Επεισόδιο 19
ΟΡΓΗ ΚΑΙ ΕΝΕΔΡΕΣ

Όταν έχει νυχτώσει για τα καλά, μπαίνουμε στο όχημα της Σαμάνθας και πηγαίνουμε στο Λημέρι. Εγώ, φυσικά, οδηγώ. Ο Ύαν κάθεται δίπλα μου, και πίσω είναι η Σαμάνθα κι ο Καπνιστής. Νομίζω πως επίτηδες η Σαμάνθα θέλησε εγώ και ο Ύαν να καθίσουμε κοντά, για ν’αρχίσουμε να συμπαθιόμαστε. Δεν προβλέπω, όμως, αυτό να συμβεί μέσα στα επόμενα εκατό-πενήντα χρόνια.

Ο Καπνιστής καπνίζει μέχρι που φτάνουμε στον προορισμό μας: τον δρόμο όπου θα αφήσουμε το τετράκυκλο όχημα – έναν δρόμο μέσα στο Λημέρι αλλά έξω από την περιοχή των Ακανόνιστων. Σταματάω κοντά σ’ένα σκιερό σοκάκι κάθετο στον συγκεκριμένο δρόμο. Κανένας δεν είναι τριγύρω – ούτε καν άστεγοι δεν φαίνονται – νυχτερινή ησυχία βασιλεύει.

«Σας το είπα, δε σας το είπα;» λέει ο Ύαν. «Εδώ είναι ήσυχα. Τσιμουδιά δεν ακούς τις νύχτες.»

Ανοίγουμε τις πόρτες και βγαίνουμε από το όχημα. Είμαστε όλοι ντυμένοι στα μαύρα: μαύρα παντελόνια, μαύρες μπλούζες, μαύρα γάντια, μαύρες μπότες, κι από πάνω μαύρες καπαρντίνες. Αν κάποιος μάς δει θα καταλάβει αμέσως ότι κάτι κακό πάμε να κάνουμε· το όλο νόημα, όμως, είναι κανένας να μη μας δει, να είμαστε αόρατοι μες στο νυχτερινό σκοτάδι. Τα όπλα μας τα έχουμε επάνω μας, σε ετοιμότητα. Και κάτω από όλα τα άλλα ρούχα, φοράμε αλεξίσφαιρα γιλέκα.

Κλείνουμε τις πόρτες του οχήματος, και η Σαμάνθα υψώνει ένα μικρό τηλεχειριστήριο και πατά ένα κουμπί. Ένα σύντομο μπιπ ακούγεται από το εσωτερικό του τετράκυκλου. Δεν ρωτάω τι ήταν αυτό γιατί ξέρω. Μου είπε η Σαμάνθα προτού φύγουμε. Το όχημα έχει μικροσκοπικούς αισθητήρες επάνω του, κι αν κάποιος πάει να το αγγίξει, θα χτυπηθεί από ενέργεια. Η Σαμάνθα μάς προειδοποίησε να μην το αγγίξουμε αν πρώτα εκείνη δεν απενεργοποιήσει την προστασία, κατά την επιστροφή μας. «Και σε περίπτωση που δεν καταφέρω να έρθω μαζί σας,» είπε, «υπάρχει ακόμα ένα τηλεχειριστήριο.» Και μου το έδωσε. Το έχω τώρα σε μια εσωτερική τσέπη της καπαρντίνας μου, κι ελπίζω να μη μου χρειαστεί.

Βαδίζουμε προς την περιοχή των Ακανόνιστων. Γλιστράμε μέσα στα σκοτάδια, γινόμαστε ένα με τα σκοτάδια με τις μαύρες ενδυμασίες μας. Ο φωτισμός στους δρόμους του Λημεριού δεν είναι και ο καλύτερος· πολλές λάμπες είναι σπασμένες, πολλές είναι ασθενικές ή τρεμοπαίζουν.

«Κουκούλες,» λέει ο Καπνιστής, και βάζουμε όλοι τις μαύρες κουκούλες μας, οι οποίες έχουν ανοίγματα μόνο για τα μάτια, τη μύτη, και το στόμα. Φοράμε επίσης τα γυαλιά νυχτερινής όρασης και τα ενεργοποιούμε. Βλέπω τα πάντα σε αποχρώσεις του πράσινου τώρα, αλλά είναι πολύ ευδιάκριτα. Παρατηρώ ακόμα και μια γάτα που πριν από λίγο ήταν τελείως αόρατη για εμένα.

«Η περιοχή των Ακανόνιστων αναμφίβολα φρουρείται,» είπε η Σαμάνθα στον Ύαν και στον Καπνιστή, όσο ακόμα ήμασταν στο διαμέρισμά μας στη Μικρόπολη. «Πώς σκοπεύετε να περάσουμε από τους φρουρούς;»

«Σκοτώνοντάς τους,» αποκρίθηκε ο Ύαν, και κοίταξε τον Καπνιστή ο οποίος, καπνίζοντας, μόρφασε καταφατικά, αδιάφορα.

