοντας όλο του το σώμα να πονά. Ένας επίδεσμος ήταν σφιχτά δεμένος γύρω από τα πλευρά του, παρατήρησε· και μετά διαπίστωσε, επίσης, ότι κάποιο έμπλαστρο ήταν επάνω στη μύτη του.

Τον παραξένευε που ήταν ακόμα ζωντανός. Για να με άφησε ο Σέρκαδελ’λι να ζήσω, κάτι πρέπει να θέλει από εμένα…

Κι ύστερα αναρωτήθηκε: Πώς ανακάλυψε τα σχέδιά μας;

Μέσω κάποιου κατασκόπου του Αρχισυγκλητικού, ίσως; Δε μπορεί, όμως, η Έρικα να ήταν τόσο απρόσεχτη ώστε να έχει αφήσει κάποιον κατάσκοπο να την παρακολουθήσει και να μάθει τέτοια πράγματα… Τι είχε συμβεί; Γνώριζαν τα πάντα. Γνώριζαν πού βρισκόμουν ακριβώς…

Μορφάζοντας από τον πόνο στο σώμα του, πήρε καθιστή θέση επάνω στο αχυρόστρωμα του κελιού του. Και, καθώς το σκέφτηκε για πρώτη φορά, του φάνηκε περίεργο το γεγονός ότι δεν ήταν ούτε δεμένος ούτε φιμωμένος. Ένας μάγος που δεν είναι ούτε δεμένος ούτε φιμωμένος είναι επικίνδυνος· μπορεί να κάνει ξόρκια. Αποκλείεται ο Σέρκαδελ’λι να είχε αποδειχτεί τόσο αφελής… Και τότε ο Άρδαλον συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τη συνηθισμένη του πνευματική διαύγεια· ήταν σαν ένα… πέπλο να βρισκόταν γύρω από το μυαλό του. Στην αρχή δεν το είχε προσέξει μέσα από τον πόνο του σώματός του. Τώρα, όμως, το κατάλαβε.

Αόρατο πέπλο. Το είχε δοκιμάσει δυο φορές παλιότερα, για πειραματικούς λόγους. Ήταν σχετικά σπάνιο. Ένα ναρκωτικό που στερούσε από τους μάγους την ικανότητα να χρησιμοποιήσουν τη μαγεία τους. Παρασκευαζόταν από την ανάμιξη αίματος κουάρταλ με δηλητήριο ερπετοκρόταλου και απόσταγμα πικρόπτερου. Το αόρατο πέπλο δεν είχε ευπαρατήρητα αποτελέσματα στη νοητική δραστηριότητα – δεν υπνώτιζε κανέναν, ούτε έκανε τις αντιδράσεις του πιο αργές – αλλά μείωνε αρκετά την πνευματική διαύγεια ώστε να καθιστά τη χρήση της μαγείας αδύνατη, σαν να χώριζε τον μάγο από την έντονη, πρωταρχική επαφή του με την ψυχή του σύμπαντος.

Ο Σέρκαδελ’λι τα είχε, προφανώς, προβλέψει όλα.

Και τώρα δεν ήταν μακριά. Με τις άκριες των ματιών του, ο Άρδαλον είδε μια σκιερή μορφή να έρχεται από τον διάδρομο έξω απ’το κελί του.

«Συνήλθες ταχύτερα απ’ό,τι περίμενα…» παρατήρησε ο καινούργιος Αρχιμάγος της Κάρνατεβ.

Το κελί μου παρακολουθείται με τηλεοπτικό πομπό, συμπέρανε ο Άρδαλον’λι, μένοντας σιωπηλός.

«Θα έχεις ήδη καταλάβει, υποθέτω, ότι βρίσκεσαι υπό την επίδραση αόρατου πέπλου προκειμένου να… αισθάνεσαι πιο βολικά. Δεν θα ήθελα να σε έχω διαρκώς δεμένο.»

Ο Άρδαλον’λι συνέχισε να είναι σιωπηλός, παρατηρώντας τον τοίχο πίσω από τον Σέρκαδελ’λι και βλέποντας κάτι να γυαλίζει εκεί, στο ασθενικό φως, σαν μικροσκοπικό διαμάντι. Το μάτι του τηλεοπτικού πομπού.

Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ είπε: «Γνωρίζω πολλά για τη σκευωρία σου εναντίον του Αρχισυγκλητικού και εμένα. Κανονικά, έπρεπε να θανατωθείς. Ωστόσο, θα με λυπούσε τρομερά να συμβεί αυτό σ’έναν συνάδελφό μου…»

Ναι, αναμφίβολα… σκέφτηκε ο Άρδαλον’λι ειρωνικά.

«Και ακόμα κι ο Αρχισυγκλητικός συμφωνεί ότι θα έπρεπε να σου δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία,» συνέχισε ο Σέρκαδελ’λι, μη βλέποντας καμία αντίδραση από τον εχθρό του. «Αν μας βοηθήσεις, θα σε βοηθήσουμε κι εμείς.»

«Τι βοήθεια θέλετε;»

Ένα λεπτό μειδίαμα παρουσιάστηκε επάνω στο φρεσκοξυρισμένο, μακρύ πρόσωπο του Σέρκαδελ’λι. «Χαίρομαι που επιδεικνύεις μια κάποια προθυμία, Άρδαλον.

»Γνωρίζουμε πολλά για το σχέδιό σας, όπως σου είπα. Ξέρουμε όλους όσους έχουν στραφεί εναντίον των αρχών της Κάρνατεβ. Όμως ένα συγκεκριμένο άτομο δεν ξέρουμε πού να το βρούμε. Ούτε ξέρουμε πόσο… εκτεταμένη είναι η επιρροή του μέσα στην πόλη μας. Μιλάω για την πρώην πράκτορα της Παντοκράτειρας, την Έρικα Σάλκερκοφ. Θα μας βοηθήσεις να τη βρούμε;»

Ο Άρδαλον’λι γέλασε κοφτά. «Αν δεν θέλει να τη βρείτε, δεν θα τη βρείτε.»

«Δεν είσαι σε θέση να παριστάνεις ότι οι σύμμαχοί σου είναι πανίσχυροι, Άρδαλον,» είπε ήρεμα ο Σέρκαδελ’λι πλησιάζοντας τα κάγκελα του κελιού. «Βρίσκεσαι κλεισμένος σ’ένα κλουβί. Και δεν υπάρχει κανένας για να σε συντρέξει.»

«Δεν ξέρω πού είναι η Έρικα,» του είπε ο Άρδαλον’λι. «Ούτε ξέρω τίποτα για το δίκτυό της. Είναι πολύ προσεχτική σε τέτοια θέματα· νομίζεις ότι με εμπιστεύεται;»

«Με έχουν πληροφορήσει ότι τη γνώριζες από παλιά…»

«Ποιος σου είπε τέτοια ψέματα;»

Τα στενά μάτια του Σέρκαδελ’λι στένεψαν κι άλλο. «Ψέματα;»

«Φυσικά. Πριν από ένα μήνα τη γνώρισα.»

«Δεν είναι έτσι! Την ήξερες από παλιά – από τον καιρό της Συμπαντικής Παντοκρατορίας!»

Ο Άρδαλον’λι γέλασε ξερά, νιώθοντας τα σπασμένα πλευρά του να πονάνε. «Ποιες γλώσσες Λάμιας έχεις για πληροφοριοδότες, Σέρκαδελ;»

Τα μάτια του Αρχιμάγου της Κάρνατεβ άστραψαν. «Δύο παλιούς σου φίλους. Άσλατμιρ τον λένε τον έναν, Σέρυ την άλλη. Αναγνωρίζεις τα ονόματα;»

Αυτοί οι τρισκατάρατοι! σκέφτηκε ο Άρδαλον’λι. Όταν βρεθώ κοντά τους, θα ευχηθούν να μην είχαν ποτέ γεννηθεί! Αλλά δεν έδειξε την οργή του, φυσικά. Θα ήταν ασύνετο, με τον Σέρκαδελ’λι – αυτό το γέννημα διεστραμμένης Λάμιας – να τον παρατηρεί έξω από τα κάγκελα του κελιού του.

«Ήταν ανάμεσα στους συντρόφους μου,» παραδέχτηκε. «Αλλά δεν σου είπαν αλήθεια. Την Έρικα τη γνώρισα πριν από ένα μήνα.»

Ο Σέρκαδελ’λι τον ατένισε καχύποπτα. «Δεν ξέρω τι είδους παιχνίδι προσπαθείς να παίξεις, Άρδαλον…»

«Παιχνίδι; Τι παιχνίδι να παίξω, κλεισμένος σ’ένα κελί, ποτισμένος με αόρατο πέπλο, χωρίς ούτε καν τους θεούς μου για βοήθεια;»

«Τουλάχιστον αντιλαμβάνεσαι τη δυσχερή κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι,» παρατήρησε ο Σέρκαδελ’λι, κακεντρεχώς. Σίγουρα αισθανόταν πολύ ικανοποιημένος που είχε παγιδέψει έτσι τον εχθρό του. Αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα, αφού έκανε την ανοησία να με κρατήσει ζωντανό…

«Μπορώ, όμως, να σε βοηθήσω να εντοπίσεις την Έρικα, παρότι δεν ξέρω τίποτα για το δίκτυό της εδώ, ούτε πού μένει. Μπορώ να κάνω Ξόρκι Ανιχνεύσεως – όταν, φυσικά, περάσει η επίδραση του αόρατου πέπλου.»

Ο Σέρκαδελ’λι γέλασε. «Νομίζεις ότι θα σε αφήσω να κάνεις μαγεία; Είσαι τρελός!»

«Ποιος, τότε, θα βρει την Έρικα για σένα και τον Αρχισυγκλητικό, Σέρκαδελ; Σου έφεραν οι προδότες καμια φωτογραφία της, μήπως;» Το ήξερε ότι αυτό αποκλείεται να είχε συμβεί· η Έρικα δεν θ’άφηνε να τη φωτογραφίσουν. Ο Άρδαλον αμφέβαλλε αν υπήρχε, γενικά, έστω και μία φωτογραφία της σ’όλη τη Φεηνάρκια (εκτός, ίσως, σε κάποιο χαμένο Παντοκρατορικό αρχείο).

«Όχι,» αποκρίθηκε, αναμενόμενα, ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ, «δεν μου έχουν φέρει φωτογραφία.»

«Επομένως, όσους μάγους κι αν έχεις εδώ, στη Μαγική Σχολή, σου είναι άχρηστοι. Δε μπορούν να εντοπίσουν την Έρικα Σάλκερκοφ. Εγώ, όμως, μπορώ.»

«Αλλά ίσως να μη λες αλήθεια.»

«Σχετικά με τι;»

«Ότι δεν ξέρεις τίποτα για το δίκτυό της, ή πού μένει μέσα στην πόλη.»

«Αν θέλεις, βασάνισέ με και χάσε χρόνο. Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου ότι έχω πλήρη άγνοια και για το ένα και για το άλλο.»

Ο Σέρκαδελ’λι δεν μίλησε, σταυρώνοντας τα χέρια του εμπρός του, παρατηρώντας τον Άρδαλον σαν να προσπαθούσε να τρυπήσει με το βλέμμα το κρανίο του και να κοιτάξει μέσα στο μυαλό του.

«Δε μπορώ, όμως, να εντοπίσω την Έρικα όσο βρίσκομαι υπό την επίδραση του αόρατου πέπλου…»

«Θα επιχειρήσεις να δραπετεύσεις αν σ’αφήσω να κάνεις μαγεία.»

«Φύλαγέ με, τότε,» είπε ο Άρδαλον ανασηκώνοντας τους ώμους. «Φέρε μάγους, φρουρούς… Ή, μήπως, νομίζεις ότι μπορώ να νικήσω όσους κι αν φέρεις, ακόμα και χωρίς τους θεούς μου;»

«Μην κάνεις το λάθος να πιστεύεις ότι σε φοβάμαι, Άρδαλον.»

Ο Άρδαλον’λι, όμως, νόμιζε πως ο εχθρός του έλεγε ψέματα. Τον φοβόταν. Και πρέπει να ήταν και προβληματισμένος. Εξαιτίας της Έρικας; Ή υπήρχε και κανένας άλλος λόγος; Είχε κάτι πάει στραβά στο σχέδιό του; Είχαν, μήπως, ξεφύγει οι άλλοι – ο Φέκταρελ, η Φαίδρα’λι, η Σανκάρλι’μορ – από τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού όταν αυτοί είχαν πάει να τους συλλάβουν;

«Πού έχεις τους θεούς μου;» ρώτησε τον Σέρκαδελ’λι, γιατί βέβαια καταλάβαινε ότι ο Αρχιμάγος δεν τους είχε σκοτώσει. Οι Δεσμοφύλακες αφιέρωναν μέρος της ψυχικής τους δύναμης στα αντικείμενα όπου φυλάκιζαν τους θεούς τους – γι’αυτό κιόλας δεν ήταν εύκολο ένας Δεσμοφύλακας να έχει φυλακισμένους περισσότερους από έναν θεό. Όσο το αντικείμενο ήταν άθικτο και, επομένως, ο θεός φυλακισμένος μέσα του, ο μάγος το ένιωθε, ακόμα κι αν βρισκόταν πολύ μακριά και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει άμεσα με τον θεό για να τον προστάξει.

«Σε ασφαλές μέρος,» αποκρίθηκε ο Σέρκαδελ’λι.

Και όχι μακριά από εδώ, σκέφτηκε ο Άρδαλον’λι, που μπορούσε να νιώσει ότι το περιδέραιο και το δαχτυλίδι βρίσκονταν κάπου από πάνω του.

«Και θα τους βασανίσω, να είσαι βέβαιος,» απείλησε ο Σέρκαδελ’λι, γιατί το να βασανίζεις τους δαίμονες ενός Δεσμοφύλακα ήταν σαν να βασανίζεις ψυχικά τον ίδιο: μπορούσε να αισθανθεί τον πόνο τους.

«Βλέπεις λοιπόν; Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από εμένα.» Ο Άρδαλον γνώριζε ότι τα λόγια του ήταν πρόκληση διότι υπονοούσαν ότι πιο πριν ο Σέρκαδελ είχε πει ψέματα δηλώνοντας πως δεν τον φοβόταν.

Ο Αρχιμάγος άλλαξε θέμα, κάπως απότομα: «Ο Άσλατμιρ μάς είπε για ένα μέρος όπου έχετε κρυμμένους κάποιους… μεταλλαγμένους – ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό των Ορυχείων Ιπταερίου. Ξέρεις πού είναι αυτό το μέρος;»

Η Έρικα δεν του είχε πει – και καλά έκανε, όπως φαίνεται. «Όχι.»

«Λες ψέματα!» φώναξε ο Σέρκαδελ’λι. «Και θα φροντίσω να το μετανιώσεις.»

«Δε σου είπαν οι προδότες ότι εγώ δεν ήμουν με τους άλλους όταν επικοινώνησαν με τους μεταλλαγμένους; Και απορώ: γιατί δεν ρωτάς τον Φέκταρελ, που ξέρει σίγουρα; Γιατί δεν ρωτάς τη Φαίδρα’λι; Γιατί δεν ρωτάς τη Σανκάρλι’μορ;»

«Θα απαντάς στις ερωτήσεις μου!» φώναξε ο Σέρκαδελ’λι δείχνοντάς τον μ’ένα μακρύ δάχτυλο. «Και θα λες την αλήθεια!»

Δεν έχεις πιάσει, λοιπόν, κανέναν τους. Σου ξέφυγαν.

«Πού κρύβονται οι μεταλλαγμένοι;» απαίτησε ο Σέρκαδελ’λι.

«Δεν ξέρω,» είπε ο Άρδαλον’λι. «Αλλά, αν θέλεις, μπορώ να εντοπίσω την Έρικα για σένα – ή κάποιον άλλο – όταν η επίδραση του αόρατου πέπλου περάσει.»

Ο Σέρκαδελ’λι δεν αποκρίθηκε. Στράφηκε, οργισμένα, και έφυγε. Τα βήματά του απομακρύνθηκαν μέσα στον σκοτεινό διάδρομο.

Ο Άρδαλον’λι ατένισε το μικροσκοπικό, παγερό μάτι του τηλεοπτικού πομπού που τον παρατηρούσε από τον αντικρινό τοίχο, έξω από τα κάγκελα του κελιού του.

Μετά από λίγο, αισθάνθηκε μάγους να βασανίζουν τους θεούς του, και ο πόνος τους έγινε δικός του πόνος.

*

Δεν κοιμήθηκαν καθόλου όλη τη νύχτα, κι όταν είχε πια ξημερώσει ο Φέκταρελ είπε, αφού κοίταξε έξω από διάφορα σημεία του παλιού, εγκαταλειμμένου σχολείου του Νοτιοανατολικού Τέταρτου: «Δε βλέπω καμια ύποπτη κίνηση. Δεν πρέπει να ξέρουν πού είμαστε. Ακόμα.»

Ρώτησε τις μάγισσες: «Συνεχίζετε να μας προστατεύετε με μαγεία;»

Η Σανκάρλι’μορ, που καθόταν σε μια παλιά δερμάτινη πολυθρόνα, αποκρίθηκε: «Έχω υφάνει μια Μαγγανεία Προκαλύψεως γύρω από ολόκληρο το σχολείο, Φέκταρελ.»

Η Φαίδρα’λι, που καθόταν επάνω σ’ένα σπασμένο θρανίο, δεν είπε τίποτα. Ο μοναδικός μεταλλαγμένος που βρισκόταν εδώ – ο Βαράσγκιλ – ήταν εξίσου σιωπηλός.

«Το μόνο πρόβλημα είναι ότι πρέπει να την ανανεώνω σε τακτά χρονικά διαστήματα,» συνέχισε η Σανκάρλι, «εκτός αν μπορείτε να μου βρείτε καλώδια, αισθητήρες, και ενεργειακές φιάλες για να τη μονιμοποιήσω.»

Ο Φέκταρελ ρουθούνισε. «Θ’αστειεύεσαι.»

Η Σανκάρλι μόρφασε με τρόπο που έλεγε πως ήξερε ότι τέτοια θα ήταν η απάντησή του.

Η Φαίδρα χασμουρήθηκε, και είπε: «Πρέπει να μάθουμε τι έχουν απογίνει οι άλλοι – ο Άσλατμιρ και η Σέρυ, ο Άρδαλον’λι. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για την επιστροφή της Έρικας. Αλλιώς θα πέσει σε παγίδα μόλις έρθει στην Κάρνατεβ.»

«Ναι,» συμφώνησε ο Φέκταρελ συλλογισμένα. Αισθανόταν το μέρος του εαυτού του που ανήκε στον Ταρνατάρ’σακ ανήσυχο μέσα του. Ήθελε να πάει πάλι στον υπόγειο κόσμο, όπου υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Εκεί μπορούσε να εξαφανιστεί, και αποκλείεται κανένας ποτέ να τον έβρισκε. Ήταν σαν θεός – κατώτερος μόνο του ίδιου του Ταρνατάρ’σακ, του πατέρα του. Ο Φέκταρελ προσπάθησε να αγνοήσει αυτή την εσωτερική φωνή, να τη χαλιναγωγήσει· κι αναρωτήθηκε αν και η Φαίδρα έκανε το ίδιο, ή κάτι παρόμοιο, όταν του έλεγε ότι πολλές φορές έπρεπε να συγκρατεί την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων με τη θέλησή της.

Η Σανκάρλι είπε: «Πρέπει να μιλήσουμε σε ανθρώπους του δικτύου της. Στον Χάραλκιρ, που όλοι τον ξέρουμε.»

«Εμείς,» είπε η Φαίδρα, «γνωρίζουμε και τον Ίσμερβεκ. Ονομαστικά, τουλάχιστον· δεν τον έχουμε ποτέ συναντήσει.»

«Αφού δεν τον έχετε ποτέ συναντήσει, τότε πώς…;»

«Ξέρουμε πού να πάμε για να τον βρούμε. Αυτός είναι που κανονίζει πολλές δουλειές για το δίκτυο της Έρικας εδώ, στην Κάρνατεβ.»

«Προτείνεις, λοιπόν, να πάμε σ’αυτόν και όχι στον Χάραλκιρ;»

«Το αντίθετο,» είπε η Φαίδρα. «Στον Χάραλκιρ προτείνω να πάμε.»

Η Σανκάρλι ένευσε. «Προσεχτικά, όμως, γιατί ποτέ δεν ξέρεις· μπορεί κι αυτόν να τον έχουν εντοπίσει.»

«Δε νομίζω,» είπε η Φαίδρα. «Δεν ήταν μαζί μας, τελευταία.»

«Δε γνωρίζουμε, όμως, πώς ακριβώς έμαθαν για εμάς, Φαίδρα,» τόνισε η Σανκάρλι, και η Φαίδρα δεν διαφώνησε.

Ο Φέκταρελ ρώτησε: «Πού θα πάμε για να βρούμε αυτόν τον Χάραλκιρ;»

«Στην Αρένα,» απάντησε η Σανκάρλι.

*

Η Αρένα της Κάρνατεβ είχε κόσμο, όπως πάντα, μπροστά από την πύλη της. Διάφοροι ήταν συγκεντρωμένοι εδώ για ποικίλους λόγους – πώληση και αγορά δούλων και θηρίων, μεταφορά όπλων και προμηθειών, προσφορά εργασίας, ενημέρωση για τους αγώνες, τοποθέτηση στοιχημάτων, απλή κουβέντα… Ο Χάραλκιρ είχε τον πάγκο του στημένο και γεμάτο με κομμάτια και συντρίμμια από τους αγώνες. Άνθρωποι περνούσαν από κοντά για να κοιτάξουν την πραμάτεια του και, ίσως, να αγοράσουν. Δεν ήταν δύσκολο να τον ξεχωρίσεις μέσα στο πλήθος, παρά τη φασαρία.

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα δεν είχαν ξανάρθει εδώ, αλλά η Σανκάρλι είχε έρθει, οπότε γνώριζε ακριβώς πού να πάει. Φορούσαν, φυσικά, και οι τρεις τους καλοκαιρινές κάπες με τις κουκούλες σηκωμένες – τις οποίες τους είχαν προμηθεύσει οι μεταλλαγμένοι, γιατί, τη χτεσινή νύχτα, είχαν φύγει από το σπίτι της Σανκάρλι κυνηγημένοι, σχεδόν γυμνοί. Οι μεταλλαγμένοι τούς είχαν, επίσης, προμηθεύσει με υποδήματα. Ήταν αρκετά οργανωμένοι, για την κατάστασή τους, μέσα στο παλιό σχολείο.

Η Σανκάρλι τώρα είπε στον Φέκταρελ και στη Φαίδρα: «Αυτός εκεί είναι,» χωρίς να υψώσει το χέρι της προς τον Χάραλκιρ αλλά δείχνοντάς τον με το βλέμμα της. «Οπότε ο Αρχισυγκλητικός δεν πρέπει να έχει καταλάβει ότι είναι μαζί μας. Θα περιμένουμε μέχρι κανένας να μην είναι κοντά στον πάγκο του και τότε θα πλησιάσουμε.»

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα δεν διαφώνησαν· μέσα στο πλήθος της πύλη της Αρένας, εξάλλου, δεν τραβούσαν την προσοχή κανενός.

Καθώς περίμεναν, είδαν τον κόσμο να παραμερίζει, τρομαγμένος και φωνάζοντας, μπροστά από μια ψηλή, ογκώδη μορφή. Ένα Μεγαθήριο: πράσινο και τριχωτό, με μακρύ κέρατο που κύρτωνε προς τα πίσω, κι ένα μοναδικό μάτι στο κέντρο του μετώπου του. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν πελώρια και γεμάτα μύες που θύμιζαν βράχους. Σάλια έτρεχαν από τα σαγόνια του. Λουριά και δέρματα ήταν δεμένα επάνω στο σώμα του: κάποιοι είχαν προσπαθήσει να το ντύσουν, παράγοντας ένα σχεδόν κωμικό αποτέλεσμα.

Ένας άντρας στεκόταν μπροστά του, κρατώντας το Μεγαθήριο από μια αλυσίδα που ξεκινούσε από το κολάρο στον παχύ λαιμό του· και τώρα ο άντρας φώναξε χαμογελώντας: «Μη φοβάστε, καλοί μου άνθρωποι! Μη φοβάστε! Δεν είναι άγριο. Δηλαδή, είναι άγριο – χε-χε-χε-χε – αλλά δεν θα σας πειράξει· του έχω δώσει βοτάνια για νάναι ήρεμο τώρα.»

«Τι θέλεις εδώ;» τον ρώτησε ένας απ’τους φρουρούς της Αρένας που είχαν πλησιάσει με τα πιστόλια τους στα χέρια.

«Να το πουλήσω στη Διεύθυνση της Αρένας. Να περάσω;»

«Πέρνα, και μην ενοχλείς άλλο τον κόσμο. Από δω, από δω,» είπε ο φρουρός δείχνοντας προς την πύλη, ενώ οι άλλοι φρουροί έκαναν νόημα στο πλήθος να παραμερίσει, να σχηματίσει δρόμο.

Καθώς ο άντρας με το Μεγαθήριο περνούσε, πηγαίνοντας προς την πύλη, με το πελώριο πλάσμα να βαδίζει νωχελικά, μαστουρωμένα και ήσυχα, πίσω του, η Σανκάρλι πρόσεξε έναν άλλο άντρα και τα μάτια της γούρλωσαν μέσα στην κουκούλα της.

«Αυτός εκεί,» ψιθύρισε στη Φαίδρα και στον Φέκταρελ, αμέσως. «Ο πορφυρόδερμος με το καστανό μούσι. Τον βλέπετε;» Τον έδειχνε με το βλέμμα της ξανά.

«Ναι· είναι κι αυτός της Έρικας;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Του Αρχισυγκλητικού είναι. Κατάσκοπος. Και δε μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ.»

«Θες να πεις ότι έχουν καταλάβει τον Χάραλκιρ;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε. «Δεν ξέρω, δεν… Αν τον είχαν καταλάβει, δε θα τον είχαν συλλάβει;»

«Επομένως,» είπε η Φαίδρα, «ίσως τελικά ο κατάσκοπος να είναι τυχαία εδώ, Σανκάρλι.»

«Κάποιος άλλος μπορεί να ήταν. Αυτός όχι. Είναι από τους έμπιστους του Αρχισυγκλητικού· ο Αβέρναλ πάντα το έλεγε. Ο Αρχισυγκλητικός πρέπει να υποπτεύεται ότι κάτι συμβαίνει στην Αρένα, αλλά μάλλον δεν είναι σίγουρος τι ακριβώς.»

Ο Φέκταρελ είπε: «Μήπως κάποιος είδε την Έρικα να φέρνει εδώ τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ;»

«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ. Περιμένετε, όμως· θα πλησιάσουμε τον Χάραλκιρ, ο οποίος ίσως τελικά να ξέρει περισσότερα από εμάς…»

Μετά από λίγη ώρα ακόμα, κανείς δεν ήταν μπροστά στον πάγκο του πράκτορα της Έρικας Σάλκερκοφ, έτσι η Σανκάρλι τον ζύγωσε μαζί με τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ.

«Πώς θα μπορούσα να εξυπηρετήσω;» ρώτησε εκείνος, αν και ήταν φανερό πως έβλεπε τα πρόσωπά τους μέσα από τις κουκούλες τους και τους αναγνώριζε.

«Έχει συμβεί κάτι εδώ;» είπε η Σανκάρλι χαμηλόφωνα. «Έχεις δει τίποτα ύποπτο;»

«Δε θα το έλεγα…» Τα μάτια του Χάραλκιρ είχαν στενέψει.

«Πρέπει να μιλήσουμε.»

«Όχι εδώ. Το μεσημέρι, στο σπίτι μου.»

«Είναι σημαντικό. Μας κυνηγάνε· έχουμε φύγει από την πολυκατοικία μου.»

Ο Χάραλκιρ αναστέναξε. «Τώρα είναι αδύνατο. Το μεσημέρι,» επέμεινε. «Κρυφτείτε εν τω μεταξύ. Κι ελπίζω να μη σας παρακολουθεί τώρα κανένας.»

«Κανένας δεν μας παρακολουθεί,» τον διαβεβαίωσε η Σανκάρλι.

Ο Χάραλκιρ δεν έμοιαζε και τόσο πεπεισμένος, αλλά δεν είπε τίποτα.

*

Το μεσημέρι, τον περίμεναν κοντά στην πολυκατοικία του, και όταν τον είδαν να μπαίνει πήγαν εκεί κι εκείνοι και χτύπησαν το κουδούνι. Ο Χάραλκιρ τούς άνοιξε την είσοδο της πολυκατοικίας και, μετά, τους έβαλε στο διαμέρισμά του με φανερή ανησυχία στην όψη του.

«Είστε προσεκτικοί, έτσι;» τους ρώτησε.

«Μην ανησυχείς,» είπε η Σανκάρλι. «Αν γνώριζαν πού βρισκόμασταν θα μας καταδίωκαν.»

«Καλά, πώς σας ανακάλυψαν; Δεν καταλαβαίνω. Κυνηγάνε και την Έρικα;»

«Η Έρικα πρέπει, λογικά, να έχει φύγει από την πόλη,» είπε η Σανκάρλι.

«Αυτό ξέρω κι εγώ.»

«Άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού ήρθαν χτες τη νύχτα στο διαμέρισμά μου. Έσπασαν την πόρτα και εισέβαλαν. Ευτυχώς, ο Φέκταρελ και η Φαίδρα τούς καθυστέρησαν, αλλιώς σίγουρα θα με είχαν πιάσει προτού προλάβω να σηκωθώ απ’το κρεβάτι. Είχαν ακόμα και μάγο μαζί τους – του τάγματος των Δεσμοφυλάκων.»

«Και πώς ξεφύγατε, μα τις Λάμιες;»

«Ανεβήκαμε στην ταράτσα και πηδήσαμε σ’άλλη ταράτσα–»

«Τι;»

Η Σανκάρλι μειδίασε και λοξοκοίταξε τον Φέκταρελ, που έμεινε σιωπηλός. «Μη ρωτάς. Τα καταφέραμε, πάντως, και τώρα κρυβόμαστε μαζί με τους μεταλλαγμένους. Δεν έχουν κατορθώσει να μας εντοπίσουν.»

«Θα βάλουν μάγους να το κάνουν.»

«Το έχω προβλέψει,» τον διαβεβαίωσε η Σανκάρλι. «Φοβόμασταν ότι ίσως να είχαν έρθει και για σένα. Ίσως να είχαν ανακαλύψει και τους ανθρώπους του δικτύου της Έρικας.»

«Για εμένα, τουλάχιστον, κανένας δεν έχει έρθει. Δεν πρέπει να ξέρουν για εμάς, Σανκάρλι.»

Η μάγισσα ένευσε. «Έτσι φαίνεται.»

«Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς έμαθαν για εσάς. Κάποιος κατάσκοπος…;»

«Ό,τι ξέρεις ξέρουμε,» του είπε ο Φέκταρελ.

«Αυτοί οι δύο,» είπε ο Χάραλκιρ – «ο Άσλατμιρ και η Σέρυ – ίσως αυτοί να σας πρόδωσαν. Από την αρχή δεν τους–»

«Δε μας πρόδωσαν αυτοί. Τους παρακολουθούσαμε εγώ κι η Φαίδρα συνέχεια, μέσω κοριού στο διαμέρισμά τους.»

Η Σανκάρλι είπε: «Θέλουμε τώρα να μάθουμε τι έχουν απογίνει ο Άρδαλον’λι, η Σέρυ, και ο Άσλατμιρ. Μπορείς να μας βοηθήσεις;»

«Κανονικά, με την Έρικα θα έπρεπε να το συζητήσετε αυτό…» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ.

«Η Έρικα, όμως, λείπει. Και το μόνο που θέλουμε είναι να δούμε αν είναι ακόμα κανένας στα διαμερίσματά τους. Θα μπορούσαμε να καλέσουμε τους επικοινωνιακούς διαύλους εκεί, με τους πομπούς μας, αλλά δεν το ρισκάρουμε γιατί ίσως οι δίαυλοι να παρακολουθούνται–»

«Σίγουρα θα παρακολουθούνται αν έχει συμβεί κάτι.»

«Γι’αυτό χρειαζόμαστε το δίκτυό σου. Στείλε κάποιον στις πολυκατοικίες να χτυπήσει κουδούνια, δήθεν ότι ψάχνει κάποιο φανταστικό πρόσωπο, ώστε να δούμε αν οι δικοί μας άνθρωποι εξακολουθούν να είναι εκεί που ήταν.»

«Δε μπορείς να το ελέγξεις με τη μαγεία σου; Εμένα έτσι με παρακολούθησες.»

«Φοβάμαι,» παραδέχτηκε η Σανκάρλι. «Ο Αρχισυγκλητικός έχει ολόκληρη τη Μαγική Σχολή υπό τις προσταγές του, αν θέλει· και υπάρχουν μάγοι πολύ καλύτεροι από εμένα σε τέτοιου είδους ξόρκια – μάγοι του τάγματος των Διαλογιστών.»

Ο Χάραλκιρ φάνηκε σκεπτικός για λίγο, βηματίζοντας μέσα στο καθιστικό του σπιτιού του ενώ όλοι τους στέκονταν όρθιοι. Τελικά είπε: «Τι να κάνω; θα προσπαθήσω να σας βοηθήσω. Υποθέτω αυτό θα ήθελε και η Έρικα. Και θα πρέπει, επιπλέον, να είμαστε έτοιμοι για την επιστροφή της. Αν γυρίζοντας πάει να σας βρει–»

«Ναι,» είπε η Σανκάρλι, «θα την πιάσουν.»

*

Ο Άρδαλον’λι φορούσε αλυσίδες στα πόδια όταν τον έβγαλαν από τα υπόγεια της Μαγικής Σχολής, το απόγευμα, εξουθενωμένο από το ψυχικό μαρτύριο του βασανισμού των θεών του. Οπλισμένοι μισθοφόροι τον περιτριγύριζαν, και μαζί τους ήταν και ο Σέρκαδελ’λι, καθώς και η μάγισσα κι ο μάγος που είχαν έρθει για να συλλάβουν τον Άρδαλον τη νύχτα. Τα ονόματά τους ήταν Ναργκίμη’λι και Τάγκαμιρ’λι.

«Βρες μας λοιπόν την Έρικα Σάλκερκοφ,» πρόσταξε ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ.

Ο Άρδαλον’λι μπορούσε να αισθανθεί ότι ο Σέρκαδελ’λι είχε μαζί του το περιδέραιο όπου ήταν φυλακισμένη η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού· μάλλον ήθελε να μπορεί να βασανίσει τον Άρδαλον ο ίδιος, μέσω της θεάς του, αν διαπίστωνε πως προσπαθούσε να τον ξεγελάσει. Το δαχτυλίδι όπου βρισκόταν ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος ήταν αλλού μέσα στη Σχολή.

«Αν δεν με είχες κουράσει τόσο, οι δυνάμεις μου θα ήταν μεγαλύτερες,» είπε ο Άρδαλον, και, εστιάζοντας το βλέμμα του στον καθρέφτη που κρατούσε μπροστά του ένας από τους μισθοφόρους, έκανε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, χωρίς να φέρει στο μυαλό του την Έρικα αλλά μια γυναίκα που ήξερε παλιά και ήταν πλέον νεκρή. Ήθελε να είναι προσεχτικός παρότι γνώριζε ότι αποκλείεται να εντόπιζε την Έρικα, η οποία δεν ήταν καν στην πόλη. Είχε φύγει για να πάει να βρει εκείνους τους πειρατές – πράγμα που, ευτυχώς, δεν είχε πει στον Άσλατμιρ και στη Σέρυ. Γνώριζαν μόνο ότι οι πειρατές θα βοηθούσαν στο σχέδιο καταστροφής των υποθαλάσσιων ορυχείων, όχι πού βρίσκονταν, ούτε πώς ή πότε η Έρικα θα πήγαινε για να τους καλέσει.

Ο Σέρκαδελ’λι, οι δύο άλλοι μάγοι, και οι μισθοφόροι περίμεναν, καθώς όλοι στέκονταν μέσα σε μια από τις αίθουσες της Μαγικής Σχολής.

Τίποτα δεν εμφανίστηκε στον καθρέφτη. «Δεν είναι εντός της εμβέλειας του ξορκιού μου,» δήλωσε ο Άρδαλον. «Και η Κάρνατεβ είναι μεγάλη πόλη…»

Ο Σέρκαδελ’λι ήταν, φυσικά, έτοιμος για μια τέτοια απάντηση. Πρόσταξε έναν από τους μισθοφόρους: «Καλέστε ένα όχημα.»

Εκείνος κατένευσε, ενεργοποιώντας αμέσως τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του.

«Θα κάνουμε βόλτα, λοιπόν,» είπε ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ στον παλιό εχθρό του.

*

Η Σανκάρλι, η Φαίδρα, και ο Φέκταρελ πέρασαν το μεσημέρι στο σπίτι του Χάραλκιρ, και το απόγευμα εκείνος τούς είπε ότι έπρεπε να φύγει, να πάει στην Αρένα. Είχε αγώνα σήμερα, και μετά τον αγώνα θα μάζευε κομμάτια και συντρίμμια. «Δε μπορώ να μείνω εδώ. Θα σας αφήσω, όμως, αυτό τον πομπό. Όποιος σας καλέσει εδώ είναι του δικτύου μας, και θα σας καλέσει για να σας αναφέρει τι έχουν ανακαλύψει.»

Η Σανκάρλι τον ευχαρίστησε για τη βοήθειά του, και ο Χάραλκιρ έφυγε από το σπίτι αφού τους είπε, γι’ακόμα μια φορά, να είναι προσεχτικοί – να μην ανοίξουν την πόρτα σε κανέναν, να μην απαντήσουν στον επικοινωνιακό δίαυλο αν κουδούνιζε, να μην ανάψουν τα φώτα, και να μην κάνουν φασαρία. «Σα να μην είστε εδώ. Το σπίτι μου είναι άδειο τώρα.»

Κάθονταν, λοιπόν, οι τρεις τους μέσα στο καθιστικό μιλώντας ψιθυριστά όταν μόνο το έκριναν απαραίτητο, ενώ κάπου-κάπου κάπνιζαν κανένα τσιγάρο από αυτά που τους είχε αφήσει ο Χάραλκιρ μαζί με άλλες προμήθειες. Η ώρα περνούσε και το φως της ημέρας ολοένα και λιγόστευε.

Ένα φωτάκι άρχισε να αναβοσβήνει έντονα επάνω στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του Χάραλκιρ ο οποίος ήταν ρυθμισμένος να μην κουδουνίζει. Η Σανκάρλι τον έπιασε από το τραπεζάκι ανάμεσά τους και πάτησε το κουμπί που ενεργοποιούσε το μεγάφωνο και το μικρόφωνό του έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι οι τρεις.

«Ναι;» είπε.

«Χάραλκιρ;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.

«Δεν είμαι ο Χάραλκιρ· είμαι η Σανκάρλι.»

«Πήγαμε στα διαμερίσματα που ήθελες. Ο μάγος δεν είναι εκεί, και όλη η πολυκατοικία – όλη η γειτονιά – είναι φοβισμένη. Πυροβολισμοί και κραυγές αντήχησαν χτες, μες στη νύχτα.

»Οι άλλοι δύο είναι στο διαμέρισμά τους.»

«Σίγουρα;»

«Ένας πορφυρόδερμος άντρας με μαύρο γένι, και μια λευκόδερμη, ξανθιά γυναίκα. Αυτοί δεν είναι;»

«Ναι,» είπε η Σανκάρλι. «Σ’ευχαριστούμε, όποιος κι αν είσαι.»

«Το όνομά μου δεν έχει σημασία. Να προσέχετε,» αποκρίθηκε ο πράκτορας της Έρικας, και τερμάτισε την επικοινωνία.

«Τον Άρδαλον’λι, λοιπόν, τον έχουν συλλάβει ή τον έχουν σκοτώσει,» είπε η Φαίδρα.

Η Σανκάρλι ένευσε. «Έτσι φαίνεται. Αλλά δεν είναι παράξενο που ο Άσλατμιρ και η Σέρυ εξακολουθούν να βρίσκονται στο διαμέρισμά τους;»

«Προφανώς, αυτούς δεν τους έχουν υποπτευθεί,» είπε ο Φέκταρελ.

«Πώς είναι δυνατόν να ξέρουν για εμάς και τον Άρδαλον’λι αλλά όχι για τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ;» έθεσε το ερώτημα η Σανκάρλι, προβληματισμένη. «Ο Χάραλκιρ έχει δίκιο: είναι πολύ περίεργο το πώς μας ανακάλυψαν. Ο πιο λογικός τρόπος ήταν, ίσως, μέσω του Άσλατμιρ και της Σέρυ· αλλά εσείς, που τους παρακολουθούσατε, λέτε πως δεν έγινε τίποτα ύποπτο μες στο σπίτι τους.»

«Τίποτα,» επιβεβαίωσε ο Φέκταρελ. «Μεταξύ τους δεν συζήτησαν να μας προδώσουν. Κι αν οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού είχαν έρθει για να τους βρουν, δεν θα είχε γίνει φασαρία;»

«Προφανώς και θα είχε γίνει.» Η Σανκάρλι κοίταζε το πάτωμα, συλλογισμένη, κουνώντας το πόδι της νευρικά, καθώς είχε τα γόνατά της σταυρωμένα.

«Τι θα κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρώτησε η Φαίδρα. «Δεν πρέπει να επικοινωνήσουμε με τον Άσλατμιρ;»

Η Σανκάρλι ύψωσε το βλέμμα της για να την κοιτάξει. «Κι αν είναι παγίδα;»

«Τι παγίδα;»

«Αν οι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού παρακολουθούν το σπίτι τους και περιμένουν να δουν πότε θα πάμε εκεί;»

«Παρατραβηγμένο,» είπε ο Φέκταρελ. «Αν είχαν υποπτευθεί τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ, θα τους είχαν συλλάβει όταν συνέλαβαν κι εμάς.»

«Κι αν τους συνέλαβαν και τώρα τους χρησιμοποιούν για να μας παγιδέψουν;» είπε η Σανκάρλι.

«Το μυαλό σου δουλεύει σαν της Έρικας,» παρατήρησε η Φαίδρα, εντυπωσιασμένη λιγάκι με την άλλη μάγισσα.

«Συναναστρεφόμουν κάποτε τον πιο επιτήδειο δημοσιογράφο της πόλης,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν είναι πιθανό, όμως, αυτό που σας λέω;»

«Δεν ξέρω,» είπε η Φέκταρελ. «Μπορεί… Αλλά πώς θα μάθουμε την αλήθεια;»

«Ας πάμε,» πρότεινε η Φαίδρα. «Όταν υποπτευόμαστε ότι πρόκειται για παγίδα, η παγίδα χάνει τη δύναμή της.»

«Αλλά εξακολουθεί να είναι παγίδα, Φαίδρα!» είπε η Σανκάρλι, που προφανώς διαφωνούσε με την ιδέα της. «Μπορεί μες στην πολυκατοικία νάναι συγκεντρωμένοι μισθοφόροι και μάγοι του Αρχισυγκλητικού. Μία φορά τούς ξεφύγαμε· θα τους ξεφύγουμε και δεύτερη;»

«Γιατί όχι;» είπε ο Φέκταρελ. «Ποιος θα μας σταματήσει;»

*

Είχε νυχτώσει όταν πλησίασαν την πολυκατοικία. Αλλά η κίνηση στους δρόμους δεν είχε πάψει· ο ήλιος είχε μόλις δύσει· και ακριβώς έτσι ήθελαν να είναι η κατάσταση, για να μη δίνουν στόχο: μέσα στον κόσμο ευκολότερα χάνεται κανείς.

Η Σανκάρλι’μορ στάθηκε μπροστά στην κλειστή είσοδο της πολυκατοικίας, με τον Φέκταρελ δεξιά της και τη Φαίδρα αριστερά της. Ύψωσε το χέρι της και έκανε ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος ανοίγοντας χωρίς δυσκολία την κλειδαριά της πόρτας. Κάποιος που παρακολουθούσε θα ήταν αδύνατο να διακρίνει ότι η μάγισσα δεν είχε χρησιμοποιήσει κλειδί· η Σανκάρλι ήξερε καλά αυτό το ξόρκι και το έκανε γρήγορα. Το είχε, μάλιστα, ξανακάνει επάνω σ’ετούτη την πόρτα, όταν είχε έρθει εδώ για να υφάνει τη Μαγγανεία Ελέγχου Επικοινωνιακών Διαύλων.

Μαζί με τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα, μπήκε τώρα στην πολυκατοικία και πήγε στο υπόγειό της. Παρατήρησε ότι κανένας δεν είχε αποσυνδέσει τη συσκευή της από τα τηλεπικοινωνιακά καλώδια. Κι αυτό, σκέφτηκε, ίσως να σήμαινε ότι τελικά οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού δεν ήξεραν τίποτα για τον Άσλατμιρ· ή ίσως επίτηδες να είχαν αφήσει εδώ τη συσκευή, για λόγους αποπροσανατολισμού.

Πλησίασε τη βαριά μεταλλική πόρτα πίσω απ’την οποία βρίσκονταν οι φιάλες του κεντρικού ενεργειακού δικτύου της πολυκατοικίας, και έκανε ξανά το Ξόρκι Ξεκλειδώματος. Αυτή τη φορά δεν άνοιξε την κλειδαριά αμέσως. Ήταν ασφαλείας ετούτη εδώ, πιο πολύπλοκη από της εισόδου. Στο τέλος, όμως, δεν κατάφερε να αντισταθεί στη μαγική τέχνη της Σανκάρλι’μορ. Μετά από τρία, τέσσερα έντονα κλικ-κλακ, ξεκλείδωσε, και η μάγισσα έσπρωξε τη βαριά, μεταλλική πόρτα με τη βοήθεια του Φέκταρελ.

Φώτισε το εσωτερικό του δωματίου με τον φακό της (τον φακό που τους είχε δώσει ο Χάραλκιρ) και είδε τέσσερις μεγάλες ενεργειακές φιάλες τύπου Υ-9, συνδεδεμένες με καλώδια που πήγαιναν σε μια κονσόλα στον τοίχο.

Η Σανκάρλι ζύγωσε την κονσόλα και, πατώντας ένα πλήκτρο εκεί, είδε πως χρειαζόταν να δώσεις κωδικό για να μπορέσεις να κάνεις αλλαγές. Αναμενόμενα. Αν και δεν ίσχυε σ’όλες τις πολυκατοικίες αυτό. Η Σανκάρλι έγνεψε στον Φέκταρελ και τη Φαίδρα να περιμένουν και να προσέχουν, ενώ η ίδια άρχισε να χρησιμοποιεί Ξόρκι Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας αγγίζοντας την κονσόλα. Χιλιάδες πιθανοί συνδυασμένοι πέρασαν από το σύστημα, και ύστερα από λίγο ο κωδικός έσπασε. Δεν ήταν και πολύ καλός· η Σανκάρλι είχε σπάσει και χειρότερους. Η οθόνη έδειξε έναν πίνακα με τα ακριβή αποθέματα των τεσσάρων ενεργειακών φιαλών και με υπολογισμούς σχετικά με τις ώρες λειτουργίας και άλλες λεπτομέρειες. Τίποτα από αυτά δεν την ενδιέφερε.

«Φορέστε τα γυαλιά σας,» είπε στη Φαίδρα και στον Φέκταρελ, ενώ φορούσε κι εκείνη τα δικά της. Απλά γυαλιά όλα τους – ούτε για προβλήματα όρασης ούτε καν σκούρα. Η Σανκάρλι ύφανε Ξόρκι Νυκτερινής Οράσεως επάνω και στα τρία, και τώρα, κοιτάζοντας από μέσα τους, τα πάντα είχαν πράσινη απόχρωση.

Η Σανκάρλι στράφηκε πάλι στην κονσόλα και απενεργοποίησε όλα τα κοινόχρηστα φώτα της πολυκατοικίας και όλα τα κοινόχρηστα τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Ύστερα, έθεσε γρήγορα έναν καινούργιο κωδικό ασφαλείας στην κονσόλα και την έκλεισε.

«Πάμε,» είπε στον Φέκταρελ και στη Φαίδρα, κι αμέσως έφυγαν από το υπόγειο.

Πήραν τον ανελκυστήρα – ο οποίος ακόμα λειτουργούσε – και ανέβηκαν στον τρίτο όροφο. Όλα τα φώτα της πολυκατοικίας ήταν σβηστά – και απορημένες φωνές είχαν ήδη αρχίσει ν’ακούγονται από κάποιους διαδρόμους – αλλά εκείνοι δεν είχαν πρόβλημα να βλέπουν, φορώντας τα μαγεμένα γυαλιά νυκτερινής όρασης. Δεν είχαν ούτε καν αναμμένο τον φακό τους.

Βάδισαν προς την κλειστή πόρτα του νοικιασμένου διαμερίσματος του Άσλατμιρ.

Ο Φέκταρελ είχε τραβήξει το πιστόλι του και είχε το άλλο χέρι του επάνω στη λαβή του ξιφιδίου στη ζώνη του. Η Φαίδρα είχε φέρει την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων στην επιφάνεια του κατοπτρόλιθου του βραχιολιού της, έτοιμη να την ξαμολήσει σε περίπτωση ανάγκης· και τώρα μουρμούρισε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Οι αισθήσεις της διευρύνθηκαν μαγικά, απλώθηκαν σ’όλο τον γύρω χώρο, και–

Η Σανκάρλι πάτησε το κουδούνι της πόρτας του Άσλατμιρ

–εντόπισαν έναν δαίμονα στο διαμέρισμα πίσω από τη Φαίδρα. Βρισκόταν μέσα σε κάποια μαγική φυλακή, κρυμμένος, αλλά ήταν εκεί· δεν υπήρχε αμφιβολία. Και η Φαίδρα νόμιζε, μάλιστα, ότι τον αναγνώριζε. Νόμιζε ότι ήταν–

«Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή του Άσλατμιρ από μέσα

–ο θεός που η Πολεμική Καρδιά είχε αντιμετωπίσει την προηγούμενη νύχτα!

«Εγώ είμαι, Άσλατμιρ. Άνοιξέ μου. Είναι επείγον,» είπε η Σανκάρλι με τσιτωμένη φωνή, έχοντας κι εκείνη το πιστόλι της έτοιμο.

«Είναι παγίδα!» ψιθύρισε έντονα η Φαίδρα.

*

Αυτοί είναι, παρατήρησε ο Άσλατμιρ. Ήταν σκοτεινά μες στον διάδρομο, αφού τα φώτα είχαν μόλις πάθει βλάβη για κάποιο λόγο, αλλά δεν μπορεί να ήταν άλλοι. Αυτοί είναι. Ο Άσλατμιρ τούς κοίταζε απ’το ματάκι της πόρτας, προσπαθώντας να τους διακρίνει στο ελάχιστο φως που έμπαινε από το παράθυρο του διαδρόμου.

«Ποια είσαι;» ρώτησε, κάνοντας πως δεν είχε καταλάβει, και πάτησε το κουμπί στον τηλεπικοινωνιακό πομπό του που θα ειδοποιούσε τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού ότι είχε έρθει η ώρα.

*

«Η Σανκάρλι είμαι,» αποκρίθηκε η μάγισσα.

«Είσαι μόνη;»

Οι πόρτες δύο διαμερισμάτων άνοιξαν απότομα, και μισθοφόροι βγήκαν βαστώντας φακούς και όπλα. Ένας δαίμονας ξαμολήθηκε – ο ίδιος με χτες, βεβαιώθηκε η Φαίδρα: και αμόλησε κι εκείνη την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων. Οι δύο θεοί συγκρούστηκαν με βρυχηθμούς και μουγκρίσματα που τράνταξαν ολάκερο τον διάδρομο, τις πόρτες, και το παράθυρο – μια αόρατη αγέλη από αγρίμια, και κάτι σκληρό και αλύγιστο σαν αρχαίο ξύλο και χώμα.

Ο Φέκταρελ πυροβόλησε τους μισθοφόρους, και η Σανκάρλι το ίδιο – πυροβόλησαν προς τους φακούς, κυρίως. Οι εχθροί τους δεν ήταν προετοιμασμένοι ότι τα φώτα θα έσβηναν και, μάλλον, δεν είχαν παραπάνω από δύο μαζί της. Ο ένας έπεσε στο πάτωμα καθώς η γυναίκα που τον κρατούσε χτυπήθηκε από μια σφαίρα της Σανκάρλι· ο άλλος έσπασε από τις σφαίρες του Φέκταρελ, που κάποιες τραυμάτισαν τον άντρα που τον κρατούσε, κάποιες εμποδίστηκαν από τον αλεξίσφαιρο θώρακά του.

Ένα αόρατο θηρίο έσκισε τη μούρη ενός μισθοφόρου που έκανε να χιμήσει στη Φαίδρα· και η ίδια η Φαίδρα τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη της (οι μεταλλαγμένοι τής το είχαν δώσει) και κάρφωσε έναν άλλο.

«Πίσω!» φώναξε ο Φέκταρελ. «Στον ανελκυστήρα!» Και οι δύο μάγισσες υπάκουσαν ενώ εκείνος ακόμα πυροβολούσε, γονατισμένος στο ένα γόνατο, και η Πολεμική Καρδιά έγδερνε και δάγκωνε και έριχνε στο πάτωμα αντιπάλους ενώ συγχρόνως αντιμετώπιζε τον άλλο θεό.

Η Φαίδρα αισθάνθηκε τον εχθρικό μάγο να προσπαθεί να εκδιώξει την Καρδιά της Συναγωγής, και του έφερε αντίσταση με τη θέλησή της, αν και δεν ήταν τόσο απαραίτητο. Ο Φέκταρελ πήδησε τώρα μέσα στον ανελκυστήρα, και η Φαίδρα τράβηξε πίσω τον θεό της ενώ η Σανκάρλι πατούσε το κουμπί για το ισόγειο.

«Σας το είπα ότι ήταν παγίδα!» είπε η Τεχνομαθής μάγισσα. Το πρόσωπό της φαινόταν χλωμό ακόμα και πίσω από την πράσινη απόχρωση των μαγεμένων γυαλιών.

«Οι καταραμένοι μάς πρόδωσαν!» γρύλισε ο Φέκταρελ. «Έπρεπε νάχαν ανοίξει την πόρτα, και τούτη η νύχτα θα ήταν η τελευταία τους!»

Ο ανελκυστήρας έφτασε στο ισόγειο, και βγήκαν. Η Σανκάρλι στράφηκε και ύφανε επάνω του, βιαστικά, ένα Ξόρκι Μηχανικής Δυσλειτουργίας καθώς ο θάλαμος είχε αρχίσει πάλι να ανεβαίνει· οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού τον είχαν καλέσει.

Ο θάλαμος σταμάτησε απρόσμενα και κατέβηκε ξανά, σχεδόν ώς το τέλος· μετά ανέβηκε–

«Πάμε!» είπε ο Φέκταρελ. «Έρχονται από τις σκάλες!» Και δεν χρειαζόταν κανείς να έχει την υπερφυσική ακοή του για να τους ακούσει.

Έτρεξαν, βγαίνοντας από την πολυκατοικία.

Ένα τετράκυκλο όχημα ήρθε γρήγορα, με τους τροχούς του να γρυλίζουν, και σταμάτησε εμπρός τους. Το γυάλινο σκέπαστρό του άνοιξε κατά το ήμισυ και οπλισμένοι μισθοφόροι πετάχτηκαν έξω–

–και χτυπήθηκαν και σωριάστηκαν από την ξαφνική επίθεση της Πολεμικής Καρδιάς της Συναγωγής των Θηρίων.

Ο Φέκταρελ τούς πυροβόλησε, κι ύστερα από το πρώτο πάτημα της σκανδάλης διαπίστωσε πως οι σφαίρες τού είχαν τελειώσει. Ξεθηκάρωσε το ξιφίδιό του και χίμησε καταπάνω τους.

Η Φαίδρα αμέσως τράβηξε πίσω την Καρδιά της Συναγωγής, γιατί ήξερε ότι ο θεός της ήταν ικανός, πολλές φορές, να μη μπορεί να ξεχωρίσει εχθρό από φίλο μέσα στη μάνητα της μάχης.

Ο Φέκταρελ έπεσε πάνω στους εναπομείναντες μισθοφόρους με τρομερή ταχύτητα και αγριότητα, καρφώνοντάς τους στον λαιμό, ρίχνοντάς τους στο έδαφος.

Η Σανκάρλι πυροβόλησε στο κεφάλι έναν που πήγαινε να σηκωθεί από το πλακόστρωτο· το μεταλλικό κράνος του δεν κατάφερε να σταματήσει τη σφαίρα της.

«Ελάτε!» φώναξε ο Φέκταρελ καθίζοντας στη θέση του οδηγού· τα μάτια του γυάλιζαν σαν να εξέπεμπαν το φως των φεγγαριών. Η Σανκάρλι και η Φαίδρα ανέβηκαν στο όχημα, και εκείνος πάτησε το πετάλι καθώς μισθοφόροι έβγαιναν από την είσοδο της πολυκατοικίας πυροβολώντας και φωνάζοντας, εξαγριωμένοι. Σφαίρες εξοστρακίστηκαν πάνω στα μέταλλα του οχήματος, και ο Φέκταρελ το έστριψε μέσα σε μικρότερους δρόμους και μακριά από εδώ, μην ξέροντας και πολύ καλά πού πήγαινε, μην έχοντας ακόμα μάθει την Κάρνατεβ.

*

Όταν ήταν βέβαιοι πως οι εχθροί τους τους είχαν χάσει, άφησαν το όχημα και βάδισαν, πηγαίνοντας προς το παλιό σχολείο του Νοτιοανατολικού Τέταρτου και τους μεταλλαγμένους που τους περίμεναν εκεί.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό
Η Μάχη για τη Μελόνησο

Ο Ζαώρδιλ ξύπνησε από το φως της αυγής που έμπαινε στη ρηχή σπηλιά. Τα μάτια του μισάνοιξαν χωρίς το σώμα του να κινηθεί στο ελάχιστο. Κοίταξε μήπως υπήρχε κανένας κίνδυνος κοντά. Τίποτα, όμως: ούτε θηρίο ούτε άνθρωπος. Αφουγκράστηκε: μονάχα το κελάρυσμα της πηγής όπου χτες βράδυ είχε ξεδιψάσει.

Σηκώθηκε και βγήκε απ’τη σπηλιά, σκυμμένος, μην πιστεύοντας ακόμα ότι σίγουρα δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος κοντά. Κοίταξε τριγύρω, κι όταν διαπίστωσε πως πράγματι ήταν μόνος, πήγε στην πηγή και ήπιε πάλι νερό.

Το γκρίζο φως της αυγής χρωμάτιζε το βραχώδες τοπίο ολόγυρά του. Ησυχία απλωνόταν, η οποία έσπαγε μονάχα από το κρώξιμο κανενός πουλιού.

Όταν ξεδίψασε, ο Ζαώρδιλ απομακρύνθηκε από την πηγή βαδίζοντας προς το κατεστραμμένο οχυρό στο νότιο άκρο της αρχαίας γέφυρας που ένωνε την Ακρόνησο με τη Μελόνησο. Κανένας δεν ήταν εκεί. Εγκαταλειμμένο, όπως πριν· αλλά τώρα όχι φλεγόμενο. Ο Ζαώρδιλ μπορούσε να μπει, ακόμα και ξυπόλυτος· το έδαφος δεν έκαιγε κάτω από τα πέλματά του, αν και έπρεπε να προσέχει μήπως κοπεί, καθώς ένα σωρό κομμάτια και θραύσματα ήταν σκορπισμένα παντού.

Είδε νεκρούς ανθρώπους – άλλους μερικώς, άλλους τελείως απανθρακωμένους από τις φλόγες. Είδε όπλα πεταμένα από δω κι από κει, πυροβόλα και αγχέμαχα. Κάλυκες, πέτρες, στάχτες. Βάδισε προς τη μεριά όπου, χτες βράδυ, είχε διακρίνει εκείνο τον τροχό του δίκυκλου. Ακόμα εκεί ήταν. Και ο τροχός και το δίκυκλο. Πλάι του μια γυναίκα βρισκόταν πεσμένη, ντυμένη με πανοπλία, και με το κεφάλι της σπασμένο από κάποια εκτιναγμένη πέτρα. Παραδίπλα, ο Ζαώρδιλ μπορούσε να δει μια μεγάλη τρύπα στο τοίχωμα του οχυρού: από κανόνι, όχι ενεργειακό.

Πλησίασε το δίκυκλο, να κοιτάξει αν υπήρχε ενεργειακή φιάλη στην ειδική θύρα κάτω από τη σέλα του. Υπήρχε. Και δεν είχε εκραγεί. Ως εκ θαύματος, οι φλόγες δεν είχαν φτάσει μέχρι εδώ. Ο Ζαώρδιλ έλυσε τα φρένα του δίκυκλου και, πιάνοντάς το από το πλάι, το τσούλησε παραέξω. Προσπάθησε να το ενεργοποιήσει και διαπίστωσε ότι δεν ήταν κλειδωμένο· η μηχανή του άρχισε να μουγκρίζει. Το απενεργοποίησε πάλι, και πήγε να βρει ό,τι εξοπλισμούς μπορούσε μέσα από τα συντρίμμια του οχυρού.

Όταν επέστρεψε κοντά στο δίκυκλο φορούσε ένα ζευγάρι μπότες και μερικά κομμάτια πανοπλίας – αλεξίσφαιρο θώρακα από δέρμα, μεταλλικά περικάρπια, περιβραχιόνια από δέρμα και μέταλλο, και παρόμοιους μηριαίους προφυλακτήρες. Επίσης, είχε πάρει και κάμποσους γεμιστήρες για το πιστόλι του, καθώς κι ένα τουφέκι (και γεμιστήρες και γι’αυτό) το οποίο τώρα κρεμόταν από τον ώμο του. Φόρεσε το κράνος που κρατούσε παραμάσκαλα κι ανέβηκε στο δίκυκλο.

Το ενεργοποίησε κι έφυγε από το κατεστραμμένο οχυρό, κατευθυνόμενος νότια, χωρίς βιάση, προσέχοντας, γιατί δεν ήθελε να πέσει σε τυχόν ενέδρα ανιχνευτών του εχθρού. Αν και το θεωρούσε λιγάκι απίθανο να κατοπτεύουν προς τα πίσω, όφειλε να είναι επιφυλακτικός. Αυτό δεν θα έκανε κι ο Φέκταρελ, άλλωστε; Πάντοτε ήταν προσεχτικός με τέτοια πράγματα. Και ακόμα λείπει. Όπως και η Φαίδρα. Τι κάνει η Έρικα, άραγε; Πλησιάζει να τους εντοπίσει; Είχαν περάσει πια πέντε μέρες από τότε που είχε φύγει· και ο Ζαώρδιλ όφειλε να παραδεχτεί ότι ανησυχούσε λιγάκι γι’αυτήν, αν και δεν θα έπρεπε. Η Έρικα ήξερε τι έκανε. Η Έρικα πάντα ήξερε τι έκανε. Εκτός από εκείνη τη φορά που είχε καταλήξει στα μπουντρούμια του Κύρη των Βουνών, ίσως… Δεν είχε νόημα, όμως, τώρα να σκέφτεται έτσι· είχε πιο άμεσα προβλήματα! Κι έπρεπε να κρατά τα μάτια του ανοιχτά για τις δυνάμεις της Κάρνατεβ που βρίσκονταν κάπου μπροστά του…

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος οδήγησε προσεχτικά, προσπαθώντας να έχει στο μυαλό του όσο καλύτερα μπορούσε τη γεωγραφία της Μελονήσου. Και σε λιγότερο από μισή ώρα, σταμάτησε πάνω στην πλαγιά ενός λόφου απ’όπου μπορούσε να ατενίσει το φουσάτο της Κάρνατεβ να πηγαίνει προς τα νότια: φορτηγά, άρματα μάχης, ελέφαντες, λυκόχοιροι, άλογα. Σκόνη σηκωνόταν ολόγυρά τους καθώς προέλαυναν. Ο Εύβουλος, λοιπόν, δεν βιαζόταν να στείλει τα οχήματα μπροστά· πίστευε ότι ούτως ή άλλως θα έβρισκε το κεφαλοχώρι αφύλαχτο. Και μάλλον έχει δίκιο. Όταν τον δουν θα είναι πια αργά. Ο Ζαώρδιλ είχε στείλει τη Νιρκέκα και πολλούς από τους Ζωντανούς-Νεκρούς στη Μεσόνησο, για να βοηθήσουν εκεί τον Βασιληά Ράνελμον εναντίον του σμήνους των αεροχημάτων. Και σχεδόν όλους τους άλλους τούς είχε στείλει στις ακτές, στα πλοία, γιατί ο στόλος της Κάρνατεβ ναυμαχούσε με τον στόλο των Γεφυρωμένων Νήσων. Στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου, λογικά, θα ήταν τώρα μόνο ο Κερκ και η Φρίντα μαζί με καμια πενηνταριά άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς και κάπου εκατό-πενήντα μαχητές του Βασιληά.

Πρέπει να φέρω τον Νικηφόρο και τους υπόλοιπους από τις ακτές.

Ο Ζαώρδιλ έστριψε, κατευθυνόμενος νότια και δυτικά, ακολουθώντας κακοτράχαλα μονοπάτια και βάζοντας το δίκυκλό του να περνά κι από περιοχές που δεν υπήρχαν καθόλου μονοπάτια. Κανένα τέταρτο της ώρας πρέπει να είχε περάσει όταν, τελικά, είδε τις δυτικές ακτές της Μελονήσου, και πέρα απ’αυτές, σε αρκετή απόσταση, μια ναυμαχία να διεξάγεται. Καπνός και φωτιά επάνω στο νερό της θάλασσας. Τα πλοία της Κάρνατεβ συγκρούονταν με τα πλοία του Βασιλείου.

Λίγο πιο νότια στην ακτή ο Ζαώρδιλ μπορούσε να διακρίνει ένα χωριό εκεί όπου σχηματιζόταν ένας κόλπος, ύστερα από μια δασώδη περιοχή. Αυτό, σκέφτηκε, μάλλον είναι το χωριό όπου η Έρικα μού είπε πως μίλησε μ’εκείνο τον τραγουδιστή. Πώς τον λένε; Χάρελκαμ ο Πράσινος. Το μέρος φαινόταν ήσυχο· οι δυνάμεις της Κάρνατεβ σίγουρα δεν είχαν πλησιάσει εδώ, ούτε από την ξηρά ούτε από το νερό ούτε από τον αέρα. Εξάλλου, το μόνο σημαντικό πράγμα σ’αυτό το χωριό ήταν ο Χάρελκαμ ο Πράσινος, και μάλλον δεν τους ενδιέφερε να αιχμαλωτίσουν τον τραγουδιστή για λύτρα.

Ο Ζαώρδιλ έβαλε πάλι τους τροχούς του δίκυκλού του σε κίνηση, ακολουθώντας την ακτή που πήγαινε νότια και δυτικά, έχοντας ως προορισμό το χωριό με το μεγαλύτερο λιμάνι στη Μελόνησο: το Στόμα της Μελονήσου, όπως το έλεγαν οι ντόπιοι: εκεί όπου ο Σκοτωμένος και ο Βασιληάς Ράνελμον είχαν συναντήσει τον Πιλότο όταν αυτός είχε πρωτοέρθει εδώ μαζί με τα μηχανοκίνητα σκάφη του στόλου του Βασιλείου.

Τα μονοπάτια ήταν χάλια και, σε κάποια στιγμή, ο μπροστινός τροχός του δίκυκλου του Ζαώρδιλ παραλίγο να φύγει από τη θέση του, ενώ σε κάποια άλλη στιγμή το δίκυκλο παραλίγο να ανατραπεί, αλλά εκείνος το πρόλαβε βάζοντας το πόδι του στο πλάι. Παρ’ όλ’ αυτά έφτασε στον προορισμό του χωρίς μεγάλη καθυστέρηση· οι αποστάσεις στα νησιά ήταν μικρές.

Μπήκε στο χωριό και πήγε αμέσως στο λιμάνι, όπου ήταν αραγμένα πλοία μεγαλύτερα και μικρότερα. Πουθενά, όμως, ο Οδηγός ή ο Ακόλουθος. Πρέπει να είχαν αποπλεύσει για να βοηθήσουν στις ναυμαχίες, οι οποίες δεν φαίνονταν από εδώ. Ο Ζαώρδιλ καταράστηκε και, αφήνοντας το δίκυκλό του σ’ένα δρομάκι κοντά στο λιμάνι, ζύγωσε μια αποβάθρα όπου ήταν αραγμένο ένα πλοιάριο ανεφοδιασμού και πρώτων βοηθειών. Καθώς πηδούσε στο κατάστρωμά του, οι πέντε άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί – τρεις γυναίκες, δύο άντρες – τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Τι θέλεις;» τον ρώτησε η μία από τις γυναίκες – πορφυρόδερμη, μελαχρινή, μετρίου αναστήματος, ντυμένη με στρατιωτική στολή – προφανώς η αρχηγός εδώ πέρα. «Ποιος είσαι;»

«Ζαώρδιλ, επικεφαλής των Ζωντανών-Νεκρών. Ξέρετε πού είναι οι μισθοφόροι μου; Τα πλοία Οδηγός και Ακόλουθος

Η γυναίκα τον ατένισε συνοφρυωμένη. Ένας απ’τους άντρες είπε: «Στις ναυμαχίες, βόρεια από δω,» κι εκείνη τον αγριοκοίταξε. Ύστερα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Ζαώρδιλ. «Πώς ξέρουμε ότι είσαι όντως αυτός που λες;» τον ρώτησε.

«Σου φαίνομαι για κατάσκοπος του Αρχισυγκλητικού;» μούγκρισε ο Σκοτωμένος. «Πρέπει να βρω τους μισθοφόρους μου, στη ναυμαχία. Κι εσείς πρέπει να με πάτε εκεί, με το σκάφος σας. Τώρα. Είναι ανάγκη. Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ πλησιάζουν το κεφαλοχώρι της Μελονήσου καθώς μιλάμε–»

«Τι! Πώς είναι δυνατόν;»

«Ήρθαν από ξηράς, από την Ακρόνησο. Κατέστρεψαν το οχυρό στα νότια της γέφυρας – και μάλλον οι υπερασπιστές του δεν κατάφεραν να στείλουν κάποιον για να ειδοποιήσει. Εγώ είχα πάει να ανιχνεύσω, αλλά το ελικόπτερό μου καταρρίφθηκε – ο πιλότος μου σκοτώθηκε, εγώ από θαύμα έζησα. Πρέπει να με πάτε στη ναυμαχία, για να ειδοποιήσω τους ανθρώπους μου και να επιστρέψουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου. Αλλιώς οι δυνάμεις της Κάρνατεβ θα βρουν το μέρος ουσιαστικά αφύλαχτο – και έχουν άρματα μάχης, φορτηγά γεμάτα μαχητές, ελέφαντες, άλογα, λυκόχοιρους, ορνιθόπτερα, και τουλάχιστον μία μάγισσα – αυτή που, με τον δαίμονά της, κατέρριψε το ελικόπτερό μου.» Δεν είχε χρόνο για να τους τα αφηγηθεί πιο αναλυτικά· ήταν ώρα για δράση, όχι για λόγια.

Η αρχηγός του πλοιαρίου κοίταξε το πλήρωμά της· κανένας τους δεν μίλησε. Ύστερα στράφηκε πάλι στον Ζαώρδιλ.

Εκείνος τής είπε: «Το σκάφος σου είναι μηχανοκίνητο – και βιάζομαι.» Τα άλλα, μεγαλύτερα πλοία στο λιμάνι ήταν όλα ιστιοφόρα, χωρίς μηχανές. Το πλοιάριο, όμως, είχε μηχανές, και δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να χρειάζεται μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή.

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η πολεμίστρια. «Αλλά νάχεις υπόψη σου ότι είμαστε σκάφος ανεφοδιασμού και πρώτων βοηθειών· δεν–»

«Το βλέπω. Θα ξεκινήσουμε ή όχι;»

*

«Τι γίνεται στη Μεσόνησο;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ καθώς ταξίδευαν βορειοανατολικά, με τις μηχανές του πλοιαρίου να βουίζουν και τις προπέλες του να σηκώνουν αφρούς πίσω του.

Η αρχηγός, που είχε μόλις συστηθεί ως Βαρμάλνα, αποκρίθηκε: «Έχουν προσγειωθεί τα αεροχήματα εκεί, κι απ’ό,τι ξέρουμε οι μάχες είναι άγριες. Το κεφαλοχώρι έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους.»

Ακόμα, λοιπόν, κι αν προλάβαινα να πάω στη Μεσόνησο, αμφίβολο είναι αν η Νιρκέκα ή ο Βασιληάς Ράνελμον θα μπορούσαν να απεμπλέξουν τους μαχητές τους για να τους φέρουν εδώ.

Όταν φάνηκαν στον ορίζοντα οι καπνοί και οι φωτιές της ναυμαχίας, η Βαρμάλνα ύψωσε ένα τηλεσκόπιο μπροστά στο ένα της μάτι, ψάχνοντας.

«Βλέπεις τα πλοία μου;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. Κι όταν δεν του απάντησε: «Δώσε μου εμένα να κοιτάξω.» Δεν είχε αμφιβολία ότι θα αναγνώριζε αμέσως τον Οδηγό και τον Ακόλουθο.

Η Βαρμάλνα τού έδωσε το τηλεσκόπιο. «Δεν πλησιάζουμε περισσότερο αν δεν τους εντοπίσουμε πρώτα από απόσταση,» του είπε, με τρόπο που υποδήλωνε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη.

Ο Ζαώρδιλ δεν αποκρίθηκε· κοίταξε στον ορίζοντα, βλέποντας μεγάλα σκάφη να ναυμαχούν επάνω στα νερά του Ωκεανού. Κανόνια έφτυναν φωτιά και καπνό· έμβολα προσπαθούσαν να χτυπήσουν εχθρικά σκαριά· πολεμιστές πηδούσαν απ’το ένα κατάστρωμα στο άλλο, για να επιτεθούν. Τα περισσότερα πλοία ήταν ιστιοφόρα, και τα ελάχιστα μηχανοκίνητα είχαν φανερό πλεονέκτημα μέσα στον χαλασμό, λόγω ταχύτητας και ευελιξίας.

Ένα απ’αυτά ήταν και ο Οδηγός. Ο Ζαώρδιλ δεν άργησε να τον δει. Και μετά από λίγο, παραδίπλα, εντόπισε και τον Ακόλουθο, ο οποίος υποχρεωτικά πήγαινε με τα πανιά – μονάχα ο Ρουάμης’νιρ είχε απομείνει για να κάνει Μαγγανεία Κινήσεως.

«Εκεί είναι,» είπε ο Ζαώρδιλ στη Βαρμάλνα, υψώνοντας το χέρι του για να δείξει. «Προς τα κει πρέπει να πάμε.» Και της επέστρεψε το τηλεσκόπιο.

Εκείνη το χρησιμοποίησε για να κοιτάξει. «Έχεις δίκιο. Αυτό μάλλον είναι το σκάφος σου.»

«Αυτό είναι το σκάφος μου. Και, υποθέτω, αναφέρεσαι στον Οδηγό μόνο.»

«Είναι και το άλλο εδώ;»

«Ναι. Λίγο πιο δίπλα. –Πάμε!»

Η Βαρμάλνα κατέβασε το τηλεσκόπιο κι έδωσε διαταγές στο πλήρωμά της. Ο άντρας που ήταν πιλότος του πλοιαρίου έστρεψε την πλώρη προς την κατεύθυνση που είχε δείξει ο Σκοτωμένος και επιτάχυνε. Οι άλλοι – ένας άντρας και δύο γυναίκες, που περισσότερο με θεραπευτές έμοιαζαν στον Ζαώρδιλ και λιγότερο με πολεμιστές – είχαν τα όπλα τους στα χέρια, οπλισμένα και έτοιμα – τουφέκια του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, με ξιφολόγχες επάνω για την περίπτωση που εχθροί επιχειρούσαν να πηδήσουν στο σκάφος τους.

Το πλοιάριο προσέγγισε τη ναυμαχία, και ένας κανονιοβολισμός δεν άργησε να πέσει στα δεξιά του κάνοντάς το να κουνηθεί βίαια αλλά χωρίς να κινδυνέψει. Τα μεγάλα σκάφη φαίνονταν τώρα ολοένα και πιο κοντά, ολοένα και πιο αληθινά και απειλητικά. Το πλοιάριο πέρασε μέσα από ένα σύννεφο καπνού· πέρασε κοντά από τα συντρίμμια ενός πλοίου, πολλά από τα οποία φλέγονταν. Ήταν ένα από τα σκάφη της Κάρνατεβ. Μερικοί πολεμιστές, πιασμένοι επάνω σε κομμάτια που επέπλεαν, φώναζαν βοήθεια.

«Βαρμάλνα;» είπε η μία από τις δύο άλλες γυναίκες.

«Δεν είναι η δουλειά μας να τους σώσουμε,» αποκρίθηκε η Βαρμάλνα.

«Μα τώρα δεν είναι–»

«Μπορούν να τους βοηθήσουν οι δικοί τους!»

Ο πιλότος δεν είχε σταματήσει το πλοιάριο, έτσι σύντομα προσπέρασαν τα συντρίμμια και τους ναυαγούς και είδαν αντίκρυ τους τον Οδηγό, όχι από μεγάλη απόσταση πια. Η Βαρμάλνα πρόσταξε να υψωθεί η σημαία του Βασιλείου, και το πλήρωμά της πάραυτα υπάκουσε.

«Ελπίζω οι μισθοφόροι σου να κοιτάξουν το έμβλημά μας προτού μας βυθίσουν,» είπε στον Ζαώρδιλ.

«Μην ανησυχείς,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος, κι έβγαλε το κράνος του. Στάθηκε στην πλώρη καθώς ζύγωναν τον Οδηγό και σήκωσε το χέρι, γνέφοντας.

«Νικηφόρε!» φώναξε. «Νικηφόρε!»

Πολεμιστές τον έδειχναν από το κατάστρωμα του Οδηγού. Η μορφή του Θελβάμη φάνηκε, και η φωνή του αντήχησε: «Σκοτωμένε;»

«Εγώ είμαι, Θελβάμη! Πρέπει ν’ανεβώ!»

Άνθρωποι έτρεχαν, τώρα, επάνω στο κατάστρωμα καθώς ο ένας φώναζε στον άλλο. Το μεγάλο βαρούλκο κινήθηκε, κατεβάζοντας αλυσίδες με μεγάλους γάντζους. Το πλήρωμα της Βαρμάλνα έπιασε τους γάντζους στις άκρες του πλοιαρίου, και το βαρούλκο ανέβασε το μικρότερο σκάφος στο πλάι του μεγαλύτερου. Ο Ζαώρδιλ πήδησε στο κατάστρωμα του Οδηγού και βρέθηκε μπροστά στον Νικηφόρο, που ήδη τον περίμενε εκεί, περιτριγυρισμένος από άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Τι σκατά συμβαίνει;» ρώτησε ο Κολπατζής.

«Κατέρριψαν το ελικόπτερό μου–»

«Σ’το είπα να προσέχεις, γαμώ τις Λάμιες σου–»

«–και ο Σάρνεμπ σκοτώθηκε. Μια μάγισσα μάς επιτέθηκε. Ήταν επάνω σε ορνιθόπτερο, με άλλα τρία ορνιθόπτερα μαζί της.»

«Πού βρέθηκε; Πού είχατε πάει;»

«Στην Ακρόνησο. Ένα μέρος των δυνάμεων της Κάρνατεβ ερχόταν από εκεί–»

«Τι!»

«Σε παραξενεύει; Τον Εύβουλο έχουμε για εχθρό μας.»

«Και πού βρίσκονται τώρα;»

«Μέσα στη Μελόνησο. Κατέστρεψαν το οχυρό στα νότια της αρχαίας γέφυρας που συνδέει την Ακρόνησο με τη Μελόνησο· και είμαι βέβαιος πως έχουν και ενεργειακό κανόνι μαζί τους. Κάποια από τα χτυπήματα που είδα δεν μπορεί να έγιναν από συμβατικά πυροβόλα. Κατευθύνονται τώρα προς το κεφαλοχώρι της Μελονήσου–»

«Το οποίο είναι σχεδόν αφύλαχτο.»

«Γι’αυτό πρέπει να πάμε εκεί. Τώρα. Και με όσους περισσότερους μαχητές μπορούμε.»

«Σε πόσες ώρες υπολογίζεις ότι ο στρατός της Κάρνατεβ θα έχει φτάσει στο κεφαλοχώρι;»

«Ώς το μεσημέρι, υποθέτω.»

«Τον προλαβαίνουμε, λοιπόν. Ακόμα και με το ιστιοφόρο.» Ο Νικηφόρος κοίταξε προς τη μεριά του Ακόλουθου.

«Θα πάρουμε και τα δύο σκάφη,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Καθώς και όσα από τα πλοία του Βασιληά είναι πρόθυμα να μας ακολουθήσουν.»

«Πόσοι είναι, περίπου, οι εχθροί;»

«Πέντε φορτηγά οχήματα γεμάτα με μαχητές, τρία βαριά οπλισμένα άρματα μάχης, σίγουρα πάνω από μια ντουζίνα ελέφαντες, καμια πενηνταριά καβαλάρηδες πάνω σ’άλογα, και οι μισοί απ’αυτούς πάνω σε λυκόχοιρους.»

«Γάμησέ μας, δηλαδή. Και έχουν και μάγους μαζί τους;»

«Τουλάχιστον μία μάγισσα – αυτή που κατέρριψε το ελικόπτερό μας. Και τέσσερα ορνιθόπτερα, επίσης.»

«Θα χρειαστούμε όση περισσότερη βοήθεια μπορούμε να έχουμε,» συμπέρανε ο Νικηφόρος.

Ο Ζαώρδιλ κατένευσε. «Πάμε στη γέφυρα, να μιλήσουμε τηλεπικοινωνιακά με τ’άλλα σκάφη του στόλου.»

*

Ο Κερκ δυσκολευόταν να συνηθίσει αυτό το μηχανικό πόδι. Δεν αμφέβαλλε ότι ήταν από τα καλύτερα που μπορούσαν να φτιαχτούν – ο ίδιος ο Βασιληάς Ράνελμον το είχε πληρώσει, και η Ανταρλίδα’μορ είχε πει πως το είχε βελτιώσει – αλλά δεν πλησίαζε καν να είναι όπως το πραγματικό δεξί πόδι που είχε χάσει πολεμώντας εναντίον των Θηριόπνευστων Αδελφών. Ήταν ένα κατασκεύασμα από μέταλλα, γρανάζια, και πιστόνια, το οποίο λειτουργούσε με δύο μπαταρίες: ένας μηχανισμός που προσπαθούσε να είναι ευκίνητος όσο ένα αληθινό πόδι αλλά, φυσικά, δεν τα κατάφερνε ποτέ.

Ο Κερκ, βέβαια, καταλάβαινε ότι κανονικά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων. Στη Φεηνάρκια οι περισσότεροι άνθρωποι που έχαναν το πόδι τους δεν είχαν τόσο εξελιγμένους μηχανισμούς για να τους βοηθάνε· τίποτα περισσότερο, συνήθως, από ένα κομμάτι ξύλο για να αντικαταστήσει το χαμένο τους μέλος.

Δεν είμαστε στη Ρελκάμνια, σκέφτηκε ο Κερκ τώρα, καθώς βάδιζε μέσα στον στρατιωτικό καταυλισμό έξω απ’το κεφαλοχώρι της Μελονήσου, ακούγοντας τους μηχανισμούς του ψεύτικου ποδιού του να λειτουργούν. Στη Ρελκάμνια μόνο ίσως να μπορούσε κάποιος να μου φτιάξει κάτι καλύτερο. Αν και είχε ακούσει πως τα τεχνητά μέλη δεν ήταν ποτέ σαν τα κανονικά.

«Μην το λες αυτό,» θυμήθηκε τα λόγια της Ανρίθα-Νοθ, που τώρα βρισκόταν πίσω, στη Νουσράκλη (ο Σκοτωμένος δεν της είχε επιτρέψει να έρθει βόρεια, παρότι εκείνη ήθελε δηλώνοντας ότι βαριόταν στην πρωτεύουσα του Βασιλείου). «Ένας συγγενής μας, του Οίκου των Νόθ’φερκορ, είχε τραυματιστεί ακόμα πιο άσχημα από εσένα και πλήρωσε Τεχνομαθείς μάγους για να φτιάξουν το σώμα του. Αν ήμασταν στη Ρελκάμνια σίγουρα θα είχες καλύτερη περιποίηση…»

Ο Κερκ, όμως, δεν νόμιζε ότι οι Ζωντανοί-Νεκροί θα πήγαιναν σύντομα στη Ρελκάμνια. Είχε ακούσει πως η Έρικα Σάλκερκοφ είχε υποσχεθεί στην Ανρίθα-Νοθ ότι θα τη βοηθούσε να επιστρέψει εκεί, αλλά αυτό δεν είχε ακόμα συμβεί· η Έρικα, μάλλον, είχε άλλες δουλειές. Κι όταν συνέβαινε, δεν σήμαινε ότι οι Ζωντανοί-Νεκροί θα τη συνόδευαν.

Ο Κερκ σταμάτησε να βαδίζει στο κέντρο του καταυλισμού, όπου η Φρίντα καθόταν μόνη κουρδίζοντας την κιθάρα της. Με το κατάλευκο σαν χιόνι δέρμα της και τα κόκκινα μαλλιά της ξεχώριζε όπως η φλόγα στο σκοτάδι ανάμεσα στους Φεηνάρκιους. Καταγόταν κι αυτή από τη Ρελκάμνια, ενώ η καταγωγή του Κερκ ήταν από τη Σεργήλη. Από τότε, βέβαια, που είχε μπει στον Στρατό της Παντοκράτειρας δεν είχε ξαναδεί την πατρίδα του. Πολλές φορές το είχε μετανιώσει.

«Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε στη Φρίντα.

Εκείνη ύψωσε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει, σταματώντας να κουρδίζει την κιθάρα. «Τι;»

«Στη Ρελκάμνια, είναι αλήθεια ότι μπορούν να–;»

«Κερκ!» τον διέκοψε ένας από τους ανιχνευτές του Φέκταρελ καθώς ερχόταν τρέχοντας. «Εχθρός!»

«Εχθρός;»

«Από τα βορειοανατολικά. Άρματα μάχης, φορτηγά, καβαλάρηδες πάνω σε ελέφαντες, λυκόχοιρους, άλογα. Έρχονται να πάρουν το κεφαλοχώρι· δεν υπάρχει αμφιβολία.»

Ο Κερκ, κοιτάζοντας ολόγυρα, είδε πως και οι μαχητές του Βασιληά πρέπει να είχαν μόλις ειδοποιηθεί· ίσως ο ίδιος ανιχνευτής να τους είχε ειδοποιήσει, ή ίσως ο άλλος. Δύο ανιχνευτές του Φέκταρελ περιφέρονταν γύρω απ’το κεφαλοχώρι της Μελονήσου για λόγους ασφαλείας. «Είναι περισσότεροι από εμάς;»

«Δίχως αμφιβολία. Πάνω από τους διπλάσιους.»

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» καταράστηκε ο Κερκ κάτω απ’την ανάσα του, και πρόσταξε να πάρουν θέσεις βορειοανατολικά του κεφαλοχωριού μαζί με τους μαχητές του Βασιληά. Ήταν επικεφαλής των λίγων Ζωντανών-Νεκρών που είχαν μείνει εδώ – και κανένας τους δεν περίμενε επίθεση.

Καθώς συγκεντρώνονταν στις παρυφές του χωριού, συνάντησε τον αρχηγό των μαχητών του Βασιληά: έναν πορφυρόδερμο Φεηνάρκιο που ονομαζόταν Χίρμωντ και που στα χέρια του είχε ένα μακρύ, δίκαννο τουφέκι με ξιφολόγχη.

«Νόμιζα ότι οι δυνάμεις της Κάρνατεβ επιτίθονταν στη Μεσόνησο!» είπε ο Χίρμωντ. «Πώς ήρθαν εδώ;»

«Μάλλον το κατάλαβαν ότι νομίζαμε πως επιτίθονταν στη Μεσόνησο.»

«Θες να πεις πως δεν επιτίθενται στη Μεσόνησο;»

«Προφανώς, όχι όλοι,» είπε ο Κερκ, καθώς κρύβονταν πίσω από ένα σύδεντρο μαζί με καμια ντουζίνα πολεμιστές – έξι Ζωντανούς-Νεκρούς, έξι μαχητές του Βασιληά.

Παραδίπλα, καλύπτονταν οι υπόλοιποι, μέσα σε σύδεντρα κι αυτοί, πίσω από βράχους, και πίσω από υψώματα. Το μοναδικό άρμα μάχης που είχαν μαζί τους (το οποίο διέθετε πυροβόλο και δύο ρουκέτες) περίμενε στα νώτα τους, για την ώρα.

Ο Κερκ ρώτησε τον Χίρμωντ: «Έστειλες κανέναν να ειδοποιήσει τους ανθρώπους του χωριού;»

«Ναι. Και πρόσταξα να κλειστούν όλοι στα σπίτια τους.»

Όχι πως αυτό θα τους βοηθήσει, αν δεν μπορέσουμε να κρατήσουμε μακριά τον εχθρό, σκέφτηκε ο Κερκ. Το κεφαλοχώρι ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτο. Μονάχα ένα χαμηλό τείχος από βαρύ ξύλο το προστάτευε – αδύνατον να αντιμετωπίσει σοβαρούς εχθρούς. Ένα ισχυρό άρμα μάχης άνετα μπορούσε να γκρεμίσει τέτοιο τείχος απλά πέφτοντας πάνω του και συνεχίζοντας να κινείται, χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ο στρατός της Κάρνατεβ ακούστηκε να έρχεται προτού φανεί, κι από τον θόρυβο που έκανε και μόνο, ο Κερκ μπορούσε να καταλάβει ότι αποκλείεται οι λιγοστοί Ζωντανοί-Νεκροί και μαχητές του Βασιληά να κατάφερναν να τον αντιμετωπίσουν. Ο Κερκ ήταν παλαίμαχος και ήξερε· είχε δει πολλές ένοπλες συγκρούσεις.

Έβγαλε ένα δυνατό σφύριγμα, κι ένας από τους ανιχνευτές του Φέκταρελ – ο ίδιος με πριν – ήρθε τρέχοντας, από την πίσω μεριά του σύδεντρου.

«Φύγε,» του είπε ο Κερκ. «Πάρ’ το δίκυκλο και πήγαινε στις ακτές να ειδοποιήσεις τον Νικηφόρο, και μετά τρέχα στη Μεσόνησο να ειδοποιήσεις τη Νιρκέκα. Φύγε!»

Ο ανιχνευτής ένευσε κι απομακρύνθηκε, τρέχοντας ξανά.

Και πού είναι τώρα ο Σκοτωμένος; αναρωτήθηκε ο Κερκ. Από χτες βράδυ, που είχε πετάξει μαζί με τον Αετό, κανένας δεν τον είχε ξαναδεί. Στις ακτές ήταν, με τον Κολπατζή; Ή είχε προσγειωθεί, τελικά, στη Μεσόνησο, για να βοηθήσει τον Βασιληά Ράνελμον και τη Νιρκέκα; Ο Κερκ θεωρούσε πως αυτό το τελευταίο ήταν και το πιθανότερο.

Ύστερα, ο στρατός της Κάρνατεβ έγινε ορατός. Ξεπρόβαλε πίσω από τους λόφους. Τρία άρματα μάχης, βαριά οπλισμένα· πέντε μεγάλα φορτηγά, με πολεμιστές ακόμα και στις οροφές τους· καβαλάρηδες επάνω σε ελέφαντες, λυκόχοιρους, άλογα – συνολικά, μάλλον, καμια εκατοστή. Μόνο οι ελέφαντες ήταν – πόσοι; – δεκαπέντε;

«Γαμώ… τις… Λάμιες…» άρθρωσε ο Χίρμωντ πλάι στον Κερκ.

«Θα τους κρατήσουμε όσο μπορούμε,» είπε ο Κερκ, «και μετά θα υποχωρήσουμε.»

«Θα εγκαταλείψουμε το κεφαλοχώρι;»

«Αν δεν το εγκαταλείψουμε υποχωρώντας, θα το εγκαταλείψουμε φεύγοντας από αυτό τον κόσμο,» αποκρίθηκε ο Κερκ, υψώνοντας το τουφέκι του στον ώμο και περιμένοντας.

Ο Χίρμωντ δεν μίλησε· τον μιμήθηκε.

Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ σταμάτησαν πέρα από την εμβέλεια των πυροβόλων των Ζωντανών-Νεκρών και των μαχητών του Βασιληά. Μας έχουν δει; αναρωτήθηκε ο Κερκ. Πολύ πιθανόν. Μάλλον είχαν και μάγο μαζί τους ο οποίος μπορούσε να κάνει Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως· κι ένα ζευγάρι κιάλια με τέτοιο ξόρκι επάνω του μπορούσε άνετα να καταστήσει ανούσια την κάλυψη των υπερασπιστών της Μελονήσου, ειδικά μια τέτοια πρωινή ώρα.

Πολεμιστές της Κάρνατεβ βγήκαν από τα πέντε σταματημένα φορτηγά. Καμια τρακοσαριά, τους υπολόγισε ο Κερκ. Οι διπλάσιοι από εμάς. Χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα άρματα μάχης και τους καβαλάρηδες. Και δεν βρισκόμαστε ούτε καν σε κάποια αξιόλογη αμυντική θέση.

Είμαστε χαμένοι.

*

Ο Εύβουλος, καθισμένος επάνω στον μοναδικό τετραπλόκαμο του μικρού στρατεύματος, ύψωσε τα κιάλια που είχε, πριν από λίγο, μαγέψει ο Κάρχαμωντ’λι. «Μάλιστα…» μουρμούρισε βλέποντας τις θέσεις των υπερασπιστών έξω από το κεφαλοχώρι της Μελονήσου. «Δε θα παρουσιάσουν κανένα σοβαρό εμπόδιο, αν είναι μονάχα αυτοί, μάγε,» παρατήρησε, κατεβάζοντας τα κιάλια. «Οι Επιφανείς Κρανοφόροι πιθανώς να μπορούσαν να τους ξεπαστρέψουν μόνοι τους, χωρίς καμια βοήθεια από τους μισθοφόρους της Κάρνατεβ, τολμώ να πω.»

«Τόσοι λίγοι;» είπε ο Κάρχαμωντ’λι, που κι αυτός καθόταν επάνω στον ψηλό, άτριχο ελέφαντα με τις τέσσερις προβοσκίδες, πίσω από τον Εύβουλο.

«Φαίνονται λιγότεροι από τους μισούς από εμάς. Και έχουν μόνο ένα άρμα μάχης. Βέβαια, μπορεί να κρύβονται κι άλλοι πιο πίσω. Δε θα πρέπει να είμαστε απρόσεχτοι επειδή φτάσαμε στον στόχο μας χωρίς δυσκολία μέχρι στιγμής.»

Έριξε μια ματιά στους μαχητές που είχαν βγει από τα φορτηγά και παραταχθεί. Οι ιππείς βρίσκονταν οι μισοί δεξιά τους, οι μισοί αριστερά τους. Οι καβαλάρηδες των ελεφάντων ήταν στη μέση του σχηματισμού των μαχητών, και οι καβαλάρηδες των λυκόχοιρων μπροστά από αυτούς. Τα άρματα μάχης ήταν παραταγμένα πίσω από όλους, και πιο ψηλά.

Ο Εύβουλος άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του για να μιλήσει στους αρχηγούς των πολεμιστών της Κάρνατεβ. Ήταν ώρα η επίθεση ν’αρχίσει· δεν υπήρχε λόγος για καθυστέρηση.

Ο Βασιληάς Ράνελμον και ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος δεν θα καταλάβουν τι τους χτύπησε.

*

Ο στρατός της Κάρνατεβ προχώρησε μερικές δεκάδες μέτρα, προσεχτικά, όχι εφορμώντας – φτάνοντας στα όρια της εμβέλειας του πυροβόλου του άρματος μάχης μας, έκρινε ο Κερκ. Και στα όρια της εμβέλειας των δικών τους πυροβόλων.

Δεν έκανε λάθος στην εκτίμησή του. Τα άρματα μάχης του εχθρού άρχισαν να πυροβολούν και, συγχρόνως, εκτόξευσαν ρουκέτες. Οβίδες χτύπησαν τη γη, σηκώνοντας χώμα· εκρήξεις έγιναν. Ο Κερκ άκουσε κάποιους να κραυγάζουν, αναμφίβολα τραυματισμένοι· είδε ένα σύδεντρο ν’αρπάζει φωτιά.

Και τώρα, οι καβαλάρηδες των λυκόχοιρων εφορμούσαν, με μεγάλη ταχύτητα, πυροβολώντας με γρήγορα περιστρεφόμενα πολυβόλα.

«ΣΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΑΣ!» φώναξε ο Κερκ στους συμπολεμιστές του, αρχίζοντας κι εκείνος να πυροβολεί με το τουφέκι του. «ΠΥΡ! ΠΥΡ! ΠΥΡ!»

Καταιγισμός έπεσε καταπάνω στους καβαλάρηδες των λυκόχοιρων – σφαίρες και χειροβομβίδες και ριπές από το πυροβόλο του άρματος μάχης πίσω από τον σχηματισμό των υπερασπιστών της Μελονήσου. Όμως οι επιτιθέμενοι ήταν πολύ γρήγοροι· κάμποσοι από αυτούς χτυπήθηκαν – τουλάχιστον έξι σωριάστηκαν, υπολόγιζε ο Κερκ – αλλά οι υπόλοιποι χίμησαν πάνω στους υπερασπιστές. Οι χαυλιόδοντες των θηρίων τους ξέσκισαν σάρκες· οι καβαλάρηδες πέταξαν τα πολυβόλα και τράβηξαν πιστόλια και σπαθιά, χτυπώντας προς κάθε μεριά.

Οι υπερασπιστές, φυσικά, στο τέλος θα τους είχαν νικήσει – θα τους είχαν περικυκλώσει και θα τους είχαν καταπιεί – αν οι καβαλάρηδες των λυκόχοιρων ήταν μόνοι τους. Αλλά δεν ήταν. Μόλις η έφοδός τους πραγματοποιήθηκε – ή, μάλλον, προς το τέλος της – οι καβαλάρηδες των ελεφάντων άρχισαν να έρχονται. Τα πελώρια πόδια των ψηλών θηρίων τους τράνταζαν τη γη, ενώ εκείνοι πυροβολούσαν από τις ράχες τους και εκτόξευαν χειροβομβίδες. Οι Ζωντανοί-Νεκροί και οι μαχητές του Βασιληά ανταπέδιδαν τα πυρά, αλλά πολλές από τις ριπές τους δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τις ισχυρές μεταλλικές αρματωσιές των ελεφάντων που γυάλιζαν κάτω από τον πρωινό ήλιο. Ωστόσο, ο Κερκ είδε ένα από τα μεγάλα θηρία να πέφτει, σαλπίζοντας επιθανάτια, και μετά ένα ακόμα· και κάμποσα άλλα ήταν άσχημα τραυματισμένα– Τώρα, όμως, έφτασαν στους υπερασπιστές.

Δύο από τα ψηλά θηρία έρχονταν προς το σύδεντρο όπου βρίσκονταν ο Κερκ και ο Χίρμωντ, κι όλοι οι πολεμιστές εκεί έτρεξαν ν’απομακρυνθούν. Ο Κερκ δεν μπορούσε να κινηθεί τόσο γρήγορα όσο οι άλλοι· το μηχανικό του πόδι δεν του το επέτρεπε. Βρίζοντας από μέσα του θεούς και δαίμονες, προσπάθησε να βγει από τον δρόμο των πελώριων πελμάτων – συνειδητοποίησε ότι δεν θα τα κατάφερνε – έπεσε και κατρακύλησε – σκόνη και χώμα γέμισαν το στόμα και τη μύτη του…

Έβηχε καθώς ξανασηκωνόταν, βλέποντας μέσα από τη θολούρα χαλασμό να επικρατεί παντού γύρω του. Πυροβόλα έλαμπαν και κροτάλιζαν, δόρατα και σπαθιά κάρφωναν και λιάνιζαν, ελέφαντες ποδοπατούσαν, λυκόχοιροι γρύλιζαν και έμπηγαν τους χαυλιόδοντές τους σε σάρκες και πανοπλίες. Οι υπερασπιστές της Μελονήσου δεν είχαν τόσα πολλά θηρία για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια επίθεση: μονάχα πέντε λυκόχοιρους και έναν ελέφαντα – και ούτε τους μεν ούτε τον δε μπορούσε να διακρίνει πουθενά ο Κερκ.

Και τώρα, οι υπόλοιποι εχθροί εφορμούσαν. Οι μαχητές της Κάρνατεβ, με τους ιππείς δεξιά κι αριστερά του σχηματισμού τους. Είμαστε καταδικασμένοι… Έπρεπε να είχαμε ήδη υποχωρ–

Η Φρίντα ήταν, ξαφνικά, πλάι του, πιάνοντάς τον κάτω από τη μια μασκάλη, προσπαθώντας να τον σηκώσει. «Έλα! Είσαι τραυματισμένος;»

«Δεν είμαι τραυματισμένος,» γρύλισε ο Κερκ καθώς ορθωνόταν, διαπιστώνοντας γι’ακόμα μια φορά ότι το μηχανικό πόδι – παρά τα καταραμένα έμβολα και γρανάζια του – τον καθυστερούσε πολύ.

«Πρέπει να φύγουμε,» είπε η Φρίντα. «Να υποχωρήσουμε στη Μεσόνησο. Δε μπορούμε να τους κρατήσουμε.» Υψώνοντας το πιστόλι της πυροβόλησε έναν καβαλάρη λυκόχοιρου που τους ζύγωνε. Ο άντρας έπεσε από τη σέλα του, αλλά το θηρίο συνέχισε καταπάνω τους, και ο Κερκ τού έριξε με το τουφέκι του, χτυπώντας το στη μουσούδα, επανειλημμένα, και σωριάζοντάς το ένα μέτρο μπροστά από εκείνον και τη Φρίντα.

Ύστερα, οι εφορμώντες μαχητές της Κάρνατεβ έπεσαν πάνω στους υπερασπιστές της Μελονήσου.

«Δεν προλαβαίνουμε να υποχωρήσουμε τώρα,» είπε ο Κερκ στη Φρίντα, αλλάζοντας τον γεμιστήρα του τουφεκιού του και πυροβολώντας.

Σκόνη, λάμψεις, κραυγές, και γδούποι παντού.

Αρκετοί Ζωντανοί-Νεκροί συγκεντρώθηκαν γύρω από τη Φρίντα και τον Κερκ, σε αμυντικό σχηματισμό, σκοτώνοντας τους εχθρούς που ζύγωναν: πυροβολώντας τους και καρφώνοντας όσους κατόρθωναν να έρθουν κοντά.

Μετά, οι μαχητές της Κάρνατεβ έκαναν πίσω, ανεξήγητα ίσως–

Ο Κερκ είδε μια κατάμαυρη παρουσία να περνά ανάμεσά τους, γρυλίζοντας και συρίζοντας· τα μάτια της γυάλιζαν σαν κρύσταλλα, και στριφτά, εφιαλτικά αγκάθια ξεπρόβαλλαν από κάθε σημείο της. Δαίμονας!

Οι Ζωντανοί-Νεκροί τον πυροβόλησαν, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να μπορεί να σκοτωθεί από σφαίρες. Έπεσε πάνω τους σαν πανούκλα, και ο Κερκ είδε τους συμπολεμιστές του να ουρλιάζουν και να σωριάζονται φωνάζοντας Τα μάτια μου! Τα μάτια μου! αν και κανένας δεν φαινόταν τραυματισμένος στα μάτια. Η Φρίντα σπάθισε τον δαίμονα καθώς την πλησίαζε, βαστώντας το ξίφος της με τα δύο χέρια, σαν να προσπαθούσε να τον κόψει στη μέση. Εκείνος έδωσε την αίσθηση στον Κερκ ότι ήταν διασκεδασμένος από τη μάταιη προσπάθειά της· τα αγκάθια του την τύλιξαν, και η Φρίντα παραπάτησε κι έπεσε στο ένα γόνατο, τρίβοντας τα μάτια της με το αριστερό χέρι.

Ο Κερκ πυροβόλησε τον δαίμονα στα δικά του γυαλιστερά μάτια, αλλά ή δεν τον πέτυχε ή ακόμα και τα μάτια του ήταν άτρωτα σε υλικά όπλα. Και τώρα επιτίθονταν στους Ζωντανούς-Νεκρούς και εχθροί από σάρκα, κόκαλα, και μέταλλο. Οπλισμένοι πολεμιστές. Και δεν ήταν σαν τους άλλους της Κάρνατεβ· ο Κερκ αναγνώρισε το έμβλημα επάνω τους: Επιφανείς Κρανοφόροι!

Ο Εύβουλος είναι εδώ.

Οι Επιφανείς Κρανοφόροι, ακολουθώντας τον ακανθώδη, σκοτεινό δαίμονα, έπεσαν πάνω στους Ζωντανούς-Νεκρούς σαν λαίλαπα αίματος και θανάτου, λιανίζοντας και πυροβολώντας.

Ο Κερκ, σημαδεύοντας με το πιστόλι του, χτύπησε έναν στο πόδι αναγκάζοντάς τον να πέσει, κι ένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς τον κάρφωσε στον λαιμό με την ξιφολόγχη του τουφεκιού του. Μια άλλη Επιφανής Κρανοφόρος, όμως, χτύπησε τον Ζωντανό-Νεκρό στην πλάτη, σκοτώνοντάς τον, προτού ο Κερκ προλάβει να τον προειδοποιήσει.

Η Επιφανής Κρανοφόρος τράβηξε έξω το σπαθί της, κι έσκυψε για ν’αποφύγει τις ριπές από το πιστόλι του Κερκ. Υψώνοντας το δικό της πιστόλι τον πυροβόλησε – αστοχώντας τον για λίγο μες στον χαλασμό της μάχης.

Τότε, όμως, ξαφνικά, τελείως απρόσμενα, κάτι είχε αλλάξει.

Ο Κερκ νόμιζε πως πρώτα το διαισθάνθηκε και μετά διέκρινε όντως κάποια αλλαγή στο πεδίο της μάχης, στο πώς κινούνταν οι σκιερές μορφές των πολεμιστών και των θηρίων μέσα στη θολούρα.

Ενισχύσεις ήταν εδώ!

Και πλησίαζαν κατακόβοντας τον εχθρό.

Ήταν δυνατόν ο ανιχνευτής του Φέκταρελ να είχε αποδειχτεί τόσο γρήγορος ώστε όχι μόνο να είχε ειδοποιήσει τον Νικηφόρο και τους άλλους αλλά αυτοί να είχαν προλάβει να έρθουν κιόλας;

*

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος περνούσε μέσα από τη μάχη καβαλώντας το δίκυκλο που είχε πάρει από το κατεστραμμένο οχυρό στη νότια άκρη της αρχαίας γέφυρας. Με το ένα χέρι κρατούσε το τιμόνι, με το άλλο το τουφέκι του όπου ήταν προσαρτημένη μια ξιφολόγχη. Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής τον ακολουθούσε, επάνω σε λυκόχοιρο, βαστώντας το Δαγκωτό Φιλί κι ένα πιστόλι, πυροβολώντας και σπαθίζοντας, ενώ το εκπαιδευμένο αγρίμι δεν χρειαζόταν και πολύ καθοδήγηση για να κινείται μέσα στη μάχη και να καρφώνει εχθρούς με τους χαυλιόδοντές του.

Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους Ζωντανούς-Νεκρούς ήταν πεζοί. Τα οχήματα και τα ζώα τους δεν βρίσκονταν στο λιμάνι όπου είχαν επιστρέψει ο Οδηγός και ο Ακόλουθος, και ούτε εκεί υπήρχαν πολλά άλλα οχήματα ή ζώα – το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του Βασιλείου ήταν τώρα στη Μεσόνησο. Ευτυχώς, αρκετοί μαχητές του Βασιληά είχαν συμφωνήσει να απεμπλακούν από τη ναυμαχία και να έρθουν μαζί τους.

Είχαν συναντήσει τον ανιχνευτή του Φέκταρελ καθώς πλησίαζαν το κεφαλοχώρι, κι αυτός τούς είχε ενημερώσει τι συνέβαινε. «Δεν υπάρχει λεπτό για χάσιμο!» είχε πει ο Ζαώρδιλ στον Νικηφόρο και τους άλλους, και τους είχε ωθήσει να διασχίσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν τη λίγη απόσταση που πλέον τους χώριζε από τον προορισμό τους. «Οι καταραμένοι εγγονοί Λάμιας έφτασαν πιο γρήγορα απ’ό,τι περίμενα!»

Τώρα, βρισκόμενος μέσα στη μάχη, επάνω στο δίκυκλό του, ο Ζαώρδιλ είδε πολλούς από τους Ζωντανούς-Νεκρούς που είχαν μείνει εδώ να αντιμετωπίζουν μαχητές με το έμβλημα των Επιφανών Κρανοφόρων. Κι ένας δαίμονας ήταν επίσης μπλεγμένος στη σύγκρουση – ένας σκοτεινός θεός με γυαλιστερά μάτια και στριφτά αγκάθια. Ένας ζωντανός εφιάλτης. Ο θεός του Κάρχαμωντ’λι. Ο Ζαώρδιλ τον είχε αντιμετωπίσει και παλιά, και ο δαίμονας είχε απομακρυνθεί προς στιγμή από τον Σκοτωμένο όταν εκείνος είχε σταθεί αντίκρυ του άφοβα. Μετά, η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων τού είχε χιμήσει. Αλλά τώρα δεν είναι η Φαίδρα μαζί μας.

«Επίθεση!» κραύγασε ο Ζαώρδιλ, δείχνοντας με το τουφέκι του τους Επιφανείς Κρανοφόρους ενώ συγχρόνως τους πυροβολούσε. Οι μαχητές του τον ακολούθησαν.

Είδε έναν από τους εχθρούς να πέφτει, κι άλλον ένα· και μετά ήταν ανάμεσά τους. Απέκρουσε με την ξιφολόγχη του ένα σπαθί και, με μια επιδέξια κίνηση, έσκισε τον λαιμό αυτού που του είχε επιτεθεί.

«Εύβουλε!» φώναξε, διακρίνοντας αυτό το γαμημένο καθίκι πίσω από τους υπόλοιπους Επιφανείς Κρανοφόρους, μ’ένα πιστόλι στο χέρι, και τον μάγο του, τον Κάρχαμωντ’λι, από κοντά.

Ο Εύβουλος είχε ήδη στραφεί προς το μέρος του Σκοτωμένου. Υψώνοντας το πιστόλι του τον πυροβόλησε. Αλλά ο Ζαώρδιλ είχε σκύψει επάνω στο δίκυκλο και οδηγούσε ολοταχώς προς τον αντίμαχό του και τον μάγο, ενώ είχε το τουφέκι του στο πλάι και κρατούσε τη σκανδάλη πατημένη. Κατάλαβε πως ο γεμιστήρας τελείωσε, τη στιγμή που έφτανε κοντά τους–

Ο Εύβουλος τινάχτηκε στο πλάι, κυλώντας στη γη, για να μη χτυπηθεί από τους τροχούς.

Ο μάγος χτυπήθηκε στο πόδι και κουτρουβάλησε. Προσπάθησε να σηκωθεί. Ο Ζαώρδιλ, σταματώντας μέσα σε σκόνη, τριξίματα μετάλλων, και βουητό μηχανής, τον σπάθισε με την ξιφολόγχη του βρίσκοντάς τον στον ώμο. Ο Κάρχαμωντ’λι έπεσε, κραυγάζοντας.

Ο Εύβουλος πυροβόλησε: μια σφαίρα χτύπησε τη μπροστινή μεριά του δίκυκλου, μια άλλη βρήκε εμπόδιο τον θώρακα του Ζαώρδιλ. Και μετά είχε ξαφνικά τελειώσει κι ο γεμιστήρας του Εύβουλου. Αλλά μια λεπίδα ξεπρόβαλε από την πάνω μεριά του πιστολιού του, καθώς ο αρχηγός των Επιφανών Κρανοφόρων ορμούσε στον Ζαώρδιλ σαν λύκος, και το άλλο του χέρι τραβούσε το ξιφίδιο από τη ζώνη του.

Ο Σκοτωμένος απέκρουσε τις σπαθιές με την ξιφολόγχη και το ίδιο το τουφέκι του. Έσπρωξε πίσω τον Εύβουλο, αλλά εκείνος τινάχτηκε πάλι καταπάνω του προτού ο Ζαώρδιλ προλάβει να ξεκινήσει το δίκυκλο. Κατάφερε όμως να τραβήξει το σπαθί του, το οποίο ήταν πολύ πιο βολικό από την ξιφολόγχη για κοντινή μάχη.

Αντάλλαξε μερικές ακόμα σπαθιές με τον Εύβουλο.

«Έρχεσαι πάντα εκεί που δεν πρέπει να είσαι, Σκοτωμένε! Περίμενες κρυμμένος μες στο χωριό ενώ η εμπροσθοφυλακή σου λιανιζόταν;»

«Αν ήμουν εδώ δεν θα είχες τώρα φτάσει τόσο κοντά!»

«Τότε,» γρύλισε ο Εύβουλος αποκρούοντας το σπαθί του Ζαώρδιλ με τη λεπίδα του πιστολιού του και σπαθίζοντας προς το εκτεθειμένο πρόσωπο του Σκοτωμένου με το ξιφίδιο στο άλλο χέρι του, «πλησιάζοντας έκανες το τελευταίο σου λάθος!»

Ο Ζαώρδιλ ίσα που πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι του στο πλάι για να γλιτώσει το μάτι του από το όπλο του Εύβουλου. Το αίμα που θόλωσε την όρασή του ήταν από τη μύτη του, που το πάνω μέρος της είχε σκιστεί, επιδερμικά, από τη λεπίδα του αρχηγού των Επιφανών Κρανοφόρων. Παρά το αίμα στα μάτια του, όμως, ο Ζαώρδιλ έκανε απότομα μπροστά, γρονθοκοπώντας τον αντίμαχό του καταπρόσωπο με το ελεύθερό του χέρι, και βρίσκοντάς τον στο σαγόνι. Ο Εύβουλος τινάχτηκε πίσω, φτύνοντας αίμα.

«ΣΚΟΤΩΜΕΝΕ!» Η φωνή του Νικηφόρου, και πυροβολισμοί.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε, για να δει τον Κάρχαμωντ’λι να τραντάζεται από τις σφαίρες του Κολπατζή και του Θελβάμη. Ο μάγος στεκόταν όρθιος ξανά και σημάδευε τον Σκοτωμένο με το πιστόλι του, αλλά τώρα η βολή του βρήκε μόνο τον αέρα, καθώς σωριαζόταν αιμόφυρτος–

Μια κίνηση από τις άκριες των ματιών του Ζαώρδιλ.

Ο Σκοτωμένος στράφηκε αποκρούοντας ξανά το ξιφίδιο του Εύβουλου, αλλά η λεπίδα του πιστολιού του τον βρήκε στα πλευρά, τρυπώντας την πανοπλία του. Και ο Εύβουλος τον έσπρωξε, με δύναμη, ρίχνοντάς τον από τη σέλα του δίκυκλου. Ο Ζαώρδιλ, ζαλισμένος, έπεσε στη γη. Είδε τον εχθρό του ν’ανεβαίνει στο όχημα, γρυλίζοντας μέσα από ματωμένα χείλη: «Θα σας σκοτώσω όλους για τον μάγο μου – γαμημένοι Ζωντανοί-Νεκροί!» Οι τροχοί έτριξαν καθώς το δίκυκλο ξεκινούσε, και ο Εύβουλος έφυγε σκυμμένος πάνω στη σέλα, για να μη χτυπηθεί από τις σφαίρες του Κολπατζή, του Θελβάμη, και άλλων.

Ο Νικηφόρος ήρθε κοντά στον Ζαώρδιλ, γονάτισε στο ένα γόνατο. «Σκοτωμένε!»

«Εντάξει,» μούγκρισε εκείνος καθώς ανασηκωνόταν παρά το αίμα που ανάβλυζε από τα αριστερά πλευρά του. «Δεν είναι τίποτα.»

«Πρέπει να το κοιτάξει ο Ρουάμης’νιρ.»

«Να πας να γαμηθείς εσύ κι ο Ρουάμης’νιρ,» είπε ο Ζαώρδιλ ενώ ορθωνόταν, κοιτάζοντας, με βλέμμα φλογισμένο, άγριο, προς τη μεριά όπου είχε υποχωρήσει ο Εύβουλος. Ο χιλιοκαταραμένος μπάσταρδος γιος λυκόχοιρης πουτάνας μού ξέφυγε πάλι!

«Δε χρειάζεται να μου δίνεις τέτοιες ευχές,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος, μειδιώντας μέσα από το κράνος του.

*

Οι πολεμιστές της Κάρνατεβ, μην ξέροντας πόσους ακριβώς είχαν να αντιμετωπίσουν και ξαφνιασμένοι από την επίθεση του Ζαώρδιλ, υποχώρησαν βόρεια και ανατολικά του χωριού για να ανασυγκροτηθούν.

Οι εναπομείναντες υπερασπιστές της Μελονήσου συγκεντρώθηκαν στα όρια του χωριού, και ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος πρότεινε να φύγουν όσο είχαν καιρό, να πάνε στο Στόμα, το μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού, μαζί με τους κατοίκους της περιοχής.

«Να εγκαταλείψουμε το κεφαλοχώρι!;» έκανε ο Χίρμωντ, ο αρχηγός των πολεμιστών του Βασιληά στην περιοχή. «Τώρα, που ήρθατε να μας ενισχύσετε;» Είχε χάσει το ένα του μάτι στη μάχη, και ήταν τραυματισμένος στον αριστερό ώμο. Επίδεσμοι τύλιγαν και τα δύο τραύματα. «Μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά, μέχρι ο Βασιληάς να στείλει βοήθεια!»

«Ο Βασιληάς,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, «δεν ξέρουμε καν αν μπορεί να στείλει βοήθεια.» Και το δικό του τραύμα, στα αριστερά πλευρά, ήταν τυλιγμένο με επίδεσμο κάτω από την πανοπλία του· ο Ρουάμης’νιρ, που το είχε εξετάσει μέσω βιοσκοπικής μαγείας, είχε πει ότι ευτυχώς δεν ήταν και τόσο σοβαρό. («Έχεις γερά κόκαλα, Σκοτωμένε· σε προστάτεψαν απ’τη λεπίδα σαν πανοπλία.» – «Οι Κρυφοί Θεοί με μισούν, μάγε· δε με θέλουν κοντά τους.»)

«Αν μείνουμε στη θέση μας–» έκανε να συνεχίσει ο Χίρμωντ.

Αλλά ο Ζαώρδιλ τον διέκοψε: «Είσαι ζαλισμένος από τη μάχη, και τραυματισμένος άσχημα. Άκουσέ με λίγο, γαμώ όλους τους θεούς του πολέμου! Δεν είδες πόσοι είναι; Εσείς πόσοι είστε; Ακόμα λιγότεροι από ό,τι στην αρχή–»

«Ναι αλλά ήρθατε κι εσείς τώρα!»

«Πόσους μαχητές νομίζεις ότι έχω μαζί μου; Εκατό Ζωντανούς-Νεκρούς κι εκατό-πενήντα πολεμιστές του Βασιληά σου– Ή μάλλον, τόσους είχα πριν από τη σύγκρουση. Τώρα είναι λιγότεροι. Και έχω φέρει κι ένα πολεμικό άρμα. Το δικό σας, αν είδα καλά, έχει καταστραφεί.»

Ο Κερκ είπε: «Δύο ελέφαντες το πάτησαν. Δε μπορούμε να το επισκευάσουμε εδώ.»

«Και,» πρόσθεσε ο Ζαώρδιλ εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Χίρμωντ, «ο εχθρός έχει Επιφανείς Κρανοφόρους μαζί του. Ξέρεις τι είναι οι Επιφανείς Κρανοφόροι;» Και μη λαμβάνοντας αμέσως απάντηση συνέχισε: «Είναι οι μισθοφόροι του Εύβουλου. Ο καθένας τους κάνει για πέντε – ίσως και για δέκα – δικούς σου. Κι εκτός απ’αυτούς, έχουν μαζί τους τρία άρματα μάχης, βαριά οπλισμένα, ένα ενεργειακό κανόνι–»

«Δεν είδαμε ενεργειακό κανόνι!»

«Το είδα εγώ. Είδα τα αποτελέσματά του επάνω στο οχυρό στο νότιο άκρο της γέφυρας που συνδέει την Ακρόνησο με τη Μελόνησο. Είναι μάταιο να αντισταθούμε εδώ, Χίρμωντ. Ο Εύβουλος, αν θέλει, μπορεί να διατηρήσει μια κάποια απόσταση από το χωριό και να το ισοπεδώσει με ρουκέτες και κανόνια μόνο, χωρίς καν να πλησιάσει. Και είμαι βέβαιος ότι θα το κάνει αν δεν υποχωρήσουμε. Μένοντας εδώ, καταδικάζουμε το μέρος σε καταστροφή.»

Ο Χίρμωντ ήταν τώρα συλλογισμένος, μοιάζοντας να έχει συνέλθει από το άγριο μεθύσι της μάχης. Το μοναδικό του μάτι είχε σκοτεινιάσει.

*

Οι κάτοικοι του κεφαλοχωριού δεν ήταν καθόλου χαρούμενοι που έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους, αλλά καταλάβαιναν ότι, για να τους το λένε οι πολεμιστές του Βασιληά – οι άνθρωποι που πριν από λίγο είχαν πολεμήσει γι’αυτούς – μάλλον υπήρχε καλός λόγος. Εγκατέλειψαν την πατρίδα τους συγκεντρώνοντας όσα περισσότερα πράγματα μπορούσαν, και μαζί τους πήραν και τα ζώα τους – αγέλες προβάτων, κατσικιών, και βοδιών. Ένας εκπαιδευτής πτηνών, διάσημος στην περιοχή, είχε δύο ολόκληρες άμαξες γεμάτες κλουβιά με πουλιά. Ένας εκπαιδευτής θηρίων είχε γύρω του μεγάλα άγρια σκυλιά και δύο λυκόχοιρους, ενώ τρία κουάρταλ φτερούγιζαν κοντά του. Ορισμένοι από τους κατοίκους διέθεταν μηχανοκίνητα οχήματα, και φυσικά δεν τα άφησαν πίσω· τα πήραν μαζί τους αφού τα φόρτωσαν με ό,τι ήταν δυνατόν να χωρέσουν.

Ο Ζαώρδιλ παρατηρούσε με τα κιάλια του τις δυνάμεις της Κάρνατεβ όσο το χωριό άδειαζε, για να δει μήπως ο Εύβουλος ετοίμαζε κανένα κόλπο. Οι εχθροί, όμως, ήταν για την ώρα στις θέσεις τους. Ο Ζαώρδιλ κατόρθωσε να εντοπίσει και το ενεργειακό τους κανόνι: ήταν προσαρτημένο επάνω σ’ένα από τα άρματα μάχης – το πιο καλά θωρακισμένο από αυτά.

Όταν το κεφαλοχώρι της Μελονήσου είχε εκκενωθεί (χωρίς, βέβαια, να υπάρχει χρόνος να παρθούν από εδώ όλες οι προμήθειες και οι εξοπλισμοί που μπορούσαν πιθανώς να φανούν χρήσιμοι στις δυνάμεις της Κάρνατεβ) ο Ζαώρδιλ και οι πολεμιστές που είχε φέρει από τη θάλασσα άρχισαν να ακολουθούν τους κατοίκους της περιοχής προς τα βορειοδυτικά, στα μονοπάτια που οδηγούσαν στις ακτές. Ο Σκοτωμένος φοβόταν ότι ίσως ο Εύβουλος να τους καταδίωκε, αλλά τελικά δεν τον είδε να έρχεται πίσω τους. Δεν ήθελε, μάλλον, να πιέσει τους μαχητές του περισσότερο απ’ό,τι χρειαζόταν σήμερα. Του αρκούσε που είχε καταλάβει το κεφαλοχώρι – πάντοτε επαγγελματικός και υπολογιστικός στις κινήσεις του. Η Μελόνησος ήταν τώρα, ουσιαστικά, δική του – εκτός απ’το μεγαλύτερο λιμάνι της, το Στόμα της Μελονήσου.

Κι αυτό, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, θα πρέπει να το κρατήσουμε υπό τον έλεγχό μας, ει δυνατόν. Αλλιώς ο μόνος δρόμος που μας απομένει είναι προς τη Μεσόνησο, μέσω θαλάσσης. Αλλά δεν νόμιζε ότι ο Εύβουλος θα επιτίθετο τώρα αμέσως στο λιμάνι· θα ήθελε, σίγουρα, πρώτα να δει πόσο καλά οχυρωμένη θέση ήταν το Στόμα. Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ είχαν χτυπηθεί αρκετά από τη σύγκρουση έξω απ’το κεφαλοχώρι. Αναμφίβολα, πιο άσχημα απ’ό,τι περίμενε ο Εύβουλος. Ο ερχομός των μαχητών του Ζαώρδιλ τούς είχε αιφνιδιάσει.

«Είσαι καλά, κιθαρίστρια;» ρώτησε ο Σκοτωμένος τη Φρίντα, η οποία ήταν καθισμένη πάνω σ’ένα άλογο όπως κι ο ίδιος.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Για λίγο νόμιζα ότι δεν θα ξανάβλεπα ποτέ…»

«Ο δαίμονας του Κάρχαμωντ’λι ήταν – του μάγου των Επιφανών Κρανοφόρων.»

«Μου το είπε ο Νικηφόρος,» ένευσε η Φρίντα βλεφαρίζοντας και τρίβοντας το αριστερό της μάτι· μάλλον, ακόμα έβλεπε σκιές.

«Δε θα μας ξαναενοχλήσει. Ούτε ο Κάρχαμωντ’λι ούτε ο δαίμονάς του. Ο Κολπατζής κι ο Θελβάμης γέμισαν τον μάγο με σφαίρες, επάνω που ήταν έτοιμος να με σκοτώσει. Αναρωτιέμαι, πάντως, πού ήταν εκείνη η άλλη μάγισσα…» Τα μάτια του γυάλισαν οργισμένα.

«Ποια άλλη μάγισσα;»

«Μια μαυρόδερμη, πρασινομάλλα λύκαινα. Αυτή κατέρριψε το ελικόπτερό μας και, ως αποτέλεσμα, σκοτώθηκε ο Σάρνεμπ.»

«Ο Σάρνεμπ είναι νεκρός;» έκανε ξαφνιασμένη η Φρίντα.

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Δυστυχώς. Ο Αετός δεν θα ξαναπετάξει. Δεν κατάφερα να τον σώσω, Φρίντα. Παραλίγο να με καταπιεί κι εμένα ο Ωκεανός, αλλά οι Κρυφοί Θεοί έπαιζαν τελικά άλλο παιχνίδι εκείνη τη νύχτα.»

Ο ανιχνευτής του Φέκταρελ που τους είχε ενημερώσει για την κατάσταση στο κεφαλοχώρι, όταν έρχονταν προς αυτό, πλησίασε τώρα και πάλι τον Ζαώρδιλ καβάλα στο δίκυκλό του, και ο Σκοτωμένος φοβήθηκε ότι του έφερνε κι άλλα κακά μαντάτα.

«Τι είναι;» τον ρώτησε.

«Ο Εύβουλος έχει αρχίσει να κινείται προς το χωριό. Προσεχτικά.»

«Δε μας καταδιώκει, έτσι;»

«Όχι.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε. «Πάει να ασφαλίσει τις κατακτήσεις του.»

Το μεσημέρι ήταν κοντά, και η καλοκαιρινή ζέστη δυνατή, αλλά οι πρόσφυγες από το κεφαλοχώρι δεν σταμάτησαν καθόλου την πορεία τους μέχρι που έφτασαν στις ακτές της Μελονήσου και στο λιμάνι, ελπίζοντας εκεί να βρουν προστασία.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Πρώτο
Στο Λημέρι των Πειρατών

Το δικάταρτο ιστιοφόρο του Καπετάν Μάρβωντ κουνούσε πέρα-δώθε στον καλοκαιρινό άνεμο, και η Έρικα καθόταν στην άκρη του καταστρώματος και ζαλιζόταν.

Ήταν μια ώρα αφότου είχαν αποπλεύσει από τη Ζιλνιράθη, και, εκτός από την Έρικα, το πλοίο είχε άλλους εφτά επιβάτες: έναν έμπορο όπλων με δύο σωματοφύλακες, έναν έμπορο ποτών με άλλους δύο σωματοφύλακες, και μια βοσκό μαζί με τα πρόβατά της, τα οποία γέμιζαν το κατάστρωμα, ήρεμα σαν πρόβατα, βελάζοντας κάπου-κάπου, μπε… μπεεεεεεε… μπεεεεε… Είχαν σπάσει τα νεύρα της Έρικας – κυρίως επειδή ζαλιζόταν.

Μέσα στην τρίτη ώρα του ταξιδιού τους, ο καιρός καλυτέρεψε και η ζαλάδα της άρχισε να περνά κάπως. Έβγαλε ένα τσιγάρο και κάπνισε. Τα πρόβατα τής έμοιαζαν λιγότερο ενοχλητικά τώρα. Περισσότερο ενοχλητικοί ήταν οι δύο έμποροι που είχαν πιάσει κουβέντα για τις τιμές στο Νιρθάρεκ. Η βοσκός στεκόταν αμίλητη ανάμεσα στο κοπάδι της, έχοντας μια μακριά γκλίτσα στον ώμο. Πορφυρόδερμη και γεροδεμένη, με μακριά μαύρα μαλλιά που έφταναν ώς τη μέση της και είχαν επάνω τους δεμένα διάφορα μπιχλιμπίδια. Το βλέμμα της είχε κάτι το ονειρικό καθώς ατένιζε τη θάλασσα.

Την τέταρτη ώρα του ταξιδιού, ο καιρός έγινε ακόμα πιο καλός, αν και αρκετός αέρας εξακολουθούσε να φυσά ώστε να ωθεί το ιστιοφόρο προς τα δυτικά χωρίς πρόβλημα. Τα πανιά του ήταν φουσκωμένα. Η Έρικα είχε τώρα σηκωθεί από τη θέση της και στεκόταν στην άκρη της πλώρης, με την κουκούλα του μαγικού μανδύα της στο κεφάλι.

Την έκτη ώρα του ταξιδιού, κάπνισε άλλο ένα τσιγάρο. Και μετά από περίπου δυο ώρες ακόμα, το πλοίο έφτασε στο Νιρθάρεκ: ένα νησί όλο πέτρες και λόγκους. Ήταν να παραξενεύεται κανείς που πειρατές το είχαν επιλέξει για τα λημέρια τους; σκέφτηκε η Έρικα.

Ο Καπετάν Μάρβωντ – ένας ξερακιανός, μαυρόδερμος γέρος – άραξε στο μοναδικό λιμάνι που φαινόταν στις ανατολικές ακτές του Νιρθάρεκ. Τουλάχιστον η Έρικα δεν είχε προσέξει κανένα άλλο καθώς ζύγωναν. Ένας από τους ναύτες πήδησε στην αποβάθρα κι έδεσε ένα μεγάλο σχοινί στη χοντρή δέστρα. Ένας άλλος έριξε μια σανίδα, και οι επιβάτες, χρησιμοποιώντας την, κατέβηκαν. Πρώτα η Έρικα και οι έμποροι, μετά η βοσκός και το κοπάδι της.

Εδώ είμαστε, λοιπόν… σκέφτηκε η Έρικα, βαδίζοντας μέσα στο λιμάνι και κοιτάζοντας το χωριό. Δεν θα έμενε, φυσικά· έπρεπε να φύγει. Αλλά πρώτα της χρειαζόταν λίγη ξεκούραση, και φαγητό. Πήγε σε μια ταβέρνα κοντά στη θάλασσα, κάθισε σ’ένα τραπέζι, και ζήτησε να της φέρουν κάτι να φάει. Αναμενόμενα, το μενού περιλάμβανε ψάρια και μαλάκια. Καθώς έτρωγε πρόσεξε ότι κάποιοι την παρατηρούσαν, και οι φάτσες τους δεν της άρεσαν. Έκανε όμως πως δεν τους έδωσε σημασία, ενώ αισθανόταν τον μαγικό της μανδύα να μαζεύεται προστατευτικά επάνω της.

Όταν τελείωσε το φαγητό, έβγαλε τις μπότες της και πήρε αναπαυτική θέση στην καρέκλα για να ξεκουραστεί κανένα δίωρο προτού φύγει. Τράβηξε ένα τσιγάρο από την ταμπακέρα της και το άναψε. Οι περίεργοι τύποι που την παρατηρούσαν, μετά από λίγο, εγκατέλειψαν την ταβέρνα. Το μέρος ήταν γενικά ήσυχο, και η Έρικα λαγοκοιμήθηκε πάνω στην καρέκλα. Ήταν βέβαιη πως αν κανείς πλησίαζε με τρόπο απειλητικό ο μανδύας της θα την ειδοποιούσε με το άγγιγμά του.

Κανένας δεν την πείραξε, όμως· κι όταν σηκώθηκε απ’το τραπέζι, έχοντας αφήσει επάνω του περισσότερα λεφτά απ’ό,τι αντιστοιχούσαν στο φαγητό που είχε φάει και στη μπίρα που είχε πιεί, η ταβερνιάρισσα τη ζύγωσε και τη ρώτησε αν η κυρία θα ήθελε κανένα δωμάτιο για να μείνει. «Νοικιάζω, κυρία, και είναι και τα δυο άδεια τώρα. Πολύ καθαρά· ελάτε να δείτε.»

Η Έρικα την ευχαρίστησε αλλά είπε ότι δεν χρειαζόταν δωμάτιο αυτή τη στιγμή.

Έφυγε απ’την ταβέρνα και, φέρνοντας στο μυαλό της τις οδηγίες που της είχε δώσει ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, βγήκε από τη νοτιοδυτική μεριά του χωριού και ακολούθησε το ανηφορικό μονοπάτι που διακρινόταν μέσα στον θαμνότοπο. Καθότι καλοκαίρι, ο ήλιος ήταν ακόμα δυνατός στον ουρανό, και η Έρικα δεν φορούσε την κουκούλα της μόνο για να μη βλέπουν ότι τα χρώματά της την αναγνώριζαν ως εξωδιαστασιακή. Η αντηλιά ήταν ενοχλητική εδώ πέρα. Έβγαλε ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά από το νοομορφικό χιτώνιό της και τα φόρεσε.

Το μονοπάτι συνέχιζε πάνω σε μια θαμνώδη ράχη, ακριβώς όπως της είχε πει ο Όρκιβελ, και πήγαινε προς μια περιοχή γεμάτη καμπουριασμένα θαλασσόδεντρα. «Εκεί πέρα, στην αρχή, θα δεις ένα ανθρώπινο κρανίο πάνω σ’ένα κοντάρι,» θυμόταν η Έρικα τα λόγια του Μουντζουρωμένου, και τώρα κοίταζε ερευνητικά πίσω από τα σκούρα γυαλιά της, για να το εντοπίσει. Εκείνο εκεί πρέπει να ήταν. Πάω σωστά, λοιπόν· δεν υπάρχει αμφιβολία.

Αλλά την παρακολουθούσαν.

Τους είχε καταλάβει από τότε που ανέβηκε στη ράχη. Τουλάχιστον δύο, από τα δεξιά της, σκυφτοί μέσα στον θαμνότοπο. Κουρσάροι του Όρκιβελ; Φρουροί του λημεριού του; Η Έρικα δεν το νόμιζε, γιατί, κατά πρώτον, δεν είχε φτάσει ακόμα στο λημέρι.

Τώρα, άκουσε κάποιον να της φωνάζει: «Ε! Πού πας εσύ; Μπορούμε να σε βοηθήσουμε;» Και τρεις άντρες ξεπρόβαλαν από τους θάμνους. Οι δύο ήταν αυτοί που την κοίταζαν περίεργα στην ταβέρνα. Την είχαν, λοιπόν, παρακολουθήσει από το χωριό.

«Ευχαριστώ, όχι,» αποκρίθηκε η Έρικα, ήρεμα, σταματώντας να βαδίζει.

Οι άντρες έκαναν να την πλησιάσουν· ο ένας ήταν αγέλαστος, οι άλλοι δύο μειδιούσαν σαν λεχρίτες.

Η Έρικα τράβηξε το πιστόλι της, σημαδεύοντάς τους. «Πηγαίνετε στις δουλειές σας,» είπε.

Εκείνοι σταμάτησαν, κι ο Αγέλαστος ύψωσε τα χέρια του εμπρός του με τις παλάμες προς τη μεριά της Έρικας. «Εντάξει, ρε, δεν είμαστε ληστές. Είμαστε τίμιοι α’θρώποι. Εγώ επισκευάζω βάρκες, κι αυτοί οι δυο–»

Η Έρικα πυροβόλησε γιατί είχε προσέξει ότι ο ένας από τους άλλους δύο έκανε να τραβήξει κάποιο όπλο από την πίσω μεριά της ζώνης του. Η βολή της έπεσε στα πόδια του, κι όλοι τους πήδησαν πίσω. «Φύγετε!» είπε η Έρικα. «Προτού με τσαντίσετε!»

«Καλά, ρε, ’ντάξει, να πούμε, δε θέλουμε μπελάδες,» προσπάθησε να χαμογελάσει ο Αγέλαστος (ενώ τώρα οι άλλοι δύο είχαν γίνει αγέλαστοι), και την κοπάνησαν όλοι μαζί, τρέχοντας μέσα στον θαμνότοπο.

Η Έρικα, παρατηρώντας τους, διαπίστωσε πως είχε δίκιο: εκείνος ο λεχρίτης είχε πιστόλι στην πίσω μεριά της ζώνης του.

Αναστενάζοντας μέσα στην κουκούλα της, βάδισε προς τα καμπουριασμένα θαλασσόδεντρα και σύντομα στεκόταν μπροστά στο κρανίο επάνω στο κοντάρι.

«Καλησπέρα,» του είπε προσπερνώντας το και συνεχίζοντας. Το πιστόλι της δεν το είχε θηκαρώσει ακόμα. Ετούτοι οι τόποι ήταν, προφανώς, επικίνδυνοι.

Ανάμεσα στα θαλασσόδεντρα είδε κουάρταλ να φτερουγίζουν. Τίποτα το μη αναμενόμενο. Ο Όρκιβελ τής είχε πει ότι θα συναντούσε τα μικρά, φτερωτά, σαυροειδή πλάσματα με το χνουδωτό λοφίο. «Δε θα σε πειράξουν άμα δεν τα πειράξεις.» Και πράγματι δεν έκαναν τώρα καμια κίνηση εναντίον της.

Η Έρικα βάδισε μέχρι που είδε μια παλιά, γκρεμισμένη καλύβα μέσα στο μικρό δάσος. «Μη μπεις εκεί μέσα,» της είχε πει ο Όρκιβελ· «μένει ένας παλιός θεός που δε θέλει επισκέπτες. Στρίψε αμέσως αριστερά και συνέχισε να βαδίζεις.»

Η Έρικα έστριψε αριστερά και συνέχισε να βαδίζει, ενώ οι σκιές γύρω της είχαν αρχίσει να πληθαίνουν, και στο εσωτερικό της ερειπωμένης καλύβας κάτι μυστηριώδες φαινόταν να κινείται κι ένας παράξενος ήχος ακουγόταν κάπου-κάπου: ένα κρρρρρ-κ, τσκ τσκ… κρρρρρ-μμμ, τσκ… Η Έρικα δεν είχε ξανακούσει ποτέ κανένα πλάσμα στη Φεηνάρκια να κάνει έτσι.

«Σύντομα θα βγεις από τα θαλασσόδεντρα και θα βρεθείς σ’ένα βραχώδες μέρος.»

Τα θαλασσόδεντρα τελείωσαν μπροστά της, μετά από λίγο βάδισμα, και όντως είδε ένα βραχώδες μέρος.

«Εκεί θα ψάξεις για τον βράχο που θυμίζει ψάρι, και θ’ακολουθήσεις το μονοπάτι που διακρίνεται δεξιά του.»

Ποιος βράχος θυμίζει ψάρι; αναρωτήθηκε η Έρικα κοιτάζοντάς τους κριτικά. Αυτός εκεί πρέπει να είναι. Τον πλησίασε και περπάτησε πάνω στο μονοπάτι που, πράγματι, διακρινόταν στα δεξιά του. Σύντομα πέρασε κάτω από μια φυσική καμάρα – όπως, πάλι, της είχε πει ο Όρκιβελ – και έστριψε αριστερά. Παντού ψηλές πέτρες γύρω της, και φίδια σε πολλά σημεία επάνω τους, τα οποία την ατένιζαν με γυαλιστερά μάτια, σέρνοντας ήρεμα τα μακριά κορμιά τους. «Είναι δηλητηριώδη· να τα προσέχεις.»

Η Έρικα βρήκε ένα μέρος που οι πέτρες έμοιαζαν με σκαλιά τα οποία κατέβαιναν προς τη θάλασσα, και βάδισε επάνω τους ενώ ο ήλιος έγερνε προς τη δύση.

«Σταμάτα!» άκουσε κάποιον να της φωνάζει.

Και κάποιον άλλο: «Μείνε κει πού ’σαι!»

Η Έρικα είδε δύο άντρες να έχουν ξεπροβάλλει από τους βράχους σημαδεύοντάς την με καραμπίνες.

Ύψωσε τα χέρια της, για να δείξει ότι δεν κρατούσε όπλο. Είχε θηκαρώσει το πιστόλι της λίγο πιο πριν. «Είμαι η Ξανθιά,» φώναξε, «που έρχεται για τον Μουντζουρωμένο.»

Και φυσικά, οι φρουροί του άντρου των κουρσάρων αναγνώρισαν το σύνθημα.

*

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος έλειπε. Είχε πάει για λεηλασία μαζί με τους περισσότερους κουρσάρους του και το Σπαθί του Ωκεανού.

«Θ’αργήσει να επιστρέψει;» ρώτησε η Έρικα, γρυλίζοντας από μέσα της ότι τώρα ήταν η χειρότερη ώρα για να έχει τέτοιες καθυστερήσεις, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!

Οι πειρατές τής απάντησαν ότι μάλλον όχι, κι αν ήθελε μπορούσε να τον περιμένει εδώ· έτσι είχε διατάξει ο Μουντζουρωμένος.

Εδώ ήταν το άντρο τους, ασφαλώς. Κάτι σπηλιές στο τέλος της φυσικής σκάλας, κρυμμένες από τη μεριά της θάλασσας με πελώριους βράχους που έβγαιναν μέσα από τα κύματα. Η πρώτη σπηλιά ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρά ολόκληρο πλοίο – ή, μάλλον, περισσότερα από ένα – και στο κέντρο της υπήρχε νερό – βαθύ, απ’ό,τι φαινόταν: καμια καρίνα δεν θα συναντούσε τον πάτο. Δύο βάρκες ήταν αραγμένες εδώ, όχι μηχανοκίνητες, και δύο γυναίκες κολυμπούσαν μέσα στο νερό, έχοντας αφήσει τα ρούχα και τα όπλα τους σε μια άκρη. Πειρατίνες προφανώς.

Μετά απ’αυτή τη σπηλιά υπήρχαν κι άλλες, εξοπλισμένες και επιπλωμένες.

Οι πειρατές που συνόδευαν την Έρικα είπαν στους υπόλοιπους κουρσάρους στο άντρο ποια ήταν, ώστε εκείνοι να μην ανησυχήσουν. «Η Ξανθιά είναι, η Ξανθιά. Μας έχει σφυρίξει ο Καπ’τάνιος να την περιμένουμε· θυμάστε.»

«Δεν είχε πει πότε, όμως, θαρχόταν.»

«Δεν ήταν προκαθορισμένο, ρε βλάκα.»

Μια πειρατίνα ρώτησε την Έρικα, όταν έφτασαν σε μια σπηλιά με κάμποσα τραπέζια: «Θες να σου φέρουμε τίποτα να φας;»

«Ευχαριστώ, έχω φάει.»

«Μπορείς να μείνεις εδώ μέχρις ο Καπετάνιος να ’πιστρέψει,» της είπε ξανά ο ένας από τους συνοδούς της· «δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχουμε και χώρο για να κοιμηθείς κι απ’όλα. Τώρα ειδικά που λείπουν οι περ’σσότεροι, το μέρος είν’ άδειο.»

Η Έρικα αποκρίθηκε ότι θα περίμενε. Δε μπορούσε και να φύγει, εξάλλου. Οι κουρσάροι του Όρκιβελ ήταν απαραίτητοι στο σχέδιο καταστροφής των υποθαλάσσιων Ορυχείων Ιπταερίου της Κάρνατεβ. Αν ο Μουντζουρωμένος δεν βοηθούσε, τα πράγματα θα έπρεπε ν’αλλάξουν. Πολύ.

*

Ο Όρκιβελ ήρθε την επόμενη ημέρα, κατά το μεσημέρι. Το Σπαθί του Ωκεανού μπήκε στην πρώτη σπηλιά τραντάζοντας ολόκληρο το άντρο με το βουητό των μηχανών του. Η Έρικα, που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι που της είχαν παραχωρήσει οι κουρσάροι, αισθάνθηκε τους κραδασμούς μέσα από τις ίδιες τις πέτρες. Και κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Φόρεσε τις μπότες της και σηκώθηκε, φεύγοντας από τη σπηλιά όπου υπήρχαν κι άλλα κρεβάτια, όλα τους άδεια επί του παρόντος.

Φτάνοντας στην πρώτη σπηλιά του άντρου, είδε το Σπαθί αραγμένο και τον Όρκιβελ να στέκεται απέξω, ανάμεσα στους κουρσάρους του οι οποίοι κατέβαζαν λάφυρα από το σκάφος, φανερά ικανοποιημένοι. Γελούσαν και αστειεύονταν· κι αυτοί που βρίσκονταν στις σπηλιές είχαν μαζευτεί κοντά τους. Η Μιρκάλη’λι, η μάγισσα τους, στεκόταν πιο νηφάλια απ’όλους, κι εκείνη ήταν που πρώτη είδε την Έρικα να τους κοιτάζει. Φώναξε στον Όρκιβελ, δείχνοντάς την.

Η Έρικα βάδισε προς το μέρος τους.

Αλλά ο Όρκιβελ την έφτασε προτού εκείνη βρεθεί κοντά στους πειρατές. «Δε μου είπαν ότι είχες έρθει!» παρατήρησε. Και φώναξε σ’έναν απ’αυτούς που ήταν στις σπηλιές: «Ρε! γιατί δε μου είπατε ότι είχε έρθει η Ξανθιά;»

«Θα σ’το λέγαμε τώρα, Καπ’τάνιε, αλλά μόλις άραξες, να πούμε.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Δεν έχω παράπονο από τη φιλοξενία τους,» είπε στον Όρκιβελ.

