Επεισόδιο 1
ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

Ο Κύριλλος Νυχταστέρης γιορτάζει τα εβδομηκοστά του γενέθλια, καθώς και την αγορά ενός μεγάλου μέρους του μοναδικού τηλεοπτικού σταθμού της Θακέρκοβ. Ορισμένοι από τους καλεσμένους του αστειεύονται ότι τώρα ο τηλεοπτικός σταθμός δεν θα πρέπει πια να ονομάζεται «Το Άστρο» αλλά «Το Νυχτερινό Άστρο», ή κάτι παρόμοια ταιριαστό. Ο Κύριλλος γελά συγκρατημένα, λέγοντας ότι δεν θα ήθελε να μονοπωλήσει σε τέτοιο βαθμό τις ειδήσεις στην πόλη.

Πολλά από τα άτομα της καλής κοινωνίας της Θακέρκοβ βρίσκονται απόψε στη βίλα του Νυχταστέρη στη Γραμμή, την ανατολικότερη από τις συνοικίες της Θακέρκοβ, και μια από τις καλύτερες περιοχές της. Ανάμεσά στους καλεσμένους είναι ο νέος Αρχιφρούραρχος Βάνης Οδόνυχος και η Πολιτειάρχης Αλκυόνη Νυκτόψυχη, που (όπως και με το Άστρο) πολλοί κάνουν συγκρίσεις του επώνυμού της με το επώνυμο του Κύριλλου. Νυκτόψυχη η Πολιτειάρχης μας, Νυχταστέρηδες οι πλούσιοι, λένε. Κάποια σχέση θα υπάρχει, δεν μπορεί! (Αν και, στην πραγματικότητα, καμία συγγένεια δεν έχουν.) Νύχτα έχει πέσει στη Θακέρκοβ. Κι άλλοι γελάνε μ’αυτό, αποκρινόμενοι: Τότε είναι μια πολύ καλή νύχτα, δεν είναι; Από εκείνες τις γλυκές, πλούσιες, καλοκαιρινές νύχτες, όλο χορό, ποτά, και μουσική. Αλλά δεν συμφωνούν όλοι με την εκτίμησή τους: Πλούσιες νύχτες; Για κάποιους, ίσως. Για κάποιους – και μόνο.

Η διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας και ο διωγμός της από τη Σεργήλη, ύστερα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, άφησε ολόκληρη τη διάσταση με πολλές υλικές ζημιές και οικονομικά προβλήματα. Τώρα έχει αρχίσει να ορθοποδεί λιγάκι, ειδικά μετά από το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, το οποίο αποτέλεσε θέαμα που προσέλκυσε κόσμο από διάφορες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.

Δυστυχώς, η Θακέρκοβ δεν ήταν από τις πόλεις όπου πέρασαν τα αγωνιστικά οχήματα, και επομένως δεν συγκέντρωσε πολλούς τουρίστες· ωστόσο, είχε κι αυτή τα κέρδη της – αν και, ομολογουμένως, όχι όσα άλλες πόλεις που αποτελούσαν σημεία ελέγχου του Πανδιαστασιακού Ράλι ή απ’όπου πέρασαν οι ραλίστες.

Στη Θακέρκοβ, μετά τον διωγμό των Παντοκρατορικών, έχουν δημιουργηθεί ανισόρροπες οικονομικές καταστάσεις. Οι πλούσιοι είναι ακλόνητοι, οι φτωχοί είναι εξαθλιωμένοι, κι όσοι βρίσκονται ανάμεσα στα δύο άκρα συνεχώς παλεύουν να μη γλιστρήσουν, ενώ οι πιο επιτήδειοι από αυτούς, οι καιροσκόποι, έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για να μη χάσουν κάποια ευκαιρία να ανελιχθούν, ασχέτως ποιον ή ποιους θα καταστρέψουν κατά την αναρρίχησή τους.