Αυτό, βέβαια, δεν είναι παρά η βάση του σχεδίου. Υπάρχουν και λεπτομέρειες. Πιάνω τη χυμική βομβίδα μέσα από την καπαρντίνα μου, καθώς ζυγώνουμε τα άκρα της περιοχής των Ακανόνιστων. Το μέρος είναι όπως στον χάρτη, όταν μας το έδειξε ο Ύαν (αν και, ασφαλώς, υπάρχουν οι διαφορές που πάντοτε υφίστανται ανάμεσα στον χάρτη και στην πραγματικότητα).

Απομακρύνομαι από τους υπόλοιπους, και ο Ύαν έρχεται μαζί μου. Η Σαμάνθα κι ο Καπνιστής πάνε από την άλλη μεριά.

Γλιστρώντας μέσα στα σκοτάδια, αποφεύγοντας τελείως τα φώτα, ζυγώνουμε τους δύο φρουρούς χωρίς να μας δουν.

«Περίμενε,» μου λέει ο Ύαν προτού εκτοξεύσω τη χυμική βόμβα. «Κάτι δεν πάει καλά.» Κι ενεργοποιώντας τον πομπό του λέει στους άλλους: «Περιμένετε. Κάτι δεν πάει καλά.»

«Ναι,» ακούγεται η φωνή του Καπνιστή. «Μόνο δύο. Δε χρειαζόμαστε καν χυμικά, έτσι;»

«Σα νάχουν στημένη παγίδα για κάποιον,» λέει ο Ύαν.

«Ναι.»

«Κατοπτεύουμε το μέρος;»

«Σύμφωνοι.»

Ούτε καν να μας ρωτήσουν αυτοί οι δυο εμένα και τη Σαμάνθα…

Ακολουθώ τον Ύαν σιωπηλά. Ανεβαίνουμε σε μια σιδερένια σκάλα που είναι γαντζωμένη στο πλάι μιας πολυκατοικίας, σκυμμένοι, σα νάμαστε γάτοι.

«Μην κάνεις τόσο θόρυβο,» μου ψιθυρίζει χωρίς να στραφεί να με κοιτάξει.

Έκανα θόρυβο;

Ο Ύαν σταματά όταν έχει φτάσει στο πιο ψηλό σκαλοπάτι, βγάζει τα γυαλιά νυχτερινής όρασης, και φέρνει ένα ζευγάρι μικρά κιάλια στα μάτια του – κι αυτά με νυχτερινή όραση, πάω στοίχημα.

Μιλά πάλι στον πομπό του: «Καπνιστή;»

«Ναι.»

«Είσαι σε ψηλό μέρος;»

«Πάνω σ’οροφή· η Σαμάνθα κάτω, περιμένει

«Τους βλέπεις; Προς τα νότια, μέσα σ’εκείνο το παρκάκι.»

«Ναι. Ενέδρα, έτσι;»

«Δίχως αμφιβολία. Κάποιον περιμένουν.»

«Αποκλείεται εμάς, έτσι;»

«Αδύνατον. Ακόμα κι αν το σπίτι της Σαμάνθας έχει κοριούς, μάλλον δεν θα είχαν χρόνο να προετοιμαστούν. Αλλά γενικά – αδύνατον. Δώδεκα άτομα, βλέπω, εσύ;»

«Ναι, δώδεκα είναι.»

«Στα όρια του εκτοξευτήρα, νομίζω.»

«Ναι, έτσι φαίνεται.»

«Θα τους ρίξουμε χυμικά, και αμέσως πυροβολούμε με τα μακρινής εμβέλειας.»

«Έγινε. Ξεκινάμε με το σήμα σου, έτσι;»

«Ναι.»

Καλά, ε, αισθάνομαι σαν φάντασμα. Και η Σαμάνθα είμαι βέβαιος πως το ίδιο νιώθει τώρα. Αν και, μάλλον, εκείνη θα περίμενε κάτι τέτοιο απ’ αυτούς τους δύο.

Ο Ύαν συναρμολογεί σχεδόν στιγμιαία ένα τουφέκι μακρινής εμβέλειας που βγάζει από τον σάκο του. Προσαρμόζει επάνω έναν εκτοξευτήρα και βάζει μέσα του μια χυμική βομβίδα. Υψώνει το εργαλείο και σημαδεύει από το στόχαστρο.

«Τώρα!» λέει στον πομπό που είναι πιασμένος στον ώμο του.

«Τώρα!» ακούγεται η φωνή του Καπνιστή.

Η χυμική βομβίδα εκτοξεύεται από το όπλο του Ύαν, και το μικρό πάρκο γεμίζει παραλυτικά αέρια. Νομίζω πως μπορώ να διακρίνω ανθρώπινες μορφές να κάνουν σπασμούς. Ο Ύαν πυροβολεί με το τουφέκι. Οι κρότοι είναι φιμωμένοι από τον σιγαστήρα, αλλά, και πάλι, μου μοιάζουν δυνατοί – ίσως επειδή είμαι τόσο κοντά στο όπλο.

Από την άλλη μεριά, παρόμοιοι κρότοι ακούγονται, όμως δεν είμαι βέβαιος από πού ακριβώς, σαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη νύχτα. Αυτό είναι και το νόημα του σιγαστήρα, όπως έχω μάθει.

