Επεισόδιο 26
ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΠΙΣΤΟΛΙ

Στο δρόμο, καθώς επιστρέφουμε προς το διαμέρισμά μας μέσα στο φορτηγό των μισθοφόρων, βλέπω τη Σαμάνθα συλλογισμένη. Θα μπορούσε να αναρωτιέται, ίσως, αν είναι δυνατόν τώρα να παγιδεύσουμε τις Πριγκίπισσες; Ελπίζω να μην κάνει καμια ανοησία, γιατί δεν είναι μόνο ο Ύαν που κινδυνεύει αλλά κι εμείς οι ίδιοι. Κλείνοντας τα βλέφαρά μου μπορώ ακόμα να δω εκείνο το παράξενο σημάδι που μοιάζει με ξίφος, και το ξέρω πως η επίδραση της Λα’αρτάλερ’μπεθ εξακολουθεί να είναι ισχυρή μέσα μου – και, αναμφίβολα, μέσα στη Σαμάνθα.

Το φορτηγό των μισθοφόρων σταματά μπροστά στην πολυκατοικία μας, και ο Αριστώνυμος λέει: «Τελειώσαμε, λοιπόν, έτσι; Εδώ σας αφήνουμε.»

«Ναι,» αποκρίνεται η Σαμάνθα. «Σ’ευχαριστούμε για τη βοήθειά σου. Και είμαι πρόθυμη να σε πληρώσω επιπλέον, αφού η περίπτωση ήταν δυσκολότερη από το αναμενόμενο.»

«Δεν υπάρχει λόγος,» αρνείται ο Αριστώνυμος. «Τα έχουμε όλα συμφωνήσει με τον κύριο Νυχταστέρη.»

«Μπορώ, ωστόσο, να σε πληρώσω–»

Ο Αριστώνυμος, όμως, δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Μας χαιρετά και μας βγάζει από το φορτηγό του, το οποίο ύστερα αμέσως φεύγει.

«Τι συμβαίνει εδώ;» ρωτά η Μαρλιέσσα, που τώρα έχει βγάλει το μαντήλι και κατεβάσει την κουκούλα της κάπας της. Κρίνοντας από την όψη της, μοιάζει πραγματικά μπερδεμένη. «Πώς…; Είναι σαν… σαν να πέρασε κάποιος χρόνος…» Κοιτάζει το τραύμα στον δεξή της ώμο. «Αλλά…»

«Καλύτερα να το περιποιηθούμε αυτό,» της λέω, ενώ η Καλλιστώ λέει: «Θα σου εξηγήσουμε, Μαρλιέσσα.» Και προς τη Σαμάνθα: «Θα ανεβούμε ξανά, για λίγο, στο σπίτι σας, εντάξει; Για να περιποιηθούμε το τραύμα της και μόνο.»

Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά, αν και δεν φαίνεται να της αρέσει η όλη ιστορία. Έχουμε τώρα κοντά μας και τις τρεις γυναίκες που είναι η Πριγκίπισσα της Οργής και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τις πιάσουμε…

Εμένα, προσωπικά, δεν με πειράζει καθόλου.

Τη Σαμάνθα, όμως, μάλλον την πειράζει. Παρ’ όλ’ αυτά ανοίγει την εξώπορτα της πολυκατοικίας και μπαίνουμε. Παίρνουμε τον ανελκυστήρα και ανεβαίνουμε προς τον τρίτο όροφο. Ίσα που χωράμε και οι πέντε μέσα στον στενό χώρο.

Η Μαρλιέσσα ρωτά ξανά τι συμβαίνει. Πώς είναι δυνατόν να άλλαξε έτσι η κατάσταση, τόσο απότομα;

«Δεν ήταν απότομα,» της λέω. «Θυμάσαι που σε πυροβόλησα; Που σε χτύπησα με μια ακτίνα;»

Η Μαρλιέσσα συνοφρυώνεται. «Αυτό… Αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι. Μια περίεργη ακτίνα να έρχεται προς το μέρος μου… Εσύ ήσουν;»

Φυσικά. Δεν με θυμάται. Φορούσα κουκούλα τότε. «Ναι,» της απαντώ. «Σε χτύπησα μ’ένα πιστόλι χωροχρονικής παγίδευσης.»

Η Μαρλιέσσα κοιτάζει τη Θεώνη και την Καλλιστώ απορημένα, και η γρυποκαβαλάρισσα τής αποκρίνεται: «Αλήθεια λέει. Θα σου εξηγήσουμε. Έχει περάσει μια ολόκληρη μέρα από τότε που χτυπήθηκες.»

«Μια ολόκληρη μέρα; Και… πού ήμουν; Δε θυμάμαι τίποτα!» Η Μαρλιέσσα μοιάζει εξοργισμένη.

«Σας το είπα, δεν σας το είπα;» λέω στη Θεώνη και στην Καλλιστώ. «Ο χρόνος είχε σταματήσει γι’αυτήν.»