«Δεν περίμενα ότι θα ερχόσουν να με βρεις τόσο σύντομα. Ήθελες να διαπιστώσεις ότι δεν σου είπα ψέματα σχετικά με τη θέση του άντρου μου;»

«Το ήξερα πως δεν θα μου έλεγες ψέματα,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Δεν είμαι εδώ γι’αυτό. Ήρθα επειδή χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»

«Ξανά; Ελπίζω αυτή τη φορά τα λάφυρα να είναι καλύτερα.» Την προηγούμενη φορά που η Έρικα είχε ζητήσει τη βοήθειά του ήταν όταν ήθελε οι κουρσάροι να σκοτώσουν τον Εύβουλο και τους μισθοφόρους του· αλλά ο Εύβουλος είχε τελικά ξεφύγει, έτσι οι κουρσάροι είχαν πάρει τη μισή αμοιβή μόνο. Αυτό δεν άρεσε και τόσο στον Όρκιβελ· και σε πολλούς πειρατές του άρεσε ακόμα λιγότερο.

«Δυστυχώς,» είπε η Έρικα, «δεν θα υπάρξουν λάφυρα.»

«Τι; Μου τα χαλάς πάλι, Ξανθιά! Γιατί να κάνω οτιδήποτε αν δεν έχει λάφυρα;»

Η Έρικα κοίταξε προς τη μεριά των κουρσάρων του, που ακόμα έβγαζαν πλιάτσικα από το Σπαθί του Ωκεανού. «Δε νομίζω ότι τα χρήματα σάς λείπουν τώρα…»

«Τι πάει να πει αυτό; Ότι πρέπει να δουλεύουμε δωρεάν για σένα;»

«Δεν δουλεύετε δωρεάν. Συνεργαζόμαστε,» τόνισε η Έρικα. «Έχεις γνωρίσει τόσους πράκτορές μου στις ακτές του Ωκεανού· δεν το υπολογίζεις αυτό;»

Ο Όρκιβελ σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του. «Τι ακριβώς θέλεις να κάνουμε;»

«Να πάρετε κάποιους ανθρώπους στο πλοίο σας, ανάμεσα στους οποίους θα είμαι κι εγώ.»

«Να τους πάρουμε στο πλοίο μας; Από πού; Πότε; Και πού να τους πάμε;»

«Η όλη υπόθεση, επίσης, περιλαμβάνει κι ένα μικρό σαμποτάζ. Αλλά εμείς θα το αναλάβουμε αυτό.»

Ο Όρκιβελ συνοφρυώθηκε. «Τι σαμποτάζ; Μίλα ξεκάθαρα γιατί αλλιώς δουλειές δεν γίνονται!»

«Να πάμε κάπου πιο ήσυχα;» πρότεινε η Έρικα, γιατί εδώ, στη μεγάλη σπηλιά, οι ενθουσιασμένοι κουρσάροι έκαναν, ομολογουμένως, πολλή φασαρία.

«Πάμε.»

Ο Όρκιβελ την οδήγησε στις μικρότερες σπηλιές του άντρου του και, τελικά, σε μία απ’αυτές όπου δεν είχε ξαναπάει η Έρικα επειδή ήταν κλειστή με μια λουκετωμένη δερματόπορτα. (Όσες άλλες μπορούσε να εξερευνήσει, τις είχε εξερευνήσει, φυσικά.) Ο Μουντζουρωμένος έβγαλε τώρα ένα κλειδί από τα ρούχα του, ξεκλείδωσε το λουκέτο, και άνοιξε τη δερματόπορτα. Μπήκαν σε μια σπηλιά που ήταν φτιαγμένη σαν γραφείο, περιέχοντας επίσης πολλούς μηχανικούς εξοπλισμούς.

«Κάθισε,» είπε ο Όρκιβελ, και η Έρικα κάθισε σ’ένα από τα δύο σκαμνιά, μη θέλοντας να πάρει τη θέση πίσω απ’το γραφείο – τη μοναδική καρέκλα εδώ πέρα.

Και, όπως το περίμενε, ο Μουντζουρωμένος κάθισε εκεί. «Πού θέλεις να πάμε, και τι σαμποτάζ είναι αυτό;»

«Σκοπεύω να καταστρέψω τα υποθαλάσσια Ορυχεία Ιπταερίου της Κάρνατεβ, μαζί με μερικούς συντρόφους μου–»

«Τι συντρόφους; Για ποιον δουλεύετε;»

«Για τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο, ο οποίος δουλεύει για τον Βασιληά Ράνελμον–»

«Κι απ’ό,τι άκουσα οι δουλειές του είναι πολλές στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε, ατενίζοντάς τον ερωτηματικά.

Ο Όρκιβελ είπε: «Γίνεται πόλεμος εκεί. Μη μου πεις ότι δεν το ξέρεις.»

«Γνωρίζω ότι ένα σμήνος αεροχημάτων πέταξε προς τις Γεφυρωμένες Νήσους. Το είδα.»

«Σκοτώνονται άγρια στο Βασίλειο, απ’ό,τι έχω μάθει,» είπε ο Όρκιβελ. «Κι εξακολουθεί να μου κάνει εντύπωση που δεν είσαι επαρκώς ενημερωμένη. Ο Βασιληάς Ράνελμον δεν είπες ότι σ’έχει στείλει για να σαμποτάρεις τα ορυχεία;»

«Δε μ’έχει στείλει ο Βασιληάς Ράνελμον. Ούτε καν ο Ζαώρδιλ. Δηλαδή, ο Ζαώρδιλ μ’έχει στείλει, αλλά όχι για να σαμποτάρω τα ορυχεία. Η δουλειά μου ήταν να βρω κάποιους ανθρώπους του στην Κάρνατεβ. Όταν τους βρήκα, όμως… παρουσιάστηκε κάποιο κώλυμα, ας πούμε· και πιστεύουμε ότι το καλύτερο που μπορούμε τώρα να κάνουμε για να βοηθήσουμε τον Ζαώρδιλ είναι να καταστρέψουμε τα ορυχεία.»

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είστε όλοι τρελοί;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Όχι τελείως. Θέλεις να μάθεις λεπτομέρειες για το θέμα, ή θέλεις ν’ακούσεις το σχέδιο καταστροφής των ορυχείων;»

«Για πες το σχέδιο.»

«Εν συντομία, είναι το εξής: Εγώ και οι σύντροφοί μου θα εισβάλουμε στα ορυχεία μέσω υπόγειων σπηλαίων που ξεκινούν από την ξηρά. Θα πάμε τη νύχτα, γιατί τότε εργάζονται πολύ λιγότεροι άνθρωποι απ’ό,τι το πρωί. Θα σκοτώσουμε όλους τους φρουρούς και θα αιχμαλωτίσουμε τους υπαλλήλους και τους δούλους–»

«Τόσο σίγουρη είσαι ότι θα τα καταφέρετε; Και πώς ξέρετε τι δρόμο ν’ακολουθήσετε από τις σπηλιές ώστε να φτάσετε στα υποθαλάσσια ορυχεία; Επιπλέον, αν υπάρχουν τέτοιες σπηλιές, γιατί ο Αρχισυγκλητικός δεν–;»

«Περίμενε,» τον σταμάτησε η Έρικα. «Έχω ανθρώπους μαζί μου οι οποίοι έχουν εξαιρετικές δυνάμεις. Ανάμεσα στους οποίους είναι και δύο πολύ ισχυροί μάγοι. Καθώς και ένας… εκλεκτός ενός υπόγειου θεού. Και κάποιοι μεταλλαγμένοι.»

«Υπάρχει προϊστορία, βλέπω. Για συνέχισε.» Ο Όρκιβελ έμοιαζε ανυπόμονος τώρα. Μάλλον τον τσάντιζε το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε, ότι υπήρχαν πολλά που δεν ήξερε για την υπόθεση.

«Θα πάρουμε τους υπαλλήλους και τους δούλους από τα ορυχεία και θα τους βάλουμε σε βάρκες, τις οποίες θα– Γνωρίζεις πώς μπαίνει κανείς στα Ορυχεία Ιπταερίου;»

«Όχι.»

«Υπάρχει υδροπλαστικό τοποθετημένο πάνω από τα ορυχεία– Το υδροπλαστικό, τουλάχιστον, ξέρεις τι είναι…»

Ο Όρκιβελ ένευσε. «Το έχω ξανακούσει. Κάνει ανοίγματα μέσα στο νερό.»

«Ακριβώς. Υπάρχει, λοιπόν, ένα άνοιγμα στην επιφάνεια της θάλασσας το οποίο είναι η αρχή μιας υδάτινης σήραγγας· και η σήραγγα αυτή φτάνει ώς την είσοδο των υποθαλάσσιων ορυχείων. Καταλαβαίνεις; Μια σήραγγα που δημιουργείται από το υδροπλαστικό που παραμερίζει τη θάλασσα.»

Ο Όρκιβελ ένευσε πάλι. «Ναι.»

«Μ’αυτό τον τρόπο οι εργάτες και οι υπάλληλοι ανεβοκατεβαίνουν στα ορυχεία χωρίς να υπάρχει λόγος χρήσης υποβρυχίων ή άλλων παρόμοιων κατασκευασμάτων. Μια βάρκα μπορεί να ταξιδέψει άνετα μέσα στην υδάτινη σήραγγα, ακριβώς όπως επάνω στην επιφάνεια του νερού.

»Το υδροπλαστικό δημιουργείται με ενέργεια. Τοποθετούνται κάποιοι μηχανισμοί μέσα στη θάλασσα οι οποίοι επιπλέουν ή βρίσκονται σε συγκεκριμένα βάθη. Συνδέονται όλοι τους, μέσω καλωδίων, με μια κεντρική ενεργειακή πηγή, ή με περισσότερες. Και είναι ρυθμισμένοι ανάλογα με το τι σχήμα θέλεις να δώσεις στο υδροπλαστικό. Αυτοί οι μηχανισμοί είναι που, ουσιαστικά, το συντηρούν. Καταλαβαίνεις, έτσι;»

«Νομίζω.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά, βλέποντας ότι μάλλον δεν καταλάβαινε πλήρως. «Ωραία,» είπε. «Μόλις έχουμε βγάλει, λοιπόν, τους υπαλλήλους και τους δούλους από τα ορυχεία, μέσω βαρκών που θα έχουν ανεβεί την υδάτινη σήραγγα, θα σαμποτάρουμε το υδροπλαστικό. Θα διαλύσουμε τους μηχανισμούς του, ενώ η είσοδος των υποθαλάσσιων ορυχείων θα είναι ανοιχτή. Επομένως, τα ορυχεία θα πλημμυρίσουν και θα καταστραφούν.»

«Μάλιστα,» είπε ο Όρκιβελ. «Και τι θέλεις εμείς να κάνουμε;»

«Να μας πάρετε στο σκάφος σας όταν θα έχουμε βγει με τις βάρκες.»

«Γιατί απλά να μην πάτε μόνοι σας στην ξηρά;»

«Υπάρχουν δύο πολύ σημαντικοί λόγοι: Πρώτον, η καταστροφή του υδροπλαστικού ίσως να αποδειχτεί επικίνδυνη για τις βάρκες· ίσως η θάλασσα να μας παρασύρει και να μας πνίξει. Δεύτερον, στην ακτή αντίκρυ της εισόδου της υδάτινης σήραγγας υπάρχει μια βάση για την προφύλαξη των ορυχείων· και μόλις οι μισθοφόροι που βρίσκονται εκεί μάς δουν να βγαίνουμε καταλαβαίνεις τι θα γίνει…»

«Και μόλις δουν εμάς τι νομίζεις ότι θα γίνει, Έρικα;»

«Το σκάφος σου είναι γρήγορο και μηχανοκίνητο. Θα μας ανεβάσεις αμέσως και θα φύγουμε.»

«Δε θα μας καταδιώξουν;»

«Δεν έχουν στη βάση τους πλοία που μπορούν να προφτάσουν το Σπαθί του Ωκεανού

Ο Όρκιβελ φάνηκε σκεπτικός.

«Τι λες, λοιπόν;» ρώτησε η Έρικα. «Δε νομίζω να είναι κάτι το δύσκολο για εσένα. Στην Κάρνατεβ ούτως ή άλλως σάς κυνηγάνε· δεν θα γίνετε τώρα ξαφνικά εχθροί της, ακόμα κι αν καταλάβουν ποιοι είστε.»

Ο Όρκιβελ εξακολουθούσε να είναι σκεπτικός.

«Επιπλέον,» είπε η Έρικα, «τόσα εμπορικά σκάφη πάνε κι έρχονται από την Κάρνατεβ. Ίσως να λεηλατήσετε κάποιο όσο είστε σ’εκείνα τα μέρη. Αν κι εγώ, φυσικά, δεν θα ξέρω τίποτα γι’αυτό το θέμα…»

Ο Όρκιβελ μειδίασε.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Έχω και κάποια στο λιμάνι της Κάρνατεβ,» πρόσθεσε, «η οποία ξέρει ποια πλοία έρχονται και ποια πλοία φεύγουν.»

«Και γιατί δεν μου την έχεις συστήσει ακόμα;»

«Κανονικά, δεν συνεργάζεται με πειρατές.»

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Δεύτερο
Οι Κινήσεις του Εχθρού

Το κεφαλοχώρι της Μελονήσου δεν ήταν μακριά από το Στόμα, το μεγαλύτερο λιμάνι της. Οι πρόσφυγες, με όλα τα ζώα και τα πράγματά τους, ήταν σίγουρα δυσκίνητοι, αλλά έφτασαν εκεί μέσα σε τρεις ώρες, και οι στρατιωτικοί του Βασιληά που φρουρούσαν το μέρος προσπάθησαν να τους βρουν χώρο για να μείνουν. Κυρίως τους προμήθευσαν με σκηνές, οι οποίες στήθηκαν στις παρυφές του χωριού.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, ο Κερκ, και ο Χίρμωντ, ο βασιλικός πολεμιστής που ήταν επικεφαλής στο κεφαλοχώρι, επέβλεπαν για κάποια ώρα την τακτοποίηση των προσφύγων. Ύστερα ο Ζαώρδιλ απομακρύνθηκε από τις σκηνές και πήγε στο εσωτερικό του χωριού και στο λιμάνι. Ρώτησε τους στρατιωτικούς του Βασιληά τι γινόταν στη θάλασσα: είχαν τελειώσει οι ναυμαχίες; Εκείνοι τού αποκρίθηκαν ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, είχαν ελαττωθεί.

«Να ξαναστείλω, δηλαδή, τους μισθοφόρους μου στα πλοία ή όχι;» είπε ο Σκοτωμένος.

Εκείνοι – δύο άντρες και μια γυναίκα, οι αρχηγοί των βασιλικών πολεμιστών στο Στόμα – αλληλοκοιτάχτηκαν, φανερά αναποφάσιστοι. «Ό,τι νομίζεις,» αποκρίθηκε τελικά ο ένας.

«Γι’αυτό δεν σας πληρώνει ο Μεγαλειότατος;» ακούστηκε τότε μια φωνή από δίπλα και, γυρίζοντας, ο Ζαώρδιλ είδε τον Κάβερντελ, τον θαλασσάρχοντα, της Βουλής των Καπεταναίων. «Τι νόημα έχει να κάθεστε εδώ;»

Ο Ζαώρδιλ δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε προσβλητικές ανοησίες να βγαίνουν από το στόμα κάποιου που θα έπρεπε κανονικά να είναι πιο ευγνώμων για τις υπηρεσίες του και των μισθοφόρων του· έτσι, δεν το πήρε προσωπικά. «Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ έχουν καταλάβει το κεφαλοχώρι της Μελονήσου, Άρχοντά μου. Ίσως να μας χρειαστείτε εδώ, αν αποφασίσουν να πλησιάσουν. Ή ίσως ο Μεγαλειότατος να μας χρειάζεται, τελικά, περισσότερο στη Μεσόνησο.

»Αυτή, μάλιστα, ήταν η δεύτερη ερώτηση που ήθελα να κάνω,» πρόσθεσε στρέφοντας το βλέμμα του στους τρεις αρχηγούς των βασιλικών πολεμιστών στο χωριό. «Έχετε νέα από τη Μεσόνησο;»

«Μόνο ότι οι συγκρούσεις συνεχίζονται,» αποκρίθηκε ο άντρας που είχε μιλήσει και πριν. «Αυτό ξέρουμε…» Ήταν σχετικά νέος· ο Σκοτωμένος το απέκλειε να ήταν πάνω από είκοσι-πέντε χρονών. Οι άλλοι δύο ήταν ακόμα νεότεροι.

«Θα φροντίσω να ενημερωθώ καλύτερα,» είπε ο Ζαώρδιλ, και στράφηκε για ν’απομακρυνθεί.

«Μισθοφόρε!» του φώναξε ο Κάβερντελ, που δεν ήταν καθόλου νέος: ένας καραφλός, πρασινογένης, πορφυρόδερμος άντρας, φανερά ψημένος από χρόνια στη θάλασσα.

Ο Ζαώρδιλ, σταματώντας, στράφηκε να τον αντικρίσει. «Άρχοντά μου…»

«Πού θα πάνε, τελικά, οι πολεμιστές σου;»

«Αυτό προσπαθώ ν’αποφασίσω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, και, βλέποντας πως ο Κάβερντελ δεν είχε τίποτε άλλο να πει, έφυγε από το λιμάνι.

Πήγε και βρήκε τους ανιχνευτές του Φέκταρελ που ήταν συγκεντρωμένοι στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπως κι οι περισσότεροι από τους Ζωντανούς-Νεκρούς. «Πού είναι ο Ράκαλωντ και οι άλλοι πιλότοι ορνιθόπτερων;» τους ρώτησε.

«Στη Μεσόνησο, Σκοτωμένε, απ’ό,τι ξέρουμε. Κανένας τους δεν έχει επιστρέψει ακόμα.»

«Θέλω, λοιπόν, να πάτε στη Μεσόνησο και να βρείτε τη Νιρκέκα: να μάθετε τι γίνεται εκεί. Και θέλω κάποιοι από εσάς να κατοπτεύουν τα εδάφη ανάμεσα στο λιμάνι και στο κεφαλοχώρι, γιατί φοβάμαι ότι ο Εύβουλος μπορεί σύντομα να έρθει προς τα εδώ. Επίσης, στο ανατολικό οχυρό της γέφυρας που συνδέει τη Μελόνησο με τη Μεσόνησο, να ειδοποιήσετε τους πολεμιστές εκεί για ό,τι έχει συμβεί στο νησί, ώστε να είναι έτοιμοι για πιθανή επίθεση. Και πείτε τους πως, αν όντως δεχτούν επίθεση από τον Εύβουλο, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να υποχωρήσουν προς τη Μεσόνησο.»

Οι ανιχνευτές τον άκουγαν γνέφοντας καταφατικά. Ύστερα τον χαιρέτησαν κι έφυγαν για να πράξουν όπως τους είχε προστάξει.

Ο Νικηφόρος τον πλησίασε από δίπλα. «Αν ο Εύβουλος έρθει προς το λιμάνι,» είπε, «θα δυσκολευτούμε πολύ να το κρατήσουμε.»

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. Το Στόμα της Μελονήσου δεν ήταν καλύτερα οχυρωμένο από το κεφαλοχώρι. Τουλάχιστον, όμως, μπορούσαν ευκολότερα να συγκεντρωθούν περισσότεροι πολεμιστές εδώ, από τα πλοία.

«Σκέφτεσαι να υποχωρήσουμε, αν έρθει;»

«Θα δείξει.» Ο Σκοτωμένος δεν είχε όρεξη τώρα για πολλές κουβέντες.

«Αν σκοπεύεις να κρατήσουμε ετούτο το μέρος,» είπε ο Νικηφόρος, «καλό θα ήταν, τουλάχιστον, ν’αρχίσουμε να φτιάχνουμε κάποια δική μας οχύρωση.»

«Θα το αναλάβεις;»

«Αν θέλεις.»

«Ανάλαβέ το.»

*

Οι δύο ανιχνευτές που πήγαν, καβάλα σε δίκυκλα, να μάθουν τι γινόταν στη Μεσόνησο πέρασαν υποχρεωτικά από τη γέφυρα που συνέδεε αυτήν με τη Μελόνησο και, σύμφωνα με τις διαταγές του Ζαώρδιλ, ειδοποίησαν τους φρουρούς στο ανατολικό οχυρό για ό,τι είχε συμβεί στο κεφαλοχώρι. Τώρα, απόγευμα πλέον, ενώ ο ουρανός σκούραινε, είχαν επιστρέψει στο Στόμα και συναντήσει τον Ζαώρδιλ στην πλατεία του χωριού.

«Τα πράγματα δεν είναι ούτε άσχημα ούτε καλά στη Μεσόνησο, Σκοτωμένε. Τα αεροχήματα προσγειώθηκαν κοντά στο κεφαλοχώρι με το που έφτασαν εκεί και η μάχη ξεκίνησε άγρια. Ο Βασιληάς έδιωξε όλους τους κατοίκους, και ακόμα μάχεται εναντίον των δυνάμεων της Κάρνατεβ ενώ όλο το κεφαλοχώρι μοιάζει νάχει μετατραπεί σε ερείπια. Τους είδαμε από απόσταση. Γίνονται συγκρούσεις και μέσα και έξω απ’το χωριό. Τη Νιρκέκα τη βρήκαμε απέξω, σε μια οχυρωμένη θέση – που η ίδια την έχει κάνει οχυρωμένη, δηλαδή· δεν ήταν κανένα φρούριο – και παραλίγο να μας σκοτώσουν καθώς πλησιάζαμε. Μας είπε ότι ο Αρχισυγκλητικός έχει πάρα πολλά άρματα μάχης με ισχυρά όπλα–»

«Πράγμα, άλλωστε, που εμείς μπορούσαμε να δούμε, από την καταστροφή του χωριού,» πρόσθεσε ο άλλος ανιχνευτής. «Τα σπίτια του έχουν σμπαραλιαστεί.»

Ο Ζαώρδιλ ρώτησε: «Έχουν και ενεργειακά κανόνια, νομίζετε;»

«Πολύ πιθανόν, Σκοτωμένε.»

«Αλλά δεν είναι και σίγουρο,» είπε ο πρώτος ανιχνευτής που μιλούσε. «Δεν κοιτάξαμε τις ζημιές από τόσο κοντά ώστε να βεβαιωθούμε.»

Ο Ζαώρδιλ σκέφτηκε: Ο Εύβουλος έχει ενεργειακό κανόνι εδώ, στη Μελόνησο. Αν έχουν ενεργειακό κανόνι κι αυτοί στη Μεσόνησο… Αν έχουν περισσότερα από ένα… «Η Νιρκέκα τι σας είπε γι’αυτό το θέμα;»

«Δεν είπε τίποτα για ενεργειακά κανόνια, αρχηγέ. Μάλλον το θεώρησε δεδομένο ότι υπάρχουν. Αλλά ανέφερε ότι ο εχθρός έχει ένα μεταβαλλόμενο σκάφος.»

«Τι μεταβαλλόμενο σκάφος;»

«Ένα αεροπλάνο που μεταμορφώνεται σε όχημα ξηράς. Κι έχει επάνω του το έμβλημα των Ξένων.»

«Οι Ξένοι πληρώνονται από τον Αρχισυγκλητικό;»

«Έτσι μας είπε η Νιρκέκα. Έχει δει μαχητές τους ανάμεσα στους εχθρούς. Το αεροπλάνο τους, πάντως, είναι πολύ ισχυρό εργαλείο. Εμείς δεν το είδαμε εν δράσει, αλλά η Νιρκέκα λέει πως έχει κάνει μεγάλη ζημιά στις δυνάμεις του Βασιλείου.»

«Η Ανταρλίδα τι λέει;» Η Ανταρλίδα’μορ ήταν κάποτε με τους Ξένους, προτού μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς, που την έσωσαν από τα χέρια των ληστών της Σαρντίκα-Νοθ.

«Δεν τη συναντήσαμε για να μάθουμε τη γνώμη της. Αλλά εκεί πρέπει να ήταν. Η Νιρκέκα δεν είπε ότι σκοτώθηκε· και, λογικά, θα μας το έλεγε αν είχε γίνει. Είπε, όμως, ότι το ένα απ’τα ενεργειακά κανόνια του Βασιληά – του Βασιληά, όχι το δικό μας – έχει καταστραφεί. Το χτύπησε μια ρουκέτα από το αεροπλάνο των Ξένων.»

«Ζήτησε τη βοήθειά μας; Ζήτησε να πάμε εκεί;»

«Δεν είπε τίποτα τέτοιο, Σκοτωμένο. Και… δεν είμαι στρατηγός εγώ, βέβαια, αλλά δεν ξέρω τι θα μπορούσαμε εμείς να κάνουμε εκεί. Είμαστε – πόσοι; εκατό;»

«Εκατό είμαστε,» ένευσε ο Ζαώρδιλ. Τόσοι περίπου είχαν απομείνει ύστερα από τη σύγκρουση με τον Εύβουλο – συνολικά, και από τους Ζωντανούς-Νεκρούς που είχαν έρθει από τη θάλασσα και από τους Ζωντανούς-Νεκρούς που βρίσκονταν στο κεφαλοχώρι. «Και παρότι δεν είσαι στρατηγός, μάλλον έχεις δίκιο. Καλύτερα να μείνουμε εδώ. Για την ώρα, τουλάχιστον.

»Σας ευχαριστώ και τους δύο. Πηγαίνετε τώρα να ξεκουραστείτε. Στην ταβέρνα εκεί» – την έδειξε, στην άλλη άκρη της πλατείας – «ο ταβερνιάρης δίνει δωρεάν ποτά σ’όλους τους υπερασπιστές του Βασιλείου – και είμαστε κι εμείς ανάμεσα σ’αυτούς.»

Οι ανιχνευτές μειδίασαν και απομακρύνθηκαν από τον αρχηγό τους, κατευθυνόμενοι προς την ταβέρνα, περνώντας ανάμεσα από άλλους μαχητές που γέμιζαν την πλατεία.

Ο Ζαώρδιλ πήγε στις παρυφές του χωριού, αναζητώντας τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, για να μάθει τι γινόταν με τα οχυρωματικά έργα.

*

Το επόμενο πρωί, ένα ορνιθόπτερο πλησίασε το Στόμα της Μελονήσου και προσγειώθηκε έξω απ’το χωριό. Ο Νικηφόρος – που πάλι εδώ ήταν, από την αυγή, συνεχίζοντας την κατασκευή των οχυρωματικών έργων και των παγίδων που ετοίμαζε για τον Εύβουλο – το είδε και έτρεξε προς το μέρος του.

Ο Ράκαλωντ βγήκε από την πτητική μηχανή.

«Τι κάνεις εσύ εδώ, νάνε;» ρώτησε ο Νικηφόρος.

Ο Ράκαλωντ προσπάθησε να τον γρονθοκοπήσει στα παπάρια, αλλά ο Κολπατζής τού έπιασε τη γροθιά. «Είπαμε να μιλάμε πιο όμορφα, αλλά κανένας δεν ακούει!» μούγκρισε ο πιλότος. «Η Νιρκέκα μ’έστειλε, υποθέτοντας ότι ίσως να με χρειαστείτε μ’αυτά που συμβαίνουν εδώ.»

«Δεν αποκλείεται. Κι ακόμα ένα ορνιθόπτερο αν έστελνε δεν θα πήγαινε χαμένο.»

«Έχουμε ήδη χάσει ένα.»

«Τι;»

«Καταρρίφθηκε. Κι ο πιλότος σκοτώθηκε. Ο Κελμέκρης.» Ο Ράκαλωντ φαινόταν λυπημένος γι’αυτό. «Τα δύο ορνιθόπτερα που απομένουν είναι με τη Νιρκέκα. Και πίστεψέ με τα χρειάζεται. Όλο κόλπα είναι αυτοί από την Κάρνατεβ. Προσπαθούν να επεκταθούν μέσα στο νησί· προφανώς, το κεφαλοχώρι δεν τους φτάνει. Αλλά ο Βασιληάς δεν είναι πρόθυμος να τους αφήσει να προχωρήσουν περισσότερο. Το πρόβλημα είναι πως, έτσι όπως πετάνε με τα αεροχήματά τους, δεν είναι εύκολο να τους σταματήσεις. Τη μια είναι από δω, την άλλη από κει. Συνεχώς κοιτάμε με τα κιάλια στους ουρανούς.

»Εσείς τι κάνετε εδώ;» Ο Ράκαλωντ έριξε μια ματιά προς τα εκεί όπου οι πολεμιστές του Νικηφόρου έφτιαχναν τα οχυρωματικά έργα, σκάβοντας και τοποθετώντας ξύλα και πέτρες. «Ετοιμάζεστε να υποδεχτείτε τον Εύβουλο;»

«Το βρήκες, νάνε.»

«Τώρα τι θα γίνει;» μούγκρισε ο Ράκαλωντ. «Θα βριζόμαστε όλη την ώρα, καριόλη Κολπατζή;»

Ο Νικηφόρος γέλασε. «Νομίζεις ότι το μπόι σου είναι βρισιά;»

«Νομίζω ότι το γεγονός ότι παρατηρείς συνέχεια το μπόι μου είναι βρισιά!» του είπε ο Ράκαλωντ δείχνοντάς τον με το γαντοφορεμένο χέρι του.

«Η Φρίντα, πάντως, λέει πως βρίσκει το μπόι σου άψογο και διασκεδαστικό. Τι της κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου, γλοιώδες ποντίκι;»

«Να κοιτάς τη δουλειά σου, Κολπατζή!» γρύλισε αμέσως ο Ράκαλωντ σα να τον είχαν τσιμπήσει με βελόνα. Και, μάλλον για ν’αλλάξει κουβέντα, ρώτησε, σε πιο ήπιο τόνο: «Ο Εύβουλος έρχεται σύντομα; Τον είδατε;»

«Οι ανιχνευτές δεν έχουν δει τίποτα ακόμα,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. «Στο κεφαλοχώρι εξακολουθεί να βρίσκεται. Τώρα, θα μου πεις τι κάνεις στην τραγουδίστρια ή όχι;»

Ο Ράκαλωντ τού έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα καθώς απομακρυνόταν χωρίς να δώσει απάντηση.

*

Την επομένη, οι ανιχνευτές της ξηράς και ο Ράκαλωντ είδαν ένα μέρος των δυνάμεων της Κάρνατεβ να προελαύνει προς την αρχαία γέφυρα που συνέδεε τη Μελόνησο με τη Μεσόνησο.

Το ανέφεραν στον Ζαώρδιλ όταν εκείνος βρισκόταν έξω απ’το χωριό επιβλέποντας τα οχυρωματικά έργα του Νικηφόρου μαζί με τον Κερκ.

«Πάνε για το οχυρό στην ανατολική άκρη της γέφυρας,» συμπέρανε ο Κολπατζής. «Δε νομίζω ότι σκοπεύουν να περάσουν απέναντι.»

«Ούτε εγώ το νομίζω,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ. Και ρώτησε τους ανιχνευτές: «Πόσοι είναι;»

Ο Ράκαλωντ απάντησε: «Τρία φορτηγά, ένα άρμα μάχης, δύο ορνιθόπτερα, κάμποσοι ιππείς – καμια τριανταριά – και πέντε καβαλάρηδες πάνω σε ελέφαντες.»

Ένας από τους άλλους ανιχνευτές κατένευσε. «Ναι, αυτοί είναι.»

«Και υποθέτω,» είπε ο Ζαώρδιλ, «ότι το άρμα μάχης έχει επάνω ενεργειακό κανόνι.»

Κανένας δεν απάντησε· μάλλον δεν ήταν σίγουροι.

Ο Ζαώρδιλ είπε στον Νικηφόρο και στον Κερκ: «Ελπίζω οι μαχητές του οχυρού να μην κάνουν καμια ανοησία και καθίσουν να το υπερασπιστούν.»

«Θέλεις να τους παρακολουθούμε, αρχηγέ;» ρώτησε ο ανιχνευτής.

«Ναι,» απάντησε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά από απόσταση, γιατί πολύ φοβάμαι ότι η μάγισσα είναι πάνω σ’ένα απ’αυτά τα ορνιθόπτερα – η ίδια που κατέρριψε το ελικόπτερό μας και σκότωσε τον Σάρνεμπ.»

*

Το οχυρό στην ανατολική άκρη της αρχαίας γέφυρας πάρθηκε μέσα στην ημέρα· οι φρουροί του δεν κάθισαν να το υπερασπιστούν: ακολουθώντας τη συμβουλή του Ζαώρδιλ, υποχώρησαν στη Μεσόνησο. Και τώρα το μικρό φρούριο ανήκε στις δυνάμεις της Κάρνατεβ. Δύο αεροχήματα ήρθαν από τα βόρεια για να το επανδρώσουν, κι αυτοί που είχε στείλει ο Εύβουλος επέστρεψαν στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος έμαθε για όλες αυτές τις κινήσεις μέσω των ανιχνευτών του. Και ρώτησε τον Κολπατζή, καθώς βράδιαζε: «Πώς πάει η δουλειά σου;»

«Μια βασική οχύρωση την έχουμε πλέον,» αποκρίθηκε εκείνος, ενώ οι δυο τους στέκονταν πάλι στις παρυφές του χωριού κοιτάζοντας τους πολεμιστές που εργάζονταν στην ύπαιθρο. «Καθώς και παγίδες. Όσο περισσότερο δουλέψουμε, όμως, τόσο πιο ισχυρή θα είναι η άμυνά μας.»

«Συνεχίστε λοιπόν,» είπε ο Ζαώρδιλ· γιατί υποπτευόταν ότι ο επόμενος στόχος του Εύβουλου θα ήταν το Στόμα της Μελονήσου. Κι αν κατάφερνε να πάρει και το λιμάνι, τότε ολόκληρο το νησί θα ήταν πια δικό του. Τα μισά νησιά του Βασιλείου θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Κάρνατεβ.

Και οι αναφορές που έρχονταν από τη Μεσόνησο δεν ήταν καλές. Το κεφαλοχώρι – ή ό,τι είχε απομείνει απ’αυτό – είχε πέσει στα χέρια των δυνάμεων του Αρχισυγκλητικού, και ο Βασιληάς Ράνελμον και η Νιρκέκα είχαν υποχρεωθεί να υποχωρήσουν στην ενδοχώρα. Κάποια πλοία του Βασιλείου που είχαν επιχειρήσει να αφήσουν μαχητές στις βόρειες ακτές της Μεσονήσου ώστε να χτυπήσουν τον εχθρό, είχαν βομβαρδιστεί από ένα γρήγορο αεροπλάνο (των Ξένων, αναμφίβολα), ελικόπτερα, και αεροχήματα. Ένα ελικόπτερο του Βασιλείου, που υποστήριζε τα πλοία, είχε καταρριφθεί, και δύο μαχητικά αεροπλάνα είχαν τραπεί σε φυγή προς το Οχυρονήσι, νότια της Μεσονήσου.

Επίσης, περισσότερα πλοία και αεροχήματα φαινόταν να έχουν έρθει από την Κάρνατεβ. Όχι τόσα όσα στην αρχή, βέβαια, αλλά οι ενισχύσεις δεν ήταν αμελητέες. Ναυμαχίες είχαν ξεκινήσει πάλι στη θάλασσα ανάμεσα στη Μεσόνησο, στο Βορειονήσι, στη Μελόνησο, και στην Ακρόνησο.

Καθώς ο Ζαώρδιλ επέστρεφε στο εσωτερικό του χωριού, σκεφτόταν πως, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, ακόμα και η Φαίδρα κι ο Φέκταρελ να ήταν εδώ, αυτό μάλλον δεν θα είχε καμια απολύτως σημασία. Αλλά εξακολουθούσε ν’ανησυχεί για εκείνους, και για την Έρικα επίσης.

Τι κάνει τόσο καιρό η Έρικα στην Κάρνατεβ, γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος;

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Τρίτο
Συνάντηση Παρανόμων

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος την πήγε προς την Κάρνατεβ το επόμενο πρωί κιόλας, αλλά το Σπαθί του Ωκεανού δεν πλησίασε το λιμάνι της πόλης γιατί σ’αυτές τις περιοχές οι πειρατές ήταν κυνηγημένοι. Το γρήγορο μηχανοκίνητο σκάφος σταμάτησε κοντά σε κάτι μικρά νησιά νότια της Κάρνατεβ κι έριξε μια από τις βάρκες του στο νερό. Μέσα της ήταν η Έρικα και ο Φόρλεκ ο Καθένας – ένας από τους πειρατές του Όρκιβελ ο οποίος είχε πάρει το παρωνύμιό του εξαιτίας της πολύ συνηθισμένης όψης του.

Η προπέλα της βάρκας ενεργοποιήθηκε, ωθώντας το μικρό σκάφος προς τα βόρεια.

Η Έρικα, σύντομα, είδε το λιμάνι της Κάρνατεβ να παρουσιάζεται αντίκρυ της και να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου έφτασε στις αποβάθρες του, και ο Φόρλεκ άραξε τη βάρκα πλάι σε μία από αυτές. Μαζί με την Έρικα βγήκαν από το σκάφος και ο πειρατής το έδεσε σε μια δέστρα.

«Θα σε περιμένω στο Χαμένο Βαλάντιο,» της είπε.

Εκείνη κατένευσε, και χώρισαν μέσα στο πολύβοο λιμάνι της Κάρνατεβ.

Η Έρικα πλησίασε μια σταματημένη επιβατική άμαξα κι ανέβηκε.

«Πού πάμε, κυρία;» ρώτησε ο αμαξάς. «Κυρία δεν είστε;» Μάλλον δεν την είχε καλοδεί καθώς εκείνη είχε έρθει από το πλάι. Γιατί, ακόμα και με την κουκούλα του μανδύα της στο κεφάλι, η Έρικα ήταν βέβαιη ότι αποκλείεται κάποιος να την περνούσε για άντρα. Ο μανδύας δεν ήταν κλειστός μπροστά, και το χιτώνιό της, που έπεφτε ώς τα γόνατα, φαινόταν εύκολα από μέσα.

«Κυρία είμαι,» αποκρίθηκε η Έρικα, «και στην Κεντρική Αγορά πηγαίνω.»

«Μάλιστα, κυρία,» είπε ο αμαξάς χτυπώντας τα άλογα της άμαξας με το μαστίγιο. «Πού στην Αγορά;»

«Κοντά στην Άφλεκτη.»

Καθώς, όμως, κάπου τρία χιλιόμετρα παρακάτω, πλησίαζαν την Πύλη του Λιμανιού, η Έρικα είδε ότι εκεί οι φρουροί είχαν σταματήσει μια άλλη άμαξα και κοίταζαν μέσα. Μετά, έκαναν νόημα στον αμαξά να περάσει, και σταμάτησαν έναν ακόμα άντρα που ερχόταν πεζός και φορώντας καλοκαιρινή κάπα και κουκούλα. Του ζήτησαν να βγάλει την κουκούλα του και να δείξει το πρόσωπό του, κι όταν το είδαν του έγνεψαν κι εκείνου να περάσει.

Τι συμβαίνει εδώ; απόρησε η Έρικα. Ψάχνουν κάποιον; Προφανώς θα ζητούσαν κι από εκείνη να τους δείξει το πρόσωπό της, κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου – ειδικά αφού δεν ήξερε τι γινόταν.

«Σταμάτα,» είπε στον αμαξά, κι εκείνος τράβηξε τα χαλινάρια.

«Τι είναι, κυρία;»

«Θυμήθηκα κάτι. Εδώ θα μ’αφήσεις. Πόσο σού χρωστάω;»

«Εεεε…» Έτριψε το πλάι του κεφαλιού του. «Δυο δέκατα, κυρία.»

Η Έρικα τού έδωσε ένα τέταρτο του ευγενούς, λέγοντας «Τα ρέστα δικά σου», κι έφυγε από την άμαξα.

Πρώτη φορά έβλεπε στην Κάρνατεβ να γίνεται τέτοιος έλεγχος στην Πύλη του Λιμανιού. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, σίγουρα. Και έπρεπε να μάθει τι. Ακόμα κι αν επί του παρόντος δεν την αφορούσε άμεσα, την Έρικα όλα, στο τέλος, την ενδιέφεραν.

Επέστρεψε στο λιμάνι και έψαξε για τη Νατμάλι, την πράκτορά της εδώ. Όταν την εντόπισε, εκείνη μιλούσε σε δύο άντρες, με τρόπο επαγγελματικό όπως πάντα, και με το μικρό της καπέλο στο κεφάλι, λιγνή σαν λυγερό σπαθί και κατάμαυρη σαν νυχτερινή σκιά. Η Έρικα έριξε τον μανδύα της προς τα πίσω, ώστε να φαίνεται καθαρά το χιτώνιό της, και πέρασε πίσω από τους δύο άντρες: από εκεί όπου ήταν βέβαιη ότι η Νατμάλι θα την έβλεπε. Φέρνοντας στο μυαλό της τον κατάλληλο συνδυασμό σκέψεων, έκανε το νοομορφικό χιτώνιο να λέει: Πρέπει να μιλήσουμε. Τώρα. Η Νατμάλι μπορεί η ίδια να μην είχε νοομορφικά ενδύματα αλλά γνώριζε πώς να διαβάζει τη συμβολική γλώσσα τους. Τα μάτια της τώρα γυάλισαν προς στιγμή, κι ακολούθησαν την Έρικα: οπότε εκείνη κατάλαβε ότι η πράκτοράς της την είχε, αναμφίβολα, δει. Πήγε παραδίπλα, κοντά σ’ένα περίπτερο, και περίμενε κοιτάζοντας τα έντυπα. Αγόρασε τις εφημερίδες Ωκεανού Επίκαιρα και Οφθαλμός της Πόλης, το περιοδικό Ωκεάνια Οικονομία, και το αναψυκτικό Ιπτάμενος Λύκος.

Η Νατμάλι ήρθε, μετά από λίγο, προς το μέρος της, και συναντήθηκαν σε κάποια απόσταση από το περίπτερο, σε μια σκιερή γωνία κάτω από μια τέντα που έκοβε την καλοκαιρινή ζέστη.

«Στην Πύλη του Λιμανιού κοιτάνε τα πρόσωπα όσων περνάνε,» είπε η Έρικα. «Ψάχνουν κάποιον;»

«Εσένα, εκτός των άλλων, υποθέτω.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Τι;»

«Κυνήγησαν τους φίλους σου,» της είπε η Νατμάλι. «Ο Χάραλκιρ μ’ενημέρωσε, και μου ζήτησε να έχω υπόψη μου τον ερχομό σου, ώστε να σε ειδοποιήσω. Τελικά, εσύ ήρθες σ’εμένα.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εγώ τού το είπα ότι είναι δύσκολο μια γυναίκα μόνη της, οσοδήποτε παρατηρητική, να παραφυλά για την εμφάνιση ενός ατόμου μέσα σ’ολόκληρο το λιμάνι της Κάρνατεβ…»

«Τι έχει γίνει, Νατμάλι;» ρώτησε η Έρικα. Ήταν δυνατόν, τώρα που είχε πάει να φέρει τους πειρατές από το Νιρθάρεκ, τα πράγματα να είχαν αναποδογυρίσει;

«Οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού κυνήγησαν τον Φέκταρελ, τη Φαίδρα’λι, και τη Σανκάρλι’μορ, εισβάλλοντας στο διαμέρισμα της τελευταίας. Εκείνοι, όμως, κατάφεραν να τους ξεφύγουν, και τώρα κρύβονται μαζί με τους μεταλλαγμένους. Δεν ξέρω πού είναι αυτό το μέρος, αλλά ο Χάραλκιρ είπε ότι εσύ θα ξέρεις.»

Η Έρικα ένευσε. «Ξέρω.»

Η Νατμάλι συνέχισε: «Οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού βρήκαν, επίσης, κάποιον μάγο που ονομάζεται Άρδαλον’λι, και ή είναι νεκρός ή αιχμάλωτός τους.»

Ο Σέρκαδελ’λι! Τον εντόπισε, κάπως; Αντιλήφτηκε την παρουσία του εδώ;

«Και ο Άσλατμιρ και η Σέρυ σάς έχουν προδώσει.»

«…Μας πρόδωσαν;» Θα τους αφανίσω και τους δύο! Θα τους γδάρω ζωντανούς!

«Η Φαίδρα’λι, ο Φέκταρελ, και η Σανκάρλι’μορ πήγαν να τους βρουν στο διαμέρισμά τους, κι εκεί δέχτηκαν επίθεση από τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού. Ήταν παγίδα. Ευτυχώς, πάλι κατάφεραν να ξεφύγουν.»

«Και είναι τώρα με τους μεταλλαγμένους;»

«Ναι· έτσι ξέρω. Έτσι μου ζήτησε ο Χάραλκιρ να σου πω.»

Η Έρικα αναστέναξε. «Πρέπει να με βοηθήσεις να μπω στην πόλη, Νατμάλι. Χωρίς να περάσω από την Πύλη του Λιμανιού, ή από καμια άλλη πύλη. Γίνεται;»

«Αν δε σε πειράζει να συρθείς μέσα στους υπονόμους…»

«Τι άλλη επιλογή έχω;»

«Καμία, βασικά.»

«Θα πρέπει να κρατήσω την αναπνοή μου, λοιπόν.»

*

Φεύγεις για λίγο από ένα μέρος, κι αμέσως καταστροφή συμβαίνει! γρύλισε από μέσα της η Έρικα, καθώς διέσχιζε τους υπονόμους, έχοντας κατεβεί εκεί από μια σχάρα του λιμανιού που της είχε δείξει η Νατμάλι. Εκείνη, βέβαια, δεν την είχε ακολουθήσει· είχε άλλες δουλειές.

Το μέρος ήταν στενό και αποπνιχτικό, και η Έρικα αναγκαστικά πλατσούριζε μέσα σε βρώμικα νερά. Μπροστά στη μύτη της είχε δέσει ένα αρωματισμένο μαντίλι, αλλά δεν νόμιζε ότι τη βοηθούσε και πολύ· η κακοσμία εξακολουθούσε να περνά, σε μεγάλο βαθμό.

Αναρωτιέμαι πώς έμαθαν οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού για εμάς. Ο Άσλατμιρ μάς πούλησε; ή συνεργάστηκε μαζί τους μόνο αφότου τον έπιασαν; Όπως και νάχει, θα το μετανιώσει – το σκυλί! Στρέφεται έτσι εναντίον μου και νομίζει ότι θα γλιτώσει από εμένα; Έπρεπε να τον είχα σκοτώσει όταν είχα την ευκαιρία! Και αυτόν και την ελεεινή φίλη του που κάποτε ήταν με τους ληστές της Γαλανής Δράκαινας!

Μετά, είδε ηλιακό φως να έρχεται από μια σχάρα, και οι οργισμένες σκέψεις της διαλύθηκαν. Πρέπει να είμαι πια πέρα από το τείχος του λιμανιού, συμπέρανε, σβήνοντας αμέσως τον φακό της. Δεν ήθελε κανένας να την προσέξει από έξω, παρότι ήταν λιγάκι απίθανο.

Πλησίασε τη σχάρα και κοίταξε από τα κάγκελα. Ο μικρός δρόμος από πάνω της φαινόταν άδειος. Η Νατμάλι τής το είχε πει ότι θα κατέληγε σ’ένα τέτοιο μέρος αν πήγαινε όλο ευθεία. «Δεν έχω μπει εγώ η ίδια εκεί μέσα,» της είχε εξηγήσει, «αλλά ξέρω υποψιασμένους ανθρώπους που έχουν μπει για να κάνουν ύποπτες δουλειές.»

Η Έρικα έσπρωξε το κιγκλίδωμα, ελπίζοντας πως θα άνοιγε αφού αυτό το πέρασμα χρησιμοποιείτο κι από άλλους. Η ελπίδα της δεν αποδείχτηκε μάταιη: η σχάρα βγήκε εύκολα απ’τη θέση της, και η Έρικα σκαρφάλωσε έξω και την έκλεισε ξανά.

Πρέπει να βρισκόταν τώρα στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της Κάρνατεβ. Βγήκε απ’το δρομάκι και ξεδίπλωσε τον χάρτη της πόλης, για να προσανατολιστεί.

*

Η μεσημεριανή ζέστη ήταν δυνατή και, παρότι όλοι τους βρίσκονταν σε επιφυλακή μήπως κανένας εχθρός πλησιάσει, τους είχε πιάσει μια έντονη νύστα. Η Σανκάρλι καθόταν σε μια παλιά δερμάτινη πολυθρόνα, μισοκοιμισμένη κι έχοντας διαβεβαιώσει τους υπόλοιπους πως η Μαγγανεία Προκαλύψεως βρισκόταν καλά τοποθετημένη γύρω απ’το εγκαταλειμμένο σχολείο. Η Φαίδρα ήταν ξαπλωμένη, ανάσκελα, επάνω σ’ένα παλιό στρώμα στο πάτωμα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο· τα λυτά πράσινα μαλλιά της έμοιαζαν με θάμνο καθώς απλώνονταν γύρω απ’το κεφάλι της. Ακόμα και οι μεταλλαγμένοι είχαν επηρεαστεί από τη ζέστη: η μετάλλαξή τους δεν προκαλούσε ανοσία στη θερμότητα: άλλος ήταν μισοκοιμισμένος εδώ, άλλος μισοκοιμισμένος εκεί, μέσα στο σχολείο. Ο Φέκταρελ μονάχα ήταν πιο ξύπνιος απ’όλους, βηματίζοντας και παρατηρώντας με αισθήσεις υπερφυσικά οξυμένες. Η άγρια φύση εντός του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχαν περάσει δύο μέρες από τότε που είχε γίνει η συμπλοκή έξω απ’το διαμέρισμα του Άσλατμιρ, κι ετούτη ήταν η τρίτη. Ευτυχώς, κανένας δεν είχε βρει την κρυψώνα τους, αλλά ο Φέκταρελ ένιωθε κάτι μέσα του να τον ωθεί ξανά προς τον υπόγειο κόσμο – για να γλιτώσει από τον κίνδυνο, τώρα, όχι για να ανακαλύψει τίποτα κρυφό για τον εαυτό του, όπως πριν. Εκείνες οι υπερβολικά έντονες παρορμήσεις που αισθανόταν παλιά, προτού κατεβεί στις σπηλιές κάτω από τη γη, νόμιζε πως τελικά πρέπει να οφείλονταν στο γεγονός ότι ήθελε κι ο ίδιος να καταλάβει τι συνέβαινε, να έρθει σε επαφή με τη φύση του που αποτελούσε μέρος του Ταρνατάρ’σακ πλέον είτε του άρεσε είτε όχι. Τολμώ, όμως, να επιστρέψω στους Ζωντανούς-Νεκρούς ενώ είμαι έτσι; αναρωτιόταν κάπου-κάπου. Έχω τον πλήρη έλεγχο, ή ακόμα μπορεί να με καταλάβει κάτι που… κάτι που δεν είμαι εγώ; Οι τελευταίες ημέρες δεν αποτελούσαν καλό πείραμα για να βγάλει συμπέρασμα, επειδή οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού τούς είχαν κυνηγήσει, κι επομένως η άγρια φύση του είχε βρει διέξοδο από εκεί, ίσως. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν έπρεπε να μείνει δέκα, είκοσι, τριάντα μέρες χωρίς τέτοια δραστηριότητα και χωρίς να βρίσκεται στον υπόγειο κόσμο; Θα έπιανε πάλι τον εαυτό του να κάνει πράγματα που μετά δεν τα θυμόταν;

Ο Βαράσγκιλ, ο μεταλλαγμένος που είχε σκοτώσει την ίδια του την οικογένεια κατά τη φριχτή αλλαγή του, τον συνάντησε σ’έναν απ’τους διαδρόμους του πρώτου (και μοναδικού) ορόφου του παλιού σχολείου. «Τι θα γίνει μ’εμάς, τώρα, Φέκταρελ;» τον ρώτησε. «Θα υπάρξει εκδίκηση, ή όχι;»

«Υπομονή,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, όπως είχε αποκριθεί και πριν στους μεταλλαγμένους. «Όταν επιστρέψει η Έρικα θα βρεθεί λύση.»

«Εσύ, όμως, μας καταλαβαίνεις!»

«Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σας βοηθήσω, αν δεν έχετε υπομονή.»

Βρίσκονταν κοντά σ’ένα παράθυρο οι δυο τους, κλειστό με ξύλα έτσι ώστε να μπορείς να δεις από μέσα του μόνο από στενόμακρα ανοίγματα, και τώρα ο Φέκταρελ άκουσε έναν ήχο να έρχεται απέξω. Τ’αφτιά του έπιασαν πόδια να περπατούν μέσα στη μικρή αυλή του σχολείου. Κοίταξε αμέσως και είδε μια κουκουλωμένη μορφή να έρχεται προς το οικοδόμημα, διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση.

«Η Έρικα. Επέστρεψε, Βαράσγκιλ. Πήγαινε ειδοποίησέ τους όλους.»

Και χωρίς καθυστέρηση ο Φέκταρελ κατέβηκε από τον όροφο του σχολείου μέσω της πέτρινης σκάλας που κάποια σκαλοπάτια της ήταν επικίνδυνα – αλλά όχι για εκείνον, φυσικά. Πλησίασε την είσοδο, κοντά στην οποία κάθονταν φρουροί δύο μεταλλαγμένοι: η Σεϊλίκρα και ο Έλφοντελ.

«Κάποιος έρχεται!» τους είπε.

Κι οι δύο τινάχτηκαν όρθιοι, με τα όπλα τους στα χέρια: η Σεϊλίκρα δύο ξιφίδια, ο Έλφοντελ ένα ρόπαλο.

«Μάλλον η Έρικα· μην ανησυχείτε,» πρόσθεσε ο Φέκταρελ, και στάθηκε στο πλάι της εισόδου, κρυμμένος, παρατηρώντας την κουκουλοφόρο που πλησίαζε τα σκαλιά του εγκαταλειμμένου οικοδομήματος. Ναι, αυτή είναι.

Στάθηκε στο κατώφλι, και η Έρικα τον είδε μέσα απ’την κουκούλα της. Ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια και τον πλησίασε.

«Τι σκατά έγινε;» είπε, με φωνή ήρεμη σε σχέση με τα λόγια της.

«Βρωμάς σαν να πέρασες από υπόνομο.» Την είχε, φυσικά, μυρίσει από τότε που στάθηκε στο πλάι της εισόδου.

«Επειδή πέρασα από υπόνομο, ίσως,» είπε η Έρικα καθώς ο Φέκταρελ παραμέριζε κι εκείνη έμπαινε στο σχολείο. «Πώς αλλιώς θα ερχόμουν εδώ; Φυλάνε όλες τις πύλες, κοιτάζουν το πρόσωπο όποιου περνά, και μια πράκτοράς μου μου είπε ότι μάλλον αναζητούν κι εμένα.»

«Σίγουρα σε αναζητούν.»

«Ποιος μας πρόδωσε; Ο Άσλατμιρ; Αυτό το καθίκι;»

«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά είναι το πιο πιθανό…»

Συνάντησαν τη Φαίδρα’λι και τη Σανκάρλι’μορ σε μια άλλη από τις αίθουσες του σχολείου, και συγκεντρώθηκαν εκεί και οι τρεις μεταλλαγμένοι που δεν φρουρούσαν την είσοδο. Κανένας δεν νύσταζε τώρα.

Διηγήθηκαν στην Έρικα τι είχε συμβεί, και εκείνη τούς άκουγε καθισμένη σ’ένα μισοδιαλυμένο θρανίο. Στο τέλος, η Σανκάρλι τη ρώτησε: «Από υπόνομο πέρασες για νάρθεις εδώ;»

Η Έρικα λοξοκοίταξε τον Φέκταρελ, ο οποίος υπομειδιούσε, και μετά αποκρίθηκε στη μάγισσα: «Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, έτσι όπως φυλάνε τις πύλες και κοιτάζουν πρόσωπα. Έχετε κάποιο μέρος εδώ πέρα για να πλυθώ; Κάποια βρύση που να λειτουργεί;»

«Υπάρχουν βρύσες,» της είπε ο Βαράσγκιλ, «αλλά είναι χαμηλές.»

«Και ούτε λάστιχο δεν έχετε;»

Οι μεταλλαγμένοι αλληλοκοιτάχτηκαν, και ο Κάβερντελ – αυτός με το μισοσπασμένο κέρατο στον αριστερό ώμο και τις ουλές στο σώμα, ο οποίος είχε υποβληθεί σε βιαστικά πειράματα από τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού προτού ξεφύγει από τα χέρια τους – είπε: «Τι να το κάνουμε το λάστιχο;»

«Μπορούμε να σου βρούμε ένα, όμως,» προθυμοποιήθηκε ο Βαράσγκιλ.

Ο Κάβερντελ τον κοίταξε απορημένα. «Από πού, ρε;»

«Υπάρχει ένα μαγαζί λίγο παρακάτω που πουλά διάφορα πράγματα, και έχει και δερμάτινα λάστιχα.»

«Θα πάω εγώ ν’αγοράσω ένα,» τους είπε ο Φέκταρελ, «αργότερα. Τώρα,» στράφηκε στην Έρικα, «πες μας, τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε;»

Η Έρικα άναψε τσιγάρο, φύσηξε καπνό συλλογισμένα. «Θέλω να μάθω τι έχει απογίνει ο Άρδαλον’λι,» είπε τελικά. «Και θέλω να τσακίσω αυτό το καθίκι τον Άσλατμιρ. Αλλά πρώτα νομίζω πως πρέπει να καταστρέψουμε τα Ορυχεία Ιπταερίου.» Και ύψωσε το βλέμμα της για να τους δει να την κοιτάζουν σαν χαζοί.

«Ο Αρχισυγκλητικός,» της είπε η Σανκάρλι, «γνωρίζει για το σχέδιό μας, Έρικα· δεν υπάρχει αμφιβολία. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Άσλατμιρ ήταν που μας πρόδωσε, και ο Άσλατμιρ–»

«Επομένως,» τη διέκοψε η Έρικα, «αποκλείεται να πιστεύει ότι θα δράσουμε σύμφωνα μ’αυτό το σχέδιο.»

Η Σανκάρλι συνοφρυώθηκε. «Τι θες να πεις;»

«Ο Αρχισυγκλητικός τώρα θα πιστεύει ότι δεν θα πάμε να καταστρέψουμε τα ορυχεία του επειδή ξέρει για το σχέδιό μας. Αυτό σημαίνει ότι τα ορυχεία θα είναι αφύλαχτα–»

«Αποκλείεται να είναι αφύλαχτα, Έρικα!»

«Τουλάχιστον, δεν θα είναι περισσότερο φυλαγμένα απ’ό,τι ήταν πάντα. Δεν έχει λόγο να βάλει εκεί περισσότερους φρουρούς, όταν νομίζει ότι είμαστε φοβισμένοι και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να του ξεφύγουμε.»

Ο Φέκταρελ είπε: «Έχει μια λογική αυτό…»

«Συμφωνείς δηλαδή;» απόρησε η Σανκάρλι.

«Ναι.»

«Εσύ ήσουν που επίσης μας ώθησες να πάμε στον Άσλατμιρ,» του θύμισε, «και ήταν παγίδα.»

«Πώς θα μαθαίναμε, όμως, ότι ο Άσλατμιρ και η Σέρυ μάς έχουν προδώσει, αν δεν πηγαίναμε;»

Η Φαίδρα’λι, σιωπηλή ώς τώρα, είπε: «Καλό θα ήταν να είχαμε μαζί μας και τον Άρδαλον’λι, πάντως. Είναι ισχυρός μάγος.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα νιώθοντας ένα σφίξιμο εντός της. Χωρίς να το θέλει, είχε, εξαιτίας των ενεργειών της, οδηγήσει τον Άρδαλον στα χέρια του εχθρού του. Κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Με εμπιστεύτηκε. «Αλλά…» Κόμπιασε. «Δεν μπορούμε, Φαίδρα.» Τίναξε στάχτη απ’το τσιγάρο της στο πάτωμα που ήταν γεμάτο χώματα, φύλλα, και διάφορα θραύσματα. «Δεν ξέρουμε που ίσως να τον έχουν – αν είναι καν ζωντανός. Υποθέτω, σε κάποιες φυλακές, αλλά… Είναι μάγος, και ισχυρός, όπως είπες. Σίγουρα θα έχουν πάρει ειδικά μέτρα γι’αυτόν.»

«Κάτω απ’τη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ,» την πληροφόρησε η Σανκάρλι, «υπάρχουν μπουντρούμια. Για τέτοιες περιπτώσεις.»

«Και νομίζεις ότι εκεί θα έχουν βάλει τον Άρδαλον;»

«Μάλλον. Όμως είναι αδύνατον να εισβάλουμε και να τον σώσουμε,» πρόσθεσε γρήγορα, σα να φοβόταν ότι αυτό ακριβώς θα πρότεινε η Έρικα.

Η Έρικα ένευσε. «Ναι, έτσι υποθέτω κι εγώ.» Ήθελε να βοηθήσει τον Άρδαλον, αλλά όχι κάνοντας κάτι ηλίθιο που θα τους καταδίκαζε όλους. «Μπορείς, τουλάχιστον, να τον βρεις με τη μαγεία σου;»

«Θα… θα μπορούσα να προσπαθήσω,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. «Αλλά φοβάμαι.»

«Γιατί;»

«Γιατί η Μαγική Σχολή προστατεύεται από μαγγανείες, Έρικα· και οι άλλοι μάγοι μπορεί να καταλάβουν τι συμβαίνει· μπορεί ακόμα και να με εντοπίσουν.»

«Εντάξει,» της είπε η Έρικα, «άσ’ το, δεν χρειαζόμαστε τέτοιους μπελάδες τώρα. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι να καταστρέψουμε τα ορυχεία.»

«Μα, είσαι σίγ–;» άρχισε η Σανκάρλι.

«Διαφορετικά, πρέπει να φύγουμε όλοι από την Κάρνατεβ και να πάμε στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Τι λέτε, λοιπόν: θα πολεμήσουμε τον Αρχισυγκλητικό ή όχι; Εγώ, τουλάχιστον, ύστερα απ’αυτά που έγιναν, δεν θεωρώ ότι οι δουλειές μου εδώ έχουν τελειώσει.» Στο μυαλό της ήταν ο Άσλατμιρ και ο Άρδαλον: ο ένας έπρεπε να μετανιώσει την ώρα που είχε τολμήσει να την προδώσει, ο άλλος έπρεπε να μην μετανιώσει την ώρα που είχε αποφασίσει να συμμαχήσει μαζί της. Και η Έρικα δεν άφηνε ανολοκλήρωτες δουλειές.

«Θα πολεμήσουμε τον Αρχισυγκλητικό!» γρύλισε ο Βαράσγκιλ σφίγγοντας τη γροθιά του, κι οι άλλοι δύο μεταλλαγμένοι κατένευσαν. «Θα τον τσακίσουμε!» είπε ο Κάβερντελ.

Η Έρικα δεν αμφέβαλλε ότι αυτή θα ήταν η αντίδραση των μεταλλαγμένων· για τους άλλους ήταν η ερώτησή της. Και περίμενε την απάντησή τους.

«Νομίζω,» είπε ο Φέκταρελ, «πως, όσο βρισκόμαστε εδώ, ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε τον Σκοτωμένο είναι να καταστρέψουμε τα ορυχεία. Όταν τα ορυχεία έχουν καταστραφεί, η Κάρνατεβ θα χάσει τα αεροχήματά της – και, ως συνέπεια, τον πόλεμο με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

Η Φαίδρα ένευσε. «Ναι…» είπε, αν και συλλογισμένα.

«Θα σκοτωθούμε όλοι,» είπε η Σανκάρλι. «Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που υπάρχει τέτοιος κίνδυνος…»

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Τέταρτο
Η Αντίσταση των Γεφυρονησιωτών και οι Παγίδες του Κολπατζή

Οι ανιχνευτές ήρθαν στο Στόμα της Μελονήσου φέρνοντας κακά νέα.

Ο Ζαώρδιλ στεκόταν στην πλατεία του χωριού μαζί με τη Φρίντα, τον Κερκ, και τους τρεις αρχηγούς των βασιλικών πολεμιστών, όταν οι δύο άντρες αφίππευσαν και τον πλησίασαν.

«Σκοτωμένε,» είπε ο ένας. «Ο Εύβουλος έρχεται. Με όλο τον στρατό από το κεφαλοχώρι.»

Οι τρεις αρχηγοί των βασιλικών πολεμιστών φάνηκαν αμέσως ανήσυχοι: αλληλοκοιτάχτηκαν, άλλαξαν στάση, έκαναν ένα βήμα προς τα δεξιά ή ένα βήμα προς τ’αριστερά.

Ο Ζαώρδιλ είπε, ήρεμα: «Θα μάθουμε λοιπόν αν η άμυνα που έχουμε ετοιμάσει είναι αρκετά καλή για να τον κρατήσει μακριά. Εν τω μεταξύ, όμως,» έστρεψε το βλέμμα του στους τρεις αρχηγούς – τους δύο νεαρούς άντρες και τη νεαρή γυναίκα – «τα πλοία να είναι έτοιμα στο λιμάνι, σε περίπτωση που χρειαστεί να υποχωρήσουμε.»

*

Ο στρατός της Κάρνατεβ που είχε καταλάβει το κεφαλοχώρι της Μελονήσου πλησίαζε τώρα το Στόμα, το μεγαλύτερο λιμάνι της, σηκώνοντας σκόνη ολόγυρά του μέσα στο πρωινό. Άρματα μάχης, φορτηγά γεμάτα πολεμιστές, αναβάτες καβάλα σε ελέφαντες, σε άλογα, σε λυκόχοιρους. Τέσσερα ορνιθόπτερα φτεροκοπούσαν πάνω από το μικρό αλλά ισχυρό φουσάτο.

Ο Εύβουλος καθόταν στη ράχη του μοναδικού τετραπλόκαμου και κοίταζε με τα κιάλια του το λιμάνι που είχε μόλις αποκαλυφτεί αντίκρυ του. Μπορούσε να δει πρόχειρα οχυρωματικά έργα από ξύλο και πέτρα – και μάλλον θα έχουν ετοιμάσει και παγίδες για εμάς. Άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του καλώντας τη Ρασλέδη’λι – τη μάγισσα που ήταν καθισμένη σ’ένα από τα ορνιθόπτερα

«Τι βλέπεις, εκτός από οχυρωματικά έργα, από κει πάνω;» τη ρώτησε.

«Πολεμιστές πίσω από τα οχυρωματικά έργα, και πολύ κόσμο στις αποβάθρες,» αποκρίθηκε η Ρασλέδη’λι. «Οι πρόσφυγες από το κεφαλοχώρι, μάλλον. Ίσως να ετοιμάζονται να φύγουν. Λες να πάρουμε το μέρος χωρίς να χρειαστεί να δώσουμε μάχη;»

«Το αποκλείω. Και πάω στοίχημα πως ο ίδιος ο Σκοτωμένος μάς περιμένει εδώ.» Κι αυτή τη φορά θα τον αποτελειώσω. Το καθίκι είχε σκοτώσει τον Κάρχαμωντ’λι! Ο Εύβουλος συνεργαζόταν με τον μάγο εδώ και πολλά χρόνια. Ο θάνατός του τον είχε επηρεάσει όχι μόνο επειδή έχασε έναν χρήσιμο μισθοφόρο των Επιφανών Κρανοφόρων, αλλά επειδή αισθανόταν πως έχασε έναν πιστό σύντροφο και παλιό, καλό φίλο. Ο Σκοτωμένος και οι γαμημένοι Ζωντανοί-Νεκροί του τώρα το παρατράβηξαν.

«Τι άλλο βλέπεις, μάγισσα;» ρώτησε τη Ρασλέδη’λι, μην ακούγοντάς τη να μιλά.

«Τι σ’ενδιαφέρει; Πόσοι φαίνεται να είναι; Δεν είμαι και πολύ καλή να υπολογίζω στρατεύματα με το μάτι – καλύτερα ρώτα τους άλλους πιλότους – αλλά σίγουρα είναι περισσότεροι από πριν

«Δεν αμφέβαλλα γι’αυτό.»

«Έχουν τρία άρματα μάχης πίσω από τα οχυρωματικά έργα.»

«Τι άρματα;»

«Κανόνια βλέπω, και το ένα έχει και ρουκετοβόλο.»

«Ενεργειακό κανόνι;»

«Δε νομίζω.»

«Θηρία;»

«Κάτι λυκόχοιροι, άλογα, τέσσερις ελέφαντες. Λίγα, πολύ λίγα.»

«Θεοί;»

«Είμαι πολύ μακριά για να εντοπίσω θεούς, Εύβουλε. Πάντως, τίποτα το ανησυχητικό δεν παρατηρώ από εδώ.»

«Καλώς. Να με κρατάς ενήμερο.»

Ο Εύβουλος τερμάτισε την τηλεπικοινωνία με τη μάγισσα και, όταν έκρινε πως ο στρατός του είχε προσεγγίσει αρκετά τον εχθρό, ύψωσε το χέρι και πρόσταξε μεγαλόφωνα να σταματήσουν.

Τα πέντε φορτηγά σταμάτησαν και, μέσα στη σκόνη της κίνησης των μεγάλων τροχών τους, οι πόρτες τους άνοιξαν και πολεμιστές άρχισαν να κατεβαίνουν, ανάμεσα στους οποίους και οι Επιφανείς Κρανοφόροι του Εύβουλου.

*

«Υπάρχει κανένας θεός εδώ που να μπορεί να μας βοηθήσει;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ τους τρεις αρχηγούς των βασιλικών μαχητών του Στόματος.

Η γυναίκα αποκρίθηκε: «Οι κάτοικοι προσκυνάνε ένα γιγάντιο χταπόδι που μιλά στο μυαλό ορισμένων από αυτούς κατά περιόδους, Σκοτωμένε.»

Είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν Σκοτωμένε κι αυτοί, τελευταία. Οικειότητες. «Μάλλον, όμως, το χταπόδι τους δεν βγαίνει στην ξηρά για ν’αντιμετωπίσει απειλητικά φουσάτα…»

«Δεν το νομίζω,» συμφώνησε η νεαρή διοικήτρια.

«Καλά,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Να είστε έτοιμοι να επιβιβάσετε τους πρόσφυγες στα σκάφη και να τους στείλετε μακριά από εδώ, αν δείτε πως τα πράγματα αγριεύουν.»

Οι τρεις αρχηγοί κατένευσαν. Πέρα από την οικειότητα που είχαν αποκτήσει μαζί του, είχαν επίσης αρχίσει να σέβονται ιδιαίτερα τη γνώμη του. Αναγνώριζαν έναν πεπειραμένο στρατιωτικό όταν τον έβλεπαν.

Του Θαλασσάρχοντα Κάβερντελ δεν του άρεσε και τόσο αυτό· και τώρα, καθώς όλοι τους στέκονταν κοντά στις αποβάθρες, εκείνος ζύγωσε και είπε: «Δηλαδή σκοπεύεις να μην κρατήσεις το λιμάνι; Τότε, γιατί καθόμαστε εδώ; Τι κάνουμε;»

«Δε μπορώ να είμαι βέβαιος για τίποτα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Αλλά πρέπει να είμαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.»

«Νομίζεις, λοιπόν, ότι θα το κρατήσουμε το λιμάνι, ή όχι;»

«Δεν ξέρω. Καλύτερα, πάντως, να είστε στο πλοίο σας, Άρχοντά μου,» είπε καθώς απομακρυνόταν από τον Κάβερντελ και τους τρεις αρχηγούς των βασιλικών πολεμιστών.

«Ναι, ευχαριστούμε που μας ενθαρρύνεις…» μούγκρισε ο θαλασσάρχοντας πίσω του. «Είναι σημαντικό το λιμάνι της Μελονήσου, έχε υπόψη σου!» φώναξε. «Δε μπορούμε να το χάσουμε!»

Ο Ζαώρδιλ έκανε πως δεν τον άκουσε, καθώς χανόταν πίσω από τους πρόσφυγες και τους συγκεντρωμένους μαχητές του Βασιληά.

Πήγε στις παρυφές του χωριού και πλησίασε τον Νικηφόρο, ο οποίος στεκόταν επάνω σε μια ξύλινη πλατφόρμα, πίσω από τα οχυρωματικά έργα, κοιτάζοντας με τα κιάλια του το στράτευμα της Κάρνατεβ που είχε μόλις παραταχθεί στα ανατολικά τους. Η σκόνη της προέλασης ακόμα δεν είχε καταλαγιάσει γύρω από τον εχθρό, μέσα στο καλοκαιρινό, νήνεμο πρωινό. Η ζέστη ήταν δυνατή, κι αυτό θα έκανε οποιαδήποτε σύγκρουση δύο φορές πιο δυσάρεστη απ’ό,τι κανονικά.

Ο Ζαώρδιλ ανέβηκε στην πλατφόρμα. «Τι βλέπεις;»

«Τι να βλέπω;» είπε ο Νικηφόρος κατεβάζοντας τα κιάλια. «Ό,τι βλέπεις κι εσύ, μάλλον. Δε νομίζω πως είναι περισσότεροι από πριν, πάντως. Οι ίδιοι είναι. Εμείς, όμως, είμαστε περισσότεροι.»

«Περισσότεροι κι από τους μαχητές του Εύβουλου;»

«Πρέπει να είμαστε, πάνω-κάτω, ισάριθμοι ίσως, Σκοτωμένε. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο θέμα, όπως πολύ καλά ξέρεις. Είναι οι γαμημένοι Επιφανείς Κρανοφόροι μαζί τους. Κι έχουν κι ενεργειακό κανόνι, ένα σωρό θηρία, μία τουλάχιστον μάγισσα (όπως μας λες), και τον ίδιο τον καριόλη τον Εύβουλο. Κι εσύ είσαι τραυματισμένος.»

Ο Ζαώρδιλ ρουθούνισε. «Το τραύμα μου δεν είναι τραύμα, Κολπατζή. Το ξέρεις ότι έχω χτυπηθεί και χειρότερα στη ζωή μου.»

«Κάποια φορά θάναι η τελευταία σου.»

«Δεν είχα καταλάβει πόσο με συμπαθούσες.»

«Τώρα το έμαθες,» είπε ο Νικηφόρος υψώνοντας πάλι τα κιάλια του στα μάτια και κοιτάζοντας ανατολικά. «Το γλέντι αρχίζει,» παρατήρησε.

«Κινούνται;»

«Κιάλια δεν έχεις;»

Ο Ζαώρδιλ ύψωσε τα κιάλια του και είδε ότι οι ιππείς ετοιμάζονταν. Θα ξεκινήσει με έφοδο καβαλάρηδων; Παράξενο… Δε μπορεί ο Εύβουλος να μην είχε δει τα οχυρωματικά έργα τους· κι όταν ο εχθρός έχει κάνει οχυρωματικά έργα, πολύ απλά δεν ξεκινάς με έφοδο καβαλάρηδων. Είναι ηλίθιο. Θα σκοτωθούν όλοι οι ιππείς σου χωρίς νόημα.

«Κάτι δεν πάει καλά,» είπε ο Ζαώρδιλ.

«Ναι…» μουρμούρισε ο Νικηφόρος· και, μέσω πομπού, έδωσε στους πολεμιστές τους διαταγή να ετοιμαστούν για επέλαση ιππικού.

«Είναι δυνατόν να κάνει όντως επίθεση με άλογα;» είπε ο Ζαώρδιλ. «Επάνω σε οχυρωματικά έργα;»

«Τα άλογα μπορούν να τα πηδήσουν, αν θέλουν.»

«Το ξέρεις ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Θα σκοτωθούν τουλάχιστον οι μισοί ιππείς· ίσως και περισσότεροι. Παραπλανητική είναι η κίνησή του, Νικηφόρε. Κάτι άλλο ετοιμάζει.» Ο Ζαώρδιλ έψαξε με τα κιάλια τριγύρω, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα ύποπτο. Τι κάνεις, Εύβουλε;

Μετά, η επέλαση των ιππέων ξεκίνησε.

*

Το ιππικό της Κάρνατεβ ήρθε ορμητικά προς το χωριό· και οι καβαλάρηδες πυροβολούσαν με τουφέκια ενώ ακόμα βρίσκονταν εκτός εμβέλειας. Οι μαχητές του Βασιλείου, καλυμμένοι πίσω από τα οχυρωματικά έργα, ανταπέδωσαν τα πύρα – παρότι κι αυτοί ήταν, φυσικά, εκτός εμβέλειας – μια αντανακλαστική αντίδραση.

Τι σκατά συμβαίνει; σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, παρατηρώντας τη μάχη χωρίς τα κιάλια του τώρα, καθώς στεκόταν επάνω στην ξύλινη εξέδρα μαζί με τον Νικηφόρο.

Ύστερα, πίσω από τους ιππείς, πρόσεξε τα δύο άρματα μάχης.

Το ιππικό, ξαφνικά, σταμάτησε μέσα σ’ένα σύννεφο σκόνης μεγαλύτερο από αυτό που είχε σηκώσει ο στρατός της Κάρνατεβ καθώς ερχόταν. Άλογα χρεμέτιζαν ενώ σηκώνονταν στα πίσω πόδια τους· οι καβαλάρηδες κρατιόνταν γερά επάνω στις σέλες – παύοντας να πυροβολούν, ασφαλώς. Και εξακολουθούσαν να είναι εκτός εμβέλειας των εχθρών τους.

Ήταν, για την ακρίβεια, έκρινε ο Ζαώρδιλ, λίγο πριν από τις–

Τα άρματα μάχης, καλυμμένα από την ψεύτικη επέλαση, εξαπέλυσαν τώρα ρουκέτες, οι οποίες, διαγράφοντας γρήγορες, φλογερές τροχιές στον αέρα, δεν έπεσαν επάνω στα οχυρωματικά έργα, ούτε πίσω από αυτά. Έπεσαν λίγο πιο μπροστά από το ιππικό, σε διάφορες αποστάσεις και σημεία, σαν να δοκίμαζαν το έδαφος.

Οι νάρκες εξερράγησαν.

Το κατάλαβε, ο μπάσταρδος, ότι θα είχαμε ετοιμάσει παγίδες γι’αυτόν, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. «Δεν τον ξεγέλασες,» είπε.

«Δε βρήκε όλες μου τις παγίδες ακόμα,» αποκρίθηκε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, ατάραχα.

Το ιππικό υποχώρησε, ενώ και τα άρματα μάχης απομακρύνονταν συνεχίζοντας να εκτοξεύουν ρουκέτες, ώστε να ανατινάξουν όλες τις νάρκες που βρίσκονταν πριν από τα οχυρωματικά έργα.

«Είναι καλός ο Εύβουλος,» παραδέχτηκε ο Κολπατζής. «Πρέπει να ήταν κάποτε στις υπηρεσίες τις Παντοκράτειρας.»

«Μεγάλη ιδέα έχεις γι’αυτούς που ήταν στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας.»

«Θες να πεις ότι ένας τόσο έμπειρος στρατιωτικός δεν είχε ποτέ δουλέψει για τη Συμπαντική Παντοκρατορία, Σκοτωμένε;»

«Δεν ξέρω. Ίσως.»

«Η Ραβάσλι, πάντως, και άλλοι πρώην επαναστάτες δεν τον έχουν ακούσει για επαναστάτη,» είπε ο Νικηφόρος.

«Μπορεί να μην ήταν ούτε Παντοκρατορικός ούτε επαναστάτης.»

«Εκείνη την εποχή; Αποκλείεται. Ή Παντοκρατορικός ήσουν, τότε, ή αποστάτης.»

«Υπάρχουν πολλοί που θα διαφωνήσουν μαζί σου επάνω σ’αυτό, Κολπατζή.»

«Στ’αρχίδια μου, Σκοτωμένε.»

*

Αναμενόμενα, σκέφτηκε ο Εύβουλος. Ο Σκοτωμένος ήθελε να μας ρίξει σε παγίδα. Δυστυχώς γι’αυτόν, δεν έπιασε η τακτική του. Εξακολουθούσε να είναι καθισμένος επάνω στον τετραπλόκαμο και να κοιτάζει με τα κιάλια του τους εχθρούς που βρίσκονταν καλυμμένοι πίσω από τα οχυρωματικά έργα.

Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, έδωσε διαταγές στα άρματα μάχης για το πώς ακριβώς να συνεχίσουν την επίθεση.

Αφού τα δύο απ’αυτά οπλίστηκαν πάλι με ρουκέτες, κατευθύνθηκαν προς το χωριό, μαζί με το τρίτο άρμα όπου ήταν προσαρτημένο το ενεργειακό κανόνι και στο εσωτερικό του βρισκόταν ένας Τεχνομαθής μάγος από την Κάρνατεβ, εκτός από τον οδηγό, τον πυροβολητή, και μερικούς άλλους πολεμιστές. Κανένας δεν συνόδεψε τα άρματα: ούτε πεζοί ούτε καβαλάρηδες. Προχώρησαν τα τρία μόνα τους, μέχρι που έφτασαν στα όρια της εμβέλειας των ρουκετοβόλων.

Και τότε εξαπέλυσαν ρουκέτες καταπάνω στα οχυρωματικά έργα, ενώ και το ενεργειακό κανόνι – το οποίο είχε αξιοσημείωτα μεγάλη εμβέλεια – έβαλλε.

Σκατά, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος κοιτάζοντας από την ξύλινη πλατφόρμα όπου στεκόταν. Και, μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού του, πρόσταξε το μοναδικό δικό τους άρμα μάχης με ρουκετοβόλο να επιτεθεί. Τα άλλα δύο είχαν μόνο κανόνια, και τα κανόνια βρίσκονταν τώρα εκτός εμβέλειας. Το ενεργειακό κανόνι του Εύβουλου είναι καλύτερο απ’ό,τι νόμιζα.

Πανωλεθρία γινόταν στα οχυρωματικά έργα. Οι πρώτες βολές του εχθρού δεν ήταν και τόσο καλοσημαδεμένες και δεν είχε επέλθει πλήρη διάλυση, αλλά τώρα τα πάντα φαινόταν να ανατινάζονται, ενώ οι ριπές του ενεργειακού κανονιού έκοβαν και τρυπούσαν σαν λεπίδες φωτός. Οι μαχητές του Βασιλείου υποχωρούσαν από τις θέσεις τους.

Το άρμα τους εξαπέλυσε ρουκέτες, προσπαθώντας να χτυπήσει τα εχθρικά άρματα. Και κατόρθωσε να βρει το ένα απ’αυτά στο πλάι, ανατινάζοντας έναν τροχό του και κάνοντάς το τώρα να γέρνει σαν κουτσός μεταλλικός γίγαντας. Δυστυχώς δεν ήταν το άρμα με το ενεργειακό κανόνι, παρατήρησε ο Ζαώρδιλ. Και τώρα αυτό το συγκεκριμένο άρμα έστρεφε την κάννη του προς το ρουκετοβόλο άρμα του Βασιλείου. Γαμήσου! Ο Ζαώρδιλ μίλησε, μέσω του πομπού του, απευθείας στον οδηγό του άρματος: «Απομακρύνσου! Σε σημαδεύουν! Φύγε από τη θέση σου!»

Το ενεργειακό κανόνι πυροβόλησε–

–και αστόχησε. Για ένα, δυο μέτρα. Διαλύοντας οχυρωματικά έργα και εξαϋλώνοντας μερικούς μαχητές που υποχωρούσαν.

Το ρουκετοβόλο άρμα του Βασιλείου απομακρύνθηκε ενώ εξαπέλυε τις τελευταίες του ρουκέτες. Κάποιες αστόχησαν τελείως, μία έπεσε αρκετά κοντά στο άρμα με το ενεργειακό κανόνι για να το τραντάξει και να το κάνει να αποτραβηχτεί.

Ο Ζαώρδιλ πρόσταξε να οπισθοχωρήσουν άπαντες στο εσωτερικό του χωριού.

«Εξακολουθεί να μην έχει βρει όλες μου τις παγίδες,» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, καθώς εκείνος κι ο Σκοτωμένος εγκατέλειπαν την ξύλινη πλατφόρμα για ν’ακολουθήσουν τους υπόλοιπους μαχητές του Βασιλείου.

«Μη χαίρεσαι και πολύ. Τώρα θα έρθει προς τα δω.»

*

Τα οχυρωματικά έργα ήταν τυλιγμένα σε φωτιές και καπνούς, κι εγκαταλειμμένα από τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τους άλλους μαχητές του Βασιλείου. Τα άρματα μάχης της Κάρνατεβ, όμως, δεν πλησίασαν περισσότερο· οι ιππείς και οι καβαλάρηδες λυκόχοιρων εφόρμησαν σαν καταιγίδα, ακολουθούμενοι από τους καβαλάρηδες των ελεφάντων – ανάμεσα στους οποίους δεν ήταν ο τετραπλόκαμος του Εύβουλου. Ο Εύβουλος είχε μείνει πίσω μαζί με τους πεζούς, οι οποίοι άρχισαν να πλησιάζουν το χωριό χωρίς μεγάλη βιασύνη. Τα ορνιθόπτερα τώρα δεν πετούσαν από πάνω τους, και η Ρασλέδη’λι ήταν σκαρφαλωμένη στη ράχη του τετραπλόκαμου, πίσω από τον Εύβουλο.

Τα θηρία των μαχητών της Κάρνατεβ ζύγωσαν τους καπνούς και τις φωτιές, ορμητικά–

–και έπεσαν στην παγίδα του Νικηφόρου του Κολπατζή. Αδύναμα ξύλα, καμβάδες, και χώμα κατέρρευσαν κάτω από βαριά πόδια και οπλές, και τα ζώα βούτηξαν μέσα στους λάκκους που ήταν γεμάτοι αιχμηρά δόρατα. Ουρλιαχτά και κραυγές αντήχησαν.

Ο Νικηφόρος γέλασε, στεκόμενος στις άκριες του χωριού μαζί με τον Ζαώρδιλ. «Σ’το είπα ότι θα έπεφτε στην παγίδα μου, Σκοτωμένε!»

«Επίθεση!» πρόσταξε ο Ζαώρδιλ τους μαχητές του Βασιλείου. «ΤΩΡΑ! ΠΥΥΥΥΥΡ!»

Κι αυτοί δεν χρειάζονταν άλλη παρότρυνση· ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τα σπίτια του χωριού, ή στεκόμενοι πάνω στις στέγες τους, άρχισαν να πυροβολούν μανιασμένα και να εξαπολύουν χειροβομβίδες, ενώ τα άρματα μάχης του Βασιλείου έβαλλαν με τα κανόνια τους, συνεχόμενα. Άνθρωποι, άλογα, λυκόχοιροι, ελέφαντες κομματιάζονταν, έχοντας χάσει την ορμή που τους έκανε δύσκολους στόχους, έχοντας πανικοβληθεί από την παγίδα του Νικηφόρου, έχοντας μπλέξει ο ένας με τον άλλο. Μακελειό. Σκόρπισαν από δω κι από κει, περίτρομοι, προσπαθώντας να γλιτώσουν. Τα ίδια τους τα ζώα είχαν μετατραπεί σε εχθροί τους τώρα.

Ο Εύβουλος, καθώς πλησίαζε μαζί με τους πεζούς, καταράστηκε πίσω από τα δόντια του. «Ο γαμημένος ο Ζαώρδιλ ποτέ δεν παύει να με εκπλήσσει! Τον έχω υποτιμήσει ξανά και ξανά…»

«Τον γνωρίζεις από παλιά;» ρώτησε η Ρασλέδη’λι.

«Του χρωστάω κάτι από τότε που βρισκόμουν στη δυτική Φεηνάρκια. Στη Νασόλκαθ. Την ξέρεις;»

«Πρώτη φορά την ακούω, νομίζω.»

Ο Εύβουλος έφερε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό κοντά στο στόμα του και πρόσταξε τα άρματα μάχης να πλησιάσουν με προσοχή – και να καταστρέψουν με τα πυρά τους ό,τι μπορούσε να καταστραφεί. Επίσης, πρόσταξε το ιππικό να ανασυγκροτηθεί πίσω από τους πεζούς. Και φώναξε στους πεζούς γύρω του (χωρίς τη χρήση του πομπού του, φυσικά) να παραμείνουν ακλόνητοι. «Τελείωσαν τα κόλπα του εχθρού μας! Τώρα – ήρθε – η – ώρα του! Και η ώρα της νίκης μας!»

Οι πολεμιστές της Κάρνατεβ ζητωκραύγασαν ως απάντηση. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι έμειναν σιωπηλοί – και ο Εύβουλος ήξερε ότι αυτοί ήταν, ασφαλώς, οι πιο σταθεροί. Δεν είχαν ανάγκη από εμψύχωση.

*

Τα τρία άρματα μάχης της Κάρνατεβ προσέγγισαν το χωριό πυροβολώντας και εξαπολύοντας τις τελευταίες τους ρουκέτες. Δεν φαινόταν να θέλουν να αποφύγουν να προκαλέσουν ζημιές στα σπίτια. Επομένως, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ, καλά έκανα και πρόσταξα τους κατοίκους να συγκεντρωθούν κοντά στο λιμάνι. Εδώ, στα όρια του Στόματος, δεν υπήρχαν παρά πολεμιστές, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα οικήματα ως οχύρωση.

Αλλά η οχύρωση αυτή ήταν σαν αχυρένιος φράχτης μπροστά στις ριπές ενός όπλου όπως το ενεργειακό κανόνι.

Ο Ζαώρδιλ ανέβηκε σ’ένα άλογο. «Κάποιος πρέπει να χαλάσει αυτό το παιχνίδι του Εύβουλου.»

«Θα τα βάλεις μόνος σου με το τεθωρακισμένο; Έχεις τελικά παλαβώσει τελείως;» μούγκρισε ο Νικηφόρος. «Επιπλέον, δε βλέπεις τους πεζούς που έρχοντ–; Τι είν’ αυτό, Σκοτωμένε;»

Ο Ζαώρδιλ είχε μόλις τραβήξει ένα πιστόλι από τη ζώνη του. «Θερμικό όπλο, Κολπατζή. Θα ψήσω τα κυκλώματα του κανονιού τους, και δε νομίζω να μπορούν να το επισκευάσουν και πολύ γρήγορα.»

«Έχεις τελικά, όντως, παλαβώσει τελείως,» είπε ο Νικηφόρος. «Αλλά θα σε καλύπτουμε.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε και, σπιρουνίζοντας το άλογό του, έφυγε καλπάζοντας.

Πίσω του, ο Νικηφόρος πρόσταξε τους Ζωντανούς-Νεκρούς να καλύψουν με τα πυρά τους τον αρχηγό τους, αν και ήξερε πως οι ριπές τους έμοιαζαν αμελητέες μπροστά στη θωράκιση των οχημάτων που πλησίαζαν.

Ο Ζαώρδιλ, σκυμμένος επάνω στο άλογό του, κάλπαζε προς το τεθωρακισμένο με το ενεργειακό κανόνι. Ένας κανονιοβολισμός έκανε το έδαφος να τιναχτεί δίπλα του, αλλά εκείνος τον αγνόησε, συνεχίζοντας, μη σταματώντας ούτε στιγμή. Το ενεργειακό κανόνι στράφηκε προς το μέρος του· ο Σκοτωμένος έστρεψε το άλογό του προς άλλη κατεύθυνση· το ενεργειακό κανόνι έβαλε· μια λόγχη θανατηφόρας ενέργειας πέρασε επικίνδυνα κοντά από τον Σκοτωμένο κι εκείνος κράτησε γερά το άλογο υπό τον έλεγχό του για να μην πανικοβληθεί και αφηνιάσει. Ακόμα και τα εκπαιδευμένα για πόλεμο ζώα πανικοβάλλονταν σε τέτοιες περιπτώσεις.

Τώρα, όμως, το ενεργειακό κανόνι δεν μπορούσε να ξαναρίξει εναντίον του. Είμαι πολύ κοντά. Ζύγωνε τα πλευρά του τεθωρακισμένου που προσέγγιζε το χωριό.

Επάνω στον τετραπλόκαμο, ανάμεσα στους πεζούς της Κάρνατεβ, ο Εύβουλος είδε τον καβαλάρη που πλησίαζε το άρμα με το ενεργειακό κανόνι, και σκέφτηκε: Ποιος τρελός είναι αυτός; έχοντας ήδη μια υποψία. Ύψωσε τα κιάλια του και κοίταξε. «Ο Σκοτωμένος…» γρύλισε. Κατέβασε τα κιάλια. «Αυτή τη φορά θα τον πατήσω στο χώμα!»

Φώναξε στους μαχητές του: «ΕΦΟΔΟΣ! ΕΦΟΔΟΣ!»

Και το πεζικό της Κάρνατεβ έτρεξε προς το χωριό, ακολουθούμενο από τον τετραπλόκαμο.

Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, ατενίζοντάς τους από τα όρια του χωριού, μονολόγησε: «Ο Εύβουλος μάς κατάλαβε πάλι…»

«Πάει για τον Σκοτωμένο!» είπε ο Κερκ, που στεκόταν πλάι του. «Θα τον σκοτώσει! Δε μπορεί να ξεφύγει από τόσους μαχητές!»

«Το ξέρω,» γρύλισε ο Νικηφόρος. Και, τραβώντας το Δαγκωτό Φιλί από το θηκάρι στην πλάτη του, κραύγασε: «ΕΦΟΔΟΣ! Θάνατος στα σκυλιά της Κάρνατεβ! Έφοδος!»

Οι περισσότεροι Ζωντανοί-Νεκροί και οι μαχητές του Βασιληά τον ακολούθησαν καθώς, καβαλώντας γρήγορα ένα άλογο, εφορμούσε.

Ο Κερκ ήταν απ’αυτούς που έμειναν πίσω· ο Ζαώρδιλ τον είχε, από πριν, προστάξει σε καμία περίπτωση να μην κάνει έφοδο, εξαιτίας του ποδιού του. Το μόνο που του επιτρεπόταν ήταν να πυροβολεί από μακριά.

*

Γαμήσου! σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ βλέποντας τους πεζούς της Κάρνατεβ να εφορμούν. Ο καταραμένος ο Εύβουλος μάς πήρε είδηση. Βρισκόταν, όμως, πολύ κοντά στο άρμα για να υποχωρήσει. Ορθώθηκε πατώντας στους αναβατήρες της σέλας και, βάζοντας το ένα πόδι στη ράχη του αλόγου του, πήδησε. Βρέθηκε πάνω στο τεθωρακισμένο, πλάι στα μεγάλα όπλα του οχήματος. Τα μέταλλά του ήταν καυτά από τη λειτουργία των μηχανών κι από τη ζέστη του καλοκαιριού· ο Ζαώρδιλ μπορούσε να τα αισθανθεί ακόμα και μέσα από την πανοπλία και τις μπότες του. Αν κανείς πατούσε ξυπόλητος εδώ, τα πόδια του θα ψήνονταν.

Η καταπακτή του άρματος άνοιξε, απότομα, κι ένας πολεμιστής φάνηκε να βγαίνει. Ο Ζαώρδιλ τον πυροβόλησε, με το πιστόλι του, στο δεξί μάτι προτού εκείνος προλάβει να υψώσει το δικό του πιστόλι και να τον σημαδέψει. Σκοτώθηκε ακαριαία, πέφτοντας πίσω, μέσα στην καταπακτή.

Ο Ζαώρδιλ, χωρίς να θηκαρώσει το πυροβόλο όπλο, τράβηξε το θερμικό, κόλλησε την κάννη του επάνω στο σημείο που το ενεργειακό κανόνι συνδεόταν με το πολεμικό άρμα, και πάτησε τη σκανδάλη. Η οσμή ψημένων κυκλωμάτων ήρθε στα ρουθούνια του.

Και μετά, δυνατή βοή γέμισε τ’αφτιά του.

Ιαχές μάχης παντού γύρω του.

Οι μαχητές της Κάρνατεβ, εφορμώντας, είχαν μόλις συγκρουστεί με τους μαχητές του Βασιλείου που επίσης εφορμούσαν.

Η μπαταρία του θερμικού πιστολιού του Ζαώρδιλ τελείωσε, κι εκείνος το θηκάρωσε ξανά στη ζώνη του. Είδε ακόμα έναν πολεμιστή να έρχεται από την καταπακτή· τινάχτηκε και τον κλότσησε καταπρόσωπο, στέλνοντάς τον κάτω.

Μια ψηλή σκιά έπεσε από τ’αριστερά του και, γυρίζοντας, αντίκρισε έναν μεγάλο τετραπλόκαμο να ζυγώνει. Επάνω του βρίσκονταν τέσσερις άνθρωποι: δύο πολεμιστές, μία γυναίκα που πρέπει να ήταν εκείνη η μάγισσα που είχε σκοτώσει τον Αετό, και ο Εύβουλος. Ο τελευταίος βαστούσε ένα τουφέκι στον ώμο – και σημάδευε τον Ζαώρδιλ μέσα από το στόχαστρο.

«Ήρθε το τέλος σου, Σκοτωμένε!» κραύγασε αρχίζοντας να πυροβολεί.

Ο Ζαώρδιλ, αυτομάτως, πήδησε από το τεθωρακισμένο χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Βρέθηκε μέσα στη θολούρα της μάχης, κουτρουβαλώντας, κυλώντας· ένιωσε πόδια να τον κλοτσάνε, αισθάνθηκε το πρόσφατο τραύμα στα πλευρά του να τον λογχίζει με έντονο πόνο· κουτρουβάλησε κι άλλο· κατάφερε να σηκωθεί στο ένα γόνατο. Συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπό του αιμορραγούσε· η μύτη του είχε ανοίξει, και μια μεγάλη χαρακιά είχε γίνει στο μάγουλό του. Επίσης, είχε χάσει το πιστόλι του.

Μικρό το κόστος για να γλιτώσει από τις ριπές του τουφεκιού του Εύβουλου. Οι Κρυφοί Θεοί ακόμα στοιχηματίζουν…

«Γαμώ τις Λάμιες που σε γέννησαν, γαμημένε,» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής ζυγώνοντάς τον, έφιππος, με το Δαγκωτό Φιλί αιματοβαμμένο στο δεξί του χέρι και το πιστόλι του να καπνίζει στο αριστερό. «Δεν περίμενα να σε ξαναδώ ζωντανό.»

«Ούτε εγώ,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ καθώς ορθωνόταν. Έστρεψε το βλέμμα του στον τετραπλόκαμο και στους αναβάτες του. Δύο ήταν εκεί πάνω που ήθελε οπωσδήποτε νεκρούς, αλλά δεν ήξερε για την ώρα πώς να τους φτάσει…

«Το έψησες, τουλάχιστον;»

«Τελείωσα όλη τη μπαταρία επάνω του. Και το βλέπεις τώρα να ρίχνει;»

Απ’όλα τα βαριά όπλα των δυνάμεων της Κάρνατεβ, το ενεργειακό κανόνι ήταν το μόνο που είχε ξαφνικά βουβαθεί.

*

Η μάχη που δόθηκε μπροστά από το Στόμα της Μελονήσου ήταν σκληρή, παρότι οι δυνάμεις της Κάρνατεβ είχαν χάσει το ενεργειακό τους κανόνι και σχεδόν όλους τους καβαλάρηδές τους. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι ήταν πολύ ικανότεροι από οποιονδήποτε μαχητή του Βασιληά, καθώς και από τους περισσότερους Ζωντανούς-Νεκρούς· μονάχα ο Νικηφόρος και ο Ζαώρδιλ μπορούσαν να αναμετρηθούν επί ίσοις όροις μαζί τους. Και η μάγισσα της Κάρνατεβ είχε ξαμολήσει τη θεά της καταπάνω στους Γεφυρωνησιώτες, τυλίγοντάς τους μέσα στην αφόρητη θερμότητα της σκοτεινιάς της, η οποία δεν ήταν άμεσα θανατηφόρα αλλά τους περισσότερους τους πανικόβαλλε και μπορούσε, επίσης, να προκαλέσει ζημιές σε κυκλώματα και ευαίσθητους μηχανισμούς. Το ένα από τα πολεμικά άρματα του Βασιλείου έπαψε να κινείται εξαιτίας της.

Ο Κερκ, όμως, ακροβολισμένος στην οροφή ενός σπιτιού του χωριού, κατόρθωσε, με μια εξωφρενικά καλοσημαδεμένη βολή, να τραυματίσει τη μάγισσα της Κάρνατεβ (η οποία δεν ήταν πλέον επάνω στον τετραπλόκαμο αλλά ανάμεσα στους πολεμιστές της παράταξής της, για να μπορεί να καθοδηγεί ευκολότερα τη θεά της εκεί όπου ήθελε), κι εκείνη αναγκάστηκε να απομακρυνθεί καθώς οι συμπολεμιστές της τη μετέφεραν στα χέρια. Η δαιμόνισσά της, παρομοίως, αποτραβήχτηκε από τους μαχητές του Βασιλείου.

Αυτός, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος λόγος που οι δυνάμεις της Κάρνατεβ έχασαν τη μάχη. Ούτε η διάλυση ενός από τα άρματά τους (εκείνου που ήδη κούτσαινε) ήταν ο λόγος. Μάλλον ήταν όλα αυτά μαζί, καθώς και το γεγονός ότι το αρχικό τους σχέδιο είχε χαλάσει, υπέθεσε ο Ζαώρδιλ. Οι μαχητές του Βασιλείου και οι μαχητές της Κάρνατεβ είχαν βρεθεί να είναι σχεδόν ισοδύναμοι πλέον, και η πλάστιγγα είχε γείρει προς τη μεριά των πρώτων.

Ο Εύβουλος υποχώρησε· δεν τράπηκε σε φυγή: υποχώρησε. Ακόμα και καθώς έφευγαν οι Επιφανείς Κρανοφόροι σκότωναν εχθρούς, και οι άλλοι μαχητές της Κάρνατεβ προσπαθούσαν να μιμηθούν το παράδειγμά τους, αν και ήταν φανερό πως το ηθικό τους είχε σπάσει. Ο τετραπλόκαμος, κάπως, είχε καταφέρει να παραμείνει ζωντανός, προστατευμένος από τη μεταλλική πανοπλία του και με τον Εύβουλο κι άλλους δύο πολεμιστές επάνω.

«Η μούρη σου είναι σαν εμείς να υποχωρούμε,» παρατήρησε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, ενώ οι μαχητές του Βασιλείου ζητωκραύγαζαν ολόγυρά τους βλέποντας ό,τι είχε απομείνει από τον εχθρικό στρατό να απομακρύνεται.

«Ο Εύβουλος εξακολουθεί να αναπνέει,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ, βγάζοντας το κράνος του και ρίχνοντάς το στην αιματοβαμμένη, καψαλισμένη γη. «Άρα, θα ξανάρθει. Και καλύτερα προετοιμασμένος.»

«Κάνε μου, όμως, τη χάρη και μην το πεις αυτό στους Γεφυρωνησιώτες.»

«Σκοπεύω να τους διώξω από δω όσο πιο γρήγορα γίνεται, εκτός αν ο Βασιληάς μπορεί να μας στείλει ενισχύσεις αμέσως,» είπε ο Ζαώρδιλ, στρεφόμενος στο χωριό και βαδίζοντας προς τα εκεί, περνώντας ανάμεσα από τους πολεμιστές που ζητωκραύγαζαν.

Σε λίγο θα έβλεπαν τους νεκρούς τους και οι ζητωκραυγές θα ελαττώνονταν. Η νίκη τους ήταν αξιοσημείωτη, αλλά όχι χωρίς το ανάλογο κόστος.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Πέμπτο
Οδηγός στον Υπόγειο Κόσμο

Η νύχτα, φυσικά, ήταν η καλύτερη ώρα για να ξεκινήσουν την επιχείρησή τους. Εξάλλου, όσο λιγότερο φως υπήρχε τόσο λιγότερες ήταν οι πιθανότητες κάποιος να προσέξει ότι κάτι περίεργο προεξείχε κάτω από τις κάπες των μεταλλαγμένων – δηλαδή, τα εφιαλτικά κέρατα στους ώμους τους.

Η Έρικα οδήγησε τους συντρόφους της στη σχάρα του υπονόμου που είχε χρησιμοποιήσει και η ίδια το πρωί. Δεν ήταν και πολύ μακριά από το παλιό σχολείο, καθώς και τα δύο βρίσκονταν μέσα στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της Κάρνατεβ.

Υπέροχα, σκέφτηκε η Έρικα όταν έφτασαν στον μικρό, ήσυχο δρόμο. Πριν από λίγο πλυθήκαμε και τώρα πάλι θα βουτήξουμε στα σκατά. Μια κωμική περιγραφή της ζωής μου γενικά, ίσως. Η Έρικα Σάλκερκοφ δεν ήταν γυναίκα που αδυνατούσε να αναγνωρίσει την ειρωνεία…

Μετά το μεσημέρι, ο Φέκταρελ είχε πάει και είχε αγοράσει ένα δερμάτινο λάστιχο από το μαγαζί που είχε αναφέρει ο Βαράσγκιλ. Το είχαν συνδέσει με μια από τις βρύσες του παλιού σχολείου, και η Έρικα, χρησιμοποιώντας το, είχε πλύνει τη βρομιά του υπονόμου από το σώμα κι από τα ρούχα της. Ύστερα, είχε στύψει τα ρούχα και τα είχε φορέσει ξανά. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και δεν υπήρχε πρόβλημα· σύντομα θα στέγνωναν, ακόμα κι έτσι. Ο μαγικός της μανδύας θα ορκιζόταν ότι είχε διαμαρτυρηθεί καθώς τον έστυβε και τον τίναζε και, μετά, τον κρέμασε από ένα σκοινί μέσα σε μια από τις αίθουσες του σχολείου – το μοναδικό ρούχο που δεν είχε φορέσει αμέσως ύστερα από το μπάνιο.

Και τώρα, ξανά μέσα στον υπόνομο…

Η Έρικα άνοιξε τη σχάρα χωρίς δυσκολία – άλλωστε, όπως της είχε πει η Νατμάλι, κι άλλοι χρησιμοποιούσαν αυτό τον υπόγειο δρόμο – και πήδησε μέσα. Οι μπότες της πλατσούρισαν στα βρόμικα νερά. Οι υπόλοιποι την ακολούθησαν κάτω: πρώτα ο Φέκταρελ, μετά η Φαίδρα’λι, μετά ο Βαράσγκιλ, μετά η Σανκάρλι’μορ, και τέλος οι άλλοι τέσσερις μεταλλαγμένοι. Δεν ήταν καθόλου λίγοι για ένα τόσο στενό μέρος· δεν μπορούσαν να βρίσκονται δίπλα-δίπλα, μόνο στη σειρά. Πίσω από την Έρικα ήταν ο Φέκταρελ κι ύστερα η Φαίδρα· τους υπόλοιπους η Έρικα δεν τους έβλεπε, γι’αυτό κιόλας είπε να τους πουν να κρατάνε ο ένας τη ζώνη ή τον ώμο του άλλου, μη χαθούν εδώ μέσα. «Η έξοδος δεν είναι μακριά,» τόνισε.

Είχε ανάψει τον φακό της και φώτιζε μπροστά· και τώρα, ξεκίνησε να βαδίζει ενώ οι σύντροφοί της την ακολουθούσαν. Τα μάτια της παρατηρούσαν τα σκοτάδια για κανέναν πιθανό κίνδυνο.

Ο Φέκταρελ δεν χρειαζόταν το φως του φακού της Έρικας· θα μπορούσε να δει ακόμα και χωρίς αυτό. Ίσως, μάλιστα, εδώ κάτω να μπορούσε να δει καλύτερα χωρίς αυτό, νόμιζε.

Πίσω του, η Φαίδρα έκανε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως. Αν και δεν πίστευε ότι μπορεί να παρουσιαζόταν κάποιος κίνδυνος από θεούς ή πνεύματα, ήθελε να ξέρει αν καμια άυλη οντότητα περιφερόταν εδώ πέρα. Μέχρι, όμως, που η Έρικα τούς οδήγησε στην άλλη σχάρα – την έξοδό τους – η Φαίδρα δεν εντόπισε τίποτα. Μάλλον, ακόμα και οι πνευματικές οντότητες απέφευγαν ετούτο το βρομερό μέρος που την έκανε μετά βίας να αναπνέει, κρατώντας όσο μπορούσε την αναπνοή της, παρότι αυτό τη δυσκόλευε στη χρήση του ξορκιού της.

Η Έρικα άνοιξε τη σχάρα και βγήκε πρώτη. Μετά, έγνεψε και στους υπόλοιπους να έρθουν. Ο δρόμος όπου βρέθηκαν ήταν ήσυχος και μικρός.

Η Έρικα τούς είπε: «Είμαστε νότια του τείχους του λιμανιού τώρα.» Και άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι αυτοί που βρίσκονταν κοντά της. Πατώντας ένα κουμπί κάλεσε τον Φόρλεκ τον Καθένα.

«Ναι;» είπε εκείνος.

«Εγώ είμαι, Φόρλεκ. Ερχόμαστε στη βάρκα.»

«Έγινε. Κι εγώ εκεί πάω.»

Η Έρικα έκλεισε τον πομπό κι άρχισε πάλι να βαδίζει, με τους υπόλοιπους στο κατόπι της. Ο Φέκταρελ προχωρούσε δεξιά της, η Φαίδρα αριστερά της.

«Είναι μακριά από δω η βάρκα;» ρώτησε ο πρώτος.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα. Αλλά θα πρέπει να βαδίσουμε, πρόσθεσε νοερά. Δεν μπορούσε να τους βάλει όλους αυτούς σε άμαξα, και δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή τίποτα κατασκόπων του Αρχισυγκλητικού μισθώνοντας περισσότερες από μία άμαξες. Και είναι, βέβαια, και τα κέρατα των μεταλλαγμένων. Ποιος αμαξάς δεν θα προσέξει ότι κάτι πολύ ασυνήθιστο κρύβεται κάτω από τις κάπες τους;

Χρειάστηκε να βαδίσουν για παραπάνω από μία ώρα, μέσα από κάμποσες γειτονιές του λιμανιού της Κάρνατεβ, μέχρι να φτάσουν στην αποβάθρα όπου η Έρικα και ο Φόρλεκ είχαν αφήσει τη βάρκα του Όρκιβελ του Μουντζουρωμένου.

Ο Καθένας τούς περίμενε καθισμένος μέσα στο πλεούμενο και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, το οποίο τώρα πέταξε στη θάλασσα καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Γιατί άργησες τόσο;»

«Δεν ήμουν δίπλα, όταν μιλήσαμε,» αποκρίθηκε η Έρικα πηδώντας μέσα στη βάρκα μαζί με τους συντρόφους της.

«Δεν είχα καταλάβει ότι θάφερνες τόσο μεγάλη παρέα…» είπε ο Φόρλεκ, παρατηρώντας τους συνοφρυωμένος μες στο σκοτάδι. «Νόμιζα ότι θάταν δυο, τρεις α’θρώποι. Εσείς είστε, στο σύνολό σας, εννιά, να πούμε. Κι εγώ μαζί, είμαστε δέκα. Η βάρκα οριακά μάς σηκώνει.»

«Δεν ξεκινάμε, τώρα;» πρότεινε, επιτακτικά, η Έρικα.

«Ό,τι πεις,» αποκρίθηκε ο Φόρλεκ, ανασηκώνοντας τους ώμους και πηγαίνοντας να βάλει μπρος τη μηχανή. «Λύσε τον κάβο.»

Η Έρικα βγήκε από τη βάρκα, έλυσε το χοντρό σχοινί από τη δέστρα της αποβάθρας, και μετά πήδησε πάλι μέσα στη βάρκα. Η μηχανή είχε ήδη ξεκινήσει, βουίζοντας.

Το σκάφος έφυγε από την αποβάθρα και απομακρύνθηκε απ’το λιμάνι της Κάρνατεβ, πλέοντας νότια, γρήγορα. Ο καιρός ήταν καλός· αέρα πολύ δεν είχε, ούτε καν στ’ανοιχτά, έτσι δεν κουνιόνταν παρά ελάχιστα. «Τυχεροί είμαστε που δε φυσά,» είπε ο Φόρλεκ ο Καθένας στην Έρικα. «Άμα φυσούσε, μπορεί και να μας αναποδογύριζε με τόσους επάνω που έχουμε.»

Η Έρικα έμεινε σιωπηλή.

Ο Φέκταρελ, μετά από λίγο, ρώτησε τους μεταλλαγμένους: «Τι συμβαίνει; Τι έχετε;» Γιατί μπορούσε να αισθανθεί έναν πολύ έντονο φόβο από τη μεριά τους. «Τι σας ενοχλεί;»

Εκείνοι τον ατένισαν χωρίς έκπληξη, καθώς γνώριζαν ότι τους καταλάβαινε.

«Το νερό, Φέκταρελ,» αποκρίθηκε ο Βαράσγκιλ. «Μας… τρομάζει.»

«Αισθανόμαστε… άβολα εδώ πάνω,» πρόσθεσε η Σεϊλίκρα.

«Σε πόση ώρα φτάνουμε στην ξηρά;» ρώτησε ο Έλφοντελ.

«Γιατί;» θέλησε να μάθει ο Φέκταρελ. «Γιατί σας ενοχλεί η θάλασσα;»

Κανένας δεν είχε απάντηση να δώσει.

«Η αλλαγή μας…» είπε μόνο η Σεϊλίκρα, συλλογισμένα.

Η Φαίδρα ρώτησε τον Φέκταρελ: «Έχει κάτι ο Ταρνατάρ’σακ ενάντια στη θάλασσα;»

Εκείνος συνοφρυώθηκε, σκεπτικός προς στιγμή, ενθυμούμενος τον παράξενο ιερέα. Μετά είπε: «Ο Αθάνατος, ο γιος της Φαρμακερής Υδατοθύελλας, μου είχε πει, όταν τον συνάντησα, ότι η Μητέρα του και ο Ταρνατάρ’σακ δεν τα πηγαίνουν καλά, ότι η Υδατοθύελλα τον μισεί. Και τα βασίλειά τους ανταμώνουν μονάχα σε κάποια πολύ βαθιά μέρη· υποθαλάσσια, υποθέτω.»

«Εσύ, όμως, δεν αισθάνεσαι άσχημα επάνω στη θάλασσα, σωστά;» είπε η Φαίδρα.

«Σωστά,» συμφώνησε ο Φέκταρελ, παραξενεμένος.

Η βάρκα τους δεν άργησε να φτάσει σε κάτι νησιά νότια της Κάρνατεβ. Και σ’ένα καλυμμένο σημείο, πίσω από ένα νησί, ήταν αραγμένο το Σπαθί του Ωκεανού. Οι πειρατές αμέσως τους είδαν κι έριξαν αλυσίδες από το κατάστρωμα για να σηκώσουν τη βάρκα.

Ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος συνάντησε την Έρικα στο κατάστρωμα του κουρσάρικου, με τη Μιρκάλη’λι δεξιά του και τον Αλέξανδρο τον Δασύ αριστερά του. «Είμαστε έτοιμοι, λοιπόν;» ρώτησε. «Τόσο σύντομα;»

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να καθυστερήσουμε, και πολλοί καλοί λόγοι να βιαστούμε,» αποκρίθηκε η Έρικα· και του εξήγησε τι είχε συμβεί στην Κάρνατεβ.

«Τα πράγματα, λοιπόν, έχουν αλλάξει,» είπε ο κουρσάρος. «Δε μπορώ τώρα να βάλω τους ανθρώπους μου σε τόσο κίνδυνο χωρίς βέβαιη ανταμοιβή–»

«Ο κίνδυνος για εσάς δεν αλλάζει–»

«Τι δεν αλλάζει; Μου λες τώρα ότι ο Αρχισυγκλητικός θα μας περιμένει!»

«Σου λέω ακριβώς το αντίθετο, μα τις Λάμιες! Σου λέω ότι δεν θα περιμένει να επιχειρήσουμε το αρχικό μου σχέδιο.»

«Μπορεί, όμως, και να μας περιμένει. Ειδικά το πλοίο μου. Μπορεί νάχει κανόνια έτοιμα στην ακτή για να μου ρίξουν–»

«Θα μου φαινόταν πολύ παράξενο–»

«Εμένα καθόλου παράξενο!»

«Τι θέλεις, επομένως;» είπε η Έρικα σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά της.

«Όπως είπα, ανταμοιβή.»

Και μετά, για λίγο, έκαναν παζάρια οι δυο τους, ενώ οι υπόλοιποι – πειρατές, μεταλλαγμένοι, ο Φέκταρελ, η Φαίδρα’λι, η Σανκάρλι’μορ – στέκονταν γύρω τους και παρακολουθούσαν. Όταν τα συμφώνησαν, ήταν φανερό πως η Έρικα νόμιζε ότι την είχαν κλέψει· αλλά και ο Όρκιβελ το ίδιο επίσης νόμιζε, και δεν το έκρυβε.

«Δε θα ξανακάνουμε δουλειές μαζί,» της είπε, «αν συνεχίσουν να γίνονται όλο τέτοια ‘απροσδόκητα πράγματα’ μ’εσένα!» Η Έρικα είχε αποκαλέσει την κατάσταση «απροσδόκητα πράγματα» πριν από λίγο.

«Θα ξεκινήσουμε,» ρώτησε τώρα, εκνευρισμένα, «ή έχουμε να πούμε κι άλλα ακόμα;»

*

Η Μιρκάλη’λι πήγε στο ενεργειακό κέντρο του πλοίου, και το Σπαθί του Ωκεανού έφυγε από τα μικρά νησιά πλέοντας δυτικά. Και καθώς έπλεε προς τα εκεί, η Έρικα ζήτησε από τους συντρόφους της να δείξουν την ακριβή θέση των Ορυχείων Ιπταερίου.

«Εκεί είναι,» είπε η Σανκάρλι’μορ υψώνοντας το χέρι της, μέσα στη νύχτα, προς ένα μέρος της ακτής όπου φαίνονταν μερικά φώτα.

«Η βάση είναι αυτή, έτσι;» ρώτησε η Έρικα.

«Ναι.» Η Σανκάρλι τής έδωσε τα κιάλια που είχε μόλις μαγέψει με Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως.

Η Έρικα τα έφερε στα μάτια της, καθώς στέκονταν στην πλώρη του κουρσάρικου, και είδε, με υπερφυσική ευκρίνεια, τα οικήματα της βάσης, καθώς και το άνοιγμα στη θάλασσα πέρα από την ακτή: το υδροπλαστικό.

Πλάι της, ο Όρκιβελ ατένιζε την ίδια περιοχή με το τηλεσκόπιό του.

Η Έρικα τον ρώτησε: «Θέλεις τα κιάλια;» κατεβάζοντάς τα.

«Τι να τα κάνω;» είπε εκείνος, συνεχίζοντας να κοιτάζει.

«Για να δεις, ξεκάθαρα, ότι δεν υπάρχει κανόνι στη βάση.»

«Καλά, φέρ’ τα.»

Η Έρικα τού τα έδωσε, κι ύστερα τον ρώτησε: «Βλέπεις κανένα κανόνι, λοιπόν;»

«Επειδή δεν το βλέπω, δεν πάει να πει πως δεν υπάρχει κιόλας. Μπορεί να το έχουν καλυμμένο.»

Η Έρικα ήταν βέβαιη πως το έλεγε αυτό για να μη δεχτεί καμια πιθανή μείωση στην αμοιβή του. «Τέλος πάντων. Σ’αυτό το σημείο θα έρθετε για να μας πάρετε. Θα μας δεις να βγαίνουμε από το υδροπλαστικό – το άνοιγμα στην επιφάνεια του νερού.»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ, κοιτάζοντας με τα μαγεμένα κιάλια.

*

Το Σπαθί του Ωκεανού στράφηκε πάλι προς τα ανατολικά και έπλευσε γρήγορα ώσπου πέρασε από το λιμάνι της Κάρνατεβ (σε απόσταση ασφαλείας, φυσικά) και σταμάτησε κάπου δύο χιλιόμετρα μακριά από αυτό, μες στην ανοιχτή θάλασσα. Εκεί έριξε μια βάρκα στο νερό, επάνω στην οποία βρίσκονταν η Έρικα και οι σύντροφοί της μαζί με τον Φόρλεκ τον Καθένα. Ο πειρατής ενεργοποίησε τη μηχανή και τους πήγε βόρεια, στις ακτές, και μετά δυτικά, μέχρι που έφτασαν στις εκβολές του ποταμού Δάλρωθ, ο οποίος περνούσε δίπλα από την Κάρνατεβ, και η Κάρνατεβ είχε ένα λιμάνι στις όχθες του – το Ποταμολίμανο – μικρότερο από το κεντρικό της λιμάνι. Ο Φόρλεκ έβαλε τη βάρκα μέσα στον ποταμό, με βόρεια κατεύθυνση, και είχαν όλοι τα μάτια τους ανοιχτά μήπως κανένα σκάφος τούς πλησίαζε για να τους σταματήσει, γιατί τώρα το Ποταμολίμανο ήταν στ’αριστερά τους και τα φώτα της Κάρνατεβ φαίνονταν έντονα μες στη νύχτα. Κανένα εμπόδιο, όμως, δεν παρουσιάστηκε και σύντομα είχαν αφήσει το Ποταμολίμανο και τη μεγάλη πόλη πίσω τους, συνεχίζοντας βόρεια επάνω στον ποταμό.

«Εσύ μάς λες πού να σταματήσουμε,» θύμισε η Έρικα στον Φέκταρελ.

Εκείνος ένευσε στωικά μέσα από την κουκούλα του. Δεν το είχε ξεχάσει. Θα διαισθανόταν, εξάλλου, την είσοδο για το βασίλειο του πατέρα του μόλις πλησίαζαν.

Και μετά από καμια ώρα νυχτερινής πλεύσης, τη διαισθάνθηκε. «Εδώ,» είπε. «Εδώ σταματάμε. Αριστερά.»

Ο Φόρλεκ ο Καθένας πήγε τη βάρκα στη δυτική όχθη του ποταμού, όπου άφησε τους υπόλοιπους να κατεβούν πλατσουρίζοντας στο ρηχό νερό.

«Και ρίξτε και καμια βουτιά,» τους είπε. «Ευκαιρία είναι. Ζέχνετε, να πούμε, κι έχει ζέστη.» Έστρεψε τη βάρκα του προς τα νότια κι έφυγε, σηκώνοντας αφρούς πίσω του.

«Δεν έχει άδικο,» παρατήρησε η Σανκάρλι’μορ.

Αλληλοκοιτάχτηκαν για λίγο, αμίλητα, και μετά, χωρίς άλλες κουβέντες, βούτηξαν στον ποταμό, από τον οποίο σύντομα βγήκαν, στάζοντας αλλά έχοντας διώξει τη μπόχα των υπονόμων από πάνω τους.

«Μας οδηγείς, τώρα,» είπε η Έρικα στον Φέκταρελ.

Εκείνος ένευσε και ξεκίνησε να βαδίζει. Τους είχε ήδη εξηγήσει ότι η απόσταση που θα έπρεπε να διασχίσουν από τις όχθες του ποταμού ώς τη σπηλιά δεν ήταν μικρή. Εκείνος, όταν είχε βρεθεί εδώ μαζί με τον μεταλλαγμένο που είχε τελικά σκοτώσει ο Άρδαλον’λι, βάδιζε μέχρι το μεσημέρι για να φτάσει στη σπηλιά, έχοντας ξεκινήσει το πρωί. Δηλαδή, γύρω στις τέσσερις ώρες.

«Εξακολουθείς να έχεις καλή αίσθηση της τοποθεσίας;» τον ρώτησε η Έρικα τώρα, καθώς οδοιπορούσαν.

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ. «Μην ανησυχείς· δεν χανόμαστε.» Η επαφή του με τον Ταρνατάρ’σακ δεν είχε ελαττωθεί – δεν μπορούσε να ελαττωθεί, υποπτευόταν – παρότι τώρα είχε υπό έλεγχο τις δυνάμεις του (υπό πολύ περισσότερο έλεγχο, τουλάχιστον, απ’ό,τι πριν). Ο υπόγειος κόσμος εξακολουθούσε να τον προσελκύει.

Και όλες οι αισθήσεις του ήταν, βέβαια, υπερφυσικά διευρυμένες. Έβλεπε μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, άκουγε και τον παραμικρό ήχο, και όλο το τοπίο είχε, επιπλέον, μια οσφραντική υφή για εκείνον: μπορούσε να καταλάβει πολλά πράγματα απλά και μόνο από τη μυρωδιά τους.

Οδηγώντας τους συντρόφους του, οδοιπόρησαν για τέσσερις ώρες περίπου και όταν τελικά έφτασαν μπροστά στη σπηλιά η νύχτα ήταν βαθιά και πολύ σκοτεινή. Το ένα από τα τρία φεγγάρια της Φεηνάρκια κρυβόταν πίσω από σύννεφα, το άλλο μισοκρυβόταν, και μόνο το τρίτο τούς κοίταζε ακάλυπτο.

«Εδώ είναι,» είπε ο Φέκταρελ. «Από εδώ κατέβηκα στον υπόγειο κόσμο και συνάντησα τον Άρδαλον’λι. Μπορούμε να διανυκτερεύσουμε στο εσωτερικό. Δεν υπήρχε κίνδυνος τότε και ούτε τώρα νομίζω πως, λογικά, θα υπάρχει.» Ωστόσο, ζυγώνοντας το στόμιο της σπηλιάς, είχε τραβήξει το πιστόλι του, ενώ κοίταζε μέσα στο σκοτάδι χωρίς καμια δυσκολία.

Πέρασε τη φυσική είσοδο κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να μείνουν πίσω, κι αυτή τη φορά νόμιζε πως από τώρα μπορούσε να νιώσει τον χώρο εύπλαστο γύρω του. Αν άγγιζε τα τοιχώματα του σπηλαίου, θα μπορούσε να τα αλλάξει – το ήξερε.

Τα μάτια του ερεύνησαν το περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις άλλες του αισθήσεις. Και έγνεψε τώρα στους άλλους να έρθουν, γιατί, όντως, δεν υπήρχε κίνδυνος. Εκείνοι υπάκουσαν δίχως δισταγμό.

Προτού ξεκινήσουν ετούτη την αποστολή, όσο ακόμα βρίσκονταν στο παλιό σχολείο και συζητούσαν, ο Φέκταρελ τούς είχε πει ότι, βαδίζοντας υπογείως, αποκλείεται να έφταναν στα Ορυχεία Ιπταερίου αυτή τη νύχτα. Η απόσταση από τη σπηλιά μέχρι την ακτή όπου βρισκόταν η βάση δεν ήταν μικρή. Ήταν η απόσταση που καλύπτεις σε μια μέρα κανονικής οδοιπορίας. Επομένως, καλύτερα απόψε να ξεκουράζονταν εδώ και να ξεκινούσαν το πρωί. Το επόμενο βράδυ θα έφταναν δίπλα στα Ορυχεία Ιπταερίου, αφού είχαν κάνει και μια μεσημεριανή στάση για ξεκούραση μέσα στον υπόγειο κόσμο.

«Πώς, όμως, θα μας οδηγήσεις εκεί αφού ούτε εσύ δεν έχεις ξαναπάει;» τον είχε ρωτήσει η Έρικα.

«Θα σας οδηγήσω,» είχε αποκριθεί ο Φέκταρελ, «όπως ο καινούργιος μου πατέρας θα οδηγεί εμένα.»

*

Η νύχτα πέρασε ήσυχα, όπως ο Φέκταρελ τούς είπε ότι θα περνούσε. Η Φαίδρα, ωστόσο, είχε υφάνει μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως γύρω τους καθώς και μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως, για καλό και κακό. Δεν ήθελε τίποτα να τους ξαφνιάσει, ακόμα κι αν δεν ήταν τελικά εχθρικό.

Σκοπιές δεν φυλούσαν, όμως· ο Φέκταρελ τούς είχε προτρέψει να κοιμηθούν όλοι απόψε ώστε να είναι αναζωογονημένοι όταν ξημέρωνε. Ακόμα κι η Έρικα συμφώνησε, που πάντα βρισκόταν σε επιφυλακή.

Και τώρα είχε μόλις ξημερώσει. Ο ένας μετά τον άλλο, ξύπνησαν, για να δουν ότι ο Φέκταρελ είχε ξυπνήσει πρώτος απ’όλους. Ούτε η Φαίδρα, που ήταν ξαπλωμένη κοντά του, δεν είχε πάρει είδηση την αποχώρησή του από δίπλα της. Τώρα στεκόταν στο βάθος του σπηλαίου και ψηλαφούσε τις πέτρες με τα χέρια του.

«Τι κάνει;» ρώτησε η Έρικα τη Φαίδρα.

Εκείνη δεν αποκρίθηκε· τον πλησίασε και, μέσα σε όσο πρωινό φως κατόρθωνε να φτάσει ώς εδώ, διέκρινε ότι οι πέτρες έμοιαζαν εύπλαστες κάτω από τα κατάμαυρα χέρια του Φέκταρελ, σαν πηλός. Τα μάτια της Φαίδρας γούρλωσαν προς στιγμή, γιατί είχε τη φευγαλέα εντύπωση ότι μπορούσε να «διαβάσει» τους σχηματισμούς που δημιουργούνταν από τη ροή των πετρωμάτων.

Ο Φέκταρελ στράφηκε να την κοιτάξει· τα δικά του μάτια γυάλιζαν αφύσικα. Αλλά η φωνή του ήταν οικεία: «Είστε όλοι έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»

Η Φαίδρα ένευσε. «Έτσι νομίζω…»

«Γιατί είσαι έτσι;»

«Τι εννοείς;» Τι είχε διακρίνει στην όψη της;

«Βλέπεις κάτι;»

«Οι πέτρες… όταν τις αγγίζεις…»

«Ναι. Αλλά αυτό σ’το είχα πει.»

«Μπορώ να ξεχωρίσω κάποια πράγματα μέσα από τη ροή τους,» εξήγησε η Φαίδρα.

«Τι;»

«Καινούργια ‘γράμματα’. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνουν. Είναι, πάντως… τελείως διαφορετικά από άλλα. Είναι σαν η Γραφή εδώ να είναι διαφορετική. Σαν άλλο να είναι ο επάνω κόσμος, άλλο ο κάτω.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε. «Σίγουρα δεν είναι καθόλου ίδιοι,» συμφώνησε. Και είπε: «Ας ξεκινήσουμε.» Στράφηκε στους υπόλοιπους, που βρίσκονταν πιο κοντά στην έξοδο της σπηλιάς, και τους έγνεψε να έρθουν. «Πάμε,» τους είπε, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν. «Είστε έτοιμοι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα, καθώς πλησίαζε μαζί με τη Σανκάρλι’μορ και τους μεταλλαγμένους. «Είναι όλα εντάξει;» Κρατούσαν φακούς αναμμένους.

«Μέχρι στιγμής,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, και βάδισε πρώτος, με τη Φαίδρα πλάι του.

Άρχισαν να κατεβαίνουν μέσα στα σκοτάδια του υπόγειου κόσμου, πηγαίνοντας ολοένα και βαθύτερα, από σημεία που ήταν απότομα και από άλλα που ήταν πιο βατά. Οι φακοί τους φανέρωναν μεγάλους σταλαγμίτες και σταλακτίτες, και υγρούς βράχους. Νυχτερίδες φτεροκοπούσαν κάπου-κάπου, θορυβημένες από τους ξένους. Μικροσκοπικά πλάσματα απομακρύνονταν γρήγορα από το πέρασμά τους.

Η Φαίδρα «διάβαζε» τον αντίστροφο υπόγειο κόσμο νομίζοντας ότι το ενδιαφέρον της για τη Γλώσσα είχε κεντριστεί ξανά· γιατί αυτή εδώ ήταν μια γλώσσα διαφορετική από την προηγούμενη, και επίσης, για κάποιον λόγο, πολύ πιο τρομαχτική. Ίσως να είναι το άγνωστο που με τρομάζει. Το σκοτάδι. Ο υπόγειος κόσμος δεν ήταν το φυσικό της περιβάλλον.

Σε αντίθεση με τον Φέκταρελ, σκέφτηκε βλέποντάς τον να βαδίζει εδώ σαν τίποτα απολύτως να μην ήταν ανοίκειο για εκείνον.

Όταν βρέθηκαν μπροστά σ’ένα δάσος από σταλαγμίτες και σταλακτίτες, πολύ πυκνό για να το διασχίσουν με ευκολία, ο Φέκταρελ αγγίζοντας τις πέτρινες στήλες τις έκανε να παραμερίζουν και να δημιουργούν ένα πέρασμα γι’αυτούς λες κι ήταν ανέκαθεν ευλύγιστες. Και το πέρασμα έκλεινε πίσω τους καθώς προχωρούσαν, παρατήρησε η Φαίδρα. Ο υπόγειος κόσμος είναι σαν ζωντανή οντότητα για τον Φέκταρελ! Και, για λίγο, είχε την αίσθηση πως ο Φέκταρελ ήταν ένας δαίμονας, ένας σκοτεινός θεός· και δεν ήξερε αν αυτό την τρόμαζε ή την ενθουσίαζε.

Τα σπήλαια και οι σήραγγες γίνονταν ολοένα και πιο πολύπλοκα καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, και ήταν όλοι τους βέβαιοι πως χωρίς τη βοήθεια του Φέκταρελ θα χάνονταν εδώ πέρα και δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιστρέψουν στην επιφάνεια. Οι μεταλλαγμένοι, επίσης, μουρμούριζαν αναμεταξύ τους, και η Έρικα άκουσε τι έλεγαν. Έλεγαν ότι ένιωθαν κάποια έντονη σύνδεση μ’ετούτο το μέρος, έλεγαν πως ο Φέκταρελ είχε δίκιο σ’αυτό που τους είχε πει: ο Ταρνατάρ’σακ ήταν θεός του υπόγειου κόσμου κι εκείνοι είχαν αλλάξει εξαιτίας του: τον είχαν μέσα τους πλέον.

Η Έρικα αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Υπήρχε περίπτωση να τους έπιανε καμια τρέλα εδώ κάτω; Να έκαναν πράγματα πέρα από τον έλεγχό τους; Η Έρικα άρχισε να αισθάνεται άβολα που είχε τους μεταλλαγμένους πίσω της. Ο Φέκταρελ, όμως, δεν μας προειδοποίησε ότι ίσως να υπάρχει τέτοιος κίνδυνος… Από την άλλη, βέβαια, πολλοί από τους μεταλλαγμένους σκότωσαν τόσους ανθρώπους κατά την αλλαγή τους…

Για δύο ώρες ακόμα συνέχισαν να διασχίζουν τον λαβυρινθώδη υπόγειο κόσμο – περνώντας από περιοχές με παράξενη βλάστηση και πλάσματα του σκοταδιού που τρόμαζαν από την παρουσία τους και προσπαθούσαν αμέσως να φύγουν – και μετά, έφτασαν σ’ένα μέρος όπου τα πετρώματα γύρω τους σάλευαν σαν να ανέπνεαν, σαν να ήταν εμποτισμένα με κάποιου είδους μυστηριώδη ζωή: κι αυτό δεν συνέβαινε μόνο εκεί όπου τα άγγιζε ο Φέκταρελ. Συνέβαινε παντού.

«Θεοί…» μουρμούρισε η Φαίδρα, νομίζοντας ότι είχε βρεθεί, ξαφνικά, μπροστά σε μια ατέρμονη σελίδα όπου το κείμενο συνεχώς άλλαζε. Ζαλιζόταν καθώς το μυαλό της προσπαθούσε, ακούσια, να συλλάβει όλα τα σχηματιζόμενα σύμβολα.

«Τι συμβαίνει, Φέκταρελ;» αναφώνησε η Σανκάρλι. «Τι είναι εδώ; Ενδοδιάσταση;»

Ο Φέκταρελ, που προπορευόταν, σταμάτησε να βαδίζει και στράφηκε να την ατενίσει, με τα μάτια του να φωσφορίζουν σαν μέσα τους να είχε παγιδευτεί το φως των φεγγαριών. «Ενδοδιάσταση;… Δεν ξέρω από τέτοιες ορολογίες. Έχω ξανακούσει, βέβαια, τον συγκεκριμένο όρο, αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι ενδοδιάσταση, Σανκάρλι. Εδώ είναι ένα μέρος όπου το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ είναι πολύ, πολύ έντονο.»

Η Σανκάρλι ξεροκατάπιε. «Μας το είχες πει, αλλά….»

«Δε νόμιζες ότι ήταν αληθινό;»

«Δεν ήξερα τι να νομίσω. Μπορούμε να περάσουμε από εδώ, ή είναι επικίνδυνο;»

«Αν με ακολουθείτε, δεν είναι επικίνδυνο.»

Ο Φέκταρελ έστρεψε το βλέμμα του σ’έναν γιγάντιο σταλαγμίτη που ξεφύτρωνε από τη γη σαν βουνό και η υφή του συνεχώς άλλαζε. Άπλωσε το χέρι του προς αυτόν χωρίς να τον αγγίξει· έβγαλε ένα υπόκωφο σφύριγμα από τα χείλη του, και… μια οντότητα ξεπρόβαλε από το εσωτερικό του πετρώματος. Πρώτα, ένα πλοκάμι· μετά, άλλο ένα· μετά, ένα σώμα μακρύ σαν πλοκάμι, το οποίο στεκόταν επάνω στα άλλα πλοκάμια λες κι ήταν πόδια. Στην κορυφή του σώματος υπήρχε ένα μεγάλο στόμα και δύο κεραίες – ή μήπως ήταν μικρότερα πλοκάμια;

Οι μεταλλαγμένοι αναφώνησαν – φωνές που φανέρωναν περισσότερο δέος και λιγότερο φόβο, γιατί μπορούσαν να αντιληφτούν ότι ο Φέκταρελ ήταν που είχε καλέσει αυτό τον δαίμονα: και τον Φέκταρελ τον εμπιστεύονταν. Τους καταλάβαινε.

Η Φαίδρα αισθάνθηκε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να γρυλίζει μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, και προσπάθησε να την ηρεμήσει παρότι ήταν αποπροσανατολισμένη από τις διαρκείς αλλαγές της Γλώσσας ολόγυρά της.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Φαίδρα τον Φέκταρελ.

«Ένα όνειρο του Ταρνατάρ’σακ,» αποκρίθηκε εκείνος· και μιλώντας ξαφνικά σε μια άγνωστη γλώσσα είπε μερικές κοφτές κουβέντες στην οντότητα, κι αυτή προπορεύτηκε, βαδίζοντας ευέλικτα επάνω στα δύο πλοκάμια της. Ο Φέκταρελ την ακολούθησε μέσα στο εφιαλτικά μεταλλασσόμενο τοπίο, και οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον Φέκταρελ, προσπαθώντας να αγνοήσουν τις παράξενες μορφές που σχηματίζονταν πλάι τους, από πάνω τους, κάτω από τα πόδια τους. Η Έρικα νόμισε, σε κάποια στιγμή, ότι ένα στόμα προσπάθησε να ρουφήξει τη δεξιά της μπότα, κι αμέσως την απομάκρυνε, σαστισμένη. Ο μαγικός της μανδύας ήταν κολλημένος επάνω της, σαν να φοβόταν εδώ μέσα και να ζητούσε την προστασία της.

Ο μεταλλασσόμενος χώρος δεν άργησε να φτάσει στο τέλος του, και η στοιχειακή οντότητα που είχε καλέσει ο Φέκταρελ βούτηξε μες στις πέτρες, όπως θα βουτούσε μέσα σε μια παχύρευστη μάζα, κι εξαφανίστηκε.

Τότε, όμως, τσυρίγματα και φωνές αντήχησαν από τα πλευρικά περάσματα–

Η Φαίδρα αναγνώρισε τους ήχους. Ρους’κρούουμ! Τους θυμόταν πώς έκαναν, από τότε που εκείνη κι οι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί τούς είχαν αντιμετωπίσει κοντά στη Μέρελκεβ.

«Μην τρομάζετε!» είπε αμέσως ο Φέκταρελ στους συντρόφους του. «Μην τρομάζετε!»

Και μετά, οι ποντικάνθρωποι ξεπρόβαλαν μέσα απ’τα σκοτάδια, ανθρωποειδείς, με τρίχωμα και μακριές ουρές, κουβαλώντας όπλα πρωτόγονης κατασκευής – δόρατα, ξίφη, ξιφίδια – έχοντας επάνω τους κόκαλα κρεμασμένα, και φορώντας πανοπλίες από κόκαλα επίσης – κράνη, θώρακες, περιβραχιόνια, περικάρπια, περικνημίδες: όχι όλα μαζί πάντοτε.

«Τι…!» έκανε η Σανκάρλι’μορ.

«Μην τρομάζετε,» επανέλαβε ο Φέκταρελ.

«Αυτοί είναι οι… οι…;»

«Ναι, οι φίλοι μου, οι ρους’κρούουμ.»

Οι ποντικάνθρωποι έπεσαν στη γη κι άρχισαν να κυλιούνται πέρα-δώθε, επάνω στις πλάτες και στις κοιλιές τους, κουνώντας τις μακριές ουρές τους στον αέρα.

«Τι κάνουν;» απόρησε η Έρικα. «Τι σημαίνει αυτό;»

«Με προσκυνάνε,» αναστέναξε ο Φέκταρελ.

Μήπως έχει αρχίσει να τρελαίνεται ύστερα από όλα όσα τού συνέβησαν; αναρωτήθηκε η Έρικα συνοφρυωμένη.

«Το έχουν ξανακάνει,» είπε ο Φέκταρελ σαν να είχε καταλάβει τις σκέψεις της. Και έγνεψε στους ρους’κρούουμ να διαλυθούν, να φύγουν. Εκείνοι σταμάτησαν να κυλιούνται στη γη, αλλά έμειναν ακίνητοι, ατενίζοντάς τον με γυαλιστερά μάτια. Και ο Φέκταρελ, τότε, μίλησε στη γλώσσα τους· χωρίς να την έχει ποτέ διδαχθεί, ξαφνικά την ήξερε. «Φύγετε,» τους πρόσταξε, με τσυριχτή φωνή παρόμοια της δικής τους. «Δε σας χρειάζομαι, και τρομάζετε τους συντρόφους μου.»

Ένας από τους ρους’κρούουμ, που ήταν σαμάνος (ο Φέκταρελ αμέσως μπορούσε να το καταλάβει), είπε: «Θα σε υπηρετήσουμε όπως επιθυμείς, παιδί του Ατέρμονου Άρχοντα των Σπηλαίων. Έχουμε ακούσει για τον ερχομό σου, από τους Τρέχουμε-Νερό. Εμείς είμαστε της φυλής των Κραδαίνουμε-Αιχμές.» Και όλοι οι ποντικάνθρωποι έπεσαν πάλι στο έδαφος κι άρχισαν να κυλιούνται.

«Σε τι γλώσσα τούς μίλησες;» ρώτησε η Φαίδρα τον Φέκταρελ.

«Στη δική τους γλώσσα,» αποκρίθηκε εκείνος· και η Φαίδρα σκέφτηκε: Γι’αυτό έμοιαζε με τσυρίγματα. Και, κοιτάζοντας τους ρους’κρούουμ, μπορούσε να «διαβάσει» κάποια πράγματα από τα διαστήματα ανάμεσα στα σώματά τους, ανάμεσα στα μέλη τους, ανάμεσα στις σκιές και στα σώματά τους: Δέος… Προθυμία/πίστη… Ενθουσιασμός/θαυμασμός…

Πραγματικά, τον λατρεύουν, συμπέρανε η Φαίδρα. «Τους ζήτησες να φύγουν;» τον ρώτησε, γιατί είχε δει τις χειρονομίες του πιο πριν.

«Ναι.»

«Και τι κάνουν; Αρνούνται;»

«Θα φύγουν,» τη διαβεβαίωσε ο Φέκταρελ.

«Γιατί δεν τους λες να μας συντροφεύσουν; Μπορεί να μας χρειαστούν στα ορυχεία – ειδικά τώρα που δεν έχουμε μαζί μας τον Άρδαλον’λι και που ίσως ο Αρχισυγκλητικός να έχει αυξήσει τους φρουρούς.»

Ο Φέκταρελ συνοφρυώθηκε, σκεπτικός. Τελικά είπε: «Ελπίζω να είναι καλή ιδέα.»

«Τους ελέγχεις, δεν τους ελέγχεις;» ρώτησε η Έρικα, που φυσικά είχε ακούσει τι έλεγαν εκείνος κι η Φαίδρα, στεκόμενη πίσω τους.

«Όσο ένας θεός ελέγχει τους πιστούς του, θα μπορούσες να πεις,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

Και η Έρικα σκέφτηκε: Αυτό σημαίνει ναι, ή όχι; Αλλά προτού προλάβει να πει τίποτα, ο Φέκταρελ μιλούσε πάλι στους ποντικανθρώπους. Στη γλώσσα τους. Κι εκείνη δεν καταλάβαινε το παραμικρό.

Ο Φέκταρελ τούς είπε, υψώνοντας το χέρι του: «Σταματήστε!» και οι ρους’κρούουμ έπαψαν να κυλιούνται. «Αλλά μη φύγετε. Θα έρθετε μαζί μου;»

«Ναι, παιδί του Ατέρμονου Άρχοντα των Σπηλαίων,» αποκρίθηκε ο σαμάνος, κι όλοι τους ήταν το ίδιο πρόθυμοι μ’αυτόν. Ο Φέκταρελ δεν χρειαζόταν να μαντέψει την προθυμία από τη γυαλάδα στα μάτια τους ή από τις στάσεις του σώματός τους. Την αισθανόταν.

«Ελάτε, τότε!» τους πρόσταξε, και οι ρους’κρούουμ τον ακολούθησαν καθώς ξεκίνησε πάλι να βαδίζει με τους συντρόφους του πίσω και γύρω του.

«Είναι πολλοί,» παρατήρησε η Έρικα, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, τους ποντικανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί από τα υπόγεια περάσματα. «Τουλάχιστον είκοσι. Τριάντα, μάλλον.»

«Τριάντα-δύο είναι,» της είπε ο Φέκταρελ.

«Πώς το ξέρεις; Σ’το είπαν;»

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε μονάχα εκείνος.

*

Μετά από δύο ώρες ακόμα βρίσκονταν σε μια αρκετά μεγάλη σπηλιά όπου φύτρωνε υπόγεια βλάστηση κι ένα υπόγειο ρέμα περνούσε. Οι ρους’κρούουμ που τους ακολουθούσαν είχαν πολλαπλασιαστεί, και η Έρικα τούς κοίταζε με καχυποψία και πάντα έχοντας το χέρι κοντά στο πιστόλι της – αν και δεν ήξερε κατά πόσο αυτό θα μπορούσε να τη βοηθήσει ενάντια σε τόσους ποντικανθρώπους, σε περίπτωση που αποφάσιζαν να επιτεθούν.

Ο Φέκταρελ είπε πως εδώ ήταν καλό μέρος για να σταματήσουν και να ξεκουραστούν. «Στον επάνω κόσμο είναι πια μεσημέρι.»

«Υπάρχει κάποιος θεός εδώ,» τον πληροφόρησε η Φαίδρα. «Εκτός από εσένα,» πρόσθεσε υπομειδιώντας πειραχτικά. «Η Πολεμική Καρδιά αντιλαμβάνεται την παρουσία του, κι εκείνος νομίζω πως έχει αντιληφτεί τη δική της παρουσία. Ίσως θα έπρεπε να την κρατάω πιο βαθιά μέσα στη φυλακή της, αλλά τώρα το κακό έγινε…»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε ο Φέκταρελ· «δεν θα μας επιτεθεί.»