Οι περισσότεροι από τους καλεσμένους του Κύριλλου Νυχταστέρη είναι από τους ακλόνητους. Αλλά όχι όλοι. Υπάρχουν και άνθρωποι της μεσαίας τάξης μέσα στη φανταχτερή δεξίωση που αστράφτει από τα πολύχρωμα φώτα και αντηχεί από τις δυνατές μουσικές. Ο Κύριλλος έχει προσλάβει το συγκρότημα Κραυγαλέες Αλεπούδες γι’απόψε, ώστε να τραγουδήσει αποκλειστικά για εκείνον και τους καλεσμένους του. Δεν του λείπουν τα λεφτά.

Μεγάλα εντυπωσιακά ολογράμματα βρίσκονται στους κεντρικούς χώρους της βίλας του, στις αίθουσες και στην αυλή όπου γίνεται η δεξίωση: ψηλοί γρύπες που ανοιγοκλείνουν τις φτερούγες τους, ημίγυμνες χορεύτριες που ανεμίζουν πέπλα γύρω τους, φασματικές φωτιές και εκρήξεις, εξωτικοί ξιφομάχοι, φανταστικά θηρία…

Όλοι φαίνεται να περνάνε καλά, πλουσιότεροι και λιγότερο πλούσιοι. Τα ποτά ρέουν άφθονα, οι συζητήσεις και τα γέλια δεν παύουν ποτέ. Καλεσμένοι χορεύουν με καλεσμένους· επαγγελματίες χορευτές χορεύουν με επαγγελματίες χορευτές· επαγγελματίες χορευτές χορεύουν με καλεσμένους…

Ποιος θα μπορούσε να έχει να πει τίποτα κακό για τον Κύριλλο Νυχταστέρη απόψε; Μόνο, ίσως, κάποιοι που σιγοψιθυρίζουν στα άκρα της γιορτής. Αλλά – ποιος ξέρει; – μπορεί απλά να έχουν τα δικά τους προβλήματα…

Εκτός από ντόπιους, κατοίκους της Θακέρκοβ, έχουν έρθει και αρκετοί άνθρωποι από διάφορες άλλες περιοχές της Σεργήλης· και πολλοί από τους καλεσμένους απορούν με μερικούς από αυτούς. Είναι δυνατόν ο Κύριλλος να έχει συναναστροφές ακόμα και με ανθρώπους των νότιων ερήμων; Ακόμα και με ανθρώπους των Φέρνιλγκαν; Αναμφίβολα, είναι πιο δικτυωμένος απ’ό,τι ορισμένοι πιστεύουν. Η Λόρκη τού έχει δείξει τα βυζιά της, λένε αστειευόμενοι. Πώς αλλιώς τέτοια τύχη να την εξηγήσεις; Αλλά άλλοι αποκρίνονται: Ποια τύχη; Μια πονηρή, ύπουλη αλεπού είναι ο Νυχταστέρης! Τι νομίζεις εσύ, σαν το γιο του είναι, τον Άρη;

Ο Άρης Νυχταστέρης, ντυμένος κομψά και προκλητικά, φλερτάρει με όλες τις γυναίκες στη γιορτή, γελώντας, κάνοντας αστεία, πίνοντας, χορεύοντας. Είναι σαράντα χρονών, παντρεμένος, και πριν από τέσσερα χρόνια έκανε το πρώτο του παιδί, αλλά τίποτα απ’αυτά δεν τον σταματά. Έχει κακή φήμη στη Θακέρκοβ· ή καλή φήμη – αναλόγως ποιον θα ρωτήσεις.

Ο πατέρας του, ο Κύριλλος Νυχταστέρης, στέκεται σοβαρός χαμογελώντας τυπικά και συγκρατημένα καθώς κρατά διαρκώς ένα ποτήρι στο χέρι του, γεμάτο Σεργήλιο οίνο που ποτέ δεν φαίνεται να εξαντλείται – ίσως επειδή ο Κύριλλος πίνει ελάχιστα και παρατηρεί τα πάντα στη δεξίωση. Τα έξυπνα, υπολογιστικά μάτια του γυαλίζουν επάνω στο λευκόδερμο πρόσωπό του.