Ο ανελκυστήρας έχει φτάσει στον τρίτο όροφο, και η Καλλιστώ, που στέκεται μπροστά στην πόρτα σαν φρουρός της, τώρα την ανοίγει. Βγαίνουμε και πηγαίνουμε στο διαμέρισμά μας. Η Θεώνη και η Καλλιστώ έχουν ξανά τα πιστόλια τους έτοιμα, σαν ακόμα να περιμένουν παγίδα. Αλλά, ασφαλώς, παγίδα δεν υπάρχει.

Η Μαρλιέσσα κάθεται στον καναπέ για να περιποιηθούμε το τραύμα της.

«Σφαίρα;» ρωτάω.

«Σπαθιά,» μου λέει.

Κοιτάζω τη Σαμάνθα. «Θα το ελέγξεις για μόλυνση;»

«Αφού κάνετε πρώτα όλα τα απαραίτητα.»

Η Μαρλιέσσα βγάζει τα επάνω ρούχα της και πλένουμε το τραύμα με αντισηπτικό. Ύστερα, το δένουμε με επίδεσμο και η Σαμάνθα υψώνει το χέρι της κοντά του μουρμουρίζοντας κάποιο ξόρκι. «Εντάξει είναι,» λέει τελικά. Εν τω μεταξύ, η Καλλιστώ έχει εξηγήσει, επί τροχάδην, στη Μαρλιέσσα τι συνέβη. Εκείνη μοιάζει ακόμα απορημένη μ’όλα αυτά, αλλά όχι πια μπερδεμένη. Ξέρει γιατί ο χρόνος πέρασε έτσι απότομα για το μυαλό της.

«Πρέπει να φύγουμε τώρα,» λέει η Θεώνη. «Ο Αδιάσειστος δεν είναι μακριά· πηγαίνω να τον φέρω. Να με περιμένετε στο μπαλκόνι. Μπορεί να μας σηκώσει και τις τρεις για να πετάξουμε ώς τη Λα’αρτάλερ’μπεθ.»

«Μισό λεπτό!» παρεμβαίνει η Σαμάνθα. «Μας υποσχεθήκατε ότι θα ελευθερώσετε τον Ύαν!»

«Θα τον ελευθερώσουμε,» αποκρίνεται η Θεώνη. «Τι να τον κάνουμε να τον κρατήσουμε; Ελάτε στις όχθες του ποταμού και θα τον βρείτε.»

«Δε θα μας πάρετε μαζί σας;» ρωτάω.

«Μπορείτε να έρθετε και μόνοι σας.»

Η Θεώνη βαδίζει ώς την εξώπορτα του διαμερίσματος. «Στο μπαλκόνι,» λέει στις άλλες δύο Πριγκίπισσες, και μετά φεύγει.

Η Καλλιστώ ανοίγει τη μπαλκονόπορτα και βγαίνουν.

Η Σαμάνθα μού λέει: «Πάμε να νοικιάσουμε δύο άλογα,» ενώ είμαστε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

«Περίμενε να φύγουν πρώτα.»

Ο γρύπας σύντομα έρχεται στο μπαλκόνι του διαμερίσματος, με τη Θεώνη στη ράχη του. Η Καλλιστώ και η Μαρλιέσσα σκαρφαλώνουν στη σέλα, πίσω από τη γρυποκαβαλάρισσα, ενώ τις κοιτάζουμε από τη μπαλκονόπορτα.

Η Καλλιστώ υψώνει το χέρι της προς τη μεριά μου, σε αποχαιρετισμό.

«Στο καλό,» λέω. «Να προσέχετε.»

Ο Αδιάσειστος χτυπά τις μεγάλες φτερούγες του και παίρνει τα νυχάτα πόδια του από την άκρη του μπαλκονιού. Πετά ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και, μετά, πάνω απ’αυτές. Εξαφανίζεται μέσα στον νυχτερινό ουρανό.

«‘Στο καλό’;» Η Σαμάνθα με κοιτάζει λιγάκι θυμωμένα. «‘Να προσέχετε’; Γίνανε φίλες μας τώρα;»

Ανασηκώνω τους ώμους. «Προσωπικά, τι νάχω εναντίον τους;» Μπαίνω πάλι στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

Η Σαμάνθα με ακολουθεί, κλείνοντας τη μπαλκονόπορτα πίσω της. «Φυσικά,» λέει καυστικά. «Τι νάχεις εναντίον τους, όταν πηδιέσαι μαζί τους!» Το έχει καταλάβει· υπήρχε ποτέ καμία αμφιβολία;

«Μη γίνεσαι χυδαία…»

«Χυδαία;» Με ατενίζει οργισμένα. «Νομίζεις ότι δεν ξέρω τι συνέβη μέσα στο μπάνιο, το μεσημέρι;»

«Δεν είμαστε πραγματικά παντρεμένοι,» της θυμίζω.

«Είχαμε κάνει, όμως, μια συμφωνία,» μου θυμίζει.

«Κρατούσε πιστόλι. Πώς να της έλεγα όχι;» Παίρνω μια αθώα έκφραση.

Η Σαμάνθα υψώνει το δικό της πιστόλι, σημαδεύοντάς με. «Κι εγώ κρατάω πιστόλι. Και μη μου κάνεις αυτές τις γκριμάτσες!»

«Θα με πυροβολήσεις, λοιπόν, ή θα πάμε να νοικιάσουμε άλογα;»

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.