«Το ήξερες ότι είναι εδώ;»

Ο Φέκταρελ ένευσε. «Ναι. Κρύβεται τώρα πίσω από κείνα κει τα μανιτάρια.» Έδειξε κάτι πελώρια μανιτάρια στο βάθος. «Μας παρατηρεί. Βλέπει ποιος είμαι – ή μάλλον, το διαισθάνεται. Μπορούμε να ξεκουραστούμε άφοβα.» Και μετά μίλησε στη γλώσσα των ρους’κρούουμ, και οι ποντικάνθρωποι σκόρπισαν μέσα στη μεγάλη σπηλιά για να ξεκουραστούν κι αυτοί και να φάνε από την υπόγεια βλάστηση.

«Μη φάτε εσείς τίποτα από εδώ,» είπε ο Φέκταρελ στους συντρόφους του. «Μπορεί να σας πειράξει.»

«Δεν το σκοπεύαμε,» τον διαβεβαίωσε η Σανκάρλι.

Κάθισαν κάτω από ένα μεγάλο μανιτάρι κι έφαγαν από τις προμήθειες που είχαν μαζί τους. Γύρω τους, οι ρους’κρούουμ μουρμούριζαν αναμεταξύ τους.

«Είναι από την ίδια φυλή όλοι αυτοί;» ρώτησε η Φαίδρα, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί στο φλασκί της.

«Από δύο φυλές,» απάντησε ο Φέκταρελ. «Η πρώτη φυλή που συναντήσαμε ονομάζεται Κραδαίνουμε-Αιχμές. Αλλά παρακάτω ήρθε κι άλλη μία, η οποία, απ’ό,τι άκουσα, ονομάζεται Οργώνουμε-Σκοτάδι.»

«Οργώνουμε-Σκοτάδι και Κραδαίνουμε-Αιχμές;» έκανε η Έρικα, παραξενεμένη. «Αυτά είναι τα ονόματά τους;»

«Ναι,» είπε ο Φέκταρελ. «Η γλώσσα τους έχει μια λογική παράξενη για εμάς. Αυτή είναι η καλύτερη δυνατή μετάφραση, υποθέτω. Έχω συναντήσει ακόμα μια φυλή σε τούτα τα μέρη – και ίσως να τη συναντήσουμε ξανά, παρακάτω. Ονομάζεται Τρέχουμε-Νερό. Είναι η πρώτη που με προσκύνησε· και μετά, με βοήθησε να ξεφύγω από τον Άρδαλον’λι.»

Η Φαίδρα γέλασε. «Οι φίλοι που κάνεις με εκπλήσσουν.»

«Πες τους να είναι φρόνιμοι, πάντως,» τόνισε η Έρικα. «Να μην κάνουν τίποτα ανόητο και προκαλέσουν φασαρία που μπορεί να αντιληφτούν οι φρουροί του ορυχείου.»

«Τι φασαρία να προκαλέσουν;» μόρφασε ο Φέκταρελ. «Εμείς ίσως χρειαστεί να προκαλέσουμε περισσότερη φασαρία για να μπούμε στο ορυχείο· το ξέχασες;»

*

Αφότου ξεκουράστηκαν, συνέχισαν το υπόγειο ταξίδι τους, και ο Φέκταρελ δεν χρειαζόταν καν την πυξίδα του για να βλέπει πού ήταν ο Νότος· μπορούσε να το καταλαβαίνει από το όνειρο του πατέρα του. Η ίδια η υποχθόνια γεωγραφία τον καθοδηγούσε προς τα νότια, προς τον Ωκεανό. Και οι ρους’κρούουμ έτρεχαν στις σήραγγες γύρω από εκείνον και τους συντρόφους του.

Σ’ένα σημείο, ο χώρος άρχισε πάλι να κάνει εφιαλτικές αλλοιώσεις, λες κι οι πέτρες να μην ήταν πέτρες αλλά ημιϋλική ενέργεια. Ο Φέκταρελ σταμάτησε εδώ, και κάθισε ανάμεσα σε δύο σταλαγμίτες που αμέσως σχημάτισαν θρόνο για εκείνον.

«Τι είναι;» τον ρώτησε η Έρικα, ανήσυχα, φοβούμενη ότι ίσως να είχε, τελικά, τρελαθεί. «Τι κάνεις;»

«Είσαι καλά;» είπε η Φαίδρα, ανήσυχη για τελείως διαφορετικούς λόγους.

«Για να ανακαλύψω τον καλύτερο δυνατό δρόμο προς τα ορυχεία, πρέπει να περιμένουμε εδώ για λίγο,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

«Γιατί;» ρώτησε η Έρικα, καχύποπτα.

«Για έρθω σε επαφή με το όνειρο του πατέρα μου.»

Ο Φέκταρελ ακούμπησε την πλάτη του στον έναν από τους δύο μεγάλους σταλαγμίτες και έκλεισε τα μάτια. Η Φαίδρα και η Έρικα είδαν το σώμα του να βυθίζεται μέσα στο πέτρωμα, αργά, σαν αυτό να τον ρουφούσε. Η μάγισσα άπλωσε τα χέρια της για να τον αρπάξει, αλλά η Έρικα την τράβηξε πίσω – και δέχτηκε τον αγκώνα της στην κοιλιά. Διπλώθηκε, ξέπνοη.

Η Σανκάρλι, όμως, βρέθηκε τώρα, αμέσως, μπροστά στη Φαίδρα. «Στάσου! Δε βλέπεις ότι το κάνει ηθελημένα;»

«Κι αν δεν…;» Η Φαίδρα, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της άλλης μάγισσας, έβλεπε τώρα ότι ο Φέκταρελ δεν είχε βουλιάξει τελείως μέσα στον σταλαγμίτη αλλά κατά το ήμισυ μόνο. Θύμιζε άγαλμα λαξεμένο πάνω στο πέτρωμα. Η όψη του έκανε τις τρίχες της να ορθωθούν. Και γύρω του, στον αντίστροφο υπόγειο κόσμο, η Φαίδρα «διάβαζε» όλο περίεργα πράγματα: πράγματα που δεν καταλάβαινε: πράγματα εφιαλτικά: πράγματα που την τρόμαζαν. Ξεροκατάπιε.

«Φαίδρα,» της είπε η Σανκάρλι. «Μην τον αγγίξεις. Ξέρει τι κάνει. Αν δεν ξέρει αυτός τι κάνει, τότε όλοι είμαστε χαμένοι εδώ πέρα.» Και, σχεδόν ακούσια, έριξε μια ματιά στους ρους’κρούουμ ολόγυρά τους.

Η Φαίδρα ακολούθησε το βλέμμα της. Οι ποντικάνθρωποι ήταν τώρα σιωπηλοί – πιο σιωπηλοί απ’ό,τι τους είχε δει ποτέ, ίσως. Σαν να κρατούσαν τις ανάσες τους. Τα μυτερά αφτιά τους ήταν ορθωμένα· τα μάτια τους γυάλιζαν, σχεδόν ακίνητα, θυμίζοντας λίθους.

«Περίμενε,» είπε η Σανκάρλι. «Εντάξει;»

Η Φαίδρα κατένευσε.

Και τότε, είδε τα βλέφαρα του Φέκταρελ ν’ανοίγουν, απότομα. Και τα μάτια του δεν είχαν κόρη: ήταν κάτασπρα, και φωσφόριζαν πιο έντονα από πριν. Η Φαίδρα αισθάνθηκε ξανά τις τρίχες της να ορθώνονται, γιατί καταλάβαινε ότι ο Φέκταρελ δεν έβλεπε τώρα ούτε εκείνη, ούτε τη Σανκάρλι, ούτε την Έρικα, ούτε τους ποντικανθρώπους· ονειρευόταν το σκοτεινό όνειρο του Ταρνατάρ’σακ.

Δεν κινήθηκε για να τον ενοχλήσει. Η Σανκάρλι έχει δίκιο. Δεν πρέπει να τον διακόψω απ’ό,τι κι αν κάνει.

Αισθάνθηκε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων να ανασαλεύει μες στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της· ο θεός της Φαίδρας αντιλαμβανόταν την ανησυχία και τον φόβο της κυράς του. Επίσης, δεν του άρεσε καθόλου ετούτο το σπήλαιο που η μορφή του διαρκώς άλλαζε σαν πλάσμα που στριφογυρίζει μέσα στον ύπνο του.

*

Ο Φέκταρελ δεν έμεινε να ονειρεύεται για πολύ το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ. Λιγότερο από μία ώρα είδε η Έρικα το ρολόι της να δείχνει πως είχε περάσει, όταν εκείνος έκλεισε τελικά τα βλέφαρά του και το σώμα του αναδύθηκε μέσα από τον σταλαγμίτη. Ύστερα τα μάτια του άνοιξαν πάλι, και τώρα είχαν κόρη. Τώρα, τους έβλεπε όπως πριν.

Σηκώθηκε όρθιος και οι δύο σταλαγμίτες έπαψαν να σχηματίζουν θρόνο πίσω του.

Η Έρικα τον κοίταζε παρατηρητικά. «Έμαθες πού πρέπει να πάμε;» ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ελάτε.»

Και τους οδήγησε έξω από τη διαρκώς μεταβαλλόμενη σπηλιά, σε άλλες σπηλιές και σήραγγες, ενώ οι ρους’κρούουμ τούς ακολουθούσαν.

Η Φαίδρα τον ρώτησε: «Πώς… πώς ήταν; Να έρχεσαι σε επαφή με το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ, εννοώ.»

«Είναι…» Ο Φέκταρελ έμοιαζε να μην έχει λόγια για να το περιγράψει. «Είναι σαν να περιπλανιέσαι μέσα στον υπόγειο κόσμο, Φαίδρα, αλλά με τρομερή ταχύτητα· και ο χρόνος δεν μετρά όπως συνήθως. Σ’το είπα και την άλλη φορά, όταν σου εξηγούσα τι είχε γίνει με τον Άρδαλον’λι. Ο χρόνος, στο όνειρο του Ταρνατάρ’σακ, δεν είναι ο χρόνος που ξέρουμε.»

«Είχες βουλιάξει εν μέρει μέσα στον σταλαγμίτη· το καταλάβαινες;»

«Όχι ακριβώς έτσι όπως το λες. Ελπίζω, όμως, αυτό να μη σε ανησύχησε.»

«Την ανησύχησε περισσότερο απ’όσο έπρεπε,» είπε η Έρικα, που ακόμα αισθανόταν τα εντόσθιά της να πονάνε από την αγκωνιά της Φαίδρας. Η καταραμένη μάγισσα ήταν πιο δυνατή απ’ό,τι φαινόταν!

«Λιγότερο απ’όσο έπρεπε, θες να πεις!» είπε η Φαίδρα. «Οτιδήποτε μπορεί να γινόταν εκεί πέρα. Η επιρροή του Ταρνατάρ’σακ ήταν πολύ μεγάλη.»

«Δε θα με έβλαπτε ποτέ μέσα στο όνειρό του,» είπε ο Φέκταρελ. «Αρκεί να είμαι προσεχτικός να μην τον ξυπνήσω – όχι πως αυτό είναι και τόσο εύκολο.»

«Τι θα γίνει αν τον ξυπνήσεις;» ρώτησε η Έρικα.

«Δε θέλω να μάθω. Κατά κανόνα, κοιμάται· ξυπνάει ελάχιστες φορές μέσα στους αιώνες.»

Περισσότεροι ρους’κρούουμ φάνηκαν τώρα να έρχονται από μια σήραγγα στα δεξιά τους, τρέχοντας στα τέσσερα.

«Οι Τρέχουμε-Νερό,» είπε ο Φέκταρελ, και τους χαιρέτησε στη γλώσσα τους. Οπότε εκείνοι άρχισαν να τον ακολουθούν, όπως κι οι άλλοι. Και η οσμή τόσων συγκεντρωμένων ποντικανθρώπων δεν ήταν καθόλου ευχάριστη· μονάχα τον Φέκταρελ δεν τον πείραζε, επειδή τους ένιωθε σαν παιδιά του. Ακόμα κι οι μεταλλαγμένοι ενοχλούνταν.

Μετά από κάποια ώρα, βρέθηκαν μπροστά σ’ένα βάραθρο και σταμάτησαν, κοιτάζοντας το σκοτάδι που απλωνόταν ατέρμονα προς τα κάτω. Το φως τον φακών τους δεν έφτανε στον πυθμένα.

Η Έρικα είπε: «Ωραίο δρόμο μάς βρήκες… Δε μπορούμε να πηδήσουμε απέναντι· η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Εκτός αν δεν σκοπεύεις να περάσουμε απέναντι… Σκοπεύεις να στρίψουμε;»

«Απέναντι θα περάσουμε,» της είπε ο Φέκταρελ.

«Θα μας φτιάξουν οι ακόλουθοί σου καμια γέφυρα;»

«Δε χρειάζεται.» Ο Φέκταρελ γονάτισε στο ένα γόνατο κι άγγιξε και με τα δύο χέρια τη γη, η οποία αμέσως έγινε εύπλαστη μπροστά του. Και όχι μόνο εκεί: ολόκληρη η υπόγεια γεωγραφία γύρω τους φάνηκε να μεταλλάσσεται, η μορφή της να αλλοιώνεται όπως μονάχα μέσα στα όνειρα μπορεί ένας χώρος να αλλοιωθεί ή όταν κάποιος βρίσκεται υπό την επήρεια παραισθησιογόνων. Το σπήλαιο πήρε τέτοια κλίση που η άκρη του χάσματος στην οποία στέκονταν βρέθηκε πάνω από την αντικρινή άκρη και πιο κοντά της από πριν, γέρνοντας. Επίσης, ένας μεγάλος χοντρός σταλακτίτης είχε φυτρώσει από το ταβάνι, περίπου στα μισά της απόστασης ανάμεσα στις δύο μεριές.

«Και πάλι, επικίνδυνο είναι,» είπε η Έρικα, καθώς ο Φέκταρελ ξανασηκωνόταν όρθιος. «Πολύ επικίνδυνο. Γιατί, τουλάχιστον, δεν δημιουργούσες καμια γέφυρα;»

«Δε γινόταν.»

«Γιατί;» Μπορείς να κάνεις όλο αυτό το παράλογο πράγμα και δεν μπορείς να κάνεις μια γέφυρα;

«Επειδή δεν γινόταν.» Ο Φέκταρελ ήταν σαν να έλεγε πως ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή – πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

«Δε μπορούμε, πάντως, να περάσ–» Η Έρικα σταμάτησε τον εαυτό της στη μέση καθώς είδε τον Φέκταρελ να πηδά σαν πιθηκοειδές και να αρπάζεται από τον χοντρό σταλακτίτη που είχε φυτρώσει από την οροφή.

«Φέκταρελ!» φώναξε η Φαίδρα.

Εκείνος δεν της μίλησε· παίρνοντας το σχοινί από τον σάκο του, το έδεσε γύρω από τον σταλακτίτη ενώ κρατιόταν εκεί με χέρια και με πόδια – και με έκδηλη, αφύσικη ευκολία. Οι ρους’κρούουμ μουρμούριζαν και τσύριζαν βλέποντάς τον. Ο Φέκταρελ, κρατώντας τον γάντζο του σχοινιού στο ένα χέρι, τους μίλησε στη γλώσσα τους και οι ποντικάνθρωποι σκόρπισαν, τρέχοντας στα τέσσερα. Ύστερα μίλησε στην ανθρώπινη λαλιά:

«Θα σας ρίξω το σχοινί, και ένας-ένας θα πιάνεστε και θα πηδάμε αντίκρυ. Δείτε!» Τίναξε τον γάντζο προς την απέναντι μεριά, κι αυτός, ταλαντευόμενος, έφτασε εκεί και, μετά, ήρθε πάλι στο χέρι του. Οπότε, ο Φέκταρελ τον τίναξε τώρα προς τους συντρόφους του.

Η Έρικα τον έπιασε πρώτη.

Ο Φέκταρελ πετάχτηκε προς την αντικρινή μεριά, φεύγοντας από τον σταλακτίτη, και προσγειώθηκε άνετα.

Η Έρικα κρατήθηκε πάνω στον γάντζο και πήδησε. Το σχοινί την πέρασε πάνω από το χάσμα, στέλνοντάς την πλάι στον Φέκταρελ. Εκείνος άρπαξε τον γάντζο καθώς η Έρικα τον άφηνε. Και τον πέταξε στους άλλους. Η Φαίδρα τον έπιασε και ώθησε τη Σανκάρλι να πάει πρώτη. Εκείνη είχε χλομιάσει, αλλά το έκανε: Κρατήθηκε γερά πάνω στον γάντζο, πήδησε, κι άφησε το σχοινί να τη μεταφέρει απέναντι, από τη φυσική του ταλάντευση. Ο Φέκταρελ, πιάνοντάς την από τη μέση, τη βοήθησε να προσγειωθεί ομαλά. Κι έστειλε τον γάντζο ξανά απέναντι, για να έρθει και η Φαίδρα κοντά τους. Την έπιασε κι αυτήν από τη μέση, αν και καταφανώς δεν χρειαζόταν. Η Φαίδρα φίλησε τα χείλη του, και μετά τα σώματά τους απομακρύνθηκαν.

Ο Φέκταρελ τίναξε πάλι τον γάντζο αντίκρυ, στους μεταλλαγμένους· και όταν κι αυτοί, ο ένας κατόπιν του άλλου, είχαν έρθει, πήδησε στον σταλακτίτη, για να λύσει το σχοινί, κι επέστρεψε στους συντρόφους του μ’ακόμα ένα υπερφυσικό άλμα.

«Πού εξαφανίστηκαν οι ρους’κρούουμ;» τον ρώτησε η Έρικα.

«Θα μας συναντήσουν παρακάτω.»

«Αφού υπήρχε άλλος δρόμος, γιατί να μην πάμε εξαρχής από εκεί;»

«Είναι κύκλος και τα περάσματα πολύ στενά. Αλλά οι ρους’κρούουμ είναι μικρόσωμοι, και τρέχουν πιο γρήγορα από εσάς εδώ μέσα.»

Η Έρικα πρόσεξε ότι είπε από εσάς. Μάλλον δεν συμπεριλάμβανε τον εαυτό του ανάμεσα στους δυσκίνητους. «Είμαστε μακριά ακόμα από τα ορυχεία;»

«Λίγο παρακάτω είναι.»

«Και θα μπορέσεις, τελικά, να δημιουργήσεις άνοιγμα για να εισβάλουμε, ή θα χρειαστεί να ανατινάξουμε κάποιο τοίχωμα;»

«Θα δείξει,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, αρχίζοντας πάλι να οδηγεί τους συντρόφους του μέσα στις ανήλιαγες σήραγγες.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Έκτο
Ορυχεία και Υποθαλάσσια Ρεύματα

Ο Φέκταρελ σταμάτησε να βαδίζει όταν βρίσκονταν σε ένα σπήλαιο που δεν έμοιαζε να διαφέρει σε τίποτα από πολλά προηγούμενα που είχαν διασχίσει. «Εδώ είμαστε,» είπε. «Τα ορυχεία είναι από εκεί.» Υψώνοντας το χέρι του, έδειξε ένα τοίχωμα. Και, πλησιάζοντας το, το άγγιξε. Για λίγο έμεινε ακίνητος και αμίλητος, ενώ το ίδιο ακίνητοι και αμίλητοι ήταν κι οι σύντροφοί του, καθώς και οι ρους’κρούουμ που γέμιζαν το σπήλαιο ολόγυρά τους, με τα όπλα τους και τα νύχια τους έτοιμα. Η Φαίδρα και η Έρικα αγριεύονταν από την παρουσία τους – ειδικά λόγω του μεγάλου τους πλήθους – αλλά τους είχαν πια συνηθίσει, τόσες ώρες που συνταξίδευαν μαζί τους.

Ο Φέκταρελ πήρε τα χέρια του από το τοίχωμα και, στρεφόμενος στους συντρόφους του, είπε: «Νομίζω πως γίνεται. Μπορώ να δημιουργήσω μια σήραγγα για εμάς ώστε να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε εκρηκτικές ύλες.»

Η Έρικα φάνηκε ανακουφισμένη από αυτό. «Ωραία,» αποκρίθηκε. «Κάν’ το.» Και τράβηξε το πιστόλι της, οπλίζοντάς το. Η Σανκάρλι’μορ τη μιμήθηκε, το ίδιο και οι περισσότεροι από τους μεταλλαγμένους. Η Φαίδρα’λι έφερε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων στην επιφάνεια του κατοπτρόλιθου του βραχιολιού της.

Ο Φέκταρελ άγγιξε πάλι τα πετρώματα, και ολόκληρο το σπήλαιο αλλοιώθηκε σαν μέσα σε όνειρο. Η ύλη του άλλαζε θέση θυμίζοντας ρευστή ενέργεια, κομμάτια που φεύγουν από ένα σημείο και μεταφέρονται σε άλλο, ανασχηματίζοντας ένα ασύλληπτα περίπλοκο ψηφιδωτό.

Ένα στόμιο άνοιξε μπροστά στον Φέκταρελ, και πίσω από το στόμιο ξεκινούσε μια σήραγγα. Στο βάθος της, φως φαινόταν.

«Τα κατάφερες!» είπε η Έρικα, κι ακουγόταν, άθελά της, λιγάκι ξαφνιασμένη, γιατί θεωρούσε πως ίσως να ήταν πολύ καλό για νάναι αληθινό.

Ο Φέκταρελ απλώς ένευσε και, τραβώντας το πιστόλι και το σπαθί του, προπορεύτηκε μέσα στη σήραγγα. Η Φαίδρα αμέσως ήρθε πλάι του· ημιαόρατα θηρία γρύλιζαν και μούγκριζαν ολόγυρά της.

*

Ο κεντρικός χώρος εξόρυξης ήταν τεράστιος: ένα γιγάντιο σπήλαιο που είχε δημιουργηθεί από σκάψιμο και εκρήξεις, πολυεπίπεδο, με επίπεδα που συνδέονταν με ράμπες (μεταλλικές, ξύλινες, ή γήινες). Μεγάλα τρυπάνια υπήρχαν σε διάφορα σημεία του, για το άνοιγμα πηγαδιών· αλλά κανένα τους δεν λειτουργούσε, τέτοια ώρα. Οι αεραντλίες, ωστόσο, βρίσκονταν σε λειτουργία: μηχανικοί ρυθμιστές και σωλήνες που τραβούσαν το ιπταέριο από τα βάθη της γης για να το μεταφέρουν σε δοχεία αποθήκευσης. Διάφορα άλλα μηχανήματα υπήρχαν, επίσης, στο τεράστιο σπήλαιο, συνδεδεμένα με ενεργειακές φιάλες και έχοντας επάνω τους κονσόλες, οθόνες, καλώδια, σωλήνες, τροχαλίες, αλυσίδες, αναλόγως τη χρήση τους – συστήματα υπολογισμού, συστήματα πληροφοριών, βαρούλκα…

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν μες στη νύχτα στον κεντρικό χώρο εξόρυξης των Ορυχείων Ιπταερίου δεν ήταν πολλοί: κάποιοι υπάλληλοι και δούλοι που παρακολουθούσαν την ομαλή λειτουργία των μηχανισμών άντλησης, και μισθοφόροι φρουροί. Περισσότεροι φρουροί, σίγουρα, απ’ό,τι έμοιαζε να είναι απαραίτητο. Ο Αρχισυγκλητικός ήθελε να είναι έτοιμος για την πιθανότητα επίθεσης κατά των ορυχείων παρότι είχε κυνηγήσει τους εχθρούς του.

Το πέρασμα που δημιούργησε ο Φέκταρελ δεν έκανε θόρυβο κατά την εμφάνισή του. Δεν ήταν σαν να το είχε σκάψει με τρυπάνι· ήταν σαν να το είχε ανοίξει μέσα από μια εύπλαστη ύλη. Έτσι, οι φρουροί ξαφνιάστηκαν όταν είδαν αυτόν και τους συντρόφους του να εισβάλουν στον κεντρικό χώρο εξόρυξης ακολουθούμενοι από μια ορδή ρους’κρούουμ.

«Εισβολείς!» φώναξαν. «Εισβολείς!» και τους πυροβόλησαν με πιστόλια και καραμπίνες.

Η Έρικα καλύφτηκε πίσω από έναν γιγάντιο σωλήνα, ανταποδίδοντας τα πυρά με το πιστόλι της· και η Σανκάρλι κρύφτηκε κάτω από τον σωλήνα, σημαδεύοντας κι εκείνη και πατώντας τη σκανδάλη του δικού της πιστολιού. Ο Φέκταρελ, πηδώντας επάνω στους μηχανισμούς, και πυροβολώντας συγχρόνως, τινάχτηκε κοντά σε δύο μισθοφόρους και χτύπησε αμέσως τον έναν με το σπαθί του, σωριάζοντάς τον. Ο άλλος στράφηκε κι έκανε να τον κοπανήσει με την πίσω μεριά της καραμπίνας του, όπου υπήρχε ένα μεγάλο καρφί, αλλά ο Φέκταρελ απέφυγε το όπλο και του έσκισε τον λαιμό. Η Φαίδρα είχε ήδη στείλει τον θεό της ενάντια σε τρεις άλλους μισθοφόρους, κάνοντας τον έναν να χάσει την ισορροπία του και να κατρακυλήσει μέσα στα βαθύτερα επίπεδα του σπηλαίου, ενώ οι άλλοι πάλευαν με ημιαόρατα θηρία. Οι μεταλλαγμένοι χτυπούσαν με αγχέμαχα όπλα όποιον μισθοφόρο έβρισκαν κοντά τους και πυροβολούσαν όσους ήταν μακριά. Τους υπαλλήλους και τους δούλους είχαν συμφωνήσει να μην τους πειράξουν. Αλλά οι ρους’κρούουμ δεν έκαναν τέτοιες διακρίσεις· χιμούσαν σε όλους, με μεγάλα άλματα· και ο Φέκταρελ χρειάστηκε να τους φωνάξει στη γλώσσα τους για να τους σταματήσει απ’το να σκοτώσουν άοπλους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν ζαρώσει σε γωνίες και κοντά σε μηχανήματα, ουρλιάζοντας και τρέμοντας, ή πιάνοντας αυτοσχέδια όπλα για να αντισταθούν – ξύλα, σιδερόβεργες, εργαλεία.

Σωλήνες είχαν αρχίσει να τρυπιούνται από τις σφαίρες, και διάφορες ουσίες τινάζονταν μέσα στο υπόγειο σπήλαιο. Το ιπταέριο ήταν κυρίως άοσμο και καθόλου δηλητηριώδες υπό κανονικές συνθήκες· το μόνο που προκαλούσε ήταν ελαφρύ κεφάλι, αν εισέπνεες μεγάλη ποσότητα. Αλλά δεν υπήρχε ιπταέριο μέσα σ’όλους τους σωλήνες: από τις τρύπες κάποιων υγρά κυλούσαν, ή πεπιεσμένος αέρας και άλλου είδους αέρια έβγαιναν – στοιχεία που βοηθούσαν στην εξόρυξη. Το τεράστιο σπήλαιο είχε ξαφνικά μετατραπεί σ’ένα ασυνάρτητο χάος από ουσίες, πυροβολισμούς, κραυγές, και αίμα.

Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων προειδοποίησε τη Φαίδρα’λι ότι ένας άλλος θεός ζύγωνε. Και μετά αυτός ο θεός χίμησε καταπάνω στην Πολεμική Καρδιά, και η μάγισσα διαισθανόταν την παρουσία του ως κάτι το γλοιώδες, σερνόμενο, και καυστικό. Τον αναζήτησε με τα μάτια της, εκεί όπου ο θεός της συγκρουόταν μαζί του, και είχε την εντύπωση ενός γιγάντιου, υποχθόνιου σαλίγκαρου. Το έδαφος από κάτω του φαινόταν να διαβρώνεται.

Πίσω από τον σιχαμερό δαίμονα, σε αρκετή απόσταση, η Φαίδρα διέκρινε μια πορφυρόδερμη γυναίκα μετρίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά και πρόσωπο γεμάτο δερματοστιξίες. Η μάγισσα που έλεγχε τον δαίμονα. Στο δεξί της χέρι βαστούσε ένα ραβδί μ’έναν μυτερό λίθο στην κορυφή – η φυλακή του θεού της, αναμφίβολα. Δεξιά κι αριστερά της στέκονταν μισθοφόροι, ντυμένοι με πανοπλίες από μέταλλα και δέρματα και βαστώντας τουφέκια με ξιφολόγχες. Τα είχαν μόλις υψώσει στο επίπεδο του ώμου και, σημαδεύοντας μέσα από τα στόχαστρα, πυροβολούσαν. Όσοι ρους’κρούουμ επιχειρούσαν να πλησιάσουν αυτούς ή τη μάγισσα θερίζονταν από τα πυρά τους σαν στάχυα από κάποιο θεριστικό ενεργοβόρο μηχάνημα. Τα κουφάρια τους μαζεύονταν στο έδαφος.

Η Φαίδρα έκανε ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, στρέφοντας τη θέλησή της εναντίον του σιχαμερού θεού που αντιμετώπιζε ο θεός της. Και, αναμενόμενα, συνάντησε τη θέληση της αντίπαλης μάγισσας. Αισθάνθηκε σαν οι δυο τους να πάλευαν κρατώντας ανάμεσά τους ένα γερό ραβδί, θέλοντας η καθεμία να το πάρει υπό τον έλεγχό της ενώ προσπαθούσε να πετάξει την άλλη μέσα στον γκρεμό δίπλα τους.

Ο Φέκταρελ, αφού σκότωσε μια μισθοφόρο με το σπαθί του, παρατήρησε ότι ο θεός της Φαίδρας βρισκόταν σε σύγκρουση με κάποιον άλλο θεό, και μετά είδε τους μισθοφόρους με τα γρήγορα τουφέκια, στο βάθος του σπηλαίου, και τη μάγισσα που στεκόταν ανάμεσά τους. Δικός της πρέπει νάναι ο εχθρικός δαίμονας, σκέφτηκε. Μπροστά στους μισθοφόρους και στη μάγισσα ήταν απλωμένα τουλάχιστον μια ντουζίνα πτώματα ποντικανθρώπων, και ο Φέκταρελ, βλέποντάς τα, αισθάνθηκε μια πρωτόγονη οργή να φουντώνει εντός του – την οργή του πατέρα που αντικρίζει τα παιδιά του σκοτωμένα βίαια, αλύπητα, από εχθρικά όπλα.

Γρυλίζοντας, άλλαξε γεμιστήρα στο πιστόλι του και, βαστώντας αυτό στο ένα χέρι και το σπαθί του στο άλλο, πήδησε πάνω σε σωλήνες και μηχανήματα κατευθυνόμενος με μεγάλη ταχύτητα προς τη μάγισσα και τους μισθοφόρους. Πυροβόλησε έναν απ’αυτούς, χτυπώντας τον αλλά χωρίς να τον τραυματίσει – η αλεξίσφαιρη πανοπλία του τον είχε σώσει. Όμως δεν θα τον έσωζε και τώρα, που ο Φέκταρελ πηδούσε καταπάνω τους κραδαίνοντας το σπαθί του–

Απρόσμενα, μια δυνατή έκρηξη – κάποιες χυμικές ουσίες πρέπει να ανατινάχτηκαν, ή ίσως κάποια ενεργειακή φιάλη να είχε σπάσει.

Ο Φέκταρελ έχασε την ισορροπία του, από το τράνταγμα που ταρακούνησε ολόκληρο το τεράστιο σπήλαιο, και κατέληξε στο ένα γόνατο μπροστά στους μισθοφόρους. Όπλα στράφηκαν εναντίον του, αλλά το σπαθί του κινήθηκε πιο γρήγορα, χτυπώντας εκτεθειμένα σημεία στα σώματα των εχθρών του και παραμερίζοντας την κάννη ενός τουφεκιού, κάνοντάς τη να ρίξει στον αέρα. Ο Φέκταρελ πυροβόλησε με το πιστόλι του τη μάγισσα, βρίσκοντάς την στον γοφό και σωριάζοντάς την. Μετά, όμως, δύο τουφέκια γύρισαν για να τον στοχεύσουν–

Η Έρικα, έχοντας κυλήσει στο πλάι για ν’απομακρυνθεί από την έκρηξη, είδε τον Φέκταρελ να πηδά κοντά στους μισθοφόρους και ήξερε ότι θα χρειαζόταν τη βοήθειά της. Οι αντίπαλοι ήταν πολλοί, ακόμα και γι’αυτόν· τι νόμιζε πως έκανε, ο ανόητος; Η Έρικα πυροβόλησε έναν σωλήνα που περνούσε πάνω από τους μισθοφόρους, τον Φέκταρελ, και την τώρα τραυματισμένη μάγισσα – και υγρά τινάχτηκαν, με πίεση.

Οι μισθοφόροι κραύγασαν, ξαφνιασμένοι, τρομαγμένοι, κι έχασαν το σημάδι τους επάνω στον Φέκταρελ. Οπότε εκείνος βρήκε ευκαιρία να πεταχτεί παραδίπλα και, μετά, να πυροβολήσει τον έναν από αυτούς, σωριάζοντάς τον.

*

Η Φαίδρα αισθάνθηκε την αντίπαλό της να χάνει ξαφνικά δύναμη, και, νοητικά, την έσπρωξε μέσα στον γκρεμό, για να στρέψει όλη της τη θέληση εναντίον του γλοιώδους δαίμονα που αντιμετώπιζε ο θεός της. Τον χτύπησε σαν αιχμηρό σφυρί, και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων τον λιάνισε καθώς εκείνος υποχωρούσε βιαστικά, πανικόβλητος.

Η Φαίδρα, παύοντας τότε το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, πρόσεξε ότι η αντίπαλη μάγισσα ήταν πεσμένη στο έδαφος, άσχημα τραυματισμένη, και οι περισσότεροι από τους μισθοφόρους της δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση. Ο Φέκταρελ ήταν κοντά τους, και τώρα απομακρυνόταν, πηδώντας πίσω από ένα βαγονέτο που αμέσως γέμισε σφαίρες από τις ριπές των τουφεκιών των εχθρών του. Ένας σωλήνας είχε σπάσει από πάνω τους και τους έλουζε με υγρά που όμως δεν έμοιαζαν να τους ενοχλούν και πολύ – δεν πρέπει να ήταν καυστικά.

Η Φαίδρα ήταν έτοιμη να στείλει την Πολεμική Καρδιά εναντίον τους, όταν οι ρους’κρούουμ τούς χίμησαν, χτυπώντας τους με τα πρωτόγονα όπλα τους και κάνοντας ψηλά άλματα για να τους γδάρουν στο πρόσωπο με τα νύχια τους. Οι ποντικάνθρωποι τούς κατέκλυσαν εκδικητικά, λιανίζοντάς τους – και την αντίπαλη μάγισσα επίσης. Η Φαίδρα άκουγε τα ουρλιαχτά της να αντηχούν μες στο γιγάντιο σπήλαιο εξόρυξης καθώς έσκιζαν τις σάρκες της.

Είχε, όμως, γίνει και μια έκρηξη πριν από λίγο, δεν είχε γίνει; Παρότι ήταν αναμφίβολα δυνατή, η Φαίδρα ίσα που την είχε αισθανθεί επειδή είχε εστιασμένο το μυαλό της στο Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως και στην πάλη της με την αντίπαλό της. Αλλά τώρα κοίταξε προς τη μεριά όπου πρέπει να είχε γίνει η έκρηξη, περίεργη τι ακριβώς είχε συμβεί, και είδε διαλυμένα μηχανήματα και σωλήνες· φωτιές χόρευαν επάνω τους, τρώγοντας ό,τι μπορούσαν να φάνε, και ενεργειακά υγρά ήταν απλωμένα στη γη – κι άλλη έκρηξη μπορούσε να γίνει! Εκεί κοντά η Φαίδρα πρόσεξε ότι βρισκόταν πεσμένος ένας από τους μεταλλαγμένους – ο Έλφοντελ – με το κεφάλι του γεμάτο αίματα, νεκρός ίσως, καθώς και αρκετοί ρους’κρούουμ – ακίνητα, κατεστραμμένα σώματα. Όμως δεν ήταν μόνο αυτοί, αλλά και η Σανκάρλι! Η Φαίδρα τη διέκρινε κάτω από έναν σωλήνα που κρατούσε τα πόδια της κολλημένα στη γη. Η Τεχνομαθής μάγισσα είχε εγκαύματα στη δεξιά μεριά του προσώπου και τα ρούχα της ήταν καψαλισμένα.

Η Φαίδρα έτρεξε αμέσως να τη βοηθήσει, ξέροντας ότι έπρεπε να βιαστεί γιατί υπήρχε άμεσος κίνδυνος και για άλλη έκρηξη εξαιτίας των χυμένων ενεργειακών υγρών. Οι μπότες της πλατσούρισαν μέσα τους καθώς τα διέσχισε για να φτάσει κοντά στη Σανκάρλι. Έσκυψε κι έσπρωξε τον σωλήνα, και με τα δύο χέρια. Τρίζοντας τα δόντια, γρυλίζοντας. Ήταν πολύ βαρύς! Δε μπορούσε να τον κουνήσει.

«Φύγε, Φαίδρα!» είπε η Σανκάρλι ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και η φωνή ακουγόταν σπασμένη. «Φύγε! Θα σκοτωθείς!»

Η Φαίδρα, όμως, συνέχισε να σπρώχνει τον σωλήνα. Η μια της μπότα γλίστρησε στο έδαφος και, χάνοντας την ισορροπία της, έπεσε.

«Φύγε, Φαίδρα!» είπε η Σανκάρλι.

Τότε, όμως, ο Βαράσγκιλ ήρθε κοντά τους, και λέγοντας «Βοήθησέ με!» άρχισε να σπρώχνει τον σωλήνα. Η Φαίδρα ορθώθηκε και τον βοήθησε. Ο σωλήνας μετακινήθηκε, έφυγε από τα πόδια της Σανκάρλι’μορ, και η Φαίδρα κι ο μεταλλαγμένος τη σήκωσαν γρήγορα και την πήραν από εκεί, προτού γίνει άλλη έκρηξη.

*

Ο Φέκταρελ, καλυμμένος πίσω από το βαγονέτο, είδε τους ρους’κρούουμ να πέφτουν πάνω στους μισθοφόρους και την τραυματισμένη μάγισσα και να τους μακελεύουν. Αλλά, επίσης, πρόσεξε ότι κάποιοι από τους υπαλλήλους των ορυχείων έτρεχαν προς μια έξοδο του πελώριου σπηλαίου, και φοβήθηκε ότι ίσως να σκόπευαν να φύγουν από τα ορυχεία παίρνοντας όλες τις βάρκες. Κι αν αυτό συνέβαινε, το σχέδιο καταστροφής των ορυχείων δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί.

Βγαίνοντας άφοβα από την κάλυψή του (καθώς τώρα δεν υπήρχε κανένας που να τον σημαδεύει) ο Φέκταρελ κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Οι υπάλληλοι τον είδαν κι έτρεξαν πιο γρήγορα από πριν, τρομαγμένοι.

«Περιμένετε!» τους φώναξε. «Δε θα σας χτυπήσουμε! Δε θα σας χτυπήσουμε!» Αλλά, αν τον άκουγαν, δεν του έδιναν σημασία.

Ο Φέκταρελ τούς πρόλαβε και τους σώριασε στο έδαφος με γρήγορα χτυπήματα στις πλάτες και στα πόδια, χωρίς να τους τραυματίσει. Δεν σταμάτησε, όμως, εκεί· συνέχισε να κινείται κατά μήκος του περάσματος, βλέποντας ανοίγματα δεξιά κι αριστερά του τα οποία οδηγούσαν σε σπηλιές πολύ μικρότερες από αυτήν όπου γινόταν η εξόρυξη – μάλλον, χώροι διαμονής των υπαλλήλων, των δούλων, των φρουρών, γραφεία– Πού ήταν η έξοδος των ορυχείων; Πού ξεκινούσε το υδροπλαστικό;

Ο Φέκταρελ αντίκρισε δύο πάνοπλους φρουρούς, οι οποίοι φάνηκαν ξαφνιασμένοι που τον είδαν. Έκαναν αμέσως να υψώσουν τις καραμπίνες τους – αλλά εκείνος είχε ήδη τιναχτεί κοντά τους: κάρφωσε τον έναν στο στήθος, διαπερνώντας την πανοπλία του· κοπάνησε τον άλλο στο σαγόνι, με την κάννη του πιστολιού του, σωριάζοντάς τον στο έδαφος. Ύστερα, τον πυροβόλησε καταπρόσωπο, προτού εκείνος προλάβει να σηκωθεί.

Στο βάθος, άνθρωποι φαίνονταν μέσα στη λευκή ακτινοβολία των ενεργειακών λαμπών των ορυχείων, καθώς κι ένα σκοτάδι που δεν ήταν το σκοτάδι της γης αλλά του νερού. Το υδροπλαστικό! Η έξοδος. Βάρκες βρίσκονταν εκεί κοντά, και κάποιοι απ’τους ανθρώπους επιβιβάζονταν ήδη.

Ο Φέκταρελ έτρεξε, πλησιάζοντάς τους. «Μείνετε ακίνητοι!» φώναξε, σημαδεύοντάς τους με το πιστόλι του. «Ακίνητοι!» Και η όψη του πρέπει να τους τρόμαξε, γιατί φάνηκαν σχεδόν να παραλύουν καθώς τον αντίκρισαν. «Κανένας σας δεν θα πεθάνει, αλλά δεν θα φύγετε από τώρα! Μείνετε ακίνητοι! Προσπαθούμε να σας σώσουμε από τη μεγάλη καταστροφή που σύντομα θα γίνει εδώ.»

*

Η Έρικα είχε δει τον Φέκταρελ να βγαίνει από την κρυψώνα του και να τρέχει προς την έξοδο του σπηλαίου – μάλλον επειδή προς τα εκεί έτρεχαν και κάποιοι από τους υπαλλήλους. Φοβάται ότι θα πάρουν όλες τις βάρκες και θα φύγουν. Και είχε δίκιο· αυτό ήταν αρκετά πιθανό. Ένας αξιοσημείωτος κίνδυνος.

Η Έρικα άφησε τη θέση της κι έτρεξε κι εκείνη προς την έξοδο του σπηλαίου. Δεν υπήρχε κανένας για να την εμποδίσει· οι ρους’κρούουμ είχαν αποτελειώσει τους μισθοφόρους και τη μάγισσα. Πέρασε δίπλα από τους ποντικανθρώπους – πολλοί από τους οποίους κατασπάραζαν ανθρώπινες σάρκες, παρατήρησε – και βγήκε από το σπήλαιο εξόρυξης. Κινήθηκε, γρήγορα αλλά με προσοχή, σ’έναν διάδρομο που φωτιζόταν από οριζόντια ενεργειακά φώτα στα τοιχώματά του. Ανοίγματα υπήρχαν δεξιά κι αριστερά.

Δεν άργησε να συναντήσει τους υπαλλήλους που είχαν προσπαθήσει να φύγουν· ήταν πεσμένοι στο έδαφος, αλλά όχι νεκροί, ούτε τραυματισμένοι. Σηκώνονταν καθώς εκείνη πλησίαζε, και την κοίταξαν με φόβο. «Μείνετε στη θέση σας,» τους είπε η Έρικα. «Προς τα πού πήγε ο άντρας που σας κυνήγησε; Ο μαυρόδερμος άντρας με τα παράξενα μάτια.»

Ένας από τους υπαλλήλους έδειξε προς το βάθος του περάσματος, σιωπηλά.

Η Έρικα ένευσε. «Μείνετε στη θέση σας,» επανέλαβε, και συνέχισε την πορεία της.

Το ένα από τα πλευρικά περάσματα οδηγούσε σε κοιτώνες, είχε προσέξει, οι οποίοι φαίνονταν άδειοι· ένα άλλο, είδε τώρα, οδηγούσε σε κοιτώνες πάλι, αλλά αυτοί δεν ήταν άδειοι: κάμποσοι άνθρωποι υπήρχαν εδώ, και ο χώρος δεν έμοιαζε τόσο καλός όσο ο προηγούμενος. Δούλοι, συμπέρανε η Έρικα. Στον προηγούμενο κοιτώνα πρέπει να στεγάζονταν οι έμμισθοι εργάτες, που σπάνια υποχρεώνονταν να μείνουν στα ορυχεία τις νύχτες, εκτός αν είχαν συγκεκριμένη δουλειά.

Από ένα άνοιγμα στο αντικρινό τοίχωμα του κεντρικού περάσματος η Έρικα πρόσεξε, τότε, κάποιον να την κρυφοκοιτάζει, κι αμέσως στράφηκε, σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι της. Εκείνος, ένας μεσήλικας άντρας, ύψωσε τα χέρια. «Δεν είμαι φρουρός, δεν είμαι φρουρός!» είπε βιαστικά. «Είμαι ο Γαιοδίφης, είμαι εδώ για δουλειές! Σας παρακαλώ!»

Μάγος, σκέφτηκε η Έρικα, του τάγματος των Γαιοδιφών. Για τον εντοπισμό και την επεξεργασία του ιπταερίου, αναμφίβολα. «Τι είναι εκεί; Το δωμάτιό σου;»

«Ναι, το δωμάτιο μου είναι, δεν έχω όπλα εκτός α–»

«Πήγαινε πίσω πάλι! Πίσω! Και κλείσε τη δερματόπορτα!»

Ο μάγος, πάραυτα, υπάκουσε: οπισθοχωρώντας έκλεισε τη δερματόπορτα που χώριζε το δωμάτιό του από το κεντρικό πέρασμα.

Η Έρικα συνέχισε προς τα εκεί όπου είχε πάει ο Φέκταρελ. Αγνόησε τα άλλα ανοίγματα. Συνάντησε δύο νεκρούς φρουρούς, και μετά άκουσε τη φωνή του Φέκταρελ από το βάθος και είδε την έξοδο των ορυχείων και το νερό που διακρινόταν πίσω από το υδροπλαστικό.

Τους πρόλαβε. Προτού πάρουν τις βάρκες και φύγουν.

*

Ο Αρχισυγκλητικός είχε, αναμφίβολα, φροντίσει η άμυνα να είναι ισχυρή στα ορυχεία. Ακόμα και μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων βρισκόταν εδώ κάτω, μέσα στη νύχτα. Και η Φαίδρα σκέφτηκε πως, αν δεν ήταν τελικά οι ρους’κρούουμ, εκείνη κι οι σύμμαχοί της μπορεί να είχαν σοβαρό πρόβλημα. Καλά έκανα και πρότεινα στον Φέκταρελ να τους φέρει μαζί μας, συμπέρανε, καθώς βοηθούσε τη Σανκάρλι να καθίσει σ’ένα από τα σημεία του σπηλαίου κοντά στην έξοδο. Ο Βαράσγκιλ εξακολουθούσε να είναι κοντά τους, φυσικά.

Η Φαίδρα έριξε μια ματιά ολόγυρα, και διαπίστωσε πως η μάχη είχε ουσιαστικά τελειώσει. Ρους’κρούουμ τριγύριζαν παντού, έχοντας εξολοθρεύσει τους μισθοφόρους και μην πλησιάζοντας τους υπαλλήλους και τους δούλους, οι οποίοι προσπαθούσαν να μένουν μακριά από τους ποντικανθρώπους, ζαρωμένοι σε γωνίες ή ανεβασμένοι σε μηχανήματα. Ο Φέκταρελ πρέπει να πρόσταξε τους ρους’κρούουμ να μην τους πειράξουν. Αλλά πού ήταν τώρα; Η Φαίδρα δεν τον έβλεπε πουθενά· ούτε αυτόν ούτε την Έρικα.

Οι τρεις μεταλλαγμένοι που απέμεναν – ο Έλφοντελ πρέπει, τελικά, να ήταν νεκρός – πλησίασαν τη μάγισσα, με τα πυροβόλα τους να καπνίζουν και τα αγχέμαχα όπλα τους αιματοβαμμένα όπως και τα κέρατα στους ώμους τους.

«Πού είναι ο Φέκταρελ;» τους ρώτησε.

«Δεν ξέρουμε,» αποκρίθηκε η Σεϊλίκρα. «Δεν είναι εδώ;» Και φάνηκαν όλοι τους ανήσυχοι ξαφνικά.

Η Σανκάρλι μουρμούρισε: «Θα μπορούσα να… να τον… εντοπίσω…»

Η Φαίδρα στράφηκε να την κοιτάξει εκεί όπου καθόταν, με το πρόσωπό της μισοκαμένο. Τα πόδια της αμφίβολο ήταν αν είχαν σπάσει ή όχι από τον σωλήνα που είχε πέσει επάνω τους· πάντως, αν είχαν σπάσει, πρέπει λογικά να έδειχνε να πονά περισσότερο, νόμιζε η Φαίδρα. Και της είπε: «Τίποτα δεν θα κάνεις. Θα τον βρούμε εμείς.»

Ο μεταλλαγμένος που ονομαζόταν Κάβερντελ είπε: «Νομίζω ότι τον είδα να πηγαίνει προς τα εκεί.» Έδειξε την έξοδο του σπηλαίου.

*

Συνάντησαν, τελικά, τον Φέκταρελ και την Έρικα κοντά στο υδροπλαστικό και τις βάρκες, κι εκεί συγκέντρωσαν και όλους τους υπαλλήλους και τους δούλους των ορυχείων, που ήταν τρομαγμένοι και φοβόνταν ότι ίσως να τους σκότωναν. Η Έρικα τούς διαβεβαίωσε ότι κανένας δεν θα σκοτωνόταν αν ακολουθούσαν ό,τι τους έλεγαν. Εκείνοι δεν διαφώνησαν, φυσικά.

«Μπείτε τώρα στις βάρκες,» τους ζήτησε η Έρικα. «Όλοι σας. Κανείς να μη μείνει πίσω. Τα ορυχεία θα καταστραφούν καθώς θα φύγουμε. Όποιος μείνει εδώ θα πεθάνει!»

Οι υπάλληλοι και οι δούλοι υπάκουσαν, πηγαίνοντας ήρεμα στις βάρκες για να επιβιβαστούν.

Ο Φέκταρελ, εν τω μεταξύ, μίλησε στους ρους’κρούουμ, στη γλώσσα που κανένας από τους συντρόφους του δεν καταλάβαινε, και οι ποντικάνθρωποι έφυγαν τρέχοντας στα τέσσερα.

«Τι τους είπες;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Περιμένετε εδώ· θα επιστρέψω.»

«Πού πας;» Ήταν έτοιμη να τον ακολουθήσει.

«Να κλείσω την είσοδο που άνοιξα. Μείνε εδώ, Φαίδρα.»

Αποφάσισε να μην του φέρει αντίρρηση, και ο Φέκταρελ έφυγε, τρέχοντας κι εκείνος στα τέσσερα, σαν τους ρους’κρούουμ. Προς στιγμή, η Φαίδρα το βρήκε αυτό πολύ παράξενο. Αποκρουστικό, ίσως.

Η Έρικα ρώτησε τους υπαλλήλους στις βάρκες: «Ποιος από σας είναι γιατρός; Υπάρχει κανένας γιατρός;»

«Εγώ,» είπε μια γυναίκα, διστακτικά. Πορφυρόδερμη, με κοντοκουρεμένα γαλανά μαλλιά κι ένα μεγάλο μαύρο σκουλαρίκι στο αριστερό αφτί.

«Σε χρειαζόμαστε. Έλα από δω.» Η Έρικα τής έδειξε τη Σανκάρλι’μορ, η οποία ήταν καθισμένη σ’ένα σκαμνί, στην αρχή της σπηλιάς-εισόδου των ορυχείων.

Η Σανκάρλι ύψωσε το βλέμμα της για να κοιτάξει τη γιατρό που τη ζύγωνε. Το ένα της μάτι – το δεξί – δεν έβλεπε και πολύ καλά, αλλά το αριστερό έβλεπε ακόμα άριστα, και την αναγνώρισε. Η Ζαρμάντλι! – η γιατρός που ήταν υπεύθυνη για την υγεία των υπαλλήλων στα Ορυχεία Ιπταερίου. Η γιατρός την οποία η Σανκάρλι είχε παρακολουθήσει να κάνει πειράματα επάνω στους μεταλλαγμένους, στα υπόγεια του Πρώτου Νοσοκομείου της Κάρνατεβ, μαζί με τον Νικόλαο’σαρ. Κι οι δυο τους ήταν άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού.

«Εγκαύματα,» είπε η Ζαρμάντλι αμέσως, κοιτάζοντας το πρόσωπο της Σανκάρλι. «Πρέπει να–»

«Έχει χτυπήσει και στα πόδια,» τη διέκοψε η Έρικα. «Ένας σωλήνας έπεσε πάνω της.»

Η Ζαρμάντλι ρώτησε τη Σανκάρλι: «Μπορείς να σταθείς;»

Εκείνη αποκρίθηκε κοφτά, σπασμωδικά: «Φύγε, δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Μπορώ να σταθώ άμα θέλω.» Δε νόμιζε ότι τα πόδια της είχαν σπάσει.

«Μην είσαι ανόητη,» της είπε η Έρικα. «Άσ’ τη να σε κοιτάξει.»

Αλλά η Σανκάρλι πονούσε πολύ από τα εγκαύματά της και δεν σκεφτόταν λογικά τώρα. «Δε θέλω τα χέρια της επάνω μου! Ξέρεις ποια είν’ αυτή; Η ίδια… γιατρός… που πειραματιζόταν πάνω στους μεταλλαγμένους!»

Τα μάτια της Ζαρμάντλι γούρλωσαν, κι έκανε ένα βήμα όπισθεν, σαν η Σανκάρλι να είχε μεταμορφωθεί σε κάτι άγριο και επιθετικό. «Δεν… Τι είν’ αυτά που λες;… Τι μεταλλαγμένους; Υπάρχουν μεταλλαγμένοι;»

«Μην κάνεις ότι δεν ξέρεις!» γρύλισε η Σανκάρλι. «Σ’έχω δει ξανά και ξανά!» Σηκώθηκε όρθια, με φανερή δυσκολία, νιώθοντας τα πόδια της να της ρίχνουν δυνατά λογχίσματα πόνου ώς τον αυχένα. «Τους βασανίζετε εκεί κάτω – κάτω απ’το νοσοκομείο!»

«Η… η φίλη σας,» είπε η Ζαρμάντλι στην Έρικα, «είναι προφανώς ταραγμέν– Οογκχ…» Το σώμα της σπρώχτηκε ξαφνικά προς τα δίπλα. Πίσω της ήταν σκυμμένος ο Κάβερντελ, με το κέρατο του δεξή του ώμου – το κέρατο που δεν ήταν μισοσπασμένο – μπηγμένο στην πλάτη της. Η αιχμή του ξεπρόβαλλε από το διάφραγμά της.

Αίμα κύλησε από το στόμα και τη μύτη της Ζαρμάντλι.

«Τι σκατά κάνεις!» φώναξε η Έρικα, μοιάζοντας να μην πιστεύει αυτό που έβλεπε.

Ο Κάβερντελ τράβηξε πίσω το κέρατό του ενώ συγχρόνως έσπρωχνε τη γιατρό με το αριστερό χέρι, σωριάζοντάς τη στο έδαφος, βίαια. «Ξεπληρώνω.» Μια άγρια, θηριώδη γυαλάδα υπήρχε στα μάτια του. Κάποτε, είχε υποβληθεί σε πειράματα – λίγο προτού ξεφύγει από τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού.

«Ήταν η μοναδική γιατρός που έχουμε, ηλίθιε!» γρύλισε η Έρικα ατενίζοντάς τον σαν να ήθελε να τον δολοφονήσει επιτόπου. «Και τους είχα υποσχεθεί ότι κανένας δεν θα σκοτωνόταν!»

«Εγώ δεν τους υποσχέθηκα τίποτα,» αποκρίθηκε ο Κάβερντελ.

«Μπορούμε να φύγουμε, τώρα.» Η φωνή που ακούστηκε ήταν του Φέκταρελ, κι όλοι τους στράφηκαν να τον κοιτάξουν καθώς επέστρεφε κοντά τους. «Οι ρους’κρούουμ πήγαν στον υπόγειο κόσμο, κι εγώ έκλεισα το άνοιγμα που είχα δημιουργήσει.»

Η Έρικα αναστέναξε, προσπαθώντας να καλμάρει τα νεύρα της. «Ωραία,» είπε. «Αλλά πες στους φίλους σου να μην είναι τόσο επιθετικοί όταν δεν χρειάζεται.» Έδειξε τη Ζαρμάντλι στο έδαφος, μέσα σε μια λίμνη αίματος, μάλλον ήδη νεκρή.

Ο Κάβερντελ στράφηκε στον Φέκταρελ. «Ήταν απ’αυτούς που μας βασάνιζαν!»

«Αυτή ήταν,» επιβεβαίωσε η Σανκάρλι. «Την είχες δει κι εσύ, Φέκταρελ, από την οθόνη μου. Η γιατρός κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο. Η Ζαρμάντλι. Άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού.»

«Πρόλαβε, τουλάχιστον, να σε κοιτάξει προτού τη σκοτώσετε;» ρώτησε ο Φέκταρελ.

«Δεν ήθελα τα χέρια της επάνω μου.»

Η Έρικα, που τα έβρισκε όλα αυτά πολύ παιδαριώδη για τη λογική της, κούνησε το κεφάλι και στράφηκε στους υπαλλήλους και τους δούλους, που είχαν όλοι χλομιάσει. «Πείτε μου,» τους ζήτησε, «ξέρετε πώς ακριβώς είναι τοποθετημένες οι συσκευές που διατηρούν το υδροπλαστικό;» Έδειξε προς την έξοδο.

Για λίγο κανένας δεν μίλησε· είχαν βουβαθεί. Μετά, ένας άντρας είπε: «Υπάρχουν πληροφορίες γι’αυτό. Στο σύστημα.» Κοίταξε μια κονσόλα σ’ένα απ’τα τοιχώματα της σπηλιάς. Καλώδια ξεκινούσαν από πάνω της, πηγαίνοντας άλλα προς την έξοδο των ορυχείων, άλλα προς το εσωτερικό τους.

Η Έρικα πλησίασε την κονσόλα και πάτησε μερικά πλήκτρα. Η οθόνη της ενεργοποιήθηκε, γράφοντας:

 

— ΥΔΡΟΠΛΑΣΤΙΚΟ ΕΝΕΡΓΟ —

 

[1] ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΟΣ

[2] ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

[3] ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

[#] ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

Η Έρικα πάτησε το πλήκτρο για τις πληροφορίες. Η οθόνη έγραψε:

 

ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΟ

 

Η Έρικα καταράστηκε. «Σανκάρλι; Μπορείς να βοηθήσεις;»

Η Σανκάρλι, που είχε καθίσει ξανά, σηκώθηκε, και η Φαίδρα ήρθε κοντά της για να την υποστηρίξει.

«Πρέπει να σπάσεις τον κωδικό, για να δούμε τα ακριβή σημεία των συσκευών μέσα στο νερό,» εξήγησε η Έρικα.

«Δε μπορεί να κάνει μαγεία, Έρικα,» της είπε η Φαίδρα. «Είναι χτυπημένη!»

«Μπορώ,» τη διέκοψε η Σανκάρλι. «Θα προσπαθήσω.» Έβαλε τα χέρια της, που έτρεμαν νευρικά, επάνω στο μηχάνημα και μουρμούρισε τα λόγια για το Ξόρκι Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας, καθώς πάλευε να αγνοήσει τον πόνο του σώματός της και να επικεντρωθεί στη μαγεία της. Οι μαγικές λέξεις ενεργοποίησαν τα σωστά κλειδιά μέσα της και έξω της, στο σύμπαν, και η σύνδεση ανάμεσα στο μυαλό της και στο μηχάνημα επιτελέστηκε. Χιλιάδες συνδυασμοί κωδικών άρχισαν να περνάνε από τη νόησή της, θυελλωδώς. Η Σανκάρλι αισθανόταν να τρέμει πατόκορφα, αλλά παρέμεινε ακίνητη, εστιασμένη· και νόμιζε πως και η Φαίδρα τη συγκρατούσε. Ο ιδρώτας που κυλούσε επάνω της έκανε τα εγκαύματά της να πονάνε: και δεν είχε εγκαύματα μόνο στο πρόσωπο μα και στο σώμα. Εκείνη η έκρηξη ήταν δυνατή· η Σανκάρλι είχε γλιτώσει ζωντανή μόνο επειδή βρισκόταν στα άκρα της.

Οι συνδυασμοί συνέχιζαν να περνάνε από το μυαλό της χωρίς εκείνη να μπορεί να τους συγκρατήσει, και το μηχάνημα τούς απέρριπτε, τους απέρριπτε, τους απέρριπτε… Η Σανκάρλι ζαλιζόταν, προσπάθησε να μη λιποθυμήσει. Η δύναμη του νου της ήταν που κυρίως την κρατούσε όρθια, και τώρα αυτή η δύναμη καταβαλλόταν από τη μαγεία της.

Συνδυασμοί, κι άλλοι συνδυασμοί, κι άλλοι συνδυασμοί… Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες… Ο κωδικός δεν μπορεί να ήταν εύκολος. Πρέπει να μείνω ξύπνια! Αν λιποθυμήσω, η αποστολή μας απέτυχε.

Το σώμα της έτρεμε, τα μάτια της ήταν κλειστά· πίσω από τα σφαλισμένα βλέφαρά της έβλεπε ατελείωτες σειρές από κώδικες να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και τα εγκαύματά της την έκαιγαν–

Το σύστημα δέχτηκε τον κώδικα!

Η Σανκάρλι μπορούσε να χαλαρώσει. Έπαψε το Ξόρκι Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας – και σκοτάδι την τύλιξε μόλις έκανε ν’ανοίξει τα μάτια της.

Η Φαίδρα την κράτησε στα χέρια της προτού η Τεχνομαθής μάγισσα σωριαστεί στο πάτωμα. «Σανκάρλι!» είπε. «Σανκάρλι;» Τη χτύπησε, ελαφρά, στην αριστερή μεριά του προσώπου, που δεν ήταν καμένη. «Σανκάρλι!» Εκείνη δεν μίλησε, ούτε κουνήθηκε.

Η οθόνη του συστήματος είχε γράψει ΚΩΔΙΚΟΣ ΑΠΟΔΕΚΤΟΣ και τώρα παρουσίαζε διάφορες πληροφορίες για το υδροπλαστικό. Αλλά η Έρικα δεν κοίταζε αυτές· ήταν στραμμένη στις δύο μάγισσες, και άγγιξε τον λαιμό της Σανκάρλι’μορ, ψάχνοντας για σφυγμό. «Δεν είναι νεκρή, Φαίδρα, απλώς λιπόθυμη. Βάλ’ τη σε μια βάρκα.»

Η Φαίδρα υπάκουσε, και ο Φέκταρελ ήρθε να τη βοηθήσει.

Η Έρικα κοίταξε τις πληροφορίες στην οθόνη του συστήματος, και μετά από λίγο είχε συμπεράνει πώς έπρεπε να δράσουν. «Λοιπόν,» είπε στη Φαίδρα, τον Φέκταρελ, και τους μεταλλαγμένους. «Βλέπετε αυτό;» Τους έδειξε την οθόνη, η οποία παρουσίαζε το διάγραμμα του υδροπλαστικού. «Σ’αυτά τα σημεία είναι οι συσκευές που διατηρούν το υδροπλαστικό ενεργό.»

«Οκτώ συσκευές;» είπε ο Φέκταρελ.

Η Έρικα ένευσε. «Ο υδάτινος σωλήνας που κατέρχεται από την επιφάνεια της θάλασσας είναι μακρύς, όπως βλέπεις. Αλλά δεν θα χρειαστεί να τις διαλύσουμε μία-μία, επειδή – δείτε εδώ – συνδέονται με μόνο δύο ενεργειακές πηγές. Ορίστε και τα καλώδια.» Τώρα η Έρικα δεν έδειξε κάπου στην οθόνη· έδειξε ένα καλώδιο που έμπαινε από τα δεξιά της υποθαλάσσιας εισόδου των ορυχείων και ένα που έμπαινε από τα αριστερά. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να τα κόψουμε. Αλλά θα πρέπει δύο από εμάς να μείνουν εδώ κάτω ώστε να το κάνουν. Και, βέβαια, θα πρέπει να φοράνε στολές κατάδυσης, γιατί τα ορυχεία αμέσως θα πλημμυρίσουν. Ο ένας απ’αυτούς θα είμαι εγώ. Ο άλλος;» Τους κοίταξε ερωτηματικά.

«Εγώ,» είπε ο Φέκταρελ. «Δεν έχω ξανακάνει κατάδυση, αλλά πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;»

«Καθόλου δύσκολο, με την κατάλληλη στολή.»

Και η Έρικα τώρα πλησίασε τους εργάτες, ρωτώντας τους πού είχαν στολές κατάδυσης εδώ, γιατί ήξερε πως αποκλείεται να μην υπήρχαν τέτοιες σε μια υποθαλάσσια βάση. Ένας από τους υπαλλήλους – εκείνος που της είχε δείξει και το σύστημα, πιο πριν – αποκρίθηκε ότι οι στολές ήταν σ’έναν δωματιάκι παραδίπλα. Κι έδειξε μια κλειστή δερματόπορτα. Η Έρικα πήγε εκεί, την άνοιξε, και διαπίστωσε ότι ο άντρας είχε πει την αλήθεια. Έβγαλε δύο στολές και τις έφερε κοντά στους συντρόφους της.

Καθώς άρχιζε να γδύνεται, τους είπε: «Υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα, βέβαια. Η βάση έχει αυτόματο σύστημα ασφάλειας – το είδα τώρα στις πληροφορίες. Σε περίπτωση που χαλάσει το υδροπλαστικό, κλείνει μια βαριά υδατοστεγής θύρα.» Έχοντας ήδη βγάλει τα μισά ρούχα της, η Έρικα έδειξε την είσοδο των υποθαλάσσιων ορυχείων, όπου ξεκινούσε το υδροπλαστικό. «Δείτε επάνω, στην οροφή. Υπάρχει μια σχισμάδα, δεν υπάρχει; Από εκεί κατεβαίνει η θύρα.»

«Μπορούμε να την απενεργοποιήσουμε;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Αν δεν μπορούμε, θα πρέπει να ξυπνήσεις πάλι τη Σανκάρλι. Περίμενε λίγο, όμως.» Η Έρικα έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα της, φόρεσε τη στολή κατάδυσης, και τράβηξε τα φερμουάρ. «Ωραία,» είπε. «Φαίνεται εντάξει.» Πλησίασε την κονσόλα πάλι και πάτησε πλήκτρα, σκαλίζοντας το σύστημα. «Ευτυχώς δεν ξαναζητά τον κωδικό ασφαλείας,» είπε. «Όταν είσαι μέσα, είσαι μέσα.» Στράφηκε πάλι στους συντρόφους της. «Λοιπόν. Την απενεργοποίησα· η υδατοστεγής θύρα δεν θα κατεβεί όταν διαλύσουμε το υδροπλαστικό. Μπορούμε, επομένως, να ξεκινήσουμε. Φέκταρελ, ντύσου.» Έδειξε τη στολή κατάδυσης που είχε απομείνει, και πιάνοντας μια από τις φιάλες αέρος την φόρεσε στην πλάτη, φέρνοντας τον αναπνευστήρα κοντά στο στόμα της και παίρνοντας δυο ρουφηξιές. Εντάξει· λειτουργούσε κανονικά κι αυτός.

«Εμείς φεύγουμε, δηλαδή;» ρώτησε η Φαίδρα καθώς ο Φέκταρελ γδυνόταν.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αμέσως. Παίρνετε τις βάρκες και βγαίνετε επάνω, ολοταχώς. Ο Όρκιβελ θα σας δει και θα έρθει. Εμείς θα περιμένουμε πέντε λεπτά εδώ – παραπάνω από αρκετός χρόνος για να φτάσετε στην επιφάνεια – και μετά θα διαλύσουμε το υδροπλαστικό. Να είστε μακριά από την περιοχή επίδρασής του στην επιφάνεια της θάλασσας.»

Η Φαίδρα ένευσε, και μαζί με τους μεταλλαγμένους έσπρωξαν τις βάρκες έξω από την προβλήτα της βάσης, στο νερό που αποτελούσε κάτω μεριά του υδροπλαστικού σωλήνα. Πήδησαν μέσα στα σκάφη και ενεργοποίησαν τις μηχανές τους. Έφυγαν, έχοντας μαζί τους τη Σανκάρλι’μορ, τους δούλους, και τους υπαλλήλους.

Η Έρικα και ο Φέκταρελ έμειναν μόνοι στην είσοδο του υποθαλάσσιου ορυχείου, ντυμένοι κι οι δύο με τις στολές κατάδυσης κι έχοντας βάλει τα προηγούμενα ρούχα τους σε σάκους.

«Τα καλώδια είναι ενισχυμένα,» είπε η Έρικα. «Σφαίρες δεν μπορούν να τα χτυπήσουν και να τα κόψουν. Και οι λεπίδες μας θα δυσκολευτούν τρομερά, αν είναι δυνατόν ποτέ να τα καταφέρουν. Ευτυχώς, όμως, εκεί όπου ήταν οι στολές είναι κι αυτά εδώ.» Η Έρικα πήγε ξανά στη δερματόπορτα, την οποία είχε αφήσει ανοιχτή, κι επέστρεψε με δύο τσεκούρια.

«Τα θεωρείς τόσο βαριά;»

«Δεν είναι αυτό. Είναι ενεργειακά.» Η Έρικα άνοιξε την κάτω μεριά της μακριάς λαβής του ενός κι έβαλε μέσα τρεις μπαταρίες, τις οποίες είχε πάρει επίσης από τον χώρο πίσω από τη δερματόπορτα. Μετά, έκανε το ίδιο και για το άλλο τσεκούρι και το έδωσε στον Φέκταρελ. Κράτησε το δικό της με τα δύο χέρια και πάτησε έναν διακόπτη στη λαβή του. Ενέργεια τρεμόπαιξε πάνω στη λεπίδα. Η Έρικα πάτησε πάλι τον διακόπτη και η ενεργειακή ροή έπαψε.

Ο Φέκταρελ δοκίμασε και το δικό του όπλο, για να διαπιστώσουν ότι λειτουργούσε κι αυτό.

Η Έρικα είπε: «Πιστεύω ότι έτσι τα καλώδια θα σπάσουν.»

Ο Φέκταρελ ένευσε. «Λογικά, πρέπει. Για τέτοιες δουλειές είναι, εξάλλου, τα ενεργειακά αγχέμαχα.»

Η Έρικα κοίταξε το ρολόι της, και περίμεναν λίγο ακόμα. Μετά, είπε: «Ξεκινάμε.»

Και βγήκαν από την είσοδο των ορυχείων πατώντας επάνω στον υδροπλαστικό σωλήνα. Ήταν, αναμενόμενα, γλιστερός σαν να πατάς σε πάγο, αλλά δεν βούλιαζες· σε κρατούσε. Η Έρικα έδειξε το καλώδιο στη δεξιά μεριά και το καλώδιο στην αριστερή, εκεί όπου περνούσαν μέσα από τον υδάτινο σωλήνα και έμπαιναν στη βάση.

«Είναι ψηλά,» παρατήρησε ο Φέκταρελ. «Το φτάνεις;» Δεν ήταν και τόσο ψηλή.

«Ο σωλήνας είναι σωλήνας – σκαρφαλώνεις στα τοιχώματα του με λίγη προσπάθεια.»

«Θα μπορούσα να τα διαλύσω και τα δύο εγώ, το ένα μετά το άλλο.»

«Καλύτερα να τα διαλύσουμε συγχρόνως, γιατί αλλιώς το σχήμα του υδροπλαστικού πιθανώς ν’αλλάξει με απρόβλεπτο τρόπο, ενώ εμείς θέλουμε να καταρρεύσει ξαφνικά.»

«Όπως νομίζεις.» Ο Φέκταρελ πλησίασε το αριστερό καλώδιο και άνοιξε την ενεργειακή ροή του τσεκουριού του.

Η Έρικα σκαρφάλωσε στη δεξιά μεριά του σωλήνα, με κάποια δυσκολία καθώς τα γυμνά πόδια της γλιστρούσαν, και, φτάνοντας στο σημείο που ήθελε, πάτησε τον διακόπτη του τσεκουριού της. Ενέργεια χόρεψε πάνω στη λεπίδα.

«Τώρα!» φώναξε η Έρικα και, υψώνοντας το όπλο με το ένα χέρι (χρειαζόταν το άλλο χέρι για να στηρίζεται στο πλευρό του υδροπλαστικού σωλήνα), το κατέβασε πάνω στο καλώδιο.

Η ενεργειακή λάμψη την τύφλωσε προς στιγμή, και μετά ένιωσε μια τρομερή πίεση να έρχεται από γύρω της. Νερό τη σκέπασε, παρασέρνοντάς την χωρίς εκείνη να μπορεί να κάνει τίποτα για να το σταματήσει. Έχοντας αφήσει το τσεκούρι φόρεσε γρήγορα τον αναπνευστήρα και κατέβασε τα γυαλιά κατάδυσης στα μάτια της. Αισθάνθηκε να χτυπά κάπου, σε κάποια πέτρα, σε κάποιο τοίχωμα, και συνειδητοποίησε ότι, λογικά, πρέπει να είχε παρασυρθεί στο εσωτερικό του ορυχείου. Κρατήθηκε πάνω στον τοίχο, μες στο σκοτάδι, μέχρι που κατάλαβε η τρομερή υποθαλάσσια αναταραχή είχε πάψει γύρω της.

Μετά, έψαξε στη ζώνη της για τον φακό της, ο οποίος ήταν αδιάβροχος, ελπίζοντας να τον βρει εκεί – να μην έχει κι αυτός παρασυρθεί. Τον βρήκε. Τον τράβηξε και τον άναψε, φωτίζοντας ολόγυρα. Διαπίστωσε ότι βρισκόταν στη σπηλιά-είσοδο του ορυχείου· ευτυχώς, το υποθαλάσσιο ρεύμα δεν την είχε παρασύρει πιο βαθιά – ή μάλλον, ήταν τυχερή που είχε συναντήσει τον τοίχο. Τα πάντα ήταν διαλυμένα, φυσικά· το μηχανικό σύστημα με την οθόνη, τα φώτα. Σκοτάδι απλωνόταν παντού γύρω. Η Έρικα έψαξε για τον Φέκταρελ, φωτίζοντας από δω κι από κει. Πού είναι; Δε θα έβλεπα τον δικό του φακό; Παρασύρθηκε πιο μέσα στο ορυχείο;

Η Έρικα κολύμπησε προς το βάθος, αποφεύγοντας σαβούρες που περιφέρονταν στο νερό.

Μια μεγάλη σκιά ήρθε από δίπλα της, τρομάζοντάς την. Καθώς τη φώτισε όμως είδε ότι ήταν ο Φέκταρελ. Χωρίς να έχει αναμμένο τον φακό του. Φυσικά. Βλέπει στο σκοτάδι.

Του έδειξε επάνω.

Εκείνος ένευσε, και κολύμπησαν προς την έξοδο του ορυχείου με σκοπό να φτάσουν, μετά, στην επιφάνεια της θάλασσας.

*

Οι βάρκες – τρεις στο σύνολό τους – ακολούθησαν εύκολα τον υδάτινο σωλήνα που οδηγούσε προς την επιφάνεια. Το νερό από κάτω τους μπορεί να μην άφηνε τους ανθρώπους μέτριου βάρους να βουλιάξουν αλλά δεν ήταν σταθερό, παγωμένο· ήταν μια υγρή μάζα. Οι προπέλες δεν είχαν πρόβλημα να ωθούν τα σκάφη επάνω σε κάτι τέτοιο. Και σύντομα, η Φαίδρα και οι υπόλοιποι βρίσκονταν έξω από το υδροπλαστικό και έξω από το στρογγυλό άνοιγμα στην επιφάνεια της θάλασσας.

«Προς τα εδώ!» φώναξε η μάγισσα. «Μαζί μου!» Κι οδήγησε τη βάρκα της μακριά από το άνοιγμα και προς τα νότια, όχι προς την ακτή στα βόρεια, όπου βρισκόταν η βάση των ανθρώπων του Αρχισυγκλητικού. Οι μεταλλαγμένοι ήταν μοιρασμένοι στις άλλες δύο βάρκες, με πυροβόλα όπλα στα χέρια, για να είναι βέβαιοι ότι κανένας δεν θα επιχειρούσε να πάει προς τη βάση.

Οι βάρκες κατευθύνθηκαν νότια, και η Φαίδρα φώναξε να σταματήσουν όταν είδε ότι το άνοιγμα της θάλασσας ήταν αρκετά μακριά τους. «Περιμένουμε εδώ!» φώναξε. «Θα έρθει βοήθεια!» περισσότερο για να την ακούσουν οι υπάλληλοι και οι δούλοι και να μην πανικοβληθούν· οι μεταλλαγμένοι ήξεραν, φυσικά, τι θα συνέβαινε.

Η Φαίδρα έβγαλε τον φακό της και έκανε σινιάλο προς τα νότια. Ξανά και ξανά. Για να τη δει ο Όρκιβελ και να έρθει.

Οι υπάλληλοι και οι δούλοι αναφώνησαν, και η μάγισσα στράφηκε βόρεια. Όπως το περίμενε, το άνοιγμα στην επιφάνεια της θάλασσας είχε ξαφνικά αρχίσει να γεμίζει με νερό· κι ακόμα και στην απόσταση που βρίσκονταν οι βάρκες, η Φαίδρα αισθανόταν ένα έντονο ρεύμα από κάτω της το οποίο απειλούσε να τους παρασύρει προς τη ρουφήχτρα. «Διατηρήστε την απόστασή σας!» φώναξε. «Διατηρήστε την απόστασή σας!» Και σκέφτηκε: Δεν κάνω για αρχηγός. Δεν κάνω καθόλου για αρχηγός. Αισθανόταν άβολα να δίνει διαταγές, αισθανόταν σαν κάτι να μην πήγαινε καλά. Είχε μάθει πάντα να ακολουθεί διαταγές – και όταν ήταν μέσα στον Στρατό της Παντοκράτειρας και, αργότερα, μέσα στους Ζωντανούς-Νεκρούς.

Το άνοιγμα στην επιφάνεια της θάλασσας έκλεισε, και η Φαίδρα έψαχνε τώρα, με το βλέμμα της, να δει πού θα έβγαιναν η Έρικα κι ο Φέκταρελ.

«Κάτι έρχεται!» της είπε, μετά από λίγο, ένας δούλος του ορυχείου που ήταν στη βάρκα της. «Κάτι έρχεται!»

Η Φαίδρα στράφηκε στα νότια, όπου της έδειχνε, και είδε μια μεγάλη σκοτεινή μορφή. Το Σπαθί του Ωκεανού. Φώτα δεν είχε αναμμένα, για λόγους ασφαλείας, και ήταν πια αρκετά κοντά όταν είχε γίνει ξεκάθαρα φανερό.

«Δικό μας είναι,» είπε η Φαίδρα. «Μην ανησυχείτε. Θα μας βοηθήσει.» Αλλά πού είναι ο Φέκταρελ;

Το κουρσάρικο ήρθε κοντά τους· πειρατές φάνηκαν στην κουπαστή του, αλυσίδες με γάντζους έπεσαν, καθώς και ανεμόσκαλες. «Ανεβείτε!» φώναξε ο Όρκιβελ. «Επάνω! επάνω! Γρήγορα!»

Οι βάρκες πλησίασαν. Ο Βαράσγκιλ έπιασε τους γάντζους των αλυσίδων επάνω στο σκάφος του και φώναξε να το σηκώσουν. Οι επιβάτες της άλλης βάρκας πήγαν στην ανεμόσκαλα, αρχίζοντας να σκαρφαλώνουν. Η Φαίδρα φώναξε στον Όρκιβελ: «Περιμένουμε ακόμα τον Φέκταρελ και την Έρικα!»

«Δε μπορούμε να περιμένουμε! Πού σκατά είναι;»

«Αναδύονται τώρα! Δε μπορείς να φύγεις χωρίς αυτούς!»

Και τα λόγια της σχεδόν πνίγηκαν από τους δύο κανονιοβολισμούς που έπεσαν κοντά στο κουρσάρικο.

Οι πειρατές άρχισαν να φωνάζουν. Κάποιοι τούς πυροβολούσαν από την ακτή! Έστρεψαν δύο δικά τους κανόνια προς τα εκεί και ανταπέδωσαν τις ριπές, ενώ κι άλλοι κανονιοβολισμοί έπεφταν από τους εχθρούς τους. Μια οβίδα χτύπησε το Σπαθί του Ωκεανού στο πλάι, ευτυχώς χωρίς να προκαλέσει σοβαρή ζημιά αλλά τραντάζοντάς το. Ένας απ’αυτούς που σκαρφάλωναν την ανεμόσκαλα έπεσε στο νερό, ουρλιάζοντας.

«Εδώ είμαστε!» του φώναξε η Φαίδρα πηγαίνοντας τη βάρκα της κοντά του κι αφήνοντας τους άλλους να τον τραβήξουν επάνω. «Μη φοβάσαι, εδώ είμαστε!»

Η πρώτη βάρκα είχε ήδη υψωθεί στο κατάστρωμα του Σπαθιού του Ωκεανού από το βαρούλκο, ενώ οι τελευταίοι επιβάτες της άλλης σκαρφάλωναν την ανεμόσκαλα.

«Φαίδρα!» φώναξε ο Όρκιβελ, δυνατά, ώστε ν’ακουστεί πάνω από τους κανονιοβολισμούς. «Πιάσε τους γάντζους στο σκάφος σου! Τώρα, γαμώ τις Λάμιες! ΤΩΡΑ!»

Η μάγισσα, όμως, εξακολουθούσε να κοιτά στη θάλασσα, για τον Φέκταρελ.

«ΦΑΙΔΡΑ!» γκάριξε ο Όρκιβελ. «Πιάσε τους γάντζους στη βάρκα σου αλλιώς φεύγω από δω και σας αφήνω!»

Η Φαίδρα δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στους ανθρώπους που βρίσκονταν στο πλεούμενο μαζί της. Πλησίασε τη βάρκα στις αλυσίδες του βαρούλκου και είπε στους δούλους και τους υπαλλήλους του ορυχείου να πιάσουν τους γάντζους επάνω στο σκάφος. Εκείνοι αμέσως υπάκουσαν.

Η Φαίδρα συνέχιζε να έχει το βλέμμα της στραμμένο στη θάλασσα, ψάχνοντας, ψάχνοντας. Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων περιστρεφόταν και γρύλιζε μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της, νιώθοντας την ανησυχία της κυράς της και μη μπορώντας να ηρεμήσει – κάποιον ήθελε να κομματιάσει!

Η βάρκα άρχισε να υψώνεται στο πλάι του κουρσάρικου, ενώ τα κανόνια βρυχούνταν και μεγάλη πίδακες νερού σηκώνονταν.

«Φεύγουμε!» φώναξε ο Όρκιβελ στο πλήρωμά του. «Φεύγουμε!»

«ΟΧΙ!» ούρλιαξε η Φαίδρα. «ΠΕΡΙΜΕΝΕ!»

Αλλά εκείνος την αγνόησε· το Σπαθί του Ωκεανού άρχισε ν’απομακρύνεται, για να βγει από την εμβέλεια των εχθρικών κανονιών.

Η Πολεμική Καρδιά πρότεινε στη Φαίδρα να την αφήσει να πηδήσει έξω από τη φυλακή της για να τους λιανίσει όλους!

Η Φαίδρα κοίταζε τη θάλασσα. Βγείτε, γαμώ τις Λάμιες! Βγείτε!

Δε μπορεί νάχουν πνιγεί… Δε μπορεί νάχουν πνιγεί… Και κυρίως για τον Φέκταρελ ανησυχούσε. Την Έρικα ας την έπαιρνε το Πεπρωμένο των Δαιμόνων. Όχι, βέβαια, πως αυτό ήταν κάτι που η Φαίδρα ευχόταν – την είχε πια συνηθίσει μαζί με τους Ζωντανούς-Νεκρούς – αλλά αν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σ’εκείν–

Ένα φως στη θάλασσα!

Ένας φακός που αναβόσβηνε.

«Όρκιβελ!» φώναξε η Φαίδρα. «Εκεί! Όρκιβελ!» Πήδησε έξω από τη βάρκα, που ήταν σηκωμένη στο πλάι του κουρσάρικου, κι έτρεξε προς τα εκεί όπου στεκόταν ο αρχιπειρατής επάνω στο κατάστρωμα. «Φως! Όρκιβελ! Φως!» Έδειχνε με το χέρι της.

Ο Μουντζουρωμένος ύψωσε το κιάλι του και κοίταξε. «Δύο άνθρωποι. Κι ο ένας πρέπει νάναι η Έρικα – έχει ξανθά μαλλιά.» Κατεβάζοντας το κιάλι, φώναξε προς τη γέφυρα: «Πάμε πίσω! Πίσω! Στο φως που αναβοσβήνει! Στο φως!»

«Τα κανόνια, ρε Μουντζουρωμένε!» ήρθε μια φωνή από τη γέφυρα.

«Έχουμε δυο ακόμα ανθρώπους να πάρουμε απ’τη θάλασσα! Στο φως – κουνήσου, Αλέξανδρε!»

Το Σπαθί του Ωκεανού κατευθύνθηκε προς τα εκεί όπου έκανε σινιάλο με τον φακό της η Έρικα, και η Φαίδρα είχε πάει στην κουπαστή κοιτάζοντας για να βεβαιωθεί ότι ο Φέκταρελ ήταν μαζί της. Και βεβαιώθηκε. Ήταν λίγο δύσκολο να τον διακρίνεις, έτσι κατάμαυρος καθώς ήταν, αλλά δεν μπορεί να ήταν άλλος. Η Φαίδρα αναστέναξε, νιώθοντας ένα βάρος να φεύγει από το στήθος της.

Οι κανονιοβολισμοί άρχισαν πάλι, κι από τις δυο μεριές· και κάποια πειρατίνα φώναξε: «Καπ’τάνιε, έρχονται σκάφη!»

Του Αρχισυγκλητικού κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκε η Φαίδρα χωρίς να κοιτάξει καθόλου προς τα βόρεια. Κοίταζε τον Φέκταρελ και την Έρικα να πλησιάζουν το πλάι του κουρσάρικου και να πιάνονται στην ανεμόσκαλα, ανεβαίνοντας.

Η φωνή του Όρκιβελ ήρθε στ’αφτιά της: «Δύο ιστιοφόρα κι ένα μηχανοκίνητο πλοιάριο. Δε μας προφταίνουν. Φεύγουμε! Φεύγουμε!»

Το Σπαθί του Ωκεανού απομακρυνόταν ξανά, καθώς η Έρικα κι ο Φέκταρελ έφταναν επάνω, στο κατάστρωμά του.

Η Φαίδρα τον αγκάλιασε, φιλώντας το μάγουλό του, αλμυρό από το νερό της θάλασσας. «Γιατί αργήσατε τόσο;»

«Δεν ήταν μικρό το βάθος,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και το υποθαλάσσιο ρεύμα μάς παρέσυρε μέσα στο ορυχείο όταν διαλύσαμε το υδροπλαστικό.» Δεν ακουγόταν και τόσο λαχανιασμένος, σ’αντίθεση με την Έρικα που βαριανάσαινε ηχηρά και δεν μπορούσε να μιλήσει καθόλου. Πρέπει να είχαν κολυμπήσει σαν παλαβοί, συμπέρανε η Φαίδρα.

Ο Όρκιβελ ήρθε κοντά τους. «Είναι, λοιπόν, ιστορία τα Ορυχεία Ιπταερίου;»

Η Έρικα κατένευσε. «Ναι,» κατάφερε να αρθρώσει.

Ο Όρκιβελ τής πρόσφερε ένα ανοιχτό φλασκί.

Η Έρικα μύρισε το ποτό από το στόμιο και μετά ήπιε. «…Φχαριστώ,» είπε, κι έβηξε.

«Πρέπει να μας πληρώσεις καλά γι’αυτή την ιστορία,» της είπε ο Όρκιβελ. «Τελικά υπήρχαν κανόνια στην ακτή – και εχθρικά πλοία επίσης. Έχουμε πάθει ζημιές.»

Η Έρικα αναστέναξε, και ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το φλασκί.

«Μην κάνεις ότι δεν ακούς!» της είπε ο Όρκιβελ.

«Θα σας πληρώσω,» υποσχέθηκε η Έρικα, κλείνοντας το φλασκί κι επιστρέφοντάς το στον πειρατή.

Ο Όρκιβελ ένευσε. «Είσαι εντάξει, τελικά. Πού θέλετε να σας αφήσω τώρα;»

«Κάπου για να ξεκουραστούμε.»

«Κι όλοι αυτοί;» Έδειξε, με το βλέμμα του, τους ανθρώπους από το ορυχείο.

«Οι μισοί είναι δούλοι, οι άλλοι μισοί υπάλληλοι του ορυχείου. Προτείνω να τους αφήσεις να φύγουν. Τους υποσχέθηκα ασφάλεια.» Η Έρικα είχε πια βρει τη μιλιά της.

«Αν οι δούλοι θέλουν να μείνουν μαζί μας; Να γίνουν σαν εμάς, πειρατές;»

«Δεν έχω πρόβλημα μ’αυτό,» αποκρίθηκε η Έρικα μειδιώντας λιγάκι λοξά.

«Άψογα,» είπε ο Όρκιβελ, επιστρέφοντάς της το μειδίαμα αν και καθόλου λοξά.

«Τους υπαλλήλους δεν θα τους πειράξεις, όμως…»

«Σύμφωνοι. Θα τους αφήσω σ’ένα από τα νησιά που βρίσκονται κοντά στην Κάρνατεβ, μαζί μ’όσους δούλους θέλουν να μείνουν επίσης εκεί, και μετά μπορούν να επιστρέψουν στην πόλη μόνοι τους.»

Η Έρικα έγνεψε καταφατικά, κι έτεινε πάλι το χέρι της προς το φλασκί του. «Μπορώ να έχω λίγο ακόμα;» Το κρασί ήταν καλό, είχε διαπιστώσει.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Έβδομο
Πίσω από τη Δεξίωση

Στη βίλα του Αρχισυγκλητικού κόσμος ήταν συγκεντρωμένος απόψε. Η σύζυγος του Βέργκεδελ, η Βελτράθνα, είχε τα γενέθλιά της, και δεξίωση γινόταν για την περίσταση. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί της Κάρνατεβ βρίσκονταν εδώ (αν και όχι όσοι ήταν ακραία εναντίον του παρόντος Αρχισυγκλητικού, όπως ο Έρθαλρωντ και η Λαρβάκι), πολλοί πλούσιοι επιχειρηματίες, πλοιοκτήτες, και γαιοκτήμονες, δημοσιογράφοι (που, εκτός των άλλων, είχαν έρθει και για να γράψουν αργότερα στις στήλες τους για το συγκεκριμένο κοσμικό γεγονός), αξιωματικοί της Φρουράς της Κάρνατεβ, ο Πολέμαρχος Φερλίμον και κάποιοι άλλοι στρατιωτικοί που δεν βρίσκονταν στον πόλεμο με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, ορισμένοι ιερείς και ιέρειες του Κίονα του Φωτός, μερικοί διακεκριμένοι μονομάχοι της Αρένας της Κάρνατεβ (όχι δούλοι, φυσικά), μάγοι της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ (ανάμεσα στους οποίους και ο καινούργιος Αρχιμάγος, Σέρκαδελ’λι), τραπεζίτες του Χρηματικού Οίκου της Κάρνατεβ, και διάφοροι άλλοι, όπως ο επιστήμονας που είχε ανακαλύψει το ιπταέριο: ένας μεσήλικας, γαλανόδερμος άντρας, φανερά εξωδιαστασιακός (καταγόμενος από τη Βίηλ), ο οποίος ονομαζόταν Μαρνάβος – ένα όνομα παράξενο για τη Φεηνάρκια αλλά καθόλου παράξενο για τη Βίηλ. Κάνοντας έρευνες στη θαλάσσια περιοχή νότια της Κάρνατεβ, ο Μαρνάβος είχε προσέξει μυστηριώδεις φυσαλίδες να βγαίνουν στην επιφάνεια του νερού, και ψάχνοντας περισσότερο είχε βρει ότι κάποιου είδους αέριο προερχόταν από ένα μικρό άνοιγμα στον πυθμένα. Είχε, τότε, ζητήσει βοήθεια από τη σύζυγό του, Σιγκίκρα’φεν – μια ντόπια μάγισσα του τάγματος των Γαιοδιφών – για να συνεχίσει τις έρευνές του στο υπέδαφος του πυθμένα της θάλασσας· κι έτσι είχαν ανακαλύψει το ιπταέριο και, σύντομα, είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα μπορούσε να φανεί πολύ χρήσιμο.

Ο Βέργκεδελ θεωρούσε αυτούς τους δύο ανθρώπους σωτήρες της Κάρνατεβ. Είχαν έρθει αμέσως να του πουν για το αέριο που είχαν βρει, και για το τι μπορούσε να κάνει. Δεν είχε περάσει από το μυαλό τους η στρατιωτική του χρήση, φυσικά, αλλά, όταν ο Βέργκεδελ και ο Φερλίμον το σκέφτηκαν μαζί για λίγο, δεν άργησαν να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι θα εξυπηρετούσε πολύ στον πόλεμο. Αν το αέριο αυτό ήταν τόσο δυνατό όσο ισχυριζόταν ο Μαρνάβος, τα άρματα μάχης της Κάρνατεβ θα μπορούσαν να πετάνε! Έτσι, ύστερα από κάποιο σχεδιασμό, τα αεροχήματα είχαν γεννηθεί. Πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα η ισχύς της Κάρνατεβ να πολλαπλασιαστεί σ’όλη την ευρύτερη περιοχή και αρκετές κατακτήσεις μικρότερων πόλεων να γίνουν πολύ γρήγορα. Ορισμένοι, μάλιστα, μιλούσαν από τώρα για την αναγέννηση του αρχαίου Βασιλείου της Έλγκοροβ, που κάποτε έφτανε ώς εδώ, στην Κάρνατεβ. Και μ’αυτή την αναγέννηση, η Κάρνατεβ τώρα θα ήταν πρωτεύουσά του, όχι η Έλγκοροβ. Θα ήταν το Βασίλειο της Κάρνατεβ!

Ο Βέργκεδελ θεωρούσε τέτοια λόγια λιγάκι τραβηγμένα, ή, τουλάχιστον, πρόωρα. Αναμφίβολα, όμως, το ιπταέριο τούς είχε βοηθήσει αξιοσημείωτα. Και εκείνον τον είχε κάνει ακόμα πιο ισχυρό πολιτικό απ’ό,τι ήδη ήταν.

Ο Μαρνάβος και η Σιγκίκρα’φεν είχαν, ασφαλώς, ανταμειφθεί πλούσια για την ανακάλυψή τους, αλλά πλέον κανένας δεν τους έδινε πολύ σημασία παρά μόνο σε περιστάσεις σαν ετούτη τη δεξίωση, όπου κάποιοι – συνήθως πολιτικοί προσκείμενοι στον Βέργκεδελ – τους συνέχαιραν για το ιπταέριο και δημοσιογράφοι τούς ρωτούσαν πώς αισθάνονταν για τα αποτελέσματα που είχε επιφέρει στην πόλη. Πρόσφατα, δε, τους είχαν ζητήσει να σχολιάσουν αυτά που ισχυριζόταν ο Αβέρναλ και άλλοι, ότι το ιπταέριο προκαλούσε μεταλλάξεις, ότι ήταν επικίνδυνο για την Κάρνατεβ, όχι ωφέλιμο. Ο Μαρνάβος και η Σιγκίκρα’φεν είχαν, φυσικά, απορρίψει τέτοια λόγια ως λανθασμένα. Τα είχαν αποδώσει σε «ευφάνταστα μυαλά», σε «πολιτικούς αντιπάλους του Αρχισυγκλητικού», και σε «πράκτορες άλλων συμφερόντων».

Επί του παρόντος, οι δυο τους ήταν απλώς αναμιγμένοι με τους υπόλοιπους καλεσμένους του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ, καπνίζοντας και πίνοντας.

Η μεγάλη σάλα της βίλας του Βέργκεδελ έμοιαζε ευρύχωρη ακόμα και με τόσο κόσμο συγκεντρωμένο εδώ. Τέσσερα πολύφωτα κρέμονταν από το ταβάνι γεμάτα ενεργειακά φώτα, και μια γιγαντο-οθόνη βρισκόταν σ’έναν τοίχο, παρουσιάζοντας σκηνές από φωτογραφίες άλλων διαστάσεων (τις οποίες ο Βέργκεδελ είχε ακριβοπληρώσει για να αποκτήσει). Τα μεγάλα ηχεία του ηχοσυστήματος γέμιζαν την αίθουσα με τοπικά τραγούδια αλλά και με τραγούδια από άλλες διαστάσεις – ανάμεσα στα οποία και ορισμένων πολύ γνωστών συγκροτημάτων της Βίηλ (Φως από το Σχίσμα, Κολοσσοί Λιμνόβιοι) και της Σεργήλης (Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, Κραυγαλέες Αλεπούδες). Μυρωδιές διάφορων αρωματικών καπνών και ψητών φαγητών πλανιόνταν στον αέρα, αναμιγμένες με γυναικεία αρώματα. Γέλια και φωνές αντηχούσαν.

Ο Βέργκεδελ μιλούσε με τη Ναλθήρη – παιδική του φίλη και Συγκλητικό – τον Πολέμαρχο Φερλίμον, τον Συγκλητικό Σέθτενιρ, και δύο ακόμα παλιούς φίλους του, εξηγώντας τους γιατί είχε στοιχηματίσει στην Ταλράνδη τη Φεγγαροχτυπημένη προτού γίνει γνωστή στην Αρένα, πώς το ήξερε από τότε ότι ήταν αξιόλογη ως μονομάχος. «Το ξεχωρίζεις από τον τρόπο που μάχεται κανείς από την πρώτη του μάχη κιόλας. Και ακόμα κι ο Εύβουλος, ο μισθοφόρος, συμφώνησε μαζί μου όταν του το είπα…»

Ο Ζαώρδιλ, ο Οικονόμος της βίλας του Βέργκεδελ, πλησίασε τον Αρχισυγκλητικό και ψιθύρισε στ’αφτί του: «Άρχοντά μου, σας ζητούν στον δίαυλο. Από τη βάση κοντά στα ορυχεία. Έγινε… κάποιο επεισόδιο, λένε.»

Ο Βέργκεδελ στράφηκε να τον κοιτάξει, συνοφρυωμένος. «Τι επεισόδιο;»

«Ζητάνε εσάς, προσωπικά, Άρχοντά μου.»

Επεισόδιο. Κοντά στα ορυχεία. Στο μυαλό του Βέργκεδελ ήρθαν αμέσως αυτά που του είχε πει ο Άσλατμιρ για το σχέδιο της Έρικας Σάλκερκοφ να καταστρέψει τα Ορυχεία Ιπταερίου. Δε μπορεί, όμως, εκείνη να είχε κάνει κάτι – όχι τόσο σύντομα, αναμφίβολα! Θα φοβόταν. Και έχω ούτως ή άλλως επαρκή φύλαξη!

Είπε στους άλλους: «Με συγχωρείτε. Επιστρέφω αμέσως.» Και μπορούσε να δει ότι ο Φερλίμον τον ατένιζε προβληματισμένα, σαν να είχε καταλάβει ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Ο Βέργκεδελ, όμως, δεν κάθισε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις· απομακρύνθηκε, με τον Ζαώρδιλ στο κατόπι του, διασχίζοντας τη δεξίωση.

Πέρασε κοντά από εκεί όπου καθόταν η Βελτράθνα, σ’έναν χαμηλό σοφά, με δύο φίλες της κοντά της, καθώς κι αρκετούς άλλους καλεσμένους γύρω, ανάμεσα στους οποίους ο Βέργκεδελ διέκρινε και δύο που ήξερε ότι ήταν πρώην επαναστάτες όπως η σύζυγός του. Ο ένας κάποτε έλεγαν ότι είχε επαφές με τον πειρατή Χίρμωντ, έναν Πρόμαχο της Επανάστασης, που είχε προκαλέσει αρκετά προβλήματα στους Παντοκρατορικούς στον Ωκεανό, αλλά τώρα δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου. Η Βελτράθνα είχε πει στον Βέργκεδελ ότι ήθελε πλέον να ξεκουραστεί.

(«Είναι, εξάλλου, μεγάλος πια, τι νομίζεις; Και κατά την καταστροφή της Νουρβάλης είχε ταλαιπωρηθεί πολύ· είχε χάσει το αριστερό του μάτι, όταν οι Παντοκρατορικοί τον βασάνισαν.»

«Ήταν εκεί όταν η Νουρβάλη καταστράφηκε;» είχε πει, έκπληκτος, ο Βέργκεδελ. Τώρα, όλοι ήξεραν τη Νουρβάλη για ερειπιώνα όπου μονάχα ένας πελώριος θεός κατοικούσε – ένας δαίμονας που έμοιαζε με ανάμιξη ερπετού και ψαριού, ο οποίος έλεγαν πως πέτρωνε τους ανθρώπους με το βλέμμα του. Γι’αυτό κιόλας η Νουρβάλη είχε ονομαστεί Πόλη των Αγαλμάτων.

«Φυσικά και ήταν εκεί. Μπορεί, μάλιστα, η πόλη να καταστράφηκε εξαιτίας του. Τον είχαν αιχμαλωτίσει οι Παντοκρατορικοί, και οι επαναστάτες πήγαν να τον σώσουν…» Και η Βελτράθνα είχε διηγηθεί στον σύζυγό της ό,τι ήξερε από εκείνη την παλιά ιστορία.)

Όταν ο Βέργκεδελ έφτασε στο γραφείο του μαζί με τον Ζαώρδιλ, μακριά από την αίθουσα της δεξίωσης, αλλά όχι τόσο μακριά ώστε να μην ακούγεται έντονα η φασαρία ώς εδώ, έπιασε το ακουστικό του τηλεπικοινωνιακού διαύλου και το έφερε στο αφτί του.

«Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ· λέγετε,» είπε.

«Άρχοντά μου,» ακούστηκε μια αντρική φωνή, «είμαι ο Θέτερνιλ, από τη βάση κοντά στα ορυχεία–»

«Τι συνέβη;»

«Άρχοντά μου…» Ο μισθοφόρος κόμπιασε. «Τα ορυχεία… Το υδροπλαστικό καταστράφηκε. Το άνοιγμα έκλεισε. Και πλησίασε ένα πλοίο για να πάρει κάποιες βάρκες που είχαν μόλις βγει από εκεί· το πυροβολήσαμε με τα κανόνια αλλά δεν καταφέραμε να το βουλιάξουμε – ήταν μακριά. Και τα σκάφη μας, βγαίνοντας από τον όρμο όπου ήταν κρυμμένα, δεν μπορούσαν να το προλάβουν. Ιστιοφόρα και τα δύο, και ένα μόνο μηχανοκίνητο πλοιάριο…»

Τα τελευταία λόγια του Θέτερνιλ ο Βέργκεδελ ίσα που τα άκουσε. Το υδροπλαστικό! Αν είχε καταστραφεί το υδροπλαστικό, τότε τα ορυχεία είχαν καταστραφεί επίσης! Εκτός αν η θύρα ασφαλείας τα είχε σώσει. Αλλά υποψιαζόταν πως μάλλον αυτό δεν θα είχε συμβεί· δεν ήταν κάποιο ατύχημα – ήταν δολιοφθορά. Η Έρικα Σάλκερκοφ είχε, τελικά, επιτεθεί, κι αυτοί οι ηλίθιοι που φρουρούσαν τα ορυχεία δεν είχαν καταφέρει να τη σταματήσουν!

«Θες να πεις ότι το πλοίο τους ήταν μηχανοκίνητο;» γρύλισε ο Βέργκεδελ, τώρα συνειδητοποιώντας τι είχε πει στο τέλος ο Θέτερνιλ.

«Δίχως αμφιβολία, Άρχοντά μου. Και τώρα έχει απομακρυνθεί. Περιμένουμε διαταγές από εσάς…»

«Αφήσατε τα ορυχεία να καταστραφούν!» φώναξε ο Βέργκεδελ. «Τι διαταγές περιμένεις, ηλίθιε;»

«Άρχοντά μου, εμείς ήμασταν επάνω… Αυτοί που ήταν κάτω….»

«Στείλε δύτες. Να δουν αν η είσοδος των ορυχείων έκλεισε αυτόματα ή αν τα ορυχεία έχουν πλημμυρίσει.»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»

Ο Βέργκεδελ τερμάτισε την επικοινωνία πατώντας ένα πλήκτρο επάνω στον δίαυλο. «Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» καταράστηκε.

*

Έστειλε τον Οικονόμο της βίλας να καλέσει τον Αρχιμάγο στο γραφείο του, και ο Σέρκαδελ’λι άφησε τη μεγάλη αίθουσα της δεξίωσης και ήρθε.

«Άρχοντα Βέργκεδελ…» είπε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Ο Βέργκεδελ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του γραφείου. «Ο Άρδαλον’λι σού είπε ψέματα. Η Έρικα Σάλκερκοφ ήταν εδώ.»

«Το υποπτευόμουν ότι με κοροϊδεύει προκειμένου να βρει ευκαιρία να ξεφύγει. Παρότι έχουμε κάνει πολλές βόλτες στην πόλη τις τελευταίες ημέρες, ισχυρίζεται ότι ακόμα δεν έχει κατορθώσει να την εντοπίσει. Οι πράκτορές σου ήταν που τη βρήκαν;»

«Κανένας δεν τη βρήκε! Τα ορυχεία, όμως, καταστράφηκαν!»

Η όψη του Σέρκαδελ’λι σκοτείνιασε. «Μην αστειεύεσαι–»

«Δεν αστειεύομαι, Σέρκαδελ,» τον διαβεβαίωσε ο Βέργκεδελ. «Πριν από λίγο με ενημέρωσαν ότι, μες στη νύχτα, το υδροπλαστικό διαλύθηκε και τα ορυχεία τώρα είναι πλημμυρισμένα. Έστειλαν κάτω δύτες και το είδαν με τα μάτια τους. Βάρκες βγήκαν από το υδροπλαστικό λίγο προτού αυτό διαλυθεί, κι ένα πλοίο τις πήρε. Οι πειρατές για τους οποίους μας είχε πει ο Άσλατμιρ. Και οι δικοί μας άνθρωποι δεν κατάφεραν να τους σταματήσουν· το σκάφος τους ήταν μηχανοκίνητο! Μια λεπτομέρεια που ο Άσλατμιρ παρέλειψε να μας αναφέρει· ή δεν το ήξερε, ίσως.»

Ο Σέρκαδελ’λι κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του Αρχισυγκλητικού, μοιάζοντας συλλογισμένος. «Και… τώρα τι σκέφτεσαι να…; Θα ξανανοίξεις τα ορυχεία; Θα…;»

«Καταλαβαίνεις τι έξοδα απαιτούνται για να ανοίξουν πάλι τα ορυχεία;» είπε ο Βέργκεδελ, εξακολουθώντας να στέκεται. «Και ο πόλεμος με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων βρίσκεται εν εξελίξει!» Πώς θα συνεχίσουμε να εφοδιάζουμε τα αεροχήματά μας; Σύντομα το ιπταέριο θα μας τελειώσει.

«Δεν ξέρω τι να προτείνω…» είπε ο Σέρκαδελ’λι. «Ο Πολέμαρχος… μίλησες μαζί του;»

Ο Βέργκεδελ κάθισε στην πολυθρόνα του. «Όχι ακόμα.» Άναψε τσιγάρο. «Σε κάλεσα για να σου πω να σκοτώσεις τον Άρδαλον’λι το συντομότερο δυνατό. Αν είναι επικίνδυνος όπως ισχυρίζεσαι, δεν τον θέλω μες στην πόλη μου.»

«Επικίνδυνος σίγουρα είναι…» Ο Σέρκαδελ ακόμα φαινόταν σκεπτικός.

«Πιστεύεις ότι μπορεί να έχει καμια άλλη χρησιμότητα;»

«Θα τον σκότωνα εξαρχής, αν δεν νομίζαμε ότι μπορούσε να μας δώσει επιπλέον πληροφορίες…»

«Δεν έχει δώσει, όμως, καμία πληροφορία!» τόνισε ο Βέργκεδελ. «Και τόσες μέρες σε κοροϊδεύει. Δεν έχει εντοπίσει την Έρικα Σάλκερκοφ με τη μαγεία του.»

«Αν όμως ξέρει περισσότερα για το δίκτυό της απ’ό,τι λέει;» είπε ο Σέρκαδελ’λι.

«Βασάνισέ τον, τότε. Κάνε τον να μιλήσει. Δε θέλω να υπάρχει κάποιο σκιώδες δίκτυο μέσα στην Κάρνατεβ το οποίο με υπονομεύει!»

«Να μην τον σκοτώσω, δηλαδή;» Ο Σέρκαδελ’λι έμοιαζε στοιχειωμένος από αμφιβολίες.

Τον φοβάται αυτόν τον Άρδαλον’λι, παρατήρησε ο Βέργκεδελ. Τόσο ισχυρό τον θεωρεί; Τόσο πανούργο; «Φοβάσαι ότι μπορεί να σου ξεφύγει όσο τον βασανίζεις;»

«Αποκλείεται να συμβεί αυτό!» είπε αμέσως ο Αρχιμάγος σαν να είχε προσβληθεί.

Ο Βέργκεδελ τίναξε στάχτη μέσα στο τασάκι. «Κάνε τον, λοιπόν, να σου πει όλα όσα ξέρει για το δίκτυό της. Και καλό θα ήταν ν’αρχίσεις από απόψε, Σέρκαδελ.»

Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ κατένευσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα κι έφυγε από το γραφείο.

Αυτή η καταραμένη, η Έρικα Σάλκερκοφ, πρέπει να εργάζεται για κάποιον από τους εχθρούς μου, σκέφτηκε ο Βέργκεδελ. Σίγουρα είναι με το μέρος του Βασιληά Ράνελμον, αλλά, για να μπορεί να διατηρεί δίκτυο κατασκόπων στην Κάρνατεβ, μάλλον έχει την υποστήριξη και κάποιου μέσα από την πόλη.

Αυτός ο γιος Λάμιας, πάλι; Ο Έρθαλρωντ; Αυτός τα έχει κανονίσει; Ούτε για το καλό της πατρίδας του δεν ενδιαφέρεται, το καθίκι; Μόνο να νικήσει εμένα σκέφτεται; «Έφτασε ακόμα και να συνεργάζεται με πρώην Παντοκρατορικούς, ο γαμημένος!» μούγκρισε ο Βέργκεδελ σβήνοντας απότομα το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι.

«Ζαώρδιλ!» φώναξε. «Ζαώρδιλ!»

Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Οικονόμος μπήκε. «Άρχοντά μου…»

«Ειδοποίησε τον Πολέμαρχο Φερλίμον. Πες του νάρθει αμέσως εδώ.»

«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»

«Ζαώρδιλ! Στάσου.»

Ο Οικονόμος στάθηκε στο κατώφλι, γυρίζοντας πάλι προς τον Αρχισυγκλητικό. «Άρχοντά μου…»

«Ειδοποίησε και τη σύζυγό μου. Τη θέλω κι αυτήν εδώ.» Ήταν δαιμόνια· μπορεί να σκεφτόταν κάποιο κόλπο για να πιάσουν αυτή την καταραμένη σκρόφα, την Έρικα Σάλκερκοφ. Άλλωστε, η Βελτράθνα κάποτε πολεμούσε τέτοιους πράκτορες της Παντοκράτειρας, έτσι δεν ήταν;

«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» ένευσε ο Οικονόμος, κι έφυγε.

*

Ο Αρχισυγκλητικός τούς είχε αγοράσει ένα ρετιρέ, σε μια πολυκατοικία που δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από τη βίλα του. Μια πολυκατοικία που, όπως κι άλλες αυτής της πλούσιας περιοχής της πόλης, είχε όψη πολυτελή και όμορφη. Επίσης, ο Αρχισυγκλητικός τούς είχε προσφέρει την προστασία που τους είχε υποσχεθεί – για την απίθανη περίπτωση που η Έρικα κατάφερνε να τους εντοπίσει εδώ. Στις πόρτες και στα παράθυρα του διαμερίσματός τους υπήρχαν αισθητήρες, κρυφά τοποθετημένοι, οι οποίοι έμπαιναν σε λειτουργία με το γύρισμα ενός απλού διακόπτη στο εσωτερικό του σπιτιού, και οι οποίοι ειδοποιούσαν αμέσως αν γινόταν εισβολή, όχι μόνο αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα αλλά και τους φρουρούς του ίδιου του Αρχισυγκλητικού, στη βίλα του. Επιπλέον, προς το παρόν, στο από κάτω διαμέρισμα ήταν τοποθετημένοι πέντε μισθοφόροι, και θα βρίσκονταν εκεί για κάποιον καιρό: ώσπου να βεβαιώνονταν όλοι ότι η Έρικα δεν θα έβρισκε εδώ τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ. Ο συναγερμός ήταν ρυθμισμένος να ειδοποιήσει κι αυτούς, σε περίπτωση ανάγκης.

Μέχρι στιγμής, τέσσερις ημέρες είχαν περάσει και τίποτα δεν είχε συμβεί.

Ο Άσλατμιρ, βέβαια, δεν ήταν εφησυχασμένος, γιατί, απ’ό,τι είχε μάθει, ο Φέκταρελ, η Φαίδρα’λι, και η Σανκάρλι’μορ είχαν ξεφύγει από τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού ύστερα από την παγίδα που τους είχε στήσει. Κι αν είχαν αμφιβολίες για εμένα και τη Σέρυ, τώρα θα είναι βέβαιοι πως τους προδώσαμε. Και θα θέλουν εκδίκηση. Δεν ήταν εύκολο να είσαι εφησυχασμένος γνωρίζοντας κάτι τέτοιο, ακόμα και έχοντας την προστασία του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ. Ουσιαστικά, ο μόνος που είχε αιχμαλωτιστεί ήταν ο Άρδαλον’λι. Κι ευτυχώς. Γιατί, αν κι ο μάγος τριγύριζε ελεύθερος, ο Άσλατμιρ θα το σκεφτόταν πολύ σοβαρά να εγκαταλείψει την πόλη και να πάει όσο πιο μακριά από εδώ μπορούσε.

Καθόταν τώρα στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του και κάπνιζε μέσα στη νύχτα, έχοντας πανοραμική θέα της Κάρνατεβ από το ρετιρέ του όγδοου ορόφου. Ο Κίονας του Φωτός – ο θεός της πόλης – κατερχόταν από τους ουρανούς σαν ενεργειακή λεπίδα, κάποια χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Στα βόρεια, ένα ελικόπτερο φαινόταν να πλησιάζει τον Αερολιμένα της Κάρνατεβ.

Η Σέρυ παρουσιάστηκε στη μπαλκονόπορτα παραμερίζοντας την κουρτίνα που είχαν τραβηγμένη για να μη μπαίνουν τα έντομα. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» ρώτησε. Φορούσε ένα φόρεμα από κόκκινο δέρμα, το οποίο είχε λεπτές τιράντες και άφηνε τους λευκόδερμους ώμους και τα χέρια της εκτεθειμένα. Στην αριστερή μεριά είχε ένα σκίσιμο από το γόνατο ώς τον ποδόγυρο· στη δεξιά μεριά, ένα σκίσιμο από τον μηρό ώς τον ποδόγυρο, το οποίο πιανόταν με διχτυωτά κορδόνια. Η Σέρυ δεν φορούσε ζώνη, ούτε κοσμήματα, ούτε παπούτσια. Ήταν η έκτη αμφίεση που άλλαζε μέσα στην τελευταία ώρα. Είχε αγοράσει ένα σωρό ρούχα με τα λεφτά που τους είχε δώσει ο Αρχισυγκλητικός.

«Είσαι σαν εξωδιαστασιακή τυλιγμένη με δέρμα Φεηνάρκιας,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

Η Σέρυ μειδίασε. «Υπάρχει περίπτωση να μη βρεις κάτι έξυπνο να πεις;»

Για την προηγούμενη αμφίεση – ένα κοντό υφασμάτινο, μαύρο φόρεμα ενωμένο με μανδύα – της είχε πει Σε κάνει σαν κόσμημα της νύχτας· για την προ-προηγούμενη – ένα εφαρμοστό, καφέ, δερμάτινο παντελόνι και μια μπλούζα που, ουσιαστικά, ήταν στηθόδεσμος με λουριά γύρω από τη μέση και τον λαιμό – Καυλώνεις ευνουχισμένο Μεγαθήριο· και για την προ-προ-προηγούμενη – διχτυωτή, μαύρη φούστα και αμάνικη μπλούζα με ψηλούς γιακάδες και μυτερό ντεκολτέ – Δαιμονική σαν Λάμια, και το ίδιο σαγηνευτική.

«Δεν ξέρω· μπορεί,» αποκρίθηκε τώρα ο Άσλατμιρ.

«Θα δούμε!» Η Σέρυ, ακόμα χαμογελώντας, στράφηκε προς το εσωτερικό του διαμερίσματος.

«Πού πας; Πάλι θ’αλλάξεις;»

Η Σέρυ γέλασε καθώς περνούσε τη μπαλκονόπορτα και τραβούσε την κουρτίνα. Άρχισε να βγάζει το φόρεμα. «Γίνομαι πολύ άτακτη;»

Ο Άσλατμιρ έβλεπε μόνο τη σκιά της πίσω από την κουρτίνα, κι αισθάνθηκε να καυλώνει.

«Γίνομαι πολύ άτακτη;» Το φόρεμα γλίστρησε από τη μέση της προς τα κάτω, και τώρα η φιγούρα της διακρινόταν γυμνή. Τελείως γυμνή; αναρωτήθηκε ακούσια ο Άσλατμιρ, μη μπορώντας να ξεχωρίσει εσώρουχα.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος του σπιτιού κουδούνισε.

«Δε μ’αρέσει αυτό…» είπε ο Άσλατμιρ, καθώς σηκωνόταν και παραμέριζε την κουρτίνα για να μπει στο διαμέρισμα. Τώρα, δεν είχε μάτια για τη γυμνή μορφή της Σέρυ.

«Γιατί;» τον ρώτησε εκείνη, ακολουθώντας τον μέσα στο σπίτι, προς τον δίαυλο που συνέχιζε να κουδουνίζει.

«Διότι, ποιος μπορεί να μας καλεί εδώ τέτοια ώρα; Και για ποιο λόγο; Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να είναι…»

Ο Άσλατμιρ πάτησε το κουμπί για την αποδοχή της κλήσης, και είπε χωρίς να σηκώσει το ακουστικό: «Μάλιστα;»

«Εγώ είμαι, Άσλατμιρ,» ακούστηκε η φωνή του Αρχισυγκλητικού από το μεγάφωνο του διαύλου. «Είναι όλα εντάξει;»

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου.»

«Ωραία. Χαίρομαι.» Κρίνοντας όμως από τη φωνή του δεν ήταν χαρούμενος. «Έλα στη βίλα μου. Τώρα. Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Με τη Σέρυ μαζί σου.»

«Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι. Μην καθυστερήσεις.» Η επικοινωνία τερματίστηκε.

Ο Άσλατμιρ στράφηκε στη Σέρυ, της οποίας το βλέμμα είχε αγριέψει. Είχε γίνει όπως όταν ήταν να αντιμετωπίσουν κάποιον κίνδυνο.

«Σ’το είπα ότι δε μ’άρεσε αυτό.»

*

Οι φρουροί της βίλας τούς περίμεναν. Από την πύλη του κήπου αμέσως τους οδήγησαν στο εσωτερικό, αλλά όχι από την κεντρική είσοδο: από μια πλαϊνή πόρτα. Μουσική ακουγόταν, και ομιλίες, γέλια. Κάποια δεξίωση γίνεται, συμπέρανε ο Άσλατμιρ, βέβαιος ότι ο Αρχισυγκλητικός δεν τους είχε καλέσει γι’αυτό. Οι φρουροί τούς οδήγησαν στο γραφείο του, όπου, εκτός από τον Βέργκεδελ, βρίσκονταν και δύο άλλοι άνθρωποι: ο Πολέμαρχος Φερλίμον και η Βελτράθνα, η σύζυγος του Αρχισυγκλητικού, την οποία ούτε ο Άσλατμιρ ούτε η Σέρυ συμπαθούσαν. Όλοι τους στέκονταν· κανένας δεν καθόταν.

«Γιατί δεν μας είπατε ότι το πλοίο των πειρατών είναι μηχανοκίνητο;» απαίτησε ο Βέργκεδελ, με τον πελώριο σκύλο του, τον Λυσσασμένο, να βηματίζει κοντά του, απειλητικά. Δεν είχε μπει καν στον κόπο να τους χαιρετήσει.

Ο Άσλατμιρ σάστισε. «Ποιων… ποιων πειρατών;»

«Αυτών με τους οποίους συνεργάζεται η Έρικα!»

«Δεν ανέφερε τίποτα τέτοιο. Δεν ανέφερε καν ποιοι ακριβώς είναι! Αλλά γιατί…; Τι νόημα έχει τώρα…;»

«Κατέστρεψαν τα ορυχεία,» είπε ο Βέργκεδελ, επίπεδα, αγριοκοιτάζοντάς τους. Ο σκύλος του γρύλισε.

«Τα…; Πώς τα κατάφεραν; Σας προειδοποίησα, Άρχοντά μου, να είστε–»

«Νομίζεις ότι δεν είχαν βάλει φρουρούς;» τον διέκοψε απότομα ο Βέργκεδελ, μοιάζοντας να οργίζεται ακόμα περισσότερο. «Αλλά δεν πίστευα ότι θα εισέβαλλαν τώρα που ήξερα για το σχέδιό τους! Και το πειρατικό πλοίο ήρθε και τους πήρε προτού προλάβουν οι άνθρωποί μου να το κυνηγήσουν. Αν ήξερα ότι ήταν μηχανοκίνητο, αλλιώς θα είχα οργανώσει την άμυνά μου.»

«Δε γνωρίζαμε αν ήταν μηχανοκίνητο ή όχι, Άρχοντά μου…» είπε ο Άσλατμιρ, ελπίζοντας να μην κατηγορούσε ο Αρχισυγκλητικός εκείνον και τη Σέρυ για ό,τι είχε γίνει. Ο ίδιος φταίει! Έπρεπε να είχε προφυλάξει καλύτερα τα ορυχεία του, ο ανόητος! Τον προειδοποίησα ότι η Έρικα και οι σύμμαχοί της είναι επικίνδυνοι!

Ο Βέργκεδελ κοίταξε τη Βελτράθνα και τον Φερλίμον. Κανένας τους δεν μίλησε, αλλά ούτε αυτοί ατένιζαν τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ φιλικά – σαν το φταίξιμο να είναι δικό μας, μα τις Λάμιες!

Ο Βέργκεδελ είπε: «Η Έρικα σού είχε δώσει έναν τηλεπικοινωνιακό κωδικό, δεν σου είχε δώσει;»

«Ναι, αλλά τώρα….»

«Κάλεσέ την και πες της ότι σε είχα αιχμάλωτο και ότι κατάφερες να μου ξεφύγεις και θα τη συναντήσεις όπου εκείνη θέλει–»

«Άρχοντά μου, δεν πρόκειται να το πιστέψει! Είναι πολύ–»

«Κάνε ό,τι σου λέω!» πρόσταξε ο Βέργκεδελ. «Κάλεσέ την.»

«Ύστερα από ό,τι συνέβη με τον Φέκταρελ και τις δύο μάγισσες, η Έρικα θα έχει αλλάξει τους κωδικούς της.»

«Μη με κάνεις να επαναλάβω, Άσλατμιρ.»

Ο Άσλατμιρ αναστέναξε. Έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε την Έρικα. «Ο πομπός της είναι εκτός εμβέλειας,» παρατήρησε. «Δεν πρέπει να βρίσκεται μέσα στην πόλη. Ή ίσως να έχει αλλάξει τους κωδικούς της, όπως είπα.»

«Αναμενόμενο,» σχολίασε η Βελτράθνα.

«Το δίκτυό της, όμως, είναι εδώ· δεν μπορεί να έχει φύγει,» είπε ο Βέργκεδελ.

«Ναι, μάλλον, Άρχοντά μου,» συμφώνησε ο Άσλατμιρ.

«Κάποιος άνθρωπός της βρίσκεται στην Αρένα, έτσι δεν μας είπες;»

«Επειδή μας πήγαν εκεί, μες στη νύχτα, είναι λογικό, πιστεύω…»

«Δεν ξέρεις, όμως, κανέναν συγκεκριμένο πράκτορα του δικτύου της, σωστά;»

«Κανέναν, Άρχοντά μου.» Ο Άσλατμιρ είχε μια πολύ άσχημη αίσθηση για το πού πήγαινε η κουβέντα.

«Ας πούμε ότι ήσουν αιχμάλωτός μου,» υπέθεσε ο Βέργκεδελ, «και ότι ξέφυγες. Πού θα κατευθυνόσουν για να ζητήσεις βοήθεια από τους φίλους σου, τους πράκτορες της Έρικας;»

«Δεν είναι φίλοι μου. Κατά πάσα πιθανότητα θα έφευγα από την πόλη, αν ήμουν αιχμάλωτός σας και κατάφερνα να αποδράσω.»

«Δε θα μπορούσες να φύγεις από την πόλη· θα φρουρούσα τις πύλες πολύ καλά.»

Αν τις φρουρούσες τόσο καλά, πώς η Έρικα και οι άλλοι σού ξέφυγαν; «Θα προσπαθούσα, με κάθε τρόπο, να φτάσω στο λιμάνι και να μπαρκάρω σε κάποιο πλοίο. Κρυφά, κατά προτίμηση.»

Η Βελτράθνα μειδίασε. «Δεν είσαι τόσο ανόητος όσο φαίνεσαι, τελικά.»

«Ελπίζω αυτό να είναι φιλοφρόνηση, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

«Δε θα είχες χρήματα για να μπαρκάρεις σε κανένα πλοίο!» του είπε ο Βέργκεδελ.

«Ως λαθρεπιβάτης, τότε.»

«Κι όταν σ’έβρισκε ο καπετάνιος θα σε τάιζε στα ψάρια! Μην παίζεις μαζί μου, Άσλατμιρ· στην Αρένα δεν θα πήγαινες, αν ήθελες να ζητήσεις προστασία;»

«Δεν ξέρω κανέναν στην Αρένα. Απλώς εκεί μάς είχε πάει η Έρικα, εκείνη τη νύχτα…»

«Επειδή έχει τουλάχιστον έναν πράκτορά της εκεί· δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.»

«Ναι, πολύ πιθανόν…» Ο Άσλατμιρ ήθελε να φύγει από εδώ – τώρα – αλλά ήξερε ότι, δυστυχώς, αυτό ήταν αδύνατο. Τη γαμήσαμε. Ξανά. Γαμώ τις Λάμιες. Γαμώ.

«Επομένως,» κατέληξε ο Βέργκεδελ, «θα πήγαινες στην Αρένα ελπίζοντας ότι ο πράκτορας της Έρικας θα σε αναγνωρίσει, θα ειδοποιήσει την Έρικα, κι εκείνη θα σου προσφέρει βοήθεια.»

Ο Άσλατμιρ έμεινε σιωπηλός γιατί ήξερε πώς θα συνέχιζε ο Βέργκεδελ. Η Σέρυ πρέπει, επίσης, να είχε την ίδια υποψία· ο Άσλατμιρ την αισθανόταν τσιτωμένη πλάι του.

«Αυτό ακριβώς θα κάνεις, λοιπόν,» είπε ο Βέργκεδελ. «Κι οι δυο σας, δηλαδή. Θα πάτε στην Αρένα, ντυμένοι σαν να έχετε μόλις ξεφύγει από κάποιο μπουντρούμι, και θα δούμε τι θα συμβεί.»

«Είχατε υποσχεθεί, Άρχοντά μου, ότι θα μας προστατεύατε από τους ανθρώπους της Έρικας!» διαμαρτυρήθηκε ο Άσλατμιρ.

«Θα σας προστατέψω. Νομίζεις ότι θα σας αφήσω να πάτε στην Αρένα χωρίς να σας παρακολουθώ;»

Φυσικά, ο Άσλατμιρ δεν εννοούσε αυτό, και ήταν βέβαιος πως ο Βέργκεδελ το καταλάβαινε. Όμως δεν μπορούμε να του πούμε όχι. Θα μας ταΐσει στον σκύλο του.

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Όγδοο
Επιστροφή σε Έναν Φιλικό Οίκο

Η Έρικα ξύπνησε νιώθοντας τη θάλασσα να την ταρακουνά· κι αυτή δεν ήταν και η καλύτερη αίσθηση για εκείνη. Ευτυχώς, πάντως, η θαλασσοταραχή δεν πρέπει να ήταν μεγάλη, σκέφτηκε προτού καν ανοίξει τα βλέφαρά της.

Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι ρίχνοντας μια ματιά μες στην καμπίνα, και είδε τον Όρκιβελ να κάθεται πίσω απ’το γραφείο του και να στρέφει τώρα το βλέμμα του προς το μέρος της. «Είναι νωρίς ακόμα,» της είπε.

Χτες βράδυ, αφού είχαν αφήσει τους υπαλλήλους των ορυχείων – και όσους δούλους ήθελαν να μείνουν μαζί τους – σ’ένα νησί νότια της Κάρνατεβ, είχαν πλεύσει νοτιοδυτικά και σταματήσει τελικά σ’ένα νησί που η Έρικα δεν είχε ιδέα πώς ονομαζόταν, ούτε νόμιζε πως ποτέ το είχε ξαναδεί. Εδώ, όμως, θα ήταν ασφαλείς, τους είχε διαβεβαιώσει ο Όρκιβελ. Μονάχα μια στριφνή θεά διεκδικεί ετούτο το μέρος ως δικό της, είχε πει, κι άμα τύχει να μας ζυγώσει, η Μιρκάλη θα φροντίσει να συνεννοηθεί μαζί της.

«Πόσο νωρίς;» ρώτησε η Έρικα, βλεφαρίζοντας και τρίβοντας τα μάτια της με το ένα χέρι. Έξω από τα παράθυρα της καμπίνας νόμιζε ότι μπορούσε να δει πρωινό φως.

«Αυγή,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ, συνεχίζοντας να την κοιτάζει: και το βλέμμα του είχε κάτι το ερευνητικό που έκανε τις τρίχες της Έρικας να ορθωθούν σαν μια ψυχρή πνοή αέρα να την είχε χαϊδέψει. Οι άντρες, συνήθως, την ατένιζαν έτσι όταν την υποπτεύονταν για κάτι, ή όταν την έβλεπαν ερωτικά.

Ο Όρκιβελ είχε επιμείνει να τη φιλοξενήσει στην καμπίνα του, για τη νύχτα. Υπάρχει χώρος, της είχε τονίσει, κι εγώ ούτως ή άλλως δε σκοπεύω να κοιμηθώ και πολύ απόψε. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί, ύστερα απ’αυτά που κάναμε. Η Έρικα, στην αρχή, ήταν διστακτική· δεν ήθελε να δεχτεί την πρότασή του· μπορούσε άνετα να κοιμηθεί στις κουκέτες, με τους άλλους, του είχε πει: μπορούσε ακόμα και να κοιμηθεί στο κατάστρωμα, αν χρειαζόταν. Ο Όρκιβελ, όμως, της είχε απαντήσει να μην είναι ανόητη και να έρθει στην καμπίνα του· θα είχε ολόκληρο το κρεβάτι για τον εαυτό της. Τελικά, η Έρικα ήταν πολύ κουρασμένη απ’όλη την ημέρα για να πει όχι.

«Δεν είναι, λοιπόν, πολύ νωρίς,» είπε τώρα, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι, πατώντας με τα γυμνά πόδια της στο ξύλινο πάτωμα και νιώθοντάς το να κουνιέται ελαφρά από κάτω της. «Έχει πιάσει αέρας;»

«Ναι,» ένευσε ο Όρκιβελ και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Ύστερα πρότεινε την ταμπακιέρα προς το μέρος της, κοιτάζοντάς την ερωτηματικά.

«Ευχαριστώ.» Η Έρικα πλησίασε και πήρε ένα τσιγάρο.

Ο Όρκιβελ ύψωσε έναν ενεργειακό αναπτήρα, πάτησε το κουμπί, και μια μεγάλη φλόγα ξεπήδησε από την κορυφή του για ν’ανάψει το τσιγάρο του. Η Έρικα έσκυψε για ν’ανάψει και το δικό της, όσο εκείνος κρατούσε ακόμα τη φλόγα ζωντανή, και είχε την εντύπωση πως ο πειρατής κοίταξε μέσα στο ντεκολτέ της καθώς το σώμα της έγερνε προς τα εμπρός. Ή ήταν πολύ πρωί και της έμπαιναν στο μυαλό παράξενες ιδέες, ή τόσο καιρό δεν είχε καταλάβει τίποτα για τις διαθέσεις του Όρκιβελ του Μουντζουρωμένου.

Θέλοντας ν’απομακρύνει τις σκέψεις της από ένα τέτοιο θέμα, έριξε μια ματιά στον χάρτη πάνω στο γραφείο του πειρατή. «Τι βλέπεις εκεί;» Ο χάρτης απεικόνιζε τα βόρεια ύδατα του Ωκεανού, από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων και πάνω.

«Τι πορεία ν’ακολουθήσουμε,» αποκρίθηκε ο Όρκιβελ φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.

«Δεν ξέρεις καν πού θέλω να πάμε.»

«Δε σκεφτόμουν εσένα. Υποθέτω όμως πως θα θέλεις να πας στη Νουσράκλη, σωστά;»

«Κανονικά, ναι…» παραδέχτηκε η Έρικα καθίζοντας στην άκρη του γραφείου του, «αλλά δεν είμαι σίγουρη.»

«Μη μου πεις ότι σκέφτεσαι να πας πίσω στην Κάρνατεβ…»

«Όχι,» είπε η Έρικα, τινάζοντας λίγη στάχτη στο τασάκι παραδίπλα, «δεν σκέφτομαι να επιστρέψω στην Κάρνατεβ. Όμως πρέπει να μιλήσω πρώτα με τους συντρόφους μου. Και νομίζω πως καλό θα ήταν να μην πάω τη Σανκάρλι στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, τραυματισμένη καθώς είναι. Πόλεμος γίνεται εκεί, εξάλλου.»

«Και πού θα την πας;» ρώτησε ο Όρκιβελ· και πρόσθεσε αμέσως: «Δε μπορώ να κάνω κι άλλες απλήρωτες χάρες, Έρικα. Ακόμα περιμένω λεφτά για τη βοήθεια που σου πρόσφερα. Το πλήρωμά μου δεν κάνει επικίνδυνες δουλειές δωρεάν–»

«Σου είπα – θα πληρωθείς,» αποκρίθηκε η Έρικα, λιγάκι απότομα. «Δεν έχω όμως λεφτά μαζί μου, όπως καταλαβαίνεις. Θα πρέπει να πάμε στη Νουσράκλη πρώτα.»

*

Βρήκε τη Φαίδρα’λι και τον Φέκταρελ στο θεραπευτήριο, κοντά στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη η Σανκάρλι’μορ, με τη δεξιά μεριά του προσώπου της τυλιγμένη με επιδέσμους. Το μάτι της ήταν καλυμμένο, για να μην ερεθίζεται από το φως. Κοιμόταν τώρα, μοιάζοντας ήρεμη. Ο θεραπευτής του Σπαθιού του Ωκεανού – ένας παράξενος, μαυρόδερμος άντρας που μιλούσε τσεβδά και ονομαζόταν Τάμπριελ – την είχε περιποιηθεί χτες βράδυ με βοτάνια και αλοιφές, και της είχε δώσει κι ένα ηρεμιστικό για να χαλαρώσει. Τώρα, δεν ήταν στο θεραπευτήριο: οι μόνοι άνθρωποι εδώ, μαζί με τη Σανκάρλι, ήταν η Φαίδρα και ο Φέκταρελ· και το μόνο ζώο, ένας καραβόγατος που οι πειρατές του Όρκιβελ φώναζαν Κακομούτσουνο, γιατί ήταν μονόφθαλμος, με όψη σημαδεμένη και κομμένο αριστερό αφτί. Έδειχνε άγριος, και ήταν. Έλεγαν πως είχε εξαφανίσει όλα τα ποντίκια μέσα στο Σπαθί· ακόμα και μια απειλή ξιφόδοντων είχε καταπολεμήσει, είχαν πει οι πειρατές στην Έρικα όσο ταξίδευαν προς την Κάρνατεβ από το Νιρθάρεκ. Τι είναι οι ξιφόδοντες; είχε ρωτήσει εκείνη. Ένα είδος ποντικού – πολύ επικίνδυνο για τα πλοία, της είχε απαντήσει ο Φόρλεκ ο Καθένας, ενώ όλοι τους την κοίταζαν σαν να είχε πέσει ξαφνικά από άλλη διάσταση. Από άλλη διάσταση είμαι, τους είχε θυμίσει η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά.

Ο Φέκταρελ, η Φαίδρα, και ο Κακομούτσουνος στράφηκαν τώρα να την κοιτάξουν καθώς έμπαινε στο θεραπευτήριο.

«Δεν κοιμηθήκατε;» ρώτησε η Έρικα.

«Πριν από λίγο σηκωθήκαμε,» αποκρίθηκε η Φαίδρα.

«Πώς είναι;» Η Έρικα έδειξε, με το βλέμμα, τη Σανκάρλι.

«Εντάξει φαίνεται. Δεν έχει ξυπνήσει ακόμα.»

«Θέλω να της μιλήσω…» Η Έρικα ατένιζε την ξαπλωμένη Τεχνομαθή μάγισσα σκεπτικά.

«Για τι;» ρώτησε η Φαίδρα, που ήταν καθισμένη οκλαδόν επάνω σ’ένα άλλο από τα τέσσερα κρεβάτια του θεραπευτηρίου. Ο Φέκταρελ καθόταν πλάι της, όχι οκλαδόν.

«Για το πού θέλει να την πάω. Σκέφτομαι να τη μεταφέρω στη Μέρελκεβ, Φαίδρα.»

«Στη Μέρελκεβ; Γιατί στη Μέρελκεβ;»

«Πού θα πρότεινες εσύ; Πίσω στην Κάρνατεβ; Σίγουρα όχι. Στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, όπου γίνεται πόλεμος; Καλύτερα στη Μέρελκεβ, νομίζω. Εκεί θα μπορέσει να ξεκουραστεί, και θα συναντήσει και τον Αβέρναλ.»

«…Έρικα…» Τα χείλη της Σανκάρλι είχαν κινηθεί· το ακάλυπτο μάτι της άνοιξε, με κάποια δυσκολία. «Εσύ είσαι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα πλησιάζοντας το κρεβάτι της μάγισσας, για να καθίσει κοντά της. «Πώς αισθάνεσαι, Σανκάρλι;»

«Σα να μου έχουν βάλει φωτιά.» Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά ήταν πολύ μουδιασμένη.

«Δε σου έκαναν καλό τα φάρμακα του θεραπευτή;»

«Μάλλον πρέπει να μου έκαναν.» Ύψωσε το χέρι της για ν’αγγίξει τη δεξιά μεριά του προσώπου της, που ήταν τυλιγμένη με επιδέσμους. «…Τι…;»

«Μην το αγγίζεις.» Η Έρικα τής έπιασε τον καρπό, απομακρύνοντας το χέρι της από εκεί. «Επίδεσμοι είναι. Δε θυμάσαι;»

«Ναι, βέβαια…» μουρμούρισε η Σανκάρλι. «Έρικα…»

«Τι;»

«Φύγαμε από τα ορυχεία;» Εξακολουθούσε να μιλά μουδιασμένα.

«Ναι. Σ’το είπαμε χτες βράδυ, όταν συνήλθες. Τα ορυχεία δεν υπάρχουν πια, Σανκάρλι. Και δε θα τα είχαμε καταφέρει χωρίς εσένα.»

«…Εσύ έλεγες για τη Μέρελκεβ;»

«Τώρα μόλις. Με άκουσες;»

«Νομίζω. Θα πάμε στη Μέρελκεβ; Στον Αβέρναλ;»

«Σκεφτόμουν να πάω εσένα εκεί, αν θέλεις,» είπε η Έρικα. «Εγώ θα πάω στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων τώρα.»

«Ναι…» μουρμούρισε η Σανκάρλι.

«Θέλεις;» επανέλαβε η Έρικα. «Θέλεις να σε πάω στη Μέρελκεβ; Δεν είναι μακριά από εδώ όπου βρισκόμαστε.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. «Στον Οίκο της Βίηλ;»

«Στον Οίκο της Βίηλ. Στον Αρνάλβες.» Η Έρικα ήξερε ότι η Σανκάρλι τον γνώριζε.

«Να με πας. Θέλω να με πας.»

«Εντάξει, λοιπόν,» είπε η Έρικα. «Θα ταξιδέψουμε πρώτα στη Μέρελκεβ.» Και στράφηκε στον Φέκταρελ και στη Φαίδρα. «Και μετά, θα πάμε στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Σωστά;»

Η Φαίδρα κοίταξε ερωτηματικά τον Φέκταρελ.

Το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει. «Δεν ξέρω,» είπε προβληματισμένα. Σηκώθηκε απ’την άκρη του κρεβατιού κι έφυγε απ’το θεραπευτήριο.

«Μίλησέ του,» είπε η Έρικα στη Φαίδρα. «Τι θα κάνουμε; Θα τον αφήσουμε με τους πειρατές; Ή θα τον πάμε πίσω στην Κάρνατεβ;»

«Στην Κάρνατεβ;» είπε η πρασινομάλλα μάγισσα. «Αστειεύεσαι;»

«Προφανώς. Αλλά μίλησέ του. Τόσες μέρες που ήταν μαζί σας, τίποτα κακό δεν συνέβη· γιατί να συμβεί όταν είναι με τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

Η Φαίδρα ένευσε, καταλαβαίνοντας ότι η Έρικα είχε δίκιο. Δε μπορούσαν, τώρα, παρά να επιστρέψουν στον Ζαώρδιλ και τους άλλους· δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε. Και ο Φέκταρελ έπρεπε να επιστρέψει μαζί τους. «Θα του μιλήσω,» αποκρίθηκε.

Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι κι έφυγε κι εκείνη από το θεραπευτήριο, ανεβαίνοντας τις σκάλες και βγαίνοντας στο κατάστρωμα. Υποθέτοντας ότι εκεί θα είχε πάει ο Φέκταρελ. Και μην κάνοντας λάθος.

Ο Φέκταρελ στεκόταν στην πλώρη, με τα χέρια στην κουπαστή, κι ατένιζε το βραχώδες νησί πλάι στο οποίο ήταν αραγμένο το Σπαθί του Ωκεανού σαν να σκεφτόταν πολύ σοβαρά να πηδήσει από το σκάφος και να τρέξει εκεί.

Η Φαίδρα τον πλησίασε, αγνοώντας τους πειρατές που τους κοίταζαν από απόσταση, με περιέργεια στα μάτια.

«Πρέπει να επιστρέψουμε στον Σκοτωμένο,» του είπε. «Δοκίμασες στην Κάρνατεβ ό,τι ήταν να δοκιμάσεις, δεν το δοκίμασες;»

Ο Φέκταρελ στράφηκε να την ατενίσει καταπρόσωπο – και η Φαίδρα είδε τα μάτια του άγρια και προβληματισμένα συγχρόνως. «Δεν είναι το ίδιο, Φαίδρα…»

«Τι δεν είναι το ίδιο; Ήσουν μαζί μας τόσες μέρες· δεν μας πείραξες, δεν έγινε τίποτα.»

«Ήμασταν, όμως, κυνηγημένοι. Δεν καθόμασταν ήρεμοι. Ακόμα δεν ξέρω τι θα γίνει αν χρειαστεί να… να είμαι απλά σ’έναν καταυλισμό, χωρίς τίποτα σημαντικό να συμβαίνει.»

«Τώρα δεν θα χρειαστεί αυτό, και το ξέρεις. Πόλεμος γίνεται στις Γεφυρωμένες Νήσους, και ο Σκοτωμένος μάς χρειάζεται. Νομίζεις ότι θα έχουμε χρόνο να καθίσουμε ήρεμα;»

Ο Φέκταρελ μειδίασε άθελά του. «Πάντα κάτι μάς κυνηγά, ε;»

Η Φαίδρα τού επέστρεψε το μειδίαμα, ελπίζοντας ότι είχε αρχίσει να τον πείθει. Θα έρθει, σκέφτηκε· δε μπορεί να μην έρθει! «Συνήθως έτσι είναι,» αποκρίθηκε.

«Το ξέρεις, όμως, ότι στη ζωή του μισθοφόρου υπάρχουν και περίοδοι που τίποτα συνταρακτικό δεν συμβαίνει,» της είπε ο Φέκταρελ, σοβαρεύοντας. «Αλλιώς, όλοι οι μισθοφόροι θα σκοτώνονταν μέσα σ’ένα χρόνο εξάσκησης του επαγγέλματός τους.»

«Ναι, αλλά…» κόμπιασε η Φαίδρα, σκεπτόμενη ότι τελικά ίσως να μην τον είχε πείσει όπως νόμιζε. «Τώρα δεν θα είναι έτσι τα πράγματα ούτως ή άλλως! Τώρα γίνεται πόλεμος στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων–»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε ο Φέκταρελ.

«Κι επιπλέον, πού θα πας αν δεν έρθεις εκεί; Η Έρικα εκεί σκοπεύει να πάει. Κι εγώ… εγώ… νομίζω κι εγώ ότι εκεί είναι το λογικότερο να πάμε.» Δεν ήθελε να του πει ότι θα πήγαινε ακόμα και χωρίς αυτόν, παρότι το είχε σκεφτεί, επειδή ήξερε ότι ο Ζαώρδιλ σίγουρα την χρειαζόταν τώρα. «Αλλιώς, πού θα πάμε, Φέκταρελ; Πίσω στην Κάρνατεβ; Εννοείται πως όχι. Θα πάμε στη Μέρελκεβ, μαζί με τη Σανκάρλι; Να κάνουμε τι; Θα μείνουμε με τους πειρατές; Δεν ξέρουμε καν αν μας θέλουν! Και θα αισθάνεσαι καλύτερα μέσα σ’ένα καράβι, περιορισμένος; Νομίζεις ότι δεν θα σηκωθείς μια νύχτα για να τους καθαρίσεις όλους;»

Ο Φέκταρελ γέλασε. «Ελπίζω να μην είμαι και τόσο επικίνδυνος,» είπε. Ακόμα, όμως, θυμόταν πολύ έντονα εκείνη τη φορά που είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, μέσα στο βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, και είχε συνέλθει τελικά σ’ένα εξώστη, χωρίς να ξέρει πώς βρέθηκε εκεί – και έχοντας, πριν από λίγο, παρακολουθήσει κρυφά τη Φαίδρα (αν και η Φαίδρα, βέβαια, τον είχε δει να την κοιτάζει). Ήταν σαν το τέρας μέσα του να τον είχε απειλήσει ότι θα την έβλαπτε.