Μετά από λίγο, ο Ύαν παύει να πυροβολεί κατεβάζοντας το τουφέκι. «Νεκροί όλοι,» λέει. «Πάμε.»

«Και οι δύο φρουροί;»

«Εννοείται, κι αυτοί.» Αρχίζει να κατεβαίνει τη σκάλα.

Τον ακολουθώ. Έχω φρικάρει με τούτους τους τύπους. Είναι παλαβοί. Καθάρισαν δεκατέσσερις ανθρώπους με την ελάχιστη δυνατή φασαρία που μπορείς να φανταστείς!

Συναντιόμαστε με τη Σαμάνθα και τον Καπνιστή κάτω, στον δρόμο. Περνάμε πάνω από τα πτώματα των δύο φρουρών (κι οι δύο σκοτωμένοι από μία σφαίρα στο κεφάλι) και συνεχίζουμε ακάθεκτοι μέσα στην περιοχή των Ακανόνιστων.

Ψιθυρίζω στη Σαμάνθα: «Τι είναι αυτοί οι τρελοί, αγάπη μου; Προσπαθείς να μ’εντυπωσιάσεις με τις γνωριμίες σου;»

Εκείνη γελά σιγανά μέσα από την κουκούλα της. «Σσσς,» μου κάνει.

Χωρίς κανένα πρόβλημα, προχωρώντας μέσα στα σκοτάδια που αγκαλιάζουν φιλικά τις κατάμαυρες ενδυμασίες μας, φτάνουμε κοντά στο αρχηγείο των Ακανόνιστων, γύρω από το οποίο περιφέρονται φρουροί που δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Καπνιστής και ο Ύαν μπορούν να ξεπαστρέψουν μέχρι η Λόρκη να προλάβει να κατεβάσει το βρακί της. Και χωρίς θόρυβο, μάλιστα.

Προτού κάνουμε την παραμικρή κίνηση, όμως, πυροβολισμοί αντηχούν ξαφνικά από το εσωτερικό του αρχηγείου. Οι φρουροί αναστατώνονται· ανοίγουν τη μεγάλη διπλή είσοδο και μπαίνουν. Ουρλιαχτά ακούγονται, κραυγές, θόρυβος, πράγματα που σπάνε.

«Τι σκατά γίνεται;» λέω.

Η Σαμάνθα βγάζει γρήγορα έναν μικρό καθρέφτη από την τσάντα της κι αρχίζει να κάνει ένα ξόρκι. Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως, σίγουρα. Εν τω μεταξύ, το χάος μέσα στο αρχηγείο συνεχίζεται.

«Σφάζονται,» λέω. «Κάποιοι σκοτώνονται εκεί μέσα. Μας πρόλαβε η Χωροφυλακή; Ήρθε πριν από εμάς;»

«Θα σκάσεις επιτέλους;» μουγκρίζει ο Ύαν. «Ή θα σε σωπάσω για πάντα;»

Αν του ρίξω μια γερή μπουνιά στα παΐδια θα με σκοτώσει μετά, άραγε; Ο κόπανος.

Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάζεται πάνω στον καθρέφτη της Σαμάνθας. Μια κουκίδα που μετακινείται σπασμωδικά· δεν μένει καθόλου στην ίδια θέση.

«Η Καλλιστώ;» ρωτάω.

«Ναι,» απαντά η Σαμάνθα. «Μέσα είναι. Πάμε.»

Ο Καπνιστής δείχνει. «Απ’ αυτό το παράθυρο.»

«Ναι,» συμφωνεί ο Ύαν.

Φυσικά, εμάς δεν μας ρωτάνε.

Πλησιάζουμε το παράθυρο, που είναι στο ισόγειο και προστατευμένο με κάγκελα, καθώς βγάζουμε τα γυαλιά νυχτερινής όρασης που πλέον δεν μας χρειάζονται. Ο Καπνιστής τραβά ένα σπαθί μέσα από την καπαρντίνα του και πατά το κουμπί που βάζει σε λειτουργία το ενεργειακό ρεύμα· ενέργεια διατρέχει τη λεπίδα, τρίζοντας και στραφταλίζοντας. Ο Καπνιστής χτυπά δυο φορές τα κάγκελα, διαλύοντάς τα. Μετά σπάει το παντζούρι και το τζάμι χωρίς καθόλου δυσκολία.

Ο Ύαν πηδά πρώτος μέσα, βαστώντας ένα πιστόλι σε κάθε χέρι.

Τον ακολουθώ, βαστώντας πιστόλι στο ένα χέρι.

Ο Καπνιστής, έχοντας απενεργοποιήσει και θηκαρώσει το σπαθί του, έρχεται πίσω μας, καθώς και η Σαμάνθα. Κρατάνε πιστόλια κι αυτοί. Εκείνη έχει, φυσικά, κρύψει τον καθρέφτη της.