Ο πατέρας γιορτάζει, αλλά ο γιος φαίνεται πραγματικά να διασκεδάζει. Και οι δύο κόρες, επίσης, αλλά όχι τόσο όσο ο Άρης. Ο Κύριλλος, όμως, είναι αναμφισβήτητα ο Άρχοντας της Δεξίωσης. Κοιτάζει τους καλεσμένους του, καθώς βαδίζει ανάμεσά τους, σαν να είναι Πολιτειάρχης όχι μόνο της Θακέρκοβ μα κι όλης της Σεργήλης. Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί δεν έχει ποτέ βάλει υποψηφιότητα. Φοβάται ότι δεν θα εκλεγεί; Ή μήπως περιμένει την κατάλληλη στιγμή; Τη στιγμή που θα είναι σίγουρος ότι θα εκλεγεί; Είναι μεγάλος πια, λένε οι σκεπτόμενοι. Εβδομήντα χρονών. Σίγα μη βάλει υποψηφιότητα σε τέτοια ηλικία! Και πιο πριν δεν τον απασχολούσε η πολιτική, μόνο να πλουτίζει.

Με τους Παντοκρατορικούς, τότε, τα είχε καλά, λένε οι κακεντρεχείς, αλλά όχι και τόσο καλά όσο θάπρεπε για να τον ξεπαστρέψουν οι επαναστάτες. Πονηρός, όπως πάντα.

Ο Κύριλλος Νυχταστέρης βαδίζει μέσα στη δεξίωση μειδιώντας αχνά, σαν να γνωρίζει όλα όσα λέγονται γι’αυτόν. Σαν να είναι παντογνώστης. Ανταλλάσσει κουβέντες με ανθρώπους από τη Θακέρκοβ και με ανθρώπους έξω από τη Θακέρκοβ, μακρινούς επισκέπτες. Δείχνει ικανοποιημένος. Βγάζει ένα πούρο από το καλοσιδερωμένο σακάκι του και το ανάβει, καπνίζοντας νωχελικά καθώς πηγαίνει να καθίσει σε μια πολυθρόνα πλάι σ’ένα ολόγραμμα αετού που φτερουγίζει.

Ο Άρης Νυχταστέρης απομακρύνεται από μια παρέα πέντε καλεσμένων για να πλησιάσει μια δημοσιογράφο της εφημερίδας «Τα Νέα της Θακέρκοβ»: μια γυναίκα γαλανόδερμη, όπως εκείνον, με κοντά ξανθά μαλλιά, η οποία ονομάζεται Καλλιστώ Μερκάθη. Ο πατέρας του τον παρατηρεί για λίγο καθώς μιλά με τη δημοσιογράφο, καθώς, πρόδηλα, την κορτάρει. Εκείνη χαμογελά, σχεδόν δειλά· αλλά τα μάτια της γυαλίζουν μέσα στα φώτα της δεξίωσης. Δεν είναι από τους πλούσιους καλεσμένους· είναι από αυτούς της μεσαίας τάξης, που πρέπει ν’αγωνίζονται πιο σκληρά από άλλους στη Θακέρκοβ, που πρέπει να υποφέρουν πιο πολύ από άλλους.

Ο Άρης, έχοντας στο δεξί χέρι ένα ποτήρι τάο βις και στο αριστερό χέρι τη μέση της Καλλιστώς, απομακρύνεται από την αίθουσα όπου βρίσκεται ο Κύριλλος Νυχταστέρης· πηγαίνει προς τον κήπο της βίλας, μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στο θυμωμένο βλέμμα που του ρίχνει η σύζυγός του, πάνω από τον ώμο της, καθώς κάθεται μαζί μ’άλλες τέσσερις γυναίκες κουβεντιάζοντας και καπνίζοντας. Αμφίβολο είναι αν ο Άρης πρόσεξε καν αυτό το βλέμμα.