Μετά, όμως… Τώρα… τώρα τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Ο Φέκταρελ αισθανόταν διαφορετικά. Δεν ένιωθε, ακριβώς, κανένα τέρας εντός του. Είχε, ίσως, γίνει ένα με το τέρας. Το είχε απορροφήσει, ύστερα από τις επισκέψεις του στον υπόγειο κόσμο, ύστερα από την επαφή του με τον ονειρευόμενο νου του Ταρνατάρ’σακ. Ο Φέκταρελ είχε ανακαλύψει την πραγματική του φύση – ή, τουλάχιστον, την καινούργια του φύση.

Ακόμα, όμως, ήταν διστακτικός. Ίσως επειδή θεωρούσε αδελφούς του τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο και τους άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Θα έρθεις, λοιπόν, δεν θα έρθεις;» τον ρώτησε η Φαίδρα. «Δοκιμαστικά, τουλάχιστον;»

«Θα έρθω,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

Η Φαίδρα χαμογέλασε, και τον φίλησε. «Πάμε να κολυμπήσουμε;»

«Τι; Τώρα;»

«Ναι.» Ο καιρός ήταν ζεστός παρότι πρωί, παρότι φυσούσε και η θάλασσα άφριζε γύρω από το Σπαθί του Ωκεανού.

«Πάμε.»

Η Φαίδρα έβγαλε τις μπότες και τα περισσότερα ρούχα της, πάτησε στην κουπαστή, και πήδησε από το πλάι του πλοίου, βουτώντας στο νερό.

Ο Φέκταρελ τη μιμήθηκε.

Τα κεφάλια τους σύντομα βγήκαν στον αφρό.

Η Φαίδρα γελούσε. «Έχει κρύο!» είπε.

«Εσύ το πρότεινες!»

«Τι κάνετε εκεί;» ακούστηκε η φωνή της Έρικας από το κατάστρωμα, και ύψωσαν τα μάτια τους για να τη δουν να τους κοιτάζει από την κουπαστή.

«Δεν πάμε πουθενά!» τη διαβεβαίωσε η Φαίδρα. «Έλα! Το νερό είναι πολύ ζεστό!»

«Ανεβείτε πάνω!» είπε η Έρικα. «Θα ξεκινήσουμε σύντομα.»

«Μετά από τέτοια ταλαιπωρία, βιάζεσαι τόσο, Έρικα; Ούτε η Μιρκάλη’λι δεν έχει ξυπνήσει ακόμα.» Και χωρίς τη μάγισσα των πειρατών, βέβαια, το Σπαθί του Ωκεανού δεν πήγαινε πουθενά. «Έλα, βούτα! Το νερό είναι πολύ ζεστό!»

Η Έρικα τούς ατένισε διστακτικά για λίγο καθώς πλατσούριζαν μέσα στα κύματα. Το νερό δεν της φαινόταν καθόλου ζεστό από εδώ όπου στεκόταν. Αλλά πολλές φορές τα φαινόμενα απατούσαν, όπως ήξερε. Δεν είχε φορέσει τις μπότες της – για να βαδίζει ευκολότερα πάνω στο πλοίο – έτσι άνετα έβγαλε το νοομορφικό χιτώνιό της και πήδησε από το πλάι του Σπαθιού του Ωκεανού, πέφτοντας στη θάλασσα.

Βγάζοντας το κεφάλι της στον αφρό, μούγκρισε: «Μάγισσα, αν μου ξαναπείς ψέματα θα σε αφανίσω!» Το νερό ήταν παγωμένο, τέτοια πρωινή ώρα, ακριβώς όπως φαινόταν από το κατάστρωμα.

Η Φαίδρα και ο Φέκταρελ γελούσαν.

«Τι αποφασίσατε, λοιπόν;» τους ρώτησε η Έρικα. «Θα έρθετε στο Βασίλειο, ή θα μείνετε εδώ για να κάνετε βουτιές;»

«Θα έρθουμε, Έρικα,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

«Εσύ όμως δεν θα επιστρέψεις στην Κάρνατεβ;» τη ρώτησε η Φαίδρα. «Για τον Άρδαλον’λι; Για τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ;» Όταν βρίσκονταν στη μεγάλη πόλη, τους έλεγε ότι ήθελε να δει τι είχε γίνει με τον μάγο – ώστε να τον βοηθήσει ει δυνατόν – και ήθελε, επίσης, να κάνει τους προδότες να μετανιώσουν που την είχαν προδώσει.

«Θα επιστρέψω,» αποκρίθηκε. «Αλλά, πρώτα, έχω υποσχεθεί στον Ζαώρδιλ να σας πάω σ’αυτόν. Κι επιπλέον, θέλω να δω τι συμβαίνει τώρα στο Βασίλειο.» Θα υποχωρούσαν οι δυνάμεις της Κάρνατεβ, αναρωτιόταν, ύστερα από την καταστροφή των Ορυχείων Ιπταερίου; Τα αεροχήματά τους, πολύ σύντομα, δεν θα μπορούσαν να πετάξουν…

*

Το Σπαθί του Ωκεανού δεν μπήκε στο λιμάνι της Μέρελκεβ, φυσικά. Οι πειρατές απέφευγαν όλα τα μεγάλα λιμάνια του Ωκεανού. Άραξαν το σκάφος τους σ’ένα νησί νότια και ανατολικά της πόλης, και η Έρικα πήγε προς αυτήν μέσα σε μια μηχανοκίνητη βάρκα, μαζί με τη Σανκάρλι’μορ, τη Φαίδρα’λι, και τον Φέκταρελ. Οι μεταλλαγμένοι έμειναν πίσω, στο πλοίο, περιμένοντάς τους, παρότι όλοι τους φαινόταν να αισθάνονται άσχημα επάνω στη θάλασσα. Είχαν κοιμηθεί ελάχιστα τη νύχτα, παρά την κούρασή τους.

Η Έρικα κρατούσε το δοιάκι της βάρκας, οδηγώντας την δυτικά από τα Αδέλφια – τα δίδυμα νησιά με τους φάρους, νότια της Μέρελκεβ – και μέσα στο λιμάνι. Βρήκε μια άδεια προβλήτα, πήγε το πλεούμενο δίπλα της, και έσβησε τη μηχανή. Ο Φέκταρελ πήδησε έξω και έδεσε το παλαμάρι στη δέστρα. Η Έρικα και οι δύο μάγισσες τον ακολούθησαν στην προβλήτα.

«Μέρελκεβ…» είπε η Φαίδρα, κοιτάζοντας τα οικοδομήματα της μεγάλης πόλης. «Από πότε έχεις να έρθεις εδώ;» ρώτησε τη Σανκάρλι, η οποία έκρυβε το πρόσωπό της μέσα στην κουκούλα της κάπας της – φορώντας ακόμα τους επιδέσμους, φυσικά.

«Χρόνια.»

«Δηλαδή, πιο παλιά απ’ό,τι εμείς, υποθέτω…» Η τελευταία φορά που βρίσκονταν εδώ οι Ζωντανοί-Νεκροί ήταν όταν είχαν έρθει για να αντιμετωπίσουν τους ρους’κρούουμ που εκείνος ο μάντης είχε πει ότι θα εισέβαλλαν στο οχυρό των ευπατρίδων στους πρόποδες των Ορέων Κράκμακωθ.

«Μάλλον,» είπε η Σανκάρλι, που τώρα πια δεν ήταν μαστουρωμένη από τα βοτάνια του θεραπευτή των πειρατών. «Δεν έρχομαι εδώ πια. Γνωρίζω, όμως, τον Αρνάλβες, και είμαι σίγουρη πως με θυμάται.» Οι γονείς της ήταν από τη Βίηλ παρότι εκείνη είχε γεννηθεί στη Φεηνάρκια.

Η Έρικα βάδισε πρώτη κι οι άλλοι την ακολούθησαν, πέρα από την προβλήτα, στους δρόμους του λιμανιού της Μέρελκεβ, το οποίο δεν ήταν λιγότερο κοσμοπλημμυρισμένο από ό,τι συνήθως το λιμάνι της Κάρνατεβ – αν και η Μέρελκεβ ήταν μικρότερη πόλη.

Η Έρικα έκανε νόημα σ’έναν αμαξά, κι εκείνος σταμάτησε κοντά τους. Ανέβηκαν και του είπαν ότι πήγαιναν στον Οίκο της Βίηλ. Εκείνος μαστίγωσε τα άλογά του και ξεκίνησαν. Πέρασαν από το Δυτικό Λιμάνι της Μέρελκεβ και από την Πρώτη Λιμανοπύλη και βρέθηκαν στη μεγάλη οδό που ονομαζόταν Δυτική Λευκή. Εκεί έστριψαν σ’ένα σημείο, μπαίνοντας σε μικρότερους δρόμους, και δεν άργησαν να φτάσουν έξω από τον Οίκο της Βίηλ – ένα τριώροφο, γκριζόπετρο οικοδόμημα με ψηλή, ξύλινη είσοδο. Η Έρικα πλήρωσε τον αμαξά και κατέβηκαν.

Πλησίασαν την είσοδο και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε ο ίδιος λευκόδερμος φρουρός που της είχε ανοίξει και την προηγούμενη φορά· και φάνηκε να την αναγνωρίζει, παρά την κουκούλα στο κεφάλι της, καθώς σίγουρα διέκρινε το πρόσωπό της από τόσο κοντά.

Χαμογέλασε. «Η κυρία Έρικα,» είπε. «Περάστε.»

«Γεια σου, Βανθάρος,» αποκρίθηκε εκείνη χαμογελώντας λιγάκι λοξά, καθώς περνούσε την είσοδο μαζί με τους συντρόφους της.

«Να ειδοποιήσω τον κύριο Αρνάλβες;» ρώτησε ο Βανθάρος, κλείνοντας τη δίφυλλη πόρτα και συνοδεύοντάς τους στο κάτω καθιστικό του Οίκου της Βίηλ.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Καθίστε,» τους προέτρεψε ο Βανθάρος, και έφυγε.

Κανένας όμως δεν κάθισε, καθώς περίμεναν.

Η Σανκάρλι ρώτησε την Έρικα, ψιθυριστά: «Πού έχουν τον Αβέρναλ;»

«Δεν ξέρω. Αλλά περίμενες να ήταν στην είσοδο;»

Η Σανκάρλι δεν απάντησε καταλαβαίνοντας ότι η ερώτηση ήταν ρητορική.

Μετά από λίγο, ο Αρνάλβες ήρθε να τους συναντήσει: γαλανόδερμος, γκριζομάλλης, καλοντυμένος, και φανερά εξωδιαστασιακός.

«Έρικα,» είπε. «Καλωσόρισες. Και με φίλους…» Έριξε μια ματιά στους συντρόφους της.

«Να σου γνωρίσω,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα’λι – από τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Και… αυτή θα την ξέρεις, υποθέτω.»

Η Σανκάρλι κατέβασε την κουκούλα της καλοκαιρινής κάπας της.

Ο Αρνάλβες την κοίταξε συνοφρυωμένος για λίγο, μην αναγνωρίζοντάς την. Μετά, τα μάτια του γούρλωσαν. «Σανκάρλι;»

Εκείνη ένευσε. «Τι κάνετε, κύριε Αρνάλβες;»

«Μεγάλοι Κολοσσοί! τι έπαθες, παιδί μου; Είσαι τραυματισμένη;»

«Έχω καεί,» αποκρίθηκε η Σανκάρλι. «Δεν είναι κάτι το σοβαρό, ευτυχώς.» Και, με χαμηλωμένη φωνή, σα να φοβόταν ότι κάποιος κατάσκοπος μπορεί να κρυφάκουγε: «Είναι εδώ ο Αβέρναλ, κύριε Αρνάλβες;»

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Μου είπε ότι σε ξέρει, και καλά μάλιστα. Είναι αλήθεια, λοιπόν.»

«Φυσικά και είναι αλήθεια.»

Ο Αρνάλβες κοίταξε την Έρικα. «Γι’αυτό ήρθατε, ή υπάρχει κι άλλος λόγος;»

«Γι’αυτό ήρθαμε, και για να σου πω ότι η Σανκάρλι θα μείνει εδώ τώρα, στη Μέρελκεβ.»

«Είναι ευπρόσδεκτη, φυσικά, στον Οίκο της Βίηλ,» αποκρίθηκε ο Αρνάλβες, κοιτάζοντας μια την Έρικα μια τη Σανκάρλι. «Είναι παιδί της Βίηλ: παιδί των Αρχαίων Κολοσσών,» χαμογέλασε. «Αλλά… γιατί; Προβλήματα στην Κάρνατεβ;»

Η Σανκάρλι κατένευσε. «Προβλήματα στην Κάρνατεβ,» επιβεβαίωσε. «Δε μπορώ να επιστρέψω· ο Αρχισυγκλητικός με κυνηγά.»

«Αυτός ο Αρχισυγκλητικός το έχει παρακάνει, νομίζω,» είπε ο Αρνάλβες, με τη γαλανόδερμη όψη του να αγριεύει.

«Το τέλος του, όμως, πλησιάζει,» τόνισε η Έρικα.

Ο Αρνάλβες την ατένισε ερωτηματικά.

«Θα σου εξηγήσει η Σανκάρλι· εγώ δεν έχω χρόνο: πρέπει σύντομα να φύγω. Θα με οδηγήσεις, όμως, πρώτα στον φιλοξενούμενό σου;»

Ο Αρνάλβες κατένευσε. «Ακολουθήστε με,» τους προέτρεψε.

Ο Οίκος της Βίηλ εξακολουθούσε να μην έχει ανελκυστήρα (για λόγους οικονομίας), έτσι ανέβηκαν τις σκάλες ώς τον πρώτο όροφο, και ο Αρνάλβες στάθηκε μπροστά σε μια δερματόπορτα με άνθη κεντημένα επάνω. Τη χτύπησε με τη γροθιά του.

«Ο Αρνάλβες είμαι. Να περάσω;»

«Πέρασε.»

Ο Αρνάλβες άνοιξε την πόρτα και μπήκε πρώτος στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από τη Σανκάρλι. Το μέρος ήταν αρκετά ευρύχωρο: περιείχε ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, κι ένα γραφείο· και στον τοίχο ήταν ένα μικρό παράθυρο. Ο Αβέρναλ καθόταν πίσω απ’το γραφείο, καπνίζοντας.

Σηκώθηκε όρθιος, και τα μάτια του στένεψαν κοιτάζοντας τη Σανκάρλι.

«Μα τους θεούς…» μουρμούρισε, βηματίζοντας προς το μέρος της.

Εκείνη ήρθε κοντά του και τον φίλησε βάζοντας τα χέρια της στους ώμους του. «Είσαι καλά…» Δεν ήταν ερώτηση.

Ο Αβέρναλ την αγκάλιασε, αλλά η Σανκάρλι, με μια ξαφνιασμένη φωνή, είπε: «Μη, μη με σφίγγεις,» κι έκανε ένα βήμα πίσω. Τα εγκαύματα στο σώμα της την πονούσαν, παρότι επιδεμένα κάτω από τα ρούχα της, με βοτάνια και αλοιφές.

«Πού…; Τι…;» Ο Αβέρναλ ύψωσε το χέρι του για ν’αγγίξει τους επιδέσμους στο πρόσωπό της, ελαφρά.

«Εγκαύματα,» εξήγησε η Σανκάρλι. «Ευτυχώς, όχι σοβαρά. Το μάτι μου δεν έχει τίποτα· είναι καλά, απλώς θέλει ξεκούραση.»

«Και πώς έγινε; Αυτό το κάθαρμα, ο Αρχισυγκλητικός;»

«Περίπου. Καταστρέψαμε τα Ορυχεία Ιπταερίου–»

«Τι!» έκανε ο Αβέρναλ.

Η Σανκάρλι χαμογέλασε με την έκφρασή του, άθελά της. «Ναι, τα πλημμυρίσαμε.»

Ο Αβέρναλ κοίταξε την Έρικα, η οποία στεκόταν παραδίπλα, έχοντας κατεβάσει την κουκούλα της και μειδιώντας λιγάκι στραβά. «Σου λέει αλήθεια. Τα ορυχεία καταστράφηκαν.»

Ο Αβέρναλ έμοιαζε να φοβάται να το πιστέψει. «Μα… Τα ορυχεία… Ο Αρχισυγκλητικός σίγουρα τα φρουρούσε… Κι εσείς… Ποιος σε πλήρωσε, Έρικα; Τι βοήθεια είχες;»

Η Έρικα λοξοκοίταξε τον Φέκταρελ προς στιγμή. «Βοήθεια που δεν περίμενα. Θα σου εξηγήσει τα πάντα η Σανκάρλι· εγώ, δυστυχώς, βιάζομαι να φύγω. Το ίδιο και η Φαίδρα κι ο Φέκταρελ. Πηγαίνουμε στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, όπου αναμφίβολα θα έχεις ακούσει ότι γίνεται πόλεμος.»

Ο Αβέρναλ ένευσε. «Το ξέρω, φυσικά. Αλλά τώρα, αν τα Ορυχεία Ιπταερίου καταστράφηκαν– Ο Βασιληάς Ράνελμον σάς έβαλε να τα καταστρέψετε;»

«Όχι ακριβώς,» είπε η Έρικα. «Ήταν δική μας ιδέα, για να βοηθήσουμε τον Ζαώρδιλ. Αλλά θα φροντίσω ο Βασιληάς να μάθει για τη συμβολή μας στον αγώνα του.» Σκόπευε να το εκμεταλλευτεί προς όφελος του δικτύου της, ασφαλώς.

Ο Αβέρναλ χαμογέλασε. «Έχω να ακούσω τόσο καλά νέα εδώ και πολύ καιρό.» Το χαμόγελό του χάθηκε. «Εύχομαι μόνο…» Κοίταξε τη Σανκάρλι τώρα. «Έπρεπε να ήσασταν πιο προσεχτικοί.»

«Δεν είναι τίποτα,» του είπε πάλι εκείνη, αν και μέσα της φοβόταν ότι θα έμενε για πάντα σημαδεμένη απ’αυτά τα εγκαύματα στο πρόσωπό της. «Άνθρωποι σκοτώθηκαν στα ορυχεία. Εγώ είμαι ζωντανή, και σύντομα θα έχω βγάλει αυτούς τους επιδέσμους.»

Ο Αβέρναλ είπε στον Αρνάλβες: «Πρέπει να βρούμε μερικούς καλούς θεραπευτές.»

«Θα βρούμε,» τον διαβεβαίωσε εκείνος.

«Λοιπόν,» είπε η Έρικα. «Εμείς σας χαιρετούμε τώρα. Ένα πλοίο μάς περιμένει.»

Ο Αβέρναλ αντάλλαξε μια σύντομη χειραψία μαζί της. «Καλή τύχη, Έρικα. Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε. Σου χρωστάω, άλλωστε.»

«Να μην ελπίζεις. Να είσαι βέβαιος,» αποκρίθηκε εκείνη, με το λοξό της χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Αντίο, για την ώρα, Αβέρναλ.»

Κεφάλαιο Πεντηκοστό-Ένατο
Θάνατος στην Αρένα

Τον έβγαζαν, κάθε τόσο, από το υπόγειο κελί του για να αναζητά, μέσω της μαγείας του, την Έρικα Σάλκερκοφ μέσα στην Κάρνατεβ. Τον έκαναν βόλτες στην πόλη, επάνω σ’ένα όχημα. Φρουρούμενο, φυσικά. Και ο Σέρκαδελ’λι ήταν πάντοτε κοντά, έχοντας μαζί του το περιδέραιο όπου ήταν φυλακισμένη η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού, ή το δαχτυλίδι όπου βρισκόταν κλεισμένος ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος, ώστε να μπορεί να τυραννά τον Άρδαλον’λι μέσω των θεών του. Αλλά δεν ήταν τότε που κυρίως τον βασάνιζε – τότε περισσότερο τον απειλούσε. Τον βασάνιζε κυρίως – αυτός ή, ίσως, κάποιος άλλος μάγος – όταν ήταν στο κελί του, στα υπόγεια της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ. Οι θεοί του Άρδαλον’λι βρίσκονταν κάπου από πάνω του, στο ισόγειο, ή στους ορόφους, και εκείνος μπορούσε να αισθανθεί τους μάγους να τους ταλαιπωρούν. Μπορούσε να το αισθανθεί σαν να ταλαιπωρούσαν ένα απομακρυσμένο μέρος της ψυχής του, γιατί ήταν δεμένος μ’αυτούς. Είχε φτιάξει τις φυλακές τους με τη δύναμη της θέλησής του και, επομένως, αποτελούσαν κομμάτι του εαυτού του. Δυστυχώς, δεν μπορούσε και να προστάξει τους θεούς του από τέτοια απόσταση, δεν μπορούσε να τους ξαμολήσει για να χτυπήσουν τους εχθρούς· έπρεπε να είναι σε άμεση επαφή με τις φυλακές τους για να το κάνει αυτό. Δεν μπορούσε ούτε καν να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα βασανιστήρια.

Κάποιος τύραννος τραβούσε την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού από τα πόδια και την έσερνε πάνω σε καυτές πέτρες, κάνοντας όλο το δέρμα της να φλέγεται ενώ εκείνη ούρλιαζε σπαραχτικά και παρακαλούσε τον κύριό της να τη σώσει. Αλλά ο Άρδαλον’λι ήταν πολύ μακριά· ούτε να την παρηγορήσει δεν είχε τη δύναμη. Και το μαρτύριό της θρυμμάτιζε την ψυχή του.

Κάποιος τύραννος χτυπούσε τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο με μαστίγια από αγκάθια που διέλυαν την άυλη υπόστασή του, και μόλις αυτή ανασχηματιζόταν τα μαστίγια τη χτυπούσαν ξανά, και μετά πάλι τα ίδια· και ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος έσκουζε σαν σκυλί από τους συνεχόμενους θανάτους και τις οδυνηρές αναγεννήσεις, και παρακαλούσε τον κύριό του να τον λυτρώσει. Αλλά ο Άρδαλον’λι ήταν πολύ μακριά, και μπορούσε μονάχα να θλίβεται. Θα έκλαιγε αν αισθανόταν πως είχε τη δύναμη να κλάψει.

Συνεχώς αυτά τα βασανιστήρια έκαναν στους θεούς του και στον ίδιο οι μάγοι της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ, και ο Άρδαλον’λι ήλπιζε ότι κάποια στιγμή, όταν τον έβγαζαν για να αναζητήσει την Έρικα, θα κατάφερνε να βρει τρόπο να τους κοροϊδέψει – να τους ξεφύγει και να πάρει πίσω τους θεούς του. Αλλά τέτοια ευκαιρία ώς τώρα δεν του είχε παρουσιαστεί, και δεν ήξερε μέχρι πότε θα άντεχε. Δεν ήξερε, επίσης, μέχρι πότε θα πίστευαν πως οι προσπάθειές του ήταν ειλικρινείς…

Ο Άρδαλον, ασφαλώς, δεν προσπαθούσε να εντοπίσει την Έρικα με το Ξόρκι Ανιχνεύσεως γιατί, αν τύχαινε και την έβρισκε, ο Σέρκαδελ θα έβλεπε τη θέση της, ως κόκκινη κουκίδα, επάνω στον καθρέφτη που χρησιμοποιούσαν για τον εντοπισμό.

Πάντως, δεν πίστευε ότι η Έρικα βρισκόταν στην Κάρνατεβ τώρα. Ήταν έξυπνη και, μάλλον, μόλις είχε μάθει τι συνέβη θα είχε απομακρυνθεί. Είμαι μόνος μου, και πρέπει να τους ξεφύγω, σκεφτόταν ο Άρδαλον, ξαπλωμένος μέσα στο κελί του, μαστουρωμένος από το αόρατο πέπλο που του στερούσε τη δύναμη της μαγείας του. Πρέπει να τους ξεφύγω, και να πάρω πίσω την Αθήρευτη Κόρη και τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο… Πώς;… Πώς;… Μέσα στους δρόμους της πόλης… αν τους οδηγούσε σε κάποιο υπόγειο, ίσως; Είχαν, όμως, φρουρούς γύρω του, και ήταν εκεί πάντα κι ο Σέρκαδελ’λι και κάποιος άλλος μάγος· θα μπορούσε να τους νικήσει, εξαντλημένος καθώς ήταν; Μόνο με κάποιον αντιπερισπασμό…

Δεν ξέρω την πόλη αρκετά καλά. Την ξέρουν καλύτερα από εμένα. Πού να τους οδηγήσω;

Και μετά, από το μυαλό του πέρασε ένα παράτολμο σχέδιο.

Στην Αρένα…

Βήματα ακούστηκαν, αναπάντεχα, να έρχονται προς το κελί του. Τέτοια ώρα; Νύχτα πρέπει να είναι. Δεν μπορούσε, βέβαια, να υπολογίσει καλά τον χρόνο εδώ κάτω, αλλά προσπαθούσε – από τα γεύματα που του έφερναν, από τις ώρες που έρχονταν για να τον αναγκάσουν να πιει αόρατο πέπλο, και από τις ώρες που τον έβγαζαν στην επιφάνεια για να αναζητήσει, με τη μαγεία του, την Έρικα.

Τα βήματα πλησίασαν τα κάγκελα του κελιού του. Ο Σέρκαδελ’λι παρουσιάστηκε, μαζί με δύο άλλους: έναν άντρα και μια γυναίκα που οι όψεις τους δεν άρεσαν καθόλου στον Άρδαλον. Ήταν οι όψεις βασανιστών. Αλύγιστες. Μάτια κενά.

Φτάσαμε, λοιπόν, εκεί.

«Αρκετά παιχνίδια έχουμε παίξει,» είπε ο Σέρκαδελ’λι. «Θα μου αποκαλύψεις τι ξέρεις για το δίκτυο της Έρικας Σάλκερκοφ;»

«Σου είπα ήδη: δεν ξέρω τίποτα για το δίκτυό της.»

«Με παραπλανείς τόσες μέρες!»

«Έχοντας τι σκοπό;»

«Να δραπετεύσεις φυσικά.»

Ο Άρδαλον γέλασε ξερά, κι αισθάνθηκε τα σπασμένα πλευρά του να πονάνε. «Με φυλάς πολύ καλά για να δραπετεύσω…»

Ο Σέρκαδελ έγνεψε στους δύο βασανιστές, και η γυναίκα ξεκλείδωσε το κελί. Μπήκαν, κι οι τρεις τους.

«Θα βασανίσεις το σώμα μου τώρα;» είπε ο Άρδαλον, χωρίς να σηκωθεί από το αχυρόστρωμα. «Νομίζεις ότι δεν είναι αρκετά αυτά που έχουν κάνει οι υποτακτικοί σου στους θεούς μου;»

«Για έναν προδότη της Φεηνάρκια σαν εσένα, λίγα είναι!»

Ο Άρδαλον σηκώθηκε από το αχυρόστρωμα, και οι δύο βασανιστές φάνηκαν έτοιμοι να του χιμήσουν· είδε τα χέρια τους να πηγαίνουν στα όπλα στις ζώνες τους – μακριά μαχαίρια. «Συνεργάστηκες με τους Παντοκρατορικούς περισσότερες φορές απ’ό,τι εγώ! Στο τέλος, το βρήκες πιο συμφέρον να στραφείς εναντίον τους.»

«Ποτέ δεν ήμουν με τους Παντοκρατορικούς!» γρύλισε ο Σέρκαδελ’λι. «Αλλά εσύ ακόμα μαζί τους συνεργάζεσαι!»

«Τώρα δεν υπάρχουν Παντοκρατορικοί παρά μόνο μέσα σε κάτι μυαλά σαν τα δικά σου,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον.

«Πες μου για το δίκτυο της Έρικας.»

Ο Άρδαλον κοίταξε μια τον έναν βασανιστή, μια την άλλη – όψεις πέτρινες, μάτια γυάλινα. Προσπάθησε να δώσει την εντύπωση στον Σέρκαδελ ότι τους φοβόταν. «Θα σου πω μόνο ένα πράγμα το οποίο ξέρω,» είπε ψέματα. «Συγκεντρώνονται στην Αρένα μερικές φορές.»

Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ συνοφρυώθηκε. «Στην Αρένα;» Σαν ήδη να το υποπτευόταν.

Παράξενο, σκέφτηκε ο Άρδαλον. Είναι δυνατόν να το πέτυχα στην τύχη; Όπως και νάχε, δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα. Μονάχα αυτό μπορεί, ίσως, να με γλιτώσει. Κι αν είναι να πεθάνω, τουλάχιστον ας πεθάνω προσπαθώντας να τσακίσω αυτό το κάθαρμα! «Ναι· έτσι έχω ακούσει,» αποκρίθηκε. «Την άκουσα να το λέει, ότι έχει πράκτορές της στην Αρένα. Αυτό μόνο.» Και μπορεί να ήταν αλήθεια· γιατί όχι; Η Αρένα της Κάρνατεβ θεωρείτο σχεδόν τόσο κεντρικό μέρος όσο και η Κεντρική Αγορά.

«Δηλαδή, ουσιαστικά, μου λες πάλι ότι δεν ξέρεις τίποτα!»

«Σου λέω ό,τι ξέρω. Και μπορούμε να πάμε αύριο το πρωί να ερευνήσουμε. Ίσως η Έρικα να κρύβεται εκεί.»

«Έχουμε περάσει κοντά από την Αρένα και τις προηγούμενες ημέρες!»

«Και λοιπόν; Συνεχώς εκεί νομίζεις πως θα είναι; Μου είχε πει, μάλιστα, πως μπορεί να έφευγε από την πόλη για να κάνει κάποιες συνεννοήσεις πριν από την επίθεση στα ορυχεία.»

«Τι συνεννοήσεις;» Ξανά, το ενδιαφέρον του Σέρκαδελ είχε κεντριστεί.

«Με κάτι πειρατές. Δεν ξέρω ποιους ακριβώς. Δεν μου είπε.»

«Ούτε οι παλιοί σου φίλοι γνωρίζουν.»

Ο καταραμένος ο Άσλατμιρ, και η Σέρυ. Θα τους βρω μετά – αν πιάσει το σχέδιό μου και είμαι ακόμα ζωντανός – θα μετανιώσουν την ώρα που γεννήθηκαν! «Η Έρικα είναι πολύ προσεχτική γυναίκα.»

Ο Σέρκαδελ’λι φάνηκε σκεπτικός. Οι βασανιστές τον κοίταξαν ερωτηματικά· η πρώτη αληθινή έκφραση στα πρόσωπά τους. Ο Αρχιμάγος δεν τους έδωσε σημασία· είπε στον Άρδαλον: «Η τελευταία σου ευκαιρία. Αν δεν μου βρεις την Έρικα Σάλκερκοφ, θα φροντίσω να πεθάνεις με αργά βασανιστήρια εδώ κάτω.» Και στράφηκε στην έξοδο του κελιού.

Οι βασανιστές τον ακολούθησαν έξω και κλείδωσαν την καγκελόπορτα.

Ο Άρδαλον’λι κάθισε στο αχυρόστρωμα, καθώς έφευγαν. Ελπίζω τα άγρια θηρία της Αρένας να είναι τόσο ευέξαπτα όσο λένε οι φήμες… σκέφτηκε.

*

Τους έφεραν ρούχα μόλις είχε ξημερώσει. Ρούχα ταλαιπωρημένα αλλά όχι και κουρελιασμένα τελείως: σκονισμένα και λερωμένα. Ρούχα που δραπέτες θα μπορούσαν να φοράνε.

Δραπέτες… μούγκρισε από μέσα του ο Άσλατμιρ, που θα ήθελε πολύ να δραπετεύσει. Το διαμέρισμα που είχε αγοράσει γι’αυτόν και τη Σέρυ ο Αρχισυγκλητικός τού έμοιαζε τώρα με φυλακή. Αλλά δεν ήταν εύκολο να φύγει, και το ήξερε. Τους φρουρούσαν, φυσικά, οι μισθοφόροι του Βέργκεδελ.

Φόρεσε τα ρούχα που τους είχαν φέρει, και το ίδιο έκανε και η Σέρυ. Η όψη της έλεγε ότι ήθελε να δολοφονήσει κάποιον, κι έτσι όπως τον κοίταζε, ο Άσλατμιρ υποπτευόταν ότι ο κάποιος ίσως να ήταν εκείνος. «Εσύ μάς έμπλεξες!» του είχε πει χτες βράδυ, ύστερα από τη συνάντησή τους με τον Αρχισυγκλητικό. Και μετά είχε βουβαθεί τελείως. Όχι πως κι ο Άσλατμιρ ήταν πιο ομιλητικός. Κανένας τους δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα.

Και τώρα έπρεπε να υπηρετήσουν τον Αρχισυγκλητικό, όπως τους είχε προστάξει. Μας έχει κάνει δούλους του!

Τα ρούχα ήταν πραγματικά ελεεινά – σιχαινόσουν που ακουμπούσαν το δέρμα σου – και υποδήματα δεν θα φορούσαν, ούτε όπλα θα είχαν μαζί τους. Οι πράκτορες της Έρικας θα μπορούσαν εύκολα να τους σκοτώσουν, αν ήθελαν· και ο Άσλατμιρ δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού θα προλάβαιναν να τους σώσουν.

«Γιατί, τουλάχιστον, δεν κρύβουμε κανένα πιστόλι επάνω μας;» είπε η Σέρυ, όταν εκείνη κι ο Άσλατμιρ επέστρεψαν, μεταμφιεσμένοι, στο καθιστικό του διαμερίσματος για να συναντήσουν πάλι την Βελτράθνα – τη σύζυγο του Αρχισυγκλητικού – και τους τρεις μισθοφόρους που είχαν έρθει μαζί της.

«Γιατί μπορεί να είναι πιο έξυπνοι από εσένα και να το παρατηρήσουν,» της απάντησε η Βελτράθνα, προκλητικά. «Ή μπορεί να σας ψάξουν.»

«Θα τους αφήσετε να μας ψάξουν;»

«Ανάλογα.»

«Δε θα τους συλλάβετε αμέσως μόλις έρθουν κοντά μας;»

«Θα δούμε τι θα κάνουμε,» είπε η Βελτράθνα κοιτάζοντάς την με βλέμμα άγριο σαν η Σέρυ να αυθαδίαζε απαράδεκτα. «Εμείς θα το αποφασίσουμε, όχι εσύ.»

Ο Άσλατμιρ είδε τις γροθιές της Σέρυ να σφίγγονται και, προς στιγμή, φοβήθηκε ότι θα γρονθοκοπούσε τη σύζυγο του Αρχισυγκλητικού και θα τους έστελνε και τους δυο τους στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων. Ευτυχώς, η λογική της υπερίσχυσε, και ούτε κινήθηκε ούτε μίλησε.

«Θα ξεκινήσουμε λοιπόν;» ρώτησε ο Άσλατμιρ μετά από μερικές στιγμές γενικής σιωπής από όλους.

«Όχι από τώρα,» αποκρίθηκε η Βελτράθνα. «Είναι ακόμα νωρίς.» Δεν ήταν πολλή ώρα που είχε ξημερώσει.

«Τότε γιατί μας σήκωσες τόσο πρωί;» ρώτησε, απότομα, η Σέρυ.

«Για να είμαστε έτοιμοι.»

«Και γιατί να μην ξεκινήσουμε αμέσως;»

«Γιατί δεν ξέρουμε αν οι πράκτορες της Έρικας θα είναι εκεί τόσο νωρίς. Καλύτερα να πάμε όταν έχει ξημερώσει για τα καλά.»

«Καθίστε, τότε,» τους προέτρεψε ο Άσλατμιρ, και η Βελτράθνα έκανε νόημα στους μισθοφόρους ότι μπορούσαν να καθίσουν αν ήθελαν. Δύο κάθισαν, ένας έμεινε όρθιος, όπως και η σύζυγος του Αρχισυγκλητικού.

Ο Άσλατμιρ άναψε τσιγάρο, βηματίζοντας ξυπόλυτος επάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Η Σέρυ, μετά από λίγο, πήγε προς το μπάνιο.

«Πού πας;» ρώτησε η Βελτράθνα.

«Να κατουρήσω; Επιτρέπεται;»

Η Βελτράθνα δεν αποκρίθηκε, και η Σέρυ μπήκε στην τουαλέτα.

Ο Άσλατμιρ ήταν σίγουρος ότι δεν πήγαινε να κατουρήσει. Όχι μόνο, τουλάχιστον.

Η Σέρυ δεν άργησε να βγει από το μπάνιο και να καθίσει σε μια πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο κι ακουμπώντας το σαγόνι στη γροθιά της. Κοιτάζοντάς τους όλους με φανερή διάθεση να τους σκοτώσει.

«Σήκω πάνω,» της είπε η Βελτράθνα.

«Θα μείνω καθισμένη αν δεν σε πειράζει.»

«Σήκω πάνω!»

Η φωνή της έκανε τους δύο καθιστούς μισθοφόρους να πεταχτούν όρθιοι και να βάλουν τα χέρια στις λαβές των όπλων που κρέμονταν από τις ζώνες τους, όπως είχε ήδη κάνει κι ο τρίτος.

«Τι πρόβλημα έχεις άμα κάθομαι;» γρύλισε η Σέρυ.

«Αν δεν σηκωθείς θα τους προστάξω να σε σηκώσουν,» την απείλησε η Βελτράθνα.

Η Σέρυ δίστασε για μια στιγμή. Ύστερα σηκώθηκε.

Η Βελτράθνα την πλησίασε κι έκανε να ψάξει τα ρούχα της–

«Πάρ’ τα χέρια σου από πάνω μου!» σύριξε η Σέρυ, σπρώχνοντάς την.

Οι μισθοφόροι, πάραυτα, τράβηξαν τα πιστόλια τους, σημαδεύοντας οι δύο τη Σέρυ κι ο τρίτος τον Άσλατμιρ.

«Ήρεμα,» είπε εκείνος. «Είναι απλώς λιγάκι ευέξαπτη. Δε θα χτυπούσε την αρχόντισσά σας.»

Η Βελτράθνα είχε παραπατήσει, αλλά δεν είχε πέσει· ήταν ακόμα όρθια. Κι έκανε ξανά να πλησιάσει τη Σέρυ. Όμως εκείνη την πρόλαβε: τράβηξε το κρυμμένο πιστόλι μέσα από τα ρούχα της–

(Όπως το περίμενα, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ: το όπλο στο μπάνιο)

–και το έτεινε προς τη σύζυγο του Αρχισυγκλητικού, με τη λαβή εμπρός.

Η Βελτράθνα το πήρε. «Θα πρέπει και να σε ψάξω ούτως ή άλλως.»

Τα μάτια της Σέρυ στένεψαν, γυαλίζοντας.

«Εκτός αν θέλεις να γδυθείς,» πρόσθεσε η Βελτράθνα.

Η Σέρυ την άφησε να την ψάξει από πάνω ώς κάτω.

Δεν είχε άλλο όπλο κρυμμένο κάτω από τα ρούχα της.

*

Τον έβγαλαν, γι’ακόμα μια φορά, από τα υπόγεια και τον έβαλαν στην πίσω μεριά ενός κλειστού τετράκυκλου οχήματος που περίμενε έξω από τη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ. Μαζί του ήταν ο Σέρκαδελ’λι, ο Τάγκαμιρ’λι, και δύο μισθοφόροι. Οι τελευταίοι ώθησαν τον Άρδαλον να καθίσει στο ένα από τα δύο μεγάλα, μακρόστενα δερμάτινα καθίσματα, και ο ένας κάθισε δεξιά του ενώ ο άλλος αριστερά του. Ο Σέρκαδελ’λι κάθισε αντικρύ του, όπως κι ο Τάγκαμιρ’λι. Ο Αρχιμάγος είχε μαζί του την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού· το περιδέραιο-φυλακή της κρεμόταν από τον λαιμό του, εκεί όπου ο Άρδαλον μπορούσε να το δει. Πράγμα, αναμφίβολα, όχι τυχαίο· ο Σέρκαδελ ήθελε να του υπενθυμίζει ότι θα βασάνιζε τη θεά του προτού βασανίσει το υλικό του σώμα, σε περίπτωση που δεν έκανε σωστά ό,τι τον είχαν προστάξει.

«Στην Αρένα,» είπε ο Αρχιμάγος στον οδηγό του οχήματος, κι εκείνος ενεργοποίησε τη μηχανή και ξεκίνησε να οδηγεί μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ. Πέρασαν νότια του Κίονα του Φωτός, βγήκαν στη Μεγάλη Λεωφόρο, και από εκεί ακολούθησαν μικρότερους δρόμους προς τα ανατολικά, μέχρι που έφτασαν στην Αρένα. Σταμάτησαν αντίκρυ της πύλης της, που ήταν σαν αγορά με τόσο κόσμο που συγκεντρωνόταν εδώ για διάφορες δουλειές.

Ο Σέρκαδελ’λι είπε: «Βρες μου την Έρικα Σάλκερκοφ»· και έβγαλε από την πέτσινη θήκη του έναν τετράγωνο καθρέφτη, δίνοντάς τον στον Άρδαλον για να τον χρησιμοποιήσει ως κέντρο εστίασης.

Εκείνος ένευσε και κλείνοντας τα μάτια έκανε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Δεν έφερε, όμως, στο νου την Έρικα όπως κανονικά έπρεπε αν ήθελε να έχει πιθανότητες να την εντοπίσει. Έφερε στο νου του ένα θηρίο που είχε δει σ’έναν από τους αγώνες της Αρένας της Κάρνατεβ, παλιότερα, προτού φύγει από εδώ για να κατεβεί στον υπόγειο κόσμο εποφθαλμιώντας τις γαιομορφικές δυνάμεις του Ταρνατάρ’σακ. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι το συγκεκριμένο πλάσμα ζούσε ακόμα, αλλά το ήλπιζε, και νόμιζε ότι υπήρχαν αρκετές πιθανότητες αυτό να αληθεύει. Ήταν ένα Μεγαθήριο που συνήθως το έριχναν σε άνισους αγώνες: δηλαδή, ενάντια σε κατώτερους αντιπάλους – ενάντια σε αγρίμια, περισσότερα αλλά πιο αδύναμα από αυτό· ή ενάντια σε ελαφρά οπλισμένους δούλους που είχαν προσπαθήσει να αποδράσουν ή είχαν φερθεί εχθρικά προς τους αφέντες τους (πολλές φορές προσπαθώντας να τους δολοφονήσουν).

Ολοκληρώνοντας το ξόρκι, ο Άρδαλον άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι μια κόκκινη κουκίδα είχε παρουσιαστεί επάνω στον τετράγωνο καθρέφτη.

«Η Έρικα,» είπε.

Ο Σέρκαδελ’λι τον ατένισε καχύποπτα. «Αν προσπαθείς να με κοροϊδέψεις….» Η απειλή ήταν έκδηλη στον τόνο της φωνής του.

«Να σε κοροϊδέψω;» ρουθούνισε ο Άρδαλον’λι. «Το βλέπεις, δεν το βλέπεις;» Έδειξε, με το βλέμμα του, την κουκίδα επάνω στο κάτοπτρο ενώ συνέχιζε να έχει το μυαλό του εστιασμένο εκεί. «Πάμε πιο κοντά και θα δούμε ακριβώς πού είναι. Απ’ό,τι φαίνεται πρέπει να βρίσκεται κάπου μέσα στην Αρένα.»

Ο Σέρκαδελ’λι κοίταξε τον καθρέφτη προσεχτικά. «Ναι, μάλλον μέσα στην Αρένα,» συμφώνησε, κρίνοντας από τη θέση της κόκκινης κουκίδας. «Βγαίνουμε λοιπόν.»

Σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και βγήκαν από την πίσω πόρτα του τετράκυκλου οχήματος.

Ο Άρδαλον δεν φορούσε αλυσίδες πια όταν τον πήγαιναν βόλτα· τα πόδια του ήταν ελεύθερα. Του τις είχαν φορέσει μόνο την πρώτη και τη δεύτερη φορά, και μετά είχαν σταματήσει γιατί είδαν ότι η ύπαρξή τους ήταν ανούσια. Συνεχώς μέσα σε όχημα περιφέρονταν στην πόλη· κι όταν ήθελαν να βαδίσουν σε κάποιους στενούς δρόμους, τότε οι αλυσίδες απλώς παρακώλυαν την αναζήτησή τους: δεν υπήρχε περίπτωση ο Άρδαλον να τρέξει και να τους φύγει, έτσι όπως τον φρουρούσαν.

Σήμερα, όμως, η έλλειψη αλυσίδων εξυπηρετούσε το ριψοκίνδυνο σχέδιο που εκείνος είχε στο μυαλό του.

Προχώρησαν προς την Αρένα, ενώ ο Άρδαλον είχε τον τετράγωνο καθρέφτη στα χέρια του ακολουθώντας την κόκκινη κουκίδα. Μπήκαν μέσα στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο μπροστά από την πύλη, και οι δύο μισθοφόροι παραμέριζαν τον κόσμο για να περνάνε. Ο Σέρκαδελ’λι βάδιζε δίπλα στον Άρδαλον, κοιτάζοντας κι εκείνος τον καθρέφτη· παρότι δεν ήταν αυτός που είχε κάνει το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, μπορούσε να καταλάβει περίπου τι έδειχνε το κάτοπτρο. Ήταν έμπειρος μάγος. Ο Τάγκαμιρ’λι ερχόταν πίσω από τον Άρδαλον, σιωπηλός.

Ο Χάραλκιρ, ο συλλέκτης συντριμμιών και κομματιών της Αρένας, που κανένας τους δεν ήξερε ότι ήταν πράκτορας της Έρικας, τους είδε να περνάνε μπροστά από τον πάγκο του, κι αμέσως αναγνώρισε τον Άρδαλον’λι. Καθώς επίσης και τον Αρχιμάγο της Κάρνατεβ. Ήξερε την όψη του Σέρκαδελ’λι· θα τον καταλάβαινε ακόμα κι αν εκείνος δεν φορούσε τα αναγνωριστικά του αξιώματός του. Οι δύο μισθοφόροι που βρίσκονταν κοντά στον Άρδαλον’λι, και ο άντρας πίσω του – μάγος, ίσως – ήταν προφανώς εκεί για να τον φρουρούν. Είναι αιχμάλωτος. Και κρατούσε έναν καθρέφτη, τον οποίο κοίταζε προσηλωμένα για κάποιο λόγο. Μαγεία;

Ό,τι κι αν έκανε, ήταν αναμφίβολα ζωντανός, όχι νεκρός όπως φοβόταν η Έρικα. Αλλά γιατί τον φέρνουν εδώ; Τι συμβαίνει; Ο Χάραλκιρ ήταν βέβαιος ότι η Έρικα πολύ θα ήθελε να μάθει. Όμως δεν μπορούσε τώρα ν’αφήσει τον πάγκο του και ν’ακολουθήσει τον Αρχιμάγο και τον αιχμάλωτό του.

«Μισό λεπτό,» είπε στον πελάτη που κοίταζε εκείνη τη στιγμή την πραμάτεια του – τα απομεινάρια από τους αγώνες της Αρένας.

«Με την ησυχία σου· δε βιάζομαι,» αποκρίθηκε ο άντρας. Ήταν από αυτούς που έκαναν συλλογή· ο Χάραλκιρ τον γνώριζε από παλιά.

Απομακρύνθηκε από τον πάγκο, πηγαίνοντας πίσω από μια κουρτίνα. Ενεργοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε τη Νερκάδλη, τη θηριοδαμάστρια, στον πομπό που της είχε δώσει η Έρικα για τις κρυφές επικοινωνίες του. Απάντησε… σκέφτηκε ο Χάραλκιρ περιμένοντας. Έλα, απάντησε… Απάντησε, γαμώ τις Λάμιες!

Η Νερκάδλη απάντησε. «Ναι;» ακούστηκε η φωνή της κοντά στ’αφτί του.

Και ο Χάραλκιρ τής είπε τι συνέβαινε, ελπίζοντας ότι η θηριοδαμάστρια θα βρισκόταν σε θέση να παρακολουθήσει τον Αρχιμάγο και τον αιχμάλωτό του.

*

Το τετράκυκλο όχημα σταμάτησε σε κάποια απόσταση από την κοσμοπλημμυρισμένη πύλη της Αρένας, σ’έναν μικρό, ήσυχο δρόμο.

«Βγείτε,» είπε η Βελτράθνα στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ, καθώς γύριζε να τους κοιτάξει στην πίσω μεριά του οχήματος όπου ήταν καθισμένοι. Η ίδια καθόταν μπροστά, πλάι στην οδηγό.

«Απλά θα βαδίσουμε, έτσι;» είπε ο Άσλατμιρ.

«Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να κάνετε. Αλλά να δίνετε την εντύπωση ότι αναζητάτε κάποιον γνωστό, ή κάποιο σημάδι – ότι θέλετε να σας βρουν οι πράκτορες της Έρικας – και ότι είστε φοβισμένοι, φυσικά.»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, που ούτως ή άλλως δεν αισθανόταν ατρόμητος αυτή τη στιγμή. «Οι δικοί σας άνθρωποι θα είναι κοντά, ελπίζω.»

«Μη λέμε τα ίδια πράγματα. Ξεκινήστε.»

Ο Άσλατμιρ άνοιξε την πλαϊνή πόρτα, και εκείνος κι η Σέρυ βγήκαν και βάδισαν, ξυπόλυτοι, προς την πύλη της Αρένας.

«Κάνε πως κοιτάζεις γύρω-γύρω,» της είπε ο Άσλατμιρ, κοιτάζοντας κι ο ίδιος δεξιά κι αριστερά.

«Παριστάνουμε τους παλιάτσους!» μούγκρισε η Σέρυ, αλλά υπάκουσε.

Διάφοροι έστρεφαν τα κεφάλια τους για να τους κοιτάξουν με περιέργεια, παρατήρησε ο Άσλατμιρ, και σκέφτηκε: Έχουμε, σίγουρα, τραβήξει την προσοχή. Αναμενόμενο, άλλωστε, μ’αυτά τα κουρέλια που ήταν ντυμένοι. Μα τους θεούς, καλύτερα οι πράκτορες της Έρικας να είναι προσεχτικοί και να μη μας πλησιάσουν. Προτιμούσε να μη γινόταν τίποτα εδώ, σήμερα, παρά να γινόταν κάτι και μετά – αν επιζούσαν – ο Αρχισυγκλητικός να τους έδινε καμια εκατοσταριά ευγενή. Εγώ δεν θα μας εμπιστευόμουν, αν ήμουν στη θέση των πρακτόρων της Έρικας· αυτοί θα μας εμπιστευτούν; Συνέχισε, όμως, να κοιτάζει γύρω-γύρω και να προσποιείται πως κάτι έψαχνε, πως αναζητούσε βοήθεια από κάποιον γνωστό· γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού παρακολουθούσαν εκείνον και τη Σέρυ, κι αν τους έβλεπαν να μην υποδύονται σωστά τους ρόλους τους, οι Λάμιες θα τους κατασπάραζαν…

Ο Χάραλκιρ – που ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τον είχαν δει μόνο με κουκούλα στο κεφάλι κι επομένως δεν τον γνώριζαν – ασφαλώς τους πρόσεξε αμέσως και συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. Τι σκατά γίνεται σήμερα; απόρησε. Πριν από λίγο είχε περάσει ο Αρχιμάγος με τον Άρδαλον’λι αιχμάλωτο, και τώρα αυτοί; Τι έκαναν εδώ; Έμοιαζαν να έχουν δραπετεύσει από κάποια φυλακή. Τα ρούχα τους ήταν βρόμικα και ταλαιπωρημένα, τα πόδια τους γυμνά. Και κοίταζαν από δω κι από κει. Το ξέρουν ότι κάποιοι πράκτορες της Έρικας βρίσκονται στην Αρένα. Γι’αυτό, άραγε, έχουν έρθει; Και είχαν, όντως, δραπετεύσει; Ο Αρχισυγκλητικός τούς κρατούσε φυλακισμένους; Δεν αποκλειόταν, σκέφτηκε ο Χάραλκιρ. Ίσως γι’αυτό να είχαν αναγκαστεί να στήσουν εκείνη την παγίδα στη Σανκάρλι, τη Φαίδρα, και τον Φέκταρελ.

Τι κάνουμε τώρα; Η Έρικα έλειπε – ίσως να είχε ήδη καταστρέψει τα Ορυχεία Ιπταερίου, παρότι τίποτα δεν είχε διαδοθεί στην πόλη ακόμα – και ο Χάραλκιρ αισθανόταν αναποφάσιστος. Τι θα ήθελε η Έρικα να κάνω; Να τους μιλήσω; Δίσταζε, φυσικά, γιατί φοβόταν τους πράκτορες του Αρχισυγκλητικού που ήξερε ότι περιφέρονταν στην Αρένα.

Συνοφρυώθηκε. Για στάσου… Πώς και δεν έχουν αυτοί αναγνωρίσει τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ ακόμα; Δεν τους ψάχνουν; Παρέμεινε πίσω από τον πάγκο του και, πιάνοντας έναν μακρύ χαυλιόδοντα, είπε στον πελάτη του – τον συλλέκτη που ήταν εδώ από προτού εμφανιστεί ο Άρδαλον’λι: «Αυτός δεν σας ενδιαφέρει; Είναι από τον Ανθρωποφάγο, τον θρυλικό λυκόχοιρο. Από την τελευταία μάχη που έδωσε προτού ο Άγριος Ζάταρνιλ τον σκοτώσει με το δόρυ του.»

Ο άντρας τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Πόσο τον πουλάς, Χάραλκιρ;»

*

Στην πύλη της Αρένας, ο Αρχιμάγος είπε στους φρουρούς ότι έρχονταν εδώ για δουλειά του Αρχισυγκλητικού, και οι φρουροί απλώς έγνεψαν.

«Πλησιάζουμε,» είπε ο Άρδαλον’λι καθώς έμπαιναν στον ανοιχτό χώρο της Αρένας. «Προς τα εκεί είναι.» Έδειχνε την κατεύθυνση με τον βηματισμό του.

Οι μισθοφόροι του Αρχιμάγου τράβηξαν τα πιστόλια τους. Ο Τάγκαμιρ’λι ξαμόλησε τον θεό του· κροτάλισμα δοντιών ακούστηκε πίσω από τον Άρδαλον. Ο Σέρκαδελ’λι κράτησε τον δικό του θεό, τον Σιωπηλό Γδάρτη των Αλλοτινών Αιώνων, μέσα στη φυλακή του, παρατηρώντας τον καθρέφτη που κρατούσε ο παλιός του εχθρός.

Ο Άρδαλον’λι τούς οδήγησε μπροστά σε μια εσωτερική πύλη στην περιφέρεια της Αρένας. Το κιγκλίδωμά της ήταν σηκωμένο· πέρασαν κάτω από τα αιχμηρά δόντια του και μπήκαν. Στο σκιερό εσωτερικό, ένας φρουρός στράφηκε να τους κοιτάξει αρχίζοντας να λέει: «Απαγορεύεται να–»

«Ερχόμαστε για δουλειά του Αρχισυγκλητικού και της πολιτείας,» τον διέκοψε ο Σέρκαδελ’λι. «Είμαι ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ.»

Ο φρουρός δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τα λόγια του, βλέποντας πώς ήταν ντυμένος. Ένευσε και παραμέρισε. «Εδώ, πάντως, βρίσκονται τα θηρία,» τους προειδοποίησε. «Να προσέχετε.»

«Θα το έχουμε υπόψη,» αποκρίθηκε υπεροπτικά ο Σέρκαδελ’λι.

Προσπέρασαν τον φρουρό και βάδισαν μέσα στους διαδρόμους της Αρένας καθοδηγούμενοι από την κουκίδα επάνω στον καθρέφτη. Δεν άργησαν να βρεθούν σε μια πέτρινη αίθουσα με κελιά σκαμμένα στους τοίχους· και μέσα στα κελία άγρια θηρία ήταν κλεισμένα: λιοντάρια των βουνών, λυκόχοιροι, ένας πολύκερως που βλέποντάς τους ρουθούνισε άγρια και χτύπησε τις οπλές του στις πλάκες του πατώματος.

«Είναι δυνατόν να είναι εδώ;…» μουρμούρισε δύσπιστα ο Σέρκαδελ’λι, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του, προφανώς, παρά σε κανέναν άλλο.

Όχι, σκέφτηκε ο Άρδαλον’λι, η «Έρικα» δεν είναι εδώ. Αλλά κοντά… κοντά… Βάδισε προς ένα άνοιγμα, ενώ οι μισθοφόροι του Αρχιμάγου έκαναν νόημα σε κάτι δούλους που έπλεναν να φύγουν, αμέσως. Εκείνοι υπάκουσαν, παίρνοντας τους κουβάδες και τις σφουγγαρίστρες τους.

Ο Άρδαλον’λι βρέθηκε σε μια άλλη αίθουσα και, στο πέρας της, είδε το Μεγαθήριο, σκυμμένο μέσα στο κελί του, πρασινόδερμο και τριχωτό, μ’ένα μοναδικό μάτι στο κέντρο του μετώπου του κι ένα κυρτό κέρατο. Οι αναπνοή του αντηχούσε βαριά μες στο πέτρινο δωμάτιο· ξεχώριζε αμέσως από τις αναπνοές των υπόλοιπων θηρίων που βρίσκονταν φυλακισμένα εδώ: τρεις τριχόσαυρες σε ένα κελί, δύο γρυλαίοι σ’ένα άλλο κελί, και έξι γατίδες σ’ένα κελί που δεν έκλεινε με κάγκελα αλλά με ανθεκτικό γυαλί (γιατί, φυσικά, τα ευέλικτα αιλουροειδή μπορούσαν εύκολα να περάσουν ανάμεσα από τα κάγκελα).

Γεια σου, Έρικα, σκέφτηκε ειρωνικά ο Άρδαλον’λι, και διέκοψε απότομα το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε αμέσως ο Σέρκαδελ’λι.

«Δεν… δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον. «Κάτι με σταμάτησε…»

«Μα δεν μπορεί τώρα νάναι μακριά – η κουκίδα είχε γίνει πολύ έντονη!»

«Ναι,» είπε ο Άρδαλον. «Ίσως απλά να κουράστηκα. Περίμενε. Στάσου.» Και, γονατίζοντας στο ένα γόνατο, έβαλε τον τετράγωνο καθρέφτη να σταθεί στο πάτωμα ακουμπώντας στο ξύλινο στήριγμα πίσω του. Χωρίς να σηκωθεί, ο Άρδαλον ύψωσε τα χέρια του πάνω από το κάτοπτρο και μουρμούρισε, γρήγορα, ένα ξόρκι.

Δεν ήταν το Ξόρκι Ανιχνεύσεως.

Ήταν ένα ξόρκι σχετικά σπάνιο, που το γνώριζαν ελάχιστοι μάγοι, ακόμα και του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. Ονομαζόταν Ξόρκι Εξαγριώσεως Κτηνών. Το είχε εφεύρει – ή ίσως επανεφεύρει – ένας μάγος στις νότιες Ενδότερες Πολιτείες ο οποίος ήθελε να πηγαίνει στους Πυκνούς Τόπους και να εξαγριώνει τα θηρία εκεί βάζοντάς τα να αντιμετωπίζουν τη θεά του που της χρειαζόταν αυτή η εκτόνωση κάθε τόσο. Ο Άρδαλον’λι τον γνώριζε, κι εκείνος τού είχε δείξει το ξόρκι. Παρότι, σίγουρα, δεν ήταν κάτι που χρειαζόταν κάθε μέρα, είχε τις χρήσεις του.

Όπως τώρα.

Και καθώς το έκανε ο Άρδαλον ευχόταν ο Σέρκαδελ να μην το γνώριζε, αλλά, για να είναι ασφαλής, μουρμούρισε τα λόγια μέσα από τα δόντια του, όσο πιο κρυφά και γρήγορα μπορούσε. Γιατί, αν μη τι άλλο, ο εχθρός του, αν τον παρατηρούσε, θα καταλάβαινε ότι δεν έκανε το Ξόρκι Ανιχνεύσεως αλλά κάποιο άλλο, άγνωστο ξόρκι.

Ο Άρδαλον’λι ένιωσε τα μυαλά των θηρίων ολόγυρά του μέσω των μαγικών του αισθήσεων, και ερέθισε τα κέντρα οργής τους, στέλνοντας καταπάνω τους ψυχικά κύματα της δικής του οργής. Στέλνοντάς τους όλο το μίσος που αισθανόταν για τον Σέρκαδελ’λι και για τον Άσλατμιρ, τον προδότη! ΘΑΝΑΤΟΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ! ΘΑΝΑΤΟΣ!

Τα θηρία στα κελιά τριγύρω, ξαφνικά, εξαγριώθηκαν: οι τριχόσαυρες άρχισαν να συρίζουν και να γρυλίζουν, κοπανώντας τα κάγκελα με τα κεφάλια και τις ουρές τους· οι γρυλαίοι γρύλιζαν και τράνταζαν τα κάγκελα του δικού τους κελιού· οι γατίδες έπεφταν με φόρα πάνω στο τζάμι της φυλακής τους· και το Μεγαθήριο… Ο βρυχηθμός του τράνταξε την αίθουσα, και τα χέρια του με τους πελώριους μύες χτύπησαν σαν γιγάντιες σφύρες τα κάγκελα του κελιού του – και τα κάγκελα φάνηκαν να λυγίζουν από το πρώτο κιόλας χτύπημα.

Όπως ο Άρδαλον το περίμενε. Τίποτα δεν μπορεί να συγκρατήσει ένα εξαγριωμένο Μεγαθήριο.

Οι δύο μισθοφόροι τρόμαξαν· έστρεψαν τα πιστόλια τους στα θηρία γύρω-γύρω. Ο Τάγκαμιρ’λι αναφώνησε, άναρθρα, κι έστειλε τον θεό του προς το Μεγαθήριο – ο Άρδαλον διέκρινε μια δυσδιάκριτη φασματική μορφή να πηγαίνει προς τα εκεί, χτυπώντας αόρατες οπλές στο πάτωμα, κροταλίζοντας αόρατα δόντια.

«Τι στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων…;» έκρωξε ο Σέρκαδελ’λι.

Ο Άρδαλον, ακόμα γονατισμένος στο ένα γόνατο μπροστά στον καθρέφτη, κινήθηκε όσο πιο γρήγορα τού επέτρεπαν τα σπασμένα πλευρά του: άρπαξε το ξιφίδιο και το πιστόλι από τα θηκάρια στη ζώνη του Αρχιμάγου και τον κάρφωσε με τη λεπίδα, βαθιά μέσα στο διάφραγμα, σπρώχνοντάς τον πίσω, ενώ γρύλιζε σαν κι εκείνος να είχε εξαγριωθεί από το ξόρκι του. Όλο το μίσος και η οργή που είχε στείλει στα θηρία τον είχαν φορτίσει κι εκείνον – και δεν του ήταν καθόλου άχρηστα, όπως τώρα διαπίστωσε.

Ο Σέρκαδελ τινάχτηκε όπισθεν, με το ξιφίδιο ακόμα καρφωμένο επάνω του· η πλάτη του κοπάνησε στα κάγκελα του κελιού των γρυλαίων, και μεγάλα μυώδη χέρια τον άρπαξαν, συνθλίβοντας το κεφάλι του.

Ο Άρδαλον είχε ήδη στραφεί πίσω του και πυροβολούσε τον Τάγκαμιρ’λι δύο φορές στο στήθος, κάνοντας το σώμα του να τρανταχτεί και να σωριαστεί στο πάτωμα, ενώ ο θεός του αποτραβιόταν μέσα στη φυλακή του, στο δαχτυλίδι του μάγου.

Οι μισθοφόροι τα είχαν, προς στιγμή, χάσει· δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Ο ένας πυροβόλησε τους γρυλαίους που τσάκιζαν το σώμα του ήδη νεκρού Αρχιμάγου· ο άλλος έριξε στο Μεγαθήριο, που μερικά από τα κάγκελα του κελιού του είχαν ήδη διαλυθεί, και το ένα πελώριο, μυώδες χέρι του είχε βγει έξω, σαν εκδικητικός θεός που αναδυόταν από κάποια ακατονόμαστη άβυσσο υποσχόμενος να φέρει καταστροφή, θάνατο, και ερήμωση.

Μετά, οι μισθοφόροι κατάλαβαν τι είχε γίνει. Ο Αρχιμάγος είχε ένα ξιφίδιο καρφωμένο επάνω του… κι ένας πυροβολισμός είχε ακουστεί ο οποίος δεν ήταν δικός τους…

Στράφηκαν προς τον κρατούμενο.

Πολύ αργά.

Ο Άρδαλον’λι είχε μόλις κάνει ένα Ξόρκι Τηλεκινήσεως. Το περιδέραιο-φυλακή της θεάς του έφυγε από τον λαιμό του Σέρκαδελ’λι και ήρθε το χέρι του: και η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού όρμησε καταπάνω στον έναν από τους μισθοφόρους, γελώντας ξέφρενα και εκδικητικά ύστερα από τα βασανιστήρια που είχε υποστεί. Καβάλησε τον άντρα κι άρχισε να τον πνίγει.

Ο άλλος μισθοφόρος πυροβόλησε, πανικόβλητα, βρίσκοντας τον Άρδαλον στον αριστερό μηρό κι αναγκάζοντάς τον να γονατίσει με μια κραυγή ενώ έβλεπε το αίμα του να τινάζεται στις πλάκες του πατώματος.

Ο μισθοφόρος ήταν έτοιμος να τον ξαναπυροβόλησε, πιο προσεχτικά τώρα. Αλλά η «Έρικα» – χωρίς καμια συγκεκριμένη πρόθεση, βέβαια – ήρθε προς βοήθειά του. Μην πλησιάζοντας την εκδικητική θεά που έπνιγε τον άλλο μισθοφόρο (ακόμα και τα Μεγαθήρια φοβούνται τους δαιμονικούς θεούς της Φεηνάρκια), χίμησε στον άντρα που σημάδευε τον Άρδαλον’λι. Τον κουτούλησε με το κυρτό κέρατο του, στέλνοντάς τον στην άλλη άκρη της αίθουσας, επάνω στο τζάμι που κρατούσε φυλακισμένες τις γατίδες, το οποίο ράγισε αλλά, ως εκ θαύματος ίσως, δεν έσπασε. Είχε γεμίσει αίματα, όμως, και ο μισθοφόρος, πεσμένος στο πάτωμα, δεν κουνιόταν πια.

Ο Άρδαλον, τρέμοντας από τον πόνο της σφαίρας στο πόδι του και από την εξάντληση, είδε το Μεγαθήριο να στρέφει τώρα το μοναδικό του μάτι προς εκείνον, καθώς ορθωνόταν από πάνω του φτάνοντας ώς το ταβάνι της πέτρινης αίθουσας.

Το ότι ο Άρδαλον είχε εξοργίσει τα θηρία δεν σήμαινε κιόλας ότι μπορούσε να τα ελέγξει…

Το τέλος μου ήρθε. Αλλά τουλάχιστον ύστερα από την επιθυμητή εκδίκηση.

Κρυφοί Θεοί, τώρα ο Άρδαλον’λι θα σας γνωρίσει!

Δεν έκανε καν τον κόπο να πυροβολήσει το Μεγαθήριο με το πιστόλι στο χέρι του. Ήξερε ότι μια σφαίρα δεν μπορούσε να το σκοτώσει.

Περίμενε το τερατώδες χτύπημα που θα δεχόταν. Το χτύπημα που θα τον τσάκιζε όπως τον μισθοφόρο.

Το μόνο χτύπημα, όμως, που ήρθε ήταν αυτό ενός μαστιγίου στο δάπεδο. Κι άλλο ένα, κι άλλο ένα.

Και μια γυναικεία φωνή: «Πίσω! Ασάλευτε! Πίσω!»

Το Μεγαθήριο έστρεψε το βλέμμα του προς την είσοδο της αίθουσας. Το ίδιο κι ο Άρδαλον’λι.

Και εκεί είδε μια γυναίκα να στέκεται, μ’ένα μακρύ, δερμάτινο μαστίγιο στο χέρι, το οποίο χτύπησε ξανά το πέτρινο δάπεδο μ’ένα δυνατό σ’κρακ! Ήταν ντυμένη με μαύρο δέρμα και φορούσε μαύρο βέλο στο πρόσωπο. Πορφυρόδερμη, ψηλή, με κορακίσια μαλλιά δεμένα σφιχτό κότσο, γεροδεμένη.

«Ασάλευτε! Πίσω, λέω!» φώναξε, και το μαστίγιό της χτύπησε τώρα το αριστερό γιγάντιο πόδι του Μεγαθήριου, αναμφίβολα όχι αρκετά δυνατά για να του προκαλέσει πόνο. Ένα μαστίγιο να προκαλέσει πόνο σε κάτι σαν αυτό το Μεγαθήριο; Αστείο! Το κτήνος, όμως, φάνηκε να επηρεάζεται από τον τρόπο και τις κινήσεις της γυναίκας: η οργή του καταλάγιασε, αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, πολύ πιο βαθιά ριζωμένο εντός του. Εκπαίδευση.

«Πίσω!» πρόσταξε η θηριοδαμάστρια. «Στο σπίτι σου! Τώρα, Ασάλευτε! Πίσω!» Έδειξε το κελί με τα διαλυμένα κάγκελα.

Το Μεγαθήριο στράφηκε προς τα εκεί, το κοίταξε συλλογισμένα με το μοναδικό του μάτι, και μετά υπάκουσε, είδε έκπληκτος ο Άρδαλον’λι. Βάδισε προς το κελί και, σκύβοντας, μπήκε.

Αυτή η γυναίκα έχει τη θέληση μάγισσας του τάγματος των Δεσμοφυλάκων! Το μυαλό της υπέταξε το θηρίο: το μυαλό της και μόνο.

Και τώρα η θηριοδαμάστρια στράφηκε στον Άρδαλον’λι.

«Βοήθησέ με,» είπε εκείνος. «Κρύψε με.» Το ήξερε πως, αν δεν τον έκρυβε, αποκλείεται να έφευγε ζωντανός από την Αρένα. Φασαρία θα είχε ήδη ξεκινήσει. Φρουροί θα έρχονταν.

*

Απόμακρα, ο Άσλατμιρ άκουσε ήχους που μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει.

Πυροβολισμοί!

Από την Αρένα. Από κάπου στο εσωτερικό της Αρένας, όχι στον ανοιχτό χώρο της – στους θαλάμους μέσα στα τείχη της.

Και η Σέρυ επίσης, φυσικά, αναγνώρισε τους ήχους αμέσως, και στράφηκε στον Άσλατμιρ.

Φασαρία άρχισε να γίνεται. Οι φρουροί φώναζαν και έτρεχαν, ο κόσμος μπροστά από την πύλη σταματούσε τις δουλειές του κι όλοι μιλούσαν συγχρόνως και αναστατωμένα. Τι έγινε; άκουσε ο Άσλατμιρ. Τι είναι; – Πυροβολισμοί, λένε – Πυροβολισμοί ήταν – Από πού; Από μέσα; Τρελάθηκε κάνας δούλος πάλι; – Δε μπορεί νάταν πυροβολισμοί – Τότε γιατί οι φρουροί τρέχουν;

«Τι κάνουμε;» ρώτησε η Σέρυ.

«Τίποτα ιδιαίτερο. Παριστάνουμε κι εμείς ότι έχουμε παραξενευτεί.»

«Δεν έχουμε παραξενευτεί; Ξέρεις τι συμβαίνει;»

«Εννοείται πως όχι.»

Προχώρησαν μέσα στο πλήθος που φωνασκούσε…

…και ο Χάραλκιρ, από τον πάγκο του, ενώ ο πελάτης του είχε τώρα πια φύγει, τους κοίταζε με περιέργεια. Ακόμα, κανένας πράκτορας του Αρχισυγκλητικού δεν τους έχει κυνηγήσει, παρατήρησε, ενώ συγχρόνως ανησυχούσε για το τι είχε συμβεί μέσα στην Αρένα. Κάτι άσχετο με τον Άρδαλον’λι και τον Αρχιμάγο, ή κάτι πολύ σχετικό; Και είναι τώρα η Νερκάδλη κοντά τους;

Δεν την κάλεσε στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της· περίμενε, γιατί ίσως να βρισκόταν σε τέτοια θέση που δεν μπορούσε να του μιλήσει. Ίσως, μάλιστα, να βρισκόταν σε τέτοια θέση που ο Χάραλκιρ, καλώντας την, θα την έβαζε σε μπελάδες.

Μετά από όχι πολλή ώρα, είδε τους φρουρούς να προσπαθούν να καθησυχάσουν τον κόσμο έξω από την πύλη, ενώ ο Άσλατμιρ και η Σέρυ ήταν ακόμα εδώ, χωρίς να κάνουν τίποτα. Η στάση τους παραξένευε τον Χάραλκιρ. Αν ήμουν στην κατάσταση που φαίνεται να βρίσκονται, θα συνέχιζα να περιφέρομαι μπροστά στην πύλη της Αρένας; Δεν θα είχα ήδη φύγει, φοβούμενος μη μ’εντοπίσουν οι διώκτες μου;

Ευτυχώς, κανένας δεν ήταν κοντά στον πάγκο του τώρα, έτσι άνοιξε τον πομπό του και κάλεσε τη Νερκάδλη.

«Χάραλκιρ;»

«Τι έγινε εκεί μέσα;»

«Ο Άρδαλον τούς σκότωσε όλους – τον Αρχιμάγο, τους μισθοφόρους του. Τον έχω κρύψει τώρα. Καλά δεν έκανα;»

Λογικά, η Έρικα αυτό δεν θα ήθελε; «Ναι. Φρόντισε να μην τον βρουν.»

Η επικοινωνία τους τερματίστηκε, γιατί δεν ήταν ασφαλές να μιλάς για πολύ, ειδικά κάτι τέτοιες ώρες. Ολόκληρη έρευνα θα ξεκινούσε στην Αρένα – αν δεν είχε ήδη ξεκινήσει.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν φύγει, παρατήρησε ξαφνικά ο Χάραλκιρ.

Κεφάλαιο Εξηκοστό
Εμπόλεμο Βασίλειο

Το μεσημέρι είχε περάσει όταν το Σπαθί του Ωκεανού άραξε στις Χελώνες – τα τρία νησιά νοτιοανατολικά της Νουσράκλης. Πλησίαζε τέσσερις, και η ζέστη ήταν δυνατή. Η Έρικα, ο Φέκταρελ, η Φαίδρα’λι, οι μεταλλαγμένοι, και ο Φόρλεκ ο Καθένας πήραν μία από τις μηχανοκίνητες βάρκες του πειρατικού σκάφους και πήγαν στο λιμάνι της πρωτεύουσας του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Αφού άραξαν σε μια προβλήτα, κατευθύνθηκαν (όλοι εκτός από τον Φόρλεκ που θα επέστρεφε στο Σπαθί του Ωκεανού) προς το βασιλικό παλάτι, βαδίζοντας. Οι τέσσερις μεταλλαγμένοι φορούσαν καλοκαιρινές κάπες με κουκούλες στα κεφάλια, για να κρύβουν την όψη τους, αλλά ήταν αδύνατο να κρύψουν τελείως τα μεγάλα κέρατα που προεξείχαν από τους ώμους τους.

Όπως η Έρικα το περίμενε, οι φρουροί του παλατιού τούς κοίταξαν με έκδηλη περιέργεια και καχυποψία.

«Μην ανησυχείτε,» είπε η Έρικα· «είναι σύντροφοί μου.»

«Τι κρύβουν κάτω από τις κάπες τους;» απαίτησε ο ένας από τους φρουρούς. Δεν τους είχαν ακόμα αφήσει να περάσουν την πύλη του κήπου.

«Είναι… Έχουν κάποια δυσμορφία, θα μπορούσες να πεις,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά δεν είναι τίποτα το επικίνδυνο. Ειδοποιήστε τον Βασιληά και όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Με ξέρει και–»

«Ο Μεγαλειότατος δεν βρίσκεται εδώ, κυρία.»

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Δεν…; Είναι βόρεια, στον πόλεμο;» Είχε ακούσει ότι οι συγκρούσεις γίνονταν κυρίως στη Μεσόνησο.

«Ακριβώς.»

«Και η Πρώτη Πριγκίπισσα;»

«Εδώ είναι η Υψηλοτάτη.»

«Τότε θα ήθελα να μιλήσω μαζί της. Θα της εξηγήσω και θα καταλάβει.»

Δεν κατάλαβε, όμως. Όχι αμέσως, τουλάχιστον.

«Φέρνεις τέρατα στο παλάτι μου;» αναφώνησε η Σεϊλίκρα, σύζυγος του Βασιληά Ράνελμον και Πρώτη Πριγκίπισσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, όταν οι μεταλλαγμένοι έβγαλαν τις κάπες τους μέσα στην Αίθουσα του Θρόνου.

«Δεν είναι τέρατα, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Όπως σας είπα, αυτοί οι άνθρωποι μολύνθηκαν από τον ιό στα Ορυχεία Ιπταερίου της Κάρ–»

«Είναι άρρωστοι, δηλαδή, και τους έφερες εδώ! Θέλεις να αρρωστήσουμε κι εμείς;»

«Δεν είναι τίποτα το κολλητικό, Υψηλοτάτη· είμαι βέβαιη γι’αυτό,» είπε η Έρικα, που είχε γενικά συμπεράνει ότι η Πρώτη Πριγκίπισσα δεν τη συμπαθούσε και τόσο. Ο Βασιληάς Ράνελμον τη συμπαθούσε πολύ περισσότερο. «Δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία, πιστέψτε με. Απλώς φαίνονται λιγάκι τρομαχτικοί.»

Η Σεϊλίκρα στράφηκε να κοιτάξει τον Αλκάμελ, τον Βασιλικό Αρχιφρουρό, πλάι της. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω, Υψηλοτάτη. Δεν έχω ξαναδεί τίποτα παρόμοιο. Για να το λέει η Έρικα, όμως, υποθέτω πως θα το έχει διασταυρώσει…» Στέκονταν κι οι δυο τους μερικά βήματα μπροστά από τον Θρόνο των Γεφυρωμένων Νήσων.

«Ήμουν πολλές ώρες μαζί τους,» είπε η Έρικα· «και άλλοι ήταν μαζί τους ακόμα περισσότερες ώρες. Μέρες ολόκληρες.» Έριξε ένα βλέμμα στη Φαίδρα και στον Φέκταρελ. «Κανένας δεν μεταλλάχτηκε.»

«Δεν πρόκειται για κολλητική ασθένεια, Υψηλοτάτη,» διαβεβαίωσε ο Φέκταρελ. «Μόνο ο ιός στα ορυχεία μπορούσε να την προκαλέσει, ο οποίος ερχόταν μέσω του ιπταερίου και πήγαινε στους πνεύμονες.»

Η Σεϊλίκρα κοίταξε τους μεταλλαγμένους παρατηρητικά, τον έναν μετά τον άλλο, από πάνω ώς κάτω, σαν να μην ήταν άνθρωποι αλλά θηρία. Μετά είπε στον Φέκταρελ και στην Έρικα: «Οι φίλοι σας, πάντως, είναι λες και βγήκαν από εφιάλτη.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά και λοξοκοίταξε τον Φέκταρελ, ο οποίος είπε: «Αυτό είναι, πράγματι, αλήθεια, Υψηλοτάτη. Από εφιάλτη.»

«Τι ακριβώς έγινε στα Ορυχεία Ιπταερίου της Κάρνατεβ;» ρώτησε ο Αλκάμελ. «Είπατε ότι τα καταστρέψατε…»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα· και τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί, καθώς πήγαν να καθίσουν γύρω από το μεγάλο τραπέζι της αίθουσας και υπηρέτες τούς έφεραν αναψυκτικά και γλυκίσματα.

«Αυτό που κάνατε,» παρατήρησε ο Αλκάμελ, «θα μας βοηθήσει αφάνταστα στον πόλεμό μας με την Κάρνατεβ.»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Το φαντάζομαι.» Και ρώτησε: «Πού βρίσκεται ο Μεγαλειότατος τώρα; Πού βρίσκονται ο Ζαώρδιλ κι οι Ζωντανοί-Νεκροί;»

«Ο Βασιληάς μας είναι στη Μεσόνησο,» αποκρίθηκε ο Αλκάμελ, κι από την έκφρασή του η Έρικα συμπέρανε ότι θα προτιμούσε να ήταν κι εκείνος εκεί, αλλά μάλλον ο Ράνελμον τον είχε προστάξει να μείνει στο παλάτι για την προστασία της οικογένειάς του. «Οι Ζωντανοί-Νεκροί είναι διαιρεμένοι: κάποιοι με τον Βασιληά, κάποιοι στη Μελόνησο. Ο Ζαώρδιλ βρίσκεται στη Μελόνησο, και σήμερα το πρωί μάθαμε ότι απώθησε μια επίθεση στο Στόμα της Μελονήσου – το μεγαλύτερο λιμάνι του νησιού. Το κεφαλοχώρι έχει ήδη παρθεί από τις δυνάμεις της Κάρνατεβ. Ο Εύβουλος το κατέλαβε.»

«Είναι εδώ ο Εύβουλος και οι Επιφανείς Κρανοφόροι…» Δεν ήταν ερώτηση· η Έρικα το περίμενε, φυσικά.

«Έτσι ξέρω,» ένευσε ο Αλκάμελ.

«Θα πάμε κι εμείς βόρεια, λοιπόν.» Η Έρικα κοίταξε τον Φέκταρελ και τη Φαίδρα ερωτηματικά.

«Εννοείται,» αποκρίθηκε ο πρώτος, προλαβαίνοντας τη μάγισσα, που μάλλον το ίδιο ήθελε να πει γιατί απλώς έγνεψε τελικά.

«Θα πρέπει να σας δείξω κάποια πράγματα στον χάρτη του Βασιλείου σχετικά με την κατάσταση του πολέμου, πρώτα,» προθυμοποιήθηκε ο Αλκάμελ. «Ο Βασιληάς μας έχει χάσει το κεφαλοχώρι της Μεσονήσου, κι έχει υποχρεωθεί να υποχωρήσει στην ενδοχώρα. Και το οχυρό στην ανατολική άκρη της γέφυρας που ενώνει τη Μεσόνησο με τη Μελόνησο έχει παρθεί από τις δυνάμεις της Κάρνατεβ.»

*

Αποφάσισαν να ξεκουραστούν προτού φύγουν για τα βόρεια, και έμαθαν ότι κανένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς δεν έμενε πλέον στα δωμάτια που τους είχε παραχωρήσει στο παλάτι ο Βασιληάς Ράνελμον. Κανένας εκτός από την Ανρίθα-Νοθ.

«Είναι μόνη της τελείως εδώ;» ρώτησε η Έρικα τον Αλκάμελ.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος.

Και τώρα, καθώς είχαν ανεβεί στους ξενώνες και οι υπόλοιποι πήγαν να αναπαυθούν (ο Φέκταρελ και η Φαίδρα στο δωμάτιο της Φαίδρας, και οι μεταλλαγμένοι σε τυχαία δωμάτια των άλλων Ζωντανών-Νεκρών), η Έρικα πλησίασε την πόρτα του δωματίου της Ανρίθα-Νοθ και χτύπησε. Κανείς δεν απάντησε, οπότε ξαναχτύπησε, δυνατότερα και επανειλημμένα. Τότε μια γνώριμη φωνή ακούστηκε από μέσα, αγουροξυπνημένη:

«Ποιος είναι;» Πραγματική απορία. Μάλλον δεν δεχόταν και πολλές επισκέψεις, τελευταία.

«Εγώ είμαι, Ανρίθα.»

Η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας την καστανομάλλα, λευκόδερμη αριστοκράτισσα από τη Ρελκάμνια, ντυμένη με μια καλοκαιρινή ρόμπα που έπεφτε ώς τα γόνατα.

«Καιρός ήταν κάποιος να έρθει,» είπε. «Πού ήσουν τόσες μέρες;»

«Να μπω;»

«Μπες.»

Η Έρικα μπήκε και η Ανρίθα-Νοθ έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στο κρεβάτι υπήρχαν σημάδια από κάποιον που πρόσφατα κοιμόταν εκεί. Τα παντζούρια του παραθύρου ήταν μισάνοιχτα, κόβοντας την αντηλιά.

«Στην Κάρνατεβ ήμουν, όπως θα ξέρεις,» είπε η Έρικα. «Είχα πάει να βρω τη Φαίδρα και τον Φέκταρελ.»

«Τους βρήκες;»

«Τους βρήκα. Εδώ είναι, τώρα. Κάναμε αρκετά πράγματα προτού έρθουμε – σημαντικά πράγματα. Θα σου τα πω επί τροχάδην, όμως, γιατί θέλω να ξεκουραστώ. Σύντομα θα φύγουμε.»

«Πού θα πάτε;»

«Βόρεια, στον πόλεμο.»

«Θα με πάρεις μαζί;»

Η Έρικα την κοίταξε διστακτικά. «Για να σ’άφησε ο Ζαώρδιλ εδώ….»

«Φοβόταν ότι θα σκοτωθώ, ο ανόητος! Και βασικά δεν ήταν ο Ζαώρδιλ που με άφησε εδώ· ο Νικηφόρος ήταν. Αν και είπε ότι είχε τέτοια διαταγή από τον Ζαώρδιλ. Ο Ζαώρδιλ είχε ήδη πάει στα βόρεια· περίμενε επίθεση από την Κάρνατεβ σύντομα.»

«Ναι, ήταν αναμενόμενο,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Θα με πάρεις μαζί σου; Βαριέμαι εδώ.»

«Καλύτερα είσαι στη Νουσράκλη, Ανρίθα. Πιο ασφαλ–»

«Με κρατάς τόσο καιρό σ’αυτή την καταραμένη διάσταση!» φώναξε η Ανρίθα-Νοθ χτυπώντας το γυμνό της πόδι στο πάτωμα. «Μου είχες υποσχεθεί ότι θα με πήγαινες στη Ρελκάμνια!»

«Και θα σε πάω–»

«Δεν το βλέπω να συμβαίνει σύντομα!»

«Θα σε πάω, Ανρίθα. Τι μέσα νομίζεις ότι έχω;»

«Πότε;» απαίτησε εκείνη. «Πότε θα με πας; Πες μου ‘τότε θα σε πάω’· θέλω να ξέρω!»

Η Έρικα αναστέναξε. «Όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων–»

«Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος, Έρικα! Μπορεί να περάσουν χρόνια μέχρι να–»

«Δεν θα περάσουν χρόνια. Καταστρέψαμε τα Ορυχεία Ιπταερίου, όσο ήμασταν στην Κάρνατεβ, εγώ, η Φαίδρα, και ο Φέκταρελ.»

«Και λοιπόν;» μόρφασε η Ανρίθα-Νοθ.

«Από τα ορυχεία ο Αρχισυγκλητικός έπαιρνε το ιπταέριο που κάνει τα αεροχήματα να πετάνε. Έχεις ακούσει για τα αεροχήματα, δεν έχεις ακούσει; Τώρα θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, αργά ή γρήγορα, είμαι βέβαιη.»

«Εννοείς ότι οι δυνάμεις της Κάρνατεβ θα φύγουν από το Βασίλειο;»

«Προφανώς,» είπε η Έρικα.

«Και πώς θα με πας στη Ρελκάμνια;» Η Ανρίθα ήθελε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις αυτή τη φορά.

Λες και της τις χρωστάω! σκέφτηκε η Έρικα. Θα έπρεπε, κανονικά, να είναι ευγνώμων και μόνο που την έσωσα από τη δουλεία όπου είχε βρεθεί εξαιτίας της πολεμοκάπηλης αδελφής της! «Έχω κάνει κάποιες γνωριμίες μέσα στον Οίκο της Βίηλ, στη Μέρελκεβ, όπως ξέρεις. Επομένως, θα κανονίσω να πας στη Βίηλ, και από εκεί υπάρχει διαστασιακή δίοδος που βγάζει στη Ρελκάμνια.»

Η Ανρίθα την ατένισε καχύποπτα, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο συγκαλυμμένο ψέμα στα λόγια της. «Θα στείλεις ανθρώπους μαζί μου, για να με συνοδέψουν;»

«Μάλλον θα έρθω κι η ίδια.»

Η Ανρίθα συνοφρυώθηκε.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Νομίζεις ότι η Ρελκάμνια βρίσκεται πέρα από τα σχέδιά μου;»

Τα μάτια της Ανρίθα διαστάλθηκαν προς στιγμή. «Σκοπεύεις να φέρεις το δίκτυό σου στη Ρελκάμνια;»

«Αν αποδειχτεί εφικτό. Κι αν έχω βοήθεια… από κάποια φίλη.»

«Θέλεις να σε βοηθήσω;»

«Και θα έχεις τις υπηρεσίες του δικτύου μου δωρεάν, για μεγάλο χρονικό διάστημα,» υποσχέθηκε η Έρικα.

Η Ανρίθα-Νοθ συνοφρυώθηκε πάλι, σκεπτική.

«Διαφωνείς;» ρώτησε η Έρικα.

«Λείπω πολύ καιρό από τη διάστασή μου, Έρικα… Δεν ξέρω τώρα πώς θα είναι τα πράγματα εκεί… Χρόνια έχουν περάσει από τότε που ήρθα στη Φεηνάρκια. Ευτυχώς που η απόκλιση του χρόνου ανάμεσα στη Φεηνάρκια και στη Ρελκάμνια δεν είναι και τόσο μεγάλη – απ’ό,τι μου έχουν πει, τουλάχιστον.»

Η Έρικα ένευσε. «Η αναλογία χρόνου ανάμεσα στη Φεηνάρκια και στη Ρελκάμνια είναι σχεδόν ένα προς ένα. Αν και στη Φεηνάρκια ο χρόνος κυλά λιγάκι πιο γρήγορα.

»Τέλος πάντων. Θα έχω τη βοήθειά σου;»

«Θα την έχεις,» αποκρίθηκε η Ανρίθα-Νοθ. «Δε βλέπω κανέναν λόγο να μην την έχεις. Σου χρωστάω, άλλωστε· κι αυτό που προτείνεις είναι δίκαιο, ούτως ή άλλως.» Ανασήκωσε τους ώμους.

Μου χρωστάς, πράγματι, σκέφτηκε η Έρικα. «Καλώς,» είπε. «Είμαστε, λοιπόν, σύμμαχοι τώρα.»

«Αυτό σημαίνει ότι θα με πάρεις μαζί σου βόρεια;»

Ετοιμόλογη, δυστυχώς. Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Είσαι σίγουρη ότι θες να πας κάπου όπου γίνεται πόλεμος;»

«Εντάξει, δε θα πάμε κι εκεί όπου πέφτουν οι πυροβολισμοί, έτσι δεν είναι;»

«Εκεί θα πάμε,» της είπε η Έρικα.

Η Ανρίθα-Νοθ δεν άργησε ν’αλλάξει γνώμη, τελικά.

*

Τα χρώματα στη Φεηνάρκια είχαν αρχίσει να σκουραίνουν όταν ξεκίνησαν το ταξίδι τους: ο Φέκταρελ επάνω σ’ένα δίκυκλο, η Έρικα επάνω σ’ένα άλλο δίκυκλο, και η Φαίδρα’λι επάνω σ’ένα ανοιχτό τετράκυκλο όχημα μαζί με τους τέσσερις μεταλλαγμένους.

«Το έχετε σίγουρα αποφασίσει να μας βοηθήσετε;» ρώτησε ο Φέκταρελ τους τελευταίους προτού φύγουν από την πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. «Δεν είστε υποχρεωμένοι. Αυτός δεν είναι δικό σας πόλεμος.»

«Εσύ, όμως, μας βοήθησες, Φέκταρελ,» αποκρίθηκε η Σεϊλίκρα.

«Δεν έκανα τίποτα. Εσείς βοηθήσατε εμένα, για να επιτεθώ στα ορυχεία· και ένας από εσάς σκοτώθηκε εκεί.»

«Δεν ήταν μόνο δική σου επιθυμία να καταστρέψεις τα ορυχεία,» του είπε ο Βαράσγκιλ, και όλοι τους κατένευσαν.

«Οτιδήποτε δυσαρεστεί τον καταραμένο Αρχισυγκλητικό ευχαριστεί εμάς, Φέκταρελ!» γρύλισε ο Κάβερντελ, ο πιο άσχημα σημαδεμένος ανάμεσά τους, ο μεταλλαγμένος με το μισοσπασμένο κέρατο στον αριστερό ώμο.

«Ναι,» συμφώνησε ο Αλβέντιρ, που γενικά ήταν σιωπηλός και μουντός σαν η μετάλλαξη να είχε σημαδέψει την ψυχή του πιο βαθιά, ίσως, απ’ό,τι των υπόλοιπων. «Και η ήττα του στρατού του στα νησιά θα φέρει και τη δική του ήττα.»

Ήταν, λοιπόν, όλοι τους αποφασισμένοι να έρθουν. Κανένας δεν είχε αμφιβολίες, και ο Φέκταρελ δεν ήθελε να τους αποθαρρύνει. Χρειαζόμαστε, άλλωστε, όση βοήθεια μπορούμε να έχουμε. Και οι μεταλλαγμένοι ήταν δυνατότεροι και πιο γρήγοροι από τους συνηθισμένους ανθρώπους.

Πριν εγκαταλείψουν το παλάτι, ο Βασιλικός Αρχιφρουρός Αλκάμελ – αφού ζήτησε την άδεια της Πρώτης Πριγκίπισσας – τους είχε προμηθεύσει με όπλα και πανοπλίες· έτσι τώρα όλοι οι μεταλλαγμένοι ήταν προστατευμένοι με αλεξίσφαιρα δέρματα και ανθεκτικά μέταλλα, απ’όπου προεξείχαν τα κέρατα των ώμων τους, και φορούσαν κράνη στο κεφάλι, μέσα από τα οποία τα κόκκινα μάτια τους φαίνονταν εφιαλτικά.

Ο Φέκταρελ άρχισε να προπορεύεται επάνω στο δίκυκλό του, και τα άλλα οχήματα ακολουθούσαν. Καθότι Αρχιανιχνευτής των Ζωντανών-Νεκρών για χρόνια, η Έρικα τον εμπιστευόταν για να τους οδηγήσει με όσο το δυνατόν περισσότερη ασφάλεια στα μέρη όπου γινόταν ο πόλεμος.

Σε λιγότερο από μια ώρα πέρασαν τη γέφυρα της Νήσου της Νουσράκλης και βρέθηκαν στο δεύτερο κατά σειρά νησί του Βασιλείου, το Οχυρονήσι. Κανένα ίχνος στρατιωτικής σύγκρουσης δεν έβλεπε εδώ ο Φέκταρελ, ακόμα και με τα κιάλια που του είχε μαγέψει η Φαίδρα για να δίνουν μεγάλη ευκρίνεια και να σκίζουν τις σκιές. Ο Αλκάμελ ήταν καλά πληροφορημένος· ο πόλεμος δεν είχε προχωρήσει νότια της Μεσονήσου.

Διέσχισαν το Οχυρονήσι προς τα βόρεια, στην ίδια ώρα περίπου που είχαν κάνει να διασχίσουν και τη Νήσο της Νουσράκλης και ανέβηκαν στην αρχαία γέφυρα που το ένωνε με τη Μεσόνησο χωρίς οι φρουροί στο νότιο οχυρό να τους σταματήσουν (μάλλον δεν είχαν διαταγές να σταματούν όποιους έρχονταν από τα νότια, συμπέρανε ο Φέκταρελ· δεν υπήρχαν εχθροί από εκεί). Μόλις όμως έφτασαν στο οχυρό στο βόρειο άκρο της γέφυρας, οι φύλακες τούς έκαναν νόημα να μην προχωρήσουν άλλο, κι εκείνοι υπάκουσαν. Το σκοτάδι είχε πια πυκνώσει γύρω τους· ο ήλιος είχε δύσει και μόνο τα τρία φεγγάρια της Φεηνάρκια φώτιζαν από τον ουρανό.

Ο αρχηγός των φρουρών, έχοντας βγει από το οχυρό μαζί με κάμποσους άλλους, πλησίασε τον Φέκταρελ και την Έρικα, που τα δίκυκλά τους βρίσκονταν μπροστά από το ανοιχτό τετράκυκλο. «Γίνεται πόλεμος βόρεια από δω. Είναι πολύ επικίνδυνα,» τους είπε, αν και τους ατένιζε συνοφρυωμένος, μπορώντας σίγουρα να διακρίνει ότι ήταν οπλισμένοι. «Εκτός αν είστε πολεμιστές του Βασιληά μας…» πρόσθεσε, αβέβαια.

«Είμαστε με τους Ζωντανούς-Νεκρούς,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ, «που δουλεύουν για τον Βασιληά σας. Ερχόμαστε για να βοηθήσουμε. Γνωρίζουμε ότι το κεφαλοχώρι της Μεσονήσου έχει παρθεί από τον εχθρό. Είναι κάτι άλλο που θα έπρεπε να ξέρουμε;»

Ο αρχηγός των φρουρών τον κοίταξε με κάποια καχυποψία. «Για να είστε εδώ, μάλλον ξέρετε αρκετά,» είπε τελικά. «Μπορείτε να περάσετε.» Δεν ήθελε να το ρισκάρει να αποκαλύψει κάτι που ίσως δεν έπρεπε, κατάλαβαν και η Έρικα και ο Φέκταρελ.

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να αποκαλύψει; αναρωτήθηκε η πρώτη. Ή είναι απλά επιφυλακτικός;

Ο Φέκταρελ ξεκίνησε το δίκυκλό του, καθώς οι φρουροί παραμέριζαν, και η Έρικα κι η Φαίδρα τον ακολούθησαν με τα δικά τους οχήματα. Σε λίγο, τους έκανε νόημα ότι θα πήγαινε μπροστά για να ανιχνεύσει. «Κόψτε ταχύτητα εσείς,» είπε στην Έρικα, κι απομακρύνθηκε, ενώ εκείνοι συνέχιζαν να κατευθύνονται βόρεια ακολουθώντας τα νυχτερινά μονοπάτια της Μεσονήσου. Τα χωριά που είδαν ήταν όλα βουβά και σκοτεινά· μάλλον, όχι εγκαταλειμμένα, αλλά οι κάτοικοί τους προσπαθούσαν να τραβάνε όσο το δυνατόν λιγότερη προσοχή. Φοβούνται βομβαρδισμό; αναρωτήθηκε η Έρικα. Έχουν βομβαρδίσει χωριά οι δυνάμεις της Κάρνατεβ; Κοιτάζοντας γύρω της δεν έβλεπε σημάδια βομβαρδισμού πουθενά, πάντως.

Όταν, μετά από κανένα πεντάλεπτο, ο Φέκταρελ επέστρεψε, είπε: «Βρήκα τον καταυλισμό των μαχητών του Βασιλείου. Ακολουθήστε με.»

Τον ακολούθησαν και, μέσα στη νύχτα, δεν άργησαν να φτάσουν αντίκρυ ενός μεγάλου στρατοπέδου προστατευμένου με οχυρωματικά έργα.

«Πλησιάζουμε,» είπε ο Φέκταρελ, «έτσι ώστε να μην δείχνουμε απειλητικοί.»

Και δεν είχε άδικο που ήταν επιφυλακτικός, γιατί τους περίμεναν. Καθώς ζύγωναν τον στρατιωτικό καταυλισμό, μαχητές συγκεντρώθηκαν στο διάβα τους, μαζί μ’έναν ελέφαντα και δύο πολεμικά οχήματα. Κάννες τουφεκιών και ενός κανονιού τούς σημάδευαν.

«Φίλοι είμαστε!» τους φώναξε ο Φέκταρελ. «Στις υπηρεσίες του Βασιληά. Με τους Ζωντανούς-Νεκρούς.»

«Θα σας αναγνωρίσουν οι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί;» τον ρώτησε μια πολεμίστρια κατεβάζοντας το τουφέκι της.

«Φυσικά και θα μας αναγνωρίσουν.»

Τους οδήγησαν έτσι, φρουρούμενους, στο μέρος του καταυλισμού όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Ζωντανοί-Νεκροί.

Πρώτοι τούς είδαν ο Ελεφαντάνθρωπος, η Ανταρλίδα’μορ, και ο Χαρσάντιλ, κι έτρεξαν να ειδοποιήσουν τη Νιρκέκα, η οποία βγήκε από τη σκηνή της και τους πλησίασε μαζί με τους άλλους τρεις.

«Φέκταρελ,» είπε, χαμογελώντας, καθώς έβλεπε τον Αρχιανιχνευτή να σβήνει τη μηχανή του δίκυκλού του και να κατεβαίνει από τη σέλα. «Έρικα… Φαίδρα… Κι αυτοί;» Η Νιρκέκα συνοφρυώθηκε ατενίζοντας τους μεταλλαγμένους να βγαίνουν από το ανοιχτό τετράκυκλο. «Τι είναι αυτοί;»

«Θα σου εξηγήσουμε,» της είπε ο Φέκταρελ. «Είναι φίλοι μας, πάντως· σύμμαχοί μας πέρα από κάθε αμφιβολία. Μη σε τρομάζει το γεγονός ότι μοιάζουν παράξενοι. Μισούν τον Αρχισυγκλητικό πολύ περισσότερο από εμάς.»

«Φέκταρελ!» είπε η Ραβάσλι καθώς πλησίαζε μαζί με τον Σάμελκον’λι. «Κανένας μας πια δεν περίμενε να σε δει. Πού ήσουν; Γιατί είχες φύγει;» Ήταν τραυματισμένη στο αριστερό χέρι· επίδεσμοι το τύλιγαν από το μπράτσο ώς τον καρπό, και τα δύο μικρότερα δάχτυλα ήταν επίσης τυλιγμένα.

«Υπήρχαν… διάφοροι λόγοι,» αποκρίθηκε ο Φέκταρελ.

«Στην Κάρνατεβ,» τους είπε η Έρικα, «σας βοηθήσαμε περισσότερο από ό,τι φαντάζεστε. Καλύτερα απ’το αν ήμασταν εδώ, δίχως αμφιβολία.»

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Νιρκέκα, που ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια συναναστροφής μαζί της, δεν την εμπιστευόταν· όλοι το ήξεραν.

«Καταστρέψαμε τα Ορυχεία Ιπταερίου της Κάρνατεβ,» απάντησε η Έρικα, και σιγή απλώθηκε για μερικές στιγμές, σαν κανένας να μην είχε καταλάβει τα λόγια της. «Τα πλημμυρίσαμε,» εξήγησε η Έρικα. «Ήταν υποθαλάσσια.»

«Εσείς…» είπε η Νιρκέκα. «Εσείς οι εφτά καταστρέψατε τα ορυχεία;»

«Είχαμε και κάποια βοήθεια,» αποκρίθηκε η Φαίδρα αντί για την Έρικα, «από τους ρους’κρούουμ.»

«Τους ποντικανθρώπους;» έκανε ο Σάμελκον’λι, ενώ κι οι άλλοι έμοιαζαν το ίδιο έκπληκτοι.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά πείτε μας εσείς, πρώτα, τι γίνεται εδώ. Πού είναι ο Ζαώρδιλ;»

«Ο Ζαώρδιλ είναι στη Μελόνησο,» αποκρίθηκε η Νιρκέκα: «στο λιμάνι εκεί, στο Στόμα της Μελονήσου. Και χτες συγκρούστηκε με τον Εύβουλο. Η μάχη ήταν άγρια, απ’ό,τι έχουμε μάθει· ο Ζαώρδιλ έχει ζητήσει βοήθεια από τον Βασιληά τώρα – περισσότερους μαχητές προκειμένου να κρατήσει το λιμάνι. Ο Βασιληάς τού έστειλε κάποιους, όμως δεν ξέρω αν είναι αρκετοί. Θα πηγαίναμε κι εμείς, αλλά μας χρειάζεται εδώ. Τα πράγματα είναι άσχημα, Έρικα· αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε από το κεφαλοχώρι της Μεσονήσου. Τα αεροχήματα δίνουν μεγάλο πλεονέκτημα στον εχθρό–»

«Θα πάψουν, σύντομα, να μπορούν να χρησιμοποιηθούν,» τη διέκοψε ο Φέκταρελ. «Το ιπταέριο που ξοδεύουν δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να το αναπληρώνουν.»

«Κατά πάσα πιθανότητα θα υποχωρήσουν,» είπε η Έρικα. Και προς τη Νιρκέκα: «Το μόνο που χρειάζεται είναι να κρατήσετε τις θέσεις σας για λίγο ακόμα.»

«Ο Βασιληάς δεν σκοπεύει να αποτραβηχτεί κι άλλο. Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ έχουν ήδη το Βορειονήσι και την Ακρόνησο, και το μεγαλύτερο μέρος της Μελονήσου. Ολόκληρη εκτός από το λιμάνι, ουσιαστικά.»

«Τα ορυχεία,» ρώτησε η Ανταρλίδα’μορ, «πότε τα καταστρέψατε;»

«Χτες βράδυ,» απάντησε η Έρικα. «Η έλλειψη ιπταερίου πρέπει σύντομα να γίνει αισθητή, με τόση κατανάλωση στον πόλεμο.»

«Κι αυτοί τι είναι, τελικά;» θέλησε να μάθει η Νιρκέκα, δείχνοντας με το βλέμμα της τους μεταλλαγμένους. «Από κάποια… φυλή;»

«Δεν είναι φυλή,» της είπε ο Φέκταρελ. «Ή, αν είναι, δεν ξέρω αν αυτή τη στιγμή υπάρχουν άλλοι της φυλής τους.»

«Θα μας εξηγήσεις ή όχι;»

«Ο Σκοτωμένος χρειάζεται τη βοήθειά μας;» ρώτησε ο Φέκταρελ αντί να απαντήσει. «Μπορεί να δεχτεί κι άλλη επίθεση από τον Εύβουλο;»

«Μπορεί,» είπε η Νιρκέκα. «Αν και δεν ξέρω πόσο σημαντική θα ήταν–»

«Τότε θα πάμε να τον βοηθήσουμε,» τη διέκοψε ο Φέκταρελ. Και κοίταξε ερωτηματικά τη Φαίδρα, η οποία αμέσως κατένευσε.

«Η Φαίδρα ίσως να μπορεί να προσφέρει κάποια βοήθεια,» παραδέχτηκε η Νιρκέκα, «αλλά οι υπόλοιποι….»

«Ο Φέκταρελ έχει αλλάξει αισθητά, Νιρκέκα,» της είπε η Έρικα.

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Θα καταλάβεις όταν τον δεις να μάχεται.»

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Πρώτο
Η Νύχτα Πριν από την Επίθεση

Μέσα στη νύχτα, ο Εύβουλος έκανε μια τελευταία εποπτεία των δυνάμεων που ήταν στρατοπεδευμένες γύρω από το κεφαλοχώρι της Μελονήσου. Και σκέφτηκε: Όλα έτοιμα.

Στην προηγούμενή του επίθεση εναντίον του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου, στο Στόμα της Μελονήσου, είχε δεχτεί πολλές απώλειες και είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει· αλλά τώρα ο στρατός του ήταν ακόμα μεγαλύτερος από πριν. Ισχυρότερος. Η Διοικήτρια Νιράσκα, που βρισκόταν στη Μεσόνησο με το κύριο μέρος των δυνάμεων της Κάρνατεβ, του είχε στείλει ενισχύσεις μέσω αεροχημάτων. Και τα αεροχήματα δεν είχαν φύγει· είχαν μείνει εδώ, μαζί με τους μαχητές, τα όπλα, και τα θηρία που είχαν αποβιβάσει. Ο Εύβουλος τώρα είχε στη διάθεσή του δέκα πολεμικά φορτηγά, τέσσερα βαριά οπλισμένα άρματα μάχης (και ο Τεχνομαθής μάγος του είχε επιδιορθώσει το ενεργειακό κανόνι που είχε σαμποτάρει ο Ζαώρδιλ στη μάχη στο Στόμα της Μελονήσου), πέντε ελέφαντες (ο ένας εκ των οποίων τετραπλόκαμος), εκατό ιππείς, πενήντα καβαλάρηδες λυκόχοιρων, εφτακόσιους πεζούς πολεμιστές, και τέσσερα ορνιθόπτερα. Ακόμα κι αν ο Βασιληάς Ράνελμον είχε στείλει κι αυτός ενισχύσεις στο Στόμα της Μελονήσου – πράγμα πολύ πιθανό – ο Εύβουλος υπολόγιζε ότι αυτή τη φορά θα έπαιρνε το λιμάνι και θα ποδοπατούσε τον τρισκατάρατο τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο κάτω από τα γιγάντια πέλματα του τετραπλόκαμού του.

Καθώς πήγαινε προς τη σκηνή της Ρασλέδης’λι συνάντησε τρεις από τους μισθοφόρους του, τους Επιφανείς Κρανοφόρους, οι οποίοι τον χαιρέτησαν με τη δεξιά γροθιά στο στήθος. Ο Εύβουλος έγνεψε και τους προσπέρασε, φτάνοντας στη σκηνή της μάγισσας, μπροστά από την οποία στεκόταν μία φρουρός – πολεμίστρια από την Κάρνατεβ.

«Θέλω να της μιλήσω,» είπε ο Εύβουλος.

Η φρουρός στράφηκε στην κλειστή κουρτίνα της σκηνής και φώναξε: «Ρασλέδη’λι! Ο Εύβουλος είναι εδώ. Να περάσει;»

Καμία απάντηση δεν ήρθε, στην αρχή, αλλά μετά η κουρτίνα παραμέρισε και η μαυρόδερμη μάγισσα βγήκε. Φορούσε έναν ελαφρύ πράσινο χιτώνα, κάτω από τον οποίο διακρινόταν ο επίδεσμος στον αριστερό της ώμο – το τραύμα που είχε υποστεί κατά την επίθεση στο Στόμα της Μελονήσου. Τα πράσινα μαλλιά της ήταν πιασμένα προς τα πίσω με μια κοκάλινη χτένα. Στο αριστερό της χέρι γυάλιζε το αργυρό, λαξευτό δαχτυλίδι που αποτελούσε φυλακή για τη θεά της, την Πύρινη Καταχνιά της Απόκρημνης Βουνοκορφής.

«Φαίνεσαι καλύτερα,» παρατήρησε ο Εύβουλος.

Η Ρασλέδη’λι ένευσε. «Αισθάνομαι καλύτερα. Δεν είναι και τόσο σοβαρό το τραύμα, ουσιαστικά. Αν δεν σκοπεύω να σηκώνω όπλο, τουλάχιστον.»

«Χαίρομαι,» είπε ο Εύβουλος. «Αυτό σημαίνει ότι θα είσαι μαζί μας στην αυριανή επίθεση;»

Η Ρασλέδη’λι φόρεσε τις μπότες που βρίσκονταν έξω από τη σκηνή χωρίς να τις δέσει. «Ναι, έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε, κι άρχισε να βαδίζει μες στον καταυλισμό, προς τα άκρα του.

Ο Εύβουλος την ακολούθησε, βαδίζοντας πλάι της. «Πανοπλία μπορείς να φορέσεις;»

«Αν δεν είναι πολύ βαριά.»

«Θα πρέπει να έχεις κάποια προστασία, αν είναι να έρθεις μαζί μας,» είπε ο Εύβουλος.

Η Ρασλέδη δεν αποκρίθηκε, αλλά μάλλον δεν διαφωνούσε.

Μετά από λίγο, καθώς βρίσκονταν στις παρυφές του καταυλισμού κοιτάζοντας βόρεια, το νυχτερινό τοπίο, τον ρώτησε: «Ξέρεις από παλιά τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο, έτσι δεν μου είπες; Από τη δυτική Φεηνάρκια;»

«Ναι,» απάντησε ο Εύβουλος.

Η Ρασλέδη έπαψε να βαδίζει. «Δεν είσαι, όμως, Φεηνάρκιος, Εύβουλε… ή είσαι;»

Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις λευκόδερμων γηγενών στη Φεηνάρκια. «Όχι, δεν είμαι.»

«Αλλά σίγουρα είσαι εδώ από παλιά, αφού μου λες ότι κάποτε ήσουν στη δυτική Φεηνάρκια. Πέρα από τις Ενδότερες Πολιτείες, σωστά;»

Ο Εύβουλος κατένευσε. «Ναι.»

«Έχεις ταξιδέψει πιο πολύ απ’ό,τι εγώ, που είμαι από αυτή τη διάσταση,» είπε η Ρασλέδη’λι. «Η Έλγκοροβ είναι η πιο μακρινή πόλη που έχω επισκεφτεί.»

«Δεν είναι και τόσο κοντά στην Κάρνατεβ,» παρατήρησε ο Εύβουλος.

«Αλλά δεν είναι και στην άλλη άκρη της Φεηνάρκια, όπως αυτή η πόλη που ανέφερες την προηγούμενη φορά – η πόλη όπου είπες ότι συνάντησες παλιότερα τον Ζαώρδιλ…»

«Η Νασόλκαθ. Ναι, αναμφίβολα, η Νασόλκαθ είναι πιο μακριά,» μειδίασε ο Εύβουλος.

«Πού βρίσκεται ακριβώς;»

«Βόρεια και δυτικά των Ενδότερων Πολιτειών. Η Νάρθεσνιλ ξέρεις πού είναι;»

Η Ρασλέδη συνοφρυώθηκε σα να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Η πόλη που βρίσκεται κοντά στο διαστασιακό πέρασμα το οποίο οδηγεί στη Φεηνάρκια από την Απολλώνια, σωστά;»

Ο Εύβουλος ένευσε. «Ναι,» είπε. «Αυτή είναι η Νάρθεσνιλ. Και πάνω από τριακόσια χιλιόμετρα δυτικά της βρίσκεται η Νασόλκαθ.»

«Κοντά στις Εκτάσεις των Ανέμων;»

«Ναι, τώρα που το λες. Οι Εκτάσεις των Ανέμων είναι βόρεια της Νασόλκαθ. Αλλά ελάχιστοι είναι αυτοί που ταξιδεύουν εκεί, και σπάνια οι Λαοί των Ανέμων κατεβαίνουν στη Νασόλκαθ.»

«Στις Εκτάσεις των Ανέμων η Φεηνάρκια τελειώνει,» είπε η Ρασλέδη, σαν αυτό να εξηγούσε τα πάντα. Και ρώτησε: «Έχεις δει τους Λαούς των Ανέμων; Δεν είναι μύθος;»

«Δεν έχει τύχει να τους δω, αλλά ξέρω ότι σίγουρα δεν είναι μύθος. Υπάρχουν. Έρχονται καμια φορά στη Νασόλκαθ μέσα από τα περάσματα των Καταρρακτών.»

«Περάσματα των Καταρρακτών;» Η Ρασλέδη τον ατένισε παραξενεμένα.

«Οι Καταρράκτες είναι τα βουνά κοντά στη Νασόλκαθ,» εξήγησε ο Εύβουλος. «Έτσι ονομάζονται, εξαιτίας των πολλών καταρρακτών που υπάρχουν εκεί.»

Η Ρασλέδη μειδίασε. «Ευχαριστώ που μου μαθαίνεις τη διάστασή μου.»

«Δεν κάνει τίποτα, μάγισσα,» αποκρίθηκε ο Εύβουλος επιστρέφοντάς της το μειδίαμα.

«Από πού είσαι εσύ, Εύβουλε; Πού γεννήθηκες;»

«Στην Απολλώνια.»

«Στην Απολλώνια; Γι’αυτό το όνομά σου είναι τόσο παράξενο, ε; Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος Εύβουλος στη Φεηνάρκια.»

«Κι εγώ.»

«Η Απολλώνια ήταν το επίκεντρο της Επανάστασης εναντίον της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. Ήσουν μέσα στην Επανάσταση, Εύβουλε;» ρώτησε η Ρασλέδη’λι.

Ο Εύβουλος γέλασε. «Σου φαίνομαι για επαναστάτης;»

Η μάγισσα μόρφασε. «Γιατί όχι;»

«Έχω φύγει χρόνια από την Απολλώνια,» της είπε ο Εύβουλος. «Είμαι μισθοφόρος, Ρασλέδη, όχι επαναστάτης. Ωστόσο, κάποτε, ναι, είχα πολεμήσει για την Επανάσταση. Και μετά, για την Παντοκράτειρα.»

«Πρόδωσες τους επαναστάτες;»

«Αν σου πω ναι, θα σου φανώ ‘κακός’;»

«Δε βγάζω τέτοια συμπεράσματα,» αποκρίθηκε η Ρασλέδη’λι. «Γνώρισα τη Συμπαντική Παντοκρατορία μόνο στο τέλος της.» Ήταν, αναμφίβολα, πάνω από δεκαπέντε χρόνια μικρότερη από τον Εύβουλο.

«Δεν τους πρόδωσα,» είπε εκείνος, «αν και ορισμένοι από αυτούς ίσως να το είδαν ως προδοσία. Απλώς τα συμφέροντά μου άλλαξαν εκείνη την περίοδο. Όπως σου είπα, είμαι μισθοφόρος. Και προτίμησα οι Παντοκρατορικοί να με πληρώσουν καλύτερα από τους επαναστάτες για να πολεμήσω γι’αυτους, παρά να μη με πληρώσουν τίποτα και να με σκοτώσουν.»

«Σε είχαν παγιδέψει;»

«Εμένα και τους πολεμιστές μου. Μας είχαν φέρει σε μια πολύ δύσκολη θέση, εδώ, στη Φεηνάρκια. Αν έκανα οτιδήποτε άλλο εκτός απ’το να συμφωνήσω μαζί τους, θα μας σκότωναν όλους. Ωστόσο, δεν πρόδωσα τις θέσεις των επαναστατών για τους οποίους δούλευα πριν· είπα πως δεν γνώριζα λεπτομέρειες για τα σχέδιά τους. Ήταν κι αυτοί εργοδότες μου κάποτε· με είχαν πληρώσει· γιατί να τους προδώσω έτσι; Στο τέλος, βέβαια, τούτο δεν έκανε και καμια σπουδαία διαφορά, μάγισσα. Τους περισσότερους τους σκότωσαν οι Παντοκρατορικοί, κι εγώ ο ίδιος, επίσης, σκότωσα κάποιους από αυτούς.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι συμβαίνει καμια φορά…» Δεν είχε μετανιώσει για τις επιλογές του. Άλλωστε, τι άλλη δουλειά θα προτιμούσε να κάνει εκτός απ’το να είναι αρχηγός των καλύτερων μισθοφόρων που μπορούσε να εκπαιδεύσει; Τίποτα διαφορετικό δεν ερχόταν στο μυαλό του.

«Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος ήταν ποτέ με την Επανάσταση;»

«Ο Ζαώρδιλ ήταν Παντοκρατορικός στρατιωτικός,» είπε ο Εύβουλος. «Και, δυστυχώς, επέζησε κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια.»

«Εσύ με ποιους ήσουν τότε, Εύβουλε; Δεν ήσουν πια με τους Παντοκρατορικούς;»

«Αποφάσισα ότι δεν με συνέφερε.»

«Και τι θα γίνει όταν αποφασίσεις πως δεν σε συμφέρει να υπηρετείς την Κάρνατεβ;»

«Δεν υπηρετώ την Κάρνατεβ· εργοδότης μου είναι ο Βέργκεδελ, ο τωρινός Αρχισυγκλητικός σας. Κι αν αποφασίσω ότι δεν με συμφέρει πια να τον υπηρετώ, θα βρω αλλού δουλειά. Για την ώρα, όμως, είμαι εδώ, και δεν πρόκειται να φύγω.»

Η Ρασλέδη’λι άρχισε να βαδίζει πάλι, κι εκείνος την ακολούθησε. Στράφηκαν προς το εσωτερικό του στρατοπέδου, ανάμεσα στις σκηνές.

«Θέλεις να πετάω με το ορνιθόπτερο, κατά την αυριανή επίθεση;» ρώτησε η μάγισσα.

«Καλύτερα όχι.»

«Δε νομίζω ότι το τραύμα μου θα με εμποδίζει σ’αυτή τη δουλειά.»

«Καλύτερα όχι, όμως.»

«Όπως θέλεις.»

«Σ’αρέσει να πετάς, ε, μάγισσα;»

Η Ρασλέδη’λι γέλασε λαρυγγωδώς. «Μ’έχεις καταλάβει.»

Πλησιάζοντας τη σκηνή της, είδαν ότι η φρουρός είχε απομακρυνθεί από εκεί· μιλούσε με δυο άλλους πολεμιστές της Κάρνατεβ, παραδίπλα. Δεν ήταν εδώ για να προστατεύει την ίδια τη σκηνή, άλλωστε, αλλά για να βλέπει μήπως η μάγισσα ήθελε κάτι, επειδή ήταν τραυματισμένη. Καμία πειθαρχία, παρατήρησε ο Εύβουλος, που ήξερε ότι οι Επιφανείς Κρανοφόροι του ποτέ δεν θα άφηναν το πόστο τους ακόμα κι αν έκριναν πως δεν είχε νόημα πια να βρίσκονται εκεί.

«Έρχεσαι μέσα;» του πρότεινε η Ρασλέδη’λι παραμερίζοντας τη δερμάτινη κουρτίνα της σκηνής.

«Υπάρχει λόγος;»

«Εκτός αν η Νιράσκα θα το θεωρήσει προσβολή….» είπε η μάγισσα με μια κατεργάρικη γυαλάδα στα μάτια.

Το έχει, λοιπόν, παρατηρήσει κι αυτή, σκέφτηκε ο Εύβουλος, ο οποίος δεν ήταν βέβαιος αν είχε δίκιο που νόμιζε ότι η επικεφαλής των δυνάμεων της Κάρνατεβ τον συμπαθούσε. «Γιατί θα μπορούσε να το θεωρήσει προσβολή;» αποκρίθηκε.

«Δεν ξέρω· απλά λέω…» Η Ρασλέδη μπήκε στη σκηνή της, δίχως άλλη πρόσκληση προς τον Εύβουλο, αφήνοντάς τον να αποφασίσει χωρίς κανένας από τους δυο τους να πρέπει να παρεξηγηθεί.

Εκείνος, πιάνοντας τη δερμάτινη κουρτίνα προτού κλείσει, ακολούθησε τη μάγισσα.

Η Ρασλέδη στράφηκε να τον αντικρίσει, υπομειδιώντας, φανερά ευχαριστημένη. «Δεν την ενδιαφέρουν οι εξωδιαστασιακοί άντρες με περίεργους δερματικούς χρωματισμούς;» ρώτησε.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα,» δήλωσε ο Εύβουλος, κοιτάζοντας τη μάγισσα από πάνω ώς κάτω.

Εκείνη έβγαλε τις μπότες της χωρίς να σκύψει· δεν είχε δέσει τα κορδόνια όταν τις φόρεσε, άλλωστε. Άνοιξε το κρυμμένο μέσα στις υφασμάτινες πτυχές φερμουάρ του χιτώνα της, το οποίο ξεκινούσε από τον λαιμό και έφτανε ώς τα μέσα της κοιλιάς, και άφησε το ένδυμα να γλιστρήσει προς τα κάτω, γύρω από τους αστραγάλους της. Ο επίδεσμος που τύλιγε τον αριστερό της ώμο κάλυπτε και το αριστερό της στήθος. Το δεξί στήθος ήταν στητό και μαύρο, με μια κόκκινη θηλή που ξεχώριζε έντονα και είχε ένα μικρό, αργυρό, μακρόστενο κόσμημα περασμένο επάνω, το οποίο γυάλιζε στο φως της λάμπας λαδιού της σκηνής. Εκτός από τον επίδεσμο, το μοναδικό ρούχο που φορούσε τώρα η μάγισσα ήταν η περισκελίδα της. Αλλά δεν έβγαλε αυτήν μετά· έπιασε το δαχτυλίδι στο αριστερό της χέρι – τη φυλακή της θεάς της – το τράβηξε από το δάχτυλό της, και το πέταξε παραδίπλα, σχεδόν τυχαία. Μια κίνηση που οι μάγοι του τάγματος των Δεσμοφυλάκων σπάνια έκαναν – πάντα είχαν τους θεούς τους κοντά – και ο Εύβουλος τη βρήκε απρόσμενα ερωτική.

Έκλεισε τη Ρασλέδη’λι μέσα στην αγκαλιά του (προσέχοντας τον τραυματισμένο ώμο της) και τα χείλη τους συναντήθηκαν. Το λυόμενο κρεβάτι δεν ήταν μακριά και, σύντομα, όταν κι ο Εύβουλος είχε ξεφορτωθεί τα ρούχα του, ξάπλωσαν εκεί. Αισθανόταν το πουλί του σκληρό σαν ατσάλινη λεπίδα, και οι κινήσεις της μαυρόδερμης μάγισσας έκαναν τη λεπίδα να θέλει ολοένα και περισσότερο να σκοτώσει. Μετά, η Ρασλέδη, καβαλώντας τον, έριξε το ατσάλι στη φωτιά, και τραβώντας την κοκάλινη χτένα της ελευθέρωσε τα μακριά πράσινα μαλλιά της, αφήνοντάς τα να πέσουν γύρω απ’το πρόσωπό της κι επάνω στο στήθος της – επάνω στο χέρι του Εύβουλου που άγγιζε το αργυρό κόσμημα στη δεξιά θηλή της, προσπαθώντας να καταλάβει αν έμοιαζε με μικρό κόκαλο ή ξιφίδιο.

«Σ’αρέσει το γούρι μου;» είπε η Ρασλέδη, κι έσκυψε για να συναντηθούν οι γλώσσες τους…

Αργότερα, ξαπλωμένη επάνω στον Εύβουλο, κορεσμένη και μισοκοιμισμένη, τον άκουσε να τη ρωτά αν ήθελε τσιγάρο.

«Δεν καπνίζω,» μουρμούρισε, και φίλησε το αφτί του.

Ο Εύβουλος κουφάθηκε προς στιγμή. Απλώνοντας το χέρι του έπιασε τον αναπτήρα μέσα από τα ρούχα του πλάι στο κρεβάτι, καθώς κι ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα, και το άναψε. «Δεν είναι κανονικός καπνός,» είπε.

«Τι είναι;»

«Δοντόχορτο.» Ένα χόρτο της Φεηνάρκια το οποίο εξαγόταν και σ’άλλες διαστάσεις. Είχε ζήτηση.

«Άγριο.»

«Μέχρι να το συνηθίσεις.» Ο Εύβουλος φύσηξε καπνό προς το σκοτεινό ταβάνι της σκηνής. Και θυμήθηκε κάτι. Γέλασε κοφτά.

«Τι;»

«Ήταν ένας τύπος κάποτε. Φεηνάρκιος. Μισθοφόρος κι εκείνος. Τον ήξερα πριν από χρόνια· τώρα δεν ξέρω τι έχει γίνει μ’αυτόν. Προτού πάει στη μάχη, ήθελε πάντα να κοιμηθεί με γυναίκα. Έλεγε ότι του έφερνε τύχη. Και ήταν φανατικός αυτής της άποψης. Αν δεν υπήρχε γυναίκα εκεί κοντά, πριν από μάχη, ήταν ικανός να πάει με θηλυκό λυκόχοιρο!»

Η Ρασλέδη’λι γέλασε. «Και πώς τον θυμήθηκες; Σου μοιάζω με θηλυκό λυκόχοιρο;» τον πείραξε.

«Κάπνιζε κι αυτός δοντόχορτο,» εξήγησε ο Εύβουλος, σοβαρά. «Εκείνος μού το έμαθε, βασικά.» Πήρε ακόμα μια τζούρα. «Κι αν μοιάζεις με κάποιο θηρίο, θα ήταν, ίσως, μαύρη τίγρης: ή κάτι άλλο μαύρο, αιλουροειδές, και όμορφο.»

«Μου πιάνεις το δαχτυλίδι μου;» τον ρώτησε, δείχνοντάς το εκεί όπου ήταν ριγμένο, σε μικρή απόσταση από το λυόμενο κρεβάτι.

Ο Εύβουλος άπλωσε το χέρι του και της το έφερε.

Η Ρασλέδη’λι το πέρασε στον μέσο του αριστερού χεριού της. «Ευχαριστώ.» Ήταν μάγισσα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων· δεν αισθανόταν καλά απομακρυσμένη από τη θεά της για πολύ.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Δεύτερο
Η Οργή της Φαρμακερής Υδατοθύελλας

Η Έρικα περίμενε, ίσως, να ξυπνήσει από πυροβολισμούς, κανονιοβολισμούς, και εκρήξεις. Δεν περίμενε να ξυπνήσει από το βουητό δυνατού ανέμου. Ανοίγοντας τα μάτια της είδε ότι γκρίζο φως ερχόταν έξω από τη σκηνή. Αυγή.

Η Ραβάσλι, που κοιμόταν παραδίπλα, είχε επίσης ξυπνήσει. Ήταν ανασηκωμένη πάνω στο στρώμα της. Η Ανταρλίδα’μορ κοιμόταν ακόμα.

«Αέρας;» είπε η Έρικα.

Η Ραβάσλι στράφηκε να την κοιτάξει, λιγάκι ξαφνιασμένη ίσως, σα να μην είχε καταλάβει ότι κι εκείνη ήταν ξύπνια. «Έτσι φαίνεται.»

Η Έρικα σηκώθηκε από το στρώμα και παραμέρισε την κουρτίνα της σκηνής που έκανε πέρα-δώθε. Ήταν πράγματι αυγή – μόλις που είχε ξημερώσει – και ο καταυλισμός των δυνάμεων του Βασιλείου βαλλόταν από δυνατό άνεμο.

«Τι γίνεται;» άκουσε η Έρικα τη φωνή της Ανταρλίδας’μορ, αγουροξυπνημένη.

«Έχει πιάσει αέρας,» αποκρίθηκε η Ραβάσλι.

«Σφοδρός,» πρόσθεσε η Έρικα χωρίς να στραφεί να τις κοιτάξει, ενώ σκεφτόταν ότι αυτό πιθανώς να δυσκόλευε εκείνη και τους συντρόφους της απ’το να πάνε στον Ζαώρδιλ σήμερα.

«Καλά,» είπε η Ανταρλίδα, νυσταγμένα, «και τις προάλλες δεν είχε πιάσει αέρας;»

«Ίσως νάναι χειρότερος αυτή τη φορά,» τόνισε η Ραβάσλι, και πλησίασε την Έρικα για να κοιτάξει κι εκείνη έξω απ’τη σκηνή. «Σκατά· είναι όντως χειρότερος. Χαμός γίνεται.»

«Καλύτερα για εμάς,» είπε η Ανταρλίδα. «Τα αεροχήματα θάχουν δυσκολία να πετάξουν· ή ίσως να μη μπορούν να πετάξουν καθόλου.»

«Εμένα, πάντως, δε μ’αρέσει αυτό.» Η Έρικα επέστρεψε στο εσωτερικό της σκηνής, για να φορέσει τις μπότες και τον μαγικό μανδύα της. Τα υπόλοιπα ρούχα της δεν τα είχε βγάλει όταν έπεσε για ύπνο.

«Γιατί;» ρώτησε η Ανταρλίδα.

«Επειδή θες να πας στον Ζαώρδιλ, ε;» είπε η Ραβάσλι.

Η Έρικα ένευσε, και, αφού ντύθηκε βιαστικά, βγήκε απ’τη σκηνή. Οι άλλες δύο δεν την ακολούθησαν έξω.

Ο Φέκταρελ και η Φαίδρα, όμως, είχαν βγει από τη δική τους σκηνή η οποία ήταν στημένη παραδίπλα. Το ίδιο και οι τέσσερις μεταλλαγμένοι. Η Έρικα τούς πλησίασε.

«Αν είναι να πάμε στον Ζαώρδιλ με πλοίο ή με αεροσκάφος….» άρχισε η Φαίδρα αφήνοντας τη συνέχεια να εννοηθεί.

«Ίσως να μπορούμε να πάμε με όχημα,» υπέθεσε η Έρικα, αν και ήξερε ότι μάλλον αυτό δεν θα ήταν εφικτό.

«Δε θυμάσαι τι μας είπε ο Αλκάμελ;» της είπε ο Φέκταρελ. «Το ένα τουλάχιστον οχυρό της γέφυρας είναι κατειλημμένο από τον εχθρό.»

«Ας ρωτήσουμε τη Νιρκέκα,» πρότεινε η Έρικα. Δεν είχαν συζητήσει μαζί της το θέμα της αναχώρησής τους χτες βράδυ, γιατί είχαν άλλα, πιο άμεσα πράγματα να πουν και γιατί ήταν όλοι τους κουρασμένοι. Θα το αποφάσιζαν σήμερα, μόλις ξυπνούσαν για να φύγουν. Εξάλλου, δεν ήξεραν σε τι κατάσταση θα τους έβρισκε το ξημέρωμα· μπορεί ο εχθρός να τους έκανε επίθεση – πράγμα που, βέβαια, τελικά δεν είχε συμβεί.

Η Έρικα βάδισε προς τη σκηνή της Νιρκέκα, και οι υπόλοιποι ήρθαν στο κατόπι της.

Η Νιρκέκα ήταν ξύπνια, και έξω από τη σκηνή της, μιλώντας μ’έναν άλλο από τους Ζωντανούς-Νεκρούς που η Έρικα δεν ήξερε το όνομά του και που τώρα, νεύοντας, έμοιαζε έτοιμος να φύγει.

«Ο καιρός δεν είναι με το μέρος μας,» είπε η Έρικα στη Νιρκέκα, φτάνοντας κοντά της καθώς ο μισθοφόρος απομακρυνόταν.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ο ιερέας λέει πως η Φαρμακερή Υδατοθύελλα είναι οργισμένη.»

«Ποιος ιερέας;»

«Ένας απ’αυτούς που έχουν έρθει μαζί με το στρατό του Βασιληά. Η θεά της περιοχής έχει εξοργιστεί από τον πόλεμο.»

«Θα μας βοηθήσει, δηλαδή; Θα χτυπήσει τους μαχητές της Κάρνατεβ, κάπως;» ρώτησε η Έρικα.

«Δεν άκουσα κάτι τέτοιο. Μάλλον θα κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για όλους στη θάλασσα. Και στον αέρα, επίσης. Αλλά αυτό μάς συμφέρει· εμείς δεν έχουμε αεροχήματα.»

«Τελικά,» είπε η Έρικα, «είναι θεά της θάλασσας ή του αέρα;»

«Ρώτα τους ιερείς της αν έχεις τέτοιες θεολογικές απορίες, Έρικα!» αντιγύρισε η Νιρκέκα.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Εκείνο που μ’ενδιαφέρει,» δήλωσε, «είναι να πάω στον Ζαώρδιλ. Σήμερα. Μπορώ να φτάσω με όχημα στο Στόμα της Μελονήσου;»

«Αποκλείεται. Και τα δύο οχυρά της γέφυρας που ενώνει τη Μεσόνησο με τη Μελόνησο είναι παρμένα απ’τον εχθρό. Δεν πρόκειται να σας αφήσουν να περάσετε. Με πλεούμενο είναι η μόνη λύση–»

«Και η πιο τρελή, με τέτοιο καιρό,» παρατήρησε η Έρικα.

«Νομίζεις ότι θα σου προτείνω να πάτε στις βορειοανατολικές ακτές της Μεσονήσου κι από εκεί να μπείτε σε πλοίο;»

«Υπάρχει και κανένας καλύτερος τρόπος;» Η Έρικα ήξερε τον χάρτη του Βασιλείου, αλλά όχι και τόσο καλά. Αυτοί που τώρα πολεμούσαν εδώ, αναμφίβολα, είχαν μελετήσει το θέμα περισσότερο.

«Υπάρχει,» είπε η Νιρκέκα. «Κατά πρώτον, ούτως ή άλλως δεν συνέφερε να πάτε στις βορειοανατολικές ακτές. Είναι πολύ πιθανό ο εχθρός να σας επιτεθεί μέχρι να φτάσετε εκεί. Αλλά και ύστερα μπορεί να μπλέξετε στις ναυμαχίες που γίνονται ανάμεσα στη Μεσόνησο, τη Μελόνησο, και το Βορειονήσι–»

«Ο Βασιληάς πώς έστειλε ενισχύσεις στον Ζαώρδιλ, τότε; Αν η γέφυρα είναι κατειλημμένη από–»

«Μη με διακόπτεις, Έρικα! Ο Βασιληάς ζήτησε από τα πλοία του να έρθουν και να πάρουν τους μαχητές του. Δεν πρόκειται να κάνει το ίδιο και για μερικούς ανθρώπους· είναι ολόκληρη διαδικασία. Και ριψοκίνδυνη, επίσης.

»Ο καλύτερος δρόμος είναι από τις ανατολικές ακτές της Μεσονήσου. Θα πάτε εκεί με φορτηγό όχημα που θα μεταφέρει μια βάρκα, θα ρίξετε τη βάρκα στο νερό, και θα περάσετε απέναντι, στη Μελόνησο. Δε γίνονται ναυμαχίες από κείνη τη μεριά, ούτε νομίζω πως το μέρος φρουρείται από τον εχθρό.»

«Θα πρέπει, όμως, να περάσουμε κάτω από τη γέφυρα για να βγούμε στη βόρεια μεριά της Μελονήσου, όπου είναι το Στόμα–»

«Δε θα περάσετε κάτω από τη γέφυρα· αυτό το σημείο ο εχθρός μάλλον το φρουρεί. Σου είπα, θα περάσετε απέναντι. Ακριβώς απέναντι. Θα βγείτε στις ακτές εκεί και μετά θα πάτε από ξηράς στο Στόμα.»

«Από ξηράς; Τι απόσταση είναι; Δε θα έχουμε ούτε οχήματα μαζί μας ούτε ζώα.»

«Θα πρέπει να οδοιπορήσετε,» είπε η Νιρκέκα. «Η απόσταση είναι γύρω στα δεκαπέντε χιλιόμετρα.» Στράφηκε στον Φέκταρελ. «Και να προσέχετε για ανιχνευτές του Εύβουλου.»

Εκείνος κατένευσε.

Η Φαίδρα ρώτησε: «Θα καταφέρουμε, όμως, να περάσουμε απέναντι με τη βάρκα;»

«Τι εννοείς;» είπε η Νιρκέκα. «Δε νομίζω ότι αυτές οι ακτές φρουρούνται, όπως σας εξήγησα.»

«Μιλάω για τον καιρό, Νιρκέκα. Με τέτοιο αέρα….»

«Η απόσταση είναι πολύ μικρή ανάμεσα στα δύο νησιά. Τρία, τέσσερα χιλιόμετρα. Δεν το θεωρώ πιθανό να βουλιάξετε μέχρι να τα διασχίσετε. Η βάρκα σας θα είναι μηχανοκίνητη, φυσικά.»

Η Φαίδρα κοίταξε την Έρικα και τον Φέκταρελ.

Η Έρικα είπε: «Δε φαίνεται να υπάρχει κανένας άλλος τρόπος. Είτε περιμένουμε τον αέρα να κοπάσει είτε όχι.»

*

Το φορτηγό τούς πήγε στις ανατολικές ακτές της Μεσονήσου σε λιγότερο από μισή ώρα. Ο Ραμπνάιλ ήταν στο τιμόνι, και, εκτός από αυτόν, ήταν μαζί και η Ραβάσλι κι άλλοι δύο Ζωντανοί-Νεκροί. Σταμάτησαν κοντά σε μια αμμουδιά όπου τα κύματα άφριζαν, άγρια και ψηλά, και η άμμος σηκωνόταν χορεύοντας σαν να είχε ζωντανέψει.

«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα βουλιάξουμε αμέσως,» είπε ο Φέκταρελ, ενώ οι μεταλλαγμένοι κοίταζαν τη θάλασσα με φόβο. Τους τρόμαζε, για κάποιο λόγο, ύστερα από την αλλαγή τους.

Η Φαίδρα’λι υποτονθόρυσε ένα Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως και, μετά, είπε: «Όπως το περίμενα…»

«Τι είναι;» τη ρώτησε η Έρικα.

«Πνεύματα έχουν ξυπνήσει και αγριέψει σ’ετούτο το μέρος.»

«Κι αυτό είναι κακό για εμάς; Θα μας δυσκολέψουν;»

«Μπορεί,» αποκρίθηκε η Φαίδρα.

«Υπηρετούν τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα;»

«Ίσως. Ή πιθανώς να επηρεάζονται από τις διαθέσεις της. Νομίζω, όμως, πως μπορώ να τα κάνω να παραμερίσουν για να ρίξουμε τη βάρκα μας με σχετική ασφάλεια στη θάλασσα και να ξεκινήσουμε.»

«Προσπάθησέ το,» την παρότρυνε η Έρικα.

Η Φαίδρα άνοιξε την πλαϊνή πόρτα της καρότσας του φορτηγού και βγήκε. Ο θυελλώδης άνεμος αμέσως άρπαξε τα πράσινα μαλλιά της, κάνοντάς τα να μοιάζουν με παράξενη αύρα γύρω απ’το κεφάλι της.

Η μάγισσα ρώτησε τον θεό μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού της: Έχεις όρεξη για κυνήγι κατώτερων πνευμάτων;

Φυσικά και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων είχε όρεξη!

Δεν αμφέβαλλα. Η Φαίδρα την ξαμόλησε από το βραχιόλι της, και είδε εμπρός της τον χαλασμό να δυναμώνει, όχι να κοπάζει. Η άμμος που σηκωνόταν έμοιαζε τώρα να παίρνει πιο καθορισμένα σχήματα – σαν ανθρώπους, σαν θηρία, σαν πτηνά, σαν ψάρια με πόδια ή με φτερά. Κάποιες οντότητες προσπαθούσαν να χιμήσουν στην Καρδιά της Συναγωγής (αποτυχαίνοντας παταγωδώς), κάποιες τρέπονταν αμέσως σε φυγή και ανασυγκροτούνταν αλλού.

Δε μπορούμε έτσι να περάσουμε με ασφάλεια, σκέφτηκε η Φαίδρα. Αναμενόμενο, ασφαλώς.

Φώναξε στους συντρόφους της: «Βγάλτε τη βάρκα κι ετοιμαστείτε!» Και υψώνοντας τα χέρια της άρθρωσε τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως. Σχημάτισε μες στο μυαλό της ένα κύμα σταθερού ανέμου με σκοπό να χωρίσει τις πνευματικές οντότητες δεξιά κι αριστερά του για να ανοίξει ένα μονοπάτι ώς τη θάλασσα. Συγχρόνως, καθοδήγησε την Καρδιά της Συναγωγής έτσι ώστε να την υποβοηθήσει. Η διαδικασία αποδείχτηκε λιγάκι πιο δύσκολη απ’ό,τι περίμενε – η οργή αυτής της Φαρμακερής Υδατοθύελλας ήταν πράγματι τρομερή, και τα πνεύματα ξεσηκωμένα, αλλόφρονα, εξαιτίας της. Η Φαίδρα’λι, όμως, δεν άργησε να καταφέρει εκείνο που είχε κατά νου. Δημιούργησε ένα μονοπάτι σχετικής ασφάλειας από τους αμμοστρόβιλους: έναν δρόμο προς τα αφρισμένα κύματα.

«Ακολουθήστε με!» φώναξε, και βάδισε χωρίς να στραφεί να κοιτάξει αν όντως την ακολουθούσαν αλλά βέβαιη ότι αυτό θα έκαναν.

Όταν ήταν κοντά στη θάλασσα, είπε ξανά τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, ενισχύοντάς το και στρέφοντάς το στα κύματα, προσπαθώντας να διώξει και από εκεί τα πνεύματα, όσο μπορούσε, όσο ήταν εφικτό, και να δημιουργήσει μια σχετική γαλήνη. Συγχρόνως, η ημιαόρατη αγέλη θηρίων της Πολεμικής Καρδιάς βούτηξε στη θάλασσα· οι αναταραχές που προκαλούσε στο νερό ήταν ευδιάκριτες. Και τα πνεύματα υποχώρησαν. Μπορούσες να δεις ότι εκεί η αντάρα είχε κοπάσει κάπως. Η αντίσταση, όμως, ήταν πολύ πιο δυνατή από ό,τι με τους αμμοστρόβιλους, όφειλε να παρατηρήσει η Φαίδρα.

«Ρίξτε τη βάρκα στο νερό!» φώναξε, και είδε τους συντρόφους της να περνάνε μπροστά της σπρώχνοντας το πλεούμενο μέσα στη θάλασσα και πηδώντας επάνω του. Τα κύματα το χτυπούσαν, λούζοντάς τους.

«Φαίδρα, έλα!» Ο Φέκταρελ τής έκανε νόημα. «Έλα!»

Η μάγισσα δεν δίστασε· πατώντας μες στο νερό, πήδησε στο εσωτερικό της βάρκας. Η Έρικα ενεργοποίησε αμέσως τη μηχανή, και η προπέλα ξεκίνησε να περιστρέφεται. Το βούισμά της χανόταν μες στον θόρυβο της θαλασσοταραχής.

Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων επέστρεψε στο εσωτερικό του βραχιολιού της Φαίδρας, καθώς το πλεούμενο απομακρυνόταν από την ακτή. Ο άγριος θεός δεν ήξερε να κολυμπά.

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» γρύλισε η Έρικα, κρατώντας γερά το δοιάκι, προσπαθώντας να διατηρεί την πορεία της βάρκας σταθερή. «Γαμώ τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος!» Το πλεούμενο χοροπηδούσε πάνω στα κύματα σαν αφηνιασμένο άτι. Οι μεταλλαγμένοι είχαν όλοι μαζευτεί στο κέντρο του σκάφους, τρομοκρατημένοι, διπλωμένοι. Έμοιαζαν σχεδόν αστείοι, έτσι όπως ήταν, παρά τις εφιαλτικές δυσμορφίες τους.

Ο Φέκταρελ ρώτησε την Έρικα: «Θες βοήθεια;»

«Ναι – αν μπορείς να κάνεις τον άνεμο να σταματήσει!»

«Τέτοιες δυνάμεις δεν έχω.»

Η Φαίδρα κοίταζε την αντικρινή ακτή που φαινόταν θολά πίσω από τη θαλασσοταραχή, κι επάνω στα κύματα, σε κάποια στιγμή, νόμισε πως διέκρινε μια θηλυκή μορφή σχηματισμένη από το ίδιο το νερό. Μια ψηλή, βασιλική γυναίκα με μαλλιά σαν αφρούς και αστραπές γύρω απ’το κεφάλι της. Έστρεψε τα μάτια της – δύο δυνατές φωτιές – προς τη Φαίδρα και την κοίταξε. Η μάγισσα ήταν σίγουρη ότι την κοίταξε, κι αμέσως το μυαλό της στράφηκε στον αντίστροφο κόσμο λες κι η θεά να είχε γυρίσει κάποιον διακόπτη μέσα της που άλλαζε τη λειτουργία της σκέψης.

Η Φαίδρα «διάβασε» στα κύματα: Οργή… Παρατήρηση/περιέργεια… Σεβασμός/μάγισσα… Ενοχλητικός θεός… Έλλειψη υπομονής…

Μετά, η θεά της θάλασσας – η Φαρμακερή Υδατοθύελλα, μάλλον – εξαφανίστηκε ξαφνικά: διαλύθηκε σε μυριάδες σταγόνες νερού και αφρούς. Και το μυαλό της Φαίδρας τινάχτηκε έξω από τον αντίστροφο κόσμο.

Η αντικρινή ακτή βρισκόταν πιο κοντά, τώρα.

Η Φαίδρα στράφηκε στους συντρόφους της. «Την… την είδατε;»

Το λευκό δέρμα της Έρικας είχε κιτρινίσει, καθώς τα χέρια της πάλευαν να κρατάνε το τιμόνι σταθερό. «Ποια; Ποια να δούμε;»

Ο Φέκταρελ κοίταξε τη Φαίδρα συνοφρυωμένος, με έκδηλη περιέργεια. Το βλέμμα του έμοιαζε να ρωτά: Πρέπει ν’ανησυχήσουμε;

Η Φαίδρα σκέφτηκε: Τίποτα δεν είδαν. «Τίποτα,» τους είπε. «Δεν ήταν τίποτα.»