Το δωμάτιο όπου έχουμε βρεθεί είναι σκοτεινό, αλλά ο Ύαν έχει ανάψει έναν φακό που είναι προσαρτημένος πάνω σ’ένα από τα πιστόλια του και το φωτίζει. Με απλό καθιστικό μοιάζει. Το διασχίζουμε και συνεχίζουμε στο εσωτερικό του αρχηγείου, όπου βλέπουμε άντρες και γυναίκες ντυμένους ακανόνιστα να τρέχουν από δω κι από κει με όπλα στα χέρια.

«Κι άλλοι εισβολείς!» φωνάζει κάποιος, κι αντικρίζουμε τέσσερις Ακανόνιστους να στέκονται πάνω σε μια σκάλα και να στρέφουν κάννες προς το μέρος μας. Ο Ύαν και ο Καπνιστής τούς σκοτώνουν προτού προλάβουν να πατήσουν τις σκανδάλες των όπλων τους.

Τρεις ακόμα έρχονται, όμως, καταπάνω μας, κι εγώ τους αντικρίζω πρώτος. Τραβάω μια σκοτοβομβίδα και τους τη στέλνω. Για πρώτη φορά βλέπω πώς λειτουργεί. Κυριολεκτικά, μοιάζει να απορροφά το φως δημιουργώντας ένα πεδίο αδιαπέραστου σκότους. Οι Ακανόνιστοι κραυγάζουν, σαστισμένοι. Τους πυροβολώ μαζί με τη Σαμάνθα. Ένας καταφέρνει να φύγει από το σκοτάδι τρέχοντας· τους άλλους δύο πρέπει να τους έχουμε σκοτώσει.

«Τι σκατά έχει γίνει εδώ;» απορώ.

Η Σαμάνθα λέει, καθώς τώρα κανένας εχθρός δεν φαίνεται κοντά μας: «Πρέπει να χωριστούμε. Πρέπει να τις βρούμε γρήγορα – κυρίως, τη δημοσιογράφο – αυτή μάς ενδιαφέρει.»

«Μείνε μαζί με τον άντρα σου,» της λέει ο Ύαν, «και να προσέχετε.» Απομακρύνεται, ανεβαίνοντας τη σκάλα.

Ο Καπνιστής πηγαίνει προς μια άλλη μεριά.

Εγώ και η Σαμάνθα ακολουθούμε διαφορετικό δρόμο, με τα πιστόλια μας υψωμένα.

Οι αρχικές κραυγές και οι πυροβολισμοί έχουν καταλαγιάσει, παρατηρώ. Η φασαρία έχει ελαττωθεί. Κινούμαστε επιφυλακτικά, περνώντας από μικρούς διαδρόμους και δωμάτια, ενώ ακούμε πού και πού καμια φωνή να αντηχεί, κανέναν κρότο, ή κανέναν ήχο θραύσης. Συναντάμε τρεις νεκρούς στο δρόμο μας μέχρι στιγμής: μια γυναίκα καρφωμένη στο στήθος από λεπίδα, δύο άντρες χτυπημένους από σφαίρες. Ποιος τους σκότωσε; Ποιοι φονιάδες είναι εδώ μέσα εκτός από εμάς;

Μετά, βλέπω πάνω στον τοίχο μια λέξη, γραμμένη με αίμα: ΟΡΓΗ.

Είναι δυνατόν; Η Πριγκίπισσα της Οργής; Εδώ;

«Μήπως να έκανες το ξόρκι σου πάλι;» προτείνω στη Σαμάνθα.

Εκείνη συμφωνεί αμίλητα. Θηκαρώνει το πιστόλι της και βγάζει τον καθρέφτη. Μουρμουρίζει, εστιάζοντας το βλέμμα της πάνω στο κρύσταλλο.

Βλέπω ξαφνικά έναν γαλανόδερμο τύπο να πετάγεται πανικόβλητος μπροστά μου, κρατώντας ρόπαλο με σιδερένια κεφαλή. Τα μάτια του είναι διασταλμένα, η όλη του όψη περίτρομη. Με κοιτάζει και διστάζει να επιτεθεί. «Δε… δεν είσαι αυτή…» τραυλίζει.

«Ποια να είμαι;» του λέω σημαδεύοντας τον από τη στιγμή που παρουσιάστηκε.

«Η Απρόσωπη. Είν’ εδώ η Απρόσωπη, η Πριγκίπισσα της Οργής. Ήρθε όπως είχε πει το Στόμα! Καλά, εσύ ποιος είσαι; Γιατί φοράς κουκούλα; Δεν είσαι η Απρόσωπη… Είσαι δικός μας;»

Γυρίζοντας το πιστόλι στην αναισθητοποίηση, τον πυροβολώ. Το σώμα του τραντάζεται από ενέργεια, καθώς μια δυνατή κραυγή βγαίνει απ’τα χείλη του. Πέφτει κάτω, λιπόθυμος. Γυρίζω ξανά το πιστόλι μου στη λειτουργία πυροβόλου.

Κοιτάζω τη Σαμάνθα. «Τον άκουσες τι είπε;»

Εκείνη έχει διακόψει τη μαγεία της. «Ναι…»

«Η Καλλιστώ είναι εδώ, και η Πριγκίπισσα της Οργής είναι επίσης εδώ. Σύμπτωση; Ξανά;»

«Δεν ξέρω.» Κάνει ν’αρχίσει πάλι το ξόρκι, αλλά σταματά καθώς μια κραυγή αντηχεί από το βάθος, μπροστά μας.