Η Καλλιστώ, επίσης, δεν φαίνεται να το πρόσεξε. Ακολουθεί τον Άρη Νυχταστέρη χαχανίζοντας και παραπατώντας λιγάκι, σα νάναι ελαφρώς μεθυσμένη. Βγαίνουν στον κήπο, και ο Άρης, ύστερα από ένα τάο βις ακόμα – το οποίο μοιράζεται μαζί της – δεν αργεί να την οδηγήσει σ’ένα από τα πιο σκιερά σημεία, πίσω από ψηλά φυτά, μακριά από τα έντονα φώτα. Η μουσική των Κραυγαλέων Αλεπούδων έρχεται σχετικά απόμακρα εδώ – δεδομένου ότι ολόκληρη η βίλα, βέβαια, αντηχεί από τα ξεσηκωτικά τραγούδια.

«Πού με πηγαίνεις;» χαχανίζει η Καλλιστώ. «Σε ύποπτα μέρη; Θα μου δείξεις τους θησαυρούς σας; Τους κρυφούς θησαυρούς των Νυχταστέρηδων;»

«Θα γράψεις γι’αυτούς στην εφημερίδα;»

«Χα-χα-χα-χα· θα το σκεφτώ! Θα το σκεφτώ! Με βάζεις… με βάζεις σε πειρασμό,» του λέει προκλητικά.

«Εσύ με βάζεις σε πειρασμό,» της λέει ο Άρης οδηγώντας την μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα της βίλας. «Είναι όλες οι δημοσιογράφοι των Νέων τόσο σαγηνευτικές;»

«Όταν με γνώρισες μου είπες ότι είμαι ενοχλητική!»

Ο Άρης ανοίγει την πόρτα και μπαίνουν σ’έναν μικρό, σκοτεινό διάδρομο.

«Φοβάμαι το σκοτάδι!» λέει η Καλλιστώ, γελώντας.

Ο Άρης πατά έναν διακόπτη και μια ενεργειακή λάμπα ανάβει στο ταβάνι. Τραβά τη δημοσιογράφο από το χέρι και περνάνε ακόμα μια πόρτα, μπαίνοντας σ’ένα δωμάτιο που δεν μοιάζει να χρησιμοποιείται πολύ, τελευταία· τα έπιπλα είναι σκεπασμένα με πανιά.

«Τι είναι εδώ;» ρωτά η Καλλιστώ.

«Η κρυφή μου κρυψώνα!» της λέει ο Άρης αρπάζοντάς την από τη μέση και φιλώντας το πλάι του λαιμού της.

«Χαχαχαχα! Δεν είναι όλες οι κρυψώνες κρυφές;»

«Αυτή είναι πιο κρυφή.» Τα χέρια του ξεκουμπώνουν τα κουμπιά του φορέματός της.

«Περίμενε,» του λέει η Καλλιστώ. «Όταν συναντηθήκαμε είπες ότι είμαι ενοχλητική, δεν είπες;»

«Άλλαξα γνώμη από τότε.» Ο Άρης τραβά το φόρεμά της από τους ώμους της, αποκαλύπτοντας όμορφους γαλανόδερμους βραχίονες και γεμάτα στήθη, δεμένα μ’έναν λεπτό στηθόδεσμο χωρίς τιράντες.

«Περίμενε–»

«Η υπομονή μου τελείωσε.» Φιλά πάλι τον λαιμό της, τον ώμο της, το ένα στήθος.

«Περίμενε!» Η Καλλιστώ κάνει να τον απομακρύνει, αλλά εκείνος την κρατά γερά κοντά του.

«Φοβάσαι, ε;» λέει ο Άρης, γελώντας, τραβώντας κι άλλο το φόρεμά της, παγιδεύοντας τα χέρια της. «Φοβάσαι;»

«Σταμάτα,» επιμένει η Καλλιστώ, «σταμάτα.»