Η Έρικα έβηξε, βάζοντας το ένα της χέρι κάτω από το στήθος, παλεύοντας με την αναπνοή της.

«Φύγε απ’το τιμόνι!» της είπε ο Φέκταρελ. «Φύγε!» Κι όταν η Έρικα δίστασε, την τράβηξε από τη ζώνη κι έπιασε εκείνος το δοιάκι της βάρκας, κρατώντας το σταθερό προς τον προορισμό τους.

Η Έρικα διπλώθηκε, ξερνώντας από την άκρη του πλεούμενου, ενώ οι μεταλλαγμένοι, κουλουριασμένοι στο κέντρο τους σκάφους, μούγκριζαν λες και τους έσφαζαν.

Ευτυχώς το ταξίδι δεν κράτησε για πολύ ακόμα. Ο Φέκταρελ, παρότι άσχετος από τη θάλασσα, τους οδήγησε με ασφάλεια στη δυτική ακτή της Μελονήσου, και η βάρκα τους βρέθηκε σε μια άγρια παραλία όλο επικίνδυνους βράχους. Κοπανώντας επάνω σ’έναν απ’αυτούς ακούστηκε να χτυπιέται άσχημα· και κοιτάζοντας από το πλάι η Φαίδρα είδε ότι μια τρύπα είχε δημιουργηθεί. Δεν υπήρχε, όμως, πρόβλημα πλέον· βρίσκονταν στα ρηχά.

«Βγαίνουμε!» είπε ο Φέκταρελ. «Βγαίνουμε! Σηκωθείτε!» Κλότσησε τους κουλουριασμένους μεταλλαγμένους, προσπαθώντας να τους συνεφέρει. «ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ! Βγαίνουμε!» Και πήδησε έξω από τη βάρκα. Το νερό τού έφτανε ώς τα γόνατα. Η Έρικα και η Φαίδρα αμέσως τον ακολούθησαν, και οι μεταλλαγμένοι ήρθαν μετά απ’αυτές, τρέμοντας. Το πρόβλημά τους, προφανώς, δεν ήταν η ναυτία. Ήταν κάποιος υπερφυσικός – αδικαιολόγητος, ίσως – φόβος.

«Η βάρκα θα διαλυθεί αν την αφήσουμε εδώ,» παρατήρησε η Φαίδρα, βλέποντας τα κύματα να κοπανάνε το πλεούμενο πάνω στα βράχια.

«Δεν είχαμε ποτέ σκοπό να την πάρουμε μαζί μας,» είπε η Έρικα. «Πάμε.» Τίναξε τον μαγικό μανδύα της, που ήταν γεμάτος νερά και τον αισθανόταν να διαμαρτύρεται επάνω της. Υπήρχε, άραγε, κάτι στη θάλασσα που τον ενοχλούσε κι αυτόν, όπως τους μεταλλαγμένους; αναρωτήθηκε. Η δύναμη της Φαρμακερής Υδατοθύελλας, ίσως;

*

«Γαμώ τον καταραμένο άνεμο,» μούγκρισε ο Εύβουλος, που είχε σηκωθεί από την αυγή και ακόμα δεν έβλεπε τον καιρό να καλυτερεύει. Στεκόταν στο κέντρο του στρατιωτικού καταυλισμού έξω από το κεφαλοχώρι της Μελονήσου, και παντού γύρω του οι σκηνές αναδεύονταν θυμίζοντας ιστία καραβιού μέσα σε τρικυμία.

Ο άνεμος αυτός τού χαλούσε το σχέδιο επίθεσης! Ο Εύβουλος είχε υπόψη του να χρησιμοποιήσει αεροχήματα, ετούτη τη φορά, εκτός από τα άλλα όπλα που είχε στη διάθεσή του. Να τα χρησιμοποιήσει ενεργά όταν θα χτυπούσε το Στόμα της Μελονήσου. Αλλά τώρα, βέβαια, δεν ήταν ασφαλές τα αεροχήματα να πετάξουν.

«Μοιάζει σχεδόν αφύσικος αυτός ο καιρός!»

Η Ρασλέδη’λι, που στεκόταν πλάι του, είπε: «Κυκλοφορούν πολλά αναστατωμένα πνεύματα στον ουρανό.» Κοίταζε ψηλά, τα σύννεφα που παρασέρνονταν σαν καράβια, παίρνοντας διάφορες μορφές, ορισμένες από τις οποίες αξιοσημείωτα αλλόκοτες.

«Τι σημαίνει αυτό, μάγισσα;» ρώτησε ο Εύβουλος. «Είναι όντως αφύσικος ο καιρός; Τον έχουν δημιουργήσει, κάπως, οι εχθροί μας;»

«Μονάχα μία δύναμη σε τούτα τα μέρη θα μπορούσε να δημιουργήσει τέτοιον καιρό,» αποκρίθηκε η Ρασλέδη’λι: «η Φαρμακερή Υδατοθύελλα, η θεά του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων.»

«Η θεά τους, προφανώς, θέλει να τους βοηθήσει…»

«Μην είσαι και τόσο σίγουρος γι’αυτό.»

«Μίλα καθαρά!»

Η Ρασλέδη’λι ανασήκωσε τον μη τραυματισμένο δεξή ώμο της. «Είναι απλά εξοργισμένη, νομίζω, γι’αυτό χαλάει τον κόσμο. Δεν της αρέσει ο πόλεμός μας.»

«Κρίμα,» μούγκρισε ο Εύβουλος. «Θα έπρεπε να την είχαμε ρωτήσει.»

«Μην αστειεύεσαι με τέτοιες δυνάμεις, Εύβουλε,» τον προειδοποίησε η μάγισσα.

«Θα μου πεις ότι με ακούει και θα μας στείλει αστροπελέκια ή κύματα;»

Η Ρασλέδη’λι μειδίασε. «Τίποτα το τόσο δραματικό. Αλλά καλό είναι κανείς πάντα να είναι προσεχτικός με τους θεούς. Με όλους τους θεούς – ακόμα και τους κατώτερους. Πόσο μάλλον με μια θεά σαν τη Φαρμακερή Υδατοθύελλα.»

«Υπάρχει τρόπος να κάνουμε τον άνεμο να κοπάσει για να επιτεθούμε στο λιμάνι;»

«Υπάρχει.»

«Τι τρόπος;»

«Να περιμένουμε. Ακόμα και η Φαρμακερή Υδατοθύελλα πρέπει σύντομα να κουραστεί ύστερα από τέτοιο ξέσπασμα,» είπε η Ρασλέδη’λι.

*

Το μηχανοκίνητο πλοίο μπήκε στο λιμάνι του Στόματος της Μελονήσου φανερά ταλαιπωρημένο από την τρικυμία, κι από το κατάστρωμα κατέβηκε ο Θαλασσάρχοντας Κάβερντελ μαζί με μερικούς άλλους πολεμιστές και ναυτικούς.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, έχοντας ξυπνήσει με την αυγή, βρισκόταν τώρα στο λιμάνι και τους είδε. Πριν από αυτούς είχαν έρθει στο Στόμα και άλλα πλοία του Βασιλείου, ιστιοφόρα, με τα πανιά τους κουρελιασμένα από τη θύελλα. Και ο Ζαώρδιλ αναρωτιόταν πόσα σκάφη θα είχαν χαθεί εξαιτίας αυτού του καιρού. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν ότι δεν θα είχαν, φυσικά, χαθεί μόνο καράβια του Βασιλείου αλλά και της Κάρνατεβ. Τι θα είχε, άραγε, να πει ο Αθάνατος τώρα; Η γριά-ιέρεια που ήταν στο λιμάνι έλεγε πως η Φαρμακερή Υδατοθύελλα ήταν ενοχλημένη από τον πόλεμο επάνω στη θάλασσά της, από τη φωτιά και το αίμα, και είχε αποφασίσει να ξεσπάσει. Τι μπορούμε να κάνουμε για να καλμάρουμε τα νεύρα της; είχε ρωτήσει ο Ζαώρδιλ την ιέρεια, κι εκείνη είχε απαντήσει, μάλλον απογοητευτικά, ότι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσαν να κάνουν.

«Τσαντισμένος μού φαίνεται ο μάστορας,» παρατήρησε ο Κερκ, που στεκόταν πλάι στον Ζαώρδιλ.

«Κι εμένα,» συμφώνησε ο Σκοτωμένος, και βάδισε προς τον Κάβερντελ. Ο Κερκ τον ακολούθησε.

«–αυτός ο κωλόκαιρος!» έλεγε ο θαλασσάρχοντας σε κάποιον άλλο. «Τα μισά μας σκάφη θα τσακιστούν, αν δεν αγκυροβολήσουν το συντομότερο δυνατό!»

«Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα στη θάλασσα, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Ρωτάς πόσο άσχημα είναι;» γρύλισε ο Κάβερντελ. «Παραλίγο να πνιγούμε – τόσο άσχημα είναι! Και είδα και δύο καράβια να αναποδογυρίζουν από τα κύματα, καθώς φεύγαμε, και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να τα βοηθήσουμε!»

«Δικά μας καράβια, ή του εχθρού;»

«Δικά μας, το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!»

«Και ο εχθρός; Δεν είδατε να έχει απώλειες;»

«Υποθέτω πως θα έχει. Είναι λιγότερο έμπειροι στη θάλασσα απ’ό,τι εμείς.» Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευαν όλοι οι γεφυρονησιώτες, όπως είχε παρατηρήσει ο Ζαώρδιλ.

«Οι ναυμαχίες θα έχουν πάψει, υποθέτω,» είπε.

«Φυσικά και έχουν πάψει. Πώς θα μπορούσαν να συνεχίζονται; Ο ιερέας του πλοίου μου» – ο Κάβερντελ έδειξε, μ’ένα φευγαλέο βλέμμα, έναν μεσήλικα πορφυρόδερμο άντρα – «μου λέει ότι η Φαρμακερή Υδατοθύελλα έχει εξοργιστεί από τον πόλεμο, θέλει να τον κάνει να σταματήσει.»

«Το ίδιο είπε κι η ιέρεια του λιμανιού,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Όπως και νάχει, αυτό μάς βοηθάει, Άρχοντά μου.»

«Πώς ακριβώς ‘μας βοηθάει’;»

«Προκαλεί ζημιές στον εχθρό και τον καθυστερεί. Τα άσχημα καιρικά φαινόμενα συνήθως ευνοούν τους αμυνόμενους: και είμαστε οι αμυνόμενοι σ’ετούτο τον πόλεμο, Άρχοντά μου. Ούτε τα αεροχήματά τους δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι δυνάμεις της Κάρνατεβ.»

«Αυτό είν’ αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Κάβερντελ. «Αλλά ούτως ή άλλως δεν μ’αρέσει.» Και προσπερνώντας τον Ζαώρδιλ βάδισε προς το εσωτερικό του λιμανιού. Οι άνθρωποί του τον ακολούθησαν.

«Νομίζεις ότι ο Εύβουλος θα καθυστερήσει την επίθεσή του εξαιτίας του καιρού;» ρώτησε ο Κερκ τον Σκοτωμένο. Οι ανιχνευτές τους τους είχαν αναφέρει ότι ο Εύβουλος είχε λάβει ενισχύσεις και, άρα, σύντομα πρέπει να επιτίθετο ξανά.

«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Αν έρθει όπως και την άλλη φορά, από ξηράς, ο άνεμος δεν τον ενοχλεί και πολύ. Το μόνο πρόβλημα…» Σταμάτησε, συλλογισμένος.

«Τι;»

«Το μόνο πρόβλημα,» είπε ο Ζαώρδιλ, «είναι πως, αν δεν αντέξουμε την επίθεσή του, δεν θα μπορούμε να φύγουμε εύκολα μέσω θαλάσσης, με τέτοια τρικυμία.»

«Σκατά λυκόχοιρου…» μουρμούρισε ο Κερκ.

«Δεν το είχες σκεφτεί αυτό, ε;»

*

Ο άνεμος δεν φαινόταν να ελαττώνεται καθώς οδοιπορούσαν επάνω στη Μελόνησο. Τίναζε χόρτα, χώμα, και φύλλα από δω κι από κει, και απειλούσε κάθε τόσο να πάρει τον χάρτη από τα χέρια του Φέκταρελ – τον χάρτη που τους είχε δώσει η Νιρκέκα, ο οποίος έδειχνε τα μονοπάτια του νησιού, ώστε να μπορέσουν να φτάσουν όσο το δυνατόν ταχύτερα στο Στόμα της Μελονήσου. Αποκλείεται, όμως, να έφταναν εκεί σε λιγότερο από τρεις ώρες, υπολόγιζε ο Φέκταρελ, και η Έρικα συμφωνούσε. «Μην κάνουμε και περισσότερο,» είπε, «με τέτοιο αέρα.» Τα πράγματα, βέβαια, ήταν καλύτερα στην ξηρά απ’ό,τι στη θάλασσα, αλλά, και πάλι, δεν ήταν εύκολο να βαδίζουν ενώ ο δυνατός άνεμος τους χτυπούσε. Αισθάνονταν να πρέπει να σπρώχνουν συνεχώς κάποιο εμπόδιο, όταν ερχόταν από μπροστά τους· ή, όταν ερχόταν από τα πλάγια ή από πίσω τους, τους έκανε να παραπατούν και να κινδυνεύουν να πέσουν. Πολλές φορές χρειαζόταν ο ένας να πιάσει τον άλλο. Ειδικά η Έρικα και η Φαίδρα κάθε τόσο παρασέρνονταν. Ευτυχώς οι μεταλλαγμένοι ήταν δυνατότεροι από τους φυσιολογικούς ανθρώπους και δεν είχαν μεγάλο πρόβλημα, ενώ ο Φέκταρελ έμοιαζε να μη δυσκολεύεται και πολύ από τον άνεμο. Τα μάτια του γυάλιζαν πάλι σαν φεγγάρια.

Ο χρόνος φάνταζε να μην περνά, να έχει μείνει ακίνητος μέσα στην ανεμοθύελλα, αλλά το ρολόι της Έρικας δεν έλεγε ψέματα, έτσι εκείνη ήξερε ότι είχαν περάσει δύο ώρες όταν ο Φέκταρελ τούς έκανε νόημα να σταματήσουν και έδειξε προς τα ανατολικά τους. Προχωρούσε λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους, και τώρα αυτοί πάλεψαν με τον σφοδρό αέρα για να φτάσουν κοντά του, επάνω στη ράχη όπου βρισκόταν, πλάι σ’ένα δέντρο που είχε σπάσει κι ένα που με το ζόρι έστεκε ακόμα. Κοιτάζοντας αντίκρυ τους, όταν στέκονταν δίπλα στον Φέκταρελ, είδαν ένα στράτευμα να προελαύνει με βόρεια κατεύθυνση. Φορτηγά οχήματα, άρματα μάχης, ελέφαντες, καβαλάρηδες αλόγων και λυκόχοιρων.

«Πηγαίνουν προς τα εκεί που πηγαίνουμε κι εμείς,» είπε ο Φέκταρελ, με τη φωνή του να χάνεται μέσα στον άνεμο.

«Ο Εύβουλος…» είπε η Έρικα.

«Το πιθανότερο.»

«Θα τον προλάβουμε;» ρώτησε η Φαίδρα.

«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ο Φέκταρελ. «Είναι πάνω σε οχήματα και σε θηρία. Αν ήμουν μόνος θα τους προλάβαινα· θα έφτανα πρώτος στο λιμάνι· αλλά τώρα… αν είμαστε τυχεροί θα φτάσουμε εκεί μαζί τους.»

«Ας μη χάνουμε χρόνο, λοιπόν!» είπε η Έρικα.

*

Οι ανιχνευτές ήρθαν στο Στόμα της Μελονήσου καλπάζοντας γρήγορα, και συνάντησαν τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο στην πλατεία του χωριού, όπου ήταν συγκεντρωμένοι κι αρκετοί άλλοι, Ζωντανοί-Νεκροί και πολεμιστές του Βασιληά.

«Πλησιάζουν!» είπε ο ένας ανιχνευτής καθώς κι οι δύο πηδούσαν από τις σέλες των αλόγων τους. «Ο Εύβουλος έρχεται. Και ο στρατός του είναι μεγαλύτερος από την προηγούμενη φορά.»

«Φαίνονται περισσότεροι από εμάς, Σκοτωμένε,» πρόσθεσε ο άλλος ανιχνευτής.

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, που στεκόταν πλάι του μαζί με τη Φρίντα, τον Κερκ, και τον Θελβάμη.

«Τι με κοιτάς έτσι;» είπε εκείνος. «Έχω ετοιμάσει πάλι κάποιες παγίδες, αλλά το ξέρεις ότι το ίδιο κόλπο σπάνια πιάνει και δεύτερη φορά. Και σίγουρα όχι στον Εύβουλο.»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε μουντά. «Κι αν χρειαστεί να υποχωρήσουμε από θαλάσσης,» είπε, «τα πράγματα θα είναι άσχημα. Ο άνεμος δεν έχει κόψει καθόλου από τα ξημερώματα ώς τώρα.»

«Μπορεί να τους διώξουμε πάλι, αρχηγέ,» είπε η Φρίντα.

Ο Ζαώρδιλ ρώτησε τους ανιχνευτές: «Είναι οι διπλάσιοι από εμάς, ή όχι;»

«Αν δεν είναι, πλησιάζουν. Έχουν δέκα φορτηγά, καμια εκατοστή ιππείς, καμια πενηνταριά καβαλάρηδες λυκόχοιρων, πέντε ελέφαντες.»

«Πόσα άρματα μάχης;»

«Τέσσερα, νομίζω,» είπε ο ανιχνευτής, και ο συνάδελφός του ένευσε λέγοντας κι εκείνος: «Τέσσερα.»

«Δεν είναι και τόσο περισσότεροι από εμάς,» παρατήρησε ο Νικηφόρος.

«Σοβαρολογείς, Κολπατζή;» είπε ο Ζαώρδιλ. «Εμείς δεν έχουμε καθόλου ιππικό εδώ πέρα, και μόνο είκοσι καβαλάρηδες λυκόχοιρων και δύο τετραπλόκαμους.»

«Και τον Βέργκεδελ τον Μεγάλο πού τον βάζεις;»

Ο Βέργκεδελ ο Μεγάλος ήταν ένα Μεγαθήριο εκπαιδευμένο για μάχη: το μοναδικό που είχε ο Βασιληάς Ράνελμον στον στρατό του, και τους το είχε στείλει με τις υπόλοιπες ενισχύσεις, μαζί με τον ελεγκτή του – έναν μαυρόδερμο, μενεξεδομάλλη άντρα που η όψη του ήταν πιο τρομαχτική από του Μεγαθήριου.

«Ο Βέργκεδελ ο Μεγάλος δεν μπορεί να νικήσει μόνος του όλο το ιππικό του Εύβουλου,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ.

Ο Κερκ είπε: «Άρματα μάχης, πάντως, δεν έχουν πολύ περισσότερα από εμάς. Τρία έχουμε.»

«Αλλά κανένα ενεργειακό κανόνι. Και ο Εύβουλος πάω στοίχημα πως θα έχει επισκευάσει το δικό του, αλλιώς δεν θα ερχόταν.»

«Προσπαθείς να μας σπάσεις το ηθικό, Σκοτωμένε, γαμώ τη φάρα σου;» μούγκρισε ο Νικηφόρος.

«Προσπαθώ να σας κάνω να καταλάβετε πως το γεγονός ότι τον νικήσαμε πριν δεν σημαίνει ότι θα τον νικήσουμε ξανά.»

«Δε χρειαζόταν να προσπαθήσεις για να το καταφέρεις αυτό,» τον διαβεβαίωσε ο Νικηφόρος.

«Χαίρομαι, Κολπατζή. Πάρτε θέσεις τώρα. Να υποδεχτούμε, τουλάχιστον, τον Εύβουλο θερμά.»

*

Ο Εύβουλος είχε αποφασίσει να κινηθεί παρά τον άνεμο, αφού δεν έβλεπε να κοπάζει. Ίσως να έχει καλμάρει όταν φτάσουμε στο λιμάνι, είπε στους Επιφανείς Κρανοφόρους του. Ούτως ή άλλως, δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα αεροχήματα νωρίτερα. Τώρα, όμως, καθώς έφτανε στο Στόμα της Μελονήσου, παρατηρούσε πως ο αέρας ήταν το ίδιο σφοδρός με πριν κι επομένως τα αεροχήματα δεν θα μπορούσαν να πετάξουν. Μόλις τα μπαλόνια γέμιζαν με ιπταέριο, θα τα έπαιρνε αμέσως το Πεπρωμένο των Δαιμόνων. Δεν έχει σημασία, όμως. Μπορούμε να νικήσουμε κι έτσι τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο. Σύμφωνα με τις αναφορές των ανιχνευτών του Εύβουλου, στο λιμάνι δεν πρέπει να ήταν συγκεντρωμένες περισσότερες δυνάμεις από τις δικές του. Λιγότερες, κατά πάσα πιθανότητα. Και τώρα, οι παγίδες των Ζωντανών-Νεκρών δεν θα τον ξεγελούσαν· ήταν προετοιμασμένος πιο πολύ από πριν για ύπουλα κόλπα.

Μετά από μιάμιση ώρα προέλασης, το στράτευμά του έφτασε σε σημείο απ’όπου μπορούσαν να ατενίσουν το Στόμα της Μελονήσου, και ο Εύβουλος, καθισμένος επάνω στη ράχη του ψηλού τετραπλόκαμου, έκανε νόημα να σταματήσουν.

«Ενίσχυσέ τα,» είπε, τείνοντας τα κιάλια του προς τη Ρασλέδη’λι, η οποία καθόταν πίσω του.

Η μάγισσα μουρμούρισε τα λόγια για το Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως αγγίζοντας τους φακούς των κιαλιών με τους αντίχειρές της, και μετά ένευσε στον Εύβουλο ότι μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει.

Εκείνος τα έφερε στα μάτια του και κοίταξε προς το λιμάνι. Οι δυνάμεις του Βασιλείου ήταν συγκεντρωμένες, αναμενόμενα, στις νότιες παρυφές του, πίσω από οχυρωματικά έργα. Τα ίδια με την προηγούμενη φορά. Είδε, όμως, τρία άρματα μάχης τώρα – κι επάνω στα δύο υπάρχουν ρουκετοβόλα. Αλλά δε νομίζω ότι έχουν κανένα ενεργειακό κανόνι… Τουλάχιστον, κανένα δεν φαινόταν από εδώ. Κι αν είχαν ενεργειακό κανόνι, πρέπει λογικά να ήταν τοποθετημένο σε σημείο όπου μπορούσε άνετα να χρησιμοποιηθεί, όχι κρυμμένο πίσω από τα χαμηλά οικοδομήματα του χωριού.

Δύο τετραπλόκαμοι, παρατήρησε ο Εύβουλος. Για φαντάσου… Αλλά κανένας κανονικός ελέφαντας. Και πάνω στον έναν τετραπλόκαμο… ο Σκοτωμένος. Μάλιστα.

Ο Εύβουλος κατέβασε τα κιάλια και όπλισε το τουφέκι του.

«Ήρθε η ώρα της φωτιάς και της λεπίδας,» είπε, κι άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του για να μιλήσει στους αρχηγούς των πολεμικών αρμάτων.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Τρίτο
Θύελλα και Θάνατος

«Τα ίδια πάλι,» παρατήρησε ο Ζαώρδιλ, καθισμένος επάνω στον έναν από τους δύο τετραπλόκαμους που τους είχε στείλει ο Βασιληάς. Είχε τα κιάλια του υψωμένα στα μάτια κι έβλεπε τα άρματα μάχης της Κάρνατεβ να παίρνουν θέση για να εξαπολύσουν ρουκέτες.

«Ο Νικηφόρος δεν έχει βάλει νάρκες αυτή τη φορά,» του είπε η Φρίντα, που ήταν επίσης επάνω στον τετραπλόκαμο, όπως κι άλλοι τρεις: ένας Ζωντανός-Νεκρός, ένας πολεμιστής του Βασιληά, κι ο ένας από τους τρεις αρχηγούς των βασιλικών μαχητών στο Στόμα της Μελονήσου: ο Φράλδελ, που πρέπει να ήταν κι ο μεγαλύτερος – δηλαδή, γύρω στα είκοσι-πέντε, όπως τον υπολόγιζε ο Ζαώρδιλ.

«Δεν έχουμε άλλες νάρκες για να βάλει, και να ήθελε,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος κατεβάζοντας τα κιάλια του. «Αλλά, όντως, θα ήταν ανούσιο.»

Τα άρματα μάχης της Κάρνατεβ εξαπέλυσαν ρουκέτες, οι οποίες χτύπησαν το πεδίο μπροστά από τις νότιες παρυφές του χωριού, έτσι ώστε με τις εκρήξεις τους να καλύψουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περιοχή. Καμία κρυφή παγίδα δεν φανερώθηκε, φυσικά.

Ο τετραπλόκαμος του Ζαώρδιλ ένωσε τις τέσσερις προβοσκίδες του και σάλπισε, βροντώντας συγχρόνως τα πόδια του στη γη.

«Ήσυχα, τώρα, μεγάλε. Ήσυχα,» του είπε ο Σκοτωμένος, χτυπώντας τον ελαφρά στο κεφάλι με την παλάμη του.

Ο τετραπλόκαμος τίναξε τα πελώρια αφτιά του, και οι προβοσκίδες του χώρισαν μοιάζοντας με πλοκάμια.

*

Ο Εύβουλος πρόσταξε σταθερή προέλαση προς τον εχθρό. Μπορεί να μην είχαν θάψει νάρκες ετούτη τη φορά, αλλά πιθανώς να έχουν ξανά λάκκους σκαμμένους μπροστά τους, σκεφτόταν.

Οι μαχητές της Κάρνατεβ και οι Επιφανείς Κρανοφόροι που είχαν κατεβεί από τα φορτηγά οχήματα ξεκίνησαν να βαδίζουν προς τους υπερασπιστές του Στόματος της Μελονήσου, με τα όπλα τους έτοιμα. Ο Εύβουλος ήταν ανάμεσά τους, επάνω στον τετραπλόκαμό του, μαζί με τη Ρασλέδη’λι, δύο Επιφανείς Κρανοφόρους, και μια πολεμίστρια της Κάρνατεβ. Δεξιά κι αριστερά των πεζών έρχονταν οι ιππείς και οι καβαλάρηδες λυκόχοιρων, χωρισμένοι σε ίσα τμήματα. Οι τέσσερις ελέφαντες πήγαιναν μπροστά από τους πεζούς, προστατευμένοι με πανοπλίες από βαριά μέταλλα και αλεξίσφαιρα δέρματα: θωρακισμένοι στο έπακρο, και με πυροβόλα στις ράχες τους και ψηλές ασπίδες, πίσω από τις οποίες καλύπτονταν οι χειριστές των πυροβόλων. Τα άρματα μάχης πήγαιναν δεξιά κι αριστερά των ελεφάντων, δύο και δύο.

Κι αν μπορούσαμε τώρα να χρησιμοποιήσουμε τα φορτηγά ως αεροχήματα, θα στέλναμε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη πίσω από τις γραμμές του Σκοτωμένου, σκέφτηκε ο Εύβουλος, παρατηρώντας πως ο άνεμος εξακολουθούσε να είναι δαιμονισμένα δυνατός. Αυτή η καταραμένη θεά τους!…

Ανοίγοντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του, μίλησε στον χειριστή του ενεργειακού κανονιού που ήταν προσαρτημένο στο ένα από τα άρματα μάχης. «Πυρ κατά βούληση,» του είπε.

«Μάλιστα, Εύβουλε,» ήρθε η απάντηση.

Και το ενεργειακό κανόνι ξεκίνησε να ρίχνει.

«Πυρ κατά βούληση,» πρόσταξε ο Εύβουλος και τα άλλα άρματα μάχης μέσω του πομπού του.

Τα συμβατικά κανόνια τους άρχισαν να βάλλουν μόλις βρίσκονταν εντός εμβέλειας, ενώ τα ρουκετοβόλα εκτόξευαν ρουκέτες.

Οι αμυνόμενοι αμέσως ανταπέδωσαν. Ή ίσως ήδη να ανταπέδιδαν. Δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος ακριβώς ξεκίνησε να ρίχνει πρώτος.

Ο Εύβουλος, όμως, παρατήρησε κάτι πολύ σημαντικό: Δεν έχουν ενεργειακό κανόνι. Σίγουρα. Αλλιώς, αποκλείεται ώς τώρα να είχαν διστάσει να το χρησιμοποιήσουν. Το δικό του κανόνι προκαλούσε θραύση.

*

Οι ενεργειακές ριπές, οι οβίδες, και οι ρουκέτες διέλυαν τα πρόχειρα οχυρωματικά έργα του Νικηφόρου του Κολπατζή: πέτρες, ξύλα, και χώματα τινάζονταν στον αέρα· σκόνη σηκωνόταν παντού. Οι υπερασπιστές του Στόματος της Μελονήσου έβαλλαν εναντίον του εχθρού αλλά τον έβρισκαν πολύ καλά θωρακισμένο: τα περισσότερα όπλα τους δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τις πανοπλίες των ελεφάντων, ούτε να προκαλέσουν ζημιές στα άρματα μάχης. Οι πιο ευάλωτοι στόχοι ήταν, ίσως, το ιππικό και οι καβαλάρηδες λυκόχοιρων, αλλά οι αμυνόμενοι δυσκολεύονταν να επικεντρωθούν σ’αυτούς όταν τα ψηλά θηρία και τα τρομερά οχήματα έρχονταν απειλητικά προς το μέρος τους ακολουθούμενα από το πεζικό της Κάρνατεβ – ένα φουσάτο που, αριθμητικά, έμοιαζε ισχυρότερο από τους Γεφυρονησιώτες.

«Ρίξτε στο ενεργειακό κανόνι!» πρόσταξε ο Ζαώρδιλ μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού. «Σημαδέψτε το άρμα με το ενεργειακό κανόνι! Βγάλτε το απ’τη μάχη!»

Τα άρματα του Βασιλείου εξαπέλυσαν ρουκέτες και οβίδες προς εκείνη τη μεριά· αλλά οι ρουκέτες ήταν δύσκολο να χτυπήσουν με ακρίβεια κινούμενους στόχους, και οι οβίδες έβρισκαν αντίσταση επάνω στα σκληρά μέταλλα του αντίπαλου άρματος, μη μπορώντας να διαλύσουν το ενεργειακό κανόνι.

Ο Εύβουλος, επάνω στον τετραπλόκαμό του, παρατήρησε ότι ένα μεγάλο μέρος των πυρών του εχθρού είχε επικεντρωθεί προς τα δεξιά του – προς το άρμα με το ενεργειακό κανόνι. Μειδίασε άγρια μέσα από το κράνος του. «Ακόμα κι αν καταφέρεις να το καταστρέψεις, Ζαώρδιλ, πάλι τελειωμένος είσαι!» γρύλισε. Και πρόσταξε, μέσω του πομπού του, τους μαχητές του να παραμείνουν σταθεροί. Κανένας να μην εφορμήσει παρά μόνο με διαταγή του! Δε θα ξαναπέσουμε στους καταραμένους λάκκους τους, σκέφτηκε κλείνοντας τον πομπό.

Και τώρα, το στράτευμά του ζύγωνε τις νότιες παρυφές του χωριού. Σύντομα, οι Γεφυρονησιώτες και οι Ζωντανοί-Νεκροί θα βρίσκονταν κάτω από τα πέλματα των ελεφάντων του και κάτω από τους τροχούς των αρμάτων μάχης!

Ένα από τα άρματα της Κάρνατεβ τυλίχτηκε μέσα σε ξαφνικές φλόγες και τινάχτηκε, σηκώθηκε στη μια μεριά, και μετά ανατράπηκε. Είχε χτυπηθεί από τις ρουκέτες του εχθρού. Αλλά δεν ήταν αυτό με το ενεργειακό κανόνι, παρατήρησε ευχαριστημένος ο Εύβουλος. Κατά λάθος το πέτυχαν. Γέλασε.

«Πού είναι το αστείο;» ρώτησε η Ρασλέδη’λι, πίσω του.

Ο Εύβουλος δεν απάντησε. Βρίσκονταν πλέον τόσο κοντά ώστε να μπορεί να διακρίνει τη μορφή του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου επάνω στον τετραπλόκαμο, πίσω από τις γραμμές και τα οχυρωματικά έργα των Γεφυρονησιωτών.

*

Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ αγνόησαν το αναποδογυρισμένο, φλεγόμενο άρμα· πέρασαν από γύρω του σαν τίποτα να μην είχε συμβεί. Συνεχίζοντας να βάλλουν εναντίον των υπερασπιστών του χωριού, που τώρα πλέον σχεδόν όλα τα οχυρωματικά έργα τους είχαν γίνει σμπαράλια και υποχωρούσαν προς τα οικήματα. Το ενεργειακό κανόνι της Κάρνατεβ ήταν ακόμα ζωντανό, και εξαπέλυε τη μια φωτεινή ριπή κατόπιν της άλλης, διαλύοντας και εξαϋλώνοντας. Μία από τις βολές του χτύπησε ένα από τα ρουκετοβόλα άρματα του Βασιλείου σε άσχημο σημείο· τρύπησε κατευθείαν τη θωράκισή του και έκανε τις ενεργειακές φιάλες στο εσωτερικό του να ανατιναχτούν. Η έκρηξη ήταν δυνατή· τροχοί και άλλα μηχανικά κομμάτια εκτοξεύτηκαν στον αέρα, άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω από το άρμα σκοτώθηκαν, τοίχοι γκρεμίστηκαν, παράθυρα και πόρτες αμέσως έσπασαν, μια καλύβα έγινε σκόνη – κυριολεκτικά.

Ο τετραπλόκαμος του Ζαώρδιλ, που δεν βρισκόταν και πολύ μακριά από την έκρηξη, ανασηκώθηκε στα πισινά του πόδια σαλπίζοντας. «Ήσυχα, μεγάλε. Ήσυχα,» μούγκρισε ο Σκοτωμένος, ενώ συγχρόνως καταριόταν θεούς και δαίμονες που είχε χαθεί ένα από τα άρματά τους χωρίς ακόμα να έχουν καταστρέψει το ενεργειακό κανόνι του Εύβουλου.

«Υποχωρήστε στο εσωτερικό του χωριού,» πρόσταξε, μέσω του πομπού του, τους Ζωντανούς-Νεκρούς και τους μαχητές του Βασιληά. «Στο εσωτερικό του χωριού!» Δεν ήθελε τα πράγματα να φτάσουν εδώ, φυσικά, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Από την αρχή το ήξερε ότι ήταν πολύ πιθανό να συνέβαινε.

Οι υπερασπιστές του Στόματος της Μελονήσου αποτραβήχτηκαν πίσω από τα οικοδομήματα, χρησιμοποιώντας τα για κάλυψη. Σε πολλά από αυτά που βρίσκονταν στη νότια μεριά, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής είχε ενισχύσει τους τοίχους με διάφορους τρόπους, αλλά είχε πει στον Ζαώρδιλ ότι και πάλι αυτή δεν ήταν καμια σοβαρή άμυνα. Και για ενεργειακό κανόνι ούτε συζήτηση: τέτοια πράγματα τα διέλυε όπως το καλοακονισμένο μαχαίρι κόβει το χαρτί.

Οι δυνάμεις της Κάρνατεβ πλησίασαν το χωριό βάλλοντας με όλα τους τα όπλα: με τα κανόνια των αρμάτων μάχης, με τα πυροβόλα πάνω στους ελέφαντες, με τουφέκια, καραμπίνες, και οπλοπολυβόλα. Κανένας από τους αμυνόμενους δεν μπορούσε να βγει τώρα από την κάλυψή του πίσω από τα οικήματα του Στόματος της Μελονήσου.

Ωραία, σκέφτηκε ο Εύβουλος. Ωραία. Άνοιξε τον πομπό του και πρόσταξε το στράτευμά του να πάψει να κινείται, ενώ στους Επιφανείς Κρανοφόρους είπε: «Χτυπήστε το έδαφος!»

Εκείνοι ήξεραν τι να κάνουν: Περνώντας ανάμεσα από τους ελέφαντες και τα άρματα μάχης, έριξαν χειροβομβίδες εκεί όπου θυμόνταν πως, την προηγούμενη φορά, βρίσκονταν οι λάκκοι. Και οι ίδιες τρύπες στο έδαφος αποκαλύφτηκαν και τώρα, καθώς οι εκρήξεις ανατίναζαν την κάλυψή τους.

Ο Ζαώρδιλ, ακόμα επάνω στη ράχη του τετραπλόκαμου, ο οποίος είχε τώρα στριμωχτεί ανάμεσα στα οικήματα του χωριού, είδε τι συνέβαινε και δεν εξεπλάγη καθόλου. Η ευκαιρία μας, σκέφτηκε. Και πρόσταξε μέσω του πομπού του: «Χτυπήστε το ενεργειακό κανόνι, τώρα που δεν κινείται! Χτυπήστε το ενεργειακό κανόνι!»

Κανονιοβολισμοί, πυροβολισμοί, και ρουκέτες έπεσαν προς το όχημα με το ενεργειακό κανόνι, τραντάζοντάς το, σηκώνοντας θολούρα γύρω του, κρύβοντάς το τελείως.

Ο Εύβουλος καταράστηκε μέσα από το κράνος του. Αυτός ο γαμημένος ο Ζαώρδιλ! Μιλώντας στον πομπό του ρώτησε τους μαχητές μέσα στο άρμα αν ήταν ζωντανοί, αν το κανόνι ήταν λειτουργικό.

«Λειτουργεί, Εύβουλε,» του απάντησε η γυναίκα που οδηγούσε, «αλλά ο διοικητής μας έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του· έχει χάσει τις αισθ–»

«Ρίξτε προς τον τετραπλόκαμο που διακρίνεται ανάμεσα από τα οικήματα του χωριού. Αυτόν προς τ’αριστερά σας, όχι τον άλλο! Τώρα!»

Και ο Ζαώρδιλ είδε μια ενεργειακή ριπή να εκτοξεύεται μέσα από τη θολούρα που τύλιγε το άρμα και να έρχεται καταπάνω του. Δεν τον πέτυχε, όμως· η βολή ήταν δύσκολο. Χτύπησε ένα σπίτι πλάι του, ανατινάζοντας την οροφή του και στέλνοντας μια βροχή από πέτρες και ξύλινα θραύσματα προς τον Σκοτωμένο και τους άλλους πάνω στον τετραπλόκαμο.

«Σκύψτε!» είχε ήδη φωνάξει ο Ζαώρδιλ, και όλοι τους είχαν τα κεφάλια κατεβασμένα. Τα κομμάτια χτύπησαν πάνω στις πανοπλίες και στα κράνη τους, αλλά ένα από αυτά, που ήταν αρκετά μεγάλο, έκανε τον Φράλδελ να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από τον τετραπλόκαμο, ο οποίος είχε αφηνιάσει, τρομαγμένος από τον κρότο και πονεμένος από τα θραύσματα του σπιτιού. Σάλπιζε έχοντας ενώσει τις προβοσκίδες του και χτυπούσε τα πελώρια πέλματά του στη γη. Ο Φράλδελ ούρλιαξε, προσπαθώντας να αποφύγει τα γιγάντια πόδια, αλλά ένα από αυτά τον πάτησε, τσακίζοντας τη ράχη του και σκοτώνοντάς τον.

«Γαμημένο ζώο!» γρύλισε ο Ζαώρδιλ, κοπανώντας τον τετραπλόκαμο στο κεφάλι με την πίσω μεριά του τουφεκιού του. Και μετά, φανταζόμενος τι θ’ακολουθούσε: «Κάτω! Όλοι κάτω! Φύγετε!» ενώ πηδούσε πρώτος από τη ράχη του ψηλού θηρίου. Η Φρίντα και οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν δίχως δισταγμό.

Η επόμενη ενεργειακή ριπή πέρασε πάνω από τη σμπαραλιασμένη οροφή του σπιτιού και μετέτρεψε το κεφάλι του τετραπλόκαμου σε σταγονίδια αίματος, θραύσματα κοκάλων, και κομμάτια εγκεφάλου.

Ο Ζαώρδιλ και οι άλλοι έτρεχαν να φύγουν, καθώς το σώμα του ψηλού θηρίου κατέρρεε γκρεμίζοντας ένα άλλο σπίτι.

Ο Εύβουλος, που είχε δει με τα κιάλια του τον Ζαώρδιλ να πηδά από τον τετραπλόκαμο, κατέβασε τώρα τα κιάλια λέγοντας: «Ακόμα ζωντανός… Να δούμε πότε η τύχη σου θα τελειώσει, Σκοτωμένε.»

*

Οι μαχητές της Κάρνατεβ έριξαν μεγάλες σανίδες επάνω στους λάκκους, τις οποίες είχαν ετοιμάσει από πριν, ενώ οι ιππείς, οι καβαλάρηδες των λυκόχοιρων, τα άρματα μάχης, και τα πυροβόλα των ελεφάντων τούς κάλυπταν από τα πυρά του εχθρού. Όταν όλες οι σανίδες είχαν τοποθετηθεί, ο Εύβουλος πρόσταξε έφοδο, και οι ιππείς και οι καβαλάρηδες λυκόχοιρων εφόρμησαν στους δρόμους του χωριού, ακολουθούμενοι από τους πεζούς, τους ελέφαντες, και τα άρματα μάχης. Σπαθιά βγήκαν από θηκάρια, καθώς οι συγκρούσεις τώρα γίνονταν ολοένα και πιο κοντά, ξιφολόγχες μπήκαν σε έντονη χρήση, δόρατα και τσεκούρια κάρφωναν και έκοβαν. Οι ελέφαντες πατούσαν εχθρούς κάτω από τα γιγάντια πέλματά τους, σαλπίζοντας ξέφρενα· τα άρματα μάχης τσάκιζαν πολεμιστές κάτω από τους μεταλλικούς τροχούς τους, ή χτυπούσαν τα μικρά σπίτια του χωριού και τα γκρέμιζαν.

Ο Ζαώρδιλ είχε ήδη προστάξει τα πλοία να είναι έτοιμα για αναχώρηση, σε περίπτωση που οι Γεφυρονησιώτες χρειαζόταν να υποχωρήσουν, αλλά μια υποχώρηση από θαλάσσης έμοιαζε αστεία λόγω του καιρού. Ευτυχώς, τουλάχιστον, που κανένας χωρικός δεν ήταν πια στο Στόμα της Μελονήσου· ο Σκοτωμένος τούς είχε διώξει όλους ύστερα από την προηγούμενη επίθεση του Εύβουλου. Δεν ήθελε εδώ άμαχο πληθυσμό όταν οι δυνάμεις της Κάρνατεβ επέστρεφαν. Είχε επιτρέψει να μείνουν μόνο όσοι ήταν πρόθυμοι και ικανοί να πολεμήσουν.

«Καλυφτείτε!» πρόσταξε τώρα, φωνάζοντας για ν’ακουστεί μέσα στον χαλασμό της μάχης. «Καλυφτείτε και κόψτε τους τον δρόμο!» Κι ο ίδιος έτρεξε πίσω από τον μοναδικό τοίχο που είχε απομείνει από ένα σπίτι αφού το είχαν χτυπήσει δύο κανονιοβολισμοί – ένας τέτοιος τοίχος πρέπει σίγουρα να ήταν ισχυρός. Ο Κερκ τον ακολούθησε αρκετά γρήγορα, δεδομένου του μηχανικού ποδιού του.

Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής ήταν αντίκρυ, χτυπώντας τους εχθρούς με το Δαγκωτό Φιλί στο ένα χέρι και το πιστόλι του στο άλλο. Είχε κι αυτός κατεβεί από τον τετραπλόκαμό του, αν και όχι επειδή το θηρίο είχε σκοτωθεί. Ακόμα ζούσε. Ο Ζαώρδιλ μπορούσε να το δει πάνω από τα οικήματα του χωριού, με μαχητές του Βασιλείου στη ράχη του, να πυροβολούν ξέφρενα τους εχθρούς.

Ο Βέργκεδελ ο Μεγάλος φαινόταν επίσης από εκεί όπου ήταν καλυμμένος ο Σκοτωμένος. Το Μεγαθήριο βρισκόταν στο τέλος του δρόμου, τσακίζοντας τους εχθρούς με τις πελώριες γροθιές του, ενώ ο ελεγκτής του – ο Άρχοντας, όπως τον αποκαλούσαν – στεκόταν μερικά βήματα πίσω του, με πιστόλι στο ένα χέρι και μακρύ μαστίγιο με καρφιά στο άλλο.

Μετά, ένας ελέφαντας πλησίασε το Μεγαθήριο καθώς κανένας αντίπαλος μαχητής της Κάρνατεβ δεν είχε μείνει μπροστά του. Ένας ελέφαντας με πυροβόλο επάνω του. Και ο Ζαώρδιλ περίμενε ότι το τέλος του Βέργκεδελ του Μεγάλου είχε έρθει. Αλλά έκανε λάθος. Ο Άρχοντας φώναξε κάτι που ο Σκοτωμένος δεν μπόρεσε να πιάσει μέσα στον χαλασμό της μάχης, και το Μεγαθήριο έτρεξε, μαζί με τον ελεγκτή του, μέσα σ’ένα οίκημα ενώ πυρά τούς καταδίωκαν.

«Τον έχω,» είπε ο Κερκ, και ο Ζαώρδιλ, γυρίζοντας για να κοιτάξει, τον είδε να προσαρμόζει έναν εκτοξευτήρα χειροβομβίδων επάνω στο τουφέκι του. Ύστερα, ο Κερκ ύψωσε το τουφέκι, σημάδεψε, και εξαπέλυσε μια χειροβομβίδα.

Η βόμβα διέγραψε ομαλό ημικύκλιο στον αέρα και κατέληξε στη ράχη του ελέφαντα τη στιγμή που εκρήγνυτο. Φωτιά και καπνός. Και το θηρίο εξαγριώθηκε, σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, σαλπίζοντας μανιασμένα. Άνθρωποι έπεσαν από τη ράχη του, ουρλιάζοντας. Δύο από αυτούς – τέσσερις ήταν στο σύνολό τους – είχαν αρπάξει φωτιά.

Και τότε, ο Ζαώρδιλ είδε κάτι που τον εξέπληξε: Ο Βέργκεδελ ο Μεγάλος τινάχτηκε έξω από το οίκημα όπου είχε πάει για να καλυφτεί, άρπαξε το ένα από τα δύο υψωμένα μπροστινά πόδια του ελέφαντα, και τον έσπρωξε με αρκετή δύναμη για να τον ανατρέψει, ρίχνοντάς τον με μεγάλο κρότο στο ραγισμένο, μαυρισμένο, αιματοβαμμένο πλακόστρωτο του χωριού.

Οι Γεφυρονησιώτες που το είδαν αυτό να συμβαίνει έβγαλαν νικητήριες κραυγές, και χίμησαν καταπάνω στον πεσμένο ελέφαντα, καρφώνοντάς τον στα μάτια και στα ζωτικά όργανα με δόρατα και σπαθιά, για να τον αποτελειώσουν, ενώ το Μεγαθήριο βρυχάτο υψώνοντας τις γροθιές του στον ουρανό.

Μετά, καβαλάρηδες λυκόχοιρων της Κάρνατεβ – τουλάχιστον είκοσι-πέντε, υπολόγισε βιαστικά ο Σκοτωμένος – εφόρμησαν καταπάνω τους και χαλασμός άρχισε. Ο Ζαώρδιλ σήκωσε το τουφέκι του, πυροβολώντας. Ένας καβαλάρης έπεσε από τις ριπές του, ένας λυκόχοιρος σκοτώθηκε λίγο προτού ξεκοιλιάσει μια πολεμίστρια του Βασιλείου. Κι ύστερα, ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος χίμησε μέσα στη μάχη, καρφώνοντας με την ξιφολόγχη του τουφεκιού του και πυροβολώντας κατά περίσταση. Ο Κερκ, φυσικά, έμεινε πίσω, καλύπτοντάς τον. Και ο Ζαώρδιλ είδε πολλές φορές εχθρούς να πέφτουν «ανεξήγητα» γύρω του.

Τώρα, όμως, δεν ήταν μόνο καβαλάρηδες λυκόχοιρων εδώ, αλλά κι ακόμα ένας ελέφαντας της Κάρνατεβ και πεζοί και ιππείς. Χάος, λεπίδες, φωτιές, και σφαίρες παντού. Ο Ζαώρδιλ βρισκόταν στο φυσικό του περιβάλλον, νιώθοντας τον ίδιο τον Θάνατο πλάι του ως συμπολεμιστή του, και στέλνοντας τους αντίμαχούς του στους Κρυφούς Θεούς, τον έναν μετά τον άλλο.

*

«Μου φαίνεται ότι φτάσαμε αργά,» είπε η Έρικα.

Εκείνη, ο Φέκταρελ, η Φαίδρα, και οι μεταλλαγμένοι έβλεπαν αντίκρυ τους ένα παράκτιο χωριό που δεν μπορεί να ήταν άλλο από το Στόμα της Μελονήσου. Και ήταν σχεδόν ισοπεδωμένο από τις πολεμικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του: οικήματα γκρεμισμένα, σύννεφα σκόνης παντού, φωτιές. Άνθρωποι διακρίνονταν να μάχονται μέσα στον χαλασμό, άλογα, λυκόχοιροι, ελέφαντες, άρματα μάχης.

«Ο Εύβουλος δεν έχει νικήσει ακόμα,» παρατήρησε ο Φέκταρελ, «αλλιώς η μάχη θα είχε τελειώσει.» Και άρχισε να κατεβαίνει από το ύψωμα όπου βρίσκονταν, κατηφορίζοντας μια ομαλή πλαγιά. Οι άλλοι τον ακολούθησαν, μέσα στον άνεμο της Φαρμακερής Υδατοθύελλας που ακόμα φυσούσε δυνατός.

Έβγαλαν τα όπλα τους από τα θηκάρια, κρατώντας τα έτοιμα στα χέρια. Η Φαίδρα έφερε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων στην επιφάνεια της φυλακής της, νιώθοντάς την παραπάνω από πρόθυμη να ορμήσει στη μάχη. Και, περνώντας τις παρυφές του χωριού, οι ευκαιρίες για σύγκρουση ήταν πολλές. Παντού γύρω τους πολεμιστές χτυπιόνταν, πυροβόλα όπλα αντηχούσαν. Ήταν σαν, ξαφνικά, να είχαν έρθει σε μια άγρια, αιματηρή γιορτή απρόσκλητοι: κανένας δεν τους έδωσε αμέσως σημασία και, για λίγο, στάθηκαν αναποφάσιστοι για το προς τα πού να κατευθυνθούν.

«Πρέπει να βρούμε τον Ζαώρδιλ,» τόνισε η Έρικα.

«Μέχρι να φτάσουμε σ’αυτόν, όμως, μπορούμε να προσφέρουμε κάποια βοήθεια,» είπε ο Φέκταρελ. Και, κρατώντας δύο πιστόλια στα χέρια, πάτησε με τους αντίχειρες τα κουμπιά επάνω τους που έκαναν λεπίδες να ξεπροβάλουν κάτω από τις κάννες.

Τρέχοντας μέσα στους καπνούς, πηδώντας πάνω από φλόγες, όρμησε σε πέντε πολεμιστές της Κάρνατεβ οι οποίοι αντάλλασσαν πυρά με μερικούς πολεμιστές του Βασιλείου και δεν τον είχαν προσέξει. Ούτε πρόλαβαν να στραφούν προς το μέρος του, με τέτοια ταχύτητα που ήρθε καταπάνω τους. Οι λεπίδες του σκότωσαν δύο προτού οι άλλοι τρεις καταλάβουν τι γινόταν και προσπαθήσουν να αντιδράσουν.

Οι μεταλλαγμένοι, η Φαίδρα, και η Έρικα έτρεξαν να τον βοηθήσουν, πυροβολώντας τους εχθρούς. Οι ριπές τους σκότωσαν δύο, ενώ ο Φέκταρελ σκότωσε τον άλλο με δυο βολές στο στήθος. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν φεγγάρια.

Ένας τοίχος γκρεμίστηκε από τα δεξιά τους, κι ένας ελέφαντας φάνηκε να έρχεται μέσα από τη σκόνη. Ήταν αρματωμένος με μέταλλα και δέρματα, κι επάνω στη ράχη του υπήρχε πυροβόλο και ασπίδα για να καλύπτει τον χειριστή του.

«Σκορπιστείτε!» φώναξε η Έρικα, και τινάχτηκαν από δω κι από κει για ν’αποφύγουν τις ριπές που έρχονταν καταπάνω τους.

Η Φαίδρα, γονατίζοντας πίσω από έναν σωρό από πέτρες, ξαμόλησε τον θεό της εναντίον του ελέφαντα, και το ψηλό θηρίο εξαγριώθηκε αμέσως, σαλπίζοντας και χτυπώντας τα πόδια του στη γη, καθώς προσπαθούσε να πολεμήσει μια αγέλη από άλλα θηρία, μικρότερα αλλά που οι αισθήσεις του δεν μπορούσαν εύκολα να τα αντιληφτούν. Το πυροβόλο στη ράχη του, τώρα, με δυσκολία σημάδευε, και ο Φέκταρελ έτρεξε από δίπλα, τινάχτηκε, πιάστηκε από την αρματωσιά του ελέφαντα, και πήδησε στην πλάτη του σαν να ανήκε στο είδος των πιθήκων, όχι των ανθρώπων. Οι μαχητές της Κάρνατεβ που βρίσκονταν πάνω στο ψηλό θηρίο ξαφνιάστηκαν, κι εκείνος κάρφωσε αμέσως έναν στον λαιμό με το ξιφίδιό του, πετώντας τον κάτω· κλότσησε έναν άλλο, με το ίδιο αποτέλεσμα – ο πολεμιστής σωριάστηκε ανάμεσα στις πέτρες και δεν σηκώθηκε. Οι άλλοι δύο που ήταν πάνω στον ελέφαντα βρήκαν επίσης σύντομα το τέλος τους, ενώ η Φαίδρα είχε ήδη τραβήξει την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων πίσω στο βραχιόλι της, μη θέλοντας να εξαγριώσει κι άλλο το μεγάλο ζώο τώρα που ο Φέκταρελ είχε προφανώς τον έλεγχο. Ο θεός της διαμαρτυρήθηκε που τον σταματούσε, αλλά η θέληση της μάγισσας τον υπέταξε όπως πάντα. Αν και λίγο έλειψε να της ξεφύγει.

Ο Φέκταρελ στάθηκε όρθιος πάνω στον ελέφαντα και φώναξε: «Ελάτε! Ανεβείτε! Από δω θα βρούμε ευκολότερα τον Σκοτωμένο!»

Το ψηλό θηρίο, ευτυχώς, δεν είχε τραυματίσει άσχημα από τη σύντομη αναμέτρησή του με την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων· η πανοπλία του ήταν ισχυρή, και τα νύχια και τα δόντια του θεού είχαν μονάχα καταφέρει να τη στραπατσάρουν σε διάφορα σημεία και σε ελάχιστα να την τρυπήσουν για να κάνουν αίμα να τρέξει.

Η Φαίδρα πλησίασε τον ελέφαντα, πιάστηκε από το πλάι του, και σκαρφάλωσε επάνω. Η Έρικα και οι τέσσερις μεταλλαγμένοι τη μιμήθηκαν. Το θηρίο δεν φαινόταν να έχει πρόβλημα να τους σηκώνει και τους εφτά μαζί με το πυροβόλο. Ήταν μεγαλόσωμο και μυώδες.

«Καλύτερα να ξεφορτωθούμε αυτή την ασπίδα,» είπε η Έρικα. «Έχει πάνω της το έμβλημα της Κάρνατεβ και πολύ πιθανόν να δεχτούμε πυρά από τους μαχητές του Βασιλείου.»

Ο Φέκταρελ έπιασε την ασπίδα που ήταν στημένη μπροστά από το πυροβόλο και την πέταξε κάτω. «Ούτως ή άλλως μπορεί να δεχτούμε πυρά από τους μαχητές του Βασιλείου,» είπε.

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα, «αλλά καλύτερα να μειώσουμε τις πιθανότητες, δε νομίζεις;»

Ο Φέκταρελ δεν αποκρίθηκε, καθώς τραβούσε το ένα αφτί του ελέφαντα για να τον κάνει να στρίψει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

*

Ο τετραπλόκαμος πέρασε πάνω από ένα σμπαραλιασμένο σπίτι, ποδοπατώντας πέτρες και ξύλα, και σβήνοντας τις λίγες φλόγες που χόρευαν επάνω τους. Οι δύο Επιφανείς Κρανοφόροι που βρίσκονταν στη ράχη του και η πολεμίστρια της Κάρνατεβ που τον καθοδηγούσε πυροβολούσαν τους αντίπαλους μαχητές του Βασιλείου. Το ίδιο και ο Εύβουλος, χρησιμοποιώντας ένα γρήγορο και δυνατό τουφέκι με μεγεθυντικό στόχαστρο. Η Ρασλέδη’λι είχε ξαμολήσει τη δαιμόνισσά της, την Πύρινη Καταχνιά της Απόκρημνης Βουνοκορφής, και ένα σκοτεινό σύννεφο ήταν απλωμένο μπροστά από τον τετραπλόκαμο, μέσα στο οποίο φλόγες έμοιαζε να ξεπηδούν, ή θερμές αναλαμπές.

Πέρα από τους μαχητές του Βασιλείου, που είχαν αρχίσει να υποχωρούν αντικρίζοντας τον τετραπλόκαμο να βαδίζει σταθερά προς το μέρος τους, ο Εύβουλος είδε ένα Μεγαθήριο το οποίο σίγουρα δεν ανήκε στον δικό του στρατό. Ήταν του Βασιληά Ράνελμον, δίχως αμφιβολία, κι ένας μαυρόδερμος άντρας φαινόταν να το ελέγχει βαστώντας μακρύ μαστίγιο. Το Μεγαθήριο είχε μόλις σκοτώσει κάποιους ιππείς της Κάρνατεβ – είχε τσακίσει ακόμα και τα άλογά τους – και τώρα χιμούσε προς ένα από τα άρματα μάχης – αυτό με το ενεργειακό κανόνι, το οποίο είχε μόλις περάσει ανάμεσα από τα ερείπια μερικών οικημάτων του χωριού, πατώντας τα κάτω από τους μεγάλους τροχούς του. Το άρμα δεν προλάβαινε να στρέψει τις κάννες του εναντίον του Μεγαθήριου – ήταν βέβαιο – ακόμα κι αν είχε αντιληφτεί τη γρήγορη επίθεσή του.

Ο Εύβουλος, όμως, δεν σκόπευε ν’αφήσει αυτό το μονόφθαλμο, κερασφόρο τέρας να καταστρέψει ένα από τα ισχυρότερα όπλα του στρατού του. Υψώνοντας αμέσως το τουφέκι του, σημάδεψε μέσα από το μεγεθυντικό στόχαστρο και πάτησε τη σκανδάλη. Η βολή του βρήκε το Μεγαθήριο στον αριστερό ώμο (ενώ εκείνος προσπαθούσε να χτυπήσει τον λαιμό) και ανέκοψε ελάχιστα την πορεία του. Το γιγαντόσωμο ανθρωποειδές πήδησε, βρυχούμενο, και βρέθηκε πάνω στο άρμα, αρχίζοντας να το κοπανά με τις πελώριες γροθιές του, κάνοντας μέταλλα να λυγίζουν. Η καταπακτή άνοιξε και το κεφάλι ενός πολεμιστή ξεπρόβαλε – η καταπακτή αμέσως έκλεισε πάλι, καθώς ο άντρας τρομοκρατήθηκε από την όψη του πλάσματος επάνω στο θωρακισμένο όχημα.

Ο Εύβουλος σημάδεψε προσεχτικότερα αυτή τη φορά – σημάδεψε το μάτι του Μεγαθήριου – πάτησε τη σκανδάλη. Και αστόχησε – το πλάσμα κινιόταν πολύ σπασμωδικά καθώς κοπανούσε το άρμα – αλλά πέτυχε το κεφάλι, λίγο πιο δίπλα από το μεγάλο κέρατο. Το Μεγαθήριο παραπάτησε πάνω στο θωρακισμένο όχημα, όμως δεν έπεσε. Ζούσε ακόμα! Ο Εύβουλος το πυροβόλησε ξανά, και ξανά, και ξανά. Μια ριπή στην κοιλιά, μια ακόμα στο κεφάλι, μια στον ώμο. Το Μεγαθήριο σωριάστηκε, βροντώντας πρώτα πάνω στα μέταλλα του άρματος και μετά κατρακυλώντας στη γη.

Ο Εύβουλος, όμως, είδε ότι η κάννη του ενεργειακού κανονιού είχε στραβώσει, και το άρμα είχε πάθει σοβαρές ζημιές· με το ζόρι μπορούσε να κινηθεί, καθώς οι Γεφυρονησιώτες τώρα άρχιζαν να το χτυπάνε με χειροβομβίδες και πολυβόλα.

«Ένας άλλος θεός!» είπε ξαφνικά η Ρασλέδη’λι.

Ο Εύβουλος στράφηκε να την κοιτάξει. «Τι;»

Η μάγισσα έδειξε, και ο Εύβουλος ακολουθώντας την κατεύθυνση του χεριού της ατένισε έναν ελέφαντα που κανονικά θα έπρεπε να ήταν του στρατού του, όμως τώρα πλέον φανερά δεν ήταν. Οι άνθρωποι επάνω του πυροβολούσαν τους πολεμιστές της Κάρνατεβ. Άνθρωποι; Ορισμένοι απ’αυτούς είχαν κέρατα στους ώμους! Ήταν σαν τους μολυσμένους από τον ιό στα Ορυχεία Ιπταερίου!

«Ποιος θεός;» είπε ο Εύβουλος.

Αλλά μετά τον διέκρινε· το σκοτεινό, πυρακτωμένο σύννεφο της Ρασλέδης’λι φαινόταν να μάχεται με κάτι που με το ζόρι γινόταν αντιληπτό ως αγέλη θηρίων. Οι δύο δαίμονες συγκρούονταν με γρυλίσματα, ομιχλώδεις στροβιλισμούς, αναλαμπές, και παράδοξες εκδηλώσεις στα όρια των ανθρώπινων αισθήσεων. Όσοι πολεμιστές τύχαινε να βρεθούν κοντά τους έτρεχαν να φύγουν, περίτρομοι.

Ο Εύβουλος κοίταξε πάλι τον ελέφαντα, μέσα από το μεγεθυντικό στόχαστρο του τουφεκιού του αυτή τη φορά, προσπαθώντας να διακρίνει ποιοι ήταν αυτοί επάνω του. Και νόμιζε πως αναγνώρισε τους δύο. Ο Αρχιανιχνευτής των Ζωντανών-Νεκρών. Και η μάγισσά τους.

Ο Εύβουλος πυροβόλησε την τελευταία.

Αστοχώντας την για λίγο–

*

Η σφαίρα χτύπησε πάνω στο πλάι του κράνους της Φαίδρας και βρήκε τον Βαράσγκιλ στο στήθος. Ο μεταλλαγμένος πιάστηκε με δύναμη προτού πέσει από τη ράχη του ελέφαντα.

«Μας ρίχνουν από τον τετραπλόκαμο!» Η Έρικα έδειξε ενώ έσκυβε.

Ο Αλβέντιρ, που χειριζόταν το πυροβόλο του ελέφαντα, το έστρεψε προς τον εχθρό, βάλλοντας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή, όμως, και ο τετραπλόκαμος ήταν καλά προστατευμένος από μέταλλα και δέρματα. Βρόντησε τα πόδια του στη γη, ενώ τίναζε τις τέσσερις προβοσκίδες του και απομακρυνόταν.

Ο Φέκταρελ μπορούσε να καταλάβει ότι ο Βαράσγκιλ δεν είχε σκοτωθεί – δεν είχε καν τραυματιστεί – γιατί ένιωθε τους μεταλλαγμένους, αλλά στρεφόμενος τον ρώτησε: «Είσαι καλά;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Η πανοπλία… σταμάτησε τη σφαίρα…» Έμοιαζε έκπληκτος, ξαφνιασμένος που δεν ήταν νεκρός.

Ο Φέκταρελ ένευσε και στράφηκε πάλι μπροστά, υψώνοντας τα κιάλια στα μάτια του, κοιτάζοντας προς τον τετραπλόκαμο. Βλέποντας πέντε ανθρώπους επάνω του. Κι ο ένας ήταν γνωστός!

«Ο Εύβουλος,» είπε. «Είναι στον τετραπλόκαμο.» Κατέβασε τα κιάλια.

Η σκοτεινή ομίχλη απομακρυνόταν τώρα από την Καρδιά της Συναγωγής, ακολουθώντας τον ελέφαντα με τις τέσσερις προβοσκίδες, και η Καρδιά της Συναγωγής την καταδίωξε ώς εκεί όπου μπορούσε. Πιο μακριά δεν μπορούσε να πάει· δεν μπορούσε να φύγει πέρα από τον δεσμό της με τη Φαίδρα.

«Θα τον κυνηγήσω,» είπε ο Φέκταρελ, έτοιμος να πηδήσει απ’τον ελέφαντα.

«Όχι!» Η Φαίδρα τον έπιασε απ’το μπράτσο, και με τα δύο χέρια. «Είσαι τρελός; Είναι μια μάγισσα εκεί πάνω μαζί του· τη θεά της αντιμετώπιζε τώρα ο θεός μου.»

«Ας τον κυνηγήσουμε τότε μαζί,» είπε ο Φέκταρελ. Και προς την Έρικα: «Εσύ πήγαινε να βρεις τον Ζαώρδιλ.»

«Δε θες την παρέα μου, Φέκταρελ;»

«Δεν είσαι απαραίτητη εδώ πάνω, και ίσως να σκοτωθείς.»

Η Έρικα δίστασε προς στιγμή. Ύστερα σκέφτηκε ότι ο Φέκταρελ μάλλον είδε δίκιο, και πήδησε από τον ελέφαντα αφήνοντας τον μαγικό της μανδύα να την προσγειώσει ομαλά στη γη.

*

Ο Ζαώρδιλ είχε χάσει τον Βέργκεδελ τον Μεγάλο όταν το Μεγαθήριο και ο ελεγκτής του είχαν απομακρυνθεί μέσα στο χωριό που ήταν γεμάτο ερείπια, φωτιές, και καπνούς. Και το γεγονός ότι αυτός ο τρελός άνεμος της Φαρμακερής Υδατοθύελλας φυσούσε σαν στρόβιλος από κάθε κατεύθυνση δεν έκανε τα πράγματα καθόλου καλύτερα για την ορατότητα μέσα στη μάχη, ενώ, συγχρόνως, εξάπλωνε και τις φωτιές. Που είχε πάει το Μεγαθήριο; Σίγουρα θα το ξαναχρειάζονταν σύντομα, για να καταπολεμήσουν ελέφαντες ή άρματα μάχης.

Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής πλησίασε τον Ζαώρδιλ, έφιππος και τραβώντας κι ένα άλλο άλογο μαζί του, από τα γκέμια. «Το θέλεις, Σκοτωμένε;»

«Στάσου να το κοιτάξω πρώτα στα δόντια,» αστειεύτηκε ο Ζαώρδιλ καθώς έπαιρνε τα χαλινάρια από το χέρι του Κολπατζή κι ανέβαινε στην άδεια σέλα.

«Δώρο ενός μαχητή της Κάρνατεβ που δεν τον ενδιαφέρουν τα άλογα πλέον,» είπε ο Νικηφόρος. Και μετά ρώτησε: «Νομίζεις ότι νικάμε τη μάχη ή ότι χάνουμε;» Γύρω τους βρίσκονταν δεκάδες νεκροί – και Γεφυρονησιώτες και μαχητές της Κάρνατεβ, κι ανάμεσά τους και μερικοί Επιφανείς Κρανοφόροι.

«Πού να ξέρω;» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Μ’αυτό το χαλασμό» – έδειξε τους καπνούς και τις φωτιές, με μια ημικυκλική κίνηση της ξιφολόγχης του τουφεκιού του – «πού να ξέρω;»

Φασαρία ακούστηκε τότε από τ’αριστερά τους, και σίγουρα όχι μακριά. Ο Νικηφόρος κοίταξε τον Ζαώρδιλ ερωτηματικά, κι εκείνος κατένευσε, έτσι τρόχασαν προς τα εκεί, αλλάζοντας γεμιστήρες στα όπλα τους. Πυροβολισμοί αντηχούσαν, και κραυγές.

Ο Ζαώρδιλ και ο Νικηφόρος πέρασαν μέσα από τους καπνούς και τις φωτιές κι αντίκρισαν εμπρός τους έναν τετραπλόκαμο και γύρω του Επιφανείς Κρανοφόρους μπλεγμένους σε μάχη με τους πολεμιστές του Βασιληά, τους οποίους και θέριζαν με φανερή ευκολία, είτε εξ αποστάσεως με τα πιστόλια και τα τουφέκια τους είτε πλησιάζοντας για να τους καρφώσουν με λεπίδες. Κι αυτοί που ήταν επάνω στον τετραπλόκαμο υποστήριζαν τους Κρανοφόρους, όχι μόνο με πυρά αλλά και μ’έναν δαίμονα–

«Η μάγισσα!» γρύλισε ο Ζαώρδιλ, αναγνωρίζοντας τη σκοτεινή, πυρακτωμένη ομίχλη που έπεφτε πάνω στους Γεφυρονησιώτες προκαλώντας τρόμο και πανικό. Στη ράχη του ψηλού τετραπλόκαμου, εκτός από τους άλλους μαχητές, ήταν και η μαυρόδερμη σκύλα που είχε καταρρίψει το ελικόπτερο και είχε σκοτώσει τον Αετό. Και ο Εύβουλος, επίσης, κρατώντας ένα μακρύ τουφέκι με μεγεθυντικό στόχαστρο.

«Δε θάναι εύκολο να τους ρίξουμε από κει πάνω,» παρατήρησε ο Νικηφόρος.

«Θα προσπαθήσουμε, όμως,» είπε ο Ζαώρδιλ και εφόρμησε, καλπάζοντας, καταπάνω στους Επιφανείς Κρανοφόρους. Πυροβολώντας με το τουφέκι του. Χτύπησε έναν στο στήθος, σωριάζοντάς τον· έκανε δυο άλλους να υποχωρήσουν αναζητώντας κάλυψη. Και μετά έσκυψε πάνω στη σέλα του κι έβαλε τ’άλογό του να πηδήσει πίσω από έναν τοίχο, για ν’αποφύγει τα δικά τους πυρά.

Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής είχε καλπάσει από την άλλη μεριά, μιμούμενος τη στρατηγική του αρχηγού του, αν και χρησιμοποιώντας και το Δαγκωτό Φιλί επίσης. Ο Ζαώρδιλ είδε τώρα έναν Επιφανή Κρανοφόρο πεσμένο κάτω με σκισμένο λαιμό από εκεί όπου είχε περάσει ο Νικηφόρος.

Ο Εύβουλος, επάνω στον τετραπλόκαμο, έστρεψε το τουφέκι του προσπαθώντας να πυροβολήσει τον Σκοτωμένο, αλλά εκείνος έσκυψε πάνω στη σέλα του αλόγου του και οι ριπές χτύπησαν μόνο τον μισογκρεμισμένο τοίχο του διαλυμένου σπιτιού.

Τότε, ένας άλλος ελέφαντας έκανε την εμφάνισή του, ερχόμενος μέσα από έναν δρόμο που έμοιαζε ίσα-ίσα να τον χωρά – έναν δρόμο που τα σπίτια του ακόμα έστεκαν. Μαζί με τον ελέφαντα ήρθε κι ένας θεός που όρμησε κατευθείαν στο σκοτεινό, πυρακτωμένο σύννεφο και άγρια πάλη αρχίνησε ανάμεσά τους. Ο Ζαώρδιλ ήξερε, φυσικά, αυτό τον θεό. Η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων! Είναι εδώ η Φαίδρα; Κοίταξε πάνω στον ελέφαντα, όπου κάποιοι κρατούσαν όπλα και πυροβολούσαν τους Επιφανείς Κρανοφόρους. Οι περισσότεροι είχαν κέρατα στους ώμους! Τι σκατά συμβαίνει; Τι είναι αυτοί;

Ένας από τους αναβάτες του ελέφαντα πήδησε στη γη και, βαστώντας δύο πιστόλια με ξιφολόγχες, χίμησε στους εχθρούς με ταχύτητα και αγριότητα που δεν ταίριαζε σε άνθρωπο – σε κανέναν άνθρωπο. Ο Ζαώρδιλ, όμως, τον αναγνώρισε κι αυτόν. Τον ήξερε πολλά χρόνια για να μην τον αναγνωρίσει. Ο Φέκταρελ! Μα τους θεούς, ήρθαν κι οι δυο τους! Του έμοιαζε, ωστόσο, περίεργο – πολύ περίεργο – έτσι όπως κινείτο ο Αρχιανιχνευτής των Ζωντανών-Νεκρών, λες και είχε μετατραπεί σε δαίμονα της Φεηνάρκια. Ποτέ κανένας δεν αντιμετώπιζε με τέτοιο τρόπο τους Επιφανείς Κρανοφόρους. Ποτέ κανένας δεν μπορούσε να τους σκοτώνει τόσο εύκολα, τον έναν μετά τον άλλο…

Και δεν ήταν μόνο ο Ζαώρδιλ που το πρόσεξε τούτο, αλλά και ο Εύβουλος επάνω στον τετραπλόκαμο. Τι είναι αυτός; απόρησε. Είναι άνθρωπος; Κι αν ναι, υπό την επήρεια ποιας ουσίας; Υψώνοντας το τουφέκι του τον πυροβόλησε – και ο Φέκταρελ, κυλώντας στη γη, απέφυγε τις ριπές. Σηκώθηκε στο ένα γόνατο και έβαλε και με τα δύο πιστόλια του προς τον Εύβουλο. Μία από τις σφαίρες πέρασε κοντά από το κράνος του, μία άλλη χτύπησε το τουφέκι του, τινάζοντάς το από τα χέρια του.

«ΕΦΟΔΟΣ!» κραύγασε ο Ζαώρδιλ, για να εμψυχώσει τους Γεφυρονησιώτες, και, καβάλα στο άλογό του και τραβώντας το σπαθί του, εφόρμησε στους Επιφανείς Κρανοφόρους. Ο Νικηφόρος ακολούθησε το παράδειγμά του.

Η Φαίδρα τούς είδε, από τη ράχη του ελέφαντα όπου ήταν καθισμένη. «Βοηθήστε τον!» προέτρεψε τους μεταλλαγμένους. «Αυτός είναι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, ο αρχηγός μας.» Και έκανε ένα Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, στρέφοντάς το ενάντια στη θεά της αντίπαλης μάγισσας, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε να αποκρούσει, με τη θέλησή της, το δικό της Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως που ήταν στραμμένο σαν θυελλώδη λαίλαπα κατά της Πολεμικής Καρδιάς της Συναγωγής των Θηρίων.

Οι τρεις μεταλλαγμένοι πήδησαν από τον ελέφαντα, πηγαίνοντας στη μάχη· μονάχα ο Αλβέντιρ έμεινε πάνω, για να χειρίζεται το πυροβόλο.

Ο τετραπλόκαμος προσπάθησε να πατήσει τον Φέκταρελ κάτω από τα γιγάντια πέλματά του, αλλά εκείνος, κυλώντας ξανά επάνω στο έδαφος και στα πτώματα, απέφυγε το θηριώδες βάρος. Αρπάχτηκε απ’το πλάι του τετραπλόκαμου κι άρχισε ν’ανεβαίνει με τρομαχτική ευκολία.

Ο Εύβουλος δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος κινιόταν τόσο γρήγορα. Με τι είχε ποτίσει τους πολεμιστές του ο Σκοτωμένος; «Σταματήστε τον!» φώναξε, αν και οι δύο Επιφανείς Κρανοφόροι είχαν ήδη στρέψει τα πιστόλια τους για να πυροβολήσουν τον Φέκταρελ που ανέβαινε.

Αλλά δεν πρόλαβαν.

Το άλμα του ήταν απίστευτο: έχοντας σκαρφαλώσει ήδη στο μισό ύψος του ελέφαντα, τινάχτηκε επάνω και πιάστηκε από το χέρι του ενός Επιφανή Κρανοφόρου κάνοντας τη ριπή του να αστοχήσει. Τον τράβηξε, ρίχνοντάς τον κάτω, και βρέθηκε στη ράχη του ελέφαντα. Ο άλλος Επιφανής Κρανοφόρος επιχείρησε να καρφώσει τον Φέκταρελ μ’ένα ξιφίδιο, αλλά εκείνος τον γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, σπάζοντας τα δόντια του και κάνοντάς τον να κατρακυλήσει και να πέσει στη γη.

Τι γαμημένος δαίμονας είν’ αυτός; γρύλισε από μέσα του ο Εύβουλος καθώς έστρεφε το πιστόλι που είχε μόλις τραβήξει και πυροβολούσε τον Φέκταρελ. Τον χτύπησε στον δεξή ώμο, και παραλίγο να τον πετάξει απ’τον ελέφαντα. Αλλά εκείνος πιάστηκε, τράβηξε το ένα απ’τα δικά του πιστόλια–

Η πολεμίστρια της Κάρνατεβ έκανε να τον καρφώσει με το σπαθί της· ο Φέκταρελ απέφυγε το χτύπημα και την κλότσησε, στέλνοντάς την πάνω στον Εύβουλο, ο οποίος πυροβόλησε ξανά, αστοχώντας.

Αλλά ο Φέκταρελ είχε, υποχρεωτικά, αγνοήσει τη Ρασλέδη’λι, η οποία βρισκόταν λιγάκι πιο πίσω, εστιασμένη στην ψυχική πάλη της με τη Φαίδρα. Τώρα, όμως, η μαυρόδερμη μάγισσα είχε κι αυτή τραβήξει ένα πιστόλι και το έστρεψε εναντίον του–

Ένας δυνατός κρότος αντήχησε, και η Ρασλέδη’λι τινάχτηκε στο πλάι, με τη δεξιά της πλευρά ματωμένη.

Ο Ζαώρδιλ, καλπάζοντας κοντά στον ελέφαντα, την είχε πυροβολήσει με το τουφέκι του. Δυστυχώς, δεν έβλεπε καλά και τον Εύβουλο από εδώ όπου βρισκόταν, έτσι προσπάθησε τώρα να κάνει τον κύκλο του τετραπλόκαμου για να βρεθεί από την άλλη.

Ο Φέκταρελ εν τω μεταξύ δεν είχε μείνει άπραγος. Βλέποντας περιφερειακά τη μαυρόδερμη μάγισσα να χτυπιέται, χίμησε στην πολεμίστρια της Κάρνατεβ που ήταν μπλεγμένη με τον Εύβουλο. Την κάρφωσε στον λαιμό με τη λεπίδα του πιστολιού του κι έκανε να τραβήξει το άλλο πιστόλι από τη ζώνη του. Όμως δεν προλάβαινε. Είδε τη λεπίδα να ξεπροβάλλει κάτω από την κάννη του πιστολιού του Εύβουλου, και να κατεβαίνει. Και την αισθάνθηκε να καρφώνεται στο πλάι του λαιμού του. Ένα θανάσιμο χτύπημα.

Αλλά ο Φέκταρελ, αν ήταν να πεθάνει, δεν θα πέθαινε παραδομένος. Γρυλίζοντας, έσπρωξε τη νεκρή πολεμίστρια και τον Εύβουλο που ήταν πίσω της. Και ο Εύβουλος βρέθηκε στην άκρη του μεγάλου καθίσματος στη ράχη του τετραπλόκαμου.

Ο Ζαώρδιλ, που είχε τώρα καταφέρει να κάνει τον γύρο του ελέφαντα, είδε την πλάτη του Εύβουλου να διακρίνεται πάνω από τον προφυλακτήρα του καθίσματος, και τον πυροβόλησε επανειλημμένα με το τουφέκι του, τελειώνοντας τον σχεδόν άδειο πλέον γεμιστήρα. Το σώμα του Εύβουλου τραντάχτηκε από τις ριπές, έγειρε πάνω στο προστατευτικό τοίχωμα, κι έπεσε από τον τετραπλόκαμο, ενώ η πολεμίστρια της Κάρνατεβ έμεινε κρεμασμένη στην άκρη του, με αίμα να κυλά από τον λαιμό της.

Ο Ζαώρδιλ πήδησε από τη σέλα του αλόγου του και πλησίασε τον πεσμένο Εύβουλο, για να βεβαιωθεί ότι ήταν νεκρός, έχοντας το σπαθί του έτοιμο να τον καρφώσει σε περίπτωση που εξακολουθούσε να ζει…

Ο Φέκταρελ, ακόμα επάνω στον τετραπλόκαμο, έβηχε φτύνοντας αίμα. Η Ρασλέδη’λι, τραυματισμένη κι εκείνη, ανασηκώθηκε. Η δαιμόνισσά της είχε υποχωρήσει μέσα στο δαχτυλίδι της· η άλλη μάγισσα, αυτή που έλεγχε τον θεό που θύμιζε αγέλη θηρίων, είχε νικήσει την ψυχική μάχη, όταν η Ρασλέδη χτυπήθηκε, και είχε τρέψει σε φυγή την Πύρινη Καταχνιά της Απόκρημνης Βουνοκορφής. Τώρα, η Ρασλέδη’λι ύψωσε το πιστόλι της, σημάδεψε τον μαυρόδερμο άντρα με τα παράξενα μάτια, και τον πυροβόλησε, ξανά και ξανά, ώσπου εκείνος έπαψε να κινείται.

Μετά, μια αγέλη θηρίων την οποία μπορούσε να αντιληφτεί μονάχα στα όρια των αισθήσεών της, και την οποία η θεά της έτρεμε, πήδησε πάνω στη ράχη του τετραπλόκαμου, και η Ρασλέδη ένιωσε το σώμα της να γδέρνεται από αόρατα νύχια και να ξεσκίζεται από αόρατα δόντια, ενώ αόρατα σώματα την έσπρωχναν. Καθώς πέθαινε, έπεσε από τη ράχη του ψηλού, πάνοπλου ελέφαντα με τις τέσσερις προβοσκίδες, ο οποίος είχε αφηνιάσει από την παρουσία της Πολεμικής Καρδιάς της Συναγωγής των Θηρίων και σάλπιζε τρομαγμένα ενώ χτυπούσε τα πόδια του στη γη. Τρέχοντας μανιασμένα, κοπάνησε σ’ένα σπίτι, γκρεμίζοντάς το και σκοντάφτοντας στα συντρίμμια. Ο τρομαχτικός θεός είχε πια φύγει από πάνω του, αφήνοντας μόνο νεκρούς…

*

Μόλις ο Ζαώρδιλ είχε φτάσει κοντά στο ακίνητο σώμα του Εύβουλου, ο τετραπλόκαμος αφήνιασε κι ο Σκοτωμένος αναγκάστηκε να πεταχτεί παραδίπλα, αν και δεν νόμιζε ότι θα τον πατούσε. Το άλογό του τρόμαξε κι έφυγε τρέχοντας.

Όταν ο ελέφαντας απομακρύνθηκε, κοπανώντας επάνω σ’ένα σπίτι του χωριού και γκρεμίζοντάς το, ο Ζαώρδιλ ζύγωσε πάλι τον Εύβουλο ο οποίος ήταν πεσμένος μπρούμυτα. Τον γύρισε ανάσκελα, με το πόδι του, έτοιμος για κάποιο βρόμικο κόλπο. Αλλά τίποτα δεν έγινε. Ο Εύβουλος ήταν, όντως, νεκρός. Οι σφαίρες του Ζαώρδιλ είχαν διαπεράσει την πανοπλία και την πλάτη του· κι αν δεν ήταν αυτές που τον είχαν σκοτώσει, τότε τον είχε σκοτώσει η πτώση από τον ψηλό τετραπλόκαμο.

Ο Ζαώρδιλ δεν αισθάνθηκε ικανοποιημένος από τον θάνατό του. Δεν αισθάνθηκε τίποτα παρά ένα κενό μέσα του, παρότι ο Εύβουλος ήταν πάντα εχθρός του, πάντα στο αντίπαλο στρατόπεδο, και πολλές φορές λίγο είχε λείψει να σκοτώσει τον Ζαώρδιλ. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαμε ίσως να ήμασταν σύμμαχοι. Δεν ήταν χειρότερος στη δουλειά του απ’ό,τι εγώ. Καλύτερος, πιθανώς, από ορισμένες απόψεις.

Πού ήταν, όμως, ο Φέκταρελ; αναρωτήθηκε ξαφνικά ο Ζαώρδιλ. Βρισκόταν ακόμα επάνω στον τετραπλόκαμο, όταν το θηρίο κουτούλησε σ’αυτό το σπίτι;

Έτρεξε προς τα εκεί για να δει, ενώ ο ελέφαντας σηκωνόταν όρθιος τινάζοντας τις τέσσερις προβοσκίδες του.

Ολόγυρά τους, οι Γεφυρονησιώτες συνέχιζαν να μάχονται με τους Επιφανείς Κρανοφόρους.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Τέταρτο
Νεκροί, και Ζωντανοί-Νεκροί

Ο Ζαώρδιλ πήδησε και πιάστηκε από την άκρη του μεγάλου καθίσματος επάνω στον τετραπλόκαμο. Ανέβηκε το τοίχωμα και βρέθηκε μέσα, για να δει ξαπλωμένο ανάσκελα έναν μαυρόδερμο άντρα, χτυπημένο σε διάφορα σημεία από σφαίρες. Το χειρότερο τραύμα, όμως, ήταν στο πλάι του λαιμού του, από κάποια λεπίδα.

Ο Φέκταρελ.

Μοιάζει νεκρός… σκέφτηκε, μουδιασμένα, ο Ζαώρδιλ – αν και ήξερε πως αυτή δεν ήταν παρά μια μικρή ελπίδα που είχε. Γονάτισε πλάι στον Αρχιανιχνευτή των μισθοφόρων του και έβαλε το χέρι κοντά στα ρουθούνια του· ύστερα, άγγιξε τον σφυγμό του – αναζητώντας κάποιο σημάδι ζωής. Κανένα, όμως, δεν βρήκε. Ήταν νεκρός. Επάνω που επέστρεψε σ’εμάς… Ο Ζαώρδιλ αισθάνθηκε μέσα του ένα παγερό μίσος για τον Εύβουλο, αλλά τώρα πλέον ήταν πολύ αργά για να το στρέψει εναντίον του, γιατί κι αυτός νεκρός ήταν. Στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων!

Ο Ζαώρδιλ αντιλήφτηκε κάτι να πλησιάζει, και στράφηκε απότομα πιάνοντας το τουφέκι του, το οποίο είχε αφήσει κάτω (έχοντας μισοξεχάσει πως δεν είχε αλλάξει τον τελειωμένο γεμιστήρα). Δεν ήταν, όμως, εχθρός που πλησίαζε. Ήταν ένας ελέφαντας επάνω στον οποίο βρίσκονταν η Φαίδρα κι ένας από τους παράξενους ανθρώπους με τα κέρατα στους ώμους.

Θεοί… Η Φαίδρα… Ο Ζαώρδιλ ήξερε πως αυτό θα την πλήγωνε άσχημα. Είχε φύγει για να βρει τον Φέκταρελ· προφανώς, τον είχε βρει· και τώρα που είχαν οι δυο τους επιστρέψει….

Ο Ζαώρδιλ πέρασε το τουφέκι στον ώμο του και σήκωσε τον νεκρό μαυρόδερμο άντρα στα χέρια καθώς ορθωνόταν.

Τα μάτια της Φαίδρας διαστάλθηκαν αντικρίζοντάς τον.

«Φέρτε τον ελέφαντα πιο κοντά,» είπε ο Ζαώρδιλ, και ο άντρας με τα κέρατα στους ώμους καθοδήγησε το ένα μεγάλο ζώο κοντά στο άλλο. Όταν ήταν πλάι-πλάι, ο Σκοτωμένος πήδησε από το κάθισμα του τετραπλόκαμου στο κάθισμα του άλλου ελέφαντα.

«Είναι ζωντανός;» ρώτησε αμέσως η Φαίδρα. «Τον είδα, είδα τη μάγισσα να τον πυροβολεί, έστειλα την Πολεμική Καρδιά εναντίον της, αλλά ο Φέκταρελ είχε πέσει. Είναι ζωντανός;»

Ο Ζαώρδιλ, γονατίζοντας, απόθεσε τον Αρχιανιχνευτή του κάτω, καθώς οι δύο ελέφαντες απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλο. «Όχι,» είπε σιγανά.

Η Φαίδρα γονάτισε δίπλα του. «Φορούσε πανοπλία,» είπε βιαστικά. «Κάποιος λάθος κάνεις, αρχηγέ. Φορούσε πανοπλία, αλεξίσφαιρη.» Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπο του Φέκταρελ, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε· ήταν σαν σάρκινη, αιματοβαμμένη κούκλα κάτω από τα δάχτυλά της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. «Είναι ζωντανός!… Δε μπορεί… Απλώς χτυπήθηκε…»

Ο Ζαώρδιλ αναστέναξε δείχνοντας το τραύμα στο πλάι του λαιμού του Φέκταρελ. «Αυτό εδώ,» είπε. «Αυτό τον σκότωσε. Κάποια λεπίδα.»

Η Φαίδρα άγγιξε την πληγή και το χέρι της γέμισε αίμα. Δε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά της· αισθανόταν κάτι να την πνίγει. Και μετά ούρλιαξε, χτυπώντας τις γροθιές της στο αρματωμένο στήθος του Φέκταρελ, φωνάζοντάς του να σηκωθεί, φωνάζοντάς του ότι δεν ήταν νεκρός, δεν ήταν νεκρός! Ο Ζαώρδιλ τύλιξε τα χέρια του γύρω της, τραβώντας την πίσω, κρατώντας την στην αγκαλιά του καθώς εκείνη τρανταζόταν από δυνατούς λυγμούς.

«Δεν είναι νεκρός, αρχηγέ! Δεν είναι νεκρός! Φώναξε τον Ρουάμη’νιρ – θα δεις – δεν είναι νεκρός… δεν είναι νεκρός!…»

*

Η Έρικα συνάντησε πρώτα τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, επάνω που ένας τετραπλόκαμος του Βασιλείου είχε έρθει να βοηθήσει στη σύγκρουση με τους Επιφανείς Κρανοφόρους και τώρα οι εναπομείναντες Επιφανείς Κρανοφόροι υποχωρούσαν.

«Εσύ πάλι;» είπε ο Νικηφόρος θηκαρώνοντας το Δαγκωτό Φιλί στην πλάτη του καθώς ήταν καθισμένος στο άλογό του.

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά μέσα από την κουκούλα της. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Νικηφόρε. Πού είναι ο Ζαώρδιλ; Ξέρεις;»

«Εδώ είναι.»

«Εδώ;»

Ο Νικηφόρος κοίταξε γύρω-γύρω, αναζητώντας τον. «Εδώ ήταν, τουλάχιστον, πριν από λίγο…»

Μετά, τον είδαν κι οι δυο τους να κατεβαίνει από τον ελέφαντα που η Έρικα και οι άλλοι είχαν αρπάξει από τους εχθρούς. Μαζί του ήταν η Φαίδρα και ο Αλβέντιρ ο μεταλλαγμένος. Ο τελευταίος κρατούσε στα χέρια του τον Φέκταρελ, ο οποίος έμοιαζε νεκρός.

Θεοί! σκέφτηκε η Έρικα. Δε μπορεί να σκοτώθηκε! Βλέποντας, όμως, ύστερα την όψη της Φαίδρας, καθώς ο Ζαώρδιλ είχε το χέρι του τυλιγμένο γύρω από τους ώμους της, άλλαξε γνώμη: Σκοτώθηκε… Πώς σκοτώθηκε; Πώς είναι δυνατόν; Της φαινόταν αθάνατος, τελευταία – ένας ακόμα δαιμονικός θεός της Φεηνάρκια.

Πλησίασε τον Ζαώρδιλ και τη Φαίδρα, ακολουθούμενη από τον Νικηφόρο. «Τι έγινε; Ζαώρδιλ, τι έγινε;»

«Ο Εύβουλος,» αποκρίθηκε εκείνος δείχνοντας με το βλέμμα του τον νεκρό στα χέρια του Αλβέντιρ. «Αυτός το έκανε, μάλλον.»

«Θα τον βρω, αρχηγέ!» είπε η Φαίδρα. «Θα τον σκοτώσω!» Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα, αλλά πίσω από την υγρασία έκαιγαν δύο άγριες φωτιές.

«Σε πρόλαβα,» της είπε ο Ζαώρδιλ. «Είναι νεκρός.»

Ο Νικηφόρος ένευσε. «Τον είδα να πέφτει απ’τον τετραπλόκαμο. Και πρέπει κι αρκετοί Επιφανείς Κρανοφόροι να τον είδαν επίσης. Το ηθικό τους έσπασε μετά απ’αυτό.»

Οι άλλοι τρεις μεταλλαγμένοι – η Σεϊλίκρα, ο Βαράσγκιλ, και ο Κάβερντελ – πλησίασαν. Η πρώτη ήταν τραυματισμένη ελαφρά.

«Τι είστε εσείς;» τους ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Αυτά τα κέρατα δεν μου φαίνονται διακοσμητικά. Και οι φάτσες σας…» Το δέρμα τους έμοιαζε ραγισμένο, τα μάτια τους ήταν κοκκινωπά…

«Μεταλλάχθηκαν από τον ιό στα Ορυχεία Ιπταερίου,» εξήγησε η Έρικα. «Θα σου πούμε, μετά. Είναι με το μέρος μας, πάντως· μην ανησυχείς. Είναι εχθροί του Αρχισυγκλητικού της Κάρνατεβ. Κι επίσης, καταστρέψαμε τα Ορυχεία Ιπταερίου με τη βοήθειά τους – και με τη βοήθεια του Φέκταρελ.»

Ο Ζαώρδιλ ξαφνιάστηκε. «Τι;» έκανε. «Τα Ορυχεία Ιπταερίου;»

Η Έρικα ένευσε. «Τα πλημμυρίσαμε. Σύντομα, υποθέτω, οι δυνάμεις της Κάρνατεβ θα υποχρεωθούν να υποχωρήσουν από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

*

Προς το παρόν, οι δυνάμεις της Κάρνατεβ υποχώρησαν από το Στόμα της Μελονήσου, παρότι βρίσκονταν στα όρια της νίκης. Οι υπερασπιστές του λιμανιού ήταν αποδεκατισμένοι και κουρασμένοι· είχαν δεχτεί τρομερές απώλειες και μεγάλες ζημιές. Κανείς τους δεν μπορούσε να είναι βέβαιος γιατί ο εχθρός δεν είχε μείνει για να τους αποτελειώσει. Ο Ζαώρδιλ, όμως, υπέθετε ότι έφταιγε ο θάνατος του Εύβουλου, κυρίως, καθώς και η γενικότερη σύγχυση που επικρατούσε μέσα στο ρημαγμένο χωριό το οποίο ήταν γεμάτο καπνούς και φωτιές ενώ μαστιζόταν από τους τρελούς ανέμους της Φαρμακερής Υδατοθύελλας. Οι πολεμιστές της Κάρνατεβ δεν ήξεραν σε τι κατάσταση ακριβώς βρισκόταν ο εχθρός τους και, βλέποντας ότι η δική τους κατάσταση δεν ήταν και τόσο καλή, είχαν τραπεί σε φυγή. Ο Ζαώρδιλ αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν είχαν αποφασίσει να μείνουν αντί να φύγουν: θα τους είχαμε νικήσει ή θα μας είχαν αποτελειώσει; Οι μαχητές της Κάρνατεβ, τουλάχιστον, είχαν το πλεονέκτημα να μπορούν εύκολα να υποχωρήσουν· οι υπερασπιστές του Στόματος της Μελονήσου θα ήταν πολύ δύσκολο να κάνουν το ίδιο, με μόνη διέξοδο τη θάλασσα, που ήταν τρομαχτικά ταραγμένη σήμερα – και ακόμα ο χαλασμός δεν είχε πάψει.

Ο Ζαώρδιλ, η Έρικα, οι Ζωντανοί-Νεκροί, και οι διοικητές των βασιλικών πολεμιστών συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού για να υπολογίσουν τους νεκρούς και τις απώλειες. Από τους μαχητές του Βασιληά το ένα τρίτο είχε απομείνει· από τους Ζωντανούς-Νεκρούς είχαν σκοτωθεί λιγότεροι από τους μισούς, και η Φρίντα είχε τραυματιστεί στο αριστερό πόδι – το μηριαίο κόκαλο είχε σπάσει, και τώρα ένας θεραπευτής την περιποιόταν. Οι καβαλάρηδες λυκόχοιρων ήταν σχεδόν όλοι νεκροί, και οι λυκόχοιροί τους επίσης. Ένας τετραπλόκαμος απέμενε, αν και τραυματισμένος, και είχαν αποκτήσει ακόμα έναν ως λάφυρο – αυτόν που καβαλούσε ο Εύβουλος. Ο Βέργκεδελ ο Μεγάλος ήταν νεκρός (φήμες έλεγαν πως ο Εύβουλος τον είχε σκοτώσει), και ο Άρχοντας οργισμένος για τον θάνατό του σαν το Μεγαθήριο να ήταν αδελφός του, ή ο καλύτερός του φίλος. Δύο άρματα μάχης απέμεναν, και το ένα άσχημα χτυπημένο· αλλά είχαν καταφέρει να αρπάξουν το άρμα του εχθρού με το ενεργειακό κανόνι. Ωστόσο, το κανόνι ήταν ουσιαστικά κατεστραμμένο από τα χτυπήματα του Βέργκεδελ του Μεγάλου και το ίδιο το άρμα είχε πολύ σοβαρές ζημιές που το έκαναν σχεδόν άχρηστο για πόλεμο. Επιπλέον, ο Τεχνομαθής μάγος που έλεγχε τη ροή του κανονιού δεν ήταν αιχμάλωτος των Γεφυρονησιωτών, αλλά νεκρός από τη συμπλοκή που είχε καταστήσει το άρμα δικό τους – στην οποία είχαν συμμετάσχει κυρίως οι Ζωντανοί-Νεκροί: η Φρίντα, ο Θελβάμης, ο Ράκαλωντ, και άλλοι. Από τους αρχηγούς των πολεμιστών του Βασιληά στο Στόμα της Μελονήσου, ο Φράλδελ ήταν νεκρός – σκοτώθηκε όταν έπεσε από τον τετραπλόκαμο του Ζαώρδιλ – αλλά οι άλλοι δύο, ένας νεαρός άντρας και μια νεαρή γυναίκα, ήταν ακόμα ζωντανοί, αν και η τελευταία τραυματισμένη στο κεφάλι.

«Αν επιστρέψουν, τι θα γίνει;» ρώτησε ο Κάβερντελ, ο θαλασσάρχοντας, τον Ζαώρδιλ. Πλάι του στέκονταν άλλα δύο μέλη της Βουλής των Καπεταναίων: ένας θαλασσάρχοντας και μια θαλασσαρχόντισσα που είχαν έρθει στο λιμάνι για ν’αράξουν τα πλοία τους, να τα προστατέψουν από την τρικυμία. Οι πολεμιστές τους είχαν βοηθήσει στην υπεράσπιση του χωριού.

«Ας ελπίσουμε ότι αυτή η θύελλα θα έχει περάσει προτού επιστρέψουν, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες μου, όμως, τα Ορυχεία Ιπταερίου της Κάρνατεβ έχουν καταστραφεί, κι αυτό ίσως να μας φέρει τη νίκη σε τούτο τον πόλεμο νωρίτερα απ’ό,τι τολμούσαμε να υποθέσουμε.»

«Τι εννοείς καταστράφηκαν τα Ορυχεία Ιπταερίου; Πώς το ξέρεις;» Ο Κάβερντελ τον ατένισε καχύποπτα.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε στην Έρικα, η οποία ένευσε και πλησίασε για να σταθεί πλάι του, και να εξηγήσει σε όλους, εν συντομία, τι είχε συμβεί με τα Ορυχεία Ιπταερίου. Δεν είπε τίποτα για τις υπερφυσικές δυνάμεις του Φέκταρελ – είπε μόνο ότι είχαν μαζί τους έναν οδηγό που τους καθοδήγησε μέσα από υπόγειες σήραγγες – αλλά ο Ζαώρδιλ συμπέρανε ότι γι’αυτόν πρέπει να μιλούσε, κι απόρησε πώς ο Φέκταρελ είχε τέτοιες γνώσεις. Τι του είχε συμβεί; Είχαν όλα αυτά σχέση με την υπεράνθρωπη ταχύτητα και ευκινησία που είχε επιδείξει μέσα στη μάχη, προτού σκοτωθεί;

Οι θαλασσάρχοντες φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι από τα νέα της καταστροφής των Ορυχείων Ιπταερίου, το ίδιο κι οι μαχητές του Βασιληά. «Σας χρωστάμε πολλά γι’αυτό,» είπε ο Κάβερντελ στην Έρικα. «Ο Μεγαλειότατος σάς έστειλε να κάνετε τη δολιοφθορά;»

«Το αποφασίσαμε μόνοι μας, για να βοηθήσουμε τον Ζαώρδιλ και εσάς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Η ευγνωμοσύνη σας, ωστόσο, είναι καλοδεχούμενη.»

«Δηλαδή, ο Βασιληάς δεν ξέρει τίποτα γι’αυτό;»

«Η Νιρκέκα, υποθέτω, θα του το έχει πει ώς τώρα. Περάσαμε από τη Μεσόνησο προτού έρθουμε εδώ, και δεν συναντήσαμε τον ίδιο τον Μεγαλειότατο αλλά συναντήσαμε τους Ζωντανούς-Νεκρούς.»

«Ο Αρχισυγκλητικός είναι καταδικασμένος χωρίς τα αεροχήματά του,» είπε η θαλασσαρχόντισσα που στεκόταν κοντά στον Κάβερντελ. «Είναι σα νάχουμε ήδη νικήσει.» Και πολλοί από τους μαχητές του Βασιλείου ζητωκραύγασαν επιδοκιμάζοντας τα λόγια της.

Είναι όλοι τους απελπισμένοι και αγανακτισμένοι, παρατήρησε ο Ζαώρδιλ.

*

Η Έρικα διηγήθηκε στον Ζαώρδιλ, στον Νικηφόρο, και στον Κερκ τι ακριβώς είχε συμβεί στην Κάρνατεβ, όταν βρίσκονταν μέσα στο οίκημα του χωριού που οι Ζωντανοί-Νεκροί χρησιμοποιούσαν ως αρχηγείο και το οποίο ήταν πλέον μισογκρεμισμένο, αφήνοντας τον θυελλώδη άνεμο να περνά από τα ανοίγματά του ουρλιάζοντας σαν μέσα του δαίμονες να πάλευαν και να αλληλοχαστουκίζονταν. Εκτός από τους Ζωντανούς-Νεκρούς, στο δωμάτιο βρίσκονταν και οι μεταλλαγμένοι, οι οποίοι όμως ήταν συνεχώς σιωπηλοί δείχνοντας να προτιμούν η Έρικα να τα πει όλα. Η Φαίδρα δεν ήταν εδώ· ήθελε να μείνει μόνη, κοντά στο πτώμα του Φέκταρελ το οποίο είχαν τυλίξει με πανιά για να το κηδέψουν αργότερα.

«Ήσασταν, λοιπόν, πολύ απασχολημένοι εκεί πάνω,» παρατήρησε ο Νικηφόρος. «Ακόμα, όμως, δεν μπορώ να καταλάβω τι γινόταν με τον Φέκταρελ κι αυτόν τον υπόγειο θεό, τον… τον Ταρνατάρ’σακ.» Το όνομα τον μπέρδευε λιγάκι.

«Ούτε εγώ έχω καταλάβει πλήρως,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Πάντως ο Φέκταρελ μπορούσε να επηρεάζει την υπόγεια γεωγραφία, όπως εκείνος ο λήσταρχος, ο Βέρκαμωντ. Επίσης, είχε κάποιες… μαντικές δυνάμεις, μπορείς να πεις – κάτω από τη γη, τουλάχιστον. Και μπορούσε να νιώσει κι αυτούς…» Κοίταξε τους μεταλλαγμένους.

«Να τους ‘νιώσει’;» είπε ο Ζαώρδιλ.

«Κι εμείς τον νιώθαμε,» δήλωσε ο Βαράσγκιλ. «Ήταν σαν αδελφός μας.»

«Σαν μεγάλος αδελφός μας,» πρόσθεσε ο Κάβερντελ, ο μεταλλαγμένος που το κέρατο στον αριστερό του ώμο ήταν μισοσπασμένο.

«Σαν πατέρας μας, καλύτερα,» είπε η Σεϊλίκρα, θλιμμένα. Όλοι τους φαινόταν να έχουν στενοχωρηθεί πολύ από τον θάνατό του.

«Σύμφωνα μ’ό,τι μου είπε ο Φέκταρελ,» εξήγησε η Έρικα, «οι μεταλλαγμένοι έγιναν έτσι όπως τους βλέπετε επειδή τους επηρέασε το όνειρο του Ταρνατάρ’σακ.»

«Δηλαδή, το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ στο ιπταέριο;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Οι εφιάλτες του Ταρνατάρ’σακ περνούσαν μέσα στο ιπταέριο και, μετά, από εκεί, έμπαιναν στα πνευμόνια ορισμένων ανθρώπων που εργάζονταν στα ορυχεία. Γι’αυτό κιόλας δεν μπορούσε να βρεθεί αντίδοτο. Η Σανκάρλι’μορ παρακολουθούσε τους ανθρώπους του Αρχισυγκλητικού που έψαχναν το θέμα και αδυνατούσαν να βγάλουν άκρη.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Δε μας συμφέρει και πολύ να κοινοποιηθεί αυτό, σχετικά με τον Ταρνατάρ’σακ. Καλύτερα ο πολύς κόσμος να μάθει απλώς ότι το ιπταέριο είναι επικίνδυνο. Θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον Αρχισυγκλητικό.»

«Ο Αρχισυγκλητικός θα το διαψεύσει ούτως ή άλλως, όπως και πριν,» μόρφασε η Έρικα. «Αν κάτι τον ρίξει από την εξουσία, αυτό θα είναι η ήττα του εδώ, στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, και οι συνέπειες που θα έχει για την Κάρνατεβ.»

«Ναι, δεν αποκλείεται,» συμφώνησε ο Ζαώρδιλ, γνωρίζοντας ότι το μυαλό της Έρικας ήταν πιο κοφτερό από το δικό του στα πολιτικά ζητήματα.

«Κρίμα, πάντως, που σκοτώθηκε ο Φέκταρελ,» είπε ο Νικηφόρος. «Ήταν και για εμάς σαν αδελφός,» πρόσθεσε κοιτάζοντας προς τη μεριά των μεταλλαγμένων, «ό,τι κι αν του είχε συμβεί τελευταία.»

«Ναι,» είπε ο Κερκ μελαγχολικά, «σαν αδελφός μας… Θυμάστε τότε που τον πρωτογνωρίσαμε; Έγινε ένας από εμάς λες κι ανέκαθεν ήταν μαζί μας.»

«Ήμασταν απελπισμένοι, τότε,» είπε ο Ζαώρδιλ, και ο Νικηφόρος κι ο Κερκ κατένευσαν. «Τελείως απελπισμένοι,» πρόσθεσε ο τελευταίος. «Σαν λιμασμένα Μεγαθήρια,» τόνισε ο Κολπατζής υπομειδιώντας.

Η Έρικα δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσαν – δεν τους γνώριζε τότε – αλλά μπορούσε να φανταστεί.

Ο Νικηφόρος, ο Κερκ, και οι μεταλλαγμένοι δεν άργησαν να φύγουν από το δωμάτιο, αφού η κουβέντα τους είχε πια τελειώσει. Ήθελαν όλοι να ξεκουραστούν· πήγαν να βρουν κατάλυμα μέσα στα συντρίμμια του χωριού, μέρη που θα ήταν προστατευμένα από τον άνεμο της Φαρμακερής Υδατοθύελλας. Η Έρικα έμεινε μόνη με τον Ζαώρδιλ, κι εκείνος την άρπαξε ξαφνικά στην αγκαλιά του και τη φίλησε βαθιά, συνθλίβοντας το σώμα της επάνω στο δικό του. Η Έρικα αισθάνθηκε τα στήθη της να πιέζονται στο στέρνο του, επώδυνα αλλά όχι δυσάρεστα, και σύντομα αισθάνθηκε και τον ανδρισμό του να την κεντρίζει πάνω από το νοομορφικό της χιτώνιο σαν να προσπαθούσε να το τρυπήσει και να τη φτάσει.

«Τουλάχιστον,» είπε η Έρικα ξέπνοα όταν τα χείλη τους χώρισαν, «κάποιος χαίρεται που με βλέπει»· και χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

«Γιατί, ποιος δεν χαίρεται;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ, εξακολουθώντας να έχει τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της.

«Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε η Έρικα, και φιλήθηκαν ξανά, το ίδιο παθιασμένα.

Ο Ζαώρδιλ την ώθησε προς το τραπέζι, κι εκείνη ξάπλωσε εκεί, ανάσκελα: η πλάτη της ακούμπησε πάνω στο ξύλο, σκορπίζοντας τριγύρω και στο πάτωμα διάφορα όπλα, γεμιστήρες, και μικροπράγματα.

«Χαίρομαι που είσαι ζωντανή,» της είπε ο Ζαώρδιλ λυγίζοντας από πάνω της. Έπιασε τις κάτω άκριες του νοομορφικού χιτωνίου της και το τράβηξε, περνώντας το γρήγορα από τα χέρια και το κεφάλι της και ρίχνοντάς το παραδίπλα, αποκαλύπτοντας τα στενά, μαύρα εσώρουχά της. «Είχες αργήσει και σκεφτόμουν ότι κάτι ίσως να είχε συμβεί.» Έσκυψε τρίβοντας το πρόσωπό του πάνω στα στήθη της, ερεθίζοντας το δέρμα της με τα αξύριστα γένια του.

«Δε μπορούσα πιο γρήγορα…» μουρμούρισε η Έρικα μπλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του.

Ο Ζαώρδιλ ορθώθηκε προς στιγμή· έλυσε το παντελόνι του, τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του, και έκοψε την περισκελίδα της Έρικας. Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά· «Αυτό το εσώρουχο δεν ήταν τόσο φτηνό όσο ίσως να νομίζεις,» του είπε. Ο Ζαώρδιλ κάρφωσε το ξιφίδιο στο τραπέζι και έγειρε ξανά από πάνω της, γλιστρώντας μέσα της. «Πόσο ακριβό;» μούγκρισε, ενώ τα μποτοφορεμένα πόδια της τυλίγονταν γύρω από τη μέση του. «Φίλησέ με,» είπε η Έρικα, και τη φίλησε. Και σύντομα ήρθε ο πρώτος της οργασμός, κάνοντάς τη να γρυλίσει σαν λύκαινα. Ήλπιζε και για δεύτερο, αλλά δεύτερος δεν ήρθε. Ίσως να ήταν πολύ κουρασμένη απ’όλη την ημέρα. Σίγουρα ήταν πολύ κουρασμένη απ’όλη την ημέρα.

Όταν, μετά, ο Ζαώρδιλ έβγαλε τη μπλούζα του ενώ ήταν κι οι δυο τους μισοξαπλωμένοι άνετα επάνω στο τραπέζι, η Έρικα είδε τον επίδεσμο που τυλιγόταν γύρω απ’τα πλευρά του. «Είσαι τραυματισμένος πάλι!» παρατήρησε. «Γιατί δεν προσέχεις;»

Ο Σκοτωμένος γέλασε ρουθουνίζοντας. «Συγνώμη αλλά μια λεπίδα ήρθε προς το μέρος μου. Ο Εύβουλος την κρατούσε. Στο κεφαλοχώρι της Μελονήσου.»

«Σκοτώθηκες ακόμα μια φορά;»

«Δεν ήταν τίποτα· μια γρατσουνιά μόνο. Όταν έπεσε το ελικόπτερο, τότε σκοτώθηκα ακόμα μια φορά.»

«Ποιο ελικόπτερο;» συνοφρυώθηκε η Έρικα.

Ο Ζαώρδιλ πήρε καθιστή θέση πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. «Θέλεις;» τη ρώτησε.

«Ναι.»

Μετά, της είπε τι είχε συμβεί με τον Σάρνεμπ, το ελικόπτερο, κι εκείνη τη μάγισσα των δυνάμεων της Κάρνατεβ η οποία ήταν τώρα νεκρή.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

δεν θυμάμαι ποτέ να υπήρξε άλλος άνθρωπος που

δεν ήξερα φανταζόμουν ότι τον αγαπούσα τόσο (όχι, το ήξερα, πώς ήταν δυνατόν να μην το ξέρω;)

τι μπορώ να γράψω για τον Φέκταρελ που να έχει νόημα; αυτή η γλώσσα μοιάζει ψεύτικη, λιγάκι μόνο πιο αληθινή από τη «Γλώσσα». εύχομαι να μπορούσα να ήμουν κοντά του όταν πέθανε να μην είχε σκοτωθεί τόσο νωρίς, μα τους θεούς! γιατί αυτό να συμβεί ΤΩΡΑ;;

καλύτερα να μην είχα πάει ποτέ να τον βρω στην Κάρνατεβ, αν δεν είχα πάει να τον βρω δεν θα τον είχα φέρει εδώ, δεν θα σκοτωνόταν. αλλά πάλι βέβαια ήταν ο Άρδαλον’λι… το καλύτερο που θα μπορούσα να είχα κάνει ήταν να μην τον είχα ωθήσει μετά να έρθει εδώ πίσω στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. & εγώ – εγώ! – ήμουν που του το έλεγα, «Φέκταρελ να γυρίσουμε πίσω στον Ζαώρδιλ, να πάμε στους άλλους». δεν έπρεπε να του το είχα πει ποτέ, μπορεί να είχε αποφασίσει κάτι άλλο. μπορεί να ήταν ακόμα ζωντανός! αν ήταν ζωντανός θα τον ξανάβλεπα ακόμα & αν δεν ήταν μαζί μου, τώρα δεν θα τον ξαναδώ. αυτό το σώμα που είναι τυλιγμένο μες στα πανιά δεν είναι ο Φέκταρελ, είναι μόνο ένα σώμα, & γύρω του, στις σκιές, στις πτυχώσεις & στις διπλώσεις των πανιών, διαβάζω θάνατος θάνατος θάνατος. δε θα τον δω ποτέ ξανά!……

 

 

τι ήρθαν τώρα αυτοί να κάνουν εδώ; ο Νικηφόρος & ο Κερκ, λυπούνται & αυτοί το ξέρω, ήταν σύντροφός τους για πολύ καιρό, συμπολεμιστής τους· αλλά δεν με καταλαβαίνουν. & θέλω να είμαι μόνη μαζί του. τις ίδιες σαχλαμάρες μού έλεγαν & αυτοί όπως & η Φρίντα που είχε έρθει πριν από αυτούς κουτσαίνοντας. μου είπε ότι θα γράψει ένα τραγούδι για τον Φέκταρελ, ότι πάντα θα τον θυμούνται οι Ζωντανοί-Νεκροί. μαλακίες! τι νόημα έχουν τα τραγούδια – εγώ θέλω να τον ξεχάσω, να ξεχάσω ότι πέθανε – εγώ θα τον θυμάμαι για πάντα, & χωρίς γαμημένα τραγούδια!

αυτό το κάθαρμα ο Εύβουλος!! γιατί ο Σκοτωμένος τον σκότωσε πριν από εμένα; ήταν δικός μου! ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ! θα τον έδινα στην Καρδιά της Συναγωγής να τον διαμελίσει!!!

 

 

δεν έπρεπε ποτέ να τον είχα φέρει πίσω στα νησιά! είμαι ανόητη ανόητη ανόητη ανόητη!!!

 

 

η Έρικα! ΑΥΤΗ φταίει – ήθελε πάση θυσία να μας φέρει πίσω λες & εμείς θα κάναμε καμια μεγάλη διαφορ

εκείνο που έπρεπε να είχα κάνει ήταν να μην τον αφήσω να πηδήσει από τον ελέφαντα & να ορμήσει στον τετραπλόκαμο του Εύβουλου. αν είχε μείνει κοντά μου, όλα θα ήταν εντάξει τώρα! δεν θα είχε σκοτωθεί. τα μυαλά μου είχαν πάρει αέρα επειδή τον νόμιζα τώρα για τόσο δυνατό & γρήγορο & σαν θεό. αλλά ήταν θνητός. & ακόμα & οι θεοί πεθαίνουν όταν βρεθούν αντιμέτωποι με δυνάμεις μεγαλύτερες από τις δικές τους ή με αντιπάλους πιο ύπουλους από αυτούς – & όλοι μας ξέρουμε πόσο τι ύπουλο γέννημα Λάμιας είναι ήταν ο Εύβουλος!

& ο Φέκταρελ θα έπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός, μα τους θεούς! γινόταν μάχη! μάχη! δεν ήξερε ότι έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός μέσα σε μάχη;; το ήξερε……

 

 

από τόσες περιπέτειες, από τόσους πολέμους περάσαμε μαζί, & τώρα βρήκε να σκοτωθεί, εδώ, σ’αυτά τα γαμημένα νησιά. γιατί εδώ; είχαμε αντιμετωπίσει χειρότερους κινδύνους, χειρότερους! ΓΙΑΤΙ ΕΔΩ;

& πάντα ήταν πιο προσεχτικός από εμένα. πάντα μου έλεγε ότι είμαι απρόσεχτη……

 

 

θυμάμαι τότε που τον συναντήσαμε για πρώτη φορά, τότε που τον πρωτογνώρισα…

μας είχαν κυνηγήσει οι ληστές της Σαρντίκα-Νοθ γιατί τους είχαμε κλέψει κάτι όπλα & εξοπλισμούς (ήταν ο καιρός που ακόμα δεν είχαμε πολλά & ζούσαμε στα όρια της καταστροφής) & γιατί ο Σκοτωμένος είχε αρνηθεί – ξανά – στη Γαλανή Δράκαινα να μπει στους ληστές της, να δεχτεί την ηγεσία της. δεν του άρεσε να ζήσουμε σαν ληστές, ποτέ δεν του άρεσε· & το γεγονός ότι η Σαρντίκα-Νοθ υπηρετούσε κάποτε την Παντοκράτειρα όπως & εμείς, δεν σήμαινε τίποτα γι’αυτόν.

είχαμε αποφύγει τους ληστές, & θυμάμαι ότι έβλεπα όλο κάτι παράξενα σχήματα στο περιβάλλον γύρω μας μην ξέροντας τότε πώς να διαβάσω τη Γλώσσα, & είχαμε ουσιαστικά χαθεί σε μια περιοχή με άγνωστα για εμάς μονοπάτια, στα βουνά βόρεια των Χρυσών Ορέων. πού ακριβώς δεν θυμάμαι γιατί ήμουν παραζαλισμένη εκείνη την εποχή. τότε όμως ήταν που, καθώς περιπλανιόμασταν, χαμένοι, παρουσιάστηκε ο Φέκταρελ μαζί με μερικούς άλλους γύρω του & μας ξάφνιασε. μας είχαν περικυκλώσει, ίσως να μπορούσαν & να μας σκοτώσουν αν ήθελαν παρότι ήταν φανερά λιγότεροι από εμάς. χαμογελώντας ο Φέκταρελ είπε στον Σκοτωμένο: μου φαίνεται ότι χρειάζεστε ανιχνευτές & κάποιους που να ξέρουν τα μονοπάτια καλύτερα από εσάς.

έτσι γνωρίσαμε τον Φέκταρελ, έτσι έγινε ένας από εμάς & ταίριαξε απόλυτα μαζί μας, όλοι το λένε· ήταν σαν ανέκαθεν να ήταν ένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς. ο Σκοτωμένος φυσικά συζήτησε μαζί του αρκετά προτού τον βάλει στην ομάδα μας, αλλά εγώ τίποτα δεν άκουσα από αυτά, με απασχολούσαν άλλα πράγματα…

από τότε & μετά ο Φέκταρελ ήταν μαζί μας καθώς ταξιδεύαμε & καθώς πολεμούσαμε & προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε στη δυτική Φεηνάρκια όπου η Σαρντίκα-Νοθ αποκτούσε ολοένα & περισσότερη δύναμη & εμείς ήμασταν από τους λίγους πρώην Παντοκρατορικούς που δεν δεχόμασταν την ηγεσία της.

& παρατήρησα τα μάτια του Φέκταρελ να είναι στραμμένα επάνω μου πολλές φορές σαν κάτι να τον ενδιέφερε σε μένα. ήμουν τόσο απορροφημένη από τη Γλώσσα τότε που δεν πέρασε απ’το μυαλό μου ότι μπορεί να του άρεσα ως γυναίκα… με παραξένεψε η ματιά του, & γύρω του έβλεπα όλο μυστηριώδεις σχηματισμούς στις σκιές & στο πού βρίσκονταν τα μέλη του σώματός του σε σχέση με τις σκιές & με διάφορα άλλα πράγματα κοντά του. προσπαθώντας να θυμηθώ τώρα αυτούς τους σχηματισμούς & να τους αντιπαραβάλλω με τα «γράμματα» της Γλώσσας, νομίζω πως ο αντίστροφος κόσμος μού έλεγε ότι ο Φέκταρελ ήταν ερωτευμένος μαζί μου από τότε που με πρωτοείδε, ή πως τουλάχιστον με κοίταζε με εκείνη την έντονη περιέργεια η οποία βρίσκεται στα όρια του θαυμασμού & η οποία μπορεί να εξελιχτεί σε έρωτα… δεν είχα καταλάβει τίποτα τέτοιο τότε, όμως.

αλλά είχα καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε μαζί του, κάτι που ίσως να είχε σχέση με αυτά που έβλεπα ύστερα από τη συνάντησή μου με τη μυστηριώδη θεά. θα μπορούσε ο Φέκταρελ να είχε κάποια μακρινή σχέση μαζί της; αναρωτιόμουν. (ήμουν λιγάκι ανόητη & μπερδεμένη – δικαιολογημένα ίσως μ’αυτά που είχα ζήσει) τον πλησίασα λοιπόν ένα απόγευμα που τον είδα να κάθεται μόνος μπροστά στη σκηνή του, δίπλα σε μια φωτιά. ρώτησα αν μπορούσα να καθίσω & μου είπε να καθίσω, μου πρόσφερε μια κούπα ζεστό τσάι – από το ίδιο τσάι που έπινε & εκείνος εκείνη την ώρα. ήπια μια γουλιά από το βουνίσιο τσάι & κοίταζα τους σχηματισμούς που διακρίνονταν ανάμεσα από τις φλόγες & τις σκιές & τον Φέκταρελ & τη σκηνή του & την είσοδο της σκηνής του.

–τι μπορώ να κάνω για σένα, μάγισσα; με ρώτησε κοιτάζοντάς με με κάποια επιφύλαξη, αν & εκείνο το άλλο βλέμμα δεν είχε χαθεί από τα μάτια του – εκείνο το έντονο ενδιαφέρον.

–τίποτα, αποκρίθηκα ύστερα από μια στιγμή σκέψης. –δεν ήρθα για κάποιο λόγο… απλώς ήθελα κάπου να καθίσω… (& είμαι περίεργη γιατί με κοιτάζεις έτσι, σκέφτηκα)

ο Φέκταρελ με ατένιζε για λίγο αμίλητος, πίνοντας το τσάι του ενώ έπινα & εγώ το δικό μου τσάι. μετά, μου είπε: σε φοβούνται, το ξέρεις;…

–ποιοι; ρώτησα.

–οι άλλοι, μου είπε. –όχι μόνο οι ανιχνευτές μου, αλλά & οι υπόλοιποι που ήταν από παλιά σύντροφοί σου απ’ό,τι λένε. τους φαίνεσαι πολύ παράξενη.

–με φοβάσαι & εσύ;

–όχι.

–γιατί;

–μ’αρέσουν τα πράσινα μαλλιά πάνω στο λευκό δέρμα, μου είπε, & νομίζω ότι χαμογέλασα τότε αρχίζοντας να υποψιάζομαι τις προθέσεις του, αρχίζοντας να καταλαβαίνω γιατί μ’έβλεπε έτσι όπως με έβλεπε. ανταλλάξαμε & μερικές άλλες κουβέντες που δεν θυμάμαι τώρα, αλλά όσο μιλούσαμε τόσο περισσότερο καταλάβαινα τις προθέσεις του, & δεν με απωθούσαν. τον έβρισκα συμπαθητικό, & οι σχηματισμοί που έκανε το μαύρο δέρμα του με τη νύχτα που ερχόταν & τις σκιές που πλήθαιναν, με γοήτευαν. νόμιζα πως είχα βρει κάτι που μου άρεσε μέσα σ’εκείνο το ακατανόητο χάος που με περιέβαλλε τότε. & δεν αργήσαμε να καταλήξουμε κάτω από τη σκηνή του & αγαπηθήκαμε με μεγάλη επιθυμία.

& είναι σαν χτες να συνέβη. τα θυμάμαι όλα τόσο καθαρά… πιο καθαρά είναι αυτά από το άψυχο σώμα μπροστά μου… έχω την αίσθηση ότι δεν είναι ο Φέκταρελ τυλιγμένος μέσα σ’αυτά τα πανιά, ότι ο πραγματικός Φέκταρελ θα έρθει σύντομα να με συναντήσει…

 

 

Όταν νύχτωσε, ο άνεμος κόπασε σαν η Φαρμακερή Υδατοθύελλα να είχε κουραστεί, να είχε εξαντλήσει την οργή της. Έτσι, οι μαχητές του Βασιληά θεώρησαν πως τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κηδέψουν τους νεκρούς τους. Η γριά-ιέρεια του Στόματος της Μελονήσου, μάλιστα, είπε ότι η Φαρμακερή Υδατοθύελλα γι’αυτό έπαψε να εξαπολύει την οργή της – για να μπορούν να προσφέρουν τα σώματα των νεκρών στη θάλασσα. Οι Γεφυρονησιώτες ανέβασαν τους σκοτωμένους (που ήταν περισσότεροι από τους ζωντανούς υπερασπιστές του λιμανιού) στα πλοία και τους μετέφεραν στα ανοιχτά, όπου και θα τους έριχναν στα κύματα καθώς οι ιερωμένοι της Φαρμακερής Υδατοθύελλας θα έκαναν επικήδειες τελετές.

Οι Ζωντανοί-Νεκροί δεν ήθελαν να κηδέψουν έτσι τους δικούς τους πεσόντες. Βγήκαν από το χωριό κρατώντας δαυλούς και λάμπες και ανέβηκαν σ’έναν λόφο. Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, ο Κερκ, και η Φαίδρα’λι βάδιζαν πρώτοι, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν μαζί με τους τέσσερις μεταλλαγμένους της Κάρνατεβ, μεταφέροντας τους νεκρούς επάνω σ’ένα κάρο το οποίο τραβούσε ο ελέφαντας που είχαν αρπάξει από τον στρατό της Κάρνατεβ. Ευτυχώς δεν χρειάζονται περισσότερα κάρα από ένα, είχε σκεφτεί ο Ζαώρδιλ όταν συγκέντρωσαν τους πεσόντες. Οι μισθοφόροι του είχαν πληγεί πολύ λιγότερο από τους μαχητές του Βασιληά. Ήταν, βέβαια, και γενικά λιγότεροι μέσα στο χωριό. Από τους συνολικούς υπερασπιστές του λιμανιού, ούτε το ένα πέμπτο δεν ήταν Ζωντανοί-Νεκροί· οι περισσότεροι μαχητές του Ζαώρδιλ βρίσκονταν στη Μεσόνησο, με τον Βασιληά Ράνελμον.

Από την άλλη, όμως, η απώλεια του Φέκταρελ ήταν από μόνη της μεγάλο πλήγμα, νόμιζε ο Σκοτωμένος, που είχε μάθει να βασίζεται στον Αρχιανιχνευτή του εδώ και χρόνια. Ήταν πολύ ικανός στη δουλειά του, και ο Ζαώρδιλ, όπως όλοι οι παλιοί Ζωντανοί-Νεκροί, τον αισθανόταν πια σαν αδελφό του.

Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου, καθάρισαν μια περιοχή από χόρτα και απόθεσαν τους νεκρούς σε δύο σειρές, τυλιγμένους με πανιά. Τον Φέκταρελ, όμως, ο Ζαώρδιλ τούς είπε να τον αφήσουν στο καρό. Ο Νικηφόρος ο Κολπατζής και ο Θελβάμης πήραν φιάλες με λάδι και έβρεξαν τους νεκρούς που ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα. Ο Ζαώρδιλ στάθηκε μπροστά στους πεσόντες βαστώντας έναν αναμμένο δαυλό στο χέρι.

«Δεν μπορούμε να πεθάνουμε!» φώναξε, αντικρίζοντας τους πολεμιστές που ήταν συγκεντρωμένοι απέναντί του. «Είμαστε ήδη νεκροί! Οι αδελφοί μας έπεσαν στα παγερά χέρια των Κρυφών Θεών, αλλά μέσα μας για πάντα θα ζουν! Για πάντα θα ζουν!»

…Για πάντα θα ζουν…
μουρμούρισε το μικρό πλήθος αντίκρυ του.

«Φωνάξτε τα ονόματά τους, για να μην ξεχαστούν ποτέ!» ζήτησε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος από τους πολεμιστές του, κι εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν ονόματα μέσα στη νύχτα, ξανά και ξανά και ξανά, ώσπου κουράστηκαν και η σιγαλιά του τοπίου επέστρεψε. Ο Ζαώρδιλ, τότε, έσκυψε κι έβαλε με τον δαυλό του φωτιά στα πτώματα, στρέφοντας την πλάτη του στους ζωντανούς μισθοφόρους και κοιτάζοντας ό,τι είχε απομείνει από τους νεκρούς να φεύγει από αυτή τη διάσταση.

Όταν οι φλόγες είχαν καταβροχθίσει τα σώματα, αφήνοντας πίσω τους στάχτες μονάχα, ο Ζαώρδιλ πρόσταξε να καθαρίσουν τον τόπο για να φέρουν τον τελευταίο νεκρό. Η Φαίδρα, στεκόμενη μερικά βήματα παραδίπλα, άρχισε να κλαίει μέσα στην κουκούλα της κάπας της. Η Έρικα, που ήταν κοντά της, έβαλε το ένα χέρι της στους ώμους της μάγισσας, αλλά εκείνη το απομάκρυνε, όχι πολύ απότομα.

Η Έρικα αναστέναξε και σκέφτηκε: Τι άλλο μπορώ να κάνω; Ήθελε να βοηθήσει τη Φαίδρα, να την παρηγορήσει, όμως δεν ήξερε πώς. Καταλάβαινε τι πρέπει η μάγισσα να αισθανόταν. Όπως θα αισθανόμουν κι εγώ αν έβλεπα τον Ζαώρδιλ νεκρό… Η σκέψη ήταν τρομαχτική. Τόσα χρόνια ήταν μαζί του· αν σκοτωνόταν σε κάποια συμπλοκή… Αλλά ο Ζαώρδιλ ήταν ήδη νεκρός· πώς μπορούσε ο Σκοτωμένος να σκοτωθεί;

Και το μυαλό της Έρικας, τότε, πήγε ακούσια στον Άρδαλον’λι. Αυτός, άραγε, ήταν ακόμα ζωντανός; Ή ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ και ο Σέρκαδελ’λι τον είχαν εκτελέσει; Και εγώ φταίω που τον οδήγησα εκεί που τον οδήγησα… Η Έρικα σκόπευε να επιστρέψει στην Κάρνατεβ το συντομότερο δυνατό. Δεν θα εγκατέλειπε τον Άρδαλον’λι. Το είχε, μάλιστα, πει και στον Ζαώρδιλ – αν και δεν του είχε αναφέρει ότι είχε πλαγιάσει ξανά με τον παλιό εραστή της· μονάχα ότι είχαν συμμαχήσει οι δυο τους επειδή υπήρχε κοινό όφελος.

Ο Νικηφόρος έφερε τον Φέκταρελ από το κάρο κουβαλώντας τον στα χέρια, και τον απόθεσε εκεί όπου, πριν από λίγο, βρίσκονταν τα πτώματα των άλλων πεσόντων. Η γη ήταν ακόμα ζεστή από τις φωτιές. Ο Κολπατζής απομακρύνθηκε μερικά βήματα· πήγε να σταθεί πλάι στη Φαίδρα.

Ο Ζαώρδιλ φώναξε: «Αυτός ο άνθρωπος που το σώμα του βρίσκεται τώρα μπροστά μας, έτοιμο να εγκαταλείψει τούτη τη διάσταση, είναι αθάνατος! Ήταν μαζί μας από την αρχή – από τον καιρό που πολλοί από εσάς δεν είχατε ακούσει καν το όνομα των Ζωντανών-Νεκρών. Ήταν αδελφός μας. Ήταν τα μάτια μας και τα αφτιά μας μέσα στη νύχτα! Ήταν η φωνή που ειδοποιεί για τον ερχομό του εχθρού! Ήταν ο οδηγός μας σε τόπους δύσκολους και άγνωστους! Έφυγε τώρα… αλλά – για εμάς – θα είναι πάντα ζωντανός!» Ο Ζαώρδιλ ύψωσε τον δαυλό του. «ΚΑΝΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΓΝΩΣΤΟ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΤΗΣ ΦΕΗΝΑΡΚΙΑ!» κραύγασε.

Και το μικρό πλήθος αντίκρυ του απάντησε: Φέκταρελ! Φέκταρελ! Φέκταρελ!

«Οι θεοί δεν ακούνε!» φώναξε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος πάνω από τις φωνές των μισθοφόρων του. «Οι θεοί δεν σας ακούνε!»

Και ο σκοτεινός τόπος γέμισε από τις κραυγές των Ζωντανών-Νεκρών:

ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ!
ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ!
ΦΕΚΤΑΡΕΛ!

(Μονάχα η Φαίδρα ήταν σιωπηλή· ακόμα και η Έρικα φώναζε.)

«Είμαστε ήδη νεκροί!» κραύγασε ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος και έβαλε φωτιά στο πτώμα του Φέκταρελ το οποίο ο Κερκ είχε μόλις ραντίσει μ’ένα φλασκί λάδι. «Είμαστε ήδη νεκροί!» Ο Ζαώρδιλ πέταξε τον δαυλό του μέσα στις φλόγες που χόρευαν επάνω στο νεκρό σώμα. «Είμαστε αθάνατοι!

»ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ!»

Και οι πολεμιστές του απάντησαν: ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ! ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ! ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ-ΝΕΚΡΟΙ!

ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ!
ΦΕΚΤΑΡΕΛ! ΦΕΚΤΑΡΕΛ!
ΦΕΚΤΑΡΕΛ!

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Πέμπτο
Το Τέλος του Πολέμου: Εμπορικός Αποκλεισμός

Ο πόλεμος στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων κράτησε δύο ημέρες ακόμα, και το πρωί της τρίτης οι δυνάμεις της Κάρνατεβ είχαν αποχωρήσει, πετώντας επάνω στα αεροχήματα και τα αεροσκάφη τους ή πλέοντας επάνω στα καράβια τους. Οι Ξένοι τις ακολούθησαν, μαζί με το μεταβαλλόμενο αεροπλάνο τους.

Μετά τη σύγκρουση στο Στόμα της Μελονήσου, οι άλλες συγκρούσεις που είχαν διεξαχθεί ήταν όλες στη θάλασσα και στη Μεσόνησο, και όχι τόσο μεγάλες όσο οι προηγούμενες. Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος είχε μείνει μία ημέρα ακόμα στο Στόμα και, όταν οι ανιχνευτές του του ανέφεραν πως οι δυνάμεις της Κάρνατεβ που απέμεναν στο κεφαλοχώρι δεν είχαν λάβει ενισχύσεις και δεν φαινόταν να ετοιμάζονται να κινηθούν, έφυγε από το λιμάνι επάνω στο πλοίο του Θαλασσάρχοντα Κάβερντελ και πήγε στη Μεσόνησο, με τη Φαίδρα’λι, τους τέσσερις μεταλλαγμένους από την Κάρνατεβ, τον Νικηφόρο τον Κολπατζή, και την Έρικα. Συνάντησαν σύντομα τη Νιρκέκα και τον Βασιληά Ράνελμον και τους βοήθησαν σε μια συμπλοκή που βρισκόταν εν εξελίξει. Ύστερα έμειναν μαζί τους, περιμένοντας οι δυνάμεις της Κάρνατεβ να υποχωρήσουν.

Όπως και έγινε.

Ο Αρχισυγκλητικός δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο χωρίς μια σταθερή ποσότητα ιπταερίου να έρχεται από τα υποθαλάσσια ορυχεία. Ο Βασιληάς Ράνελμον γρήγορα ανακατέλαβε ολόκληρη τη Μελόνησο, την Ακρόνησο, και το Βορειονήσι, τώρα που δεν υπήρχε κανένας εχθρός για να του αντισταθεί, και ύστερα πήγε στη Νουσράκλη μαζί με τους Ζωντανούς-Νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους τώρα συγκαταλέγονταν και οι τέσσερις μεταλλαγμένοι. Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, βλέποντας ότι αναμφίβολα διέθεταν δυνάμεις μεγαλύτερες του μέσου ανθρώπου, τους είχε προτείνει να μείνουν με τους μισθοφόρους του αν δεν είχαν άλλα σχέδια για το μέλλον. Και εκείνοι – που, όντως, εξαιτίας της δυσμορφίας τους, δεν είχαν άλλα σχέδια για το μέλλον – δέχτηκαν. Οι υπόλοιποι Ζωντανοί-Νεκροί τούς ατένιζαν με λιγάκι παραξενεμένα βλέμματα, ή ακόμα και με κάποια αποστροφή ή φόβο, κάπου-κάπου, αλλά ο Ζαώρδιλ ήταν βέβαιος ότι αυτό σύντομα θα έπαυε. Οι μεταλλαγμένοι θα ταίριαζαν χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Είναι κι αυτοί ήδη νεκροί.

Στη Νουσράκλη, ο Βασιληάς Ράνελμον και η Βουλή των Καπεταναίων αποφάσισαν πως θα ενεργούσαν οικονομικό και πολιτικό αποκλεισμό εναντίον της Κάρνατεβ. Κανένα πλοίο της, εμπορικό, επιβατηγό, ή ιδιωτικό, δεν θα επιτρεπόταν να αράξει σε λιμάνι του Βασιλείου ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του. Το ίδιο θα ίσχυε και για τα αεροσκάφη της Κάρνατεβ. Επίσης, οι έμποροι του Βασιλείου θα απαγορευόταν από εδώ και στο εξής να πραγματοποιούν οποιεσδήποτε αγοροπωλησίες με εμπόρους της Κάρνατεβ· και η ίδια απαγόρευση θα ίσχυε και για τους πολίτες του Βασιλείου (αν και όλοι ήξεραν ότι αυτό ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθεί). Τέλος, άπαντες οι άρχοντες, οι καπεταναίοι, και οι επιχειρηματίες των Γεφυρωμένων Νήσων θα αποθάρρυναν ενεργά άλλους εμπόρους και άρχοντες του Ωκεανού από το να εμπορεύονται και να συναναστρέφονται εμπόρους της Κάρνατεβ.

Η Έρικα, μαθαίνοντας για τις αποφάσεις αυτές, ρώτησε – ιδιαιτέρως – τον Βασιληά Ράνελμον αν το πρόβλημα των Γεφυρονησιωτών ήταν με τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ ή με την πόλη της Κάρνατεβ γενικότερα.

«Γιατί ρωτάς;» είπε ο Ράνελμον, κοιτάζοντάς την με ενδιαφέρον καθώς ήταν καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του. Μέχρι στιγμής, η Έρικα είχε αποδειχτεί, αν μη τι άλλο, πολύτιμη σύμμαχος – εξαιτίας της τα Ορυχεία Ιπταερίου είχαν καταστραφεί – και ο Βασιληάς των Γεφυρωμένων Νήσων εκτιμούσε πολύ τη γνώμη της. Της είχε, φυσικά, υποσχεθεί να τη βοηθήσει να εγκαθιδρύσει το δίκτυό της στο Βασίλειό του και την είχε, επιπλέον, ανταμείψει με πολλά κύματα, τα οποία βρίσκονταν στον καινούργιο τραπεζικό της λογαριασμό στον Θησαυροφύλακα των Κυμάτων.

«Διότι,» αποκρίθηκε η Έρικα, «αν θεωρείτε εχθρό σας τον Βέργκεδελ και όχι ολόκληρη την Κάρνατεβ, τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για να πάρει τη θέση του κάποιος Αρχισυγκλητικός πιο προσφιλής προς το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.»

Ο Βασιληάς Ράνελμον τής ζήτησε να του πει περισσότερα για τα σχέδιά της.

Και το επόμενο πρωί, η Έρικα αναχώρησε από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, επάνω στον Ακόλουθο, το ένα από τα δύο πλοία των Ζωντανών-Νεκρών. Μαζί της ήταν ο Ζαώρδιλ, η Φαίδρα’λι, οι τέσσερις μεταλλαγμένοι, ο Ράκαλωντ ο νάνος (και το ορνιθόπτερό του), κάμποσοι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί, η Πεταλούδα της Θάλασσας (η πιλότος του Ακόλουθου), και η Ανταρλίδα’μορ (που έκανε τη Μαγγανεία Κινήσεως για να ρυθμίζει, από το κέντρο ισχύος, την ενεργειακή ροή του μεγάλου μηχανοκίνητου σκάφους). Επίσης, είχε έρθει και η Ανρίθα-Νοθ, κυρίως επειδή επέμενε. Πολύ έντονα. («Μου υποσχέθηκες ότι θα με πας πίσω στην πατρίδα μου,» είχε ξεσπάσει στην Έρικα, «και τώρα πάλι θα φύγεις και θα με αφήσεις πίσω! Δε μ’ενδιαφέρει ποια είναι τα σχέδιά σου, Έρικα! Είπες ότι θα με πήγαινες στη Μέρελκεβ και από εκεί στη Βίηλ και από εκεί στη Ρελκάμνια! Τόσα χρόνια περιμένω!» Η Έρικα τής είχε εξηγήσει πως τώρα δεν θα κατευθύνονταν στη Μέρελκεβ, αλλά στην Κάρνατεβ. Όμως η Ανρίθα είχε πεισμώσει να έρθει μαζί τους· «μετά από εκεί θα με πας στη Μέρελκεβ, και στη Ρελκάμνια! Θέλω πια να επιστρέψω στην πατρίδα μου! Δεν έχω κανέναν λόγο να βρίσκομαι εδώ.» Η Έρικα, επιθυμώντας να αποφύγει άλλους διαπληκτισμούς μαζί της – τη χρειαζόταν, εξάλλου, για την εγκαθίδρυση του δικτύου της στη Ρελκάμνια – είχε συμφωνήσει. «Αν θέλεις να έρθεις, έλα,» της είπε.)

Τώρα, ο Ακόλουθος έπλεε βόρεια επάνω στον Ωκεανό, έχοντας ξεκινήσει το πρωί, δύο ώρες μετά την αυγή. Ο καιρός ήταν καλός, έτσι έφτασε, χωρίς δυσκολία, κοντά στην Κάρνατεβ μέσα στο καυτό καλοκαιρινό μεσημέρι. Δεν μπήκε, φυσικά, στο λιμάνι της πόλης· η Έρικα έδειξε στην Πεταλούδα τα νησιά που χρησιμοποιούσε ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος, και εκεί άραξαν. Ύστερα, η Έρικα, η Φαίδρα, και ο Ζαώρδιλ ανέβηκαν σε μια μηχανοκίνητη βάρκα την οποία οι άλλοι κατέβασαν στο νερό με το βαρούλκο του Ακόλουθου.

(Η Έρικα δεν ήθελε ο Ζαώρδιλ να έρθει – δεν ήταν εκπαιδευμένος ως κατάσκοπος και απλά θα κινδύνευε χωρίς λόγο, κατά γνώμη της – αλλά εκείνος είχε πει ότι είχε την περιέργεια να δει την Κάρνατεβ, την οποία δεν είχε ξαναδεί ποτέ, κι επιπλέον νόμιζε ότι ίσως να μπορούσε να βοηθήσει την Έρικα αν τα πράγματα δυσκόλευαν. Δεν ήθελε να την αφήσει να πάει μόνη.

Με την παρουσία της Φαίδρας, αντιθέτως, η Έρικα δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ήξερε ότι η μάγισσα μπορούσε να φανεί πολύ χρήσιμη – και αυτή και ο δαιμονικός θεός της. Δε θα την πείραζε καθόλου, μάλιστα, αν και η Ανταρλίδα’μορ ερχόταν, αλλά αυτό, φυσικά, δεν μπορούσε να γίνει γιατί τότε ο Ακόλουθος θα έμενε χωρίς μάγο να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή των μηχανών του σε μια περίπτωση ανάγκης.)

Η βάρκα έπλευσε προς την Κάρνατεβ και, σύντομα, ήταν αραγμένη στο λιμάνι της μεγάλης πόλης, ενώ οι επιβάτες της είχαν απομακρυνθεί από αυτήν: φορώντας τις κουκούλες των καλοκαιρινών καπών τους, είχαν χαθεί μέσα στους ζεστούς δρόμους.

Και η Νατμάλι, η πράκτορας της Έρικας Σάλκερκοφ, δέχτηκε απρόσμενους επισκέπτες στο σπίτι της, ξυπνώντας από τον μεσημεριανό της ύπνο.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Έκτο
Ο Μάγος Κάτω από το Κελί

Η γυναίκα με το μαύρο βέλο, που ονομαζόταν Νερκάδλη και ήταν δούλα στην Αρένα, θηριοδαμάστρια, τον έκρυψε κάτω από το κελί ενός πολύκερου. Υπήρχε μια πλάκα στο πάτωμα η οποία άνοιγε οδηγώντας σε μια τρύπα που, σίγουρα, δεν ήταν ευρύχωρη αλλά ούτε και πολύ στενή. Ο Άρδαλον’λι δεν μπορούσε να σηκωθεί όρθιος, όμως δεν αισθανόταν το σώμα του πιασμένο όταν καθόταν. Μπορούσε ακόμα και να ξαπλώσει.

Το αριστερό του πόδι τον πονούσε, ύστερα από τον τραυματισμό του (αν και η Νερκάδλη είχε βγάλει τη σφαίρα με την πρώτη ευκαιρία και είχε βάλει αντισηπτικό και βοτάνια πάνω στην πληγή), αλλά αυτό ήταν το λιγότερο από τα προβλήματά του. Ήξερε ότι σύντομα θα έψαχναν γι’αυτόν, και όχι μόνο με συμβατικά μέσα, αλλά και με μαγεία. Έτσι, μόλις η θηριοδαμάστρια τον είχε οδηγήσει σε τούτη την κρυψώνα κάτω απ’το κελί του πολύκερου, ο Άρδαλον’λι είχε υφάνει μια Μαγγανεία Προκαλύψεως με όλη του τη μαγική τέχνη, ώστε να παρεμποδίσει απόπειρες άλλων μάγων να τον εντοπίσουν. Μέχρι στιγμής τα είχε καταφέρει. Επιπλέον, μάλλον το θεωρούσαν απίθανο να κρύβεται μέσα στην Αρένα, ύστερα από ό,τι είχε συμβεί εδώ. Μάλλον πίστευαν ότι είχε φύγει απαρατήρητος, τρέχοντας μέσα στην πόλη.