Πηγαίνουμε προς τα εκεί, και μπαίνουμε σε μια αίθουσα γεμάτη τοιχογραφίες. Τελείως τρελές τοιχογραφίες. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι απεικονίζουν. Σουρεαλιστικές υποθέτω θα τις αποκαλούσε κανείς. Επάνω τους τώρα, σε τρία σημεία, είναι γραμμένη η λέξη ΟΡΓΗ, με αίμα. Το χαλί της αίθουσας είναι επίσης ποτισμένο με αίμα. Δύο γυναίκες κι ένας άντρας είναι ξαπλωμένοι κάτω, όλοι τους νεκροί.

Από πού ήρθε η κραυγή;

Από τα δεξιά;

Βαδίζω προς τα εκεί, όπου υπάρχει μια ανοιχτή πόρτα. Έχοντας το πιστόλι μου υψωμένο. Η Σαμάνθα έρχεται πλάι μου.

Με την άκρια του αριστερού ματιού μου, ή ίσως απλά και μόνο από διαίσθηση, παρατηρώ ότι κάποιος παρουσιάζεται πίσω μας, από την άλλη μεριά της αίθουσας. Γυρίζω.

Βλέπω μια γυναίκα, μαυροντυμένη, με μανδύα και κουκούλα, και μαντήλι στο πρόσωπο. Έχει ένα πιστόλι υψωμένο–

Σπρώχνω τη Σαμάνθα, φωνάζοντας: «Κάτω!»

Η Σαμάνθα πέφτει, καταλαβαίνοντας αμέσως τι συμβαίνει· δεν φέρνει την παραμικρή αντίσταση. Ο κρότος του πιστολιού της μαυροντυμένης γυναίκας αντηχεί, η σφαίρα της περνά μπροστά από το πρόσωπό μου.

Την πυροβολώ αλλά έχει ήδη πεταχτεί πίσω από το λαξευτό τραπέζι της αίθουσας· οι σφαίρες μου χτυπάνε τα ξύλα του.

Πηδάω πίσω από μια αναποδογυρισμένη καρέκλα, ενώ συγχρόνως αναρωτιέμαι: Αυτή είναι; Η Πριγκίπισσα της Οργής; Οι σφαίρες της με αστοχούν.

Αλλά δεν αστοχούν και τη Σαμάνθα. Καθώς πάει να σηκωθεί, τραυματίζεται και πέφτει πάλι. Την ακούω να κραυγάζει – το τραύμα, όμως, φαίνεται νάναι στο πόδι, ευτυχώς.

Και η Πριγκίπισσα δεν ρίχνει ξανά· πρέπει να τις έχουν τελειώσει οι σφαίρες. Τραβά ένα άλλο πιστόλι–

Αλλά έχω ήδη πετάξει μια σκοτοβομβίδα καταπάνω της. Πυκνό, αδιαπέραστο σκοτάδι την τυλίγει.

Αυτό τη σταματά· δεν την ακούω να πυροβολεί. Ούτε να κινείται.

Και συνειδητοποιώ ότι πυροβολισμοί αντηχούν από κάπου αλλού. Αρκετοί πυροβολισμοί.

«Σαμάνθα!» συρίζω. «Είσαι καλά;»

«Με πέτυχε στο πόδι,» αποκρίνεται, αρκετά ψύχραιμα, και σέρνεται προς το μέρος μου. Ακούω την αναπνοή της δυνατή.

Τι κάνει η Πριγκίπισσα; Αυτή δεν την ακούω καθόλου; Έφυγε;

Όταν η Σαμάνθα φτάνει κοντά μου, περιμένουμε το σκοτάδι να διαλυθεί έχοντας τα όπλα μας έτοιμα. Η Πριγκίπισσα της Οργής έχει πράγματι φύγει.

«Αυτή ήταν,» λέω στη Σαμάνθα. «Εκτός αν ήταν η δημοσιογράφος.»

«Δε μπορεί να ήταν η δημοσιογράφος,» αποκρίνεται τρίζοντας τα δόντια από τον πόνο. Η σφαίρα πρέπει νάναι στον μηρό της, λίγο πιο πάνω από το γόνατο.

Τη βοηθάω να σηκωθεί.

Οι πυροβολισμοί που ακούγαμε έχουν τώρα πάψει. Μετά, ξαφνικά, κάποιος καλεί τον πομπό που είναι καρφιτσωμένος στον ώμο της Σαμάνθας, κι όταν εκείνη πατά το κουμπί της αποδοχής, ο Ύαν λέει: «Μ’ακούς, Αγαρίστη;»

«Σ’ακούω.»

«Κάποιοι έχουν ταμπουρωθεί στον δεύτερο όροφο. Νομίζω ότι ο αρχηγός τους είναι εδώ πάνω – εκείνος που λένε ‘το Στόμα του Χάους’ – και τον προστατεύουν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Είδα και μια γυναίκα, κουκουλωμένη και με μαντήλι στο πρόσωπο. Με πυροβόλησε καλυμμένη πίσω από μια πόρτα· μ’έχει τραυματίσει.»