Ο Άρης λύνει τον στηθόδεσμό της και τη σπρώχνει επάνω σ’έναν σκεπασμένο καναπέ, ανάσκελα. «Ακούς κακές φήμες για μένα;»

«Σταμάτα, σου λέω!»

Ο Άρης την κρατά κάτω· χώνει το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη της· λέει: «Δε σ’αρέσει αυτό; Δε σ’αρέσει αυτό;» Το χέρι του είναι κάτω από τη φούστα της.

Μια άλλη γυναίκα μπαίνει τότε στο σκοτεινό δωμάτιο, ντυμένη στα μαύρα – μαύρος μανδύας, μαύρο πλατύγυρο καπέλο, μαύρο μαντήλι στο κάτω μέρος του προσώπου, μαύρα γάντια – σαν σκιά. Το δεξί της χέρι βγάζει ένα στιλέτο μέσα από τα ρούχα της· το αριστερό αρπάζει τα μαλλιά του Άρη, τραβώντας απότομα το κεφάλι του πίσω.

Η λεπίδα, γυαλίζοντας, σκίζει τον λαιμό του πέρα για πέρα, τινάζει αίματα επάνω στο σκέπασμα του καναπέ, επάνω στην Καλλιστώ.

Η οποία ουρλιάζει ξέφρενα. Ουρλιάζει μ’όλη της τη δύναμη. Ουρλιάζει προσπαθώντας ν’ακουστεί πάνω από τη δυνατή μουσική της δεξίωσης.

Τελικά, κάποιος την ακούει. Έρχεται στο σκοτεινό δωμάτιο, βλέπει το πτώμα του γιου του Κύριλλου Νυχταστέρη, βλέπει την ημίγυμνη δημοσιογράφο στον καναπέ· τα μάτια του γουρλώνουν, γυρίζει και φεύγει τρέχοντας.

Και μετά, ολόκληρο πλήθος συγκεντρώνεται μέσα στο δωμάτιο. Πιο πολλοί άνθρωποι, ίσως, απ’ό,τι χωράνε εδώ. Αλλά οι μισθοφόροι φρουροί του Νυχταστέρη σύντομα διώχνουν τους περισσότερους, καθώς ο Κύριλλος γονατίζει πλάι στον αιμόφυρτο γιο του, προστάζοντας συγχρόνως να συλλάβουν αυτή τη γυναίκα. Και το χέρι του δείχνει την Καλλιστώ.

Εκείνη, που βρίσκεται ακόμα στον καναπέ, μαζεμένη, τρομοκρατημένη, φωνάζει: «Δεν ήμουν εγώ! Δεν το έκανα εγώ! Δεν τον σκότωσα! Δεν έχω όπλο! Μια άλλη ήρθε!» Οι φρουροί όμως την αρπάζουν, σηκώνοντάς την και δένοντας με χειροπέδες τα χέρια της πίσω από την πλάτη.

«Ποια άλλη;» ρωτά ο Κύριλλος, με τα μάτια του να στραφταλίζουν δολοφονικά.

«Μια γυναίκα…» ξεροκαταπίνει η Καλλιστώ. «Μια… μαύρη γυναίκα. Φορούσε μαντήλι, και καπέλο, και μανδύα – δε φαινόταν το πρόσωπό της. Και γάντια: ούτε τα χέρια της δεν φαίνονταν. Τον σκότωσε μ’ένα στιλέτο – λέω αλήθεια! Ήμασταν… ήμασταν – ήμασταν στον καναπέ, και ήρθε από πίσω και τον τράβηξε και τον σκότωσε μ’ένα στιλέτο.»

Η Πριγκίπισσα! ακούγονται κάποιοι να ψιθυρίζουν. Η Πριγκίπισσα της Οργής… Η Απρόσωπη!

«Θα το μάθουμε αν λες αλήθεια,» υπόσχεται ο Κύριλλος Νυχταστέρης στη δημοσιογράφο.