«Τους παραπλάνησα όσο μπορούσα,» του είπε η Νερκάδλη, την πρώτη φορά που του έφερε φαγητό μέσα στο κελί. Ήταν γονατισμένη πλάι στο άνοιγμα του πατώματος, και ο πολύκερως τον κοίταζε πάνω από τον ώμο της, ρουθουνίζοντας κάπου-κάπου. «Τους είπα ότι, όταν ήρθα να συγκρατήσω το Μεγαθήριο, σε είδα να φεύγεις αλλά δεν τόλμησα να σε σταματήσω γιατί με τρόμαξες με τον δαίμονά σου.

»Πώς αισθάνεσαι τώρα; Πονάς;»

«Πονάω,» αποκρίθηκε ο Άρδαλον’λι, «αλλά όχι επειδή δεν με περιποιήθηκες αρκετά. Αυτό το σώμα δεν είναι πια τόσο δυνατό όσο παλιά. Μπορώ να σε ρωτήσω, όμως, γιατί κάνεις όλα αυτά για εμένα;» Όταν της είχε ζητήσει βοήθεια δεν περίμενε τέτοιο πράγμα. Περίμενε ότι ίσως – ίσως – θα τον έκρυβε προς στιγμή ώστε, μετά, να μπορέσει να φύγει από την Αρένα απαρατήρητος. Αλλά η Νερκάδλη τού είχε φερθεί σαν να ήταν φίλος ή σύμμαχός της.

Τα φρύδια της θηριοδαμάστριας έσμιξαν πάνω από το μαύρο βέλο της, μην απαντώντας του αμέσως. Ίσως να σκεφτόταν πώς να του απαντήσει, ή αν έπρεπε καν να του απαντήσει. Και προτού προλάβει να δώσει κανενός είδους απόκριση, κοίταξε πίσω της, μάλλον έχοντας ακούσει κάποιον ήχο που τα αφτιά του Άρδαλον δεν είχαν πιάσει. «Πρέπει να πηγαίνω,» του είπε στρέφοντας πάλι το βλέμμα της σ’εκείνον. «Μην κάνεις θόρυβο. Θα ξανάρθω σύντομα.» Και έκλεισε την πλάκα από πάνω του, βιαστικά.

Ο Άρδαλον’λι άναψε ξανά τη μικρή λάμπα λαδιού που του είχε δώσει και ξετύλιξε το φαγητό του.

Οι μάγοι της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ δεν τον άφησαν, φυσικά, σε ησυχία όσο βρισκόταν εδώ κάτω. Ίσως να μη μπορούσαν να τον εντοπίσουν αλλά μπορούσαν, σίγουρα, να τον βασανίζουν. Μέσω του Λαίμαργου Ανεμοφάγου. Του θεού του τον οποίο ακόμα είχαν αιχμάλωτο. Χτυπούσαν τον Ανεμοφάγο με ψυχικές μάστιγες, τον έβαλλαν με δηλητηριώδης ψυχικούς ανέμους: διέλυαν την υπόστασή του και την άφηναν να ανασχηματιστεί, οδυνηρά. Τον περιόριζαν ασφυκτικά σε στενούς νοητικούς χώρους: πήγαιναν να τον πνίξουν. Και ο Άρδαλον’λι τα αισθανόταν όλα. Με κόπο μπορούσε να τα απομακρύνει από το μυαλό του ώστε να υφαίνει τη Μαγγανεία Προκαλύψεως όποτε διαισθανόταν ότι αυτή πλησίαζε να πεθάνει· και τώρα, αν έπρεπε να κάνει και κάποια άλλη, επιπλέον μαγγανεία, ή κάποιο ξόρκι, αμφέβαλλε πολύ ότι θα τα κατάφερνε με επιτυχία. Τόσο κουρασμένος ήταν ο ψυχισμός του, και με τόση μανία συνέχιζαν οι μάγοι της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ να βασανίζουν τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο.

Ευτυχώς, τουλάχιστον, δεν είχαν και την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού στα χέρια τους. Ο Άρδαλον την είχε μαζί του, κι εκείνη κάθε τόσο τού έλεγε πόσο τον αγαπούσε και ότι τον αισθανόταν, συγχρόνως, σαν πατέρα και εραστή της. Είχε υποφέρει πολύ από τα βασανιστήριά τους. Μπορούσε τώρα ν’αντιληφτεί κι εκείνη, απόμακρα, τα μαρτύρια του Λαίμαργου Ανεμοφάγου και ρωτούσε τον Άρδαλον’λι αν θα πήγαιναν να τον βοηθήσουν, να τον σώσουν από τα χέρια αυτών των διεστραμμένων μάγων. Ο Άρδαλον’λι τής απαντούσε ότι θα ερχόταν η ώρα· προς το παρόν, όμως, έπρεπε να δείξουν υπομονή.

Εκτός από το περιδέραιο-φυλακή της Αθήρευτης Κόρης, είχε μαζί του κι άλλες δύο φυλακές δαιμόνων: το λιγνό, λαξευτό βραχιόλι του Σέρκαδελ’λι, καμωμένο από λευκόχρυσο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο Σιωπηλός Γδάρτης των Αλλοτινών Αιώνων· και το κοκάλινο δαχτυλίδι του Τάγκαμιρ’λι, που είχε επάνω έναν γυαλιστερό, πράσινο μαλαχίτη, και μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένο το Ξέφρενο Ποδοβολητό των Πεινασμένων Γιγάντων – όπως είχε πρόσφατα μάθει το όνομά του ο Άρδαλον’λι. Και οι δύο αυτοί θεοί είχαν χάσει τους κυρίους τους κι ένιωθαν αποπροσανατολισμένοι και φοβισμένοι. Ζητούσαν από τον Άρδαλον να τους απελευθερώσει για να φύγουν από εδώ· εκείνος, όμως, δεν είχε κάνει τίποτα. Απλώς τους κρατούσε υπό την κατοχή του. Δεν μπορούσαν, άλλωστε, να τον πειράξουν μέσα από τις φυλακές τους χωρίς τον μάγο που τους είχε βάλει εκεί να τους ξαμολήσει. Οι φυλακές αυτές ήταν απίστευτα περίπλοκοι λαβύρινθοι για τους δαιμονικούς θεούς της Φεηνάρκια – λαβύρινθοι δίχως έξοδο.

Τη δεύτερη φορά που η Νερκάδλη τού έφερε φαγητό, ο Άρδαλον τη ρώτησε ξανά γιατί τον βοηθούσε. «Μου φέρεσαι σαν να με ξέρεις, σαν να είμαι φίλος σου. Αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν έχουμε ποτέ ξανά συναντηθεί οι δυο μας, Νερκάδλη.»

«Γνωρίζεις την Έρικα Σάλκερκοφ;» είπε εκείνη, γονατισμένη πλάι στην τρύπα του πατώματος, ενώ ο πολύκερως ήταν κάπου πίσω της χτυπώντας τις οπλές του νευρικά στο πάτωμα.

«…Την Έρικα;» Ο Άρδαλον είχε χάσει προς στιγμή τα λόγια του. «Ναι… Αλλά πώς…; Είσαι πράκτοράς της;» Του έμοιαζε εξωφρενικό – αδύνατο!

«Ναι,» αποκρίθηκε η θηριοδαμάστρια με το μαύρο βέλο.

«Και… με ήξερες;»

«Δεν σε ήξερα μέχρι στιγμής. Αλλά θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, γιατί έτσι μου έχει ζητηθεί.»

«Από την Έρικα;» Ήταν, τελικά, η Έρικα εδώ, στην Κάρνατεβ;

Η Νερκάδλη κούνησε το κεφάλι. «Η Έρικα δεν είναι εδώ,» απάντησε έχοντας καταλάβει τις σκέψεις του. «Όταν επιστρέψει όμως θα μάθει για σένα.» Και μετά έκλεισε την πλάκα του πατώματος από πάνω του, και ο Άρδαλον την άκουσε να βγαίνει από το κελί του πολύκερου.

Η Έρικα, λοιπόν, έχει πράκτορές της παντού, σκέφτηκε, υπομειδιώντας μέσα στο σκοτάδι της κρυψώνας του. Δεν είναι όλο λόγια. Αισθάνθηκε τυχερός που την ήξερε. Και άτυχος που εκείνη σχετιζόταν με τον Ζαώρδιλ τον Σκοτωμένο.

Οι ημέρες περνούσαν και τα ψυχικά βασανιστήρια των μάγων της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ συνεχίζονταν ακατάπαυστα. Ο Άρδαλον’λι πάλευε για να υφαίνει τη Μαγγανεία Προκαλύψεως κάθε φορά που αυτή χρειαζόταν ανανέωση. Πάλευε για να καταφέρει να κοιμηθεί μια, δυο ώρες την ημέρα ώστε να αναπληρώσει τις δυνάμεις του. Προσπαθούσε συνεχώς να απομακρύνεται πνευματικά από τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο, να κρατά την ψυχή του ασφαλή και το μυαλό του καθαρό. Η θέλησή του ήταν ισχυρή, και τώρα όλη της η δύναμη τού φαινόταν απαραίτητη. Ένας λιγότερο ισχυρός μάγος μπορεί ήδη να είχε αρχίσει να ουρλιάζει, μπορεί ήδη να είχε παραφρονήσει εδώ κάτω.

Η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει, για να ελαφρύνει το φορτίο του, για να απομακρύνει τον πόνο του. Του τραγουδούσε μέσα στο μυαλό του, και το τραγούδι της ήταν το κελάρυσμα του νερού· χόρευε γι’αυτόν επάνω στον ποταμό, παίρνοντας υπέροχες σαγηνευτικές μορφές που ο Άρδαλον έβλεπε με τα πνευματικά του μάτια· τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε, και του έλεγε ότι σύντομα θα έβγαιναν από εδώ και θα τσάκιζαν αυτούς τους κακούς ανθρώπους. Ενώ στην αρχή ο Άρδαλον προσπαθούσε να παρηγορήσει την Αθήρευτη Κόρη, τώρα οι ρόλοι τους φαινόταν να έχουν αντιστραφεί. Αυτό εκείνος δεν το θεωρούσε καλό σημάδι.

«Η Έρικα επέστρεψε;» ρωτούσε τη Νερκάδλη κάθε φορά που ερχόταν για να του φέρει φαγητό.

«Όχι ακόμα. Θέλεις κάτι άλλο να σου φέρω;»

Ο Άρδαλον’λι, όμως, δεν ήξερε τι άλλο να ζητήσει. Εδώ κάτω, μες στο σκοτάδι, του έμοιαζε πως είχε ό,τι του χρειαζόταν.

Δύο φορές, αισθάνθηκε μάγους να προσπαθούν να βρουν τη Μαγγανεία Προκαλύψεώς του με Ξόρκια Εντοπισμού Προκαλύψεως· και πρέπει να ήταν καλύτεροι από εκείνον σε τέτοιου είδους μαγείες: του τάγματος των Διαλογιστών, πιθανώς. Δεν κατόρθωσαν, όμως, να ανακαλύψουν τη μαγγανεία του· ο Άρδαλον επικέντρωσε όλες του τις δυνάμεις επάνω της – όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει – για να κρατήσει αυτήν και τον εαυτού του κρυμμένους. Και το γεγονός ότι βρισκόταν εδώ κάτω, σ’ετούτη την τρύπα, πρέπει να τον είχε βοηθήσει. Ευτυχώς, οι μάγοι δεν επέμειναν πολύ· και τις δύο φορές, όταν είδαν ότι δεν εντόπιζαν τίποτα, έφυγαν. Μάλλον δεν το θεωρούσαν πιθανό να κρύβεται στην Αρένα.

*

Η Νατμάλι ατένισε τον Ζαώρδιλ από πάνω ώς κάτω, σαν να αναρωτιόταν αν ήταν ερωτικά ελκυστικός ή σε ποιο δουλοπάζαρο θα έπιανε καλύτερη τιμή. Ο Ζαώρδιλ την αγριοκοίταξε, καθώς εκείνη στεκόταν στο κέντρο του μικρού καθιστικού του σπιτιού της αφού τους είχε μόλις ανοίξει την εξώπορτα για να μπουν. Ήταν ντυμένη μ’ένα κοντό φαρδύ παντελόνι και με μια κοντομάνικη φαρδιά μπλούζα· και τα δύο ενδύματα έμοιαζαν να κρέμονται επάνω στο λιγνό μαυρόδερμο σώμα της. Τα κοντά, πράσινα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα από τον ύπνο. Αλλά τα μάτια της δεν έμοιαζαν καθόλου να κοιμούνται.

Παίρνοντας το βλέμμα της από τον Ζαώρδιλ το έστρεψε στην Έρικα. «Καινούργιος πράκτορας;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Αυτός είναι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος.»

Τα μάτια της Νατμάλι γούρλωσαν προς στιγμή. Κοίταξε ξανά τον άντρα με το σημαδεμένο πρόσωπο. «Εσύ είσαι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος;»

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος ουδέτερα.

Η Νατμάλι ανασήκωσε τους κοκκαλιάρικους ώμους της. «Καλωσόρισες στην Κάρνατεβ.»

«Ευχαριστώ.»

«Καθίστε,» είπε η Νατμάλι στους τρεις επισκέπτες της. «Να σας φέρω κάτι να πιείτε;»

«Αν έχεις την καλοσύνη,» αποκρίθηκε η Έρικα, καθώς εκείνη, ο Ζαώρδιλ, και η Φαίδρα κάθονταν στις καρέκλες του τραπεζιού της Νατμάλι.

Η Νατμάλι άνοιξε ένα μπουκάλι με Ιπτάμενο Λύκο, γέμισε τρία ποτήρια, και τους τα πήγε. Ύστερα κάθισε αντίκρυ τους στο τραπέζι.

«Θα άκουσες,» της είπε η Έρικα, «για τα Ορυχεία Ιπταερίου…»

«Ήταν δυνατόν να μην ακούσω; Είναι το πιο πολυσυζητημένο θέμα στην πόλη. Έχω και νέα ειδικά για σένα, όμως.»

«Τι νέα;»

«Ο Χάραλκιρ μού είπε ότι στην Αρένα βρίσκεται ένας γνωστός σου: ο Άρδαλον’λι–»

«Ο Άρδαλον; Πώς;» Η Έρικα αισθάνθηκε μια ξαφνική ανακούφιση να τη γεμίζει ευχάριστα. Δεν είναι νεκρός! Δεν σκοτώθηκε εξαιτίας μου!

«Ο Χάραλκιρ δεν μου είπε λεπτομέρειες· μου ζήτησε μόνο να σου το πω. Τον κρύβουν εκεί, εδώ και μέρες, και κανένας δεν τον έχει βρει, απ’ό,τι ξέρω.»

Οι πράκτορές μου τον βοήθησαν. Εγώ τον έμπλεξα, εγώ τον έσωσα. Δεν είναι νεκρός! «Ποιος τον κυνηγά; Ο Αρχισυγκλητικός;»

«Υποθέτω,» είπε η Νατμάλι. «Βασικά, άκουσα για τη φασαρία στην Αρένα από μόνη μου, και μάλλον ο Άρδαλον’λι ήταν που την προκάλεσε.»

«Τι φασαρία;»

«Πριν από κάποιες ημέρες, ο Σέρκαδελ’λι, ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ, σκοτώθηκε στην Αρένα, καθώς κι ένας άλλος μάγος που ήταν μαζί του. Και λένε πως τους δολοφόνησε ένας μάγος τον οποίο τώρα ψάχνουν και ο οποίος παλιά υπηρετούσε την Παντοκράτειρα – λες και πολλοί άλλοι που βρίσκονται στη Μαγική Σχολή δεν υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα…» Η Νατμάλι μόρφασε αναποδογυρίζοντας τα μάτια. «Τέλος πάντων, υποθέτω πως ο μάγος που κυνηγάνε είναι ο Άρδαλον’λι.»

«Δεν έχουν δημοσιοποιήσει το όνομά του;»

«Όχι.»

«Δεν ρώτησες τον Χάραλκιρ;»

«Σου εξήγησα: μου είπε απλά να σου πω ότι ο Άρδαλον’λι κρύβεται στην Αρένα. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν μου έδωσε.»

Η Έρικα κοίταξε τον Ζαώρδιλ και τη Φαίδρα, οι οποίοι έμειναν σιωπηλοί. Ο Σκοτωμένος είχε ήδη αρχίσει να στρίβει ένα τσιγάρο και τώρα, τελειώνοντας το στρίψιμο, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε.

Η Έρικα ρώτησε τη Νατμάλι: «Εξακολουθούν να ψάχνουν όσους περνάνε από τις πύλες;»

«Από τότε που τα Ορυχεία Ιπταερίου καταστράφηκαν, αυτό σταμάτησε. Όμως μη νομίζεις ότι έχουν πάψει και να σε αναζητούν.»

«Ούτε για μια στιγμή δεν διανοήθηκα τέτοιο πράγμα,» είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά. «Μπορούμε, όμως, να περάσουμε την Πύλη του Λιμανιού ανενόχλητοι, σωστά; Δε θα μας κάνουν έλεγχο…»

«Δε νομίζω,» αποκρίθηκε η Νατμάλι. «Ειδικά άμα περάσετε επάνω σε άμαξα, αποκλείεται.»

«Και ο Χάραλκιρ τέτοια ώρα είναι στο σπίτι του, έτσι;»

«Υποθέτω,» μόρφασε η Νατμάλι.

«Δεν έχει τηλεπικοινωνιακό δίαυλο να τον καλέσουμε για να μάθουμε;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

Η Νατμάλι τον ατένισε σαν να ήταν χαζός. «Τι λες, ρε φίλε; Θες να μπλέξουμε σε καμια ιστορία;»

«Παρακολουθούν τις τηλεπικοινωνίες των σπιτιών σας;» απόρησε ο Ζαώρδιλ.

«Απ’ό,τι ξέρουμε, όχι,» του είπε η Νατμάλι, «αλλά τέτοια πράγματα δεν τα ρισκάρεις χωρίς λόγο. Δε θέλω κανένας να ξέρει ότι εγώ έχω καμια σχέση με τον Χάραλκιρ, και ούτε ο Χάραλκιρ μάλλον θέλει να ξέρουν ότι εκείνος έχει καμια σχέση μ’εμένα.»

«Ούτε εγώ,» πρόσθεσε η Έρικα, «θέλω κανένας να ξέρει ότι οι δυο σας γνωρίζεστε.»

«Κατάλαβες πώς είναι τα πράγματα;» είπε η Νατμάλι στον Ζαώρδιλ.

Ναι, σκέφτηκε ο Σκοτωμένος καπνίζοντας το τσιγάρο του· είστε όλοι παλαβοί σ’αυτή τη γαμημένη πόλη.

*

Η άμαξα τούς πέρασε από την Πύλη του Λιμανιού χωρίς κανένα πρόβλημα, ακριβώς όπως η Νατμάλι είχε προβλέψει. Συνέχισαν επάνω στη Μεγάλη Λεωφόρο, διέσχισαν την Κεντρική Αγορά (όπου η κίνηση ήταν μειωμένη τώρα, μες στο καυτό μεσημέρι), έστριψαν στην Οδό του Γέροντα, μπήκαν σε μικρότερους δρόμους, και σταμάτησαν στη γωνία όπου είχε ζητήσει η Έρικα. Άνοιξε το βαλάντιό της, πλήρωσε τον αμαξά μισό ευγενές, και εκείνη, ο Ζαώρδιλ, και η Φαίδρα’λι βγήκαν από την άμαξα.

Προχώρησαν μέσα στους σιωπηλούς δρόμους κατευθυνόμενοι προς το σπίτι του Χάραλκιρ.

Ο Ζαώρδιλ ρώτησε, καθώς κάπνιζε πάλι: «Είναι κι αυτός ο πράκτοράς σου τόσο γοητευτικός όσο η προηγούμενη;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά μέσα από την κουκούλα της. «Καλύτερος.»

«Μη μου λες τέτοια…»

«Δε μοιάζουν καθόλου,» είπε η Φαίδρα. «Δε θυμάσαι, αρχηγέ, που σου είπα ότι μας έκρυψε όταν μας κυνηγούσαν; Εδώ είχαμε έρθει.» Και αναστέναξε, γιατί στο μυαλό της ήταν συνεχώς ο Φέκταρελ, και ήξερε ότι τώρα δεν μπορούσε να πάει πουθενά για να τον βρει. Δεν υπήρχε καμια μυθική Πόλη των Νεκρών όπου μπορούσε να ταξιδέψει για να τον σώσει από τα χέρια κάποιου θεού που κρατούσε όλους τους νεκρούς δούλους.

Το σπίτι του Χάραλκιρ δεν ήταν μακριά, και σύντομα έφτασαν. Πέρασαν την είσοδο της πολυκατοικίας, αφού χτύπησαν το κουδούνι, και πλησίασαν την πόρτα του διαμερίσματος στο ισόγειο. Η πόρτα άνοιξε και ο Χάραλκιρ τούς έκανε νόημα να μπουν. Μόλις ήταν μέσα, έκλεισε πίσω τους.

«Φαίδρα,» είπε βλέποντάς τους να βγάζουν τις κουκούλες τους. «Δεν περίμενα ότι εσύ θα ξαναρχόσουν στην Κάρνατεβ τόσο σύντομα.»

«Εδώ είμαι, όμως,» είπε μουντά η μάγισσα.

«Τι κάνει ο Φέκταρελ;»

Η Φαίδρα απέφυγε το βλέμμα του. «Δεν είναι…» Δε μπορούσε να συνεχίσει. Βημάτισε μέσα στο σπίτι του Χάραλκιρ, αναστενάζοντας.

Ο πράκτορας συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.

«Ο Φέκταρελ,» εξήγησε ήπια η Έρικα, «είναι νεκρός. Σκοτώθηκε στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Στον πόλεμο.»

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων…» μουρμούρισε ο Χάραλκιρ. «Λυπάμαι. Η Σανκάρλι ελπίζω, τουλάχιστον, να είναι καλά…»

«Η Σανκάρλι είναι καλά,» τον διαβεβαίωσε η Έρικα. «Την πήγα σε ασφαλές μέρος.»

«Χαίρομαι,» είπε ο Χάραλκιρ. «Πραγματικά χαίρομαι. Δεν ήταν πια να μένει εδώ, ύστερα απ’όσα έγιναν.» Κοίταξε τον Ζαώρδιλ. «Κι εσύ ποιος είσαι;»

«Αυτός είναι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος, Χάραλκιρ,» τον σύστησε η Έρικα.

Ο Χάραλκιρ συνοφρυώθηκε ξανά, ατενίζοντάς τον. «Εσύ είσαι ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος;» Έμοιαζε ξαφνιασμένος.

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε την Έρικα με όψη που έλεγε: Πάλι τα ίδια…

Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Μάλλον δεν τους φαίνεσαι για Σκοτωμένος.»

Ο Ζαώρδιλ κούνησε το κεφάλι καθώς τελείωνε το τσιγάρο του. «Υπάρχει τασάκι;» ρώτησε τον Χάραλκιρ.

«Ναι, φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος, «εκεί.» Έδειξε στο τραπεζάκι. «Και, Έρικα, έχω να σου πω κάτι σημαντικό. Δύο σημαντικά πράγματα, βασικά· αλλά το ένα είναι σημαντικότερο–»

«Ο Άρδαλον’λι είναι στην Αρένα.»

«Σ’το είπε η Νατμάλι, ε;»

«Ναι. Αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες.»

Αφού κάθισαν, ο Χάραλκιρ τούς εξήγησε τι είχε συμβεί στην Αρένα: ότι ο Σέρκαδελ’λι είχε φέρει τον Άρδαλον’λι εκεί, φρουρούμενο, και ο Άρδαλον είχε κάπως καταφέρει να σκοτώσει και τον Αρχιμάγο και όλους όσους βρίσκονταν μαζί του. «Αν η Νερκάδλη δεν τον είχε κρύψει, όμως, θα τον είχαν συλλάβει μετά· αποκλείεται να τους είχε ξεφύγει.»

«Κι ακόμα κρυμμένο τον έχει;» ρώτησε η Έρικα.

«Ναι, και κανένας δεν φαίνεται να έχει υποψιαστεί τίποτα. Οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού πρέπει να νομίζουν ότι είναι κάπου μακριά από την Αρένα. Ίσως πια να πιστεύουν ότι έχει φύγει κι από την πόλη.»

«Γι’αυτό δεν γίνεται έλεγχος στις πύλες;»

«Μπορεί,» είπε ο Χάραλκιρ. «Ή ίσως να μη θέλουν να τον κρατήσουν μες στην πόλη. Ίσως να ερευνούν και την ύπαιθρο γύρω από την Κάρνατεβ, προτιμώντας να τον πιάσουν εκεί. Εξάλλου, τραυματίστηκε όταν αντιμετώπισε τον Αρχιμάγο και τους άλλους. Έφαγε μια σφαίρα στο πόδι. Μου το είπε η Νερκάδλη, που τον περιποιήθηκε. Και η Νερκάδλη το είπε επίσης στους φρουρούς: τους είπε ότι τον είδε να φεύγει κουτσαίνοντας, φανερά τραυματισμένος, αλλά δεν τον πλησίασε γιατί φοβήθηκε τον θεό του και γιατί έπρεπε να ηρεμήσει το Μεγαθήριο. Ο Άρδαλον’λι είχε εξαγριώσει ένα Μεγαθήριο εκεί μέσα – ίσως τυχαία, ίσως για να προκαλέσει αναστάτωση και να ξεφύγει.»

«Μάλιστα,» είπε η Έρικα. «Θα τον πάρω από εδώ, τώρα.»

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Εννοείται. Πρέπει. –Α, ναι, είδα και τους δύο προδότες. Τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ.»

Τα μάτια της Έρικας στένεψαν. «Πού;»

«Στην πύλη της Αρένας. Ήταν ντυμένοι με βρόμικα και κουρελιασμένα ρούχα, ξυπόλυτοι, και κοίταζαν γύρω-γύρω, σαν να έψαχναν για κάτι ή για κάποιον. Κι αυτό, μάλιστα, έγινε την ίδια μέρα που έγινε κι η ιστορία με τον Άρδαλον’λι. Το ίδιο πρωινό. Συγχρόνως, ουσιαστικά. Δεν ξέρω αν ήταν συμπτωματικό ή όχι.»

«Τι ήθελαν ο Άσλατμιρ και η Σέρυ;»

«Νομίζω πως προσποιούνταν ότι ήταν δραπέτες,» είπε ο Χάραλκιρ, «προκειμένου να έρθω σε επαφή μαζί τους. Μπορεί να μην ξέρουν για εμένα, συγκεκριμένα, αλλά ξέρουν ότι κάποιοι πράκτορές σου σίγουρα βρίσκονται στην Αρένα.»

«Πιστεύεις ο Αρχισυγκλητικός τούς έστειλε εκεί, ως δόλωμα;»

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Ναι. Όταν όμως άρχισε φασαρία, με τη δολοφονία του Αρχιμάγου και τα λοιπά, ο Άσλατμιρ και η Σέρυ εξαφανίστηκαν· δεν ξέρω πού πήγαν.»

«Κι από τότε δεν τους έχεις ξαναδεί;»

«Όχι.»

Ο Ζαώρδιλ είπε: «Αποκλείεται να ήταν δραπέτες που έψαχναν για βοήθεια;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται,» απάντησε ο Χάραλκιρ, «αλλά δεν το θεωρώ πιθανό. Αν ήταν δραπέτες, κατά πρώτον, οι πράκτορες του Αρχισυγκλητικού θα τους είχαν αμέσως πλησιάσει για να τους συλλάβουν. Και κυκλοφορούν αρκετοί πράκτορες του Αρχισυγκλητικού τελευταία έξω απ’την πύλη της Αρένας. Επειδή έμαθαν για εμάς, προφανώς, και θέλουν να βρουν την Έρικα.»

«Και δεν θα μας δουν άμα πάμε να πάρουμε τον Άρδαλον’λι από εκεί;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«Θα πάμε τη νύχτα,» είπε ο Χάραλκιρ. «Αλλά, βέβαια, ναι, μπορεί κάποιοι να μας δουν. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι· εννοείται.»

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε την Έρικα. Εκείνη δεν έδειχνε να διαφωνεί μ’αυτό το σχέδιο.

Ο Χάραλκιρ είπε: «Έχω μάθει και κάτι ακόμα. Σχετικά με τον Σέρκαδελ’λι. Αν και δεν ξέρω τι αξία μπορεί να έχει πλέον.»

«Τα πάντα έχουν αξία,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Πες μου.»

«Ο Σέρκαδελ’λι κατέληξε εδώ επειδή ένας ξάδελφός του είναι Συγκλητικός της Κάρνατεβ.»

«Είναι δυνατόν;»

«Όπως φαίνεται, είναι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν από χρόνια έμπορος, έχοντας ξεκινήσει από τις Ενδότερες Πολιτείες και έχοντας φτάσει ώς την Κάρνατεβ. Με τον Βέργκεδελ είχε καλές σχέσεις, έτσι εκείνος τον προώθησε για να πάρει πολιτική θέση στην πόλη–»

«Μα, για να γίνεις Συγκλητικός, πρέπει να είσαι πολίτης της Κάρνατεβ…»

«Ο Βέργκεδελ τον είχε κάνει πολίτη, από παλιά, όταν ήταν απλά ακόμα ένας Συγκλητικός.»

«Πώς τον λένε;»

«Έλρακαμ, γιος του Θέτερνιλ· πολίτης της Κάρνατεβ πλέον, έμπορος, και Συγκλητικός. Μένει εδώ, μόνιμα. Έχει χρόνια να πάει στις Ενδότερες Πολιτείες, αν και συνεχίζει να έχει εμπορικές σχέσεις και μ’αυτές τις περιοχές, φυσικά.»

«Έλρακαμ, είπες;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Γιος του Θέτερνιλ;»

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Ναι.»

«Τον ξέρω. Δηλαδή, όχι προσωπικά, αλλά είχαμε προστατέψει ένα καραβάνι του όταν ήμασταν στις Ενδότερες Πολιτείες. Θα ερχόταν από τη διαστασιακή δίοδο για Σάρντλι, και το περιμέναμε για να το οδηγήσουμε με ασφάλεια στη Σόλβαρκεθ. Το πέρασμα για Σάρντλι ξέρεις πού είναι, έτσι; Μέσα στους Πυκνούς Τόπους. Υπάρχουν κάποια μονοπάτια που μπορείς ν’ακολουθήσεις για να φτάσεις εκεί, βέβαια, αλλά οι Πυκνοί Τόποι είναι επικίνδυνοι – όλο θηρία και άγριους θεούς. Πληρωθήκαμε καλά, όμως· δεν έχω παράπονο. Ο Έλρακαμ είναι πλούσιος.»

«Αναμφίβολα είναι,» συμφώνησε ο Χάραλκιρ. «Γι’αυτό και ο Βέργκεδελ τον θέλει για υποστήριξη.»

«Ο Έλρακαμ, επομένως, είναι που προώθησε τον Σέρκαδελ’λι για τη θέση του Αρχιμάγου;» είπε η Έρικα.

«Έχοντας πρώτα συμφωνήσει το θέμα με τον Βέργκεδελ, υποθέτω. Ίσως, μάλιστα, να είχαν σχεδιάσει αναμεταξύ τους και τη δολοφονία της προηγούμενης Αρχιμάγισσας της Κάρνατεβ.»

«Ποιος είναι Αρχιμάγος τώρα που ο Σέρκαδελ’λι σκοτώθηκε;» θέλησε να μάθει η Έρικα.

«Ο Κάλβριλ’λι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ. «Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν είναι προσκείμενος στον Βέργκεδελ.»

«Σοβαρολογείς;»

«Ναι. Η απόφαση πάρθηκε πριν από δύο ημέρες, κατόπιν ψηφοφορίας των μάγων της Σχολής· και τώρα το κλίμα στην πόλη δεν είναι και τόσο υπέρ του Βέργκεδελ όσο ήταν παλιά. Η καταστροφή των Ορυχείων Ιπταερίου τούς έχει τρομάξει όλους, και ο πόλεμος εναντίον του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων ήταν μια πολύ μεγάλη ήττα για την Κάρνατεβ. Πολλοί διαμαρτύρονται τώρα για τις μεθόδους του Αρχισυγκλητικού, Έρικα, πάρα πολλοί.»

«Ετοιμάσου να διαμαρτυρηθούν ακόμα περισσότεροι,» είπε η Έρικα μειδιώντας λιγάκι στραβά.

«Τι ξέρεις που δεν ξέρω;»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον και η Βουλή των Καπεταναίων αποφάσισαν να κάνουν εμπορικό και πολιτικό αποκλεισμό στην Κάρνατεβ. Δε θα δέχονται ούτε πλοία ούτε αεροσκάφη της στις Γεφυρωμένες Νήσους. Ούτε θα κάνουν καμια οικονομική συναλλαγή μαζί της.»

«Έχεις δίκιο,» είπε ο Χάραλκιρ. «Αυτό θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερες αντιδράσεις.»

«Ορισμένοι θαλασσάρχοντες, μάλιστα, πρότειναν πόλεμο εναντίον της Κάρνατεβ· και το μόνο που έκανε την απόφαση της Βουλής να μην είναι αυτή ήταν το γεγονός ότι το Βασίλειο έχει υποστεί πολλές ζημιές και απώλειες ύστερα από την επίθεση του Αρχισυγκλητικού.»

«Μάλιστα,» είπε ο Χάραλκιρ σκεπτικά, στρίβοντας το μυτερό πράσινο γένι του.

«Θα μας οδηγήσεις το βράδυ στην Αρένα, λοιπόν;» τον ρώτησε η Έρικα, αλλάζοντας θέμα.

«Ναι, αν θέλεις.»

«Μέχρι τότε να μείνουμε εδώ;»

«Ναι, αλλά χωρίς κανένας να μπορεί να το ανακαλύψει. Δεν ανάβετε φώτα όσο θα λείπω, το απόγευμα, δεν απαντάτε στην πόρτα ούτε στον επικοινωνιακό δίαυλο.»

«Εννοείται,» συμφώνησε η Έρικα.

«Όταν πάρετε τον Άρδαλον’λι από την Αρένα, πού σκοπεύετε να τον πάτε;»

«Στο πλοίο μας. Δε θα τον κρατήσουμε εδώ, φυσικά.»

Ο Χάραλκιρ ένευσε. «Ακριβώς αυτό ήθελα να σου πω. Πρέπει να φύγει από την πόλη. Τυχερός είναι που οι μάγοι του Αρχισυγκλητικού δεν τον έχουν εντοπίσει ακόμα.»

«Ο Άρδαλον’λι είναι πολύ ικανός στην τέχνη του για να τον εντοπίσουν»· αλλά περισσότερο για τον εαυτό της αισθανόταν να το λέει αυτό παρά για τον πράκτορά της. «Εμείς, όμως, δεν θα φύγουμε από την πόλη, Χάραλκιρ.»

«Θα μείνετε;»

«Ναι. Έχω δουλειές εδώ.»

*

Κάποιος έρχεται! τον προειδοποίησε η τραγουδιστή φωνή της Αθήρευτης Κόρης του Ατέρμονου Ποταμού, μέσα στο μυαλό του. Η γυναίκα με το μαύρο βέλο! Η θηριοδαμάστρια. Η αύρα της ήταν που πλησίαζε.

Ο Άρδαλον’λι ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι. Περίμενε, σιωπηλά, ενώ αισθανόταν τους μάγους της Σχολής της Κάρνατεβ να βασανίζουν τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο. Ο Άρδαλον έβλεπε εφιάλτες όσο κοιμόταν – όποτε κατάφερνε να κοιμηθεί.

Το χέρι του πήγε στο πιστόλι του, για καλό και για κακό. Η Αθήρευτη Κόρη έλεγε πως η Νερκάδλη ήταν που ερχόταν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις….

Ο πολύκερως από πάνω του ακούστηκε να σηκώνεται και να βαδίζει. Οι οπλές του χτυπούσαν στο πάτωμα. Τα ρουθουνίσματά του αντηχούσαν. Και μαζί μ’αυτά το ξεκλείδωμα της πόρτας του κελιού, και η χαμηλή φωνή της Νερκάδλης.

Η πλάκα πάνω από τον Άρδαλον σύρθηκε, και η όψη της θηριοδαμάστριας φάνηκε, κρυμμένη πίσω από το μαύρο βέλο της.

«Η Έρικα είναι εδώ,» του είπε. «Βγες· θα σε πάρει μαζί της. Μπορείς να βγεις;»

«Νομίζω. Ελπίζω να μην έχω πιαστεί τόσο πολύ εδώ κάτω,» μούγκρισε ο Άρδαλον’λι, καθώς άρπαζε τις άκριες της τρύπας και τραβούσε τον εαυτό του επάνω με κάποια δυσκολία. Τα σπασμένα πλευρά του ακόμα τον πονούσαν. Τον πονούσαν περισσότερο από το τραύμα στο πόδι του: αυτό δεν είχε αργήσει να περάσει. Τα κόκαλα χρειάζονταν χρόνο για να δέσουν καλά, και ένας σκληρός επίδεσμος ήταν τυλιγμένος σφιχτά γύρω τους.

Όταν ο Άρδαλον ήταν επάνω, μέσα στο κελί, η Νερκάδλη απομάκρυνε τον πολύκερω μ’ένα βλέμμα της μόνο. Το άλογο με τα κέρατα από το κεφάλι ώς την ουρά έκανε πίσω, υπάκουα, πηγαίνοντας σε μια γωνία του κελιού.

Η θηριοδαμάστρια ένευσε στον μάγο να την ακολουθήσει, και βγήκαν από το κελί. Η Νερκάδλη το έκλεισε και το κλείδωσε, και έδωσε στον Άρδαλον’λι μια κάπα. «Φόρεσέ την,» είπε, «και βάλε και την κουκούλα.»

Εκείνος υπάκουσε δίχως δισταγμό.

Αισθανόταν τα πόδια του μουδιασμένα ύστερα από τόσες μέρες που ήταν χωμένος κάτω από το έδαφος, αλλά ακολούθησε τη Νερκάδλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στους αδιακόσμητους διαδρόμους της Αρένας.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε εκείνη.

«Ναι, απλώς πιασμένος.»

«Το πόδι σου;»

«Δεν έχει τίποτα. Τι ώρα είναι; Νύχτα;» Είχε δει σκοτάδι έξω από ένα παράθυρο που είχαν προσπεράσει.

«Ναι,» αποκρίθηκε η θηριοδαμάστρια. «Μεσάνυχτα πλησιάζουν. Μη μιλάς τώρα. Έχει φρουρούς, και μην ξεχνάς ότι είμαι δούλα. Αν μου πουν να σταματήσω – πράγμα απίθανο, βέβαια, γιατί με ξέρουν – πρέπει να σταματήσω.»

Ο Άρδαλον’λι ένευσε με το κουκουλωμένο κεφάλι του.

Και, λίγο παρακάτω, μπροστά σε μια πύλη, ο φρουρός είπε: «Τι είν’ αυτός, Νερκάδλη;»

«Ο γέρο-Βάντραμιλ.»

«Τι; Στουπί πάλι;» μούγκρισε ο φρουρός.

«Μη σε νοιάζει,» είπε η Νερκάδλη βάζοντας το χέρι της στον ώμο του Άρδαλον’λι και τραβώντας τον μαζί της· «τον έχω αναλάβει τώρα· θα τον πάω στο δωμάτιό του.»

«Σε κελί πρέπει να τον κλείσουμε! Πώς μπήκε εδώ, ο κερατοκαρφωμένος, χωρίς να τον μπανίσω;»

Η Νερκάδλη δεν απάντησε σ’αυτό, καθώς περνούσαν την πύλη κι απομακρύνονταν, αφήνοντας τον φρουρό πίσω τους.

«Ποιος είναι ο γέρο-Βάντραμιλ;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι, διασκεδασμένος από το όλο θέατρο.

«Ένας παλιός δούλος της Αρένας. Μέθυσος, και τελευταία πρέπει κιόλας νάχει αρχίσει να τα χάνει.»

«Με παρομοιάζεις με υπέροχους ανθρώπους…» γέλασε σιγανά ο Άρδαλον’λι.

«Κανένας δεν του δίνει πολύ σημασία.»

Έφτασαν σε μια αίθουσα της Αρένας κάτω από τις κερκίδες: ένα μέρος απ’όπου περνούσαν οι μονομάχοι προτού βγουν για να πολεμήσουν. Μια πύλη ήταν ανοιχτή αντίκρυ τους, με τις άκριες των σηκωμένων κάγκελών της να θυμίζουν δόντια πελώριου θηρίου μες στη νύχτα.

Μπροστά στην πύλη στέκονταν τρεις κουκουλοφόρες φιγούρες.

«Σας τον έφερα,» είπε η Νερκάδλη. «Τον αναλαμβάνετε εσείς από εδώ.»

«Σ’ευχαριστώ, Νερκάδλη,» αποκρίθηκε η Έρικα, «γι’ακόμα μια φορά.»

Η θηριοδαμάστρια ένευσε κοφτά κι έφυγε από τη μεριά όπου είχε έρθει.

Η Έρικα πλησίασε τον Άρδαλον’λι. «Είσαι καλά;»

«Προσπαθώ,» αποκρίθηκε εκείνος, με φωνή τραχιά, ξεραμένη. «Η θηριοδαμάστριά σου μου έσωσε τη ζωή. Αν δεν ήταν αυτή, θα ήμουν νεκρός. Ένα Μεγαθήριο θα με είχε συνθλίψει προτού προλάβουν να με σκοτώσουν οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού.»

«Θα έρθεις μαζί μας τώρα,» του είπε η Έρικα. «Όλα θα πάνε καλά… Και με συγχωρείς, Άρδαλον,» πρόσθεσε με κάποια δυσκολία.

Ο μάγος συνοφρυώθηκε μέσα στην κουκούλα του. «Να σε συγχωρέσω; Για τι; Επειδή με έσωσες; Υπάρχουν άνθρωποι που μου έχουν κάνει χειρότερα πράγματα, Έρικα.»

«Επειδή σε έμπλεξα εξαρχής. Εγώ σού πρότεινα να συμμαχήσουμε για να–»

«Μην είσαι ανόητη. Έμπλεξα τον εαυτό μου. Ήθελα να εκδικηθώ τον Σέρκαδελ’λι… και, τελικά, τα κατάφερα.»

«Δε φεύγουμε τώρα;» είπε ο ένας από τους δύο κουκουλοφόρους πίσω τους, με αντρική φωνή.

Η Έρικα στράφηκε. «Θα φύγουμε.»

Ο Άρδαλον’λι προσπάθησε να διακρίνει ποιοι ήταν οι άλλοι δύο, καθώς τους πλησίαζε. «Φαίδρα…» είπε. «Κι εσύ;»

«Ζαώρδιλ,» συστήθηκε εκείνος, «ο Σκοτωμένος.»

«Ο αρχηγός των Ζωντανών-Νεκρών. Οφείλω να πω ότι δεν σε περίμενα εδώ…»

«Εδώ είμαι, όμως,» είπε ο Ζαώρδιλ, και πέρασαν κάτω από τα σιδερένια δόντια της πύλης, βγαίνοντας στον ανοιχτό χώρο της Αρένας.

Προχώρησαν κοντά στις κερκίδες, για να βρίσκονται στη σκιά του τείχους, καθώς κατευθύνονταν προς την πύλη που έβγαζε στην πόλη. Και η Έρικα είχε τα μάτια και τ’αφτιά της ανοιχτά για την παραμικρή ύποπτη κίνηση. Ο Χάραλκιρ τούς είχε προειδοποιήσει ότι ακόμα και τη νύχτα ήταν πολύ πιθανό πράκτορες του Αρχισυγκλητικού να παραφυλούν εδώ, έχοντας το νου τους για οτιδήποτε ασυνήθιστο. Κι εμείς, τώρα, είμαστε κάτι το ασυνήθιστο, σκέφτηκε η Έρικα. Αλλά δεν έβλεπε κανέναν να τους πλησιάζει. Βρισκόμαστε στη σκιά του τείχους, ίσως, γι’αυτό. Δεν μας διακρίνουν. Αναρωτιόταν, όμως, τι θα γινόταν μόλις έβγαιναν.

Έφτασαν στη μεγάλη πύλη και πέρασαν από κάτω της, χωρίς κανένας να τους εμποδίσει. Το μέρος δεν φρουρείτο· μόνο συγκεκριμένα, ευαίσθητα σημεία της Αρένας φρουρούνταν τις νύχτες. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε πως κανένας δεν παρακολουθούσε την πύλη – ειδικά έτσι όπως ήταν τα πράγματα τώρα.

Βγήκαν από την Αρένα, και η Έρικα είχε το χέρι της στο πιστόλι κάτω από τον μαγικό μανδύα της, έτοιμη να το τραβήξει. Πάλι, όμως, κανένας δεν ήρθε προς το μέρος τους. Οι νυχτερινοί δρόμοι γύρω από την Αρένα έμοιαζαν έρημοι. Έμοιαζαν.

Η Έρικα είδε τον Χάραλκιρ σε μια γωνία – μια σκιερή φιγούρα, τίποτα περισσότερο – και τίναξε τον μανδύα της μ’ένα συγκεκριμένο τρόπο: έναν τρόπο που είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι σήμαινε Όλα εντάξει, μπορείς να πηγαίνεις. Ο Χάραλκιρ στράφηκε κι εξαφανίστηκε μες στα σκοτάδια.

«Δε φαίνεται να υπάρχει καμία αντίσταση,» παρατήρησε ο Ζαώρδιλ καθώς απομακρύνονταν από την Αρένα.

«Ευτυχώς,» είπε η Έρικα.

Αλλά, μάλλον, είχε μιλήσει νωρίς.

«Κάποιοι έρχονται πίσω μας,» προειδοποίησε ο Άρδαλον’λι μετά από μια στιγμή.

Ο Ζαώρδιλ λοξοκοίταξε τον μάγο μέσα απ’την κουκούλα του. «Πώς το ξέρεις;»

«Η θεά μου τους κατάλαβε. Δύο είναι.»

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε στη Φαίδρα. «Μάγισσα;»

«Δεν ξέρω. Ο δικός μου θεός δεν έχει αντιληφτεί κανέναν. Αλλά μάλλον ο Άρδαλον έχει δίκιο.»

«Δύο είναι πίσω μας,» επέμεινε ο Άρδαλον’λι.

«Φεύγουμε γρήγορα, τότε,» είπε η Έρικα, και επιτάχυνε το βήμα της, στρίβοντας σε μια γωνία. Οι άλλοι την ακολούθησαν. Ο Άρδαλον’λι φαινόταν κουρασμένος, όμως, καταβεβλημένος.

«Είσαι ’ντάξει;» τον ρώτησε ο Ζαώρδιλ.

«…Οι μάγοι,» μούγκρισε εκείνος, αναπνέοντας βαριά. «Εκτός των άλλων, οι μάγοι….»

«Ποιοι μάγοι;»

«Κρατάνε τον έναν θεό μου αιχμάλωτο ακόμα, και τον βασανίζουν.»

«Και λοιπόν;»

«Το αισθάνομαι, ανόητε!» γρύλισε ο Άρδαλον’λι. «Ο δεσμός ενός Δεσμοφύλακα με τους θεούς του είναι πολύ ισχυρός.» Και ρώτησε την Έρικα: «Πού σκοπεύεις να πάμε; Θα φύγουμε από την πόλη;»

«Εσύ πρέπει οπωσδήποτε να φύγεις,» του απάντησε.

«Δε μπορώ να φύγω όσο κρατάνε τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο αιχμάλωτό τους. Όπου κι αν βρίσκομαι θα με βασανίζουν!»

«Πού τον έχουν;»

«Στη Μαγική Σχολή.»

«Δε μπορώ να εισβάλω στη Μαγική Σχολή για να τον σώσω, Άρδαλον,» είπε η Έρικα. «Πρέπει να φύγεις.»

«Δεν φεύγω,» αποκρίθηκε εκείνος, «χωρίς τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο!»

«Μα, θα σε βρουν αν μείνεις εδώ! Το πλοίο μας είναι στ’ανοιχτά· θα σε πάρει και θα–»

«Έρικα – δεν μπορώ να φύγω!»

«Μας πλησιάζουν!» τους διέκοψε η Φαίδρα. «Και είναι, σίγουρα, πάνω από δύο τώρα.»

Η Έρικα, ο Άρδαλον’λι, και ο Ζαώρδιλ στράφηκαν προς τα εκεί όπου έδειχνε η μάγισσα, και είδαν καμια ντουζίνα ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος τους, οπλισμένοι. Φρουροί της πόλης, ή μισθοφόροι του Αρχισυγκλητικού.

«Πίσω!» φώναξε ο Ζαώρδιλ τραβώντας αμέσως το πιστόλι του και πυροβολώντας τους. «Πίσω!» Αυτό τούς έκοψε τη φόρα· αναγκάστηκαν να σταματήσουν μέσα στον σκοτεινό δρόμο και να κολλήσουν στους τοίχους δεξιά κι αριστερά.

«Σταματήστε!» πρόσταξε ένας τους. «Σταματήστε!» Αλλά η Έρικα και οι σύντροφοί της ήδη έτρεχαν πίσω από μια γωνία, έτσι οι οπλοφόροι πυροβόλησαν στο κατόπι τους: οι σφαίρες χτύπησαν πλακόστρωτο και τοίχους, αντηχώντας μέσα στους έρημους δρόμους.

Η Φαίδρα εξαπέλυσε την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων καταπάνω στους εχθρούς, και κραυγές αντήχησαν από τη μεριά τους, ενώ ο Ζαώρδιλ πυροβολούσε τώρα με δύο πιστόλια, λέγοντας στην Έρικα και στον Άρδαλον’λι: «Φύγετε! Θα σας συναντήσουμε παρακάτω! Κι αν υπάρχει βοήθεια που μπορείς να καλέσεις, Έρικα – κάποιο όχημα – τώρα θα ήταν η κατάλληλη στιγμή.»

Η Έρικα βρήκε την πρότασή του συνετή και, καθώς εκείνη κι ο Άρδαλον απομακρύνονταν από τη συμπλοκή, έβγαλε τον τηλεπικοινωνιακό της πομπό και κάλεσε τον πράκτορά της που ονομαζόταν Τάμπριελ. Όταν εκείνος απάντησε – ευτυχώς, όχι αγουροξυπνημένος, παρατήρησε η Έρικα – του είπε ότι τον χρειαζόταν, τώρα αμέσως, στην Οδό του Γέροντα. «Φέρε το όχημά σου, να μας πάρεις.»

«Έρχομαι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Το δίκτυό σου είναι εκτεταμένο εδώ,» παρατήρησε ο Άρδαλον’λι, λαχανιασμένα, καθώς έτρεχαν προς τα νότια βλέποντας την Οδό του Γέροντα αντίκρυ τους, στο πέρας ενός μικρότερου δρόμου.

«Η ιδέα σου είναι,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Η ιδέα μου;»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Βλέπεις λοιπόν ότι τα πάντα είναι θέμα εντυπώσεων, Άρδαλον;» Βγήκαν στην Οδό του Γέροντα και σταμάτησαν να τρέχουν για να μη δίνουν στόχο. «Όπως σου έχω ξαναπεί,» συνέχισε η Έρικα, «οι πράκτορές μου στην Κάρνατεβ είναι ελάχιστοι, απλώς σε κατάλληλα σημεία ίσως.»

«Θ’αργήσει νάρθει αυτό το όχημα;»

«Ελπίζω πως όχι,» είπε η Έρικα, αφουγκραζόμενη τους πυροβολισμούς και τις κραυγές στους δρόμους πίσω τους. Συνειδητοποιώντας ότι είχαν ελαττωθεί αισθητά. Και μετά από λίγο έπαψαν τελείως. Ο Ζαώρδιλ και η Φαίδρα έρχονται. Πρέπει να έρχονται. Δεν ήθελε ούτε καν να υποθέσει ότι μπορεί να είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί.

Έκανε νόημα στον Άρδαλον’λι να την ακολουθήσει, και πήγαν κάτω από την ανοιχτή δερμάτινη τέντα ενός κλειστού χασάπικου.

«Δε μπορώ να φύγω, Έρικα,» της είπε ο μάγος. «Όχι χωρίς τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο.»

«Θα φροντίσω να τον πάρεις πίσω,» του υποσχέθηκε εκείνη, καθώς το πολυμήχανο μυαλό της διαμόρφωνε ακόμα ένα σχέδιο. «Αλλά τώρα πρέπει να φύγεις, Άρδαλον. Έχεις τα χάλια σου. Έχεις δει στον καθρέφτη πώς είσαι;»

Ο μάγος μειδίασε. «Ευχαριστώ, Έρικα.»

Εκείνη αποκρίθηκε, μ’ένα λιγάκι στραβό χαμόγελο: «Είναι η αλήθεια.»

Ο Ζαώρδιλ και η Φαίδρα ξεπρόβαλαν τότε από έναν δρόμο κάθετο στη μεγάλη Οδό του Γέροντα, κοιτάζοντας γύρω-γύρω. Η Έρικα τούς έγνεψε, κι αμέσως ήρθαν προς εκείνη και τον Άρδαλον’λι.

«Τι κάνετε;» είπε ο Ζαώρδιλ. «Τι περιμένετε;»

«Μεταφορικό μέσο.»

«Μέχρι νάρθει μεταφορικό μέσο, θάχει μαζευτεί όλη η φρουρά εδώ!»

«Περίμενε μια στιγμή. Είμαι σίγουρη ότι ο άνθρωπος μου δεν θα αργ–»

Μεταλλικοί τροχοί ακούστηκαν να κυλάνε με μεγάλη ταχύτητα επάνω στο πλακόστρωτο της Οδού του Γέροντα, κι ένα τετράκυκλο όχημα φάνηκε.

«Αυτός είναι,» είπε η Έρικα, υψώνοντας το χέρι της και γνέφοντάς του.

Το τετράκυκλο σταμάτησε μπροστά τους, κι ο Τάμπριελ είπε από το παράθυρο: «Μπείτε.» Πράγμα που δεν δίστασαν καθόλου να κάνουν, και ο οδηγός ξεκίνησε πάλι το όχημα παίρνοντάς τους γρήγορα από εδώ, πηγαίνοντάς τους μέσα στο Νοτιοανατολικό Τέταρτο της Κάρνατεβ.

«Τι συμβαίνει, Έρικα;» ρώτησε, καθώς η Έρικα ήταν καθισμένη πλάι του, στη θέση του συνοδηγού, ενώ οι άλλοι τρεις βρίσκονταν πίσω.

«Μας κυνηγάνε κάποιοι. Φρουροί, ίσως, ή μισθοφόροι του Αρχισυγκλητικού.»

«Δε βλέπω κανέναν στο κατόπι μας, τώρα,» παρατήρησε ο Τάμπριελ, κοιτάζοντας από τον καθρέφτη του οχήματος.

«Ούτε εγώ βλέπω κανέναν,» είπε ο Ζαώρδιλ, από πίσω.

«Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Τάμπριελ την Έρικα.

«Στο λιμάνι.»

Ο Τάμπριελ έστριψε δυτικά μέσα στους δρόμους του Νοτιοανατολικού Τέταρτου.

*

«Πώς θα σώσεις τον θεό μου, Έρικα;» ρώτησε ο Άρδαλον’λι, όταν στέκονταν στην προβλήτα όπου ήταν αραγμένη η μηχανοκίνητη βάρκα των Ζωντανών-Νεκρών. Ο Τάμπριελ είχε φύγει πριν από λίγο, μαζί με το τετράκυκλο όχημά του. «Δεν ξέρεις καν πώς να τον εντοπίσεις.»

«Δεν σκοπεύω να εισβάλω στη Μαγική Σχολή, όπως σου είπα. Έχω άλλα σχέδια.»

«Δηλαδή, εσύ θα μείνεις στην Κάρνατεβ τώρα…»

«Προφανώς.»

«Γιατί κι εγώ, λοιπόν, να μη μείνω μαζί σου; Έχω ούτως ή άλλως κάποιες ανολοκλήρωτες δουλειές…» Τα κουρασμένα μάτια του γυάλισαν άγρια.

«Μιλάς για τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ;»

«Ναι.»

«Τους έχω κι εγώ στη λίστα μου.»

«Άσε με, λοιπόν, να σε βοηθήσω. Δεν έχεις τίποτα να χάσεις,» επέμεινε ο Άρδαλον’λι.

Η Έρικα τον ατένισε με δισταγμό. Δεν του είχε πει ψέματα όταν του είπε ότι είχε τα χάλια του. Ο άνθρωπος φαινόταν κατάκοπος και μισότρελος. Και λογικό ήταν, ύστερα από τα βασανιστήρια που του είχαν κάνει και ύστερα από τόσες μέρες που βρισκόταν κλεισμένος εκεί όπου τον είχε η Νερκάδλη. Μπορεί να προσφέρει καμια πραγματική βοήθεια, ή περισσότερο βάρος θα μου είναι;

«Σοβαρολογείς;» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ. «Ο Αρχισυγκλητικός έχει τόσους μάγους στη δούλεψή του, οι οποίοι τώρα θα σε ψάχν–»

«Θα μου κάνεις μάθημα μαγείας, Ζαώρδιλ Σκοτωμένε;» Τα μάτια του Άρδαλον’λι τον κάρφωσαν σαν δηλητηριώδη μαχαίρια. «Οι μάγοι τους προσπαθούν εδώ και μέρες να με εντοπίσουν. Γιατί νομίζεις ότι δεν τα έχουν καταφέρει;»

«Ήταν βαθιά η τρύπα όπου είχες χωθεί;»

«Είμαι ισχυρότερος από αυτούς! Τους κρύφτηκα στην Αρένα και, σίγουρα, μπορώ να τους κρυφτώ κι εκεί που σκοπεύετε να μείνετε!»

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε τη Φαίδρα’λι ερωτηματικά. «Είναι τρελός, ή όχι τελείως;»

«Δεν αποκλείεται να τους κρύφτηκε,» αποκρίθηκε εκείνη. «Βασικά, έπρεπε να τους κρυφτεί, αλλιώς θα τον είχαν βρει. Όμως,» κοίταξε τον Άρδαλον, «μάλλον δεν ερευνούσαν συνέχεια την Αρένα, έτσι δεν είναι;»

«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε ο μάγος. «Νόμιζαν ότι είχα φύγει. Δυο φορές ήρθαν να ερευνήσουν μόνο. Αλλά εγώ έπρεπε διαρκώς να έχω ενεργή μια Μαγγανεία Προκαλύψεως. Κι αυτό με είχε εξουθενώσει, εξαιτίας των βασανιστηρίων του Λαίμαργου Ανεμοφάγου που ποτέ δεν έπαυαν. Ακόμα και τώρα, καθώς μιλάμε, τον ταλαιπωρούν, τα γεννήματα Λάμιας!»

«Μπορούσες να κάνεις μαγεία ενώ βασάνιζαν τον θεό σου στη Μαγική Σχολή;» ρώτησε η Φαίδρα, κοιτάζοντάς τον με κάποιο θαυμασμό και δέος.

«Αν δεν μπορούσα, θα με είχαν εντοπίσει και τώρα δεν θα ήμουν μαζί σας.»

Η Φαίδρα είπε στον Ζαώρδιλ και στην Έρικα: «Ας τον κρατήσουμε. Αφού μπορούσε να κάνει αυτό που λέει ενώ ήταν κρυμμένος στην Αρένα, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μη μπορεί να το κάνει και μετά. Επιπλέον, θα είμαι κι εγώ μαζί του.»

«Δε μ’αρέσει τούτη η ιδέα…» σχολίασε ο Ζαώρδιλ.

«Δεν παίρνω, όμως, διαταγές από εσένα,» του είπε ο Άρδαλον’λι· «δεν είμαι μισθοφόρος σου.»

Αγριοκοιτάχτηκαν σαν θηρία έτοιμα το ένα να χιμήσει στο άλλο. Και το γηραιότερο θηρίο ήταν, αναμφίβολα, τραυματισμένο, κουρασμένο, και εξαγριωμένο στα όρια της παραφροσύνης από τα βάσανά του.

Η Έρικα αισθάνθηκε τις τρίχες της να ορθώνονται βλέποντάς τους έτσι, και είχε την εντύπωση πως η έντονη αντιπάθεια του Άρδαλον προς τον Ζαώρδιλ οφειλόταν, εν μέρει, στο γεγονός ότι ο Ζαώρδιλ ήταν εραστής της. Και ίσως κι η αντιπάθεια του Ζαώρδιλ προς τον Άρδαλον να οφείλεται στον ίδιο λόγο, αν και το μόνο που ξέρει είναι ότι ο Άρδαλον ήταν κάποτε εραστής μου, παλιά.

«Εντάξει,» είπε η Έρικα διακόπτοντάς τους απότομα. «Εντάξει. Θα μείνεις μαζί μας, Άρδαλον.»

Ο Ζαώρδιλ τής έριξε ένα δυσαρεστημένο βλέμμα. «Ελπίζω να ξέρεις κάποιο πολύ καλό μέρος για να κρυφτούμε.»

«Μην ανησυχείς, θα μας βρει μέρος η Νατμάλι. Έχει ενοικιαζόμενα δωμάτια, εξάλλου· ίσως κάποια απ’αυτά να είναι άδεια.»

«Κι αν δεν είναι;»

«Θα πάμε άλλου. Ένας επιπλέον άνθρωπος δεν μας επιβαρύνει – αν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του.» Η Έρικα κοίταξε έντονα τον Άρδαλον’λι.

«Μην έχεις αμφιβολία γι’αυτό,» της είπε ο μάγος.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Έβδομο
Ο Εχθρός του Εχθρού μου…

Η Έρικα είχε, φυσικά, ένα αρκετά συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό της. Αλλά δεν μπορούσε να το βάλει αμέσως σε εφαρμογή. Έπρεπε να περάσουν μερικές ημέρες πρώτα, ώστε να μαθευτεί ο οικονομικός και πολιτικός αποκλεισμός του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων εναντίον της Κάρνατεβ και οι άνθρωποι της Κάρνατεβ να καταλάβουν πόσο αρνητικά μπορεί να ήταν τα αποτελέσματά του για την πόλη τους. Επομένως, η Έρικα χρειαζόταν ένα μέρος για να μένει μαζί με τους συντρόφους της. Η Νατμάλι δεν μπορούσε να τους προσφέρει τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά της γιατί, αυτή τη στιγμή, ήταν όλα κλεισμένα. Ήταν πολύ καλή στη δουλειά της για να μην έχει βρει ενοικιαστές… αλλά και για να μη μπορεί να βρει στην Έρικα και τους συντρόφους της άλλα δωμάτια για να διαμείνουν. Τους οδήγησε σε μια παλιά πολυκατοικία του λιμανιού που ολόκληρος ο πρώτος όροφός της ήταν άδειος και όλα τα δωμάτια νοικιάζονταν. Η Έρικα και οι άλλοι δεν χρειάστηκε καν να συναναστραφούν τον ιδιοκτήτη· η Νατμάλι κανόνισε τα περί πληρωμής γι’αυτούς. «Δεν μου είναι άγνωστος ο κύριος Κάρχαμωντ,» είπε στην Έρικα. «Τον έχω εξυπηρετήσει κι άλλες φορές, και το εκτιμά.» Η Νατμάλι είχε επαφές με σχεδόν τους πάντες στο μεγάλο λιμάνι της Κάρνατεβ, γι’αυτό κιόλας ήταν τόσο αποτελεσματική ως οδηγός. Ζούσε εμπορευόμενη πληροφορίες και κατευθύνσεις.

Έτσι, η Έρικα, ο Ζαώρδιλ, η Φαίδρα’λι, και ο Άρδαλον’λι κατοικούσαν τώρα στα δωμάτια του πρώτου ορόφου της παλιάς πολυκατοικίας, η οποία βρισκόταν στη γενικότερη περιοχή του λιμανιού αλλά όχι κοντά στις αποβάθρες. Οι αποβάθρες απείχαν κάπου ενάμισι χιλιόμετρο από αυτήν, και μπροστά από την πολυκατοικία ήταν ένα σωρό άλλα οικοδομήματα, κόβοντας τη θέα προς τη θάλασσα για τους ενοίκους του πρώτου ορόφου.

Ο Άρδαλον’λι είχε υφάνει μια Μαγγανεία Προκαλύψεως γύρω από τον χώρο τους, ώστε κανένας να μη μπορεί να τους εντοπίσει με μαγεία σε περίπτωση που έψαχνε σε μια συνοικία σαν ετούτη. Καθώς οι μέρες περνούσαν ο μάγος έμοιαζε να είναι ολοένα και καλύτερα, αλλά εξακολουθούσε να παλεύει ενάντια στα βασανιστήρια που οι μάγοι της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ έκαναν στον αιχμάλωτο θεό του. Η ψυχική σύγκρουση ήταν φανερή στο πρόσωπο και στα μάτια του. Έκανε υπομονή, όμως, όπως του είχε ζητήσει η Έρικα· γνώριζε πως οι βιαστικές κινήσεις δεν ωφελούσαν, και δεν ήταν ποτέ βιαστικός άνθρωπος ούτως ή άλλως.

Η Φαίδρα’λι είχε αναλάβει οτιδήποτε άλλο μπορεί να χρειάζονταν σχετικά με μαγεία. Είχε υφάνει μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως ώστε, αν κάποια άυλη οντότητα προσπαθούσε να μπει στον χώρο τους, αμέσως να την αντιλαμβανόταν. Και είχε επίσης ελέγξει ολόκληρο τον όροφο με Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, μήπως κάποιος κατώτερος θεός ή δαίμονας κρυβόταν εδώ. Αλλά είχε βρει μόνο ένα άκακο πνεύμα της πόλης, το οποίο δεν άργησε να φύγει από τον όροφο τρέμοντας την παρουσία της Πολεμικής Καρδιάς της Συναγωγής των Θηρίων και της Αθήρευτης Κόρης του Ατέρμονου Ποταμού.

Η Καρδιά της Συναγωγής και η Αθήρευτη Κόρη δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους· ούτε ο θεός της Φαίδρας συμπαθούσε τη θεά του Άρδαλον, ούτε η θεά του Άρδαλον τον θεό της Φαίδρας· αλλά, κλεισμένοι στις φυλακές των μάγων τους, δεν είχαν συγκρούσεις. Η Πολεμική Καρδιά ζητούσε συχνά από τη Φαίδρα να την αφήσει να ορμήσει σ’αυτή την ξεπαρμένη κατώτερη θεά των ρεμάτων, αλλά η Φαίδρα φυσικά δεν ενέδιδε και έβαζε κάθε φορά τον δαίμονά της στη θέση του με τη δύναμη της θέλησής της.

Η Έρικα έβγαινε τακτικά για να αγοράζει τις τελευταίες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Κάρνατεβ, ώστε να μαθαίνουν τι γινόταν στην πόλη και στον Ωκεανό. Επίσης, είχαν έναν ραδιοφωνικό δέκτη συνεχώς ανοιχτό, πιάνοντας εναλλάξ τους σταθμούς Ευγενής Πόλη και Αστραπή, για να ακούνε τι λεγόταν για την ήττα του στρατού της Κάρνατεβ στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων και για τον οικονομικοπολιτικό αποκλεισμό. Η Ευγενής Πόλη ήταν ένας σταθμός φανερά στρατευμένος υπέρ των συμφερόντων του Αρχισυγκλητικού· ακόμα και ο Ζαώρδιλ, που δεν το ήξερε, το κατάλαβε αμέσως. Η Αστραπή ήταν λιγότερο στρατευμένη, αλλά δεν ήταν κι εναντίον του Αρχισυγκλητικού, απλώς κατά κανόνα απέφευγε τα πιο… ευαίσθητα θέματα ώστε να μη χρειαστεί καν να τα σχολιάσει.

Ο Χάραλκιρ, όταν η Έρικα τον συνάντησε, της είπε πως στην Αρένα είχε διεξαχθεί ολόκληρη έρευνα από τους πράκτορες του Αρχισυγκλητικού για το επεισόδιο της νύχτας κατά την οποία πάρθηκε από εκεί ο Άρδαλον’λι.

(«Ήταν ανάγκη να τους πυροβολήσετε, Έρικα; Ήταν ανάγκη να στείλετε έναν θεό εναντίον τους;»

«Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Έρχονταν ξοπίσω μας, με φανερό σκοπό να μας σταματήσουν· και σίγουρα ήξεραν την όψη του Άρδαλον.»)

Κανένα στοιχείο για το τι ακριβώς συνέβη, φυσικά, δεν είχε βρεθεί. Κανένας δεν είχε μάθει ότι τόσο καιρό ο Άρδαλον’λι κρυβόταν στην Αρένα, γιατί κανένας δεν είδε το πρόσωπό του μέσα στη νύχτα. Όμως οι υποψίες των πρακτόρων του Αρχισυγκλητικού είχαν στραφεί, εν μέρει, στη Νερκάδλη. Ο Χάραλκιρ είπε πως όταν τη συνάντησε ήταν φοβισμένη. Έχοντας ρωτήσει τους πάντες που βρίσκονταν στην Αρένα εκείνη τη νύχτα – δούλους και φύλακες – οι πράκτορες είχαν ανακαλύψει ότι η θηριοδαμάστρια είχε μιλήσει μ’έναν φρουρό λέγοντάς του ότι ο κουκουλωμένος άντρας μαζί της ήταν ο γέρο-Βάντραμιλ – ένας παλιός δούλος της Αρένας που τον είχαν για την καθαριότητα πλέον, κυρίως, καθότι γνωστός μέθυσος που είχε αρχίσει να τα χάνει τελευταία. Ο φρουρός είχε πει στη Διεύθυνση της Αρένας ότι ποτέ δεν είδε το πρόσωπο του γέρο-Βάντραμιλ, αλλά ποιος άλλος να ήταν, έτσι όπως πήγαινε κι έτσι όπως τον τραβούσε πίσω της η Νερκάδλη; Το μόνο παράξενο ήταν ότι δεν τον είχε προσέξει να μπαίνει στην πτέρυγα με τα κελιά των θηρίων· ίσως να είχε μπει από άλλη μεριά… Όμως, αν ήταν έτσι, η Διεύθυνση της Αρένας δεν μπόρεσε να μάθει από πού αλλού πιθανώς να είχε μπει. Κανένας δεν τον είχε δει να πηγαίνει εκεί. Αντιθέτως, κάποιοι δούλοι και φρουροί τον είχαν δει να πηγαίνει στο μικρό δωμάτιό του, στην πτέρυγα των δούλων. Και ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι ποτέ δεν είχε πάει στα κελιά των θηρίων, ούτε είχε συναντήσει καθόλου τη Νερκάδλη εκείνη τη νύχτα. Επειδή, όμως, συχνά-πυκνά ξεχνούσε, κανείς δεν ήξερε αν έπρεπε να θεωρηθεί η μαρτυρία του αξιόπιστη. Και η ίδια η Νερκάδλη, φυσικά, επέμενε ότι τον είχε βρει ξαπλωμένο επικίνδυνα κοντά στο κελί του πολύκερου, όταν είχε πάει, τη νύχτα, για να ελέγξει αν το θηρίο ήταν καλά – επειδή το πρωί είχε επιδείξει κάποια σημάδια αδικαιολόγητης ταραχής. Ο Αρχιφύλακας της Αρένας, ωστόσο, είπε στη Νερκάδλη ότι δεν την πίστευε, ότι κάτι έκρυβε. Πώς ήταν δυνατόν κανένας να μην την είχε δει να επιστρέφει τον γέρο-Βάντραμιλ στο δωμάτιό του; Η Νερκάδλη διαμαρτυρήθηκε: την είχε δει ο φρουρός στην πύλη της πτέρυγας των θηρίων! –Ποιος όμως την είχε δει να επιστρέφει τον τρελόγερο στο δωμάτιό του; επέμεινε ο Αρχιφύλακας. Κανένας! Και πρόσταξε να τη δείρουν· ήταν δούλα, άλλωστε, και αυτοί που την είχαν αγοράσει – η Διεύθυνση της Αρένας, στη συγκεκριμένη περίπτωση – μπορούσαν να της φερθούν όπως νόμιζαν. Έτσι, την είχαν γδύσει μέσα στον ανοιχτό χώρο της Αρένας, παίρνοντας ακόμα και το μαύρο βέλο από το πρόσωπό της – βγάζοντας σε κοινή θέα το άσχημο σημάδι από τα νύχια του Ακάθιστου που κάποτε την είχε χτυπήσει – και τρεις άλλοι δούλοι, υπό τη συνεχή επίβλεψη του Αρχιφύλακα, την είχαν ξυλοκοπήσει με ξύλινα ρόπαλα, όχι τόσο άγρια ώστε να της σπάσουν κόκαλα ή να της προκαλέσουν σοβαρά τραύματα, αλλά αρκετά δυνατά για να γεμίσουν το σώμα της με μελανιές. Ο Χάραλκιρ τις είχε δει όταν την είχε συναντήσει, και, καθώς τα διηγιόταν αυτά στην Έρικα, έμοιαζε εξοργισμένος. «Αν ήταν στο χέρι μου, θα έγδερνα ζωντανό αυτό το κάθαρμα, τον Αρχιφύλακα!»

«Η Νερκάδλη δεν αποκάλυψε τίποτα μετά απ’αυτό, έτσι;» ρώτησε η Έρικα, που κι εκείνη αισθανόταν αηδιασμένη από ό,τι είχε συμβεί παρότι γνώριζε τη νοοτροπία που είχαν στη Φεηνάρκια σχετικά με τους δούλους.

«Τίποτα,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ. «Αλλά νομίζει ότι την παρακολουθούν συνεχώς τώρα, και έχει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της κλειστό και κρυμμένο. Με το ζόρι κατάφερα να της μιλήσω, και τους πρόσεξα κι εγώ να μας κοιτάζουν καθώς ανταλλάσσαμε μερικές κουβέντες.

»Υπάρχουν δούλοι μες στην Αρένα που δε συμπαθούν τη Νερκάδλη, Έρικα,» πρόσθεσε. «Τη ζηλεύουν επειδή έχει περισσότερο κύρος από εκείνους στα μάτια της Διεύθυνσης, και θα ήθελαν πολύ να την τσακίσουν.»

Η Έρικα τού είπε ότι θα το είχε υπόψη της τούτο, και του ζήτησε να μην έχει, προς το παρόν, επαφές με τη θηριοδαμάστρια. «Θεώρησε ότι είναι απλώς υπό παρακολούθηση του δικτύου μας, όχι μέρος του.»

Ο Χάραλκιρ συμφώνησε. «Δε γίνεται κι αλλιώς,» είπε.

«Μέχρι που τα πράγματα να ηρεμήσουν. Όταν δουν ότι η Νερκάδλη δεν κάνει ύποπτες κινήσεις, θα πάψουν να την παρακολουθούν. Δεν είναι παρά μια δούλα, άλλωστε.»

*

Μόλις ο οικονομικοπολιτικός αποκλεισμός του Βασιλείου εναντίον της Κάρνατεβ έγινε γνωστός, η ταραχή ήταν έκδηλη στη μεγάλη πόλη. Οι εφημερίδες γέμισαν με άρθρα και σχόλια για το θέμα, και οι Συγκλητικοί μιλούσαν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς ή στις πλατείες. Πολλοί εξέφραζαν την άποψη ότι η κίνηση του Βασιληά Ράνελμον και της Βουλής των Καπεταναίων ήταν εξοργιστική· ο πόλεμος είναι πόλεμος, το εμπόριο είναι εμπόριο – δεν πρέπει κανείς να τα μπερδεύει. Κι επιπλέον, ο πόλεμος τώρα είχε τελειώσει! Ο Βασιληάς Ράνελμον ήταν σαν να ήθελε να σαμποτάρει τον εαυτό του! ισχυρίζονταν, μάλιστα, κάποιοι. Κανένας δεν κέρδιζε από τέτοιες ενέργειες! Και θα το πλήρωνε που δεν υπολόγιζε τη μεγάλη δύναμη της Κάρνατεβ.

Εκείνο, όμως, που διέκρινε η Έρικα από όλα αυτά ήταν πως είχαν φοβηθεί, γιατί, ό,τι κι αν έλεγαν, ήξεραν πως το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων ήταν μια πολύ σημαντική περιοχή στον Ωκεανό, είχε μεγάλη ισχύ στη θάλασσα – μεγαλύτερη από τη δική τους – και είχε και εξαπλωμένη επιρροή. Υπήρχε κίνδυνος κάποιες πόλεις του Ωκεανού να μιμηθούν το παράδειγμά του, από φθόνο προς την Κάρνατεβ που τόσο καιρό τις απειλούσε με τα αεροχήματά της. Τα αεροχήματα που πλέον δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει, καθώς τα Ορυχεία Ιπταερίου είχαν καταστραφεί.

Δεν ήταν, όμως, όλες οι φωνές στην Κάρνατεβ στραμμένες εναντίον του Βασιληά Ράνελμον. Υπήρχαν και φωνές – πολύ λογικότερες, νόμιζε η Έρικα αφού, άλλωστε, την εξυπηρετούσαν – οι οποίες στρέφονταν κατά του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ, λέγοντας πως εκείνος ευθυνόταν για την κατάσταση που είχε περιέλθει η Κάρνατεβ. Εκείνος τούς είχε φέρει σε σύγκρουση μ’όλο τον Ωκεανό, με τις μεγαλομανείς ενέργειές του! Ο Αβέρναλ, ο εξόριστος δημοσιογράφος, τολμούσαν μάλιστα κάποιοι να πουν, είχε δίκιο που προειδοποιούσε ότι όλα αυτά, στο τέλος, θα είχαν αρνητικά αποτελέσματα για την Κάρνατεβ. Ο Βέργκεδελ έφταιγε! Ο Βέργκεδελ!

Η Έρικα είπε στον Ζαώρδιλ, το απόγευμα της τέταρτης ημέρας της διαμονής τους στη μεγάλη πόλη: «Η κοινωνία της Κάρνατεβ νομίζω πως είναι αρκετά διχασμένη τώρα. Ήρθε, επομένως, η ώρα να κινηθούμε.»

«Να προσέχεις μ’αυτόν τον Συγκλητικό,» την προειδοποίησε ο Σκοτωμένος. «Τίποτα δεν μας λέει πως είναι καλύτερος από τον Βέργκεδελ. Όλοι οι πολιτικοί τα ίδια σκατά λυκόχοιρου είναι.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά και, διπλώνοντας το τελευταίο φύλλο του Οφθαλμού της Πόλης, το έριξε πάνω στη στοίβα με τις υπόλοιπες εφημερίδες πλάι στο κρεβάτι της. «Πες μου κάτι καινούργιο.»

*

Καλπάζοντας καβάλα στο άλογό του, ένας μαντατοφόρος των Στομάτων της Μεγάλης Πόλης ήρθε, μέσα στο ηλιόλουστο πρωινό, και άφησε μερικές επιστολές κι ένα πακέτο στην είσοδο του κήπου της βίλας των Άτρεπτων, στο Βορειοδυτικό Τέταρτο της Κάρνατεβ. Η φρουρός στο φυλάκιο τα έδωσε σ’έναν δούλο ο οποίος τα μετέφερε στο εσωτερικό της βίλας – ένα σπίτι παλιό όσο και η οικογένεια στην οποία ανήκε. Τουλάχιστον, έτσι ήθελαν να ισχυρίζονται οι ίδιοι οι Άτρεπτοι. Όπως επίσης και ότι ο Οίκος τους υπήρχε από πριν από την εποχή του Βασιλείου της Έλγκοροβ.

Επάνω σε μία από τις διπλωμένες επιστολές έγραφε: ΠΡΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑ ΕΡΘΑΛΡΩΝΤ – ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ – ΕΠΕΙΓΟΝ. Το όνομα του αποστολέα δεν ήταν γραμμένο, και η σφραγίδα που έκλεινε το γράμμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας άδειος κύκλος, χωρίς κανένα σύμβολο.

Ο δούλος ήταν αγράμματος – ένας βάρβαρος που είχε αιχμαλωτιστεί στους πρόποδες των βουνών δυτικά της Κάρνατεβ και, κατόπιν, είχε μεταφερθεί στη μεγάλη πόλη για να… εκπολιτιστεί – έτσι άφησε τις επιστολές και το πακέτο στην καθημερινή αίθουσα της βίλας (όπως αποκαλούσαν το συγκεκριμένο δωμάτιο), επάνω σ’ένα τραπεζάκι-γραφείο. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.

Η μικρότερη κόρη του Έρθαλρωντ, που εκείνη την ώρα έπινε το πρωινό της στην καθημερινή αίθουσα, κοίταξε τον δούλο για λίγο πίσω από τα σκούρα, λαξευτά γυαλιά της τα οποία δεν φορούσε μόνο για ύφος αλλά και επειδή τα μάτια της είχαν πρόβλημα να βλέπουν μακριά. «Τι έχεις εκεί, Ράσκελεκ;» ρώτησε τον ψηλό, πορφυρόδερμο βάρβαρο που το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο γουλί και, ηλικιακά, δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από την ίδια. Φορούσε έναν χιτώνα, ανοιχτό στο στέρνο και αμάνικο, ώστε να φαίνονται οι ιδιόμορφες δερματοστιξίες στο στήθος και στα χέρια του, οι οποίες ήταν της φυλής του και είχαν ζωγραφιστεί επάνω στο σώμα του όταν ήταν πολύ μικρός. Οι Άτρεπτοι τις θεωρούσαν «διακοσμητικό στοιχείο» και ήθελαν να τις επιδεικνύει, κυρίως για να τις βλέπουν οι ίδιοι και οι επισκέπτες τους.

«Μαντατοφόρος έφερε, κυρία· έτσι είπε η φρουρός,» αποκρίθηκε ο Ράσκελεκ, που δεν μιλούσε και πολύ καλά την Κοινή Γλώσσα της Φεηνάρκια.

Η Νιρβίλη σηκώθηκε από τη θέση της και πλησίασε το τραπεζάκι-γραφείο. Είδε το ΕΠΕΙΓΟΝ επάνω στην επιστολή που ήταν για τον πατέρα της και, παίρνοντάς την στο χέρι, είπε στον δούλο: «Πήγαινέ το αυτό στον πατέρα μου. Πρέπει να είναι στο γραφείο του. Αν δεν τον βρεις, έλα πάλι εδώ, σ’εμένα.»

«Ναι, κυρία.»

Ο δούλος πήρε την επιστολή και, ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο της βίλας, βάδισε γρήγορα προς το γραφείο του Έρθαλρωντ. Φτάνοντας μπροστά στην κλειστή, κεντητή δερματόπορτα, τη χτύπησε με τη γροθιά του, ευγενικά όπως τον είχαν διδάξει οι εκπαιδευτές του στην Κάρνατεβ. «Κύριο Έρθαλρωντ;»

«Ναι, Ράσκελεκ,» ήρθε από μέσα η φωνή του Συγκλητικού. «Πέρασε.»

Ο δούλος άνοιξε τη δερματόπορτα και μπήκε, για να βρει τον Έρθαλρωντ καθισμένο πίσω από το γραφείο του, μ’έναν στυλογράφο στο δεξί χέρι και το ακουστικό ενός επικοινωνιακού διαύλου στο άλλο. Κοίταξε τον Ράσκελεκ ερωτηματικά.

«Αυτό, κύριο Έρθαλρωντ,» είπε ο δούλος υψώνοντας την επιστολή. «Για εσάς. Κόρη σας το δίνει. Ήρθε από μαντατοφόρο, τώρα πριν.»

Ο Έρθαλρωντ αναστέναξε, σκεπτόμενος ότι κάποτε έπρεπε, επιτέλους, να μάθουν στον Ράσκελεκ να μιλά την Κοινή Γλώσσα όπως άλλοι δούλοι. Του έκανε νόημα ν’αφήσει την επιστολή επάνω στο γραφείο, και ο Ράσκελεκ την άφησε και μετά αποχώρησε κλείνοντας τη δερματόπορτα πίσω του.

Ο Έρθαλρωντ κοίταξε την επιστολή ενώ μιλούσε στον δίαυλο μ’έναν από τους υποστηρικτές του μέσα στην πόλη. Συνοφρυώθηκε καθώς είδε ότι δεν υπήρχε αποστολέας και η σφραγίδα ήταν κενή. Είχε μια περίεργη αίσθηση για τούτο, σαν ξαφνικά μια από τις Λάμιες να είχε γδυθεί μπροστά του – μπορεί αυτό να ήταν κάτι πολύ καλό, ή κάτι πολύ κακό.

Είπε στον υποστηρικτή του ότι θα μιλούσαν αργότερα – κάποιο άλλο ζήτημα είχε προκύψει – και έκλεισε τον δίαυλο. Έσπασε τη σφραγίδα της επιστολής και την ξεδίπλωσε, διαβάζοντάς την. Ήταν από κάποιον «κρυφό σύμμαχο», έλεγε χαρακτηριστικά – χωρίς, ξανά, να αναφέρει όνομα – ο οποίος του πρότεινε να συναντηθούν ώστε να συζητήσουν για την τωρινή κατάσταση της Κάρνατεβ, καθώς και για αμοιβαίο όφελος. Ο Βασιληάς Ράνελμον, έγραφε η επιστολή, ίσως να μην ήταν εχθρός της Κάρνατεβ τελικά αλλά εχθρός μόνο ενός πολύ συγκεκριμένου ανθρώπου «που, όπως έχω λάβει γνώση, ούτε δικός σας φίλος είναι, Σεβαστέ Κύριε». Ο ανώνυμος αποστολέας ζητούσε από τον Έρθαλρωντ να τον συναντήσει στο Χαμένο Βαλάντιο, ένα πανδοχείο του λιμανιού, προκειμένου να μιλήσουν διεξοδικότερα. Απόψε, δύο ώρες μετά τη δύση του ήλιου.

Το θέμα είναι βέβαιο πως θα σας ενδιαφέρει, Σεβαστέ Κύριε, τελείωνε η επιστολή.

Ο Έρθαλρωντ αναρωτήθηκε γιατί ο Ανώνυμος Αποστολέας είχε ορίσει για μέρος συνάντησης ένα τέτοιο πανδοχείο κατώτερης στάθμης αντί για, τουλάχιστον, κάποιο πιο καλόφημο εστιατόριο στην Κεντρική Αγορά, για παράδειγμα. Ωστόσο, μπορώ να τον αγνοήσω; Ανέφερε πράγματα που ενδιέφεραν διακαώς τον Έρθαλρωντ. Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Υποπτευόταν ότι ίσως να επρόκειτο για κάποιον κρυφό πράκτορα του Βασιληά Ράνελμον, γιατί δεν μιλούσε μόνο κατά του Βέργκεδελ (αν και δεν τον ανέφερε ποτέ ονομαστικά) αλλά και υπέρ του μονάρχη των Γεφυρωμένων Νήσων (χωρίς, βέβαια, να δίνει υποσχέσεις).

Αναρωτιέμαι πόσο καιρό κατάσκοποι του Ράνελμον κυκλοφορούν στην πόλη μας κάνοντας σχέδια εναντίον του Βέργκεδελ… Θα έπρεπε να είχαν έρθει νωρίτερα σε επαφή μαζί μου!

Ο Έρθαλρωντ είχε ακούσει, φυσικά, πως ο Βέργκεδελ τελευταία κυνηγούσε κάποιους μυστηριώδεις πράκτορες μέσα στην πόλη, καθώς και έναν μάγο που, σύμφωνα με τις φήμες, υπηρετούσε παλιά την Παντοκράτειρα (λες κι αυτό δεν ίσχυε για σχεδόν όλους τους μάγους της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ!) και τώρα είχε δολοφονήσει τον Σέρκαδελ’λι και τον Τάγκαμιρ’λι. Του Σέρκαδελ’λι, σίγουρα, του άξιζε, πίστευε ο Έρθαλρωντ – άλλωστε, κι αυτός είχε μάλλον δολοφονήσει την Φερκάντι’λι, την προηγούμενη Αρχιμάγισσα – αλλά ο Τάγκαμιρ δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήταν πάντοτε καλός μάγος και πιστός στην πόλη. Πολύ πιστός, ίσως, για το δικό του καλό.

Αν ο Ανώνυμος Αποστολέας ήταν κάποιος από αυτούς τους μυστηριώδεις πράκτορες που είχαν ταλαιπωρήσει τόσο τον Βέργκεδελ, και που μάλλον ευθύνονταν για την καταστροφή των Ορυχείων Ιπταερίου, ο Έρθαλρωντ ανυπομονούσε να τον γνωρίσει.

Μειδίασε συνωμοτικά καθώς άναβε ένα πούρο και κάπνιζε με την πλάτη του ακουμπισμένη αναπαυτικά στη δερμάτινη πολυθρόνα του, χαμένος σε περίπλοκες σκέψεις και πολιτικά σχέδια…

*

Δύο ώρες μετά τη δύση του ήλιου, ένα τετράκυκλο όχημα βγήκε από τη βίλα των Άτρεπτων. Στο εσωτερικό του βρίσκονταν τέσσερις άνθρωποι: ο οδηγός, ο Συγκλητικός Έρθαλρωντ, και οι δύο Θυγατέρες του Έρθαλρωντ οι οποίες καμία πραγματική συγγένεια μαζί του δεν είχαν, απλώς αυτό το προσωνύμιο είχαν πια αποκτήσει. Ήταν δύο σωματοφύλακες, η μία εξωδιαστασιακή (και, παλιά, πολεμίστρια της Παντοκράτειρας, την οποία ο Έρθαλρωντ είχε γλιτώσει από τα χέρια των επαναστατών) και η άλλη γηγενής της Φεηνάρκια (και πρώην μονομάχος της Αρένας). Ονομάζονταν Σοφία και Ζιρμάνκι.

Το τετράκυκλο όχημα έφυγε από το Βορειοδυτικό Τέταρτο της Κάρνατεβ και έπιασε την Άφλεκτη. Πίσω του, χωρίς οι επιβάτες του να το έχουν αντιληφτεί, έρχονταν δύο δίκυκλα, με τα φώτα τους σβηστά και διατηρώντας μια κάποια απόσταση μέσα στους νυχτερινούς δρόμους.

Κατάσκοποι.

Το τετράκυκλο όχημα ακολούθησε την Άφλεκτη προς τα ανατολικά, βγήκε στη Μεγάλη Λεωφόρο, και κατευθύνθηκε νότια. Πέρασε την Πύλη του Λιμανιού και έστριψε δυτικά. Φτάνοντας σ’έναν μικρό δρόμο, σταμάτησε, οι πόρτες του άνοιξαν, και ο Συγκλητικός κατέβηκε μαζί με τις Θυγατέρες του. Προχώρησαν προς το πανδοχείο που άκουγε στο όνομα Χαμένο Βαλάντιο.

Μετά από λίγο βάδισμα – δεν ήταν μακριά – βρέθηκαν μπροστά στην είσοδό του και μπήκαν στην τραπεζαρία. (Απόμακρα, είχαν αντηχήσει δυο κρότοι τους οποίους οι Θυγατέρες αναγνώρισαν – πυροβολισμοί με σιγαστήρα – αλλά δεν τους έδωσαν σημασία, μη θεωρώντας πως είχαν σχέση μαζί τους.) Ο Έρθαλρωντ έριξε μια ματιά γύρω, μέσα από την κουκούλα της κάπας του, και το βλέμμα του σταμάτησε στο τραπέζι στη μακρινή δεξιά γωνία της τραπεζαρίας, πλάι στη σκάλα. Μια φιγούρα καθόταν εκεί, με κουκούλα στο κεφάλι κι αυτή, κι έχοντας ένα ποτήρι κρασί στο χέρι – ακριβώς όπως έλεγε η επιστολή που ο Έρθαλρωντ είχε λάβει σήμερα το πρωί. Φαινόταν, επίσης, για γυναίκα – πράγμα που δεν ανέφερε η επιστολή, και ο Έρθαλρωντ είχε την εντύπωση (δεν ήξερε γιατί) ότι θα είχε να κάνει με άντρα. Επάνω στο τραπέζι βρίσκονταν αφημένα, δήθεν τυχαία, τρία νομίσματα του ενός ευγενούς έτσι ώστε – δήθεν τυχαία – να σχηματίζουν τρίγωνο. Ακόμα ένα σημάδι για το οποίο είχε γράψει ο Ανώνυμος Αποστολέας – ή, ίσως, η Ανώνυμη Αποστολέας, όπως φαινόταν.

Ο Έρθαλρωντ πλησίασε το τραπέζι μαζί με τις Θυγατέρες του και κάθισε αντίκρυ στην άγνωστη. «Νομίζω ότι με κάλεσες,» της είπε.

Η Έρικα Σάλκερκοφ μάζεψε, με μια επιδέξια κίνηση, τα τρία νομίσματα από το τραπέζι κρύβοντάς τα μέσα στο νοομορφικό χιτώνιό της. «Σας παρακολουθούν, Άρχοντά μου,» είπε. «Καλύτερα να φύγουμε από εδώ.»

*

Οι δύο κατάσκοποι είχαν κατεβεί από τα δίκυκλά τους όταν κι ο Συγκλητικός κατέβηκε από το δικό του όχημα μαζί με τις σωματοφύλακές του, και τον ακολούθησαν με τα πόδια καθώς πήγαινε προς το Χαμένο Βαλάντιο.

Δεν πίστευαν ότι κανένας παρακολουθούσε και τους ίδιους.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος στάθηκε στο διάβα τους, μέσα στον δρόμο που φωτιζόταν μόνο από μια ενεργειακή λάμπα πάνω σ’έναν παλιό στύλο. Η μορφή του ήταν σα να είχε γεννηθεί από τις σκιές.

«Γυρίστε σπίτια σας,» τους είπε.

Οι κατάσκοποι έκαναν αμέσως να τραβήξουν όπλα μέσα από τις κάπες τους. Ο Ζαώρδιλ πυροβόλησε τον έναν στο πόδι, σωριάζοντάς τον, και τον άλλο στο χέρι, κάνοντάς τον να ρίξει το πιστόλι του και να διπλωθεί κρατώντας το τραυματισμένο του μέλος και μουγκρίζοντας. Ο Σκοτωμένος φαινόταν τώρα καθαρά ότι κρατούσε ένα πιστόλι με σιγαστήρα στο ένα χέρι κι ένα ξιφίδιο στο άλλο.

Η Φαίδρα’λι ξεπρόβαλε από την αντικρινή μεριά, πίσω από τους κατασκόπους, και κάρφωσε τον πεσμένο στο λαιμό με το δικό της ξιφίδιο. Τράβηξε έξω τη ματωμένη λάμα και τη σκούπισε πάνω σ’ένα κόκκινο μαντήλι. Φορούσε μαύρα δερμάτινα γάντια χωρίς δάχτυλα.

Ο Ζαώρδιλ ζύγωσε τον κατάσκοπο που κρατούσε το τραυματισμένο χέρι του, τον έσπρωξε στον τοίχο, και του έβαλε τη λεπίδα του ξιφιδίου του κάτω απ’το σαγόνι. «Για ποιον δουλεύετε;» ρώτησε ήρεμα.

«Ο… ο Αρχισυγκλητικός…» έκανε, τρομοκρατημένα, ο πορφυρόδερμος άντρας που ήταν, ολοφάνερα, ντόπιος.

«Για τον Αρχισυγκλητικό δουλεύετε;»

«…Ναι.»

Ο Ζαώρδιλ τού έσκισε τον λαιμό και στράφηκε στη Φαίδρα.

«Να πάρουμε τα δίκυκλα, αρχηγέ;» ρώτησε εκείνη.

«Ας τα απομακρύνουμε από δω, για την ώρα, και μετά βλέπουμε. Θα μας πει η Έρικα αν είναι να τα κρατήσουμε, να τα πουλήσουμε, ή, καλύτερα, να τα παρατήσουμε.» Θηκάρωσε το ξιφίδιο και το πιστόλι του. Τράβηξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του και κάλεσε την Έρικα με το πάτημα ενός κουμπιού.

Μόλις εκείνη απάντησε, της είπε: «Τελειώσαμε μαζί τους. Τι γίνεται μ’εσένα;»

«Φεύγουμε.»

«Ο Άρδαλον;»

«Κοντά μου. Όλα εντάξει.»

Ο Ζαώρδιλ έκλεισε τον πομπό του, τερματίζοντας την τηλεπικοινωνία.

Το περίμεναν, φυσικά, ότι κατάσκοποι του Αρχισυγκλητικού πιθανώς να παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Έρθαλρωντ, γι’αυτό κιόλας ήταν έτοιμοι γι’αυτούς. Ο Ζαώρδιλ και η Φαίδρα θα τους σταματούσαν, ενώ ο Άρδαλον’λι θα βρισκόταν κοντά στην Έρικα για την απίθανη περίπτωση που κάτι άσχημο της συνέβαινε.

Επιπλέον, το Χαμένο Βαλάντιο ήταν απλά το αρχικό μέρος συνάντησης με τον Συγκλητικό· η Έρικα ποτέ δεν σκόπευε να μείνει εκεί για να συζητήσει μαζί του. Είχε ζητήσει από τη Νατμάλι να της βρει έναν άλλο, πιο… ιδιαίτερο χώρο γι’αυτή τη δουλειά, κι εκείνη, ασφαλώς, δεν είχε δυσκολευτεί να τα καταφέρει. Ήξερε καλά το λιμάνι.

Καθώς η Έρικα τώρα οδηγούσε τον Έρθαλρωντ και τις σωματοφύλακές του έξω από την πίσω πόρτα του Χαμένου Βαλάντιου και μέσα στα δρομάκια του λιμανιού, κοίταζε γύρω της μήπως κανένας τούς παρακολουθούσε. Μόνο τον Άρδαλον κατάφερε να εντοπίσει, όμως· οπότε, όλα καλά.

«Τι ακριβώς συμβαίνει;» τη ρώτησε, καχύποπτα, ο Συγκλητικός. «Πού πηγαίνουμε; Και πώς ξέρω ότι λες αλήθεια πως με παρακολουθούσαν;»

«Είχα βάλει ανθρώπους μου να παραφυλάνε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Είδαν τους κατασκόπους του Αρχισυγκλητικού και τους σταμάτησαν προτού έρθουν στο πανδοχείο. Ωστόσο, δεν ήταν συνετό να μείνουμε εκεί· μπορεί αυτοί οι κατάσκοποι να είχαν ειδοποιήσει κι άλλους.»

«Ποια είσαι;» απαίτησε ο Έρθαλρωντ. «Δουλεύεις για τον Βασιληά Ράνελμον;»

«Για τώρα, ναι. Αλλά δεν είμαι υπήκοός του, αν αυτό εννοείτε.»

«Τι είσαι, τότε; Μισθωτή κατάσκοπος;»

«Διευθύνω ένα δίκτυο πληροφοριών, το οποίο δεν πρόσκειται σε καμία εξουσία. Αλλά θα πούμε περισσότερο γι’αυτό μόλις είμαστε σε ασφαλέστερο χώρο…»

Ο Έρθαλρωντ δεν την πίεσε άλλο, και σύντομα έφτασαν στο παλιό, εγκαταλειμμένο σπίτι που είχε συστήσει η Νατμάλι. Η Έρικα άνοιξε την εξώπορτα και μπήκαν, ενώ παρατηρούσε, με τις άκριες των ματιών της, ότι οι δύο σωματοφύλακες του Συγκλητικού είχαν τραβήξει τα πιστόλια τους.

«Δε θα χρειαστείτε όπλα εδώ,» τους είπε καθώς άναβε μια ενεργειακή λάμπα που είχε αφήσει από πριν στο εσωτερικό του εγκαταλειμμένου οικήματος. Μέσα στο δωμάτιο, μετά από την εξώπορτα, υπήρχε ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες (τα οποία είχε φέρει η Έρικα, φυσικά). «Καθίστε.»

Ο Έρθαλρωντ κάθισε, οι δύο σωματοφύλακες έμειναν όρθιες αλλά θηκάρωσαν τα πιστόλια τους. Η Έρικα κάθισε αντίκρυ στον Συγκλητικό. (Ο Άρδαλον’λι περίμενε έξω από το οίκημα, και η Έρικα νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει μικρά πλατσουρίσματα επάνω σε νερό. Η θεά του, η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού, παρακολουθούσε. Ο Άρδαλον με προσέχει.)

«Το όνομά σου;» ρώτησε ο Έρθαλρωντ.

«Το όνομα μου δεν έχει ακόμα σημασία,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Θέλω, όμως, να ξέρετε ότι λέω αλήθεια πως ο Βασιληάς Ράνελμον με έχει στείλει.» Έβγαλε από το χιτώνιό της ένα κυλινδρικά τυλιγμένο κομμάτι χαρτί και του το έδωσε.

Ο Έρθαλρωντ το ξετύλιξε και το διάβασε. Είχε επάνω τη σφραγίδα του Βασιληά των Γεφυρωμένων Νήσων. «Μάλιστα,» είπε. «Είσαι λοιπόν απεσταλμένη του Ράνελμον… Τι θέλει ο Ράνελμον από εμένα;»

«Ο Βασιληάς Ράνελμον επιθυμεί να σας πληροφορήσει, Άρχοντά μου, ότι δεν είναι εχθρός της Κάρνατεβ: μόνο εχθρός του παρόντος Αρχισυγκλητικού. Αν ο Αρχισυγκλητικός αλλάξει, και αν μαζί μ’αυτόν αλλάξει και η πολιτική της Κάρνατεβ, τότε ο Βασιληάς Ράνελμον θα άρει τον οικονομικοπολιτικό αποκλεισμό και οι σχέσεις του Βασιλείου του με την πόλη σας θα είναι καλές, όπως παλιά.»

«Αυτό είναι ευχάριστο να το ακούει κανείς, κυρία μου,» είπε ο Έρθαλρωντ, «διότι υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν το αντίθετο: ότι, δηλαδή, από εδώ και στο εξής το Βασίλειο θα είναι εναντίον μας.»

«Δεν αληθεύει κάτι τέτοιο, σας διαβεβαιώνω εκ μέρους του Μεγαλειότατου.»

Ο Έρθαλρωντ άνοιξε μια λαξευτή, αργυρή ταμπακιέρα και πρόσφερε στην Έρικα τσιγάρο. Εκείνη πήρε ένα, ευχαριστώντας τον, και το άναψε με τον αναπτήρα της.

Ο Συγκλητικός άναψε ένα άλλο τσιγάρο. «Επιθυμεί, λοιπόν, ο Βασιληάς Ράνελμον κάποια… συμμαχία μαζί μου;»

«Ζητά να τον διαβεβαιώσετε, Άρχοντά μου, πως όταν πάρετε την εξουσία, όταν είστε Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ, η πολιτική της πόλης σας θα αλλάξει. Δεν θα ανοίξετε πάλι τα Ορυχεία Ιπταερίου και δεν θα κάνετε επεκτατικές κινήσεις προς άλλες πολιτισμένες περιοχές του Ωκεανού.»

«Ο Βασιληάς σας δεν ζητά και λίγα,» παρατήρησε ο Έρθαλρωντ. «Και δεν αναφέρομαι, ασφαλώς, στην επεκτατική πολιτική: μ’αυτήν εξαρχής διαφωνούσα – το ήξερα ότι θα προκαλούσε πολλά προβλήματα. Ο Βασιληάς Ράνελμον, όμως, μου ζητά να στερήσω από την πόλη μου ένα πλεονέκτημα που βρίσκεται εντός των χωρικών υδάτων της. Αυτό είναι, νομίζω, υπερβολικό.»

«Για κάποιον καιρό, τουλάχιστον, Άρχοντά μου,» εξήγησε η Έρικα. «Όχι για πάντα.»

«Για μερικά χρόνια;»

«Ναι. Τρία, τέσσερα χρόνια, υποθέτω. Και σας το λέω αυτό χωρίς εγγυήσεις. Εγγυήσεις μπορεί να σας δώσει μόνο ο ίδιος ο Μεγαλειότατος. Και θα πρέπει να μιλήσετε μαζί του, ούτως ή άλλως, αν συμφωνείτε με τη συνεργασία που σας προτείνει.»

«Ο Βασιληάς σας, όμως, φαίνεται να είναι βέβαιος ότι ο επόμενος Αρχισυγκλητικός θα είμαι εγώ. Πώς το ξέρει; Εγώ δεν είμαι τόσο βέβαιος, κυρία μου.»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Θα φροντίσουμε να βεβαιωθούμε, Άρχοντά μου. Αρκεί να μου προσφέρετε κι εσείς μια κάποια βοήθεια…»

Ο Έρθαλρωντ συνοφρυώθηκε καθώς φυσούσε καπνό απ’τα ρουθούνια. «Τι εννοείς; Μιλάς για τον εαυτό σου, τώρα;»

«Πράγματι,» παραδέχτηκε η Έρικα, «για τον εαυτό μου μιλάω. Και για το δίκτυό μου.»

«Τι είδους δίκτυο;»

«Σας είπα ήδη: δίκτυο πληροφοριών. Και είμαστε αρκετά εξαπλωμένοι σ’όλη τη διάσταση: στη δυτική Φεηνάρκια, στις Ενδότερες Πολιτείες. Αλλά πρόσφατα μόνο έχουμε έρθει στον Ωκεανό. Και στην Κάρνατεβ δεν διαθέτουμε παρά ελάχιστους κατασκόπους.»

«Το όνομά του δικτύου σας;»

«Δε νομίζω να μας έχετε ακούσει, Άρχοντά μου. Επιπλέον, το δίκτυό μου δεν έχει όνομα. Είναι καλύτερα έτσι, για τις δουλειές που αναλαμβάνουμε.»

«Οι οποίες τι είναι;»

«Σχετικές με την κίνηση της πληροφορίας. Ανακαλύπτουμε, για τους εργοδότες μας, τις κρυφές ενέργειες άλλων ανθρώπων, κάνουμε παρακολουθήσεις, βρίσκουμε χαμένα πρόσωπα… Δεν ενεργούμε, όμως, δολοφονίες.»

«Γιατί;»

«Αυτή είναι η δεοντολογία μας,» είπε απλά η Έρικα.

«Κι εσύ είσαι η αρχηγός αυτού του δικτύου;»

«Μάλιστα. Ονομάζομαι Έρικα Σάλκερκοφ.»

Ο Έρθαλρωντ συνοφρυώθηκε. «Έρικα Σάλκερκοφ… Δεν χρειαζόταν, βέβαια, ν’ακούσω το όνομά σου για να καταλάβω ότι δεν είσαι από τη διάστασή μας.»

Ο δερματικός χρωματισμός της το αποδείκνυε αυτό με αρκετά καλές πιθανότητες, η Έρικα το ήξερε. «Έχω, όμως, περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εδώ.»

«Παντοκρατορική;»

«Είχα κάποτε δουλέψει και για την Παντοκράτειρα. Αλλά αυτό δεν έχει καμια σημασία τώρα, όσον αφορά τις πεποιθήσεις μου. Πολλοί Φεηνάρκιοι με έχουν εμπιστευτεί για διάφορες δουλειές – και δεν τους έχω απογοητεύσει.»

Ο Έρθαλρωντ κοίταξε τη μια από τις δύο σωματοφύλακές του, η οποία είχε δέρμα γαλανό και μαλλιά μαύρα και κοντά. «Την αναγνωρίζεις, Σοφία;»

«Δεν την έχω ξαναδεί ποτέ, Άρχοντά μου.»

Ο Έρθαλρωντ είπε στην Έρικα: «Και η Σοφία κάποτε δούλευε για την Παντοκράτειρα. Τώρα δουλεύει για εμένα.»

«Δε με παραξενεύει που δεν με αναγνωρίζει,» είπε η Έρικα. «Ήμουν στη δυτική Φεηνάρκια, κυρίως. Ούτε εγώ την αναγνωρίζω. Και εγώ θα είχα καλύτερες πιθανότητες να την ξέρω απ’ό,τι εκείνη εμένα.»

«Γιατί;» Ο Έρθαλρωντ έριξε το τελειωμένο τσιγάρο του στο πάτωμα και το πάτησε.

Η Σοφία είπε: «Ήσουν πράκτορας της Παντοκράτειρας;»

«Ναι,» απάντησε η Έρικα. «Με κάποιο βαθμό στην ιεραρχία.» Και το δικό της τσιγάρο πλησίαζε στο τέλος του.

«Εντάξει,» είπε ο Έρθαλρωντ. «Και τι ζητάς τώρα; Συνεργασία μαζί μου;»

«Θέλω να με βοηθήσετε να ισχυροποιήσω το δίκτυό μου μέσα στην Κάρνατεβ. Και σας υπόσχομαι ότι θα έχετε τις υπηρεσίες μας όποτε τις ζητήσετε.»

«Δωρεάν;»

«Για κάποιον καιρό.»

«Ας πούμε ότι συμφωνώ· το πρώτο πράγμα που θα κάνετε θα είναι να με βοηθήσετε να γίνω Αρχισυγκλητικός;»

«Θα σας βοηθήσουμε να ρίξετε τον Βέργκεδελ από τη θέση του Αρχισυγκλητικού,» δήλωσε η Έρικα. «Τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα φροντίσετε μόνος σας, Άρχοντά μου. Αλλά, απ’ό,τι ξέρω, δεν θα είναι και πολύ δύσκολο· μετά από τον Βέργκεδελ, είστε ο πιο δημοφιλής πολιτικός στην Κάρνατεβ.»

«Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Έρθαλρωντ χωρίς έπαρση στο πρόσωπό του. «Τι θα κάνετε, όμως, το οποίο θα ρίξει σίγουρα τον Βέργκεδελ από την εξουσία;»

«Τίποτα δεν είναι απόλυτα σίγουρο,» αποκρίθηκε η Έρικα, ρίχνοντας κι εκείνη στο πάτωμα το τσιγάρο της και πατώντας το, «αλλά έχουμε κάποια… κρυφά όπλα που θα μας υποβοηθήσουν με αξιοσημείωτο τρόπο.»

«Τι ‘κρυφά όπλα’;»

«Είστε πρόθυμος να συνεργαστούμε, Άρχοντά μου, ή όχι;»

«Όχι, αν δεν μάθω πρώτα για τα κρυφά όπλα σας.»

Η Έρικα σκέφτηκε ότι κι εκείνη το ίδιο θα έλεγε, σε παρόμοια περίπτωση· και της άρεσε να μιλά με κάποιον που της έμοιαζε. Αν και ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο. «Ο Αβέρναλ ο δημοσιογράφος βρίσκεται υπό την προστασία μας, και θα τον παρακινήσουμε να γράψει εναντίον του Βέργκεδελ στην εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα–»

«Τα άρθρα του, μέχρι στιγμής, δεν αποδείχτηκαν αρκετά για να ρίξουν τον Αρχισυγκλητικό.»

«Πράγματι, όμως τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει, και έχουμε, εκτός από τον Αβέρναλ, και κάποιους άλλους μαζί μας. Τέσσερις ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό των ορυχείων–»

«Υπάρχει όντως τέτοιος ιός;»

«Φυσικά και υπάρχει, Άρχοντά μου. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεταλλαχτεί. Θα πουν τις ιστορίες τους στον Αβέρναλ και εκείνος θα τις γράψει, συνοδεύοντάς τες με φωτογραφίες. Επίσης, θα φτιάξουμε και πλακέτες με οπτικά δεδομένα, τις οποίες η Ωκεανού Επίκαιρα θα μπορεί να διανείμει, για όσους έχουν τα κατάλληλα συστήματα αναπαραγωγής στην κατοχή τους.» Τέτοια συστήματα δεν ήταν τόσο διαδεδομένα στη Φεηνάρκια, όπως σε κάποιες άλλες διαστάσεις· και τηλεοπτικοί σταθμοί δεν υπήρχαν πουθενά.

«Και τι θα περιέχουν αυτές οι πλακέτες;»

«Συζητήσεις με τους μεταλλαγμένους και τον Αβέρναλ.»

«Ο Βέργκεδελ δεν θα επιτρέψει την κυκλοφορία τους στην πόλη.»

«Τότε θα πρέπει να κυκλοφορήσουν μέσα από υπόγεια κανάλια,» είπε η Έρικα. «Και το δίκτυό μου θα βοηθήσει σ’αυτό, φυσικά.

»Τι λέτε, λοιπόν, Άρχοντά μου; Θα συνεργαστούμε;»

Ο Έρθαλρωντ ρώτησε: «Ο Βασιληάς Ράνελμον θα ανακοινώσει δημοσίως ότι δεν είναι εχθρός της Κάρνατεβ αλλά μόνο εχθρός της πολιτικής του Βέργκεδελ;»

«Θα κάνει μαζί σας σχετική συμφωνία, όπως σας είπα. Αλλά στην ερώτησή σας δεν μπορώ να απαντήσω άμεσα. Υποθέτω, όμως, ότι η απάντηση είναι, μάλλον, ναι.»

«Το λέω,» εξήγησε ο Έρθαλρωντ, «επειδή, αν ο Βασιληάς Ράνελμον ανακοινώσει κάτι τέτοιο, αυτό θα με εξυπηρετήσει. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι το Βασίλειο είναι εναντίον της Κάρνατεβ.»

«Το καταλαβαίνω αυτό που λέτε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Έρικα, «και θα το αναφέρω στον Βασιληά.»

«Νομίζω, επομένως, πως μπορούμε να συνεργαστούμε,» είπε ο Έρθαλρωντ.

«Θα με βοηθήσετε να ισχυροποιήσω το δίκτυό μου στην πόλη;»

«Ασφαλώς, με την προϋπόθεση ότι θα έχω την υποστήριξή του.»

«Σας εξήγησα πώς δουλεύουμε,» είπε η Έρικα. «Δεν είμαστε μόνιμα υπέρ καμιας εξουσίας, αλλά θα σας προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας για κάποιον καιρό δωρεάν.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Έρθαλρωντ.

«Επίσης, είναι και κάτι άλλο που πρέπει να σας ζητήσω.»

«Ακούω.»

«Τι προσβάσεις έχετε στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ, Άρχοντά μου; Γνωρίζετε κάποιους μάγους εκεί;»

«Ναι, αλλά γιατί θέλεις να ξέρεις;»

«Επειδή χρειάζομαι κάτι που βρίσκεται στη Μαγική Σχολή – κάτι κλεμμένο από έναν από τους ανθρώπους μου.»

Ο Έρθαλρωντ ύψωσε τα φρύδια του ερωτηματικά, με έκδηλη περιέργεια στο πρόσωπό του.

«Πρόκειται για ένα δαχτυλίδι με κρύσταλλο επάνω, το οποίο αποτελεί φυλακή για τον θεό ενός μάγου που είναι σύντροφός μου.»

«Κι αυτό το δαχτυλίδι κλάπηκε;» απόρησε ο Έρθαλρωντ.

«Όχι ακριβώς. Ο συγκεκριμένος μάγος ήταν αιχμάλωτος της Μαγικής Σχολής – του Αρχιμάγου Σέρκαδελ’λι, συγκεκριμένα – για μερικές ημέρες, και χρησιμοποιούσαν τον θεό του για να τον βασανίζουν ψυχικά. Μπορεί να γίνει αυτό, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε, Άρχοντά μου. Αν κάποιοι μάγοι κρατάνε στην κατοχή τους τον θεό ενός άλλου μάγου, μπορούν να βασανίζουν τον μάγο ψυχικά.»

«Για να είμαι ειλικρινής, πρώτη φορά το ακούω.»

«Ρωτήστε κάποιον γνωστό σας που είναι του τάγματος των Δεσμοφυλάκων και θα σας διαβεβαιώσει ότι αληθεύει,» του είπε η Έρικα. «Εκείνο που θέλω είναι να φροντίσετε το δαχτυλίδι να επιστραφεί σ’εμένα. Μπορείτε να το κάνετε;»

Ο Έρθαλρωντ την κοίταζε συνοφρυωμένος. «Αυτός ο μάγος, ο φίλος σου, είναι ο ίδιος που σκότωσε τον Σέρκαδελ’λι στην Αρένα;»

Η Έρικα δεν δίστασε να απαντήσει. «Ο ίδιος είναι. Άρδαλον’λι ονομάζεται. Κι όσο γι’αυτά που λέγονται, ότι υπηρετούσε την Παντοκ–»

«Αυτά είναι αστεία,» τη διέκοψε ο Έρθαλρωντ. «Και ποιος δεν υπηρετούσε την Παντοκράτειρα πριν από χρόνια; Μόνο οι επαναστάτες που αποτίναξαν το ζυγό της από τη διάστασή μας. Και δεν μπορούσαμε όλοι να είμαστε επαναστάτες από την αρχή.»

«Θα με βοηθήσετε, λοιπόν, να πάρω το δαχτυλίδι από τη Μαγική Σχολή;»

«Θα δω τι μπορώ να κάνω. Αρκεί να προσφέρω πληροφορίες, ή πρέπει οπωσδήποτε να βάλω κάποιον άνθρωπο να το κλέψει;»

«Θα προτιμούσα αν κάποιος άνθρωπός σας το έκλεβε.»

Ο Έρθαλρωντ ένευσε σαν να περίμενε αυτή την απάντηση. «Θα δω τι μπορώ να κάνω,» είπε ξανά, σκεπτικά. «Αλλιώς, θα σου δώσω πληροφορίες. Πού βρίσκεται το δαχτυλίδι, πώς φυλάσσεται, και τα λοιπά· καλώς;»

«Είμαστε σύμφωνοι, Άρχοντά μου,» είπε η Έρικα.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Όγδοο
Κλέφτες και Μάγοι

Ο Έρθαλρωντ, μετά από μερικές ημέρες, είπε στην Έρικα, μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού, ότι δυστυχώς δεν μπορούσε να βάλει κάποιον άνθρωπό του να κλέψει το δαχτυλίδι με τον θεό του Άρδαλον’λι. Όμως είχε πολλές πληροφορίες για το πού και πώς φυλασσόταν μέσα στη Μαγική Σχολή. Την ενδιέφεραν; Φυσικά και με ενδιαφέρουν, Άρχοντά μου, αποκρίθηκε η Έρικα· και αργότερα συναντήθηκε μ’έναν από τους έμπιστους ανθρώπους του Συγκλητικού, ο οποίος της έδωσε έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα μέσα στον οποίο υπήρχαν λεπτομέρειες για τη φύλαξη του Λαίμαργου Ανεμοφάγου και σχεδιαγράμματα του εσωτερικού της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ.

Η Έρικα καταβρόχθισε τις πληροφορίες με τη λογική δαιμόνιας κατασκόπου και, σύντομα, το μυαλό της γέννησε ένα σχέδιο, το οποίο και μοιράστηκε με τους συντρόφους της, μέσα στα ενοικιαζόμενα δωμάτια που τους είχε βρει η Νατμάλι. Του Άρδαλον’λι δεν του άρεσε και τόσο το σχέδιο αυτό· το θεωρούσε αρκετά ριψοκίνδυνο. Του Ζαώρδιλ τού άρεσε ακόμα λιγότερο· το θεωρούσε οριακά ηλίθιο, «κι άμα κάτι πάει στραβά δεν θα χάσω μόνο εσένα,» είπε στην Έρικα. Οπότε εκείνη χαμογέλασε λιγάκι στραβά αποκρινόμενη: «Χαίρομαι που με εκτιμάς τόσο.» Αλλά ο Σκοτωμένος δεν αστειευόταν.

«Συμφωνείς εσύ μ’αυτή τη μαλακία, μάγισσα;» ρώτησε τη Φαίδρα’λι, που μέχρι στιγμής δεν είχε εκφράσει καμία άποψη επί του θέματος.

«Μπορεί και να πετύχει, αρχηγέ…» μόρφασε εκείνη, ανασηκώνοντας τους ώμους.

«Εσύ θα πήγαινες μαζί με την τρελή, δηλαδή;» Προφανώς εννοούσε την Έρικα.

«Εγώ δεν μπορώ να πάω γιατί στην Κάρνατεβ με κυνηγάνε, όπως ξέρεις. Αλλά, ναι, αν δεν με κυνηγούσαν θα πήγαινα.»

Ο Ζαώρδιλ αγριοκοίταξε τον Άρδαλον’λι, με βλέμμα που έλεγε, ξεκάθαρα, Εσύ φταις για όλα.

Ο μάγος τον αγνόησε στωικά.

*

Το επόμενο βράδυ, η Έρικα περίμενε στη δυτική μεριά του λιμανιού της Κάρνατεβ, κοντά στην προβλήτα που είχαν συμφωνήσει, και ήλπιζε ο Ζαώρδιλ να μην τη μπέρδευε μες στο σκοτάδι.

Μάλλον αυτοί είναι, τώρα, σκέφτηκε, διακρίνοντας με το ζόρι μια μηχανοκίνητη βάρκα να έρχεται από τα νότια χωρίς να έχει φώτα αναμμένα. Δεν μπερδεύτηκαν.

Η βάρκα άραξε στην προβλήτα, και ο Ζαώρδιλ και η Ανταρλίδα’μορ βγήκαν.

«Σου εξήγησε τι θέλω από εσένα;» ρώτησε η Έρικα τη μάγισσα, πλησιάζοντάς τους.

Εκείνη κατένευσε. «Δε νομίζω να έχουμε πρόβλημα αφού έχεις τόσες πληροφορίες για το εσωτερικό της Σχολής.»

«Της πρότεινα, επίσης, να αρνηθεί να έρθει,» είπε ο Ζαώρδιλ μεταξύ αστείου και σοβαρού, αλλά χωρίς να χαμογελά, «όμως δεν με άκουσε.»

«Αν είμαστε προσεχτικές,» είπε η Έρικα, «δεν νομίζω ο κίνδυνος να αποδειχτεί μεγάλος.»

«Ούτε κι εγώ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Έχω, εξάλλου, ξαναμπεί στη Μαγική Σχολή της Κάρνατεβ.»

«Όσο ήσουν με τους Ξένους;»

«Ναι.»

«Υπάρχει περίπτωση να σε αναγνωρίσουν;»

Η Ανταρλίδα’μορ κούνησε το κεφάλι. «Μην ανησυχείς· δεν είμαι τόσο γνωστή εδώ.»

Η Έρικα ένευσε, ικανοποιημένη. Δεν ήθελε κι άλλους μπελάδες.

«Η φίλη σου, η Ανρίθα-Νοθ, μου έκανε παράπονα,» της είπε ο Ζαώρδιλ. «Λέει ότι άλλα τής υπόσχεσαι κι άλλα κάνεις.»

«Θα την πλακώσω στο ξύλο, να της πεις,» αποκρίθηκε η Έρικα, και η Ανταρλίδα γέλασε. «Τι περιμένει να κάνω τώρα; Να φύγω από δω για να την πάω στη Μέρελκεβ και, μετά, στη Βίηλ και στη Ρελκάμνια;»

Ο Ζαώρδιλ ύψωσε τους ώμους. «Απλώς το ανέφερα…»

«Πάμε;» είπε η Έρικα στην Ανταρλίδα.

«Πάμε.»

«Και να έχετε το νου σας,» είπε πίσω τους ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα και η Ανταρλίδα’μορ έφυγαν από την προβλήτα και μπήκαν στο δρομάκι όπου η πρώτη είχε αφήσει το όχημά της – το ένα από τα δύο δίκυκλα των κατασκόπων του Αρχισυγκλητικού που παρακολουθούσαν τον Έρθαλρωντ όταν ο Ζαώρδιλ και η Φαίδρα’λι τούς επιτέθηκαν. Η Έρικα είχε φροντίσει ν’αλλάξει τα εξωτερικά μέταλλα και στα δύο οχήματα – στα σημεία, τουλάχιστον, που μπορεί να ξεχώριζαν από άλλα δίκυκλα – τα είχε ελέγξει για κρυμμένες συσκευές εντοπισμού (Είσαι τελείως παρανοϊκή, της είχε πει ο Ζαώρδιλ), και είχε αποφασίσει ότι μπορούσαν να τα κρατήσουν και να τα χρησιμοποιήσουν χωρίς φόβο.

Καβάλησε τώρα το δίκυκλο, και η Ανταρλίδα’μορ ανέβηκε πίσω της. Η Έρικα ξεκίνησε τη μηχανή και έφυγαν. Διέσχισαν το λιμάνι προς τα ανατολικά, έστριψαν βόρεια, πέρασαν την Πύλη του Λιμανιού, ανέβηκαν τη Μεγάλη Λεωφόρο, έπιασαν την Άφλεκτη, μπήκαν σε μικρότερους δρόμους στα βόρειά της, και έφτασαν σ’ένα σοκάκι κοντά στη Μαγική Σχολή. Η Έρικα σταμάτησε το δίκυκλο και κατέβηκαν.

Χωρίς καμια κουβέντα, έχοντας κι οι δύο τις κουκούλες τους στα κεφάλια, βάδισαν μερικές δεκάδες μέτρα και βρέθηκαν μπροστά στο μεγάλο γυάλινο οικοδόμημα της Μαγικής Σχολής της Κάρνατεβ. Η είσοδός του ήταν μια ψηλή, δίφυλλη, ξύλινη πόρτα πλαισιωμένη από μέταλλα που γυάλιζαν ιριδίζοντας στο φως των ενεργειακών λαμπών οι οποίες κρέμονταν από τους τοίχους εκατέρωθεν. Η Ανταρλίδα’μορ έβγαλε την ταυτότητα που την αναγνώριζε ως μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών και την πέρασε μέσα στη θυρίδα που βρισκόταν στο κέντρο της πόρτας – η μισή στο δεξί φύλλο, η μισή στο αριστερό. Η θυρίδα κατάπιε τελείως την ταυτότητα, τραβώντας την απότομα από τα δάχτυλα της Ανταρλίδας, και, μετά από μερικούς περίεργους θορύβους, την πέταξε έξω πάλι. Η μάγισσα την πήρε πίσω, και τα δύο φύλλα της πόρτας άνοιξαν αυτόματα.

Μια αίθουσα αποκαλύφθηκε, όμορφα στολισμένη· αλλά το πρώτο πράγμα που πρόσεξε η Έρικα ήταν οι φρουροί. Δύο, και πάνοπλοι. Ακριβώς όπως είχε πει η Φαίδρα, από την προηγούμενή της επίσκεψη εδώ. Ακριβώς όπως έλεγαν, επίσης, οι πληροφορίες του Έρθαλρωντ. Και στο ταβάνι, γύρω απ’το πολύφωτο, περιστρεφόταν μια δαιμονική θεά: μια οντότητα από φως και σκιά, που τα φτερά της μπορούσες να τα αντιληφτείς μόνο ως ήχο – τα άκουγες περισσότερο παρά τα έβλεπες. Η Έρικα αισθάνθηκε τον μαγικό της μανδύα να μαζεύεται επάνω της, σαν να είχε ανησυχήσει από την παρουσία αυτής της θεάς. Στο βάθος της αίθουσας ήταν ένα γραφείο, άδειο τώρα. Η Φιστάμα’σαρ, που συνήθως βρισκόταν στον προθάλαμο της Σχολής (σύμφωνα με τις πληροφορίες του Έρθαλρωντ), σπάνια ήταν εδώ τα βράδια.

Η διπλή, ξύλινη πόρτα έκλεισε πίσω από την Έρικα και την Ανταρλίδα’μορ, αυτόματα όπως είχε ανοίξει. Οι φρουροί κοίταξαν τις δύο γυναίκες χωρίς καχυποψία. Για να είχαν μπει εδώ, η μία από τις δύο τουλάχιστον πρέπει να ήταν μάγισσα. Η πόρτα δεν άνοιγε χωρίς ταυτότητα μάγου, και δεν υπήρχε περιορισμός στο ποιος μάγος μπορούσε να μπει στη Μαγική Σχολή.

Η Ανταρλίδα προχώρησε δίχως να καθυστερήσει, αποφασιστικά, σαν να ήξερε ακριβώς πού πήγαινε. Και η Έρικα θεώρησε, φυσικά, την τακτική της άψογη. Αυτός ήταν πάντα ο καλύτερος τρόπος για να μη σου δώσουν σημασία οι οποιοιδήποτε φρουροί – να δείχνεις ότι ο χώρος είναι γνωστός για εσένα.

Καθώς άρχισαν ν’ανεβαίνουν τη σκάλα στο βάθος αριστερά, η Ανταρλίδα ψιθύρισε στην Έρικα: «Εσύ οδηγείς.»

«Δε σου έδειξε ο Ζαώρδιλ τον χάρτη;»

«Μου τον έδειξε, αλλά υποθέτω εσύ θα τον έχεις μελετήσει καλύτερα.»

Η Έρικα σκέφτηκε ότι, πράγματι, δεν είχε άδικο. Τον είχε αποστηθίσει τον χάρτη, φυσικά. «Δεν είμαστε μακριά,» είπε στην Ανταρλίδα καθώς έφταναν στον πρώτο όροφο της Σχολής. Το δαχτυλίδι του Άρδαλον’λι βρισκόταν στον δεύτερο όροφο.

Η Ανταρλίδα ένευσε, και μουρμούρισε κάποιο ξόρκι. Ανιχνευτικής φύσης, μάλλον, υπέθεσε η Έρικα.

Στον πρώτο όροφο της Μαγικής Σχολής ήταν βιβλιοθήκες, μηχανικά συστήματα επεξεργασίας πληροφοριών, και το Τάγμα των Διαλογιστών. Η σκάλα συνέχιζε στριφτά προς τα επάνω, και η Έρικα κι η Ανταρλίδα δεν έπαψαν καθόλου να βαδίζουν.

Το Τάγμα των Δεσμοφυλάκων καταλάμβανε ολόκληρο τον δεύτερο όροφο, και εδώ υπήρχαν διάφορες αίθουσες και δωμάτια όπου οι μάγοι εκπαιδεύονταν, κρατούσαν φυλακισμένους θεούς, ξεκουράζονταν, και αποθήκευαν αντικείμενα. Η Έρικα έφερε ξανά τον χάρτη στο μυαλό της, προσπαθώντας αμέσως να προσανατολιστεί. Η στριφτή σκάλα συνέχιζε προς τα επάνω, προς τον τρίτο όροφο, αλλά τώρα δεν υπήρχε λόγος να την ακολουθήσουν· η Έρικα βάδισε μέσα στον διάδρομο που ανοιγόταν μπροστά της, και η Ανταρλίδα βάδισε δίπλα της, μουρμουρίζοντας πάλι κάποιο ξόρκι. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε εύηχα κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια τους. Ήταν αδύνατο να περπατήσει κανείς αθόρυβα εδώ πέρα, παρατήρησε η Έρικα δυσαρεστημένα. Αν κάποιος ακούει προσεχτικά, το ξέρει ότι τώρα ήρθαν δύο καινούργιοι. Αν κάποιος δεν ακούει και τόσο προσεχτικά, το ξέρει ότι κάποιος άλλος σίγουρα ανέβηκε στον δεύτερο όροφο.

Αλλά η Έρικα προσπάθησε πρώτιστα να έχει στο μυαλό της τον χάρτη. Δεν ήταν τώρα ώρα για να χαθεί. Ούτε για λίγο.

Έστριψε αριστερά, προσπέρασε μία, δύο δερματόπορτες, και σταμάτησε μπροστά στην τρίτη, η οποία ήταν κλειστή.

«Εδώ,» είπε στην Ανταρλίδα.

Εκείνη ένευσε, και τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη της, ρυθμίζοντάς το στην αναισθητοποίηση.

Η Έρικα έβγαλε μέσα από τη μαύρη μπλούζα της ένα λιγνό, λαξευτό βραχιόλι από λευκόχρυσο. Ο Άρδαλον τής το είχε δώσει, εξηγώντας της πως μέσα του βρισκόταν κλεισμένος ο θεός του Σέρκαδελ’λι, ο Σιωπηλός Γδάρτης των Αλλοτινών Αιώνων. Πέταξέ το μακριά σου και σπάσε το πυροβολώντας το, αν πρέπει να αντιμετωπίσεις δαίμονες ή εχθρούς που θεωρείς πολύ δυνατούς για σένα, της είχε πει. Ο Σιωπηλός Γδάρτης θα ελευθερωθεί και θα τους λιανίσει. Αλλά φρόντισε να απομακρυνθείς γρήγορα, αλλιώς θα λιανίσει κι εσένα.

Η Έρικα έσπρωξε τη δερματόπορτα, ανοίγοντάς την και βλέποντας ένα δωμάτιο όχι πολύ μεγαλύτερο από τα δωμάτια των περισσότερων ξενοδοχείων, μ’ένα ξύλινο τραπέζι στα δεξιά, στην επιφάνεια του οποίου ήταν ζωγραφισμένα, με κόκκινη μπογιά, σύμβολα που η Έρικα δεν αναγνώριζε. Αλλά στο κέντρο των συμβόλων βρισκόταν ένα δαχτυλίδι με κρύσταλλο επάνω. Η φυλακή του Λαίμαργου Ανεμοφάγου, δίχως αμφιβολία.

Παραδίπλα, πλάι στο μισάνοιχτο παράθυρο, στεκόταν μια πορφυρόδερμη γυναίκα με πράσινα μαλλιά κομμένα κοντά και απλό δερμάτινο περιδέραιο απ’όπου κρεμόταν μια εντυπωσιακή ηλιόπετρα (Η φυλακή του θεού της; αναρωτήθηκε η Έρικα). Ήταν ντυμένη με βαθυγάλαζο χιτώνα που είχε διχτυωτά μανίκια και ποδόγυρο. Αντίκρυ της, σε μια καρέκλα καθόταν μια άλλη γυναίκα, σταυροπόδι, καπνίζοντας. Είχε δέρμα κόκκινο κι αυτή, αλλά μαλλιά μαύρα, σγουρά, και μακριά. Φορούσε μελανό δερμάτινο παντελόνι, ψηλές μπότες, και αμάνικη γκρίζα μπλούζα. Στο αριστερό χέρι της ήταν ένα μεγάλο μεταλλικό περικάρπιο γεμάτο λαξεύματα και μικροσκοπικούς λίθους που στραφτάλιζαν σαν άστρα (Η φυλακή του θεού της;).

Οι δύο μάγισσες (δεν μπορεί να ήταν τίποτ’ άλλο από μάγισσες) στράφηκαν ξαφνιασμένες στην Έρικα και στην Ανταρλίδα’μορ. Δεν φαινόταν να έκαναν κάτι στον φυλακισμένο θεό του Άρδαλον’λι τώρα, απλώς φαινόταν να κουβεντιάζουν, και η Έρικα θυμήθηκε που ο Άρδαλον τής είχε πει ότι, τελευταία, δεν τον βασάνιζαν συνεχώς όπως πριν – όμως δεν τα είχαν παρατήσει κιόλας. Οι δύο μάγισσες, μάλλον, έκαναν διάλειμμα.

«Τι–;» άρχισε η πρασινομάλλα με την ηλιόπετρα, κι αμέσως πετάχτηκε στο πλάι καθώς είδε τα πιστόλια να υψώνονται. Η ενεργειακή ριπή της Ανταρλίδας τη βρήκε στο δεξί μπράτσο, τραντάζοντάς την και σωριάζοντάς την στο πάτωμα· και η Έρικα άκουσε την Ανταρλίδα να καταριέται γιατί μάλλον για το στήθος της Δεσμοφύλακα πήγαινε, προκειμένου να την αναισθητοποιήσει.

Η Έρικα, έχοντας κι εκείνη πάραυτα τραβήξει το πιστόλι της, πυροβόλησε την κορακομάλλα μάγισσα εκτοξεύοντας μια ενεργειακή ριπή από την κάννη και εξαντλώντας ολόκληρη τη μπαταρία. Είχε το όπλο ρυθμισμένο στη μέγιστη ένταση. Η μάγισσα, καθώς έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα πετώντας το τσιγάρο της κάτω, δέχτηκε τη βολή της Έρικας στην κοιλιά. Το σώμα της τραντάχτηκε ενώ τα μάτια της διαστέλλονταν από τον δυνατό πόνο και το στόμα της άνοιγε διάπλατα. Το πορφυρόδερμο πρόσωπό της είχε χάσει ξαφνικά το έντονο χρώμα του, καθώς η γυναίκα σωριαζόταν στο πάτωμα, λιπόθυμη.

Η άλλη μάγισσα, όμως – η πρασινομάλλα με την ηλιόπετρα – δεν είχε λιποθυμήσει· απλώς ολόκληρο το δεξί της χέρι έμοιαζε παράλυτο καθώς ήταν πεσμένη στα γόνατα. Και η Ανταρλίδα μάλλον δεν μπορούσε να την ξαναπυροβολήσει αμέσως γιατί κι εκείνης το πιστόλι πρέπει να ήταν ρυθμισμένο στη μέγιστη ένταση και η μπαταρία του πρέπει να είχε τελειώσει.

«Βοήθεια!» ούρλιαξε η πρασινομάλλα μάγισσα. «Βοήθεια!» και η φωνή της αντήχησε μέσα στις νυχτερινές αίθουσες και τους διαδρόμους της Μαγικής Σχολής, ενώ μια άυλη μορφή φάνηκε να βγαίνει γύρω από το σώμα της σαν αύρα. Μια μορφή χρυσή, γεμάτη παράδοξες εσοχές, προεξοχές, σπείρες, και αναδιπλώσεις που έκαναν το μυαλό της Έρικας να ζαλίζεται.

Ο θεός της!

Η Έρικα έτρεξε καταπάνω στη μάγισσα, γιατί δεν ήθελε να γυρίσει τη ρύθμιση του πιστολιού της στο θανατηφόρο και να την πυροβολήσει (είχαν συμφωνήσει να μη σκοτώσουν κανέναν, αν δεν αποδεικνυόταν αναπόφευκτο), ούτε ήθελε να ελευθερώσει τώρα τον δαίμονα του Σέρκαδελ’λι ενώ το δαχτυλίδι του Άρδαλον βρισκόταν ανάμεσα σ’εκείνη και την πρασινομάλλα μάγισσα.

Η Έρικα τινάχτηκε μπροστά στη Δεσμοφύλακα – και είχε την πολύ άσχημη αίσθηση ότι ο κόσμος αλλοιωνόταν παράδοξα γύρω της ενώ ένα δαιμονικό ζουζούνισμα αντηχούσε από παντού – αισθάνθηκε ναυτία, αισθάνθηκε τα γόνατά της να τρέμουν – αλλά κλότσησε, όσο πιο γρήγορα και όσο πιο δυνατά μπορούσε. Χτυπώντας τη γονατισμένη πρασινομάλλα μάγισσα στο πλάι του κεφαλιού και βλέποντάς τη να πέφτει στο πάτωμα, ακίνητη.

Το δωμάτιο, όμως, συνέχιζε να αλλοιώνεται γύρω από την Έρικα – χρυσές ανταύγειες και σπείρες, εσοχές και προεξοχές – και το δαιμονικό ζουζούνισμα δυνάμωνε.

«Ανταρλίδα – το δαχτυλίδι!» έκρωξε τρομαγμένα, καταλαβαίνοντας ότι είχε να κάνει με τον θεό της αναισθητοποιημένης μάγισσας.

Η Ανταρλίδα’μορ είπε: «Το έχω πάρει. Αλλά, Έρικα, ο δαίμονάς της είναι πάνω σου! Κάτι σ’έχει τυλίξει! Ρίξε μου το βραχιόλι, τώρα! Τώρα!»

Η Έρικα με το ζόρι μπορούσε να διακρίνει την Ανταρλίδα μέσα από το χρυσαφένιο χάος που αποπροσανατόλιζε τις αισθήσεις της· το δωμάτιο περιστρεφόταν γύρω της – ή μάλλον, όχι: ορισμένα σημεία του περιστρέφονταν, σαν δίνες να παρουσιάζονταν. Στο χέρι της ήταν ακόμα το βραχιόλι που της είχε δώσει ο Άρδαλον, και το πέταξε προς τα εκεί που νόμιζε ότι πρέπει λογικά να βρισκόταν η Ανταρλίδα.

«Σπάσ’ το!» φώναξε. «Σπάσ’ το!» Κι έπεσε στο ένα γόνατο, νιώθοντας τα πόδια της αδύναμα, ενώ το καταραμένο ζουζούνισμα γέμιζε το κεφάλι της.

Μέτα – αναπάντεχα – ο χρυσός δαίμονας διαλύθηκε από γύρω της, και η Έρικα είδε, βαριανασαίνοντας και με γουρλωμένα μάτια, το δωμάτιο να παίρνει την κανονική του μορφή, ενώ επάνω στο τραπέζι ορθωνόταν ένα δικέφαλο θηρίο από γκρίζα ομίχλη, γεμάτο κέρατα και δόντια, και με δύο μάτια από φωτιά. Ο Σιωπηλός Γδάρτης των Αλλοτινών Αιώνων, απελευθερωμένος από τη φυλακή του; Μπροστά στο ομιχλώδες κτήνος αιωρείτο ο χρυσαφένιος θεός της πρασινομάλλας μάγισσας, μοιάζοντας τρομοκρατημένος – και η Έρικα δεν ήξερε πώς ακριβώς το αντιλαμβανόταν αυτό, αλλά δεν είχε αμφιβολία ότι αλήθευε.

Ο Σιωπηλός Γδάρτης έβγαλε ένα υπόκωφο μούγκρισμα που δεν ήταν και τόσο σιωπηλό.

Η Ανταρλίδα βρέθηκε ξαφνικά πλάι στην Έρικα, πιάνοντάς την από τη μασκάλη, τραβώντας την για να σηκωθεί. «Πάμε! Είσαι καλά; Πάμε!»

Η Έρικα ορθώθηκε παρότι ακόμα τα πόδια της έτρεμαν και ακόμα ζαλιζόταν από την επίθεση του χρυσού δαίμονα. «Ναι…» ψέλλισε. «Ναι…» Και στράφηκε στο μισάνοιχτο παράθυρο. «Άνοιξέ το, Ανταρλίδα, άνοιξέ το.»

Εκείνη τη στιγμή, καθώς ο Σιωπηλός Γδάρτης ορμούσε στον χρυσό θεό, δύο μάγοι φάνηκαν στο κατώφλι του δωματίου. «Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων!» αναφώνησε ο ένας, ενώ ο άλλος είχε ήδη αρχίσει να αρθρώνει δυνατά κάποιο ξόρκι. Ο Σιωπηλός Γδάρτης των Αλλοτινών Αιώνων, έχοντας πηδήσει από το τραπέζι, στράφηκε προς το μέρος τους καθώς ο χρυσός θεός είχε, τρομοκρατημένος, βουτήξει μέσα στην ηλιόπετρα της λιπόθυμης μάγισσας.

Η Έρικα αισθάνθηκε αέρα να χτυπά το πρόσωπό της, κι άκουσε την Ανταρλίδα να λέει το όνομά της και: «Το παράθυρο είν’ ανοιχτό – πάμε!»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα νιώθοντας το στόμα της ξερό, το μυαλό της ζαλισμένο, το σώμα της να τρέμει. Συγκεντρώνοντας ό,τι δυνάμεις τής είχαν απομείνει, ανέβηκε στο περβάζι. «Πιάσου γερά επάνω μου, Ανταρλίδα. Γερά.»

Η μάγισσα πιάστηκε πάνω στην Έρικα, κάτω από τον μαγικό μανδύα της.

Η Έρικα σκέφτηκε, απευθυνόμενη στον θεό του μανδύα που ήταν πολύ αμφίβολο αν άκουγε τις σκέψεις της: Με κράτησες όταν έπεσα μαζί με την Ανρίθα· θα με κρατήσεις και τώρα! Τίναξε τον μανδύα και πήδησε από το περβάζι του παραθύρου της Μαγικής Σχολής.

Ο μανδύας άνοιξε γύρω από εκείνη και την Ανταρλίδα σαν φτερούγες, και τις κατέβασε αργά στο έδαφος, αλλά πιο γρήγορα απ’ό,τι συνήθως, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει η Έρικα. Κουτρουβάλησαν επάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου, μπλεγμένες η μία με την άλλη, και η Έρικα αισθάνθηκε τα πόδια της να χτυπάνε επώδυνα στις πέτρες, το παντελόνι της να σκίζεται στο αριστερό γόνατο. Ίσως να έφταιγε και το γεγονός ότι ήταν έτσι αδύναμη, αποπροσανατολισμένη, μετά την επίθεση του χρυσού δαίμονα.

Η Ανταρλίδα σηκώθηκε πρώτη και πιάνοντας την Έρικα από το δεξί χέρι τη σήκωσε κι εκείνη. «Είσαι καλά;»

«Ναι, ’ντάξει. Έχεις το δαχτυλίδι, έτσι;»

Η Ανταρλίδα τής το έδειξε.

Η Έρικα ένευσε κουρασμένα: κι εξαφανίστηκαν μες στους νυχτερινούς δρόμους, για να πάρουν σύντομα το δίκυκλο από εκεί όπου το είχαν αφήσει και να φύγουν, αλλά με την Ανταρλίδα’μορ στο τιμόνι τώρα.

Κεφάλαιο Εξηκοστό-Ένατο
Επικίνδυνη Δημοσιογραφία στις Ακτές του Ωκεανού

Οι πράκτορες της Έρικας Σάλκερκοφ που βρίσκονταν στη Μέρελκεβ άφησαν, ένα απόγευμα, ένα δέμα στα γραφεία της έδρας της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα, και μετά εξαφανίστηκαν. Μέσα στο δέμα εσωκλείνονταν ένα άρθρο και ένα σημείωμα (και τα δύο δακτυλογραφημένα σε γραφομηχανή), μερικές φωτογραφίες, και μια οπτικοακουστική πλακέτα.

Το σημείωμα απευθυνόταν στον κύριο Φέκταρελ φ’Όρελκεμ, Διευθυντή της έδρας της Ωκεανού Επίκαιρα στη Μέρελκεβ, και έγραφε:

 

Παρότι εξόριστος & υπό διωγμό από την πατρίδα μου, δεν έχω εγκαταλείψει τον αγώνα μου για την αλήθεια & τη μετάδοση της ειλικρινούς πληροφορίας στο κοινό απ’ άκρη σ’ άκρη του Ωκεανού. Ούτε έχω εγκαταλείψει τον αγώνα μου κατά του Βέργκεδελ που, δυστυχώς, τυγχάνει Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ ετούτο τον καιρό.

Σας στέλνω, κύριε, ένα άρθρο με όλες μου τις τελευταίες γνώσεις & ανακαλύψεις σχετικά με το θέμα του ιπταερίου & τα προβλήματα που ο Βέργκεδελ προκάλεσε στην Κάρνατεβ εξαιτίας της σφαλερής πολιτικής του.

Δεν επιθυμώ χρηματική αμοιβή προς το παρόν (& προτιμώ ο τωρινός τόπος διαμονής μου να μείνει κρυφός, γι’ αυτό κιόλας δεν σας τον αναφέρω)· μοναδική μου επιθυμία είναι η δημοσίευση του άρθρου μου, μαζί με τις φωτογραφίες & τη συνοδευτική οπτικοακουστική πλακέτα όπου είναι καταγεγραμμένη μια συζήτησή μου με τους μεταλλαγμένους που αναφέρω στο άρθρο (ανθρώπους θύματα του ιού των Ορυχείων Ιπταερίου).