«Άσχημα;»

«Όχι και τόσο· στο αριστερό χέρι. Αλλά αυτή η γυναίκα δεν πρέπει νάναι από τους Ακανόνιστους. Στους τοίχους υπάρχει γραμμένη η λέξη οργή, Αγαρίστη. Γραμμένη με αίμα.»

«Έλα κάτω,» του λέει η Σαμάνθα. «Έλα στο… Είμαστε σε μια αίθουσα. Μεγάλη. Με τοιχογραφίας. Πρέπει νάναι κεντρική εδώ πέρα. Θα τη βρεις. Αλλά πρόσεχε. Κι εδώ στους τοίχους υπάρχει γραμμένη η λέξη οργή, και μόλις δεχτήκαμε κι εμείς επίθεση από μια γυναίκα με κουκούλα και μαντήλι, και ντυμένη κατάμαυρα.»

«Τι! Μα πώς…; Ντυμένη στα μαύρα, είπες;»

«Τα πάντα μαύρα. Σαν εμάς.»

«Αυτή που είδα εγώ δεν φορούσε μαύρα. Μια σκούρα μπλε κάπα, νομίζω· και το μαντήλι… δεν ξέρω αν ήταν μαύρο. Καφέ, ίσως.»

«Τέλος πάντων. Έλα κάτω. Με προσοχή. Μίλησες στον Καπνιστή;»

«Όχι ακόμα.»

«Θα του μιλήσω εγώ.» Η Σαμάνθα καλεί τον Καπνιστή με τον πομπό που είναι καρφιτσωμένος στον ώμο της. Ο Καπνιστής δεν απαντά. Η Σαμάνθα επιμένει. Ο Καπνιστής εξακολουθεί να μην απαντά. «Γαμήσου…» κάνει η Σαμάνθα, και με κοιτάζει μ’ένα βλέμμα που μαρτυρά ότι φοβάται πως κάτι πολύ κακό τού έχει συμβεί.

«Μπορείς να δεις πού είναι η Καλλιστώ;» τη ρωτάω.

«Γαμώ την Καλλιστώ!» γρυλίζει. «Και μετά ήθελες νάρθουμε μόνοι μας εδώ πέρα…»

«Μπορείς να τη βρεις ή όχι;»

«Αδύνατον, μ’αυτή τη σφαίρα μέσα μου. Πονάω. Βοήθησέ με να βγούμε από δω. Θα συναντήσουμε τον Ύαν έξω, καθώς έρχεται.»

Τη βοηθάω, και βαδίζουμε με προσοχή. Η Σαμάνθα κουτσαίνει άσχημα· δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να στηρίζεται κάπου, ούτε να περπατήσει.

«Πάρε το όπλο χωροχρονικής παγίδευσης,» μου λέει. «Πάρ’ το μέσα απ’την καπαρντίνα μου.»

«Τι να το κάνω;»

«Αν τη δεις, ρίξ’ της – αμέσως! Πρέπει να την παγιδέψουμε.»

Διστάζω προς στιγμή αλλά, μετά, βάζω το χέρι μου μέσα στην καπαρντίνα της, πιάνω το περίεργο πιστόλι, και το τραβάω. Δε μ’αρέσει η αίσθησή του μέσα στη γροθιά μου.

«Μία ριπή έχει, μην ξεχνάς,» μου λέει η Σαμάνθα· «μία ριπή και η μπαταρία τελειώνει.»

«Το θυμάμαι.»

Καθώς βγαίνουμε από την αίθουσα με τις παράξενες τοιχογραφίες, πυροβολισμοί πάλι ακούγονται από κάπου. Από επάνω.

Δε μπορώ να καταλάβω τι στα κέρατα του Κάρτωλακ γίνεται εδώ πέρα! Είναι όντως η Πριγκίπισσα της Οργής αυτή που μας επιτέθηκε; Κι αν ναι, τότε ποια επιτέθηκε στον Ύαν;

«Πρέπει να κάνεις μια προσπάθεια να εντοπίσεις ξανά τη δημοσιογράφο,» λέω στη Σαμάνθα, «αλλιώς δεν πρόκειται να τη βρούμε με τίποτα εδώ πέρα. Και είναι επικίνδυνα.»

«Τώρα θυμήθηκες ότι είναι επικίνδυνα, ε; Άσε με να στηριχτώ στον τοίχο. Άσε με.»

Την αφήνω, κι εκείνη βγάζει ξανά τον καθρέφτη από την τσάντα της και μουρμουρίζει το ξόρκι. Βλέπω ότι φανερά πιέζεται για να διώξει τον πόνο απ’το μυαλό της και να συγκεντρωθεί στη μαγεία της. Ιδρώτας έχει νοτίσει τη μαύρη κουκούλα που καλύπτει το πρόσωπο και το κεφάλι της. Το ένα της μάτι έχει στενέψει πολύ σε σύγκριση με το άλλο.