Την πηγαίνουν, μέσα στη νύχτα, στο Νοτιοανατολικό Φρουραρχείο της Θακέρκοβ, στις βόρειες παρυφές του Παλαιοπώλη, που δεν είναι και τόσο μακριά από εδώ, από τη Γραμμή. Οι χωροφύλακες κλείνουν την Καλλιστώ σ’ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, με μια πόρτα μονάχα, ένα τραπέζι, και δύο καρέκλες. Η δημοσιογράφος κάθεται μαζεμένη, αμίλητη, μοιάζοντας μουδιασμένη.

Εν τω μεταξύ, ερευνητές της Χωροφυλακής έχουν έρθει στη βίλα του Νυχταστέρη για να συγκεντρώσουν ό,τι στοιχεία μπορούν για τον φόνο. Ο Κύριλλος τούς ατενίζει με μάτια παγερά, μην έχοντας δακρύσει ούτε στιγμή. Η γυναίκα του στέκεται πίσω του, το ίδιο κι οι δύο κόρες του, που είναι μικρότερες από ό,τι ήταν ο Άρης. Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι που βρίσκονται στην πολυτελή μονοκατοικία: Κανένας από τους καλεσμένους δεν έχει φύγει. Ο Κύριλλος τούς το έχει απαγορεύσει – ακόμα και στην Πολιτειάρχη Αλκυόνη Νυκτόψυχη. Μέχρι να βρούμε ποια σκότωσε τον γιο μου, κανένας σας δεν θα φύγει από εδώ! τους έχει πει.

Όλοι, όμως, ψιθυρίζουν: Η Πριγκίπισσα της Οργής… Η Απρόσωπη Πριγκίπισσα…

Και ένας καλεσμένος λέει: «Δεν είναι άνθρωπος αυτή· είναι δαιμόνισσα. Δαιμόνισσα της Λόρκης· τόχω ακούσει να το λένε.»

Ο Κύριλλος στρέφεται απότομα να τον αντικρίσει. «Δαιμόνισσα ή γυναίκα, θα τη βρω και θα έρθει το τέλος της!»

Στο Νοτιοανατολικό Φρουραρχείο της Θακέρκοβ, τρεις χωροφύλακες μπαίνουν στο δωμάτιο όπου είναι κλεισμένη η Καλλιστώ κι αρχίζουν να της κάνουν ερωτήσεις. Εκείνη επιμένει ότι δεν σκότωσε τον Άρη, δεν είχε όπλο, κι ακόμα κι αν είχε δεν θα μπορούσε ποτέ να τον σκοτώσει. «Μου είχε φερθεί πολύ καλά,» λέει. «Είχαμε γνωριστεί σχεδόν τυχαία, όταν έκανα ένα ρεπορτάζ για την εφημερίδα, και τώρα είχε την καλοσύνη να με καλέσει στη δεξίωση του πατέρα του, να με φέρει κοντά σε τόσους επιφανείς ανθρώπους… Δε θα μπορούσα ποτέ να τον σκοτώσω.» Τρέμει, φοβισμένη.

Όταν η αναφορά των ερευνητών έρχεται στο Νοτιοανατολικό Φρουραρχείο, γίνεται πλέον φανερό ότι η δημοσιογράφος δεν μπορεί να σκότωσε τον γιο του Κύριλλου Νυχταστέρη. Κάποιος που ήρθε από πίσω του τον σκότωσε, σκίζοντας τον λαιμό του με στιλέτο. Και η δημοσιογράφος δεν έχει στιλέτο επάνω της (την έχουν ήδη ψάξει, εξονυχιστικά), ούτε κανένα στιλέτο ήταν πεταμένο στον χώρο του φόνου.

Το συμπέρασμα είναι πως η Πριγκίπισσα της Οργής τον σκότωσε. Ποιος ξέρει για ποιο λόγο; Ποιος ξέρει ποτέ τους λόγους αυτής της γυναίκας; Αν όντως είναι γυναίκα και όχι δαιμόνισσα της Λόρκης…

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.