Ελπίζω, κύριε Φέκταρελ, η εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα να συνεχίσει την αμερόληπτη δημοσιογραφία της & να μην αγνοήσει ή λογοκρίνει το άρθρο μου, ούτε εδώ αλλά ούτε και όταν – όπως ευελπιστώ ότι θα πράξετε – το στείλετε στην Κάρνατεβ για να τυπωθεί στο κεντρικό τυπογραφείο σας. Δώστε τους χαιρετισμούς μου στη Διευθύντρια της έδρας στην Κάρνατεβ, κυρία Σιρκάνθα.

Αβέρναλ της Κάρνατεβ
φιλαλήθης δημοσιογράφος υπό διωγμό

 

Ο Φέκταρελ φ’Όρελκεμ δεν αγνόησε το άρθρο. Το διάβασε διεξοδικά, και παρακολούθησε επίσης την οπτικοακουστική πλακέτα. Τα βρήκε όλα αυτά άκρως ενδιαφέροντα, και έγραψε μια επιστολή στη Σιρκάνθα, Διευθύντρια της έδρας στην Κάρνατεβ και Αρχισυντάκτρια της Ωκεανού Επίκαιρα, ζητώντας της να μην παρεμποδίσει τη δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών από φόβο προς τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ. Ύστερα, αφού κράτησε δύο αντίγραφα όλων των εγγράφων και δύο αντίγραφα της πλακέτας (για λόγους ασφαλείας), έστειλε τα πάντα στην Κάρνατεβ.

Έτσι, στο επόμενο φύλλο της, το οποίο ταξίδεψε σ’όλες τις ακτές του Ωκεανού, η εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα περιλάμβανε, εκτός των άλλων, και το ακόλουθο άρθρο:

 

ΠΟΛΕΟΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

του Αβέρναλ της Κάρνατεβ
φιλαλήθους δημοσιογράφου υπό διωγμό*

 

Πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό, είχα προειδοποιήσει για τα Ορυχεία Ιπταερίου και για την πολιτική που ακολουθούσε η πατρίδα μου, η Κάρνατεβ. Με λύπη μου βλέπω πως αποδείχτηκα σωστός στις προβλέψεις μου και στα δύο αυτά ζητήματα. Τα Ορυχεία Ιπταερίου είναι – ή, μάλλον, θα έπρεπε να πω ήταν βλαβερά και επικίνδυνα για τους κατοίκους της Κάρνατεβ αλλά και για όλους τους ανθρώπους του Ωκεανού. Και η πολιτική που ακολουθούσε η πόλη μου την έφερε σε αδιέξοδο και δημιούργησε εχθρούς.

Εξόριστος εξαιτίας του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ και κυνηγημένος από τους λακέδες του, αδυνατούσα να μιλήσω ελεύθερα γιατί αδυνατούσα και να ερευνήσω ελεύθερα τα θέματα που με ενδιέφεραν. Τώρα, όμως, η ώρα ήρθε, και θα ξεκινήσω εξηγώντας πρώτα τι μου συνέβη, ώστε ο Βέργκεδελ να πάψει να σας παραπλανά για το ποιος είμαι και ποιοι οι σκοποί μου. Ουδέποτε, σας διαβεβαιώνω, υπήρξα πράκτορας συμφερόντων ενάντιων του κοινωνικού και πολιτικού συμφέροντος της Κάρνατεβ! Ουδέποτε υπήρξα προδότης της πατρίδας μου. Ενδιαφέρομαι μόνο για το καλό της. Προδότης και πατριδοκάπηλος είναι ο Βέργκεδελ, ο οποίος οδήγησε την Κάρνατεβ στο αδιέξοδο που την οδήγησε! Εγώ υποχρεώθηκα να εγκαταλείψω τη μεγάλη πόλη διότι, αν δεν το έπραττα, η μοίρα μου στα χέρια των λακέδων του Βέργκεδελ θα ήταν πολύ πιο δυσάρεστη, αφού, ουσιαστικά, η Κάρνατεβ όσο διοικείται από τον Βέργκεδελ είναι σαν να βρίσκεται κάτω από τυραννικό ζυγό!

Ο Βασιληάς Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων μού πρόσφερε πολιτικό άσυλο επειδή είναι φανερό ότι αγαπά την ελευθερία και την αλήθεια περισσότερο από τον τωρινό Αρχισυγκλητικό της Κάρνατεβ. Με φιλοξένησε στο ίδιο του το παλάτι για κάποιο καιρό, και είμαι, γι’αυτή τη φιλοξενία, ευγνώμων. Το μόνο που με δυσαρεστούσε ήταν ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω τον αγώνα μου στην Κάρνατεβ, ώστε η αλήθεια να έρθει στο φως και οι συμπολίτες μου να ελευθερωθούν από το τυραννικό τέρας που ύπουλα έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή της μεγάλης πόλης κλέβοντας τη δύναμή της για δικό του όφελος!

Ακόμα και στη Νουσράκλη, όμως, στην πρωτεύουσα του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων, ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ δεν ήθελε να μ’αφήσει σε ησυχία. Πολλάκις ζήτησε από τον Βασιληά Ράνελμον να με παραδώσει στα χέρια του· και όταν ο Ράνελμον επανειλημμένως αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις, ο Βέργκεδελ μίσθωσε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς – αυτούς τους βαρβαρικούς δολοφόνους των άγριων ανατολικών ακτών, που προσκυνούν έναν θεό του θανάτου, παίρνουν τις μορφές θηρίων, και θυσιάζουν ανθρώπους για να αποκτούν απάνθρωπες δυνάμεις! Ο Βέργκεδελ, ως πληρωμή, τους πρόσφερε δούλους για να θυσιάσουν – ανθρώπους τους οποίους τρώνε, κανιβαλιστικά, όπως πρόσφατα έμαθα! – και οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί ήρθαν για εμένα, μέσα στην ίδια τη Νουσράκλη, μέσα στο ίδιο το βασιλικό παλάτι. Οι θάνατοι που ακολούθησαν ήταν φρικτοί, αλλά ο Βασιληάς με υπερασπίστηκε με κίνδυνο της ζωής του και της οικογένειάς του. Και μέχρι να πεθάνω δεν μπορώ παρά να του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’αυτό.

Αισθανόμουν, όμως, και ένα μεγάλο βάρος μέσα μου. Διότι οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί είχαν ηττηθεί αλλά όλοι γνωρίζαμε ότι θα επέστρεφαν, αφού έτσι ενεργούν: μέχρι ο στόχος τους να είναι νεκρός, ποτέ δεν σταματούν. Δεν μπορούσα να δεχτώ άλλους θανάτους για την προσωπική μου προστασία, έτσι εγώ ο ίδιος συμφώνησα με τον Βασιληά Ράνελμον – τον οποίο πλέον θεωρώ καλό μου φίλο – να με παραδώσει στον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ ώστε αυτό το αποτρόπαιο χάος να λάβει τέλος. Ο Βασιληάς, επομένως, επικοινώνησε με τον Βέργκεδελ δηλώνοντάς του τις προθέσεις του, και σύντομα οι πληρωμένοι λακέδες του Αρχισυγκλητικού, οι Επιφανείς Κρανοφόροι, βρίσκονταν στη Νουσράκλη μέσα σε ελικόπτερο. Επιβιβάστηκα εκεί, αλυσοδεμένος, αλλά, καθοδόν προς την Κάρνατεβ, φίλοι ήρθαν προς βοήθειά μου και με έσωσαν από τα χέρια τους. Με οδήγησαν σε ασφαλές μέρος, μακριά από το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων.

Νομίζοντας ο Βέργκεδελ πως ο Βασιληάς Ράνελμον τον είχε προδώσει, έβαλε τον στρατό της Κάρνατεβ να επιτεθεί στις Γεφυρωμένες Νήσους. Η υπεροψία του και η επεκτατική του μανία τον οδήγησε σ’αυτή την ασύνετη ενέργεια που έφερε τόσα προβλήματα στην πόλη μας. Εξαιτίας του, τώρα, ολόκληρος ο Ωκεανός βλέπει την Κάρνατεβ ως εχθρό του – αν και η Κάρνατεβ εχθρός του Ωκεανού δεν είναι. Και εξαιτίας του το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων δεν δέχεται ούτε πολίτες ούτε εμπόρους της Κάρνατεβ στις ακτές του. Η πρόβλεψή μου ότι αυτή η άθλια πολιτική θα οδηγούσε την Κάρνατεβ σε τρομερές καταστάσεις λυπούμαι να παρατηρήσω ότι επαληθεύτηκε.

Και δεν είναι μόνο αυτή μου η πρόβλεψη που επαληθεύτηκε, αλλά και η πρόβλεψη για τον ιό των Ορυχείων Ιπταερίου. Η μελέτη μου σχετικά με το θέμα με είχε οδηγήσει στα σωστά συμπεράσματα. Τα υποθαλάσσια ορυχεία τώρα έχουν καταστραφεί, και προτείνω ποτέ ξανά να μην ανοίξουν γιατί είναι μολυσματικά και άκρως επικίνδυνα!

Πρόσφατα είχα την τύχη να έρθω σε επικοινωνία με τέσσερις ανθρώπους που μολύνθηκαν από τον ιό, οι οποίοι αποδείχτηκαν παραπάνω από πρόθυμοι όχι μόνο να μου αφηγηθούν τις συγκλονιστικές ιστορίες τους αλλά και να αποκαλύψουν δημοσίως τα ονόματά τους ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι λέω την αλήθεια. Οι δύο είναι πολίτες της Κάρνατεβ και οι άλλοι δύο δούλοι της Κάρνατεβ.

Προτού όμως προχωρήσω στις ιστορίες τους, θα πω λίγα λόγια για την όψη τους. Αυτό το άρθρο κυκλοφορεί μαζί με κάποια αντίγραφα μιας οπτικοακουστικής πλακέτας, όπου μπορείτε, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, να με παρακολουθήσετε να μιλάω με τους μεταλλαγμένους. Αλλά, ως γνωστόν, δεν έχουν όλοι στη διάθεσή τους τέτοιο εξοπλισμό, γι’αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι φωτογραφίες που βλέπετε ανάμεσα στις παραγράφους ετούτου του άρθρου. Οι φωτογραφίες αυτές δεν είναι πλαστές! Παρότι γνωρίζω ότι θα μπορούσαν να έχουν αλλοιωθεί από μάγους του τάγματος των Τεχνομαθών, σας διαβεβαιώνω ότι τέτοια αλλοίωση δεν έχει συμβεί. Κανένας δεν πρόσθεσε κέρατα στους ώμους αυτών των ανθρώπων, ούτε έκανε τα μάτια τους να φαίνονται κοκκινωπά, ούτε έκανε το δέρμα τους να φαίνεται ραγισμένο. Έτσι είναι, όντως, η εμφάνισή τους ύστερα από την επίδραση του ιού των ορυχείων στο σώμα τους.

Και συνεχίζω με τις συγκλονιστικές ιστορίες που μου αφηγήθηκαν…

Ιστορία του Βαράσγκιλ, γιου του Τάμπριελ και της Ζαρμάντλι, πολίτη της Κάρνατεβ, ετών 37

Ο Βαράσγκιλ εργαζόταν στα Ορυχεία Ιπταερίου ως υπάλληλος, μηχανικός. Αισθάνθηκε, κατά τη διάρκεια της ημέρας, έναν παράξενο «καυτό αέρα», όπως μου είπε, να γλιστρά μέσα στα πνευμόνια του ενώ βρισκόταν κοντά στους σωλήνες άντλησης ιπταερίου όπου πολλές μικροδιαρροές γίνονταν. Ο Βαράσγκιλ ένιωσε δυσφορία και δυσκολία στην αναπνοή, αλλά, έχοντας δει πώς οι άνθρωποι του Βέργκεδελ φέρονταν σε άλλους που παρουσίαζαν τέτοια συμπτώματα, δεν μίλησε. Επιστρέφοντας, το βράδυ, στο σπίτι του, στην οικογένειά του, η δυσφορία μεγάλωσε και σύντομα ο Βαράσγκιλ άρχισε να φτύνει μεγάλες ποσότητες αίματος που είχε καυστικές ιδιότητες. Έκαιγε το δέρμα της συζύγου του, δημιουργούσε τρύπες επάνω σε λεπτά υφάσματα. Ο Βαράσγκιλ μεταμορφώθηκε στον μεταλλαγμένο που βλέπετε στη φωτογραφία: κέρατα φύτρωσαν στους ώμους του, το δέρμα του άλλαξε, τα μάτια του πήραν μια κοκκινωπή γυαλάδα. Και μια θηριώδη οργή τον γέμισε – μια παράλογη οργή, για την οποία τώρα, που βρίσκεται στα λογικά του, η θλίψη του είναι μεγάλη. Γιατί ο Βαράσγκιλ, κυριευμένος από αυτή την παραφροσύνη, σκότωσε τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Κι από τότε κρυβόταν, κυνηγημένος από τους λακέδες του Βέργκεδελ, μέχρι που φίλοι τον συνέτρεξαν και του πρόσφεραν βοήθεια, και τώρα είναι μακριά από την Κάρνατεβ και ασφαλείς. Η γυναίκα του ονομαζόταν Ηξράνι, κόρη της Βελτράθνα και του Χαρσάντιλ, πολίτις της Κάρνατεβ. Μπορείτε να ψάξετε να μάθετε γι’αυτήν και για τον θάνατό της, αν δεν θεωρείτε όσα σάς αποκαλύπτω αξιόπιστα.

Την ιστορία του Βαράσγκιλ την έχω αναφέρει, εν μέρει, και στις Πολεομετρήσεις που έγραψα προτού αναγκαστώ να εγκαταλείψω την Κάρνατεβ.

Ιστορία της Σεϊλίκρα, κόρης της Ναλθήρης και του Τούλμεκ, πολίτιδος της Κάρνατεβ, ετών 31

Και την ιστορία της Σεϊλίκρα είχα επίσης αναφέρει σ’εκείνες τις προηγούμενες Πολεομετρήσεις, και μάλιστα με αρκετές λεπτομέρειες γιατί είχα ερευνήσει το θέμα διεξοδικά. Εδώ παραθέτω την ίδια ιστορία μαζί με τις καινούργιες πληροφορίες που έχω.

Ένας δούλος και μία υπάλληλος των Ορυχείων Ιπταερίου – η Σεϊλίκρα, που εργαζόταν ως επιτηρήτρια τεχνικών εξοπλισμών – άρχισαν, σχεδόν συγχρόνως, να παρουσιάζουν συμπτώματα κάποιας ασθένειας ενώ βρίσκονταν στα υποθαλάσσια ορυχεία. Είχαν έντονους πόνους στο στήθος και στην κοιλιά, και δήλωσαν πως αισθάνονταν σαν κάτι να τους έκαιγε από μέσα. Αμέσως μεταφέρθηκαν σε ειδικές εγκαταστάσεις στο εσωτερικό των ορυχείων, για πρόληψη και έρευνα της κατάστασής τους. Ο δούλος σύντομα εξαφανίστηκε από τα μάτια της Σεϊλίκρα, και η ίδια υποθέτει ότι μάλλον τον σκότωσαν ύστερα από απάνθρωπα πειράματα. Η Σεϊλίκρα επιστράφηκε στην οικογένειά της αλλά υπό την επήρεια βαρέων ουσιών που δεν άφηναν ούτε τις σκέψεις ούτε τις αισθήσεις της να βρίσκονται σε διαύγεια. Όπως η ίδια μού είπε «Ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε έναν ζωντανό εφιάλτη». Με το ζόρι επικοινωνούσε με τους δικούς της, και φαινόταν σχεδόν σαν να ήταν σε κώμα. Η γιατρός Ζαρμάντλι (άνθρωπος του Αρχισυγκλητικού η οποία επέβλεπε την υγεία των εργαζομένων στα ορυχεία – και τώρα είναι νεκρή, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου) είπε στην οικογένεια της Σεϊλίκρα να συνεχίσουν να της δίνουν ένα συγκεκριμένο βοτάνι τρεις φορές την ημέρα, οπωσδήποτε. Το βοτάνι ήταν το απόσταγμα δίστομης φρανέλιας, αλλά το βαζάκι που έδωσε η γιατρός στην οικογένεια δεν το έγραφε επάνω αυτό, ασφαλώς. Και υπάρχει καλός λόγος που δεν το έγραφε. Για όσους δεν ξέρουν, το απόσταγμα δίστομης φρανέλιας είναι θανατηφόρο δηλητήριο βραδείας δράσεως. Στην αρχή προκαλεί μια κωματώδη κατάσταση στο θύμα, καταστέλλοντας το 60% των λειτουργιών του σώματός του· μετά, σκοτώνει το θύμα. Με την ποσότητα που είχε η γιατρός συμβουλέψει την οικογένεια να δίνει στη Σεϊλίκρα, η υπάλληλος μέσα σε ένα μήνα θα ήταν νεκρή. Ένα μέλος της οικογένειας, όμως, υποψιάζομαι πως κάτι πρέπει να κατάλαβε, και σταμάτησαν να δίνουν το θανατηφόρο βοτάνι στην άτυχη γυναίκα. Η ίδια η Σεϊλίκρα δεν ξέρει ποιος πήρε αυτή την απόφαση, αλλά θυμάται ότι οι αισθήσεις της άρχισαν να επανέρχονται στη φυσιολογική τους κατάσταση. Ταυτόχρονα, το δέρμα της, εντός μίας ημέρας, άρχισε να σκληραίνει και να μοιάζει με «ραγισμένη γη». Επίσης, ένας σπασμωδικός βήχας την είχε πιάσει και έφτυνε αίμα που είχε καυστικές ιδιότητες. Η Σεϊλίκρα μεταλλάχθηκε: κέρατα ξεπρόβαλαν από τους ώμους της και η όψη της έγινε άγρια. Καθόλου τυχαία εκείνη τη στιγμή τα πληρωμένα τσιράκια του Αρχισυγκλητικού, η μισθοφορική ομάδα που είναι γνωστή ως «Επιφανείς Κρανοφόροι», έσπασαν την πόρτα της οικίας και εισέβαλαν, μαζί με μάγο του τάγματος των Βιοσκόπων και μάγο του τάγματος των Δεσμοφυλάκων, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές. Πρέπει, είμαι βέβαιος, να παρακολουθούσαν το σπίτι συνεχώς, από την πρώτη ημέρα κιόλας που η άτυχη υπάλληλος μεταφέρθηκε εκεί. Κατόπιν, ο Πολέμαρχος Φερλίμον δήλωσε δημοσίως πως η εισβολή έγινε επειδή ουρλιαχτά και ήχοι θραύσης ακούστηκαν από το εσωτερικό του σπιτιού και οι γείτονες, θορυβημένοι, ειδοποίησαν τη Φρουρά. Παραδόξως, δεν ήταν η Φρουρά που εισέβαλε στο σπίτι, αλλά πληρωμένοι, ξένοι, μισθοφόροι!

Και επίσης τα εξής ψέματα διαδόθηκαν στους πολίτες της Κάρνατεβ: ότι η οικογένεια «περιορίστηκε» λόγω «ψυχικών προβλημάτων» που πιθανώς να οφείλονταν σε επιθέσεις κάποιου δαιμονικού θεού· και ότι η άρρωστη υπάλληλος πάρθηκε από το σπίτι προκειμένου ο Αρχισυγκλητικός να φροντίσει ο ίδιος, με δικά του έξοδα, για την υγεία της.

Η αλήθεια είναι η εξής: Η Σεϊλίκρα, έχοντας μεταλλαχθεί και νιώθοντας φορτισμένη από ακατονόμαστη οργή, παρόμοια με αυτή που περιγράφει και ο Βαράσγκιλ, σκότωσε δύο μισθοφόρους, τραυμάτισε έναν, και διέφυγε μέσα στην πόλη. Οι Επιφανείς Κρανοφόροι συνέλαβαν όλη την οικογένεια προκειμένου να μη μιλήσει γι’αυτό που πραγματικά είχε συμβεί. Επιπλέον, πιθανώς ο Αρχισυγκλητικός και τα τσιράκια του να φοβόνταν ότι τα μέλη της είχαν μολυνθεί και θα μεταλλάσσονταν όπως η υπάλληλος.

Από τότε, η Σεϊλίκρα κρυβόταν μέσα στην Κάρνατεβ και συνάντησε κι άλλους μεταλλαγμένους, ανάμεσα στους οποίους και ο Βαράσγκιλ. Μετά, φιλικές δυνάμεις τη βοήθησαν να φύγει από την πόλη και να φτάσει σε ασφαλές μέρος.

Ιστορία του Κάβερντελ, δούλου αγορασμένου από την Εταιρεία Ιπταερίου (της οποίας βασικός μέτοχος είναι ο Βέργκεδελ), ετών 19

Ο Κάβερντελ εργαζόταν κοντά σ’ένα από τα μεγάλα τρυπάνια των ορυχείων όταν αισθάνθηκε κάψιμο και πόνο στο στήθος και στην κοιλιά κι άρχισε να βήχει. Οι λακέδες του Βέργκεδελ αμέσως τον απομάκρυναν από τους υπόλοιπους δούλους και υπαλλήλους του ορυχείου, μεταφέροντάς τον σε δωμάτια κλειστά και ασφαλισμένα, όπου τον νάρκωσαν παρά τη θέλησή του. Τη νύχτα, που η δουλειά στα υποθαλάσσια ορυχεία ήταν λιγότερη, ανέβασαν τον Κάβερντελ στην επιφάνεια και, εν συνεχεία, τον μετέφεραν στα υπόγεια κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο της Κάρνατεβ. Εκεί, ο Κάβερντελ υποβλήθηκε σε βάναυση μεταχείριση η οποία έχει αφήσει σημάδια ακόμα φανερά επάνω του. (Όπως θα μπορείτε να δείτε και στη φωτογραφία, το μισό αριστερό κέρατό του είναι σπασμένο.) Κατόρθωσε όμως να ξεφύγει από τα χέρια των ανθρώπων του Βέργκεδελ, που κάποια στιγμή δεν είχαν υπολογίσει σωστά τη δύναμή του και πόσο υπό την επήρεια των ναρκωτικών ουσιών τους βρισκόταν. Ο Κάβερντελ κρύφτηκε μέσα στη μεγάλη πόλη, για κάποιο καιρό, αποπροσανατολισμένος και φοβισμένος. Τελικά, κατόρθωσε να συναντήσει τους άλλους του «είδους» του που επίσης κρύβονταν εκεί.

Ιστορία του Αλβέντιρ, δούλου αγορασμένου από την Εταιρεία Ιπταερίου, ετών 23

Ο Αλβέντιρ παρουσίασε συμπτώματα παρόμοια με του Κάβερντελ αλλά όχι όσο εργαζόταν: όσο βρισκόταν στον θάλαμο με τους άλλους δούλους. Κάποιοι από αυτούς, τρομαγμένοι, ειδοποίησαν αμέσως τους φύλακες των ορυχείων, και οι φύλακες άρπαξαν τον άτυχο δούλο και, παρά τις διαμαρτυρίες του (είχε δει κι άλλες περιπτώσεις και είχε φοβηθεί), τον μετέφεραν σε κάποιο μέρος μέσα στα ορυχεία που δεν είχε ξαναδεί αλλά, όπως μου λέει, ήταν γεμάτο «παράξενους εξοπλισμούς». Ενώ εκείνος βρισκόταν υπό την επήρεια βαρέων ναρκωτικών ουσιών, που αποπροσανατόλιζαν τελείως τις αισθήσεις του, οι λακέδες του Βέργκεδελ έκαναν πειράματα επάνω του τα οποία ο ίδιος αδυνατεί να περιγράψει· θυμάται μόνο δοχεία με παράξενα υγρά, σωλήνες, κοπτικά εργαλεία, σύριγγες, και μάγους να μουρμουρίζουν ξόρκια κοντά του. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου αλλά, σε κάποια στιγμή, τον έβγαλαν από αυτό το υπόγειο μέρος και βρέθηκε – κάπως – μέσα στους δρόμους της Κάρνατεβ ενώ ο ήλιος βρισκόταν στον ουρανό. Του ζήτησαν να προχωρήσει μέσα σε σοκάκια ενώ ήταν τυλιγμένος με βαριά πανιά (μάλλον για να κρύβουν τις δυσμορφίες του). Γύρω του βρίσκονταν μισθοφόροι και – υποθέτει – γιατροί και μάγοι. Του ζητήθηκε να περιγράψει αντικείμενα που έβλεπε, να περιγράψει τι άκουγε, να βαδίσει με συγκεκριμένο τρόπο. Και σ’αυτή τη «βόλτα» μέσα στην πόλη ήταν που ο Αλβέντιρ κατόρθωσε να τους ξεφύγει. Δεν τον είχαν τώρα υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών (ή, αν τον είχαν, δεν επαρκούσαν για να τον κρατήσουν υποτονικό) και τις αλυσίδες στα χέρια του κατόρθωσε να τις σπάσει τραβώντας τες με υπεράνθρωπη δύναμη (γιατί οι μεταλλαγμένοι είναι φανερά δυνατότεροι από τους κανονικούς ανθρώπους). Χτύπησε τους φρουρούς και σκότωσε έναν από αυτούς που νόμιζε πως πρέπει να ήταν γιατροί, καρφώνοντάς τον στο στήθος με το ένα του κέρατο. Μετά, έτρεξε μέσα στη μεγάλη πόλη και τον έχασαν…

Αυτές είναι οι ιστορίες των τεσσάρων μεταλλαγμένων, ακριβώς όπως οι ίδιοι μου τις διηγήθηκαν, και δεν αμφιβάλλω πως είναι πέρα για πέρα αληθινές. Το ιπταέριο είναι επικίνδυνο για την Κάρνατεβ. Εξαρχής ήταν. Και εξαρχής ο Βέργκεδελ το ήξερε, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’αυτό, τυφλωμένος από την εξουσιαστική και επεκτατική μανία του που, τελικά, κατέστησε την πόλη μας εχθρό του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων και εχθρό ολόκληρου του Ωκεανού!

Εκτός από αυτά έχω κι άλλες πληροφορίες να σας παραθέσω. Πληροφορίες σχετικές με την κατάσταση στα υπόγεια κάτω από το Πρώτο Νοσοκομείο της Κάρνατεβ, όπου οι λακέδες του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ έκαναν τα απάνθρωπα πειράματά τους επάνω σε αθώους δούλους των Ορυχείων Ιπταερίου, θύματα του μολυσματικού ιού μετάλλαξης. Πληροφορίες σχετικές με τα ίδια τα Ορυχεία Ιπταερίου και τη βάση που βρισκόταν στην ακτή βόρεια από αυτά. Ο χώρος, όμως, ετούτης της στήλης δεν μου επιτρέπει να γράψω περισσότερα.

Και, κλείνοντας, θέλω να τονίσω μόνο ότι όσο ο Βέργκεδελ εξακολουθεί να κρατά την εξουσία στην Κάρνατεβ, τίποτα το καλό δεν μπορεί να συμβεί ούτε για τη μεγάλη πόλη ούτε για τον Ωκεανό. Ο Βασιληάς Ράνελμον των Γεφυρωμένων Νήσων – τον οποίο, όπως προείπα, θεωρώ προσωπικό μου φίλο πλέον – πιστεύω πως δεν είναι εχθρός της Κάρνατεβ αλλά μόνο εχθρός του Βέργκεδελ εξαιτίας της επεκτατικής και απάνθρωπης πολιτικής του. Ο Βέργκεδελ ήταν που έστειλε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς στο παλάτι του· ο Βέργκεδελ ήταν που έστειλε ολόκληρο στρατό να εισβάλει στο Βασίλειό του. Νομίζω πως όταν η Κάρνατεβ ξεφορτωθεί αυτό το παράσιτο από το κεφάλι της το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων δεν θα έχει κανέναν λόγο να είναι ενάντιο προς αυτήν και ολάκερος ο Ωκεανός θα τη συγχαρεί για την απόφασή της!

 

*Σημείωση της Αρχισυντάκτριας: Χαρακτηρισμός που ο ίδιος ο Αβέρναλ επιθυμεί να δώσει στον εαυτό του. Η εφημερίδα Ωκεανού Επίκαιρα δεν φέρει καμία ευθύνη για την αλήθεια ή μη των όσων γράφει.

*

Ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ, όταν διάβασε τις Πολεομετρήσεις και παρακολούθησε τα οπτικοακουστικά δεδομένα στην πλακέτα, πρόσταξε να κλείσουν άμεσα τα γραφεία της εφημερίδας Ωκεανού Επίκαιρα στην Κάρνατεβ και να συλληφθεί η Διευθύντρια ως πράκτορας συμφερόντων ενάντιων της μεγάλης πόλης. Η διαταγή του πάραυτα εκτελέστηκε, και μαζί με τη Διευθύντρια συνελήφθησαν κι άλλοι δημοσιογράφοι και υπάλληλοι της εφημερίδας που είχαν σημαντικές θέσεις.

«Νομίζεις ότι αυτό θα σταματήσει την εφημερίδα μας από το να δημοσιεύει την αλήθεια σ’ολόκληρο των Ωκεανό;» του είπε η Σιρκάνθα όταν τον συνάντησε. «Νομίζεις ότι αυτό θα σταματήσει τη δημοσιογραφία; Θα συνεχίσουμε να δημοσιεύουμε, Βέργκεδελ, με κεντρική μας έδρα σε άλλη πόλη!»

«Πηγαίνετε όπου θέλετε,» αντιγύρισε εκείνος· «εγώ δεν θέλω προδότες και κατασκόπους μέσα στην πόλη μου!»

«Η Κάρνατεβ δεν είναι πόλη σου! Εξουσιάζεις μόνο επειδή η Σύγκλητος το δέχεται!»

«Και θα συνεχίσει να το δέχεται για πολύ καιρό ακόμα!» ήταν η τελευταία του κουβέντα προτού φύγει, αφήνοντάς την μέσα στο κελί της, στις Κεντρικές Φυλακές της Κάρνατεβ.

Ήξερε, όμως, ότι έπρεπε να δράσει με γρήγορο και αποφασιστικό τρόπο, τώρα που όλοι του οι εχθροί είχαν συμμαχήσει εναντίον του. Ο τρισκατάρατος ο Έρθαλρωντ είχε αρχίσει να κερδίζει δημοτικότητα ανάμεσα στον λαό, ύστερα από τον οικονομικοπολιτικό αποκλεισμό που είχε ενεργήσει ο Βασιληάς Ράνελμον κατά της Κάρνατεβ, και τώρα, με τη δημοσίευση των Πολεομετρήσεων του Αβέρναλ, η δημοτικότητα του Έρθαλρωντ έμοιαζε να μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Είχε γίνει πολύ, πολύ επικίνδυνος μέσα στον τελευταίο μήνα. Η Σύγκλητος, είχε μάθει ο Βέργκεδελ, δεχόταν πιέσεις να κάνει έκτακτο δικαστήριο προκειμένου ο παρών Αρχισυγκλητικός να λογοδοτήσει για τις ενέργειές του και, εν συνεχεία, να γίνουν έκτακτες εκλογές. Και από την απόφαση του δικαστηρίου θα οριζόταν αν οι εκλογές θα ήταν ενδοσυγκλητικές ή εξωσυγκλητικές. Δηλαδή, αν θα γίνονταν εκλογές μόνο για αλλαγή Αρχισυγκλητικού, ή αν – ακραία περίπτωση, φυσικά – θα έπρεπε να γίνουν εκλογές για την πιθανή αλλαγή όλων των μελών της Συγκλήτου. Στην τελευταία περίπτωση, διακεκριμένοι πολίτες της Κάρνατεβ (άνθρωποι που, εξαιτίας της κοινωνικής θέσεις τους ή των κατορθωμάτων ή επιτευγμάτων τους ή του διαπρεπούς βίου τους, είχαν διακριθεί ανάμεσα στους συμπολίτες τους – πράγμα καταγεγραμμένο στις ταυτότητές τους) θα ψήφιζαν για το ποιοι Συγκλητικοί θα παρέμεναν Συγκλητικοί, ποιοι θα παύονταν, και ποιοι καινούργιοι θα αποκτούσαν την εν λόγω πολιτική θέση. Αν οι εκλογές ήταν ενδοσυγκλητικές, η Σύγκλητος θα ψήφιζε για την πιθανή αλλαγή Αρχισυγκλητικού· ή, αν έτσι κρινόταν από το δικαστήριο, για την εκλογή νέου Αρχισυγκλητικού – που σήμαινε ότι ο Βέργκεδελ σίγουρα θα παυόταν από τη θέση του.

Ο Βέργκεδελ, φυσικά, ήθελε να αποφύγει αυτές τις διαδικασίες, που αναμφίβολα θα ήταν δυσάρεστες για εκείνον και αποπροσανατολιστικές για ολόκληρη την πόλη μια τέτοια δύσκολη περίοδο, οικονομική και κοινωνική· έτσι, μιλώντας μέσα στη Σύγκλητο αλλά και μέσω ραδιοφώνου ισχυρίστηκε ότι όλα όσα λέγονταν εναντίον του ήταν ψευδείς κατηγορίες από ανθρώπους που πάσχιζαν να υπονομεύσουν τις προσπάθειές του για ένα καλύτερο αύριο για τη μεγάλη πόλη. Και επειδή αυτοί οι πράκτορες σκοτεινών συμφερόντων είχαν τώρα βρει την ευκαιρία τον έβαλλαν με κάθε μέσο στη διάθεσή τους. Είχαν παρουσιάσει ξανά τον Αβέρναλ, που τόσο καιρό είχε εξαφανιστεί. Υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ο Αβέρναλ ενεργούσε εκ μέρους δυνάμεων ενάντιων της Κάρνατεβ; Μέσα στο βδελυρό άρθρο του ανέφερε «συμμάχους» και «φίλους» που τον είχαν συντρέξει, αλλά πάντα κρατώντας τους στη σκιά, ποτέ κατονομάζοντάς τους! Ποιοι ήταν; Ήταν, μήπως, ο Βασιληάς Ράνελμον, που προσπαθούσε να υποτάξει την Κάρνατεβ προκειμένου το Βασίλειό του να έχει παντοδυναμία σ’ολάκερο τον Ωκεανό; Ήταν, μήπως, οι ευπατρίδες της Μέρελκεβ και η Επίγονός τους, που από καιρό – από τότε που διαλύθηκε η Συμπαντική Παντοκρατορία – υπέβλεπαν το ανερχόμενο μεγαλείο της Κάρνατεβ;

Ο Βέργκεδελ, όμως, πίστευε ότι τα λόγια του πιθανώς να μην επαρκούσαν για να κρατήσει την εξουσία στην πόλη. Αν θέλεις να νικήσεις, σκεφτόταν, πρέπει να καταστρέψεις τους αντιπάλους σου. Για πάντα. Ώστε ποτέ ξανά να μην έχουν τη δυνατότητα να σε χτυπήσουν.

Κεφάλαιο Εβδομηκοστό
Η Βαλέρια και οι Δολοφόνοι

Το όχημα ήταν τρίκυκλο – από τα ελάχιστα τρίκυκλα που κυκλοφορούσαν στη Φεηνάρκια – και, κυρίως, για οδήγηση μέσα στην πόλη. Η μπροστινή μεριά του είχε θέσεις για τρεις – με το ζόρι, τέσσερις – ανθρώπους και σκεπαζόταν μ’ένα γυάλινο σκέπαστρο που ανοιγόκλεινε με εσωτερικούς μηχανισμούς· ο χώρος πίσω ήταν καρότσα για πράγματα, και σκεπαζόταν με πτυσσόμενη οροφή από σκληρά δέρματα θηρίων. Το όχημα τώρα είχε φύγει από τη βίλα του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ και πήγαινε στην Κεντρική Αγορά. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου αντανακλούσαν επάνω στο γυάλινο σκέπαστρο και στα μέταλλά του. Στο τιμόνι του καθόταν και οδηγούσε η Βαλέρια, που το λευκό δέρμα της και τα κόκκινα μαλλιά της υποδήλωναν ότι δεν ήταν γηγενής της Φεηνάρκια· και πράγματι, δεν ήταν: καταγόταν από την Απολλώνια και κάποτε βρισκόταν στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας. Μετά τον μεγάλο ξεσηκωμό της Φεηνάρκια είχε καταλήξει δούλα του Βέργκεδελ, πράγμα το οποίο θεωρούσε τύχη γιατί είχε δει πώς είχαν πεθάνει κάποιοι από τους άλλους Παντοκρατορικούς.

Πίσω από τη Βαλέρια κάθονταν ο Ζαώρδιλ, ο Οικονόμος της βίλας του Αρχισυγκλητικού, και ένας άλλος δούλος ο οποίος ονομαζόταν Μάραλσαμ και ήταν από κάποια άγρια φυλή, γεροδεμένος, ψηλός, και κοκκινόδερμος. Ο Αρχισυγκλητικός τον είχε χρόνια, πριν αποκτήσει τη Βαλέρια· και της Βαλέριας δεν της άρεσε έτσι όπως την κοίταζε τελευταία, που εκείνη δεν βρισκόταν πια στις υπηρεσίες του Εύβουλου. Ο Εύβουλος είχε σκοτωθεί στις Γεφυρωμένες Νήσους, και οι Επιφανείς Κρανοφόροι είχαν τώρα φύγει από τη δούλεψη του Βέργκεδελ – για να ανασυγκροτηθούν, είχε ακούσει η Βαλέρια κάποιους να λένε.

Το τρίκυκλο όχημα βγήκε στην Άφλεκτη και την ακολούθησε προς τα ανατολικά, φτάνοντας σύντομα στην Κεντρική Αγορά, που μια τέτοια πρωινή ώρα είχε πολλή κίνηση. Αλλά η Βαλέρια δεν δυσκολευόταν καθόλου στην οδήγηση· κάποτε, όταν υπηρετούσε την Παντοκράτειρα, ήταν οδηγός: αυτή ήταν η δουλειά της. Τώρα πλέον, κόντευε να το ξεχάσει, βέβαια. Ως δούλα του Βέργκεδελ είχε κάνει ό,τι επιθυμούσαν ο αφέντης της, η σύζυγός του, και ο Οικονόμος της βίλας τους. Ορισμένα από αυτά τα πράγματα τα θεωρούσε εξευτελιστικά, και το λιγότερο ήταν το ότι την είχαν προστάξει να κοιμάται με τον Εύβουλο όποτε εκείνος επιθυμούσε. Την είχαν βάλει παλιότερα να δεχτεί κι άλλους άντρες, πολύ πιο ανεπιθύμητους. Δεν είμαι πόρνη! αντιδρούσε το μυαλό της μερικές φορές, έχοντας μάθει αλλιώς στην Απολλώνια όπου δεν κρατούσαν δούλους ούτε καν οι πλουσιότεροι ευγενείς. Όμως μετά σκεφτόταν πώς είχαν πεθάνει πολλοί από τους Παντοκρατορικούς – τους είχε δει να διαμελίζονται, να καίγονται ζωντανοί, να ποδοπατούνται από θηρία, να τρελαίνονται από δαιμονικούς θεούς – και θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που, τουλάχιστον, ήταν ζωντανή και όχι ακρωτηριασμένη. Είχε, σιγά-σιγά, συνηθίσει τη ζωή της δούλας, αν και συχνά έκλαιγε τις νύχτες, όταν ήταν μόνη στο μικρό κρεβάτι της.

Το τρίκυκλο όχημα βρήκε με το ζόρι θέση σ’ένα πολυσύχναστο σημείο της Κεντρικής Αγοράς, κοντά στο οποίο η Άφλεκτη συναντούσε τη Μεγάλη Λεωφόρο, και σταμάτησε.

«Λοιπόν,» είπε ο Ζαώρδιλ στη Βαλέρια. «Μας περιμένεις εδώ· δεν βγαίνεις για να πας πουθενά. Θ’αγοράσουμε κάποια πράγματα κι ερχόμαστε.»

«Μάλιστα, κύριε Ζαώρδιλ,» αποκρίθηκε εκείνη, απενεργοποιώντας τη μηχανή του τρίκυκλου οχήματος.

Ο Ζαώρδιλ έκανε νόημα στον Μάραλσαμ να τον ακολουθήσει και, ανοίγοντας με το πάτημα ενός κουμπιού το σκέπαστρο της μπροστινής μεριάς του οχήματος, βγήκε. Η Βαλέρια έμεινε καθισμένη στη θέση του οδηγού, χωρίς να ξανακλείσει το σκέπαστρο. Η μέρα ήταν ζεστή, άλλωστε, παρότι το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του.

Βλέποντας τον Ζαώρδιλ και τον Μάραλσαμ να χάνονται μες στο πλήθος της Κεντρικής Αγοράς, πίσω από ανθρώπους, κάρα, ζώα, και μηχανοκίνητα οχήματα, έβγαλε ένα τσιγάρο από τον χιτώνα της και το άναψε μ’έναν αναπτήρα τσακμακόπετρας. Η κυρία Βελτράθνα, η σύζυγος του Αρχισυγκλητικού, της είχε πει να μην καπνίζει, αλλά τώρα δεν ήταν κανένας εδώ για να τη δει. Αν κάπως μαθευόταν βέβαια, η Βαλέρια ήξερε ότι μάλλον θα τη μαστίγωναν, ή θα την ανάγκαζαν να περάσει τη νύχτα μες στο πηγάδι, όμως πίστευε πως άξιζε το ρίσκο. Ο καπνός του τσιγάρου ήταν από δοντόχορτο.

Πήρε μια γερή τζούρα και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω, μισοκλείνοντας τα μάτια της για να τα προστατέψει από τη φωτεινότητα του ήλιου που ερχόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες της Κεντρικής Αγοράς–

Ένα δυνατό χέρι, με κάλους επάνω στην παλάμη, έκλεισε το στόμα της ξαφνιάζοντάς την· και μαζί μ’ένα άλλο χέρι, που την άρπαξε από τη ζώνη του χιτώνα της, την τράβηξε έξω απ’το όχημα, προτού η Βαλέρια καταλάβει καλά-καλά τι γινόταν. Με είδαν; Με είδαν να καπνίζω; Δύο άγνωστοι, ντυμένοι με κάπες και κουκούλες, βρέθηκαν μπροστά της κρύβοντάς της τη θέα της αγοράς, ενώ εκείνος που είχε τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της συνέχισε να την τραβά μαζί του και να της κρατά το στόμα κλειστό. Οι κουκουλοφόροι την ακολούθησαν καθώς η Βαλέρια μεταφερόταν μέσα σ’ένα σκιερό σοκάκι και τώρα άρχιζε να κλοτσά το πλακόστρωτο και να προσπαθεί να ξεφύγει. Αποκλείεται αυτοί να ήταν άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού!

Ο άντρας που την κρατούσε από πίσω τής είπε: «Ήσυχα, κοκκινομάλλα. Δε θες να μας τσαντίσεις.»

Και η Βαλέρια πάγωσε, όχι επειδή είχε τρομάξει από τα λόγια του, αλλά επειδή ο άντρας δεν είχε μιλήσει στην Κοινή Γλώσσα της Φεηνάρκια παρά στη Συμπαντική Γλώσσα και, μάλιστα, με προφορά που της έφερε αμέσως στο μυαλό Παντοκρατορικούς στρατιωτικούς – ανθρώπους από άλλες διαστάσεις, από μια άλλη ζωή…

Οι κουκουλοφόροι εξακολουθούσαν να έρχονται από μπροστά της, και τώρα εκείνη συνειδητοποίησε ότι ίσως να ήθελαν να την κρύψουν από αδιάκριτα βλέμματα–

Ξαφνικά βρέθηκε μέσα σ’ένα δωμάτιο, και οι κουκουλοφόροι δεν την ακολούθησαν εκεί. Έμειναν έξω από μια δερματόπορτα που αμέσως έκλεισε. Ο άντρας που τραβούσε τη Βαλέρια την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. Αντίκρυ της στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη παρόμοια με τους κουκουλοφόρους αγνώστους· το πρόσωπό της, όμως, διακρινόταν μέσα απ’την κουκούλα της, και ήταν ένα λευκόδερμο πρόσωπο με έξυπνα γαλανά μάτια.

Ο άντρας που είχε τραβήξει ώς εδώ τη Βαλέρια πήγε τώρα να σταθεί πλάι στη γυναίκα, με τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά του. Κι αυτός φορούσε κάπα και κουκούλα, αλλά φαινόταν πως ήταν κοκκινόδερμος. Φεηνάρκιος; Μα… μίλησε σαν εξωδιαστασιακός…

«Η Βαλέρια, σωστά;» ρώτησε η άγνωστη.

Η Βαλέρια ξεροκατάπιε. «Ποια… ποιοι… ποιοι είστε;»

«Είσαι η Βαλέρια ή δεν είσαι;»

Η Βαλέρια έγνεψε καταφατικά.

«Ήσουν κάποτε στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας,» είπε η γυναίκα. «Και κατάγεσαι από την Απολλώνια, όπου δεν υπάρχουν δούλοι. Γιατί δέχεσαι να είσαι δούλα;»

Η Βαλέρια την κοίταξε χάσκοντας. «…Είσαι… Μιλάς… Δεν… δεν είναι… Συνέβησαν χειρότερα πράγματα σε άλλους! Δεν δέχομαι να είμαι δούλα!» Αισθανόταν θυμωμένη τώρα. «Είμαι δούλα παρά τη θέλησή μου, αλλά σε άλλους συνέβησαν– Τους διαμέλισαν, τους έκαψαν!» Σηκώθηκε από την καρέκλα. «Ποια είσαι εσύ; Και πώς ξέρεις για εμένα;»

Η Έρικα κατέβασε την κουκούλα της. «Κι εγώ κάποτε υπηρετούσα την Παντοκράτειρα,» είπε. «Και ο φίλος μου από δω, επίσης.» Έδειξε τον Ζαώρδιλ με μια ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού, χωρίς να στραφεί να τον κοιτάξει. «Αλλά δεν είμαστε δούλοι κανενός.»

«Και γιατί…;» κόμπιασε η Βαλέρια. «Θέλετε να με χλευάσετε;»

«Θέλουμε να σε ελευθερώσουμε,» την πληροφόρησε η Έρικα. «Προτιμάς να είσαι ελεύθερη ή στις υπηρεσίες του Βέργκεδελ, αγορασμένη σαν ζώο;»

Η Βαλέρια ξεροκατάπιε. Φοβόταν να αποκριθεί. Αναρωτιόταν αν όλα τούτα ήταν μήπως κάποια παγίδα για να δοκιμάσουν την πίστη της στον Αρχισυγκλητικό.

«Πες μου, Βαλέρια,» επέμεινε η Έρικα. «Αυτή θα είναι η τελευταία σου ευκαιρία, να είσαι σίγουρη.»

Η Βαλέρια άρχισε να κλαίει, και δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά της. «Φυσικά… φυσικά και θέλω να είμαι ελεύθερη… αλλά… αλλά εσύ… μπορείς να…; Θα με πάρεις από εδώ;»

«Όχι αμέσως,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά μπορώ να το κάνω. Αν κι εσύ με βοηθήσεις.»

«Τι θέλεις; Και ποια είσαι;»

«Πληροφορίες θέλω. Μέσα από τη βίλα του Αρχισυγκλητικού. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μένα;»

«Τι… τι πληροφορίες;»

«Οτιδήποτε μοιάζει να έχει ενδιαφέρον, ή οτιδήποτε σου ζητήσω.»

«Αν με πιάσουν….»

«Φρόντισε να μη σε πιάσουν. Δε θα είναι δύσκολο, άλλωστε· το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να είσαι παρατηρητική. Κυρίως τα αφτιά και τα μάτια σου χρειάζομαι. Σου έχουν τ’αφτιά βουλωμένα και τα μάτια κλειστά, όταν είσαι στη βίλα;»

Η Βαλέρια δεν μίλησε, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλά της.

«Το φαντάστηκα,» είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά. «Τι λες, λοιπόν;»

«Δεν ξέρω τι… πρέπει να κάνω,» αποκρίθηκε διστακτικά η Βαλέρια.

«Να ακούς πρέπει, να κοιτάζεις πρέπει, και να μου λες για τις ανακαλύψεις σου μέσω αυτού του πομπού.» Η Έρικα έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό από την κάπα της και τον έτεινε προς τη δούλα.

Τα μάτια της Βαλέριας γούρλωσαν. «Δεν επιτρέπεται να έχω τέτοιες συσκευές!»

«Μην είσαι ανόητη· θα τον έχεις κρυμμένο.»

«Μα αν τον ανακαλύψουν–»

«Δεν υπάρχει κανένα μέρος που μπορείς να τον κρύψεις; Είναι μικρός. Ακόμα κι επάνω σου μπορείς να τον έχεις.» Η Έρικα την πλησίασε για να κρύψει τον πομπό μέσα στον χιτώνα της Βαλέριας. Έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε. «Ούτε εγώ δεν μπορώ να τον διακρίνω.»

«Κι αν… κουδουνίσει; Αν…;»

«Δεν είναι ρυθμισμένος ώστε να κουδουνίζει. Έχει τρεις ρυθμίσεις: κουδούνισμα, δόνηση, και θερμική ειδοποίηση. Η τελευταία ρύθμιση, βέβαια, καταναλώνει περισσότερη μπαταρία καθώς ο πομπός ζεσταίνεται. Σ’τον έχω ρυθμισμένο στη δόνηση.»

Η Βαλέρια τον τράβηξε μέσα από τον χιτώνα της και, πατώντας ένα κουμπί, κοίταξε τις ρυθμίσεις ειδοποίησης στη μικρή οθόνη του.

«Θα πληρώνεσαι, φυσικά, όσο με εξυπηρετείς,» της είπε η Έρικα.

«Οι δούλοι απαγορεύεται να κρατάνε–»

«Αν δεν μπορείς να κρύψεις τα λεφτά κάπου στον χώρο σου, θα τα κρατάω εγώ για σένα – αλλά θα εξακολουθούν να είναι δικά σου. Και με την πρώτη ευκαιρία θα σε ελευθερώσω· θα σε πάρω μακριά από την Κάρνατεβ – μακριά από τη Φεηνάρκια, μάλλον.»

Τα μάτια της Βαλέριας γούρλωσαν από ελπίδα. «Μπορείς…; Μπορείς να…; Να φύγω;»

Η Έρικα ένευσε. «Αν βοηθήσεις θα σε βοηθήσω κι εγώ, Βαλέρια. Σ’το υπόσχομαι. Και η Έρικα Σάλκερκοφ δεν ξεχνά τις υποσχέσεις της.»

Η Βαλέρια δίστασε πάλι να μιλήσει, να δώσει θετική απάντηση.

Η Έρικα, ξέροντας ότι ο χρόνος τους τελείωνε – σύντομα οι άλλοι θα επέστρεφαν στο τρίκυκλο όχημα – και έχοντας κάποιες πληροφορίες για τη Βαλέρια μέσω του δικτύου της που είχε μεγαλώσει αξιοσημείωτα με την υποστήριξη του Συγκλητικού Έρθαλρωντ, είπε προκλητικά: «Θα προσπαθήσεις, λοιπόν, να ελευθερωθείς, ή προτιμάς να κάθεσαι εδώ και να ρουφάς Φεηνάρκια πουλιά;»

Η Βαλέρια τη χαστούκισε, απότομα και άγρια, σαν κι η ίδια να μην ήξερε τι έκανε, νιώθοντας ξαφνικά εκτός εαυτού. Το λευκόδερμο πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο λες κι ήταν από τη Φεηνάρκια.

Ο Ζαώρδιλ ήταν έτοιμος να της ορμήσει, αν εκείνη έκανε να χιμήσει στην Έρικα.

Αλλά η Έρικα, παρότι δέχτηκε το τσουχτερό χτύπημα στο αριστερό μάγουλο, μειδίασε λιγάκι στραβά γιατί ήξερε ποια θα ήταν τελικά η απάντηση της κοκκινομάλλας δούλας.

Όταν η Βαλέρια έφυγε από το μικρό δωμάτιο, για να επιστρέψει στο τρίκυκλο όχημα, ο Ζαώρδιλ είπε: «Το παράκανες ίσως.»

Η Έρικα, τρίβοντας το μάγουλό της αλλά εξακολουθώντας να χαμογελά σαν γάτα που είχε κλέψει νόστιμο και σημαντικό ψάρι, αποκρίθηκε: «Απλώς την ξύπνησα λιγάκι.»

Ο ένας από τους δύο πράκτορές της παραμέρισε τη δερματόπορτα και είπε: «Όλα εντάξει. Η κοκκινομάλλα είναι πίσω στο όχημα, χωρίς κανένας άλλος νάχει έρθει ακόμα εκεί.»

Η Έρικα ένευσε. «Ωραία. Συνεχίστε να την παρακολουθείτε, αθέατοι.»

*

Ύστερα από εκείνη την ιστορία μπροστά από την πύλη της Αρένας, ο Αρχισυγκλητικός δεν τους είχε ξαναζητήσει να κάνουν τίποτα που θα τον βοηθούσε να εντοπίσει το δίκτυο της Έρικας μέσα στην Κάρνατεβ. Ούτε τους είχε εξηγήσει τι ακριβώς είχε συμβεί στην Αρένα εκείνη την ώρα και είχε προκληθεί τόσο μεγάλη αναστάτωση. Ο Άσλατμιρ, όμως, είχε σύντομα μάθει. Ο Αρχιμάγος της Κάρνατεβ, Σέρκαδελ’λι, είχε σκοτωθεί εκεί, καθώς επίσης κι ένας άλλος μάγος και δύο μισθοφόροι. Κι αυτός που τους είχε σκοτώσει ήταν ο Άρδαλον’λι. Ο οποίος, αργότερα, δεν εντοπίστηκε. Ήταν ελεύθερος, μέσα στην Κάρνατεβ ή κάπου έξω από αυτήν. Και τούτο τρόμαζε τον Άσλατμιρ, γιατί ήταν βέβαιο πως ο Άρδαλον’λι θα ήθελε να εκδικηθεί εκείνον και τη Σέρυ. Ας ελπίσουμε ότι ποτέ δεν θα μας βρει, ποτέ δεν θα ξανασυναντηθούμε. Και μέχρι στιγμής, πράγματι, δεν είχαν συναντηθεί. Ίσως ο Άρδαλον’λι να μην είχε αποφασίσει να τους κυνηγήσει, ή ίσως να το έβρισκε πολύ ριψοκίνδυνο, ή ακόμα και αδύνατο.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ εξακολουθούσαν να μένουν στο ρετιρέ που τους είχε αγοράσει ο Αρχισυγκλητικός, και εξακολουθούσαν να είναι προστατευμένοι από συστήματα ασφαλείας και μισθοφόρους φρουρούς. Ο Βέργκεδελ, βέβαια, δεν τους είχε εκεί απλά και μόνο για να τους ταΐζει και να τους κοιμίζει· είχε ζητήσει κάποιες υπηρεσίες από αυτούς, αλλά καμία δεν ήταν τόσο επικίνδυνη όσο εκείνη η εξόρμηση στην Αρένα. Είχαν απειλήσει έναν διακεκριμένο πολίτη, και είχαν σκοτώσει μια γυναίκα της φρουράς η οποία ήταν υπέρ του Έρθαλρωντ και δεν το έκρυβε. Ο Αρχισυγκλητικός τούς είχε πληρώσει καλά και για τις δύο αυτές δουλειές. Ο Άσλατμιρ ήταν ευχαριστημένος. Αλλά δεν μπορούσε να είναι και ήσυχος όσο ήξερε ότι η Έρικα και ο Άρδαλον’λι βρίσκονταν κάπου εκεί έξω θέλοντας να τον γδάρουν ζωντανό. Ορισμένες φορές είχε σκεφτεί ότι ίσως να ήταν συνετότερο αν εκείνος κι η Σέρυ έφευγαν από την Κάρνατεβ, αν πήγαιναν κάπου αλλού. Αλλά πού; Πού θα ήταν καλύτερα; Και ποιος τους εγγυόταν ότι εκεί θα είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια; Το δίκτυο της Έρικας ήταν αρκετά εξαπλωμένο σ’όλη τη Φεηνάρκια πια, αν η Έρικα έλεγε αλήθεια. Και ο Άσλατμιρ δεν νόμιζε ότι έλεγε ψέματα, ακόμα κι αν η αλήθεια της ήταν λιγάκι παραφουσκωμένη για επαγγελματικούς λόγους.

«Να το πάρω αυτό;» ρώτησε η Σέρυ απλώνοντας το πιρούνι της προς το πιάτο με την τελευταία ψητή λυκόγλωσσα.

«Πάρ’ το,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, αδιάφορα, καθώς ήταν καθισμένος αντίκρυ της στο τραπέζι. Δυνατό ηλιακό φως έμπαινε από το παράθυρο και τη μπαλκονόπορτα, πλημμυρίζοντας το καθιστικό.

Η Σέρυ κάρφωσε τη λυκόγλωσσα με το πιρούνι της και την έφαγε. Εκείνη είχε φάει και την άλλη που ήταν στο πιάτο. «Δεν πεινάς;»

«Σκέφτομαι…» Ο Άσλατμιρ ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.

«Για τον Άρδαλον’λι ξανά;»

Ο Άσλατμιρ δεν μίλησε.

«Δεν πρόκειται νάρθει να μας κυνηγήσει. Κατ’αρχήν εδώ πέρα πώς να μας βρει;»

«Είναι μάγος, Σέρυ.»

«Ακόμα κι αν μας βρει, έχουμε αρκετή φύλαξη, δε νομίζεις;»

«Όχι.»

«Τα μυαλά του Σκοτοδαίμονος! Τότε γιατί δεν έχει έρθει ακόμα; Αν είναι τόσο δυνατός, τι περιμένει;»

«Αυτό είναι που με τρομάζει,» είπε ο Άσλατμιρ, και ήπιε ακόμα μια γουλιά καφέ.

Ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε.

Η Σέρυ κοίταξε τον Άσλατμιρ, περιμένοντας.

Εκείνος μόρφασε. «Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να απαντήσεις στον δίαυλο;»

«Εσύ είσαι καλύτερος σ’αυτά…»

«Σ’το να μιλάω σε διαύλους;»

Η Σέρυ δεν αποκρίθηκε.

Ο Άσλατμιρ σηκώθηκε απ’το τραπέζι και πλησιάζοντας τον δίαυλο τον άνοιξε έτσι ώστε να μπορούν ν’ακούσουν κι οι δυο τους. «Μάλιστα;»

«Καλημέρα, Άσλατμιρ.» Ο Αρχισυγκλητικός Βέργκεδελ. Ο ίδιος, όχι κάποιος απ’τους λακέδες του. Ούτε καν η γυναίκα του. Κάτι σημαντικό πρέπει να συνέβαινε.

«Καλημέρα, Εντιμότατε.»

«Ελάτε στη βίλα μου. Το συντομότερο δυνατό.»

«Τώρα, δηλαδή;»

«Τώρα. Σας περιμένω.»

«Ερχόμαστε, Εντιμότατε,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, κι έκλεισε τον δίαυλο στρεφόμενος στη Σέρυ.

«Γιατί δεν τον ρώτησες τι θέλει;» είπε εκείνη.

«Γιατί αν σκόπευε να μου το πει θα μου το έλεγε. Πρέπει, πάντως, νάναι κάτι σημαντικό, και πιθανώς δυσάρεστο για εμάς.»

«Πού το ξέρεις;»

«Θα μας καλούσε αλλιώς ο ίδιος, αυτοπροσώπως;»

Ετοιμάστηκαν και έφυγαν από το διαμέρισμά τους, πηγαίνοντας στη βίλα του Αρχισυγκλητικού, η οποία δεν ήταν μακριά από την πολυκατοικία όπου κατοικούσαν. Οι φρουροί στην καγκελωτή πύλη του κήπου, φυσικά, είχαν ειδοποιηθεί γι’αυτούς. Τους άνοιξαν χωρίς καθυστέρηση, και ένας τούς οδήγησε στο εσωτερικό της βίλας και στο γραφείο του Βέργκεδελ.

Ο Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ ήταν καθισμένος στη μεγάλη, δερμάτινη πολυθρόνα, με τη δεξιά μεριά του προσώπου του να φωτίζεται έντονα από το ηλιακό φως που έμπαινε από το παράθυρο, τονίζοντας το γαλανόχρωμο σημάδι επάνω στο πορφυρόδερμο μάγουλό του. Το σημάδι που ο Άσλατμιρ νόμιζε ότι θύμιζε πτηνό με ανοιχτές φτερούγες.

Η όψη του Αρχισυγκλητικού φανέρωνε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Και δεν είναι να απορεί κανείς. Η πολιτική κατάσταση μοιάζει να ξεφεύγει από τον έλεγχό του, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ. Και ποιος δεν είχε διαβάσει το τελευταίο άρθρο του Αβέρναλ του δημοσιογράφου – ή, τουλάχιστον, ακούσει γι’αυτό; Ολόκληρη η Κάρνατεβ βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό.

«Καθίστε,» τους είπε ο Βέργκεδελ. «Καθίστε.» Δίπλα από το γραφείο του ήταν κουλουριασμένος ο Λυσσασμένος, ο μεγάλος, μαύρος σκύλος του, ο οποίος δεν έμπαινε τώρα ούτε καν στον κόπο να στραφεί να τους κοιτάξει.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ κάθισαν αντίκρυ στον Αρχισυγκλητικό, στις καρέκλες που τους περίμεναν μπροστά από το ξύλινο γραφείο του.

«Μπορούμε κάπως να σας εξυπηρετήσουμε, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο πρώτος.

«Μπορείτε,» αποκρίθηκε ο Βέργκεδελ ανάβοντας ένα μακρύ τσιγάρο, «αλλιώς δεν θα ήσασταν εδώ.» Έστρεψε την ταμπακιέρα προς το μέρος τους, προσφέροντας τσιγάρο και σ’εκείνους.

Πήραν κι οι δυο τους, περισσότερο για να μην τον προσβάλουν, και φυσικά τα άναψαν μόνοι τους.

«Τι ξέρετε για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;» τους ρώτησε ο Βέργκεδελ.

«Δολοφόνοι,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ. «Με υπερφυσικές δυνάμεις, φημολογείται. Έρχονται από τις ανατολικές ακτές.» Και πριν από κάποιο καιρό τούς προσέλαβες για να σκοτώσεις τον Αβέρναλ. Ο Άσλατμιρ είχε, ασφαλώς, διαβάσει τις τελευταίες Πολεομετρήσεις. «Αλλά είμαι βέβαιος πως κι εσείς τα γνωρίζετε αυτά, Άρχοντά μου.»

«Είχατε ποτέ συναναστροφές μαζί τους;»

Ο Άσλατμιρ κούνησε το κεφάλι αργά, φυσώντας καπνό. «Όχι.»

«Τους χρειάζομαι,» είπε ο Βέργκεδελ, «για μια δουλειά, και θέλω κάποιος να πάει να τους βρει εκ μέρους μου.»

Εμείς; «Θα τους βάλετε να σκοτώσουν τον Αβέρναλ για εσάς;»

«Αυτό το διάβασες στην εφημερίδα, υποθέτω, Άσλατμιρ…»

«Δεν ξέρω αν αληθεύει, Άρχοντά μου, αλλά….»

«Ακόμα κι αν ήθελα τώρα να τους στείλω να σκοτώσουν τον Αβέρναλ, δεν ξέρω πού βρίσκεται ο τρισκατάρατος,» είπε ο Βέργκεδελ τινάζοντας στάχτη μέσα στο τασάκι επάνω στο γραφείο του. «Και ο θάνατός του δεν έχει πια μεγάλη σημασία. Έχω έναν σημαντικότερο εχθρό που πρέπει να βγει από τη μέση, αν είναι η Κάρνατεβ να μην οδηγηθεί σε πολιτικό εξευτελισμό: και το όνομα του εχθρού μου είναι Έρθαλρωντ.»

Ο Άσλατμιρ συνοφρυώθηκε. «Σκοπεύετε να τους ζητήσετε να δολοφονήσουν τον Έρθαλρωντ;»

Ο Βέργκεδελ ένευσε. «Ποιον άλλο;»

«Θα τους φέρετε, δηλαδή, μέσα στην Κάρνατεβ;»

«Από ανάγκη και μόνο. Και λυπάμαι που δεν γίνεται αλλιώς. Θέλω να βεβαιωθώ ότι ο Έρθαλρωντ θα φύγει από τη μέση,» είπε ο Βέργκεδελ σκεπτικά, «γιατί είναι ο μοναδικός κίνδυνος για εμένα, από πολιτικής άποψης. Ο καθένας από τους άλλους Συγκλητικούς που είναι αντίπαλοί μου δεν νομίζω ότι μπορεί να συγκεντρώσει ξεχωριστά αρκετούς ψήφους ώστε να πάρει τη θέση του Αρχισυγκλητικού, σε περίπτωση ψηφοφορίας. Οι ψήφοι του Έρθαλρωντ, που τον καθιστούν ισχυρό απέναντί μου, θα διασπαστούν ανάμεσα στους μικρότερους αντιπάλους μου και, επομένως, θα χάσουν τη συγκεντρωτική δύναμή τους.»

Ο Άσλατμιρ συλλογίστηκε: Υπολογιστικός, όπως πάντα. Ο Βέργκεδελ δεν ήθελε να σκοτώσει τον Έρθαλρωντ από μίσος, ή από οργισμένη παρόρμηση. Τέτοιοι άνθρωποι καταφέρνουν να υπερισχύουν.

«Δε μπορεί, όμως, κάποιος να επικοινωνήσει με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς από την Κάρνατεβ,» άλλαξε θέμα ο Αρχισυγκλητικός. «Πρέπει να πάει στις ανατολικές ακτές, σε μια πόλη που λέγεται Οράγιγκαθ.»

«Και θέλετε εμείς να ταξιδέψουμε εκεί…» Δεν ήταν ερώτηση.

«Ναι. Είστε πρόθυμοι;» Ούτε αυτή ήταν, ουσιαστικά, ερώτηση, νόμιζε ο Άσλατμιρ.

«Ελπίζω να μη χρειάζονται τίποτα… ιδιαίτερες γνώσεις που δεν διαθέτουμε, Άρχοντά μου.»

«Το μόνο που πρέπει να ξέρετε είναι με ποιον να μιλήσετε για να σας πει αν οι Θηριόπνευστοι Αδελφοί βρίσκονται στην πόλη.»

«Κι αν δεν είναι στην πόλη;»

«Θα περιμένετε μέχρι να έρθουν. Επισκέπτονται συχνά την Οράγιγκαθ για ν’αγοράζουν δούλους και εξοπλισμούς, απ’ό,τι ξέρω.»

«Μάλιστα. Και ποιος είναι ο σύνδεσμός σας εκεί;»

«Δεν είναι δικός μου σύνδεσμος. Είναι απλά ένας άνθρωπος που δίνει πληροφορίες. Ο Εύβουλος μου τον πρότεινε. Ονομάζεται Ράναλγκαμ, και διευθύνει ένα πανδοχείο εκεί – το μοναδικό πανδοχείο, νομίζω – το οποίο ακούει στο όνομα ‘Το Φιλόξενο Σπίτι των Άγριων Ακτών’.»

«Κι όταν συναντήσουμε τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, πώς θα διαπραγματευτούμε μαζί τους;» θέλησε να μάθει ο Άσλατμιρ. «Είναι άγριοι, δεν είναι;»

«Δεν είναι τόσο άγριοι που να μη μπορεί κανείς να τους συναναστραφεί – τουλάχιστον, όχι όλοι. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τους εξηγήσετε τι πρέπει να κάνουν και να τους πληρώσετε με δούλους.»

«Αληθεύει ότι τους θυσιάζουν, Άρχοντά μου;»

«Δεν ξέρω τι κάνουν, και δε μ’ενδιαφέρει. Θα σας δώσω, όμως, αρκετούς δούλους να έχετε μαζί σας ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα. Δεκαπέντε θα βρίσκονται μέσα στο πλοίο σας, αλυσοδεμένοι στο αμπάρι. Επίσης, θα σας δώσω μερικές φωτογραφίες του Έρθαλρωντ, για να δείξετε στους Θηριόπνευστους Αδελφούς τον στόχο τους, καθώς κι έναν φάκελο με κάποιες πληροφορίες γι’αυτόν. Όταν όμως έχετε επιστρέψει εδώ, να με ενημερώσεις αμέσως· να τους πεις να μην ξεκινήσουν την επιχείρηση ενάντια στον Έρθαλρωντ προτού έχω ενημερωθεί.»

«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου,» είπε ο Άσλατμιρ, παρατηρώντας πως, όπως είχε εξαρχής υποθέσει, δεν ήταν ερώτηση το αν θα πήγαιναν ή όχι. «Πότε φεύγουμε από την Κάρνατεβ;»

«Αύριο το πρωί. Το πλοίο θα σας περιμένει στο λιμάνι, μηχανοκίνητο και πλήρως επανδρωμένο.»

*

Καθώς ο Αρχισυγκλητικός και οι δύο επισκέπτες της βίλας του μιλούσαν μέσα στο γραφείο, η Βαλέρια ήταν έξω από την πόρτα, που είχε αφεθεί μισάνοιχτη, και κρυφάκουγε.

Ο πορφυρόδερμος άντρας και η λευκόδερμη, ξανθιά γυναίκα που είχαν έρθει στην οικία του Βέργκεδελ πριν από λίγο τής είχαν φανεί παράξενοι και είχε σκεφτεί να τους ακολουθήσει. Είχε αρχίσει να της αρέσει η δουλειά της κατασκόπου, τελικά· είχε δώσει ξαφνικά νόημα στη ζωή της – ένα νόημα που η Βαλέρια δεν ήλπιζε ότι θα ξανάβρισκε. Επιπλέον, όσο περισσότερα μάθαινε για την Έρικα τόσο πιο γρήγορα η Έρικα θα την έπαιρνε από εδώ, έτσι δεν ήταν; Η καρδιά της Βαλέριας φτεροκοπούσε και μόνο στη σκέψη ότι, επιτέλους, θα έφευγε απ’αυτή την καταραμένη πόλη, απ’αυτή την καταραμένη διάσταση!

Και τώρα, έχοντας ακούσει όσα είχε ακούσει μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου του Αρχισυγκλητικού, απομακρύνθηκε προτού τραβήξει την προσοχή κανενός και έχει κακά ξεμπερδέματα. Με τη σκούπα της στα χέρια, προχώρησε μέσα στον διάδρομο της βίλας παριστάνοντας πως καθάριζε.

Μετά από λίγο, πήγε να επικοινωνήσει με την Έρικα μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού που εκείνη τής είχε δώσει.

Κεφάλαιο Εβδομηκοστό-Πρώτο
Γίγαντες στη Θάλασσα

«Φονιάδες είμαστε, όχι… μαντατοφόροι,» του είχε πει η Σέρυ, χτες, όταν έφυγαν από τη βίλα του Αρχισυγκλητικού και επέστρεψαν στο καλά φρουρούμενο διαμέρισμά τους.

«Δε μας ζήτησε να μεταφέρουμε κανένα μήνυμα,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ.

«Διπλωμάτες, τότε· διαπραγματευτές – καταλαβαίνεις τι εννοώ! Δεν είν’ αυτή η δουλειά μας.»

«Αφού ο Εντιμότατος λέει ότι αυτή είναι, αυτή είναι.»

«Ο Εντιμότατος;» ρουθούνισε η Σέρυ αποδοκιμαστικά. «Δεν είμαστε καν πολίτες της Κάρνατεβ, Άσλατμιρ· ο Αρχισυγκλητικός και οι άλλοι πολιτικοί τους δεν είναι τίποτα για εμάς!» Αυτό ήταν αλήθεια· παρότι είχαν αγοράσει σπίτι εδώ, δεν ήταν πολίτες. Οι δουλειές που έκαναν ήταν υπόγειες, και δεν χρειαζόταν να είναι πολίτες γι’αυτό. Χρειαζόταν να είσαι πολίτης μόνο για να κάνεις επίσημες εμπορικές αγοραπωλησίες μέσα στην Κάρνατεβ, ή για να προσφέρεις νόμιμες υπηρεσίες. Και, φυσικά, μόνο οι πολίτες μπορούσαν να ψηφίζουν, και είχαν και κάποια επιπλέον πλεονεκτήματα. Μπορούσες, ωστόσο, να κάνεις αγορές μέσα στην Κάρνατεβ – ακόμα και σπίτια και οχήματα – χωρίς να είσαι πολίτης.

Ο Άσλατμιρ σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να είχαν ζητήσει από τον Βέργκεδελ να τους κάνει πολίτες· ο Αρχισυγκλητικός μπορούσε να το κάνει αυτό αυτομάτως, λογικά, χωρίς καμια ιδιαίτερη διαδικασία. Και πιθανώς να τους χρειαζόταν κάποια στιγμή.

«Μπορεί να μην είναι τίποτα για εμάς αλλά μας πληρώνει, και μας έχει προσφέρει προστασία,» απάντησε ο Άσλατμιρ στη Σέρυ. «Επομένως, θα κάνουμε ό,τι μας λέει. Διαφωνείς;»

Η Σέρυ τότε είχε αναστενάξει, λέγοντας: «Το ξέρεις ότι πιστεύω πως γνωρίζεις αυτά τα πράγματα καλύτερα από εμένα, Άσλατμιρ· απλώς… αυτή η ιστορία… στις ανατολικές ακτές. Όλοι λένε πως είναι βάρβαρο μέρος.»

Ένα πονηρό χαμόγελο είχε χαράξει το πρόσωπο του Άσλατμιρ. «Έχουμε βρεθεί και σε άλλα βάρβαρα μέρη, έτσι δεν είναι;»

Τώρα, μια μέρα μετά τη συνάντησή τους με τον Αρχισυγκλητικό Βέργκεδελ, ο επικοινωνιακός δίαυλος κουδούνισε μέσα στο διαμέρισμά τους. Ήταν πρωί: ξημερώματα: αλλά είχαν ήδη ξυπνήσει και ήταν σχεδόν έτοιμοι για αναχώρηση, ντυμένοι και εξοπλισμένοι για ταξίδι – και για πιθανούς κινδύνους.

Ο Άσλατμιρ άνοιξε τον δίαυλο. «Μάλιστα;»

«Καλημέρα, Άσλατμιρ· είσαι έτοιμος;»

«Ναι, Εντιμότατε.»

«Το πλοίο σάς περιμένει στο λιμάνι, στην προβλήτα που είπαμε.»

«Θα είμαστε σύντομα εκεί.»

«Καλό ταξίδι, και μην ξεχνάς ό,τι συζητήσαμε.»

«Δεν ξεχνάω τίποτα. Θεωρήστε ότι η δουλειά έχει γίνει, Εντιμότατε.»

Η τηλεπικοινωνία τερματίστηκε.

Η Σέρυ αναστέναξε πίσω από τον Άσλατμιρ. «Ξεκινάμε λοιπόν;»

«Ναι.»

Πήραν τους σάκους τους και βγήκαν από την πολυκατοικία. Απέξω, σταματημένο στο πλάι ενός δρόμου, τους περίμενε ένα τετράκυκλο όχημα. Ο Άσλατμιρ ξεκλείδωσε τις πόρτες του και μπήκαν, ρίχνοντας τους σάκους τους στο πίσω κάθισμα. Καθισμένος στη θέση του οδηγού ενεργοποίησε τη μηχανή, ακούγοντάς τη να μουγκρίζει. Πάτησε το πετάλι και έβαλε τους μεταλλικούς τροχούς σε κίνηση.

Διασχίζοντας το Βορειοδυτικό Τέταρτο προς τα ανατολικά, έπιασε τη Μεγάλη Λεωφόρο, την οποία και ακολούθησε προς τα νότια για να περάσει, τελικά, κάτω από τη μεγάλη αψίδα της Πύλης του Λιμανιού με μειωμένη ταχύτητα λόγω της κίνησης σ’αυτό το σημείο από ζώα, ανθρώπους, και άλλα οχήματα, μηχανοκίνητα και μη.

Εδώ ήταν που, επίσης, χωρίς ο Άσλατμιρ να έχει την παραμικρή ιδέα, τον παραφυλούσε η Έρικα Σάλκερκοφ. Ή μάλλον, ο Άρδαλον’λι.

Ο μάγος ήταν καθισμένος μέσα στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει χτες στο πανδοχείο «Η Πύλη της Πόλης», το οποίο βρισκόταν κοντά στην Πύλη του Λιμανιού – την έβλεπες άνετα απέναντί του. Η Έρικα ήταν μαζί με τον Άρδαλον’λι, ο οποίος, έχοντας υφάνει ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως, είχε το βλέμμα του εστιασμένο στον καθρέφτη μπροστά του – και τώρα μια κόκκινη κουκίδα εμφανίστηκε εκεί.

«Αυτός είναι,» είπε ο μάγος. «Ο Άσλατμιρ.»

Η κουκίδα προχωρούσε.

Ο Άρδαλον’λι είπε στην Έρικα: «Άνοιξε το παράθυρο»· και πήρε τον καθρέφτη στα χέρια, καθώς σηκωνόταν από την άκρη του κρεβατιού.

Η Έρικα άνοιξε τα πατζούρια που ήταν μισόκλειστα, και ο μάγος κοίταξε έξω, τον δρόμο, και τον καθρέφτη, και πάλι τον δρόμο. «Αυτό εκεί το όχημα,» είπε υψώνοντας το χέρι του και δείχνοντας.

Η Έρικα αμέσως το φωτογράφισε. «Πάμε,» είπε. «Το ακολουθούμε.» Και, καθώς έβγαιναν απ’το δωμάτιο, κάλεσε τον Ζαώρδιλ με τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της.

*

Ο Άσλατμιρ σταμάτησε το όχημά του στην προβλήτα όπου τον περίμενε το μηχανοκίνητο σκάφος του Αρχισυγκλητικού. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά ούτε και μικρό ήταν: αναμφίβολα χρειαζόταν μάγο για να ρυθμίζει την ενεργειακή ροή στο κέντρο ισχύος του. Βαμμένο μαύρο, γυάλιζε κάτω από τις ακτίνες του πρωινού ήλιου, και τα κόκκινα γράμματα που ήταν ζωγραφισμένα επάνω στα πλευρά του έγραφαν Ο ΜΕΛΑΝΟΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ βγήκαν από το όχημα, αφήνοντάς το στην προβλήτα (οι άνθρωποι του Αρχισυγκλητικού θα φρόντιζαν γι’αυτό· ούτως ή άλλως, δεν ήταν δικό τους). Μόλις ανέβηκαν στο κατάστρωμα του καραβιού από τη ράμπα, δύο άντρες και μία γυναίκα ήρθαν να τους συναντήσουν, ενώ κι άλλοι στέκονταν τριγύρω, ένοπλοι: μισθοφόροι με αλεξίσφαιρους θώρακες από δέρμα και μέταλλο, τουφέκια, και σπαθιά.

«Καλημέρα,» είπε ο ένας από τους δύο άντρες, ο μεγαλύτερος: πορφυρόδερμος, μελαχρινός, με μουστάκι. «Σας περιμένουμε;»

«Είμαι ο Γελαστός Άρχοντας,» αποκρίθηκε ο Άσλατμιρ, όπως του είχε πει ο Αρχισυγκλητικός να αποκριθεί, «κι αυτή, η Λευκή Λύκαινα.»

Ο άντρας ένευσε ικανοποιημένα. «Καλωσορίσατε στον Μελανό Κεραυνό,» είπε. «Είμαι ο Βακράντελ, ο Καπετάνιος αυτού του σκάφους. Και από εδώ ο Κάλριθ’μορ, ο μάγος μας, και η Σιρριάλα, η Υποπλοίαρχος.»

«Το όνομά μου είναι Άσλατμιρ,» είπε ο Άσλατμιρ. «Και το δικό της,» την έδειξε με τον αντίχειρά του, «Σέρυ.»

Ο Βακράντελ ένευσε πάλι, διαδικαστικά, και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν προς τη γέφυρα. Εκείνοι υπάκουσαν, ενώ ο Κάλριθ’μορ και η Σιρριάλα πήγαιναν προς άλλες κατευθύνσεις μέσα στο σκάφος.

Οι μηχανές του Μελανού Κεραυνού σύντομα ενεργοποιήθηκαν, οι προπέλες του άρχισαν να περιστρέφονται, και το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Κάρνατεβ.

*

Η Έρικα, ο Άρδαλον’λι, η Φαίδρα’λι, και ο Ζαώρδιλ είδαν το μαύρο μηχανοκίνητο σκάφος να φεύγει πλέοντας νότια, καθώς στέκονταν σε μια αποβάθρα αντίκρυ αυτής όπου ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είχαν αφήσει το όχημά τους.

«Θα το κυνηγήσουμε;» είπε η Έρικα στον Ζαώρδιλ.

«Θα μ’αφήσεις σε ησυχία αν δεν το κυνηγήσουμε;» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Όχι.»

Ανέβηκαν στα δίκυκλά τους – ο Ζαώρδιλ με τη Φαίδρα’λι, η Έρικα με τον Άρδαλον’λι – και έφυγαν αμέσως, πηγαίνοντας στην προβλήτα όπου ήταν αραγμένη η βάρκα τους. Φτάνοντας εκεί, άφησαν τα δίκυκλα (κλειδώνοντάς τα αλλά ξέροντας πως πολύ πιθανόν κάποιος θα τα έκλεβε) και πήδησαν μέσα στο πλεούμενο. Ο Ζαώρδιλ έβαλε τη μηχανή του σε λειτουργία και βγήκαν από το λιμάνι της Κάρνατεβ, σηκώνοντας αφρούς πίσω τους, κατευθυνόμενοι προς τα νησιά όπου ήταν αραγμένος ο Ακόλουθος.

Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά ατένισαν το πλοίο τους εκεί όπου έπρεπε να είναι, κοντά στη βραχώδη ακτή ενός μικρού νησιού. Κι επάνω στους βράχους είδαν τους τέσσερις μεταλλαγμένους να στέκονται ή να κάθονται μαζί με τον Ράκαλωντ τον νάνο. Ήταν αδύνατο να τους μπερδέψεις με άλλους: τους πρώτους εξαιτίας των κεράτων στους ώμους τους, τον δεύτερο εξαιτίας του αναστήματός του.

Στο κατάστρωμα του Ακόλουθου αμέσως φάνηκαν άνθρωποι να κινούνται, καθώς η βάρκα πλησίαζε. Οι γάντζοι ενός βαρούλκου κατέβηκαν· η Έρικα και η Φαίδρα τούς έπιασαν στις άκρες της βάρκας, και οι αλυσίδες, τρίζοντας, την ύψωσαν από τη θάλασσα κι επάνω στο πολύ μεγαλύτερο πλεούμενο. Οι επιβάτες της πήδησαν στο κατάστρωμα, και η Ανταρλίδα’μορ ήταν που τους ζύγωσε πρώτη μαζί με τρεις άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς. «Τι γίνεται, Σκοτωμένε; Προβλήματα;»

«Βρήκαμε τον Άσλατμιρ,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Και χρειάζεστε τη βοήθειά μου;»

«Μόνο για να βάλεις το πλοίο σε κίνηση,» της είπε ο Ζαώρδιλ, και στράφηκε στην Πεταλούδα της Θάλασσας η οποία τώρα πλησίαζε μαζί με την Ανρίθα-Νοθ, βγαίνοντας κι οι δύο από τη γέφυρα του καραβιού. Η Ανρίθα τη συμπαθούσε την Πεταλούδα – που κάποτε ονομαζόταν Χριστίνα και ήταν Παντοκρατορική – και έκανε αρκετά παρέα μαζί της, τώρα που περίμενε εδώ. «Πεταλούδα!» είπε ο Σκοτωμένος προτού καν εκείνη έρθει κοντά. «Φεύγουμε, αμέσως. Πορεία νοτιοανατολική. Ακολουθούμε ένα πλοίο μαύρο που έχει επάνω του κόκκινα γράμματα που γράφουν ‘Ο Μελανός Κεραυνός’.»

«Γιατί;»

«Θα σου πω στο δρόμο. Τώρα ξεκινάμε. Χωρίς καθυστέρηση.»

Η Πεταλούδα της Θάλασσας πήγε πάλι προς τη γέφυρα, ενώ η Ανταρλίδα’μορ έτρεχε προς το ενεργειακό κέντρο του σκάφους για να κάνει τη Μαγγανεία Κινήσεως. Η Ανρίθα-Νοθ έμεινε στο κατάστρωμα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Κυνηγάμε αυτό το σκάφος για κάποιο λόγο;»

Ο Ζαώρδιλ την αγνόησε, πλησιάζοντας την αντικρινή κουπαστή και κάνοντας νόημα στον Ράκαλωντ και τους μεταλλαγμένους να έρθουν στο πλοίο, αμέσως. Εκείνοι ανέβηκαν σε μια απλή, ξύλινη, κωπήλατη βάρκα και ζύγωσαν τον Ακόλουθο. Μόλις το βαρούλκο τούς είχε σηκώσει, το πλοίο έφυγε, με τις προπέλες του να περιστρέφονται και να βουίζουν.

Ο Ζαώρδιλ είχε ήδη πάει στη γέφυρα μαζί με την Έρικα, τη Φαίδρα’λι, και τον Άρδαλον’λι· και η Ανρίθα-Νοθ τούς είχε, επίσης, ακολουθήσει, δείχνοντας ενοχλημένη που την αγνοούσαν. Η Έρικα μόνο τής είχε δώσει σημασία, κι αυτό απλά για να της γνέψει να σωπάσει και να περιμένει.

Οι ανιχνευτές του πλοίου ήταν ενεργοποιημένοι στην κονσόλα της γέφυρας, και η πορεία του Ακόλουθου φαινόταν επάνω στον χάρτη του Ωκεανού.

«Νοτιοανατολικά πλέουμε, όπως βλέπεις, αρχηγέ,» είπε η Πεταλούδα της Θάλασσας, έχοντας στα χέρια της το τιμόνι και το βλέμμα της στον Ωκεανό πέρα από το παράθυρο μπροστά της. «Πού είναι αυτό το μαύρο πλοίο;»

Ο Ζαώρδιλ έπιασε τα κιάλια που ήταν ακουμπισμένα παραδίπλα και κοίταξε. «Δεν το βλέπω πουθενά…» είπε. «Μάγισσα, βοήθησέ με.» Έτεινε τα κιάλια προς τη Φαίδρα. Εκείνη ύφανε ένα Ξόρκι Οπτικής Ενισχύσεως επάνω τους, και ο Ζαώρδιλ κοίταξε ξανά. «Εξακολουθώ να μην το βλέπω,» μούγκρισε.

«Ίσως να είναι πίσω μας.»

«Δε μπορεί,» είπε. «Ήταν μπροστά μας όταν το ακολουθούσαμε από την Κάρνατεβ. Αν μη τι άλλο, τώρα πρέπει να είναι ακόμα πιο μπροστά.»

«Γνωρίζεις τον προορισμό του, τουλάχιστον;»

«Ναι. Στην Οράγιγκαθ πάει.»

«Στην Οράγιγκαθ; Ποιοι είναι; Τι δουλειά έχουν εκεί;»

«Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ είναι, για τους οποίους ίσως να έχεις ακούσει, και πάνε εκεί για να έρθουν σε επαφή με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς – τους ίδιους δολοφόνους που αντιμετωπίσαμε στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον.»

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις, αρχηγέ;»

«Να τους σταματήσω προτού αράξουν στην Οράγιγκαθ.»

«Θα επιτεθούμε στο πλοίο τους, δηλαδή;»

«Δε νομίζω ότι γίνεται αλλιώς.»

Η Πεταλούδα, κοιτάζοντας τον χάρτη του Ωκεανού, έστρωσε λίγο ακόμα την πορεία του Ακόλουθου. «Έχετε όλοι τα μάτια σας ανοιχτά,» είπε. «Με τα κιάλια – ειδικά με μαγικά ενισχυμένα κιάλια – είναι γνωστό πως εντοπίζεις σκάφη που βρίσκονται πολύ πιο μακριά από ό,τι μπορούν να τα εντοπίσουν οι οποιοιδήποτε αυτόματοι ανιχνευτές.»

Η Φαίδρα είπε: «Ο Ράκαλωντ ίσως να μπορούσε να μας βοηθήσει, επίσης.»

«Σωστά. Πείτε του να πετάξει για να ρίξει μια ματιά προς τα νοτιοανατολικά.»

*

Ο νάνος δεν απομακρύνθηκε πολύ επάνω στο ορνιθόπτερό του, και όταν επέστρεψε ανέφερε ότι είχε δει το πλοίο που έλεγε ο Ζαώρδιλ: ένα μαύρο μηχανοκίνητο σκάφος, αρκετά μικρότερο από τον Ακόλουθο.

Ο Σκοτωμένος ένευσε. «Αυτό είναι.»

«Νοτιοανατολικά πηγαίνει, όπως είπες. Το ακολουθούμε, ουσιαστικά· απλά δεν το βλέπουμε. Κι εγώ άμα δεν είχα μαζί μου κιάλια ενισχυμένα από τη μάγισσα» – τα επέστρεψε στη Φαίδρα, καθώς βρίσκονταν όλοι τους μέσα στη γέφυρα του Ακόλουθου – «δε θα το έβλεπα.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να το προλάβουμε, λοιπόν, προτού φτάσει στην Οράγιγκαθ…» είπε απογοητευμένα ο Ζαώρδιλ. Και κοίταξε την Πεταλούδα.

Εκείνη, κρατώντας το τιμόνι, ατένιζε ευθεία μπροστά, αλλά τον είδε με τις άκριες των ματιών της και αποκρίθηκε: «Ούτε εγώ νομίζω ότι θα το προλάβουμε, αρχηγέ. Μηχανοκίνητο και μικρότερο από εμάς, λογικά πρέπει να κινείται πιο γρήγορα. Εκτός αν οι μηχανές του είναι κατώτερες από τις δικές μας. Που, μάλλον, δεν είναι.»

Και πράγματι, αποδείχτηκε αδύνατο να προφτάσουν τον Μελανό Κεραυνό. Οι ώρες περνούσαν, οι Ζωντανοί-Νεκροί συνέχιζαν να ταξιδεύουν νοτιοανατολικά, και το μαύρο πλοίο δεν φαινόταν παρά μόνο όταν ο Ράκαλωντ υψωνόταν από το κατάστρωμα με το ορνιθόπτερό του.

Καθώς πλησίαζε μεσημέρι, μονάχα ο Ζαώρδιλ και η Έρικα βρίσκονταν στη γέφυρα μαζί με την Πεταλούδα της Θάλασσας, και ο Σκοτωμένος είπε παρατηρώντας τον χάρτη στην οθόνη των ανιχνευτών: «Έχουμε κάνει πάνω από τη μισή διαδρομή προς την Οράγιγκαθ.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Πεταλούδα. «Σε τρεις ώρες, το πολύ, πρέπει να είμαστε εκεί.»

«Μετά από τον Άσλατμιρ,» τόνισε ο Ζαώρδιλ, μουντά. Και κοίταξε την Έρικα.

Εκείνη ύψωσε τους ώμους. «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»

«Ποιος διοικεί στην Οράγιγκαθ;» τη ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Αν είναι να μπλέξουμε με τις αρχές εκεί, ελπίζω να ξέρεις ήδη κάτι γι’αυτές.»

«Δεν ξέρω ποιος διοικεί,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά ξέρω ότι η πόλη έχει για προστασία μόνο ένα χαμηλό ξύλινο τείχος, και ότι οι κάτοικοί της φοβούνται τους Θηριόπνευστους Αδελφούς, αν και συναλλάσσονται μαζί τους. Όπως και νάχει, η τοπική αρχή – όποια κι αν είναι – δεν μπορεί να έχει και πολύ μεγάλη δύναμη. Η Οράγιγκαθ είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις στις ανατολικές ακτές του Ωκεανού, αλλά αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως, για τα δεδομένα άλλων περιοχών, είναι ένα μεγάλο χωριό. Καμία σχέση με την Κάρνατεβ, φυσικά. Ούτε καν με τη Νουσράκλη.»

«Τα έμαθες αυτά ενώ έψαχνες πληροφορίες για τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;»

«Προφανώς. Αλλιώς, τι ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανατολικές ακτές; Δεν είναι από τα μέρη όπου έχω σκοπό να εξαπλώσω το δίκτυό μου σύντομα.»

*

Η Οράγιγκαθ ήταν μικρή, όπως την είχε περιγράψει η Έρικα, και το τείχος της χαμηλό και ξύλινο. Πολυκατοικίες δεν είχε· το ψηλότερο οίκημα που έβλεπε ο Ζαώρδιλ, με τα κιάλια του από τη γέφυρα του Ακόλουθου, πρέπει να ήταν διώροφο. Και το λιμάνι της πόλης, φυσικά, δεν ήταν τίποτα το αξιοσημείωτο. Ο Μελανός Κεραυνός ήταν ήδη αραγμένος εκεί, κι έμοιαζε να καταλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος του. Εκτός από αυτόν, ακόμα ένα πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι, ιστιοφόρο και κωπήλατο, καθώς και κάμποσες βάρκες.

Ο Ζαώρδιλ κατέβασε τα κιάλια του και στράφηκε στο εσωτερικό της γέφυρας και στον Άρδαλον’λι, ο οποίος είχε το βλέμμα του στραμμένο σ’έναν καθρέφτη ακουμπισμένο στο μικρό τραπέζι. «Τους βλέπεις, μάγε;»

«Δες και μόνος σου, Σκοτωμένε.»

Ο Ζαώρδιλ πλησίασε για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του Άρδαλον’λι, όπως έκανε και η Έρικα. Μέσα στον καθρέφτη μια κόκκινη κουκίδα φαινόταν. «Αυτοί είναι;»

«Ο Άσλατμιρ, τουλάχιστον,» αποκρίθηκε ο μάγος.

«Και είναι μέσα στο καράβι τους, ή στην πόλη;»

«Αν κρίνω σωστά από τον τρόπο που κινείται – βλέπεις; δεν είναι σταθερή η κουκίδα – βρίσκεται στην πόλη.»

«Και η Σέρυ;» ρώτησε η Έρικα.

Ο Άρδαλον’λι μουρμούρισε πάλι ένα ξόρκι. Η κόκκινη κουκίδα εξαφανίστηκε από τον καθρέφτη, και μετά παρουσιάστηκε ξανά – στην ίδια θέση. «Μαζί του είναι. Μάλλον έχουν πάει να βρουν αυτό τον πανδοχέα, τον Ράναλγκαμ.»

Η Έρικα στράφηκε στον Ζαώρδιλ. «Τι νομίζεις;»

«Καλύτερα να τους επιτεθούμε προτού καταλάβουν τι συμβαίνει.»

*

Ο Ακόλουθος πλησίασε το λιμάνι της Οράγιγκαθ, και τα δύο κανόνια στην πλώρη του άρχισαν να βάλλουν, χτυπώντας τον Μελανό Κεραυνό χωρίς δυσκολία: τραντάζοντάς τον και σηκώνοντας καπνούς.

Στη στιγμή, χάος ξεκίνησε. Άνθρωποι φάνηκαν να τρέχουν επάνω στο κατάστρωμα του Μελανού Κεραυνού, άνθρωποι φάνηκαν να τρέχουν επάνω στο κατάστρωμα του ιστιοφόρου που ήταν αραγμένο παραδίπλα, άνθρωποι φάνηκαν να τρέχουν στο λιμάνι και στους δρόμους της Οράγιγκαθ.

Από το πλάι του Ακόλουθου μια μηχανοκίνητη βάρκα έπεσε, και μέσα της βρίσκονταν η Έρικα, ο Άρδαλον’λι, και οι τέσσερις μεταλλαγμένοι, που δεν έβλεπαν την ώρα να βρεθούν στην ξηρά. Μια μάχη επάνω σε πλοίο δεν τους ενθουσίαζε καθόλου· η θάλασσα τούς τρόμαζε παράλογα ύστερα από τη μετάλλαξή τους, κι ακόμα αυτό δεν είχε αλλάξει.

Τα κανόνια του Ακόλουθου εξακολουθούσαν να βάλλουν ενώ η βάρκα πήγαινε προς το λιμάνι, περνώντας μέσα από καπνούς και θαλασσοταραχή προκαλούμενη από τις εκρήξεις. Ωστόσο, παρότι ο Μελανός Κεραυνός είχε ξαφνιαστεί από την επίθεση των Ζωντανών-Νεκρών, δεν ήταν απροστάτευτος: είχε κι αυτός δύο κανόνια επάνω του, ένα στην πλώρη κι ένα στην πρύμνη, και στράφηκαν και τα δύο προς τον Ακόλουθο, πυροβολώντας. Αλλά το μαύρο πλοίο, παγιδευμένο μέσα στο λιμάνι, βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Και ο Ακόλουθος τώρα γύρισε στο πλάι, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει το ένα από τα δύο κανόνια της πλώρης του, το ένα από τα δύο κανόνια που βρισκόταν στα μέσα του καταστρώματος, και το κανόνι της πρύμνης. Η θάλασσα και το λιμάνι γέμισαν φωτιά και καπνό. Ο Μελανός Κεραυνός τρανταζόταν άγρια, ενώ οι δικές του ριπές με το ζόρι κουνούσαν τον Ακόλουθο.

Η Έρικα είχε ήδη σταματήσει τη μηχανοκίνητη βάρκα δίπλα σε μια προβλήτα, και εκείνη κι οι σύντροφοί της είχαν βγει και τρέξει στο εσωτερικό της Οράγιγκαθ. Μες στον χαλασμό, κανένας δεν τους είχε δώσει την παραμικρή σημασία. Χώθηκαν σ’ένα σοκάκι ανάμεσα στα χαμηλά οικοδομήματα της πόλης, και η Έρικα είπε στον Άρδαλον’λι: «Βρες τους ξανά.»

Ο μάγος ξετύλιξε τον καθρέφτη από τα δέρματα όπου τον είχε τυλιγμένο για τη μεταφορά και τον έδωσε στη Σεϊλίκρα, η οποία τον κράτησε μπροστά του. Ο Άρδαλον’λι έκανε ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως και αμέσως μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε πάνω στο κάτοπτρο. «Προς τα κει,» είπε δείχνοντας, και μαζί με την Έρικα και τους μεταλλαγμένους έφυγαν από το σοκάκι πηγαίνοντας πιο βαθιά μέσα στην Οράγιγκαθ.

*

Ο Άσλατμιρ δεν το είχε θεωρήσει σκόπιμο να καθυστερήσουν. Μόλις ο Μελανός Κεραυνός άραξε στο λιμάνι της Οράγιγκαθ – η οποία ήταν καταφανώς βαρβαρική και άθλια πόλη – και το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του κατέβηκε στο λιμάνι, εκείνος κι η Σέρυ ρώτησαν τους ντόπιους πού ήταν το Φιλόξενο Σπίτι των Άγριων Ακτών και αμέσως πληροφορήθηκαν ότι βρισκόταν στο τέλος του κεντρικού δρόμου, στην πλατεία της πόλης. Βάδισαν προς τα εκεί, και ο Άσλατμιρ έβλεπε πως οι κάτοικοι τούς παρατηρούσαν καλά-καλά· προφανώς, δεν έρχονταν και πολλοί ξένοι εδώ και όσοι έρχονταν θεωρούνταν άξιοι παρατήρησης. Τα σπίτια ήταν χαμηλά και πετρόχτιστα, κακοφτιαγμένα. Μηχανοκίνητα οχήματα δεν έβλεπες στους δρόμους, αλλά υπήρχαν μουλάρια δεμένα σε διάφορα σημεία, και ο Άσλατμιρ είδε επίσης κι έναν μικρό ελέφαντα. Ήταν μεσημέρι, ωστόσο, και η πόλη δεν είχε κίνηση· οι περισσότεροι κάτοικοί της ξεκουράζονταν. Μερικά ημίγυμνα παιδιά έπαιζαν στις άκριες των δρόμων.

Η πλατεία στο πέρας του κεντρικού δρόμου ήταν σαν κάτι μικρές, ασήμαντες πλατείες της Κάρνατεβ, και στο κέντρο της υπήρχε ένα άγαλμα από κόκαλα το οποίο απεικόνιζε έναν καβαλάρη επάνω σε κάποιου είδους θηρίο. Παραδίπλα βρισκόταν ένα διώροφο οίκημα (από τα ελάχιστα τόσο ψηλά στην Οράγιγκαθ) που η παλιά πινακίδα πλάι στην πόρτα του έγραφε με ξεθωριασμένα γράμματα, ΤΟ ΦΙΛΟΚΣΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΝ ΑΓΡΙΟΝ ΑΚΤΟΝ, στην Κοινή Γλώσσα της Φεηνάρκια· και ήταν καταφανές πως όποιος είχε γράψει αυτές τις λέξεις δεν ήταν ορθογράφος.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ μπήκαν στο πανδοχείο σπρώχνοντας τη δερματόπορτά του, επάνω στην οποία ήταν κεντημένο ένα ιστιοφόρο σκάφος. Στην τραπεζαρία μονάχα δύο τραπέζια ήταν πιασμένα· τα υπόλοιπα ήταν όλα άδεια. Ο άντρας στο μπαρ ύψωσε το βλέμμα του για να τους κοιτάξει. Ήταν ψηλός και πορφυρόδερμος, με μαύρο μούσι, μακριά μαλλιά, και σκληρή όψη.

«Καλωσορίσατε,» είπε.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ πλησίασαν το μπαρ, και ο πρώτος ρώτησε: «Είσαι ο Ράναλγκαμ;»

«Ναι.»

«Μου έχουν πει ότι μπορείς να φέρεις κάποιον σε επαφή με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς…»

«Μπορώ,» αποκρίθηκε ο Ράναλγκαμ κοιτάζοντας τον διαπεραστικά. «Αν πληρώσεις.»

«Θα σε πληρώσω, μην ανησυχείς. Είναι εδώ οι–;»

Μεγάλος θόρυβος ακούστηκε απρόσμενα, και όλοι όσοι ήταν καθισμένοι στα τραπέζια πετάχτηκαν όρθιοι. Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ στράφηκαν.

Ο θόρυβος συνεχίστηκε. Και δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι τον προκαλούσε.

Κανόνια, σκέφτηκε ο Άσλατμιρ, λίγο προτού ένας απ’τους πελάτες πει: «Κανονιές! Τι σκατά, ρε; Ποιος ρίχνει τέτοιες κανονιές;»

Κι ένας άλλος: «Απ’το λιμάνι έρχονται.»

Βγήκαν όλοι τους απ’το πανδοχείο, τρέχοντας.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Άσλατμιρ τον Ράναλγκαμ.

«Ξέρω γω;» αποκρίθηκε ο πανδοχέας. «Πειρατές, ίσως.»

«Τόσο κοντά στην πόλη σας;»

Ο Ράναλγκαμ δεν του απάντησε· έφυγε πίσω από το μπαρ και βγήκε στην πλατεία.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ τον ακολούθησαν, για να δουν ότι κι άλλοι άνθρωποι βρίσκονταν στην πλατεία, ανάστατοι όλοι τους. Πολλοί κρατούσαν όπλα: δόρατα, τσεκούρια, καραμπίνες, ακόμα και τόξα, που χρησιμοποιούνταν μόνο σε βαρβαρικά μέρη της Φεηνάρκια.

*

Ο Ζαώρδιλ σκεφτόταν πως μάλλον είχε έρθει η ώρα να ζητήσει, μέσω του μεγαφώνου, από το πλήρωμα του Μελανού Κεραυνού να παραδοθεί – το πλοίο του Αρχισυγκλητικού δεν είχε πιθανότητες νίκης· ήταν ήδη μισοδιαλυμένο.

Αλλά τότε η θάλασσα φάνηκε να βράζει. Το νερό κόχλαζε (!) ανάμεσα στα δύο καράβια που αντάλλασσαν κανονιοβολισμούς.

«Τι στο Πεπρωμένο των Δαιμόνων;…» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ.

Η θάλασσα κόχλαζε τώρα ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο έντονα, και ατμός σηκωνόταν. Νερό τινάχτηκε προς τα πάνω – ένας πελώριος πίδακας – και από τον πίδακα ένα κατάμαυρο πλάσμα με γυαλιστερό δέρμα ξεπρόβαλε. Είχε δύο μακρόστενα κεφάλια που θύμιζαν κεφάλια καρχαρία, και μέσα στα γεμάτα κοφτερά δόντια στόματά τους φαίνονταν μακριές, ευκίνητες γλώσσες, σαν φίδια. Ανάμεσα από τα κεφάλια ορθωνόταν ένα κέρατο, μεγάλο όπως τα έμβολα πλοίων. Και δεν ήταν από κόκαλο· ήταν από κάποιου είδους μέταλλο που στραφτάλιζε, ιριδίζοντας στο φως του μεσημεριανού ήλιου. Το πλάσμα ήταν πανύψηλο και πελώριο, σχεδόν όσο ο μισός Ακόλουθος, και δεξιά κι αριστερά του είχε από ένα πτερύγιο γεμάτο γαμψά νύχια.

«Η Έρικα δεν είπε τίποτα για τέτοιους γοητευτικούς κατοίκους της περιοχής…» μουρμούρισε ο Ζαώρδιλ, ενώ η Πεταλούδα της Θάλασσας, που στεκόταν πλάι του με το τιμόνι του Ακόλουθου στα χέρια, έβγαζε μια ακούσια, ξαφνιασμένη φωνή. Μια φωνή η οποία χάθηκε μέσα στους βρυχηθμούς των δύο κεφαλιών του δαιμονικού θεού που είχε αναδυθεί από τα βάθη του Ωκεανού.

Ο Ζαώρδιλ στράφηκε στη Φαίδρα, η οποία στεκόταν πίσω του: «Τι μπορείς να κάνεις γι’αυτό, μάγισσα;»

Εκείνη όμως το μόνο που είπε ήταν: «Έρχεται, αρχηγέ!» δείχνοντας έξω απ’το μεγάλο παράθυρο της γέφυρας.

Και ο Ζαώρδιλ στράφηκε ξανά, για να δει ότι ο θεός της θάλασσας τούς ζύγωνε, χτυπώντας τα πτερύγιά του και κολυμπώντας καταπάνω τους, με το κέρατό του κατεβασμένο για να τους εμβολίσει–

*

«Νάτοι,» είπε η Έρικα βλέποντας τον Άσλατμιρ και τη Σέρυ ανάμεσα στους ανθρώπους που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Στέκονταν κοντά στην είσοδο του πανδοχείου έχοντας τις κουκούλες τους σηκωμένες, μα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυτοί. Κανένας άλλος δεν φορούσε κουκούλα – δεν περνούσαν, προφανώς, και πολλοί ταξιδιώτες από εδώ – κι επιπλέον, η Έρικα τούς αναγνώριζε.

«Ναι,» είπε ο Άρδαλον’λι, καθώς έμπαιναν στην πλατεία, κι έστειλε τους θεούς του καταπάνω στον Άσλατμιρ και τη Σέρυ. Η Έρικα άκουσε πόδια να πλατσουρίζουν γρήγορα μέσα σε νερό, και κάτι να ρουφά τον αέρα.

Ο Άσλατμιρ και η Σέρυ, φυσικά, δεν είχαν δει ούτε τον Άρδαλον’λι ούτε την Έρικα ούτε τους μεταλλαγμένους. Δεν τους περίμεναν εδώ. Τώρα, όμως, κι εκείνοι άκουσαν τους παράξενους ήχους να έρχονται προς το μέρος τους, κι αμέσως τους ξεχώρισαν μέσα από τους κανονιοβολισμούς και τον υπόλοιπο σαματά. Αλλά ήταν πολύ αργά για να αντιδράσουν. Ο Άσλατμιρ αισθάνθηκε κάτι να πέφτει, με φόρα, επάνω του, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε ανάσκελα στο χώμα και στα χαλίκια της πλατείας. Συγχρόνως, νόμιζε ότι είχε ξαφνικά βρεθεί κάτω από νερό, ότι κάτι δεν τον άφηνε να αναπνεύσει.

Η Σέρυ είχε μια αίσθηση παρόμοια αλλά όχι ίδια: ένιωσε γύρω της τον αέρα να λιγοστεύει και κάποια παρουσία να την τυλίγει, κάνοντάς τη να ζαλίζεται. «Άσλατμιρ!» φώναξε πανικόβλητη, τραβώντας το πιστόλι από τη ζώνη της.

Ο Ράναλγκαμ απομακρύνθηκε, κραυγάζοντας: «Δαίμονες! ΔΑΙΜΟΝΕΣ!» Και οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στην πλατεία στράφηκαν προς αυτόν.

«Δε θα σας πειράξουν!» τους φώναξε η Έρικα, ενώ εκείνη, ο Άρδαλον’λι, και οι τέσσερις μεταλλαγμένοι περνούσαν ανάμεσα από τους ντόπιους. «Δε θα σας πειράξουν!»

Ο Άσλατμιρ την άκουσε μα δεν μπορούσε να τη δει. Βρισκόταν κάτω νιώθοντας μια θηλυκή παρουσία επάνω του, να τον καβαλά πνίγοντάς τον, και αισθανόταν τον φαλλό του ορθωμένο άγρια μέσα στο παντελόνι του, σαν η δαιμονική θεά να εξέπεμπε κάποιον βίαιο, ακαταμάχητο ερωτισμό.

Η Σέρυ, όμως, είδε την Έρικα και αμέσως την αναγνώρισε. Αυτή η σκύλα! σκέφτηκε, κι έστρεψε το πιστόλι της για να την πυροβολήσει. Αλλά ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος δεν την άφησε· ύστερα από άμεση νοητική εντολή του Άρδαλον’λι, τράβηξε άγρια τη Σέρυ, ρουφώντας τον αέρα γύρω της, κι εκείνη παραπάτησε ενώ έβλεπε αλλόκοτες στοιχειακές μορφές να την έχουν περικυκλώσει – δύο διαβολικά μάτια να ατενίζουν μέσα στην ψυχή της, ένα πελώριο στόμα να έχει ανοίξει για να την καταπιεί… Ουρλιάζοντας, πυροβόλησε. Αλλά οι σφαίρες της τρύπησαν μονάχα αέρα.

Οι ντόπιοι, τρομαγμένοι, απομακρύνθηκαν από την πλατεία ενώ βαστούσαν τα όπλα τους σε ετοιμότητα.

«Μη σκοτώσεις τον Άσλατμιρ ακόμα!» είπε η Έρικα στον Άρδαλον’λι. «Θέλω να μάθω πρώτα τι πρόλαβε να κάνει εδώ.»

Ο μάγος ένευσε, και πρόσταξε, νοητικά, την Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού να μην πνίξει το θύμα της. Εκείνη υπάκουσε, αν και ο Άρδαλον’λι την αισθάνθηκε κάπως απογοητευμένη.

Ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος, όμως, συνέχιζε τη δουλειά του. Η Σέρυ, αδυνατώντας να τον αποτινάξει, ήταν τώρα πεσμένη στα γόνατα, παλεύοντας με οντότητες που μονάχα εκείνη μπορούσε να δει και βήχοντας σπασμωδικά. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, μύξες από τη μύτη της· το λευκόδερμο πρόσωπό της άλλου είχε κοκκινίσει, αλλού είχε μαυρίσει.

Η Έρικα τράβηξε το πιστόλι της και την πυροβόλησε δύο φορές στο στήθος, σκοτώνοντάς την.

Ο Άσλατμιρ είχε μόλις καταλάβει ότι τώρα μπορούσε και πάλι να αναπνεύσει, σαν κάποιος να τον είχε τραβήξει έξω απ’το νερό. Αλλά η θηλυκή παρουσία εξακολουθούσε να βρίσκεται επάνω του, και νόμιζε ότι μπορούσε σχεδόν να τη διακρίνει ως φασματική μορφή ή ως ιδέα μέσα στο μυαλό του – μια γυναίκα με δέρμα πορφυροπράσινο και μαλλιά μαύρα και μακριά, μάτια και δόντια που γυάλιζαν. Ο Άσλατμιρ αισθάνθηκε να εκσπερματίζει ακούσια μέσα στο παντελόνι του.

Και μετά είδε μια μορφή από πάνω του: έναν άντρα που δεν του ήταν καθόλου άγνωστος: έναν άντρα με άγρια γκρίζα μούσια και μαλλιά, και βλέμμα σαν αρπακτικού.

«Μάγε…» έκρωξε ο Άσλατμιρ, μην κάνοντας καν τον κόπο να αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν αυτός να είχε βρεθεί εδώ. «Δεν… Μας είχαν αιχμαλώτους…»

«Η Έρικα θέλει να σου μιλήσει, γι’αυτό είσαι ακόμα ζωντανός,» του είπε ο Άρδαλον’λι.

Και ο Άσλατμιρ είδε μια ακόμα μορφή να γονατίζει από την άλλη μεριά, από τα δεξιά του. Τα γαλανά μάτια της Έρικας Σάλκερκοφ τον παρατηρούσαν.

«Δε σας προδώσαμε,» της είπε. «Ο Αρχισυγκλ–»

«Τι κάνατε εδώ;» τον ρώτησε η Έρικα.

«Ήμασταν αιχμάλωτοι…»

«Ήρθατε σε επαφή με τους Θηριόπνευστους Αδελφούς;»

«Τους…;» Ο Άσλατμιρ συνειδητοποίησε ότι ήξεραν τα πάντα. Πώς;… Αλλά, βέβαια. Είχε να κάνει με την Έρικα Σάλκερκοφ. Υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσε να μάθει αυτή η δαιμονισμένη Λάμια; «Όχι, δεν… δεν τους είδαμε καν,» της είπε, ακόμα ξέπνοος από την αγκαλιά της θεάς του Άρδαλον’λι. Αν και δεν την έβλεπε πια ως οπτασία, εξακολουθούσε να την αισθάνεται επάνω του, να τον κρατά κάτω. «Μόλις είχαμε έρθει, και έγινε αυτή η φασαρία. Πειρατές ήταν;»

«Μιλήσατε με τον Ράναλγκαμ;» επέμεινε η Έρικα.

«Δεν προλάβαμε, σου λέω! Άρχισε η φασαρία μόλις τον είχαμε πλησιάσει.»

Η Έρικα ξεθηκάρωσε το ξιφίδιο από τη μπότα της και τον κάρφωσε στον λαιμό. Τα μάτια του Άσλατμιρ διαστάλθηκαν και προσπάθησε να πει κάτι, αλλά μόνο αίμα τινάχτηκε από το στόμα κι από τη μύτη του.

Η Έρικα τράβηξε το ξιφίδιό της έξω από τον λαιμό του, αφήνοντάς τον να πεθάνει καθώς σηκωνόταν όρθια ξανά.

Ο Άρδαλον’λι μάζεψε την Αθήρευτη Κόρη και τον Λαίμαργο Ανεμοφάγο μέσα στις φυλακές τους.

Οι κανονιοβολισμοί συνέχιζαν να αντηχούν, και γύρω από την πλατεία οι ντόπιοι φώναζαν τρομαγμένοι, μιλώντας σε κάποια διάλεκτο που ούτε η Έρικα ούτε ο Άρδαλον’λι γνώριζαν. Κι οι δυο τους, όμως, παρατήρησαν πως μια λέξη επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά:

Ριλκάθ’κα

Ριλκάθ’κα

Ριλκάθ’κα

*

Ο θαλάσσιος θεός ερχόταν καταπάνω στον Ακόλουθο με φανερή πρόθεση να τον εμβολίσει, χτυπώντας τα πελώρια πτερύγιά του και μοιάζοντας σχεδόν να πετά επάνω στα κύματα, όχι να κολυμπά.

Η Πεταλούδα γύρισε το τιμόνι προσπαθώντας να αποφύγει την άγρια επίθεση, ενώ τα κανόνια του πλοίου των Ζωντανών-Νεκρών πυροβολούσαν τώρα τον γιγάντιο δαίμονα, όχι τον Μελανό Κεραυνό. Οι βολές τους, όμως, δεν μπορούσαν να τον πετύχουν έτσι όπως έτρεχε· ή, αν κάποιες τον πετύχαιναν, εκείνος τις αγνοούσε τελείως.

Το κέρατό του καρφώθηκε στο πλάι της πλώρης του Ακόλουθου, τρυπώντας τα ενισχυμένα μέταλλα χωρίς δυσκολία και σείοντας ολόκληρο το σκάφος από τη μια άκρη ώς την άλλη.

Ο Ζαώρδιλ πετάχτηκε έξω από τη γέφυρα, κραυγάζοντας να χτυπήσουν το τέρας – να το χτυπήσουν με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους! Αλλά οι Ζωντανοί-Νεκροί δεν χρειάζονταν, ούτως ή άλλως, καμια παρότρυνση: ήδη πυροβολούσαν τον δαίμονα – και ο Ζαώρδιλ έβλεπε πως, δυστυχώς, οι ριπές τους μικρό πρόβλημα τού προκαλούσαν. Το γυαλιστερό μαύρο δέρμα του έμοιαζε να εξοστρακίζει τις σφαίρες.

Και τώρα, ο θεός ξεκάρφωσε το κέρατό του από το πλοίο και γάντζωσε τα νύχια των πτερυγίων του στην κουπαστή, ενώ τα κεφάλια του βρέθηκαν πάνω απ’το κατάστρωμα. Τα γιγάντια σαγόνια του ανοιγόκλειναν, αρπάζοντας πολεμιστές και κόβοντάς τους στα δύο, καταπίνοντάς τους, τινάζοντας αίμα και διαλυμένα πτώματα από δω κι από κει.

Αλλά ο θαλάσσιος δαίμονας δεν άργησε να βρει αντίκρυ του μια παρουσία που μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο, αν και δεν είχε τις δικές του δυνάμεις. Ένας θεός φυλακισμένος από μάγο ποτέ δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ένας ελεύθερος, άγριος θεός. Και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ωστόσο, ούτε αμελητέα ήταν.

Η Φαίδρα’λι στεκόταν στο κέντρο του καταστρώματος, έχοντας ξαμολήσει τον θεό της εναντίον της εχθρικής θεάς – γιατί, ναι, καταλάβαινε ότι ήταν θεά· η Πολεμική Καρδιά αμέσως τής το είχε αποκαλύψει μέσα από τις αισθήσεις της. Η Φαίδρα, όμως, επίσης καταλάβαινε ότι η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων αποκλείεται να νικούσε μια τέτοια δαιμόνισσα, η οποία ήταν από τους θεούς που δεν μπορούν ποτέ, σε καμία περίπτωση, να φυλακιστούν από μάγους. Σύντομα θα χάσει τη μάχη, εκτός αν τον βοηθήσω. Κι ακόμα και με τη βοήθειά της, η νίκη κάθε άλλο παρά βέβαιη θα ήταν. Αν όμως η Φαίδρα δεν προσπαθούσε θα σκοτώνονταν όλοι τους.

Φώναξε τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, γιατί, παρότι η δαιμόνισσα αντίκρυ της είχε φανερά υλική μορφή, όλοι οι θεοί είχαν πάντα και μια πολύ έντονη πνευματική υπόσταση – αλλιώς, δεν θα μπορούσε τώρα να χτυπά την Πολεμική Καρδιά το ίδιο εύκολα με τους Ζωντανούς-Νεκρούς. Η Φαίδρα συγκέντρωσε τη θέλησή της όπως ο τοξότης τραβά πίσω τη χορδή του τόξου του και σημαδεύει, εστιάζοντας όλες του τις αισθήσεις, όλη του την ύπαρξη, σ’αυτή μονάχα την ενέργεια· και μετά, η Φαίδρα ελευθέρωσε το βέλος της θέλησής της, εξαπολύοντάς το, παντοδύναμο, εναντίον της δαιμονικής θεάς του Ωκεανού.

Τα δύο κεφάλια βρυχήθηκαν έτσι που έκαναν τ’αφτιά της Φαίδρας να κουδουνίσουν, ενώ τα πόδια της παραπάτησαν επάνω στο κλυδωνιζόμενο κατάστρωμα. Η δαιμόνισσα έστρεψε την προσοχή της στη μάγισσα, και η Φαίδρα αισθάνθηκε αυτή την προσοχή σαν ένα πελώριο βάρος – ένα βάρος αιχμηρό επάνω στην ψυχή της και αφάνταστα σκοτεινό και εχθρικό. Μπορεί κάποιος άλλος μάγος να είχε τρομοκρατηθεί και μόνο από αυτό, και να είχε κάνει πίσω· αλλά όχι η Φαίδρα. Συνεχίζοντας το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως, έστρεψε πάλι τη θέλησή της εναντίον της θεάς. Και μια αόρατη σύγκρουση τρομερών δυνάμεων συνέβη πάνω από το κατάστρωμα, ενώ τα θηρία της Καρδιάς της Συναγωγής εξακολουθούσαν να δαγκώνουν και να χτυπάνε τη δαιμόνισσα.

Εκείνη, όμως, δεν το έβρισκε και τόσο δύσκολο να τα αντιμετωπίζει παρότι συγχρόνως αντιμετώπιζε τη Φαίδρα και δεχόταν τα πυρά των Ζωντανών-Νεκρών. Το μόνο καλό ήταν ότι, τουλάχιστον, είχε πάψει να κοπανά το πλοίο. Και η Φαίδρα άκουσε, απόμακρα, όπως μέσα σε όνειρο, τον Ζαώρδιλ να φωνάζει στους άλλους να πάνε κάτω για να δουν αν έμπαινε νερό στον Ακόλουθο, κι αν όντως έμπαινε να κλείσουν την τρύπα – κουνηθείτε! κουνηθείτε, γαμώ τις Λάμιες γαμώ!

*

Η Έρικα, ο Άρδαλον’λι, και οι μεταλλαγμένοι επέστρεψαν στο λιμάνι, για να δουν, πίσω από τους καπνούς, τον γιγάντιο, δικέφαλο δαίμονα της θάλασσας να έχει γαντζωθεί πάνω στον Ακόλουθο και άγρια μάχη να διεξάγεται στο κατάστρωμά του.

«Το Πεπρωμένο των Δαιμόνων…» άρθρωσε η Έρικα, ξαφνιασμένη. «Δε μπορεί αυτό να το είχε μαζί του το πλήρωμα του Μελανού Κεραυνού…»

Ο Άρδαλον’λι ρουθούνισε. «Αυτός δεν είναι θεός ελεγχόμενος από μάγο, κι αμφιβάλλω αν η Φαίδρα μπορεί να τον αντιμετωπίσει μόνη της.» Έτρεξε προς τη βάρκα τους.

Η Έρικα και οι μεταλλαγμένοι τον ακολούθησαν.

Πήδησαν μέσα στο πλεούμενο και ο Άρδαλον’λι ενεργοποίησε τη μηχανή του, αφήνοντας όμως την Έρικα να οδηγήσει. Ο ίδιος πρόσταξε, σιωπηλά, τους θεούς του να είναι έτοιμοι, και αισθανόταν πως και η Αθήρευτη Κόρη του Ατέρμονου Ποταμού και ο Λαίμαργος Ανεμοφάγος ήταν τρομοκρατημένοι, και τον παρακαλούσαν να μην τους αναγκάσει να επιτεθούν σ’αυτή θεά – ήταν πανίσχυρη! Απειλούσαν, μάλιστα, να μην τον υπακούσουν, να αρνηθούν να βγουν από τις φυλακές τους. Δεν με εμπιστεύεστε; τους ρώτησε θυμωμένα ο Άρδαλον’λι. Εγώ σας έσωσα από τα χέρια των άλλων μάγων! Δεν με εμπιστεύεστε; Αυτό τούς σώπασε και τους δύο, μέσα στο μυαλό του.

Η Έρικα και οι μεταλλαγμένοι ύψωσαν τα όπλα τους, καθώς η βάρκα ζύγωνε τον Ακόλουθο και τη γιγάντια δαιμόνισσα, αλλά ο Άρδαλον’λι τούς έκανε νόημα να τα κατεβάσουν. «Μη μπαίνετε στον κόπο.»

«Δε μπορεί να σκοτωθεί;» είπε η Έρικα.

«Όχι με το πιστόλι σου, Έρικα. Σκοτώνεις ελέφαντα με καρφίτσα; Κάντε νόημα να μας βοηθήσουν να ανεβούμε στο πλοίο.»

Η Έρικα και οι μεταλλαγμένοι δεν έφεραν αντίρρηση, φωνάζοντας στους Ζωντανούς-Νεκρούς στο κατάστρωμα και κουνώντας τα χέρια τους.

Ο Ζαώρδιλ τούς είδε, κι αρπάζοντας ο ίδιος μια ανεμόσκαλα την έριξε από το πλάι του σκάφους. Ο Άρδαλον’λι πιάστηκε πρώτος εκεί και σκαρφάλωσε επάνω.

«Από πού ήρθε αυτός ο γαμημένος δαίμονας, μάγε;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ. «Ήταν εδώ από πριν;»

«Δεν είναι δαίμονας, Σκοτωμένε· δαιμόνισσα είναι.»

«Με συγχωρείς αλλά–» Ο Άρδαλον’λι είχε, όμως, ήδη απομακρυνθεί, πλησιάζοντας γρήγορα τη Φαίδρα, και η Έρικα έφτανε τώρα στην κορυφή της ανεμόσκαλας.

«Από πού ήρθε αυτός ο δαίμονας;» ρώτησε τον Ζαώρδιλ.

«Την ίδια ερώτηση έκανα μόλις τώρα στον φίλο σου, όμως φαίνεται απασχολημένος.»

«Από πού τον είδατε να έρχεται;»

«Μέσα από τη θάλασσα ξεπήδησε. Η θάλασσα άρχισε να κοχλάζει, λες κι έβραζε, και μετά αυτός ο δαίμονας πετάχτηκε από μέσα της και μας όρμησε. Δεν ήξερες τίποτα για την παρουσία του εδώ;»

«Αν ήξερα θα σ’το είχα κρύψει;»

*

Η Φαίδρα αισθάνθηκε κάποιον να προσθέτει τη δύναμη της βούλησής του στη δική της – και η βούλησή του ήταν τρομερή. Ο Άρδαλον’λι! Τον κατάλαβε προτού τον δει πλάι της, με τις άκριες των ματιών της, να διαγράφει σύμβολα με τα χέρια του εμπρός του και να αρθρώνει τα λόγια για το Ξόρκι Πνευματικής Εκδιώξεως.

Ακόμα κι αυτή η πελώρια θεά του Ωκεανού τραντάχτηκε από τη θέληση του μάγου· η Φαίδρα το αισθάνθηκε σαν έναν άγριο σεισμό μες στα κόκαλα, στις υποδομές, της ψυχής της. Ωστόσο, η δαιμόνισσα δεν έκανε πίσω. Τα δύο τερατώδη κεφάλια της προσπαθούσαν τώρα να πλησιάσουν τους μάγους – να προσπεράσουν την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων και να έρθουν κοντά τους για να τους δαγκώσουν και να τους κόψουν στη μέση, ή να τους καταβροχθίσουν ολόκληρους. Η θεά καταλάβαινε ότι στο υλικό επίπεδο οι εχθροί της δεν είχαν καμια δύναμη εναντίον της.

«…Δε μπορούμε να την κρατήσουμε πίσω!» έκανε η Φαίδρα, λαχανιασμένα, νιώθοντας το στόμα της ξερό και την αναπνοή της οδυνηρή – καρφιά που περνούσαν από τη μύτη προς τα πνευμόνια της.

«Ναι,» συμφώνησε ο Άρδαλον’λι, «μόνοι μας δεν μπορούμε.» Και έβγαλε μέσα από τα ρούχα του ένα κοκάλινο δαχτυλίδι μ’έναν γυαλιστερό, πράσινο μαλαχίτη επάνω. Η Φαίδρα το αναγνώρισε: Η φυλακή του θεού του μακαρίτη Τάγκαμιρ’λι, του Ξέφρενου Ποδοβολητού των Πεινασμένων Γιγάντων.

Θα τον ελευθερώσει! Θα σπάσει το δαχτυλίδι και θα τον ελευθερώσει! Η Φαίδρα ήταν έτοιμη να τον σταματήσει, γιατί δεν το θεωρούσε τούτο και τόσο συνετό. Ποιος τους εγγυάτο ότι το Ξέφρενο Ποδοβολητό δεν θα τους σκότωνε κι αυτούς επάνω στο κατάστρωμα του Ακόλουθου;

Ο Άρδαλον’λι, όμως, αποδείχτηκε πιο γρήγορος από τη Φαίδρα: ύψωσε το δαχτυλίδι και το πέταξε καταπάνω στη θεά της θάλασσας που τους πλησίαζε τσακίζοντας τα μέταλλα του πλοίου κάτω από τα νύχια των πτερυγίων της. Το μικρό κοκάλινο αντικείμενο ταξίδεψε προς στιγμή στον αέρα και κατέληξε μέσα στο στόμα του ενός από τα δύο κεφάλια της δαιμόνισσας. Μέσα στον λαιμό του.

Μα τις Λάμιες! σκέφτηκε η Φαίδρα. Τι θα συμβεί τώρα;

Και η απάντηση δεν άργησε να έρθει.

Η θεά της θάλασσας τινάχτηκε πίσω, σπαρταρώντας, ουρλιάζοντας σπαραχτικά. Βροντώντας τα πτερύγια της επάνω στον Ακόλουθο, γεμίζοντας με τρύπες και λάκκους τα τμήματα του καταστρώματος που μπορούσε να φτάσει. Και μετά, η γιγάντια δαιμόνισσα, ακούσια ή οικειοθελώς, έπεσε στο νερό, συνεχίζοντας να χτυπά τα πτερύγιά της και να αναπηδά επάνω στα κύματα.

Η κοιλιά της ξαφνικά σκίστηκε, τινάζοντας αίματα και εντόσθια, κι από μέσα ξεπρόβαλαν φασματικές, ημιυλικές μορφές ψηλών οπληφόρων πλασμάτων με κέρατα και μεγάλα δόντια. Πλάσματα που η Φαίδρα δεν είχε ξαναδεί στη Φεηνάρκια – η μορφή του Ξέφρενου Ποδοβολητού των Πεινασμένων Γιγάντων όταν ο θεός είναι ελεύθερος. Θύμιζε λιγάκι την Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων προτού η Φαίδρα την υποτάξει. Κι εκείνος ο θεός έτσι ήταν, περίπου: μια αγέλη από ημιυλικά θηρία, αλλά όχι πολλές οντότητες – μία. Τα θηρία του, όμως, ήταν αναγνωρίσιμα – τίγρεις, λιοντάρια, λύκοι, ύαινες – ενώ αυτού εδώ του θεού τα πλάσματα ήταν κάτι το άγνωστο.

Προς στιγμή, το Ξέφρενο Ποδοβολητό των Πεινασμένων Γιγάντων φάνηκε ότι ίσως μπορούσε να μείνει αιωρούμενο πάνω από τα κύματα, ότι ίσως μπορούσε μάλιστα να πετάξει ή να πηδήσει στο κατάστρωμα του Ακόλουθου. Τελικά, όμως, βούλιαξε μέσα στη θάλασσα, ουρλιάζοντας, σκίζοντας τον ουρανό με τις οιμωγές του. Αλλά το νερό το κατάπιε πιο αργά από ό,τι ήταν λογικό να καταπιεί οτιδήποτε υλικό και βαρύ: το κατάπιε σαν κινούμενη άμμος.

«Τελείωσε;» ρώτησε ο Ζαώρδιλ πλησιάζοντας τους δύο μάγους.

«Αυτή πιθανώς να ήταν η θεά της Οράγιγκαθ, Σκοτωμένε,» του είπε ο Άρδαλον’λι. «Οι ντόπιοι ίσως να τη λατρεύουν. Νομίζω πως τους ακούσαμε να φωνάζουν το όνομά της – Ριλκάθ’κα. Καλύτερα, επομένως, να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα μπορούμε.»

«Δε φεύγουμε χωρίς τον Μελανό Κεραυνό,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Πρέπει και κάτι καλό να βγει από τούτη την ιστορία.»

«Νόμιζα ότι ήσουν εναντίον της πειρατείας,» του είπε η Έρικα, χαμογελώντας λιγάκι στραβά καθώς ερχόταν κοντά του.

Κεφάλαιο Εβδομηκοστό-Δεύτερο
Δούλοι, Επιστροφή, και τα Κόλπα του Κολπατζή

Ο Ακόλουθος πλησίασε το λιμάνι της Οράγιγκαθ χωρίς να πυροβολεί· και η φωνή του Ζαώρδιλ του Σκοτωμένου αντήχησε από τα μεγάφωνα:

«ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ! ΡΙΞΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΤΟΥΜΕ, ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΕΙ! ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ: ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΤΕ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΒΥΘΙΣΟΥΜΕ.»

«ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ,» αποκρίθηκε μια αντρική φωνή από τα μεγάφωνα του Μελανού Κεραυνού, ενώ το ένα από τα δύο κανόνια του – αυτό της πλώρης – που εξακολουθούσε να είναι λειτουργικό είχε σταματήσει να ρίχνει.

Ο Ακόλουθος πλεύρισε τον Μελανό Κεραυνό χωρίς άλλους πυροβολισμούς από καμία μεριά, και οι Ζωντανοί-Νεκροί πήδησαν από το κατάστρωμα του πλοίου τους στο κατάστρωμα του άλλου πλοίου, που ήταν μικρότερο και γεμάτο καπνούς και φωτιές. Οι πολεμιστές της Κάρνατεβ είχαν ρίξει τα όπλα τους και κρατούσαν τα χέρια τους υψωμένα.

«Παραδινόμαστε!» φώναξε ένας πορφυρόδερμος, μελαχρινός άντρας με μουστάκι. «Είμαι ο Βακράντελ, Καπετάνιος του Μελανού Κεραυνού. Παραδινόμαστε!»

Ο Ζαώρδιλ ένευσε καθώς στεκόταν αντίκρυ του, με το τουφέκι του στο ένα χέρι και το σπαθί του στο άλλο. «Καλώς, Καπετάνιε Βακράντελ. Όπως σας υποσχέθηκα, κανένας άλλος δεν θα σκοτωθεί σήμερα. Όχι εξαιτίας μας, τουλάχιστον.»

«Τι είστε; Πειρατές;»

«Συνήθως όχι,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Για την ώρα, όμως, ναι, μπορείς να μας πεις πειρατές, Καπετάνιε. Τώρα, εσύ και το πλήρωμά σου κατεβείτε απ’το καράβι σας αφήνοντας όλα τα όπλα και τους εξοπλισμούς εδώ.»

«Υπάρχουν και δούλοι στο αμπάρι…»

Όπως μου είπε η Έρικα, σκέφτηκε ο Ζαώρδιλ. Δούλοι, προς πώληση στους Θηριόπνευστους Αδελφούς. Προς θυσία στον δαιμονικό θεό τους. «Θα τους πάρουμε εμείς, Καπετάνιε. Φύγετε τώρα απ’το πλοίο – πηγαίνετε στην Οράγιγκαθ – προτού αλλάξω γνώμη!»

Ο Βακράντελ έκανε νόημα στο πλήρωμά του να υπακούσει, και όλοι τους κατέβηκαν στο λιμάνι, έχοντας ρίξει τα όπλα τους στο κατάστρωμα.

Ο Ζαώρδιλ πρόσταξε τους πολεμιστές του να πάρουν από το πλοίο ό,τι μπορούσε να φανεί χρήσιμο – όπλα, πυρομαχικά, χρήματα, ενεργειακές φιάλες, μπαταρίες, μηχανήματα – καθώς και τους δούλους από το αμπάρι. Να τους φέρουν όλους στον Ακόλουθο.

Όταν αυτά είχαν γίνει, ο Ακόλουθος απομακρύνθηκε από τον Μαύρο Κεραυνό και τον χτύπησε συνεχόμενα με τα κανόνια του μέχρι που τον βύθισε μέσα στο λιμάνι της Οράγιγκαθ. Μετά, το πλοίο των Ζωντανών-Νεκρών – στραπατσαρισμένο από τη σύγκρουσή του με τη θαλάσσια δαιμόνισσα της περιοχής, καθώς και από την προηγηθείσα ναυμαχία με το πλοίο του Αρχισυγκλητικού – ακολούθησε δυτική πορεία, αφήνοντας τις άγριες, ανατολικές ακτές του Ωκεανού πίσω του.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος έστρεψε το βλέμμα του στους δεκαπέντε δούλους που είχαν πάρει από τον Μελανό Κεραυνό. Όλοι τους είχαν αλυσίδες στα χέρια και στα πόδια, και τέσσερις από αυτούς ήταν τραυματισμένοι από τη μάχη.

«Έχετε δύο επιλογές,» τους είπε, δυνατά ώστε άπαντες να τον ακούσουν: «Μπορείτε να πάψετε να είστε δούλοι και να έρθετε μαζί μας – να μπείτε στην ομάδα μας. Ή μπορείτε να παραμείνετε δούλοι και να σας πουλήσω κάπου στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων – σε καλά χέρια, ει δυνατόν. Εσείς αποφασίζετε· και να ξέρετε πως δεν είναι υποχρεωτικό όλοι να πάρετε την ίδια απόφαση.

»Για όσους σκέφτονται να έρθουν μαζί μας, μάθετε πως δεν είμαστε πειρατές – αυτή είναι η μοναδική πειρατική ενέργεια που έχουμε κάνει, αν μπορεί κανείς να την αποκαλέσει ‘πειρατική’. Είμαστε μια μισθοφορική ομάδα· μας πληρώνουν και υπηρετούμε διάφορους εργοδότες. Οι δουλειές που αναλαμβάνουμε δεν είναι πάντα επικίνδυνες, αλλά κατά περίσταση είναι. Ακόμα κι αν δεν έχετε ιδέα από όπλα, μπορούμε να σας εκπαιδεύσουμε ώστε να μάθετε τουλάχιστον τα βασικά.»

Και ο Ζαώρδιλ σώπασε περιμένοντας τις απαντήσεις τους.

Μετά από λίγο, οι εννιά από τους δεκαπέντε είχαν αποφασίσει να πάνε με τους Ζωντανούς-Νεκρούς ενώ οι υπόλοιποι να παραμείνουν δούλοι και να πουληθούν κάπου στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων. Ο Σκοτωμένος πρόσταξε τους πολεμιστές του να σπάσουν τις αλυσίδες όλων, ανεξαιρέτως.

Πλησίασε, ύστερα, την Έρικα η οποία στεκόταν παράμερα και τον κοίταζε, με τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της και την κουκούλα του μαγικού μανδύα της – φυσικά – σηκωμένη.

«Να βάλουμε πλώρη για Νουσράκλη,» τη ρώτησε, «ή έχεις λόγο να επιστρέψεις στην Κάρνατεβ;»

«Οι δουλειές μου στην Κάρνατεβ τελείωσαν προς το παρόν. Ωστόσο, θα ήθελα να ενημερώσω τον Έρθαλρωντ για την απόπειρα του Βέργκεδελ να τον δολοφονήσει μέσω των Θηριόπνευστων Αδελφών. Είμαι βέβαιη πως θα βρει κάποιο τρόπο να το χρησιμοποιήσει αυτό εναντίον του αντιπάλου του. Κι αν δεν βρει εκείνος, τότε θα τον βοηθήσω,» πρόσθεσε μειδιώντας λιγάκι στραβά.

«Επομένως, πλέουμε για Νουσράκλη και αργότερα θα πάμε στην Κάρνατεβ;»

«Ναι,» είπε η Έρικα. «Ούτως ή άλλως, ο Ακόλουθος χρειάζεται επισκευές, και πρέπει και ν’αφήσεις κάπου τους δούλους. Επιπλέον, δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος τώρα να βρίσκεσαι κι εσύ στην Κάρνατεβ μαζί με τους πολε–»

«Μ’εμένα τι θα γίνει; Μου είχες υποσχεθεί να με πας στη Μέρελκεβ!» Η Ανρίθα-Νοθ, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει, είχε βγει στο κατάστρωμα και πλησίαζε την Έρικα και τον Ζαώρδιλ, έχοντας ακούσει προφανώς τι έλεγαν.

Η Έρικα αναστέναξε. «Θα σε πάω στη Μέρελκεβ· το είπαμε–»

«Αλλά δε βλέπω να συμβαίνει!»

«Δε βλέπεις, επίσης, ότι έχουμε δουλειές!»

«Βλέπω τις δουλειές σου, Έρικα, όμως θέλω να επισ–»

«Θα σε πάω στη Ρελκάμνια· σ’το υποσχέθηκα, δε σ’το υποσχέθηκα; Και μάλιστα, θα έχεις και παρέα.»

Η Ανρίθα-Νοθ συνοφρυώθηκε. «Τι παρέα;»

«Θα δεις,» της είπε η Έρικα. «Για την ώρα, όμως, θα πάμε στη Νουσράκλη γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Τι θα πρότεινες εσύ; Να συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε σ’αυτή την κατάσταση;» Έδειξε γύρω τους, το κατάστρωμα που ήταν γεμάτο ζημιές από τους κανονιοβολισμούς του Μελανού Κεραυνού και, κυρίως, από την επίθεση της θαλάσσιας δαιμόνισσας.

*

Το ταξίδι ώς τη Νουσράκλη δεν ήταν μικρό· χρειάζονταν τουλάχιστον εφτά ώρες μέχρι να πιάσουν το λιμάνι της, απ’ό,τι υπολόγιζε η Πεταλούδα σύμφωνα με τον χάρτη που είχαν μέσα στο σύστημα της κονσόλας της γέφυρας του Ακόλουθου. Αυτό σήμαινε ότι θα έφταναν νύχτα στην πρωτεύουσα του Ωκεανού, καθώς και ότι θα έπρεπε να γίνουν αλλαγές μάγων στο κέντρο ισχύος του σκάφους. Η Ανταρλίδα’μορ χρησιμοποιούσε ήδη τη Μαγγανεία Κινήσεως για πάνω από τρεις ώρες – από τότε που είχαν φύγει από την Κάρνατεβ – κι ακόμα και για μια Τεχνομαθή μάγισσα αυτός δεν ήταν λίγος χρόνος. Η πρώτη αλλαγή στο ενεργειακό κέντρο θα έπρεπε, λοιπόν, να γίνει σύντομα. Μετά από καμια ώρα, η Ανταρλίδα’μορ σηκώθηκε από εκεί και τη θέση της προθυμοποιήθηκε να πάρει ο Άρδαλον’λι. Την επόμενη, και τελευταία, βάρδια υποσχέθηκε πως θα την έκανε η Φαίδρα’λι, αν και πάντα το έβρισκε δυσάρεστο να χρησιμοποιεί τη Μαγγανεία Κινήσεως· κι επίσης, αυτό δεν άρεσε καθόλου στην Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων: ο θεός της πάντοτε γρύλιζε και μούγκριζε μέσα στο κεφάλι της όποτε η Φαίδρα έκανε Μαγγανεία Κινήσεως, δυσκολεύοντας τη δουλειά της.

Ο Ζαώρδιλ πήγε να ξεκουραστεί στην καμπίνα του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έστριψε ένα τσιγάρο, κι άρχισε να καπνίζει νωχελικά, κοιτάζοντας το ταβάνι. Όταν το τσιγάρο τελείωνε και ο Ζαώρδιλ αισθανόταν νυσταγμένος, η Έρικα μπήκε στην καμπίνα. Αμίλητη, έβγαλε τα ρούχα της – όλα της τα ρούχα – και ξάπλωσε πλάι του, με το ένα της πόδι επάνω στα γόνατά του και το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Ζαώρδιλ γύρισε και φίλησε τη ράχη της μύτης της. Η Έρικα χαμογέλα λιγάκι στραβά και ύψωσε το πρόσωπό της για να τον κοιτάξει κατάματα. Ο Ζαώρδιλ φίλησε τα χείλη της.

Και μετά κοιμήθηκαν.

Ο Ράκαλωντ τούς ξύπνησε τελικά, χτυπώντας τη δερματόπορτα της καμπίνας και φωνάζοντας: «Σκοτωμένε; Ε, Σκοτωμένε! ακούς;»

Ο Ζαώρδιλ ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και μαζί του, υποχρεωτικά, σηκώθηκε και η Έρικα. «Τι είναι, νάνε;»

«Μη βρίζουμε, ρ’αρχηγέ, γαμώ τις Λάμιες σου γαμώ! Η Πεταλούδα μ’έστειλε για να σου πω ότι πλησιάζουμε τη Νουσράκλη. Σε καμια ώρα πρέπει νάμαστε εκεί.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Ζαώρδιλ. «Σε λίγο βγαίνω στο κατάστρωμα. Μη φορέσετε τα καλά σας για να με υποδεχτείτε.»

Ο Ράκαλωντ ακούστηκε να ρουθουνίζει πίσω από τη δερματόπορτα. «Δεν έχουμε καλά για να φορέσουμε, Σκοτωμένε.»

Ο Ζαώρδιλ γέλασε καθώς τα βήματα του νάνου απομακρύνονταν. Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά, σηκώθηκε από το κρεβάτι, και φόρεσε, χωρίς βιασύνη, τα ρούχα της.

Ο Ζαώρδιλ, ήδη μισοντυμένος, φόρεσε τα υπόλοιπα δικά του ρούχα, και βγήκαν από την καμπίνα για να ανεβούν στο κατάστρωμα του Ακόλουθου. Μέσα στο δειλινό, οι ζημιές από τη μάχη φαίνονταν χειρότερες, παρατήρησε ο Σκοτωμένος. Το πλοίο τού θύμιζε κήτος δαγκωμένο από αγρίμια – δεκάδες αγρίμια. Αλλά ευτυχώς ακόμα ζωντανό.

Εκτός από αρκετούς Ζωντανούς-Νεκρούς, ο Άρδαλον’λι στεκόταν στο κατάστρωμα μαζί με την Ανταρλίδα’μορ και την Ανρίθα-Νοθ· και, βλέποντας τον Ζαώρδιλ και την Έρικα, στράφηκαν προς το μέρος τους. Εκείνοι τούς πλησίασαν.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Σκοτωμένος.

«Δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα, αρχηγέ,» αποκρίθηκε η Ανταρλίδα. «Ακόμα κι ο καιρός φαίνεται νάναι με το μέρος μας.»

«Οι δούλοι; Άλλαξε κανένας γνώμη για την απόφασή του;»

«Απ’ό,τι ξέρω, όχι.»

Ο Ζαώρδιλ κοίταξε πέρα απ’το κατάστρωμα του Ακόλουθου, και στα βόρεια είδε ακτές. «Η Νήσος της Νουσράκλης;» ρώτησε.

«Έτσι μας λέει η Πεταλούδα,» είπε η Ανρίθα-Νοθ.

Και έτσι ήταν.

Μετά από καμια ώρα έφτασαν σ’ένα μεγάλο λιμάνι που όλοι τους αναγνώριζαν: το λιμάνι της Νουσράκλης, πρωτεύουσας του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων. Είχε πια νυχτώσει, και τα φώτα της πόλης φαίνονταν έντονα, καθώς επίσης και το δυνατό φως του Φάρου της Νουσράκλης.

Ο Ακόλουθος ζήτησε άδεια είσπλου από τις λιμενικές αρχές και άραξε σε μια από τις αποβάθρες του λιμανιού χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Οι Ζωντανοί-Νεκροί ήταν γνωστοί στους ανθρώπους του Βασιλείου. Εξάλλου, το άλλο τους πλοίο, ο Οδηγός, βρισκόταν ήδη εδώ, αραγμένο.

«Δε νομίζω να είναι πολύ αργά για να επισκεφτούμε τον Βασιληά Ράνελμον,» είπε η Έρικα, καθώς εκείνη και ο Ζαώρδιλ κατέβαιναν από τον Ακόλουθο, συνοδευόμενοι από τον Άρδαλον’λι, την Ανρίθα-Νοθ, τη Φαίδρα’λι, τους μεταλλαγμένους, και αρκετούς άλλους Ζωντανούς-Νεκρούς.