Δεν ακούω βήματα να έρχονται προς το μέρος μας, αλλά βλέπω τη σκιά αυτού που ζυγώνει.

Υψώνω το πιστόλι μου: το κανονικό, όχι το περίεργο. (Το περίεργο το έχω στο άλλο χέρι.) Υποπτεύομαι, όμως, ότι είναι ο μαλάκας. «Ύαν;»

«Ναι, εγώ,» αποκρίνεται εκείνος ακολουθώντας τη σκιά του. «Με άκουσες; Δε σε είχα για τόσο–»

«Κοίτα κάτω.» Του δείχνω τη σκιά του με το πιστόλι μου.

«Αα, ναι,» λέει ο Ύαν. «Έγινα απρόσεχτος.» Το αριστερό του μπράτσο είναι γεμάτο αίματα.

«Τι συμβαίνει επάνω;»

«Της Λόρκης το γλέντι. Νομίζω πως έχουν ταμπουρωθεί επειδή η Πριγκίπισσα της Οργής θέλει να τους σκοτώσει. Αλλά η Σαμάνθα είπε ότι συναντ–»

«Δίπλα μας είναι!» λέει ξαφνικά η Σαμάνθα. Μια κόκκινη κουκίδα έχει παρουσιαστεί πάνω στον καθρέφτη. «Από κει»· η φωνή της ακούγεται πιεσμένη. Δείχνει με το βλέμμα της προς έναν διάδρομο. Η κόκκινη κουκίδα εξαφανίζεται.

Ο Ύαν μού κάνει νόημα να μείνω πίσω και πηγαίνει μόνος, προσεχτικά, κρατώντας ένα πιστόλι τώρα, όχι δύο.

Η Σαμάνθα τού λέει να περιμένει, του εξηγεί ότι τη θέλει ζωντανή, και του προτείνει να χρησιμοποιήσει το πιστόλι χωροχρονικής παγίδευσης.

«Και μετά πώς θα την πάρουμε από εδώ;» Ο Ύαν έχει σταματήσει.

«Θα φροντίσω εγώ γι’αυτό.»

«Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, Αγαρίστη–»

«Σαμάνθα με λένε!» Πονάει, φανερά, και είναι τσαντισμένη.

«Θα την αναισθητοποιήσω, αφού τη θέλεις ζωντανή, και θα την κουβαλήσουμε,» επιμένει ο Ύαν, και απομακρύνεται μόνος του.

Μπαίνει στον διάδρομο. Εγώ περιμένω πίσω, μη θέλοντας να αφήσω εδώ τη Σαμάνθα αλλά ούτε και να την πάρω μαζί μου. Αν κάτι γίνει ενώ την υποβαστάζω, μπορεί κι οι δυο να σκοτωθούμε· η ευκινησία μας θα τείνει στο μηδέν.

Δεν βλέπω τον Ύαν καθαρά καθώς βαδίζει στον διάδρομο – η γωνία μού τον κρύβει – και σκέφτομαι ότι δεν είναι σωστό να τον αφήσω τελείως ακάλυπτο· είναι κι αυτός τραυματισμένος. Χωρίς ν’απομακρυνθώ πολύ από τη Σαμάνθα, τον ακολουθώ ώς την αρχή του διαδρόμου, καλύπτομαι στη γωνία. Ο διάδρομος μοιάζει άδειος, αλλά υπάρχουν πόρτες από δω κι από κει, κάποιες ανοιχτές, κάποιες κλειστές. Ο Ύαν προχωρεί προσεχτικά, με τα γόνατα λυγισμένα, κοιτάζοντας μέσα σε όλες τις ανοιχτές πόρτες, με το πιστόλι του σε ετοιμότητα.

Κάτι πετάγεται από μια πόρτα, κάτι κυλά στο πάτωμα, γυαλίζοντας–

Ο Ύαν τινάζεται, πανέτοιμος.

Το αντικείμενο είναι ένα αργυρό κρανίο, μα τους θεούς!

Μια ριπή έρχεται από την πόρτα. Μια ενεργειακή ριπή. Χτυπώντας τον Ύαν στο στήθος. Το σώμα του τραντάζεται άγρια. Φαίνεται, προς στιγμή, σαν να προσπαθεί να μη χάσει τις αισθήσεις του, αλλά δεν τα καταφέρνει: σωριάζεται στο πάτωμα.

Το αργυρό κρανίο ήταν, φυσικά, αντιπερισπασμός, για να τον μπερδέψει, για να τον ξαφνιάσει, καθώς εκείνος θα περίμενε μάλλον κάτι θανατηφόρο, όπως χειροβομβίδα.

Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Ποιος είναι εκεί μέσα; Πού είναι η δημοσιογράφος; Είναι δυνατόν να είχα δίκιο όταν είπα, επιπόλαια, στη Σαμάνθα ότι η Καλλιστώ μπορεί νάναι η Πριγκίπισσα της Οργής;

Αν είναι αυτή…

Βλέπω μια σκιά να πάει να βγει από την πόρτα, προσεχτικά. Έχω έτοιμα και τα δύο πιστόλια μου.

«Ζορδάμη!» Η φωνή της Σαμάνθας.

Γυρίζω, ξαφνιασμένος.

Βλέπω μια γυναίκα να έρχεται από το βάθος του άλλου διαδρόμου. Φορά σκούρα μπλε κάπα με την κουκούλα σηκωμένη κι έχει ένα μαντήλι στο πρόσωπο – ένα καφέ μαντήλι. Τα χέρια της είναι ντυμένα με μαύρα γάντια. Βαστά δύο πιστόλια: το ένα σημαδεύει τη Σαμάνθα, το άλλο είναι στραμμένο προς εμένα.

«Πέτα τα όπλα σου!» με προστάζει. «Πέτα τα όπλα σου! Τώρα! Στο πάτωμα! Ήσυχα! Αλλιώς θα τη σκοτώσω αυτήν πρώτη!»

«Εντάξει,» της λέω, «εντάξει.» Και: «Δεν είμαστε εμείς Ακανόνιστοι,» προσθέτω γιατί είμαι βέβαιος πως ούτε αυτή είναι Ακανόνιστη. Αυτή πρέπει νάναι η γυναίκα που είδε ο Ύαν και την πέρασε για την Απρόσωπη.

Είχε δίκιο; Είναι όντως η Πριγκίπισσα;

Πίσω της, σ’έναν τοίχο φαίνεται γραμμένη η λέξη ΟΡΓΗ, με αίμα.

«Τι είστε;» ρωτά η γυναίκα καθώς αποθέτω και τα δύο πιστόλια μου στο πάτωμα, αργά. «Από πού ήρθατε;»

«Είμαστε…» κομπιάζω – κι ελπίζω η Σαμάνθα να μιλήσει· εκείνη τα καταφέρνει καλύτερα να ξεμπλέκει τέτοια μπλεξίματα, νομίζω. Όμως τώρα δεν μιλά, οπότε συνεχίζω: «Ήρθαμε για να κάνουμε μια διάσωση– Ε! Τι κάνεις;»

Η γυναίκα πλησιάζει γρήγορα τη Σαμάνθα. Η Σαμάνθα φαίνεται να καταλαβαίνει τι θα γίνει και προσπαθεί να τραβήξει όπλο, αλλά είναι ζαλισμένη και αργοκίνητη· η άγνωστη την κοπανά κατακέφαλα με το ένα από τα πιστόλια της και η Σαμάνθα καταλήγει στο πάτωμα, αναίσθητη. Ο μικρός καθρέφτης πέφτει δίπλα της, σπάζοντας.

Αρπάζω το πιστόλι μου από κάτω.

Κάτι με χτυπά στο δεξί πόδι, κι ολόκληρο το σώμα μου τραντάζεται ενώ μια ακούσια κραυγή βγαίνει από τα χείλη μου.

Καταλήγω κι εγώ στο πάτωμα, μ’όλη τη δεξιά μου μεριά τελείως μουδιασμένη, παράλυτη. Ενεργειακή ριπή… συνειδητοποιώ. Το πιστόλι έχει φύγει από το χέρι μου.

Βλέπω από πάνω μου να στέκεται μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα – αυτή που αντιμετωπίσαμε στην αίθουσα με τις παράξενες τοιχογραφίες, αναμφίβολα.

«Τι…;» κρώζω αδύναμα.

«Μην τους σκοτώσεις,» λέει η γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα σ’αυτήν με τα μαύρα. «Δεν είναι Ακανόνιστοι–»

«Το κατάλαβα αυτό.»

«–και ίσως μάλιστα να είναι…» Αλλά δεν ολοκληρώνει. Με ρωτά: «Είπες ότι ήρθατε να κάνετε διάσωση. Τι διάσωση; Πες μου!» Με σημαδεύει με το ένα πιστόλι. Και παρατηρώ τότε ότι είναι τραυματισμένη: υπάρχει αίμα πάνω στην κάπα της. Στον δεξή ώμο. Μπορεί όμως και κινεί το χέρι με αρκετή άνεση.

«Μια δημοσιογράφο,» αποκρίνομαι ζαλισμένα. «Καλλιστώ Μερκάθη τη λένε.» Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο για να συνέλθω.

«Ποιος σας έστειλε;» ρωτά αμέσως η μαυροντυμένη γυναίκα.

Τότε, όμως, μια δυνατή φωνή αντηχεί από την είσοδο του οικήματος:

«ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ! ΜΑΣ ΑΚΟΥΣ, ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ; ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΟΙ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΙ ΕΔΩ, ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΞΟΔΟ, ΣΚΡΟΦΑ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΛΟΡΚΗΣ! ΔΕ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ! ΕΙΣΑΙ ΝΕΚΡΗ! ΕΙΣΑΙ ΝΕΚΡΗ! ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ ΑΠΟ ΤΩΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΚΟΨΟΥΜΕ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΙΑΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΕ ΨΗΣΟΥΜΕ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΛΑΚΚΟΥΣ ΦΩΤΙΑΣ!»

Όποιος κι αν είναι αυτός, δεν χρησιμοποιεί τηλεβόα· είμαι σίγουρος. Πρέπει νάχει ξελαρυγγιαστεί.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.