«Στάσου να δω πρώτα πού είναι ο τρελός του χωριού,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος, και τραβώντας τον τηλεπικοινωνιακό πομπό από τη ζώνη του κάλεσε τον Νικηφόρο τον Κολπατζή.

*

Όταν ο Νικηφόρος επέστρεψε στο δωμάτιό του μέσα στο παλάτι, ήταν μια ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, και ο Ζαώρδιλ τον περίμενε εκεί.

Ο Κολπατζής ξαφνιάστηκε. «Σκοτωμένε; Γύρισες;»

«Τι είν’ αυτά πάλι, ρε μαλάκα;» μούγκρισε ο Ζαώρδιλ καθώς σηκωνόταν από το ξύλινο σκαμνί όπου ήταν καθισμένος. «Είναι δυνατόν να κάνεις αυτό που μου είπε ο Κερκ;» Όταν είχε καλέσει τον πομπό του Νικηφόρου, ο Κερκ είχε απαντήσει, λέγοντας πως ο Κολπατζής τού είχε δώσει τον πομπό του επειδή δεν ήθελε κανένας να τον ενοχλήσει.

Ο Νικηφόρος μειδίασε. «Ό,τι κι αν σου είπε, τα παραλέει, να είσαι σίγουρος.»

«Θες να πεις ότι δεν πηδιέσαι με την Πρώτη Πριγκίπισσα των Γεφυρωμένων Νήσων;» Τα μάτια του Ζαώρδιλ τον ατένιζαν δολοφονικά.

Το μειδίαμα δεν χάθηκε από το πρόσωπο του Νικηφόρου. «Προσφέρω λίγη διασκέδαση στην καημένη,» είπε πηγαίνοντας στο τραπεζάκι στη γωνία για να γεμίσει μια κούπα με κρασί από την καράφα. «Τι περιμένεις, άλλωστε, να κάνουμε τόσο καιρό που καθόμαστε εδώ; Η γιορτή με τα αεροχήματα και τον Εύβουλο έχει προ πολλού τελειώσει, κίνδυνος δεν υπάρχει πουθενά εν όψει.»

«Θα σε εκτελέσω!» γρύλισε ο Ζαώρδιλ. «Τι θα γίνει, ρε, άμα ο Βασιληάς τύχει και το μάθει αυτό;»

Ο Νικηφόρος ήπιε μια γουλιά κρασί. «Δεν πρόκειται να μάθει τίποτα. Η Σεϊλίκρα είναι πολύ προσεχτική σ’όλες τις δουλειές της–»

«Η Σεϊλίκρα; Οικειότητες με την Πρώτη Πριγκίπισσα;»

Ο Νικηφόρος ρουθούνισε. «Θέλεις να την αποκαλώ Υψηλοτάτη ενώ κυλιόμαστε μαζί στο κρεβάτι;» Ήπιε κι άλλο κρασί.

«Ελπίζω, τουλάχιστον, να μην έχεις στεναχωρήσει τον Πιλότο…» είπε ο Ζαώρδιλ ειρωνικά.

Ο Νικηφόρος μόρφασε. «Του πρότεινα να έρθει κι αυτός, αλλά αρνήθηκε· τι να κάνω;»

«Του πρότεινες να έρθει για να κοιμηθείτε κι οι δύο με την Πρώτη Πριγκίπισσα!;»

«Τι σχέση έχει ο ύπνος;»

«Αυτή η ιστορία πρέπει να σταματήσει,» του είπε ο Ζαώρδιλ. «Δεν το ρισκάρω ο Βασιληάς να το μάθει και να μας εκτελέσει όλους.»

«Σου λέω, δεν πρόκειται να μάθει τίποτα. Κι επιπλέον, η ίδια η γυναίκα του το θέλει.»

«Γαμώ τη μάνα σου τη Λάμια.»

«Δεν ήταν η μάνα μου απ’αυτή τη διάσταση και το ξέρεις, Σκοτωμένε,» αποκρίθηκε ατάραχα ο Νικηφόρος, και τελείωσε το κρασί του.

«Σύντομα,» του είπε ο Ζαώρδιλ, «η Έρικα φεύγει για Κάρνατεβ και Μέρελκεβ. Θα πας μαζί της.»

«Τι;»

«Θα ταξιδέψει με τον Οδηγό· ο Ακόλουθος είναι χτυπημένος–»

«Ας πάει με τους πειρατές της!»

«Θα πάει με τον Οδηγό, και θα πας μαζί της.»

«Επίτηδες το κάνεις, και δεν το κρύβεις καθόλου καλά, Σκοτωμένε!» Ο Νικηφόρος τον έδειξε θυμωμένα με το ίδιο χέρι που κρατούσε την άδεια κούπα.

«Δεν το κρύβω καθόλου, Κολπατζή, γαμώ την ανωμαλία σου! Θα πας με την Έρικα μόλις εκείνη αποφασίσει να αναχωρήσει από τη Νουσράκλη.»

«Πολύ καλά,» είπε ο Νικηφόρος κοπανώντας την κούπα του επάνω στο τραπεζάκι, «αφού θέλεις να είσαι τέτοιος γιος γαμημένης Λάμιας… Αν η Πρώτη Πριγκίπισσα, όμως, σου κάνει παράπονα–»

«Μη φοβάσαι, ξέρω τι θα της απαντήσω.» Αν και αμφέβαλλε πάρα, πάρα πολύ ότι η Πρώτη Πριγκίπισσα θα έλεγε το παραμικρό γι’αυτό το θέμα.

«Όπως νομίζεις. Γαμιόλη.» Και μετά, σαν τώρα να το είχε συνειδητοποιήσει: «Ο Ακόλουθος είναι χτυπημένος, είπες; Τι συνέβη, στην Κάρνατεβ; Σας επιτέθηκε ο Αρχισυγκλητικός;»

*

Τρεις ώρες προτού ο Ζαώρδιλ μιλήσει στον Νικηφόρο, η Έρικα βρισκόταν στο γραφείο του Βασιληά Ράνελμον. Ήθελε οπωσδήποτε να μιλήσει μαζί του πριν φύγει για Κάρνατεβ, και εκείνος την είχε δεχτεί παρότι είχε μόλις νυχτώσει. Δεν ήταν απασχολημένος, και επιθυμούσε κι ο ίδιος να συζητήσουν: να τον ενημερώσει για ό,τι συνέβαινε στις βόρειες ακτές του Ωκεανού.

Εκτός από τους δυο τους, στο δωμάτιο ήταν μόνο ο Αλκάμελ, ο Βασιλικός Αρχιφρουρός, ο οποίος ρώτησε αν θα έπρεπε να φύγει. Και ο Βασιληάς, όμως, και η Έρικα τού απάντησαν ότι μπορούσε να μείνει. Ο πρώτος ήταν προφανές ότι τον εμπιστευόταν, και η δεύτερη δεν είχε λόγο να κρύψει τίποτα από τον Αλκάμελ.

«Θα ήταν εδώ και η Σεϊλίκρα,» είπε ο Ράνελμον, «αλλά έχει βγει βόλτα στην πόλη.»

Μην είσαι και τόσο σίγουρος ότι κάνει βόλτα, σκέφτηκε η Έρικα, που είχε μάθει αυτά που ο Κερκ είχε πει στον Ζαώρδιλ μέσω τηλεπικοινωνιακού πομπού.

Αλλά η όψη του Βασιληά δεν έμοιαζε δυσαρεστημένη που έλειπε η σύζυγός του. Δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά οι δυο τους, είχε παρατηρήσει πολλάκις η Έρικα, όμως μάλλον δεν ήταν ωφέλιμο για το Βασίλειο να χωρίσουν. Επί του παρόντος, δεν το έκρινε απαραίτητο να ενημερώσει τον Βασιληά τι πραγματικά έκανε η Πρώτη Πριγκίπισσα.

«Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην Κάρνατεβ, Έρικα; Γι’αυτό δεν θέλεις να μου μιλήσεις;»

Η Έρικα ένευσε. «Ναι,» και του είπε για την προσπάθεια του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ να καλέσει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς.

«Είναι μεγάλο κάθαρμα,» παρατήρησε ο Ράνελμον, με την πλάτη του στη δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο του και το σαγόνι του στη γροθιά του. «Τέτοιους… κανίβαλους… μέσα στην ίδια του την πόλη;»

«Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι είναι αδίστακτος, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Έρικα.

«Ο Έρθαλρωντ φαίνεται πως θα νικήσει τον πολιτικό αγώνα;» Προ ημερών, είχαν μιλήσει οι δυο τους, ο Βασιληάς Ράνελμον και ο Συγκλητικός, και η Έρικα νόμιζε πως, αν και κανένας δεν εμπιστευόταν αληθινά τον άλλο, συμφωνούσαν στα περισσότερα πράγματα. Ο Έρθαλρωντ είχε δεχτεί να αλλάξει την επεκτατική πολιτική της Κάρνατεβ αμέσως μόλις έπαιρνε τη θέση του Αρχισυγκλητικού, και ο Ράνελμον είχε υποσχεθεί να άρει τον οικονομικοπολιτικό αποκλεισμό. Ο Συγκλητικός, όμως, είχε τονίσει ότι δεν μπορούσε να διαβεβαιώσει πως τα Ορυχεία Ιπταερίου δεν θα ξανάνοιγαν. Ωστόσο, το ιπταέριο, είχε πει, δεν θα χρησιμοποιείτο για επιθετικούς σκοπούς, και η Κάρνατεβ θα μπορούσε, μάλιστα, να το εμπορευτεί με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, αν ο Μεγαλειότατος το επέτρεπε. Αυτό το τελευταίο είχε φανεί να αρέσει στον Ράνελμον.

«Νομίζω πως θα νικήσει,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Αλλά χρειάζεται λίγη βοήθεια ακόμα. Και τώρα μόλις τη βρήκε.»

Ο Ράνελμον ύψωσε ένα φρύδι ερωτηματικά.

«Η απόπειρα του Βέργκεδελ να στείλει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς εναντίον του, Βασιληά μου,» εξήγησε η Έρικα. «Αν αυτό μαθευτεί στην Κάρνατεβ, δεν είναι αρκετό για να γείρει η πλάστιγγα προς τη μεριά του Έρθαλρωντ;»

«Τι αποδείξεις, όμως, υπάρχουν ότι ο Βέργκεδελ όντως έκανε κάτι τέτοιο; Θα έπρεπε να είχατε κρατήσει αιχμαλώτους από τον Μελανό Κεραυνό.»

«Καλύτερα να μην ξέρουν ποιος τους χτύπησε. Επιπλέον, ακόμα και αιχμαλώτους να είχαμε κρατήσει, αν τους εξαναγκάζαμε να μιλήσουν, αυτό δεν θα αποτελούσε απόδειξη–»

«Γιατί;»

«Γιατί θα μιλούσαν εξαναγκασμένοι,» τόνισε η Έρικα. «Και μόλις ήταν ελεύθεροι από εμάς θα δήλωναν πως τους είχαμε απειλήσει.»

«Ναι, σωστά…» παραδέχτηκε ο Ράνελμον, σκεπτικός.

«Μην ανησυχείτε, όμως, Μεγαλειότατε· οι εντυπώσεις είναι πολλές φορές καλύτερες από τις αποδείξεις. Θα τεθούν ερωτήματα που δεν μπορεί παρά να αποβούν εις βάρος του Βέργκεδελ. Όπως, πού έχει εξαφανιστεί ο Μελανός Κεραυνός. Κι όταν το πλήρωμά του τελικά επιστρέψει στην Κάρνατεβ, πού ήταν τόσες ημέρες;»

«Μάλιστα,» είπε ο Ράνελμον. «Εύχομαι, λοιπόν, σύντομα να έχουμε έκτακτες εκλογές στην Κάρνατεβ. Αλλιώς θα πρέπει να περιμένουμε τρία χρόνια ακόμα μέχρι να γίνουν οι κανονικές εκλογές για νέο Αρχισυγκλητικό, αν δεν κάνω λάθος.»

«Δεν κάνετε λάθος, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Κάθε δέκα χρόνια αλλάζουν τον Αρχισυγκλητικό τους, ή συνεχίζουν να κρατάνε τον προηγούμενο.»

«Ο Βέργκεδελ πρέπει να φύγει από αυτή τη θέση,» τόνισε ο Ράνελμον, «αλλιώς δεν θα έχουμε ποτέ ειρήνη.»

Η Έρικα ένευσε. «Δε νομίζω να είναι Αρχισυγκλητικός για πολύ ακόμα, Μεγαλειότατε.»

Κεφάλαιο Εβδομηκοστό-Τρίτο
Εκλογές, και μία Απόδραση

Η Έρικα δεν άργησε να φύγει από τη Νουσράκλη. Μετά από μία ημέρα απέπλευσε επάνω στον Οδηγό, και μαζί της ήταν ο Νικηφόρος (που δεν έμοιαζε και τόσο ευχαριστημένος γι’αυτό και όλο καυστικά σχόλια ήταν για τον Ζαώρδιλ), η Ανταρλίδα’μορ, η Ανρίθα-Νοθ, η Φαίδρα’λι (που δήλωσε ότι δεν μπορούσε να κάθεται στη Νουσράκλη και να μην κάνει τίποτα· προτιμούσε να πάει με την Έρικα, και ο Ζαώρδιλ δεν της το αρνήθηκε, γιατί όλοι καταλάβαιναν πως αισθανόταν άσχημα που δεν ήταν πλέον ο Φέκταρελ κοντά τους), ο Ράκαλωντ (και το ορνιθόπτερό του), η Φρίντα, και κάμποσοι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί. Οι μεταλλαγμένοι δεν ήρθαν μαζί γιατί ακόμα ένα ταξίδι στη θάλασσα δεν τους ενθουσίαζε καθόλου· προς το παρόν έμειναν στη Νουσράκλη, και ο Ζαώρδιλ συμφώνησε μ’αυτό. Ο Άρδαλον’λι έμεινε επίσης στην πρωτεύουσα των Γεφυρωμένων Νήσων – κυρίως επειδή η Έρικα επέμενε πως καλύτερα να ξεκουραζόταν αφού δεν υπήρχε πραγματικός λόγος να έρθει μαζί της – και ο Ζαώρδιλ τού πρότεινε να μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς, αν δεν είχε άλλα σχέδια. Ο μάγος υποσχέθηκε ότι θα το σκεφτόταν.

Ο Οδηγός έπλευσε βόρεια και, μετά από εφτά ώρες (όταν πια η Φαίδρα είχε πάρει τη θέση της Ανταρλίδας στο ενεργειακό κέντρο του πλοίου), έφτασε στα μικρά νησιά νότια της Κάρνατεβ τα οποία προτιμούσε να χρησιμοποιεί και ο Όρκιβελ ο Μουντζουρωμένος για να κρύβεται. Εκεί, το σκάφος των Ζωντανών-Νεκρών άραξε και, παίρνοντας μια μηχανοκίνητη βάρκα, η Έρικα και η Φαίδρα πήγαν στο λιμάνι της Κάρνατεβ, όπου σύντομα ήρθαν σε επαφή με τη Νατμάλι.

Ο Συγκλητικός Έρθαλρωντ, του Οίκου των Άτρεπτων, έμαθε μέσα στην ίδια ημέρα για το σχέδιο του Βέργκεδελ να τον εξοντώσει στέλνοντας τους Θηριόπνευστους Αδελφούς εναντίον του καθώς και για το γεγονός ότι η Έρικα και οι σύντροφοί της είχαν σταθεί εμπόδιο στον Αρχισυγκλητικό, χωρίς ο ίδιος να έχει πληροφορηθεί ακόμα τίποτα, μάλλον. Ο Έρθαλρωντ υποσχέθηκε στην Έρικα ότι θα ανταμειβόταν ανάλογα για τις υπηρεσίες της, και δεν είπε ψέματα: μέσα στις επόμενες ημέρες, την πλήρωσε με 1.000 ευγενή. Και διέδωσε, φυσικά, σ’όλη την πόλη αυτό που είχε συμβεί – χωρίς να φανερώσει ποιοι απέτρεψαν το σχέδιο του Βέργκεδελ από το να γίνει πραγματικότητα. Μίλησε στους δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης (και παρότι η Ευγενής Πόλη ήταν υπέρ του Βέργκεδελ δεν μπορούσε να αρνηθεί σε κάποιον σαν τον Έρθαλρωντ να μιλήσει), σε πλατείες και σε συγκεντρώσεις, και στον Οίκο της Συγκλήτου βέβαια. Ζητώντας, εμφατικά, να γίνουν έκτακτες εκλογές. Ο Βέργκεδελ είχε παρεκτραπεί, ισχυριζόταν· ήταν έτοιμος να ξαμολήσει τέτοια τέρατα μέσα στην όμορφη πόλη τους! Και μόνο – μόνο – για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς, που ήταν η αύξηση της προσωπικής του πολιτικής δύναμης και του προσωπικού του πλούτου!

Ο Βέργκεδελ, ασφαλώς, αρνήθηκε τις κατηγορίες, αποκαλώντας τον Έρθαλρωντ ψεύτη, εξηγώντας ατάραχος ότι ο αντίπαλός του επικαλείτο τώρα αυτά τα ψέματα προκειμένου να κερδίσει εντυπώσεις. Από καιρό εποφθαλμιούσε τη θέση του Αρχισυγκλητικού, και τώρα, που νόμιζε ότι βρισκόταν κοντά στο να την αποκτήσει, δεν μπορούσε να περιμένει. Τέτοιου είδους συμπεριφορά και μόνο σήμαινε ότι δεν ήταν κατάλληλος για Αρχισυγκλητικός μιας σημαντικής πόλης σαν την Κάρνατεβ. Εσείς θα εμπιστευόσασταν έναν τέτοιο άνθρωπο; Εγώ, σίγουρα, όχι.

«Ας μας εξηγήσει, λοιπόν, τότε, ο Βέργκεδελ πού βρίσκεται ο Μελανός Κεραυνός,» είπε ο Έρθαλρωντ, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό Αστραπή. «Είναι γνωστό πως πρόκειται για δικό του σκάφος, και τελευταία κανείς δεν το έχει δει στο λιμάνι της Κάρνατεβ. Ούτε ο καπετάνιος του πλοίου, ή κανένα άλλο μέλος του πληρώματος, είναι στην πόλη!»

«Αυτό, όμως, Άρχοντά μου, δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο Αρχισυγκλητικός ήταν πρόθυμος να προσλάβει τους Θηριόπνευστους Αδελφούς προκειμένου να τους στρέψει εναντίον σας, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η δημοσιογράφος.

«Ο Βέργκεδελ το έχει ξανακάνει, όπως όλοι γνωρίζουμε. Έστειλε αυτά τα τέρατα στη Νουσράκλη, μέσα στο ίδιο το παλάτι του Βασιληά Ράνελμον! Γιατί να διστάσει τώρα; Είναι προφανώς επικίνδυνος για την πόλη. Την έχει φέρει ήδη στο χείλος της καταστροφής – νομίζω πως αυτό άπαντες μπορούμε να το δούμε καθαρά. Θα τον αφήσουμε να συνεχίσει την πορεία του;»

Ολόκληρη η Κάρνατεβ βρισκόταν σε αναβρασμό, μέσα στο φθινόπωρο που είχε αρχίσει να φέρνει αρκετό ψύχος από τόσο νωρίς. Όλοι συζητούσαν για την πολιτική κατάσταση στην πόλη: για τον Βέργκεδελ και για τον Έρθαλρωντ, για τον Αβέρναλ τον δημοσιογράφο, για τα κλειστά ακόμα Ορυχεία Ιπταερίου, και για τον αποκλεισμό που είχε ασκήσει το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων εναντίον τους, τον οποίο, τελευταία, είχε μιμηθεί και η Μέρελκεβ, και κάποιοι ψιθύριζαν ότι σύντομα θα τον μιμείτο και η Ζιλνιράθη.

Η Έρικα δεν νόμιζε ότι χρειαζόταν κατασκόπους για να μαθαίνει τι συνέβαινε στην πόλη· αρκούσε να ανοίξει τον ραδιοφωνικό της δέκτη, ή να αγοράσει τις τελευταίες εφημερίδες, ή να πάει στην τραπεζαρία οποιουδήποτε πανδοχείου ή σε οποιοδήποτε μπαρ ή ταβέρνα. Ακόμα και στον δρόμο, στην Κεντρική Αγορά. Το δίκτυό της, ωστόσο, είχε εξαπλωθεί πολύ πια, και η Έρικα δεν δίσταζε να το χρησιμοποιήσει, μαθαίνοντας πολλά και διάφορα που δεν αντηχούσαν τόσο έντονα στην πόλη: δολοπλοκίες και συζητήσεις Συγκλητικών· τον κρυφό πολιτικό προσανατολισμό διάφορων δημοσιογράφων και ανθρώπων της φρουράς· τι πίστευαν πραγματικά κάποιοι πολύ σημαντικοί επιχειρηματίες της Κάρνατεβ, όπως αυτός που είχε τους Ευγενείς Τροχούς, τη μεγάλη βιομηχανία οχημάτων. Για ό,τι έκρινε πως ο Έρθαλρωντ μπορεί να ενδιαφερόταν τον ενημέρωνε, φυσικά – χωρίς να ζητά χρήματα. Αρνιόταν πληρωμή ακόμα κι όταν εκείνος προθυμοποιείτο να την πληρώσει. Δεν είχε ανάγκη από λίγα χρήματα ακόμα· προτιμούσε να έχει τον Συγκλητικό (και σύντομα Αρχισυγκλητικό, πιθανώς) ευχαριστημένο, ώστε να υποστηρίζει το δίκτυό της μέσα στην πόλη.

Η Έρικα και η Φαίδρα διέμεναν μαζί, στο ίδιο διαμέρισμα (που τους είχε βρει η Νατμάλι) στην Κεντρική Αγορά της Κάρνατεβ, πάνω από τη συνεχόμενη βαβούρα που ποτέ δεν έπαυε τελείως· και η Έρικα παρατηρούσε ότι η Φαίδρα ήταν μάλλον δυσαρεστημένη. Φαινόταν να βαριέται και να αισθάνεται άσχημα. Ούτε να γράψει το ημερολόγιό της δεν είχε όρεξη. Μια, δυο φορές το είχε πιάσει και σχεδόν αμέσως το είχε αφήσει, σβήνοντας βίαια τις λιγοστές λέξεις που είχε καταφέρει να σχηματίσει με τον στιλογράφο. Σκεφτόταν τον Φέκταρελ· η Έρικα δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’αυτό.

Και, ένα απόγευμα, της είπε: «Αν δεν θέλεις να είσαι εδώ, μπορείς να φύγεις. Μπορώ να το κανονίσω να σε πάρει ο Όρκιβελ και να σε μεταφέρει στη Νουσράκλη.» Γιατί, βέβαια, ο Οδηγός έπρεπε να βρίσκεται κοντά στην Κάρνατεβ, σε περίπτωση που η Έρικα είχε ανάγκη τους Ζωντανούς-Νεκρούς.

Η Φαίδρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» είπε. «Ίσως να με χρειαστείς. Ίσως να βρεθείς αντιμέτωπη με μάγους ή θεούς.» Ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι της μ’ένα μπουκάλι κρασί ακουμπισμένο στο πάτωμα, μισοτελειωμένο. Είχε βγάλει το βραχιόλι με τον κατοπτρόλιθο από το χέρι της – τη φυλακή του θεού της – και το είχε αποθέσει πάνω στο κομοδίνο: και η Έρικα ποτέ ξανά δεν την είχε δει χωρίς το βραχιόλι της. Ήταν βέβαιη πως ίσως ούτε ο Φέκταρελ να μην την είχε δει ποτέ χωρίς το βραχιόλι της.

Πήγε και κάθισε πλάι της, στην άκρη του κρεβατιού. Είπε, με δυσκολία: «Απλώς… δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα εδώ…»

«Δε μπορείς να κάνεις τίποτα γι’αυτό,» αποκρίθηκε η Φαίδρα αποφεύγοντας το βλέμμα της.

«Αν πάντως θέλεις να μου μιλήσεις, μπορείς,» της είπε η Έρικα, με δυσκολία ξανά.

Η Φαίδρα ένευσε, αλλά δεν της μίλησε. Και το βλέμμα της έμοιαζε απλανές, ή εστιασμένο σε πράγματα που η Έρικα δεν μπορούσε να δει, δεν μπορούσε καν να μαντέψει. Βλέπει πάλι αυτά τα παράξενα σχήματα; Τη Γλώσσα;

*

Η αναταραχή στην Κάρνατεβ ήταν πολύ μεγάλη: έπρεπε οπωσδήποτε να γίνουν έκτακτες εκλογές. Ακόμα κι αν ο Βέργκεδελ ήταν να συνεχίσει ως Αρχισυγκλητικός, όφειλε να επιβεβαιώσει την εξουσία του ύστερα από όσα είχαν συμβεί. Η Σύγκλητος, λοιπόν, θα ψήφιζε για το αν ο Βέργκεδελ θα παρέμενε στη θέση του, ή αν αυτή τη θέση θα έπαιρνε κάποιος άλλος Συγκλητικός. Δηλαδή, αποφασίστηκε να γίνουν οι πιο ήπιες εκλογές που μπορούσαν, παρατήρησε η Έρικα, βέβαιη ότι αυτό δεν θα ευχαριστούσε και τόσο τον Έρθαλρωντ ο οποίος ήλπιζε ότι θα γίνονταν εκλογές για την επιλογή καινούργιου Αρχισυγκλητικού – ότι ο Βέργκεδελ θα παυόταν ασυζητητί.

Η ημέρα των εκλογών ήρθε, και οι Συγκλητικοί κλείστηκαν από το πρωί μέσα στον Οίκο της Συγκλήτου, στο Βορειοανατολικό Τέταρτο της Κάρνατεβ, δυτικά της Αρένας. Ολόκληρη η πόλη έμοιαζε να κρατά την αναπνοή της. Δημοσιογράφοι είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα ψηλά σκαλοπάτια του Οίκου της Συγκλήτου, στην πλατεία, καθώς και πολύς κόσμος. Οι δυνάμεις ασφαλείας της πόλης τούς κρατούσαν, όμως, όλους μακριά: άντρες και γυναίκες με πανοπλίες από αλεξίσφαιρα δέρματα και ανθεκτικά μέταλλα, ασπίδες και ρόπαλα στα χέρια, πιστόλια και ξιφίδια στις ζώνες, και τουφέκια στους ώμους για περιπτώσεις έκτατης ανάγκης.

Η Έρικα και η Φαίδρα ήταν αναμιγμένες με τον υπόλοιπο κόσμο, και ο Χάραλκιρ ήταν μαζί τους – σήμερα το «παζάρι» έξω από τις πύλες της Αρένας ήταν κλειστό, λόγω της περίστασης.

«Πώς τη βλέπεις την κατάσταση, λοιπόν;» ρώτησε ο Χάραλκιρ την Έρικα, καθώς στέκονταν κοντά σε μια γωνία κρατώντας καφέδες μέσα σε χάρτινα ποτήρια, τους οποίους είχαν αγοράσει από μια από τις καντίνες που είχαν έρθει για να επωφεληθούν από την ευκαιρία της συγκέντρωσης. «Θα έχουμε καινούργιο Αρχισυγκλητικό;»

«Κατά πάσα πιθανότητα.»

«Θα έβαζες στοίχημα, δηλαδή;»

«Θέλεις να βάλουμε στοίχημα, Χάραλκιρ;» Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά κάτω από την κουκούλα του μαγικού μανδύα της ο οποίος διατηρούσε τη θερμοκρασία του σώματός της σταθερή αποκρούοντας το πρωινό φθινοπωρινό ψύχος.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Χάραλκιρ· «μ’εσένα δεν βάζω στοιχήματα.»

«Τη Νερκάδλη την παρακολουθούν ακόμα;» ρώτησε η Έρικα, αλλάζοντας θέμα καθώς έπινε μια γουλιά ζεστό καφέ. Ύστερα από εκείνα τα επεισόδια με τον Άρδαλον’λι στην Αρένα, δεν είχε ξαναρωτήσει να μάθει για τη θηριοδαμάστρια – αν και υπέθετε πως αν κάτι σημαντικό συνέβαινε μ’αυτήν ο Χάραλκιρ θα την ενημέρωνε.

«Απ’ό,τι μου λέει, ναι, την παρακολουθούν. Αλλά αν ο Αρχισυγκλητικός αλλάξει, θ’αλλάξει κι αυτό μαζί, λογικά.»

Η Έρικα ένευσε. «Λογικά.» Όσο παρακολουθούσαν τη Νερκάδλη, η θηριοδαμάστρια τής ήταν άχρηστη ως κατάσκοπος στην Αρένα. Η Έρικα δεν έπαιρνε τέτοια ρίσκα· ήθελε τα μέλη του δικτύου της να έχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν αθέατα.

Η ψηφοφορία των Συγκλητικών δεν άργησε να τελειώσει. Ύστερα από μια ώρα, οι πόρτες του Οίκου της Συγκλήτου άνοιξαν, και οι δημοσιογράφοι αμέσως όρμησαν για να μάθουν τι είχε συμβεί, ενώ νεκρική σιγή είχε απλωθεί στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι φρουροί του Οίκου της Συγκλήτου κράτησαν τους δημοσιογράφους μακριά, και ένας κήρυκας, βαστώντας μεγάφωνο μπροστά στο στόμα του, ανακοίνωσε το αποτέλεσμα των ενδοσυγκλητικών εκλογών.

Τα νέα ταξίδεψαν σαν κεραυνός μέσα στην Κάρνατεβ: Ο Βέργκεδελ δεν ήταν πλέον Αρχισυγκλητικός· αυτή η θέση τώρα ανήκε στον Έρθαλρωντ, του Οίκου των Άτρεπτων.

Και ο Έρθαλρωντ, όταν μίλησε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης, ακουγόταν μάλλον ευχαριστημένος, αν και, όποτε τον ρωτούσαν, έλεγε πως ασφαλώς και περίμενε αυτό το αποτέλεσμα. Ο Βέργκεδελ είχε παρεκτραπεί, είχε φέρει την πόλη στο χείλος της καταστροφής, είχε δημιουργήσει εχθρούς χωρίς λόγο σ’ολόκληρο τον Ωκεανό. Κανονικά, πρόσθεσε, θα έπρεπε να είχε δικαστεί κιόλας, αλλά δεν ήταν τέτοια η απόφαση του δικαστηρίου που έγινε· και άφησε να εννοηθεί πως αυτό συνέβη επειδή ο Βέργκεδελ είχε πολλούς συμμάχους. Όπως και νάχε, όμως, ο Έρθαλρωντ υποσχέθηκε πως υπό την αρχηγεία του όλα τα κακά που είχε δημιουργήσει ο Βέργκεδελ θα διορθώνονταν και οι σχέσεις της Κάρνατεβ με το Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων θα αποκαθίσταντο. Πώς μπορείτε να είστε βέβαιος γι’αυτό, Εντιμότατε; τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος της Ευγενούς Πόλης. Πολλοί λένε πως ο Βασιληάς Ράνελμον έχει μένος πλέον εναντίον της Κάρνατεβ. Ο Έρθαλρωντ τον διαβεβαίωσε πως αυτές ήταν φήμες που είχαν εξαπλώσει οι σύμμαχοι του Βέργκεδελ: ο Ράνελμον φυσικά και δεν είχε τίποτα εναντίον της Κάρνατεβ, και σύντομα αυτό θα αποδεικνυόταν.

Διάφοροι – εργάτες και καταστηματάρχες, πλούσιοι και φτωχοί, μισθοφόροι και δημοσιογράφοι, πιλότοι και οδηγοί, μονομάχοι και απατεώνες, ναυτικοί και μαντατοφόροι, μάγοι και φιλόσοφοι – από τη μια άκρη της Κάρνατεβ ώς την άλλη, από τα περίχωρά της έξω από τα τείχη ώς την καρδιά της Κεντρικής Αγοράς, σχολίαζαν τα πολιτικά δρώμενα και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Συγκλήτου, και συχνά-πυκνά ακουγόταν το παλιό, δημοφιλές, σκωπτικό ρητό της Κάρνατεβ: Έπεσε ο Αρχισυγκλητικός, ζήτω ο Αρχισυγκλητικός!

Τα πράγματα θα καλυτερέψουν τώρα, έλεγαν οι αισιόδοξοι. Καλές μέρες θα έρθουν.

Τα ίδια είναι όλοι τους, έλεγαν οι κυνικοί. Τι ένας Αρχισυγκλητικός, τι άλλος Αρχισυγκλητικός; Εγώ πάλι ενάμιση ευγενές τη μέρα θα παίρνω, κατάλαβες, αδελφέ μου;

Στημένη ήταν η ψηφοφορία! έλεγαν οι υποστηρικτές του Βέργκεδελ. Ο Αρχισυγκλητικός μας ήθελε να κάνει την πόλη ένδοξη ξανά, και τον σαμπόταραν! Συνωμοσία του Βασιληά Ράνελμον και των ευπατρίδων της Μέρελκεβ, δίχως καμια αμφιβολία! Ο Έρθαλρωντ είναι τσιράκι τους· ο Οίκος των Άτρεπτων είναι πλέον ένα μηδέν. Μπορεί κάποτε, στον καιρό των παραμυθιών του Βασιλείου της Έλγκοροβ, να ήταν σπουδαίοι αλλά, σιγά, τώρα ποιος τους υπολογίζει; Ποιος;

Στην Αρένα, επί πέντε συνεχόμενες ημέρες, γίνονταν αγώνες χρηματοδοτούμενοι από τον Έρθαλρωντ, για να γιορτάσει τη νίκη του στη Σύγκλητο και να δείξει στους πολίτες της Κάρνατεβ πόσο τους αγαπούσε.

Ο πολιτικοεμπορικός αποκλεισμός του Βασιλείου των Γεφυρωμένων Νήσων και της Μέρελκεβ διαλύθηκε δια νυκτός, μόλις τα νέα έφτασαν στον Βασιληά Ράνελμον ότι ο Βέργκεδελ είχε χάσει την εξουσία και ο Έρθαλρωντ ήταν τώρα Αρχισυγκλητικός της Κάρνατεβ. Του έστειλε επιστολή με την οποία τον συνέχαιρε για τη νίκη του και του υπενθύμιζε τη συμφωνία τους.

Η Έρικα Σάλκερκοφ έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει από την Κάρνατεβ. Προτού αποχωρίσει, όμως, είχε ακόμα μία δουλειά εδώ…

*

Η Βαλέρια σταμάτησε το τρίκυκλο όχημα και, πατώντας ένα κουμπί, άνοιξε το γυάλινο σκέπαστρο που κάλυπτε τη μπροστινή του μεριά. Μαζί με τον Ζαώρδιλ, τον Οικονόμο της βίλας του Βέργκεδελ, βγήκαν και έκλεισαν ξανά το σκέπαστρο κλειδώνοντάς το. Δεν τους συνόδευε κανένας άλλος γιατί δεν ήθελαν να αγοράσουν πολλά πράγματα. Κάποιες παραγγελίες ενεργειακών φιαλών σκόπευε να κάνει ο Ζαώρδιλ, απ’ό,τι είχε καταλάβει η Βαλέρια, καθώς και να πάρει μερικούς χειμερινούς χιτώνες, κάλτσες, και παπούτσια για τους δούλους της οικίας. Αυτά τα τελευταία δεν ήταν βαριά, κι επομένως μπορούσε να τα κουβαλά εκείνη· δεν υπήρχε λόγος να έρθει κάποιος πιο χειροδύναμος.

Βαδίζοντας μέσα στην Κεντρική Αγορά, πήγαν σ’έναν έμπορο που έκανε καλές τιμές στον Βέργκεδελ επειδή είχαν συχνά συναλλαγές οι δυο τους. Από εκεί ο Ζαώρδιλ παράγγειλε τις ενεργειακές φιάλες, οι οποίες θα μεταφέρονταν στη βίλα με κάρο. Μετά, ο Οικονόμος και η Βαλέρια κατευθύνθηκαν προς τα καταστήματα ρούχων, και μπήκαν σ’έναν δρόμο πνιγμένο από τέτοια. Δεξιά κι αριστερά τους κρέμονταν διαφόρων ειδών ενδυμασίες, ενώ οι βιτρίνες ήταν γεμάτες ντυμένα ανδρείκελα, υποδήματα, και κοσμήματα. Η μυρωδιά του δέρματος, της μπογιάς, και των αρωμάτων ήταν έντονη παντού–

Δύο σκιεροί τύποι με κάπες και κουκούλες ήρθαν καταπάνω στον Ζαώρδιλ – και λέγοντας «Συγνώμη, κύριε, συγνώμη! Πού πάτε; Πού πάτε;» τον παραμέρισαν βίαια, παρά τις διαμαρτυρίες του.

Η Βαλέρια αμέσως έτρεξε–

Ένα χέρι την άρπαξε από ένα σοκάκι, παρασέρνοντάς την στις σκιές. Και η Βαλέρια είδε ότι η Έρικα Σάλκερκοφ ήταν που την είχε τραβήξει. Το πρόσωπό της χαμογελούσε λιγάκι στραβά μέσα από την κουκούλα του μανδύα της. «Πανέτοιμη όπως σου ζήτησα,» παρατήρησε.

Η Βαλέρια ένευσε, αμίλητα, μοιάζοντας ανήσυχη.

«Μη φοβάσαι,» της είπε η Έρικα. «Θεώρησε ότι ήδη έφυγες από την Κάρνατεβ· ότι ήδη έφυγες από τη Φεηνάρκια.»

Καθώς οι δυο τους απομακρύνονταν, άκουγαν πίσω τους τις κραυγές του Οικονόμου της βίλας του Βέργκεδελ, ο οποίος, έχοντας μόλις συνειδητοποιήσει τι συνέβη, καλούσε τους φρουρούς της πόλης προς βοήθειά του. «Ξέφυγε! Η δούλα ξέφυγε! Βρείτε τη! Βρείτε τη! Μια κοκκινομάλλα δούλα ξέφυγε! Λευκόδερμη, κοκκινομάλλα!»

Η Έρικα είχε ήδη δώσει στη Βαλέρια μια κάπα να φορέσει, και το κόκκινο κεφάλι της ήταν κρυμμένο τώρα κάτω από την κουκούλα, καθώς οι δυο τους έμπαιναν στο τετράκυκλο όχημα του Τάμπριελ που τους περίμενε λίγο πιο κάτω.

«Πού πηγαίνουμε, Έρικα;» ρώτησε ο οδηγός βάζοντας τους τροχούς σε κίνηση.

«Στο λιμάνι.»

Κεφάλαιο Εβδομηκοστό-Τέταρτο
Ταξίδι σε Άλλες Διαστάσεις

Το βαρούλκο τράβηξε τη βάρκα επάνω στον Οδηγό. Η Έρικα, η Φαίδρα, και η Βαλέρια πήδησαν από το μικρό πλεούμενο, που τώρα αιωρείτο, στο κατάστρωμα του πολύ μεγαλύτερου σκάφους.

«Κάνατε καινούργιες γνωριμίες στην Κάρνατεβ;» ρώτησε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής δείχνοντας με το βλέμμα του τη Βαλέρια – και μοιάζοντας να εκτιμά την εμφάνισή της.

«Όχι ακριβώς ‘καινούργιες’,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Η Βαλέρια ήταν πράκτοράς μου εδώ και κάποιο καιρό.»

Ο Νικηφόρος μόρφασε. «Έπρεπε να το περιμένω…» Και προς την κοκκινομάλλα, λευκόδερμη γυναίκα: «Τα συλλυπητήριά μου.»

Αλλά εκείνη χαμογελούσε. Χαμογελούσε από τότε που είχε πηδήσει έξω από τη βάρκα, σαν κάτι το απίστευτα καλό να της είχε συμβεί.

«Τι την έχεις ταΐσει;» ρώτησε ο Νικηφόρος την Έρικα.

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Ελευθερία.»

Ο Νικηφόρος την κοίταξε ερωτηματικά.

Η Έρικα δεν έδωσε περισσότερες εξηγήσεις ακόμα. Βλέποντας πως η Ανρίθα-Νοθ στεκόταν παράμερα, παρατηρώντας, της έκανε νόημα να πλησιάσει, κι εκείνη ήρθε. Κοίταζε την Έρικα καχύποπτα. «Θα φύγουμε τώρα από την Κάρνατεβ;» τη ρώτησε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Κι επίτρεψέ μου να σου γνωρίσω τη Βαλέρια, η οποία κατάγεται από την Απολλώνια και κάποτε ήταν στον Στρατό της Παντοκράτειρας, ως οδηγός. Θα σε συνοδέψει.»

Η Ανρίθα-Νοθ έριξε μια ματιά στη Βαλέρια, από πάνω ώς κάτω. Και, συνοφρυωμένη, στράφηκε πάλι στην Έρικα. «Γιατί;»

«Γιατί της υποσχέθηκα ότι θα την ελευθέρωνα, ότι θα την οδηγούσα μακριά από τη Φεηνάρκια. Ήταν δούλα στη βίλα του τέως Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ ώς τώρα.» Και προς τη Βαλέρια: «Αυτή είναι η Ανρίθα-Νοθ· και δεν είναι τόσο περίεργη όσο φαίνεται. Κατάγεται από τη Ρελκάμνια, και ανήκει σ’έναν οίκο ευγενών εκεί. Θα σου πει η ίδια πώς κατέληξε εδώ.»

Η Βαλέρια ένευσε, εξακολουθώντας να χαμογελά. «Χαίρω πολύ,» είπε στην Ανρίθα.

«Παρομοίως,» αποκρίθηκε εκείνη, και χαμογέλασε σαν το χαμόγελο της Βαλέριας να ήταν κολλητικό. Αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία οι δυο τους. «Αλλά εγώ δε θα εμπιστευόμουν και τόσο την Έρικα, αν ήμουν στη θέση σου. Ξέρεις εδώ και πόσο καιρό μού έχει υποσχεθεί ότι θα με οδηγήσει στην πατρίδα μου; Χρόνια.»

Η Βαλέρια κοίταξε την Έρικα, φανερά ανήσυχη ξαφνικά.

Η Έρικα αναστέναξε. «Η Ανρίθα μάλλον δεν κοιμήθηκε καλά απόψε–»

«Αντιθέτως,» είπε η Ανρίθα-Νοθ.

«Παρέλειψε να σου αναφέρει,» πρόσθεσε η Έρικα, μιλώντας στη Βαλέρια, «ότι ήταν κάποτε δούλα ενός οίκου στη Νασόλκαθ, στη δυτική Φεηνάρκια, και την έσωσα από εκεί. Παρέλειψε, επίσης, να σου αναφέρει ότι τόσα χρόνια δεν μπορούσα να την οδηγήσω στη Ρελκάμνια επειδή το δίκτυό μου δεν ήταν ισχυρό όπως σήμερα.»

«Αυτό σημαίνει πως, επιτέλους, θα φύγουμε από δω;» ρώτησε η Ανρίθα-Νοθ.

«Ναι,» απάντησε η Έρικα. «Σήμερα κιόλας.» Και είπε στον Πιλότο, ο οποίος είχε επίσης έρθει κοντά τους, όπως κι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί: «Μπορούμε να βάλουμε πλώρη για τη Μέρελκεβ;»

«Φυσικά,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Ξεκινάμε, τότε.»

*

Έφτασαν απόγευμα κοντά στη Μέρελκεβ, αλλά δεν μπήκαν στο λιμάνι της. Ο Οδηγός θα είχε προβλήματα με τις λιμενικές αρχές, οπλισμένος καθώς ήταν, και δεν χρειαζόταν τώρα οι Ζωντανοί-Νεκροί να ασχοληθούν με τέτοια πράγματα. Επομένως η Έρικα ανέβηκε στη μηχανοκίνητη βάρκα μαζί με την Ανρίθα-Νοθ, τη Βαλέρια, τον Νικηφόρο, και τη Φαίδρα’λι και πήγαν στη Μέρελκεβ μόνοι τους: στην περιοχή που ονομαζόταν Δυτικό Λιμάνι. Άφησαν το πλεούμενό τους σε μια προβλήτα και μίσθωσαν μια άμαξα η οποία τους μετέφερε στον Οίκο της Βίηλ.

Η Έρικα πάτησε το κουδούνι πλάι στη διπλή ξύλινη πόρτα, και ο Βανθάρος άνοιξε, συνοφρυωμένος στην αρχή, αλλά μετά, όταν η Έρικα παραμέρισε την κουκούλα της, χαμογέλασε. «Καλώς την,» είπε, και την άφησε να περάσει μαζί με τους υπόλοιπους, οδηγώντας τους στο καθιστικό του ισόγειου.

«Φέρνεις αρκετούς, βλέπω,» παρατήρησε. «Κυνηγημένους ξανά;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Έρικα, «αυτή τη φορά δεν φέρνω κυνηγημένους.»

«Κάνει κι εξαιρέσεις κάπου-κάπου,» είπε ο Νικηφόρος ο Κολπατζής.

Ο Βανθάρος τον κοίταξε μοιάζοντας διασκεδασμένος από το σχόλιό του. Ύστερα στράφηκε πάλι στην Έρικα. «Να ειδοποιήσω τον κύριο Αρνάλβες;»

«Ναι. Ο Αβέρναλ και η Σανκάρλι είναι ακόμα εδώ, σωστά;»

«Δεν έχουν φύγει ακόμα, αν και, απ’ό,τι άκουσα, ο νέος Αρχισυγκλητικός δεν τους κυνηγά.»

Η Έρικα ένευσε. «Το δήλωσε δημοσίως: ο Αβέρναλ δεν θα είναι πλέον κυνηγημένος στην Κάρνατεβ. Και με διαβεβαίωσε κι εμένα, προσωπικά, ότι ούτε η Σανκάρλι θα κυνηγηθεί. Μπορούν να επιστρέψουν στην πόλη τους όποτε το επιθυμούν.»

«Είμαι βέβαιος πως αυτά τα νέα θα τους χαροποιήσουν, αν και νομίζω πως πια μας είχαν συνηθίσει όσο τους είχαμε συνηθίσει κι εμείς,» είπε ο Βανθάρος· κι έφυγε, για να πάει να ειδοποιήσει τον Αρνάλβες.

Μετά από λίγο ο γαλανόδερμος άντρας από τη Βίηλ ήρθε στο καθιστικό μαζί με τον Βανθάρος, τον Αβέρναλ, και τη Σανκάρλι’μορ. Τα εγκαύματα της τελευταίας φαινόταν να έχουν θεραπευτεί, αν και ακόμα υπήρχαν κάποια σημάδια στη δεξιά μεριά του προσώπου της τα οποία, μάλλον, δεν θα έφευγαν ποτέ. Το δεξί της μάτι, πάντως, δεν έμοιαζε να έχει πρόβλημα· η κόρη του κινιόταν ακριβώς όπως και του αριστερού, και γυάλιζε με τον ίδιο τρόπο. Η Έρικα, όμως, ήξερε ότι η μάγισσα έβλεπε λιγάκι πιο θολά από το δεξί μάτι τώρα· της το είχε πει την προηγούμενη φορά που είχαν συναντηθεί, όταν η Έρικα είχε φέρει εδώ τους μεταλλαγμένους, για να τους πάρει συνέντευξη ο Αβέρναλ.

Η Σανκάρλι γέλασε βλέποντας τους. «Έρικα! Φαίδρα!» είπε και πλησίασε για να τις αγκαλιάσει και να τις φιλήσει στα μάγουλα. «Τα καταφέρατε! Ο Βέργκεδελ δεν είναι πια Αρχισυγκλητικός.» Έμοιαζε να νιώθει δικαιωμένη.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Δεν τα κάναμε όλα μόνες μας,» αποκρίθηκε, και πρόσεξε ότι ακόμα και η Φαίδρα χαμογελούσε έχοντας, μάλλον, βγάλει προς στιγμή από το μυαλό της την απώλεια του Φέκταρελ. Καλό αυτό. Με το να στεναχωριέται συνεχώς, δε θα τον κάνει να επιστρέψει.

Η Σανκάρλι κοίταξε τον Νικηφόρο, την Ανρίθα-Νοθ, και τη Βαλέρια· και, παρατηρώντας μάλλον ότι όλοι τους ήταν λευκόδερμοι, ρώτησε την Έρικα: «Έφερες εξωδιαστασιακούς;»

Ο Κολπατζής είπε: «Είμαστε τόσο καιρό εδώ που έχουμε γίνει ντόπιοι πια. Εσύ πρέπει νάσαι η Σανκάρλι’μορ, σωστά;»

«Σωστά. Αλλά πώς με ξέρεις;»

«Η Έρικα μού είπε για σένα.»

«Αυτός είναι ο Νικηφόρος ο Κολπατζής,» τον σύστησε η Έρικα, «ένας από τους Ζωντανούς-Νεκρούς, παλιός σύντροφος του Ζαώρδιλ και» – και του Φέκταρελ, ήταν έτοιμη να πει αλλά το απέφυγε για χάρη της Φαίδρας – «παλαίμαχος Παντοκρατορικός.»

«Παλαίμαχος…» μόρφασε ο Νικηφόρος. «Με γερνάς.»

«Δεν είσαι και τόσο νέος, Νικηφόρε,» τον πείραξε η Έρικα λοξοκοιτάζοντάς τον.

«Δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς. Δεν ξέρεις τίποτα.»

Η Έρικα, αγνοώντας τον, σύστησε τις άλλες δύο: «Κι από εδώ η Ανρίθα-Νοθ, που κατάγεται από τη Ρελκάμνια, και η Βαλέρια, την οποία βοήθησα πρόσφατα να γλιτώσει από τα χέρια του Βέργκεδελ. Ήταν δούλα του μέχρι στιγμής.»

«Έχεις αρχίσει να ελευθερώνεις δούλους τώρα;» της είπε ο Αρνάλβες. «Αυτό μπορεί να σε βάλει σε μεγάλους μπελάδες στη Φεηνάρκια, Έρικα· πράγμα που είμαι βέβαιος ότι, αναμφίβολα, γνωρίζεις.»

Η Έρικα ένευσε. «Το ξέρω,» αποκρίθηκε. «Αλλά δεν είναι κάτι που έχω τη δυνατότητα να κάνω για όλους τους δούλους ούτως ή άλλως. Η Βαλέρια είναι ειδική περίπτωση.» Και είπε λίγα λόγια γι’αυτήν, καθώς και για την Ανρίθα-Νοθ: πώς κατέληξαν δούλες και τι τους είχε υποσχεθεί. Στο τέλος πρόσθεσε: «Τις έφερα εδώ επειδή θέλω να τις πάρω μακριά από τη Φεηνάρκια, να τις πάω στη Ρελκάμνια.» Κοίταζε τον Αρνάλβες ερωτηματικά.

«Και ζητάς τη βοήθειά μου, να υποθέσω;»

«Αν είναι εφικτό να με βοηθήσεις…»

«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Έρικα. Εξαρτάται τι έχεις κατά νου, βέβαια. Θέλεις να τις στείλω στη Βίηλ;»

«Ναι. Και από εκεί στη Ρελκάμνια. Θα πάω κι εγώ μαζί τους–»

«Επιτέλους θα ζήσουμε χωρίς εσένα;» είπε ο Νικηφόρος.

«–αλλά μετά θα επιστρέψω.»

«Πάντοτε γκαντέμηδες σ’αυτή τη διάσταση…» μουρμούρισε ο Νικηφόρος.

Η Έρικα τον αγνόησε, συνεχίζοντας να μιλά στον Αρνάλβες: «Έχεις κάποιο μεταφορικό μέσο;»

«Υπάρχει ένα όχημα που χρησιμοποιείται για μεταφορές προς Βίηλ,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά το έχουμε, κατά κανόνα, για ανθρώπους της Βίηλ και μόνο.»

«Και δεν μπορείτε να κάνετε μία εξαίρεση;»

«Δε νομίζω ότι θα χρειαστεί να γίνει εξαίρεση, Έρικα,» είπε ο Αρνάλβες, «γιατί έχω κάποια δέματα και επιστολές που πρέπει να παραδοθούν στη Βίηλ σύντομα.»

«Μήπως, όμως, αυτό θα μας βγάλει από την πορεία μας; Δε μπορώ να καθυστερήσω, Αρνάλβες.»

«Δε θα σας βγάλει από την πορεία σας,» αποκρίθηκε εκείνος. «Περιμένετε λίγο,» ζήτησε, κι έφυγε από το καθιστικό ανεβαίνοντας στα επάνω πατώματα του Οίκου της Βίηλ.

Η Έρικα κοίταξε τον Βανθάρος. «Είναι πολλά τα δέματα και οι επιστολές που πρέπει να παραδοθούν;»

«Καμια δεκαριά, από ανθρώπους που στέλνουν πράγματα σε δικούς τους στη Βίηλ. Κανονικά, δεν πρέπει να έχετε πρόβλημα, Έρικα. Αλλά, βέβαια, να έχεις υπόψη σου ότι, αν πας στη Ρελκάμνια, το όχημα δεν θα σε περιμένει να επιστρέψεις.»

«Το υποψιαζόμουν…»

«Κι αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να έχεις κανονίσει μια κάποια φύλαξη για την επιστροφή. Η πολιτική κατάσταση στη Βίηλ είναι ασταθής ύστερα από τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και πολλές συγκρούσεις γίνονται ανάμεσα στα πριγκιπάτα. Ακόμα και μέσα στα πριγκιπάτα, ανάμεσα σε δούκες και βαρόνους. Επιπλέον, το γεγονός ότι στη Βίηλ δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις πυροβόλα όπλα νομίζω πως θα το ξέρεις…»

«Φυσικά,» είπε η Έρικα.

«Γιατί;» ρώτησε η Βαλέρια. «Το έχω ξανακούσει, δηλαδή, αλλά γιατί;»

«Οι εκρηκτικές ύλες είναι πολύ εκρηκτικές στη Βίηλ,» της εξήγησε η Έρικα. «Μπορεί να τραβήξεις τη σκανδάλη του πιστολιού σου και να σκοτωθείς.»

Η Βαλέρια συνοφρυώθηκε. «Κι αυτό συμβαίνει πάντα;»

«Συμβαίνει αρκετές φορές ώστε κανένας να μη χρησιμοποιεί πυροβόλα όπλα,» τόνισε η Έρικα.

«Οκτώ στις δέκα, το έχουν υπολογίσει κάποιοι,» πρόσθεσε ο Βανθάρος, «αν και κανένας δεν είναι απόλυτα σίγουρος.»

Ο Αρνάλβες επέστρεψε μ’έναν κυλινδρικά τυλιγμένο χάρτη στα χέρια του, τον οποίο άπλωσε πάνω στο τραπέζι του καθιστικού. «Η Βίηλ,» είπε. «Εδώ,» έδειξε πάνω στον χάρτη, στους πρόποδες κάτι βουνών, «είναι το διαστασιακό πέρασμα που οδηγεί προς και από τη Φεηνάρκια. Σ’αυτό το σημείο θα βγείτε. Και μετά θα πρέπει να φτάσετε εδώ.» Έδειξε ένα άλλο σημείο, πολύ πιο βόρεια, κι αυτή τη φορά μέσα σε κάτι βουνά, όχι στους πρόποδές τους.

«Γνωρίζουμε,» είπε η Ανρίθα-Νοθ. «Εγώ, τουλάχιστον, έχω ξαναπεράσει από τη Βίηλ, όταν ήρθα στη Φεηνάρκια.»

Ο Αρνάλβες ένευσε. «Το υπέθετα ότι θα ξέρατε τα βασικά. Εκείνο που θέλω να σας δείξω είναι από πού θα περάσει το όχημα που θα στείλω. Θα πάει πρώτα στην Κάνρελ,» είπε δείχνοντας ξανά, «την πρωτεύουσα του ομώνυμου Πριγκιπάτου· μετά θα προχωρήσει ανατολικά και θα επισκεφτεί τη Χάνμαρελ, θα στρίψει βόρεια και θα πάει στη Βόρτιλακ και στη Νίσενρεχ. Κι από εκεί, κανονικά θα συνέχιζε δυτικά, προς το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ. Αλλά για εσάς θα κάνει μια παράκαμψη: θα περάσει βόρεια του ποταμού Νέρελρημ και θα διασχίσει τα εδάφη του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ για να φτάσει στη διαστασιακή δίοδο προς Ρελκάμνια· ή μάλλον, στα ορεινά περάσματα που, αν εσείς ακολουθήσετε, θα καταλήξετε εκεί.» Κοίταξε την Έρικα. «Καλώς;»

«Εντάξει,» συμφώνησε εκείνη, μη βλέποντας άλλωστε να υπάρχει κανένας καλύτερος τρόπος για να φτάσουν στον προορισμό τους.

«Και πρέπει, επίσης, να έχεις υπόψη σου πως κανένας δεν θα σε περιμένει για να γυρίσεις στη Φεηνάρκια. Το πώς θα επιστρέψεις πρέπει να το κανονίσεις μόνη σου, και θα πρότεινα–»

«Μου είπε ο Βανθάρος. Καλύτερα να έχω φρουρούς μαζί μου.»

«Φυσικά,» ένευσε ο Αρνάλβες. «Τα εδάφη της Βίηλ, παρότι όχι τόσο επικίνδυνα όσο της Φεηνάρκια βέβαια, δεν είναι ακίνδυνα.»

«Ο Νικηφόρος θα έρθει μαζί μου,» είπε η Έρικα ρίχνοντας μια ματιά στον Κολπατζή, «καθώς και κάποιοι άλλοι Ζωντανοί-Νεκροί.»

«Θα έρθουμε;» έκανε εκείνος μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Εκτός αν δεν είστε πια φίλοι μου,» είπε η Έρικα, στο ίδιο ύφος.

«Νομίζω πως πρέπει πρώτα να το συζητήσουμε με τον Σκοτωμένο,» τόνισε ο Νικηφόρος – τελείως σοβαρά, τώρα.

Η Έρικα ρώτησε τον Αρνάλβες: «Το όχημά σου πότε φεύγει για Βίηλ;»

«Σε μερικές μέρες,» αποκρίθηκε εκείνος, μορφάζοντας αδιάφορα σαν να ήθελε να προσθέσει ότι δεν τον πείραζε να περιμένει λίγο αν χρειαζόταν.

«Μπορούμε, επομένως, να πάμε να ρωτήσουμε τον Ζαώρδιλ,» είπε η Έρικα στον Νικηφόρο. «Αν και δε νομίζω να έχει πρόβλημα.»

«Ναι, κι εγώ το φοβάμαι αυτό…»

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά.

«Μη με παρεξηγείς, εντάξει;» της είπε ο Νικηφόρος. «Σε συμπαθώ. Γενικά. Τουλάχιστον, δεν θέλω να σε σκοτώσω όπως η Νιρκέκα. Αλλά κατά καιρούς μάς έχεις μπλέξει.»

«Και κατά καιρούς, επίσης,» τόνισε η Έρικα, «σας έχω βρει ένα σωρό δουλειές!» Την είχε τσαντίσει πια. «Πράγμα που όλοι σας εκτός από τον Ζαώρδιλ φαίνεται συνέχεια να ξεχνάτε.»

Ο Νικηφόρος είπε στον Αρνάλβες: «Συγνώμη που σου φέραμε τα προσωπικά μας προβλήματα μες στο μαγαζί σου.»

«Σαν στο σπίτι σας…» αποκρίθηκε εκείνος, υπομειδιώντας.

*

Την επομένη, που αναχώρησαν για Νουσράκλη, ο καιρός είχε χαλάσει και ο Οδηγός κλυδωνιζόταν επάνω στα κύματα του Ωκεανού. Η Έρικα, παρότι είχε πιει ένα βοτάνι για τη ζάλη, βρισκόταν συνέχεια στην καμπίνα της, μη μπορώντας να σταθεί. Και αναρωτιόταν αν ο Αβέρναλ το είχε μετανιώσει που είχε αποφασίσει να έρθει μαζί τους για να επισκεφτεί τον Βασιληά Ράνελμον προτού επιστρέψει στην Κάρνατεβ. Αλλά ο δημοσιογράφος ίσως να μη ζαλίζεται όπως εγώ. Αν και μάλλον ήταν δύσκολο κανείς να μη ζαλίζεται μέσα σε τέτοια θαλασσοταραχή. Και είχε έρθει, επίσης, και η Σανκάρλι με τον Αβέρναλ. Ελπίζω να μη γλίτωσε από τους φονιάδες του Αρχισυγκλητικού για να πνιγεί τώρα μαζί μας. Η Έρικα παρατήρησε ότι το μυαλό της πήγαινε από δω κι από κει, σχεδόν σαν το καράβι μέσα στη φουρτούνα. Καλύτερα να κοιμηθώ, συμπέρανε, ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι της. Αλλά ο ύπνος δεν την έπαιρνε.

Έκλεισε, τουλάχιστον, τα μάτια και προσπάθησε να μη σκέφτεται. Προσπάθησε να φέρει ένα και μόνο πράγμα στο μυαλό της, όπως της είχε πει παλιά ο Άρδαλον να κάνει όταν ήθελε να ηρεμήσει τις σκέψεις και το σώμα της και να ενισχύσει τη θέλησή της. Το πρώτο πράγμα που της ήρθε ήταν ο Ζαώρδιλ… να έχει τα χέρια του γύρω της… να την κρατά στην αγκαλιά του… να τραβά την περισκελίδα της προς τα κάτω… Ω θεοί… Αισθάνθηκε τη ναυτία να την έχει εγκαταλείψει, αν και ήξερε ότι δεν θα ήταν συνετό τώρα να σηκωθεί από το κρεβάτι της.

Μετά από κάποιες ώρες, ο καιρός κόπασε, το πλοίο δεν κουνιόταν τόσο άγρια όσο πριν, και η Έρικα έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Τέσσερις ώρες είχαν περάσει από τότε που απέπλευσαν από τη Μέρελκεβ. Λες να μπορούμε να σηκωθούμε τώρα; Έκανε την απόπειρα να βγάλει τα πόδια της από το κρεβάτι και να πατήσει στο ξύλινο πάτωμα της μικρής καμπίνας. Ήταν γλιστερό κάτω από τις κάλτσες της. Φαίνεται να μπορούμε.

Φόρεσε τις μπότες της, χωρίς να τις δέσει, και βγήκε απ’την καμπίνα για να περιπλανηθεί στο πλοίο. Για ν’ανεβεί στο κατάστρωμα, να πάρει λίγο αέρα. Ο μαγικός μανδύας ήταν τυλιγμένος γύρω της κρατώντας τη θερμοκρασία του σώματός της σταθερή παρά τον ψυχρό άνεμο που φυσούσε. Μόνο ο Νικηφόρος ο Κολπατζής βρισκόταν εδώ, και δεν την είχε δει ακόμα. Στεκόταν κοντά στην κουπαστή, με την κάπα του να κυματίζει γύρω του.

Η Έρικα τον πλησίασε. «Πολύ άσχημος καιρός,» είπε.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, αχαρακτήριστα βραχύλογα ίσως.

«Τι κάνεις εδώ, αλήθεια;»

«Εσύ τι κάνεις εδώ;» αντέστρεψε την ερώτηση ο Νικηφόρος.

«Ήρθα να πάρω αέρα. Με πειράζει η θάλασσα.»

«Με τέτοιο καιρό, δεν είσαι η μόνη.»

«Με πειράζει περισσότερο από άλλους. Κι εσένα επίσης;»

«Δε βγήκα γι’αυτό,» είπε ο Νικηφόρος. «Άκουσα μια φωνή πιο πριν… ένα τραγούδι… Ερχόταν…» κοίταξε τον Ωκεανό, που έμοιαζε ατέρμονος, «κάπου πέρα από τα κύματα. Το ανέφερα στη μάγισσα–»

«Στη Φαίδρα;»

«Ναι, και μου είπε ότι πρέπει να ήταν κάποια θεά. Μου είπε καλύτερα να το αγνοήσω, ειδικά αν αισθανόμουν να με προσελκύει. Και αισθανόμουν να με προσελκύει.»

«Τότε δε θάπρεπε να βρίσκεσαι εδώ,» είπε η Έρικα.

«Ακούς κανένα τραγούδι τώρα;»

Τίποτα δεν ακουγόταν πέρα από τον άνεμο, τα κύματα, τα τριξίματα του Οδηγού, και τον βόμβο των μηχανών. «Όχι.»

«Ούτε κι εγώ. Αλλά έχεις δίκιο: καλύτερα να πάμε μέσα. Αν γίνει κάτι, τώρα η μάγισσα δε θα μπορεί να με σώσει.»

«Γιατί;»

«Είναι στο ενεργειακό κέντρο. Η Ανταρλίδα κουράστηκε τόσες ώρες να δουλεύει εκεί.»

Η Έρικα τον ακολούθησε στο εσωτερικό του σκάφους. «Σε δυο ώρες πρέπει νάχουμε φτάσει στη Νουσράκλη, έτσι δεν είναι;»

«Έτσι λέει ο Πιλότος,» επιβεβαίωσε ο Νικηφόρος.

Πήγαν στη γέφυρα, όπου βρίσκονταν ο Πιλότος, η Ανρίθα-Νοθ, και ο Αβέρναλ.

«Πώς το βλέπεις;» ρώτησε ο Νικηφόρος τον πρώτο, ο οποίος στεκόταν μπροστά στην κονσόλα με το τιμόνι στα χέρια. «Βουλιάζουμε σύντομα;»

«Κανένας δεν κινδυνεύει μ’αυτό το λίγο αεράκι,» αποκρίθηκε ο Πιλότος, ατάραχα.

Ο Νικηφόρος και η Έρικα έμειναν στη γέφυρα σ’όλο το υπόλοιπο του θαλάσσιου ταξιδιού, όπως επίσης και η Ανρίθα-Νοθ κι ο Αβέρναλ. Η Σανκάρλι’μορ ήταν στην καμπίνα τους και κοιμόταν, είπε ο δημοσιογράφος· η θαλασσοταραχή την είχε ενοχλήσει. «Τουλάχιστον μπορεί να κοιμηθεί,» παρατήρησε η Έρικα. «Εγώ δεν μπορούσα.»

«Δεν την αντέχεις τη θάλασσα, ε;» της είπε η Ανρίθα-Νοθ.

«Δεν το είχες προσέξει παλιότερα;»

«Δεν ξέρω. Δε θυμάμαι. Τώρα, πάντως, φαίνεσαι χάλια.» Και δεν έμοιαζε να μιλά ειρωνικά.

«Εσύ δε ζαλίζεσαι;»

Η Ανρίθα μόρφασε. «Όχι ιδιαίτερα.»

Ο Νικηφόρος πρότεινε στον Αβέρναλ να παίξουν Μεγάλο Κυνήγι – ένα παιχνίδι με τράπουλα. Ο δημοσιογράφος δέχτηκε και, μέχρι να πιάσουν το λιμάνι της Νουσράκλης, είχε νικήσει τον Κολπατζή τρεις φορές ενώ είχε χάσει μόνο μία. Η Ανρίθα-Νοθ και η Έρικα τούς παρακολουθούσαν.

«Πρέπει να μου μάθεις τα μυστικά σου,» είπε ο Νικηφόρος στον Αβέρναλ καθώς ο Οδηγός πλησίαζε μια προβλήτα για να αράξει.

«Απλά τυχερός είμαι.»

«Αλλά καθόλου καλός ψεύτης.»

Ο άνεμος ήταν πολύ πεσμένος τώρα, και μέσα στο λιμάνι της Νουσράκλης το πλοίο δεν κουνιόταν παρά ελάχιστα. Αποβιβάστηκαν, και η Έρικα, η Ανρίθα-Νοθ, η Βαλέρια, ο Νικηφόρος, η Φαίδρα’λι, η Ανταρλίδα’μορ, ο Αβέρναλ, και η Σανκάρλι’μορ πήγαν κατευθείαν στο βασιλικό παλάτι, μέσα σ’ένα τετράκυκλο όχημα.

Ο Βασιληάς Ράνελμον έδειξε ιδιαίτερη χαρά όταν είδε ξανά τον δημοσιογράφο. Του ζήτησε συγνώμη για τις περιπέτειές του, και του είπε ότι ευχόταν να μπορούσε να του είχε παράσχει αποτελεσματικότερη προστασία όταν τη χρειαζόταν. Αλλά ο Αβέρναλ αποκρίθηκε στον Βασιληά ότι είχε κάνει ό,τι βρισκόταν μέσα στις δυνάμεις του. «Εγώ λυπάμαι που έβαλα το παλάτι και την πόλη σας σε κίνδυνο, Μεγαλειότατε,» είπε, ενώ όλοι τους στέκονταν μέσα σε μια μικρή αλλά καλόγουστα στολισμένη αίθουσα όπου ο Ράνελμον και η Σεϊλίκρα είχαν έρθει για να τους υποδεχτούν. Ήταν μεσημέρι, και ο Βασιληάς κι η Πρώτη Πριγκίπισσα δεν βρίσκονταν στην Αίθουσα του Θρόνου· τους είχαν ειδοποιήσει οι υπηρέτες να κατεβούν από τα διαμερίσματά τους, όπου αναπαύονταν.

Ο Ράνελμον πρότεινε τώρα στους επισκέπτες του να τους κεράσει, λέγοντας πως είχε μείνει ακόμα πολύ μεσημεριανό, και το ψάρι ήταν εξαιρετικό. «Ο καινούργιος μάγειρας του παλατιού μου φαίνεται να είναι πέντε φορές καλύτερος από τον προηγούμενο.»

Ο Νικηφόρος, ο Αβέρναλ, η Σανκάρλι, η Ανρίθα-Νοθ, η Βαλέρια, και η Ανταρλίδα δέχτηκαν την πρόσκληση του Βασιληά, αλλά η Έρικα είπε ότι προτιμούσε να ξεκουραστεί γιατί το ταξίδι την είχε καταβάλει. «Είναι αδύνατον να φάω τώρα, Μεγαλειότατε.» Η Φαίδρα, επίσης, δεν είχε όρεξη για φαγητό, οπότε συνόδεψε την Έρικα ώς τα δωμάτια όπου φιλοξενούνταν οι Ζωντανοί-Νεκροί. Εκεί χώρισαν, και η Έρικα χτύπησε την πόρτα του Ζαώρδιλ υποθέτοντας ότι μέσα πρέπει να ήταν.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή του από το εσωτερικό.

«Κάποια ταλαιπωρημένη από τη θάλασσα.»

Η πόρτα άνοιξε, και ο Ζαώρδιλ έβαλε την Έρικα στο δωμάτιό του και έκλεισε. «Και δε μοιάζει να υπερβάλλεις,» παρατήρησε.

«Με ξέρεις για γυναίκα που υπερβάλλει;» είπε εκείνη, βγάζοντας τον μαγικό μανδύα και τις μπότες της και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι.

Ο Ζαώρδιλ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ήταν ντυμένος μόνο με το παντελόνι του και με μια αμάνικη μπλούζα, και οι ουλές επάνω στα μυώδη χέρια του φαίνονταν σαν δερματοστιξίες, σαν χάρτες. «Τι έγινε; Ο Αρχισυγκλητικός έπεσε, έτσι δεν είναι;»

«Ζήτω ο Αρχισυγκλητικός,» είπε η Έρικα καθώς χασμουριόταν.

Ο Ζαώρδιλ συνοφρυώθηκε.

«Κάτι που λένε στην Κάρνατεβ,» εξήγησε η Έρικα. «‘Έπεσε ο Αρχισυγκλητικός, ζήτω ο Αρχισυγκλητικός!’ Είναι ειρωνικό.

»Αλλά δεν ήρθαμε από την Κάρνατεβ,» άλλαξε θέμα. «Από τη Μέρελκεβ ήρθαμε. Ο Αβέρναλ είναι μαζί μας.»

«Για να τον φέρετε εδώ πήγατε στη Μέρελκεβ;»

«Όχι,» αποκρίθηκε η Έρικα· «για να συνεννοηθώ με τον Αρνάλβες σχετικά με το ταξίδι μας στη Βίηλ.» Και του είπε όσα είχε συζητήσει με τους ανθρώπους του Οίκου της Βίηλ, εξηγώντας του ότι θα είχε ανάγκη από προστασία για να επιστρέψει στη Φεηνάρκια.

«Δε χρειαζόταν καν να έρθεις για να με ρωτήσεις,» της είπε ο Ζαώρδιλ· «το ξέρεις αυτό.»

Η Έρικα ύψωσε τον έναν ώμο καθώς ήταν ξαπλωμένη στο πλάι. «Ο Νικηφόρος επέμενε. Και ήταν σωστό να σε ρωτήσω, εξάλλου.»

«Όπως και νάχει, χαίρομαι που ήρθες.» Ο Ζαώρδιλ έσκυψε και τη φίλησε.

«Θα κάνω ένα μπάνιο,» είπε η Έρικα.

«Θα σε βοηθήσω.» Ο Ζαώρδιλ τη σήκωσε στα χέρια καθώς ορθωνόταν από την άκρη του κρεβατιού. «Ή όχι;»

«Ναι,» του είπε· και σύντομα νόμιζε ότι ζούσε τη φαντασίωσή της μέσα στον Οδηγό.

*

Η Έρικα αναχώρησε από τη Νουσράκλη μόλις ξημέρωσε. Δεν ήθελε να χάνει χρόνο με την υπόθεση της Ανρίθα-Νοθ· ήθελε να την επιστρέψει στη Ρελκάμνια και να ξεμπερδεύει. Είχε, άλλωστε, κι άλλες δουλειές να κάνει: πάντοτε είχε κι άλλες δουλειές να κάνει.

Στο ταξίδι της θα τη συνόδευαν ο Νικηφόρος ο Κολπατζής, η Ραβάσλι, ο Ραμπνάιλ, ο Χαρσάντιλ, η Φαίδρα’λι, κι άλλοι δύο Ζωντανοί-Νεκροί: η Βαρμάλνα (μια ανιχνεύτρια με περίπλοκη δερματοστιξία επάνω στο πορφυρόδερμο, ξυρισμένο κεφάλι της) και ο Φόρλεκ (ένας πολεμιστής που είχε μπει στην ομάδα τους όταν βρίσκονταν στις Ενδότερες Πολιτείες). Εκτός από αυτούς, φυσικά, μαζί με την Έρικα ήρθαν η Ανρίθα-Νοθ και η Βαλέρια, που ήταν και ο λόγος του ταξιδιού τους.

Ο Οδηγός τούς μετέφερε ξανά στη Μέρελκεβ, και σήμερα ο καιρός δεν ήταν τόσο άσχημος όσο χτες, αλλά ούτε και καλός ήταν· η Έρικα θα ζαλιζόταν αν δεν είχε πάρει ένα βοτάνι για τη ναυτία. Έφτασαν στον προορισμό τους μεσημέρι, και μπήκαν στο λιμάνι με τη μηχανοκίνητη βάρκα και μ’έναν Ζωντανό-Νεκρό επιπλέον, ο οποίος μετά επέστρεψε τη βάρκα στον Οδηγό, που δεν θα έμενε εδώ για να τους περιμένει· θα γύριζε στη Νουσράκλη μόλις η Ανταρλίδα’μορ ήταν έτοιμη να υφάνει πάλι τη Μαγγανεία Κινήσεως.

Η Έρικα και οι σύντροφοί της – δέκα άτομα, στο σύνολό τους – πήγαν στον Οίκο της Βίηλ και συνάντησαν εκεί τον Αρνάλβες, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι αύριο το πρωί το όχημα θα ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Είπε όμως ότι δεν μπορούσε να τους φιλοξενήσει εδώ απόψε, γιατί ήταν πολλοί και κανένας τους από τη Βίηλ. Η Έρικα αποκρίθηκε πως δεν υπήρχε πρόβλημα, και οδήγησε τους συντρόφους της στο Δίχτυ της Κυράς, ένα πανδοχείο νότια της Ψηλής Αγοράς, όπου και έκλεισαν δωμάτια. Μετά, πήγε να δει τι έκαναν οι πράκτορές της στη Μέρελκεβ – ο Ρίβης, ο Ναλτάφιρ’χοκ, και οι υπόλοιποι. Όπως αποδείχτηκε, οι δουλειές τους ήταν καλές εδώ· οι συνεχόμενες μικροδολοπλοκίες των ευπατρίδων τούς κρατούσαν απασχολημένους με διάφορες έρευνες και παρακολουθήσεις. Η Έρικα χάρηκε γι’αυτό· το δίκτυό της στη Μέρελκεβ εξελισσόταν όπως ήλπιζε. Τους ρώτησε αν είχαν καμια επαφή με τη γνωστή της, την ευπατρίδη Ξαρντάλκι φ’Ράθελκομ, και ο Ρίβης αποκρίθηκε πως είχαν: η Ξαρντάλκι τούς είχε ζητήσει να κατασκοπεύσουν έναν εραστή της και να πάρουν κάποιες πληροφορίες γι’αυτόν.

Ο Ναλτάφιρ’χοκ ρώτησε την Έρικα αν θα ήθελε να έρθει κι εκείνος μαζί της στη Βίηλ, όμως η Έρικα απάντησε ότι δεν υπήρχε λόγος. «Σε χρειάζομαι περισσότερο εδώ όπου μπορείς να εξυπηρετήσεις το δίκτυο μας καλύτερα.»

Το βράδυ, επέστρεψε στο Δίχτυ της Κυράς και, όταν ξημέρωσε, πήγε στον Οίκο της Βίηλ μαζί με τους άλλους. Το όχημα που θα τους μετέφερε ήταν σταματημένο απέξω: ένα μεγάλο εξάτροχο με τέσσερις θέσεις μπροστά και καρότσα σ’όλο τον χώρο πίσω, ο οποίος καταλάμβανε τα δύο τρίτα του. Έξι πολεμιστές στέκονταν γύρω από το όχημα, οι οποίοι αναμφίβολα θα το συνόδευαν στη Βίηλ: όλοι τους ντυμένοι με μεταλλικές πανοπλίες κι έχοντας θηκαρωμένα σπαθιά στις ζώνες τους. Είχαν, επίσης, ασπίδες μαζί τους, κι ορισμένοι κουβαλούσαν βαλλίστρες. Κανένας δεν ήταν πορφυρόδερμος ή μαυρόδερμος: το δέρμα τους ήταν ή λευκό-ροζ ή γαλανό. Παιδιά της Βίηλ, σίγουρα. Εκτός από αυτούς, εδώ ήταν και μια γυναίκα που δεν φορούσε μεταλλική πανοπλία κι από τη ζώνη της κρεμόταν μονάχα ένα ξιφίδιο. Το δέρμα της ήταν πράσινο (σπάνιο ακόμα και στη Βίηλ, αλλά όχι τόσο σπάνιο όσο σε άλλες διαστάσεις) και τα μαλλιά της μαύρα, κι όπως σύντομα έμαθε η Έρικα, αυτή ήταν η οδηγός του εξάτροχου οχήματος. Τα χέρια της ήταν ντυμένα με δερμάτινα γάντια χωρίς δάχτυλα.

Ο Αρνάλβες βγήκε από τον Οίκο της Βίηλ μαζί με τον Βανθάρος, για να τους χαιρετήσει και να τους ευχηθεί καλό ταξίδι.

«Όταν επιστρέψεις,» είπε στην Έρικα, «μην ξεχάσεις να με επισκεφτείς. Θέλω να ξέρω ότι γύρισες.»

Εκείνη υποσχέθηκε πως φυσικά και θα τον επισκεπτόταν. Εξάλλου, υποχρεωτικά θα περνούσε από τη Μέρελκεβ επιστρέφοντας από Βίηλ.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

έχω χρόνια να πάω στη Βίηλ, πάρα πολλά χρόνια, από τότε που πέρασα από εκεί για να έρθω στη Φεηνάρκια υπηρετώντας τον Στρατό της Παντοκράτειρας. δεν θυμάμαι & πολλά για τη Βίηλ, αλλά βέβαια θυμάμαι τα βασικά – για το Φως, την ενέργεια της ίδιας της διάστασης, για τους μάγους του τάγματος των Πεφωτισμένων, για τις εστίες που χρησιμοποιούνται για να λειτουργήσουν τα μηχανήματα (γιατί οι ενεργειακές φιάλες & οι μπαταρίες εξαντλούνται πάρα πολύ γρήγορα στη Βίηλ). ήθελα να ξαναπεράσω από τη Βίηλ, για να τη δω… αν & η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να κινούμαι, να κάνω κάτι, οτιδήποτε, παρά να κάθομαι & να θυμάμαι…… καλύτερα με την Έρικα, σ’ένα ταξίδι σε μια άλλη διάσταση, παρά να είμαι στη Νουσράκλη τώρα που δεν συμβαίνει τίποτα εκεί…

δεν θέλω να θυμάμαι, ή ίσως να μη θέλω να ξεχάσω· δεν ξέρω τι από τα δύο. όταν θυμάμαι τον Φέκταρελ λυπάμαι γιατί ξέρω ότι ποτέ ξανά δεν θα τον δω. όταν δεν τον θυμάμαι λυπάμαι γιατί σκέφτομαι ότι δεν θα έπρεπε να τον ξεχάσω τόσο γρήγορα. ο Φέκταρελ ήταν ο Φέκταρελ· τον αγαπούσα πολύ· ακόμα τον αγαπώ. αλλά μάλλον αυτό πρέπει να κάνω – πρέπει να τον ξεχάσω, & να τελειώσει αυτό μέσα μου.

(η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων έχει θυμώσει μαζί μου, με τις σκέψεις μου, με το πώς αισθάνομαι. νομίζω μάλιστα ότι ζηλεύει κάπου-κάπου τον Φέκταρελ, τον ζηλεύει όπως δεν τον ζήλευε ποτέ όταν ήταν ζωντανός. τη μισώ ορισμένες φορές…)

 

 

φύγαμε από τη Μέρελκεβ πρωί μέσα στο εξάτροχο όχημα που είχε έτοιμο για εμάς ο Αρνάλβες (όχι μόνο για εμάς δηλαδή, το όχημα θα μετέφερε κάποια δέματα & μηνύματα επίσης) & ταξιδέψαμε βόρεια, εγώ, η Έρικα, ο Νικηφόρος, η Ανρίθα-Νοθ, η Βαλέρια (μια δούλα, πρώην Παντοκρατορική, που η Έρικα έσωσε από τα χέρια του Αρχισυγκλητικού Βέργκεδελ), η Ραβάσλι & ο Χαρσάντιλ & ο Ραμπνάιλ, η Βαρμάλνα (μια από τις ανιχνεύτριες του Φέκταρελ η οποία μου τον έφερνε συνεχώς στο μυαλό χωρίς δική της πρόθεση) & ο Φόρλεκ που δεν είναι ούτε παλιός ανάμεσά μας αλλά ούτε & καινούργιος. & εκτός από εμάς είναι & έξι φρουροί μέσα στο όχημα & η οδηγός του – όλοι τους άνθρωποι της Βίηλ. το γεγονός ότι κανένας δεν έχει κόκκινο δέρμα μού κάνει εντύπωση, τόσα χρόνια που έχω πια ζήσει στη Φεηνάρκια. αναρωτιέμαι πώς θα αισθανθώ όταν ξαναδώ τη Ρελκάμνια, την πατρίδα μου.

η Ανρίθα-Νοθ είναι φανερό ότι αδημονεί να επιστρέψει εκεί. –γιατί δεν μένεις & εσύ στη Ρελκάμνια, Φαίδρα; με ρώτησε ενώ ήμασταν στο πανδοχείο «Το Δίχτυ της Κυράς», το απόγευμα, προτού φύγουμε. –προτιμάς να είσαι στη Φεηνάρκια;

–δεν έχω πια θέση εκεί, της είπα. –τι να κάνω εκεί;

& είμαι βέβαιη ότι η Ανρίθα δεν μπορούσε να με καταλάβει καθόλου. & μάλλον νόμιζε πως της απάντησα έτσι επειδή σκεφτόμουν τον Φέκταρελ, γιατί άρχισε πάλι να μου λέει (όπως μου είχε ξαναπεί) να τον ξεχάσω, να μη βασανίζω τον εαυτό μου, & άλλες τέτοιες χαζομάρες. τη διέκοψα & της είπα να κοιτάζει τη δουλειά της – τον αγαπούσα! & είμαι βέβαιη πως η Ανρίθα-Νοθ δεν ξέρει τι σημαίνει αυτό! (πράγμα που προτίμησα να μην της πω για να μην τσακωθούμε τώρα που θα έφευγε)

το όχημά μας ταξίδεψε βόρεια, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια & άγριες περιοχές. οι τροχοί του είναι μεγάλοι & ατρακτοειδείς όπως όλων των οχημάτων της Φεηνάρκια για να μπορεί να αντιμετωπίζει τα εδάφη της διάστασης, & μετά από πέντε & κάτι ώρες φτάσαμε στην Έλγκοροβ: τη μεγάλη Έλγκοροβ που η Μαγική Σχολή της αποτελεί έδρα του τάγματος των Δεσμοφυλάκων. από την Έλγκοροβ ξεκινά μια μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά η οποία καταλήγει στην Κάρνατεβ, μετά από κάπου 300 χλμ (αν δεν κάνω λάθος στην απόσταση), & είναι από τα λίγα τέτοια «θαύματα» της Φεηνάρκια όπου δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες λιθόστρωτες δημοσιές.

κλείσαμε δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο της Έλγκοροβ, «Το Καρφί των Ουρανών», & περάσαμε το μεσημέρι εκεί. μετά συνεχίσαμε πάλι βόρεια μπαίνοντας στα βουνά, ακολουθώντας ένα πέρασμα που τελικά μας οδήγησε σ’ένα σημείο όπου ο ουρανός φαινόταν να τρεμοπαίζει σαν ταραγμένο νερό, & το ορεινό τοπίο εξαφανιζόταν εκεί σαν η γη να τελείωνε & από κει & πέρα μονάχα ουρανός να υπήρχε. αυτή είναι η διαστασιακή δίοδος που οδηγεί προς (& μόνο προς) Βίηλ. αισθάνθηκα την Πολεμική Καρδιά ανήσυχη μέσα στον κατοπτρόλιθο του βραχιολιού μου, τρομοκρατημένη. φοβόταν να φύγει από τη διάστασή της, να πάει σ’ένα ξένο μέρος· ποτέ δεν θα το έκανε με τη θέλησή της – όμως τώρα ήταν δική μου.

εκατέρωθεν της διόδου βρίσκονται δύο παλιοί μεταλλικοί πύργοι, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι Παντοκρατορικοί για να ελέγχουν το διαστασιακό πέρασμα. τώρα πλέον μοιάζει να έχουν πέσει σε αχρηστία. ούτε η Έλγκοροβ δεν θέλει να ελέγχει το πέρασμα. κοιτάζοντάς τους αναρωτήθηκα αν κανένας ερημίτης κατοικούσε εδώ, ή κανένας θεός, ή κανένας κατατρεγμένος βάρβαρος ή πολιτισμένος. ποιος ξέρει; – δεν μείναμε για να μάθουμε: η οδηγός μας οδήγησε το εξάτροχο όχημα μέσα στον ουρανό που τρεμόπαιζε σαν νερό & ολόκληρη η Φεηνάρκια έλιωσε γύρω μας σαν & αυτή νερό να έγινε. το φως της βούλιαξε μέσα σε μια σκοτεινή, κατάμαυρη τρύπα.

σκοτάδι απλώθηκε παντού. κανείς μας δεν τολμούσε να μιλήσει. μονάχα οι αναπνοές μας ακούγονταν.

& μετά, ήμασταν στη Βίηλ. βγήκαμε από μια σπηλιά στα πλευρά ενός ψηλού, άγριου βουνού & βρεθήκαμε σ’ένα πεδινό μέρος. παλιά, & εδώ η περιοχή φυλασσόταν από δυνάμεις της Παντοκράτειρας, αλλά όχι πλέον. τώρα είδαμε άλλους πολεμιστές, μ’ένα άλλο σύμβολο στα χιτώνια που φορούσαν πάνω από τις πανοπλίες τους. ήταν πολεμιστές του Πριγκιπάτου Κάνρελ, όπως μάθαμε, & δεν είχαν σκοπό να μας σταματήσουν. μάλιστα, βλέποντας ότι ερχόμασταν από τον Οίκο της Βίηλ μάς καλωσόρισαν με χαμόγελα & μας ευχήθηκαν καλό ταξίδι.

το όχημά μας σταμάτησε για λίγο εκεί, κοντά στο διαστασιακό πέρασμα, προκειμένου η οδηγός να αποσυνδέσει τις ενεργειακές φιάλες & να βάλει σε λειτουργία την εστία, γιατί όλα τα οχήματα με εστία λειτουργούν στη Βίηλ – ένα κατασκεύασμα των Πεφωτισμένων μάγων το οποίο αντλεί ενέργεια κατευθείαν από το Φως, τη φυσική ενέργεια της διάστασης. οι εστίες δεν εξαντλούνται όπως οι φιάλες & οι μπαταρίες· έχουν μια περίοδο ζωής, απ’ό,τι ξέρω, & μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις όσο θέλεις μέχρι τότε.

ήταν πρωί όταν είχαμε φύγει από τη Φεηνάρκια αλλά στη Βίηλ φτάσαμε μέσα στο απόγευμα – ο χρόνος κυλά διαφορετικά σε κάθε διάσταση. (η Βίηλ κινείται, μέσα στο χρόνο, λίγο πιο γρήγορα από τη Φεηνάρκια νομίζω, που σημαίνει ότι εδώ γερνάς πιο γρήγορα.) ταξιδέψαμε μερικές ώρες ακόμα & μετά σταματήσαμε σε μια πόλη του Πριγκιπάτου Κάνρελ για να ξεκουραστούμε. μια μικρή πόλη που οι κάτοικοί της έμοιαζαν εντυπωσιασμένοι από το μεγάλο όχημά μας. ήταν φιλικοί, όμως, & βρήκαμε εύκολα καταλύματα για τη νύχτα.

τα οικοδομήματα μού κάνουν έντονη εντύπωση εδώ, πολύ έντονη, ύστερα από τόσα χρόνια που έχω περάσει στη Φεηνάρκια. η αρχιτεκτονική τους είναι διαφορετική. είναι ένας άλλος κόσμος η Βίηλ, φυσικά. οι άνθρωποί της μου φαίνονται πιο απλοί, πιο ήρεμοι, & καθόλου άγριοι. θυμάμαι που όταν είχα πρωτοπάει στη Φεηνάρκια ΟΛΟΙ μού φαίνονται άγριοι, βάρβαροι, νόμιζα ότι θα με έτρωγαν ζωντανή. «είναι κανίβαλοι;» αναρωτιόμουν, & όταν είχα ρωτήσει μου είχε δοθεί η απάντηση πως ναι ορισμένοι ανάμεσά τους – κάποιοι βάρβαροι, βέβαια – είναι όντως κανίβαλοι, τρώνε άλλους ανθρώπους. αυτό, τότε, δεν με είχε ξετρομάξει καθόλου. (χαμογελώ όμως σήμερα καθώς τα γράφω αυτά· ήμουν ανόητη τότε που ήμουν πιο μικρή)

μοιράζομαι το δωμάτιό μου με την Ανρίθα & τώρα έχει αρχίσει να μου λέει διάφορα για την οικογένειά της στη Ρελκάμνια παρότι βλέπει ότι γράφω! ώρα να τελειώσω

την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε μόλις χάραξε, μόλις ο ήλιος ξεμύτισε από την ανατολή. ακόμα & ο ήλιος είναι τελείως διαφορετικός εδώ στη Βίηλ – ΚΑΜΙΑ σχέση με τη Φεηνάρκια – όμως αν μου ζητούσε κάποιος να γράψω ποια ΑΚΡΙΒΩΣ είναι η διαφορά, θα δυσκολευόμουν πολύ νομίζω.

ταξιδέψαμε μέσα στο Πριγκιπάτο Κάνρελ, ανατολικά, με τον ήλιο μπροστά μας στην αρχή, & κατά το μεσημέρι φτάσαμε σε μια μεγάλη γέφυρα που περνούσε πάνω από έναν ποταμό. ονομάζεται «η Πύλη της Καρδιάς» αυτή η γέφυρα, όπως έμαθα, & διασχίζοντάς την μπήκαμε στην πόλη Κάνρελ, την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου Κάνρελ, η οποία είναι αρκετά μεγάλη, περιτειχισμένη & όλο πύλες & κάστρα. η οδηγός μας πήγε το εξάτροχο όχημα στο κέντρο της πόλης που ονομάζεται «η Αγορά της Καρδιάς» & έχει πολλή κίνηση. αφήσαμε το όχημα σ’έναν χώρο στάθμευσης & κατεβήκαμε για να ξεκουραστούμε & οι συνοδοί μας να παραδώσουν μερικές από τις επιστολές & τα δέματα που μετέφεραν. δεν είχα ξαναπάει ποτέ στην Κάνρελ & οφείλω να πω ότι μου άρεσε ως πόλη. μου είπαν ότι ο Πρίγκιπας εδώ ονομάζεται Άτβος & όλοι στο Πριγκιπάτο τον εκτιμούν ιδιαίτερα παρά τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας. ο Άτβος ήταν Πρόμαχος της Επανάστασης κάποτε, προτού γίνει Πρίγκιπας… ή μάλλον, όχι: στην αρχή, παλιά, ήταν Πρίγκιπας του Κάνρελ ενώ ακόμα η Παντοκρατορία βασίλευε· μετά είχε κάποιες συναναστροφές με επαναστάτες & οι Παντοκρατορικοί τον κυνήγησαν· ο Άτβος κρύφτηκε ενώ ένας προδότης πήρε σφετερίστηκε τον θρόνο του Πριγκιπάτου του· αλλά μετά επέστρεψε ξανά στο Κάνρελ, ως Πρόμαχος της Επανάστασης, & πήρε πάλι τον θρόνο του ενώ η Συμπαντική Παντοκρατορία κατέρρεε. αυτά μάς τα είπε ένας από τους συνοδούς μας που κατάγονται από τη Βίηλ· & καθώς μας τα έλεγε μπορούσα να καταλάβω ότι θαύμαζε πολύ τον Άτβος.

το απόγευμα φύγαμε από την Κάνρελ περνώντας πάλι από την Πύλη της Καρδιάς & ταξιδεύοντας ανατολικά πάνω σε πεδινά εδάφη. περάσαμε από διάφορες μικρότερες πόλεις & χωριά, & τελικά κατασκηνώσαμε στην ύπαιθρο για να διανυκτερεύσουμε. έκανα μια Μαγγανεία Υλικής Διαισθήσεως & μια Μαγγανεία Πνευματικής Διαισθήσεως γύρω μας, αλλά κίνδυνος δεν παρουσιάστηκε ώς το πρωί. οι συνοδοί μας μας έλεγαν ιστορίες από τη Βίηλ μέχρι που όλοι να κουραστούμε & να πέσουμε για ύπνο. μας έλεγαν για τον αγώνα των ανθρώπων της Βίηλ εναντίον των Παντοκρατορικών· μας έλεγαν για τους Αρχαίους Κολοσσούς που ζούσαν κάποτε στη Βίηλ αλλά τώρα μονάχα τα πνεύματά τους απομένουν & είναι πανίσχυρα & οφείλει κανείς να δείχνει προς αυτά τον πρέποντα σεβασμό. «είμαστε παιδιά των Αρχαίων Κολοσσών» μας είπαν, & έδειχναν περήφανοι. αν όμως τα πνεύματα αυτών των Κολοσσών τους περιφέρονται όντως στη Βίηλ, εγώ δεν κατάφερα να τα εντοπίσω πουθενά με Ξόρκι Πνευματικής Ανιχνεύσεως, & ούτε η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων αισθάνθηκε τίποτα συγκεκριμένο, αν & ένιωθε παντού ανέγνωρες παρουσίες απλωμένες, κάτι να την παρατηρεί……

το επόμενο απόγευμα φτάσαμε στη Χάνμαρελ, μια από τις ανατολικότερες πόλεις του Πριγκιπάτου Κάνρελ η οποία είναι παράκτια & μεγάλο λιμάνι απ’ό,τι μας είπαν οι συνοδοί μας, η ζωή είναι πλούσια εδώ. δεν σταματήσαμε όμως για τη νύχτα: παραδώσαμε κάποια μηνύματα & φύγαμε, ταξιδεύοντας βόρεια, με τους προβολείς του οχήματός μας αναμμένους.

σε διάφορα σημεία του ταξιδιού μας μέσα στο Πριγκιπάτο Κάνρελ περάσαμε κοντά από τεμένη & βωμούς, χτισμένα στην ύπαιθρο: μέρη στρωμένα με πλάκες πολλές φορές, & συνήθως με μεγάλα αγάλματα κοντά τους τα οποία, όπως οι συνοδοί μας μας είπαν, απεικόνιζαν τους Αρχαίους Κολοσσούς. τα τεμένη & οι βωμοί είναι ιερές τοποθεσίες, μας εξήγησαν· κανένας δεν σε ενοχλεί αν σταματήσεις εκεί. σ’έναν βωμό είδαμε να γίνεται κάποιου είδους τελετή & θυσία (ζώου) προς τα Πνεύματα των Αρχαίων Κολοσσών.

φτάσαμε στη Βόρτιλακ μέσα στη νύχτα, μια πόλη στις όχθες ενός μεγάλου ποταμού που ονομάζεται Νέρελρημ. εκεί σταματήσαμε για να κλείσουμε δωμάτια & να κοιμηθούμε, & το πρωί οι συνοδοί μας παρέδωσαν κάποια μηνύματα & δέματα, & φύγαμε από τη Βόρτιλακ ταξιδεύοντας βορειοδυτικά & μπαίνοντας σε εδάφη που μας είπαν ότι ανήκαν στο Πριγκιπάτο Σάνκριλαμ. σε κάποιο σημείο φρουροί μάς σταμάτησαν για να μας κάνουν έλεγχο (μαχητές του Σάνκριλαμ που μας πλησίασαν επάνω σ’ένα τετράκυκλο όχημα με πελώρια βαλλίστρα) αλλά μόλις έμαθαν ότι ερχόμασταν από τη Φεηνάρκια, από τον Οίκο της Βίηλ για να παραδώσουμε μηνύματα, δεν μας καθυστέρησαν άλλο.

είχαμε απομακρυνθεί από τις όχθες του ποταμού &, ενώ ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, φτάσαμε σε μια πόλη που ονομάζεται Νίσενρεχ, η οποία δεν είναι μεγάλη. οι συνοδοί μας παρέδωσαν & εδώ κάποια πράγματα & διανυκτερεύσαμε σ’ένα πανδοχείο που εκτός από εμάς δεν είχε κανέναν άλλο πελάτη. το πρωί φύγαμε, & η οδηγός μας μας είπε ότι κανονικά εκείνη έπρεπε να πάει τώρα προς τα δυτικά, προς το Πριγκιπάτο Έλρηνεχ, αλλά για χάρη μας πήγε βόρεια, προς τον ποταμό Νέρελρημ. Στις όχθες του, που φτάσαμε πριν από το μεσημέρι, μπήκαμε σ’ένα οχηματαγωγό το οποίο μας πέρασε απέναντι, αφήνοντάς μας κοντά στη Σάνκριλαμ, την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου. δεν μπήκαμε σ’αυτή τη μεγάλη πόλη όμως, συνεχίσαμε βόρεια, & ενώ είχε νυχτώσει φτάσαμε στα βουνά του Πριγκιπάτου Σάνκριλαμ, έχοντας διασχίσει πολλά πεδινά εδάφη & περάσει κοντά από πολλές πόλεις & χωριά. πλάι σε μια από αυτές είδαμε & μια συμπλοκή να διεξάγεται (χωρίς πυροβόλα όπλα, που δεν χρησιμοποιούνται στη Βίηλ) την οποία η οδηγός μας απέφυγε να πλησιάσει, μην τυχόν & θεωρηθούμε εχθροί από κάποια παράταξη & δεχτούμε επίθεση.

στους πρόποδες των βουνών, κατεβήκαμε από το εξάτροχο όχημα & χαιρετήσαμε τους συνοδούς μας από τη Βίηλ, οι οποίοι μας πρότειναν να μην ανηφορήσουμε το ορεινό μονοπάτι τώρα, μες στο σκοτάδι, αλλά να περιμένουμε να ξημερώσει. αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τη συμβουλή τους καθώς βλέπαμε το όχημα να απομακρύνεται μες στη νύχτα, κατευθυνόμενο νότια.

–δεν υπάρχει λόγος τώρα για βιασύνη, είπε η Έρικα, & κανείς δεν διαφώνησε μαζί της, έτσι διανυκτερεύσαμε στους πρόποδες των βουνών, όπου είχε αρκετό κρύο γιατί ήταν χειμώνας στη Βίηλ & τα βουνά ήταν χιονισμένα. ύφανα προστατευτικές μαγγανείες γύρω μας, για καλό & για κακό, & κοιμηθήκαμε φυλώντας βάρδιες. το πρωί αρχίσαμε ν’ανεβαίνουμε τα μονοπάτια των βουνών που & αυτά χιονισμένα ήταν φυσικά. το κρύο ήταν δυνατό, αλλά ευτυχώς περισσότερο χιόνι δεν έπεφτε τώρα. η Πολεμική Καρδιά αισθανόταν ανήσυχη αλλά χωρίς συγκεκριμένο λόγο· δεν ένιωθε κανέναν άλλο θεό να βρίσκεται εδώ κοντά, & μάλιστα ετούτη η διάσταση τής έμοιαζε «άδεια» χωρίς καθόλου άλλους θεούς. δεν υπήρχε καμια πρόκληση για την Πολεμική Καρδιά εδώ!

όταν φτάσαμε τελικά μπροστά στη διαστασιακή δίοδο ήταν μεσημέρι & σταθήκαμε κοιτάζοντας. η δίοδος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο απόκρημνα βουνά & είναι μια αντανάκλαση: η αντανάκλαση μιας ανάποδης πόλης με ψηλά οικοδομήματα, που οι βάσεις τους είναι από πάνω & οι κορυφές τους από κάτω.

–αυτή είναι η Ρελκάμνια; ρώτησε η Ραβάσλι. –αυτή η πόλη που βλέπουμε είναι η Ρελκάμνια;

–μπορεί, της είπα, –ή μπορεί & όχι. μια οφθαλμαπάτη, το πιθανότερο: ένας τρόπος για να καταλαβαίνει το μυαλό μας τη διαστασιακή αλλοίωση που συμβαίνει εδώ.

& κοιτάζοντας τον αντίστροφο κόσμο ανάμεσα από τα οικοδομήματα της αντανάκλασης, αισθάνθηκα να ζαλίζομαι. δεν ήταν τα πάντα μονάχα ανάποδα – αυτό θα ήταν φυσικό – ήταν &, κάπως, ΣΤΡΕΒΛΑ… ανώμαλα… δεν ξέρω πώς αλλιώς να το ορίσω.

επίσης, καλό είναι να σημειώσω εδώ ότι στη Βίηλ ο αντίστροφος κόσμος είναι γενικά λιγάκι διαφορετικός από ό,τι στη Φεηνάρκια. δηλαδή, τα βασικά πράγματα ίδια είναι, η Γλώσσα δεν αλλάζει, η Γλώσσα του αντίστροφου κόσμου είναι σαν τη Συμπαντική Γλώσσα, όπως εξαρχής υποψιαζόμουν – είναι, ίσως, ακόμα πιο γενική από τη Συμπαντική Γλώσσα. αλλά εδώ, στη Βίηλ, υπάρχουν «γράμματα» που στη Φεηνάρκια δεν νομίζω πως υπάρχουν. ίσως αυτό να οφείλεται στη διαφορετικότητα του φωτός του ήλιου & του μοναδικού μεγάλου φεγγαριού της Βίηλ, αλλά δεν το πιστεύω, μάλλον όχι, μάλλον οφείλεται σε ολόκληρη τη διαφορετικότητα της διάστασης, μπορεί ακόμα & στα πνεύματα αυτών των Αρχαίων Κολοσσών. στους βωμούς & στα τεμένη που περάσαμε, ο αντίστροφος κόσμος είναι κάτι το τελείως ανέγνωρο για εμένα: με τρομάζει όπως με τρόμαζε στην αρχή, που δεν τον γνώριζα τόσο καλά. έχω την αίσθηση ότι κοιτάζω μέσα σ’ένα ατέρμονο πηγάδι & βλέπω σκοτάδι & παράξενους φωτεινούς σχηματισμούς, νιώθω μικρή, νιώθω ότι κάτι πελώριο & πανάρχαιο βρίσκεται αντίκρυ μου, έτοιμο να με καταβροχθίσει…

η Ανρίθα-Νοθ μάς προτρέπει ανυπόμονα να περάσουμε τη διαστασιακή δίοδο, & την περνάμε. ολόκληρο το σύμπαν αναποδογυρίζει ολόγυρά μας καθώς βυθιζόμαστε στην αντανάκλαση της ανάποδης πόλης. νιώθω σαν κάτι να με πιάνει από τα πόδια τους αστραγάλους & να με γυρίζει για να φέρει το κεφάλι μου κάτω & τα πόδια επάνω.

αλλά μετά στέκομαι κανονικά ξανά, & είμαστε τώρα στη Ρελκάμνια, & είναι νύχτα. βγήκαμε μέσα από το στόμα του πελώριου αγάλματος που απεικονίζει ένα θηρίο με κατεβασμένο κεφάλι & είναι πανάρχαιο – δεν έχω ιδέα πότε κατασκευάστηκε, αλλά από τότε που ξέρω αποτελεί διαστασιακό πέρασμα.

εδώ είναι η περιοχή της Ρελκάμνια που ονομάζεται «τα Σταυροδρόμια» & η Ατέρμονη Πολιτεία απλώνεται ολόγυρά μας, όλο δρόμους & γέφυρες. η Ραβάσλι, ο Ραμπνάιλ, ο Χαρσάντιλ, η Βαρμάλνα, & ο Φόρλεκ κοιτάζουν γύρω τους σαν χαζοί, & εγώ χαμογελάω: δεν έχουν δει ακόμα τίποτα από την πατρίδα μου! η Ρελκάμνια είναι οικοδομημένη απ’άκρη σ’άκρη, κάτι που σίγουρα στους ανθρώπους της Φεηνάρκια δεν μπορεί παρά να μοιάζει τελείως παράξενο. μόνο στη φαντασία τους μπορεί να υπάρξει τέτοια πόλη. η Κάρνατεβ, μπροστά στη Ρελκάμνια, δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό χωριό. υπάρχουν εμπορικά κέντρα εδώ μεγαλύτερα από την Κάρνατεβ.

δεν αισθάνομαι χαρά που έχω επιστρέψει στην πατρίδα μου. έχω φύγει τόσα χρόνια από εδώ που δεν νιώθω πλέον να μου λείπει. αλλά αναρωτιέμαι τι να κάνουν οι γονείς μου & ο αδελφός μου. να επιχειρήσω, άραγε, να τους επισκεφτώ προτού φύγουμε; το σπίτι των γονιών μου δεν είναι & τόσο μακριά από το σπίτι της Ανρίθα-Νοθ, άλλωστε (για τα δεδομένα της Ρελκάμνια πάντα): βρίσκεται στο Σύμφυρμα ενώ η οικία των Νόθ’φερκορ είναι στη Λαμπροφόρο.

επειδή τώρα όμως είναι βράδυ βρίσκουμε ένα ξενοδοχείο στα Σταυροδρόμια & κλείνουμε δωμάτια περιμένοντας να ξημερώσει. δεν είμαστε & τόσο κουρασμένοι, γιατί ήταν μεσημέρι στη Βίηλ όταν περάσαμε τη διαστασιακή δίοδο, αλλά όλοι νομίζουμε ότι καλύτερα να μην ταξιδέψουμε μες στη νύχτα. η Ρελκάμνια είναι περίπλοκη σαν λαβύρινθος & η Λαμπροφόρος απέχει κάπου 400 χλμ από τα Σταυροδρόμια.

ο ύπνος πάντως δεν φαίνεται να μπορεί να με πάρει, & η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων όλο μουρμουρίζει ότι δεν αισθάνεται καθόλου καλά σε τούτη τη διάσταση. τα πνεύματα εδώ είναι διεστραμμένα, ανώμαλα, έκφυλα, μου λέει.

& κοιτάζοντας τον αντίστροφο κόσμο της Ρελκάμνια από το παράθυρο του δωματίου που μοιράζομαι με την Έρικα (η Ανρίθα μένει με τη Βαλέρια απόψε), δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον θεό μου. υπάρχει κάτι το πολύ περίεργο στη Γλώσσα εδώ: κάτι που δεν υπάρχει ούτε στη Βίηλ ούτε στη Φεηνάρκια, κάτι το αιχμηρό & λαβυρινθώδες.

πήρα τελικά το βλέμμα μου από το παράθυρο & στράφηκα στην Έρικα η οποία είχε μόλις βγει από το μπάνιο, με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω της & τα ξανθά μαλλιά της νωπά. της είπα για τις σκέψεις μου σχετικά με τον αντίστροφο κόσμο, γιατί ήξερα πως πιθανώς να την ενδιέφεραν για τα νοομορφικά ενδύματα, & είχα δίκιο.

–θα είναι, δηλαδή, διαφορετικά τα νοομορφικά ενδύματα εδώ; με ρώτησε. –δε θα λειτουργούν κανονικά;

–δε νομίζω, της είπα, –αλλά μπορούμε να δοκιμάσουμε.

η Έρικα συμφώνησε. έβγαλε το νοομορφικό χιτώνιο από τον σάκο της & το φόρεσε. τα σχήματα επάνω του άλλαξαν. –τι σου λέει; με ρώτησε.

–με ρωτά «τι νέα;»

–ακριβώς. & τώρα;

–μου λέει «έχε το νου σου» ή «πρόσεχε».

–ναι, συμφώνησε η Έρικα, & έβγαλε το χιτώνιο για να φορέσει άλλα ρούχα. –τίποτα επομένως δεν αλλάζει;

–τα βασικά είναι ίδια, Έρικα, της είπα. –τα βασικά στον αντίστροφο κόσμο δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να αλλάξουν, σε όποια διάσταση & αν βρίσκεσαι.

–τι το διαφορετικό υπάρχει εδώ, τότε;

κοίταξα το παράθυρο ξανά αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς να απαντήσω. –κάποια ακόμα «γράμματα», ίσως, της είπα· όμως ξέρω ότι δεν είναι αυτό, όχι μόνο.

πήγα να κάνω & εγώ ένα μπάνιο μετά, & όταν βγήκα από το λουτρό η Έρικα έλειπε, γι’αυτό κιόλας κάθισα να γράψω & δεν νομίζω ότι μπορώ να κοιμηθώ. πού να έχει πάει η Έρικα; μια βόλτα μέσα στο ξενοδοχείο; μια βόλτα γύρω από το ξενοδοχείο;

μάλλον δεν θα χαθεί.

το πρωί ξεκινήσαμε το ταξίδι μας (η Έρικα, φυσικά, δεν είχε χαθεί, & όπως υποψιαζόμουν είχε πάει να κάνει μια βόλτα) & μέχρι να φτάσουμε στη Λαμπροφόρο & στην οικία των Νόθ’φερκορ, της οικογένειας της Ανρίθα, μπήκαμε σε επιβατηγά οχήματα & σε τρένα, διασχίζοντας γέφυρες που περνούσαν πάνω από το έδαφος, δρόμους στην επιφάνεια του εδάφους, & σήραγγες κάτω από το έδαφος. η Ρελκάμνια απλωνόταν οικοδομημένη παντού ολόγυρά μας, τα πανύψηλα χτίριά της έφταναν στους ουρανούς & κάτω από τη γη. η Ραβάσλι & οι άλλοι γηγενείς της Φεηνάρκια είχαν σαστίσει.

–δεν μπορεί να είναι αληθινό αυτό το μέρος… έλεγε ο Χαρσάντιλ κάθε τόσο, –δεν μπορεί να είναι αληθινό, μα τις Λάμιες!

ακόμα & η Έρικα νομίζω πως ήταν λιγάκι σαστισμένη, αλλά δεν μπορεί να μην είχε ξανάρθει στη Ρελκάμνια. ήταν κάποτε πράκτορας της Παντοκράτειρας, άλλωστε…

το ταξίδι μας κράτησε δύο ημέρες. φτάσαμε στη Λαμπροφόρο το απόγευμα της δεύτερης ημέρας, & επισκεφτήκαμε την οικία των Νόθ’φερκορ – μια μονοκατοικία, σε μια συνοικία όλο μονοκατοικίες, κρυμμένη πίσω από ψηλούς ουρανοξύστες & αγορές. στον αντίστροφο κόσμο «διάβαζα» για πλούτο & δύναμη & παρακμή & απόγνωση & χαμένα όνειρα. τα χτίρια γύρω μας ήταν καλοφτιαγμένα αλλά είχαν & σημάδια εγκατάλειψης, σημάδια κακής οικονομίας. & τέτοια σημάδια είχα δει παντού στη Ρελκάμνια από τότε που ήρθαμε: η οικονομία της δεν πρέπει να βρισκόταν σε καθόλου καλή κατάσταση – όπως έλεγε η Ανρίθα-Νοθ. στο δρόμο, το προηγούμενο απόγευμα, παραλίγο να μας ληστέψουν καθώς βγαίναμε από ένα τρένο & πηγαίναμε να πάρουμε ένα άλλο. μια συμμορία μάς περικύκλωσε ζητώντας μας ό,τι λεφτά είχαμε επάνω μας, αλλά τρομοκρατήθηκαν μόλις ο θεός μου τους χίμησε & μόλις όλοι μας βγάλαμε πυροβόλα & λεπίδες για να τους αντιμετωπίσουμε.

–δεν έχουν θάρρος σ’αυτή τη διάσταση! γέλασε ο Φόρλεκ.

–δε χρησιμοποιούν καθόλου τα πόδια τους, μου φαίνεται, γι’αυτό, είπε ο Χαρσάντιλ.

η Ανρίθα-Νοθ, αργότερα, όταν ξεκουραζόμασταν σ’ένα κακοφτιαγμένο ξενοδοχείο, είπε σ’εμένα, στη Βαλέρια, & στην Έρικα: είναι καλύτερα τώρα, νομίζω, απ’ό,τι όταν έφυγα. η οικονομία πρέπει να έχει βελτιωθεί λιγάκι.

–πώς ήταν, δηλαδή, όταν έφυγες; τη ρώτησα.

–χειρότερα, μου απάντησε, –πολύ χειρότερα. κατά πρώτον, περιφέρονταν περισσότερες συμμορίες στους δρόμους, & έβλεπες πιο πολλούς άστεγους.

–& τώρα δεν είδαμε πολλούς; είπε η Βαλέρια.

–όχι τόσους πολλούς όσους τότε, τη διαβεβαίωσε η Ανρίθα· & πρόσθεσε: μάλλον κάποιοι άλλοι έκαναν καλύτερη δουλειά από εμένα, αναζητώντας βοήθεια για τη διάστασή μας…

τώρα, καθώς πλησιάζαμε το σπίτι της, νόμιζα πως το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο. αναρωτιόταν πώς θα την έβλεπαν οι δικοί της; τι θα της έλεγαν; αν θα την κατηγορούσαν για την αποτυχία της; αν θα την κατηγορούσαν για το πώς είχε καταλήξει η αδελφή της, η Σαρντίκα-Νοθ;

κανένας όμως δεν την κατηγόρησε για τίποτα. η μητέρα της – μια ηλικιωμένη κυρία – καταχάρηκε που τουλάχιστον η μία από τις κόρες της είχε επιστρέψει, & της είπε τα δυσάρεστα νέα ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν από δύο χρόνια. –& νόμιζα ότι είχα χάσει & εσένα, Ανρίθα μου… είπε ενώ δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της. ήταν μια ψηλή, αριστοκρατική γυναίκα, με δέρμα λευκό όπως της Ανρίθα, όχι γαλανό όπως της Σαρντίκα (η δεύτερη πρέπει να είχε μοιάσει περισσότερο στον πατέρα της απ’ό,τι κατάλαβα), ντυμένη ωραία & στολισμένη, παρά την ηλικία της. αλλά όχι υπερβολικά, όχι σαν κάτι γριές που ντύνονται σαν 25 χρονών γυναίκες & μοιάζουν αστείες.

εκτός από τη μητέρα της Ανρίθα, μόνο υπηρέτες & φρουροί έμεναν στη μονοκατοικία, καθώς & ένας θείος της Ανρίθα, αδελφός του πατέρα της. τα δύο δικά της αδέλφια δεν έμεναν πλέον εδώ· είχαν τις οικογένειές τους & είχαν φύγει. –αλλά έχουμε καλές σχέσεις, μας διαβεβαίωσε η Ανρίθα καθώς παίρναμε βραδινό όλοι μαζί.

η μητέρα της κοίταζε τους Φεηνάρκιους καλά-καλά, & ζήτησε να της πουν για την πατρίδα τους. –μόνο σε ντοκιμαντέρ έχω δει τη Φεηνάρκια, είπε.

–ντοκιμαντέρ; έκανε ο Χαρσάντιλ. –τι είναι αυτό;

–κάποιοι έρχονται & τραβάνε σκηνές από τη Φεηνάρκια με μηχανικούς οφθαλμούς, του εξήγησε η Έρικα. –αποθηκεύουν τα οπτικά δεδομένα, προσθέτουν & κάποια λόγια, & πηγαίνουν σε άλλες διαστάσεις & τα πουλάνε.

–& υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνουν γι’αυτό;

η Έρικα χαμογέλασε λοξά όπως συνήθως, ενώ & η μητέρα της Ανρίθα-Νοθ χαμογελούσε, καθώς & εγώ & η Βαλέρια & η Ανρίθα.

ο Νικηφόρος ο Κολπατζής είπε στον Χαρσάντιλ: δεν ξέρεις τίποτα για τον κόσμο, παιδί μου.

η Ανρίθα-Νοθ μάς φιλοξένησε στο σπίτι της για τη νύχτα. έτσι & αλλιώς υπήρχαν αρκετά δωμάτια που δεν χρησιμοποιούνταν, & στη μητέρα της φαινόταν να αρέσει η παρέα μας. εγώ κοιμήθηκα στον δεύτερο όροφο του σπιτιού, σ’ένα δωμάτιο που ήταν παλιό αλλά ζεστό & είχε έναν πίνακα με λουλούδια στον τοίχο: & πίσω απ’τα λουλούδια παρατήρησα ότι ήταν κρυμμένο κάποιο πλάσμα κρυφοκοιτάζοντας. προσπάθησα να καταλάβω τι πλάσμα ήταν, αλλά δεν το είχα ξαναδεί· σίγουρα δεν ήταν από τη Φεηνάρκια. από τη Σάρντλι, ίσως – εκεί υπάρχουν κάτι πολύ περίεργα ζωντανά.

η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μού είπε ότι σ’αυτό το σπίτι κρύβονταν όλο σιχαμερά πνεύματα, & μου ζητούσε να της επιτρέψω να τα κυνηγήσει. δεν της το επέτρεψα, φυσικά.

την άλλη ημέρα δεν φύγαμε αμέσως, & νομίζω πως ο πραγματικός λόγος ήταν επειδή η Έρικα είχε να πει κάποια πράγματα με την Ανρίθα-Νοθ. συνεχώς συζητούσαν, μόνες τους. τι μπορεί να έχει πάλι η Έρικα στο νου της; καινούργιες δολοπλοκίες; στη Ρελκάμνια τώρα; είναι αλήθεια τελικά ότι σκοπεύει να εξαπλώσει το δίκτυό της σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν; το ξέρει αυτό ο Σκοτωμένος;

σκεφτόμουν αν έπρεπε να της πω ότι ήθελα να επισκεφτώ τους δικούς μου στο Σύμφυρμα, αλλά κατέληξα πως ο φόβος μου δεν ήταν δεν προερχόταν από μια ίσως αρνητική αντίδραση της Έρικας σε μια τέτοια πρόταση: ο φόβος μου ήταν για το τι μπορεί να είχε συμβεί στους γονείς μου & στον αδελφό μου όσο έλειπα. θα τους έβρισκα ζωντανούς; χρόνια λείπω από την πατρίδα μου. & αν δεν τους έβρισκα ζωντανούς; αν κάτι τραγικό τούς είχε συμβεί;

ο Φέκταρελ ήρθε, για κάποιο λόγο, ξανά στο μυαλό μου……

μετά όμως σκέφτηκα ότι, αφού είχα έρθει στη Ρελκάμνια, δεν θα ήταν ανόητο να μην κάνω τουλάχιστον μια προσπάθεια να μάθω; δεν θα ήταν δειλό από μέρους μου; & αν οι γονείς μου ήταν καλά, δεν θα τους ευχαριστούσε να μάθουν ότι & η κόρη τους ήταν καλά; ότι δεν είχε σκοτωθεί όπως πολλοί άλλοι που υπηρετούσαν στους στρατούς της Παντοκράτειρας;

μίλησα στην Έρικα με την πρώτη ευκαιρία, & εκείνη συμφώνησε να πάμε να αναζητήσουμε την οικογένειά μου αύριο κιόλας· δεν ήταν μεγάλη λοξοδρόμηση.

ό,τι όμως & αν μάθω για τους δικούς μου δεν νομίζω πως θα το γράψω σ’αυτό το ημερολόγιο. δεν έχει θέση εδώ.

αισθάνομαι αγχωμένη για ό,τι μπορεί να ανακαλύψω αύριο…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δουλειές για Μισθοφόρους·
η Μάγισσα Βελτιώνει τη Γραφή της

Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του, στο βασιλικό παλάτι της Νουσράκλης, και ατένιζε το λιμάνι. Έβλεπε το πλοίο που άραζε τώρα εκεί: ένα μεγάλο σκάφος, μηχανοκίνητο, το οποίο είχε ξαναδεί. Ήταν ένα από τα εμπορικά που έφερναν πράγματα από τη Μέρελκεβ.

Ο Ζαώρδιλ ο Σκοτωμένος τελείωσε με το στρίψιμο του τσιγάρου του και το έβαλε στο στόμα. Προτού όμως το ανάψει, συνοφρυώθηκε. Επειδή παρατήρησε ότι κάποιοι που αναγνώριζε έβγαιναν από το καράβι μαζί με άλλους επιβάτες. Η Ραβάσλι. Την ξεχώρισε πρώτη· τα μακριά, μενεξεδιά μαλλιά της, που έπεφταν ώς την πλάτη της, αμέσως διακρίνονταν, ανεμίζοντας σαν μανδύας. Και μετά, είδε τη Φαίδρα: μακριά, πράσινα μαλλιά πάνω σε λευκόδερμο κεφάλι – ένα σπάνιο θέαμα στη Φεηνάρκια· ένα σπάνιο θέαμα γενικά στο Γνωστό Σύμπαν, απ’ό,τι ήξερε ο Ζαώρδιλ. Έπιασε τα κιάλια του από το τραπεζάκι παραδίπλα και τα ύψωσε στα μάτια, για να διακρίνει και τους υπόλοιπους ανάμεσα στο πλήθος: τους παλιούς επαναστάτες Ραμπνάιλ και Χαρσάντιλ, τη Βαρμάλνα με την περίπλοκη δερματοστιξία στο κεφάλι, τον Φόρλεκ, τον Νικηφόρο τον Κολπατζή… και η φιγούρα με τον μανδύα και την κουκούλα δεν μπορεί να ήταν άλλη από την Έρικα. Αυτή η γυναίκα… τι νομίζει ότι θα γίνει αν δείξει πού και πού το πρόσωπό της; Θα την αποτυπώσει στο μυαλό του κανένας δαιμονικός θεός; Θα την φωτογραφίσει κανένας ύποπτος κατάσκοπος; Θα την αναγνωρίσει κανένας δολοφόνος;

Ο Ζαώρδιλ άφησε τα κιάλια επάνω στο περβάζι του παραθύρου και άναψε το τσιγάρο του. Τέλος πάντων. Πράκτορας της Παντοκράτειρας ήταν, κάποτε. Μες την παράνοια ζούσαν. Γίνεται συνήθειο, από ένα σημείο και μετά. Ρούφηξε καπνό και τον φύσηξε, αργά, από τα ρουθούνια.

Η Ανρίθα-Νοθ και η Βαλέρια δεν είναι μαζί τους, σκέφτηκε. Τις άφησαν στη Ρελκάμνια, επομένως, όπως είχε σχεδιάσει η Έρικα. Τελείωσε η ιστορία μ’αυτές.

Ο Ζαώρδιλ περίμενε, καπνίζοντας, καθώς έβλεπε τους μισθοφόρους του και την Έρικα να μπαίνουν σε μια άμαξα και να χάνονται ανάμεσα στα οικοδομήματα της Νουσράκλης. Σύντομα θα βρίσκονταν στο παλάτι…

Όταν το τσιγάρο είχε τελειώσει και ο Σκοτωμένος το είχε σβήσει μέσα σ’ένα πήλινο τασάκι στο περβάζι, άκουσε πίσω του έναν χτύπο στην πόρτα του δωματίου.

«Ποιος είναι;» φώναξε χωρίς να στραφεί, ξέροντας ήδη ποια θα ήταν η επισκέπτριά του.

«Εγώ,» αποκρίθηκε η Έρικα, και ο Ζαώρδιλ την άκουσε να ανοίγει την πόρτα, να μπαίνει, να την κλείνει, και να τον πλησιάζει για να σταθεί πλάι του.

Τώρα δεν φορούσε την κουκούλα της, παρατήρησε. «Σας είδα να βγαίνετε απ’το καράβι,» της είπε.

Η Έρικα αμέσως συνοφρυώθηκε. «Πώς το ήξερες ότι θα ερχόμασταν μ’αυτό το πλοίο;»

Ο Ζαώρδιλ μειδίασε. «Δεν είχα τίποτα ύποπτες πληροφορίες. Απλώς έτυχε να στέκομαι εδώ και να καπνίζω, και να δω δύο γνωστές κυρίες, καμία από τις οποίες δεν ήσουν εσύ, γιατί υποθέτω πως ήσουν αυτή με την κουκούλα.»

«Τι περίμενες; Να τριγυρίζω με το πρόσωπό μου σε κοινή θέα;» είπε η Έρικα χαμογελώντας λιγάκι στραβά. Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο, προς το λιμάνι. «Βλέπεις τόσο καλά με γυμνό μάτι;» απόρησε.

«Τα μενεξεδιά μαλλιά της Ραβάσλι είδα,» εξήγησε ο Ζαώρδιλ, «και τα πράσινα της Φαίδρας. Φαίνονται από εδώ. Και για τους υπόλοιπους….» Έπιασε τα κιάλια από το περβάζι, υψώνοντάς τα προς στιγμή. «Τι έγινε, λοιπόν; Όλα εντάξει με την Ανρίθα-Νοθ και τη Βαλέρια;»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Έρικα. «Τις πήγαμε στη Ρελκάμνια, και συζήτησα και με την Ανρίθα κάποια πράγματα…»

«Τι πράγματα;»

«Σχετικά με το δίκτυό μου.»

«Σκέφτεσαι να το εξαπλώσεις και στη Ρελκάμνια;»

«Φυσικά.»

«Δεν είναι λιγάκι μακριά ακόμα;» Δεν είναι πολύ μακριά για να το καταφέρεις σ’αυτή τη ζωή;

«Δε νομίζω,» είπε η Έρικα. «Θα το πάω πρώτα στη Βίηλ, και μετά στη Ρελκάμνια. Ο σκοπός μου, εξαρχής, δεν ήταν να περιοριστώ μόνο στη Φεηνάρκια. Και θα μπορούσατε κι εσείς να κάνετε το ίδιο…»

«Τι εννοείς;»

«Ως μισθοφόροι, θα μπορούσατε να αναζητήσετε δουλειές και σ’άλλες διαστάσεις.»

Ο Ζαώρδιλ κούνησε το κεφάλι. «Δε μου φαίνεται καλή ιδέα. Τι λόγος υπάρχει, άλλωστε; Πιστεύεις ότι οι δουλειές θα στερέψουν ποτέ στη Φεηνάρκια; Τις προάλλες, ενώ λείπατε, άκουσα για κάτι φασαρίες που γίνονται στις μικρότερες πόλεις ανάμεσα στη Νάρενγκαλ και στη Σερκάλβη. Αρκετοί μισθοφόροι έχουν ήδη πάει σ’εκείνα τα μέρη.»

«Θα οδηγήσεις εκεί και τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

«Εδώ δεν κάνουμε τίποτα,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Ο Βασιληάς Ράνελμον δεν μας χρειάζεται άλλο. Ούτε πόλεμο έχει με κανέναν, ούτε υπάρχει λόγος να προστατεύουμε το παλάτι του. Και μάλλον δεν σκοπεύει να μας πληρώνει για να καθόμαστε. Επιπλέον, ποτέ δεν είναι καλό για μια μισθοφορική ομάδα να κάθεται άπραγη, εκτός αν έχει αποφασίσει να διαλυθεί και ο καθένας να πάει στο σπίτι του. Πράγμα που κάποια στιγμή δεν θα απέκλεια – για τον εαυτό μου, τουλάχιστον…» Ο Ζαώρδιλ άρχισε πάλι να στρίβει τσιγάρο.

Η Έρικα συνοφρυώθηκε. «Τι θες να πεις;»

«Έχω περάσει τα σαράντα, Έρικα. Μέχρι πότε θα κάνω αυτή τη δουλειά; Μέχρι τα πενήντα; Μέχρι τα πενήντα-πέντε; Έχω αρκετά χρήματα για να σταματήσω, αν θέλω. Μόνο όσα μού έχει δώσει ο Βασιληάς Ράνελμον φτάνουν.»

«Σοβαρέψου!» είπε η Έρικα, με μια ξαφνικά ανήσυχη όψη στο πρόσωπό της. «Κι εγώ είμαι σαράντα, αλλά δεν σκέφτομαι από τώρα να σταματήσω να κάνω ό,τι κάνω!»

«Ούτε εγώ λέω ότι θα σταματήσω αμέσως.» Ο Ζαώρδιλ άναψε το τσιγάρο του μ’έναν ενεργειακό αναπτήρα. «Αλλά, επίσης, η δική σου περίπτωση είναι διαφορετική, και το ξέρεις. Μπορείς να συντονίζεις τις δραστηριότητες των κατασκόπων σου μέχρι τα εκατό, άμα θέλεις–»

«Δε νομίζω να φτάσω τα εκατό.»

«–όμως ένας αρχηγός μισθοφόρων δεν μπορεί να συνεχίσει να διοικεί όταν ο ίδιος δεν έχει τις δυνάμεις να πολεμήσει.»

Η Έρικα πήρε το τσιγάρο από το χέρι του και ρούφηξε καπνό.

«Αλλά,» πρόσθεσε ο Ζαώρδιλ, «όπως σου είπα, δεν σκέφτομαι να σταματήσω από τώρα. Προς το παρόν, μάλλον θα οδηγήσω τους ανθρώπους μου στα νοτιοδυτικά του Ωκεανού, ανάμεσα στη Σερκάλβη και στη Νάρενγκαλ. Και λυπάμαι που δεν θα έχω τον Φέκταρελ μαζί μου. Ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Δεν έχω βρει κανέναν για να τον αντικαταστήσω. Ούτε νομίζω πως ποτέ θα βρω κανέναν τόσο καλό και τόσο έμπιστο. Κανονικά, εγώ θα έπρεπε να ήμουν νεκρός, αλλά ο Φέκταρελ σκοτώθηκε.»

«Μη λες ανοησίες,» μόρφασε η Έρικα.

«Είμαι ‘ο Σκοτωμένος’, Έρικα· έχω γλιτώσει από τα χέρια των Κρυφών Θεών δεκάδες φορές.»

Εκείνη πήρε ακόμα μια τζούρα από το τσιγάρο του και του το επέστρεψε. «Στη Ρελκάμνια, η Φαίδρα συνάντησε τους δικούς της,» είπε, νιώθοντας πως έπρεπε ν’αλλάξει θέμα. Δεν αισθανόταν καθόλου καλά να τον ακούει να υπονοεί πως αργά ή γρήγορα ήταν λογικό να σκοτωθεί. Θα έρθω εγώ η ίδια να σε πάρω από τα χέρια των Κρυφών Θεών, αν χρειαστεί, Ζαώρδιλ!

«Ποιους δικούς της;»

Η Έρικα μειδίασε λιγάκι στραβά. «Την οικογένειά της. Η μητέρα της και ο πατέρας της ζουν, αν και είναι μεγάλοι. Δεν τους συνάντησα εγώ, αλλά μου το είπε η Φαίδρα. Χάρηκαν, λέει, πολύ που την είδαν ζωντανή και καλά. Ο αδελφός της, όμως, σκοτώθηκε κατά τη διάλυση της Παντοκρατορίας.»

Ο Ζαώρδιλ ρούφηξε καπνό. «Το πήρε βαριά η Φαίδρα αυτό;»

«Σχετικά, αν έκρινα σωστά από την όψη της,» είπε η Έρικα ανασηκώνοντας τους ώμους. «Είχε χρόνια να τον δει. Για τον Φέκταρελ σίγουρα λυπήθηκε πολύ περισσότερο.»

«Δεν αμφέβαλλα.» Ο Ζαώρδιλ έσβησε το τσιγάρο μέσα στο πήλινο τασάκι. «Τι γίνεται στη Ρελκάμνια; Είναι τα πράγματα τόσο χάλια, από οικονομικής άποψης, όσο έλεγε η Ανρίθα;»

«Βασικά, ναι, είναι. Αν και τώρα έχουν καλυτερέψει λιγάκι. Κι η ίδια η Ανρίθα το παρατήρησε.»

«Την κράτησες κάμποσα χρόνια εδώ…»

«Δεν την κράτησα εγώ!» είπε αμέσως η Έρικα. «Μα τις Λάμιες, όλοι εμένα κατηγορείτε κατευθείαν για οτιδήποτε συμβεί! Ποια ήταν που έσωσε την Ανρίθα-Νοθ από τον Οίκο των Λιθόαιμων; Θυμάσαι;»

Ο Ζαώρδιλ γελούσε.

«Μη γελάς,» είπε σοβαρά η Έρικα. «Πες μου ποια έσωσε την Ανρίθα-Νοθ από τον Οίκο των Λιθόαιμων!»

«Κανείς δεν αμφισβητεί ότι εσύ την έσωσες, Έρικα–»

«Αν δεν την είχα σώσει, ακόμα στη Νασόλκαθ θα ήταν. Θα έμενε για πάντα στη Φεηνάρκια – ως δούλα – όχι μόνο μερικά χρόνια, ως… φιλοξενούμενη των Ζωντανών-Νεκρών.»

«Παρατηρώ πως είσαι τσαντισμένη σχετικά μ’αυτό το θέμα,» είπε ο Ζαώρδιλ. «Φταίει ο Νικηφόρος ο Κολπατζής;»

«Εν μέρει. Όμως όχι μόνο αυτός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά κανένας σας δεν παρατηρεί όσα προσφέρω, παρά με κατηγορείτε κιόλας για ό,τι περάσει απ’το μυαλό σας!»

«Το γεγονός ότι ελάχιστοι παρατηρούν τα όσα προσφέρεις – κι εγώ δεν είμαι ανάμεσα σ’αυτούς και το ξέρεις – οφείλεται, ίσως, στο ότι θέλεις να μη σε παρατηρούν, Έρικα.»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, συνειδητοποιώντας ότι είχε κάποιο δίκιο ο Ζαώρδιλ.

«Δεν είναι έτσι;» τη ρώτησε.

Η Έρικα παραμέρισε το τασάκι και κάθισε πάνω στο περβάζι. «Μάλλον,» παραδέχτηκε. Και χαμογέλασε λιγάκι στραβά. «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, για να είμαι ειλικρινής.»

«Περιφέρεσαι πάντα κουκουλωμένη και κοιτάζεις τα δρώμενα από γύρω, από την περιφέρεια. Τι περιμένεις; Να σε βλέπουν ως αρχηγό; Ως ευεργέτισσα;»

«Εσύ πώς με βλέπεις;»

Ο Ζαώρδιλ ήταν σκεπτικός προς στιγμή. «Είσαι πολύ παράξενη,» είπε τελικά, μη μπορώντας να βρει μέσα στο μυαλό του καλύτερο χαρακτηρισμό για την Έρικα Σάλκερκοφ.

«Πολύ παράξενη;» Δεν της άρεσε ο χαρακτηρισμός του.

«Πώς θα χαρακτήριζες εσύ τον εαυτό σου, Έρικα;»

«Δεν το έχω προσπαθήσει ποτέ,» παραδέχτηκε εκείνη. Και άλλαξε θέμα ξανά: «Θα πας τους Ζωντανούς-Νεκρούς στα νοτιοδυτικά του Ωκεανού, λοιπόν; Είναι βέβαιο;»

«Δε βλέπω πουθενά αλλού να υπάρχει καμια καλύτερη δουλειά. Στη Βελτέρντιθ γίνεται εμφύλιος πόλεμος – είχα δίκιο, τελικά, ότι σύντομα αυτό θα συνέβαινε – όμως δεν νομίζω ότι μας συμφέρει να πάμε εκεί. Προτιμώ να αποφεύγω τους εμφύλιους πολέμους.»

«Εμφύλιος στη Βελτέρντιθ; Οι άλλοι αριστοκράτες εναντίον της Μονάρχη Σιριλκάνα;»

«Ναι. Αλλά όχι όλοι τους. Ορισμένοι. Έτσι άκουσα. Εσύ δεν θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό πριν από εμένα, κανονικά;»

«Δυο ανθρώπους έχω μόνο στη Βελτέρντιθ,» είπε η Έρικα, «κι έχω καιρό να μάθω νέα από εκεί. Επιπλέον, έλειπα τώρα, δεν έλειπα; Πότε άρχισε ο εμφύλιος;»

«Ενώ έλειπες, νομίζω. Όπως και νάχει, δεν πρόκειται να πάμε εκεί. Θα έρθεις μαζί μας; Ή έχεις άλλες δουλειές στον Ωκεανό;»

«Εγώ μπορεί να πάω στη Βελτέρντιθ,» είπε η Έρικα σκεπτικά. «Μπορεί να παρουσιαστούν ευκαιρίες εκεί… Αλλά, για αρχή, μάλλον θα έρθω μαζί σας, στη Σερκάλβη.

»Αλήθεια, ο Άρδαλον’λι είναι ακόμα εδώ; Αποφάσισε να μπει στους Ζωντανούς-Νεκρούς ή όχι;» Δεν τον είχε συναντήσει στο παλάτι του Βασιληά Ράνελμον, και δεν τον είχε αναζητήσει· είχε έρθει πρώτα να δει τον Ζαώρδιλ.

«Θα τον έχουμε μαζί μας,» αποκρίθηκε ο Σκοτωμένος.

«Δηλαδή, συμφώνησε!» Αυτά τα νέα την ευχαριστούσαν. Τον ήθελε εκεί όπου μπορούσε εύκολα να τον βρει. Και τον προτιμούσε για σύμμαχό της παρά για πιθανό εχθρό. Ήταν πολύ ισχυρός μάγος.

«Συμφώνησε,» τη διαβεβαίωσε ο Ζαώρδιλ, «αλλά δεν τον εμπιστεύομαι.»

«Γιατί;»

«Γιατί, κατά πρώτον, είναι αυτός που είναι, Έρικα. Και κατά δεύτερον, ξέρεις τι μου είπε; ‘Θα μπω στην ομάδα σας. Για την ώρα.’ Και τον ρώτησα: Σκοπεύεις, δηλαδή, να φύγεις κάποια στιγμή; Και μου απάντησε πάλι: Για την ώρα είμαι μαζί σας, Ζαώρδιλ – μη θέλοντας να δώσει καμια εξήγηση.»

«Φυσικό δεν ήταν να σου απαντήσει έτσι;» είπε η Έρικα. «Ο Άρδαλον’λι είναι. Νόμιζες ότι θα σου υποσχόταν να μείνει για πάντα με τους Ζωντανούς-Νεκρούς;»

«Πρόδωσε κάποτε τη Σαρντίκα-Νοθ,» της θύμισε ο Ζαώρδιλ. «Πιστεύεις ότι βλέπει εμάς διαφορετικά απ’ό,τι αυτήν; Θα πρέπει συνεχώς να τον προσέχω, όσο είναι μαζί μας – πράγμα που δεν μου αρέσει και τόσο.»

«Θα του μιλήσω,» υποσχέθηκε η Έρικα.

«Τι μπορεί να του πεις που δεν του είπα ήδη;»

«Τον ξέρω από παλιά, Ζαώρδιλ. Και δε νομίζω ότι εμένα θα με πρόδιδε.»

«Η Έρικα Σάλκερκοφ καλό θα ήταν να μην είναι λιγότερο καχύποπτη μ’αυτό τον μάγο απ’ό,τι με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στο Γνωστό Σύμπαν,» την προειδοποίησε ο Ζαώρδιλ.

Η Έρικα χαμογέλασε λιγάκι στραβά, παρατηρώντας ότι ξανά είχε κάποιο δίκιο. Αλλά, επίσης, δεν μπορούσε παρά να αναρωτιέται μήπως αυτή η συμπεριφορά του Ζαώρδιλ οφειλόταν στην κόντρα του με τον Άρδαλον’λι. Την κόντρα για την οποία, μάλλον, φταίω εγώ. Όμως όχι εσκεμμένα.

Ημερολόγιο Φαίδρας’λι Κασλίμω

Ο αρχηγός μάς πήρε από τη δούλεψη του Βασιληά Ράνελμον, γιατί δεν είχαμε πια καμια δουλειά στο Βασίλειο των Γεφυρωμένων Νήσων, και ακόμα κι ο ίδιος ο Βασιληάς δεν νομίζω πως μας ήθελε εκεί, αλλά δεν ήθελε επίσης να φανεί και αγενής και να μας διώξει στα γρήγορα· προτίμησε να μας αφήσει να φύγουμε όποτε θέλαμε εμείς.

Ο Σκοτωμένος, λοιπόν, τώρα μας έχει πάει νοτιοδυτικά του Ωκεανού, στα εδάφη ανάμεσα στη Σερκάλβη και στη Νάρενγκαλ, όπου πολλοί μισθοφόροι έχουν συγκεντρωθεί γιατί οι μικρότερες πόλεις εκεί σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Μια συμμορία ληστών έχει αποκτήσει ξανά μεγάλη δύναμη και προκαλεί προβλήματα: ο λήσταρχος πήρε την αρχηγεία μιας πόλης και κάποιες άλλες πόλεις και χωριά τον ακολούθησαν. Και σ’ένα χωριό μια θεά – η Βιρνακβόρηθ, όπως τη λένε οι ντόπιοι – έχει οργιστεί για τον θάνατο του πατέρα της, ενός θεού τον οποίο σκότωσε ο λήσταρχος. «Θεοκτόνο» τον φωνάζουν τον λήσταρχο, και λένε πως ο ίδιος πάλεψε με τον θεό και τον σκότωσε, αν και δεν ξέρω αν θα έπρεπε να το πιστέψω αυτό. Δεν έχουμε όμως ακόμα συναντήσει αυτοπροσώπως τον λήσταρχο σε μάχη. Αλλά και ο Άρδαλον’λι τής ίδιας άποψης μ’εμένα είναι: πιστεύει ότι κάτι πρέπει να κρύβεται πίσω από αυτόν τον λήσταρχο, που ονομάζεται Σάρντελκαμ. Το μόνο που ξέρουμε γι’αυτόν είναι ότι είναι από κάποια βαρβαρική φυλή στα βουνά στα βόρεια, που χωρίζουν τις Ενδότερες Πολιτείες από τούτες τις περιοχές, και ότι εμφανίστηκε ξαφνικά μαζί με δύο πελώριους λύκους, τους οποίους ακόμα έχει στο πλευρό του. Τον ένα τον ονομάζουν, σύμφωνα με όσα ακούμε, Χρυσοδόντη, και τον άλλο Μονόφθαλμο· και τα ονόματά τους, λένε, δεν είναι τυχαία. Ο Χρυσοδόντης, πράγματι, έχει δόντια από χρυσάφι, και ο Μονόφθαλμος πράγματι έχει ένα μοναδικό μάτι. Δεν είναι το άλλο του μάτι βγαλμένο: έχει μόνο ένα μάτι, στο κούτελο. Αυτά και μόνο εμένα τουλάχιστον με βάζουν σε υποψίες ότι οι λύκοι είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλώς δύο μεγάλοι λύκοι. Μάλλον κάποιοι θεοί πρέπει να είναι. Και η Πολεμική Καρδιά της Συναγωγής των Θηρίων μού λέει ότι αδημονεί να τους συναντήσει στη μάχη. Μη βιάζεσαι, της λέω, θα έρθει η ευκαιρία.

Αναρωτιέμαι αν η περίπτωση αυτού του Σάρντελκαμ είναι παρόμοια με του Βέρκαμωντ. «Παρόμοια», όχι «ίδια» – δεν πιστεύω ότι έχει σχέση με τον Ταρνατάρ’σακ. Αλλά καλύτερα να μην κάνω καθόλου τέτοιες υποθέσεις, γιατί θυμάμαι πάλι τον Φέκταρελ… κι εδώ που είμαστε τώρα, σε ξηρά, όλοι κάθε τόσο τον μελετάνε: όλοι τον θυμούνται για τις ικανότητές του και για τη συντροφικότητά του.

Έχουμε πολλή δουλειά τώρα, με τόσες συγκρούσεις που γίνονται εδώ, αλλά πάλι βρίσκω κάποιο χρόνο για το ημερολόγιό μου όπως παλιά. Έχω μάλιστα αρχίσει να προσπαθώ να βελτιώσω το γράψιμό μου· δεν ξέρω γιατί. Σίγουρα δεν σκοπεύω ποτέ κανένας να διαβάσει αυτά που γράφω.

Είμαστε καταυλισμένοι απόψε μέσα σ’ένα δάσος, κρυμμένοι, και βρισκόμαστε κοντά σ’ένα χωριό που ο Σκοτωμένος υποπτεύεται ότι πιθανώς να δεχτεί επίθεση από τους μαχητές του Θεοκτόνου. Και ο αρχηγός μας σκοπεύει να τους στήσει ενέδρα, να τους ορμήσουμε ενώ δεν το περιμένουν. Αλλά δεν ξέρουμε πότε θα γίνει η επίθεση: μπορεί να γίνει απόψε, μπορεί σε δέκα μέρες. Ή μπορεί ο Ζαώρδιλ να έχει κάνει λάθος και, τελικά, ο Θεοκτόνος να χτυπήσει αλλού.

Ο Ραμπνάιλ, πιο πριν, μου πρότεινε να πάω στη σκηνή του αργότερα, αν θέλω. Μου είπε ότι κανένας από τους άλλους δεν θα είναι εκεί, γιατί έχουν πάει να κατοπτεύσουν προς τα βορειοδυτικά. «Κι έχω αρπάξει ένα μπουκάλι με Σεργήλιο οίνο», μου είπε, «το οποίο δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ευχαρίστως θα το μοιραζόμουν μαζί σου». Η πρόσκλησή του είναι προφανής. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να δεχτώ ή όχι. Δεν έχω ακόμα αποφασίσει. Δεν είναι άσχημος, ούτε κακότροπος. Αλλά είναι αστείο: εκείνος κάποτε επαναστάτης, εναντίον της Παντοκρατορίας· εγώ κάποτε μάγισσα στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας… τώρα κι οι δυο μας μακριά από εκείνη την εποχή, και ουσιαστικά πραγματικά χρονικά και μέσα στο μυαλό μας. Μας φαντάζεσαι στην ίδια σκηνή, να πίνουμε από ένα μπουκάλι κρασί, να μοιραζόμαστε την ίδια κουβέρτα;